Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ (4oς ἕ­ως 7ος)

 

Φλω­ρεν­τί­νας Μπε­ϊν­τουλ­λάι

Φι­λο­λό­γου Εἰ­δι­κῆς Ἀ­γω­γῆς

 

1. Εἰ­σα­γω­γὴ

Πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου ἦ­ταν γνω­στὸς ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς βί­ος σὲ πολ­λὲς θρη­σκεῖ­ες. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ὅ­μως ἡ ἄ­σκη­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν Χρι­στι­α­νι­κή, για­τί καὶ οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κές, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α καὶ ὁ στό­χος.

Στὴν ἐρ­γα­σί­α μας αὐ­τὴ, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὸν Χρι­στι­α­νι­κὸ καὶ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να στὸν Ὀρ­θό­δο­ξο μο­να­χι­σμό. Βέ­βαι­α τὸ θέ­μα εἶ­ναι τε­ρά­στιο καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξαν­τλη­θεῖ μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τό πό­νη­μα.

Ὁ ὅ­ρος μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μος μὲ τὸν ὅρο ἀ­σκη­τι­κὴ ζω­ή, για­τί ὁ μο­να­χὸς ἀ­σκεῖ­ται στὴν κα­τὰ Χρι­στὸν ζω­ὴ γιὰ νὰ φτά­σει στὴ θέ­ω­ση, τη­ρών­τας τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὸν ἴ­διο χρό­νο ποὺ κά­ποι­οι Χρι­στια­νοὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ἀ­γα­μί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, μά­λι­στα ἀ­πὸ τὶς Ἀ­πο­στο­λι­κὲς ἡ­μέ­ρες γιὰ νὰ γί­νουν μι­μη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι ἐ­νερ­γοῦ­σαν σύμ­φω­να μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (Α΄ Θεσ­. 2,17) ποὺ ἀ­φι­έ­ρω­ναν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τὸν ἑ­αυ­τόν τους στὸν Χρι­στό, στὴ ζω­ὴ καὶ στὸ σω­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη συ­ναν­τοῦ­με τὴν τά­ξη τῶν παρ­θέ­νων, ἐ­κεί­νων δηλαδή τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ εἶ­χαν ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὸν Χρι­στὸ ψυ­χο­σω­μα­τι­κά. Αὐ­τὴ ἡ τά­ξη μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ πρό­δρο­μος τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου μο­να­χι­σμοῦ. Στὰ με­τα­πο­στο­λι­κὰ χρό­νια, μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου ποὺ εἶ­ναι χρό­νια δι­ωγ­μῶν, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται τὸ φαι­νό­με­νο τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης καὶ τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ, τῆς ἀ­πο­μά­κρυν­σης δηλαδή ἀ­πὸ τὶς πό­λεις, τὶς κοι­νό­τη­τες καὶ τὶς ἐγ­κα­τα­στά­σεις στὶς ἐ­ρή­μους. Ση­μεί­ω­σε ἀ­μέ­σως μὲ τὴν ἔμ­φα­σή του τε­ρά­στια ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ προ­ώ­θη­σε στὸ ἔ­πα­κρο τὶς ἠ­θι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ.

Βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, εἶ­ναι ὁ ἀ­σκη­τι­σμός. Οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­ναι κά­ποι­οι ἰ­δι­ό­τρο­ποι ἄν­θρω­ποι ποὺ ἀ­πὸ ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α βγῆ­καν ἀ­πὸ τὶς πό­λεις καὶ κα­τοι­κοῦ­ν μέ­σα σὲ με­ρι­κὰ Μο­να­στή­ρια, ἀλ­λὰ «οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ», κα­τὰ τὸν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τὸν Χρυ­σό­στο­μο, «οἱ εὐ­αγ­γε­λι­κῶς ζῶν­τες» κα­τὰ τὸν Εὐά­γριο τὸν Πον­τι­κό, «οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς προ­αί­ρε­σης», κα­τὰ τὸν Με­γά­λο Ἀ­θα­νά­σιο, «οἱ συ­νε­χι­στὲς τῆς μαρ­τυ­ρι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅ­γιο Συ­με­ὼν τὸν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, «ἡ κό­μη ποὺ κο­σμεῖ τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅγιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ἐ­πει­δὴ νε­κρώ­θη­καν κα­τὰ κό­σμο καὶ δο­ξά­ζουν τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους με­τα­χρι­στι­α­νι­κοὺς αἰ­ῶ­νες πα­ρα­τη­ρή­θη­κε ἰ­σχυ­ρὸ ρεῦ­μα φυ­γῆς ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ γιὰ λι­μά­νι κα­τα­φυ­γῆς προ­σφέ­ρον­ταν οἱ ἐ­ρη­μι­ὲς τῆς Νι­τρί­ας, τῆς Σκή­της, τοῦ Σι­νᾶ, τῆς Πα­λαι­στί­νης, τῆς Συ­ρί­ας καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τοῦ Πόν­του.

Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­φτα­σε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἀ­πὸ τὴ Συ­ρί­α. Τὸ πρῶ­το Μο­να­στή­ρι ἱ­δρύ­θη­κε τὸ 382 μ.Χ. καὶ ἡ μο­να­στι­κὴ ζω­ὴ γνώ­ρι­σε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη ἄν­θι­ση τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰ­ῶ­να μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας καὶ μί­ας σει­ρᾶς Αὐ­το­κρα­τό­ρων.

Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης, εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμίων ὄ­χι μό­νο τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, ἀλ­λὰ καὶ τῶν οὐ­δε­τέ­ρων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων.

2. Λό­γοι φυ­γῆς στὴν ἔ­ρη­μο

Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι με­λε­τη­τὲς τῆς κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ας τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ προσ­δι­ο­ρί­ζουν ὡς κυ­ρι­ό­τε­ρη αἰ­τί­α τὴ φυ­γὴ τῶν Χρι­στια­νῶν στὴν ἔ­ρη­μο, τοῦ δι­ωγ­μοῦ κα­τὰ τὰ μέ­σα τοῦ 3ου αἰ­ῶ­να καὶ στὴν ἀρ­χὴ τοῦ 4ου. Ὅ­ταν οἱ δι­ωγ­μοὶ στα­μά­τη­σαν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ προ­τί­μη­σαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν στὴν ἔ­ρη­μο, ὄ­χι μό­νο γιὰ οἰ­κο­νο­μι­κοὺς λό­γους, ὅ­πως ἡ φτώ­χεια καὶ οἱ δυ­σβά­στα­χτοι φό­ροι, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως γιὰ πνευ­μα­τι­κοὺς λό­γους. Πί­στευ­αν ὅ­τι ἡ ἐγ­κό­σμια ζω­ὴ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἐμ­πό­διο στὴν πνευ­μα­τι­κή τους ἐ­ξέ­λι­ξη, ἐ­νῶ ἡ ζω­ὴ στὴν ἔ­ρη­μο θὰ τοὺς βο­η­θοῦ­σε νὰ πε­ρά­σουν στὰ τρί­α στά­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέ­ω­ση.

3. Μορ­φὲς μο­να­χι­σμοῦ

Ὁ κα­τ᾿ ἐξο­χὴν μο­να­χι­κὸς τύ­πος τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων εἶ­ναι ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­κός. Στὴ συ­νέ­χεια, δη­μι­ουρ­γοῦν­ται οἱ Λαῦ­ρες καὶ ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τὴ μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ Κοι­νο­βί­ου. Ὁ ἀ­να­χω­ρη­τὴς ἀ­σκη­τεύ­ει στὴν ἔ­ρη­μο μό­νος του. Ἡ Λαύ­ρα εἶ­ναι πολ­λὲς Σκῆ­τες μα­ζὶ, μὲ ἑ­νια­ία μο­να­χι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ δι­οί­κη­ση. Μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ὡς ἐν­δι­ά­με­ση μορ­φὴ μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς ἀ­νά­με­σα στὸν ἐ­ρη­μι­τι­σμὸ καὶ τὸ Κοι­νό­βιο.

Τὸ Κοι­νό­βιο εἶ­ναι ἕ­να ἑ­νια­ῖο συγ­κρό­τη­μα κτι­ρί­ων μὲ να­ό, τὸ γνω­στὸ Μο­να­στή­ρι, ὅ­που ζεῖ ἕ­νας με­γά­λος ἀ­ριθ­μὸς μο­να­χῶν. Οἱ Κοι­νο­βιά­τες βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­βλε­ψη τοῦ προ­ε­στῶ­τος τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἐ­ρη­μί­τες ἔ­χουν τὸν Πνευ­μα­τι­κό τους Γέ­ρον­τα. Οἱ ἀ­να­χω­ρη­τὲς ζοῦν σχε­δὸν ἀ­πο­μο­νω­μέ­να σὲ σπή­λαι­ο σὲ πρό­χει­ρα Κελ­λιὰ ἢ καὶ πά­νω σὲ στύ­λους.

4. Ὁ πα­τὴρ τοῦ μο­να­χι­σμοῦ: Μέ­γας Ἀν­τώ­νιος

Θε­ω­ρεῖ­ται ὁ θε­με­λι­ω­τὴς τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀν­ταλ­λά­ξει τὰ γήι­να καὶ τὰ φθαρ­τὰ ἀ­γα­θὰ μὲ τὰ αἰ­ώ­νια καὶ ἄ­φθαρ­τα. Ἂν καὶ δὲν ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος μο­να­χὸς, οὔ­τε ὁ πρῶ­τος ἀ­σκη­τὴς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε ὁ ὅ­σιος Παῦ­λος ὁ Θη­βαῖ­ος εἶ­χε ἀ­πο­συρ­θεῖ στὴν ἔ­ρη­μο, ὡ­στό­σο ἄ­φη­σε ἔ­ξο­χο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­σκή­σε­ως. Ὁ Μέ­γας Ἀν­τώνος γεν­νή­θη­κε τὸ 251 μ.Χ. στὴν Κό­μα τῆς Ἂ­νω Αἰ­γύ­πτου. Προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ πλού­σια οἰ­κο­γέ­νεια, ἀλ­λὰ μοί­ρα­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χούς. Γρή­γο­ρα ἀ­πο­σύρ­θη­κε στὰ πε­ρί­χω­ρα τῆς Ἡ­ρα­κλου­πό­λε­ως καὶ με­τὰ κα­τοι­κοῦ­σε σὲ ἕ­να ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο τά­φο ὅ­που πο­λε­μή­θη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τοὺς δαί­μο­νες. Τὸ 285 μ.Χ. πέ­ρα­σε τὸν Νεῖ­λο καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Λυ­βι­κὴ ἔ­ρη­μο Πι­σπίρ, ὅ­που ἀ­σκή­θη­κε σκλη­ρὰ στοὺς δι­ά­φο­ρους πει­ρα­σμοὺς τῶν δαι­μό­νων γιὰ 20 χρό­νια. Σὲ ἡ­λι­κί­α 50 ἐ­τῶν ὁ Ἀν­τώ­νιος, με­τὰ ἀ­πὸ σκλη­ρὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γῶ­να ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ἀ­πο­κτή­σει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη, τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ θε­ρα­πεύ­ει ἀρ­ρώ­στους. Στὸ δι­ωγ­μὸ τοῦ Μα­ξι­μι­λια­νοῦ τὸ 311 μ.Χ. πῆ­γε στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια μὲ σκο­πὸ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει. Ἐ­κεῖ στή­ρι­ξε τοὺς Χρι­στια­νούς, ἂν καὶ δὲν μαρ­τύ­ρη­σε.

Ἀρ­γό­τε­ρα με­τα­κι­νή­θη­κε πρὸς τὸ ὄ­ρος Κολ­ζίμ, ὅ­που ἔ­μει­νε ὡς τὸ 338 μ.Χ., ἐγ­κα­τα­λεί­πει ἔ­τσι τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη ἔ­ρη­μο γιὰ νὰ κη­ρύ­ξει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, θρη­σκευ­τι­κῆς αἱ­ρέ­σε­ως στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, ὅ­που πῆ­γε ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πα­ρά­κλη­ση τῶν Ἐπι­σκό­πων, συγ­κλο­νί­ζον­τας τὸν λα­ὸ μὲ τὴν ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σα ἁ­γι­ό­τη­τά του. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν ἔ­ρη­μο, δε­χό­ταν πλῆ­θος ἀ­πὸ ἐ­πι­σκέ­πτες ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ Αὐ­το­κρά­το­ρες. Πέ­θα­νε σὲ ἡ­λι­κί­α 105 χρο­νῶν τὸ 356 μ.Χ. Κα­τὰ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ρε­τὴ γιὰ τὸν μο­να­χὸ εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, για­τί τὸν βο­η­θᾶ νὰ δεῖ κα­θα­ρὰ τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο, νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει κα­λύ­τε­ρα τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ νὰ κα­τευ­θύ­νει σω­στὰ τὴν ἄ­σκη­σή του. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ μέ­γι­στη τῶν ἀ­ρε­τῶν εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, δι­ό­τι ὁ­δη­γεῖ μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας. Δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νει κα­νεὶς τὴν ἀ­λή­θεια, νὰ κρί­νει μὲ δι­και­ο­σύ­νη, νὰ ἀ­πο­φα­σί­ζει καὶ νὰ ἐ­νερ­γεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον.

5. Πα­χώ­μιος, ἱ­δρυ­τὴς τοῦ Κοι­νο­βί­ου

Ὁ Πα­χώ­μιος ἐγ­και­νί­α­σε τὴν κοι­νο­βια­κὴ ζω­ὴ πρῶ­τος στὴν ἄ­νω Αἴ­γυ­πτο, ἔ­γι­νε μο­να­χὸς σὲ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α. Γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στὸ 290 μ.Χ. στὴν Λα­τό­πο­λη τῆς Αἰ­γύ­πτου. Μα­θή­τευ­σε κον­τὰ στὸν Ἀ­σα­ΐ­τη Πα­λα­μῶνα ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­δά­χθη­κε αὐ­στη­ρὴ νη­στεί­α, ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, ἐρ­γα­σί­α καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ ἀ­πὸ 10 χρό­νια ἕ­να ὅ­ρα­μα τὸν ὁ­δή­γη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει Μο­να­στή­ρι στὸ Τα­βέν­νη­σι, ἕ­να ἔ­ρη­μο χω­ριὸ κον­τὰ στὸν Νεῖ­λο, ὅ­που συγ­κεν­τρώ­θη­καν 100 μο­να­χοὶ σὲ αὐ­τό. Αὐ­τὸ, τὸν πα­ρα­κί­νη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει 11 Μο­να­στή­ρια ἀ­πὸ τὸ 320 ὡς τὸ 345 μ.Χ. Ὁ κα­νό­νας τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου ποὺ ἄ­φη­σε ὁ Πα­χώ­μιος βα­σί­ζε­ται στὴν ἀ­πο­τα­γή, τὴν ἄ­σκη­ση, τὴν ἐρ­γα­σί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή.

Οἱ μο­να­χοὶ ζοῦ­σαν ὁ­μα­δι­κά, ἐρ­γά­ζον­ταν, προ­σεύ­χον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν μα­ζί. Ἡ ὑ­πα­κο­ὴ ἦ­ταν πο­λὺ ση­μαν­τι­κή. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ποὺ τό­σοι ἄν­θρω­ποι ὀρ­γα­νώ­θη­καν σὲ μί­α κοι­νό­τη­τα, ἑ­νό­τη­τα καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Με­τὰ ἀ­πὸ τὸν Ἀν­τώ­νιο καὶ τὸν Πα­χώ­μιο τὸ μο­να­χι­κὸ καὶ τὸ Κοι­νο­βια­κὸ πρό­τυ­πο συν­δυ­ά­στη­καν μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους.

6. Νέ­ος τύ­πος μο­να­στη­ριοῦ, ἡ Λαύ­ρα

Ἡ Λαύ­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­κε στὴν Πα­λαι­στί­νη καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν εἰ­δι­κὸ τύ­πο Μο­να­στη­ριοῦ μὲ με­ρι­κὰ ξε­χω­ρι­στὰ Κελ­λιὰ ἢ σπή­λαι­α γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­ναν κοι­νὸ οἶ­κο. Σὲ αὐ­τὰ τὰ Κε­λλιὰ κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­ρη­μί­τες ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν γιὰ κοι­νὴ λα­τρεί­α τὰ Σάβ­βα­τα καὶ τὶς Κυ­ρια­κές.

Στὴ Συ­ρί­α καὶ στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸς στὰ χρό­νια τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Σύ­ρος πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὁ Ἐ­φραὶμ ὁ Σύ­ρος ποὺ γεν­νή­θη­κε στὴ Νι­σί­βη τῆς Με­σσο­πο­τα­μί­ας τὸ 306 μ.Χ. Νέ­ος ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν κό­σμο, μα­θη­τὴς τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τῆ ἁγί­ου Ἰ­α­κώ­βου. Ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­ση στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ χά­ρι­σε πο­λὺ νω­ρὶς τὴν κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τὸν ἁ­για­σμὸ, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα χω­ρὶς νὰ σπου­δά­σει τὴν κο­σμι­κὴ σο­φί­α τῆς ἐ­πο­χῆς του ἀ­πέ­κτη­σε τὴ θεί­α σο­φί­α καὶ τὸ δι­δα­σκα­λι­κὸ χά­ρι­σμα. Tό 363 μ.Χ. ὅ­ταν ἡ Νι­σί­βη ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια τῶν Περ­σῶν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ κα­τέ­φυ­γαν στὴν Ἔ­δεσ­σα τῆς Συ­ρί­ας. Μα­ζί τους πῆ­γε καὶ ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραὶμ καὶ με­τὰ ἀ­πὸ θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἄ­νοι­ξε δι­δα­σκα­λεῖ­ο ὅ­που δί­δα­σκε τὴν πί­στη καὶ τὴν εὐ­σέ­βεια. Σὲ αὐ­τὸ φοί­τη­σαν πολ­λοὶ Ἐ­δεσ­σια­νοὶ ποὺ ἀ­να­δεί­χθη­καν σπου­δαῖ­οι δι­δά­σκα­λοι τῆς Συ­ρια­νῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Ὅσιος ἀ­γω­νί­στη­κε καὶ κο­πί­α­σε γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη πο­λε­μών­τας μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὶς αἱ­ρέ­σεις τοῦ Ἄ­ρει­ου καὶ τοῦ Βαρ­δι­σα­νοῦ. Δι­α­κό­νη­σε μὲ αὐ­τα­πάρ­νη­ση τοὺς Ἐ­δεσ­σια­νοὺς στὸ με­γά­λο λι­μὸ τοῦ 372 μ.Χ. Ὁ Ἐ­φραίμ, ὁ δι­ά­κο­νος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, κα­τέ­στη­σε τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἄ­ξιο νὰ μνη­μο­νεύ­ε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους.

Αὐ­τὸς λοι­πόν, ἀ­φοῦ βά­δι­σε ἐ­πά­ξια τὴν ὁ­δὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος χω­ρὶς νὰ ξε­φύ­γει κα­θό­λου ἀ­πὸ τὴν εὐ­θεί­α ὁ­δό, κα­τα­ξι­ώ­θη­κε νὰ λά­βει τὸ χά­ρι­σμα τῆς φυ­σι­κῆς γνώ­σε­ως, τὴν ὁ­ποί­α δι­α­δέ­χε­ται ἡ θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ ἔ­σχα­τη μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Ἀ­φοῦ ἄ­σκη­σε πάν­το­τε στὸ ἔ­πα­κρο τὴν ἡ­συ­χα­στι­κὴ ζω­ὴ ἐ­ποι­κο­δο­μών­τας συ­νε­χῶς μὲ αὐ­τὴν γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ἐ­κεί­νους ποὺ πή­γαι­ναν σὲ αὐ­τόν, ἀρ­γό­τε­ρα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ Κε­λλί του γιὰ τὸν ἑ­ξῆς λό­γο: ὅ­ταν ἔ­πε­σε με­γά­λη πεί­να στὴν πό­λη τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, νοι­ώ­θον­τας αὐ­τὸς ὁ ζη­λω­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ με­γά­λη συμ­πό­νια γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐ­παρ­χί­ας ποὺ πέ­θα­ναν ἀ­πὸ τὴν πεί­να, πῆ­γε στοὺς πλού­σιους καὶ τοὺς εἶ­πε: «Γιὰ ποι­ὸ λό­γο δὲν ἐ­λε­εῖ­τε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πού ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν θά­να­το, ἀλ­λὰ ἀ­φή­νε­τε τὸν πλοῦ­το σας νὰ σα­πί­ζει πρὸς κα­τα­δί­κη τῶν ψυ­χῶν σας;». Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε, ἀ­φοῦ σκέ­φτη­καν τά­χα σω­στά, εἶ­παν στὸν Ἅγιο: «δὲν μπο­ροῦ­με κα­νέ­ναν νὰ ἐμ­πι­στευ­τοῦ­με γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει τοὺς πει­να­σμέ­νους προ­σφέ­ρον­τας ψω­μί. Για­τί ὅ­λοι ἐκ­με­ταλ­λεύ­ον­ται τὴν εὐ­και­ρί­α». Ἀ­παν­τᾶ ὁ ἐ­νά­ρε­τος αὐ­τός: «Τί γνώ­μη ἔ­χε­τε γιὰ μέ­να, πῶς σᾶς φαί­νο­μαι;». «Σὲ θε­ω­ροῦ­με ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ». «Ἂν μὲ θε­ω­ρεῖ­τε ἔ­τσι, ἐμ­πι­στευ­θεῖ­τε σὲ μέ­να τὴν φρον­τί­δα τῶν πει­να­σμέ­νων». Πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χε τὴν ἐ­κτί­μη­ση ὅ­λων.

7. Ὁ Ἡ­συ­χα­σμός, ἐμ­πνευ­στὴς ἑ­νὸς με­γά­λου Πα­τέ­ρα

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τὸ 357 μ.Χ. τα­ξί­δε­ψε στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α, Συ­ρί­α, Πα­λαι­στί­νη καὶ Αἴ­γυ­πτο μὲ σκο­πὸ νὰ με­λε­τή­σει τὶς δι­ά­φο­ρες μορ­φὲς ἀ­σκή­σε­ως γιὰ νὰ δι­α­λέ­ξει τὴν πιὸ κα­τάλ­λη­λη. Γιὰ τὸν ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸ κα­τέ­λη­ξε στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι, ἂν καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος δὲν θὰ βο­η­θᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ βελ­τι­ω­θοῦν μέ­σα ἀ­πὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ συμ­βου­λές. Ἔ­τσι ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πέ­λε­ξε τὸν Κοι­νο­βια­κὸ μο­να­χι­σμὸ, ἀλ­λὰ δι­έ­κρι­νε ὅ­τι οἱ οἶ­κοι τοῦ Με­γά­λου Πα­χω­μίου ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ με­γά­λοι γιὰ νὰ ἐ­πι­τη­ρη­θοῦν σω­στά. Ἵ­δρυ­σε μί­α κοι­νό­τη­τα με­τρί­ου με­γέ­θους καὶ αὐ­τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σε τὸν κα­νό­να σὲ ὅ­λη τὴ Βυ­ζαν­τι­νὴ πε­ρί­ο­δο. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἂν καὶ θε­ω­ρεῖ­ται κοι­νω­νι­κὸς πα­τήρ, ὅ­μως ἔ­χει βα­θύ­τα­τες ἐμ­πει­ρί­ες τῆς νη­πτι­κῆς καὶ ἡ­συ­χα­στι­κῆς ζω­ῆς. Το­νί­ζει τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς ἡ­συ­χί­ας τοῦ νοῦ γιὰ νὰ προ­σα­να­το­λι­στεῖ πρὸς τὸν Θε­ό. Θε­ω­ρεῖ ὅ­τι οἱ μο­να­χοὶ πρέ­πει νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν ἕ­να πρό­γραμ­μα ἡ­με­ρή­σιας ζω­ῆς κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­μνοῦν συ­νε­χῶς τὸν Θε­ὸ καὶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ δι­ά­φο­ρες ἐρ­γα­σί­ες. Ἔ­τσι συν­δυ­ά­ζε­ται ἡ θε­ω­ρί­α καὶ ἡ πρά­ξη, ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ ὑ­πα­κο­ή.

8. Ψυ­χω­φε­λεῖς δι­η­γή­σεις γιὰ τοὺς ἀ­σκη­τὲς τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων

Τὸ κε­φά­λαι­ο αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἱ­ε­ρὴ θε­ω­ρί­α καὶ στὴν πρα­κτι­κὴ ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται σὲ δι­ά­φο­ρες δι­η­γή­σεις τῶν τρι­ῶν ἔρ­γων ποὺ δη­μο­σι­εύ­τη­καν τὸν 5ο καί 7ο αἰ­ῶ­να. Τὰ ἔρ­γα αὐ­τὰ εἶ­ναι: Ἡ κα­τ᾿ Αἴ­γυ­πτον τῶν μο­να­χῶν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ ἀ­νώ­νυ­μο συγ­γρα­φέ­α. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Παλ­λα­δί­ου καὶ τὸ Λει­μω­ναρίου τοῦ Μό­σχου. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἔ­λα­βε τὸ ὄ­νο­μά της ἀ­πὸ τὸν Λαῦ­σο τὸν θα­λα­μη­πό­λο τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Β΄ ἢ Κου­βι­κου­λά­ριο, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­νε­ται τὸ ἔρ­γο.

Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν μο­να­χῶν τῆς Αἰ­γύ­πτου δί­νε­ται σὲ ἁ­δρὲς γραμ­μὲς μί­α σύν­το­μη πε­ρι­γρα­φὴ 5 ὀ­νο­μα­στῶν μορ­φῶν τοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ὁ Ἀ­πολ­λώς, ὁ Παῦ­λος καὶ κά­ποι­οι ἀ­να­χω­ρη­τὲς τῆς Νι­τρί­ας. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμί­ων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων. Ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται οἱ ἀ­ρε­τὲς τῆς τα­πεί­νω­σης, τῆς ὑ­πα­κο­ῆς καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νῆς ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τοὺς ἀ­σκη­τές.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρὰ δό­θη­κε στοὺς Ἁγί­ους Πα­τέ­ρες Μα­κά­ριο τὸν Αἰ­γύ­πτιο καὶ Μα­κά­ριο ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα ὑ­πάρ­χουν στὸ Λαυ­σα­ϊ­κό. Αὐ­τοὶ οἱ ἀ­σκη­τὲς ξε­χω­ρί­ζουν γιὰ τὰ πολ­λὰ θαύ­μα­τα πά­νω στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὴν κτί­ση, κα­θὼς ζοῦ­σαν μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ή. Ἀ­ξι­ώ­θη­καν τοῦ δι­ο­ρα­τι­κοῦ χα­ρί­σμα­τος καὶ τῆς νί­κης τους κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων.

Δι­α­κρί­θη­καν γιὰ τὴν με­τά­νοι­α, ποὺ εἶ­ναι μί­α οὐ­σι­ώ­δης ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν. Ἦ­ταν πα­ρά­δειγ­μα με­γά­λης ἐγ­κρά­τειας καὶ ὑ­περ­βο­λι­κῆς πε­νί­ας. Οἱ ἀ­σκη­τὲς ἦ­ταν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὰ πά­θη τους καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τὸ λό­γο ζοῦ­σαν στὴν προ­α­δα­μι­κὴ ἐ­πο­χὴ ποὺ ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἄ­γρια θη­ρί­α ἦ­ταν ἤ­ρε­μα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ὑ­πο­τα­γῆς ποὺ εἶ­χαν τὰ θη­ρί­α στοὺς ἀ­σκη­τὲς, εἶ­ναι ἡ πε­ρί­φη­μη ἱ­στο­ρί­α γιὰ τὸν ἀβ­βᾶ Γε­ρά­σι­μο μὲ τὸ λι­ον­τά­ρι.

9. Ἄν­θη τοῦ Κοι­νο­βί­ου καὶ τῆς ἐ­ρή­μου

Σὲ αὐ­τὸ τὸ κε­φά­λαι­ο, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στοὺς ἑ­ξῆς ἐ­ρη­μί­τες: Μα­κά­ριος ὁ Αἰ­γύ­πτιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­ά­κρι­σης καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­στη­κε παι­δα­ρι­ο­γέ­ρων. Σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ με­τα­νοί­ας ἔ­φτα­σε ἕ­νας με­γά­λος ἀ­να­χω­ρη­τὴς τῆς Σκή­της, ὁ Μω­ϋ­σῆς ὁ Αἰ­θί­ο­πας. Στὰ Κελ­λιὰ ἀ­σκή­θη­κε ὁ Εὐά­γριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­κι­νών­τας ὡς ἀ­να­γνώ­στης με­τὰ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­πέ­τει­ες ἔ­δω­σε τὸν ὅρ­κο τοῦ μο­να­χοῦ ἀ­να­χω­ρών­τας γιὰ τὸ ὄ­ρος τῆς Νι­τρί­ας ὅ­που ἔ­λα­βε πολ­λὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε δει­νὸς συγ­γρα­φέ­ας.

Στὸ ὄρος τῆς Νι­τρί­ας ξε­χώ­ρι­ζαν ὁ Ἀμ­μούν καὶ Παμ­βώ. Ὁ Ἀμ­μούν ἔ­ζη­σε ζω­ὴ παρ­θε­νί­ας με­τὰ ἀ­πὸ κοι­νὴ ἀ­πό­φα­ση μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του. Ἔ­πει­τα ἀ­σκή­τε­ψε στὴν Νι­τρί­α ὅ­που ἔ­φτα­σε σὲ ὑ­ψη­λὰ μέ­τρα ἀ­ρε­τῆς.

Ὁ Παμ­βώ εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καὶ τῆς ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­ας.

Ἡ ζω­ὴ στὸ Κοι­νό­βιο ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀρ­χί­ζον­τας τὴν πο­ρεί­α της μὲ τὸν ἱ­δρυ­τὴ της τὸν Πα­χώ­μιο, ἔ­χει νὰ ἐ­πι­δεί­ξει με­γά­λες πνευ­μα­τι­κὲς φυ­σι­ο­γνω­μί­ες. Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἦ­ταν ὁ Ἀ­πολ­λώς, πα­τέ­ρας 500 μο­να­χῶν μο­λο­νό­τι εἶ­χε με­γά­λη τα­πεί­νω­ση. Ἡ δύ­να­μη τοῦ λό­γου του ἔ­κα­νε πολ­λοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες νὰ πι­στέ­ψουν στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Πολ­λὰ Μο­να­στή­ρια ἵ­δρυ­σε ἕ­νας ἄλ­λος Κοι­νο­βιά­της, ὁ Ὤρ. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τος νου­θετοῦσε 1.000 μο­να­χοὺς–ὑ­πο­τα­κτι­κοὺς ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ταν γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους κά­νον­τας πολ­λὰ θαύ­μα­τα καὶ θε­ρα­πεῖ­ες.

Ἐ­πι­πλέ­ον τὸ χά­ρι­σμα τῶν θαυ­μά­των ἔ­λα­βε καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ποὺ ἔ­ζη­σε στὴ μο­νὴ τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δο­σί­ου στὴ Σκό­πε­λο.

Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἄν­δρες ἀ­σκη­τὲς στὸ Κοι­νό­βιο, δι­α­κρί­θη­καν καὶ γυ­ναῖ­κες ἀ­σκή­τρι­ες. Δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα τέ­τοι­ων ἀ­σκη­τρι­ῶν, εἶ­ναι ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα καὶ ἡ μα­θή­τριά της ἡ Τα­ώρ.

Ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα κα­θο­δη­γοῦ­σε πνευ­μα­τι­κὰ 60 μο­να­χές. Μὲ τὴ θεί­α δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη της. Ἔ­φτα­σε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἀ­πά­θειας.

10. Ἀ­σκη­τι­κὲς ἀ­κρό­τη­τες

Εἶ­ναι αὐ­στη­ρὲς μορ­φὲς τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ ποὺ πα­ρα­τη­ρή­θη­καν στὴν Συ­ρί­α λό­γῳ τοῦ κα­τάλ­λη­λου τό­που καὶ κλί­μα­τος. Οἱ μορ­φὲς αὐ­τὲς εἶ­ναι ἔγ­κλει­στοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦ­σαν σὲ θο­λω­τὰ κα­λυ­βά­κια, σπη­λι­ές, τά­φους ἢ σὲ τρύ­πες στὴ γῆ. Σὲ τέ­τοι­ες ἐγ­κλεῖ­στρες ἐρ­γά­ζον­ταν τὰ δι­α­κο­νή­μα­τά τους καὶ προ­σεύ­χον­ταν. Οἱ βο­σκοὶ πε­ρι­φέ­ρον­ταν γυ­μνοὶ στίς ἐ­ρη­μι­ὲς καὶ γιὰ τρο­φὴ τους ἔ­τρω­γαν χόρ­τα.

Στυ­λί­τες ἢ κι­ο­νί­τες.

Ζοῦ­σαν ἐ­πά­νω σὲ στύ­λους, ἐ­νῶ οἱ δεν­δρί­τες ἀ­σκή­τε­ψαν στὰ δέν­τρα.

Σκη­τι­ῶ­τες.

Ἡ σα­λό­τη­τα διὰ Χρι­στὸν, ἦ­ταν καὶ αὐ­τὴ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς αὐ­στη­ροὺς τρό­πους ζω­ῆς τῶν ἀ­σκη­τῶν. Φο­ροῦ­σαν κου­ρε­λι­α­σμέ­να ροῦ­χα, ὑ­πο­κρί­νον­ταν τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους ἢ σα­λοὺς καὶ δὲν ἔ­χα­ναν εὐ­και­ρί­α νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν τοὺς ἄλ­λους.

11. Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὲς σκέ­ψεις

Ἡ μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη πλευ­ρὰ προ­σπά­θεια, πά­λη, ἐ­πι­μο­νή, ἐ­ξά­σκη­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης θέ­λη­σης. Πρέ­πει νὰ κρα­τᾶ­με σὲ ἰ­σορ­ρο­πί­α δύ­ο συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, χω­ρὶς τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με τί­πο­τα, ἀλ­λὰ καὶ χω­ρὶς τὴν ἑ­κού­σια συ­νερ­γα­σί­α μας οὔ­τε ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τί­πο­τα.

Ἡ θέ­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­α­στι­κὸς ὅρος, για­τί δί­χως αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς δὲν κά­νει τί­πο­τα. Ἡ σω­τη­ρί­α μας ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν σύγ­κλι­ση δύ­ο πα­ρα­γόν­των ποὺ εἶ­ναι ἄ­νι­σοι ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α, ἀλ­λὰ καὶ οἱ δύ­ο ἀ­πα­ραί­τη­τοι. Θε­ϊ­κὴ πρω­το­βου­λί­α καὶ ἀν­θρώ­πι­νη ἀν­τα­πό­κρι­ση. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα πιὸ ση­μαν­τι­κὸ, ἀλ­λὰ καὶ ἡ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἀ­πα­ραί­τη­τη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...