Σάββατο, Απριλίου 25, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μρ. 15, 43 – 16, 8)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μρ. 15, 43 – 16, 8)
Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­δε τὸν Ἀ­δὰμ νὰ πλά­θε­ται καὶ νὰ ζω­ο­ποι­εῖ­ται. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­λα­βε τὴν πνο­ὴ τῆς ζω­ῆς μὲ τὸ θεῖ­ο ἐμ­φύ­ση­μα, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους τὸν εἶ­δε μί­α γυ­ναῖκα, δη­λα­δὴ ἡ Εὔα, ἀ­φοῦ ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον. Μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο καὶ τὸν δεύ­τε­ρο Ἀ­δάμ, δη­λα­δὴ τὸν Κύ­ρι­ο, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν τὸν εἶ­δε ὅ­ταν ἀ­νί­στα­το ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­μως τὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τὸν λαμ­προ­φο­ροῦν­τα ἄγ­γε­λο πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους μί­α γυ­ναῖκα.
Ἡ ἀ­νά­στα­ση ἔ­γι­νε καὶ ὁ Κύ­ρι­ος ἐ­ξῆλ­θε, ἥ­συ­χα καὶ ἤ­ρε­μα, χω­ρὶς κα­νεὶς νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸ πα­ρα­μι­κρό. Ὁ λί­θος ἀ­πο­κυ­λί­σθη­κε ἀρ­γό­τε­ρα γιὰ τὶς μυ­ρο­φό­ρες καὶ γιὰ τοὺς μα­θη­τές, καὶ ὄ­χι γιὰ τὸν Κύ­ρι­ο. Δη­λα­δὴ ἀ­πο­κυ­λί­σθη­κε γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θουν οἱ μυ­ρο­φό­ρες καὶ οἱ μα­θη­τὲς καὶ ὄ­χι γιὰ νὰ ἐ­ξέλ­θει ὁ Κύ­ρι­ος. Ὅ­πως λέ­ει καὶ ἕ­να Ἀ­να­στά­σι­μο Στι­χη­ρό: «Κύ­ρι­ε, ἐ­σφρα­γι­σμέ­νου τοῦ τά­φου ὑ­πὸ τῶν πα­ρα­νό­μων, προ­ῆλ­θες ἐκ τοῦ μνή­μα­τος, κα­θὼς ἐ­τέ­χθης ἐκ τῆς Θε­ο­τό­κου. Οὐκ ἔ­γνω­σαν πῶς ἐ­σαρ­κώ­θης οἱ ἀ­σώ­μα­τοί σου Ἄγ­γε­λοι˙ οὐκ ᾔσθον­το πό­τε ἀ­νέ­στης οἱ φυ­λάσ­σον­τές σε στρα­τι­ῶ­ται».
Ἔ­τσι λοι­πόν, τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὅ­πως ἦ­ταν καὶ πρέ­πον καὶ δί­και­ο, τὴ δέ­χθη­κε ἡ Θε­ο­τό­κος καὶ αὐ­τὴ πρὶν ἀ­πὸ ὅ­λους τὸν εἶ­δε ἀ­να­στη­μέ­νο. Καὶ ὄ­χι μό­νο τὸν εἶ­δε μὲ τὰ μά­τια της καὶ τὸν ἄ­κου­σε μὲ τὰ αὐ­τιά της, ἀλ­λὰ καὶ ἄγ­γι­ξε, πρώ­τη αὐ­τὴ καὶ μό­νη, τὰ ἄ­χραν­τα πό­δια του.
Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­σὴφ καὶ ὁ Νι­κό­δη­μος ζή­τη­σαν καὶ ἔ­λα­βαν ἀ­πὸ τὸν Πι­λά­το τὸ δε­σπο­τι­κὸ σῶ­μα, τὸ ξε­κρέ­μα­σαν ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τὸ πε­ρι­τύ­λι­ξαν σὲ σά­βα­να μα­ζὶ μὲ ἀ­ρώ­μα­τα, τὸ το­πο­θέ­τη­σαν μέ­σα σὲ λα­ξευ­τὸ μνη­μεῖ­ο καὶ ἔ­βα­λαν μί­α με­γά­λη πέ­τρα στὴ θύ­ρα τοῦ μνη­μεί­ου, πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή «καὶ ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α» κα­θή­με­ναι ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ τά­φου. Μὲ τὴ φρά­ση «καὶ ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α» ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἡ Θε­ο­μή­τωρ. Δι­ό­τι αὐ­τὴ ἐ­κα­λεῖ­το καὶ Ἰ­α­κώ­βου καὶ Ἰ­ω­σῆ μή­τηρ, ἐ­πει­δὴ ἐ­κεῖ­νοι ἦ­ταν γιοὶ τοῦ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ Μνή­στο­ρος. 
Δὲν πα­ρευ­ρί­σκον­ταν βέ­βαι­α μό­νο αὐ­τὲς ἐ­κεῖ πα­ρα­τη­ρῶν­τας, ὅ­ταν ἐν­τα­φι­α­ζό­ταν ὁ Κύ­ρι­ος, ἀλ­λὰ καὶ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, αὐ­τὲς ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με Μυ­ρο­φό­ρες: ἡ Μα­ρί­α ἡ τοῦ Κλω­πᾶ, ἡ Ἰ­ω­άν­να, ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Χου­ζᾶ, ἐ­πι­τρό­που τοῦ Ἡ­ρώ­δη, ἡ Σα­λώ­μη, ἡ μη­τέ­ρα τῶν υἱ­ῶν Ζε­βε­δαί­ου καὶ ἡ Σω­σάν­να. Αὐ­τές, με­τὰ τὸν ἐν­τα­φι­α­σμό, ἐ­πέ­στρε­ψαν καὶ ἀ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα καὶ μύ­ρα, ἀφε­νὸς μὲν γιὰ νὰ τι­μή­σουν τὸν κεί­με­νο νε­κρό, ἀφε­τέ­ρου δὲ ἐ­πι­νο­ῶν­τας μὲ τὸ ἄ­λειμ­μα αὐ­τὸ καὶ κά­ποια πα­ρη­γο­ριὰ γι᾽ αὐ­τοὺς ποὺ θὰ ἤ­θε­λαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν κον­τὰ στὸ σῶ­μα, κα­θὼς αὐ­τὸ θὰ ἀ­νέ­δι­δε τὴ δυ­σω­δί­α τῆς σή­ψε­ως. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ἑ­τοί­μα­σαν τὰ μύ­ρα καὶ τὰ ἀ­ρώ­μα­τα, τὸ μὲν Σάβ­βα­το ἡ­σύ­χα­σαν κα­τὰ τὴν ἐν­το­λή, ἐ­νῷ τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα, τὴ μί­α τῶν Σαβ­βά­των, «ὄρ­θρου βα­θέ­ως ἦλ­θον ἐ­πὶ τὸ μνῆ­μα, φέ­ρου­σαι ἃ ἡτοί­μα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα».
Πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἦλ­θε στὸν τά­φο τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Θε­οῦ της ἡ Θε­ο­τό­κος, ἔ­χον­τας μα­ζί της καὶ τὴ Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρί­α. Τὴ στιγ­μὴ δὲ ποὺ ἀ­να­ρω­τι­όν­του­σαν γιὰ τὸ ποιὸς θὰ τοὺς με­τα­κι­νή­σει τὸν ὀγ­κώ­δη λί­θο ποὺ ἔ­φρα­ζε τὴν εἴ­σο­δο τοῦ τά­φου ἔ­γι­νε κά­τι τὸ θαυ­μα­στό˙ ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ ἀστραπόμορφος ἄγγελος Κυρίου μετακίνησε τὸν λίθο τῆς θύρας τοῦ μνημείου: «Καὶ ἰ­δοὺ σει­σμὸς ἐ­γέ­νε­το μέ­γας· ἄγ­γε­λος γὰρ Κυ­ρί­ου κα­τα­βὰς ἐξ οὐ­ρα­νοῦ προ­σελ­θὼν ἀ­πε­κύ­λι­σε τὸν λί­θον ἐκ τῆς θύ­ρας τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἐ­κά­θη­το ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ· ἦν δὲ ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τοῦ ὡς ἀ­στρα­πὴ καὶ τὸ ἔν­δυ­μα αὐ­τοῦ λευ­κὸν ὡ­σεὶ χι­ών· ἀ­πὸ δὲ τοῦ φό­βου αὐ­τοῦ ἐ­σεί­σθη­σαν οἱ τη­ροῦν­τες καὶ ἐ­γέ­νον­το ὡ­σεὶ νε­κροί».
Ἡ Παρ­θε­νο­μή­τωρ ἑ­πο­μέ­νως ἦ­ταν ἐ­κεῖ τὴ στιγ­μὴ ποὺ γι­νό­ταν ὁ σει­σμὸς καὶ πα­ρα­με­ρι­ζό­ταν ὁ λί­θος καὶ ἀ­νοι­γό­ταν ὁ τά­φος. Κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες μά­λι­στα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας -οἱ ὁ­ποῖ­οι λέ­νε πὼς γι᾽ αὐ­τὴ καὶ δι᾽ αὐ­τῆς ὅ­λα μᾶς ἀ­νοί­χθη­καν, ὅ­σα εἶ­ναι ἐ­πά­νω στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ὅ­σα εἶ­ναι ἐ­δῶ κά­τω στὴ γῆ- ὁ ζω­η­φό­ρος ἐ­κεῖ­νος τά­φος γι᾽ αὐ­τὴ πρώ­τη ἀ­νοί­χθη­κε, καὶ ὅ­τι γι᾽ αὐ­τὴ ἔ­λαμ­ψε ἔ­τσι ὁ ἄγ­γε­λος, ὥ­στε αὐ­τή, ἂν καὶ ἦ­ταν ἀ­κό­μη σκο­τει­νά, ὄ­χι μό­νο τὸν τά­φο νὰ δεῖ κε­νό, ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α τα­κτο­ποι­η­μέ­να, ἔ­τσι ποὺ νὰ μαρ­τυ­ροῦν μὲ κά­θε τρό­πο τὴν ἔ­γερ­ση τοῦ ἐν­τα­φι­α­σθέν­τος. Ὅλες οἱ ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες ἦλ­θαν με­τὰ τὸν σει­σμὸ καὶ τὴ φυ­γὴ τῶν στρα­τι­ω­τῶν καὶ βρῆ­καν τὸν τά­φο ἀ­νοιγ­μέ­νο καὶ τὸν λί­θο πα­ρα­με­ρι­σμέ­νο. 
Προ­φα­νῶς δὲ ὁ ἄγ­γε­λος ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ ἴ­διος ὁ Γα­βρι­ήλ. Δι­ό­τι μό­λις τὴν εἶ­δε νὰ σπεύ­δει ἔ­τσι πρὸς τὸν τά­φο, αὐ­τὸς ποὺ πα­λαιό­τε­ρα τῆς εἶ­χε πεῖ, «μὴ φο­βοῦ, Μα­ρι­ὰμ εὗρες γὰρ χά­ριν πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ», σπεύ­δει καὶ τώ­ρα καὶ κα­τε­βαί­νει νὰ πεῖ καὶ πά­λι τὸ ἴ­διο στὴν Ἀ­ει­πάρ­θε­νο καὶ νὰ τῆς εὐ­αγ­γε­λι­στεῖ τὴν ἐκ νε­κρῶν ἀ­νά­στα­ση ἐ­κεί­νου ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­σπό­ρως ἀ­πὸ αὐ­τή, νὰ ση­κώ­σει τὸν λί­θο, νὰ ἐ­πί­δει­ξει κε­νὸ τὸν τά­φο καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α καὶ ἔ­τσι νὰ τὴ δι­α­βε­βαι­ώ­σει γιὰ τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση. Λέ­ει λοι­πὸν ὁ ἄγ­γε­λος στὶς γυ­ναῖ­κες: «μὴ ἐκ­θαμ­βεῖ­σθε˙ Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τὸν Να­ζα­ρη­νὸν τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον˙ ἠ­γέρ­θη, οὐκ ἔ­στιν ὧ­δε˙ ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν».
Ὅ­λα τοῦ­τα ὅ­μως γέ­μι­σαν μὲ φό­βο τὶς μυ­ρο­φό­ρες, δι­ό­τι δὲν κα­τά­λα­βαν τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων τοῦ ἀγ­γέ­λου οὔ­τε μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦν μὲ ἀ­κρί­βει­α τὸ γε­γο­νός. Ἡ Πα­να­γί­α ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἐ­πλή­σθη χα­ρᾶς με­γά­λης, δι­ό­τι κα­τε­νό­η­σε τὰ λό­γι­α τοῦ ἀγ­γέ­λου, πί­στε­ψε σὲ αὐ­τὰ καὶ γνώ­ρι­σε μὲ βε­βαι­ό­τη­τα τὴν ἀ­λή­θει­α. Πῶς ἄλ­λω­στε ἀ­πὸ τέ­τοια γε­γο­νό­τα στὰ ὁποῖα πα­ρευ­ρέ­θη­κε, νὰ μὴ κα­τα­λά­βει ἡ Παρ­θέ­νος τὸ τί εἶ­χε συν­τε­λε­στεῖ; Εἶ­δε τὸν σει­σμό. Εἶ­δε ἀ­στρα­πο­βό­λο ἄγ­γε­λο νὰ κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Εἶ­δε τὴ νέ­κρω­ση τῶν φυ­λά­κων καὶ τοῦ λί­θου τὴ με­τα­κι­νή­ση καὶ τὸν κε­νὸ τά­φο καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α σπάρ­γα­να ἄ­δει­α ἀ­πὸ τὸ ζω­η­φό­ρο σῶ­μα, πλήν, ὅ­μως τυ­λιγ­μέ­να καὶ συγ­κρα­τη­μέ­να σὲ σχῆ­μα. Ἄ­κου­σε τὴ χαρ­μό­συ­νη ἀγ­γε­λί­α τοῦ ἀγ­γέ­λου πρὸς αὐ­τή.
Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ Θε­ο­μή­τωρ, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες, ἐ­πέ­στρε­φαν στὰ σπί­τια τους. Καθ᾽ ὁ­δὸν τὶς συ­νάν­τη­σε ὁ Κύ­ρι­ος, λέ­γον­τάς τους «χαί­ρε­τε». Αὐ­τὲς ἔ­σπευ­σαν νὰ τὸν προ­σκυ­νή­σουν: «αἳ δὲ προ­σελ­θοῦ­σαι, ἐ­κρά­τη­σαν αὐ­τοῦ τοὺς πό­δας καὶ προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ». Ὅ­πως δέ, ὅ­ταν ἡ Θε­ο­τό­κος ἄ­κου­σε μα­ζὶ μὲ τὴ Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρί­α τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἀ­πὸ τὸν ἄγ­γε­λο, μό­νη αὐ­τὴ κα­τά­λα­βε τὴ ση­μα­σί­α ἐ­κεί­νων τῶν λό­γων, ἔ­τσι καὶ τώ­ρα, ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὶς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, ὅ­ταν συ­νάν­τη­σε τὸν Υἱ­ὸ καὶ Θε­ό της, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες εἶ­δε καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸν ἀ­να­στάν­τα καὶ προ­σπί­πτον­τας ἄγ­γι­ξε τὰ πό­δια του καὶ ἔ­γι­νε ἀ­πό­στο­λός του πρὸς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους. 

Οἱ δὲ μα­θη­τές, ὅ­ταν κατ᾽ αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια μέ­ρα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τὶς Μυ­ρο­φό­ρες καὶ τὸν Πέ­τρο καὶ τὸν Λου­κᾶ καὶ τὸν Κλε­ό­πα ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος ζεῖ καὶ τὸν εἶ­δαν, ἀ­πί­στη­σαν. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὀ­νει­δί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν Κύριο, ὅ­ταν ὕ­στε­ρα τοὺς ἐμ­φα­νί­σθη­κε, κα­θὼς ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι. Ἀ­φοῦ ἐνώπιον πολ­λῶν προ­σώ­πων καὶ μὲ πολ­λοὺς τρό­πους φα­νέ­ρω­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ὡς ἀ­να­στάν­τα καὶ ζῶν­τα, ὄ­χι μό­νο πί­στε­ψαν ὅ­λοι, ἀλ­λὰ καὶ κή­ρυ­ξαν παν­τοῦ: «Εἰς πᾶ­σαν τὴν γῆν ἐ­ξῆλ­θεν ὁ φθόγ­γος αὐ­τῶν καὶ εἰς τὰ πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης τὰ ρή­μα­τα αὐ­τῶν, τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νερ­γοῦν­τος καὶ τὸν λό­γον βε­βαι­οῦν­τος δι­ὰ τῶν ἐ­πα­κο­λου­θούν­των ση­μεί­ων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά