Δευτέρα, Φεβρουαρίου 02, 2015

«Εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν»


                                                τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»
. Ὀ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ ἀκούγοντας τὰ ὅσα εἶπε ὁ πρεσβύτης Συμεών, βρίσκονταν σὲ συνεχῆ θαυμασμό (βλ. Λουκ. β´ 33). «Ἐθαύμαζον, οὐχ ὡς τότε πρῶτον περὶ αὐτοῦ μανθάνοντες, ἀλλ’ ὡς, ἐφ’ οἷς προμεμαθήκεσαν, ἔτι παραδοξότερα προσενωτιζόμενοι»1. Θαύμαζαν ὄχι σὰν νὰ μάθαιναν πρώτη φορὰ γι’ Αὐτόν, ἀλλὰ διότι σ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἤδη μάθει, ἄκουγαν καὶ ἄλλα πιὸ θαυμαστά! Τόσο ἡ Παρθένος Μαρία ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἦσαν ἤδη μυημένοι εἰς «τὸ περὶ τοῦ βρέφους μυστήριον»· ἡ μὲν Μαρία διὰ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε ἀναγγείλει τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὴν πληροφόρησε «περὶ τῆς τοῦ τικτομένου θεότητος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶχε πληροφορηθεῖ σχετικῶς ἀπὸ ἄγγελο ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβηθεῖς νὰ παραλάβεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαρία, τὴ μνηστή σου. Διότι τὸ παιδὶ ποὺ συνέλαβε μέσα της προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. α´ 20). Ὡστόσο, ἐνῶ ἦσαν μυημένοι σ’ αὐτά, «ἐθαύμαζον ἐκπληττόμενοι ἐπὶ τοῖς λεγομένοις περὶ αὐτοῦ»2. Θαύμαζαν λοιπὸν γιὰ τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι ἄκουγαν γιὰ πρώτη φορὰ τέτοια λόγια γιὰ τὸ «παιδίον Ἰησοῦν», ἀλλὰ διότι σ’ αὐτὰ ποὺ τοὺς ἀποκαλύφθηκαν μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἔρχονταν νὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλα, ποὺ τοὺς ἀνακαλοῦσαν στὴ μνήμη τὰ ὅσα γνώριζαν, καὶ ἔτσι τὸ θαῦμα ποὺ περιέβαλλε τὴ γέννηση ἀλλὰ καὶ γενικότερα τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ γινόταν ἀκόμη μεγαλύτερο.
. Ὁ δίκαιος Συμεὼν συνέδεσε τὸν ἀποχαιρετισμὸ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα», καὶ μὲ εὐλογία πρὸς τοὺς γονεῖς τοῦ θείου Βρέφους, ἐπικαλούμενος γι’ αὐτοὺς τὴ θεία Χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἂς μὴ φανεῖ παράξενη ἡ ἐνέργειά του αὐτή. Διότι τέτοιο δικαίωμα, τέτοιο προνόμιο τοῦ τὸ ἔδινε ἡ ἡλικία του. Σχολιάζει ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως: «Ἀποδεχόμαστε, Συμεών, “τὴν ἐκ θείας ἀγάπης θερμοτάτην πρόθεσίν” σου. Ὡστόσο ἡ εὐλογία ἐκείνη ἦταν “ἀντὶ δοξολογίας”». Δηλαδὴ ὁ Συμεὼν ἐνήργησε ὅπως καὶ οἱ τρεῖς Παῖδες στὴ Βαβυλώνα. Διότι ἐκεῖνοι ὄχι μόνο «τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις, καὶ πᾶσαν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄψυχον καὶ ἀναίσθητον κτίσιν» παρεκίνησαν στὸ νὰ εὐλογήσει τὸν Θεό· διὰ τῆς εὐλογίας ὅμως προσέφεραν οὐσιαστικῶς «εἰς τὸ Θεῖον δοξολογίαν»3.
. Στὴ συνέχεια ὅμως ὁ Συμεὼν ἀπηύθυνε τὸν λόγο μόνο «πρὸς Μαριάμ», τὴν Μητέρα τοῦ παιδιοῦ, καὶ ὄχι καὶ πρὸς τὸν Ἰωσήφ, τὸν θεωρούμενο πατέρα τοῦ θείου Βρέφους. Ὡς ἄνθρωπος πνευματοφόρος ὁ πρεσβύτης Συμεὼν γνώριζε ὅτι ἡ Μαρία εἶναι ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινὴ Μητέρα. Ἐνῶ ὁ Ἰωσὴφ ὀνομαζόταν πατέρας μόνο κατ’ ὄνομα, «ἐπειδὴ οὐκ ἐκ σπέρματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Πνεύματος ἁγίου ἡ τῆς ἀπειρογάμου καὶ ἁγίας Παρθένου κυοφορία γέγονεν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Συμεὼν ἀφήνοντας τὸν κατ’ ὄνομα πατέρα, ἀπευθύνει τοὺς λόγους «πρὸς τὴν ἀληθῆ μητέρα»4. Ἔτσι τὴν μὲν εὐλογία «μεταδίδει» ὁ Συμεὼν καὶ στοὺς δύο, τὴν δὲ προσαγόρευση «τῶν ἀπορρητοτέρων» προσ­φέρει μόνο στὴ Μητέρα. Μὲ τὴν κοινὴ εὐλογία δὲν ἀπογυμνώνει τὸν Ἰωσὴφ «τοῦ σχήματος τῶν γεννητόρων», «διὰ δὲ τῶν πρὸς τὴν μητέρα λόγων» ­ξεχωρίζει ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν Παρθένο, τὴν ὁποία ­ἀνακηρύσσει «ὡς ἀληθῶς μητέρα» τοῦ Βρέφους5. Ἄλλωστε οἱ ­δοκιμασίες τοῦ παι­διοῦ, γιὰ τὶς ὁποῖες προφητεύει στὴ συν­έχεια ὁ Συμεών, ­συγκλονίζουν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴ μητρικὴ καρδιά.
. Μετὰ τὴν εὐλογία λοιπὸν ὁ δίκαιος Συμεὼν ἀπευθυνόμενος στὴν ­Παρθένο Μα­­­ρία, προφητεύει ­ἀποκαλύπτοντας μιὰ ἀ­­­προσδόκητη ἀλήθεια. Λέγει: «Ἰδοὺ οὗ­­­­τος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Λουκ. β´ 34). Ἰδού, τὸ παιδὶ αὐτό, ὁ Ἰησοῦς, εἶναι προορισμένος νὰ γίνει αἰτία πτώσεως καὶ ἀναστάσεως στὸν Ἰσραήλ. «Διὰ ­πρώτην φορὰν ἐν τῇ Κ. Διαθήκῃ γίνεται λόγος περὶ τοῦ παθήματος τοῦ Σωτῆρος», τὰ ὅσα δὲ ἀκούστηκαν «τόσον θαυμασμὸν διήγειραν»6.
. Ἡ ἔννοια τῆς ὅλης φράσεως εἶναι σπουδαιότατη. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς ἐμβαθύνουν ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, καὶ πάντως δεχόμενοι τὸν φωτι­σμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σχολιάζει: «Τοποθετήθηκε βέβαια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα ὁ Ἐμμανουὴλ στὰ θεμέλια τῆς Σιών, ἐπειδὴ ἦταν λίθος ἐκλεκτός, ἀκρογωνιαῖος, βαρύτιμος. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν σ’ αὐτὸν δὲν ντροπιάστηκαν, ἐνῶ οἱ ἄπιστοι καὶ ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν τὸ μυστήριο ποὺ κρυβόταν σ’ αὐτόν, ἀφοῦ ἔπεσαν, συνετρίβησαν. Διότι εἶπε κάπου πάλιν ὁ θεὸς καὶ Πατέρας: “ Ἰδού, τοποθετῶ στὴ Σιὼν λίθο γιὰ πρόσκομμα καὶ πέτρα σκανδάλου, καὶ καθένας ποὺ θὰ στηρίζει τὴν πεποίθησή του σ’ Αὐτόν, δὲν θὰ ντροπιασθεῖ καθόλου, καὶ δὲν θὰ διαψευσθοῦν καθόλου οἱ ἐλπίδες ποὺ στήριξε σ’ Αὐτόν, ἐνῶ σ’ ὅποιον θὰ πέσει θὰ τὸν λιχνίσει” (πρβλ. Ἡσ. κη´ [28] 16). Ὅμως ὁ προφήτης (Ἡσαΐας) ­ἀσφάλισε τοὺς Ἰσραηλίτες λέγοντας· “συναισθανθεῖτε τὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου καὶ ἀποδῶστε σ’ Αὐτὸν τὴ δόξα ποὺ Τοῦ πρέπει, καὶ μόνο ὁ φόβος ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτὴν ἂς εἶναι ὁ φόβος σας. Καὶ ἂν ἔχεις στηριγμένη τὴν πεποίθησή σου σ’ Αὐτόν, Αὐτὸς θὰ εἶναι γιὰ σένα σωτήριο καὶ προστατευτικὸ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ παραβιάσει· καὶ δὲν θὰ Τὸν συναντήσετε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σας σὰν λίθο στὸν ὁποῖο θὰ ­σκοντάψετε οὔτε σὰν πέτρα πτώσεως” (πρβλ. Ἡσ. η´ 13-14). Ἐπειδὴ λοιπόν», συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν τίμησε τὸν Ἐμμανουήλ, ποὺ εἶναι ­Κύριος ὁ Θεός, οὔτε καὶ θέλησε νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες του σ’ Αὐτόν, προσκρούοντας ἐπάνω Του σὰν σὲ λίθο ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας του, ἔπεσε καὶ συντρίφθηκε. ­Ὡστόσο πολλοὶ σηκώθηκαν, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν σ’ Αὐτόν. Ἢ καί, ὅπως γράφει ὁ ­σοφότατος Παῦλος, ὁ σταυρωμένος Χριστὸς γιὰ τοὺς ­Ἰουδαίους, ποὺ ­περιμένουν τὸν Μεσσία Χριστὸ ὡς ἐπίγειο βασιλιά, εἶναι σκάνδαλο, ἐμπόδιο πάνω στὸ ὁποῖο σκον­τάφτουν καὶ δὲν πιστεύουν. Γιὰ δὲ τοὺς Ἕλληνες (τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους) πα­ρουσιάζεται ὡς ἰδέα μωρὴ καὶ ἀνόητη (…). Γιὰ μᾶς ὅμως, ποὺ εἴμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, εἶναι δύναμη Θεοῦ ποὺ σώζει (Α´ Κορ. α´ 23· 18)»7



«Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ συνεπάγεται κρίση καὶ χωρισμὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων».

Ὀ Λεόντιος, ἐπίσκοπος Νεαπόλεως τῆς Κύπρου, σχολιάζοντας τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ θεοδόχου Συμεὼν πρὸς τὴν Παρθένον «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», σχολιάζει: «Εἰς πτῶσιν μὲν τῶν ἀπίστων, εἰς ἀνάστασιν δὲ τῶν πιστευόντων». Δὲν εἶναι βέβαια τὸ Βρέφος ποὺ θὰ γίνει ἡ αἰτία πτώσεως τῶν μὲν καὶ ἀναστάσεως τῶν δέ· αἰτία θὰ εἶναι ἡ ἐλεύθερη θέληση καὶ ἀπόφαση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὅπως τὸ βεβαιώνουν πολλὲς μαρτυρίες. Ἔτσι τὰ μὲν πλήθη τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματα τοῦ Σωτῆρος, ἔτρεχαν κον­τά Του, ἐνῶ οἱ ἀνόητοι ἀρχιερεῖς ἔλεγαν «δαιμόνιον ἔχει… τί αὐτοῦ ἀκούετε;» (Ἰω. ι´ 20· πρβλ. Ματθ. ια´ [11] 18). Ὥστε οἱ μὲν μὲ τὴ θέλησή τους «ἀνίσταντο, οἱ δὲ ἑκουσίως» ὄχι μόνο ἔπεφταν, ἀλλὰ παρέσυραν καὶ ἄλλους στὴν πτώση τους. Ἐπίσης ἐνῶ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, ποὺ ἀπήλαυσε θαυματουργικῶς τὸ φῶς του, ἀνεκήρυττε γεμάτος εὐγνωμοσύνη «τὴν τοῦ εὐεργέτου μεγαλειότητα», ἀντιθέτως οἱ ἀναίσχυντοι ἀρχιερεῖς καὶ ­πρεσβύτεροι τοῦ ἔλεγαν «δόξασε τὸν Θεὸ ὁμολογών­τας ὅτι πλανήθηκες καὶ ἀναγνωρίζον­τας τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὸν ποὺ σὲ θεράπευσε. Ἐμεῖς ξέρουμε καλὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ καταλύει τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁμαρτωλός (Ἰω. θ´ 24)». Καὶ πάλι στὴν περίπτωση τῆς ἀναστάσεως τῆς θυγατρὸς τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου, ὁ μὲν πατέρας τῆς κόρης, «ἑλκόμενος» ἀπὸ τὴν πίστη, καλεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γνωρίζοντας δὲ ὁ Χριστός, «ἡ ζωή», ὅτι, μόλις παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὴ νεκρὴ θυγατέρα, «ὁ θάνατος (θά) δραπετεύσει», ὀνόμασε «τὸ πάθος ὕπνον καὶ ὄχι θάνατον», οἱ δὲ παρευρισκόμενοι, ἐπειδὴ ἦσαν «ἀνόητοι», δὲν σταματοῦσαν νὰ περιγελοῦν Ἐκεῖνον ποὺ ἔδιωχνε τὸν θάνατο καὶ ἐπανέφερε στὴ ζωὴ τὴν κόρη (βλ. Μάρκ. ε´ 22-23· 35-42). Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Σταύρωση ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστὲς χλευάζοντας τὸν Κύριο ἔλεγε· ἐὰν εἶσαι «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς»· ὁ δὲ ἄλλος ληστὴς ὄχι μόνο ἐπέπληξε τὸν χλευαστὴ ληστή, ἀλλὰ στράφηκε καὶ πρὸς τὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπε· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Γι’ αὐτὸ καὶ δίκαια ὁ εὐγνώμων ληστὴς καλεῖται μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Παράδεισο (βλ. Λουκ. κγ΄ [23] 39-43). Βλέπεις, ἐρωτᾶ ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως, ἄλλους μὲν νὰ πέφτουν ἑκούσια ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους καὶ ἄλλους νὰ ἀνίστανται μὲ τὴ θέλησή τους χάρη στὴν πίστη τους; Ἀλλὰ ἡ προφητεία τοῦ Συμεὼν ἔχει ἐκπληρωθεῖ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο. Διότι ἡ κατ’ οἰκονομίαν σάρκωση τοῦ Σωτῆρος ἔγινε γιὰ μὲν τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες πτώση, ἀνάσταση δὲ ὅσων εἶχαν νικηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ δουλωθεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο. «Βλέπεις πῶς κεῖται τὸ Βρέφος εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν; ἀλλὰ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον;». Τὸ πιστοποιοῦν τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα. «Ἀντιλέγουσι δὲ» καὶ ὅσοι ἐφεῦραν «τὰς διεστραμμένας αἱρέσεις (…) παρερμηνεύοντες τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον»8.
.           Ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνὸς λέγει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι «εἰς πτῶσιν» ­ἐκείνων ποὺ Τὸν βλέπουν μόνο ὡς ἄνθρωπο καὶ ἀπιστοῦν στὴ θεότητά Του, εἰς «ἀνάστασιν» δὲ ἐκείνων ποὺ δέχονται τὴ θεότητά Του. Εἶναι δὲ ὁ Κύριος «λίθος ἀκρογωνιαῖος», διότι ἑνώνει «τοὺς δύο λαούς, τόν τε παλαιόν (τὸν Ἰσραήλ) καὶ τὸν νέον (τὸν χριστιανικό)». Εἶναι δὲ «εἰς πτῶσιν μὲν σαρκός, ἤτοι (δηλαδή) τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ παθῶν καὶ λογισμῶν πονηρῶν καὶ δαιμόνων καὶ τοῦ κατὰ τὸ γράμμα νόμου· (εἰς) ἀνάστασιν δὲ πνεύματος, ἤγουν (δηλαδή) πνευματικοῦ φρονήματος καὶ φυσικῶν δυνάμεων καὶ ἀρετῆς καὶ γνώσεως καὶ τοῦ κατὰ τὸ πνεῦμα νόμου». Θὰ εἶναι δὲ «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», δηλαδὴ «εἰς θαῦμα ἀν­τιλεγόμενον» γιὰ τοὺς ἀπίστους, δηλαδὴ θαῦμα ὑπαρκτὸ καὶ ἀφορμὴ ­ἀντιλογίας. Διότι ἦταν θαῦμα τὸ ὅτι δὲν ἦταν «μήτε ἄνθρωπος μόνον, μήτε Θεὸς μόνον, ἀλ­λὰ Θεάνθρωπος». Ἀντιλέγουν δέ, ­διότι ὅλα τὰ ἑρμηνεύουν καὶ τὰ ἐξετάζουν «κατὰ φύσιν», μὴ μπορώντας νὰ ἐννοήσουν τίποτε τὸ «ὑπερφυές», τὸ ὑπερφυσικό. Εἶναι καὶ ἄλλοι, κατὰ τὸν Ζιγαβηνό, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» εἶναι ἡ Σταύρωση. «Σημεῖον μέν, ὡς σύμβολον φιλανθρωπίας», διότι ὁ Κύριος ὑπέμεινε τὴ Σταύρωση χάριν τῶν ἀνθρώπων. «Ἀντιλεγόμενον» δὲ διότι ἡ Σταύρωση ὀνειδίζεται καὶ χλευάζεται ἀπὸ τοὺς ἀπίστους9.
.               Ὥστε ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο δὲν εἶχε ὁμοιόμορφο ἀποτέλεσμα γιὰ ὅλους. Διότι διαφορετικὰ «ἐπενεργεῖ ὁ Κύριος εἰς ταύτην τὴν ψυχὴν καὶ κατ’ ἄλλον εἰς ἐκείνην. Ἀλλὰ καὶ πάλιν εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ψυχὴν διαφόρως ἐπιδρᾷ κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς τῆς ἱστορίας της. Τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγαθὴ θέλησις περιορίζεται ὑπὸ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι δύνανται νὰ ἀντιταχθοῦν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ ματαιώσουν τὰ σωτηριώδη σχέδιά της, ὁπότε ὁ Χριστὸς καθίσταται πέτρα σκανδάλου καὶ λίθος προσκόμματος δι’ αὐτούς. Συμβαίνει δὲ ὥστε ἄνθρωποι» ποὺ ἄρχισαν κακῶς, «νὰ ὁδηγηθοῦν διὰ τῶν σοφῶν μέσων καὶ μεθόδων τῆς θείας Προνοίας εἰς ἀνάνηψιν, ὁπότε ἡ δι’ αὐτοὺς πέτρα τοῦ σκανδάλου μεταβάλλεται εὐθὺς εἰς λίθον θεμέλιον καὶ ἀκρογωνιαῖον» πάνω στὸν ὁποῖο «οἰκοδομοῦνται εἰς σωτηρίαν»10.
.             Ἡ ἔλευση λοιπὸν τοῦ Μεσσία Χριστοῦ συνεπάγεται κρίση καὶ χωρισμὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλοι ἀγαποῦν τὸν Χριστό, τὸ φῶς, ἄλλοι τὸ σκοτάδι, διότι εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰω. γ´ 19). Ὡστόσο ὁ σκοπὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἡ πτώση, ἀλλὰ ἡ σωτηρία. Καὶ εἶναι χαρμόσυνο νὰ σκέπτεται κανεὶς ὅτι σὲ πλῆθος ἀνθρώπων ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του εἶναι «ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν», θλιβερότατο δὲ νὰ σκέπτεται ὅτι εἰς ἄλλους εἶναι «ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον» (Β´ Κορ. β´ 16).
Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ αὐτό: Ὅταν ὁ Κύριος εἶχε προσαχθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ἱερὸ ὡς Βρέφος, προφητεύθηκαν ἀντιλογίες οἱ ὁποῖες Τὸν ἀνέμεναν. Ὅταν δὲ ὁ Ἴδιος παρουσιάστηκε στὸ ναὸ γιὰ τελευταία φορά, εἶπε Αὐτὸς ὁ ἴδιος λόγια παρόμοια μὲ ἐκεῖνα τοῦ Συμεών: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους…»· «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας…» (Ματθ. κγ´ [23] 37 καὶ κα´ [21] 42-45). Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια λοιπὸν τῆς ἐπὶ γῆς δράσεώς Του ἦταν «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Καὶ σήμερα εἶναι. Καὶ πάντοτε θὰ εἶναι. Ἄλλοι θὰ δέχονται τὸ κήρυ­γμά Του καὶ ἄλλοι θὰ τὸ ἐπικρίνουν καὶ θὰ τὸ ἀποκηρύσσουν. Τελικῶς ὅμως νικητὴς θὰ εἶναι ὁ Ἴδιος καὶ ἡ Ἐκκλησία Του  

 

 1.EΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λου­κᾶν, κεφ. Γ´, PG 129, 893Β.

2. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγ. εἰς Συμεῶνα, PG 93, 1577Β.

3. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ὅ.π., PG 93, 1577ΒC.
4. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ὅ.π., PG 93, 1577CD.
5. ΦΩΤΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ, Τὰ Ἀμφιλόχια, Ἐ­­­ρώτ. ρνϛ´, PG 101, 828Α.
6. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κα­τὰ Λουκᾶν, ἔκδ. «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ.   109.
7. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, Β΄ 34, PG 72, 505ΑΒ.

 8.ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγ. εἰς Συμεῶνα, Α´, PG 93,  1577D-1580ABC.
  9.ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. Γ´, PG 129, 893ΒC. 

10. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κα­τὰ Λουκᾶν, ἔκδ. «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ. 109.

πηγή



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά