Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014

Εὐχή καί φωτισμός τοῦ νοῦ

 
ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
   Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας ἀγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, πού καλλιεργοῦσε τήν Εὐχή, ὅπως τήν διδάχθηκε ἀπό τόν Γέροντά του, ταξίδευε μέ λεωφορεῖο ἀπό Ἀθήνα γιά Θεσσαλονίκη.
Σέ μία εἰκοσάλεπτη στάσι τοῦ λεωφορείου στοῦ “Λεβέντη”, κατέβηκε καί στάθηκε στήν ρίζα ἑνός παρακειμένου δένδρου μέ πολλή σκιά καί συνέχισε νά λέγη νοερά, τήν Εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», πρᾶγμα πού τό ἔκανε συνεχῶς καί σ᾿ ὅλο του τό ταξίδι.
Ξαφνικά…, καί χωρίς καμμιά προειδοποίησι, κατέβηκε καί εἰσῆλθε ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή στήν καρδιά του, μέ πλήρη τήν νοερά ἐνέργειά της. Καί τότε ἦλθε σέ ἔκστασι!… Ἦτο σάν νά χάθηκε…(Ὅταν ὁ προσευχόμενος νοῦς εἰσέρχεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βυθό τῆς καρδίας, ἀλλοιώνει νοερά ἀλλά καί μέ ἱεροπρέπεια ὅλο τόν

ψυχοσωματικό ἄνρωπο. Οἱ αἰσθήσεις μεταπλάθονται πνευματικά. Οἱ σκέψεις ἀπαλείφονται καί σιγοῦν. Τόο σῶμα ἀγγελοποιεῖται… καί ὅλες οἱ λειτουργίες του οὐρανοποιοῦνται. Ἔτσι καί σ᾿ αὐτό τόν χριστιανό, πού περιῆλθε σέ ἔκστασι.)
 Φῶς ὡραιότατον, ἄλλοτε πάλλευκο καί ἄλλοτε λευκογάλαζο καί ἀσυγκρίτως καθαρώτερο καί λαμπρότερο ἀπό τό φῶς μιᾶς ἡλιόλουστης ἡμέρας, τόν ἔζωσε μέσα-ἔξω. Ἐγένετο κάτι σάν σύγκρασις-ἔνωσις
  • φωτός καί ψυχῆς,
  • φωτός καί νοός,
  • φωτός καί σώματος,
  • φωτός καί τοῦ χώρου γύρω του.
 Εἶχε τήν πνευματική αἴσθησι μιᾶς ἀνέκφραστης εἰρήνης καί θείας μακαριότητος. Εἶχε τήν αἴσθησι τῆς ἁγνότητος τοῦ θείου Φωτός ἀλλά καί τῆς ἁγνότητος ψυχῆς καί σώματος. Ἀνείπωτη εὐτυχία καί γεῦσι αἰωνιότητος…
 Ταυτόχρονα εἶχε καί μιά ἀκατάληπτη πνευματική ἐνόρασι… Τί εἶδεν; Ὁ Θεός γνωρίζει… Τί τοῦ ἀπεκαλύπτετο; Ὁ Θεός γνωρίζει… Ἄβυσσος τά κρίματα τοῦ Θεοῦ!…
 Καί ξαφνικά…, ἦλθε στόν ἑαυτό του ἀπό τό κορνάρισμα τοῦ λεωφορείου γιά τήν ἀναχώρησι. Καί μέσα σέ κατάστασι εἰρήνης καί ἄκρας ταπεινώσεως, σηκώθηκε καί μέ δυσκολία εἰσῆλθε στό λεωφορεῖο…
 Καί ἡ ἀπορία του: “Πῶς ἐγώ, πού εἶμαι «σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία», δέχθηκα ἐπίσκεψι θείας Χάριτος μέ τόση λαμπρότητα, ἀφοῦ τά ἔργα μου, τά λόγια μου καί οἱ σκέψεις μου εἶναι καί λογίζονται «ὡς ράκος ἀποκαθημένης”;»
 Ὅταν ἀνέφερε τό γεγονός στόν Γέροντά του, πῆρε τήν ἑξῆς ἀπάντησι: «Στά τοῦβλα τῆς ψυχῆς σου ἔπεσε κατ᾿ ἄκραν συγκατάβασιν μιά ἀκτῖνα θεϊκοῦ Φωτός, γιά νά τήν ξεβρωμίση λίγο. Παρά ταῦτα, τοῦβλο εἶσαι… καί τοῦβλο παραμένεις…»
 (Ἡ ἀπάντησις τοῦ Πνευματικοῦ εἶχε σκοπό νά φυλάξη τήν ψυχή του ἀπό τήν οἴησι, τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό καί τήν κενοδοξία. (Προσωπικές σημειώσεις)).
 Αὐτό τό βίωμα τοῦ ἀνωνύμου χριστιανοῦ ἦτο μιά ἀπό τίς ἄπειρες δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα Του, πού ἠγωνίζετο καθημερινά καί μέ πολύ φιλότιμο νά λέγη τήν Εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τηρῶντας κατά δύναμιν τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί συμμετέχοντας μέ πολλή ταπείνωσι στά πανάγια σωστικά Μυστήρια.
 Οἱ μεγάλες δωρεές καί τά πλούσια καί πολλαπλᾶ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, χωρίς πλάνη, ἔρχονται κατ᾿ ἐξοχήν διά μέσου τῆς Νοερᾶς προσευχῆς.
 Ὅταν ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή εἰσέρχεται, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βάθος τῆς καρδιᾶς, στό ἀπύθμενο πνευματικό βάθος τῆς ψυχῆς μας, ἐκεῖ συναντᾶ τήν ἄνωθεν εἰρήνη, τήν«”ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. Δ΄: 7). Ἐκεῖ ὁ νοῦς μας συναντᾶ τόν θεῖο Σαββατισμό, τήν ἀπόλυτη ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, Διότι:
  • ἐκεῖ εὐωδία πνευματική,
  • ἐκεῖ θεία μακαριότης,
  • ἐκεῖ ἡ πάλλευκος αὐγή,
  • ἐκεῖ τό ἀπρόσιτον κάλλος,
  • ἐκεῖ ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων,
  • ἐκεῖ ἡ ὑπερουράνιος ἀγαλλίασις,
  • ἐκεῖ τό ἐράσμιον καί ἄκτιστον Φῶς,
  • ἐκεῖ ἡ πνευματική αἴσθησις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἔτσι, ἐκτός τῆς προφορικῆς Εὐχῆς, ὑπάρχει καί ἡ πνευματική προσευχή μέ τήν νοερά ἐνέργειά της, ὅπου ὁ χριστιανός, ὁ ἀφοσιωμένος στήν εὐχούλα, κάθεται σ᾿ ἕνα σκαμνί ἤ στέκεται ὄρθιος καί σκύβει τό κεφάλι ἀριστερά, πρός τό μέρος τοῦ στήθους, κι ἀρχίζει νά λέγη τήν Εὐχή,
  • ἀμετεώριστα,
  • ἀφάνταστα,
  • ἀνεικόνιστα,
  • ἀνείδεα – ἀνίδεα,
  • ἀσχημάτιστα,
  • ἄμορφα
  • μέ βία πολλή,
  • μέ πόνο σωματικό
καί λίγο μέ τήν βοήθεια τῆς ἀναπνοῆς (εἰσπνοή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἐκπνοή: «ἐλέησόν με»).
Αὐτή ἡ ἐργασία τῆς Νοερᾶς προσευχῆς γίνεται μέσα στήν νύχτα καί σέ ἀπόλυτη ἡσυχία, μέ τά μάτια κλειστά καί τό νοῦ βυθισμένο στήν καρδιά, ἐνῶ συγχρόνως ὁ ἐνδιάθετος λόγος συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Καί προσοχή: Πάντοτε σέ συγκεκριμένη ὥρα τῆς νυκτός, βυθισμένος ὁ “εὐχόμενος” στό ἀπόλυτο σκοτάδι καί στήν ἀπόλυτη ἡσυχία. Κατ᾿ ἀρχάς, κάνοντας ἕνα τέτερτο τήν Εὐχή πού, ὕστερα ἀπό λίγο χρόνο, θά γίνη μισή ὥρα καί κατόπιν μία ὥρα ἤ καί περισσότερο,σύμφωνα πάντα μέ τίς δυνάμεις μας καίμέ τίς ὁδηγίες τοῦ ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ καί Πνευματικοῦ. Ἔτσι, πότε καθιστοί σ᾿ ἕνα σκαμνάκι καί πότε-πότε ὄρθιοι, γιά νά μή μᾶς πιάση ὁ ὕπνος, θά λέμε τήν Εὐχούλα, βυθίζοντας τόν νοῦ μας μαζί μέ τήν Εὐχή καί μέ ὄλη μας τήν ἀγαπητική διάθεσι καί προαίρεσι ΜΕΣΑ στήν ΚΑΡΔΙΑ.
Γιά νά εἶναι ἀποτελεσματική ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, πρέπει νά προηγοῦνται, κατά τούς Νηπτικούς Πατέρας, τά ἑξῆς: (πού συστήνονται καί ἀπό τόν ὅσιο Γέροντα Ἰωσήφ τό Ἡσυχαστή ἀλλά καί τόν δικό μου Γέροντα):
  • Ἰερές σκέψεις γιά τό Πάθος καί τήν Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου.
  • Σκέψεις γιά τόν θάνατό μας, ἄν ἔλθη ἐκεῖνο τό βράδυ…, καί πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τά ἐναέρια τελώνια τῶν δαιμόνων, πού θά διεκδικοῦν τήν ψυχή μας ἤ πῶς θά βρεθοῦμε μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ παρουσία καί τί θά κληρονομήσουμε; τόν παράδεισο ἤ τήν κόλασι;
  • Σκέψεις γιά τήν ζωή τῶν Ἁγίων στόν παράδεισο καί τήν διακονία τῶν Ἀγγέλων γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
  • Καί ἰδιαίτερες σκέψεις γιά τήν προσωπική μας σωτηρία, τήν μετάνοια μας καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰωσήφ, ὡς γνήσιος ἡσυχαστής καί μιμητής τοῦ Ἀββᾶ Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου καί τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, καλλιεργοῦσε πάρα πολύ τά δάκρυα στήν προσευχή καί στήν ἀγρυπνία του. Ὅταν ὁ νοῦς πενθῆ, ἔλεγε, φωτίζεται καί δέχεται ἀπό τόν Θεόν ἀπερίγραπτη παράκλησι καί παραμυθία, σύμφωνα μέ τόν μακαρισμό:«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅ τι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε΄: 4). Ἕνα πρᾶγμα πίστευε κι ἦτο πρᾶξις γι᾿ αὐτόν: Ὅτι σέ κάθε ἐνθύμησι τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν τρέχουν ἀπό τά μάτια μας δάκρυα, αὐτό σημαίνει ὅτι ὑποβόσκει μέσα ἡ ἄγνοια, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ σκληρότης τῆς καρδιᾶς.
Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρός καί ἀμόλυντος καί ὡς καθαρός καί ἀμόλυντος ἑνωθῆ, ἐν Χριστῷ, μέ τήν καρδιά, εὐθύς ἀμέσως ἀποδιώκεται κάθε πνευματικό σκοτάδι, πού κυριεύει καί βασανίζει τήν ψυχή μας καί τόν νοῦ. Ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Ὄλος ὁ ἄνθρωπος ψυχοσωματικά ἀλλοιώνεται ἀπό τή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς καθαρίζεται καί γίνεται ὅλος ΦΩΣ. Οἱ αἰσθήσεις ἀποκτοῦν ἀπόλυτη εἰρήνη καί ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό ἀνεκλάλητη χαρά.
 Ἡ κεχαριτωμένη του συμβουλή πρός ὅλους, μοναχούς καί λαϊκούς, ἦτο ἡ ἑξῆς: Ὅποιος θέλει, ἄς δοκιμάση. Νά δοκιμάση νά λέγη τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἕστω καί προφορικά. Κι ὅταν χρονίση ἡ ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, τότε μέσα του θά ζήση τόν παράδεισο! Θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη. Θά γίνη ἄλλος ἄνθρωπος, ἕστω κι ἄν εἶναι χριστιανός πού ἀγωνίζεται μέσα στόν κόσμο. Ἡ δοκιμή ὅμως θά γίνεται πάντα μέ τίς ὁδηγίες ὁδηγοῦ ἀπλανοῦς, καθαροῦ καί φωτισμένου.
 Ἀνάλογα λοιπόν μέ τόν κόπο του ὁ χριστιανός καί τήν καθαρότητα πού θά ἔχη καί τήν ταπείνωσι πού θά καλλιεργῆ, θά γευθῆ πολύτιμους καρπούς ἀπό τήν κατά δύναμι Νοερά Καρδιακή προσευχή.
Ἄν πάλι αὐτός ὁ ἐργάτης τῆς Καρδιακῆς προσευχῆς ζῆ στήν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής, ὦ!, τότε δέν περιγράφονται τά οὐράνια χαρίσματα τῆς Εὐχῆς.
  Κατά τήν Ἁγία Γραφή νοῦς καί καρδιά ταυτίζονται. Ὁ νοῦς ὅμως εἶναι συγχρόνως καί τό μάτι τῆς ψυχῆς μας. Κι ὅταν τό μάτι εἶναι καθαρό, τότε ὄλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι φωτεινός, ἁγιασμένος, κεχαριτωμένος. Ὁ νοῦς ἀκόμα εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ὁ καθρέπτης εἶναι καθαρός καί φωτεινός, τότε μέ πολλή φυσικότητα μπορεῖ καί ἀντικατοπτρίζεται μέσα σ᾿ αὐτόν τό ἄκτιστο δεσποτικό Φῶς τῆς τρισηλίου Θεότητος. Τί φωτίζει; τόν ὅλο ἄνθρωπο, μέσα κι᾿ ἔξω! Φωτίζει τόν νοῦ, τόν λόγο, τό πνεῦμα, τίς νοερές ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, τίς αἰσθήσεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς διαθέσεις, ἀκόμη καί τίς φυσικές ἁπλές κινήσεις τῶν ἁγιασμένων Γεροντάδων…
 Πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὅταν ζοῦσε ἀκόμη ἡ Γερόντισσα Μακρίνα τῆς Πορταριᾶς, μοῦ διηγήθηκε τήν ἑξῆς ἀξιοθαύμαστη ἐμπειρία της, πού τῆς συνέβη στά μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς, τότε πού ὑπῆρξε ἡ μεγάλη πεῖνα, ἡ γύμνια καί ἡ παντελής φτώχεια.
 Ἦτο ἀκόμη λαϊκή τήν ἐπόχή ἐκείνη, καί λόγῳ τῆς μεγάλης στερήσεως πού ὑπῆρχε σέ τρόφιμα, μόλις καί μετά βίας ἐξοικονομοῦσε μιά φετοῦλα ψωμάκι γιά ὅλη τήν ἡμέρα! Τίποτε ἄλλο!
 Ἔτσι, ἔφθασε καί ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τό δέ Μεγάλο Σάββατο ἡ κατάστασίς της ἦτο δραματική. Τό βράδυ πῆγε στήν ἐκκλησία καί κάθησε σέ μιά γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι, λέγοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
 Ὅλοι οἱ χριστιανοί, πού ἄρχισαν νά καταφθάνουν στήν ἐκκλησία, κρατοῦσαν καί ἀπό ἕνα κερί. Ἄλλος μικρό καί ἄλλς μεγάλο. Καί στό «Δεῦτε λάβετε φῶς…» ἐκείνη δέν πῆγε νά πάρη φῶς, γιατί δέν εἶχε οὔτε τό πιό μικρό κεράκι.
  • Ἐσύ, Χριστέ μου, ἔλεγε μέσα της, ἀποφάσισες νά μήν κρατάω οὔτε μιά λαμπαδίτσα… Νά ᾿ ναι εὐλογημένο!
Καί μέσα στήν προσευχή της ἐξέφραζε τήν ἀγωνία της καί κάποια μικρά παράπονα στόν Χριστό γιά τίς στερήσεις, τήν πεῖνα πού τήν θέριζε, γιά τήν λαμπάδα πού δέν εἶχε, ἐνῶ συγχρόνως μέ δάκρυα στά μάτια ἔλεγε συνεχῶς τήν ΕΥΧΗ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «νά ᾿ ναι εὐλογημένο».
Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε εἰπωθῆ τό «Χριστός ἀνέστη» καί ἄρχισε ἡ ἀναστάσιμη ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Στή μέση τῆς ἀκολουθίας λιποθύμησε ἀπό τήν ἐξάντλησι ἐξ αἰτίας τῆς πείνας τόσων ἡμερῶν, χωρίς νά γίνη ἀντιληπτή ἀπό τούς γύρω χριστιανούς.
Συνῆλθε στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Πασχαλινῆς Λειτουργίας: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος…» (Ἰωάν. Α΄: 1). Τότε λές καί ἄκουγε ἀπό τό στόμα τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέως καί Πνευματικοῦ της χίλια οὐράνια ραδιόφωνα νά διαλαλοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού εἶναι καί ὁ θρίαμβός της.
Αὐτά τά λόγια χαράχθηκαν βαθειά μέσα στήν ψυχή της, τήν κατέλαβαν ὁλόκληρη ψυχοσωματικά, καί τῆς δημιούργησαν ἕναν πρωτόγνωρο ἀξιοθαύμαστο χορτασμό,
ΚΑΙ στήν καρδιά.
ΚΑΙ στίς αἰσθήσεις.
ΚΑΙ στό σῶμα,
πού ἀδυνατοῦσε νά τόν περιγράψη μέ λόγια. Ἦτο χορτάτη καί στήν ψυχή καί στό σῶμα! Χορτάτη!!!
ἀργότερα τῆς ἦρθε ὁ λογισμός καί ἡ ἐσωτερική πληροφορία ὅτι οἱ Πατέρες τῆς “ἐρήμου” καί οἱ μεγάλοι ἀναχωρητές, αὐτόν τόν ὑπερχορτασμό ἠσθάνοντο καί ἐβίωναν, γι᾿ αὐτό καί δέν ἔτρωγαν καί δέν ἐγεύοντο γιά ἀρκετό καιρό τίποτε.
 Καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται πληρότητα στήν ψυχή της, μέ ταυτόχρονο ὑπερουράνιο χορτασμό, κατά τήν ὁμολογία της, μέ ὑπερκόσμια εὐωδία καί ἄρρητη γεῦσι. (Σάν νά εἶχε γευθεῖ τά γλυκύτερα μέλια καί ὅλα τά γλυκά τούτου τοῦ κόσμου).
Ἡ ἀκατάπαυστη αὐτή οὐράνια γλυκύτητα καί ὁ πνευματικός αὐτός χορτασμός αἰσθάνθηκε νά καταπλημμυρίζουν ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματός της καί ὅλες οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς της νά πληροῦνται ἀπό οὐράνιο πλοῦτο.
Ἡ καρδιά της νόμιζε ὅτι θά σπάση ἀπό τήν πολλή εὐτυχία πού ἀπολάμβανε, διότι, ἔνῶ ἐκείνη δοξολογοῦσε τόν Θεό μέ τήν διπλῆ Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», ταυτόχρονα μέσα στήν καρδιά της ἔψαλλε ὄχι μόνο μέ τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί μαζί μέ πλῆθος χορῶν ἁγίων Ἀγγέλων τό «Χριστός ἀνέστη».
Γι᾿ αὐτό, μετά τήν Θεία Κοινωνία της καί πρίν τελειώσει ἡ Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, ἔφυγε ἀμέσως πολύ γρήγορα γιά τό σπίτι της, γιά νά μή χάση αὐτό τό οὐράνιο μεγαλεῖο, πού βίωνε ψυχοσωματικά μέ τόση μεγαλοπρέπεια.
Καί ᾿ κεῖ δέν ἤθελε νά φάη αὐτό, πού τόσο πτωχά εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἐξαδέλφη της… Τίποτε, μά τίποτε, οὔτε μιά σταγόνα νερό δέν ἤθελε. Καί μοῦ ἔλεγε:
  • Πάτερ Στέφανε, τά χείλη μου δέν μποροῦσαν νά ἐξιχνιάσουν τήν οὐράνια γεῦσι πού ἠσθάνοντο, καί ἦτο -πῶς νά τό πῶ; – σάν νά ἐγεύοντο χίλια μέλια θείας Χάριτος!
(Τούς σκληρούς ἀγῶνες, πού ἔκανε ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα Μακρίνα, ὅταν ἦτο ἀκόμη στόν κόσμο ὡς λαϊκή, ἐμεῖς σήμερα ὄχι μόνον δέν μποροῦμε νά τούς φθάσουμε, ἀλλά οὔτε κἄν νά τούς καταλάβουμε μέ τό κοσμικό μυαλό, πού ἔχουμε…, σέ ἀντίθεσι μέ τίς δικές μας σημερινές προσπάθειες, πού εἶναι τελείως ἀναιμικές, ἀδύνατες, χλιαρές καί νερόβραστες.(Προσωπικές σημειώσεις)
Ἔτσι, ἐκείνους πού ἐντρυφοῦν στήν Καρδιακή προσευχή, μέ τήν ἐπίβλεψι ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ, ὄχι μόνο μοναχούς καί ἡσυχαστές, ἀλλά καί ἀγωνιζομένους πιστούς χριστιανούς, ἡ θεία Χάρις αὐτή καθ᾿ ἑαυτή τούς ἀναβιβάζει στήν τελείωσι, στόν θρόνον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ! Εἶναι πλέον οἱ πρέσβευταί ἐκεῖνοι, πού δυσωποῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων μας!
Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπάξη τήν Εὐχή, τήν ἐγκλωβίση μέσα του καί τήν κατεβάση στά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ “εὐχομένου” νοερῶς, τότε ἡ ψυχή ἀνέρχεται στά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ ὑπερνοητοῦ οὐρανοῦ τῶν Οὐρανῶν, στήν Πόλι τοῦ Θεοῦ τήν ἁγία καί νοερῶς “ὁρᾶ καί ἅπτεται” ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, «δι᾿ ἐσόπτρου» καί «ἐν αἰνίγματι»(Α΄ Κορ. ιγ΄: 12), τά ἀγαθά τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. Γ΄: 20). Ἐπειδή ὅμως προσφέρονται λόγοι θείας καί ὑψηλῆς πνευματικῆς ἐργασίας γιά τήν Νοερά προσευχή, αἰσθανόμεθα τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβουμε τούς λόγους τοῦ Θεοφάνους τοῦ Μοναχοῦ, πού μᾶς ἐκφράζουν σέ ἀπόλυτο βαθμό: «Μή νομίσης ὡς διδάσκων ταῦτα λέγω, ἀλλ᾿ ἵν᾿ ἐμαυτόν στηλιτεύσω ἐν τούτοις, ὁρῶν ἔπαθλα τῶν ἀγωνιζομένων καί τήν ἐμαυτοῦ ἀκαρπίαν ἐκ πάντων».(Θεοφάνους Μοναχοῦ, Κλίμακα χαρίτων, Φιλοκαλία.. τ. Γ΄, σελ. 62).
 Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!

 Ἀπότόβιβλίο:««Εὐχή μέσα στόν κόσμο«
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἐκδ. Γ. Γκέλμπεσης
πηγή   το είδαμε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά