Δευτέρα, Μαΐου 29, 2017

Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης(Φώτης Κόντογλου)


Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.

Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.

Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.

Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.


Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.

Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.

Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.


 Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!

Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.

Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.

Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.

Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.

Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.

Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.

Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.

Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.

Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;

Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.

Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.

Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ.
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»

Κωνσταντινούπολη. Τρίτη 29 Μαΐου 1453, οκτώ η ώρα το πρωί.


Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Λεωνίδα Κουμάκη «Ματιές στις ρίζες του Ελληνισμού» (αυτό-έκδοση 1997).

Πέρασαν κιόλας πεντακόσια εξήντα τρία χρόνια από την άλωση της Πόλης που ήταν το τελευταίο μεγάλο κέντρο του αρχαίου, του αθάνατου ελληνικού πολιτισμού. Της Πόλης που η άλωση της σήμανε
το τέλος μιας μακράς και ένδοξης ιστορίας.

Η Κωνσταντινούπολη συγκέντρωνε την εποχή της ακμής της μαζί με τα προάστια 1.000.000 κατοίκους. Τις παραμονές της άλωσης ο συνολικός πληθυσμός που είχε απομείνει δεν ξεπερνούσε τους 80.000 κατοίκους.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν το επακόλουθο, η συνέπεια μιας μακροχρόνιας και πολύπλευρης κρίσης που είχε αρχίσει πολλούς αιώνες νωρίτερα και είχε φθείρει σταδιακά κάθε δύναμη, είχε εξαντλήσει κάθε ικμάδα του άλλοτε παντοδύναμου βυζαντινού κράτους, ενός κράτους που αποτελούσε τον προμαχώνα της Ευρώπης απέναντι σε κάθε επιδρομέα.

Η στρατιωτική αποτυχία του Διογένη Ρωμανού στο Ματζικέρτ το 1071 σηματοδότησε επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις μέσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι εσωτερικές αυτές έριδες οδηγούσαν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στην πρόσληψη μισθοφόρων Τούρκων. Έτσι, οι Βυζαντινοί «έβαζαν τους λύκους να φυλάγουν τα πρόβατα» και οι Τούρκοι άρχισαν να εγκαθίστανται σε τεράστιες εκτάσεις της Μικράς Ασίας  και να δημιουργούν διάφορα τουρκικά εμιράτα μέσα στην καρδιά του Βυζαντίου.

Το 1081, δέκα μόλις χρόνια μετά την Μάχη του Ματζικέρτ, ο Σουλειμάν ιδρύει στη Νίκαια το κράτος των Σελτζούκων και ως μισθοφόρος προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Μιχαήλ τον 7ο εναντίον του Νικηφόρου Βοτανειάτη, στον Νικηφόρο Βοτανειάτη εναντίον του Νικηφόρου Βρυέννιου και τέλος στον Νικηφόρο Μελισσηνό εναντίον του Νικηφόρου Βοτανειάτη, με την συμφωνία όμως να κρατήσει τα μισά από τα εδάφη που θα αφαιρούσαν από τον «εχθρό».

Από τους 93 αυτοκράτορες που κάθισαν στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι 30 αναφέρονται ως σφετεριστές της εξουσίας. Οι συνεχείς αυτές έριδες και αντιδικίες υπέσκαψαν σταδιακά τα θεμέλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οδήγησαν στην παρακμή και στην πτώση της. Έτσι, 239 χρόνια μετά την μάχη του Ματζικέρτ, το πιο ασήμαντο τουρκικό εμιράτο, που ξεκίνησε το 1.300 από τα βουνά της Κιλικίας με αρχηγό τον Οσμάν, έμελλε να εκμεταλλευτεί την αναρχία και τις εμφύλιες διαμάχες των Βυζαντινών και να σφραγίσει το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το 1326 ο εμίρης Οσμάν, αφού καταλαμβάνει την Νικομήδεια, φθάνει μέχρι την περιοχή του Βοσπόρου, αυτοανακηρύσσεται σουλτάνος και κάνει πλέον άμεση, εμφανή και σοβαρή την απειλή για την Κωνσταντινούπολη. Παρ΄ όλα αυτά, όταν το 1341 ξεσπάει στην Κωνσταντινούπολη πόλεμος μεταξύ του Ιωάννη Κατακουζηνού και των ανθρώπων του περιβάλλοντος του ανήλικου βασιλέως Ιωάννου του 5ου, ο Ιωάννης Κατακουζηνός χρησιμοποιεί ως μισθοφόρους τους Τούρκους,  αποκτά μάλιστα και συγγενικό δεσμό μαζί τους, αφού η αδελφή του, η Θεοδώρα, παντρεύτηκε τον σουλτάνο Ορχάν. Ο σουλτάνος Ορχάν στέλνει 6.000 άντρες στην Θράκη για την υποστήριξη του γυναικάδελφου του, ο οποίος επιβάλλεται των αντιπάλων του και ανεβαίνει στον θρόνο με το όνομα Ιωάννης ο 6ος. Οι Τούρκοι μισθοφόροι παραμένουν όμως στην Θράκη και, όταν ο Ιωάννης Κατακουζηνός χάνει τον θρόνο από τον Ιωάννη τον 5ο, βρίσκουν την «κατάλληλη ευκαιρία» και καταλαμβάνουν το Διδυμότειχο και την Αλεξανδρούπολη. Το 1360 ιδρύουν τουρκικό κράτος επί Ευρωπαϊκού εδάφους και στα νώτα πλέον της Κωνσταντινούπολης.

Το 1395 και το 1422 δύο πολιορκίες της Πόλης καταλήγουν σε αποτυχία και η Κωνσταντινούπολη σώζεται. Μέχρι το 1451 στο κράτος αυτό σουλτάνος ήταν ο Μουράτ ο 2ος . Με τον θάνατό του στον θρόνο ανεβαίνει ένας αδίστακτος, σκληρός και φιλοπόλεμος εικοσάχρονος νεαρός: Ο Μεχμέτ ο Πορθητής.

Ο ιστορικός Δούκας γράφει για τον νεαρό σουλτάνο πως, όποιος κάποιος αισθάνεται ένα είδος ευχαρίστησης όταν σκοτώνει ψύλλους, έτσι και αυτός ηδονιζόταν να σκοτώνει ανθρώπους με τα ίδια του τα χέρια. Από μικρότερος ακόμα ήταν φιλόδοξος, ορμητικός και φανατικός εχθρός του ελληνισμού. Έβριζε τους χριστιανούς και απειλούσε πως όταν πάρει την εξουσία θα τους εξαφανίσει από προσώπου γης.

Από την πρώτη ημέρα που πήρε την εξουσία, η έμμονη ιδέα της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, που θα του χάριζε αιώνια δόξα, γίνεται ο μοναδικός σκοπός της ζωής του. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό της δραστηριότητας του είναι πλέον αφιερωμένο στον σκοπό αυτό. Από την άλλη πλευρά, το πάλαι ποτέ πανίσχυρο βυζαντινό κράτος δεν είναι τίποτε άλλο από μια πάμπτωχη και ερειπωμένη πόλη η οποία, κλεισμένη μέσα στα τείχη είναι τελείως εγκαταλελειμμένη από όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που διαδέχτηκε το 1448 τον αδελφό του, κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει βοήθεια από την Δύση. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του, παρά τις ολοένα και πιο ταπεινωτικές συμφωνίες για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, η Δύση στάθηκε σιωπηλή και αδιάφορη λες και ο θανάσιμος κίνδυνος δεν απειλούσε, σε τελευταία ανάλυση, τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης.

Τον Μάρτιο του 1452 ο νεαρός σουλτάνος αποφασίζει να χτίσει μεγάλο φρούριο στα παράλια του Βοσπόρου, σε σημείο που η ασιατική και η ευρωπαϊκή ακτή πλησιάζουν τόσο πολύ ώστε να αποκλείσει την Κωνσταντινούπολη από την Μαύρη Θάλασσα, να μεταφέρει εύκολα στρατεύματα από την Ασία στην Ευρώπη και να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο του. Το φρούριο, που ο σουλτάνος ονόμασε Boyazkesen, δηλαδή «λαιμοκόπτη», και που σήμερα είναι γνωστό σαν Ρούμελη Χισάρ, χτίστηκε σε χρόνο ρεκόρ. Ήταν έτοιμο στα τέλη Αυγούστου 1452.

Ένας μεγάλος Ούγγρος τεχνίτης, κατασκευαστής πυροβόλων, ο Ουρμπάν, προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα, που όμως δεν μπορεί να τον πληρώσει παρά μόνο με μια ασήμαντη αμοιβή λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης του Βυζαντίου. Έτσι ο Ουρμπάν εγκαταλείπει την Πόλη και σπεύδει στον σουλτάνο Μεχμέτ, ο οποίος του προσφέρει πλούσια αμοιβή. Μέσα σε τρείς μήνες κατασκευάζει για τον στρατό του σουλτάνου ένα τηλεβόλο, που όπως γράφει ο ιστορικός Δούκας ήταν ένα «τέρας φοβερό και απαίσιο».

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1453 ο σουλτάνος δίνει εντολή να μεταφερθεί το τηλεβόλο πέντε μίλια από την Πόλη και η μεταφορά του κρατάει σχεδόν δύο μήνες. Χρειάστηκαν 30 αμάξια, 60 βόδια και 200 άντρες για το σύρουν και να το ισορροπούν. Ταυτόχρονα ο σουλτάνος στέλνει αγγελιοφόρους σε όλη την Ανατολή προσκαλώντας τους πάντες να πάρουν μέρος στην άλωση και στην λεηλασία της Πόλης. Οι πύργοι, τα χωράφια, τα χωριά που βρισκόταν έξω από τα τείχη της Πόλης κυριεύονται. Συγκεντρώνεται άφθονο πολεμικό υλικό, πολεμικές μηχανές, ελαιοβόλα που εμφανίζονται για πρώτη φορά σε πολεμικές επιχειρήσεις, 420 πλοία, τριήρεις, διήρεις, μονήρεις και πολλά άλλα σκάφη, 200.000 τακτικός στρατός και ένα αναρίθμητο πλήθος πεινασμένων πολιορκητών που ήρθαν μόνο και μόνο για να είναι παρόντες την ώρα της λεηλασίας.

Μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν μόλις 5.000 μαχητές –συμπεριλαμβανομένων των μοναχών και των εθελοντών- καθώς επίσης και 2.000 ξένοι. Στη θάλασσα βρισκόταν λίγα μόνο σκάφη, που ήταν αγκυροβολημένα στον λιμένα της Κωνσταντινούπολης.

Ο αυτοκράτορας διατάζει να κλείσει το λιμάνι, δηλαδή ο Κεράτιος Κόλπος, με την μεγάλη αλυσίδα, ένα μέρος της οποίας βρισκόταν στον πύργο του Ευγενίου, κάτω από την ακρόπολη, ενώ το άλλο στον πύργο των παραθαλασσίων τειχών, στον Γαλατά. Και την Δευτέρα 2 Απριλίου 1453 αρχίζει η εικοστή και τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. 

Η πρώτη μεγάλη έφοδος των Τούρκων γίνεται στις 20 Απριλίου 1453. Ο αυτοκράτορας τρέχει αδιάκοπα σε όλη την Πόλη δίνοντας κουράγιο και ηθικό στους πολιορκούμενους. Οι επιδρομείς θερίζονται σαν στάχυα γύρω από τα τείχη της Πόλης και το αίμα τους ρέει σαν ποτάμι. Η επιδρομή σημειώνει αποτυχία. Ο αυτοκράτορας περιφέρεται κάθε βράδυ σε όλες τις αμυντικές θέσεις αγρυπνώντας και επιβλέποντας την αποκατάσταση των ζημιών στα τείχη ή συμμετέχοντας στο άδειασμα των τάφρων γύρω από τα τείχη.

Η δεύτερη μεγάλη τουρκική επίθεση γίνεται στις 11 το βράδυ της 7ης Μαΐου 1453, που όμως αποκρούστηκε και αυτή με μεγάλες απώλειες των επιτιθεμένων και μικρές βλάβες των τειχών που επισκευάστηκαν αμέσως.

Την ίδια τύχη είχε και η Τρίτη μεγάλη επίθεση των Τούρκων που εκδηλώθηκε στις 12 Μαΐου 1453.

Στις 18 Μαΐου 1453 ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος εμφανίστηκε μπρος τα τείχη της Πόλης και άρχισε η επόμενη μεγάλη τουρκική επίθεση. Ο Γ. Σφραντζής γράφει στο «Χρονικό» του:

«Οι Τούρκοι κατά πρώτο άρχισαν την επίθεση με την φοβερή εκείνη μηχανή του Ούγγρου τεχνικού και γκρέμισαν τον πύργο πλάι στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αμέσως μετά έσυραν το τηλεβόλο αυτό και το τοποθέτησαν στο άνοιγμα του τείχους. Η μάχη είχε γίνει φρικαλέα. Άρχισε πριν την ανατολή του ηλίου και κράτησε όλη μέρα. Από αυτά που έριχναν οι Τούρκοι μέσα στην τάφρο και απ΄ αυτά που έπεσαν από τον γκρεμισμένο πύργο, δημιουργήθηκε για τους επιδρομείς ένας σχεδόν ίσιος δρόμος. Αλλά οι πολεμιστές μας απέκρουσαν πολλές φορές και με γενναιότητα τους εχθρούς που συνέχιζαν τις επιθέσεις τους μέχρι την πρώτη ώρα της νύχτας. Τότε αποσύρθηκαν με την ελπίδα ότι την επομένη θα κυριεύσουν την Πόλη. Οι ελπίδες τους όμως δεν πραγματοποιήθηκαν. Όλοι οι Έλληνες, μαζί με τον αυτοκράτορα, όλη την νύχτα άδειασαν την τάφρο και επισκεύασαν με κάθε δυνατό μέσο τον μισογκρεμισμένο πύργο. Την επομένη τα ξημερώματα, όταν επανήλθαν οι Τούρκοι, απόρησαν. Ο σουλτάνος στεναχωρήθηκε και ντροπιάστηκε».

Και πώς να μην στεναχωρηθεί και να μην ντροπιαστεί ο νεαρός σουλτάνος, όταν μέσα σε μια τόσο απελπιστική κατάσταση μια χούφτα περικυκλωμένων μαχητών αντιμετώπιζε με επιτυχία επί σαράντα έξη μέχρι τότε ημέρες τον ατέλειωτο ποταμό των εκατοντάδων χιλιάδων επιδρομέων, αποκρούοντας συνεχώς τις λυσσασμένες επιθέσεις τους;

Λίγες μόνο μέρες πριν από την καινούργια έφοδο ο νεαρός σουλτάνος στέλνει μήνυμα στον αυτοκράτορα λέγοντας πως δεν πρόκειται να υποχωρήσει και προτείνει ειρηνική παράδοση της Πόλης με σημαντικά ανταλλάγματα. Αντί απάντησης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνεχίζει να συμπληρώνει την άμυνα της Πόλης, όταν ο νεαρός σουλτάνος στέλνει νέο μήνυμα λέγοντας στον αυτοκράτορα:

«Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να πας με τους άρχοντες σου και τα υπάρχοντα σου όπου θέλεις ή να αντισταθείς και να χάσεις εσύ και οι δικοί σου τη ζωή σας και τα υπάρχοντα σας και ο λαός σου να αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους και να σκορπιστεί σαν σκλάβος σ΄όλη τη γη;»

Ο πονηρός σουλτάνος προσπαθούσε πλέον να αρπάξει με υποσχέσεις αυτό που δεν μπόρεσε να καταλάβει με την βία. Και είχε πολύ σημαντικούς λόγους να το κάνει. Ο στρατός του πλέον έδειχνε μεγάλη αδημονία και εκνευρισμό, αφού είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την έναρξη της πολιορκίας και όχι μόνο δεν είχαν πετύχει τον στόχο τους, αλλά δεν είχαν σημειώσει ούτε μια αποφασιστική νίκη, είτε στην ξηρά είτε στην θάλασσα. Κοντά σ΄αυτά υπήρχαν και πληροφορίες για πολύ μεγάλη βοήθεια που ετοίμαζαν οι Δυτικοί και που θα ανέτρεπε την ισορροπία υπέρ των πολιορκημένων.

Ο ιστορικός Δούκας μας μεταφέρει την λιτή και ηρωική απάντηση του αυτοκράτορα, που είχε την σύμφωνη γνώμη όλης της συγκλήτου:

«Εάν μεν θέλεις να ζήσεις και συ, όπως και οι πατέρες σου, ειρηνικά μαζί μας, θα οφείλουμε χάρη στο Θεό. Κράτησε τα κάστρα και τη γη που άδικα μας άρπαξες, σαν να τα ΄χεις αποκτήσει δικαίως και καθόρισε ακόμα φόρους τόσους όσους θα μπορούσαμε να σου δίνουμε κατ΄έτος και φύγε ειρηνικά. Δεν είναι δικαίωμα μου να σου παραδώσω την Πόλη και είμαστε όλοι αποφασισμένοι αυτόβουλα να μη λυπηθούμε τη ζωή μας και να πεθάνουμε».

Ο σουλτάνος ήταν πλέον αποκαρδιωμένος. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ κοντά στην απαλλαγή από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του εχθρού. Ο Μεχμέτ ήταν ώριμος να λύσει την πολιορκία και είχε αποφασίσει πως μια τελευταία έφοδος θα έκρινε και την τύχη της. Αν αποτύγχανε και αυτή όπως και οι προηγούμενες, θα υποχωρούσε λύνοντας την θηλιά που κοντά δυο μήνες είχε σφίξει στον λαιμό της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να πετύχει τον σκοπό του.

Το απόγευμα του Σαββάτου 26 Μαΐου 1453 ο σουλτάνος συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο. Ο πρώτος σύμβουλος του σουλτάνου που είχε μεγάλο κύρος, ο βεζίρης Χαλήλ Πασάς, εισηγείται την άμεση λύση της πολιορκίας. Αντίθετα ο δεύτερος στην ιεραρχία Ζογάν Πασάς, εισηγείται την συνέχιση των επιθέσεων λέγοντας χαρακτηριστικά στον νεαρό σουλτάνο:

«Ούτε ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν τόσος όσος είναι ο δικός σου, ούτε είχε κάνει τόση προετοιμασία. Κι όμως κατέκτησε τον κόσμο!»

Αυτά ήταν τα λόγια που ήθελε να ακούσει ο νεαρός σουλτάνος. Υποστηριζόμενος από τους νεότερους και πλέον ενθουσιώδεις στρατηγούς, πήρε την απόφαση για την τελευταία, μεγάλη προσπάθεια. Την νύχτα της Κυριακής 27 προς την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 διατάζει να ανάψουν φωτιές και να καίνε φανοί γύρω από την πολιορκημένη Πόλη. Και το απόγευμα της Δευτέρας 28 Μαΐου 1453 απευθύνεται στο στρατό του στοχεύοντας στο ευαίσθητο σημείο του. Τα λόγια του, που μας μεταφέρει ο Γ. Σφραντζής στο «Χρονικό» του, είναι χαρακτηριστικά της πολιτισμικής στάθμης των υπηκόων του: 

«Σ΄αυτή την Πόλη υπάρχει πολύς και παντοειδής πλούτος, στα ανάκτορα, στα σπίτια των αρχόντων και στα σπίτια των ιδιωτών, αλλά καλύτερος και περισσότερος πλούτος βρίσκεται στους ναούς με αναθήματα και κειμήλια από χρυσό και άργυρο και πολύτιμους λίθους και πολυτελή μαργαριτάρια. Όλα αυτά θα γίνουν δικά σας. Έπειτα υπάρχουν πολλοί άνδρες ευγενείς και επίσημοι που άλλοι μεν θα γίνουν δούλοι σας άλλοι δε θα πουληθούν από εσάς. Και γυναίκες υπάρχουν πολλές, νέες και ωραίες και ευπαρουσίαστες και παρθένες και από οικογένειες ευγενών. Υπάρχουν επίσης και παίδες ωραιότατοι και καθώς πρέπει που θα είναι στη διάθεση σας».

Και λίγο πριν τελειώσει τον λόγο του ο σουλτάνος δίνει το αποφασιστικό κίνητρο στον πεινασμένο ποταμό των επιδρομέων:

«Για τρείς μέρες η Πόλη θα είναι στη διάθεση σας να την λεηλατήσετε. Οτιδήποτε θα βρείτε ή θα αρπάξετε, είτε αυτό είναι σκεύος από χρυσάφι ή άργυρο είτε είναι ενδύματα ή αιχμάλωτοι, άντρες ή γυναίκες, μικροί ή μεγάλοι, κανείς δεν θα έχει το δικαίωμα να σας τα αφαιρέσει ή να σας ενοχλήσει σε κάτι!»

Το σύνθημα «Yiagma! Yiagma!», δηλαδή «Λεηλασία! Λεηλασία!» γίνεται η ιαχή του ποταμού των πεινασμένων πολιορκητών της Κωνσταντινούπολης.

Μέσα στα τείχη οι πολιορκημένοι είναι ενωμένοι σε μια αδιάσπαστη ενότητα που μόνο τέτοιες στιγμές μπορούν να δημιουργήσουν. Την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 κάνουν ξυπόλητοι λιτανεία με τις άγιες εικόνες τόσο πάνω στα τείχη όσο και μέσα στην Πόλη. Μετά το τέλος της λιτανείας ο αυτοκράτορας καλεί όλους τους προύχοντες και τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Δεν τους τάζει λάφυρα, δούλους, πλούτη και σαρκικές απολαύσεις, όπως ο σουλτάνος. Απευθύνεται στην ψυχή και στο πνεύμα τους. Με θλίψη, παράπονο αλλά και αποφασιστικότητα ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αφού απαριθμεί τις χώρες και τους λαούς που ήλεγχε το Βυζάντιο στην περίοδο της ακμής του, τους απευθύνει λόγια που έχουν ένα μοναδικό, ανεπανάληπτο μεγαλείο - όπως μας τα μεταφέρει ο Γ. Σφραντζής στο «Χρονικό» του:

«Σας εμπιστεύομαι την λαμπρή και ένδοξη αυτή πόλη και πατρίδα μας που είναι η Βασίλισσα όλων των Πόλεων. Γνωρίζεται καλά αδελφοί μου πως όλοι είμαστε υποχρεωμένοι για τέσσερα πράγματα να πολεμούμε μέχρι θανάτου, παρά να ζούμε σαν δούλοι. Πρώτον για την πίστη και την θρησκεία μας. Δεύτερο για την πατρίδα μας. Τρίτο για τον Βασιλέα που είναι αντιπρόσωπος του Κυρίου μας. Και τέταρτο για τους συγγενείς και φίλους μας. Λοιπόν αδελφοί μου, εάν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για κάθε ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε και τη ζωή μας ακόμα και για τα τέσσερα μαζί!»

Και ο λόγος του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου τέλειωνε με τα εξής λόγια:

«Όταν αγωνιστούμε ηρωικά… τότε ένα αδαμάντινο στεφάνι ετοιμάστηκε για μας στον ουρανό και μια μνήμη αιώνια και δοξασμένη μας περιμένει σ΄αυτό τον κόσμο».

Η τελευταία τουρκική έφοδος άρχισε στις 2 τα ξημερώματα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453. Η πρώτη επίθεση διήρκησε δύο ώρες και τέλειωσε με τον αποδεκατισμό των βαζιβουζούκων που αποκρούστηκαν από τους αμυνόμενους και διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Αμέσως μετά ακολουθεί η δεύτερη επίθεση με όλα πλέον τα τακτικά και καλά εξοπλισμένα τουρκικά στρατεύματα. Οι επιτιθέμενοι και πάλι υφίστανται πολύ σοβαρές απώλειες γιατί λόγω του τεράστιου όγκου δεν έχουν καμιά απολύτως ευελιξία, ενώ οι αμυνόμενοι, χάρη στην πλεονεκτική –λόγω ύψους- θέση τους, τους αποδεκατίζουν.

Ο σουλτάνος, μετά την αποτυχία των άτακτων βαζιβουζούκων αλλά και των τακτικών τουρκικών στρατευμάτων, έχει ένα τελευταίο χαρτί: τους 12.000 άριστα εκπαιδευμένους, ρωμαλέους και αφοσιωμένους σ΄αυτόν γενίτσαρους. Έξαλλος και αγανακτισμένος από την αδυναμία του στρατού του, ηγείται της νέας επίθεσης με τους γενίτσαρους που ξεκούραστοι και κάτω από το βλέμμα του αρχηγού τους ξεχύνονται στα τείχη γεμάτοι ορμή σα μαινόμενοι ταύροι. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν για τρίτη φορά την ίδια νύχτα και σημάνουν νέο, υπέρ πάντων συναγερμό. Η λυσσαλέα όμως επίθεση των γενίτσαρων εκφυλίζεται και φαίνεται να ακολουθεί την τύχη των δύο προηγούμενων επιθέσεων.

Τότε όμως, σύμφωνα με την άποψη πολλών ιστορικών, ένα συμπτωματικό περιστατικό θα καθορίσει την έκβαση της μάχης. Στο σημείο που ενώνεται το τείχος των Βλαχερνών με το διπλό Θεοδοσιανό τείχος και στο χαμηλότερο τμήμα του ανακτόρου του Εβδόμου υπήρχε από παλιά μια μικρή ημιυπόγειος πόρτα που την έλεγαν Κερκόπορτα. Από πολλά χρόνια η πόρτα αυτή ήταν κλειστή και αχρηστεμένη, αλλά τις παραμονές της πολιορκίας άνοιξε και χρησιμοποιούνταν για εξόδους κλεφτοπόλεμου. Η πόρτα λοιπόν αυτή είχε ξεχαστεί ανοικτή και τις δραματικές εκείνες στιγμές για τους αμυνόμενους, έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους. Χωρίς να μπορούν να πιστέψουν στην ανέλπιστη τύχη τους, οι γενίτσαροι βρέθηκαν μέσα στην Πόλη. 

Οι υπερασπιστές της Πόλης όταν είδαν τους γενίτσαρους μέσα από τα τείχη, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως ήταν λιγοστοί και πως είχαν εισχωρήσει από την Κερκόπορτα. Έτσι, από την μοιραία αυτή στιγμή και μετά άρχισε η κατάρρευση της άμυνας των υπερασπιστών της Κωνσταντινούπολης και σε λίγες ώρες ο νεαρός σουλτάνος θα έμπαινε νικητής στην Βασίλισσα των Πόλεων και θα έμενε στην ιστορία σαν Μεχμέτ ο Πορθητής.

Όλα είχαν τελειώσει στις δύο και μισή το μεσημέρι της Τρίτης 29 Μαΐου 1453 όταν η Κωνσταντινούπολη βυθίστηκε σε ένα παρατεταμένο χειμώνα.

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ: 
«Οι στιγμές είναι μεγάλες και ιερές. Οι άνθρωποι που μάχονται στις ερειπωμένες επάλξεις έχουν συνείδηση της σημασίας και του αγώνα και της θυσίας τους. Γνωρίζουν πως το Βυζάντιο θα πέσει, αλλά ότι η τελευταία του ώρα δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή. Γνωρίζουν πως η ευγενής και άσκοπος θυσία –ευγενεστέρα ακριβώς επειδή είναι άσκοπος- αποτελεί χρέος απαράβατο προς τον όγκο του παρελθόντος. Γνωρίζουν πως γράφοντας την τελευταία ηρωική σελίδα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις και τα σύμβολα της αναγέννησης. Η ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία ορισμένων μόνο στιγμών. Απ΄αυτές εξαρτάται πολλές φορές η μακρά πορεία των αιώνων. Και η υπέρτατη θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των αγωνιστών του, κατηύθυνε πράγματι των αιώνων τις τύχες». (Από το βιβλίο του Διονύσιου Ζακυνθινού «Άλωση της Κωνσταντινούπολης και Τουρκοκρατία», 1954)  

Κυριακή, Μαΐου 28, 2017

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΟ 1453

Στεφάνου Καρανίκα
καθηγητοῦ Θεολόγου

paleologos
Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἀποτελεῖ γιά ἐμᾶς τούς Νεοέλληνες καί Ρωμηούς φυσικά, ἡμέρα θρήνου καί μνήμης. Ἡμέρα θρήνου, διότι ἡ Βασιλίδα τῶν πόλεων, ἡ Θεοφύλακτος πόλη, ἡ Κωνσταντινούπολη, κατελήφθη (ἤ ἁλώθηκε) ἀπό χέρια ἐχθρικά γιά δεύτερη φορά. Εἶναι ὅμως καί ἡμέρα μνήμης, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τήν εἴσοδο τοῦ Γένους μας σέ μία ἀπό τίς μελανότερες σελίδες τῆς μυριόχρονης ἱστορίας μας: τήν Τουρκοκρατία.
  Γιά πάνω ἀπό χίλια χρόνια, ἡ Κωνσταντινούπολη ἀποτέλεσε πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς πιό μακροχρόνιας ἴσως ἀπό ὅλες ὅσες δημιουργήθηκαν στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὑπῆρξε τό λίκνο τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Προσέφερε τά μέγιστα στή διαμόρφωση ὄχι μόνο τῆς δικῆς μας ρωμαίικης εὐσυνειδησίας καί ταυτότητας, ἀλλά καί στήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι πολύ δύσκολο νά φανταστοῦμε πῶς θά ἦταν ἡ Εὐρώπη σήμερα, ἄν δέν ἦταν τό Βυζάντιο σέ ρόλο κυματοθραύστη ἀπέναντι στίς βαρβαρικές ἐπιδρομές. Βασιλεῖς ὑποχώρησαν, αὐτοκρατορίες λύγισαν καί ἐχθροί κατατροπώθηκαν, δοκιμάζοντας τήν ἰσχύ καί τό μεγαλεῖο της Ρωμηοσύνης. Ἡ ἴδια ἡ Πόλη πολιορκήθηκε 29 φορές ἀπό βάρβαρους ἐπιδρομεῖς καί ἐπίδοξους σφετεριστές, ἀλλά μέ τήν βοήθεια τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, παρέμεινε ὄρθια καί λαμπρή, ἀποδεικνύοντας συνεχῶς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν Θεοφρούρητος Πόλη.
  Ἡ μνησικακία ὅμως τῶν Φραγκολατίνων καί τό ζηλόφθονο μῖσος τους γιά μία πόλη καί μία αὐτοκρατορία πού συγκέντρωνε τόσο πλοῦτο, ὑλικό καί πνευματικό, ὁδήγησαν τά στίφη τῶν Σταυροφόρων τῆς Δ’ Σταυροφορίας μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως καί στήν ἅλωσή της στίς 13 Ἀπριλίου 1204, κατακερματίζοντας οὐσιαστικά τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία σέ μικρότερα κρατίδια, ἑλληνικά καί φραγκικά. «Ἦταν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα στήν ἱστορία», θά ἐπισημάνει ὁ ἔγκριτος βρετανός βυζαντινολόγος σέρ Στήβεν Ράνσιμαν.
  Ἄν καί ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλευθερώθηκε τό 1261 καί ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ξαναγεννήθηκε ἀπό τίς στάχτες της, ἐν τούτοις ὅμως, ἀποτελοῦσε μία τραγική σκιά τοῦ ἑαυτοῦ της. Κυβερνητικά λάθη καί ἐμφύλιοι σπαραγμοί στά χρόνια τῶν Παλαιολόγων, τῆς τελευταίας δυναστείας πού κυβέρνησε στό θρόνο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἄνοιξαν τόν δρόμο στούς Ὀθωμανούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν ἀργά ἀλλά σταθερά τά τελευταία ἀπομεινάρια τῆς πάλαι ποτέ κραταιᾶς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Λίγο πρίν τό 1453, ἡ ἔκταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας περιοριζόταν μόλις στήν ἴδια τήν Πρωτεύουσα μέ μερικά παραθαλάσσια φρούρια καί πόλεις τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἐνῶ ὁ πληθυσμός τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ξεπερνοῦσε τούς 50.000 κατοίκους.
  Τό 1451 πεθαίνει ὁ Μουράτ Β’ καί τόν διαδέχεται ὁ Μωάμεθ Β’, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Πορθητής, ἀφοῦ πρῶτα ἐξόντωσε κάθε ὑποψήφιο διεκδικητή τοῦ θρόνου τοῦ πατέρα του. Ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή ἐπιδόθηκε σέ συνεχεῖς προετοιμασίες γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ πιό σημαντικοῦ του στόχου: τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀρχικά ἔσπευσε νά κτίσει ἕνα ἰσχυρό φρούριο στό στενότερο σημεῖο τῆς εὐρωπαϊκῆς πλευρᾶς τοῦ Βοσπόρου, τό Ρούμελη Χισάρ ἤ ἀλλιῶς ¨Λαιμοκοπίη¨.  Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔκοβε κάθε πρόσβαση στήν Πόλη ἀπό τήν θάλασσα. Ἔπειτα παρήγγειλε στόν Οὖγγρο μηχανικό Οὐρβανό τήν κατασκευή πυροβόλων γιά τήν πολιορκία τῆς Πόλεως. Τέλος, γιά νά ἀποφευχθεῖ κάθε πιθανή ἀποστολή βοήθειας ἀπό τό Δεσποτᾶτο τοῦ Μυστρᾶ πρός τήν Πόλη, ὁ Μωάμεθ ἔστειλε τόν Τουραχάν μπέη νά λεηλατήσει τόν Μοριά.  Στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ 1453 ὁ Μωάμεθ ἐπικεφαλῆς ἄνω 150.000 ἀντρῶν ἔφθασε μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως, ἀρχίζοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν πολιορκία της, ἡ ὁποία κράτησε 57 ἡμέρες.
 Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, τελευταῖος Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, προσπάθησε νά ὀργανώσει ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τήν ἄμυνα τῆς Πόλεως, ἐνισχύοντας τά τείχη, ἐμψυχώνοντας τούς ὑπερασπιστές της καί ζητώντας μάταια βοήθεια ἀπό τήν οὐσιαστικά ἀδιάφορη Δύση. Ἐκτός ἀπό τούς λιγοστούς ξένους μισθοφόρους καί τά ἀπόρθητα μέχρι τότε Θεοδοσιανά τείχη, ὁ Κωνσταντῖνος καί οἱ σύν αὐτῶ πολιορκούμενοι ἤλπιζαν στήν θαυμαστή ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου, μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας, ἡ Πόλη σώθηκε πολλές φορές στό παρελθόν.
  Οἱ Τοῦρκοι ἀρχίζουν νά βομβαρδίζουν τά τείχη καθημερινά, ἐνῶ οἱ ὑπερασπιστές προσπαθοῦν νά τά ἐπιδιορθώσουν ὅπως μποροῦν καλύτερα. Ἦταν ἡ πρώτη πόλη στήν παγκόσμια ἱστορία πού βομβαρδίστηκε ἀπό βολές ὀργανωμένου πυροβολικοῦ. Ὑπολογίζεται πώς ἀπό τήν  ἀρχή τῆς πολιορκίας της Πόλης ἕως τήν ἅλωσή της τά τούρκικα πυροβόλα ἔριξαν στά τείχη 3.231 τόνους λίθινων βλημάτων!
  Στίς 18 Ἀπριλίου οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν τήν πρώτη τους ἔφοδο, ἡ ὁποία ἀποκρούστηκε μέ μεγάλες ἀπώλειες. Στίς 20 Ἀπριλίου ἕνας μικρός στολίσκος 4 πλοίων μέ ἐπικεφαλῆς τόν θαρραλέο Φλαντανελᾶ διέσπασαν τόν τούρκικο κλοιό καί εἰσῆλθαν στήν Πόλη μεταφέροντας τρόφιμα καί πολεμοφόδια. Στίς 22 Ἀπριλίου ὁ Μωάμεθ διέταξε τήν μεταφορά μέσω ξηρᾶς μέρους τοῦ στόλου του ἐντός τοῦ Κερατίου κόλπου, ἀποκόπτοντας ὁλοκληρωτικά τήν πόλη ἀπό τίς θαλάσσιες ὁδούς. Ὁ βομβαρδισμός ἐντείνεται καθημερινά. Τά τείχη σωριάζονται οἱ ἀμυνόμενοι μέ μεγάλη δυσκολία ἀποκρούουν τίς τουρκικές ἐπιθέσεις, ἐνῶ ἡ πολυπόθητη βοήθεια ἀπό τούς «χριστιανούς» τῆς Δύσεως δέν ἔρχεται. Στίς 23 Μαΐου ὁ Μωάμεθ προτείνει τήν ὑπό ὅρους παράδοση τῆς Πόλεως. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὡς νέος Λεωνίδας, δίνει τήν ἱστορική ἀπάντηση, ἀντάξια ἑνός Βασιλέως μέ ἐπίγνωση τοῦ ρόλου καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἐξουσίας του: «Τό δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι, οὐτ’ ἐμόν ἐστιν οὐτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη. Κοινῆ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
  Τελικά ὁ Μωάμεθ ἀποφασίζει ἡμέρα γενικῆς ἐπίθεσης ἀπό ξηρά καί θάλασσα τήν 29η Μαΐου 1453. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ κρισιμότερη μάχη πού θά κρίνει τήν σωτηρία τῆς Πόλεως πλησιάζει. Γι΄ αὐτό καί ἀποφασίζει νά πραγματοποιηθεῖ τήν παραμονή τῆς ἐπίθεσης Θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, μέ καθολική συμμετοχή κλήρου καί λαοῦ σέ μία ὕστατη προσπάθεια σύμπνοιας καί ὁμόνοιας τοῦ διχασμένου λαοῦ. Ἤλπιζε πώς ἄν ὁ λαός ἐπιδείκνυε μετάνοια ἀπέναντι στόν Θεό ἡ νίκη θά ἔστεφε γιά μία ἀκόμη φορά τά ὅπλα τους. Ἐκεῖνος, ὡς πραγματικός ἥρωας, ζήτησε ἀπό ὅλους νά τόν συγχωρέσουν γιά τυχόν λάθη καί ἀδικίες πού προκάλεσε. Ἔπειτα κατευθύνθηκε πρός τήν πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, τοῦ πιό εὐαίσθητου σημείου τῆς ἄμυνας.
  Λίγο μετά τά μεσάνυχτα, ὁ Μωάμεθ στέλνει τό πρῶτο κῦμα ἐπίθεσης. Τά Τμήματα αὐτά τῶν ἀτάκτων ἀποσκοποῦσαν στήν καθήλωση καί ἀποδυνάμωση τῶν ἤδη ἐξαντλημένων ὑπερασπιστῶν. Μετά ἀπό πολύωρη τειχομαχία, οἱ ἐπιτιθέμενοι ἀποχωροῦν ἡττημένοι. Ὁ Μωάμεθ στέλνει τό δεύτερο κύμα ἐπίθεσης πού ἀποτελεῖται ἀπό πιό ὀργανωμένα καί ξεκούραστα τμήματα τά ὁποῖα ὅμως δέν πετυχαίνουν τίποτα περισσότερο ἀπό τούς ἀτάκτους. Παρόμοια τύχη εἶχε καί ἡ ἀπό θαλάσσης ἐπίθεση κατά τῆς Πόλεως. Ὁ Μωάμεθ ἀναγκάζεται νά στείλει τό τρίτο κῦμα ἐπίθεσης: Τά ἐπίλεκτα σώματα τῶν γενιτσάρων. Οἱ ὑπερασπιστές, μέ τόν αὐτοκράτορα ἐπικεφαλῆς, ἀμύνονται λυσσαλέα, γνωρίζοντας ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπιλογή ὑποχώρησης. Στό κρισιμότερο σημεῖο τῆς μάχης, τραυματίζεται ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ξένων μισθοφόρων καί ὅλης της ἀμυντικῆς γραμμῆς,  ὁ Γενοβέζος κοντοτιέρος Ἰωάννης Ἰουστινιάνης καί μεταφέρεται ἀπό τούς συμπολεμιστές του στά μετόπισθεν. Οἱ ὑπόλοιποι μισθοφόροι βλέποντας τήν φυγή του, ἐγκαταλείπουν τή μάχη καί κατευθύνονται πρός τά πλοῖα γιά νά σωθοῦν. «Ἑάλω ἡ Πόλις» ἦταν ἡ μοιραία κραυγή πού διαχέονταν στόν ἀέρα ἀπό στόμα σέ στόμα. Μάταια ὁ βασιλιᾶς προσπαθοῦσε νά ἀποτρέψει τήν τραγική αὐτή ἐξέλιξη. Οἱ Τοῦρκοι, λίγοι στήν ἀρχή τμηματικά ἀργότερα εἰσέρχονται ἀπό τά χαλάσματα τῶν τειχῶν συντρίβοντας κάθε ἀντίσταση καί ξεχύνονται μανιωδῶς πρός τήν Πόλη. Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἐπιτίθεται μέ τούς λιγοστούς πιστούς συντρόφους του πρός τούς εἰσερχόμενους Ὀθωμανούς καί βρίσκει ἡρωικό θάνατο ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων.
  Ἀμέσως μόλις ἔσπασε καί ἡ τελευταία ἀντίσταση  στά τείχη, οἱ Τοῦρκοι ξεχύθηκαν στούς δρόμους μέ σκοπό τήν τριήμερη λαφυραγώγηση πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Μωάμεθ. Ὅ,τι ἀπέμεινε σέ πλοῦτο καί κάλος ἀπό τήν λεηλασία τοῦ 1204 ἀπό τούς σταυροφόρους λεηλατήθηκε ἀνηλεῶς ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Πόλη, πού στή μέγιστη ἀκμή τῆς εἶχε περίπου μισό ἑκατομμύριο κατοίκους, ἐρημώθηκε τελείως. Ἀμέτρητοι σκοτώθηκαν, χιλιάδες σύρθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ὅσοι γλίτωσαν τήν ἐγκατέλειψαν. Ἐκκλησιές καί μοναστήρια βεβηλώθηκαν, σπίτια πυρπολήθηκαν, ἔργα τέχνης καί μνημεῖα καταστράφηκαν ὁλοσχερῶς.
  Μέσα ἀπό τίς στάχτες τῆς ἁλώσεως, ἕνα ὁλόκληρο Ἔθνος, τό Γένος τῶν Ρωμηῶν, κράτησε ἄσβεστη τήν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας καί τήν πίστη στόν Χριστό, ἀρνούμενο νά προσκυνήσει τόν Τοῦρκο δυνάστη. Χρέος λοιπόν ὅλων ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, εἶναι νά μήν ξεχνᾶμε πρόσωπα καί γεγονότα πού σχετίζονται μέ τήν ἴδια μας τήν ταυτότητα. Ἡ ταυτότητά μας εἶναι  ἡ ὕπαρξή μας. Ἡ λήθη καί ἡ ἐσκεμμένη ἀπώλεια μνήμης, ὁδηγοῦν μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ κρίσεις καί ἁλώσεις πού συνεχῶς θά ἐπαναλαμβάνονται. Ἡ ἑλληνορθόδοξη ἱστορία μας ἔχει μία ἐκπληκτική εἰλικρίνεια τόσο στήν ἀντικειμενικότητά της ὅσο καί στά διδάγματά της. Καί γι΄ αὐτόν τόν λόγο, ὅταν δέν δείχνουμε τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό ἀπέναντί της, τότε, ὅπως ἡ φύση ἔτσι καί ἐκείνη μᾶς «ἐκδικεῖται»…

Τετάρτη, Μαΐου 10, 2017

«Το Ελληνόπουλο». Το άρθρο που έγραψε ο Άλμπερ Καμύ για τον απαγχονισμό του Καραολή. Στη δίκη του κατήγορος ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς...


 Στις 28 Οκτωβρίου 1955, ακούστηκε για πρώτη φορά σε δίκη αγωνιστή της ΕΟΚΑ η απόφαση: «Εις θάνατον!» Ο Μιχαλάκης Καραολής μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου, ήταν οι πρώτοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ που οδηγήθηκαν στην κρεμάλα. Ο στρατάρχης Τζον Χάρτινγκ, έδινε ιδιαίτερη σημασία στις πρώτες εκτελέσεις. Αποτελούσαν την τακτική που ονόμαζε «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και θεωρούσε πως θα λειτουργούσαν ως παραδειγματικό μέτρο το οποίο θα τρομοκρατούσε τους αγωνιστές. Ήλπιζε πως η αμείλικτη στάση του απέναντι στους συλληφθέντες θα τερμάτιζε τον αγώνα. Βέβαια, έκανε λάθος, αφού η απάνθρωπη αντιμετώπιση των Βρετανών όχι μόνο δεν τρομοκράτησε τους αγωνιστές αλλά τους πείσμωσε περισσότερο... 


Ο Καμύ και η αιματοβαμμένη Αθήνα

 Ο αγώνας του κυπριακού λαού, δεν άφησε ασυγκίνητη την υπόλοιπη Ευρώπη. Σε όλες τις χώρες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και διανοούμενοι στήριζαν με τα κείμενά τους τον αγώνα για απελευθέρωση και Ένωση του νησιού με την μητέρα πατρίδα. Τα τηλεγραφήματα που ζητούσαν την ακύρωση της εκτέλεσης πλήθαιναν μέρα τη μέρα. Μεταξύ αυτών, ένα άρθρο του Γάλλου ποιητή και φιλόσοφου, Άλμπερτ Καμύ με τίτλο «Το Ελληνόπουλο», το οποίο δημοσιεύτηκε στην γαλλική εφημερίδα Λ’ Εξπρές  στις 6 Δεκεμβρίου 1955.

 Για μια ακόμη φορά, η ταπεινή διεκδίκηση ενός λαού που παρέμεινε επί χρόνια βωβή και φιμώθηκε ευθύς μόλις θέλησε να εκφραστεί, ξεσπά τώρα σε εξέγερση. Για μια ακόμη φορά, η τυφλή καταπίεση προηγήθηκε της εξέγερσης. […] Τώρα έρχεται η ώρα των μαρτύρων που ακούραστοι, όπως και οι καταπιεστές, κατορθώνουν να επιβάλουν σε έναν αδιάφορο κόσμο τη διεκδίκηση ενός λαού ξεχασμένου από όλους, εκτός από τον εαυτό του. […] Οι φίλοι της Αγγλίας την καλούν πρώτοι να σώσει, κατά πρώτο λόγο, τον Μιχαήλ Καραολή και ύστερα να του αποδώσει ελεύθερη την τρισχιλιετή πατρίδα του... 

Το «Ελληνόπουλο» του Άλμπερ Καμύ... 


Οι διαμαρτυρίες του κόσμου όμως, ενάντια στη θανατική ποινή δεν περιορίστηκαν σε δημοσιεύσεις και άρθρα. Στην Αθήνα, μία μέρα πριν τον απαγχονισμό, στις 9 Μαΐου 1956 χιλιάδες Αθηναίοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ομονοίας, διαδηλώνοντας υπέρ του αγώνα της ΕΟΚΑ και της Ένωσης. Τη διαδήλωση είχε οργανώσει η Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ), κρατώντας πλακάτ που έγραφαν «Όλοι είμεθα ΕΟΚΑ», «Κύπρος-Ένωσις», «Αμερικάνοι, είναι η τελευταία σας ευκαιρία».... 

Όταν το ειρηνικό συλλαλητήριο έληξε, οι διαδηλωτές αποφάσισαν να κινηθούν προς τη Βρετανική Πρεσβεία. Η Αστυνομία όμως τους σταμάτησε βίαια και ξέσπασαν ταραχές. Στην οδό Δραγατσανίου είχαν στηθεί οδοφράγματα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και το αποτέλεσμα τραγικό: τρεις νεκροί διαδηλωτές κι ένας αστυνομικός. Τα θύματα ήταν οι Ευάγγελος Γεροντής (28 ετών), Ιωάννης Κωνσταντόπουλος (21 ετών), Φραγκίσκος Νικολάου (23 ετών), Κώστας Γιαννακούρης (αστυφύλακας) και 265 τραυματίες από το πυρ που άνοιξε η αστυνομία. 

Τα πρόσωπα



 Οι Μιχαλάκης Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου, υπήρξαν οι πρώτοι απαγχονισθέντες του αγώνα. Ο πρώτος γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1933, στο Παλαιχώρι Ορεινής. Αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και ξεκίνησε να εργάζεται ως κυβερνητικός υπάλληλος στο Τμήμα Φόρου Εισοδήματος. Η ένταξη του στην ΕΟΚΑ υπήρξε άμεση πολύ πριν την 1η Απριλίου. Πήρε μέρος στη διανομή της πρώτης προκήρυξης του Διγενή, στη μεταφορά όπλων, στις βομβιστικές επιθέσεις και στην πρώτη ομάδα εκτελεστικού Λευκωσίας. Στις 28 Αυγούστου 1955, κατά τη διάρκεια γυναικοπάζαρου στην Οδό Λήδρας η τριμελής ομάδα των Καραολή, Ανδρέα Παναγιώτου και Γιώργο Ιωάννου, εκτέλεσε τον Ηρόδοτο Πουλλή, συνεργάτη των αποικιοκρατών.
 Στην προσπάθειά τους να διαφύγουν οι αγωνιστές, ο Καραολής εγκατέλειψε το ποδήλατό του στην οδό Λήδρας. Αυτό ήταν και το στοιχείο που οδήγησε τους Βρετανούς στη σύλληψή του, αφού κράταγαν ακριβές αρχεία για τα μέσα οδικής μεταφοράς στο νησί.
 Η ΕΟΚΑ προσπάθησε να φυγαδεύσει τον αγωνιστή που καταζητούσαν οι βρετανικές αρχές. Κατά τη μεταφορά του όμως, έπεσαν σε μπλόκο Τούρκων αστυνομικών στο χωριό Τζάος. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές.
 Στη δίκη του ένας από τους συνηγόρους της κατηγορούσας αρχής, ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς. Ο Ανδρέας Δημητρίου, γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1934 και καταγόταν από τον Άγιο Μάμα της Λεμεσού. Όταν αποφοίτησε από το σχολείο, εργάστηκε σε κατάστημα εκρηκτικών υλών και ακολούθως στον αγγλικό στρατό.... 


Ανδρέας Δημητρίου και Μιχαλάκης Καραολή – Λεπτομέρεια από τον πίνακα του ζωγράφου Γιάννη Γίγα «Οι εννέα ηρωομάρτυρες της Κύπρου»... Υπήρξε από τους πρώτους που εντάχθηκαν στον αγώνα της ΕΟΚΑ καθώς και από τους πρώτους της εκτελεστικής ομάδας στην περιοχή της Αμμοχώστου. Από τις κυριότερες δράσεις του υπήρξε η αρπαγή όπλων μέσα από τις στρατιωτικές αποθήκες του λιμανιού της Αμμοχώστου, στις αρχές Δεκεμβρίου 1955 τα οποία μοιράστηκαν σε αντάρτες. 
Συνελήφθη όταν αποπειράθηκε να εκτελέσει τον Άγγλο πράκτορα Τέυλορ, τον οποίον φρουρούσαν Βρετανοί στρατιώτες. Βρέθηκε στις φυλακές μαζί με τον Μιχαλάκη Καραολή. 
Οι δυο ήρωες απαγχονίστηκαν στις 10 Μαΐου 1956. Τα τελευταία λόγια του Δημητρίου ήταν:
 «Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε».... 


Το είδαμε : εδώ