Κυριακή, Μαρτίου 23, 2014

Συναξαριστής της 23ης Μαρτίου

Ὁ Ἅγιος Νίκων Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ 199 μαθητές του

 


Ὁ Νίκων γεννήθηκε στὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας, ἀπὸ πατέρα εἰδωλολάτρη καὶ μητέρα χριστιανή, ἡ ὁποία δὲν παρέλειπε νὰ μιλάει στὸ γιό της γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν παιδαγωγεῖ σύμφωνα μὲ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα.

Ὅταν μεγάλωσε ὁ Νίκων, ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ ἡ ἀνδρεία του ἦταν παραδειγματική. Ἄνοιγε λαμπρὸ μέλλον γι᾿ αὐτόν, στὸ στρατιωτικὸ στάδιο. Δὲν τὸ θέλησε, ὅμως. Ἡ καρδιά του δὲν ἤθελε νὰ δουλεύει σὲ αὐτοκράτορες ποὺ πολεμοῦσαν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία.

Ἀφοῦ, λοιπόν, συζήτησε μὲ τὴν μητέρα του, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, στὸ νησὶ Χίος. Ἐκεῖ δέχθηκε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή, μὲ ἐγκράτεια, προσευχὴ καὶ ἱερὴ μελέτη. Ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος διέκρινε τὰ χαρίσματά του καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο.

Κατόπιν, τὸν ἔθεσε ἡγούμενο 190 ἀδελφῶν, γιὰ νὰ τοὺς καθοδηγεῖ. Ὅταν ὅμως πέθαναν οἱ γονεῖς του, πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σικελία, ὅπου ἦλθαν καὶ οἱ 190 μαθητές του. Μαζί με ἄλλους ἐννέα, σχημάτισαν μία εὐσεβέστατη ἀδελφότητα.

Καὶ ὅταν ὁ ἡγεμόνας τῆς Σικελίας διέταξε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν, αὐτοὶ «τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι τὸ ἓν φρονοῦντες» δηλαδή, ἔχοντας ὅλοι τὴν ἴδια ἀγάπη μεταξύ τους, μὲ μία ψυχὴ καὶ μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα, ἔλαβαν μαρτυρικὸ θάνατο.

 
Ὁ Ἅγιος Δομέτιος

Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δομέτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Φρυγίας. Βλέποντας ὅμως ὅτι πολλοὶ ἀρνοῦνταν τὸν Χριστὸ καὶ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, δυσφοροῦσε καὶ ἀγανακτοῦσε. Μία ἡμέρα, λοιπόν, ἐνῷ γινόταν ἱπποδρομία καὶ προσφερόταν θυσία στὰ εἴδωλα, δὲν μπόρεσε νὰ ὑπομείνει ἄλλο.

Ποθώντας μὲ θεϊκὸ ζῆλο νὰ μαρτυρήσει τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, στάθηκε στὸ μέσο τοῦ θεάτρου καὶ μὲ μεγάλη φωνὴ καταράστηκε τὸν ἀποστάτη Ἰουλιανό, ἔπτυσε ὅλους ὅσους λάτρευαν τὰ εἴδωλα καὶ χλεύασε τοὺς ψεύτικους θεούς. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια. Στὸ τέλος, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόταν τὸν Χριστό, τοῦ ἀπέκοψαν διὰ ξίφους τὴν ἱερὰ κεφαλή του.

(Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30ην Ὀκτωβρίου).

 
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἀδριανουπολίτης

Γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὴν Δομνίτσα στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης. Σὲ ἡλικία ἕξι χρονῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του τὸν παρέδωσε σ᾿ ἕναν Ζαγοραῖο πραγματευτή, μὲ τὸν ὁποῖο ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ὅταν ἦταν 13 χρονῶν ὁ Λουκᾶς, φιλονίκησε μ᾿ ἕνα τουρκόπουλο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κυρίου του καὶ τὸ ἔδειρε. Αὐτὸ τὸ εἶδαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι καὶ ὅρμησαν μὲ θυμὸ ἐναντίον τοῦ Χριστιανόπουλου. Ὁ Λουκᾶς γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν τιμωρία εἶπε στοὺς Τούρκους: «Ἀφῆστε με κι ἐγὼ θὰ τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ὁ θυμὸς τῶν Τούρκων καὶ τὸν πῆγαν σ᾿ ἕνα εὐγενῆ Τοῦρκο, ποὺ πέτυχε τὸν ἐξισλαμισμό του.

Ἐλεγχόμενος ὅμως ἀπὸ τὴν συνείδησή του, ὁ Λουκᾶς ζήτησε τὴν βοήθεια τοῦ κυρίου του ἀπὸ τὴν Ζαγορά, ὁ ὁποῖος καὶ προσπάθησε νὰ τὸν ἀπελευθερώσει μὲ τὴν ἐπέμβαση τῆς Ῥωσικῆς Πρεσβείας. Ἀλλ᾿ ἡ Ῥωσικὴ Πρεσβεία, γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τυχὸν ἀνωμαλίες, εἶπε ὅτι θὰ δεχόταν τὸν Λουκᾶ μόνο ἂν αὐτὸς διέφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του.

Πράγματι μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Λουκᾶς κατόρθωσε καὶ ἀπέδρασε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη του καὶ ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο πῆγε στὴ Σμύρνη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Θήρα. Ἐκεῖ μὲ τὴν συμβουλὴ ἑνὸς πνευματικοῦ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέμεινε ἀρκετά. Ἐκεῖ ἀφοῦ γύρισε διάφορες Σκῆτες καὶ Μονές, τελικὰ ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα.

Τὸν κατέλαβε ὅμως ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μυτιλήνη κατὰ τὸν Μάρτιο τοῦ 1802. Λόγω κάποιου γεγονότος, ἡ Μυτιλήνη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀναταραχή. Ὁ Λουκᾶς, μὲ τὶς εὐχὲς τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ τῆς πόλης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό.

Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμοὺς τῶν Τούρκων, ὁ Θρακιώτης μάρτυρας παρέμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει. Ὁδηγούμενος πρὸς τὸν Ναζήρη, στὸ δρόμο συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ποὺ τὸν πήγαιναν στὸ κριτήριο, ἔσκυψε τοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ ζήτησε τὶς προσευχές του.

Γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ αὐτή, οἱ συνοδοὶ Τοῦρκοι τὸν ἔδειραν ἀνελέητα. Μπροστὰ στὸν Ναζήρη, ὁ Λουκᾶς μὲ εὐτολμία κήρυξε τὸν Χριστὸ καὶ κατηγόρησε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Μετὰ ἀπὸ τριήμερη προθεσμία, ποὺ ἐξέπνευσε χωρὶς ἀποτέλεσμα γιὰ τοὺς Τούρκους, ὁ Ναζήρης ἐξέδωσε καταδικαστικὴ ἀπόφαση.

Ἔτσι στὶς 23 Μαρτίου 1802, ὁ Λουκᾶς ἀπαγχονίστηκε στὴ Μυτιλήνη καὶ ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ Ἅγιο λείψανό του παρέμεινε γιὰ τρεῖς μέρες στὴν ἀγχόνη, κατόπιν τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.

 
Οἱ Ὅσιοι Ῥῶσοι Πατέρες Ἐφραίμ ὁ ἐν σπηλαίῳ, Θεοδόσιος ὁ ἐν τῆς Τοτίμῃ Μονῆς τοῦ Σωτῆρος δομήτωρ καὶ ἀρχηγὸς καὶ νεοφανὴς Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιοι ἀσκήτεψαν στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ., καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.

 
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος (Ῥῶσος)

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Νερέχτα, κατὰ κόσμον Ἰωακείμ, γεννήθηκε κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ στὴ Ρωσία τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν κτήτορας τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1384.

 

 
Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς Ἐπίσκοπος Ροστὼβ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1481.

 
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Ἁγιαννανίτης

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Λουκᾶς γεννήθηκε στὴν Ἀνδριανούπολη τῆς Θράκης καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀθανάσιος καὶ Δομνίτσα. Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ὀρφάνεψε ἀπὸ πατέρα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα του σὲ κάποιο Ζαγοραῖο, μετὰ τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ κάποιο ἄτυχο περιστατικὸ φιλονικίας μὲ κάποιον τουρκόπαιδα, ἀναγκάστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ γίνει Μωαμεθανός. Ἐπειδὴ ἔνιωθε τύψεις συνειδήσεως, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ περιπλάνηση, ἀφοῦ ἦλθε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Θήρα, ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετὸ καιρὸ διερχόμενος μονὲς καὶ σκῆτες. Στὸ τέλος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σταυρονικήτα.

Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Λουκᾶς ἀναχώρησε τὸν μῆνα Μάρτιο τοῦ 1802, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετέβη στὴ Μυτιλήνη. Παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ τῆς πόλης, ἔλεγξε μὲ θάρρος τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ κήρυξε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Μάρτυς παρέμεινε στερεωμένος στὴν πατρώα εὐσέβεια.

Ὁδηγούμενος πρὸς τὴν οἰκία τοῦ Ναζήρη, συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ποὺ ὁδηγοῦνταν καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ κριτήριο. Ὁ Ἅγιος ἔσκυψε τὴν κεφαλή του καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἀρχιερέως. Οἱ Τοῦρκοι, μόλις τὸ εἶδαν αὐτό, ἐξεμάνησαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνηλεῶς. Παρὰ τὸν ἐπικείμενο φόβο καὶ τὴν ἀπειλούμενη γενικὴ σφαγὴ ὁ Ἐπίσκοπος διέταξε νὰ γίνει δέηση σὲ ὅλους τούς ναοὺς ὑπὲρ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, Λουκᾶ.

Ὁ Ἅγιος, μόλις παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Ναζήρη καὶ ἐνώπιον πλήθους Τούρκων, ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ τὴν ἀνάκριση, τοῦ δόθηκε τριήμερη προθεσμία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει. Ὅταν πέρασαν οἱ τρεῖς ἡμέρες καὶ ἐξέπνευσε ἡ προθεσμία, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς συνέχισε νὰ παραμένει ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὴν ἀγχόνη καὶ μετὰ ταῦτα τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, ὑστέροις ἐν ἔτεσιν, ἐν ἀμφοτέροις Χριστόν, δοξάσας γεγένησαι· ὅθεν ἡ τῆς Προγόνου, τοῦ Χριστοῦ σεπτὴ Σκήτη, χαίρει Ὁσιομάρτυς, τῇ ἁγίᾳ σου δόξῃ, καὶ πόθῳ μακαρίζει σε, Λουκᾶ παμμακάριστε.

Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν Χριστὸν ἐδόξασας ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ στερρᾷ ἀθλήσει σου, καταβαλὼν τὸν δυσμενῆ· διό σοι χαῖρε κραυγάζομεν, Ὁσιομάρτυς Λουκᾶ παναοίδιμε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, ἰσοστάσιος ἐν παντί· χαίροις ὁ τῆς δόξης, Χριστοῦ κατατρυφήσας, Λουκᾶ Ὁσιομάρτυς, ἀθλήσας ἄριστα.

 
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Ἁγιαννανίτης

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Λουκᾶς γεννήθηκε στὴν Ἀνδριανούπολη τῆς Θράκης καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀθανάσιος καὶ Δομνίτσα. Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ὀρφάνεψε ἀπὸ πατέρα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα του σὲ κάποιο Ζαγοραῖο, μετὰ τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ κάποιο ἄτυχο περιστατικὸ φιλονικίας μὲ κάποιον τουρκόπαιδα, ἀναγκάστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ γίνει Μωαμεθανός. Ἐπειδὴ ἔνιωθε τύψεις συνειδήσεως, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ περιπλάνηση, ἀφοῦ ἦλθε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Θήρα, ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετὸ καιρὸ διερχόμενος μονὲς καὶ σκῆτες. Στὸ τέλος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σταυρονικήτα.

Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Λουκᾶς ἀναχώρησε τὸν μῆνα Μάρτιο τοῦ 1802, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετέβη στὴ Μυτιλήνη. Παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ τῆς πόλης, ἔλεγξε μὲ θάρρος τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ κήρυξε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Μάρτυς παρέμεινε στερεωμένος στὴν πατρώα εὐσέβεια.

Ὁδηγούμενος πρὸς τὴν οἰκία τοῦ Ναζήρη, συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ποὺ ὁδηγοῦνταν καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ κριτήριο. Ὁ Ἅγιος ἔσκυψε τὴν κεφαλή του καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἀρχιερέως. Οἱ Τοῦρκοι, μόλις τὸ εἶδαν αὐτό, ἐξεμάνησαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνηλεῶς. Παρὰ τὸν ἐπικείμενο φόβο καὶ τὴν ἀπειλούμενη γενικὴ σφαγὴ ὁ Ἐπίσκοπος διέταξε νὰ γίνει δέηση σὲ ὅλους τούς ναοὺς ὑπὲρ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, Λουκᾶ.

Ὁ Ἅγιος, μόλις παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Ναζήρη καὶ ἐνώπιον πλήθους Τούρκων, ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ τὴν ἀνάκριση, τοῦ δόθηκε τριήμερη προθεσμία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει. Ὅταν πέρασαν οἱ τρεῖς ἡμέρες καὶ ἐξέπνευσε ἡ προθεσμία, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς συνέχισε νὰ παραμένει ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὴν ἀγχόνη καὶ μετὰ ταῦτα τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, ὑστέροις ἐν ἔτεσιν, ἐν ἀμφοτέροις Χριστόν, δοξάσας γεγένησαι· ὅθεν ἡ τῆς Προγόνου, τοῦ Χριστοῦ σεπτὴ Σκήτη, χαίρει Ὁσιομάρτυς, τῇ ἁγίᾳ σου δόξῃ, καὶ πόθῳ μακαρίζει σε, Λουκᾶ παμμακάριστε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν Χριστὸν ἐδόξασας ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ στερρᾷ ἀθλήσει σου, καταβαλὼν τὸν δυσμενῆ· διό σοι χαῖρε κραυγάζομεν, Ὁσιομάρτυς Λουκᾶ παναοίδιμε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, ἰσοστάσιος ἐν παντί· χαίροις ὁ τῆς δόξης, Χριστοῦ κατατρυφήσας, Λουκᾶ Ὁσιομάρτυς, ἀθλήσας ἄριστα.

 
Ὁ Ὅσιος Νίκων καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου

 


Ὁ Ὅσιος Νίκων ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ἦταν μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔκειρε μετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιμασία καὶ κατάλληλη πνευματικὴ προετοιμασία ὅσους ζητοῦσαν μὲ πόθο τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀξιώθηκε μάλιστα τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ κείρει μὲ τὰ χέρια του τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο († 3 Μαΐου), τὸν μεγάλο θεμελιωτὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴ Ρωσία. Ἔκειρε ἀκόμη, περὶ τὸ ἔτος 1062, δύο μεγάλες μορφὲς τῆς Λαύρας, τὸν ἐπιφανὴ βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο ἡγεμόνα Ἐφραίμ.

Γι’ αὐτὲς ὅμως τὶς μοναχικὲς κουρὲς ὑπέμεινε μεγάλη θλίψη. Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ὀργίσθηκε πολύ, ἐπειδὴ ἔχασε ἀπὸ κοντά του δύο σπουδαῖα πρόσωπα, δύο χρήσιμους συνεργάτες καὶ θύμωσε μὲ τοὺς Ὁσίους. Διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του ἐκεῖνον ποὺ τόλμησε νὰ τοὺς κείρει μοναχούς. Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε μὲ περισσὴ ὀργὴ καὶ φώναξε:

Ἐσὺ καλόγερε, τόλμησες νὰ κάνεις σὰν κι ἐσένα, τὸν βογιάρο καὶ τὸν εὐνοῦχο μου;

Ναί, ἐγώ, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου πατέρα μου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐράνιου Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς κάλεσε σὲ αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος ἤρεμα καὶ θαρρετά.

Ὁ ἡγεμόνας μὲ μανία τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ οἱ νέοι μοναχοὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πρότερή τους κατάσταση. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση θὰ κατέστρεφε τὸ σπήλαιο.

Μετὰ ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, οἱ ἀδελφοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ φύγουν μακριά, σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου δὲν θὰ ἔφθανε ἡ ἡγεμονικὴ ὀργή. Τότε ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν καὶ ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πολίχνη, βρῆκε ἕναν ἔρημο τόπο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε. Ἐπιδόθηκε ἀμέσως σὲ σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ζωντας μὲ σιωπή, «μόνος μόνω τῷ Θεῷ προσευχόμενος». Ἡ παρουσία του δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὴ καὶ ἡ φήμη του νὰ ἁπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή.

Ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶχε ἀκόμη στερεωθεῖ ἐκεῖ καὶ ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν τελείως ἄγνωστη. Σιγὰ – σιγὰ οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νὰ πλησιάζουν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὴν παράξενη γι’ αὐτοὺς ζωή του. Ἐκεῖνος τότε, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ἔλυνε τὴν σιωπή του καὶ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὅλοι σαγηνεύονταν ἀπὸ τὴ σοφία, τὴν γνώση καὶ τὴν ἁγιότητά του, μετανοοῦσαν καὶ δόξαζαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους. Ἀργότερα, ὁρισμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς κάνει μοναχούς. Καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοὺς δοκίμαζε καὶ τοὺς νουθετοῦσε, τοὺς ἔκειρε. Ἔτσι τέθηκαν τὰ θεμέλια γιὰ τὴν κατοπινὴ ἀνέγερση τῆς μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἔγινε σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο, ἰσάξιο τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Τμουταρακᾶν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οἱ κάτοικοι τῆς χώρας παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο Νίκωνα, στὸν ὁποῖο ἔτρεφαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση, νὰ πάει στὸν ἡγεμόνα τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς καὶ νὰ ζητήσει τὸν υἱό του Γκλὲμπ γιὰ τὴν ἡγεμονία τοῦ Τμουταρακᾶν.

Ὁ Ὅσιος ἐκτέλεσε μὲ ἐπιτυχία τὴν δακονία ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ποίμνιό του. Ἐπιστρέφοντας μαζὶ μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλὲμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε ἀπὸ τὸ Κίεβο καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Ὅταν ὁ μακάριος ἡγούμενος Θεοδόσιος ἀντίκρισε, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, τὸν παλαιὸ συνασκητή του, σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἔπεσαν καὶ οἱ δύο στὴν γῆ καὶ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ὕστερα ἀγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση καὶ κάθισαν νὰ συζητήσουν.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Νίκων, μετὰ ἀπὸ πολὺ ὥρα ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει, ὁ μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σὲ λυγμοὺς καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνει στὰ Σπήλαια, γιὰ νὰ συνεχίσουν μαζὶ τὴν ἐπίγεια ἀσκητικὴ ὁδοιπορία τους.

Πρέπει νὰ πάω, εἶπε ὁ Νίκων, νὰ ρυθμίσω ὅτι ἀφορᾶ στὸ μοναστήρι μου. Ἔπειτα, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θὰ ἐπιστρέψω.

Πράγματι ὁ Ὅσιος, πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλέμπ, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε καὶ τὴν ἡγεμονία τῆς χώρας. Ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ τακτοποιήσει μὲ ἐπιμέλεια τὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς του καὶ κατόπιν, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή του, γύρισε στὴ Λαύρα, κοντὰ στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὑποτάχθηκε μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο ἡγούμενο καὶ ἐκτελοῦσε μὲ ἀκρίβεια ὅλες του τὶς ἐντολές, νεκρώνοντας τὸ δικό του θέλημα. Καὶ ὁ μακάριος Θεοδόσιος, ὅταν χρειαζόταν νὰ λείψει ἀπὸ τὴ μονή, ἄφηνε ὡς ἀντικαταστάτη του, στὴ διαποίμανση τῆς ἀδελφότητας, τὸν Νίκωνα.

Πολλὲς φορὲς ὁ Ὅσιος Νίκων, ποὺ γνώριζε τὴν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας, ἔραβε καὶ ἔδενε βιβλία. Τότε ὁ Θεοδόσιος καθόταν ταπεινὰ δίπλα του, ἂν καὶ ἦταν ἡγούμενος καὶ τοῦ ἑτοίμαζε τοὺς σπόγγους ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὸ ἐργόχειρό του. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐκαιρίες, οἱ δυὸ Ὅσιοι μάζευαν γύρω τους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς νουθετοῦσαν μὲ πνευματικὲς διδαχὲς καὶ ἀσκητικοὺς λόγους.

Ἀργότερα ὅμως, ὅταν ξέσπασε ἡ γνωστὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς ἡγεμόνες, τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβο, τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο καὶ τοῦ Περεγιασλὰβ Βσέβολοντ, ὁ Ὅσιος Νίκων ἐπέστρεψε στὸ Τμουταρακᾶν, ὅπου ἔζησε μερικὰ χρόνια μὲ τὸν ἴδιο ἀσκητικὸ ζῆλο.

Ὅταν ἔμαθε ὅτι εἰρήνευσε ὁ τόπος τοῦ Κιέβου, ὁ Ὅσιος πῆρε πάλι τὸν δρόμο γιὰ τὴν Λαύρα. Φθάνοντας ὅμως ἐκεῖ, διαπίστωσε πὼς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος δὲν ἦταν πιὰ στὴν ζωή. Ἡγούμενος τώρα ἦταν ὁ φιλόθεος Στέφανος. Ὁ Ὅσιος Νίκων ἀποφάσισε νὰ τελειώσει τὸν ἐπίγειο βίο του στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του. Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορὰ μὲ δάκρυα χαρμολύπης.

Ὅταν μὲ τὴ συνεργία τοῦ πονηροῦ, ὁρισμένοι ἀδελφοὶ δημιούργησαν ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα καὶ ἀπομάκρυναν τὸν μακάριο Στέφανο ἀπὸ τὴν ἡγεμονία τῆς μονῆς, ἡγούμενος ἀναδείχθηκε ὁ Ὅσιος Νίκων. Μὲ διάκριση καὶ σοφία ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος νὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια στὴν ἀδελφότητα. Καὶ τὸ κατόρθωσε μὲ μεγάλο κόπο, πολὺ ὑπομονὴ καὶ περισσότερη προσευχή. Οἱ ἀδελφοί, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀκεραιότητα, τὴν σύνεση καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἡσύχασαν καὶ ὑποτάχθηκαν σὲ αὐτόν, ὡς σὲ φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο καὶ πνευματικὸ ὁδηγό.

Πολλὲς φορὲς ὁ μοχθηρὸς διάβολος προσπάθησε νὰ δημιουργήσει νέα σκάνδαλα καὶ νὰ βάλει ἐμπόδια στὴν ἀνύσταχτη φροντίδα τοῦ Ὁσίου νὰ καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Οἱ σκοτεινοὶ σκοποί του ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ σβήσουν τὸ φῶς τῶν ἀρετῶν τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.

Στὰ χρόνια τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Νίκωνος, ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῶν Σπηλαίων ἀπὸ Ἕλληνες ἁγιογράφους, σταλμένους ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο.

Ὁ Ὅσιος Νίκων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1088. Ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, ὅπου μέχρι σήμερα τὸ τίμιο λείψανό του ἀναπαύεται ἄφθορο καὶ ἀκέραιο, τιμημένο μὲ τὴ δόξα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά