Τετάρτη, Αυγούστου 07, 2013

Τα φιδάκια της Παναγιάς,ιστορικά στοιχεία και ντοκουμέντα.

 Εικόνα
Το Μαρκόπουλο Κεφαλονιάς είναι καρπός του μεγάλου εποικισμού του 1507 που επιχείρησαν οι Βενετσιάνοι στην περιοχή του Ελειού και των Πρόννων. Στα χρόνια που πέρασαν αποτελούσε ένα κεντρικό και πολυάριθμο χωριό για την περιοχή και υπήρξε κατά περιόδους έδρα του αστυνομικού σταθμού αλλά και του Ειρηνοδικείου.Σημαντικότερο αξιοθέατο του Μαρκόπουλου και ένα από τα πιο αξιόλογα του νησιού είναι η Παναγία η Φιδούσα ή Παναγία η Λαγκουβάρδα, γνωστή για τα φιδάκια της σε όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό.Ανατρέχοντας πίσω στο χρόνο, βρίσκουμε παραδόσεις που έχουν περάσει από στόμα σε στόμα και μας βοηθούν να συνειδητοποιήσουμε την όχι τυχαία θέση αυτού του ναού, καθώς και να ανιχνεύσουμε χρονικά την εμφάνιση των θαυματουργών φιδιών.

Τα “Φιδάκια της Παναγιάς” όπως τα ονομάζουν, φέρουν μικρούς σταυρούς στα κεφάλια τους, ενώ πολλές φορές κυκλοφορούν και στους δρόμους των χωριών.Οι κάτοικοι τα μαζεύουν σε βάζα για να μην ποδοπατηθούν και τα πηγαίνουν στην εκκλησία.
(Το τονίζω γιατι κάποιοι λένε οτι είναι απάτη,επειδή είδανε να τα φέρνουνε σε βαζάκια)


Τα αφήνουν ελεύθερα μετά τη λειτουργία και στη συνέχεια εξαφανίζονται.
Εικόνα

Ο αξιοσέβαστος επί πολλά χρόνια ψάλτης της εκκλησίας, ο αείμνηστος Παναγής Κωνσταντάτος, ο σημαντικότερος αρωγός για την συγγραφή αυτού του άρθρου το 2001 σε ηλικία 91 ετών, αναφέρει τη διήγηση μιας γερόντισσας ονόματι Τσάντας Κωνσταντάτου 105 ετών την οποία άκουγε συχνά στα παιδικά του χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν τη διήγηση, ένας τσοπάνος που έβοσκε τα πρόβατά του στην περιοχή, είδε μέσα σε βάτο κάτι που έλαμπε. Πλησιάζοντας βρήκε μια εικόνα της Παναγίας, προς τιμήν της οποίας, οι κάτοικοι αποφάσισαν να χτίσουν εκκλησία. Επειδή όμως το μέρος που βρέθηκε κρίθηκε ακατάλληλο, όρισαν άλλο τόπο, όπου μετέφεραν την εικόνα με λαμπαδηφορίες και δεήσεις προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Η εικόνα ασφαλίστηκε με όλες τις προφυλάξεις, όμως την επόμενη ημέρα οι κάτοικοι ανακάλυψαν ότι η εικόνα είχε χαθεί. Τους ψιθύρους υποψίας, για πιθανή κλοπή σύντομα διαδέχτηκε η έκπληξη της επανεμφάνισης της εικόνας στην ίδια θέση που αρχικά είχε βρεθεί.Τρεις φορές συνολικά μεταφέρθηκε η εικόνα και τρεις φορές επέστρεψε στην θέση την ορισμένη από τον Θεό. Οι κάτοικοι έκριναν πως η ανθρώπινη βούληση δεν μπορούσε ούτε και θα έπρεπε να αντισταθεί στις θεϊκές δυνάμεις και έτσι ο ναός χτίστηκε στην σημερινή του θέση.Η θαυματουργή αυτή εικόνα δυστυχώς έχει κλαπεί και δεν στολίζει πια την εκκλησία.

Εικόνα

Και η εκκλησία όμως, κτίτωρ της οποίας ήταν ο Ευστάθιος Σταθάτος (οι πηγές μας είναι ασαφείς σχετικά με τον αιώνα στον οποίο έζησε), υπέστη μεγάλη καταστροφή από φωτιά που έκαψε το μοναδικής ομορφιάς τέμπλο της αλλά και από την βιαστική κίνηση της ανατίναξης του καμπαναριού μετά τους σεισμού του 1953, επειδή θεωρήθηκε ετοιμόρροπο.Τα φιδάκια της Παναγίας της Λαγκουβάρδας όμως συνεχίζουν να θυμίζουν το μυστήριο που περιβάλλει τον ναό καθώς συνδέονται άρρηκτα με αυτόν. Πότε κάνουν πρώτη φορά την εμφάνισή τους δεν είναι γνωστό. Οι ιστορίες των παλαιότερων και οι παραδόσεις μας πηγαίνουν αιώνες πίσω, και μας μιλούν για κάποιον κάτοικο ονόματι Ερωτόκριτο, που είναι ο πρώτος που είναι ο πρώτος που τα ανακαλύπτει.

Σύμφωνα με την παράδοση, όπως αυτή φτάνει μέχρι την εποχή μας αλλά και όπως έχει καταγραφεί στον σύντομο προσκυνηματικό οδηγό της Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, στη θέση της σημερινής εκκλησίας βρισκόταν κάποτε αρχαία Μονή της Παναγίας που καταστράφηκε από επιδρομή Αγαρηνών. Με θαύμα της Παναγίας που εμφάνισε φίδια φαρμακερά, οι μοναχές γλίτωσαν από την ατίμωση, κατά μία άλλη παράδοση πάλι οι ίδιες έγιναν φίδια. Σε διαρκή ανάμνηση του θαύματος εμφανίζονται ακίνδυνα φιδάκια μέσα στο ναό και τριγύρω από αυτόν κάνοντας έτσι αισθητή την παρουσία και την σκέπη της Παναγίας στους ευλαβείς προσκυνητές.Τα φιδάκι εμφανίζονται από 6 Αυγούστου έως ανήμερα της γιορτής της Παναγίας στις 15 Αυγούστου, κυρίως γύρω από το παλιό κατεδαφισμένο καμπαναριό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Ναού.


Πρόκειται για φιδάκια που μοιάζουν με οχιές, δηλητηριώδη -όπως προέκυψε από εξέταση ειδικών- με μήκος που κυμαίνεται από μερικά εκατοστά έως ένα μέτρο αναλόγως της ηλικίας τους και έχουν κατά παράδοση πάνω τους δύο χαρακτηριστικούς σταυρούς, έναν στο κεφάλι και έναν στη γλώσσα.Σύμφωνα με το έθιμο την εποχή της εμφάνισής τους παιδιά ψάχνουν να τα βρουν από το σούρουπο και μετά. Όταν ένα φιδάκι βρεθεί, η καμπάνα θα σημάνει για να μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα. Καλότυχη θεωρείται η χρονιά που θα φέρει στο φως πολλά φιδάκια. Η πίστη των Χριστιανών ότι τα φιδάκια αποτελούν καλό οιωνό, θεμελιώθηκε διττά το 1940 και το 1953.

Κανένα φιδάκι δεν εμφανίστηκε αυτές τις δύο χρονιές η μία ήταν η χρονιά του Β παγκοσμίου πολέμου και η άλλη του σεισμού, κατά τον οποίο μόνο στο Μαρκόπουλο θρήνησαν 32 θύματα.Μια εικόνα από το πανηγύρι στο Μαρκόπουλο στα περασμένα χρόνια παίρνουμε από το παρακάτω απόσπασμα του βιβλίου του Δημ. Σ. Λουκάτου «Τα Καλοκαιρινά». Πρόκειται για παιδικές εντυπώσεις του συγγραφέα από το πανηγύρι του 1923, πρωτοδημοσιευμένες το 1946.«…Μπήκαμε στην εκκλησία που ήταν κατάφωτη και γεμάτη κόσμο (…) Πάνω στα χρυσά ξυλοσκαλισμένα ανάγλυφα του Τέμπλου, στις κολόνες και στα βημόθυρα, δύο, τρία, πέντε, εφτά, πολλά φίδια κινούνταν και ανεβοκατέβαιναν (…) Τα κοίταζα σαστισμένος ώρα πολλή, κι είχα ξεχάσει να τραβήξω προς το στασίδι μου.

Ένας επίτροπος ήρθε κοντά μου και μου ‘δειξε ένα φίδι που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν αρκετά μεγάλο, κι είχε τυλιχτεί στο μπράτσο του, σαν βραχιόλι. Μου το πρότεινε να το χαϊδέψω. Ξεθάρρεψα λίγο, κι έβαλα το δάχτυλό μου στο κεφάλι του.

Ένα δερματάκι βελούδινο, δυο μάτια σπιθοβόλα, κι ένα σημαδάκι σαν σταυρός στο μέτωπο… Πού και πού άνοιγε το στόμα του κι έβγαζε έξω μια κλωστένια γλωσσίτσα. Μου είπαν πως αν πρόσεχα καλά, θα έβλεπα στην άκρη της πάλι ένα σταυρό.Όλο το εκκλησίασμα γύρω μου έκανε το ίδιο. Παρέες – παρέες κρατούσαν από ένα – δυο φίδια και τα έδειχναν στους νεοφερμένους. Για να τους κάνουν μάλιστα πιο πολλή εντύπωση, τα έβαζαν μέσα στον κόρφο τους και τα άφηναν να περνούν από τη μια άκρη της μανίκας τους στην άλλη.Ψάλλαμε την ολονυχτία και τα φίδια δεν σταμάτησαν καθόλου το σεριάνι τους μέσα στην εκκλησία. Θυμάμαι όταν ψάλλαμε το «Λόγον αγαθόν» μπροστά στο Θρόνο, τα φίδια ανεβοκατέβαιναν στην κορνίζα της εικόνας, κουλουριάζονταν πάνω στα ψεύτικα ομοιώματα φιδιών, που ήταν για τάμα κρεμασμένα από τη βελουδένια ζώνη της Παναγίας.

Εικόνα

Και στο τέλος, όταν λέγαμε τη δοξολογία, ο κόσμος έφερε κι αμόλησε μέσα στην εκκλησία κι άλλα φίδια, γιατί κείνη την ώρα λέει, έβγαιναν έξω στη λαχτιά τα τελευταία.Την άλλη μέρα στη λειτουργία, γίνονταν τα ίδια. Έλεγε ο παπά – Βαγγέλης το Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη, και τα φίδια περπατούσαν απάνω στα παπούτσια του. Έψαλλε στη μέση της εκκλησίας ο πατέρας μου τον Απόστολο, και πάνω στο βιβλίο του κινιόταν ένα φιδάκι, που του έβαλε γι’ αστείο ένας εκκλησιαζόμενος.

Με μια ελαφριά κίνηση του χεριού του ο πατέρας μου το παραμέριζε, κάθε που σκέπαζε το κείμενο…Στο τραπέζι που φάγαμε το μεσημέρι, είχαμε μαζί μας ένα απ’ αυτά τα φίδια της εκκλησίας. Βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω τους χωριανούς διάφορα πράγματα για τα φίδια αυτά. Μου έλεγαν πως ύστερα από 40 μέρες θα εξαφανίζονταν, σ’ οποιοδήποτε μέρος και αν τα φύλαγε κανείς. Πως πολλοί που τα είχαν βάλει μέσα σε κλειστά μπουκάλια τα έχασαν παράξενα και από εκεί. Πως το σωστό είναι, καθένας που παίρνει φίδι, να το πηγαίνει ύστερα στη θέση του, εκεί στη ρεματιά, και να τα’ αφήνει να βρει τη φωλιά του. Αλλιώς θυμώνει η Παναγία και τον τιμωρεί πως οι καροτσιέρηδες, που από λάθος ή επίτηδες πατούν με το κάρο τους τέτοια φίδια στο δρόμο, βλέπουν στον ύπνο τους την Παναγία που τους τα γυρεύει. Γι’ αυτό και έχουν στείλει πολλοί στο Θρόνο της ασημένια ή χρυσαλοιφωμένα ομοιώματα φιδιών…» (Σελ 124-125)Η παρουσία του φιδιού, του άσπονδου εχθρού του ανθρώπου, υποταγμένου από τη Μεγαλόχαρη αποτελεί από μόνο του ένα θαύμα. Πολύ συχνά όμως άλλα θαύματα της Παναγίας της Φιδούσας επιβεβαιώνουν την αμφίβολη πίστη του ανθρώπου που ψάχνει απτές αποδείξεις και ζητάει να τα εξηγήσει όλα με τα δικά του περιορισμένα μέτρα και μέσα. Τα περισσότερα έχουν διασωθεί ως ιστορίες ανάμεσα στους πιστούς, χωρίς όμως συγκεκριμένα στοιχεία καθώς έγιναν σε εποχές που ο καθημερινός κάματος της ζωής δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιου είδους καταγραφές.

Από τα πιο πρόσφατα είναι και η θεραπεία δύο δαιμονισμένων κοριτσιών, καθώς και μιας παράλυτης γυναίκας που μόλις αντίκρισε τον Ναό γιατρεύτηκε, σηκώθηκε από το καροτσάκι και έφτασε περπατώντας έως την πόρτα του.Επισκέπτη της Παναγίας του Μαρκόπουλου Φιδούσας ή Λαγκουβάρδας, βρίσκεσαι σε ένα σεπτό μέρος, προσκύνησε ευλαβικά και αφουγκράσου την Θεία Παρουσία είναι διάχυτη σε αυτόν τον επιβλητικό μέγα χώρο. Να θυμάσαι πως ένα θαύμα δεν περιγράφεται με λόγια μόνο βιώνεται μέσα από την καρδιά και το πνεύμα.



Βιβλιογραφία:Κωνσταντάτος Παναγιώτης. «Συνέντευξη». Μαρκόπουλο Κεφαλονιάς, Αύγουστος 2000. Ιερέας και Επίτροπος του Ναού. «Συνομιλία», Μαρκόπουλο Κεφαλλονιάς, Αύγουστος 2000.Κωνσταντίνος Παναγιώτης. «Χειρόγραφο»: Ιερή Διήγηση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Λαγγουβαρδιώτισσας Μαρκοπούλου Κεφαλληνίας, Μαρκόπουλο Κεφαλλονιάς 1996. Προσκυνηματικός Οδηγός, Ιεράς Μητρόπολις Κεφαλληνίας, 1997.Λουκάτος Δημήτριος Σ. Τα Καλοκαιρινά. Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη 1981.

Κείμενα – Παρουσίαση:
Τίνα Δ. Παγουλάτου, Φιλόλογος







Το περιοδικό «Ο Φανός της Κεφαλονιάς» του Χρήστου Βουνά γράφει το 1968: «Φίδια αθώα κι άκακα αναφαίνονται στη γύρω από την εκκλησούλα της Παναγίας της Λαγκουβάρδας λαχτιά, που την ημέρα της Γιορτής ξεθαρρεύουν και μπαίνουν ακόμα και μέσα εις το ναόν. Κι ανεβαίνουν στο τέμπλο, στους κηροστάτες, στις άγιες εικόνες και στέκονται να τα πιάσει και να τα χαϊδέψει ο κάθε προσκυνητής.
Φίδια που λες και συμμετέχουν στη χαρά του πανηγυριού, φίδια που ποτέ δεν δάγκωσαν ούτε ζώο, ούτε άνθρωπο. Φίδια, τα οποία θα' πρεπε να μελετηθούν επιστημονικά. Διότι είναι πραγματικά ανεξήγητη η εμφάνισή τους στις αρχές του Αυγούστου κι η τελεία εξαφάνισή τους στο τέλος του ίδιου μήνα...
Εξήγηση εύκολη δεν μπορείς να δώσεις, κρατάς το λόγο σου επιφυλακτικά μην κι ο άλλος σε γελάσει ή την πίστη σου αγνοήσει!!! Μα πολλοί λένε πως το φυσικό φαινόμενο συνυπάρχει με το θρησκευτικό και πορεύονται και κυκλώνονται μαζί μια φορά το χρόνο στην γιορτή της Παναγίας τις 15 Αυγούστου!
Κόσμος πολύς, πιστοί και περίεργοι, κάνουν το σταυρό τους και νιώθουν πως τούτο το σημάδι της εμφάνισης των φιδιών στης Παναγίας την γιορτή είναι καλό και θείο και άφοβο. Και έτσι ησυχάζει το πνεύμα και ορθώνεται η πίστη
 
 
 
 
(Δημήτρης Λουκάτος "Κεφαλλονίτικη Λατρεία" - ΑΘΗΝΑΙ 1946-Μαρτυρία)


Είναι κάτι απίστευτο, που όμως συμβαίνει κάθε δεκαπενταύγουστο σ' ένα χωριό της Κεφαλλονιάς, στο Μαρκόπουλο. Μέσα στην εκκλησιά, τις ώρες της ακολουθίας του πανηγυριού, σ' όλες τις γωνιές, στα έπιπλα και στα στασίδια, περπατάνε φίδια, φίδια ζωντανά είκοσι και τριάντα πολλές φορές, που ανεβαίνουν στο τέμπλο, στο θρόνο και στους ανθρώπους με όλη τους την άνεση, ξεθαρρεμένα, ακίνδυνα, υποταχτικά.
Η Εκκλησιά είναι χτισμένη χαμηλά, στο βάθος μιας ρεματιάς. Το καμπαναριό της πανάρχαιο, φράγκικο, γερά θεμελιωμένο, στέκει μακριά από την εκκλησιά, πάνω στην όχθη της ρεματιάς, κολλητά στο δρόμο. Γκρίζο, ξεφτισμένο από το χρόνο, γεμάτο τρύπες στη βάση του, μιλεί για κάποια παλιά ιστορία της εκκλησιάς του, που δεν είναι καλά εξακριβωμένη.(1) Ακόμα κι' οι καμπάνες δεν είναι σαν τις άλλες ορθόδοξες του νησιού. Δεμένες με σκοινιά από τους οριζόντιους μοχλούς των, χοροπηδάνε ολόκληρες όταν σημαίνουν, σαν καθολικές.
Μέσα από τούτο το καμπαναριό, μεσ' από τις τρύπες και τα βάτα του, βγαίνουν τα φίδια που θα ιστορίσουμε.
Άλλες μέρες, έξω από τούτες του δεκαπενταύγουστου, κανείς δεν μπορεί, όπως λένε να βρη πουθενά τέτοιο φίδι. Το ξέρουν τα παιδιά κι' ο κόσμος, και μόνο από την ημέρα του Σωτήρος ψάχνουν να τα βρουν. Εκείνα βγαίνουν λιγοστά στην αρχή, γι' αυτό κι' οι χωριανοί τα βρίσκουν κάπως δύσκολα. Ψάχνουν με τα κεριά το βράδυ γύρω από το καμπαναριό, τα παίρνουν στα χέρια τους και τα φέρνουν στο χωριό. ''Εβγήκανε τα φίδια'' φωνάζουν χαρούμενα, γιατί πιστεύουν πως η ταχτική τους εμφάνιση είναι εγγύηση για την ευημερία του χωριού και την καλοχρονιά.(2) Κι όταν φτάση η Κοίμηση, το βράδυ της παραμονής ύστερ' από το κάτσιμο του ήλιου, καθώς οι καμπάνες χτυπάνε απανωτά κι ο κόσμος γεμίζει τη ρεματιά, τα φίδια ξετρυπώνουν πια άφθονα. Βλέπεις τότε πλήθος τους χωριανούς να γυρνάνε με τα λιανοκέρια και να τα μαζεύουν. Εκείνα ατρόμαχτα τυλίγονται στα χέρια των ανθρώπων, κι αφήνονται πρόθυμα να κουβαληθούν μέσα στην εκκλησία.
Όταν πρωτοπήγα στο Μαρκόπουλο, ήμουν δεκάξι χρονών. Είχα πια αρχίσει να παίρνω επίσημο στασίδι πλάϊ στον πατέρα μου, κι απάρτισα τότε μαζί του το δεξιό χωρό. Αριστεροί μας θα ήταν ο Μεμάς ο Λευκόκοιλος κι ο Καραβίας ο Γιωργόπουλος από τα Μουσάτα. Χαιρόμουν από μέρες που θα πήγαινα επί τέλους στο περίφημο αυτό χωριό του Ελιού, που ήταν όπως λέγανε πατρίδα του Μάρκο Πόλο, κι όπου έβγαιναν τα φίδια.(3)
Πήγαμε με αυτοκίνητο. Οι άμαξες είχαν αρχίσει πια τότε να χάνουν την πέρασή τους, κι οι αμαξηλάτες τ' Αργοστολιού γίνονταν σωφέρηδες. Ένα ανοιχτό αυτοκίνητο μας παρέλαβε από του Νούφρη το καφενείο, κάτου στην αγορά. Στα πλαϊνά καφενεία άλλοι ψαλτάδες περίμεναν άλλα αυτοκίνητα, που θα τους πήγαιναν σ' άλλα χωριά. Το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου είναι το πιο πολυγιορτάδο στο νησί, και κανείς ψάλτης δε μένει ακάλεστος.
Οι χασομέρηδες της αγοράς μας παράστεκαν ώσπου να φύγουμε, και μας πείραζαν μ' εύθυμη διάθεση. Το πιο συνηθισμένο αστείο τους ήταν πάντα, σε τέτοιες περιστάσεις, τούτο:
- Θα φάτε, λέει απόψε τα καταπετάσματα στο πανηγύρι! Επήρες καθάρσιο, Λευκόκοιλε; Σωτηράκη, με οικονομία τα κοτόπουλα!
Ο πατέρας μου, θυμάμαι έκανε πως δεν καταλάβαινε, και τους απαντούσε μισό σοβαρά και μισό με ειρωνία:
- Βοήθειά σου, αγαπητέ, η Θεοτόκος!
Φύγαμε στις 5 τ' απόγιομα από τ' Αργοστόλι, και βγήκαμε στο δρόμο της Κρανιάς, αφήνοντας πίσω μας σύννεφο σκόνη. Περάσαμε τα Τραυλιάτα και τα Περατάτα, διαβήκαμε τα Ποργεράτα και τα Μουσάτα, αφήσαμε πίσω μας τα Βλαχάτα και τα Σιμοτάτα, και φτάσαμε στο ορόσημο του Ελιού. Αριστερά μας μεγαλόπρεπος και ξαπλωτός ο Αίνος, μας έδειχνε μια μια τις πτυχές της πελώριας ράχης του, που τις χώριζαν οι ανθισμένες πικροδάφνες των νεροσυρμών, και δεξιά η θάλασσα του Ιονίου μας έφερνε κοντά, ολοένα πιο αντίκρυ στη Ζάκυθο, που απλωνόταν βιολετόχρωμη κάτω απ' το ρόδινο φως του ηλιοβασιλέματος. Μαγεία τούτο το τοπίο του Ελιού! Ονομασμένο έτσι από τα δάση των ελιών του, πρασινίζει μπροστά μας ήρεμο κι' απλωτό, φιλόπονα καλλιεργημένο κι' εύφορο. Τα χωριά του : Μαυράτα, Θεράμονα, Βαλεριάνος, Χιονάτα, Μαρκόπουλο, Κατελιός, αρκοντοχώρια άλλοτε με αφεντάδες και οικόσημα, είναι κατοικημένα τώρα από τίμιους δουλευτάδες, ευγενικούς αγρότες, γεμάτους καλοσύνη και πολιτισμό. Είναι η περιφέρεια που είχε πάντα τις πιο λίγες σχέσεις με τα δικαστήρια.(4)
Ανηφορίζουμε προς το Μαρκόπουλο από το δρόμο των Ατσουπάδων. Τα παιδιά του χωριού μας πήραν είδηση και τρέχουν να μας συναντήσουν. Καβελαρώνουν τ' αυτοκίνητο και πιάνουν όλα μαζί το κλάξο του, κορνάροντας για την άφιξή μας�.
Όξου από το μαγαζί του Μεταξά μας περίμεναν όλοι οι χωριανοί μαζί με τον παπά. Τους χαιρετίσαμε έναν έναν από το χέρι.
Από τούτο το μαγαζί, η θέα που ξανοίγεται μπροστά στα μάτια του επισκέφτη είναι από τις πιο σπάνιες της Κεφαλονιάς. Το Μαρκόπουλο, χτισμένο σε 300 μέτρα υψόμετρο, βρίσκεται πάνω από τη θάλασσα, στη γωνιά που βλέπει προς τον Πατραϊκό κόλπο. Ένα τεράστιο ημικύκλιο, όλο θάλασσα και στεριές, απλώνεται ολόγυρα και μπροστά. Δεξιά η Ζάκυθο ζυγώνει με το Σκοινάρι της τόσο, που όπως λένε ακούονται στις ήμερες ώρες τα κοκόρια της. Στα πόδια μας ο Κατελιός πρόχειρο λιμανάκι για τους δύσκολους καιρούς, αγκαλιάζει παιδιάστικα τα αραγμένα καϊκια του, κι' αντίκρυ μας ο Μοριάς μας χαιρετάει πανω από το κάστρο της Γλαρέντζας του. Αριστερά έπειτα τ' ακρωτήρι της Σκάλας, η Μούντα, προχωρεί σα δρόμος προς το πέλαγος, και πιο μπροστά η Ρούμελη με τ' αχνά βουνά της, μας φωνάζει να την προσέξουμε. Τούτη η θέση του Μαρκόπουλου είναι το καλύτερο μπαλκόνι της Κεφαλονιάς.
Πήγαμε στου Επίτροπου το σπίτι για καφέ. Ήρθαν εκεί κι' άλλοι από το χωριό, και μας άφησαν νέα για την πολιτική και για τη σταφίδα. Σταφιδότοπος κι' ο Ελιός σαν το Ληξούρι, ανησυχεί κάθε εποχή για τις τιμές που καθορίζουν οι μεγαλέμποροι τ' Αργοστολιού, καθώς και για τη ζήτηση της σταφίδας. Συζητήσαμε ώσπου να βραδιάση, κι' ύστερα καθήσαμε για φαγητό.
Έκανε ζέστη, κι είχαμε ανοιχτό το παράθυρο προς τη θάλασσα. Είχε βγη το φεγγάρι, και μια πελώρια χρυσή γραμμή χαράκωνε το πέλαγος. Θυμάμαι που χαρήκαμε το θέαμα ενός βαποριού, που πέρασε για λίγο πάνω από κείνον το φωτερό δρόμο. Κάποιος μας είπε να πάψουμε τις κουβέντες μας για ν' ακούσουμε τις μηχανές του. Αλήθεια, ένας ρυθμικός ήχος, κούφιος σα να χτυπούσε η καρδιά της θάλασσας, έφτανε από κείνο το μακρινό βαπόρι στα αυτιά μας.
Ώρα 10 πια. Ήταν καιρός να κατεβούμε στην εκκλησιά για την ολονυχτία. Οι καμπάνες απόψε σήμαιναν ορθόδοξα, κι ο ήχος τους γλύκαινε πιο πολύ τη φεγγαρίσια ατμόσφαιρα της βραδιάς.
Πλησιάζαμε στο χώρο της εκκλησιάς, και καρδιοχτυπούσα ν' αντικρίσω το παράξενο θέαμα των φιδιών. Κρύες ανατριχίλες ένιωθα στο κορμί μου, καθώς σκεφτόμουν όσα μας είχε πη γι' αυτά ο παπάς στο τραπέζι:
- Θ' ανεβαίνουν στον κόρφο σας, και με τη χάρη τση Παναγίας, δε θα σας πειράζουνε. Θαν τα βαστάτε στο χέρι σας, και θα σας γλύφουνε σα γατσούλια.
Να, φτάσαμε στο παλιό καμπαναριό. Πίσω από τα χρωματιστά φώτα των φαναριών του, οι σκιές των χεριών που χτυπούν τις καμπάνες του γίνονται πελώριες, και κινιούνται πλατιά πάνω στο θρουμπερό κατηφόρισμα της λαχτιάς. Να κι' οι παρέες, που ανεβαίνοντας από τα κατωχώρια σκύβουν με τ' αναμμένα κεριά και ψάχνουν στο δρόμο τους για φίδια.
- Α, μη! Παναγία μου! Ακούονται κιόλας τα ξεφωνητά των κοριτσιών, που τρομάζουν, καθώς τα αγόρια τους βάζουν γι' αστείο πάνω στο μπράτσο τους φίδια.
Δε βιάζομαι να δω από κοντά αυτό το θέαμα, και δεν ξεκόβω από την παρέα μου. Προχωρώ μαζί με τους μεγάλους προς την εκκλησιά.
Δυο - τρεις μποτέγες έξω από την πόρτα της, φορτωμένες λιχουδιές, πιοτά και πρασινάδες, φωτίζουν με τις λάμπες τους το προαύλιο και ζωντανεύουν την κίνησή του. Μεγάλα χυμονικά, ξεγυμνωμένα ολότελα από τη φλούδα τους, στέκονται κατακόκκινα κι' ορθά πάνω στα τραπέζια, κι' οι μποτεγαραίοι τα διαλαλούν χτυπώντας ηχηρά τα μαχαίρια τους πάνω στην τάβλα.
- όλα και με το κομμάτι! Για να τρώνε δυο ανομάτοι!
Οι προσκυνητές στέκονται γύρω τους και κερνιούνται. Ύστερα από τόση πεζοπορία, πάει πολύ καλά στο διψασμένο στόμα τους μια τέτοια ολόχυμη και δροσερή φέτα.
Μας είδαν οι μποτεγαραίοι που καταφτάσαμε, και μας φωνάζουν:
- Αφεντάδες, καλώς ήρτετε! Ελάτε να σας τρατάρουμε!
Πλησιάζουμε να πιούμε ένα ροζόλιο. Πιάνω το μπικιρίνι στα χέρια μου, μα ξαφνικά τρομάζω και το κρατώ μετέωρο.
Ανάμεσα από τα φλιτζάνια και τα ποτήρια του τραπεζιού, ένα χοντρό φίδι, μακρύ ως μισό μέτρο, σιγοπερπατούσε ανενόχλητο, σηκώνοντας που και που το κεφάλι του πάνω από τα γυαλικά. Κρύο πράμα! Ο πατέρας μου, συνηθισμένος από τ' άλλα χρόνια, άπλωσε το χέρι του και το χάϊδεψε στο κεφάλι. Του έκανε μάλιστα και αστείο.
- Καλώς τον αγαπητόν όφιν. Πως είσθε από πέρυσι;
Ο όφις έκανε να σηκωθή όρθιος, ίσως για να μας χαιρετίση, μα τα χτυπήματα του μαχαιριού τον ξάφνισαν, και ξανασύρθηκε προς τα πίσω.
Μπήκαμε στην εκκλησιά, που ήταν κατάφωτη και γεμάτη κόσμο. Η συγκίνηση από τον κοριτσόκοσμο του εκκλησιάσματος μ' έκαμε για μια στιγμή να ξεχάσω την υπόθεση των φιδιών, όταν ξαφνικά μου το θύμισαν τα ίδια. Πάνω στα χρυσά ξυλοσκαλισμένα ανάγλυφα του Τέμπλου, στις κολόνες και στα βημόθυρα, δύο, τρία, πέντε, εφτά, πολλά φίδια κινιούνταν κι' ανεβοκατέβαιναν. Τα κοίταζα σαστισμένος ώρα πολλή, κι' είχα ξεχάσει να τραβήξω προς το στασίδι μου. Ένας επίτροπος ήρθε κοντά μου και μου δειξε ένα φίδι που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν αρκετά μεγάλο, κι είχε τυλιχτή στο μπράτσο του σα βραχιόλι. Μου το πρότεινε να το χαϊδέψω. Ξεθάρεψα λίγο, κι' έβαλα το δάχτυλό μου στο κεφάλι του. Ένα δερματάκι βελούδινο, δυό μάτια σπιθόβολα, κι' ένα σημαδάκι σα σταυρός στο μέτωπο.
Που και που άνοιγε το στόμα του κι έβγαζε όξω μια κλωστένια γλωσσίτσα. Μου είπαν πως αν πρόσεχα καλά, θα έβλεπα στην άκρη της ένα σταυρό.
Όλο το εκκλησίασμα γύρω μου έκανε το ίδιο. Παρέες - παρέες κρατούσαν από ένα - δύο φίδια, και τα έδειχναν στους πρωτοφερμένους. Για να τους κάμουν μάλιστα πιο καλή εντύπωση, τα έβαζαν μέσα στον κόρφο τους και τ' άφηναν να περνούν από τη μιαν άκρη της μανίκας τους στην άλλη.
Ψάλλαμε την ολονυχτία, και τα φίδια δε σταμάτησαν καθόλου το σιργιάνι τους μέσα στην εκκλησιά. Θυμάμαι όταν εψάλλαμε το ''Λόγον αγαθόν '' μπροστά στο θρόνο, τα φίδια ανεβοκατέβαιναν στην κορνίζα της εικόνας, παιγνίδιζαν μεταξύ τους, και κουλουριάζονταν πάνω στα ψεύτικα ομοιώματα φιδιών που ήταν για τάμα κρεμασμένα πάνω στη βελουδένια ζώνη της Παναγίας. Και στο τέλος, όταν λέγαμε τη Δοξολογία, ο κόσμος έφερε κι' αμόλυσε μέσα στην εκκλησιά κι άλλα φίδια, γιατί κείνην την ώρα, λέει, έβγαιναν έξω στη λαχτιά τα τελευταία.
Την άλλη μέρα στη λειτουργία γίνηκαν τα ίδια. Έλεγε ο παπά - Βαγγέλης το Ευαγγέλιο στην Ωραία Πύλη, και τα φίδια περπατούσαν απάνω στα παπούτσια του. Έψαλλε στη μέση της εκκλησιάς ο πατέρας μου τον Απόστολο, και πάνω στο βιβλίο του κινιόταν ένα φιδάκι, που του το έβαλε γι' αστείο ένας χωριανός. Με μια αλαφριά κίνηση του χεριού του το παραμέριζε, κάθε που του σκέπαζε το κείμενο.
Στο τραπέζι που φάγαμε το μεσημέρι, είχαμε μαζί μας ένα απ' αυτά τα φίδια της εκκλησιάς. Βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω τους χωριανούς διάφορα πράγματα για την ιστορία τους. Μου έλεγαν λοιπόν πως ύστερα από 40 μέρες, τα φίδια αυτά θα εξαφανίζονταν, σ' οποιοδήποτε μέρος κι' αν τα διατηρούσε κανείς. Πως πολλοί που τα είχαν βάλει μέσα σε κλειστά μπουκάλια, τα έχασαν παράξενα κι' από κει. Πως το σωστό είναι, καθένας που παίρνει φίδι να το πηγαίνει ύστερα στη θέση του, εκεί στη ρεματιά, και να τ' αφήνη να βρη τη φωλιά του. Αλλιώς θυμώνει η Παναγία και τον τιμωρεί. Πώς οι καροτσιέρηδες, που από λάθος ή επίτηδες πατούν με το κάρο τους τέτοια φίδια στο δρόμο, βλέπουν στον ύπνο τους την Παναγία, που τους τα γυρεύει. Γι' αυτό κι' έχουν στείλει πολλοί στο θρόνο της ασημένια ή χρυσαλοιφωμένα ομοιώματα φιδιών.
Τί να πη κανείς γι' αυτό το φαινόμενο; Αν δεχτή το θαύμα, δεν έχει να πη τίποτε. Μα αν ζητήση κάποια φυσική εξήγηση, μπορεί να πη πως πρόκειται για μια ράτσα φιδιών χωρίς δηλητήριο, που ευδοκίμησε και πολλαπλασιάστηκε σε κείνην τη λαχτιά, πρώτα γιατί τα σήκωνε ο τόπος, κι ύστερα γιατί κανείς από τους χωριανούς δεν τα πείραξε ποτέ. Από κληρονομικότητα συνήθισαν, τόσο αυτά όσο κι ο άνθρωπος, να μη φοβούνται ο ένας τον άλλο. Στις μέρες του δεκαπενταύγουστου αρχίζει ίσως η περίοδος των γάμων και του πολλαπλασιασμού τους. Αυτό, κι' ο θόρυβος που γίνεται με τις καμπάνες και την κίνηση του πανηγυριού, τα ξεσηκώνει και τα βγάζει έξω από τις φωλιές τους. Αδιαμαρτύρητα τότε και μ' εμπιστοσύνη αφήνονται να κουβαλιώνται οπουδήποτε από τους ανθρώπους.(5)
Τώρα στο Μαρκόπουλο κανείς δε βλέπει τα φίδια αυτά με φανατισμένη θρησκοληψία. Τα πιστεύουν βέβαια σα ευλογημένα ζωντανά, σαν τιθασσευμένα ερπετά της Παναγίας, μα τα βλέπουν και σα διακοσμητικό στοιχείο του πανηγυριού τους, σα ρεκλάμα για τη συγκέντρωση των γύρω χωριών. Και τα περιμένουν κάθε χρόνο, όπως θα περίμεναν το Μάη τις παπαρούνες. Τα χρησιμοποιούν στις κουβέντες και στα τραγούδια τους σαν κάτι το φυσιολογικό. Να κι' ένα σχετικό δίστιχο του Ελιού, όπου ένας ερωτευμένος διαμαρτύρεται για την επιείκεια των φιδιών αυτών μπροστά στη φλογερή του διάθεση ν' αυτοκτονήση :
- Τα φίδια απ' το Μαρκόπουλο καλαίνω να με φάνε,
μα κείνα είναι τση Παναγιάς, και με χαϊδολογάνε.
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά