Τὸ θέμα αὐτὸ ἔκρινα ὅτι ἁρμόζει κατεξοχὴν στὸν τιμώμενο σήμερα Ἱεράρχη, διότι τόσον ἐκεῖνος ὅσον καὶ ἡ ταπεινότης μου προσωπικῶς θεωροῦμε ὅτι τὸ κύριον, τὸ κατεξοχὴν ἔργον τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ προεδρία τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀπὸ αὐτὴν πηγάζει ὅλη ἡ ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι μόνον ἡ ἁγιαστικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ποιμαντικὴ καὶ ἡ λεγομένη διοικητική. Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον δὲν ὑπάρχει, ἀλλ' οὔτε καὶ Ἐπίσκοπος χωρὶς Εὐχαριστίαν. Τὰ δυὸ αὐτὰ εἶναι ἀλληλένδετα καὶ συνιστοῦν τὸν ἄξονα αὐτοῦ τούτου τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας : "ὅπου ἂν φανεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καὶ τὸ πλῆθος- δηλαδὴ ὁ λαὸς - ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἂν εἴη Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία" γράφει ὁ Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἤδη στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει ὅτι "αὕτη βεβαία Εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὔσα".
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διαμέσου τῶν αἰώνων παρέμεινε πιστὴ στὴν ἀρχὴ αὐτὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποστῆ ἀπὸ αὐτὴν ἂν θέλει νὰ παραμείνει ὀρθόδοξος. Καταστρατηγήσεις τῆς ἀρχῆς αὐτῆς ἀπὸ ὅσους τελοῦν τὴ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου ἤ, τὸ φοβερότερο, χωρὶς τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως συμβαίνει μὲ μερικοὺς λεγομένους ζηλωτάς εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ καμία δικαιολογία δὲν ἐπιτρέπεται, ἐφόσον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος δὲν ἐπάφθη ἤ ἀντικατεστάθη ἀπὸ ἄλλον, πάντοτε καὶ μόνον ὑπὸ Ἐπισκοπικῆς Συνόδου, γι' αὐτὸ καὶ κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἐκτροπὴ σοβαροτάτη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μεγίστη αἵρεση ἐν τῇ πράξει ἔστω καὶ ἂν τὴν καλύπτει ὁ μανδύας τοῦ ζήλου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἐπίσκοπος, λοιπόν, ἔχει ὡς κύριον ἔργον του καὶ πρωταρχικὸν τὸ νὰ ἡγεῖται τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα του εἶναι δευτερεύοντα, γιατί ὅλα τὰ ἄλλα νοηματίζονται ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἐτελοῦντο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ὅπως ἔδειξε μὲ μία μελέτη του ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπὴς λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα, ὁ Γάμος κ.λ.π. ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Θείας Λειτουργίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέκτησε τὴν ἐξουσία νὰ παρέχει τὴν ἄδεια γιὰ τὴν τέλεση ὄχι μόνο τῆς Θείας Λειτουργίας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Μυστηρίων. Τὴν ἐξουσία αὐτὴ τὴν ἄντλησε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὸς προΐστατο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ κατὰ συνέπειαν καὶ ὅλα ὅσα ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Εὐχαριστίας ἐτελοῦντο μὲ τὴν εὐλογίαν του.
Ὁ Ἐπίσκοπος συνεπῶς ὅταν διοικεῖ δὲν ἀσκεῖ διοίκησιν, ὅπως λέμε, ἀλλὰ προεκτείνει σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς ὁποίας προΐσταται. Χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία δὲν ὑπάρχει ἁγιασμὸς καὶ εὐλογία στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἅγιος χωρὶς τὴ συμμετοχή του στὸν Ἕνα Ἅγιον, Ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος προσφέρει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του λύτρον ἀντὶ πολλῶν εἰς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἀκριβῶς διότι μόνον στὴ Θεία Εὐχαριστία ὑπάρχει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη ἡ χάρις καὶ ὁ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας πηγάζουν ἀπὸ ἐκεῖ. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον εἶναι ἀδιανόητη, οὔτε χάρις καὶ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας εἶναι δυνατὴ χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὅλα στὴν Ἐκκλησία γίνονται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου. Εἶναι ἡ θέση του στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τίποτε ἄλλο. Ὁ Ἐπίσκοπος στὴν οὐσία δὲν εἶναι διοικητής, εἶναι λειτουργός. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουν πρῶτα οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κατόπιν ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς γιὰ νὰ μὴν παρεισφρύουν στὴν Ἐκκλησία ἀντιλήψεις κοσμικὲς περὶ διοικήσεως, ἐξουσίας καὶ τὰ τοιαῦτα.
Ἀλλὰ τί σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι πρώτιστα πάντων καὶ κατεξοχὴν λειτουργὸς καὶ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας; Ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο θεολογικὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καὶ πῶς ἐκδηλώνεται στὴν πράξη;
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, στὸν ὁποῖον ἀναφερθήκαμε ἤδη, βλέπει τὸν Ἐπίσκοπο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία ὡς καθήμενον εἰς τόπον ἤ τύπον Θεοῦ περιστοιχούμενον ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν εἰς τύπον τῶν Ἀποστόλων. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἐπεκράτησε σὲ ὅλη τη διαδρομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διαμέσου τῶν αἰώνων καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴ δομὴ τῶν ἱερῶν ναῶν καθὼς καὶ τὴ δομὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀξίζει νὰ τὰ δοῦμε αὐτὰ ἀπὸ πιὸ κοντά.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὴ Θεία Λειτουργία βιώνουμε καὶ προγευόμεθα τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία θὰ ζεῖ ὁ κόσμος ὅταν ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πιστοὶ προσδοκοῦμε καὶ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ὁποίας προσευχόμεθα κάθε φορὰ ποὺ λέμε στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ "ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου". Τὰ χαρακτηριστικά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ περιλαμβάνουν ὅλα ὅσα παρατηροῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ
α) τὴ σύναξη τοῦ διεσκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ. Στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κ.ἄ., ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶχε ἕνα μόνο ὄνομα: Σύναξις. Καὶ τοῦτο διότι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ διηρημένος καὶ κατατεμαχισμένος κόσμος μας, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ διαίρεση καὶ κατατεμαχισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας θὰ παραχωρήσουν τὴ θέση του στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι συνώνυμα μὲ τὴν αἰώνια, τὴν ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ βαθύτερος θεολογικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση περισσοτέρων τῆς μιᾶς Θείων Λειτουργιῶν στὴν ἴδια ἐνορία. Ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεία Εὐχαριστία συνάγει ὅλον τὸν λαὸν ἐντὸς ἑνὸς τόπου ἐπὶ τῷ αὐτῷ.
β) Ἡ σύναξη τοῦ διασκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχει ἕνα συγκεκριμένο κέντρο καὶ μία συγκεκριμένη κεφαλή, τὸν Βασιλέα Ἰησοῦ Χριστόν, ὁ ὁποῖος καθήμενος ἐπὶ θρόνου εἰς τύπον καὶ τόπον Θεοῦ θὰ συναγάγει τὰ διασκορπισμένα εἰς ἕν καὶ θὰ θρέψει τὸν κόσμον μὲ τὴν αἰώνια ζωὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Σῶμα Του.
Αὐτὸν τὸν Βασιλέα Χριστόν, ὅπως θὰ ἔλθει στὴ Βασιλεία Του, εἰκονίζει στὴν Ἐκκλησία ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος. Γι' αὐτὸ καὶ κάθεται ἐπὶ θρόνου, ὄχι βέβαια αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα Δεσποτικὸ Θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ λέγεται Σύνθρονο, κάτι ποὺ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ στοὺς ναοὺς καὶ ποὺ ἔχει ἀτυχῶς σήμερα ἀτονήσει. Ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου στὸ Σύνθρονο εἶναι εἰκόνα τῆς ἐγκαθιδρύσεως τοῦ Χριστοῦ στὴ Βασιλεία Του, μὲ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους νὰ τὸν περιστοιχοῦν καθήμενοι καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴ φράση τοῦ Κυρίου "ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ", κάτι ποὺ εἰκονίζεται ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.
Δὲν εἶναι συνεπῶς χωρὶς σημασία τὸ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ λειτουργοὶ στὴ Θεία Εὐχαριστία φέρουν λαμπρὲς στολές. Κακῶς σκανδαλίζονται πολλοὶ σήμερα ἀπὸ τὴ λαμπρότητα τῶν ἀμφίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ θέλουν δῆθεν νὰ τὰ ἁπλοποιήσουν. Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἶναι λουσμένα στὸ φῶς καὶ τὴ λαμπρότητα γιατί μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία μας θέλησε νὰ δείξει ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία ζοῦμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἤμαστε παιδιὰ στὰ χρόνιά μου, θυμοῦμαι ὅτι ἦταν ἀδιανόητο νὰ πᾶμε στὴ Λειτουργία ἂν δὲ φορούσαμε τὰ καλύτερά μας ροῦχα. Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πιὸ αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ στέρηση, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἁπλότητα τοῦ βίου βιώνονται στὸ ἔπακρον δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι βρίσκονται τὰ πολυτελέστερα ἄμφια τῶν λειτουργῶν. Ἡ ταπείνωση καὶ ἁπλότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου τῶν μοναχῶν δὲν μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ καὶ ἐπεκταθεῖ στὴ Θεία Εὐχαριστία. Γιατί στὴ Θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ δοξασμό του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας σὲ ἡμέρες νηστείας, μὲ δυὸ μόνον ἐξαιρέσεις ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸν κανόνα. Εὐχαριστία καὶ νηστεία εἶναι ἀσυμβίβαστα, ἀκριβῶς διότι ἡ Εὐχαριστία εἶναι χαρὰ καὶ πανηγύρι, "κλάσις τοῦ Ἄρτου ἐν ἀγαλλιάσει" κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς.
Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ στὸν ναὸ εἶναι λαμπρά. Οἱ εἰκόνες ἔχουν φόντο χρυσό, οἱ πολυέλαιοι εἶναι ἀναμμένοι, τὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ φυσικὰ ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος, ὡς εἰκὼν τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, τί φυσικότερον ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει λαμπρὰ στολὴ καὶ ἀμφίεση.
Ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Καὶ τοῦτο διότι χάσαμε πλέον τὴ γλῶσσα τῆς εἰκόνας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκὼν Χριστοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀδιανόητη χωρὶς τὴν ἔννοια τοῦ εἰκονισμοῦ.
Τί εἶναι εἰκόνα καὶ πῶς ἐφαρμόζεται στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ εἰκονισμὸς εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα διάχυτος στὸν Ὀρθόδοξο ναὸ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας. Ἔτσι στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία ὁ τροῦλος εἶναι ὁ χῶρος ὅπου παριστάνεται ἡ Οὐράνια Ἐκκλησία ἐνῶ ἡ ἀμέσως ἀπὸ κάτω ζώνη διακόσμησης εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἐξεικόνιση τῆς ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χορὸς ἀπὸ Ἁγίους, ὅπως καὶ ἡ ἡμερολογιακὴ σειρὰ τῆς μνήμης τους εἶναι κατανεμημένος σ' ὁλόκληρο τὸ ναό. Οἱ πατριάρχες, οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱερεῖς ἔχουν θέση στὴν κύρια ἁψίδα, στὸ ἱερὸ βῆμα καὶ στοὺς παραπλεύρους χώρους, ἤ στοὺς ἀμέσως κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλο εὐρισκομένους θόλους. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες σὲ ὁμαδικὴ διάταξη σκεπάζουν τὰ κύρια τόξα τοῦ τρούλου, τοὺς τοίχους, τὶς κολῶνες καὶ τοὺς ὑπόλοιπους θολωτοὺς χώρους τοῦ ναοῦ, ἐνῶ οἱ ἀσκητές, οἱ ἁπλοὶ μοναχοὶ καὶ οἱ τοπικοὶ Ἅγιοι καταλαμβάνουν τελικὰ τὸ δυτικὸ τμῆμα τοῦ ναοῦ δίπλα στὴν εἴσοδο. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ἕνα πράγμα : ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ αἰσθάνονται ὅτι βρίσκονται στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, στὴν ὁποία βασιλεύει ὁ Χριστός, ὅπως θὰ συμβεῖ ἀκριβῶς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ ὁ εἰκονισμὸς δὲν περιορίζεται στὸν ναὸ καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ τὸν διακοσμοῦν. Ἐπεκτείνεται καὶ στὰ τελούμενα ἐν τῷ ναῷ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ τελοῦν, δηλαδὴ στοὺς λειτουργούς. Ἔτσι, ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ ἀπηχώντας τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, ὁ Ἅγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸν 8ο αἰώνα, στὸ ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στὴ Θεία Λειτουργία γράφει γιὰ τὸ Σύνθρονο τοῦ Ἐπισκόπου ὅτι εἶναι "τόπος καὶ θρόνος ἐν ὅπερ ὁ Παμβασιλεύς Χριστὸς προκάθηται μετὰ τῶν αὐτοῦ Ἀποστόλων". Ὑποδεικνύει δὲ καὶ τὴν Δευτέραν Αὐτοῦ Παρουσίαν "καθ' ἥν ἐλθών ἐν δόξῃ" - σημειῶστε τὸ στοιχεῖο τῆς δόξας καὶ λαμπρότητος - "ἀποδοὺς ἐκάστω κατὰ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ πάντα κόσμον κρινεῖ".
Ὅλα λοιπὸν καὶ ὅλοι μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκονίζουν κάτι. Ὁ λαὸς τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ὁ Ἐπίσκοπος τὸν Χριστὸ Βασιλέα, οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀποστόλους, οἱ διάκονοι τοὺς Ἀγγέλους, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα "τὰ εἰς δικανονίαν ἀποστελλόμενα" κατὰ τὴν ἔκφραση τῆς Γραφῆς. Ἡ ἀναπαράσταση τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο ὡς Χριστὸ Βασιλέα, τοὺς διακόνους ὡς Ἀγγέλους κλπ. εἶναι ἐμφανὴς στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία τῶν ναῶν. Ὅποιος ἀρνεῖται τὸν εἰκονισμὸ στὴν Ἐκκλησία, ἀρνεῖται ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Σωτηρίας, ἰσχυρίζεται ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ εἰκόνα μέσα στὴ θεολογία τῆς Λειτουργίας καὶ γιατί εἶναι ἀπαραίτητη; Τί σημαίνει ὡς πρὸς τὸ θέμα μας ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ καὶ γιατί δὲν μποροῦμε νὰ παρακάμψουμε τὴν εἰκόνα καὶ νὰ φθάσουμε ἀπευθείας στὸ πρωτότυπο; Γιατί μὲ ἄλλα λόγια δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸ Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα του, ὁ Ἐπίσκοπος; Μάλιστα, πολλοὶ θὰ προτιμοῦσαν νὰ μὴν παρεμβάλλεται τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε μᾶς ἐμποδίζει νὰ προσευχηθοῦμε νοερὰ καὶ πνευματικά, ὅπως λέμε, ὄχι σπάνια ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς λαμπρᾶς ἀμφίεσης.
Τέτοιες σκέψεις ὁδήγησαν τὸν προτεσταντισμὸ στὴν ἀπόρριψη τοῦ εἰκονισμοῦ, τόσο στὴ διακόσμηση τοῦ ναοῦ ὅσο καὶ στὴν ἀντίληψη περὶ λειτουργῶν καὶ ἱεροσύνης. Τὸ ἴδιο ἔκανε περίπου καὶ ἡ δευτέρα Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ λόγω του ὅτι στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας εἶχε πρὸ πολλοῦ μετατραπεῖ σὲ ἁπλὴ διακοσμητικὴ τέχνη χωρὶς ἐσχατολογικὸ καὶ ὀντολογικὸ περιεχόμενο.
Μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων ἐπεκράτησε στὸν καιρό μας σύγχυση καὶ ἀντιφατικότητα σὲ βαθμὸ ἄκρως ἐπικίνδυνο. Ἔτσι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ πιστοί μας δέχονται τὸν εἰκονισμὸ ὡς πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες τὶς ὁποῖες προσκυνοῦν μὲ εὐλάβεια ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος διστάζουν νὰ προσεγγίσουν μὲ τὸν ἴδιο λατρευτικὸ ρεαλισμό, μὲ τὴν ἴδια εὐλάβεια, τοὺς λειτουργοὺς καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Ὑπάρχουν, βέβαια, ἀκόμη πολλοὶ ποὺ βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ὁ ἀριθμὸς τους μειώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο καὶ χάνεται ἡ εἰκονολογικὴ ἀντίληψη τῶν δρωμένων τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τὸν προεστώτα τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπο ὡς εἰκόνα Χριστοῦ;
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει νὰ ἐκλείπει ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι διττός. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀγνοοῦμε τὸ τί σημαίνει "εἰκόνα", "εἰκονισμός" καὶ "εἰκονίζω" στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος δὲν φαίνεται νὰ κατανοοῦμε πιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ εἰκονισμοῦ στὴ λατρεία.
Ἂς ἀναλύσουμε σύντομα αὐτὰ τὰ δυὸ στοιχεῖα. Εἰκόνα εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἐπιγραμματικά, ἡ προσωπικὴ ἡ ὑποστατικὴ παρουσία χωρὶς τὴν παρουσία τῆς οὐσίας ἡ φύσεως. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι σαφὴς : «Οὐχ ἄλλο τι ἐστὶν ἡ τοῦ Χριστοῦ εἰκών, ἤ Χριστός, παρὰ τὸ τῆς οὐσίας, δηλαδή, διάφορον.» Γι' αὐτὸ καὶ δὲν διστάζει νὰ γράψει : «καὶ Χριστὸν τὴν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα λέγομεν».
Μὲ ἄλλα λόγια στὴν εἰκόνα ὑπάρχει προσωπικὰ τὸ πρωτότυπο γι' αὐτὸ καὶ ἡ προσκύνησίς της "ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει" κατὰ τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Μ. Βασιλείου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς θεολογία τοῦ προσώπου δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔννοια τῆς εἰκόνας.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τείνει πρὸς τὴν ἀτομοκρατία καὶ δυσκολεύεται νὰ κατανοήσει τὴν εἰκόνα. Ἔτσι βλέπει τὸν ἄλλον ὡς ἄτομο, παρασύρεται ἀπὸ τὶς φυσικές του ἰδιότητες καὶ ἀδυνατεῖ νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀπὸ αὐτὲς σὲ κάτι ποὺ παραπέμπει προσωπικὰ ἡ εἰκόνα.
Γιὰ νὰ περιορίσουμε τὸ πρόβλημα στὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μας, τὸ νὰ λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ ξενίζει τὸν ἄνθρωπο σήμερα, ὁ ὁποῖος συνηθίζει νὰ βλέπει ὅλα καὶ τὸν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο ὡς ἄτομο, οἱ φυσικὲς ἰδιότητες τοῦ ὁποίου, τὸ σῶμα, ἡ μορφή, τὰ χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητός του, θετικὰ ἤ ἀρνητικά, ἐγκλωβίζουν τὴ σκέψη του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀναχθεῖ πρὸς κάτι πέρα ἀπὸ τὸ ὁρώμενο ἄτομο.
Γιατί ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίνουν στὴν εἰκόνα τὸ προβάδισμα ἔναντι τοῦ λόγου γιὰ δυὸ κυρίως λόγους. Ὁ ἕνας εἶναι ὅτι, ὁ λόγος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ παρανοήσεις ἐνῶ ἡ εἰκόνα δυσκολότερα. Ὁ ἄλλος, ὁ καὶ κυριότερος κατ' αὐτούς, εἶναι διότι ἡ εἰκόνα προσεγγίζει περισσότερο πρὸς τὸ ἐσχατολογικὸ ὅραμα. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ θέα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς θέας. "Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μὴ ἴδει ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσία τὴν Τούτου μορφήν".
Ἂν δὲν ἔχουμε ἔννοια εἰκόνας τότε δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πῶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς προσεγγίσει διαμέσου τῆς ἱστορίας, παραμένουμε ἐγκλωβισμένοι στὴν ἱστορία, σ' αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι γιὰ μᾶς ὁ κύριος τάδε μὲ τὶς ἰδιότητες τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεώς του, καλὲς ἤ κακές, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀναχθοῦμε διαμέσου του πρὸς τὴν Βασιλεία. Ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ παρακάμπτει ἔτσι τὸν ἄνθρωπο καὶ πραγματοποιεῖται μέσω τῆς φαντασίας. Ὁ πιστὸς ποὺ πηγαίνει στὴν Θείαν Εὐχαριστία καὶ κλείνει τὰ μάτια του ἤ διαβάζει τὸ βιβλίο τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπικοινωνεῖ - μᾶλλον νομίζει πὼς ἐπικοινωνεῖ - νοερὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ θεωρεῖ τοὺς ἀνθρώπους δίπλα του ἐμπόδιο στὴν ἐπικοινωνία του αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ καθίσει στὸ σπίτι του καὶ νὰ προσευχηθεῖ νοερὰ - τώρα μάλιστα ἔχει στὴ διάθεσή του καὶ τὴ ραδιοφωνικὴ ἤ τηλεοπτικὴ μετάδοση τῆς Θείας Λειτουργίας - χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ διπλανό του ἤ νὰ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὸ λειτουργό.
Ἡ εἰκόνα μᾶς προσφέρει παραδόξως τόσο μία καταξίωση τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πλησίον μας, ὅσο καὶ μία ὑπέρβαση καὶ ἀναφορά τους στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεώρηση τοῦ Ἐπισκόπου ὡς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ἔχει σπουδαῖες συνέπειες στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀμφίεση γιὰ τὴν ὁποίαν ἤδη ἔγινε λόγος ὑπάρχουν μέσα στὸ τυπικό τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ εἰκονίζουν τὴν ἔλευση καὶ ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ διαμέσου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Θὰ περιορισθῶ σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτά.
α) Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἐπισκόπου. Στὶς ἀρχαῖες λειτουργίες ἡ εἴσοδος αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὴ λεγομένη Μικρὰ Εἴσοδο. Πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εὐρίσκετο στὸν ναό. Ἐνεδύετο τὰ ἄμφιά του στὸ σκευοφυλάκιο καὶ εἰσήρχετο στὸν ναὸ ὅπου τὸν ἀνέμενεν ὁ λαὸς γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ ὡς τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ψαλμωδία "δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ" συνοδευόμενη προφανῶς ἀπὸ μία προσκύνηση τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν εἰκονίζοντα τὸν Χριστὸν Ἀρχιερέα. Σήμερα ἡ συνήθεια τῶν Ἐπισκόπων, μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη - εὐτυχῶς - νὰ ἐνδύονται τὰ ἄμφιά των ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ γελοιοποιεῖ, ἂν δὲν ἐξαφανίζει, τὴν ἔννοια τῆς εἰσόδου ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος ξαναμπαίνει ἐκεῖ ποὺ ἤδη εἶχε εἰσέλθει. Τοῦτο συντελεῖ στὴν ἀπώλεια τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐρχομένου στὸν κόσμο, ὅπως τὴν ἔβλεπεν ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κ.ἄ.
β) Ἡ ἐγκατάστασις τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τὸ Σύνθρονον, βασικὴ ὅπως εἴδαμε εἰκόνα τοῦ ἐσχατολογικοῦ Χριστοῦ στὴν ὁποία τόσο πολὺ ἐπέμειναν οἱ Πατέρες ποὺ ἑρμήνευσαν τὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ αὐτὸ τείνει νὰ ἀτονήσει. Σημειωτέον ὅτι μόνον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος κάθεται εἰς τὸ Σύνθρονόν του διότι μόνον αὐτὸς εἶναι κεφαλὴ τῆς συγκεκριμένης τοπικῆς Ἐκκλησίας.
γ) Τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου μόνον εὐθὺς μετὰ τὰ ἀναγνώσματα, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, "μετὰ ταῦτα ὅλα πλέον συντελοῦνται στὰ ἔσχατα", στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου τὸ κήρυγμα εἶναι ἀδιανόητο. Καὶ αὐτὸ δυστυχῶς πολὺ συχνὰ πλέον καταστρατηγεῖται καὶ ἔτσι ἀνατρέπεται ἡ ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας.
δ) Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ, διότι μόνον αὐτὸς δὲν λαμβάνει μέρος στὴν ἱερὰν πομπὴ τῶν Τιμίων Δώρων καὶ ἀναμένει πρὸ τῆς Ἁγίας Πύλης γιὰ νὰ τὰ παραλάβει. Εἶναι ἄκρως σημαντικὴ αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια ὅταν μάλιστα ληφθεῖ ὑπόψιν ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ἐπλησίαζε καθόλου στὴν Πρόθεση καὶ δὲν μετεῖχε στὴν Προσκομιδή, ὅπως συμβαίνει σήμερα. Ὡς εἰκὼν Χριστοῦ παραλαμβάνει τὰ δῶρα διὰ νὰ τὰ ἀναφέρει εἰς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ ἁγιάσει. Πρόκειται γιὰ μία κατεξοχὴν χριστολογικὴ πράξη.
ε) Ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τὸ "Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ" καὶ τελειώνει μὲ τὰ Δίπτυχα λέγεται ὅλη ἀπὸ τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπο διότι εἶναι ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο ὅλον. Τὰ Δίπτυχα, ποὺ ἀποτελοῦσαν ἄλλοτε οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι διπλὰ : τῶν κεκοιμημένων καὶ τῶν ζώντων • καὶ τῶν μὲν κεκοιμημένων ἔχουν ἐπικεφαλῆς τὴν Παναγίαν, "ἐξαιρέτως", τῶν δὲ ζώντων τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπον, "ἐν πρώτοις". Τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι χωρὶς τὸ μνημόσυνον τοῦ Ἐπισκόπου ἡ Εὐχαριστία εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτος. Πρόκειται γιὰ τὸ πλέον καίριο στοιχεῖο, ποὺ ἀναδεικνύει τὴν Θεία Εὐχαριστία ἐπισκοποκεντρικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ ζῶντες ἀναγνωρίζουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὡς κεφαλὴ τοὺς ἐν πρώτοις τὸν Ἐπίσκοπο. Γι' αὐτὸ καὶ ἐνέχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ ὀρθὴ μνημόνευση τὴ στιγμὴ ἐκείνη τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου ἤ ἐκείνου "ὧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψει" κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου.
Ὅταν τῆς Θείας Λειτουργίας προΐσταται Ἀρχιερεὺς ἀναγινώσκονται τὰ Δίπτυχα μὲ τὰ ὀνόματα τῶν κεφαλῶν ὅλων τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν μετὰ τῶν ὁποίων εὑρίσκεται σὲ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τοῦτο εἶναι σημαντικό, καὶ κακῶς κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη ἔχει πλέον περιορισθεῖ μόνον κατὰ τὶς μεγάλες πανηγύρεις. Διότι τὸ νόημά του δὲν εἶναι τελετουργικὸ ἀλλὰ βαθύτατα ἐκκλησιολογικό. Μὲ αὐτὸ δηλώνεται ὅτι κάθε Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὔσα, δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἔγκυρη ἂν δὲν ἀποτελεῖ κοινωνίαν μὲ τὴν Εὐχαριστίαν ὅλων τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς προεστώς τῆς τοπικῆς Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ κρίκον ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς μὲ ὅλες τὶς ἀνὰ τὸν κόσμον Ἐκκλησίες. Ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι μόνον τὸ κέντρο ἑνότητος τῆς δικῆς του τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ ὁ κρίκος ποὺ συνδέει μεταξὺ τους ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες σὲ μία ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησία. Γιὰ τὸ λόγο ἄλλωστε αὐτὸ καὶ ὑπάρχει τὸ συνοδικὸ σύστημα στὴν Ἐκκλησία, στὸ ὁποῖο μετέχουν μόνον Ἐπίσκοποι. Πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα ἑνότητος ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν διαμέσου τῶν προεστώτων τῆς Θείας Εὐχαριστίας κάθε Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐμμέσως, κάθε Σύνοδος ἀποτελεῖ εὐχαριστιακὸ γεγονός, ἔκφραση τῆς μιᾶς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Θείας Εὐχαριστίας.
Στὸ σημεῖο αὐτό, τῆς ἐκφωνήσεως δηλαδὴ τῶν Διπτύχων πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ σημεῖο οὐσιαστικό τῆς Εὐχαριστίας, διότι ἔχει σχέση μὲ τὴν Εὐχαριστία ὡς ἀνάμνηση, ὡς μνημόσυνο ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του. Τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς φρικτῆς Ἀναφορᾶς ὁ λειτουργὸς μνημονεύει ὅλων ἐκείνων, νεκρῶν καὶ ζώντων, τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ θυμηθεῖ ὁ Θεὸς στὴ Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ἤ ἐκείνων τῶν προσώπων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὀρθῶς ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Πατρῶν, ὁ τιμώμενος ἀπόψε, εἰσηγεῖται νὰ ἀπαλειφθεῖ ἀπὸ τὰ Δίπτυχα ἡ φράση "πολλὰ τὰ ἔτη" ἡ ὁποία παρεισέφρησε προφανῶς ἐξ' ἐπιδράσεως τῶν ἀρχιερατικῶν φημῶν. Πρόκειται γιὰ σημαντικὴ πρόταση, ἡ ὁποία ἐλπίζω νὰ ληφθεῖ ὑπόψιν ἀπὸ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλες πτυχὲς τῆς Θείας Λειτουργίας, οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν τὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου στὴ Θεία Εὐχαριστία. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει κανεὶς πολλὲς λειτουργικὲς λεπτομέρειες, σημαντικὲς ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱερεὺς ὅταν πρόκειται νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία λαμβάνει καιρὸν ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ εἰκονοστασίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι κενὸς - ἔτσι τουλάχιστον ἔκαναν οἱ παλαιοὶ ἱερεῖς - καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία παρὰ ἐπάνω σὲ Ἀντιμήνσιο ὑπογεγραμμένο ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅλα αὐτὰ μαζὶ μὲ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς μαρτυροῦν ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν λειτουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρον τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Σεβασμιώτατοι καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ὁ αἰὼν ὁ ὁποῖος δύει ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς αἰώνας τῆς ἐκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλὲς μελέτες ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐποχή μας. Ἀλλά, ἡ ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση, ἀκόμη καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔχει πολλὴν ἀνάγκη καλλιεργείας. Στὴν ὁμιλία μου αὐτὴ θέλησα νὰ ὑπογραμμίσω ἰδιαιτέρως τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστία. Συνηθίζομε νὰ θεωροῦμε τὸ τυπικὸ ὡς κάτι δευτερεῦον, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία μας τὴν Ὀρθόδοξο δὲν ὑπάρχουν τύποι καὶ τυπικὸν χωρὶς βαθὺ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο.
Τὸ λειτουργικό μας τυπικὸ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεολογικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι νεκρὸν γράμμα, οὔτε τυπολατρία. Ὁ σεβασμὸς του ἀποτελεῖ καθῆκον ἰσάξιο πρὸς τὸ σεβασμὸ ποὺ ὀφείλουμε πρὸς τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.
(ἐπί τῆ ἑξηκονταετηρίδι
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Νικοδήμου
Διακίδειος Σχολή Λαοῦ
15 Ιανουαρίου 1999)
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διαμέσου τῶν αἰώνων παρέμεινε πιστὴ στὴν ἀρχὴ αὐτὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποστῆ ἀπὸ αὐτὴν ἂν θέλει νὰ παραμείνει ὀρθόδοξος. Καταστρατηγήσεις τῆς ἀρχῆς αὐτῆς ἀπὸ ὅσους τελοῦν τὴ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου ἤ, τὸ φοβερότερο, χωρὶς τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως συμβαίνει μὲ μερικοὺς λεγομένους ζηλωτάς εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ καμία δικαιολογία δὲν ἐπιτρέπεται, ἐφόσον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος δὲν ἐπάφθη ἤ ἀντικατεστάθη ἀπὸ ἄλλον, πάντοτε καὶ μόνον ὑπὸ Ἐπισκοπικῆς Συνόδου, γι' αὐτὸ καὶ κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἐκτροπὴ σοβαροτάτη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μεγίστη αἵρεση ἐν τῇ πράξει ἔστω καὶ ἂν τὴν καλύπτει ὁ μανδύας τοῦ ζήλου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἐπίσκοπος, λοιπόν, ἔχει ὡς κύριον ἔργον του καὶ πρωταρχικὸν τὸ νὰ ἡγεῖται τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα του εἶναι δευτερεύοντα, γιατί ὅλα τὰ ἄλλα νοηματίζονται ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἐτελοῦντο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ὅπως ἔδειξε μὲ μία μελέτη του ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπὴς λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα, ὁ Γάμος κ.λ.π. ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Θείας Λειτουργίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέκτησε τὴν ἐξουσία νὰ παρέχει τὴν ἄδεια γιὰ τὴν τέλεση ὄχι μόνο τῆς Θείας Λειτουργίας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Μυστηρίων. Τὴν ἐξουσία αὐτὴ τὴν ἄντλησε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὸς προΐστατο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ κατὰ συνέπειαν καὶ ὅλα ὅσα ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Εὐχαριστίας ἐτελοῦντο μὲ τὴν εὐλογίαν του.
Ὁ Ἐπίσκοπος συνεπῶς ὅταν διοικεῖ δὲν ἀσκεῖ διοίκησιν, ὅπως λέμε, ἀλλὰ προεκτείνει σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς ὁποίας προΐσταται. Χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία δὲν ὑπάρχει ἁγιασμὸς καὶ εὐλογία στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἅγιος χωρὶς τὴ συμμετοχή του στὸν Ἕνα Ἅγιον, Ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος προσφέρει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του λύτρον ἀντὶ πολλῶν εἰς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἀκριβῶς διότι μόνον στὴ Θεία Εὐχαριστία ὑπάρχει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη ἡ χάρις καὶ ὁ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας πηγάζουν ἀπὸ ἐκεῖ. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον εἶναι ἀδιανόητη, οὔτε χάρις καὶ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας εἶναι δυνατὴ χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὅλα στὴν Ἐκκλησία γίνονται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου. Εἶναι ἡ θέση του στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τίποτε ἄλλο. Ὁ Ἐπίσκοπος στὴν οὐσία δὲν εἶναι διοικητής, εἶναι λειτουργός. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουν πρῶτα οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κατόπιν ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς γιὰ νὰ μὴν παρεισφρύουν στὴν Ἐκκλησία ἀντιλήψεις κοσμικὲς περὶ διοικήσεως, ἐξουσίας καὶ τὰ τοιαῦτα.
Ἀλλὰ τί σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι πρώτιστα πάντων καὶ κατεξοχὴν λειτουργὸς καὶ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας; Ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο θεολογικὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καὶ πῶς ἐκδηλώνεται στὴν πράξη;
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, στὸν ὁποῖον ἀναφερθήκαμε ἤδη, βλέπει τὸν Ἐπίσκοπο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία ὡς καθήμενον εἰς τόπον ἤ τύπον Θεοῦ περιστοιχούμενον ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν εἰς τύπον τῶν Ἀποστόλων. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἐπεκράτησε σὲ ὅλη τη διαδρομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διαμέσου τῶν αἰώνων καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴ δομὴ τῶν ἱερῶν ναῶν καθὼς καὶ τὴ δομὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀξίζει νὰ τὰ δοῦμε αὐτὰ ἀπὸ πιὸ κοντά.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὴ Θεία Λειτουργία βιώνουμε καὶ προγευόμεθα τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία θὰ ζεῖ ὁ κόσμος ὅταν ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πιστοὶ προσδοκοῦμε καὶ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ὁποίας προσευχόμεθα κάθε φορὰ ποὺ λέμε στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ "ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου". Τὰ χαρακτηριστικά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ περιλαμβάνουν ὅλα ὅσα παρατηροῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ
α) τὴ σύναξη τοῦ διεσκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ. Στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κ.ἄ., ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶχε ἕνα μόνο ὄνομα: Σύναξις. Καὶ τοῦτο διότι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ διηρημένος καὶ κατατεμαχισμένος κόσμος μας, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ διαίρεση καὶ κατατεμαχισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας θὰ παραχωρήσουν τὴ θέση του στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι συνώνυμα μὲ τὴν αἰώνια, τὴν ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ βαθύτερος θεολογικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση περισσοτέρων τῆς μιᾶς Θείων Λειτουργιῶν στὴν ἴδια ἐνορία. Ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεία Εὐχαριστία συνάγει ὅλον τὸν λαὸν ἐντὸς ἑνὸς τόπου ἐπὶ τῷ αὐτῷ.
β) Ἡ σύναξη τοῦ διασκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχει ἕνα συγκεκριμένο κέντρο καὶ μία συγκεκριμένη κεφαλή, τὸν Βασιλέα Ἰησοῦ Χριστόν, ὁ ὁποῖος καθήμενος ἐπὶ θρόνου εἰς τύπον καὶ τόπον Θεοῦ θὰ συναγάγει τὰ διασκορπισμένα εἰς ἕν καὶ θὰ θρέψει τὸν κόσμον μὲ τὴν αἰώνια ζωὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Σῶμα Του.
Αὐτὸν τὸν Βασιλέα Χριστόν, ὅπως θὰ ἔλθει στὴ Βασιλεία Του, εἰκονίζει στὴν Ἐκκλησία ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος. Γι' αὐτὸ καὶ κάθεται ἐπὶ θρόνου, ὄχι βέβαια αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα Δεσποτικὸ Θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ λέγεται Σύνθρονο, κάτι ποὺ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ στοὺς ναοὺς καὶ ποὺ ἔχει ἀτυχῶς σήμερα ἀτονήσει. Ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου στὸ Σύνθρονο εἶναι εἰκόνα τῆς ἐγκαθιδρύσεως τοῦ Χριστοῦ στὴ Βασιλεία Του, μὲ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους νὰ τὸν περιστοιχοῦν καθήμενοι καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴ φράση τοῦ Κυρίου "ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ", κάτι ποὺ εἰκονίζεται ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.
Δὲν εἶναι συνεπῶς χωρὶς σημασία τὸ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ λειτουργοὶ στὴ Θεία Εὐχαριστία φέρουν λαμπρὲς στολές. Κακῶς σκανδαλίζονται πολλοὶ σήμερα ἀπὸ τὴ λαμπρότητα τῶν ἀμφίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ θέλουν δῆθεν νὰ τὰ ἁπλοποιήσουν. Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἶναι λουσμένα στὸ φῶς καὶ τὴ λαμπρότητα γιατί μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία μας θέλησε νὰ δείξει ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία ζοῦμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἤμαστε παιδιὰ στὰ χρόνιά μου, θυμοῦμαι ὅτι ἦταν ἀδιανόητο νὰ πᾶμε στὴ Λειτουργία ἂν δὲ φορούσαμε τὰ καλύτερά μας ροῦχα. Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πιὸ αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ στέρηση, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἁπλότητα τοῦ βίου βιώνονται στὸ ἔπακρον δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι βρίσκονται τὰ πολυτελέστερα ἄμφια τῶν λειτουργῶν. Ἡ ταπείνωση καὶ ἁπλότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου τῶν μοναχῶν δὲν μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ καὶ ἐπεκταθεῖ στὴ Θεία Εὐχαριστία. Γιατί στὴ Θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ δοξασμό του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας σὲ ἡμέρες νηστείας, μὲ δυὸ μόνον ἐξαιρέσεις ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸν κανόνα. Εὐχαριστία καὶ νηστεία εἶναι ἀσυμβίβαστα, ἀκριβῶς διότι ἡ Εὐχαριστία εἶναι χαρὰ καὶ πανηγύρι, "κλάσις τοῦ Ἄρτου ἐν ἀγαλλιάσει" κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς.
Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ στὸν ναὸ εἶναι λαμπρά. Οἱ εἰκόνες ἔχουν φόντο χρυσό, οἱ πολυέλαιοι εἶναι ἀναμμένοι, τὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ φυσικὰ ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος, ὡς εἰκὼν τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, τί φυσικότερον ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει λαμπρὰ στολὴ καὶ ἀμφίεση.
Ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Καὶ τοῦτο διότι χάσαμε πλέον τὴ γλῶσσα τῆς εἰκόνας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκὼν Χριστοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀδιανόητη χωρὶς τὴν ἔννοια τοῦ εἰκονισμοῦ.
Τί εἶναι εἰκόνα καὶ πῶς ἐφαρμόζεται στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ εἰκονισμὸς εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα διάχυτος στὸν Ὀρθόδοξο ναὸ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας. Ἔτσι στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία ὁ τροῦλος εἶναι ὁ χῶρος ὅπου παριστάνεται ἡ Οὐράνια Ἐκκλησία ἐνῶ ἡ ἀμέσως ἀπὸ κάτω ζώνη διακόσμησης εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἐξεικόνιση τῆς ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χορὸς ἀπὸ Ἁγίους, ὅπως καὶ ἡ ἡμερολογιακὴ σειρὰ τῆς μνήμης τους εἶναι κατανεμημένος σ' ὁλόκληρο τὸ ναό. Οἱ πατριάρχες, οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱερεῖς ἔχουν θέση στὴν κύρια ἁψίδα, στὸ ἱερὸ βῆμα καὶ στοὺς παραπλεύρους χώρους, ἤ στοὺς ἀμέσως κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλο εὐρισκομένους θόλους. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες σὲ ὁμαδικὴ διάταξη σκεπάζουν τὰ κύρια τόξα τοῦ τρούλου, τοὺς τοίχους, τὶς κολῶνες καὶ τοὺς ὑπόλοιπους θολωτοὺς χώρους τοῦ ναοῦ, ἐνῶ οἱ ἀσκητές, οἱ ἁπλοὶ μοναχοὶ καὶ οἱ τοπικοὶ Ἅγιοι καταλαμβάνουν τελικὰ τὸ δυτικὸ τμῆμα τοῦ ναοῦ δίπλα στὴν εἴσοδο. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ἕνα πράγμα : ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ αἰσθάνονται ὅτι βρίσκονται στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, στὴν ὁποία βασιλεύει ὁ Χριστός, ὅπως θὰ συμβεῖ ἀκριβῶς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ ὁ εἰκονισμὸς δὲν περιορίζεται στὸν ναὸ καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ τὸν διακοσμοῦν. Ἐπεκτείνεται καὶ στὰ τελούμενα ἐν τῷ ναῷ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ τελοῦν, δηλαδὴ στοὺς λειτουργούς. Ἔτσι, ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ ἀπηχώντας τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, ὁ Ἅγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸν 8ο αἰώνα, στὸ ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στὴ Θεία Λειτουργία γράφει γιὰ τὸ Σύνθρονο τοῦ Ἐπισκόπου ὅτι εἶναι "τόπος καὶ θρόνος ἐν ὅπερ ὁ Παμβασιλεύς Χριστὸς προκάθηται μετὰ τῶν αὐτοῦ Ἀποστόλων". Ὑποδεικνύει δὲ καὶ τὴν Δευτέραν Αὐτοῦ Παρουσίαν "καθ' ἥν ἐλθών ἐν δόξῃ" - σημειῶστε τὸ στοιχεῖο τῆς δόξας καὶ λαμπρότητος - "ἀποδοὺς ἐκάστω κατὰ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ πάντα κόσμον κρινεῖ".
Ὅλα λοιπὸν καὶ ὅλοι μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκονίζουν κάτι. Ὁ λαὸς τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ὁ Ἐπίσκοπος τὸν Χριστὸ Βασιλέα, οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀποστόλους, οἱ διάκονοι τοὺς Ἀγγέλους, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα "τὰ εἰς δικανονίαν ἀποστελλόμενα" κατὰ τὴν ἔκφραση τῆς Γραφῆς. Ἡ ἀναπαράσταση τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο ὡς Χριστὸ Βασιλέα, τοὺς διακόνους ὡς Ἀγγέλους κλπ. εἶναι ἐμφανὴς στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία τῶν ναῶν. Ὅποιος ἀρνεῖται τὸν εἰκονισμὸ στὴν Ἐκκλησία, ἀρνεῖται ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Σωτηρίας, ἰσχυρίζεται ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ εἰκόνα μέσα στὴ θεολογία τῆς Λειτουργίας καὶ γιατί εἶναι ἀπαραίτητη; Τί σημαίνει ὡς πρὸς τὸ θέμα μας ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ καὶ γιατί δὲν μποροῦμε νὰ παρακάμψουμε τὴν εἰκόνα καὶ νὰ φθάσουμε ἀπευθείας στὸ πρωτότυπο; Γιατί μὲ ἄλλα λόγια δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸ Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα του, ὁ Ἐπίσκοπος; Μάλιστα, πολλοὶ θὰ προτιμοῦσαν νὰ μὴν παρεμβάλλεται τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε μᾶς ἐμποδίζει νὰ προσευχηθοῦμε νοερὰ καὶ πνευματικά, ὅπως λέμε, ὄχι σπάνια ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς λαμπρᾶς ἀμφίεσης.
Τέτοιες σκέψεις ὁδήγησαν τὸν προτεσταντισμὸ στὴν ἀπόρριψη τοῦ εἰκονισμοῦ, τόσο στὴ διακόσμηση τοῦ ναοῦ ὅσο καὶ στὴν ἀντίληψη περὶ λειτουργῶν καὶ ἱεροσύνης. Τὸ ἴδιο ἔκανε περίπου καὶ ἡ δευτέρα Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ λόγω του ὅτι στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας εἶχε πρὸ πολλοῦ μετατραπεῖ σὲ ἁπλὴ διακοσμητικὴ τέχνη χωρὶς ἐσχατολογικὸ καὶ ὀντολογικὸ περιεχόμενο.
Μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων ἐπεκράτησε στὸν καιρό μας σύγχυση καὶ ἀντιφατικότητα σὲ βαθμὸ ἄκρως ἐπικίνδυνο. Ἔτσι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ πιστοί μας δέχονται τὸν εἰκονισμὸ ὡς πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες τὶς ὁποῖες προσκυνοῦν μὲ εὐλάβεια ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος διστάζουν νὰ προσεγγίσουν μὲ τὸν ἴδιο λατρευτικὸ ρεαλισμό, μὲ τὴν ἴδια εὐλάβεια, τοὺς λειτουργοὺς καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Ὑπάρχουν, βέβαια, ἀκόμη πολλοὶ ποὺ βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ὁ ἀριθμὸς τους μειώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο καὶ χάνεται ἡ εἰκονολογικὴ ἀντίληψη τῶν δρωμένων τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τὸν προεστώτα τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπο ὡς εἰκόνα Χριστοῦ;
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει νὰ ἐκλείπει ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι διττός. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀγνοοῦμε τὸ τί σημαίνει "εἰκόνα", "εἰκονισμός" καὶ "εἰκονίζω" στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος δὲν φαίνεται νὰ κατανοοῦμε πιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ εἰκονισμοῦ στὴ λατρεία.
Ἂς ἀναλύσουμε σύντομα αὐτὰ τὰ δυὸ στοιχεῖα. Εἰκόνα εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἐπιγραμματικά, ἡ προσωπικὴ ἡ ὑποστατικὴ παρουσία χωρὶς τὴν παρουσία τῆς οὐσίας ἡ φύσεως. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι σαφὴς : «Οὐχ ἄλλο τι ἐστὶν ἡ τοῦ Χριστοῦ εἰκών, ἤ Χριστός, παρὰ τὸ τῆς οὐσίας, δηλαδή, διάφορον.» Γι' αὐτὸ καὶ δὲν διστάζει νὰ γράψει : «καὶ Χριστὸν τὴν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα λέγομεν».
Μὲ ἄλλα λόγια στὴν εἰκόνα ὑπάρχει προσωπικὰ τὸ πρωτότυπο γι' αὐτὸ καὶ ἡ προσκύνησίς της "ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει" κατὰ τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Μ. Βασιλείου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς θεολογία τοῦ προσώπου δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔννοια τῆς εἰκόνας.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τείνει πρὸς τὴν ἀτομοκρατία καὶ δυσκολεύεται νὰ κατανοήσει τὴν εἰκόνα. Ἔτσι βλέπει τὸν ἄλλον ὡς ἄτομο, παρασύρεται ἀπὸ τὶς φυσικές του ἰδιότητες καὶ ἀδυνατεῖ νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀπὸ αὐτὲς σὲ κάτι ποὺ παραπέμπει προσωπικὰ ἡ εἰκόνα.
Γιὰ νὰ περιορίσουμε τὸ πρόβλημα στὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μας, τὸ νὰ λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ ξενίζει τὸν ἄνθρωπο σήμερα, ὁ ὁποῖος συνηθίζει νὰ βλέπει ὅλα καὶ τὸν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο ὡς ἄτομο, οἱ φυσικὲς ἰδιότητες τοῦ ὁποίου, τὸ σῶμα, ἡ μορφή, τὰ χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητός του, θετικὰ ἤ ἀρνητικά, ἐγκλωβίζουν τὴ σκέψη του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀναχθεῖ πρὸς κάτι πέρα ἀπὸ τὸ ὁρώμενο ἄτομο.
Γιατί ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίνουν στὴν εἰκόνα τὸ προβάδισμα ἔναντι τοῦ λόγου γιὰ δυὸ κυρίως λόγους. Ὁ ἕνας εἶναι ὅτι, ὁ λόγος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ παρανοήσεις ἐνῶ ἡ εἰκόνα δυσκολότερα. Ὁ ἄλλος, ὁ καὶ κυριότερος κατ' αὐτούς, εἶναι διότι ἡ εἰκόνα προσεγγίζει περισσότερο πρὸς τὸ ἐσχατολογικὸ ὅραμα. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ θέα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς θέας. "Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μὴ ἴδει ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσία τὴν Τούτου μορφήν".
Ἂν δὲν ἔχουμε ἔννοια εἰκόνας τότε δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πῶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς προσεγγίσει διαμέσου τῆς ἱστορίας, παραμένουμε ἐγκλωβισμένοι στὴν ἱστορία, σ' αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι γιὰ μᾶς ὁ κύριος τάδε μὲ τὶς ἰδιότητες τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεώς του, καλὲς ἤ κακές, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀναχθοῦμε διαμέσου του πρὸς τὴν Βασιλεία. Ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ παρακάμπτει ἔτσι τὸν ἄνθρωπο καὶ πραγματοποιεῖται μέσω τῆς φαντασίας. Ὁ πιστὸς ποὺ πηγαίνει στὴν Θείαν Εὐχαριστία καὶ κλείνει τὰ μάτια του ἤ διαβάζει τὸ βιβλίο τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπικοινωνεῖ - μᾶλλον νομίζει πὼς ἐπικοινωνεῖ - νοερὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ θεωρεῖ τοὺς ἀνθρώπους δίπλα του ἐμπόδιο στὴν ἐπικοινωνία του αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ καθίσει στὸ σπίτι του καὶ νὰ προσευχηθεῖ νοερὰ - τώρα μάλιστα ἔχει στὴ διάθεσή του καὶ τὴ ραδιοφωνικὴ ἤ τηλεοπτικὴ μετάδοση τῆς Θείας Λειτουργίας - χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ διπλανό του ἤ νὰ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὸ λειτουργό.
Ἡ εἰκόνα μᾶς προσφέρει παραδόξως τόσο μία καταξίωση τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πλησίον μας, ὅσο καὶ μία ὑπέρβαση καὶ ἀναφορά τους στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεώρηση τοῦ Ἐπισκόπου ὡς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ἔχει σπουδαῖες συνέπειες στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀμφίεση γιὰ τὴν ὁποίαν ἤδη ἔγινε λόγος ὑπάρχουν μέσα στὸ τυπικό τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ εἰκονίζουν τὴν ἔλευση καὶ ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ διαμέσου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Θὰ περιορισθῶ σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτά.
α) Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἐπισκόπου. Στὶς ἀρχαῖες λειτουργίες ἡ εἴσοδος αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὴ λεγομένη Μικρὰ Εἴσοδο. Πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εὐρίσκετο στὸν ναό. Ἐνεδύετο τὰ ἄμφιά του στὸ σκευοφυλάκιο καὶ εἰσήρχετο στὸν ναὸ ὅπου τὸν ἀνέμενεν ὁ λαὸς γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ ὡς τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ψαλμωδία "δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ" συνοδευόμενη προφανῶς ἀπὸ μία προσκύνηση τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν εἰκονίζοντα τὸν Χριστὸν Ἀρχιερέα. Σήμερα ἡ συνήθεια τῶν Ἐπισκόπων, μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη - εὐτυχῶς - νὰ ἐνδύονται τὰ ἄμφιά των ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ γελοιοποιεῖ, ἂν δὲν ἐξαφανίζει, τὴν ἔννοια τῆς εἰσόδου ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος ξαναμπαίνει ἐκεῖ ποὺ ἤδη εἶχε εἰσέλθει. Τοῦτο συντελεῖ στὴν ἀπώλεια τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐρχομένου στὸν κόσμο, ὅπως τὴν ἔβλεπεν ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κ.ἄ.
β) Ἡ ἐγκατάστασις τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τὸ Σύνθρονον, βασικὴ ὅπως εἴδαμε εἰκόνα τοῦ ἐσχατολογικοῦ Χριστοῦ στὴν ὁποία τόσο πολὺ ἐπέμειναν οἱ Πατέρες ποὺ ἑρμήνευσαν τὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ αὐτὸ τείνει νὰ ἀτονήσει. Σημειωτέον ὅτι μόνον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος κάθεται εἰς τὸ Σύνθρονόν του διότι μόνον αὐτὸς εἶναι κεφαλὴ τῆς συγκεκριμένης τοπικῆς Ἐκκλησίας.
γ) Τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου μόνον εὐθὺς μετὰ τὰ ἀναγνώσματα, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, "μετὰ ταῦτα ὅλα πλέον συντελοῦνται στὰ ἔσχατα", στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου τὸ κήρυγμα εἶναι ἀδιανόητο. Καὶ αὐτὸ δυστυχῶς πολὺ συχνὰ πλέον καταστρατηγεῖται καὶ ἔτσι ἀνατρέπεται ἡ ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας.
δ) Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ, διότι μόνον αὐτὸς δὲν λαμβάνει μέρος στὴν ἱερὰν πομπὴ τῶν Τιμίων Δώρων καὶ ἀναμένει πρὸ τῆς Ἁγίας Πύλης γιὰ νὰ τὰ παραλάβει. Εἶναι ἄκρως σημαντικὴ αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια ὅταν μάλιστα ληφθεῖ ὑπόψιν ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ἐπλησίαζε καθόλου στὴν Πρόθεση καὶ δὲν μετεῖχε στὴν Προσκομιδή, ὅπως συμβαίνει σήμερα. Ὡς εἰκὼν Χριστοῦ παραλαμβάνει τὰ δῶρα διὰ νὰ τὰ ἀναφέρει εἰς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ ἁγιάσει. Πρόκειται γιὰ μία κατεξοχὴν χριστολογικὴ πράξη.
ε) Ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τὸ "Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ" καὶ τελειώνει μὲ τὰ Δίπτυχα λέγεται ὅλη ἀπὸ τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπο διότι εἶναι ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο ὅλον. Τὰ Δίπτυχα, ποὺ ἀποτελοῦσαν ἄλλοτε οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι διπλὰ : τῶν κεκοιμημένων καὶ τῶν ζώντων • καὶ τῶν μὲν κεκοιμημένων ἔχουν ἐπικεφαλῆς τὴν Παναγίαν, "ἐξαιρέτως", τῶν δὲ ζώντων τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπον, "ἐν πρώτοις". Τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι χωρὶς τὸ μνημόσυνον τοῦ Ἐπισκόπου ἡ Εὐχαριστία εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτος. Πρόκειται γιὰ τὸ πλέον καίριο στοιχεῖο, ποὺ ἀναδεικνύει τὴν Θεία Εὐχαριστία ἐπισκοποκεντρικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ ζῶντες ἀναγνωρίζουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὡς κεφαλὴ τοὺς ἐν πρώτοις τὸν Ἐπίσκοπο. Γι' αὐτὸ καὶ ἐνέχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ ὀρθὴ μνημόνευση τὴ στιγμὴ ἐκείνη τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου ἤ ἐκείνου "ὧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψει" κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου.
Ὅταν τῆς Θείας Λειτουργίας προΐσταται Ἀρχιερεὺς ἀναγινώσκονται τὰ Δίπτυχα μὲ τὰ ὀνόματα τῶν κεφαλῶν ὅλων τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν μετὰ τῶν ὁποίων εὑρίσκεται σὲ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τοῦτο εἶναι σημαντικό, καὶ κακῶς κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη ἔχει πλέον περιορισθεῖ μόνον κατὰ τὶς μεγάλες πανηγύρεις. Διότι τὸ νόημά του δὲν εἶναι τελετουργικὸ ἀλλὰ βαθύτατα ἐκκλησιολογικό. Μὲ αὐτὸ δηλώνεται ὅτι κάθε Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὔσα, δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἔγκυρη ἂν δὲν ἀποτελεῖ κοινωνίαν μὲ τὴν Εὐχαριστίαν ὅλων τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς προεστώς τῆς τοπικῆς Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ κρίκον ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς μὲ ὅλες τὶς ἀνὰ τὸν κόσμον Ἐκκλησίες. Ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι μόνον τὸ κέντρο ἑνότητος τῆς δικῆς του τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ ὁ κρίκος ποὺ συνδέει μεταξὺ τους ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες σὲ μία ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησία. Γιὰ τὸ λόγο ἄλλωστε αὐτὸ καὶ ὑπάρχει τὸ συνοδικὸ σύστημα στὴν Ἐκκλησία, στὸ ὁποῖο μετέχουν μόνον Ἐπίσκοποι. Πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα ἑνότητος ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν διαμέσου τῶν προεστώτων τῆς Θείας Εὐχαριστίας κάθε Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐμμέσως, κάθε Σύνοδος ἀποτελεῖ εὐχαριστιακὸ γεγονός, ἔκφραση τῆς μιᾶς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Θείας Εὐχαριστίας.
Στὸ σημεῖο αὐτό, τῆς ἐκφωνήσεως δηλαδὴ τῶν Διπτύχων πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ σημεῖο οὐσιαστικό τῆς Εὐχαριστίας, διότι ἔχει σχέση μὲ τὴν Εὐχαριστία ὡς ἀνάμνηση, ὡς μνημόσυνο ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του. Τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς φρικτῆς Ἀναφορᾶς ὁ λειτουργὸς μνημονεύει ὅλων ἐκείνων, νεκρῶν καὶ ζώντων, τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ θυμηθεῖ ὁ Θεὸς στὴ Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ἤ ἐκείνων τῶν προσώπων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὀρθῶς ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Πατρῶν, ὁ τιμώμενος ἀπόψε, εἰσηγεῖται νὰ ἀπαλειφθεῖ ἀπὸ τὰ Δίπτυχα ἡ φράση "πολλὰ τὰ ἔτη" ἡ ὁποία παρεισέφρησε προφανῶς ἐξ' ἐπιδράσεως τῶν ἀρχιερατικῶν φημῶν. Πρόκειται γιὰ σημαντικὴ πρόταση, ἡ ὁποία ἐλπίζω νὰ ληφθεῖ ὑπόψιν ἀπὸ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλες πτυχὲς τῆς Θείας Λειτουργίας, οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν τὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου στὴ Θεία Εὐχαριστία. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει κανεὶς πολλὲς λειτουργικὲς λεπτομέρειες, σημαντικὲς ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱερεὺς ὅταν πρόκειται νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία λαμβάνει καιρὸν ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ εἰκονοστασίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι κενὸς - ἔτσι τουλάχιστον ἔκαναν οἱ παλαιοὶ ἱερεῖς - καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία παρὰ ἐπάνω σὲ Ἀντιμήνσιο ὑπογεγραμμένο ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅλα αὐτὰ μαζὶ μὲ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς μαρτυροῦν ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν λειτουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρον τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Σεβασμιώτατοι καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ὁ αἰὼν ὁ ὁποῖος δύει ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς αἰώνας τῆς ἐκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλὲς μελέτες ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐποχή μας. Ἀλλά, ἡ ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση, ἀκόμη καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔχει πολλὴν ἀνάγκη καλλιεργείας. Στὴν ὁμιλία μου αὐτὴ θέλησα νὰ ὑπογραμμίσω ἰδιαιτέρως τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστία. Συνηθίζομε νὰ θεωροῦμε τὸ τυπικὸ ὡς κάτι δευτερεῦον, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία μας τὴν Ὀρθόδοξο δὲν ὑπάρχουν τύποι καὶ τυπικὸν χωρὶς βαθὺ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο.
Τὸ λειτουργικό μας τυπικὸ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεολογικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι νεκρὸν γράμμα, οὔτε τυπολατρία. Ὁ σεβασμὸς του ἀποτελεῖ καθῆκον ἰσάξιο πρὸς τὸ σεβασμὸ ποὺ ὀφείλουμε πρὸς τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.
(ἐπί τῆ ἑξηκονταετηρίδι
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Νικοδήμου
Διακίδειος Σχολή Λαοῦ
15 Ιανουαρίου 1999)
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΚΟΜΗ ΑΣΧΟΛΙΑΣΤΗ ΣΑΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ