Του π. Δ. Μπόκου / Πέρα από το άτομο
Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι: «Τὸ ρόδον ἀκμάζει βαιὸν χρόνον» (ἀνθίζει γιὰ πολὺ λίγο χρόνο). Ἂν ὅμως τὸ ψάχνεις μετὰ τὴν περίοδο τῆς ἀνθοφορίας του, «εὑρήσεις οὐ ρόδον, ἀλλὰ βάτον». Θὰ βρεῖς μόνο τὰ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς.
Τί μᾶς λέει τὸ σοφὸ γνωμικό; Ὅτι ὁ χρόνος δὲν μᾶς περιμένει. Γιὰ νὰ κάνουμε κάτι, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε στὸν καιρό του. «Καιρὸς παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν». Γιὰ κάθε πράγμα ὑπάρχει ὁ σωστὸς χρόνος. «Τοῖς πᾶσι χρόνος». Ὑπάρχει καιρὸς τῆς σπορᾶς καὶ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς ἀντιστρέψουμε. Δὲν γίνεται στὸν καιρὸ τῆς σπορᾶς νὰ πᾶμε γιὰ θερισμὸ καὶ στὸν καιρὸ τοῦ θερισμοῦ νὰ σπέρνουμε. Ἂν περάσει ὁ καιρὸς τῆς σπορᾶς καὶ ὁ γεωργὸς ἀμελήσει καὶ βαρεθεῖ νὰ σπείρει, δὲν θὰ ἔχει σοδειά. «Ὀχτώβρης καὶ δὲν ἔσπειρες, σιτάρι λίγο θά ’χεις».
Ὥστε λοιπὸν χρειάζεται σωστὴ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου. Ὅταν τὸν ἀφήνουμε καὶ φεύγει ἄσκοπα, ὅταν σκοτώνουμε τὸν χρόνο μας καὶ τρέχουμε στὸ τέλος νὰ τὰ προλάβουμε ὅλα, δὲν θὰ πηγαίνει τίποτε καλά. Ὅλα θὰ πηγαίνουν ἀνάποδα. Ἐπειδὴ θὰ γίνονται παράκαιρα. Ἔξω ἀπ’ τὴν κανονική τους στιγμή. Καὶ μερικὰ δὲν θὰ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καθόλου. Ὁ χρόνος τρέχει ἀμείλικτος. Λέει ὅμως κάποιος: «Τὰ ἄσχημα νέα εἶναι ὅτι ὁ χρόνος πετάει. Τὰ καλὰ νέα εἶναι ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ πιλότος».
Ἐδῶ λοιπὸν βρίσκεται τὸ κλειδὶ τοῦ προβλήματος. Πόσες φορὲς λέμε: Μὰ πότε πέρασε ἡ ὥρα; Πότε πέρασε ὁ χρόνος; Πότε πέρασε ἡ ζωή μου; Λέει ὅμως ἕνας ξένος συγγραφέας: «Ποτὲ μὴ λὲς ὅτι δὲν ἔχεις ἀρκετὸ χρόνο. Ἔχεις ἀκριβῶς τὸν ἴδιο ἀριθμὸ ὡρῶν ἀνὰ ἡμέρα ποὺ διέθεταν ὁ Παστέρ, ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος, ἡ Μητέρα Τερέζα, ὁ Λεονάρντο Ντὰ Βίντσι, ὁ Τόμας Τζέφερσον καὶ ὁ Ἀινστάιν» (H. Jackson Brown).
Μᾶς δόθηκε λοιπὸν ἀρκετὸς χρόνος. Τὸ θέμα εἶναι ἂν τὸν χρησιμοποιοῦμε ἐπωφελῶς, γιατὶ λέει πάλι ὁ Ρωμαῖος ἱστορικὸς Τάκιτος: «Ἐὰν ἐξετάζετε τὴν κάθε μέρα χωριστά, θὰ διαπιστώσετε πὼς δὲν ὑπάρχει ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν εἶναι γεμάτη. Ἑνῶστε τις καὶ θὰ ἐκπλαγεῖτε βλέποντας πόσο κενὲς εἶναι». Μπορεῖ νὰ εἶναι γεμάτος ἀπασχόληση ὁ χρόνος μας, νὰ μᾶς δίνει τὴν ψευδαίσθηση πὼς δὲν ἔχουμε καιρὸ γιὰ τίποτε καὶ ὅμως τὸ τελικὸ ἐπίτευγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς νὰ εἶναι ἕνα τεράστιο κενό. Τί τραγικό!
Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν τρέχει ὁ χρόνος, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι στὸ χέρι μας ν’ ἀλλάξει, ἀλλὰ τὸ τί κάνουμε ἐμεῖς στὴ ροὴ αὐτὴ τοῦ χρόνου. Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ, ὅτι ὁ χρόνος δὲν εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος. Οἱ καιροὶ ἀλλάζουν. Μετὰ τὴν ἡμέρα ἔρχεται ἡ νύχτα, κατὰ τὴν ὁποία «οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι… Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει» (Ἰω. 9, 4. 12, 35). Ἂν δὲν γίνουν στὸν καιρὸ ποὺ πρέπει τὰ ἔργα μας, θὰ ζημιωθοῦμε. Καὶ ἂν μὲν πρόκειται γιὰ πράγματα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἴσως λίγο τὸ κακό. Ἂν ὅμως πρόκειται γιὰ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ψυχή μας καὶ τὴ μέλλουσα ζωή, τὸ κακὸ ἴσως γίνει ἀνεπανόρθωτο. Ἡ βλάβη «ἀνήκεστος», μὴ ἀναστρέψιμη.
Μᾶς τὸ θυμίζει κι αὐτὸ ὁ Κύριός μας, ὅταν μιλάει γιὰ κάποιον πλούσιο, ποὺ ὅσο ἔκαιγε τὸ καντηλάκι τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, γλεντοῦσε μόνο ἀνόητα, ἀντὶ νὰ ἐργάζεται πνευματικά. Ὅταν ὅμως βρέθηκε στὴ ζοφερὴ νύχτα τοῦ ἅδη, θρηνοῦσε ἀνόνητα, μετανοοῦσε ἀνώφελα. Ἐπειδὴ ὁ καιρὸς τῆς μετάνοιας εἶχε παρέλθει. Τὰ ρόδα εἶχαν πλέον μαραθεῖ. Στὴν τριανταφυλλιὰ εἶχαν μείνει μόνο τὰ ἀγκάθια.
Τὸ ἀεροσκάφος πετάει, μὰ τὸ πηδάλιο εἶναι στὰ χέρια τοῦ πιλότου. Καὶ στὸν χρόνο μας κουμάντο κάνουμε ἐμεῖς.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 462, Ἰαν. 2022)