Αγαπητοί ακροατές χαίρετε!
Σήμερα θα συνεχίσουμε και θα ολοκληρώσουμε τη μελέτη της παραβολής του
Πλουσίου και του Λαζάρου που ξεκινήσαμε την προηγούμενη φορά. Επίσης,
όσο μας επιτρέψει ο χρόνος της εκπομπής, θα αναφερθούμε και σε άλλα
χωρία της Καινής Διαθήκης, που σχετίζονται με το θέμα της ψυχής και του
Άδου, το οποίο άλλωστε υπήρξε και η αφορμή για να εξετάσουμε τη
διδακτικότατη αυτή παραβολή του Κυρίου μας. Πριν όμως συνεχίσουμε από το
σημείο που είχαμε σταματήσει την προηγούμενη φορά, ας κάνουμε μια μικρή
αναδρομή στα σημαντικότερα σημεία της παραβολής, που μάλιστα σχετίζονται
με το θέμα μας, και ας αρχίσουμε διαβάζοντας την παραβολή του Πλουσίου
και του Λαζάρου σε μετάφραση, από το 16ο κεφάλαιο του κατά
Λουκάν Ευαγγελίου, στίχους 19-31:
«Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, και φορούσε πορφύρα και λινά
ενδύματα, δηλαδή ντυνόταν με ακριβά και υπερπολυτελή ρούχα και
διασκέδαζε καθημερινά μεγαλοπρεπώς.
Ήταν δε και κάποιος φτωχός, που τον έλεγαν Λάζαρο, ο οποίος ήταν
πεταγμένος κοντά στην εξώπορτα του πλουσίου γεμάτος από πληγές. Και
επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του
πλουσίου. Αλλά σαν να μην έφθανε η στέρησις αυτή, επειδή ήταν σχεδόν
γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι και έγλυφαν τις πληγές του.
Συνέβη δε να πεθάνει ο φτωχός, και να μεταφερθεί υπό των αγγέλων
στον κόλπο του Αβραάμ. Πέθανε δε και ο πλούσιος, και ετάφη.
Και στον Άδη που βρισκόταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του,
και βλέπει τον Αβραάμ από μακριά, και τον Λάζαρο να είναι στους κόλπους
του. Και αυτός, φώναξε και είπε: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με! Και στείλε
τον Λάζαρο να βρέξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό, και να δροσίσει
τη γλώσσα μου, διότι τυραννούμαι και πονώ μέσα σ’ αυτή τη φλόγα!».
Είπε δε ο Αβραάμ: «Παιδί μου, ενθυμήσου, ότι έλαβες με το παραπάνω
τα αγαθά σου κατά τη διάρκεια της ζωής σου, και ο Λάζαρος παρομοίως τα
κακά. Τώρα όμως, εδώ παρηγορείται, γι’ αυτά που άλλοτε υπέφερε, συ δε
βασανίζεσαι. Και επί πλέον όλων αυτών, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς, έχει
στερεωθεί μεγάλο βάραθρο, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ
προς εσάς, να μη μπορούν να διαβούν, ούτε αυτοί που είναι από εκεί, να
μπορούν να διαπεράσουν και να έλθουν προς εμάς».
Είπε δε ο πλούσιος: «Σε παρακαλώ λοιπόν Πάτερ, να στείλεις αυτόν, (δηλαδή
τον Λάζαρο), στο σπίτι του πατέρα μου. Διότι έχω πέντε αδελφούς. Στείλε
τον να τους βεβαιώσει ως αυτόπτης μάρτυς, για όσα συμβαίνουν εδώ, για να
μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτό τον τόπο των βασάνων».
Λέγει προς αυτόν ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες. Ας
ακούσουν εκείνους.
Αλλά εκείνος του είπε: «Όχι πάτερ Αβραάμ! Αλλά αν κάποιος από τους
νεκρούς πάει προς αυτούς, τότε θα μετανοήσουν.
Είπε όμως σ’ αυτόν ο Αβραάμ: «Εάν δεν ακούν τον Μωυσή και τους
προφήτες, ούτε και αν αναστηθεί κανείς εκ νεκρών θα πεισθούν»
(Λουκάς 16/ιστ: 19 – 31).
2. Οι ωφέλειες της παραβολής
Από
την παραβολή που μόλις διαβάσαμε μεταφρασμένη, έχουμε διπλή ωφέλεια:
α. Διότι διδασκόμαστε από τα μηνύματα της παραβολής, ώστε να
βελτιώσουμε τον τρόπο της ζωής μας, και β. Διότι σ’ αυτήν
αναφέρει ο Κύριος πλήθος δογματικών διδασκαλιών περί ψυχής και περί
Άδου, οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα ζητήματα αυτά και να
απορρίψουμε τις σχετικές κακοδοξίες.
Πριν
όμως να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες της παραβολής του Πλουσίου και
του Λαζάρου, ας υπενθυμίσουμε μερικά γενικά στοιχεία περί παραβολών:
3. Οι παραβολές δεν είναι φανταστικοί μύθοι
Οι
παραβολές, είναι ιστορίες που περιέχουν ή αναφέρονται σε εικόνες ή
γεγονότα της πραγματικότητος, και χρησιμοποιούνται για διδακτικούς
σκοπούς. Αυτή ακριβώς είναι και η ουσιαστική διαφορά τους από τους
μύθους, ότι δηλαδή αντλούν το περιεχόμενό τους και τα επί μέρους
στοιχεία τους, από την πραγματικότητα. Σε αντίθεση με τους μύθους, που
περιλαμβάνουν ανύπαρκτα και φανταστικά στοιχεία. Δηλαδή, με απλούστερα
λόγια, οι παραβολές είναι συνθέσεις πραγματικών, ή πραγματοποιήσιμων
περιστατικών, με πραγματικά στοιχεία. Κάλλιστα λοιπόν, η ιστορία μιας
παραβολής, είναι δυνατόν να συμβεί στην πραγματικότητα, ή ίσως να έχει
ήδη συμβεί. Αντίθετα όμως, δεν είναι ποτέ δυνατόν να πραγματοποιηθεί
ένας μύθος, επειδή ακριβώς περιλαμβάνει στοιχεία φανταστικά, ή
αναφέρεται σε περιστατικά και καταστάσεις μη πραγματοποιήσιμες.
Ο
Κύριος χρησιμοποίησε τις παραβολές ως μέσο για τη διδασκαλία του
πλήθους, και όχι τους μύθους. Έτσι, καμία παραβολή που ανέφερε, δεν
περιλαμβάνει στοιχεία μυθικά ή φανταστικά, ή ψευδή και απραγματοποίητα.
Αντίθετα, τα θέματα των παραβολών τα άντλησε από την πραγματικότητα, και
τα επί μέρους στοιχεία των παραβολών, είναι επίσης αληθινά ή
πραγματοποιήσιμα. Οι παραβολές του Χριστού, είναι ιστορίες της
καθημερινότητας, που αν δεν έχουν ήδη συμβεί, κάλλιστα μπορούν να
συμβούν ως ιστορικά περιστατικά.
Η
παραβολή του Σπορέως για παράδειγμα, αναφέρεται σε κάποιον Γεωργό, που
σπέρνει τον σπόρο στο χωράφι. Μια ιστορία δανεισμένη από την καθημερινή
πραγματικότητα. Και όλα όμως τα υπόλοιπα στοιχεία της παραβολής, είναι
εξ’ ίσου αληθή και πραγματοποιήσιμα, ότι κάποιοι σπόροι έπεσαν στο δρόμο
και τους έφαγαν τα πουλιά, άλλοι έπεσαν στο πετρώδες έδαφος, άλλοι
ανάμεσα στα αγκάθια, και τέλος άλλοι έπεσαν σε καλό χώμα, και
καρποφόρησαν. Όλα τα στοιχεία της παραβολής είναι πραγματικά, και τίποτα
φανταστικό ή απραγματοποίητα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην
παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου. Όλα τα στοιχεία που την
αποτελούν, και στα οποία αναφέρεται, είναι αληθή και όχι φανταστικά ή
ψευδή.
Εύλογο είναι να ρωτήσετε, γιατί κάνουμε αυτή την εισαγωγή, αναλύοντας
την έννοια «παραβολή». Ο λόγος είναι, ότι επειδή αναφέρεται στις
έννοιες, ψυχή, Άδης, θάνατος, αιώνια βάσανα, έχει υποστεί σκληρές
επιθέσεις από τους αιρετικούς εκείνους, που ερμηνεύουν τις έννοιες αυτές
τελείως κακόδοξα, καθ’ ότι δεν εντάσσονται μέσα στο θεολογικό τους
οικοδόμημα. Έτσι, όσοι για παράδειγμα δεν δέχονται ότι υπάρχει ψυχή, που
επιβιώνει του θανάτου του ανθρωπίνου σώματος, ούτε Άδης, ως τόπος των
ψυχών των νεκρών, ούτε κόλασις, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, αυτοί
προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποδείξουν ότι η παραβολή αυτή του Πλουσίου
και του Λαζάρου, περιέχει φανταστικά ή ψευδή στοιχεία, και βάζουν όλα
τους τα δυνατά, να τη χαρακτηρίσουν ως «μύθο». Μάλιστα, πολλοί προχωρούν
ακόμα πιο πέρα, λέγοντας ότι ο Χριστός για να συνθέσει την παραβολή
αυτή, δανείσθηκε τις δαιμονιώδεις ειδωλολατρικές αντιλήψεις της εποχής
εκείνης, περί ψυχής και Άδου. Δεν διστάζουν, (όπως αντιλαμβάνεστε), να
βλασφημούν βαρύτατα κατά του προσώπου του Υιού και Λόγου του Θεού, της
Υποστατικής Σοφίας και Αλήθειας, υπονοώντας ότι ο Θεός δεν μπορούσε να
βρει καλύτερο τρόπο να διδάξει τον κόσμο, αλλά τελικά χρειάσθηκε να
καταφύγει στις ειδωλολατρικές δοξασίες, και στις διδασκαλίες τών
δαιμονίων όπως λέγουν.
Αξίζει εδώ, να παρατηρήσει κανείς, πως όταν βρεθεί κάποιος εκτός της
υγιούς διδασκαλίας της Εκκλησίας, και ακολουθήσει τους δρόμους της
αιρέσεως και της πλάνης, είναι σαν να κατρακυλά σε μια ολισθηρή
κατηφόρα, που τον οδηγεί είτε εκουσίως, είτε ακουσίως, στην βλασφημία
εναντίον του Θεού.
Δεν
διστάζουν λοιπόν να πουν, ότι ο Χριστός εξεδήλωσε αδυναμία, στο να βρει
κάποιο πραγματικό παράδειγμα για να νουθετήσει τους Ιουδαίους και να
τους διδάξει περί της Θείας Δικαιοσύνης και περί της μελλούσης κρίσεως,
και αναγκάσθηκε να καταφύγει στις ειδωλολατρικές (κατά τη γνώμη τους),
και δαιμονικές διδασκαλίες περί ψυχής και περί Άδου, και περί κόλπου του
Αβραάμ και περί τόπου βασάνων. Αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς, (όπως είπαμε
και προηγουμένως), αυτές οι έννοιες, ως στοιχεία της παραβολής, κάθε
άλλο παρά ψευδείς και φανταστικές είναι, αλλά αντίθετα αληθινές και
πραγματικές. Η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, δεν είναι μύθος,
αλλά παραβολή με πραγματικά στοιχεία και δεδομένα. Αντίθετα, μύθοι και
ειδωλολατρικές δοξασίες, είναι οι αντιλήψεις των αιρετικών, που
αντιτίθενται στην αλήθεια του Ευαγγελίου.
4. Φίλοι εκ τού Μαμμωνά τής αδικίας
Ο
Χριστός, ανέφερε την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, σαν συνέχεια
της διδασκαλίας του περί καλής και κακής χρήσης των επιγείων αγαθών.
Λίγο ενωρίτερα, (Λουκάς 16/ιστ: 1-13), τους είχε αναφέρει την παραβολή
του «Άδικου Οικονόμου», ο οποίος με τη συνετή χρήση των παρόντων αγαθών,
(που στην ουσία ήταν περιουσία του Κυρίου του), κατάφερε να αποκτήσει
φίλους, γεγονός για το οποίο τον επαίνεσε ο Κύριός του. (Λουκάς 16/ιστ:
8). Συνιστά λοιπόν ο Ιησούς στους ακροατάς του, «να ποιούν φίλους εκ του
Μαμμωνά της αδικίας», (δηλαδή των χρημάτων και των άλλων υλικών αγαθών
κατ’ επέκτασιν), «ίνα όταν εκλείπει, δέξονται υμάς, εις τας αιωνίους
σκηνάς» (Λουκάς 16/ιστ: 9).
Μεταξύ των παρευρισκομένων, «ήταν και Φαρισαίοι, φιλάργυροι υπάρχοντες,
(στίχος 14), και προς αυτούς κυρίως, αλλά και προς τους υπολοίπους,
απηύθυνε την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου. Η παραβολή, δείχνει
σαφώς τις ολέθριες και τραγικές συνέπειες της κακής χρήσης του πλούτου,
σε αντιδιαστολή προς την προηγούμενη παραβολή του Άδικου Οικονόμου, και
αποτελείται από δύο κυρίως σκηνές: Η πρώτη, εκτυλίσσεται επί της γης
(στίχοι 19 – 22). Και η δεύτερη στον Άδη (στίχοι 23-31).
Η
επίγεια σκηνή, περιλαμβάνει τέσσερεις εικόνες: Την ζωή του Πλουσίου, την
ζωή του πτωχού Λαζάρου, τον θάνατο του δεύτερου και τον θάνατο του
πρώτου.
Η
εικόνα που δίνει ο Χριστός για τον πλούσιο, είναι η εικόνα ενός ανθρώπου
πολύ πλούσιου, που ζούσε μέσα στην κοσμικότητα, στην άνεση, στην τρυφή,
τις απολαύσεις, τις διασκεδάσεις και τις συντροφιές.
Δεν
μας αναφέρει ότι ήταν κλέφτης, ή μέθυσος, ή ότι τον πλούτο του τον
απέκτησε κακώς, με δόλο, απάτες, τοκογλυφία, κλπ. Απλώς όμως, αφήνει να
εννοήσουμε την αδιαφορία, τη σκληροκαρδία, την απονιά και την ασπλαχνία,
που έδειχνε προς τον πτωχό και άρρωστο Λάζαρο, που ήταν παραπεταμένος
στην εξώπορτα του σπιτιού του, και αργοπέθαινε από την πείνα, το κρύο,
τις αρρώστιες και τις κακουχίες που τον είχαν χτυπήσει.
Αφήνει όμως σιωπηρά να εννοήσουμε, και τις αρετές του Λαζάρου, ο οποίος
δεν φθονούσε, ούτε μνησικακούσε, ούτε κακολογούσε τους γύρω του, και
ιδιαίτερα τον πλούσιο, για την αδιαφορία και την ασπλαχνία που του
έδειχναν. Ούτε όμως εμέμφετο και βλασφημούσε τον Θεό για τα τόσα κακά
που τον είχαν βρει, ούτε και τον θεωρούσε υπεύθυνο. Αντίθετα, με
καρτερία, ανδρεία, ανεξικακία, πίστη και ελπίδα, υπέμενε όχι μόνο τους
αφόρητους και δυσβάστακτους σωματικούς κόπους και βάσανα, αλλά και την
έσχατη ταπείνωση, και εγκατάλειψη που υπέφερε από τους συνανθρώπους του.
Αφού
λοιπόν έζησε ο φτωχός Λάζαρος ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του, κάτω από
αυτές τις τραγικές συνθήκες, και δεν αναπαύτηκε ούτε ανακουφίστηκε έστω
και για λίγο, μας λέει ο Κύριος στην παραβολή ότι πέθανε. Από τη στιγμή
όμως του θανάτου του, τα πράγματα αλλάζουν τελείως γι’ αυτόν:
«Εγένετο
δε, αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθείναι αυτόν υπό των αγγέλων, εις
τον Κόλπον του Αβραάμ» (Συνέβη δε, να πεθάνει ο πτωχός, και να
μεταφερθεί υπό των αγγέλων στον κόλπο του Αβραάμ). (Λουκάς 16/ιστ: 22).
Η ζωή του, (μας λέει σαφώς ο Κύριος), δεν σταματά στον σωματικό θάνατο,
αλλά αντίθετα συνεχίζει, και μάλιστα κατά τον καλύτερο τρόπο για τον
φτωχό Λάζαρο.
Ο
Χριστός λέγει, ότι όταν πέθανε ο πτωχός, «αυτός», (δηλαδή ο εαυτός του,
ολόκληρη η προσωπικότητά του, ή η ψυχή του, όπως θα έλεγε διαφορετικά),
μετεφέρθη υπό των αγγέλων στον Κόλπο του Αβραάμ. Αν η ψυχή δεν επεβίωνε
του σωματικού θανάτου, αλλά μια τέτοια αντίληψη ήταν ειδωλολατρική
δοξασία, (όπως από πλάνη και κακόδοξα ισχυρίζονται οι Μάρτυρες του
Ιεχωβά και οι άλλοι θνητοψυχίτες), τότε για κανένα λόγο δεν θα έλεγε
κάτι τέτοιο ο Κύριος, ούτε φυσικά θα προωθούσε δαιμονικές διδασκαλίες,
απλώς για να δείξει τις αλλαγές που συμβαίνουν στις τάξεις των Φαρισαίων
και του λαού, (όπως παρερμηνεύουν οι εν λόγω αιρετικοί). Δεν θα έλεγε
μάλιστα ο Κύριος και τις λεπτομέρειες που ακολουθούσαν τον θάνατο, ότι
αφ’ ενός η ψυχή του δικαίου Λαζάρου μεταφέρθηκε υπό των αγγέλων, και αφ’
ετέρου ότι κατέληξε στον Κόλπο, (δηλαδή στην αγκαλιά) του πατριάρχου
Αβραάμ.
6. Σαφείς δηλώσεις περί ψυχής
Ας
προσέξουμε λοιπόν, τρία πράγματα που δηλώνει ο Κύριος, σε σχέση με την
ψυχή του δικαίου Λαζάρου:
Πρώτον,
ότι όταν πέθανε, η ψυχή του επεβίωσε του σωματικού θανάτου, και μάλιστα
χαρακτηρίσθηκε από τον Κύριο, ως ο ίδιος ο Λάζαρος, δηλαδή ο εαυτός του,
η υπόστασίς του, το «είναι» του, η ύπαρξή του, «αυτός», για να
χρησιμοποιήσουμε την ίδια λέξη του Χριστού.
Δεύτερον,
ότι η ψυχή του αυτή, οδηγήθηκε στην άλλη ζωή, από τιμητική συνοδεία
αγγέλων. Για τους οποίους ακριβώς η Γραφή λέγει, ότι είναι «λειτουργικά
πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα, δια τους μέλλοντας κληρονομείν
σωτηρίαν» (Εβραίους 1/α: 14). Διακονούν λοιπόν τις ψυχές των δικαίων,
όταν αυτές αποχωρίζονται τα οικεία τους σώματα και τις μεταφέρουν στον
τόπο της ουρανίου Μακαριότητος.
Τρίτον,
ότι η ψυχή του δικαίου Λαζάρου, μετεφέρθη στον Κόλπο του Αβραάμ.
Τι
είναι όμως ο «κόλπος», ή η αγκαλιά του Αβραάμ όπου εκεί μετεφέρθη ο
πτωχός αλλά δίκαιος Λάζαρος, και ποια ήταν η γνώμη των ακροατών του
Χριστού γι’ αυτό τον τόπο;
Ήδη
για τον κόλπο του Αβραάμ, είχαμε κάνει λόγο και στην προηγούμενη εκπομπή,
σήμερα όμως θα επεκταθούμε λίγο περισσότερο.
7. Η πίστη τών Εβραίων περί Κόλπου τού Αβραάμ
Μέχρι
τώρα, είδαμε ότι οι Εβραίοι πλην των Σαδδουκαίων της εποχής του Χριστού,
πίστευαν ανέκαθεν ότι οι ψυχές των δικαίων που ευαρεστούν τον Θεό,
οδηγούνται σ’ έναν τόπο θείας μακαριότητος, όπου υπάρχουν οι ψυχές των
προαποθανώντων δικαίων, και τις υποδέχονται προεξάρχοντος του Αβραάμ και
των άλλων πατριαρχών.
Έτσι,
διαβάσαμε για το μαρτύριο των επτά αδελφών, του πνευματικού τους πατέρα
και της μητέρας των, από τον αντίθεο βασιλιά Αντίοχο τον Επιφανή, ότι η
ελπίδα τους ήταν η εξής: «Ούτως γαρ, (δηλαδή με τέτοιο τρόπο) θανόντας
ημάς, Αβραάμ, και Ισαάκ και Ιακώβ, υποδέξωνται εις τους κόλπους αυτών,
και πάντες οι πατέρες επαινέσουσι. (Διότι, όταν πεθάνουμε κατ’ αυτό τον
τρόπο, δηλαδή με μαρτύριο προς χάριν της πίστεως στον Θεό, ο Αβραάμ, ο
Ισαάκ και ο Ιακώβ, θα μας υποδεχθούν στους κόλπους τους, και όλοι οι
προαποθανόντες πατέρες θα μας επαινέσουν) (Δ΄ Μακκαβαίων 13/ιγ: 17).
Είναι
λοιπόν σαφής η πίστη των Εβραίων της προ Χριστού εποχής, ότι οι ψυχές
των πατέρων ζουν, και μάλιστα υποδέχονται και τις ψυχές των δικαίων
μόλις αυτοί πεθάνουν σωματικά.
8. Μαρτυρίες τής Αγίας Γραφής περί ψυχής και Άδη
Χαρακτηριστικά όμως, και ανάλογα της παραβολής του Πλουσίου και του
Λαζάρου, είναι και τα κεφάλαια β και γ του βιβλίου της Σοφίας Σολομώντος.
Αντιπροσωπευτικά διαβάζουμε τους στίχους 1-4, του 3ου
κεφαλαίου του βιβλίου: «Δικαίων δε ψυχαί, εν χειρί Θεού, και ου μη
άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, και ελογίσθη
κάκκωσις η έξοδος αυτών, και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα, οι δε, εισιν
εν ειρήνη. Και γαρ, ενόψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών
αθανασίας πλήρης». (Των δικαίων οι ψυχές βρίσκονται στα χέρια του Θεού
και δεν πρόκειται να τις αγγίξει βάσανος. Φάνηκαν στα μάτια των αφρόνων
ότι πέθαναν, και θεωρήθηκε ο θάνατός τους τιμωρία, και συντριβή η
αναχώρισίς τους από αυτή τη ζωή. Ακριβώς όπως και ο θάνατος του Λαζάρου
μέσα στην πείνα, τη στέρηση, τη μιζέρια και την αρρώστια. Αυτοί όμως
ζουν ειρηνικά. Διότι έστω και αν φαίνεται στου ανθρώπους ότι τιμωρήθηκαν,
το αποτέλεσμα της ελπίδας τους είναι πλήρες αθανασίας). (Σοφία
Σολομώντος 3/γ: 1-4).
Όμως
η ίδια ελπίδα και πίστη επικρατούσε και στην εποχή του Χριστού. Γι’ αυτό
και ο Χριστός ήλεγξε τους Σαδδουκαίους, που μόνοι αυτοί δεν πίστευαν
στην αθανασία της ψυχής και στην Ανάσταση. «Σαδδουκαίοι μεν γαρ λέγουσιν
μη είναι ανάστασιν, μήτε άγγελον, μήτε πνεύμα, (δηλαδή ασώματη ψυχή),
Φαρισαίοι δε, ομολογούσιν τα αμφότερα (Πράξεις 23/κγ: 8). Και μάλιστα
τους ήλεγξε ο Κύριος λέγοντάς τους: «Ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υμίν υπό του
Θεού λέγοντος: “Εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ, και ο Θεός Ισαάκ, και ο Θεός
Ιακώβ”; Ουκ εσίν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθαίος 22/κβ: 31,32).
Με
άλλα λόγια, τους απεδείκνυε ότι ο Αβραάμ, και ο Ισαάκ, και ο Ιακώβ, δεν
ήταν πεθαμένοι, διότι τότε θα συστηνόταν ο Θεός επικαλούμενος νεκρούς,
αλλά αντίθετα οι πατριάρχες ήταν ζωντανοί. Ζωντανός επίσης ήταν ο Μωυσής,
έστω και αν είχε σωματικά πεθάνει, όταν φάνηκε μαζί με τον προφήτη Ηλία
στο όρος Θαβώρ, κατά την μεταμόρφωση του Σωτήρος και συνομιλούσαν. Δεν
ήταν φαντασιοπληξία των μαθητών, ούτε οπτική απάτη, ούτε μαγικό τρυκ,
διότι ο Θεός δεν χρησιμοποιεί τέτοια μέσα. Και δεν εξεπλάγησαν καθόλου
οι μαθηταί, αλλά αντίθετα ο Πέτρος, πρότεινε να του φτιάξουν σκηνή για
να μείνει. Ήταν λοιπόν σαφής και ορθή η αντίληψη των Εβραίων περί
αθάνατης ψυχής, (όχι φύσει, αλλά Χάριτι Θεού), και βεβαίως η ίδια
αντίληψη και διδασκαλία, εκηρύττετο και από τον Χριστό, αλλά και
αργότερα από τους μαθητάς του.
Έτσι,
στην προς Εβραίους επιστολή διαβάζουμε: «αλλά προσεληλύθατε Σιών όρει
και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω, και μυριάσιν αγγέλων,
πανηγύρει και εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων, και κριτή
Θεώ πάντων, και πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων» (Εβραίους 12/ιβ: 22,23).
Στο
χωρίο αυτό, ο ιερός συγγραφέας, κατονομάζει τις ασύγκριτες υπεροχές της
Καινής Διαθήκης από την Παλαιά, και τις τιμές που απολαμβάνει όποιος
συγκαταλέγεται ως μέτοχός της. Λέγει λοιπόν για όσους προσέρχονται στην
Εκκλησία, ότι προσέρχονται στο όρος Σιών, στην επουράνια Ιερουσαλήμ που
είναι η πόλη του Θεού του Ζώντος, και σε πανήγυρη μυριάδων αγγέλων, και
σε Εκκλησία πρωτοτόκων, που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στους
ουρανούς, και σε πνεύματα δικαίων τετελειωμένων». Αυτά δεν είναι άλλα,
από τις ψυχές των δικαίων, που έχουν πεθάνει μεν σωματικά, ευρίσκονται
όμως τελειωθέντες ως προς την αρετή, κοντά στον Θεό. «Πνεύματα δικαίων
τελελειωμένων».
Αυτές
λοιπόν οι ψυχές, με κύριο εκπρόσωπο τον πατέρα της πίστεως, τον
πατριάρχη των Εβραίων τον Αβραάμ, υπεδέχθησαν την ψυχή του δικαίου
Λαζάρου της παραβολής.
9. Τι συνέβη με την ψυχή τού πλουσίου
Αλλά
τι άραγε συνέβη με την ψυχή του άσπλαχνου πλουσίου;
Αυτή
βρέθηκε στον Άδη, και υπέφερε διαρκή και ασταμάτητα βάσανα και οδύνες.
Όχι μόνο δεν τη συνόδευσαν τιμητικά άγγελοι, αλλά ούτε και την
υποδέχθηκε ο Αβραάμ στον τόπο της ουρανίου τρυφής. Το γιατί, το αναλύει
στη συνέχεια της παραβολής ο Ίδιος ο Ιησούς.
Ας
αναζητήσουμε όμως προκαταβολικά την αιτία, συνδυάζοντας και την
προηγούμενη παραβολή του Χριστού:
Ο
Θεός, στέλνοντας τον πτωχό Λάζαρο στο σπίτι του πλουσίου, παρείχε στον
πλούσιο μια σπάνια ευκαιρία: Να αποκτήσει έναν φίλο εκ του Μαμωνά της
αδικίας, δηλαδή μέσω του πλούτου του. Διότι με τόσο πλούτο που είχε, τι
θα ζημιωνόταν, αν έδινε και ένα κομμάτι ψωμί στον φτωχό Λάζαρο και τον
περιποιόταν λιγάκι; Τόσο πολλά ξόδευε για το ντύσιμό του, αλλά ακόμη και
για να παραθέτει πλούσια και πολυτελή δείπνα, επί καθημερινής βάσεως,
στους πιθανότατα εξ’ ίσου πλούσιους φίλους του. Η ζημία του θα ήταν
ευτελής, και ασήμαντη. Σχεδόν μηδενική. Το κέρδος του όμως τεράστιο.
Διότι θα έκανε φίλο του τον Λάζαρο, και εκείνος με τη σειρά του, θα τον
υποδεχόταν στην άλλη ζωή, στον τόπο που βρισκόταν, στον κόλπο του Αβραάμ.
Διότι, αν εδώ μιλεί παραβολικά ο Κύριος, στον στίχο 9 δεν μιλεί καθόλου
παραβολικά. Αλλά συνοψίζει το συμπέρασμα που εξάγεται από την παραβολή
του άδικου, όμως συνετού οικονόμου, ο οποίος με ξένα χρήματα απέκτησε
φίλους.
Λέγει
λοιπόν τα εξής: «Κι εγώ υμίν λέγω, εαυτοίς ποιήσατε φίλους εκ τους
Μαμμωνά της αδικίας. Ίνα όταν εκλείπει, δέξονται υμάς, εις τους αιωνίους
σκηνάς». (Και εγώ σας λέγω, κάνετε στους εαυτούς σας φίλους, μέσω των
χρημάτων, ούτως ώστε, όταν αυτά λείψουν, αυτοί σας οι φίλοι, να σας
υποδεχθούν εις τις αιώνιες σκηνές). (Λουκάς 16/ιστ: 9).
Φανερά, ο Μαμμωνάς της αδικίας, είναι τα χρήματα, και γενικότερα όλα τα
υλικά αγαθά που έχει επιτρέψει ο Θεός να διαχειριζόμαστε, και που δεν
ανήκουν σ’ εμάς, αλλά σ’ εκείνον. Οι φίλοι που αποκτούμε με αυτά, είναι
όλοι όσοι δέχονται απ’ αυτά ελεημοσύνη. Τα χρήματα εκλείπουν, δηλαδή
παύουν να υπάρχουν για τον καθέναν από εμάς, όταν εγκαταλείπουμε τον
παρόντα κόσμο.
Ποιες
είναι όμως οι «αιώνιες σκηνές», που αναφέρει ο Κύριος;
Ασφαλώς, ο τόπος που στη συνέχεια ονομάζει: «Κόλπο του Αβραάμ». Θα
μπορούσε λοιπόν ο πλούσιος της παραβολής, χωρίς φανερή ζημία, να ελεούσε
τον φτωχό Λάζαρο, και έτσι στον καιρό της εξόδου του, δηλαδή τότε που η
ψυχή του θα εγκατέλειπε το σώμα του δια του θανάτου, θα είχε έναν φίλο,
που θα την υποδεχόταν στις αιώνιες σκηνές, (στον κόλπο του Αβραάμ), και
δεν θα πήγαινε έρημη και κακήν κακώς, στον τόπο των βασάνων.
Τονίζουμε για μια ακόμη φορά, ότι ο «Κόλπος του Αβραάμ», δεν είναι μια
αφηρημένη και μυθική κατάσταση, όπως θα ήθελαν οι αιρετικοί, αλλά ο
Ίδιος ο Κύριος, ακολουθώντας την ορθή (στο σημείο αυτό), Ιουδαϊκή
παράδοση, τον συνδέει άμεσα με τις «αιώνιες σκηνές», μια φράση που της
προσδίδει πραγματική έννοια, για να προσδιορίσει τον τόπο της αιωνίου
μακαριότητος.
Ας
δούμε όμως στον χρόνο που μας απομένει, και μερικά ακόμα στοιχεία της
παραβολής:
Στη
συνέχεια ο Ιησούς αναφέρει δύο συνδιαλέξεις: Μία για την τύχη του
πλουσίου, (στίχοι 23-26), και μία για την τύχη των αδελφών του (στίχοι
27-31).
«Και
εν τω Άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, (αφού σήκωσε τα μάτια του),
υπάρχων εν βασάνοις, ορά, (βλέπει), Αβραάμ από μακρόθεν, και Λάζαρον εν
τοις κόλποις αυτού» (στίχος 23).
«Ο
Πλούσιος λοιπόν από την τρυφή, οδηγήθηκε στην Κόλαση. Από την άνεση στα
βάσανα. Από την δόξα, στην ατιμία. Από το φως στο σκοτάδι», (μας λέγει ο
άγιος Κύριλλος). Και συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λέγοντας,
ότι «όπως ενωρίτερα βασανιζόταν ο Λάζαρος, στην εξώπορτα του Πλουσίου,
βλέποντας τα ξένα αγαθά, έτσι και τώρα, ο πλούσιος βασανιζόταν
σκληρότερα, βλέποντας την τρυφή του Λαζάρου, ενώ ο ίδιος ευρισκόταν στον
σκοτεινό και αφόρητο τόπο του Άδη.
Η
αντιπαράθεση των καταστάσεων, κάνει την κόλαση και τα βάσανα πολύ
χειρότερα και εντονότερα. Παρόμοια και ο Αδάμ, μετά την πτώση και την
έξωσή του από τον Παράδεισο, καθόταν απέναντι του Παραδείσου, και
κοιτώντας τι απώλεσε με την παρακοή, επέτεινε την απελπιστική του
κατάσταση, και μεγάλωνε την λύπη του και τον ψυχικό του πόνο.
Φανερό είναι και στα λόγια αυτά του Χριστού, ότι η προσωπικότητα του
ανθρώπου, (αυτό που αλλού ονομάζεται ψυχή), διατηρείται στο σύνολό της
σε ύπαρξη, μετά τον σωματικό θάνατο, και μάλιστα κατά τρόπο τελείως
παράδοξο, και εντελώς άγνωστο σ’ εμάς, διατηρεί τις αντιληπτικές της
δυνάμεις, και κατά τρόπο ακατάληπτο, ευφραίνεται ή οδυνάται από τα
βάσανα, αλλά και αντιλαμβάνεται, γνωρίζει, επικοινωνεί, σκέπτεται,
θυμάται την επίγεια ζωή και τις λεπτομέρειές της, κλπ.
Βέβαια για να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε αυτό το μυστήριο, ο Κύριος
χρησιμοποιεί ανθρωπομοφικές εκφράσεις για τις ανθρώπινες ψυχές, όπως για
παράδειγμα λέγει, ότι ο πλούσιος σήκωσε τα μάτια του και είδε, ενώ πολύ
καλά γνωρίζουμε ότι αυτά έλιωναν στον τάφο. Όμως αυτή, είναι κοινή
πρακτική του Χριστού, όπως και των υπολοίπων θεοπνεύστων συγγραφέων, να
χρησιμοποιούν ανθρωπομορφικές εκφράσεις, όχι μόνον για τις ψυχές, αλλά
και για τις υπόλοιπες πνευματικές υπάρξεις, όπως είναι οι άγγελοι, ακόμα
και για το υπέρτατο πνεύμα, τον Θεό, λέγοντας ότι ο Θεός έχει χέρια,
δάκτυλα, στόμα, κλπ.
Και
φωνάζει ο Πλούσιος στην τραγική κατάσταση που βρίσκεται: «Και αυτός
φωνήσας, είπεν: Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει
το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξει την γλώσσα μου, ότι
οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (στίχος 24).
Αποκαλεί τον Αβραάμ «πατέρα», όπως και οι Φαρισαίοι. Από πού και ως πού;
Αν ήταν πατέρας του, θα ποιούσε και τα έργα του Αβραάμ. (Ιωάννης 8/η:
39-41). Η οδύνη και η βάσανος ταλαιπωρούσε τον πλούσιο. Και μη έχοντας
θάρρος να απευθυνθεί στον Λάζαρο, που προηγουμένως αποστρεφόταν και
εβδελύττετο, ικετεύει τον Αβραάμ:
«Είπε
δε Αβραάμ: Τέκνον, μνήσθιτι, ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου,
και Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νυν δε ώδε, παρακαλείται, συ δε ωδυνάσαι (στίχος
25).
Ας
προσέξουμε, την αγία ψυχή τον Αβραάμ. Δεν του λέει: «Απάνθρωπε και
άσπλαχνε, και ωμέ και παμπόνηρε…» αλλά τον αποκαλεί «τέκνο». Δεν του
λέει: «Τώρα θυμήθηκες την φιλανθρωπία και τη συγνώμη;» Αλλά του
αποκρίνεται με συμπάθεια. Ωστόσο, του υπενθυμίζει τη Θεία Δικαιοσύνη. Ας
προσέξουμε ότι τον προσκαλεί να θυμηθεί τα γεγονότα της επιγείου ζωής. Η
μνήμη, όχι μόνον δεν έχει εγκαταλείψει τις ψυχές, αλλά μάλλον λειτουργεί
ταχύτερα και ακριβέστερα τώρα.
Στη
συνέχεια ο πλούσιος, αφού βλέπει ότι δεν μπορεί να μεταβάλλει την
κατάστασή του, δείχνει όψιμο ενδιαφέρον για τους αδελφούς του, που
βρίσκονται στο πατρικό του σπίτι εν ζωή. Μ’ αυτά όμως τα λόγια, δείχνει
ότι κι εκείνοι είναι ασεβείς, και αδιαφορούν για τον Θεό και περιπαίζουν
τον λόγο Του. Μένουν ασυγκίνητοι και αδιάφοροι στις προειδοποιήσεις της
Αγίας Γραφής, και επιδίδονται σε ανάλογα έργα, όπως και ο Πλούσιος.
Στην
απάντηση του Αβραάμ, ότι έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες, ο δε είπεν;
«Ουχί πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθεί προς αυτούς,
μετανοήσουσιν» (στίχος 30). Παρατηρήστε, πώς παραμένει αδιόρθωτος, διότι
η αίτησίς του, δηλώνει ότι δεν θεωρεί τον Θεό αρκούντως φιλάνθρωπο, ούτε
σοφό, ώστε να επιλέξει τα κατάλληλα μέσα σωτηρίας. Παράλληλα όμως η
αίτησή του αυτή, εμπεριέχει και το στοιχείο της προσωπικής δικαιολογίας,
ότι δήθεν τα μέσα της διδασκαλίας και νουθεσίας που είχε, δεν ήταν
αρκετά. Πίσω από την κολακευτική προσφώνηση «Πάτερ Αβραάμ», κρύβεται η
άρνηση και η αντίρρηση, και η ένσταση στο Θείο Θέλημα.
Ο
Αβραάμ όμως του λέγει, ότι «αν δεν ακούσουν τον Μωυσή και τους Προφήτες,
ούτε κι αν κάποιος αναστηθεί εκ νεκρών θα πιστέψουν». Και αυτό το λέγει
προφητικά ο Χριστός, διότι όταν ανέστησε λίγο προ του πάθους του τον
φίλο του Λάζαρο, όχι μόνο δεν πίστεψαν οι Φαρισαίοι, αλλά αντίθετα
ζητούσαν να σκοτώσουν και τον Χριστό και τον Λάζαρο. «Συνεβουλεύθησαν δε
οι αρχιερείς, δια να θανατώσωσι και τον Λάζαρο» (Ιωάννου 12/ιβ: 9-11).
Συνοψίζοντας λοιπόν, παρατηρούμε σαφώς, πως η γνήσια Χριστιανική
διδασκαλία, και όπως εκφράζεται μέσα από την παραβολή του Πλουσίου και
του Λαζάρου, αναφέρεται στην ψυχή του ανθρώπου ως ζώσα μετά τον θάνατο,
και μάλιστα υποστασιάζοντας ολόκληρη την προσωπικότητα του ανθρώπου, και
διατηρώντας όλες τις δυνάμεις αντιλήψεως, επικοινωνίας, μνήμης, κλπ.
Απομαγνητοφώνηση Ν.Μ.