Παρασκευή, Ιουλίου 05, 2013

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ

Ἰ­ω­άν­νη Ζό­ζου­λακ
Ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πρέ­σοβ, Σλο­βα­κί­α

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χε ἀν­τι­με­τω­πί­σει δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως τοὺς δι­ωγ­μοὺς τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς αἱ­ρέ­σεις, τὶς ὀρ­δὲς τῶν βαρ­βά­ρων λα­ῶν ποὺ πο­λε­μοῦ­σαν ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, καὶ τὸ σχί­σμα ποὺ με­θό­δευ­σαν μὲ δό­λο οἱ Φράγ­κοι. Ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­γω­νι­οῦ­σε κά­τω ἀ­πὸ τοὺς πα­πι­κοὺς δι­ωγ­μοὺς στὴ Δύ­ση, καὶ τὸν ἐ­πε­κτα­τι­σμὸ τῶν Μου­σουλ­μά­νων στὴν Ἀ­να­το­λή. Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι λα­οὶ ἀ­γω­νί­ζον­ταν νὰ κρα­τή­σουν ζων­τα­νὴ τὴν πί­στη στὴν ἐ­πι­κρά­τεια τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
Στὴν ἀρ­χὴ οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι δὲν γνώ­ρι­ζαν ἐ­πα­κρι­βῶς τὶς ἰ­δέ­ες τῶν Προ­τε­σταν­τῶν γι᾿ αὐ­τὸ ὁ πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἰ­ω­ά­σαφ Β΄ ἔ­στει­λε στὴν Βιτ­τεμ­βέρ­γη (Wittenberg) τὸν δι­ά­κο­νό του Δη­μή­τριο Μυ­σὸν γιὰ νὰ φέ­ρει ἀ­κρι­βέ­στε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Αὐ­τὸς ἐ­πέ­στρε­ψε καὶ ἔ­φε­ρε στὸν Πα­τριά­ρχη ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Με­λάγ­χθο­νος (1559). Ὅ­τι ἔ­φε­ρε καὶ ἑλ­λη­νι­κὴ με­τά­φρα­ση τῆς Αὐ­γου­σταί­ας Ὁ­μο­λο­γί­ας εἶ­ναι ἁ­πλὴ εἰ­κα­σί­α[1].
Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ του ὁ Με­λάγ­χθον κα­τε­χό­με­νος ἀ­πὸ θλί­ψη γιὰ τὴ δύ­σκο­λη θέ­ση τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκ­φρά­ζει τὴν χα­ρὰ ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἔ­σω­σε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α του ἀ­πὸ τοὺς σκλη­ροὺς ἐ­χθρούς τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ[2]. Με­τὰ βε­βαι­ώ­νει πὼς οἱ Προ­τε­στάν­τες τή­ρη­σαν τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τὶς συ­νό­δους καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τὴν Ἑλ­λή­νων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στὸ τέ­λος πα­ρα­κα­λεῖ τὸν Πα­τριά­ρχη νὰ μὴ πι­στεύ­ει τὶς συ­κο­φαν­τί­ες ἐ­ναν­τί­ων τῶν Προ­τε­σταν­τῶν. Ὁ Πα­τριά­ρχης δὲν ἀ­πάν­τη­σε στὴν ἐ­πι­στο­λή τοῦ Με­λάγ­χθο­νος[3].
Κα­λύ­τε­ρη γνώ­ση τῶν Προ­τε­σταν­τῶν ἔ­λα­βαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι στὴν Ἀ­να­το­λὴ ἐ­πὶ τοῦ Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἱ­ε­ρε­μί­ου Β΄, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν τὴν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α οἱ θε­ο­λό­γοι ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο στὴ Τυ­βίγ­γη (Tübingen)[4].
Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τριά­ρχη Ἱ­ε­ρε­μί­α Β΄ χει­ρί­στη­κε τὸ θέ­μα ἑ­νὸς εἴ­δους Δι­α­λό­γου μὲ τὴν και­νο­φα­νῆ τό­τε Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Προ­τε­σταν­τῶν (Λου­θη­ρα­νῶν). Οἱ Λου­θη­ρα­νοὶ θε­ο­λό­γοι τῆς Τυ­βίγ­γης, τοῦ κρα­τι­δί­ου σή­με­ρα τῆς Βά­δης – Βυρ­τεμ­βέρ­γης τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἔ­στει­λαν στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τὴν Αὐ­γου­σταί­α Ὁ­μο­λο­γί­α στὴν ὁ­ποί­α ἐ­ξέ­θε­ταν σὲ 2 Μέ­ρη καὶ 28 Κε­φά­λαι­α τὴν πί­στη τους. Σ᾿ αὐ­τὰ ὁ Ἱ­ε­ρε­μί­ας Β΄ καὶ οἱ πε­ρὶ αὐ­τὸν θε­ο­λό­γοι ἀ­πάν­τη­σαν ἀ­να­λυ­τι­κὰ στὴν Α΄ ἀ­πό­κρι­ση πρὸς Λου­θη­ρα­νοὺς θε­ο­λό­γους, σὲ τί συμ­φω­νεῖ καὶ σὲ τί ὄ­χι ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λὴ[5].
Ὁ Πα­τριά­ρχης Ἱ­ε­ρε­μί­ας ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐν ἐ­κτά­σει μὲ ἕ­ξι θέ­μα­τα στὰ ὁ­ποῖα­ οἱ Λου­θη­ρα­νοὶ θε­ο­λό­γοι τῆς Τυ­βίγ­γης ἐ­ξέ­φρα­σαν δι­α­φω­νί­α. Πρό­κει­ται γιὰ τὴν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἐκ τοῦ Θε­οῦ καὶ ὄ­χι καὶ ἐκ τοῦ Υἱ­οῦ – Filioque, γιὰ τὸ αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που, τὴ δι­καί­ω­ση (ἐκ πί­στε­ως καὶ ἔρ­γων), τὰ Μυ­στή­ρια, τὴν ἐ­πί­κλη­ση καὶ προ­σκύ­νη­ση τῶν Ἁγί­ων καί, τέ­λος τὸ μο­να­χι­κὸ βί­ο. Ἡ τρί­τη Ἀ­πό­κρι­ση τοῦ Ἱ­ε­ρε­μί­ου Β΄ κα­τὰ βά­ση πε­ρι­έ­χει δι­α­σα­φή­σεις σὲ αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα[6].
Στὶς στε­νό­τε­ρες σχέ­σεις μὲ τοὺς Προ­τε­στάν­τες ἦρ­θαν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι θε­ο­λό­γοι ἐ­πὶ τοῦ Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Κυ­ρίλ­λου Λού­κα­ρη, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­έ­ξα­γε σφο­δρὸ ἀ­γῶ­να ἐ­ναν­τί­ων τῶν πα­πι­κῶν.
Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι καὶ στὴν Τσε­χί­α ὑ­πῆρ­χαν προ­σπά­θει­ες τῶν Προ­τε­σταν­τῶν (Οὐ­σι­τῶν) νὰ βροῦν κα­λὲς σχέ­σεις μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Ἡ ἀν­τί­δρα­ση τῶν Τσέ­χων χρι­στια­νῶν στὶς και­νο­το­μί­ες τῆς Ρώ­μης στὸ τέ­λος τοῦ 14ου καὶ στὴν ἀρ­χὴ τοῦ 15ου αἰ­ῶνα ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν Ἰ­ω­άν­νη Χοὺς[7] (Ján Hus) καὶ τὸν ἐκ Πρά­γας Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο (Jeroným Pražský). Κα­τὰ τοὺς χρό­νους τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν ὁ τσε­χι­κὸς λα­ὸς εἶ­χε στε­ρε­ὰ τὴν συ­νεί­δη­ση ὅ­τι οἱ ἀρ­χὲς τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου χρι­στι­α­νι­σμοῦ στὴ χώ­ρα του εἶ­χαν ἀ­να­το­λι­κή, ἑλ­λη­νι­κὴ προ­έ­λευ­ση.
Στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Πρά­γας, ὅ­που ἐρ­γα­ζό­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χούς, δέ­χον­ταν τὶς ἀ­πό­ψεις τοῦ Ἄγ­γλου J. Wiklef, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ Ρώ­μη κα­τε­δί­κα­σε ὡς αἱ­ρε­τι­κό, μὲ κρι­τι­κή. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χοὺς καὶ οἱ πιὸ κον­τι­νοὶ μα­θη­τὲς του συμ­φω­νοῦ­σαν μὲ τὸν Wiklef μό­νο στὴν κρι­τι­κὴ τῆς ἠ­θι­κῆς τῆς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ ἀ­πέ­ρι­ψαν τὶς δογ­μα­τι­κές του θέ­σεις. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμὸ τοῦ κι­νή­μα­τος τῶν Οὐ­σι­τῶν εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο τὸ γε­γο­νός, ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χοὺς στὰ συγ­γρά­μα­τά του γρά­φει γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, δὲν βρῆ­κε τί­πο­τα ποὺ θὰ ἦ­ταν ἄ­ξιο τῆς κρι­τι­κῆς[8].
Οἱ ὁ­μι­λί­ες τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Χοὺς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Πρά­γας, κα­θὼς καὶ στὸ με­γά­λο πα­ρε­κκλή­σι, λε­γό­με­νο τῆς Βη­θλε­ὲμ εἰ­πώ­θη­καν ὑ­πὸ τὸ φῶς τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιὰ τὴν κα­θα­ρὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ, γι᾿ αὐ­τὸ ἀν­τι­δροῦ­σε στὴν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α στὰ συγ­χω­ρο­χάρ­τια ὡς σι­μω­νί­α καὶ ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν πὼς κά­θε χρι­στια­νὸς εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νος γιὰ τὰ ἔρ­γα του. Ἐ­πί­σης ἔ­κα­νε τὴν κριτ­κὴ τῆς κο­σμι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ κλή­ρου καὶ εἰ­δι­κά τοῦ πά­πα τῆς Ρώ­μης. Τὸ αἴ­τη­μά του νὰ ἀ­να­γνω­ρι­σθεῖ τὸ ὅ­τι ἡ Ρώ­μη ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τὸ δε­χθοῦν οἱ πα­πι­κοὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­πρε­πε νὰ στα­μα­τή­σει ἡ φω­νή του μὲ τὸν βί­αι­ο τρό­πο στὶς 6 Ἰ­ου­λί­ου 1415 ὅ­ταν πέ­θα­νε στὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς στὴν Κων­σταν­τί­αν τῆς Ἑλ­βε­τί­ας.
Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον ἐ­ξέ­χον­τες στο­χα­στὲς καὶ λο­γί­ους τοῦ πρώ­του κύ­μα­τος τῆς τσέ­χι­κης με­ταρ­ρύθ­μι­σης καὶ ὁ πιὸ πι­στὸς φί­λος τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Χοὺς ἦ­ταν ὁ ἐκ Πρά­γας Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πέ­κτη­σε δι­πλώ­μα­τα μα­γί­στρου στὰ Πα­νε­πι­στή­μια Πα­ρι­σί­ων, Κο­λω­νί­ας, Ὀξ­φόρ­δης καὶ Πρά­γας. Ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ἀ­σπά­στη­κε τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἀ­φοῦ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τὴ Λι­θου­α­νί­α καὶ τὴ Ρω­σί­α τὸ 1412, ὅ­που τὸν κά­λε­σε ὁ ἡ­γε­μό­νας τῆς Λι­θου­α­νί­ας Βι­τολντ. Τό­τε γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­δε τὴν γνή­σια Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ἦ­ταν πα­ρὼν στὶς ὀρ­θό­δο­ξες ἀ­κο­λου­θί­ες, λει­τα­νί­ες, δη­μό­σια προ­σκύνη­σε τὶς Ἁ­γί­ες εἰ­κό­νες καὶ τὰ λεί­ψα­να τῶν Ἁγί­ων. Με­τα­ξὺ ἄλ­λων κα­τη­γο­ρι­ῶν καὶ αὐ­τὴ ἡ πρά­ξη του χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στὸ νὰ κα­τα­δι­κα­σθεῖ σὲ θά­να­τον διὰ πυ­ρὸς στὶς 30 Μα­ΐ­ου τὸ 1416. Πέ­θα­νε δη­λα­δὴ μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ὅ­πως καὶ ὁ Ἰ­ω­ά­νης Χούς. Με­ρι­κοὶ ἱ­στο­ρι­κοὶ ἔ­χουν τὴν γνώ­μη ὅ­τι ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ὄ­χι μό­νο ἀ­σπά­σθη­κε τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ἀλ­λὰ ἔ­γι­νε καὶ ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χός.
Τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καὶ οἱ ἰ­δέ­ες τοῦ Ἰ­ω­ά­νη Χοὺς ὁ­δή­γη­σαν ἀρ­γό­τε­ρα τοὺς Οὐ­σί­τες στὴν ἀ­πό­πει­ρα νὰ φύ­γουν ἀ­πὸ τὴν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α καὶ νὰ ἑ­νω­θοῦν μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­πει­δὴ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στὴν Τσε­χί­α ἦρ­θε τὸ φῶς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ στὴν κα­τα­νο­η­τὴ σλα­βο­νι­κὴ γλῶσ­σα μέ­σῳ τῶν ἰ­σα­πο­στό­λων τῶν Σλά­βων τῶν Κύ­ριλ­λο καὶ Με­θό­διο καὶ τῶν μα­θη­τῶν τους. Τὸ βα­σι­κὸ ντο­κου­μέν­το τῶν δι­α­πραγ­μα­τεύ­σε­ων τῶν Οὐ­σι­τῶν στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­στο­λὴ ποὺ στάλ­θη­κε στὴν Τσε­χί­α στὶς 18 Ἰ­ου­λί­ου 1452. Τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ πα­τρι­αρ­χεῖ­ο μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν σω­στὴ οὐ­σι­τι­κὴ ὁ­μο­λο­γί­α πί­στης καὶ κα­λεῖ τοὺς Οὐ­σί­τες στὴν ἕ­νω­ση ἐ­λεύ­θε­ρα μὲ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς γνή­σιας χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἀ­πὸ τὸ 1451 ἕ­ως τὸ 1453, πρὶν ἀ­κό­μη οἱ Οὐ­σί­τες δι­α­πραγ­μα­τευ­τοῦν μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὴν ἕ­νω­σή τους μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, εἶ­χαν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ στὴ χώ­ρα τους. Οἱ Οὐ­σί­τες στὶς 29 Σε­πτεμ­βρί­ου 1452 ἔ­στει­λαν στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τὴν ἐ­πι­στο­λὴ μὲ τὴν ὁ­ποί­α εὐ­χα­ρί­στη­σαν γιὰ τὴν ἀ­γά­πη, δι­ευ­κρί­νη­σαν τὴν ὁ­μο­λο­γί­α πί­στης καὶ ἐ­ξή­γη­σαν τὴν ἀρ­νη­τι­κή τους στά­ση πρὸς τὴν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α καὶ εἰ­δι­κὰ στὸν πά­πα. Οἱ Οὐ­σί­τες δὲν ἔ­λα­βαν τὴν ἀ­πάν­τη­ση καὶ τὰ σχέ­δια αὐ­τὰ δι­α­κό­πη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἁ­λώ­σε­ως τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τὸ 1453.
Ἄλ­λες δι­α­πραγ­μα­τεύ­εις γιὰ τὴν ἕ­νω­ση τῶν Οὐ­σι­τῶν μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως δὲν ἦ­ταν δυ­να­τές. Οἱ Τσέ­χοι στὴ συ­νέ­χεια δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἔ­χουν τὴν ἄ­με­ση σχέ­ση μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ κί­νη­μα τῶν Οὐ­σι­τῶν ἐ­πι­ρε­ά­σθη­κε ἀ­πὸ τὴν γερ­μα­νι­κὴ με­τα­ρύθ­μη­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α στὸ τέ­λος ἑ­νώ­θη­καν. Οἱ Οὐ­σί­τες, δη­λα­δὴ ὁ­λό­κλη­ρος ὁ τσε­χι­κὸς λα­ός, ἀ­πε­χω­ρί­σθη­καν τοῦ πά­πα Ρώ­μης. Κα­τό­πιν τῆς ἥτ­τας τῶν τσε­χι­κῶν στρα­τευ­μά­των στὸ Λευ­κὸ Ὅ­ρος τὸ 1620 ἄρ­χι­σε ὁ βί­αι­ος καὶ συ­στη­μα­τι­κὸς ἐ­κλα­τι­νι­σμὸς τῆς χώ­ρας ποὺ δι­αρ­κοῦ­σε μὲ σφο­δρὰ ὀ­ξύ­τη­τα μέ­χρι τέ­λος τοῦ ΙΗ΄ αἰ­ῶ­να. Ὁ βα­σι­λιάς τῆς Τσε­χί­ας ἀ­πα­γό­ρε­ψε ὅ­λες τὶς ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή, καὶ ὅ­λους τούς πλου­σί­ους μὴ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὺς ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα του. Τὶς πε­ρι­ου­σί­ες τους ἔ­δω­σε στοὺς κα­θο­λι­κοὺς ὑ­πο­στη­ρι­κτές του. Ἡ Ρώ­μη κα­τώρ­θω­σε νὰ ἐ­πα­να­κτή­σει τὴν κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση της καὶ νὰ τὴν δι­α­τη­ρή­σει μέ­χρι τὸ 1918.





1. Βλ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Β.: Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἀπ᾿ ἀρ­χῆς μέ­χρι σή­με­ρον. Ἀ­θῆ­ναι 1959,  σελ. 703.
2. Βλ. Osinin: Popytki protestantov k sojedineniju s pravoslavnoju vostočnoju cerkovju v XVI veke. In: Christianskoje čtenie, Saktpeterburg 1865, Μά­ϊ­ος, σελ. 39 – 40.
2. Βλ. Osinin: Popytki protestantov k sojedineniju s pravoslavnoju vostočnoju cerkovju v XVI veke. In: Christianskoje čtenie, Saktpeterburg 1865, Μά­ϊ­ος, σελ. 39 – 40.
3. Βλ. Basile (Krivochéine): Symbolické texty v pravoslavné církvi. In: Orthodox revue, ἀ­ριθ. 4-5, Praha 2001, σελ. 164.
4. Βλ. Ἱερεμίας Β΄ Πατριάρχης ΚωνσταντινουπόλεωςΑ΄ ἀπόκρισις πρὸς Λουθηρανοὺς θε­ο­λό­γους. Ἐκδ. Λύ­χνος, με­τα­φρα­στή­ς Λέκκος Εὐάγγελος Π. Ἡ Ἀπόκριση αὐτὴ πα­ρου­σιά­ζει ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἀ­φοῦ ἐκ­θέ­τει τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πε­ρὶ: Θε­οῦ, προ­πα­το­ρι­κῆς ἁ­μαρ­τί­ας, Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, δι­και­ώ­σε­ως, κη­ρύγ­μα­τος, πί­στε­ως καὶ ἔρ­γων, Ἐκ­κλη­σί­ας, Μυ­στη­ρί­ων, Βα­πτί­σμα­τος, θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, με­τα­νοί­ας,  ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν θε­σμῶν, πο­λι­τι­κῶν ἐ­ξου­σι­ῶν, ἐ­σχά­της κρί­σε­ως, αὐ­τε­ξου­σί­ου, αἰ­τί­ας τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, τι­μῆς τῶν ἁ­γί­ων, θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, γά­μου ἱ­ε­ρέ­ων, πα­ρα­δό­σε­ως, μο­να­χι­κοῦ βί­ου καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας.
5. Βλ. Ἱερεμίας Β΄ Πατριάρχης ΚωνσταντινουπόλεωςΒ΄ καὶ Γ΄ ἀπόκρισις πρὸς Λου­θη­ρα­νοὺς θε­ο­λό­γους.Ἐκδ. Λύ­χνος, με­τα­φρα­στή­ς Λέκκος Εὐάγγελος Π.
6. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Χοὺς γεν­νή­θη­κε πε­ρὶ τὸ 1370 στὸ Husinec τῆς Ν. Τσε­χί­ας καὶ ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος μὲ ἔ­ξο­χες ἱ­κα­νό­τη­τες. Ἔ­γι­νε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πλέ­ον ἐ­πι­βλη­τι­κὰ πρό­σω­πα τοῦ τσε­χι­κοῦ ἔ­θνους.
7. Βλ. KRYŠTOF, arcibiskup: Vím, komu jsem uvěřil. Εκδ. Pravoslavná akademie 2003, σελ. 162 – 163.
πηγή

1 σχόλιο:

  1. Ο Αναστάσιος θα πάει στην Τσεχία σε λίγες μέρες. Καλοπερνά ο οικουμενιστης. Τα έχει με όλους καλά το κάθαρμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά