Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Ὁ Ἅγιος Boniface (Ἅγιος Γερμανίας)



Ὁ Ἅγιος Boniface (Βονιφάτιος) γεννήθηκε στὴν Ἀγγλία, στὸ Κρέντιτον τοῦ Ντέβονσαϊρ τὸ 672 μ.Χ. καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Βινφρίδος. Σπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ Γραμματικὴ στὴ Βρετανία. Στὰ τριάντα του χρόνια, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου.

Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, πῆγε στὴ Φρισλανδία γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Χριστό, στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλιὰ Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία.

Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλεξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν ἀποβίωση τοῦ Βινβέρτου. Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ πῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια τοῦ πάπα Γρηγορίου Β' (715 - 731), ξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Πέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία κι ἔφτασε στὴ Θουριγγία, ἀπ' ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο βάπτισε πολυάριθμοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς βοήθησε ν' ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες.

Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος της Φρισλανδίας, πῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ ἅγιου Βιλλιβρόρδου (βλέπε 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦρθε πάλι στὰ γερμανικὰ ἐδάφη. Βάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔχτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.

Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ πάπα, πῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ὁ ποντίφικας τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε πιὸ δραστήρια τὴν εὐαγγελική του διακονία.

Τὸ 732 μ.Χ. ὁ νέος πάπας Γρηγόριος Γ' (731 - 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ ἀρχιεπίσκοπο καὶ πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων.

Τὸ 738 μ.Χ. ὁ ἅγιος ξαναπῆγε στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ προβλήματά του τὸν πάπα, ποὺ τὸν ὀνόμασε τότε λεγάτο τῆς ἀποστολικῆς ἕδρας.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν κάλεσε στὴ Βαυαρία γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.

Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸ γιὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλιᾶ τῆς Αὐστρασίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 - 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸν νεότερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλιὰ τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγκίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κούρα τοῦ τέλεσε στὴ Ρώμη ὁ πάπας Ζαχαρίας (741 - 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὅρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὓστερ' ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ πάπα, στὴ μονὴ τοῦ Μοντεκασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιὸ εὐτελῆ διακονήματα. Ἀποβίωσε τὸ 755 μ.Χ. στὴ γαλλικὴ πόλη Βιέν, ὅπου εἶχε σταλεῖ γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του.

Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς (+ 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλιὰς τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη τοῦ ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴ Σουασσὸν ἀπὸ τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο σεβόταν ἀπεριόριστα. Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα γερμανικὰ φύλα, ὁ ἅγιος ἱεράρχης κάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὴν ἱεραποστολή. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.

Ἡ ὁσία Λαϊόβα (βλέπε 28 Ὀκτωβρίου) ἦταν ἀνιψιὰ τοῦ ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦρθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Βίνμπουρν. Μὲ τὴ βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἱερῶν προσωπικοτήτων, ὁ ἅγιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία του. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐπισκοπές, ἵδρυσε καὶ πολλὲς μονές, ὅπως τὰ γνωστὰ ἀβαεῖα τοῦ Ὄρφορντ, τῆς Φούλδης καὶ ἄλλα. Μὲ τὴν ὑποστήριξη ἐπίσης τοῦ βασιλιᾶ Πεπίνου, πρωταγωνίστησε στὴν προσπάθεια ἀνορθώσεως καὶ ἐξυγιάνσεως τῆς Φραγκικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρουσίαζε εἰκόνα ὁλοκληρωτικῆς καταπτώσεως καὶ διαλύσεως.

Σώζονται πολλὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Βονιφατίου μὲ ἀξιόλογο περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ θεία λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σ' ἕνα γράμμα του στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε σκυλιὰ ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ φτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἄλλα χωρὶς ν' ἀνήκουμε στὸν κόσμο».

Τὸ 754 μ.Χ., μὲ ἔγκριση τοῦ πάπα Στεφάνου Β' (752 - 757 μ.Χ.), χειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, πῆρε μαζί του μίαν ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τράβηξε γιὰ τὴν ἀνατολικὴ Φρισλανδία, ὅπου μέσα σ' ἕνα χρόνο μετέστρεψε καὶ βάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἑτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος σὲ νέους χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς ποταμίσκου, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ γυμνὰ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τους ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχὲς - τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά