Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2022
Άμεσος ο κίνδυνος διωγμού Ορθοδόξων Χριστιανών στην Ουκρανία - π. Βαρθολομαίος Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Εσφιγμένου
ΟΛΟΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ!
«Όλος ο πόλεμος γίνεται για την ταπείνωση. Οι εχθροί έπεσαν από υπερηφάνεια και μας σπρώχνουν προς την απώλεια από τον ίδιο δρόμο. Οι εχθροί μάς επαινούν∙ κι αν η ψυχή δεχτή τον έπαινο, τότε αποχωρεί η χάρη απ’ αυτήν, ωσότου μετανοήση. Έτσι σ’ όλη τη ζωή της η ψυχή μαθαίνει τη Χριστομίμητη ταπείνωση. Μόνο η ταπεινή ψυχή βρίσκει την ανάπαυση και την άγια εκείνη ειρήνη, για την οποία μιλεί ο Κύριος (πρβλ. Ιωάν. ιδ΄ 27). Η νηστεία, η εγκράτεια, η αγρυπνία, η ησυχία κι οι άλλες αρετές βοηθούν, αλλά η κύρια δύναμη βρίσκεται στην ταπείνωση. Η Μαρία η Αιγυπτία αποξήρανε με τη νηστεία σ’ ένα χρόνο το σώμα της, γιατί δεν είχε και τι να φάη∙ με τους λογισμούς όμως πάλαιβε δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια» (όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης).
Θεμέλιο της σκέψεως του χριστιανού για να αξιολογεί τα της ζωής του είναι η σπουδαιότερη δωρεά που ο Θεός του έδωσε: να τον έχει κάνει μέλος του σώματός Του, ένα μ’ Εκείνον. Ο χριστιανός αποτελεί «μίμημα Χριστού», μία «επανάληψη» Εκείνου – ο χριστιανός προεκτείνει τον Κύριο, όπως ο Ίδιος το απεκάλυψε: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», ο Χριστός συνιστά το ένδυμα της ψυχής και του σώματός του. Γι’ αυτό και τα κύρια χαρακτηριστικά του Κυρίου, η αγάπη και η ταπείνωση, θεωρούνται δομικά στοιχεία της χριστιανικότητας του πιστού. Αγάπη ο Κύριος; Αγάπη και ο χριστιανός. Ταπείνωση ο Κύριος; Ταπείνωση και ο χριστιανός. Και το ιερό αυτό ζεύγος, κατά Ιωάννη της Κλίμακος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά: όπου αγάπη εκεί και ταπείνωση∙ όπου ταπείνωση εκεί και αγάπη. Η ταπείνωση μάλιστα αποτελεί τη βάση και της ίδιας της αγάπης, στο δικό της μόνο έδαφος, της ταπείνωσης, μπορεί να φυτρώσει το άνθος της μοναδικής και καθ’ υπερβολήν οδού.
Και βεβαίως η Αγάπη και η Ταπείνωση για τον Θεό μας συνιστούν υπερφυείς καταστάσεις που η διάνοια του ανθρώπου δεν μπορεί να προσεγγίσει – περικλείουν το μυστήριο της Τριαδικής θεότητας. Η αγάπη όμως και η ταπείνωση του χριστιανού αποτελούν αγώνισμα που αποκαλύπτουν την πνευματική κατάστασή του, ένα αγώνισμα που δεν έχει όριο και τέλος, γιατί ο πιστός άνθρωπος διαρκώς «κυνηγά» τον Θεό του που είναι άπειρος. Έτσι ο χριστιανός είναι χριστιανός στον βαθμό που αφήνει χώρο στην ύπαρξή του για να φανερώνεται ο Κύριος, κάτι που μετριέται από τον βαθμό ακριβώς της αγάπης και της ταπείνωσής του. Όσο μεγαλύτερες η αγάπη και η ταπείνωση, τόσο και πλουσιότερη η χάρη του Θεού στον άνθρωπο.
Κι έρχεται ο άγιος Σιλουανός, ο μέγας αυτός όσιος της εποχής μας, που το μεγαλείο του ανέδειξε κατά μοναδικό τρόπο ο άλλος όσιος εξίσου και υποτακτικός του Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, για να τονίσει με τον δικό του λόγο ότι «όλος ο πόλεμος γίνεται για την ταπείνωση». Ο όσιος Γέρων μιλάει και από την πείρα του. Ταλαιπωρήθηκε φρικτά, παρ’ όλες τις τρομακτικές ασκητικές του ενέργειες στο Μοναστήρι του αγίου Παντελεήμονος του Άθω, τις νηστείες και τις χαμευνίες και τις αγρύπνιες του, προκειμένου να «μάθει» το πρώτο και σπουδαιότερο αυτό μάθημα. Σε απόγνωση μάλιστα ευρισκόμενος του εμφανίστηκε ο Κύριος για να του πει: «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση να είναι κανείς με τον Κύριο, αν τον εαυτό του δεν τον έχει καταδικάσει στην... απώλεια, αλλά χωρίς απελπισία. Αυτή δεν είναι η πνευματική πραγματικότητα; Γιατί τι έχει ο άνθρωπος από μόνος του για να μπορεί να καυχηθεί; Μόνο τις αμαρτίες του και τις ανοησίες του. Ό,τι καλό υπάρχει σ’ αυτόν οφείλεται σε δωρεά του Κυρίου. Όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «τι έχεις που δεν το έχεις λάβει; Αφού λοιπόν το έχεις λάβει από τον Θεό, τι καυχάσαι σαν να μην σου έχει δοθεί;» Την ίδια συγκλονιστική μαρτυρία, ποιου ύψους κανείς δεν ξέρει, καταθέτει ο ίδιος απόστολος: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Η μεγαλωσύνη του αποστόλου Παύλου έγκειτο στο απροσμέτρητο βάθος της ταπείνωσής του. Διότι «πας ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» κατά τον λόγο του Κυρίου.
Λοιπόν, η σωτηρία ως σχέση με τον Κύριο, ως δηλαδή επιβεβαίωση του βαπτίσματός μας που Τον ντυθήκαμε, βρίσκεται στην επιλογή της μοναδικής αυτής οδού, της ταπείνωσης, που φανερώνει και τη γνησιότητα της μετανοίας μας. «Μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και τότε θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» είπε ο Κύριος. Γι’ αυτό και Εκείνος είναι ο δάσκαλός μας στην οδό αυτή, γι’ αυτό και «Χριστομίμητη» η ταπείνωση, κατά τον άγιο Σιλουανό. Κι εκείνο που δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης για τον όσιο μεγάλο Γέροντα είναι το γεγονός ότι «οι εχθροί δαίμονες έπεσαν από υπερηφάνεια και μας σπρώχνουν προς την απώλεια από τον ίδιο δρόμο». Ταπεινωνόμαστε λοιπόν; Χριστοποιούμαστε. Υπερηφανευόμαστε; Δαιμονοποιούμαστε. Ακόμη και η άσκηση όλων των αρετών απλώς «βοηθούν». «Η κύρια δύναμη βρίσκεται στην ταπείνωση». Το παράδειγμα της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας είναι πράγματι συγκλονιστικό.
Κι επειδή ο Κύριος θέλει να μας καθοδηγήσει στην οδό Του αυτή προκειμένου να μας παρέχει όλα τα αγαθά Του που δεν μπορεί να τα προσλάβει μία υπερήφανη ψυχή, γιατί είναι γεμάτη από το Εγώ της, δρα απέναντί μας παιδαγωγικά και απείρως στοργικά. Ο άγιος Σιλουανός και πάλι μας επισημαίνει: «Ο Κύριος διαπαιδαγωγεί σπλαχνικά την ψυχή. Μόλις αποκτήση έπαρση η ψυχή έναντι του αδελφού, την ίδια στιγμή δέχεται επίθεση από κάποιο κακό λογισμό∙ κι αν ταπεινωθή η ψυχή, η χάρη παραμένει∙ ειδάλλως, θ’ ακολουθήση ένας μικρός πειρασμός, για να ταπεινωθή. Αν όμως δεν ταπεινωθή, τότε θ’ αρχίση ο πόλεμος της πορνείας. Αν και πάλι δεν ταπεινωθή, θα πέση σε κάποιο μικρό αμάρτημα. Κι αν και πάλι δεν ταπεινωθή, τότε πια έρχεται ένας μεγαλύτερος πειρασμός και θα υποστή μια μεγαλύτερη αμαρτία. Κι έτσι θα δυναμώνη η δοκιμασία, ωσότου ταπεινωθή η ψυχή. Τότε φεύγει ο πειρασμός. Κι αν ταπεινωθή ακόμα περισσότερο, θα έλθη η κατάνυξη και η ειρήνη και θα εξαφανιστή κάθε κακό».
Η Χάρη του Θεού δεν εξαιρεί κανέναν! (Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης)
Ο μακαριστός όσιος Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης (ο και Αριζονίτης ονομαζόμενος) τονίζει ό,τι εξαγγέλλει διαρκώς η Αγία Γραφή και κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία μας διά των αγίων Πατέρων της, ότι δηλαδή ο Θεός είναι Αγάπη που εκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους προσφέροντάς τους τη χάρη Του χωρίς να εξαιρεί κανέναν. Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος Γέρων δεν εννοεί τη χάρη εκείνη που διακρατεί και συντηρεί τα σύμπαντα – διότι ο Θεός ως η πηγή της Ζωής δίνει τη δυνατότητα στα πάντα να υφίστανται και να υπάρχουν: και οι άνθρωποι και τα ζώα και τα φυτά και κάθε τι που δημιούργησε εκ του μη όντος – αλλά τη θεοποιό χάρη, εκείνη που μόνο ο άνθρωπος που έχει πιστέψει και έχει αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του μπορεί να έχει και να αυξάνει. Κι αυτός ο άνθρωπος είναι ο χριστιανός, ο οποίος έχοντας γίνει μέλος Χριστού μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, ζει τη χάρη αυτή που δεν έχει τέλος και τον κάνει να πορεύεται αυξητικά μέχρι να φτάσει «εις μέτρον του πληρώματος του Χριστού». Οπότε, είτε μοναχός ο χριστιανός είτε στον κόσμο ευρισκόμενος έχει τις ίδιες δυνατότητες και την ίδια προοπτική. Αρκεί να υφίσταται η απαραίτητη προϋπόθεση που ζητεί πάντοτε ο Θεός μας: ο άνθρωπος να θέλει τον Θεό στη ζωή του. Κατά τη διατύπωση του Γέροντα Εφραίμ: «να αναλάβει προαιρετικό αγώνα».
Σε τι συνίσταται ο αγώνας αυτός, κατά τον μακαριστό Γέροντα; Σωματικά, προφανώς με τις νηστείες και τις λοιπές ασκητικές πράξεις που καθορίζει η Εκκλησία μας ανάλογα με το είδος της ζωής του χριστιανού˙ ψυχικά, με τη φύλαξη του νου και της καρδιάς, του εσωτερικού κόσμου δηλαδή του ανθρώπου, από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές τον βρωμίζει. Η καθαρότητα και η αγνότητα της ψυχής είναι κυρίως το ζητούμενο, κατά τον άγιο Γέροντα, και δικαίως: ο Κύριος τον καθαρό στην καρδιά άνθρωπο μακάρισε, γιατί αυτός είναι εκείνος που θα έχει εμπειρία του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτή η φύλαξη και η προσοχή που διατηρεί την αγνότητα, έγκειται κυρίως στον αγώνα ελέγχου των λογισμών και των σκέψεων και των αισχρών φαντασιών που προέρχονται είτε από τον ίδιο τον Πονηρό διάβολο είτε και από τα πάθη του ανθρώπου, τον εγωισμό του και τα παρακλάδια του. Ο αγώνας αυτός ελέγχου των λογισμών συνιστά μάλιστα κατά την παράδοση της Εκκλησίας και την επιστήμη της πνευματικής ζωής, χωρίς τη γνώση της οποίας ο άνθρωπος αδυνατεί να προκόψει και να αγιάσει.
Έχει ένα μεγάλο όπλο στον αγώνα του αυτόν ο χριστιανός, επισημαίνει ο άγιος Γέρων: «το θείο όπλο» του Ονόματος του Χριστού. Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Στρέφεται προς τον Κύριο ο πιστός χριστιανός, όταν δέχεται επίθεση λογισμών, ορμά με αγάπη επικαλούμενος τον Πατέρα του, περιφρονώντας κάθε άλλο που πάει να εισέλθει στην καρδιά και τη σκέψη του. Προσοχή αυτό δεν σημαίνει; Προσήλωση αποκλειστική στον Κύριο, εφαρμογή της εντολής «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής και της καρδίας». Και ποιο το αποτέλεσμα; «Σκοτώνεται κάθε ενάντιος εχθρός της ψυχής μας που λέγεται διάβολος, αισχρή φαντασία, αισχρός λογισμός». Η ψυχή δημιουργεί το κλίμα και το πλαίσιο να κατοικήσει μέσα της ο ίδιος ο Δημιουργός.
Γιατί δεν ζούμε όμως τελικώς οι χριστιανοί τη μεγαλειώδη προοπτική που μας έχει καθορίσει ο Κύριος; Διότι, κατά τον άγιο Γέροντα Εφραίμ, μας νικάει η επιθυμία. Και προφασιζόμαστε την αδυναμία μας – η ευκολία μας να δικαιολογούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας. Στην πραγματικότητα, το καταλαβαίνουμε: πίσω από την κάθε άρνηση ακολουθίας του Κυρίου κρύβεται η έλλειψη αγάπης μας προς Αυτόν. Η προβολή της αδυναμίας μας σημαίνει μεγαλύτερη αγάπη - ή μήπως μόνο αποκλειστική; - του εαυτού μας και των παθών μας. Όπως έλεγε και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης: «δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ».
π. Γεώργιος Δορμπαράκης- Ακολουθείν
«Υπέρ του ρυσθήναι ημάς από πάσης θλίψεως, οργής, κινδύνου καιι ανάγκης…”
«Υπέρ του ρυσθήναι ημάς από πάσης θλίψεως, οργής, κινδύνου καιι ανάγκης…”
Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος Τράμπας
Ο Κύριος είχε προειδοποιήσει τους Μαθητές Του: «Στον κόσμον αυτόν θα έχετε θλίψεις· αλλά εσείς να έχετε θάρρος, γιατί εγώ έχω νικήσει τον κόσμο» (Ιωάν. 16:33). Με έμφαση μιλάει για το θέμα των θλίψεων και ο απόστολος Παύλος: «Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Πράξ.14:22) Προειδοποιούσε τους χριστιανούς, για να μή ξαφνιάζονται.
Και γνωρίζουμε από την Εκκλησιαστική Ιστορία και τους Βίους των Αγίων ότι όσοι αντιμετώπισαν με υπομονή, θερμή πίστη και αγάπη στο Χριστό τις θλίψεις της ζωής τους ανεδείχθησαν Άγιοι! Και μάλιστα, όσο μεγαλύτερες ήσαν οι θλίψεις που αντιμετώπισαν μέχρι τέλους νικηφόρα, τόσο και περισσότερο δοξάζονται, όπως οι ένδοξοι Μεγαλομάρτυρες.
Ενώ όμως για όσους έχουν δυνατή πίστη, υπομονή, αφοσίωση στο Χριστό, οι θλίψεις γίνονται πρόκληση για νέα πνευματικά κατορθώματα, για πολλούς, για τους αδύνατους στην πίστη, γίνονται αφορμή σκανδάλων. Κάποιοι χάνουν κι εκείνη τη λίγη φλόγα της πίστης που έμενε στην καρδιά τους και πέφτουν σκανδαλισμένοι στα μαύρα σκοτάδια της απελπισίας. Φθάνουν, μάλιστα, μέχρι σημείου να καταλογίζουν στον Φιλάνθρωπο Κύριο αδικία, αδιαφορία και εγκατάλειψη.
Η Εκκλησία, όμως, ενθαρρύνει τους γενναίους πνευματικούς αγωνιστές της, να αναλάβουν και να συνεχίσουν μέχρι το τέλος τα αγωνίσματά τους κατά των θλίψεων, ώσπου να φθάσουν στεφανηφόροι στο τέρμα, και προτρέπει εμάς τους άλλους να προσευχόμαστε να απαλλαγούμε από τέσσερις θλιβερές καταστάσεις, που συχνά όλοι μας αντιμετωπίζουμε: «Ὑπέρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καί ἀνάγκης…»
Είναι τόσο συγκινητικό αυτό που συμβάνει με τους Αγίους. Ενώ τις θλίψεις που αντιμετώπιζαν προσωπικά οι ίδιοι τις θεωρούσαν επίσκεψη Θεού για περισσότερο αγώνα, για μας τους άλλους προσεύχονταν οι ίδιοι στο Θεό, να μας ελευθερώνει από τις θλίψεις. Μας εντυπωσιάζει η στάση του συγχρόνου μας Αγίου Παϊσίου. Γνωρίζουμε ότι υπέφερε για πολλά χρόνια από επώδυνες ασθένειες. Τις αντιμετώπιζε όμως με υπομονή, όπως οι μεγάλοι Άγιοι. Θεωρούσε τους σκληρούς πόνους ως επίσκεψη Θεού, για να ασκηθεί πιο πολύ στην πίστη και στην υπομονή. Και, το περίεργο για μας είναι ότι δέν ζητούσε από τον Θεό να τον απαλλάξει από τους πόνους και τις αρρώστιες. Γιατί αισθανόταν ότι οι πόνοι τον ωφελούν. Και μάλιστα είχε πει: «Όσο με ωφέλησαν οι αρρώστιες μου, δεν με ωφέλησαν οι νηστείες, οι αγρυπνίες, τα πνευματικά αγωνίσματα μιας ολόκληρης ζωής στο Άγιον Όρος». Όμως για τους άλλους πονεμένους που ζητούσαν τη βοήθειά του προσευχόταν να απαλλαγούν από τις θλίψεις τους και ο Θεός άκουγε την προσευχή του και γινόντουσαν θαύματα. Ο Άγιος Παΐσιος ακολουθούσε δηλαδή την πνευματική κατεύθυνση που έδιναν όλοι οι προηγούμενοι Άγιοι: Να παρακαλούμε το Θεό για να μας απαλλάξει από τις θλίψεις. Γιατί αντί να μας ρίξει η θλίψη σε αγιάτρευτη μελαγχολία και απόγνωση, καλύτερα να στερηθούμε τα στεφάνια που δίνονται στους αγωνιστές που υπομένουν με γενναιότητα τις θλίψεις. Μ᾽ ἄλλα λόγια καλύτερα να αναγνωρίσουμε τη πνευματική μας αδυναμία και να περιμένουμε τα πάντα από το έλεος του Κυρίου.
Με τη επόμενη φράση, να δεηθούμε να απαλλαγούμε «ἀπό πάσης ὀργῆς», εννοούμε κυρίως τη θεϊκή οργή που εκδηλώνεται σε όσους όχι απλώς παραβαίνουν το θέλημα του Θεού, αλλά αντιτάσσονται στο νόμο του Θεού, διαστρέφουν την αλήθεια και ο εωσφορικός εγωισμός τους κρατεί αμετανόητους, εχθρούς του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για μια κατηγορία τέτοιων ανθρώπων γράφει: «Αυτοί μας εμποδίζουν να κηρύξουμε στους εθνικούς για να σωθούν και έτσι ολοένα ξεχειλίζει το ποτήρι των αμαρτιών τους. Έφθασε πλέον πάνω τους τελειωτικά η οργή του Θεού» (Α’ Θεσ. 2:16). Χαρακτηριστικό παράδειγμα άμεσης εκδήλωσης της θεϊκής οργής σε πρόσωπο, που θεώρησε τον εαυτό του όμοιο με το Θεό, είναι ο βασιλιάς Ηρώδης. Ο Ηρώδης, όπως γράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων, ήταν σε διαμάχη με τους κατοίκους της Τύρου και Σιδώνος… Όρισε, λοιπόν, μία ημέρα για να εξετάσει το ζήτημα ενώπιον όλων. Ντύθηκε τη βασιλική του στολή, κάθισε στο θρόνο του και άρχισε να αγορεύει στο λαό και τους άρχοντες. Ο λαός επευφημούσε: «Θεός μιλάει και όχι άνθρωπος!» Αμέσως τότε, επειδή δέχτηκε να δοξαστεί ως Θεός και δεν έδωσε την τιμή στο Θεό, τον χτύπησε ένας Άγγελος Κυρίου με ξαφνική αρρώστια: γέμισε σκουλήκια και πέθανε» (Πράξ. 12:20-23). Ας προσέχουμε και ας προσευχόμαστε με θέρμη, ώστε η όλη μας συμπεριφορά προς τον Θεόν να ελκύει την εύνοια του Θεού και το άπειρον έλεος Του.
Να προσευχόμαστε για την πρόληψη και αποφυγή από κάθε κίνδυνο και ανάγκη, είναι η συμπληρωματική προτροπή του Διακόνου: «Ὑπέρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό …κινδύνου καί ἀνάγκης, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Κάθε καινούργια μέρα που έρχεται ανακαλύπτουμε καινούργιους κινδύνους που απειλούν τη ζωή μας, που απειλούν τη σωτηρία μας. Μαθαίνουμε αδιάκοπα για θεομηνίες, πολέμους, δυστυχήματα, εγκλήματα, ακόμη και ενδοοικογενειακά, για μεταλλάξεις θανατηφόρων ιών και τόσα άλλα θλιβερά που συμβαίνουν στον κόσμο. Κι αυτή η γνώση μας οδηγεί στην αβεβαιότητα, την ανησυχία, το άγχος. Νιώθουμε ανασφαλείς στον τόπο μας, ακόμα και μέσα στο σπίτι μας. Γι’ αυτό, το να είμαστε πάντα στραμμένοι στον Παντοδύναμον Θεόν, τον μόνον που μπορεί να μας σώσει από όλους αυτούς τους κινδύνους (βλ. Εβρ. 5:7) είναι η μόνη σωστή αντιμετώπιση.
Τέλος με το αίτημα «τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς … ἀπό πάσης ἀνάγκης ο πιστός ζητά:
α) να απαλλαγεί από τις ποικίλες υλικές ανάγκες που η καταναλωτική κοινωνία θεωρεί απαραίτητες καί
β) να μη στερείται τα αναγκαία μέσα για την αξιοπρεπή διαβίωση τόσον του ιδίου όσον και των οικείων του.
Από όλες αυτές τις δύσκολες περιστάσεις, τις πνευματικικές και τις υλικές, ζητάμε με το αίτημα αυτό να απαλλαγούμε. Αμήν.
το μεταφέρουμε από εδώ
Κυριακή Απόκρεω (παραβολή της Κρίσεως)
«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομησατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολης κόσμου».
Για την κληρονομία μιάς βασιλείας ο λόγος στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Όχι μιάς επίγειας βασιλείας, αλλά μιάς ουράνιας. Μιάς θείας βασιλείας την οποία καλούμεθα όλοι να κληρονομήσουμε στο μελλον. Της βασιλείας του Χριστού που ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως ότι δεν έχει τέλος. Της βασιλείας στην οποία θα εισελθουμε μετά από μία κριση. Μέλλουσα και αυτή, την οποία όμως προσδοκούμε και περιμένουμε μαζι με την δεύτερη παρουσία του Χριστού στη γη, όπως ομολογούμε και πάλι στο Σύμβολο της πιστεως· «και πάλιν ερχόμενον κριναι ζωντας και νεκρούς», «ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Μιάς βασιλείας την οποία ήδη από αυτή τη ζωή ευλογούμε, εφόσον αρχίζουμε κάθε θεία Λειτουργία με τη φράση «ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Παρότι όμως καθημερινά επαναλαμβάνουμε στις κατ’ ιδίαν προσευχές μας ή ακούμε στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας αυτή την ομολογία και την εκφραση της ελπίδος της μελλούσης ζωής, παρ’ όλα αυτα δεν συνειδητοποιούμε πολλές φορές ότι η δεύτερη ενδοξη έλευση του Χριστού στον κόσμο ειναι μία πραγματικότητα ενώπιον της οποίας θα βρεθούμε κάποτε όλοι.
Αυτή, λοιπόν, την πραγματικότητα της μελλούσης Κρίσεως όρισαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες να μας υπενθυμίζει η Εκκλησία μας με το ευαγγελικό ανάγνωσμα την Κυριακη της Απόκρεω, μία Κυριακη πριν από την αρχή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστης, αφενός για να μας αφυπνίσει από τον ληθαργο της καθημερινοτητος και να μας παρακινήσει προς τα έργα εκείνα τα οποία θα μας κάνουν να βρεθούμε κατά την ημέρα της Κρίσεως στην θέση των ευλογημένων του Θεού, και αφετέρου για να παρηγορήσει τις ψυχες μας που πολλές φορές συνθλίβονται μέσα στα προβλήματα και τις δυσκολίες του παρόντος κόσμου, τις οποίες καλούμεθα να υπομείνουμε ως συνέπειες της πτωσεως μας και της εξώσεώς μας από τον παράδεισο, την οποία θα μας υπενθυμίσει η Εκκλησία μας την επόμενη Κυριακη.
Δεν επιθυμεί, ασφαλώς, η Εκκλησία μας να μας φοβίσει με το ευαγγελικό ανάγνωσμα της μελλούσης Κρίσεως, όπως ορισμένοι νομίζουν, αλλά επιδιώκει να μας υποδείξει τον δρόμο που θα πρέπει να βαδισουμε στην επίγεια ζωή μας, έτσι ώστε η μέλλουσα Κρίση να γίνει και για μας η δίοδος προς την αιώνια και μακαρία ζωή της βασιλείας του Θεού. Και ο δρόμος αυτός που μας υποδεικνύει ο Χριστός σημερα δεν είναι δύσκολος και πολύπλοκος, είναι απλός και εφαρμόσιμος από όλους μας, όπως είναι πάντοτε οι εντολές του Θεού.
Ένα πράγμα μας ζητά μόνο και αυτο θέτει ως κριτήριο της σωτηρίας μας. Είναι η αγάπη, η αγάπη προς τον πλησίον, η αγάπη προς τον άνθρωπο, η αγάπη που εκπηγάζει από μια άλλη αγάπη, την αγάπη προς τον Θεό.
Αυτή η εντολή της αγάπης, από την οποία, κατά τη διαβεβαίωση του ίδιου του Χριστού, «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται», και η εφαρμογή της θα είναι που θα διαχωρίσει τους ανθρώπους κατά την ημέρα της Κρίσεως. Και όσους θα την εχουν εφαρμόσει θα τους θέσει εκ δεξιών του Πατρός, ενώ οσους δεν την έχουν εφαρμοσει θα τους στερήσει τη δυνατότητα να ζήσουν αιωνίως την ευφροσύνη της βασιλείας του Θεού.
Ας μη ξενίζει, αδελφοί μου, το γεγονός ότι μία και μόνη εντολή, η εντολη της αγάπης, θα είναι το κριτήριο της σωτηρίας ή της καταδίκης μας· δεν θα ήταν διαφορετικά δυνατό, εφόσον ο Θεός είναι η απόλυτη αγάπη, και χωρίς την αγάπη κανείς δεν μπορεί να βρεθεί δίπλα του. Το διαπιστώνουμε και από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της περασμένης Κυριακης, της Κυριακής του Ασώτου. Ποιος ήταν ο λογος για τον οποίο στερήθηκε ο πρεσβύτερος υιός, ο συνετός και συνεπής, ο εργατικός και υπάκουος, και τη χαρά και την εορτή που ετοίμασε ο φιλεύσπλαγχνος πατέρας του; Ήταν η έλλειψη αγάπης, ειλικρινούς και ανιδιοτελούς, προς τον άσωτο αδελφό του. Και έτσι εκείνος, που κατασπατάλησε την πατρική περιουσία, απόλαυσε την πατρική αγκαλιά, ενώ ο πιστός υιός έμεινε εξαιτίας της ελλείψεως αγάπης μακρυά της. Γιατί τίποτε δεν έχει περισσότερη αξία στα μάτια του Θεού και τίποτε δεν περιμένει από εμάς περισσοτερο παρά να ζούμε με την αγάπη και να ασκούμε τα έργα της αγάπης. Ζητά από μας να δείχνουμε εμπρακτα την αγάπη μας προς όλους τους αδελφούς ανεξαιρέτως, γιατί μόνο έτσι μιμούμεθα τον ίδιο τον Θεό, που βρέχει επί δικαίους και αδίκους και συγχωρεί τους πάντες. Ζητα από μας να δείχνουμε εμπρακτα την αγάπη μας προς όλους, γιατί στα προσωπα των αδελφων μας απεικονίζεται το ίδιο το πρόσωπο του Θεού, εφόσον μας έχει πλασει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Ζητα από εμάς ο Θεός να δείχνουμε αγάπη, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να απολαύσουμε την ατελεύτητη ηδονή των αγαθών της βασιλείας του, τα οποία δημιούργησε για μας, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ακούσουμε και εμείς κατά την ημέρα της Κρισεως τη φωνή του Χριστού «δεύτε πάντες οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».
Καρναβάλι. Ο πολιτισμός του σκουπιδαριού. ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ!
ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ!
Ηθικισμός στην Ορθοδοξία; Όχι ευχαριστώ!
Η «αλλεργία στο χριστιανισμό»
Η ορθόδοξη αγία Όλγα η Μαία, ιθαγενής της Αλάσκας, 1916-1979 (από εδώ) |
Κανένας για πέταμα
Γίνεται φανερό από περιπτώσεις, όπως του αγίου Βονιφάτιου, που ήρθε αντιμέτωπος με την αρχαία γερμανική θρησκεία, μια θρησκεία ανθρωποθυσιών, και θυσιάστηκε οικειοθελώς το καλοκαίρι του 754, αρνούμενος να αμυνθεί μαζί με τους συντρόφους του, όταν δέχτηκε επίθεση των εξαγριωμένων πολεμιστών μιας ειδωλολατρικής φυλής στα δάση πέραν του Ρήνου. Ακολούθησε έτσι το παράδειγμα των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων και έδωσε το ειρηνόφιλο μήνυμα του χριστιανισμού, που δε φοβάται το θάνατο. Αλλά και των αγίων Αναργύρων (γιατρών που δεν έπαιρναν αργύρια, ως γνωστόν [2]), του αγίου Παυλίνου, επισκόπου Καμπανίας (5ος αι. μ.Χ.), που, αφού δαπάνησε τα χρήματα της Εκκλησίας και τα δικά του εξαγοράζοντας αιχμαλώτους των Βανδάλων, αντάλλαξε και τον εαυτό του με έναν ακόμη απ’ αυτούς, των αγίων Ρώσων πριγκίπων Μπόρις και Γκλεμπ, που παραδόθηκαν οικειοθελώς στον αδερφό τους Σβιατοπόλκο και θανατώθηκαν το 1015 μ.Χ., για να μη βάλουν τους στρατιώτες τους να πολεμήσουν για χάρη τους, του αγίου Διονυσίου, στη μονή Αναφωνήτριας, στη Ζάκυνθο, γύρω στο 1600, που συγχώρησε το φονιά του αδερφού του σώζοντάς τον από τα χέρια της αστυνομίας, αλλά και των μεγάλων αγίων της φιλανθρωπίας, όπως οι άγιοι Ταβιθά της Ιόππης, Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ιωάννης ο Ελεήμων, Γενεβιέβη των Παρισίων, Μελάνη η Ρωμαία κ.ά., και στα νεώτερα χρόνια Φιλοθέη η Αθηναία, Κοσμάς ο Αιτωλός (εξαγόρασε εκατοντάδες κοπέλες ελευθερώνοντάς τις από μουσουλμανικά χαρέμια), Ιωάννης της Κρονστάνδης, Ελισάβετ Θεοδώροβνα, Μαρία Σκόμπτσοβα (μετά από πολυσχιδή ανθρωπιστική δράση, ιδίως στη Γαλλία, πέθανε στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπουργκ, παίρνοντας μάλλον τη θέση κάποιας άλλης για να τη σώσει), Γαβριηλία Παπαγιάννη (μια αγιασμένη νοσοκόμα που ακροβολίστηκε στην Ινδία θέλοντας να υπηρετήσει εκείνους που θεωρούσε πιο βασανισμένους ανθρώπους του πλανήτη) και πολλοί άλλοι, λιγότερο γνωστοί.
Αγία Μαρία Σκόμπτσοβα, νεομάρτυρας των ναζιστικών στρατοπέδων (από εδώ) |
Το αυθεντικό χριστιανικό ήθος όμως το αντιλαμβάνεται σαφέστατα όποιος μελετήσει το ορθόδοξο αγιολόγιο. Εκεί θα βρει, καταγεγραμμένους ως αγίους, κάθε είδους περιθωριακούς ανθρώπους, αναλφάβητους, ζητιάνους, ανάπηρους (που δε θεραπεύτηκαν, όπως η σύγχρονη αγία Ματρώνα η αόμματη), νόθα παιδιά, ορφανά, δούλους, και φυσικά πόρνες και τελώνες, καθώς και ανθρώπους που διέπραξαν ποικίλα αμαρτήματα, υπήρξαν φονιάδες, δήμιοι, βασανιστές αγίων, μάγοι, ανελέητοι άρχοντες, βιαστές κ.τ.λ. Έχουν ωστόσο ένα κοινό μεταξύ τους και, θα έλεγα, μια μεγάλη διαφορά από εμάς: μετανόησαν ειλικρινά, σοβαρά και βαθιά. Γι’ αυτό αγίασαν.
Ένας ουμανιστής ηθικός άνθρωπος ή ηθικολόγος εδώ συνήθως αναρωτιέται: μήπως λοιπόν το αγιολόγιο είναι μια βίβλος αποθέωσης της διαφθοράς; Πώς ο χριστιανισμός διδάσκει ότι ο Θεός συγχωρεί τόσο γενναιόδωρα αποτρόπαιους αμαρτωλούς; Τι θα πει «μετανόησαν»; Η δικαιοσύνη απαιτεί να πληρώσουν!
Ανάλογη ερώτηση διατυπώνουν πολλοί, ακόμη και βαφτισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, πνευματικά όμως αρχάριοι, σκανδαλισμένοι που ο Ιησούς δικαιώνει με τέτοιο τρόπο τον άσωτο υιό στην παραβολή του Λουκ. 15, 11-32 – όλοι βέβαια ταυτίζουν τον εαυτό τους με το «δίκαιο» μεγάλο αδελφό, όχι με τον άσωτο, κι αυτό δεν τους επιτρέπει να νιώσουν ανακούφιση, που η παραβολή τους δίνει ελπίδα σωτηρίας.
Κι όμως η παρουσία τόσων αμαρτωλών στα συναξάρια φανερώνει πως ο χριστιανισμός δεν είναι ηθικιστικός· δεν πετάει στα σκουπίδια τον αμαρτωλό, ούτε καταξιώνει την αμαρτία (κατά την παρερμηνεία άλλων, που νομίζουν πως για να γίνει άγιος κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να έχει διαπράξει πολλές ή βαριές αμαρτίες), αλλά τον προσκαλεί σε σωτηρία μέσω της μετάνοιας, που είναι η μεταβολή του νου – "ούτε εγώ σε κατακρίνω· πήγαινε και μην αμαρτάνεις πια" είπε ο Ιησούς στη μοιχαλίδα που έσωσε από το λιθοβολισμό (κατά Ιωάννην, 8, 11).
Η σωτηρία του ανθρώπου που μετανοεί οφείλεται στο ότι η μετάνοια προκαλεί άνοιγμα της νοερής καρδιάς, που ήταν κλειστή από τα πάθη, τα οποία οδηγούσαν τον άνθρωπο στην αμαρτία, και επιτρέπει να μπει μέσα της η θεία χάρη, η ενέργεια του Θεού που αγιάζει, δηλαδή σώζει, τον άνθρωπο. Όσο εντονότερη είναι η μετάνοια, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το άνοιγμα της καρδιάς και συνεπώς αφθονότερη η είσοδος της θείας χάριτος. Γι’ αυτό η «συντετριμμένη καρδία» οδηγεί και το μεγαλύτερο αμαρτωλό στην αγιότητα.
Όποιος δεν αντέχει να συνυπάρχει με τους αμαρτωλούς (νομίζοντας – ή κοροϊδεύοντας τον εαυτό του – ότι ο ίδιος «είναι αναμάρτητος» ή λιγότερο αμαρτωλός από τους άλλους ή εφοδιασμένος με μεγαλύτερα ελαφρυντικά) δύσκολα θα συμπαθήσει το χριστιανισμό. Εδώ δεν είναι μια ενάρετη ελίτ, όπως ίσως θα ήθελε για να ενταχθεί πανηγυρικά σ’ αυτήν, αλλά ένα νοσοκομείο, στο οποίο προσέρχονται άνθρωποι ηθικά ασθενείς με σκοπό να γίνουν υγιείς.
[1] Ευσεβίου Εκκλησιαστική Ιστορία, 20 688-689. Ιουλιανός, «προς τον Αρσάκιο, αρχιερέα της Γαλατίας», μτφρ. στο: Ιουλιανός, Άπαντα, #4 (σειρά «Οι Έλληνες» #277), Κάκτος, Αθήνα 1993, σελ. 275 και 277.
[2] Καταγεγραμμένοι ως ανάργυροι είναι οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός οι εκ Ρώμης, Ασίας και Αραβίας (τρία ζεύγη αδελφών με τα ίδια ονόματα), Παντελεήμονας και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφωνας, Μώκιος και Ανίκητος, οι Ρώσοι Αγαπητός ο Ιαματικός και Λουκάς ο Ιατρός (†1961), καθώς και οι αγίες γυναίκες γιατροί Ερμιόνη, Ζηναΐδα, Νεονίλλα και Σοφία η Ιαματική.
Μπροστά στο «Τριώδιο»
Μπροστά στο «Τριώδιο»
Δημήτριος Παναγόπουλος
Πολύς λόγος γίνεται κάθε χρόνο κατά τις ημέρες που ανοίγει το Τριώδιο, τόσο από τους λεγόμενους πιστούς, όσο και από τους άπιστους, τους αδιάφορους, και μάλιστα κυρίως από αυτούς.
Υπάρχει όμως μία παρανόηση αναφορικά με το τι ερμηνεία έχουν οι λέξεις «ανοίγει το Τριώδιο».
Διότι βλέπουμε οι άπιστοι, οι ψυχροί, οι αδιάφοροι ως προς τα θέματα της θρησκείας, αλλά και πολλοί από τους κατ’ όνομα χριστιανούς, να ερμηνεύουν τις λέξεις «ανοίγει το Τριώδιο» με το ότι ήρθε περίοδος γλεντιού, μασκαρέματος, ξεφαντώματος, κραιπάλης, διαφθοράς ψυχής και σώματος. Γι’ αυτό βλέπουμε τόσα και τόσα παράξενα να λαμβάνουν χώρα κατά τις ημέρες αυτές.
Η πραγματική όμως ερμηνεία του «ανοίγματος του Τριωδίου» δεν είναι τα ανωτέρω, αλλά τα κατωτέρω.
Πρώτον, η περίοδος αυτή λέγεται περίοδος του Τριωδίου, και ακόμη ότι «ανοίγει το Τριώδιο», εξαιτίας ενός βιβλίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας που ονομάζεται «Κατανυκτικόν Τριώδιον» και που το ανασύρει η Εκκλησία από τη βιβλιοθήκη της το Σάββατο το απόγευμα, την παραμονή δηλαδή της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου, και θέτοντάς το στο αναλόγιο διαβάζει και ψάλλει από αυτό μέχρι το μεσονύκτιο του Μ. Σαββάτου που γίνεται η Ανάσταση, και κατόπιν το αποσύρει βάζοντας στη θέση του ενα άλλο βιβλίο της που λέγεται «Πεντηκοστάριον».
Με το βιβλίο αυτό, το «Κατανυκτικό» δηλαδή «Τριώδιο», η Εκκλησία διδάσκει τους ανθρώπους σχετικά με θέματα σωτηρίας.
Το μεγάλο αυτό βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει την Κυριακή της Τυροφάγου.
Η δεύτερη αρχίζει από τη λεγόμενη Καθαρά Δευτέρα, την επομένη της Τυροφάγου, και τελειώνει των Βαΐων.
Και η τρίτη αρχίζει από την Μ. Δευτέρα, την επομένη των Βαΐων, και τελειώνει το μεσονύκτιο του Μ. Σαββάτου προς την Κυριακή, όπου σύμφωνα με τις Διαταγές των Αποστόλων έγινε η Ανάσταση.
Στην πρώτη του περίοδο παρουσιάζει τέσσερεις Ευαγγελικές περικοπές πολύ διδακτικές και απαραίτητες σε καθέναν που θέλει να γνωρίζει ορθά τα θέματα της σωτηρίας του.
Η πρώτη περικοπή είναι η λεγόμενη του Τελώνου και Φαρισαίου (Λουκ. 18:10-14), η οποία παρουσιάζει δύο ανθρώπους που ο ένας είχε έργα κατά κόσμον (ο Φαρισαίος) και απορρίφθηκε από τον Θεό, και ο άλλος (ο Τελώνης) δικαιώθηκε διότι αναγνώρισε την αμαρτωλότητά του, ζητώντας έλεος από τον Θεό με τα λόγια· «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Η δεύτερη περικοπή είναι η λεγόμενη του Ασώτου (Λουκ. 15:25-32), η οποία επίσης παρουσιάζει δύο ανθρώπους, όπου ο ένας, παρότι αμάρτησε (ο άσωτος) μετανόησε, εξομολογήθηκε, κοινώνησε (από τον Μόσχο τον σιτευτό) και σώθηκε, ενώ ο άλλος που αρκέστηκε στη δικαιοσύνη του, στα έργα του· «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε έντολήν σου παρήλθον» (Λουκ. 15:29), απορρίφθηκε, δεν εισήλθε.
Αφού λοιπόν παρουσιάσει τις δύο αυτές μεγάλες ευαγγελικές περικοπές, στις οποίες διδάσκεται σαφώς ο τρόπος της σωτηρίας του ανθρώπου, ότι δηλαδή δεν σώζεται με τα έργα του μόνο, αλλά με τη θυσία του Υιού του Θεού, του «Μόσχου του σιτευτού», έρχεται την τρίτη Κυριακή της Αποκριάς και διδάσκει ότι πρέπει να προσέξουμε, διότι μία ημέρα θα καθίσει ως δικαστής πλέον να μας κρίνει. Γι’ αυτό μας διαβάζει το Ευαγγέλιο της Κρίσεως (Ματθ. 25:31-46) που είναι παραβολή και προφητεία μαζί. Παραβολή μεν, διότι παρομοιάζει τους δικαίους με πρόβατα και τους απίστους με ερίφια, προφητεία δε, διότι λέει: «Όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου» κλπ.
Και τέλος, προκειμένου να μας εισαγάγει στο δεύτερο μέρος της προετοιμασίας της Μ. Τεσσαρακοστής, για να δεχτούμε τον στο τέλος της περιόδου ερχόμενο σταυρωθέντα, ταφέντα και αναστάντα Θεό μας, μας θυμίζει την έξωση του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο την Κυριακή της Τυροφάγου (που τη λέμε τελευταία αποκριά, ψευδώς βεβαίως), και έτσι κλείνει το πρώτο μέρος της μεγάλης αυτής περιόδου του Τριωδίου.
Κατόπιν μας εισάγει στο δεύτερο μέρος της περιόδου που είναι η λεγόμενη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και αρχίζει με την Καθαρή Εβδομάδα, και μάλιστα τη λεγόμενη Καθαρή Δευτέρα, που εμείς με την απιστία μας την καταντούμε την πιο βρωμερή του έτους. Η Καθαρή Δευτέρα βρίσκει τους Πρωτοπλάστους εξωσμένους από την Εδέμ να κλαίνε και να κτυπούν το πρόσωπό τους ζητώντας έλεος. Η αγία μας Εκκλησία για το θέμα αυτό ψάλλει:
«Αδάμ εξωστράκισται παρακοή Παραδείσου, και τρυφής εκβέβληται, γυναικός τοις ρήμασιν απατώμενος, και γυμνός κάθηται, του χωρίου οίμοι! εναντίον οδυρόμενος. Διο σπουδάσωμεν, πάντες τον καιρόν υποδέξασθαι, νηστείας, υπακούοντες ευαγγελικαίς παραδόσεσιν· ίνα δια τούτων, ευάρεστοι γενόμενοι Χριστώ, του Παραδείσου την οίκησιν πάλιν απολάβωμεν».
Κατά τις εβδομάδες αυτές της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής, τις Τετάρτες και τις Παρασκευές η αγία μας Εκκλησία κάνει τις Ακολουθίες των Προηγιασμένων, όπου οι πιστοί μπορούν να πυκνώσουν την προσέλευσή των στο Ποτήριο της Ζωής (την Θεία Κοινωνία), ώστε να παίρνουν δύναμη για τον αγώνα της νηστείας και της εγκράτειας της Μ. Τεσσαρακοστής.
Τέλος φτάνουμε στην Κυριακή των Βαΐων που είναι το τέλος της δεύτερης περιόδου, και μπαίνουμε πλέον στη Μεγάλη Εβδομάδα, τη λεγόμενη εβδομάδα των Αγίων Παθών, όπου ολοκληρώνεται η διδασκαλία της ενανθρωπήσεως του Ιησού με τη Σταύρωση, την Ταφή και την Ανάσταση.
Αυτό είναι λοιπόν συνοπτικά το «Τριώδιον» και ο σκοπός του ανοίγματός του.
Επειδή όμως αυτό εργάζεται σκοπό σωτήριο, βάλλεται από τον Διάβολο και τα όργανά του, ο οποίος ανοίγει και αυτός το δικό του Τριώδιο και μας καλεί προς τα εκεί, υποσχόμενος αντί για νηστεία, φαγοπότι, αντί για εγκράτεια και σωφροσύνη, απόλαυση και ηδονές, και αντί για πένθος και δάκρυα, γέλια και καρναβάλια.
Πάντως ας μη ξεχνούμε ότι στο ένα «Τριώδιο» της Εκκλησίας πρωταγωνιστεί ο Χριστός, ενώ στο άλλο «Τριώδιο» του κόσμου πρωταγωνιστεί ο Διάβολος.
Ο ένας καλεί σε σωτηρία, ο άλλος σε απώλεια. Σ’ εμάς εναπόκειται να εκλέξουμε: τον Ιησού ή τον Βαραββά.
Χαρά σε αυτούς που θα συνταχθούν με τον Ιησού και αλίμονο σε όσους θα συνταχθούν με τον Βαραββά.
Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» τ. 16, εκδ. Ορθ. Κυψέλης, σελ. 17
Πατριάρχης... κατώτερος τῶν περιστάσεων
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 24, 2022
Παρακλητικός Κανων εις τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν δια την Ειρήνη Ποίημα Μητροπολίτου Κρήτης Τιμοθέου Παπουτσάκη Χανιά 1948
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰῶνων. Ἀμήν.
Εἰσάκουσόν μου Κύριε, κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου. Συνέτισόν με καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου· ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους Σου εἰσελευσομαι εἰς τὸν οἴκόν Σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν Σου ἐν φόβῳ Σου. Κύριε ὁ Θεός μου ἐπί Σοι ἤλπισα, σῶσόν με ἐκ πάντων τῶν διωκόντων με καὶ ῥῦσαί με, μήποτε ὁ ἐχθρὸς ἁρπάση ὡς λέων τὴν ψυχήν μου μὴ ὄντος λυτρουμένου, μηδὲ σῴζοντος. Βοήθησόν μοι καὶ σωθήσομαι. Λύτρωσαί με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας. Αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου ἐπληθύνθησαν, ἐκ τῶν ἀναγκῶν μου ἑξάγαγέ με. Ἴδε τὴν ταπείνωσίνμου καὶ τὸν κόπο μου. Ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰς ἐντολάς Σου. Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου τῷ ἐδάφει, ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σΣου. Ἀνάστα Κύριε, σῶσόν με ὁ Θεός μου, ὅτι Σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως. Ὁ Θεός μου βοηθός μου, ὅτι περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου καὶ χείμαῤῥοι ἀνομίας ἐξετάραξάν με, ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με, προέφθασάν με παγῖδες θανάτου. Κύριε, ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ σῶσόν με, ὅτι θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν με. Ἐξελοῦ με ὁ Θεός, ὅτι εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου. Ἐνεπάγην εἰς ἱλὺν βυθοῦ. Ἦλθον εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ καταιγὶς κατεπόντισέ με. Σῶσόν με ἀπὸ πηλοῦ, ἵνα μὴ ἐμπαγῶ, ῥῦσαί με ἐκ τῶν μισοῦντών με. Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς Σὲ ὁ Θεός. Κύριε ὁ Θεὸς φωτιεῖς τὸ σκότος μου, ὅτι ἐν Σοὶ ῥυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου. Μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός Σου, ὅτι θλίβομαι. Ταχὺ ἐπακοῦσόν μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν. Μὴ ἐγκαταλείπῃς με Κύριε, ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῆς ἀπ’ ἐμοῦ. Ὅτι Σὺ Κύριε, οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ ἀληθινός.
Ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Ποίησον μετ᾿ ἑμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθὸν καὶ ἰδέτωσαν οἱ μισοῦντές με καὶ αἰσχυνθήτωσαν, ὅτι Σὺ Κύριε ἐβοήθησάς με καὶ παρεκάλεσάς με. Ἐπὶ Σοὶ Κύριε ἤλπισα, σῶσόν με ὁ Θεός μου, ὅτι Σὺ ἡ ἰσχύς μου, στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ῥύστης μου. Καὶ ἐὰν πορευθῶ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου οὐ φοβηθήσομαι κακὰ ὅτι Σὺ μετ᾿ἐμοῦ εἰ. Σὺ εἰσακούση Κύριε ὁ Θεός μου, ἐλέησόν με καὶ σῶσόν με.
Ἡμάρτομεν ἐνώπιόν Σου Κύριε. Διὰ τοῦτο ἐταπείνωσας ἡμᾶς καὶ ἐκάλυψεν ἡμᾶς σκιὰ θανάτου. Ἡμάρτομεν ἠνομήσαμεν· καὶ τῶν ἐντολῶν Σου οὐκ ἠκούσαμεν. Ἐν ἀληθείᾳ καὶ κρίσει ἐπήγαγες πάντα ταῦτα ἐφ’ ἡμᾶς, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. Ἐδοκίμασας ἡμᾶς ὁ Θεός. Εἰσήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν παγίδα. Ἔθου θλίψεις ἐπὶ τῶν νώτων ἡμῶν. Ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν. Ἀλλά Σὺ Κύριε ἕως πότε; Μακροθύμησον καὶ σῶσον ἡμᾶς κατὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος. Μνήσθητι ὅτι χοῦς ἐσμεν. Ἐπιφάνηθι Κύριε καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ὅτι ἐπὶ Σὲ ἠλπίσαμεν. Σὺ εἰ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐκτός Σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α´. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἡμυνάμην αὐτοῦς.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ’. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
καὶ τὰ τροπάρια.
Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τῆν κληρονομίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σον φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυρού Σου, πολίτευμα.
Δόξα. Τῆς τυχούσης ἑορτῆς ἤ τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ.
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον
Οἱ τὴν Σὴν προστασίαν κεκτημένοι Ἄχραντε καὶ ταῖς Σαῖς ἱκεσίαις τῶν δεινῶν ἐκλυτρούμενοι, τῷ σταυρῷ τοῦ Υἱοῦ Σου ἐν παντὶ φρουρούμενοι, κατὰ χρέος Σὲ πάντες εὐσεβῶς μεγαλύνομεν.
Ὁ Ν΄ (50) Ψαλμός.
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους..
Καὶ ὁ Κανών.
ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Δέσποτα Χριστὲ ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἰησοῦ τοὺς ἀπείρους Σου οἰκτιρμούς, καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν κνδυνεύων ἐπιζητῶ. Ὦ Κύριε τοῦ κόσμου μὴ παρίδης, τὸν δυστυχῆ καὶ ἀχρεῖον ἱκέτην Σου.
Ἰησοῦ Παντοδύναμε Λυτρωτά, κατάργησον πολέμους ἐκδικήσεις καὶ σπαραγμούς, καὶ παῦσον τὰ μίση καὶ τὰ πάθη, τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν φιλάνθρωπε.
Ἰησοῦ εὐσπλαχνίας θεία πηγή, μὴ παρίδῃς τὰ δάκρυα ἀναξίων σων ἰκετῶν. Ἐπίβλεψον Κύριε καὶ σῶσον, ἐκ τῶν κινδύνων καὶ θλίψεων ἅπαντας.
Θεοτοκίον.
Θεοτόκε Παρθένε ὡς ἀγαθή, τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, δυσωποῦσα ὑπὲρ ἡμῶν, μὴ παύσῃς πανάχραντε βοῶμεν, ἁμαρτῶλοι καὶ ἀνάξιοι δοῦλοί Σου.
ᾨδὴ γ΄.
Ἰησοῦ μου, τὰ κύματα τῆς ζωῆς καὶ αἱ τρικυμίαι τῶν πολέμων μὲ ἀπειλοῦν καὶ ἄνεμοι σφόδρα ἐναντίοι, ὡς Πέτρος κράζω σοι, Κύριε σῶσόν με.
Ἰησοῦ τὴν σκληρότητα τῆς ψυχῆς, πάντων τῶν ἀνθρώπων διασκέδασον ἀγαθέ, ἀγάπην καὶ πίστιν καὶ εἰρήνην, πολυέλεε Κύριε δώρησαι.
Ἰησοῦ, ἐμακρύνθημεν ἀπὸ σοῦ, καὶ κατεποντίσθημεν εἰς τὸ βάθος τῆς συμφορᾶς, ὡς Ἰωνᾶς Κύριε βοῶμεν, ἐκ φθορᾶς τὴν ζωὴν ἡμῶν ἀνάγαγε.
Θεοτοκίον.
Παναγία Παρθένε Μήτηρ Θεοῦ, τοῦς παρόντας κινδύνους καὶ τὴν πλήρη καταστροφήν, πρόφθασον Ἄχραντε καὶ σῶσον, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, λαὸν τυραννούμενον.
Μακρόθυμε, φιλάνθρωπε Κύριε, τοὺς δούλους σου, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως λύτρωσαι, ὅτι ἄπειρον ἔχεις τὸ ἔλεος.
Ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.
Αἴτησις.
Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός…
Ἐτι δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
Ἐτι δεόμεθα, ὑπὲρ τοῦ Ἐπισκόπου ἡμῶν…
Ἐτι δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν Ἐνοριτῶν…
Ἐτι δεόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὁμονοίας καὶ εἰρηνεύσεως τοῦ λαοῦ ἡμῶν, τῆς καταπαύσεως τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ τοῦ ἀδελφοκτόνου σπαραγμοῦ, τῆς διασώσεως καὶ εὐημερίας τοῦ ἔθνους ἡμῶν καὶ ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὅτι ἐλεήμων…
Καὶ το Κάθισμα.
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Χριστέ μου Ἰησοῦ, βοηθείας δεόμεθα, οἱ πάντες δειναῶς πολεμούμενοι Κύριε, ἀλλ’ ἐν πίστει κραυγάζομεν· Ἰησοῦ μακρόθυμε ἀκοῦσον, τὴν ἐκ καρδίας δέησιν ἡμῶν, καὶ σῶσον ἡμᾶς πολυέλεε.
ᾨδὴ δ΄. Ἦχος β΄. Ἐν βυθῷ κατέστρωσε.
Ἰησοῦ, γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ πολυεύσπλαγχνε, ἐκ βυθοῦ ἀπωλείας σοὶ κράζομεν, Ἰησοῦ ἀνάγαγε, ἐκ φθορᾶς τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ τῆς σωτήριας πάντας καταξίωσον.
Ἰῆσοῦ, γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ πολυέλεε, μὴ παρίδῃς τὰ δάκρυα, τοὺς στεναγμούς, καὶ τὴν δέησιν, ἀχρείων δούλων, βοῶντών Σοι· ἡμάρτομεν Ἰησοῦ Σωτήρ, δεῖξον ἡμῖν τὸ μέγα σου ἔλεος.
Ἰησοῦ, γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ φιλάνθρωπε, αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἐπληθύνθησαν, ὁ ἐχθρὸς ὑπερίσχυσεν καὶ εἰς ἱλὺν βυθοῦ ἐνεπάγημεν, Ἰησοῦ μου πρόφθασον, πάσης περιστασεως λυτρούμενος.
Θεοτοκίον.
Θεότοκε Δέσποινα ἁγνή, βοήθησον δεόμεθα, τοὺς ἀναξίους ἰκέτας σου Ἄχραντε, ἵνα τῶν κινδύνων καὶ θλίψεων, λυτρωθῶμεν κραυγάζοντες· Χαῖρε, τῶν χριστιανῶν τὸ καταφύγιον.
ᾨδή ε΄.
Ἰησοῦ, μακρόθυμε Χριστέ, τῶν πιστῶν τὸ καύχημα, τὴν ἐπὶ γῆς ἐκκλησίαν στερέωσον, τῶν ἐχθρῶν τὴν μανίαν, Ἰησοῦ κατάργησον, τῶν πειρασμῶν καὶ κινδύνων ἐλευθέρωσον, ὁ Λυτρωτὴς ἡμῶν καὶ Κύριος.
Ἰησοῦ, ἀγάπης ἀρχηγέ, τὴν φλόγα κατάσβεσον, ἀδελφοκτόνου μανίας μακρόθυμε, Ἰησοῦ παντοδυναμε, εἰρήνην καὶ ἀγάπην δωρούμενος, ἡ πηγὴ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ ἁμαρτημάτων ἡ συγχώρησις.
Ἰησοῦ, εἰρήνης χορηγέ, τοὺς πολέμους κατάργησον καὶ σπαραγμοὺς ἐμφυλίους ἑξάλειψαν καὶ τὰς στάσεις ἀφάνισον, τὸν λαόν σου σπλαχνίσθητι Κύριε· καὶ τὸν κόμον σου εἰρήνευσον.
Θεοτοκίον.
Θεοτόκε Δέσποινα ἁγνή, πρόφθασον βοῶμέν σοι, καὶ τὸν κόσμον εἰρήνευσον Ἄχραντε, διαιρέσεις καὶ μίση τὸν λαόν σου κατέλαβον· καὶ τυραννούμενον, ταῖς σαῖς πτρεσβείαις λύτρωσαι, Μήτηρ Θεοῦ παμμακάριστε.
ᾨδὴ στ΄.
Ἰησοῦ, πανάγαθε Θεέ, τὸν κόσμον Σου πράϋνον, τὰ ἔθνη εἰρήνευσον, Ἰησοῦ κατάργησον, τοὺς πολέμους καὶ μίση, βοῶμέν σοι· Ἰησοῦ Σωτήρ μου, τῶν χριστιανῶν ἡ ἀπολύτρωσις.
Ἰησοῦ, γλυκύτατε Χριστέ, Ἰησοῦ ἐξάλειψον, ἐκ τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων δεόμεθα, τὰ πάθη καὶ ὁδήγησον, πρὸς ὁδὸν ἀρετῆς καὶ εὐθύτητος, Ἰησοῦ Σωτήρ μου, πίστιν καὶ μετάνοιαν δωρούμενος.
Ἰησοῦ, γλυκύτατε Χριστέ, πάντες ἐξεκλίναμεν, τὰς ἐντολάς Σου παρέβημεν Κύριε, ταχὺ ἐπίστρεψον, τὰς καρδίας ἡμῶν πρὸς μετάνοιαν κράζομεν, Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ἵνα τὴν ἀγάπην Σου γεραίρωμεν,
Ἰησοῦ, γλυκύτατε Χριστέ, ὧν ἐπράξαμεν ἀξία, οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπελαύομεν, ἀπιστίας καρπούς, Ἰησοῦ ἐθερίσαμεν, αἵματα, πολέμους καὶ θάνατον, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν, φιλάνθρωπε.
Θεοτοκίον.
Θεοτόκε Δέσποινα ἁγνή, θερμὴν παράκλησιν, πρὸς τὸν Υἰόν σου καὶ Κύριον ἔχομεν, καὶ πίστει προστρέχομεν, ἐκ πάντων θλίψεων ἐλευθέρωσαν, ἵνα σὲ δοξάζομεν, πανύμνητε.
Αἴτησις ὡς ἀνώτερω.
Κοντάκιον. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.
Παντοδύναμε Λυτρωτά, λαὸν τυραννούμενον, ἐκ δεινῶν περιστάσεων, Κύριε λύτρωσαι καὶ ἐκ κινδύνων ἐλευθέρωσον, προστρέχοντας ἡμᾶς, καὶ προστάτευσον, ὡς ἀγαθὸς, ἀπειλουμένους ἱκέτας σου, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζοντας· ἡμάρτομεν Σωτήρ μου, γλυκύτατε Ἰησοῦ μου, ὦ πολυέλεε Χριστέ, σῶσον ἡμᾶς, τῇ εὐσπλαχνίᾳ Σου.
Προκείμενον
Ἀνάστα Κύριε, βοήθησον ἡμῖν καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἕνεκεν τῆς δόξης του ὀνόματός Σου.
Στίχος: Ἐν θλίψει ἐμνήσθημεν Σου Κύριε.
ΕΚ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΑΓΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Εἶπεν ὁ Κύριος· Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε. Ὅταν ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας, μὴ πτοηθῆτε. Ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, σεισμοί τε μεγάλοι, κατὰ τόπους καὶ λοιμοὶ καὶ λιμοὶ ἕπονται, φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ’ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται. Πρὸ δὲ πάντων τούτων, ἐπιβαλοῦσιν ἐφ’ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσιν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου. Ἀποβήσεται δὲ ὑμῖν εἰς μαρτύριον, παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν καὶ θανατώσουσίν ἐξ ὑμῶν καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων, διὰ τὸ ὄνομά μου. Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν. Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου: Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι. Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον, ὅτι εὐδοκησεν ὁ Πατήρ ὕμων, δοῦναι ὑμῖν τὴν βασίλειαν. Γίνεσθε οὖν, ὑμεῖς ἕτοιμοι. Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφῦες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν. Μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας. Ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμέρων τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· καὶ οὐκ ὄψεσθε. Καὶ ἔσται ἐπὶ γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ, ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου, ἀποψυχόντων ἀνθρώπων, ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ. Προσέχετε ἑαυτοῖς, μήποτε βαρυθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι, ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη· ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται, ἐπὶ πάντα τοὺς καθημένους, ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς. Ἀγρυπνεῖτε οὖν, ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι, ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα ταῦτα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.
Δόξα.
Πάτερ Λόγε Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ἐν Μονάδι, ἀπαλλάξαν τὸν κόσμον, τῶν πολέμων καὶ θλίψεων.
Καὶ νῦν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις ἐλεῆμον, σπλαχνίσου τὸν λαόν σου καὶ τὰ ἔθνη εἰρήνευσον.
Στιχ. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεός…
Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Ἰησοῦ μου γλυκύτατε, ἡ οἰκουμένη βοᾷ σοι· Ἰησοῦ μοῦ ἐξάλειψον, τῶν πολέμων Δέσποτα τὴν σκοτόμαιναν, Ἰησοῦ ἄκουσον, ἱκετῶν ἀχρείων, Ἰησοῦ μου ὡραιότατε, ταχεῖαν βοήθειαν ἑξαπόστειλον, πρεσβείαις τῆς τεκούσης Σε, καὶ πάντων Ἰησοῦ τῶν ἁγίων Σου. Κύριε τοῦ κόσμου εἰρήνην καὶ ἀγάπην δὸς ἡμῖν, καὶ τῶν πταισμάτων συγχώρησιν, Ἰησοῦ φιλάνθρωπε.
ᾨδὴ ζ΄. Ἦχος πλ. δ΄. Σκέπη γενοῦ.
Κύριε, δώρησαι εἰρήνην καὶ κατάπαυσον τὸν πόλεμον Ἰησοῦ μου, διαιρέσεις καὶ πᾶσαν κακουργίαν, διὰ παντὸς ἐξάλειψον, τῇ ἀῤῥήτῳ Σου δυνάμει.
Μίση καὶ πάθη τὸν λαόν Σου, καὶ ἐκδίκησις καὶ πόλεμος Ἰησοῦ μου, ἀθλιότης καὶ στέρησις καὶ φθόνος, καταπονοῦν τὸν κόσμον Σου, φιλάνθρωπε βοήθει.
Μὴ παρίδῃς τῶν δούλων σου τὰς δεήσεις, εἰς δεινὰς περιστάσεις Ἰησοῦ μου, ἐκ κινδύνων καὶ πάσης δυστυχίας, ἡμᾶς ἐλευθέρωσον, ἀμετρήτῳ σου ἐλέει.
Θεοτοκίον.
Παναγία Παρθένε, δέομαι σου, πρόσδεξαι ἁγνή, τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας καὶ λύτρωσαί με τῶν δεινῶν καὶ κινδύνων καὶ πρόφθασον τὸν κόσμον σου, ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
ᾨδὴ η΄.
Ἰησοῦ ἐκδικήσεις φανατισμοί, μεταβάλου εἰς κοιλάδα τῶν στεναγμῶν, τέκνα γονεῖς σύζυγοι καὶ φίλοι, μανιακῶς κατασπαράσσονται.
Ἰησοῦ μου τὴν εἰρήνην, ἐν τῇ ψυχῇ πάντων τῶν ἀνθρώπων καὶ μετάνοιαν ἀληθῆ, πίστιν, ἐλπίδα καὶ ἀγάπη τῶν ἀγαθῶν, χορηγέ, ἐξαπόστειλον.
Ἰησοῦ μου προστρέχομεν ἐπὶ Σὲ καὶ ἐν κατανύξει γόνυ κλίνομεν ταπεινῶς. Εἰσάκουσον Κύριε καὶ ἴδε τοὺς στεναγμοὺς τῶν πιστῶν Σου φιλάνθρωπε.
Θεοτοκίον.
Θεοτόκε Παρθένε ὁ γλυκασμός, τῶν ἁγίων ἀγγέλων, καὶ ἀνθρώπων ἡ χαρμονή, ὦ Δέσποινα πρόφθασον καὶ σῶσον, ἐκ τῶν κινδύνων τοὺς δούλους σου Ἄχραντε.
ᾨδὴ θ΄. Ἦχος β΄. Ἐν βυθῷ κατέστρωσε.
Ἰησοῦ μου εὐσπλαχνε Σωτήρ, Ἰησοῦ γλυκύτατε, πῶς ἀτενίσω τὴν δόξαν Σου ἅγιε, ἀφόβως ἡμάρτησα καὶ τὰς ἐντολάς Σου κατεπάτησα Κύριε, ἐκ νεότητός μου, μὴ ἀπωλεσθῶ Ἰησοῦ μου βοήθησον.
Ἰησοῦ ἐλέους ἡ πηγή, θρηνῶ ὁ ἄθλιος, ὅταν συλλογίζομαι, πόσον ἡμάρτησα καὶ παρεπίκρανα, τὴν Θείαν σου ἀγαθότητα, Ἰησοῦ Σωτήρ μου, πάσης καταδίκης με ἀπάλλαξον.
Ἰησοῦ, δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν, Ἰησοῦ σῆς χαρᾶς ἐστερήθημεν ἅπαντες, ἀσώτως σκορπίσαντες, τοῦ Πατρὸς ἡμῶν τὰ χαρίσματα Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, δέξαι ἀγαθὲ ἡμᾶς ἐπιστρέφοντας.
Θεοτοκίον.
Θεοτόκε Δέσποινα ἁγνή, ἁμαρτωλοῦ σπλαχνίσθητι, ἄβυσσος ἐκύκλωσεν ἡμᾶς Ἄχραντε, καὶ δεινῶς πολεμούμενοι, ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς ἑξαρπασον, ἵνα σὲ δοξάξωμεν, Πανύμνητε.
Τὸ Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τρίς).
Δόξα Πατρί, καί Υἱῶ, καί ἁγίῳ Πνεύματι,
καί νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς· Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν· Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρί…
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς. Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον· καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Τροπάριον. Ἦχος α΄.
Τὴν πρεσβεία Κύριε πάντων τῶν ἁγίων καὶ τῆς Θεοτόκου, τὴν σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος οἰκτίρμων.
Προσευχή.
Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Θεὲ καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, βασιλεῦ τῶν αἰώνων, ·Πάτερ Παντοκράτορ, συναισθανόμεθα ὅτι εἴμεθα ἔνοχοι ἐνώπιόν Σου, καὶ ἀνάξιοι νὰ ἀτενίσωμεν εἰς τὸ ὕψος τῆς δόξης Σου καὶ νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὸ ἅγιον ὄομά σου. Σὺ Κύριε, ὁ πάνσοφος καὶ πανάγαθος Δημιουργὸς πάσης ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, κατευθύνεις τὰ πάντα εἰς τὸν προορισμόν των, συντηρῶν αὐτὰ διὰ τῆς παντοδυναμίας, τῆς πανσοφίας καὶ τῆς παναγαθότητός Σου. Ἕνεκα τούτου, εἰς Σὲ τὸν Δημιουργὸν καὶ Κτίστην τοῦ κόσμου ἀνήκει πάσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς οἰ ἁμαρτωλοί, κλίνομεν τὰ γόνατα ἐνώπιον τῆς παναγάθου Μεγαλειότητός Σου καὶ δεόμεθα, ἵνα κινήσῃς τὰ ῥυπαρὰ ἡμῶν χείλη, εἰς δοξολογίαν τοῦ Παναγίου Σου ὀνόματος καὶ τὴν ἀθλίαν ἡμῶν γλῶσσαν εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν τῆς Μεγαλοσύνης Σου. Σὺ Κύριε, εἶσαι ἡ πηγὴ παντὸς καλοῦ καὶ ἀπὸ Σοῦ προέρχεται πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον. Διὰ τοῦτο φώτισον τὸν ἐσκοτισμένον νοῦν μας, εἰς τὴν κατανόησιν τῆς πανσόφου Σου Προνοίας καὶ τὴν ἀναίσθητον καρδίαν μας, εἰς συναίσθησιν τῆς ἀπείρου Σου φιλανθρωπίας, ἵνα καὶ ἡμεῖς Σὲ εὐλογοῦμεν ἀξίως, καθὼς καὶ οἱ ἀναρίθμητοι Ἄγγελοι καὶ πάντες οἱ ἅγιοι, Σὲ δοξολογοῦν ἀκαταπαύστως εἰς τοὺς οὐρανούς.
Σὲ εὐχαριστοῦμεν Κύριε, διὰ τὰς ἀπείρους Σου εὐεργεσίας, τὰς ὑλικὰς καὶ πνευματικάς, τὰς φανερὰς καὶ ἀφανεῖς τὰς ὁποίας ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν μᾶς χορηγεῖς. Σὲ εὐχαριστοῦμεν διὰ τὴν ἄπειρον ἀγάπην Σου πρὸς ἡμᾶς, ἡ ὁποῖα ἐκορυφώθη διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τοῦ σταυρικοῦ Σου θανάτου. Διότι δὲν μᾶς ἔφερες μόνον εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μᾶς διεφύλαξες μέχρι τῆς ὥρας ταύτης καὶ διὰ πάντων τῶν μέσων τὰ ὁποία ἐνεπιστεύθης εἰς τὴν ἐπὶ γῆς ἐκκλησίαν Σου, μὰς ἐπιδαψιλεύεις τὴν ἀπολύτρωσιν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου καὶ μᾶς χαρίζεις τὰ ἄπειρα ἀγαθὰ τῆς σταυρικῆς Σου θυσίας. Σὲ εὐχαριστοῦμεν καὶ διὰ πάντα τὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς μας, τὰ λυπηρὰ καὶ εὐχάριστα, διότι διὰ πάντων τούτων, μᾶς κατευθύνεις εἰς τὸν ἀληθῆ καὶ αἰώνιον προορισμὸν μας.
Ἀξίωσον ἡμᾶς Κύριε, νὰ σὲ γνωρίσωμεν καὶ νὰ σὲ ἀγαπήσωμεν, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ σὲ πιστεύωμεν σταθερῶς, ἵνα μὴ προσκολλώμεθα εἰς τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ νὰ μὴ ὑποκύπτωμεν εἰς τὰ δελεάσματα τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ μετὰ πάσης ταπεινώσεως, νὰ ὑποτασσώμεθα εἰς τὸν νόμον Σου καὶ νὰ ἀκολουθῶμεν τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος. Τοῦτο Κύριε, εἶναι τὸ θέλημά Σου, ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν. Ἡμεῖς ὅμως εἴμεθα ἁμαρτωλοὶ καὶ οὐδεὶς ὑπάρχει καθαρὸς ἀπὸ ῥύπου. Πῶς θὰ Σὲ πλησιάσωμεν, πῶς θὰ σωθῶμεν; Σὺ Κύριε ἐν τῇ ἀπείρῳ Σου εὐσπλαχνίᾳ, ἦλθες καὶ ἔσωσας ἡμᾶς, διά του αἵματός Σου. Ποῖος δύναται νὰ μετρήσῃ τὰ πλήθη τῶν οἰκτιρμῶν Σου; Σὺ Κύριε, εἶσαι φιλάνθρωπος, ἐξαλείφεις τὰς ἁμαρτίας μας, διότι γνωρίζεις ὅτι ἔχομεν κλίσιν πρὸς τὸ κακόν, ἐκ νεότητός μας, καὶ δὲν θέλεις τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ μακροθυμεῖς καὶ πάντας καλεῖς εἰς μετάνοιαν. Σὺ Κύριε, ηὐδόκησες νὰ γίνης ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ ἡμᾶς καὶ κατεδέχθης νὰ γεννηθῇς εἰς τὸ ταπεινὸν σπήλαιον καὶ πᾶσαν τὴν ἐπίγειον ζωήν Σου, διήλθες ἐν ἀφανείᾳ εὐεργετῶν καὶ διδάσκων τὴν ἀλήθειαν, διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Σὺ Κύριε, εἶσαι ὁ ποίμην ὁ καλός, ὅστις ἦλθες νὰ ζητήσῃς καὶ νάὰ σώσῃς, τὸ ἀπολωλὸς καὶ εἶπες ὅτι γίνεται χαρὰ εἰς τὸν οὐρανὸν, ὅταν ἕνας ἁμαρτωλὸς μετανοήσῃ, διότι δεν ἦλθες νὰ καλέσης δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. Σὺ Κύριε ἐῤῥαπίσθης, ἐμαστιγώθης, ἐφόρεσες τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὴν πορφύραν καὶ τέλος ἐσήκωσες τὸν σταυρόν Σου, καὶ ἀπέθανες ἐπ’ αὐτοῦ διὰ νὰ ἐξιλεώσης τὴν θείαν δικαιοσύνην καὶ νὰ ἀπαλλάξῃς τὴν ἀνθρωπότητα ἐκ τῆς αἰωνίου καταδίκης.
Σὲ παρακαλοῦμεν Κύριε, διὰ τοὺς πόνους καὶ τὴν ὀδύνην τοῦ σταυρικοῦ Σου μαρτυρίου, διὰ τὸ αἷμα τὸ ὁποῖον, ἐξεχύθη ἀπὸ τὰς πληγάς Σου, διὰ τὸν ἐπονείδιστον θάνατον τὸν ὁποῖον ἑκουσίως ὑπέμεινες, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ καὶ προδεξαι τὴν δέησιν ἡμῶν, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου. Γενοῦ ἡμῖν βοηθὸς καὶ μὴ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἠμῶν. Ἴδε τὴν κάκωσιν τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐπαπειλούντων δεινῶν καὶ τῶν θλιβερῶ τούτων περιστάσεων. Ἐλευθέρωσον ἡμᾶς Κύριε, ἐκ τῆς ἐλεεινῆς ταύτης καταστάσεως. Ἐπλανήθημεν μακράν σου καὶ διὰ τοῦτο μᾶς περιεκύκλωσαν αἱ καταιγῖδες καὶ ἡ καταστροφή. Ἐμακρύνθημεν ἀπὸ τὴν ἀγάπην Σου καὶ εὑρισκόμεθα δυστυχεῖς καὶ ἀπεγνωσμένοι, ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ θανάτου. Κατεπατήσαμεν τὸν Νόμον Σου καὶ μας κατεπάτησαν τὰ βάρη τῆς ἁμαρτίας καὶ καταθλίβουν τὴν ψυχὴν μας αἱ ὀδύνες τῆς ἀνομίας. Ἐλησμονήσαμεν τὰς ἐντολάς Σου καὶ ἐφυγαδεύθη ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὴν καρδίαν μας καὶ ἡ ὁμόνοια ἀπὸ τὸν λαόν μας. Περιεφρονήσαμεν τὸν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου Σου καὶ παρεσύρθημεν εἰς τοὺς διεστραμμένους δρόμους τῆς ἀποστασίας, μὲ ὁδηγὸν τὸν ἐχθρὸν τῆς ψυχῆς μας καὶ τῆς σωτηρίας μας, τὸν διάβολον, ὅστις μᾶς δελεάζει διὰ νὰ μᾶς τραυματίσει, μᾶς ἐξαπατᾶ διὰ νὰ μᾶς θανατώση. Γνωρίζομεν Κύριε, ὅτι αἱ θλιβεραὶ περιστάσεις τὰς ὁποίας διερχόμεθα, εἶναι βλαστοὶ τῆς ἀσεβείας μας καὶ σήμερον θερίζομεν τοὺς πικροὺς καὶ θανατηφόρους καρποὺς τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἠθικῆς καταπτώσεως. Ἀγνωμονες πρὸ τῶν ἀπείρων Σου εὐεργεσιῶν καὶ ἀσεβεῖς πρὸ τῆς μακροθυμίας Σου, ἐδείξαμεν διὰ λόγων καὶ ἔργων ὅτι εἴμεθα ἀνάξιοι καὶ τῆς προσκαίρου ζωῆς. Ἀλλ’ ὡς ἐδέχθης Κύριε, τοὺς ποικιλοτρόπως ἁμαρτήσαντας καὶ τοὺς συνεχώρησες μετανοοῦντας, δέξαι καὶ ἡμᾶς ἐπιστρέφοντας καὶ ἀξιῶσαν ἡμᾶς νὰ προσερχώμεθα μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης, εὐλαβείας καὶ κατανύξεως ἐνώπιον Σου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ἐσκοτισμένης μας διανοίας, ὥστε νὰ διακρίνωμεν τὸ βάραθρον τῆς ἀπωλείας, πρὸς τὸ ὁποῖον ἡ κακία καὶ τὰ πάθη μᾶς παρασύρουν. Καθάρισαν τὴν ἐσπιλωμένην καρδίαν μας, ἀπὸ τὰς ἀτελείας καὶ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐνίσχυσον τήν ἐξασθενημένην θέλησίν μας, ὥστε νὰ διακρίνωμεν πλέον μόνον διὰ τὴν δόξαν σου καὶ νὰ ὑπάρχωμεν διὰ τὸ θέλημά Σου.
Σὲ παρακαλοῦμεν Κύριε, νὰ γνωρίσουν τὸ θέλημά Σου πάντες οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ζήσουν κατὰ τὰς ἐντολάς Σου πάντες οἱ λαοί, Νὰ ἐπιλάμψη εἰς τὰς ψυχὰς ἀνθρώπων το Πανάγιόν Σου Πνεῦμα καὶ νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ βασιλεία Σου εἰς πάντα τὰ ἔθνη, διὰ νὰ ἐκλείψουν τὰ μίση, αἱ διαιρέσεις, αἱ ἀδικίαι, οἱ πόλεμοι καὶ πάντα τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα κατατυραννοῦν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ ὑπερισχύση ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εἰρήνη Σου εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον·. Ἕνωσαν Κύριε πάντας τοὺς χριστιανοὺς εἰς ἕν πνεύμα καὶ μιὰν καρδίαν καὶ εἰς τὴν ἀληθῆ πίστιν καὶ ἐπίγνωσιν, ὥστε νὰ γίνουν μία ποίμνη. Στερέωσον τὴν Ἐκκλησίαν Σου καὶ ἀνάδειξον καλοὺς ποιμένας εἰς τὰ λογικά Σου πρόβατα, ἵνα μὴ κατασπαράσσωνται ὑπὸ τῶν λύκων, ἀλλὰ μετὰ πάσης ἐπιμελείας νὰ διαφυλάσσωναι καὶ νὰ ὁδηγοῦνται ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως καὶ εἰς νομὰς σωτηρίους.
Σὲ παρακαλοῦμεν Κύριε, ὑπὲρ τοῦ ἔθνους ἡμῶν, ὅπως τὸ διαφύλαξης καὶ τὸ σώσῃς ἐκ τῆς καταιγίδος ταύτης τῶν πολέμων καὶ τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ. Δὸς Κύριε φωτισμόν εἰς τοὺς ἄρχοντας ἡμῶν καὶ ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν τὸ θέλημά σου καὶ τὸν φόβον Σου. Εἰρήνευσον τὸν λαὸν ἡμῶν. Στῆσον τὴν αἱμοῤῥαγίαν, σβέσον τὴν φλόγα τῆς κακίας καὶ τῆς διχονοίας, πράϋνον τὴν μανίαν καὶ τὸ μῖσος, ἀπότρεψον τὴν ὁρμὴν τῆς ἐκδικήσεως. Ἐξάλειψον Κύριε τὰ πάθη καὶ τὰ μίση. Ἴδε τὸ φρβερὸν ἡμῶν κατάντημα, τὴν ἐσχάτην καταπτῶσιν. Ἀνόητοι καὶ παράφρονες, εἰς ψυχοφθόρα πάθη δουλεύομεν. Ἐξέλιπεν ἡ ἀγάπη, ἐσβέσθη τὸ φίλτρον τῆς συγγενείας, ἐξηφανίσθη ἡ σύνεσις, ἐχάθη ὁ σεβασμὸς τῶν γειτόνων, διεσπασθησαν οἱ δεσμοὶ τῆς φιλίας. Πάντες κατεστάθημεν ἐχθροὶ ἀλλήλων. Τέκνα ἐξηγέρθησαν κατὰ τῶν γονέων καὶ γονεῖς κατὰ τέκνων. Ἐγίναμεν ἐχθροὶ καὶ θηρία ἀλληλοσπαρασσόμενα. Σὺ Κύριε, θεράπευσον τὴν τύφλωσιν τῆς ψυχῆς μας καὶ ὁδήγησον ἡμᾶς εἰς ὁδὸν εἰρήνης. Διαλῦσον τὴν ἔχθραν, ἐξομάλυνον τὰς ἀντιθέσεις, ἐπιδαψίλευσον τὴν εὐλογία σου. Ἴδε τὸ πένθος ἡμῶν καὶ τὰ δάκρυα. Ἄκουσον τοὺς στεναγμούς, καὶ τοὺς θρήνους. Θέρμανον τὴν καρδίαν ἡμῶν εἰς ἀγάπην καὶ μὴ εἰς πάθη διαιρεσεων καὶ πολέμων.
Δεῖκον Κύριε τὸ ἔλεός σου καὶ ἀπάλλαξον ἡμᾶς τῶν ἐμφυλίων πολέμων καὶ πάσης ἄλλης συμφορᾶς καὶ χάρισε εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν εἰς τὸν λαόν Σου· διότι ἡ φοβερὰ αὕτη διαίρεσις, :, ὄχι μόνον σώματα νεκρώνει, ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχὰς εἰς αἰώνθιον κόλασιν καταδικάζει. Παῦσον Κύριε, τὴν ὀργήν Σου καὶ ἐξαπόστειλον εἰρήνην εἰς τὸν λαόν Σου. Ἕκτος Σοῦ ἄλλον οὐκ οἴδαμεν. Μὴ ἀποστραφῆς ἡμᾶς εἰς τέλος. Ἐλθὲ εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὡς ἀνεξίκακος συγχώρησον :ἡμᾶς καὶ στῆσον τὴν καταιγίδα τῶν συμφορῶν. Δέξαι ἡμᾶς προσπίπτοντας καὶ βοῶντας, τὸ ἡμάρτομεν. Ἡ ἰσχὺς ἡμῶν ἐξέλιπε, ἀλλὰ Σὺ Κύριε, μὴ ἐγκαταλείπῃς ἡμᾶς. Ἐπίβλεψν ἐπὶ τὸν λαόν Σου καὶ ῥῦσαι αὐτόν, ἐκ τῶν ὁρατῶν καὶ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν. Λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καταδυναστείας τοῦ διαβόλου καὶ διάλυσον τῆς καθ᾿ ἡμῶν παγίδας αὐτοῦ. Ἐπὶ σὲ ἠλπίσαμεν. Σῶσον ἡμᾶς ἐπιστρέφοντας καὶ βοῶντας· ὁ Θεὸς ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς. Ὡς ἐδέχθης τὴν μετάνοιαν τῶν Νινευϊτῶν, δέξαι τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμοὺς τοῦ λαοῦ Σου. Δέξαι τὴν ταπεινὴν ἡμῶν δέησιν καὶ τὰς ἐκ βάθους ἐκπεμπομένας Σοι κραυγάς. Δεξαι τοῦ ταλαιπωρημένου λαοῦ τὴν παράκλησιν. Σπλαχνίσθητι τὸν λαόν Σου καὶ λύτρωσαι αὐτὸν τῆς ἐξοντωτικῆς μανίας.
Ὡς ὁ εὐγνώμων λῃστὴς βοῶμεν· Μνήσθητι ἡμῶν Κύριε. Δεῖξον ἡμῖν τῆς φιλανθρωπίας Σου τὸ μέγεθος. Θραῦσον τὸ δρέπανον τοῦ θανάτου, ἵνα μὴ ἀπωλώμεθα εἰς τέλος. Σοὶ μόνῳ ἡμάρτομεν, ἀλλὰ καὶ Σοὶ μόνῳ προσπίπτομεν. Ἐπάκουσον καὶ μὴ παρίδης τὰς δεήσεις ἡμῶν. Γνωρίζομεν Κύριε, ὅτι εἴμεθα ἀνάξιοι τοῦ ἐλέους Σου καὶ ἱστάμεθα ἐνώπιόν Σου ἀναπολόγητοι, διότι ἠνομήσαμεν καὶ ἐπικράναμεν τὴν ἀγαθότητά Σου. Ἐπορεύθημεν κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀθλίας καὶ ἁμαρτωλῆς μας καρδίας καὶ παρέβημεν τὰς ἐντολάς Σου. Ἐὰν μᾶς κρίνῃς κατὰ τὴν . δικαιοσύνην Σου, θὰ εὑρεθῶμεν ἔνοχοι καὶ ἄξιοι πάσης καταδίκης καὶ κολάσεως. Ἀλλὰ θαῤῥοῦντες εἰς τὴν ἄπειρον καὶ ἀνεκδιήγητόν Σου ἀγάπην καὶ εἰς τὴν χάριν τῆς σταυρικῆς Σου θυσίας, Σὲ ἱκετεύομεν, μὴ ἀποδοκιμάσῃς ἡμᾶς. Σὲ παρακαλοῦμεν νὰ καθαρίσης τὴν καρδίαν μας ἀπὸ πᾶσαν κακίαν καίὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξης ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν, τὸ μῖσος, τὴν ἐκδίκησιν, τὴν ὑποκρισίαν, τὴν πλεονεξίαν καὶ ἀπὸ πᾶσαν/ ἀδυναμίαν καὶ ἀτέλειαν. Διὰ τοῦτο Σὲ παρακαλοῦμεν, νὰ συγχωρήσης πάντας τοὺς πταίοντας εἰς ἡμᾶς. Νὰ φωτίζης καὶ νὰ προστατεύης τοὺς οἰκείους καὶ συγγενεῖς ἡμῶν, τοὺς πνευματικοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνεργάτας καὶ πάντας τοὺς ἐργαζομένους πρὸς δόξαν τοῦ ἁγίου Σου ὀνόματος. Χάριζε Κύριε, τὰ ἀπαραίτητα διὰ τὴν συντήρησιν τῆς προσκαίρου ἡμῶν ζωῆς καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ ἐμπέσωμεν εἰς παγίδας τοῦ διαβόλου. Νέκρωσον ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν πᾶσαν ἁμαρτωλὴν κλίσιν καὶ πονηρὰν ἐπιθυμίαν καὶ κατάπεμψον ἡμῖν ἄγγελον εἰρηνικὸν ψυχῆς καὶ σώματος φύλακα. Συγχώρησον τοὺς μισοῦντας καὶ ἀδικοῦντας ἡμᾶς καὶ φώτισον αὐτούς. Ἐλέησον τοὺς ἐλεοῦντας καὶ πάντας τοὺς ἐντειλαμένους ἠμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν, ἐλέησον κατὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος. Μνήσθηα Κύριε, καὶ τῶν προαπελθόντων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ ἀναπαῦσον αὐτοὺς ἐν σκηναῖς δικαίων. Δὸς Κύριε, ἑνὶ ἑκάστῳ τὰ αἰτήματα καὶ πάντας ἀξίωσον νὰ διέλθωμεν τὰς ὑπολοίπους ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐργαζόμενοι τὰς ἐντολάς Σου. Ἵνα, ὅταν ἀπέλθωμεν τοῦ προσκαίρου τούτου βίου, εὕρωμεν εὐπρόσδεκτον καὶ καλὴν ἀπολογίαν, πρὸ τοῦ φοβεροῦ Σου βήματος καὶ ἀξιωθῶμεν μετὰ πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίων Σου, νὰ δοξάζομεν τὸ Πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἐκτενὴς Αίτησις καὶ Ἀπόλυσις, μεθ’ ἣν ψάλλομεν τα ἑξῆς
Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ τῶν συνελθόντων εἰς τὴν παράκλησιν ταύτην μετὰ τῶν οἰκείων καὶ συγγενῶν αὐτῶν.
Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι…
Ἐτι δεόμεια ὑπὲρ τοῦ εἰσακοῦσαι…
Ἐπάκουσον ἡμῶν ὁ Θεός…
Εὐπρόσδεκτον, ποίησον τὴν δέησιν ἡμῶν…
Δόξα Σοι Χριστὲ ὁ Θεός….
Εὐξώμεθα…
Δέσποινα πρόσδεξαι τάς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ. φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὅ Θεός ἡμῶν έλέησον ἡμᾶς.
’Ἀμήν.