Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Χτυπήματα πέφτουν επάνω σας αδυσώπητα απ’ όλες τις μεριές ( Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος )


monks talk
Τα βάσανα σας είναι πολλά.
Τα χτυπήματα πέφτουν επάνω σας αδυσώπητα απ’ όλες τις μεριές. Αλλά μην απελπίζεστε.
Δοκιμασίες είναι, που σας βρίσκουν με παραχώρηση του φιλάνθρωπου Θεού, για να καθαριστείτε από τα πάθη και τις αδυναμίες σας.
Παραδώστε, λοιπόν, τον εαυτό σας στα χέρια Του με εμπιστοσύνη, ευψυχία, χαρά και ευγνωμοσύνη.
Μη θυμώνετε, μη δυσφορείτε, μην τα βάζετε με κανέναν άνθρωπο. Αφήστε τους ελεύθερους να επιτελούν επάνω σας και μέσα σας το εργο της πρόνοιας του Κυρίου, που, αποβλέποντας στη σωτηρία σας, πασχίζει να βγάλει από την καρδιά σας κάθε ακαθαρσία...
Όπως η πλύστρα τσαλακώνει, τρίβει και χτυπάει τα ρούχα μέσα στη σκάφη, για να τα λευκάνει, έτσι και ο Θεός τσαλακώνει, τρίβει και χτυπάει εσάς, για να λευκάνει την ψυχή σας και να την ετοιμάσει για την ουράνια βασιλεία Του, όπου κανένας ακάθαρτος δεν θα μπει.
Αυτή είναι η αλήθεια. Προσευχηθείτε να σας φωτίσει το νου ο Κύριος, για να την αντιληφθείτε. Τότε με χαρά θα δέχεστε καθετί το δυσάρεστο σαν φάρμακο που σας δίνει ο επουράνιος Γιατρός. Τότε θα θεωρείτε όσους σας βλάπτουν σαν ευεργετικά όργανα Εκείνου. Και πίσω τους θα βλέπετε πάντα το χέρι του μεγάλου Ευεργέτη σας.
Για όλα να λέτε: «Δόξα σοι, Κύριε!».
Να το λέτε, αλλά και να το αισθάνεστε.
Σας συμβουλεύω να εφαρμόσετε τους παρακάτω κανόνες:
1). Κάθε στιγμή να περιμένετε κάποια δοκιμασία. Και όταν έρχεται, να την υποδέχεστε σαν ευπρόσδεκτο επισκέπτη.
2). Όταν συμβαίνει κάτι αντίθετο στο θέλημα σας, κάτι που σας προκαλεί πίκρα και ταραχή, να συγκεντρώνετε γρήγορα την προσοχή σας στην καρδιά και ν’ αγωνίζεστε μ’ όλη σας τη δύναμη, με βία και προσευχή, ώστε να μη γεννηθεί οποιοδήποτε δυσάρεστο και εμπαθές αίσθημα μέσα σας. Αν δεν επιτρέψετε τη γέννηση τέτοιου αισθήματος, τότε όλα τελειώνουν καλά. Γιατί κάθε κακή αντίδραση ή ενέργεια, με λόγια ή με έργα, είναι συνέπεια και επακόλουθο αυτού του αισθήματος.
Αν, πάλι, γεννηθεί στην καρδιά σας ενα ασθενικό εμπαθές αίσθημα, τότε τουλάχιστον ας αποφασίσετε σταθερά να μην πείτε και να μην κάνετε τίποτα, ώσπου να φύγει αυτό το αίσθημα. Άν, τέλος, είναι αδύνατο να μη μιλήσετε ή να μην ενεργήσετε με κάποιον τρόπο, τότε υπακούστε όχι στα αισθήματα σας, αλλά στον θείο νόμο. Φερθείτε με πραότητα, ηρεμία και φόβο Θεού.
3). Μην περιμένετε και μην επιδιώκετε να σταματήσουν οι δοκιμασίες. Απεναντίας, προετοιμάστε τον εαυτό σας να τις σηκώνει ως το θάνατο. Μην το ξεχνάτε αυτό! Είναι πολύ σημαντικό. Αν δεν τοποθετηθείτε έτσι απέναντι στις δοκιμασίες, η υπομονή δεν θα στερεωθεί στην καρδιά σας.
4). Εκείνους που σας χτυπούν, να τους «εκδικείστε» με την αγάπη σας και την αμνησικακία σας. Με τα λόγια σας, με τη συμπεριφορά σας, ακόμα και με το βλέμμα σας να τους δείχνετε ότι, παρ’ όλα όσα σας κάνουν, εξακολουθείτε να τους αγαπάτε. Και βέβαια, ποτέ μην τους θυμίσετε πόσο σας αδίκησαν.

Ἡ πορεία πρός τό Ἁγιο Πάσχα

τοῦ Κωνσταντίνου Ζορμπά 
"Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι..." (Μάρκ. 10). Ἀπό δῶ καί μπρός θά ἀκολουθήσουμε μαζί μέ τούς μαθητές τήν πορεία πρός τά Ἰεροσόλυμα. Συμπόρευση, συσταύρωση, νέκρωση. "Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτό καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι' αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς".
 Ἄν στό πρῶτο μέρος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἡ προσπάθειά μας ἀποσκοποῦσε σέ ἕναν ἐξαγνισμό μέ τή νηστεία, τήν προσευχή, τή συμμετοχή μας στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τώρα πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι αὐτή ἡ κάθαρσις δέν εἶναι αὐτοσκοπός. Τώρα ὅλα πρέπει νά μᾶς ὁδηγήσουν στήν οἰκειοποίησή μας μέ τόν σταυρικό θάνατο καί στή συνέχεια μέ τήν Ἀνάσταση!
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου προεικονίζει ἤδη τήν Ἀνάσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. "Τήν κοινήν Ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ Πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον" θά ἀκούσουμε στόν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου καί Δικαίου Λαζάρου. Καί ἐνῶ μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ὅτι τό Σάββατο εἶναι ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁπανταχοῦ κεκοιμένων, τό Σάββατο αὐτό τοῦ Λαζάρου ἑορτάζεται ὡς μία ἀναστάσιμη ἡμέρα. Μᾶς προετοιμάζει νά κατανοήσουμε τή νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στόν αἰώνιο ἐχθρό τόν Ἅδη. Μιά νίκη πού κάνει τόν ἴδιο τόν Ἅδη νά τρέμει καί πικρά νά κλαίει. Ὁ Ἅδης "κάτωθεν, πικρῶς ὠδύρετο καί στένων ἔτρεμε" καί "στενάξας, ἀπέλυσε φόβω". Οἱ ἀναφορές στήν ἀπελπιστική κατάσταση πού βρίσκεται τό πρόσωπο τοῦ Ἅδη ποικίλες:
               - "Παρακαλῶ σε Λάζαρε, φησίν ἀνάστηθι, ἔξελθεν τῶν κλείθρων μου ταχύ, ἄπιθι οὖν...",
                - "Καί τί βραδύζεις Λάζαρε; φησίν ὁ φίλος σου, δεῦρο ἔξω κράζει στηκώς. Ἔξελθε οὖν, ἵνα κἀγώ ἄνεσιν λάβω, ἀφ' οὗ γάρ σέ ἔφαγον, εἰς ἐμετόν ἡ τροφή, ἀντικατέστη μου".
               - "Ἀνάστα ἐντεῦθεν, ὑπακούσας τῆς φωνῆς. Ὁ φίλος σου γάρ ἔξω προσφωνεῖ σε. Οὖτος ἐστιν, ὁ τό πρίν ἀναστήσας τούς νεκρούς...".
Ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ ὁ Λάζαρος ἀποτελεῖ τήν προσωποποίηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἡ Βηθανία, ὅπου βρίσκεται τό σπίτι του, σύμβολο ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης, ὁ τόπος ὅπου κατοικεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία σέ ὅλη αὐτή τήν διήγηση εἶναι ἡ μαρτυρία πού μᾶς παραδίδει ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί τήν ἐπαναλαμβάνουν πολλοί ὑμνογράφοι: "Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς" (Ἰω. 11: 35). Δέν κλαίει, δέν ξεσπᾶ σέ λυγμούς καί ὀλοφυρμούς (Τρεμπέλας, σελ. 418), ἀλλά ἁπλῶς δακρύζει. Γιατί ἄραγε; Μπορεῖ ὁ Χριστός νά δακρύσει, ἀφοῦ γνωρίζει πολύ καλά τί θά ἀκολουθήσει; Εἶναι δυνατόν ὁ ἴδιος ὁ Κτίστης τῶν πάντων νά ρωτᾶ "ποῦ κεῖται ὅν θρηνεῖται; ποῦ τέθαπται Λάζαρος, ὅν μετ' ὀλίγων ἐκ νεκρῶν, ζῶντα ἡμῖν ἐξαναστήσω ἐγώ;" (Ὠδή γ´). Ἄς δοῦμε ὅμως τά ἴδια τά κείμενα:
                - Ἐδάκρυσας Κύριε ἐπί Λαζάρου, δεικνύων τήν σάρκωσιν, τῆς οἰκονομίας σου καί ὅτι φύσει Θεός, ὑπάρχων, φύσει καθ' ἡμᾶς γέγονας ἄνθρωπος.
                - Ἐδάκρυσας Κύριε, ἐπί Λαζάρω, δείξας ὅτι ἄνθρωπος εἶ, καί ἤγειρας Δέσποτα, τόν τεθνεῶτα καί ἔδειξας τοῖς λαοῖς, ὅτι Υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ.
                -   Δάκρυσας ὡς ἄνθρωπος ἐπί Λαζάρου, ἐξήγειρας αὐτόν ὡς Θεός. Ἠρώτας ποῦ τέθαπται, ὁ τεταρταῖος; πιστούμενος ἀγαθέ, τήν ἐνανθρώπησίν σου.
Τί κρύβεται ἄραγε πίσω ἀπό αὐτές τίς θαυμάσιες ἐκφράσεις; Οἱ ὑμνογράφοι πιστεύουν ὅτι αὐτά τά δάκρυα εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ καί ἔχουν τή δύναμη νά ἀναστήσουν ἀκόμη καί τούς νεκρούς. Γνωρίζουμε ὅμως ὅλοι μας ὅτι κάτι τέτοιο θά μᾶς ὁδηγοῦσε σέ ἕνα μονοφυσιτισμό, ἀφοῦ οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας, εἶναι ἑνωμένες "ἀτρέπτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως".  Τότε τί μπορεῖ νά εἶναι. Στό σημεῖο αὐτό θά χρησιμοποιήσω ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἅγιο Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος γράφει σχετικά: "οὐδέ ζωοποιεῖ τόν Λάζαρον ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, οὔτε δακρύει ἡ θεϊκή ἐξουσία. Τό μέν γάρ δάκρυον, τῆς ἀνθρωπότητος ἴδιον, ἡ δέ ζωή, τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς. Ἀλλ' ὅμως ἔχει δύο φύσεις, τῆς θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ. ......Τάς μέν γάρ θεοσημείας ἡ θεότης εἰργάζετο, ἀλλ' οὐ δίχα τῆς σαρκός. Τά δέ ταπεινά ἡ σάρξ, ἀλλ' οὐ χωρίς τῆς θεότητος". (Βιβλίο, ΙΙΙ, 94: 1057 Β, Πρβλ. 87 Γ: 3157 Α κ. ἑξ.).
 Ἄρα, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος πού δακρύζει καί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος πού θά ἀναστήσει τόν Λάζαρο. Δακρύζει... καί εἶναι δάκρυα θεϊκά... Δακρύζει γιατί βλέπει τόν θάνατο νά γίνεται πρίγκηπας τοῦ κόσμου. Ἡ ἀνάσταση ἔχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Δέν γίνεται ἀπό τόν Θεό γιά τόν Θεό, ἀλλά περικλύει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Θεός εἶναι ἡ Ζωή καί ἡ Πηγή τῆς ζωῆς. Προσκαλεῖ τόν ἄνθρωπο σέ αὐτήν τήν πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος ὅπως καί ὁ κόσμος ἐπλάσθη ἀπό τά χέρια τοῦ Κτίστη γιά νά δοξάζει τόν Δημιουργό καί νά γίνει μέτοχος τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει καί ὁ ὑμνωδός, ὁ ὁποῖος γράφει: "Δακρύσας ὡς ἄνθρωπος Οἰκτίρμον, ἐξανέστησας ὡς Θεός τόν ἐν τάφῳ καί τοῦ Ἅδου λυθείς, ὁ Λάζαρος ἐβόα. Εὐλογητός εἶ Κύριε, ὁ Θεός εἰς τούς αἰώνας" (Ὠδή θ´).
 Ἀκολουθοῦμε τόν Ἰησοῦ πρός τά Ἰεροσόλυμα καί ἔχουμε τήν μοναδική τιμή νά τόν ἀκολουθήσουμε μέχρι τόν τάφο τοῦ Λαζάρου καί νά ἀκούσουμε τήν συγκλονιστική ἐντολή Του: "Λάζαρε, δεῦρο ἔξω". Κατανοοῦμε τώρα τόν λόγο πού δάκρυσε ὁ Ἰησοῦς. Δακρύζει γιατί ἀγαποῦσε τόν φίλο του τόν Λάζαρο. Καί ἡ πράξη του αὐτή δέν εἶναι προβολή τῆς θεϊκῆς του δύναμης, ἀλλά τῆς δύναμης τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης πού γίνεται δύναμη καί μπορεῖ νά νικᾶ τόν θάνατο. Ὁ Θεός εἶναι Ἀγάπη καί ἡ Ἀγάπη εἶναι Ζωή. Εἶναι ἡ Ἀγάπη πού δακρύζει στόν τάφο καί εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀγάπη πού τόν φέρνει πίσω στή ζωή. Εἶναι "Ἡ πάντων χαρά, Χριστός ἡ ἀλήθεια, τό φῶς καί ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις, τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι καί γέγονε τύπος τῆς ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσιν παρέχων θείαν ἄφεσιν" (Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς τοῦ Λαζάρου).
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα
Ἡ πορεία μας φθάνει στό τέλος της. Στόν ἀληθινό σκοπό της. Φθάνουμε στήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν. Ἡ πορεία τοῦ Τριωδίου ἔχει φθάσει οὐσιαστικά στό τέλος της ἤδη ἀπό τήν προηγούμενη Ἑβδομάδα. "Τήν ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καί τήν ἁγίαν Ἑβδομάδα τοῦ Πάθους σου, αἰτοῦμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε...". Μέσα ἀπό τά λόγια αὐτά ἡ Ἐκκλησία μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι ἡ Σαρακοστή ἔχει τελειώσει. Τό Τριώδιον βρίσκεται στό τέλος, ἐνῶ τό τελευταῖο μέρος του ἀρχίζει. Φθάνουμε στήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν.
Οἱ τρεῖς ἡμέρες πού ἀκολουθοῦν ἡ Ἐκκλησία τίς ὀνομάζει Ἁγίες καί Μεγάλες καί ἔχουν ἕνα ὁρισμένο στόχο. Μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν ἐσχατολογική σημασία τοῦ Πάσχα. Σήμερα ὅλοι μας λίγο-πολύ θεωροῦμε τήν μεγάλη Ἑβδομάδα ὡς μία ὄμορφη παράδοση, μιά σημαντική ἡμερομηνία στήν ἀτζέντα μας. Πάσχα σημαίνει τό τέλος τοῦ κόσμου (Ι. Κορ. 7: 31). Πάσχα σημαίνει τό πέρασμα στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τό Πάσχα δέν εἶναι μιά ἁπλή ἀνάμνηση, ἕνα χθεσινό γεγονός. Ὁ σκοπός τῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν εἶναι ἀκριβῶς νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος ὅλα αὐτά πού θά ἐπακολουθήσουν. Τά λειτουργικά κείμενα μᾶς καλοῦν νά ζήσουμε τά γεγονότα και νά ἀκούσουμε "πάντες οἱ πιστοί, συγκαλουμένης ὑψηλῷ κηρύγματι, τῆς ἀκτίστου καί ἐμφύτου σοφίας τοῦ Θεοῦ" (Μ. Πέμπτη, Ὠδή α´). Τά γεγονότα ὅμως πού θά ἀκολουθήσουν δέν ἀποτελοῦν μιά ἁπλή ἀνάμνηση, ἀλλά γίνονται ΣΗΜΕΡΟΝ.
Σήμερον τό κατά τοῦ Χριστοῦ πονηρόν συνήχθη τό συνέδριον... (Ἰδιόμελο). Σήμερον ὁ Ἰούδας, τό τῆς φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπεῖον (καί ὄχι πρόσωπον....). Σήμερον τήν τῶν χρημάτων ἀγχόνην, Ἰούδας ἑαυτῷ περιτίθησι... Σήμερον Καϊάφας ἄκων προφητεύει, συμφέρει λέγων, ὑπέρ τοῦ λαοῦ ἕναν ἀπολέσθαι... Σήμερον ἔλεγεν ὁ Κτίστης οὐρανοῦ καί γῆς, τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς, ἤγγικεν ἡ ὥρα. Σήμερον ὁ Ἰούδας, παραποιεῖται θεοσέβειαν. Σήμερον γρηγορεῖ ὁ Ἰούδας, παραδοῦναι τόν Κύριον, (καί ἀλλοῦ ἵνα τόν Δημιουργόν καί κτίστην τῶν ἁπάντων, Πιλάτῳ παραδώσει). Σήμερον τῷ Σταυρῷ προσήλωσαν Ἰουδαῖοι (Ἀκολουθία τῶν ἁγίων παθῶν). ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ Ο ΕΝ ΥΔΑΣΙ ΤΗΝ ΓΗΝ ΚΡΕΜΑΣΑΣ. "Σήμερον σέ θεωροῦσα, ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν Σταυρῷ καί Λόγε, ἀναρτώμενον, ὀδυρομένη μητρώα σπλάγχνα, ἐτέτρωτο τήν καρδίαν, πικρῶς...." (Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν).  Σήμερον "ὁ ἀπρόσιτος τῆς οὐσίας, ἔργον δούλου ἀνέλαβε" (Ἰδιόμελο 4ο, Μ. Πέμπτη Ἑσπέρας).
Ποιό μπορεῖ νά εἶναι τό νόημα τοῦ σήμερον; Γίνονται ὅλα αὐτά τά γεγονότα σήμερα ἤ ἀποτελοῦν ἁπλές ἐπαναλήψεις; Ἴσως νά μήν ἔχει καί μεγάλη σημασία γιά μᾶς αὐτός ὁ λειτουργικός χρόνος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ τά πάντα ἀνήκουν στό παρελθόν. Εἶναι ἄραγε παρελθόν; Ἡ κατάστασή μας, ἀγαπητοί μου, ἔχει δημιουργήσει μιά πόλωση γύρω μας πού ἀδυνατοῦμε νά δοῦμε τά γεγονότα μέσα ἀπό τήν ἀληθινή τους διάσταση. Γιορτάζουμε δυστυχῶς μέ ἰδέες, ἀλλά ἡ σωστή γιορτή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα γεγονός συνάντησης μέ τόν ἄλλον ξεπερνώντας τήν ἀπομόνωση. Θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά συνεχής ἀνάμνηση καί ἀναφορά (Σμέμαν). Ἡ μνήμη εἶναι ἡ πιό θαυμάσια, ἀλλά παράλληλα καί ἡ πιό τραγική ἀπό ὅλες τίς ἀνθρώπινες λειτουργίες, γιατί τίποτε ἄλλο δέν ἀποκαλύπτει καλύτερα τήν διασπασμένη φύση τῆς ζωῆς μας, τήν ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά διατηρήσει κάτι πραγματικά καί νά τό κατέχει ἀληθινά στόν κόσμο αὐτόν. Ἡ μνήμη μᾶς φανερώνει ὅτι "ὁ χρόνος καί ὁ θάνατος βασιλεύουν στή γῆ". Ἀσφαλῶς καί ὅλα αὐτά δέν γίνονται σήμερον, ἀλλά "σήμερον" μποροῦμε νά θυμόμαστε αὐτές τίς πράξεις μας καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι βασικά τό δῶρο καί ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς ἀνάμνησης, πού μεταβάλλει τίς πράξεις ἀπό παρελθόν σέ αἰώνια πραγματικά γεγονότα (Σμέμαν). Ὁ χρόνος παύει νά ὑπάρχει μέ τή μορφή τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος καί τόν βιώνουμε σάν ἕνα διαρκές παρόν. Ζοῦμε σάν νά συμβαίνουν σήμερα. Μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία ἕνα ἱστορικό γεγονός μπορεῖ καί γίνεται ἕνα γεγονός ξεχωριστό, γιά μένα καί γιά σένα, γιά τόν καθένα ξεχωριστά. Γίνεται μιά δύναμη στή ζωή μου, μιά ἀνάμνηση, μιά χαρά. "Τά Πάθη τά σεπτά ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ",  μᾶς διαβεβαιώνει καί πάλι ὁ ὑμνωδός.
Ἀντί Ἐπιλόγου
Ἕνας σύγχρονος φιλόσοφος λέγει: "Πιστεύω ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό μιά θρησκευτική πίστη καί ὅτι ἄν τή χάσει ὁριστικά, θά ἀποξεραθεῖ ἡ ψυχή του καί θά παραδοθεῖ στή νεύρωση καί τήν ἀπόγνωση. Ὁ χριστιανισμός μοῦ δίδει ἕνα αἴσθημα χαρᾶς καί ἐμπιστοσύνης".  Τό ἴδιο καί ὁ Ντοστογιέφσκυ στό βιβλίο του ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΩΦ γράφει: "Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἔχει καλές ἀναμνήσεις ἀπό τήν παιδική του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιά ὅλη του τή ζωή" καί κάνει αὐτή τήν παρατήρηση ὅταν θυμᾶται τήν μητέρα του πού τόν εἶχε πάρει μαζί της στήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων.
Ἡ καθημερινότητα δέν θά μᾶς ἀφήσει νά καταλάβουμε τό τί γίνεται τίς ἡμέρες αὐτές. Τό ἀναστάσιμο φῶς θά μεταφερθεῖ μέ τίς λαμπάδες πού θά φέρουν στά χέρια τους τά παιδιά μας. Στολισμένες ὅμως μέ τή δύναμη καί τή βία. Ὁ θάνατος νικήθηκε καί ἐμεῖς θά ἐπιμένουμε νά κρατᾶμε κι αὐτή τή στιγμή στά χέρια μας τόν ἴδιο τό θάνατο.
Στήν ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία ἀκοῦμε τό "Πεφώτισται τά σύμπαντα τῇ Ἀναστάσει σου Κύριε καί ὁ Παράδεισος πάλιν ἠνέωκται. Πᾶσα δέ ἡ κτίσις ἀνευφημοῦσα σε, ὕμνο σοι καθ' ἑκάστην προσφέρει". Αὐτός ὁ ὕμνος ἐκφράζει τήν "ἐμπειρία μιᾶς οἰκουμενικῆς ἀπαρχῆς, μιᾶς πλήρους κοινωνίας τῶν πάντων σάν παρόρμηση πού κάνει τούς πιστούς νά ἀγκαλιάζονται, νά ἀποκαλοῦν ἀδελφούς καί τούς ἐχθρούς τους, νά ἀλληλοσυγχωροῦνται". Εἶναι αὐτό πού οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν πανενότητα.
Ἄνθρωποι, ἄγγελοι, φύση. Τό πασχαλινό φῶς. Τό μεσονύκτιον, μέσα στόν κατασκότεινο ναό, ἀπό τό Ἱερό Βῆμα καί μέχρι τόν τάφο τοῦ Κυρίου, σέ ὅλα τά Κοιμητήρια, ἐξέρχεται καί ἐπιλάμπει τό φῶς τό ἀνέσπερο τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ: "Φῶς ἐκ φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ", αὐτό τό "φῶς τοῦ Χριστοῦ", πού "φαίνει πᾶσι" καλούμαστε νά πάρουμε ὅλοι μας καί νά γίνουμε καί μεῖς φῶς Χριστοῦ.
"Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός
οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια..."
Γιορτάζει ὅλη ἡ φύση, συμμετέχει ὅλη ἡ δημιουργία στό φῶς τῆς Ἀνάστασης καί ὁ λαός ξεχύνεται μέ τό φῶς τῆς Ἀνάστασης στούς δρόμους, στούς ἀγρούς, μεταφέρει τό φῶς στό σπίτι του, τήν κατ' οἶκον ἐκκλησία του. Ὁ ἀναστάς Χριστός γίνεται "τό φῶς τοῦ κόσμου". Στήν χαρά αὐτή "εἰσέλθετε πάντες, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον.... καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει. Κἀκείνω δίδωσι καί τούτῳ χαρίζεται. Καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται, καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ..." (Κατηχητικός Λόγος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του ἐπεμβαίνει στόν κόσμο. "Χθές συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι" κι αὐτή ἡ "συνέγερση" πραγματώνεται μέ τήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
Πιστεύω ὅτι τελικά ἡ σιωπή τῶν ἡμερῶν πού θά ἀκολουθήσουν δέν μπορεῖ σέ καμία περίπτωση νά ἀντικατασταθεῖ μέ τόν ἀνθρώπινο βερμαλισμό. Μή μέ ρωτήσετε νά σᾶς πῶ τί εἶναι θάνατος καί ἀνάσταση, μή μέ ρωτήσετε νά σᾶς πῶ τί εἶναι θάνατος καί ζωή, φθορά καί ἀφθαρσία. Ἀδυνατῶ. Ἀλλά ἄν ἐπιμένετε νά σᾶς δώσω ἕνα ἀπειροελάχιστο δεῖγμα τοῦ τρόπου καί τοῦ μέσου γιά νά νικήσουμε τό θάνατο, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά δανεισθῶ ἕνα μικρό κομμάτι τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἀπό τό ἀριστούργημά του ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΩΦ. Τό ἀπόσπασμα πού θά σᾶς διαβάσω ἔχει τόν τίτλο "Τό κρεμμυδάκι" (ἐκδ. Γκοβόστη, μέρος β´, βιβλίο 7ο, σελ. 218).
"Λέει, λοιπόν, ὅτι μιά φορά καί ἕναν καιρό ζοῦσε μιά κακιά γυναίκα. Πέθανε χωρίς νά κάνει κάποιο καλό καί οἱ διάβολοι τήν πέταξαν στή φλογισμένη λίμνη. Ὁ φύλακας ἄγγελός της ὅμως προσπάθησε νά θυμηθεῖ κάποια καλοσύνη της γιά νά τή βοηθήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θυμήθηκε καί τό 'πε στό Θεό, ὅτι κάποτε αὐτή ἔβγαλε ἀπό τί περιβόλι της ἕνα φρέσκο κρεμμυδάκι καί τό 'δωσε σέ μιά ζητιάνα. Ὁ Θεός τοῦ ἀπήντησε τότε: "Πάρε τό ἴδιο κρεμμυδάκι καί πήγαινε πάνω ἀπό τή λίμνη. Βάστα το ἀπό τή μιά ἄκρη καί ἄν πιαστεῖ ἀπό τήν ἄλλη τότε τράβα την. Ἄν τά καταφέρει, ἄς πάει στόν Παράδεισο. Ὅμως ἄν σπάσει τό κρεμμυδάκι, θά πεῖ πώς καλά εἶναι κεῖ πού εἶναι".
Ἔτρεξε ὁ ἄγγελος στή γυναίκα καί τῆς λέει: "Πιάσου, πιάσου γερά ἀπό τό κρεμμυδάκι καί γώ θά σέ τραβήξω". Κι ἄρχισε νά τήν τραβάει προσεχτικά. Τήν εἶχε βγάλει ὁλάκερη σχεδόν ἀπ' τή λίμνη, μά μόλις εἶδαν οἱ ἄλλοι ἁμαρτωλοί πώς τήν τραβᾶνε ἔξω, γαντζώθηκαν ὅλοι πάνω της γιά νά βγοῦν καί αὐτοί μαζί της. Μά ἡ γυναίκα ἦταν κακιά, μέγαιρα σωστή, κι ἄρχισε νά τούς κλωτσάει φωνάζοντας: "Ἐμένα, ἐμένα θέλουν νά βγάλουν κι ὄχι ἐσᾶς. Δικό μου εἶναι τό κρεμμυδάκι κι ὄχι δικό σας". Μόλις τό 'πε αὐτό, τό κρεμμυδάκι ἔσπασε. Κι αὐτή ξανάπεσε στή λίμνη... Κι ὁ ἄγγελος ἔβαλε τά κλάματα κι ἔφυγε!"


Σᾶς διάβασα τό διήγημα αὐτό γιά νά τό συμπληρώσω μέ μιά φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου: "Ἀπέθανεν, ἵνα σώσῃ, ἀνῆλθεν, ἵν' ἑλκύσῃ πρός ἑαυτόν κάτω κειμένους ἐν τῷ τῆς ἁμαρτίας πτώμασι..." (ΕΠ 3: 396-400). Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀνέβηκε στούς οὐρανούς γιά νά μᾶς τραβήξει κοντά του μέ ἕνα ἁπλό κρεμμυδάκι. Ἐπάνω του κρέμεται ὅλη ἀνθρώπινη ἁμαρτία μας καί ὅλη αὐτή ἡ περίοδος μᾶς μαθαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά ὑποστεῖ τόν θάνατο γιά ὅλους μας μέχρι τό τέλος. Συμμετοχή ἤ ἀπόρριψη; Στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού τή βεβαιότητά της μᾶς ἀναγγέλλει ἡ Ἀνάστασις, ἤ μοιράζεσαι τό κρεμμυδάκι πού σοῦ δίδει ὁ Θεός μέ τούς ἄλλους ἤ τραβᾶς τήν ὁδό τῆς ἀπωλείας. 

Σύγχρονος γέροντας ἀσκητής: «Τὸ σαθρὸ οἰκοδόμημα τῆς ἄρχουσας τάξης θὰ γκρεμισθεῖ πολὺ- πολὺ σύντομα»! Ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως θὰ ξαναζωντανέψει στὴν Ἑλλάδα

Τὸ ἀπαιτούμενο σήμερα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ ὅποια προβλήματά μας, μικρὰ ἢ μεγάλα, εὔκολα ἢ δύσκολα εἶναι νὰ συντονίσουμε τὴν καρδιά μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο ἐγχείρημα ἀφοῦ προϋποθέτει τὴν ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τὴν ταπείνωση!


 
Πολὺς ὁ πόνος καὶ ὁ γογγυσμὸς ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη αὐτὴ χώρα, τὴν Ἑλλάδα. Πολλὰ τὰ προβλήματα μέσα στὴν κάθε ἑλληνικὴ οἰκογένεια. Θὰ ἔλεγα πὼς οἱ περισσότεροι Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ζοῦν αὐτὸ τὸν καιρό, βιώνουν θὰ ὑποστήριζα καλύτερα ἕναν Γολγοθά. Μάλιστα θὰ ἐπεσήμανα ὅτι οἱ πιὸ πολλοὶ ζοῦν μονίμως τὸν Γολγοθὰ τους ἀγνοώντας ὅτι στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου καρτερικά τους περιμένει ἡ ἀναστάσιμη χαρά. Κάλλιστα θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς χαρακτηρίσουμε ὡς περιπλανώμενους μόνιμους διαβάτες στούς πρόποδες τοῦ Γολγοθὰ χωρὶς καμιὰ παντελῶς ἐλπίδα Ἀναστάσεως… Μάλιστα  ἂν σ’ αὐτοὺς ἐπιχειρήσεις νὰ δώσεις μία παρηγοριά, μία ἐλπίδα, μία ἡλιαχτίδα χαρᾶς, ἄν τούς συστήσεις νά στρέψουν τή ματιά τους στήν κορυφή τοῦ λόφου τότε σὲ κοιτᾶνε ἔκπληκτοι. Ἐνίοτε μάλιστα ἀναρωτιοῦνται ἂν ἡ ἀνιδιοτελής προσφορά σου ὑποκρύπτει ἰδιοτέλεια καί ἀποβλέπει σὲ ἀνταποδοτικὸ ὄφελος. Ἂν καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,  καλοί μου Χριστιανοί, καταντήσαμε ξένοι μεταξύ μας. Γίναμε μετανάστες στὴν ἴδια τὴν χώρα μας. Κι αὐτὸ γιατί πάνω ἀπ’ ὅλα θέσαμε ὡς ἀποκλειστικὸ κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας τὸ συμφέρον, κάναμε συνοδοιπόρο μας τὴν ἰδιοτέλεια καὶ ἀναπτύξαμε στενὴ φιλικὴ σχέση μὲ τὴν κακία.  Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ  ἐπιλέγουμε καὶ τοὺς κυβερνῆτες μας, τούς ἄρχοντες μας, οἱ ὁποῖοι κατὰ κόρον καὶ στὴ συντριπτικὴ πλειονότητά τους εἶναι ἄθεοι, γνωστικιστές, ἐραστὲς τοῦ σατανισμοῦ καὶ προπαντὸς φανατικοί μιμητὲς τῶν Φαρισαίων καὶ Γραμματέων. Βγάλαμε μόνοι μας ἀπὸ τὸ καβούκι του, ὅπως ἔλεγε ὁ Πατροκοσμᾶς, τὸν Ἀντίδικο. Καὶ ἐκεῖνος τώρα μᾶς στριφογυρίζει σὰν κολοκύθα μὲ τέτοια δύναμη, ἔτσι ὥστε νὰ μᾶς κρατᾶ διαρκῶς ζαλισμένους καὶ ἀποσβολωμένους. Νὰ μᾶς κρατᾶ ἀδύναμους νὰ ἀντισταθοῦμε στὸν κατηφορικὸ δρόμο ποὺ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας μεθοδικὰ χαράζουν γιά μᾶς…
Κάναμε ἔξωση στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ σπίτια μας καὶ τὶς οἰκογένειές μας! Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν προστάτιδα τοῦ Ἔθνους μας τὴν Παναγιά. Διαγράψαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ τριαδικοῦ καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τώρα νὰ κουτρουβαλᾶμε σάν τοὺς ξεγάνωτους τενεκέδες, λησμονώντας πὼς εἴμαστε Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἐπιλέξαμε νὰ ἀγκιστρωθοῦμε στὸν Μαμωνὰ καὶ συνειδητὰ νὰ καταστοῦμε, ὅπως λέγει ἕνας σύγχρονος συγγραφέας, φθηνοὶ εὐρωλιγούρηδες. Νοιαζόμαστε μόνο γιὰ τοὺς μισθούς μας, τὶς συντάξεις μας, τὶς ἐπενδύσεις μας, γιὰ τὸ τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε, πῶς θὰ ντυθοῦμε, πῶς θὰ ἀποκτήσουμε περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθὰ, πῶς θά ἱκανοποιήσουμε τά οἱανδήποτε πάθη μας.
Καὶ λησμονοῦμε ὅτι ὁ καλὸς Θεὸς ἔδωσε στὴν Ἑλλάδα -καὶ αὐτὸ σημειῶστε το- μαζὶ μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὴν πηγὴ τῆς ἀθανασίας.  Ἔδωσε δηλαδή τὴ μαγιὰ ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖ νέα ζύμη, νέα ζωὴ καὶ ἀνοίγει διάπλατα καὶ πάλι τὸ ἀνηφορικὸ μονοπάτι τῆς σωτηρίας, τὸ μονοπάτι ποὺ βάδισε ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστὸς προκειμένου νὰ ἀνέβει στὴν κορυφὴ τοῦ Γολγοθὰ καὶ νὰ τὴν καταστήσει τὸ σωτηριολογικὸ λυτρωτικὸ κέντρο ὁλάκερης τῆς οἰκουμένης μέ τήν  Ἀνάστασή του.
Μία κίνηση ὡστόσο περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ καλὸς Θεός. Ἕνα ἁπλὸ δάκρυ μετανοίας. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ ἀλλάξει ἄρδην τὰ πράγματα. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ σκορπίσει τὴν μόνιμη ἐδῶ καὶ δεκαετίες καταχνιά. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ διαλύσει τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας, τῆς ἀβεβαιότητας, τῆς ἀνασφάλειας. Ἕνα δάκρυ ποὺ θὰ σταματήσει τὸ χείμαρρο τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς ἀπογοήτευσης, ποὺ δυστυχῶς ἔχει παρασύρει στὸ διάβα του χιλιάδες συνανθρώπους μας, ὁδηγώντας τους τὰ τελευταῖα χρόνια ποὺ ἡ χώρα μας μαστίζεται ἀπὸ τὴ μάστιγα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης στὴν αὐτοκτονία. Ὡστόσο τὸ δάκρυ αὐτὸ ποὺ θὰ ἀνοίξει τὴν κλειστὴ σήμερα κάνουλα τῶν εὐλογιῶν τοῦ οὐρανοῦ πρέπει νὰ κυλᾶ καὶ νὰ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Τὸ δάκρυ αὐτὸ τῆς μετανοίας πρέπει νὰ ἀναστατώνει τὰ σωθικά μας καὶ συνάμα νὰ μᾶς βοηθᾶ νὰ καταστοῦμε κουζουλοὶ ὅπως λένε στὴν Κρήτη γιὰ τὸν Χριστό.
Τὸ ἀπαιτούμενο σήμερα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ ὅποια προβλήματά μας, μικρὰ ἢ μεγάλα, εὔκολα ἢ δύσκολα εἶναι νὰ συντονίσουμε τὴν καρδιά μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο ἐγχείρημα ἀφοῦ προϋποθέτει τὴν ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τὴν ταπείνωση! Δυστυχῶς ὅμως οἱ περισσότεροι ἔχουμε ἀγκιστρωθεῖ στὰ δικά μας θέλω ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ πάθη καὶ ἐγωισμό. Ἔχουμε συνηθίσει νὰ ἐπιζητοῦμε ἐπαίνους, νὰ ἐπιδιώκουμε πολλὰ μπράβο καὶ πολλὰ βραβεῖα, νὰ κυνηγοῦμε ἐφήμερες τιμὲς καὶ δόξες. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ ἀναδείξουμε τὸ ἐγὼ ἢ ὅπως εἴθισται νὰ τὸ δικαιολογοῦμε καλύπτοντάς το τὴν προσωπικότητά μας. Ἐπιδιώκουμε νὰ εἴμαστε μὲ τοὺς ὑποτιθέμενους δυνατούς τῆς κοινωνίας, δηλαδὴ τοὺς ἄθεους κακόμοιρους δυστυχισμένους κοσμοκράτορες, τοὺς πλουσίους γιὰ ἔτσι καλύπτουμε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν προσωπικὴ ἐνδόμυχη ἀνασφάλειά μας. Καὶ ἀγνοοῦμε ὅτι ἡ ἀνασφάλεια προκαλεῖται ἀπὸ τὴν χαλαρὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεό. Χωρὶς Χριστὸ εἴμαστε ἀναλώσιμοι παντελῶς καὶ οὔτε γιὰ ἁπλὴ ἀνακύκλωση δὲν κάνουμε, σημειώνει σύγχρονος γέροντας ἀσκητής. Καὶ προσθέτει:  «γεννιόμαστε, ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε χωρὶς νὰ καταλάβουμε τίποτε, χωρὶς νὰ καταλάβουμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς. Μένουμε νεκροί, προσκολλημένοι σὲ ἕνα διαρκή θάνατο, τὸν θάνατο ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, τὸν ὁποῖο δυστυχῶς ἐπιζητοῦμε διαρκῶς μὲ συγκεκριμένες πράξεις. Μένουμε ἀγκιστρωμένοι στὶς ψευδαισθήσεις τοῦ φωτὸς ποὺ προκαλεῖ ὁ Ἄρχων τοῦ Σκότους! Ἀκολουθοῦμε καὶ προτιμοῦμε συνειδητὰ τὴ ζωὴ τοῦ τυφλοπόντικα, ὁ ὁποῖος δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ φῶς, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸν τυφλώνει. Μάλιστα φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ ἀναδείξουμε τὸ μὴ φυσικὸ καὶ ἀνώμαλο ὡς ἀναγκαῖο προκειμένου νὰ δικαιολογήσουμε τὴν βαρύγδουπη πτώση μας…! Ἐπιχειροῦμε νὰ καταργήσουμε τοὺς λειτουργικοὺς κανόνες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σβήσουμε τὶς ἐνοχὲς ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων προκαλεῖ ἡ μοιχεία, ἡ κλοπή, ἡ πορνεία, ὁ φόνος, τὸ ψεῦδος, ἡ ἀσέβεια... Γίναμε φθηνοὶ εἰδωλολάτρες λατρεύοντας κάθε εἴδωλο ποὺ μᾶς σερβίρουν οἱ κάθε λογῆς σύγχρονοι Φαρισαῖοι καὶ ὑποκριτές»!
Μέσα σ’ αὐτοὺς περιλαμβάνονται διατελέσαντες πρωθυπουργοὶ καὶ ὑπουργοὶ  τῆς Ἑλλάδας ἀλλά ἐνίοτε καί ἐκκλησιαστικοί ταγοί ποὺ ἐκλαμβάνουν ὡς παραμύθι τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη καὶ μερικοί ἐξ αὐτῶν δηλώνουν εὐθαρσῶς ἄθεοι. Προσφάτως μάλιστα πρώην πρωθυπουργὸς ἀπροκάλυπτα ἀποκάλεσε τὸν Ἅγιο Παϊσιο λαοπλάνο καὶ ἀγύρτη ἐνῶ ὑπουργὸς ποὺ συχνὰ συντρώγει μὲ Μητροπολίτη τῆς Πελοποννήσου, ὑποστήριξε ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη ἔχει δοθεῖ στὸ λαὸ γιὰ νὰ τὸν κρατᾶ αἰχμάλωτο στὴν ἐξουσία ποὺ οἱ ἴδιοι ἐδῶ καὶ 200 χρόνια ἀσκοῦν μέσα ἀπὸ τὶς γνωστές στοὲς τοῦ σκότους καί τούς ναούς τοῦ Ἐωσφόρου. Ὡστόσο καὶ οἱ δύο, ὅπως καί πολλοί ἄλλοι γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου μεταβαίνουν στοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ προσποιοῦνται τοὺς θρήσκους πρὸς ἄγραν ψήφων, κοροϊδεύοντας τοὺς πιστούς…
Τὸ ψάρι βρωμάει ἀπὸ τὸ κεφάλι, λέγει ὁ σοφὸς λαός, ὅπως τονίζει ὁ γέροντας ἀσκητής τοῦ Παγγαίου Ὄρους. Καὶ τὸ κεφάλι τῆς Ἑλλάδος ἐδῶ καὶ 200 χρόνια μὲ ἀμελητέες ἐξαιρέσεις ἔχει βρωμίσει. Ἡ μπόχα μάλιστα ποὺ ἀναδύεται φθάνει στὸν οὐρανό. Οἱ ἄγγελοι ἀντιλαμβάνονται πλέον ὅτι ἡ ἑστία μόλυνσης ἔχει καταστεῖ λίαν ἐπικίνδυνη καὶ  γνωρίζουν ὅτι ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ καθυστερήσει… Τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καί ἐν γένει ὅλων τῶν ἐκφραστῶν τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας ἐγχωρίων καὶ ἀλλοδαπῶν θὰ γκρεμιστεῖ ἐκ θεμελίων. Τὰ κεφάλια ποὺ ὄζουν τῆς μπόχας αὐτῆς πολὺ σύντομα θὰ ἀποκοποῦν μὲ θαυμαστὸ τρόπο γιὰ νὰ ἐπανέλθει ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως σὲ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο τόπο. Γένοιτο! 
Καλή Ανάσταση
ΠΗΓΗ: www.orthodoxia.gr  ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2015



Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2015

Η ιστορία μιας εξομολόγησης...



Είναι αλήθεια, πως ο άνθρωπος όσο εύκολο του είναι να αμαρτάνει, τόσο δύσκολο είναι να εξομολογηθεί την αμαρτία του. Πολλές φορές διστάζει, αρνείται πεισματικά να παραδεχθεί το λάθος και τελικά ο θάνατος, αυτός ο απρόσκλητος και ανεπιθύμητος ,αναπόφευκτος επισκέπτης, ο κλέφτης της νύχτας, έρχεται να πιάσει τον άνθρωπο στα δολερά δίκτυα του και να τον πάρει από την ζωή, χωρίς εκείνος να έχει προφτάσει να αναζητήσει και τελικά να βρει την Θεία εξιλέωση...  Ακόμα και όταν φθάσει μπροστά στον Θεό, γυμνός και τετραχιλισμένος στα μάτια Του, δεν μπορεί να εκφράσει την πράξη που τον βαραίνει.

Η ντροπή! Το αποτέλεσμα του εξόριστου ανθρώπου από τον παράδεισο, η αντίληψη της αμαρτίας, δένει την γλώσσα ακόμα και μέσα στην εξομολόγηση. Και τότε ο πνευματικός, σαν άλλος αρχαίος Σωκράτης, οφείλει να διερευνήσει τα άδηλα και τα κρύφια της καρδίας του εξομολογημένου και κάνοντας χρήση της μαιευτικής Σωκρατικής μεθόδου, να απαλλάξει τον άνθρωπο από το βάρος της αμαρτίας.  Δίνει ευκαιρίες ο Θεός , μέσα το άπειρον έλεος και την Θεία Φιλανθρωπία. Αρκεί, να τις εκμεταλλευτεί πρώτος ο άνθρωπος, προ της επισκέψεως του θλιβερού και οδυνηρού επισκέπτου τον οποίον ήδη εμνημονεύσαμεν .

Πνευματικός τις, υπακούων στο κέλευσμα του επισκόπου του, περιήλθε τα χωριά της επαρχίας ώστε να εξομολογήσει τους αναμένοντας τούτο πιστούς. Άκουσε, είδε την μετάνοια και στην εκτέλεση του υψηλοτάτου καθήκοντος, έγινε η γέφυρα μεταξύ της ανθρώπινης μετάνοιας και της Θείας Φιλανθρωπίας. 

Σε κάποιο χωριό απόμακρο και μικρό, με λίγους πλην ευσεβείς κατοίκους, αφού δέχθηκε τις εξομολογήσεις μερικών ευσεβών γυναικών, στο τέλος παρουσιάστηκε μπροστά του, γηραλέος επίτροπος του Ναού, έχων συμπληρώσει πολλές δεκαετίες αφιλοκερδούς διακονίας στον Ναό τον οποίον με χαρά πρόσεχε σαν τον σπίτι του. 

Πλησίασε τον πνευματικό και ζήτησε να εξαγορευθεί τις αμαρτίες του. Παρά το ότι ήτο προβεβηκώς τη ηλικία , ουδέποτε είχε εξομολογηθεί στην μακρόχρονη ζωή του Το είπε αυτό στον πνευματικό όταν εκείνος τον ρώτησε τι είχε να του πει. 
-Δεν έχω τίποτα παππούλη μου... Γέρασα πια.. Έκανα παιδιά, έκανα εγγόνια, έζησα την ζωή μου... 
- Πόσο χρονών είστε, τον ρώτησε ο πνευματικός...
-Ογδόντα επτά, απάντησε εκείνος περιχαρής!
-Καλά, συνέχισε ο πνευματικός, τόσα χρόνια δεν αισθάνεστε πως κάνατε κάτι που να σας βαραίνει; 
- Όχι, απάντησε ο γέρων... Αλλά το όχι αυτό, κάτι έκρυβε καλά ασφαλισμένο μέσα του, κάτι που δεν διέλαθε της προσοχής του πνευματικού... Όμως, τον άνθρωπο ο Θεός δεν τον εξαναγκάζει! Και ασφαλώς ούτε ο άνθρωπος τον συνάνθρωπο..

Σκέφτηκε για λίγο ο πνευματικός. Μέσα του, κάτι του έλεγε πως ο άνθρωπος ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να πει... Το αποτέλεσμα της μεταπτωτικής αντιλήψεως της προπατορικής γύμνιας που προείπαμε... Τι μπορούσε όμως να κάνει; Πως θα έπειθε τον γέροντα ότι ο θάνατος εγκύς εστίν και πως ότι αφήσουμε το παίρνουμε μαζί μας; 

-Καλά, είπε στον γέροντα που αισθανόταν την παρουσία του εκεί, ως πρόγευση της μελλούσης κρίσεως... Τι να σας πω... Αφού δεν έχετε να πείτε κάτι, να πάτε στην ευχή του Θεού...

Σηκώθηκε ο γέροντας να φύγει... Αλλά το μυαλό του πνευματικού προσπαθούσε να βρει τρόπο ώστε ο άνθρωπος που φαινόταν πως είχε κάποιο βάρος, να το πει, να φύγει από επάνω του να χαθεί από τας δέλτους των ανθρωπίνων αμαρτιών. Την ώρα που ο γέρων έφθανε στην έξοδο του Ναού, ο πνευματικός έκανε τον Σταυρό του!
-Συχώρα με Κύριε ψέλλισε μέσα από τα χείλη του... Κάτι είχε σκεφθεί! Αλλά αυτό το κάτι ίσως έσωζε μια ψυχή... Εκεί που καθόταν ο πνευματικός σχεδόν από επάνω του κρέμονταν ο κεντρικός πολυέλαιος της Εκκλησίας. Με μιαν αιφνίδια κίνηση και χωρίς να τον δει ο γέρων που έφθανε στην έξοδο του Ναού, πιάνει ο πνευματικός το πόμολο της βάσης του πολυελαίου στην απόληξη του και μια και δυο πιάνει και κουνά με δύναμη τον μεγάλο πολυέλαιο.

- Παππού , φώναξε με δύναμη ο πνευματικός! Ο άνθρωπος γύρισε ξαφνιασμένος.
-Ορίστε παππούλη, είπε στον πνευματικό που είχε ξαναπάρει ήδη την θέση του στο σημείο όπου πριν καθόταν με τον άνθρωπο.  

-Για δες εδώ! Ο πολυέλαιος πάει πέρα - δώθε! 
Ο άνθρωπος τα έχασε προς στιγμήν. 
- Πως κουνιέται; Μήπως ο αέρας, είπε στον πνευματικό. Μήπως ο παππάς που περιμένει απέξω να κλείσει την Εκκλησία; 

- Παππού! Είπε αποφασιστικά ο Ιερεύς. Εδώ μέσα είμαστε εγώ , εσύ και ο Ταξιάρχης!( Ο Ναός τιμούσε τον Μέγα Αρχιστράτηγο) . Αυτό, είναι σημάδι! Για κάτσε ξανά να δούμε μην ξεχάσαμε κάτι και τούτο εδώ μα το θυμίσει...

Κάθισε ξανά στο κάθισμα ο γέρων... Σχεδόν άπνους , έχων στυλωμένους τους οφθαλμούς του, παρατηρούσε το ανεξήγητο για εκείνον φαινόμενο.... Είχε αγαθή καρδία ο γέρων! Δεν έπρεπε να χαθεί! 

Κίνησε να μιλά στον πνευματικό με τα λόγια της ψυχής του να ρέουν όπως το καθάριο ποτάμι που ασυγκράτητο τρέχει να ποτίσει την διψασμένη γη.  Μιλούσε και ξάφνου τα δάκρυα της μετανοίας, ήρθαν να επισφραγίσουν πως τελικά, η ανορθόδοξος, του Ορθοδόξου Ιερέως πράξις είχε γίνει αιτία μιας εξομολόγησης που σαν αυτή , την εξομολόγηση καρδιάς, δεν είχε ο Κληρικός ξανακούσει... 

Είπε, είπε και ήρθε και ξαλάφρωσε ο γέρων που με την εξομολόγηση του, γύρισε τον χρόνο δεκαετίες πίσω. Μίλησε μέσα από την καρδιά του αφήνοντας τα δάκρυα να επιβεβαιώνουν  ότι ο άνθρωπος βαραίνει από την αμαρτία και πως ο Θεός, δεν θέλει να χαθεί ούτε μια ψυχή! Όταν τελείωσε, έσκυψε να φιλήσει το χέρι του πνευματικού και αυθόρμητα του λέει:συχώρα με! 
-Σχώρα με και σύ, του λέει σιγανά ο πνευματικός, αλλά ο γέρων ούτε που το άκουσε μέσα στο ξέσπασμα της αληθινής συντριβής του. 

Αφού του ανέγνωσε την ευχή, ο άνθρωπος κίνησε να φύγει. Ο πολυέλαιος, είχε σταματήσει να κινείται πέρα δώθε μετά από τόση ώρα. Εξάλλου είχε εξετελέσει άθελα του και αυτός μιαν μεγάλη αποστολή: να σωθεί ένας άνθρωπος.... Αφού έμεινε μόνος ο πνευματικός, ύψωσε τους οφθαλμούς, του εκεί όπου ''έστι δίκης οφθαλμόςός τα πανθορά'' στον Παντοκράτορα και Παντεπόπτη Χριστό! Βγαίνοντας είδε τον εφημέριο. Του είπε σύντομα την ιστορία, χωρίς σε καμία περίπτωση να αναφερθεί σε ότι είχε να κάνει ασφαλώς με την εξομολόγηση του ανθρώπου. Και το είπε, μόνον και μόνον για να μην φθάσει στα αφτιά του πως κουνιούνται ξαφνικά οι πολυέλαιοι του Ναού του... Όμως ο εφημέριος, πνευματικός και ο ίδιος, κράτησε το μυστικό μιας  αιφνίδιας πράξεως που έγινε αιτία να σωθεί μια ψυχή που ανέμενε τον αιφνίδιον ψυχικόν θάνατον, που κριματίζει την ψυχή, ενώπιον του οποίου ο σωματικός ομοιάζει με ύπνον βαθύ και αιώνιον... 
                                                                                               
                                                                                                     π. Θωμάς Ανδρέου
το είδαμε  εδώ

Ο Απρίλιος στην Λαογραφία μας



  Από το λατινικό aperio =ανοίγω, γιατί τότε ανοίγουν-ανθίζουν τα λουλούδια. Είναι ο 4οςμήνας του Γρηγοριανού (νέου) και του Ιουλιανού (παλαιού) ημερολόγιου και ο 2ος του ρωμαϊκού, κοινώς Απρίλης. Ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Θεωρείται ο μήνας της άνοιξης. Τότε οι βοσκοί αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά. Οι βροχές του θεωρούνται ευεργετικές. Μερικά παρατσούκλια του είναι: Γρίλλης (=γκρινιάρης), Τιναχτοκοφινίδης (τίναζαν τα κοφίνια, δηλ. τέλειωναν οι προμήθειες), Αηγιωργίτης ή Αηγιωργάτης, Λαμπριάτης και Τριανταφυλλάς.

                 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                 Σπέρνουν ρεβίθια, φασόλια, κεχρί, καλαμπόκι, τεύτλα (από τα οποία παράγεται η ζάχαρη), πατάτες, βαμβάκι και καπνά (ανάλογα βέβαια την περιοχή).
                 Θειαφίζουν τα αμπέλια.
:                Κούρεμα προβάτων
                 
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                 «ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ». Αρχαίο έθιμο της δύσης, που ήρθε στην Ελλάδα την εποχή των Σταυροφοριών, από τη Γαλλία. Κατά το έθιμο αυτό συνηθίζουμε να λέμε μικρά αθώα ψέματα, για να πειράξουμε τους φίλους μας με σκοπό το γέλιο.
                 Στη Σύμη τον Απρίλη ανάβουν φωτιές και πηδώντας λένε: «Έξω ψύλλοι και κοριοί  και μεγάλοι ποντικοί» . Στη Θράκη το πρωταπριλιάτικο νερό της βροχής θεωρείται  ευεργετικό για τις «θερμές» (πυρετούς) . Στη Κύπρο δεν απλώνουν ρούχα την 1η  Πέμπτη του Απρίλη («πρωτόπεφτο»), ούτε βγάζουν έξω από το σπίτι εργαλεία,  γιατί  καταστρέφεται η καλή τύχη του σπιτιού, «αναθεμελιώνεται» .Την ημέρα αυτή δεν  κάνει να σκάψει κάποιος, γιατί «σκάφτει το λάκκο του».
                 
«ΑΝΑΠΙΑΣΜΑ». Τη Μ. Τετάρτη, οι νοικοκυρές ανάπιαναν (=ανανέωναν) το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
                 
ΒΑΨΙΜΟ ΑΒΓΩΝ. Το έθιμο αυτό το πήραμε μάλλον από τους Εβραίους, αφού κι αυτοί γιορτάζοντας το δικό τους Πάσχα, έκαναν κάτι αντίστοιχο. Τη Μ. Πέμπτη το πρωί, οι γυναίκες έβαφαν τααβγά κόκκινα (στις περισσότερες περιοχές, γι’ αυτό κι ο λαός μας την ονομάζει Κόκκινη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη), ή πολύχρωμα. Για το κόκκινο χρώμα δίνουν διάφορες εξηγήσεις. Άλλοι λένε ότι θυμίζει το αίμα του Χριστού, άλλοι λένε ότι είναι το χρώμα της χαράς κι άλλοι διηγούνται ότι όταν αναστήθηκε ο Χριστός, η πρώτη που τον είδε, ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Έτρεξε να το αναγγείλει στους μαθητές του. Την ώρα εκείνη συνάντησε μια γνωστή της γυναίκα που γύριζε από το κοτέτσι, κρατώντας στην ποδιά της αβγά.
-Πού τρέχεις έτσι; Τη ρώτησε η γυναίκα.
-Τρέχω να πω στους μαθητές του Κυρίου, πως εκείνος αναστήθηκε, απάντησε η Μαγδαληνή.
-Δεν το πιστεύω. Θα το πιστέψω μόνο όταν αυτά τα αβγά που μάζεψα, γίνουν κόκκινα.
                 Το πρώτο που έβαφαν, είχε ξεχωριστεί σημασία για τη νοικοκυρά. Το ονόμαζαν «το αβγό της Παναγιάς» και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Το παλιό, που είχαν κρατήσει από την προηγούμενη χρονιά (λένε μάλιστα ότι αυτό το αυγό δεν χάλαγε), το πέταγαν στο ποτάμι. Κάποτε το κράταγαν 7 χρόνια, μέχρι ο κρόκος του να γίνει σαν κεχριμπάρι και το είχαν σαν φυλακτό για τις έγκυες. Αυτό το αβγό το έλεγαν Κρατητήρα.
                 Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι νοικοκυρές, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, τοποθετούσαν σ’ ένα κουτάκι τόσα αβγά και τα πήγαιναν στην εκκλησία το απόγευμα της Μ. Πέμπτης, για να πάρουν τη «θεία χάρη» από τα 12 ευαγγέλια που διαβάζονται εκείνο το βράδυ. Αυτά τα αβγά τα έλεγαν «ευαγγελισμένα» και τα άφηναν στην εκκλησία μέχρι το βράδυ του Μ. Σαββάτου, οπότε και τα έφερναν ξανά στο σπίτι τους. Τα τσόφλια των «ευαγγελισμένων» αβγών τα έριχναν στα χωράφια, στις ρίζες των δέντρων κι έλεγαν την ευχή: «να πιάσουν όλα τα φυτέματα».
                 Στην Κορώνη, τα Μεγαλοπεφτιάτικα αβγά τα φυλάνε και τα έτρωγαν όταν τους πονούσε ο λαιμός τους.
                 Στην Ύδρα, την βαφή των κόκκινων αβγών δεν τη έχυναν, γιατί πίστευαν πως έτσι δεν έδιωχναν την καλή τύχη των κοριτσιών τους.
                 Από το βράδυ της Ανάστασης κι ύστερα, οι πιστοί τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά, από εκδήλωση χαράς, ευχόμενοι: «Χριστός Ανέστη», κι αντεύχονται «Αληθώς Ανέστη».
                 Στην ΚΕΡΚΥΡΑ, το πρωί του Μ. Σαββάτου, μετά την περιφορά του σκηνώματος του Αγ. Σπυρίδωνα, στους δρόμους της πόλης, στις 11.00 ακριβώς, οι κάτοικοι πετούν απ’ τα παράθυρά τους τιςμπότιδες (πήλινα σκεύη). Ο θόρυβος που προκαλείται, δίνει το σύνθημα της πρώτης Ανάστασης. Κάτι ανάλογο γίνεται και στη Λευκάδα με το έθιμο «Το κομμάτι», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι.
                 Στο ΛΕΩΝΙΔΙΟ, τη νύχτα της Ανάστασης, μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», ο ουρανός γεμίζει από εκατοντάδες αυτοσχέδια αερόστατα, που κατασκευάζουν οι κάτοικοι μόνοι τους, από κόκκινο χαρτί, σύρμα, καλάμι και στουπί. Επίσης οι «αφανοί», δηλ. μεγάλες φωτιές, που καίνε τον Ιούδα, συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα.
                 
«ΡΟΥΚΕΤΟΠΟΛΕΜΟΣ». Έθιμο από τα χρόνια της τουρκοκρατίας στο Βροντάδο της Χίου. Από παλιά στο χωριό αυτό, ανάμεσα στις εκκλησίες του Αγίου Μάρκου και την Παναγία Ερυθεανή υπήρχε ένας ανταγωνισμός, με την καλή βέβαια έννοια. Αυτή την αγάπη τους, οι ενορίτες των 2 αυτών εκκλησιών, την εκδηλώνουν το βράδυ της Ανάστασης, με ρουκέτες προσπαθώντας να «κανέψουν» (να στοχεύσουν) ο ένας την εκκλησία του άλλου. Στις 12 τα μεσάνυχτα που θα σημάνουν οι καμπάνες, οι ρουκέτες θα σχίσουν τον ουρανό, σκορπώντας  τη μυρωδιά του καπνού με τους χαρακτηριστικούς ήχους της απογείωσής τους. Και όταν τελειώνει ο πόλεμος, χωρίς νικητές και χαμένους, τσουγκρίζουν τα αυγά της «αγάπης» και αρχίζει το γλέντι.
                 
«ΛΑΜΠΡΟΚΕΡΙΑ». Σε πολλά χωριά, οι κάτοικοι έχουν έθιμο να πλάθουν μόνοι τους τα λαμπριάτικα κεριά, δηλ. τις λαμπάδες της Λαμπρής, από αγνό κερί. Τη λαμπάδα που ανάβουν το βράδυ της Ανάστασης, τη φέρνουν άσβηστη στο σπίτι τους, «για το καλό» και ανάβουν μ’ αυτήν το καντίλι, σχηματίζουν δε με τη κάπνα της ένα σταυρό στο πάνω μέρος της εξώπορτας του σπιτιού.
                 ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ & ΨΩΜΙΑ ΛΑΜΠΡΗΣ. Τις φτιάχνουν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τις ζυμώνουν με διάφορα μυρωδικά, προσθέτουν μαστίχα, γλυκάνισο, ζουμί από βρασμένα δαφνόφυλλα & τις στολίζουν με αμύγδαλα, σουσάμι και στολίδια φτιαγμένα με το ζυμάρι. Τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρουλές και στη μέση τοποθετούν ένα κόκκινο αυγό.
                 
ΛΑΜΠΡΙΑΤΗΣ ή ΠΑΣΧΑΤΗΣ. Είναι το σουβλιστό (κυρίως) αρνί που προορίζεται για το πασχαλινό τραπέζι. Σφάζεται το Μ. Σάββατο. Έπρεπε να είναι άσπρο, αρτιμελές, γερό και στολιζόταν με κόκκινη κορδέλα, για να ξεχωρίζει από τα άλλα. Με το αίμα του σταυρωνόταν τα μέτωπα των παιδιών και το ανώφλι της πόρτας για το καλό και την υγεία.
                 
«Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ» (Αράχοβα). Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, οι γέροντες, μετά τη θεία λειτουργία, πηγαίνουν σ’ έναν απότομο ανήφορο γεμάτο κροκάλες και παραβγαίνουν κι όποιος νικήσει παίρνει ένα αρνί. Μετά τον αγώνα γίνεται χορός και κατόπιν βγάζουν την εικόνα, αφού ακουστούν κανονιές.                 ΓΙΟΡΤΕΣ:
                 ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (Η ανάσταση του «φίλου» του Χριστού). Συμβολίζει το φως της ανάστασης και τη σκιά της ανθρώπινης μοίρας. Ο Λαζαρίτικος παιδικός αγερμός: Μικρά κορίτσια (σε άλλες περιοχές και μεγάλες γυναίκες), οι ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ, το Σάββατο του Λαζάρου, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, με μια κούκλα (πάνω σε 2 ξύλα που τα δένουν σταυρωτά με λογιών-λογιών κουρέλια, σχηματίζουν μια μεγάλη κούκλα με τα χέρια τεντωμένα στα πλάγια, ύστερα τη ντύνουν μετά μ’ ένα μωρουδίστικο φορεματάκι κι από πάνω της ρίχνουν ένα όμορφο χρωματιστό κεφαλομάντηλο) στο χέρι & ένα ανθοστόλιστο καλαθάκι, φέρνοντας την είδηση της ανάστασης του Λάζαρου, τραγουδώντας:
                       Ξύπνα Λάζαρη κι μην κοιμάσι, τώρα μέρα σου, τώρα χαρά σου,
                                        τώρα που ‘ρθαμι στην αφεντιά σου.
                     Τα κουτάκια σας αβγά γιννούνι κι οι φωλίτσες σας δεν τα χουρούνι
                                          δόσι μας κι μας να τα χαρούμι.
                      Δόμ’ αφέντη μου λίγον νεράκι πούν’ τα χ’λάκια μου πικρό φαρμάκι.
                 Στη ΧΙΟ:
                                      Ήρθεν ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
                                     ήρθε κι η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
                            Βάγια-Βάγια των Βαγιών (ρεφρέν) τρώνε ψάρι και κολιό
                                 και την άλλη Κυριακή τρων’ το κόκκινο αβγό.

                                 Εις την πόλη Βηθανία κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία
                          Μάρθα κλαίει τον αδελφό της, τον γλυκό τον καρδιακό της.
                              -Λάζαρέ μου ίντα είδες, εις τον Άδη που επήγες;
                              -Είδα πόνους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
                                Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι
                            της καρδιάς μου των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
                         Το αυγουλάκι στο καλαθάκι και το φραγκάκι μες στο τσεπάκι.
                               Και του χρόνου και να ζείτε, την Ανάσταση να δείτε. 
                  Σαν φιλοδώρημα τυπικό, μάζευαν στο καλαθάκι άβαφα αβγά (ή και χρήματα) για να τα βάψουν τη Μ. Πέμπτη.
                  Στην ΚΡΗΤΗ, Τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ένα σταυρό που έχουν φτιάξει από καλάμια και τον έχουν στολίσει με λεμονανθούς και «μαχαιρίδες» (αγριόχορτα, με κόκκινο λουλούδι) και λένε τον «Λάζαρο».
                  Στη ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΘΡΑΚΗ, γυρίζουν μόνο κορίτσια. Ένα απ’ αυτά κρατά ένα κόπανο (μ’ αυτό κοπανίζουν τα ρούχα της μπουγάδας), τυλιγμένο με χρωματιστά υφάσματα, σαν να είναι μωρό, και τραγουδούν το Λάζαρο.
                  Σε ορισμένα ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ (Σκύρος, Χίος), τα παιδιά φτιάχνουν το Λάζαρο με μια κουτάλα, ενώ δένουν ένα ξύλο σταυρωτά πάνω στην κουτάλα, πως είναι δήθεν τα χέρια. Ντύνουν την κουτάλα με ρουχαλάκια μωρού, τη στολίζουν με λουλούδια και την περιφέρουν από σπίτι σε σπίτι. Το ένα παιδί της παρέας κουνάει την κούκλα, το «Λάζαρο», ανάλογα με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα άλλο παιδί κρατάει ένα καλαθάκι, όπου οι νοικοκυρές βάζουν μέσα τα φιλέματα. Αυτά μπορεί να είναι αβγά, κουλούρια ή και χρήματα.
                  
ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ. Το πένθος της Χριστιανοσύνης.
                  
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας τραγουδούν την ημέρα της Μ. Παρασκευής, την ώρα που στολίζουν τον επιτάφιο, αυτό το μοιρολόγι:
                           Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
                            σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
                         Οι φθονεροί αρχιερείς και γραμματείς οι πρώτοι
                        χρήματα έταζαν πολλά για να ‘βρουν τον προδότη.
                          Ως ήταν πρέπον και τιμή δώρα να ετοιμάσουν
                           συμβούλιον εποίησαν, Αυτόν δια να πιάσουν.
                          Με δολερόν συμβούλιον, έστησαν την παγίδα
                           και έπιασαν τον δολερόν Απόστολον Ιούδαν.
                       Σημαίνει η γης σημαίν’ ο θεός, σημαίνουν τα ουράνια
                       σημαίνει κι Αγια Σοφιά, με τσ’ δικουχτώ καμπάνες.
Β΄ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
                       Τώρα είν’ Αγιά Σαρακοστή, τώρα είν’ Άγιες ημέρες
                      που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες.
                        Άκου βροντές και αστραπές και ταραχές μεγάλες
                      Βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της.
                        Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
                         Και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο
                       Βλέπει τον Γιάννη κ’ έρχεται δαρμένος και κλαμένος:
                       «Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις κι είσαι βουρκωμένος;»
                        «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
                          μήτε καρδιά μου το κρατά, να στο μολογήσω»
                          -Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι
                          οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
                         Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει, λιποθυμάει
                          Τρία σταμνιά ροδόνερο, τρία σταμνάκια μόσχο
               Και τρία σταμνιά ανθόνερο, ως να τη συνεφέρει κι αυτά τα λόγια λέει:
                    «Να ‘ρθει η Μάρθα κι η Μαρία και του Προδρόμου η μάνα
                        να πάρουμε όλες το στρατί, νάμαστε τρεις αντάμα»
                          Παίρνουνε το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                         Και το στρατί τους έβγαλε, στ’ ατσίγγανου τη μάνα
                         «Ώρα καλή σου ατσίγγανε, τι είν’ αυτά που κάνεις;»
                         «Καρφιά μου παραγγείλανε, οι φίλοι μου οι Εβραίοι
                            τέσσερα παραγγείλανε κι εγώ τα κάνω πέντε
                        τα δυο του, δυο του γόνατα, τα δυο του, δυο του χέρια
                         το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μεσ’ τη καρδιά του
                          να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του»
                            Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει λιγοθυμάει
                             Κι όταν τη συνεφέρανε, αυτόν τον λόγο λέει:
                            «Ανάθεμά σε ατσίγγανε εσύ και τα παιδιά σου
                             εσύ και η φαμίλια σου κι όλα τα γονικά σου
                             ανάθεμά σε ατσίγγανε χαΐρι να μην κάνεις
                            ούτε ψωμί στο ράφι σου ποτέ να αποτάξεις»
                          Παίρνουν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                       Και το στρατί τους έβγαλε μπρος του Πιλάτ’ την πόρτα
                         Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
                            Και τα ψηλά παράθυρα σφιχτά, μανταλωμένα
                         Άνοιξε η πόρτα του ληστού κι η πόρτα του Πιλάτου
                           Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της
                          Βλέπει δεξά, βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει
                           Βλέπει και ξαναδεύτερα, βλέπει τον Άγοι Γιάννη
                        «Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου
                          εμένα είναι ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου»
                          «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
                           μήτε η καρδιά μου το βαστά, να στο ομολογήσω.
                            Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο;
                             Οπού φορεί στη κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι;
                           Εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και μένα δάσκαλός μου»
                             Πάει κοντά η Παναγιά και Τον επροσκυνάει
                             «Κατέβα γιε μου χαμηλά, να σε γλυκοφιλήσω
                            να βγάλω τη χρυσή ποδιά, το αίμα να σκουπίσω»
                            «Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις
                            και το Μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις
                             βάλε κρασί στον μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
                           να φαν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
                        να φάνε κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
                             Πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
                          και το στρατί τους έβγαλε στης Παναγιάς την πόρτα
                              βάζει κρασί στο μαστραπά, αφράτο παξιμάδι
                          και φάγαν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
                         φάγαν κι οι καλόπαντρες, για τους καλούς τους άντρες
                               Περνά κι η Άγια Καλή και το χαμογελάει
                          «Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»
                         «Α, να χαθείς, Άγια Καλή, ποτέ να μην γιορτάζεις
                            ποτέ να μη βρεθεί κανείς, κεράκι να σ’ ανάβει»
                           Όποιος τ’ ακούει σώνεται κι όποιος το λέει αγιάζει
                          Κι όποιος το καλοαφουγκράζεται, παράδεισο θα λάβει.
                   ΠΑΣΧΑ (ΛΑΜΠΡΗ-ΠΑΣΧΑΛΙΑ). Η κορύφωση του ανοιξιάτικου, αναγεννητικού, λατρευτικού κύκλου, η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
                   ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ, ΝΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ, ΑΣΠΡΟΒΔΟΜΑΔΟ, ΛΑΜΠΡΟΣΚΟΛΑ. Είναι η βδομάδα μετά το Πάσχα. Γιορτές & εκδηλώσεις (Θαύμα δρακοντοκτονίας) για τον Άγιο Γεώργιο (ιδιαίτερα αγαπητός στους αγροτοποιμένες & στους νησιώτες), πομπικές περιφορές εικόνων και το «ύψωμα των δέντρων», χαρακτηρίζουν αυτή την εβδομάδα.
                   ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                    «O Απρίλης με τα λουλούδια και ο Μάης με τα ρόδα».
                    «Ο Μάης έχει το όνομα και ο Απρίλης τα λουλούδια».
                    «Ο Απρίλης έχει την δροσιά και ο Μάης τα λουλούδια».
                    «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».
                    «Και τ’ Απριλιού τις δεκαχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αβγό».
                    «Των καλών ναυτών οι γυναίκες, τον Απριλομά χηρεύουν».
                    «Αν ρίξει Απρίλης τρεις βροχές κι ο Μάης άλλες δύο, να δεις σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια».

                            «Αλί στα Μαρτοκλάδευτα και τ’ Απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να γίνεται κλάδεμα και τον Απρίλη δεν πρέπει να σκάβουμε τη γη]
                    «Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα τότε τ’ αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα».
                    «Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης πέντε-δέκα, να ιδείς το κοντοκρίθαρο πώς στρίβει το μουστάκι, να ιδείς και τις αρχόντισσες πώς ψιλοκρισαρίζουν, να ιδείς και την φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει».
                    «Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο, να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ' Απρίλη τα σιταράκια, να δεις το γέρο- Κρίθαρο πώς τρέφει τη μουστάκα».
                    «Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά».
                    «Απρίλης φέρνει την δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια».
                    «Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος».
                    «Και τ' Απριλιού ταις δεκοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ' αυγό» [δηλ. απ' το κρύο]
                    «Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς». [δηλ. το μήνα Απρίλιο οι γεωργοί έχουν λίγες αγροτικές εργασίες ενώ τον Μάιο έχουν πολλές και χρειάζονται πολλά ψωμιά για τους εργάτες]
                    «Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
                    «Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά».
                    «Του Απρίλη η βροχή, κάθε σταγόνα και φλουρί».
                    «Του Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί».
                    «Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια, και τ' Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού)».
                    «Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομάη χηρεύουν».
                    «Ως τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ να’ χεις τα μάτια σου ανοιχτά. Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ’ ένα αυγό» [δηλ. Οι γεωργοί ανησυχούν για τον καιρό μέχρι τις 18 Απριλίου]

Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα των Εντολών του Θεού π. Δημητρίου Μπόκου


π. Δημητρίου Μπόκου
Κάποτε τὰ πουλιὰ περπατοῦσαν στὴ γῆ σὰν ὅλα τὰ ζῶα. Μιὰ μέρα ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς εἶπε: 
«Πάρτε αὐτὰ τὰ φορτία καὶ πηγαίνετέ τα παραπέρα». Καὶ ἔβαλε πάνω στοὺς ὤμους τους ἕνα βάρος, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὶς δύο φτεροῦγες.
Στὴν ἀρχὴ τὰ πουλιὰ ἔνοιωθαν τὶς φτεροῦγες πράγματι σὰν βάρος, μά, καθὼς προχωροῦσαν, αὐτὸ ὅλο καὶ λιγόστευε. Ὥσπου στὸ τέλος, τὰ φτερὰ ἀπὸ φορτίο ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ τὰ ἀπογείωσε. Ἀντὶ νὰ σηκώνουν τὰ πουλιὰ τὶς φτεροῦγες, σήκωναν οἱ φτεροῦγες τὰ πουλιά. Τὰ φτερὰ ἀπὸ βάρος ἔγιναν ἡ δύναμη ποὺ χάρισε ἀπεριόριστη ἐλευθερία στὰ πουλιά.
Τί θαυμαστὴ ἀλλαγή!


Τὸ ἴδιο κάνει ὅμως καὶ σὲ μᾶς ὁ Θεός.
– Ἐλᾶτε ἐδῶ, μᾶς λέει. Σκύψτε, γιὰ νὰ βάλω στὸν τράχηλό σας τὸν ζυγό μου. Πάρτε στοὺς ὤμους σας αὐτὸ τὸ βάρος καὶ προχωρῆστε. Μὴν τὸ φοβᾶστε, εἶναι μικρὸ βάρος.
Ὅμως ἐμεῖς; Ἀκοῦμε γιὰ βάρος; Ἀντιδροῦμε ἀμέσως. Ἀδύνατον! Πῶς θὰ ἀντέξουμε νὰ κουβαλᾶμε συνέχεια ἕνα ζυγό; Δὲν μᾶς φτάνουν τὰ βάρη ποὺ μᾶς φορτώνει ἡ ζωή; Πρέπει νὰ μᾶς φορτώνει καὶ ὁ Θεός;
Ποιὰ εἶναι τὰ βάρη τῆς ζωῆς; Τὰ ποικίλα βάσανα καὶ οἱ δυσκολίες της. Καὶ ἐπιπλέον τὰ βάρη ποὺ φορτώνουμε στὸν ἑαυτό μας μὲ τὶς ἁμαρτίες μας.

Ποιὸ εἶναι τὸ βάρος ποὺ μᾶς βάζει ὁ Θεός; Εἶναι ὁ νόμος του, οἱ ἐντολές του. Τὸ φορτίο μὲ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται ὁ Θεὸς νὰ ἐλαφρύνει τὰ ὑπόλοιπα φορτία μας.

– Ἐλᾶτε σὲ μένα, λέει, ὅλοι «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι» καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Γιατὶ τὸ δικό μου φορτίο εἶναι ἐλαφρύ. «Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς» καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση καὶ εἰρήνη στὶς ψυχές σας. Θὰ δεῖτε στὴν πράξη πόσο πράος καὶ ταπεινὸς πατέρας σας εἶμαι. Θὰ γνωρίσετε ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι «ὁ ζυγός μου χρηστός». Εἶναι μαλακὸς στὸν τράχηλο καὶ ὠφέλιμος στὴν ψυχή σας. «Καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11,29-30). Ὑπόσχεται ὅτι «αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσὶν» (Α΄ Ἰω. 5, 3).

Ἐμεῖς νομίζουμε πὼς ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσήκωτο βάρος. Ἕνας τεράστιος κώδικας μὲ ἀτέλειωτες προσταγὲς καὶ ἀπαγορεύσεις. Ὅμως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι βασικὰ μία καὶ μόνο ἐντολή: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολή… ἣν εἴχομεν ἀπ’ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγάπη, ἵνα περιπατῶμεν κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ» (Β΄ Ἰω. 5-6)Ὅλες οἱ ἐντολές του συνοψίζονται στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ πάλι, ἀγάπη εἶναι τὸ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς ἐντολές του. Γιατὶ τότε μόνο ἐνεργοῦμε σωστὰ ἀπέναντι σὲ ὅλους. Καὶ στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ βάρος δηλαδὴ ποὺ μᾶς φορτώνει ὁ Θεός, εἶναι ἡ πρόσκληση σὲ ἀγαπητικὴ ἐλεύθερη σχέση πρὸς ὅλους. Οἱ ἐντολές του δὲν εἶναι παρὰ τὰ ἁπλᾶ βήματα στὸ ξεδίπλωμα τῆς σχέσης αὐτῆς. Τὸ ρίσκο μιᾶς σχέσης ἀγάπης εἶναι τὸ βάρος ποὺ βάζει πάνω μας ὁ Θεός. Καὶ στὴν ἀρχὴ φαίνεται ὄντως δύσκολο. Πῶς νὰ τοὺς ἀγαπήσεις ὅλους; Ἀκόμα καὶ τὸν ἐχθρό σου; Μὰ ὅσο προσπαθεῖς, τὸ βάρος ὅλο καὶ λιγοστεύει. «Ὀλίγον ἐκοπίασα καὶ εὗρον ἐμαυτῷ πολλὴν ἀνάπαυσιν» (Σοφ. Σειρὰχ 51, 27). Καὶ στὸ τέλος τὸ βάρος ἐξαφανίζεται ἐντελῶς. Σοῦ γίνεται χαρὰ τὸ ν’ ἀγαπᾶς. Σὲ κάνει νὰ πετᾶς.

Θὰ δέχονταν τώρα τὰ πουλιὰ νὰ τοὺς ἀφαιρέσουμε τὰ φτερά τους; Ποτὲ καὶ μὲ τίποτα. Ἐμεῖς γιατί προτιμᾶμε νὰ σερνόμαστε, ἐνῶ μποροῦμε νὰ πετάξουμε στὰ ὕψη;
Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βαρεῖαι οὐκ εἰσίν». Ἔτσι λοιπὸν ἂς τὶς βλέπουμε κι ἐμεῖς. Ὄχι σὰν βάρος, μὰ σὰν φτερὰ ἀνάλαφρα, ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὸν οὐρανό. Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ πραγματοποιήσουμε αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ ἀλλαγή.