Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ειδωλολατρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ειδωλολατρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2014

Σχετίζεται ο Νεοπαγανισμός με τον Νεοσατανισμό;

 

 
Του κ. Λάμπρου Σκόντζου Θεολόγου, Καθηγητού.

Ο σύγχρονος κόσμος βρίσκεται κυριολεκτικά βουτηγμένος σε μία απίστευτη κατάσταση πνευματικής κατάπτωσης. Η πνευματικότητα του σημερινού ανθρώπου είναι συνώνυμη με τον αποκρυφισμό και ολόκληρο το φάσμα του νοσηρού μυστικισμού, ο οποίος εκφράζεται με πληθώρα συγκεκριμένων ρευμάτων και ομάδων. Η πηγή του αποκρυφισμού είναι κοινή και οι ποικίλες ομάδες, συγκοινωνούντα δοχεία, τα οποία δέχονται και παρέχουν αποκρυφιστικό υλικό.

Δυο τέτοια ρεύματα, από τους κυριότερους εκφραστές του αποκρυφισμού παγκοσμίως, είναι το νεοπαγανιστικό και νεοσατανιστικό φαινόμενο. Επισταμένη μελέτη της ιστορίας τους, των αρχών και των επιδιώξεών τους αποδεικνύει πως τα δύο αυτά μεγέθη, όχι μόνο σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Πρόκειται για ένα και το αυτό κίνημα με δυο μορφές, διότι ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα σε όλες τις θεωρητικές και πρακτικές τους εκφάνσεις. Προέρχονται από την ίδια μήτρα, την αρχαία ειδωλολατρία και υπηρετούν του ίδιους σκοπούς. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο αυτά φαινόμενα ανήκουν στο αποκρυφιστικό πλέγμα των ομάδων της «Νέας Εποχής» και είναι από τους πιο φανερούς και γνήσιους εκφραστές του υδροχοϊκού, νεοεποχίτικου πνεύματος[1].

Αμφότερα στηρίζονται στο πνευματιστικό και αποκρυφιστικό υπόβαθρο των θεοσοφικών αρχών. Άλλωστε η μυστηριώδης θεοσοφική δοξασία περί «Μεγάλης Ιεραρχίας» και «Μεγάλης Λευκής Αδελφότητας» είναι η βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η πίστη σε θεούς και δαίμονες στους σύγχρονους καιρούς. Αυτές τις θεοσοφικές οντότητες λατρεύουν και οι μεν και οι δε. Τα τελετουργικά τους είναι πιστά αντίγραφα αρχαίων παγανιστικών μυστηριακών τελετουργιών[2].

Πρόδρομοι του συγχρόνου αποκρυφιστικού κινήματος υπήρξαν οι πρωτεργάτες του ρομαντισμού και του νεωτερισμού του 19ου αιώνα, οι οποίοι, ως γνωστόν, εμφορούνταν από σαφείς φυσιολατρικές και άρα φιλοπαγανιστικές πίστεις. Από τον Τζον Μίλτων, ως τον Ουγκώ και τον Πωλ Βαλερύ υμνούν το Σατανά «ως προμηθεϊκόν αντάρτην, εις τον οποίον επιβιώνει η αρχαία τραγική ωραιότης»[3]. Ο διαβόητος D.A.F. de Sade, ο οποίος είχε θεοποιήσει τη φύση (φυσιολάτρης παγανιστής), περιγράφει με λεπτομέρειες σατανιστικά όργια της εποχής του από ομοϊδεάτες του. Μέσα στις διαβόητες Hell Fire Clubs (Λέσχες της Φωτιάς της Κόλασης) μαζί με τον αποκρυφισμό και τη μαγεία, καλλιεργήθηκε υπέρμετρα ο παγανισμός[4].

Ο θεμελιωτής του παγκόσμιου νεοσατανιστικού κινήματος Alister Crowley (1875-1947), ήταν αποδεδειγμένα και παγανιστής. Το 1899 εντάχθηκε στο ροδοσταυρικό τάγμα Golden Dawn (Χρυσή Αυγή), το οποίο αποδεδειγμένα προωθούσε τον παγανισμό, όπου μυήθηκε στον αποκρυφισμό και τη μαγεία. Ο δάσκαλός του, Allan Benett, τον μύησε στα ανατολικά παγανιστικά θρησκεύματα και τον ανατολικό εσωτερισμό. Παράλληλα, ήταν θιασώτης του αιγυπτιακού παγανισμού. Στα 1904 στο Κάιρο και ύστερα από μία μαγική παγανιστική τελετουργία, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο δαίμονας Alwass, με κεφάλι γερακιού, ως ο θεός Ρα, ο οποίος του αποκάλυψε το σατανιστικό «Βιβλίο του Νόμου της Νέας Εποχής» κατά παρότρυνση του αιγυπτιακού θεού Όρου[5]. Ο Crowley λάτρευε το σατανά στο πρόσωπο του θεού Σατούρνου (Κρόνου) και ο πιο αγαπημένος ύμνος του ήταν ο «Ύμνος στον Πάνα» τον οποίο είχε συνθέσει ο ίδιος και τον οποίο έψαλλαν «εις τον σατανιστικόν ναόν του, εν Λονδίνω»[6]. Ξεκάθαρος παγανιστής! Το ίδιο και ο αποκρυφιστής και φίλος του Crowley, Eugen Grosche (1888-1954), ιδρυτής της σατανιστικής οργάνωσης Fraternity Saturni (Αδελφότητα του Κρόνου), λάτρευε το Σατανά ως τον ξεπεσμένο «θεό» Κρόνο.

Διαβάζουμε σε έναν από τους ύμνους της: «Άγιε Saturnus σε επικαλούμαι. Άγιε Κρόνε σε τιμάμε. Άγιε Saturnus σε προσκυνάμε!» [7]. Υπάρχουν επίσης σαφείς μαρτυρίες ότι ο Crowley σχετιζόταν και με το ναζιστικό παγανισμό. «Συνδεόταν με τον Χίτλερ μέσω τρίτων, που ήταν μέλη του μαγικού τάγματος του Ναζισμού» [8]. Οι απίστευτες μυστικιστικές εκδηλώσεις του ναζιστικού κόμματος είχαν αναμφίβολα τη σφραγίδα του νεοσατανιστικού μοντέλου του Crowley.

Ο ιδρυτής του νεοσατανισμού Anton LaVey (1930-1997) ξεκίνησε από την περιθωριακή φιλοπαγανιστική οργάνωση «Sexual Freedom League» (Λίγκα για τη σεξουαλική ελευθερία) των χίπις της Καλιφόρνιας τη δεκαετία του 1950. Είναι γνωστές οι φυσιολατρικές και φιλοπαγανιστικές πρακτικές αυτών των «επαναστατικών» περιθωριακών ομάδων. Μαζί με τη μάγισσα σύζυγό του Diane (Άρτεμη) και τον διαβόητο αποκρυφιστή Kenneth Anger, ο LaVey ίδρυσε στις 30-4-1966 την «Ordo Templis Satanis», την Εκκλησία του Σατανά και εισήγαγε τον σατανισμό στο Hollywood. Τα λατρευτικά τυπικά της και οι εορτές έχουν σαφέστατες παγανιστικές καταβολές. Μεταξύ των άλλων, στις «εκκλησίες» του Σατανά γίνονται επικλήσεις παγανιστικών θεοτήτων, όπως των ινδουιστικών Κάλι και Σίβα, του Πλούτωνα, του Μολώχ κλπ. [9] Τα αγάλματα και οι παραστάσεις του Μπαθομέτ είναι πανομοιότυπα αντίγραφα των αγαλμάτων του αρχαιοελληνικού θεού Πάνα. Για πολλούς ο ίδιος ο Πάνας λατρεύεται ως Σατανάς στις σατανικές λατρευτικές συνάξεις. Επίσης ο Πάνας θεωρείται κύρια θεότητα στην μαγικοπαγανιστική Wicca[10].

Η σημερινή «ιέρεια» της «εκκλησίας του Σατανά», στην πόλη San Jose (Σαν Ζοζέ) της Καλιφόρνιας, Μάργκαρετ Γουένλ δηλώνει γουϊκανή νεοπαγανίστρια. Το ίδιο και ο διαβόητος Άγγλος μάγος και παγανιστής Gerald Gardner (1884-1964) υπήρξε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ νεοπαγανισμού και νεοσατανισμού. Ο Gardner είναι ο πρωτεργάτης της αναβίωσης του αρχαίου Κέλτικου παγανισμού και ιδρυτής του νεοδρυϊδισμού και του γουϊκανισμού. Το 1940 μυήθηκε στον σατανισμό και τη μαγεία από τη γηραιά μάγισσα Dorothy Chutterburch και το 1946 είχε συνδεθεί με τον αρχισατανιστή Alister Crowley, ο οποίος τον έχρισε τιμητικό μέλος της μυστικιστικής σατανιστικής αδελφότητας «Ordo Templi Orientis» (Ο. Τ. Ο.), της οποίας ιδρυτής ήταν ο Crowley και της οποίας ο παγανιστής Gardner υπήρξε για λίγο καιρό αρχιερέας της.

Ο παγανιστής Gardner θαύμαζε τον σατανιστή Crowley και επηρεάστηκε έντονα από αυτόν. Υπό την επίδρασή του έγραψε το 1949 το βιβλίο «High Magic’s Aid» (Βοήθημα υψηλής μαγείας), που περιείχε μαγικές τελετουργίες στον κερασφόρο θεό Πάνα. Το 1951 ίδρυσε δική του αδελφότητα, όπου εφάρμοζε τις αποκρυφιστικές πρακτικές του Crowley. Το 1953 μύησε στην αδελφότητά του τη διαβόητη αποκρυφίστρια Doreen Valiente, με την οποία διαμόρφωσαν και συστηματοποίησαν τη λεγόμενη γκαρντεριανή παράδοση, δηλαδή την αναβίωση του αρχαίου δρυϊδικού παγανισμού και της μαγικής παγανιστικής Wicca. Το 1954 εξέδωσε άλλο βιβλίο για την εξέλιξη της μαγείας, με τίτλο: «Witchcraft Today» (Η μαγεία σήμερα), το οποίο είναι η συστηματοποίηση στην ουσία του δρυϊδικού και γουϊκανικού νεοπαγανισμού. Για του λόγου το αληθές, βασικό δόγμα της Wicca είναι ότι η «θρησκεία (και η) μαγεία… (αποτελούν) ένωση»[11]. Το ίδιο και ο βορειοευρωπαϊκός νεοπαγανισμός Azatru είναι κυριολεκτικά βουτηγμένος στη μαγεία και τον αποκρυφισμό[12].

Μετά το θάνατο του Gardner το έργο του συνεχίζει ο Raymond Buckland (Ρεϊμόν Μπάκλαντ)[13]. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του αποκρυφιστικού νεοπαγανισμού έπαιξε και ο διαβόητος μάγος σατανιστής Alexander Sanders, ο οποίος διαμόρφωσε, παράλληλα με την γκαρντεριανή νεοπαγανιστική παράδοση, τη λεγόμενη αλεξανδρινή. Στα 1979 η μάγισσα – σατανίστρια από την Καλιφόρνια Στάρχοουκ έγραψε το μπεστ σέλερ «Ο Σπειροειδής Χορός: Μια Αναγέννηση της Αρχαίας Θρησκείας της Μεγάλης Θεάς», μια συστηματική παρουσίαση των γουϊκανικών παγανιστικών τελετουργιών, το οποίο έκαμε πολύ μεγάλη εντύπωση στους αναγνώστες του δυτικού κόσμου και συνέδεσε τον σατανισμό με τον Κέλτικο νεοπαγανισμό.

Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που φανερώνουν τη στενή συνάφεια νεοπαγανισμού και νεοσατανισμού. Οι γεμάτες πάθη και εγκληματικές πράξεις παγανιστικές θεότητες δε διαφέρουν σε τίποτε από τα σατανικά κακοποιά πνεύματα. Ας θυμηθούμε εκείνο το γραφικό του ψαλμωδού ότι «πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5). Σε όλα τα παγανιστικά πάνθεα είναι εμφανής η δαιμονική υφή των παγανιστικών θεοτήτων. Έστω για παράδειγμα οι Κέλτικες θεότητες, οι οποίες είχαν προκαλέσει φρίκη στους Ρωμαίους και στους Έλληνες. Ο αρχαίος Έλληνας συγγραφέας Λουκιανός μάς διέσωσε πολύτιμες πληροφορίες για το ποιόν των αγρίων και αιμοδιψών δρυϊδικών θεοτήτων!

Το άσβεστο μίσος κατά του αληθινού Τριαδικού Θεού, του Σωτήρος Χριστού, της Εκκλησίας, των Χριστιανών είναι το κοινό στοιχείο νεοπαγανισμού και νεοσατανισμού, καθώς και το άθλιο και βρώμικο οπλοστάσιό τους. Απλή σύγκριση της «The Satanic Bible» του LaVey με τα γραπτά των νεοπαγανιστών αποδεικνύει ταυτότητα δοξασιών και απόψεων.

Κοινές είναι και οι περί ηθικής αντιλήψεις τους, οι μαγικές τελετουργίες τους, οι μαγικές τελετές καθαρμού και αποκήρυξης του αγίου Βαπτίσματος, οι εορτασμοί των ηλιοστασίων και ισημερινών, η αχαλίνωτη σεξουαλική ελευθερία, καθώς και ο σεξισμός στα τελετουργικά τους όργια. Κοινά είναι και τα σύμβολά τους, όπως το πεντάκτινο άστρο, το οποίο για τους Κέλτες παγανιστές αντιπροσωπεύει τη θεά Morrigan. Πάνω απ’ όλα κοινό στοιχείο είναι η απολυτοποίηση του εγωκεντρισμού και της επιβολής της ατομικής ή ομαδικής δύναμης και θέλησης καθώς και η εωσφορική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι θεός.

Η άμεση σχέση νεοπαγανισμού – νεοσατανισμού φαίνεται ξεκάθαρα από τα εξής αξιοπρόσεκτα στοιχεία: Το πρώτο είναι ο κοινός εορτασμός της ετήσιας σατανιστικής εορτής της Halloween, ή Samhain (Σαμέϊν) τη νύχτα της 31ης Οκτωβρίου προς 1η Νοεμβρίου, αρχαία παγανιστική δρυϊδική εορτή, όπως και άλλη αρχαία εορτή του Κέλτικου δρυϊδισμού Balefire (εορτή της φωτιάς). Το δεύτερο είναι πιο σημαντικό. Πολλές νεοπαγανιστικές ομάδες εορτάζουν την εορτή Baltane (Μπαλτέϊν) ή Walburgisnacht (Βαλμπούργειος Νύχτα), κατά την οποία, όπως πιστεύουν, «λύνονται όλες οι μαγικές δυνάμεις»[14]. Ελληνική αρχαιόθρησκη ομάδα επέλεξε (τυχαία;) να εξαγγείλει το καταστατικό της, να καθορίσει τους «ιερούς» της νόμους, και να συστήσει το τελετουργικό της κατά τη «Βαλμπούργειο νύχτα της 30ης Απριλίου, προς 1η Μαΐου 2005». Για όσους δε γνωρίζουν, «Βαλμπούργειος νύχτα» ή «Μπαλτέϊν» είναι η μεγαλύτερη σατανιστική εορτή, κατά την οποία εορτάζεται το φρικτό γεγονός της συστάσεως της «Σατανιστικής Εκκλησίας», κατά τη νύχτα της 30ης Απριλίου 1966 στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ από το διαβόητο Antony LaVey![15] Ιδού μικρό απόσπασμα από δημοσιευμένο κείμενο της ομάδας αυτής: «οι νόμοι περί καθαρότητος των ιερών ναών τίθενται τελετουργικώς εν ισχύ και θεωρούνται δημοσίως γνωστοί εκ της Βαλμπουργείου νυκτός του τρέχοντος έτους»![16]

Παραξενευόμαστε όταν διάφοροι νεοπαγανιστικοί κύκλοι αποκηρύσσουν με βδελυγμία τον συσχετισμό τους με τον σατανισμό, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να καταλογίζουν στο Χριστιανισμό την ευθύνη για την πίστη στην ύπαρξη του Σατανά. Μήπως αγνοούν τα παραπάνω στοιχεία; Πάντως, σύμφωνα με τον Μπωντλαίρ «Το ωραιότερο τέχνασμα του Σατανά είναι να μας πείθει ότι δεν υπάρχει»![17]

Δε χρειάζεται νομίζω μεγαλύτερη προσπάθεια να αποδείξουμε τη στενή σχέση νεοπαγανισμού και νεοσατανισμού. Ο σύγχρονος αποκρυφισμός έχει όνομα, καλείται «Νέα Εποχή»[18] . Το όραμά της είναι η εδραίωση της «Νέας Τάξης Πραγμάτων» σε όλο τον κόσμο, την οποία αποκαλούν οι «αρχαιολάτρες» «Παγκόσμια Συνεργασία Απόλυτα Αναγκαία»[19] και κάποιοι άλλοι «Παγκόσμια Δημοκρατία Ολυμπισμού»[20]. Απώτερος στόχος της είναι ο αφανισμός από προσώπου γης του Χριστιανισμού και η αντικατάστασή του με την (υπό δημιουργία) εφιαλτική και τερατώδη Πανθρησκεία, όπου στη θέση του Αληθινού Τριαδικού Θεού θα λατρεύεται ο Σατανάς, στα πρόσωπα των δαιμονικών παγανιστικών θεοτήτων!

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΔΙΑΛΟΓΟΣ»

Τεύχος 50, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007

Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2013

ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

ΕΙΔΩΛΑ  ΚΑΙ  ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ
ΣΤΟΥΣ  ΠΑΤΕΡΕΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
Πρωτοπρεσβτερος Θεδωρος Ζσης
Καθηγητ
ς Θεολογικς Σχολς Α.Π.Θ.

       Ἡ σχετικὴ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία πατερικὴ γραμμα­τεία εἶναι ἐκτενὴς καὶ πολὺ ἐνδιαφέρουσα. Κατὰ τὸ μέγιστο μέρος της ἢ σχεδὸν στὸ σύνολό της προέρχεται ἀπὸ τὴν γραφίδα κορυφαίων διδασκάλων καὶ θεολόγων, αὐτῶν ποὺ κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰώνας ἔθεσαν τὶς βάσεις τῆς θεολογίας καὶ διεμόρφωσαν τὴν ἁπλοϊ­κὴ πίστη τῶν Χριστιανῶν, «τὸ ἁπλοῦν σέβας», σὲ δόγματα, σὲ διδασκα­λία, ἄριστα διαρθρωμένη καὶ συγκροτημένη, μὲ τὸν Ἕλληνα λόγο, ὥστε νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ ὅλους, ἐγγραμμάτους καὶ ἀγράμμα­τους, ὑψηλὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἀπὸ παρερμηνεῖες καὶ καταδολιεύσεις τῶν ἀντιπάλων της. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὥστε κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο τῆς διαδόσεως καὶ θαυμαστῆς αὐξήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὴν σκληρὴ περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετὰ ταῦτα πρώτη περίοδο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνέσεως, νὰ ἐμφανισθοῦν ἄν­δρες κάτοχοι καὶ τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν μὲ ἐπιτυχὶα τὸ ἔργο τῆς ὑποστηρίξεως καὶ ὑπερασπίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μπροστὰ στὶς κακόβουλες καὶ ἐμπαθεῖς συκοφαν­τίες καὶ ἐπιθέσεις τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν λογίων τῆς παλαιᾶς θρησκείας τῶν εἰδώλων, τοῦ συνεχιζομένου μίσους τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διαβρώσεως ἀπὸ ποικίλες αἱρέσεις, ἰουδαΐζουσες ἢ ἑλληνίζουσες.
        Ἀναφερθήκαμε περιοριστικὰ στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, ὄχι διότι σ' αὐτοὺς περιορίζεται ἡ ἐμφάνιση Πατέρων, ἀφοῦ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πατρολογικὴ θέση Πατέρες καὶ Ἁγίους ἀναδεικνύουν ὅλες οἱ ἐποχές, ἀλλὰ διότι τὸ θέμα τῶν εἰδώλων, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, ἔπαυσε μετὰ ταῦτα στοὺς ἐπομένους δεκαπέντε αἰῶνες νὰ ἀπασχο­λεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία, λόγω τῆς παντελοῦς ἐπικρατήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἐθνισμοῦ νὰ ἐπι­βιώσει, ἔστω καὶ παραδειγματικὰ σὲ κάποιες περιοχές, σὲ κάποιες κοινότητες, ἐπαληθευθέντος πλήρως τοῦ χρησμοῦ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν:
Οκτι Φοβος χει καλβην,
ο
 μντιδα Δφνην
ο
 παγν λαλουσαν.
πσβετο κα λλον δωρ1.
       Ἠμποροῦμε κάλλιστα τὴν ὕπαρξη τῆς εἰδωλολατρίας γενικῶς νὰ τὴν περιορίσουμε μέχρι τοῦ τέλους τοῦ τετάρτου αἰῶνος, ἀφοῦ τὸ ἀπο­νενοημένο καὶ οὐτοπικὸ διάβημα τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ τὴν ἐπαναφέρει, μᾶλλον ἐπέσπευσε τὸ τέλος της, λόγω τῆς τυραννίας καὶ τῆς φυγαδεύσεως τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία εἶχε βρεῖ τὴν ἐσωτε­ρική της ἑνότητα καὶ εὐστάθεια κάτω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ ἰδιόρρυθμος χαρακτήρας τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὁ θολωμένος ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ μισαλλοδοξία νοῦς του δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν οὔτε στοιχειώδη πολιτικὴ εὐθυκρισία, ἀφοῦ ἐστράφη μὲ σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως τώρα δὲν ἦσαν μειονότητα, ὅπως κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ πλειονότητα μέσα σὲ ἕνα ἐκχρι­στιανισμένο ἀκόμη καὶ στοὺς θεσμοὺς καὶ στὴν ὀργάνωση κράτος. Τὶς ἀρνητικὲς αὐτὲς προϋποθέσεις τοῦ ἐγχειρήματος ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στοὺς δύο στηλιτευτικούς του λόγους μᾶς διαζωγραφεῖ ἄριστα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰουλια­νοῦ, τὸν ὁποῖο προσωπικὰ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ἀθήνα αὐτὸς καὶ ὁ Μ. Βασίλειος κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν τους. Εἶχε διαβλέψει τὴν κακὴ πορεία του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη, ἄτακτη καὶ νευρωτικὴ συμπεριφορά του, καὶ εἶχε πεῖ φωναχτὰ «οον κακν  Ρωμαων τρφει»2πόσο μεγάλο κακὸ τρέφει τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων. Θὰ ἦταν καλύτερα, γράφει, νὰ μὴν  ἐπαληθευθεῖ ἡ πρόβλεψή του παρὰ νὰ ἐμφανισθεῖ τέτοιο τέρας, ποὺ δὲν ἐμφανίσθηκε ποτὲ προηγουμένως, καὶ νὰ γεμίσει μὲ συμφορὲς τὴν οἰκουμένη. Ἦταν ὁ πρῶτος Χριστιανὸς ποὺ διενοήθη νὰ επαναστατήσει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
       Τὸ ἐγχείρημα πάντως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπέβη εὐεργετικὸ τελικὰ γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Οἱ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἐπέσυραν τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους καὶ τὴν κατακραυγή· πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς διῶκτες ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ κατεκρήμνισαν τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν, τῶν ὁποίων ἀντελήφθησαν τὴν ἀπάτη. «κα  χθς προσκυνητς σμερονβριστς»3Αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ μερικὰ ἄλλα εξη­γεῖ καὶ τὶς καταστροφὲς τῶν μνημείων ποὺ ἀποδίδουν μόνον στοὺς Χριστιανοὺς οἱ νεοπαγανιστές. Ὅταν πέσει μία τυραννία, οἱ λεηλα­σίες καὶ οἱ καταστροφὲς γίνονται καὶ ἀπὸ τοὺς πρώην προσκυνητές. Αὐτὲς μάλιστα ταιριάζουν περισσότερο στοὺς εἰδωλολάτρες, γιατὶ αὐτὸ τὸ ἦθος διδάσκονται ἀπὸ τοὺς πολεμοχαρεῖς καὶ ὀργίλους θεούς τους, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦνται ἀπὸ τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν πραότη­τα καὶ φιλανθρωπία τους, ὁ δὲ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μοναδικὸ καὶ ὕψιστο σημεῖο ἀγάπης, ἀνοχῆς καὶ ἀνεκτικότητας, θεωρεῖται στοιχεῖο αδυναμίας καὶ προκαλεῖ τὸν χλευασμό τους.
       Σὲ μερικὰ βέβαια μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ὅπου ὑπῆρχαν φιλοσοφι­κὲς σχολές, ὅπως ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ἀθήνα, ἐξακολούθη­σε νὰ προβάλλεται καὶ νὰ ἐνισχύεται καὶ κατὰ τὸν πέμπτο αἰώνα, χωρὶς πάντως ἐπίδραση στὸν λαό, ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Οἱ ἴδιοι ἄλλωστε οἱ φιλόσοφοι ἔπαιρναν ἀποστάσεις, ὑποκαθιστώντας τὴν εἰδωλολατρία μὲ τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ εἶχε καὶ θρησκευτικὸ χαρακτήρα. Ἤδη ὁ Θεοδώρητος στὸ ἔργο του«λληνικν θεραπευτικ παθημτων», ποὺ γράφτηκε τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ πέμπτου αἰῶνος (πρὸ τοῦ 423) διαπιστώνει ὅτι ἔχουν απομείνει πολὺ ὁλίγοι εἰδωλολάτρες· μοιάζουν σὰν τὸ κατακάθι ποὺ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὶς τρύπες τοῦ διυλιστῆρος λόγω παχύτητος, πρέπει ὅμως καὶ αὐτοὶ νἀ τύχουν τῆς ποιμαντικῆς φροντῖδος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ διαλυθεῖ ἡ θολούρα, ἡ ὁμίχλη ποὺ τοὺς περιβάλλει, γιὰ νὰ δοῦν τὴν λαμπρότητα τοῦ θεϊκοῦ φωτός: «Ε  γρ κα λγοι λαν εσν ο τ πθει δεδουλωμνοικα οκασιν ποστθμη τινπαχεατν το διυλιστρος ο διικνουμνη πρων δι παχτηταλλον οκ μελητονατνοδ παροπτον φθειρομνους π το πθουςλλ πντα προν ξευρητονστετν πικειμνην ατος μχλην ποσκεδσαι κα το νοερο φωτς πιδεξαι τν αγλην»4.
       Καθ' ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ πέμπτου αἰῶνος οἱ φιλοσοφικὲς σχο­λές, συνδεδεμένες μὲ τὴν ἀρχαία θρησκεία, φυτοζωον κα παρακμζουν. Ἤδη ἀπὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δευτέρου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ἀπορροφήσει εὔκολα καὶ γρήγορα τὰ περισσότερα στελέχη τῆς Στοᾶς, τοῦ Νεοπυθαγορισμοῦ, τοῦ Περιπάτου, τῆς Ἀκαδημίας. Τὸν τέταρτο αἰώνα ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐπαγγελματίες ἐκλεκτικοὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχαν πλέον μέλη τῶν ὥς ἄνω σχολῶν. Ἐπέζησε ἐπὶ δύο ἀκόμη αἰῶνες ὁ Νεοπλατωνισμός, ποὺ ἐνδιαφερόταν νὰ συγκρατήσει ὄχι τόσο τὴν ἑλληνικὴ σκέψη ὅσο τὴν καταρρέουσα εἰδωλολατρία. Μετὰ ταῦτα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ἐμελετῶντο καὶ στὶς χριστια­νικὲς σχολὲς ὄχι ὡς ζωντανὸς λόγος, ἀλλὰ ἀπὸ ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὡς ἀντικείμενο σπουδῆς. Τὸ κλείσιμο τῆς φιλοσοφικῆς νεοπλα­τωνικῆς σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὸ 529 ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ποὺ κρίνε­ται συχνὰ ὡς ἐχθρικὴ ἐνέργεια τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τοῦ Ἑλληνι­σμοῦ, δὲν ἔχει τὴν σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδεταιἤδη, ὅπως ἐλέχθη, οἱ σχολὲς αὐτοῦ τοῦ εἶδους εἶχαν ἀρχίσει νὰ φυτοζωοῦν καὶ θὰ ἔκλειναν μόνες τους, χωρὶς ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση. Ἡ φιλοσοφία ἐξακολούθη­σε νὰ διδάσκεται στὸ Βυζάντιο, ἀποκομμένη ἁπλῶς ἀπὸ τὸν παγανι­στικὸ ἱστό της. Ἔχει λεχθῆ προσφυῶς ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς δὲν ὑπέγρα­ψε τὴν θανατικὴ καταδίκη τῆς σχολῆς, ἀλλὰ τὴν ληξιαρχικὴ πράξη τοῦ φυσιολογικοῦ της θανάτου5.
       Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὅτι ἡ πατερικὴ γραμματεία ποὺ ἀναφέρεται στὰ εἴδωλα περιορίζεται στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, γιατὶ μετὰ ταῦτα ἔπαυσε καὶ στοιχειωδῶς νὰ ὑπάρχει ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων,  ποαπως ποδεχθηκεδν ντχει σ δσκολεςστορικς συνθκες, εἶναι ξένα πρὸς τὴ φύση της ὁ σταυρὸς καὶ τὸ μαρτύριο. κμζεισυνδεδεμνη μ τν δναμη τς ξουσαςμ τν νεσητ συμπσιατπανηγριαπως εναι κα τ θος τν θεν της. Ἡ γραμματεία αὐτὴ τῶν Πατέρων δὲν εἶναι ἐπιθετική, ἀλλὰ ἀμυντική· τὴν προκάλεσαν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ ἀστήρικτες καὶ συκοφαντικὲς κατηγο­ρίες ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ευαγγελίου εἰδωλολατρῶν λογίων, ὅπως ὁ Κέλσος, ὁ Ἱεροκλῆς καὶ ὁ Πορφύριος. Ὁ τελευταῖος μάλιστα, μαθητὴς τοῦ Πλωτίνου, ἀσκητικὸς ὅπως ὁ διδάσκαλός του, ἀλλὰ λιγώτερο ἀνεκτικὸς καὶ οἰκουμενικός, εἰσήγαγε στὸ νεοπλατωνικὸ σύστη­μα τοὺς ἀποθνήσκοντες θεοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος· μετέβαλε τὸν Νεοπλατωνισμὸ σὲ θρησκεία καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ ἀνακόψει τὴν θριαμβευτικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπεχείρησε μισὸ αἰώνα ἀργότερα μὲ δυναμικὰ μέσα ὁ Ἰουλιανός. Ἔχει ἐκφρασθῆ ἡ γνώμη ὅτι ἴσως ὁ Πορφύριος νὰ μὴν εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἔκρηξη τοῦ τελευ­ταίου τρομεροῦ ἀντιχριστιανικοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ τὸ 3036.
       Μπορεῖ ἔτσι κανεὶς εὔκολα νὰ διακρίνει τὴν γραμματεία αὐτὴ σὲ δύο περιόδους· στὴν γραμματεία τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν, ὅπου βασικῶς ἐντάσσονται τὰ μαρτυρολόγια, οἱ ἀπολογηταὶ συγγραφεῖς τοῦ δευτέρου αἰῶνος καὶ οἱ ἀλεξανδρινοὶ συγγραφεῖς Κλήμης καὶ Ὠριγένης. Στὴν δεύτερη μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν περίοδο, τοὺς ὁποίους ἀνανέωσε γιὰ λίγα χρόνια ὁ Ἰουλιανός, ἐντάσσονται σχε­τικὰ συγγράμματα μεγάλων Πατέρων καὶ διδασκάλων, ὅπως τοῦ Μ. Αθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ὡς καὶ ἡ ἔξοχη πραγματεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ποὺ μνημονεύσαμε. Οἱ μεγάλοι Γαζαῖοι φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι τοῦ ἕκτου αἰῶνος Αἰνείας ὁ Σοφιστής, Ζαχαρίας Σχολαστικὸς καὶ Προκόπιος Σοφιστής, τὰ ἀποδιδόμενα στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη συγγράμματα, ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς, ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἀπολογηταί, ἀσχολοῦνται μὲ τὸν φιλοσοφικὸ προβληματισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ Νεοπλατωνισμὸς καὶ ὄχι μὲ τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων. Μικρὸ κεφάλαιο, ὅπου συμπυκνωμένα ἀπορ­ρίπτεται ἡ πολυθεΐα, ἔχει περιλάβει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸ γνωστὸ δογματικό του ἔργο «κδοσις κριβς τς ρθοδξου πστεως» μὲ τίτλο «Ἀπόδειξις, ὅτι εἰς ἔστι Θεὸς καὶ οὐ πολλοί»7. Δέέκα αίῶνες μετὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸ οὐτοπικό του ὅραμα γιὰ τὴν ἀναβίωση τοῦ δωδεκαθέου ἐπανέλαβε ὁ γνωστὸς φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν διέθετε κρατικὴ ἐξου­σία γιὰ νὰ ἐπιβάλει μὲ διωγμοὺς τὴν ἀρχαία θρησκεία, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε, ἀφοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του «Νμων συγγραφ»προέβλεπε τὴν θανατικὴ ποινὴ γιὰ ὅσους θὰ ἠρνοῦντο νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Δὲν προ­κάλεσε πάντως μεγάλη γραμματειακὴ κίνηση καὶ ἀντιπαράθεση, ἐκτὸς τῶν σχετικῶν ἔργων τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου8. Γιὰ τὸν Πλήθωνα Γεμιστὸ ὑπάρχει εἰδικὴ εἰσήγηση, ὅπως ἐπίσης ὑπάρ­χουν εἰδικὲς εἰσηγήσεις γιὰ ὁρισμένα συγγράμματα τῆς παλαιᾶς γραμ­ματείας τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, ὅπως γιὰ τὰ μαρτυρολόγια, γιὰ τοὺς ἀπολογητὰς καὶ γιὰ τοὺς ἁγίους Γρηγόριο Θεολόγο καὶ Κύριλ­λο Ἀλεξανδρείας.
       Στὰ μαρτυρολόγια ποὺ ἔχουν διασωθῆ, ὅπου κατὰ κάποιο τρόπο διασώζονται τὰ πρακτικὰ τῆς δίκης τῶν μαρτύρων ἢ σχετικὲς διηγήήσεις καὶ περιγραφές, διατυπώνεται ἔξοχη ἐπιχειρηματολογία ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους μάρτυρες ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ προ­βάλλεται ἡ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
       Οἱ ἀπολογηταὶ τοῦ β' αἰῶνος, εἰδωλολάτρες φιλόσοφοι προηγουμένως, γνωρίζουν πολὺ καλὰ τὴν ἀρχαία γραμματεία, τὰ θετικὰ καὶ ἀρ­νητικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὑποχρεωμένοι νὰ ἀμυνθοῦν γιὰ ἀσύστατες κατηγορίες ἀναιροῦν ὅσα ἀποδίδονται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ συγχρόνως προβάλλουν τὰ αρνητικὰ στοιχεῖα ἰδιαίτερα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας καὶ εἰδωλολατρίας. Ἡ αὐστηρότητά τους ἔναντι τοῦ ἀρχαίου κόσμου ποικίλλει. εἶναι ὅμως κοινὴ καὶ ἀστασίαστη ἡ ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν εἰδωλολατρία, τνποα λλωστε πρριψαν σχεδν λοι ο ρχαοι σοφοτν ποων παραθτουν τςμαρτυρες. Συνέβαλαν πάντως πολὺ στὴν ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ κῦρος τῶν ὡς φιλοσόφων καὶ μὲ τὸν ἐντοπισμὸ θετικῶν στοιχείων στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Τοῦ ἀπολογητοῦ Ἀριστείδη τοῦ Ἀθηναίου σώζεται ἡ «πολογα»9 ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ μὲ ἐνδιαφέρουσες ἐκτι­μήσεις γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τοὺς διακρίνει σὲ τρεῖς ὁμάδες, στοὺς Χαλδαίους, στοὺς Ἕλληνες καὶ στοὺς Αἰγυπτίους. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς στὶς δύο «πολογες» του10, ποὺ τὶς ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Ἀντωνῖνο τὸν Εὐσεβῆ καὶ Μάρκο Αὐρήλιο, ἀναφέρεται σὺν τοῖς ἄλλοις στὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῆς εἰδωλολατρίας. Μὲ τὴν θεωρία του γιὰ τὸν σπερματικὸ λόγο καὶ τὴν θετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Πλάτωνος, ἐνίσχυσε τὴν προσέγγιση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπάρχουν καὶ ἀπολεσθέντα συγγράμματά του ἀπευθυνόμενα «Πρὸς Ἕλληνας». Ἐνδιαφέροντα εἶναι καὶ ἀρκετὰ ψευδοϊουστίνια κείμενα τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν ὁλίγα χρόνια μετὰ τὸν Ἰουστῖνο ἢ ἀργότερα ἀπὸ ἀπολογητὰς ποὺ ἐκράτησαν τὴν ἀνωνυμία τους μὲ χαρακτηριστικοὺς τίτλους: «Λγοςπρς λληνας»11«Λγος παραινετικς πρς λληνας»12, «ρωτσεις χριστιανικα πρςλληνας»13, «ρωτσεις λληνικα πρς Χριστιανος»14 κ.ά. Ὁ Ἀθηναγόρας στὸ ἔργο του «Πρεσβεα περ Χριστιανν»15ποὺ τὸ ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Μάρκο Αὐρήλιο καὶ Κόμμοδο, ἀναιρεῖ τὶς τρεῖς βασικὲς κατηγορίες ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν γιὰ ἀθεότητα, ἀνηθικότητα καὶ ἀνθρωπο­φαγία, τὶς ὁποῖες ἐπιστρέφει ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας στὸ ἔργο του «Πρς Ατλυκον»16 παρουσιάζει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὴν μόνη ἀσφαλὴ ὁδὸ πρὸς τὴν θεογνωσία, παραβάλλει τοὺς ψευδεῖς θεοὺς τῶν εἰδώλων μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομα Χριστιανός, τὸ ὁποῖο ἐχλεύαζαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Τατιανὸς στὸ ἔργο του «Λγος πρς λληνας»17 εἶναι αὐστηρὸς ἀπέναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικῶς. συγκρίνει τὴν ἀλήθεια τῆς χριστια­νικῆς πίστεως μὲ τὶς δοξασὶες καὶ τὸν βίο τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ προ­βάλλει τὴν ἀρχαιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῶν φιλοσοφικῶν διδαγμάτων, θεωρώντας τὴν Π. Διαθήκη ὡς χριστιανικὴ βίβλο, ὅπως πράγματι εἶναι. Ἡ «ΠρςΔιγνητον»18 ἐπιστολὴ ἔχει ἐλάχιστα στοι­χεῖα γιὰ τὰ εἴδωλα. Τὸ σκληρότερο καὶ αὐστηρότερο κείμενο γιὰ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ γιὰ τὴν εἰδωλολατρία εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἑρμεία μὲ τίτλο «Διασυρμς τν ξω φιλοσφων»19Τοῦ ἀπολογητοῦ Κοδράτου20 τὸ σχετικὸ ἔργο μνημονεύεται, ἀλλὰ δὲν σώζεται.
       Οἱ δύο μεγάλοι Ἀλεξανδρινοὶ Θεολόγοι Κλήμης καὶ Ὠριγένης ἐνι­σχύουν τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ἀκολουθώντας τοὺς ἀπολογητὰς Ἰουστῖνο καὶ Ἀθηναγόρα καὶ προοδοποιώντας τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν θεολόγων καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἶναι ὅμως αὐστηροὶ καὶ ἀπόλυτοι στὴν ἀπόρριψη τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Τὸ σχετικὸ ὑλικὸ ὁ Κλήμης τὸ ἔχει συγκεν­τρώσει στὸ ἔργο του «Προτρεπτικς πρςλληνας»21ὅπου ἐλέγχει τὴν ἀσέβεια καὶ τὸν βίο τῶν Ἐθνικῶν προβάλλοντας ἀντίστοιχα τὴν θεοσέβεια καὶ τὸ ἦθος τῶν Χριστιανῶν, μὲ ἐντυπωσιακὸ πλοῦτο παρα­θέσεων ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία. Σχετικὸ ὑλικὸ ὑπάρχει καὶ στὸ ἔργο του «Στρωματες»22Στὸν Κλήμεντα ὀφείλουμε τὴν βασικὴ θέση γιὰ τὴν ἑνιαία πορεία, σὲ διαφορετικοὺς δρόμους, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν Χριστό. ἡ φιλοσοφία παιδαγωγοῦσε τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό, ὅπως ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν πολυποίκιλων συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη σώζεται καὶ τὸ ἔργο «Κατ Κλσου»23Σ' αυτὸ ἀναιρεῖ ὁ με­γάλος θεολόγος τὸ πολεμικὸ ἔργο ποὺ ἔγραψε ὁ εἰδωλολάτρης λόγιος Κέλσος μὲ τίτλο «Ἀληθὴς Λόγος» ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, στὸ ὁποῖο θέλει νὰ ἀποκρούσει τὴν ἄποψη τοῦ Ἰουστίνου καὶ τῶν ἀπο­λογητῶνπερὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς θείου Λόγου καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀληθὴς λόγος εἶναι ὁ ἰδικός του, ὁ φιλοσοφικός. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναίρεση τῶν θέσεων τοῦ Κέλσου τὸ ἔργο θεωρεῖται σημαντικό, γιατὶ μᾶς διέσωσε τὸ κείμενο τοῦ «Λόγου Ἀληθοῦς», τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας.διαφορετικὰ δὲν θὰ τὸ γνωρίζαμε, ἀφοῦ δὲν σώθηκε σὲ ἄλλες ἐκδόσεις. Ὁ «Λόγος Ἀληθὴς» τοῦ Κέλσου εἶναι τὸ πρῶτο συστηματι­κὸ ἀντιχριστιανικὸ ἔργο ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἐθνισμοῦ, γι' αυτὸ καὶ ὁ Ὠριγένης αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναιρέσει, χαρίζοντας στὸν Χριστιανισμὸ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἀπολογητικὰ ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
       Τὴν μετὰ τοὺς διωγμοὺς δεύτερη περίοδο τῆς ἀντιειδωλολατρικῆς γραμματείας ἐγκαινιάζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος μὲ τὸ ἔργο του «Κατ λλνων» ἢ «Κατ εδλων»24 σύμφωνα μὲ ἄλλη γραφή. Ξαναδιαβάσα­με τὸ ἔργο αὐτὸ αὐτὲς τὶς ἡμέρες καὶ ἐντυπωσιασθήκαμε ἀπὸ τὴν κα­θαρότητα τῆς σκέψης, τὴν συστηματικότητα τῆς ἀνάπτυξης, τὴν δύύναμη τῶν ἐπιχειρημάτων, τὴν θεολογικὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τοῦ νεαροῦ θεολόγου καὶ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ ἔγραφε πρὸ τῆς ἀρειανικῆς ἔριδος (πρὸ τοῦ 318), βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν. Ἀνήκει στὰ καλύτερα ἢ ἴσως εἶναι τὸ καλύτερο σχετικὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχαιότητος, ἀφοῦ τὰ ἐπίσης ἄριστα ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ἔχουν διαφορετικὴ δομὴ καὶ σύνθεση, πολύτι­μα πάντως καὶ αὐτά, ἐφάμιλλα καὶ ἰσάξια. Περιγράφει κατ' ἀρχὴν πῶς ἔφθασε τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν εἰδωλολατρία, ποὺ θεωρεῖται προϊὸν καὶ συνήγορος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐλέγχει κατόπιν τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τῶν θεῶν ποὺ ἐπηρεάζουν καὶ τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, στηριζόμενος σὲ ὅσα οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ λογογράφοι παραδίδουν. Εἶναι αὐστηρὸς ἀλλά ἀληθινὸς ὁ ἰσχυρισμός του κατὰ τὸν ὁποῖο,«ε γρ τις τν παραυτοςλεγομνων θεν λβοι τς πρξειςερσει μ μνον οκ εναι ατος θεοςλλ κα τνν­θρπων τος ασχστους γεγοντας»25 Στὴ συνέχεια δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς «νελν τν τνθνν  εδλων θετητα»26 μὲ τὴν πολλαχοῦ τῆς Π. Διαθήκης ἀπόρριψη καὶ καταδίκη της, δὲν ἄφησε τὸ ἀνθρώπι­νο γένος νὰ φέρεται ἄμοιρο τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Σ' αὐτὴν ὁδη­γοῦν μὲ ἀσφάλεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἔχει μέσα της καὶ ὄχι ἔξω ἢ μακρυὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ,ἀλλὰ καὶ ὁ θαυμαστὸς κόσμος τῆς δημιουργίας, ἡ παναρμόνια κτίση, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει καμμία πρόφαση καὶ δικαιολογία γιὰ τοὺς εἰδω­λολάτρες, διότι καὶ γι' αὐτοὺς ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή τους καὶ ἔξω στὸν κόσμο τῆς δημιουργίας  ὁ δρόμος τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
   Πρὶν ἀναφερθοῦμε στοὺς τρεῖς Καππαδόκες θεολόγους, ποὺ συνε­χίζουν τὴν παράδοση τῶν Ἀλεξανδρινῶν, πρέπει νὰ μνημονεύσουμε τὸν πολυμαθὴ ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας, στενὸ φίλο καὶ σύμβουλο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, στὸν ὁποῖο (Μ. Κωνσταν­τῖνο) ὀφείλεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ σταυροῦ ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τὸ θείας ὄντως ἐμπνεύσεως καὶ παρακινήσεως ἀπο­στολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἄλλαξε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἐδημιούργησε τὴν ἀληθινή, τὴν χριστιανικὴ Νέα Ἐποχή, τὴν χριστιανικὴ οἰκουμένη, τὴν ὁποία τώρα προσπαθοῦν νὰ παραμε­ρίσουν ἄλλες δυνάμεις μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦ Ἀντίχριστου, στὴν ὁποία ὑπάγονται καὶ οἱ θορυβώδεις σύλλογοι καὶ κινήσεις τῶν πάσης φύσεως νεοειδωλολατρῶν. Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀπέχθειά τους ἐναντίον τοῦ μεγάλου ἁγίου βασιλέως καὶ ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς βασιλεῖς ὑπέταξε τὴν βασιλικὴ ἀλουργίδα, τὸ κράτος, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκανε πραγματικότητα τὴν ἐπὶ γῆς βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν βυζαντινὴ χιλιετία. Μία σοβαρὴ παράλειψη τοῦ συνεδρίου μας είναι ὅτι ἀπουσιάζει μία σχετικὴ εἰσήγηση γιὰ τὸ κοσμοϊστορικὸ ἔργο τῶν ἁγίων θεοστέπτων καὶ ἰσαποστόλων βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
       Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας λοιπὸν ἑτοίμασε περὶ τὸ 303 ὀγκῶδες σύγγραμμα «ΚατΠορφυρου»ἀποτελούμενο ἀπό 25 βιβλία, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες τοῦ ἐθνικοῦ λογίου. Δυσ­τυχῶς τὸ ἔργο χάθηκε, ὅπως χάθηκε καὶ τὸ ἔργο τοῦ Πορφυρίου, καὶ ἐλάχιστα μόνο παραθέματα σώζονται στὰ κείμενα τοῦ Ἱερωνύμου. Μὲ ἄλλο ἔργο τοῦ ἀπάντησε ἐπίσης στὸν Ἱεροκλῆ, ἔπαρχο τῆς Βι­θυνίας κατὰ τὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ 303, ὁ ὁποῖος μιμούμενος τὸν «Λόγο Ἀληθὴ» τοῦ Κέλσου συνέταξε ἔργο μὲ τίτλο «Λόγος Φιλαλήθης», ὅπου προέβαλλε κυρίως τὸν Ἀπολλώνιο Τυανέα στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐσέβιος ἀπήντησε μὲ τὸ μικρὸ δοκίμιό του «Πρς τ το εροκλους ες πολλνιον τνΤυανα»27Σὲ ἀπολεσθὲν ἐπίσης ἔργο του μὲ τίτλο «λεγχος κα πολογα»ποὺ ὑπενθυμίζει πα­λαιότερο ἔργο τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, ἀνεσκεύαζε κατηγορίες ἐθνικῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἀπολο­γητικὸ ἔργο του εἶναι ἡ διλογία θὰ λέγαμε ποὺ φέρει τοὺς τίτλους «Εαγγελικ Προπαρασκευ»28 καὶ «Εαγγελικ πδειξις»29Στὸ πρῶτο ἐξετάζονται ὅλα τὰ τῆς πολυθεΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ προ­βάλλεται ἡ ἀρχαιότης καὶ ἡ ἀνωτερότης τῆς θρησκείας τῆς Π. Δια­θήκης, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὀρθῶς οἱ Ἕλληνες ἐγκα­τέλειψαν τὴν πολυθεΐα καὶ ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστιανισμό. Ἀπάντηση στὶς κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ κατηγορίες δίνει ὁ Εὐσέβιος χρησιμοποιώντας τοὺς ἴδιους τοὺς φιλοσόφους τῆς ἕλληνικῆς ἀρχαιότη­τος. Τὸ δεύτερο βιβλίο, ἡ «Εαγγελικπδειξις»ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔχει ὅμως σχέση καὶ μὲ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τὴν ἀπαντώμενη σ' αὐτοὺς ὑποτίμηση τῆς Π. Διαθήκης, ἡ ὁποία καὶ σήμερα ἔντονα ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς νεοειδωλολάτρες. Ὁ Εὐσέβιος ὑπο­στηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐντάσσονται στὸν Ἰουδαϊσμό, ἀλλὰ στὴν θρησκεία τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν προφητῶν, ὅπου φωτίζεται καὶ προαναγγέλλεται τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
       Τοῦ Μ. Βασιλείου τὸ πιὸ γνωστὸ ἔργο εἶναι ὁ «Λγος πρς τος νους πως ν ξλληνικν φελοντο λγων»30ὅπου συνιστᾶ ἐπι­λεκτικὴ χρήση τῆς ἀρχαίας γραμματείας καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀπόρρι­ψη τῶν ὅσων παρουσιάζει περὶ τῶν θεῶν. Σημαντικὲς ἀναφορὲς στὰ εἴδωλα ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλα του ἔργα. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεο­λόγου ὑπάρχουν οἱ δύο «Στηλιτευτικο λγοι κατ ουλιανο βασιλως»31στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὁ «Λγος Κατηχητικς Μγας»32 συχνὰ ἀναφέρεται μὲ ἀπολογητι­κὴ τάση στὶς δοξασίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων. Τὸ μικρὸ ἔργο του ἐπίσης «Πρς λληναςκ τν κοινν ννοιν»33 ἀποσκοπεῖ νὰ δείξει ὅτι ἡ περὶ Ἁγίας Τριάδος χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν καταλήγει σὲ πολυθεΐα, ποὺ εἶναι ἀσέβεια. Καὶ εἰς ἄλλα ἔργα τοῦ ὑπάρ­χουν σχετικὲς ἀναφορές. Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου σχετικὲς εἶναι οἱ ἀπολογητικὲς πραγματεῖες «Κατ ουδαων κα λλνων»34 καὶ«Ες Βαβλαν κατ ουλιανο καλλνων»35ἐνῶ σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν καὶ εἰς ἄλλα ἔργα. Τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλε­ξανδρείας ὑπάρχει τὸ ἔργο «πρ τς τν Χριστιανν εαγος θρη­σκεας πρς τ το νθοις ουλιανο»36γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκουσθεῖ εἰδικὴ εἰσήγηση. Ὁ Θεοδώρητος τέλος, ὅπως ἤδη μνημονεύσαμε, συν­έγραψε τὸ ἔργο «λληνικν παθημτων θεραπευτικ»37ποὺ θεω­ρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ ἴσως τὸ καλύτερο ἀπολογητικὸ ἔργο τῆς ἀρχαιότητος, μολονότι ἐμεῖς θεωροῦμε τὴν ἐκτίμηση αὐτὴ ὅτι ται­ριάζει περισσότερο στὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Κατ λλνων» ἢ «Κατ εδλων». μακάρι νὰ μὴν εἶχε ἐπιβληθῆ ἡ συνταγματική του ἀλλαγή, ὥστε οἱ μὲν Χριστιανοὶ νὰ ἦσαν ἀπηλλαγμένοι τῶν ἐνοχλήσεων, τὸ δὲ κράτος ἀπηλλαγμένο τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ νὰ ζῆ μέσα στὴν παλαιὰ εὐδαιμονία καὶ ἑνότητα.
Επλογος
        Σ' αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔργο ἐκτιμᾶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ἡ θεοσέβεια καὶ ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται τόσο πολὺ τὴν διδασκα­λία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἀποκτᾶται μόνη της. Τὴν εὑρίσκει κανεὶς καὶ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, μὲ τὰ ὁποῖα καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι οὔτε εὐτελὴς οὔτε παράλογη, ὅπως χλευαστικὰ ἰσχυρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες, στρεφόμενοι ἰδιαίτερα μὲ μεγάλη πώρωση καὶ ἀναισθησία ἐναντίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς ἡ χλεύη αὐτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀπὸ τοὺς ποικίλους κύκλους τῶν νεοειδωλολατρῶν. Στὰ σχετικὰ συγγράμματά τους οἱ Πατέρες ἐλέγχουν τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν προκατάληψή τους, ὥστε νὰ μὴ κλονισθεῖ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ὅσοι ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων ἢ νὰ ἐπιστρέψουν ὅσοι καὶ στὶς ἡμέρες μας παρασύρον­ται ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τὴν μόδα τῆς πολυθεΐας καὶ πολυπολιτισμικότητας. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἀνοησία καὶ παραφροσύνη, γιατὶ ἀντὶ τοῦ κτίστη θεοποιεῖ τὰ κτίσματα, καὶ ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν καὶ σὲ πάθη ἀτιμίας, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεόπνευστα διεκήρυξε στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς «Πρς Ρωμαους» ἐπιστολῆς. Ὁ Ἀντίχριστος ἐπιχειρεῖ, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀκυρώσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.


  • 1. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σνοψις στορινΡG 121, 580Β.
  • 2. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατ ουλιανο βασιλως στηλιτευτικς δετερος 24, ΡG 35, 693Α. ΒΕΠΕΣ 58, 344. ΕΠΕ 3, 216.
  • 3. Αὐτόθι, 37, ΡG 35, 713Α. ΒΕΠΕΣ 58, 352. ΕΠΕ 3, 242.
  • 4. Θεοδωρήτου Κύρου, λληνικν θεραπευτικ παθημτωντοι εαγγε­λικς ληθεας ξλληνικς φιλοσοφας πγνωσιςΡG 83,789D-792Α.
  • 5. Π. Χρήστου, λληνικ Πατρολογατόμ. Ε', Θεσσαλονίκη 1992, σ. 61.
  • 6. Π. Χρήστου, λληνικ Πατρολογατόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1976, σ. 65.
  • 7. Ἰωάννου Δαμάσκηνου, κδοσις κριβς τς ρθοδξου πστεωςκεφ. Ε', Ἀπόδειξις ὅτι εἵς ἐστι θεὸς καὶ οὐ πολλοί, ΡG 94, 800-801. ΕΠΕ 1, 70-72.
  • 8. Γεννάδιου Σχολάριου, Κατ τν Πλθωνος ποριν πριστοτλεικα κατ λλνων,τοι πολυθωνΓενναδίου τοῦ Σχολαρίου ἄπαντα τἀ εὐρισκόμενα, ἐκδ. L. Petit, τόμ. 4, σσ. 1-116. Περ το νς ν Τριδι Θεο μν κα πντων τν ντων δημιουργοκακατ θων τοι ατοματιστν κα κατ πολυθων, L. Ρetit, τόμ. 4, σσ. 172-189. Στὰ πλαίσια τῆς πολεμικῆς τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου κατὰ τοῦ Πλήθωνος εἶναι ἐκδεδομένες καὶ οἱ κάτωθι ἐπιστολές: 1. Τ φσου Γε­ργιοςL. Petit, τόμ. 4, σσ. 116-118. 2. ΠρςΠλθωνα π τ πρς τ πρ Λατνων βιβλον ατο παντσει  κατ λλνωνL. Petit, τόμ. 4, σσ. 118-151. 3. Τ βασιλσση περ το βιβλου το ΓεμιστοL. Petit, τόμ. 4, σσ. 151-155. 4. Περ το βιβλου το Γεμιστοκα κατ τς λληνικς πολυθεαςL. Petit, τόμ. 4, σσ. 155-172. Σχετικῶς βλ. Θεοδώρου Ζήση, Γεννδιος ΒΣχολριοςΒος -Συγγρμματα - ΔιδασκαλαΘεσσαλονίκη 1988, σ. 221 ε., 298 ε.
  • 9. Ἀριστείδου, πολογαΒΕΠΕΣ 3, 133-153.
  • 10. Ἰουστίνου, πολογα πρτη πρ χριστιανν πρς ντωννον τν εσεβΡG 6,328-440. ΒΕΠΕΣ 3, 162-199. ΕΠΕ 1, 74-197. πολογα δευτρα  πρ χριστιανν πρς τνΡωμαων ΣγκλητονΡG 6,441-469. ΒΕΠΕΣ 3, 200-208. ΕΠΕ 1,200-229.
  • 11. Λγος πρς λληναςΡG 6,229-240. ΒΕΠΕΣ 4, 11-13.
  • 12. Λγος παραινετικς πρς λληνας, ΡG 6,241-312. ΒΕΠΕΣ 4,14-43.
  • 13. ρωτσεις χριστιανικα πρς τος λληναςΡG 6, 1401-1464. ΒΕΠΕΣ 4, 146-175.
  • 14. ρωτσεις λληνικα πρς τος ΧριστιανοςΡG 6, 1464-1489. ΒΕΠΕΣ 4, 176-188.
  • 15. Ἀθηναγόρου, Πρεσβεα περ ΧριστιαννΡG 6,889-972. ΒΕΠΕΣ 4,282-310. ΕΠΕ 2, 124-227.
  • 16. Θεόφιλου Ἀντιόχειας, Πρς ΑτλυκονΡG 6,1024-1168. ΒΕΠΕΣ 5,13-68. ΕΠΕ 2, 324-515.
  • 17. Τατιανοῦ, Λγος πρς λληναςΡG 6,804-888. ΒΕΠΕΣ 4,242-267. ΕΠΕ 2, 28-103.
  • 18. Πρς ΔιγνητονΡG 2, 1168-1185. ΒΕΠΕΣ 2, 251-257. ΕΠΕ 2, 530-557.
  • 19. Ἑρμείου, Διασυρμς τν ξω φιλοσφωνΡG 6,1169-1180. ΒΕΠΕΣ 5,73-77.
  • 20. Κοδράτου, Περικοπα τς πρ τν χριστιανν πολογαςΡG 5,1265.
  • 21. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Λγος προτρεπτικς πρς λληναςΡG 8, 49-245. ΒΕΠΕΣ 7, 17-79.
  • 22. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, ΣτρωματεςΡG 8,685-1381 και ΡG 9,9-601. ΒΕΠΕΣ 7, 234-361 και ΒΕΠΕΣ 8, 11-316.
  • 23. Ὠριγένους, Κατ ΚλσουΡG 11,641-1632. ΒΕΠΕΣ 9,68-305 και ΒΕΠΕΣ 10, 11-231.
  • 24. Ἀθανασίου Μεγάλου, Κατ λλνων ἢ Κατ εδλωνΡG 25, 4-96. ΒΕΠΕΣ 30, 31-73. ΕΠΕ 1, 72-225.
  • 25. Αὐτόθι, ΡG 25.25Α. ΒΕΠΕΣ 30, 41. ΕΠΕ 1, 110-112.
  • 26. Αὐτόθι, ΡG 25,92Α. ΒΕΠΕΣ 30, 71. ΕΠΕ 1, 218.
  • 27. Εὐσεβίου Καισαρείας, Πρς τ το Φιλοστρτου ες πολλνιον τν Τυανα δι τνεροκλε παραληφθεσαν ατο τε κα το Χριστο σγκρισινΡG 22,796-868. ΒΕΠΕΣ 28, 109-133.
  • 28. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εαγγελικ ΠροπαρασκευΡG 21,21-1408. ΒΕΠΕΣ 25, 11-397 και ΒΕΠΕΣ 26, 11-281.
  • 29. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εαγγελικ πδειξιςΡG 22,13-789. ΒΕΠΕΣ 27, 11-356 και ΒΕΠΕΣ 28, 11-92.
  • 30. Βασίλειου Μεγάλου, Λγος πρς τος νους πως ν ξ λληνικν φε­λοντολγωνΡG 31, 564-589. ΒΕΠΕΣ 54, 199-211. ΕΠΕ 7, 316-359.
  • 31. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατ ουλιανο βασιλως στηλιτευτικς πρτοςΡG 35, 532-664. ΒΕΠΕΣ 58, 288-334. ΕΠΕ 3, 18-181. Κατ ουλιανο βασιλως στηλιτευτικςδετεροςΡG 35,664-720. ΒΕΠΕΣ 58, 335-354. ΕΠΕ 3, 182-249.
  • 32. Γρηγορίου Νύσσης, Λγος Κατηχητικς  ΜγαςΡG 45,9-105. ΕΠΕ 1, 386-543.
  • 33. Γρηγορίου Νύσσης, Πρς λληνας κ τν κοινν ννοινΡG 45, 175-185.
  • 34. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρς τ ουδαους κα λληνας πδειξιςτι στι Θες Χριστςκ τν παρ τος προφταις πολλαχο περ ατο ερημνωνΡG 48, 813-838. ΕΠΕ 34, 12-95.
  • 35. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λγος ες τν μακριον Βαβλαν κα κατ ου­λιανοκαπρς λληναςΡG 50, 533-572. ΕΠΕ 34, 416-541.
  • 36. Κυρίλλου Ἀλεξάνδρειας, πρ τς τν χριστιανν εαγος θρησκεας πρς τ το νθοις ουλιανο ΡG 76, 1057-1064.
  • 37. Θεοδώρητου Κύρου, λληνικν θεραπευτικ παθημτωντοι εαγγε­λικς ληθεαςξ λληνικς φιλοσοφας πγνωσιςΡG 83,784-1152.

ΠΗΓΗ: Περιοδικὸν Θεοδρομία
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ  
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ  2004

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΣ του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου


ΒΑΘΥΤΕΡΟΙ  ΛΟΓΟΙ  ΥΠΟΤΙΜΗΣΗΣ
ΤΗΣ  ΠΑΛΑΙΑΣ  ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ:
ΠΑΛΑΙΑ  ΔΙΑΘΗΚΗ  ΚΑΙ  ΑΡΧΑΙΟΛΑΤΡΕΣ
του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου
Ιεροκήρυκα Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης
Εντεταλμένου επί θεμάτων αιρέσεων

Επεξεργασμένο κείμενο ομιλίας σε δύο μέρη που δόθηκαν στις Ιερατικές συνάξεις
 της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης κατά την περίοδο Μαρτίου - Μαΐου 2004.


Η Παλαιά Διαθήκη υποτιμάται και από χριστιανούς και από μη χριστιανούς. Το λάθος βρίσκεται στο ότι την ερμηνεύουμε ιστορικά και ηθικά και όχι θεολογικά με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση και σκανδαλισμός. Την υποτιμούμε λοιπόν διότι:
Δεν βλέπουμε σ' αυτήν τον άσαρκο -ακόμη- Ιησού Χριστό.
Η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ένα βιβλίο πού λέει την Ιστορία των Εβραίων, αλλά ένα Ιερότατο βιβλίο πού μιλάει για τον Ιησού Χριστό. Παρουσιάζει τον Χριστό, έχει θεοφάνειές Του, μιλάει για δικαίους, πατριάρχες, προφήτες, πού είχαν θεοπτίες του Ιησού Χριστού, του δευτέρου εκ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και αναφέρει τις θεοπτίες τους αυτές. Το να την παρουσιάζουμε να μας μιλάει για ένα Θεό οργισμένο και κεραυνοβολούντα είναι αιρετική απόκλιση μάλιστα γνωστική, μαρκιωνιστική ακριβέστερα, διότι κυρίως οι γνωστικοί μιλούσαν για καλό και κακό Θεό.
Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν είναι βιβλίο δράσεως του Ιησού Χριστού πριν ακόμη σαρκωθεί, ο Όποιος εμφανιζόταν μεταξύ των ανθρώπων ως άσαρκος Υιός του Θεού, σαν να βιαζόταν να λάβει σάρκα και να μας συναντήσει. Καταχρηστικώς βέβαια μιλάμε για Ιησού Χριστό πριν τη σάρκωση Του γιατί «ότε γέγονεν σαρξ ο Λόγος, τότε και ωνομάσθαι λέγομεν αυτόν Χριστόν Ιησούν»10. Στην Παλαιά Διαθήκη εμφανίζεται με την έκφραση «ο άγγελος του Κυρίου» (MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ στο εβραϊκό) ένα μυστηριώδες πρόσωπο, το οποίο παρουσιάζεται ως Θεός και ονομάζεται ενίοτε ρητώς «Γιαχβέ».
Στην παλαιά μελέτη του με τίτλο «MAL’ ΑΚ-JΑΗVΕ», ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας έχοντας υπόψη βασικά πατερικά κείμενα, αποδεικνύει ότι ο εμφανιζόμενος ως άγγελος Κυρίου είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Πατρός11. Αυτός στο (Ήσ. 9,6) ονομάζεται «μεγάλης βουλής άγγελος», στο δε (Μαλ. 3,1) χαρακτηρίζεται ως ο «άγγελος της διαθήκης». «Άγγελος» επειδή μας ανήγγειλε την «πατρικήν βουλήν κατά την αυτού φωνήν» λέει ο Θεοδώρητος12.
Πρόκειται περί προσώπου της Θεότητας αφού το πρόσωπο αυτό ονομάζεται «Γιαχβέ». Ας δούμε το (Γεν. 22,11-12). Ο άγγελος του Κυρίου λέει στον Αβραάμ: «Αβραάμ, ... νυν έγνων ότι φόβη συ τον Θεόν και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι' εμέ». Δηλαδή εδώ ο άγγελος και διακρίνεται από το Θεό αλλά και ταυτίζεται. Μία η ουσία, διαφορετικές οι υποστάσεις. Ο Αβραάμ εδώ λοιπόν είχε θεοπτία! Είδε τον άσαρκο -ακόμη- Υιό του Θεού! Γι' αυτό και ο Κύριος είπε σχετικά μ' αυτό το γεγονός: «Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και εΐδε και εχάρη»! (Ιωάν. 8,56).
Ο Ιακώβ όταν ετοιμάζεται να φύγει από τη Μεσοποταμία είπε: «είπε μοι ο άγγελος του Θεού καθ' ύπνον, εγώ ειμί ο Θεός, ο οφθείς σοι εν τόπω Θεού». (Γεν.31,11).
Άλλη θεοφάνεια του αγγέλου του Κυρίου έχουμε στο (Εξ. 3,2-21) οπού ο Μωυσής βρίσκεται ενώπιον της φλεγόμενης και μη καιομένης βάτου: «Ώφθη δε αυτώ άγγελος Κυρίου εν πυρί φλογός και είπεν: εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου...». Άλλες θεοφάνειες βλ. Ίησ. Ν. 5,13-15, Κριτ. 2,1-5.
Άλλα ενώ οι άγιοι Πατέρες μας ομόφωνα συμφωνούν ότι ο άγγελος του Κυρίου πού εμφανίζεται είναι ο άκτιστος Λόγος του Θεού -άσαρκος- ο Ιερός Αυγουστίνος ερμηνεύει λανθασμένα ότι πρόκειται για κτιστό άγγελο. Το λάθος του είναι ότι δεν έκανε διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό κι επομένως αν ο άγγελος ήταν άκτιστος, αυτό θα σήμαινε για τον Ι. Αυγουστίνο φανέρωση της θείας ουσίας, όπερ άτοπον. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί τη βάση της θεολογίας των φραγκολατίνων με συνακόλουθη υποτίμηση της Παλαιάς Διαθήκης, αφού αυτή πια ερμηνεύεται ηθικολογικά.
Εμείς οι Ορθόδοξοι την ερμηνεύουμε θεολογικά - χριστολογικά. Λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «Α περί του Πατρός Μωυσής λέγει, Παύλος εις τον Υιόν εκλαμβάνει, πολλήν την ισότητα δεικνύς»13.
Η Παλαιά Διαθήκη στα α' και β' κεφάλαια της Γένεσης μιλάει για το Χριστό ως Δημιουργό του κόσμου, γιατί «πάντα δι' αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». (Ίωάν. 1,3) και «εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα». (Κολ. 1,16). Ο προφήτης Βαρούχ πάλι, παρουσιάζοντας το Θεό ως νομοθέτη στο Σινά, λέει: «εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ» και στον επόμενο στίχο: «μετά ταύτα επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (3, 37-38), δηλαδή ο Θεός είναι ο Χριστός μας!
Σχολιάζοντας ο απ. Παύλος το (Εξ. 17,5-6) και (Αριθμ. 20,7-11) οπού ο Μωυσής χτυπάει με τη ράβδο του την πέτρα, τον βράχο και πίνει νερό ο λαός, κάμει χριστολογική ερμηνεία: «έπινον εκ της πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, ή δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α' Κορ. 10,1-4).
Ενώ η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι οι Ισραηλίτες στην έρημο επείρασαν τον Γιαχβέ και περιέπεσαν σε ποικίλους πειρασμούς (Ταλ. 77,18-20), ο απ. Παύλος λέει ότι έπείρασαν τον Χριστό και «υπό των όφεων απώλοντο» (Α' Κορ. 10,1-4). Άρα ο Γιαχβέ είναι ο Χριστός.
Ο Χριστός μας λοιπόν ασάρκως φανερούται στην Παλαιά Διαθήκη και ενσάρκως στην Καινή. Όπως λέει ο άγιος Χρυσόστομος: «και προ της παρουσίας της ενσάρκου πάντα αυτός (ο Χριστός) ωκονόμει και πάντα αυτός έπραττε, νομοθετών, προνόων, κηδόμενος, ευεργετών»14. Και άλλου: «δυο διαθήκαι και δυο παιδίσκαι και δυο άδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσιν. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται... ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή»15. Και άλλου πιο όμορφα: «...και εν τη Παλαιά προηγείται νόμος και ακολουθούσιν προφήται, και εν τη Καινή... προηγείται το Ευαγγέλιο και ακολουθούσιν απόστολοι»16.
Υποτιμούμε λοιπόν εν πρώτοις και οι εντός της Εκκλησίας την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την ερμηνεύουμε χριστολογικά, κατ επίδραση αυγουστίνεια φραγκολατινική, εκτός πού ερμηνεύουμε νομικά το προπατορικό αμάρτημα όπως οι λατίνοι, σαν ένοχη δηλαδή του Αδάμ η οποία κληρονομείται στους απογόνους του. Συνακόλουθα υποτιμούμε και το λαό της Παλαιάς Διαθήκης.
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας όμως, οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή της σταυρικής θυσίας του Χριστού στο Γολγοθά, γιατί το μυστήριο του Σταυρού ενεργείτο και σ' αυτούς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει στην ΙΑ' ομιλία του «Εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν»17, ότι φίλοι του Θεού υπήρχαν και πριν το Σταυρό, την καταλλαγή επί του Γολγοθά δηλαδή. Αναφέρει για παράδειγμα ο Δαυίδ: «εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός». Πώς οι προ του Σταυρού είναι φίλοι του Θεού; Με τον ίδιο τρόπο πού ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ομιλεί περί του Αντίχριστου σαν να έχει ήδη έρθει: «και νυν αγαπητοί ο αντίχριστος εν τω κοσμώ εστίν ήδη» (Ιωάν. α' 4,3). Έτσι και ο Σταυρός υπήρχε προγενέστερα (πριν το Γολγοθά).
Η πατερική άποψη λοιπόν λέει ότι υπήρχε σωτηρία και στην Παλαιά Διαθήκη δια του αγγέλου του Θεού. Οι σύγχρονοι του αγίου Χρυσοστόμου πολεμώντας την Παλαιά Διαθήκη έλεγαν γι' αυτήν ότι «ουκ εισάγει εις την βασιλείαν». Ο άγιος ο όποιος δεχόταν τη σωτηρία του προ Χριστού κόσμου δια της Παλαιάς Διαθήκης τους άπαντα: «και ο Λάζαρος δε των μεγάλων επάθλων απολαύων, εν τοις εκείνου (Αβραάμ) κόλποις φαίνεται ενδιαιτώμενος. Και πάντες, όσοι μεθ' υπερβολής έλαμψαν εν τη Παλαιά, δια ταύτης έλαμψαν άπαντες»18. Η εις Άδου Κάθοδος βέβαια του Κυρίου μας, τακτοποίησε τα πάντα.
Άλλα και όσα έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη, για χάρη του Χριστού έγιναν σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά19: «όταν λοιπόν ο Πατήρ είπε από πάνω για τον κατά σάρκα βαπτιζόμενο -ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα (Ματθ. 3,17)- έδειξε ότι όλα εκείνα πού είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, οι νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες, ήταν ατελή και δεν ειπώθηκαν και δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το κυρίως θέλημα του Θεού, αλλά απέβλεπαν στον παρόντα σκοπό, στον ίδιο τον Χριστό και με αυτά πού τώρα γίνονται τελειοπούνται και τα παλαιά εκείνα. Μα γιατί περιορίζομαι μόνο στις προφητείες, νομοθεσίες, επαγγελίες, υιοθεσίες; Και η ίδια η δημιουργία του κόσμου, στο Χριστό απέβλεπε, ο οποίος τώρα κάτω βαπτίζεται ως υιός ανθρώπου, από πάνω όμως μαρτυρείται ως μόνος αγαπητός Υιός Θεού από τον οποίο έγιναν τα πάντα και για τον οποίο έγιναν τα πάντα, όπως λέγει και ο Απόστολος (Εβρ. 2,10). Συνεπώς και η εξαρχής δημιουργία του ανθρώπου γι' Αυτόν έγινε, για το Χριστό, και γι' αυτό ο Αδάμ πλάστηκε κατ' εικόνα του Θεού, για να μπορέσει κάποτε να χωρέσει το αρχέτυπο. Άλλα και ο νόμος της υπακοής (με τον καρπό στον Παράδεισο), γι' Αυτόν δόθηκε, πού έκανε τέλεια υπακοή. Αλλιώς δε θα χρειαζόταν ο νόμος της υπακοής στον Παράδεισο, αν δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί ποτέ. Και όλα αυτά πού μετέπειτα ειπώθηκαν από το Θεό κι εκπληρώθηκαν όλα σχεδόν, γι' Αυτόν έγιναν, θα τολμήσω να πω και όλα τα υπερκόσμια, οι άγγελοι και τα αγγελικά τάγματα και οι ουράνιες θεσμοθεσίες έγιναν γι' αυτό το σκοπό, για την κατά σάρκα οικονομία του Θεού Λόγου την οποία υπηρέτησαν από την αρχή ως το τέλος». Δηλαδή με άλλα λόγια, ο άγιος μας λέγει ότι ο Χριστός ως Λόγος του Θεού, είναι η αιτία και ο σκοπός του σύμπαντος κόσμου.
Ο Θεός λοιπόν της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένας Θεός αγάπης. [Ως Κύριος Παντοκράτωρ δεν ανέχεται προσκύνηση άλλου Θεού καθώς ρητά τονίζει στις πρώτες εντολές, εκλαμβάνει δε την απιστία και την ειδωλολατρία ως πορνεία: «αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων» (Σοφ. Σολ. 14,12) και «επόρνευσαν οπίσω θεών» (Α' Παραλ. 5,25). Παραπονείται, παραπικραίνεται, θέλει μπροστά στην υπέρμετρη αγάπη Του προς τον λαό Του ν' ανταποκρίνονται και οι πιστοί με την ανάλογη προς Αυτόν αγάπη. Αυτό είναι το θέλημα Του, η αποκάλυψη του εαυτού Του και η αντίστοιχη ανταπόκριση του ανθρώπου με την τήρηση των εντολών Του, πράγμα πού μέχρι σήμερα ισχύει. Συνεπώς ο Νόμος Του, η Τορά, δεν είναι μία νομικίστικη δικανική αντίληψη οπού ο άνθρωπος υποχρεώνεται να πειθαρχήσει άβουλα και άνευ ορών, αλλά είναι σχέση αγάπης, ελευθερίας και κοινωνίας μαζί Του αφού ο Θεός είναι φύσει καλός. Ο Νόμος έστω και ατελής καθίσταται «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24) και δεν παρερμηνεύεται. Ούτε απορρίπτεται όπως νομίζουν οι Προτεστάντες, ούτε τυποποιείται όπως νομίζουν οι Εβραίοι και οι Παπικοί. Εφαρμογή του Νόμου σημαίνει θεία ζωή και θεοκοινωνία]20.
Είναι γεμάτη σκάνδαλα.
Μερικά απ' αυτά είναι: η διήγηση του Αβραάμ και της Σάρας στην Αίγυπτο (Γεν. 12, 10-20), του Ισαάκ και της Ρεβέκκας στα Γέραρα (Γεν. 20,1-18. 26,1-14), η αιμομιξία του Λωτ με τις θυγατέρες του (Γεν. 19,30-38), η συνεύρεση του Ρουβήμ με τις παλλακίδες του πατέρα του Ιακώβ (Γεν. 35-21), το αίσχος των Σοδομιτών (Γεν. 19,1 κ.έξ.), η σκανδαλώδης συνεύρεση Ιούδα-Θάμαρ (Γεν. 38,1-30). Αναφέρονται επίσης πόλεμοι και φόνοι, η λατρεία δε συνήθως γίνεται με κνίσσα θυσιών.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι βιβλίο ρεαλιστικό. Ο Θεός μιλάει στον πεσμένο άνθρωπο με τη γλώσσα του: είναι τραχιά λόγια πού απευθύνονται σε ασθενείς και βαρέως αμαρτάνοντας. Οι τότε άνθρωποι είναι ατελείς πνευματικώς σε σχέση με μας. Ο Θεός δέχεται και τη λατρεία τους (με κνίσσες), πράγμα ανάξιο γι' Αυτόν, αλλά «συγκαταβαίνει στην ατέλεια των ανθρώπων των χρόνων εκείνων»21.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όταν ερευνούμε τα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, το περιβάλλον και τα δεδομένα της εποχής τους, όχι αυτά της εποχής μας. Η πολυγαμία και η αιμομιξία ήταν νόμιμα και αναπόφευκτα κάποια εποχή. Ισχύει το ανδρικό πολυγαμικό σύστημα και δεν υπάρχει απαγορευτικός νόμος γι' αυτό22. Την πολυγαμία συναντούμε στο γενεαλογικό δένδρο του Κάϊν, αν και συνήθως αποφεύγεται. Την εποχή των Κριτών, αλλάζει η παλιά νομοθεσία. Η διγαμία αναγνωρίζεται ως νομικά σωστό γεγονός, οι βασιλείς διαθέτουν χαρέμι, ενώ οι κοινοί θνητοί έπρεπε να αρκεστούν σε μία ή δυο γυναίκες23. Σε μεταγενέστερη εποχή έχουμε τη μονογαμία, υστέρα την εγκράτεια στο γάμο (Σοφ. Σειρ. 23,6) έπειτα δε, κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, γίνεται λόγος για παρθενία, ως μία «υπέρ φύση κατάσταση»24.
Η σαρκολατρεία και η ειδωλολατρία όμως, ήταν παράνομες και τότε και σήμερα. Και οι Σοδομίτες καταδικάζονται λόγω παρά φύσιν σχέσεων, και οι άνθρωποι της εποχής του Νώε (προ του κατακλυσμού) «δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. 6,3). Επομένως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν θα κριθούν από το Θεό με τα σημερινά δεδομένα.
Ο Αβραάμ αποκρύπτει ότι η όμορφη Σάρα (πού είναι και ετεροθαλής αδελφή του) είναι σύζυγος του, στο Φαραώ και τον Αβιμέλεχ, όχι -φυσικά- για να γίνει... προαγωγός της(!), αλλά από φόβο μήπως τον σκοτώσουν για να του την αρπάξουν, όπως συχνά τότε συνηθιζόταν. Αίτιο λοιπόν είναι ο φόβος του θανάτου, αναφέρει και η Γραφή (Γεν. 20,11-12). Ασχέτως με τη δειλία του θανάτου πού δεν αρέσει στο Θεό, ο Αβραάμ εμφανίζει στον υπέρτατο βαθμό τις αρετές της ξενιτείας και της αμεριμνίας, υπακούοντας δίχως εσωτερικό αντίλογο στην εντολή του Θεού «έξελθε εκ της γης σου... και δεύρο εις γην ην αν σοί δείξω» (Γεν. 12,1). Φεύγει από τη Χαρράν με κατεύθυνση προς το άγνωστο, μαζί με την οικογένεια του (σύζυγο, περιουσία), περιμένοντας με υπομονή την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού περί πλήθους απογόνων -άτεκνος αυτός- προτιμώντας στο τέλος, βυθισμένος σε θεοπτία, να θυσιάσει το γιο του Ισαάκ, χάριν του Θεού.
Η Παλαιά Διαθήκη τα σκάνδαλα τα κατηγορεί, δεν τα επαινεί (Γέν. 19,11 εξ. 34,30), ούτε αποδίδει στο Θεό ασέλγειες και ακατονόμαστες πράξεις, όπως οι αρχαίοι "Έλληνες στους Ολύμπιους θεούς, κάνοντας τους κατόπιν δασκάλους στη μοιχεία, την πορνεία και την παιδεραστία.25 Ας μη όμως σχολιάσουμε τα τεκταινόμενα στην αρχαία ελληνική μυθολογία, ονομαστά και ακατονόμαστα.


10.Ιω. Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής περί της Ορθοδόξου Πίστεως» εκδ. ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
11.Άρχιμ. Ιερεμίου Φούντα «Η Παλαιά Διαθήκη πολεμουμένη και απολογουμένη» περιοδ. ΘΥΜΙΑΜΑ, τεύχ. 34, Αθήνα 2003, σελ. 8 κ.ε.
12.Θεοδώρητος Κύρρου «Ερμηνεία κατ' εκλογήν εις τον Ησαΐαν» ΡG 81, 296.
13.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία εις τον Η' Ψαλμόν» ΡG 55, 120.
14.Ιω. Χρυσοστόμου « Προς τέ Ιουδαίους και Έλληνας απόδειξις ότι...» ΡG 48, 815.
15.Βλ. παραπ. 8.
16.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία Γ περί δημιουργίας του κόσμου» ΡG 56, 433.
17.Γρηγορίου του Παλαμά «ΙΑ' Ομιλία εις τον   Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν» ΕΠΕ 9,281 κ.ε.
18.Ιω. Χρυσοστόμου «Ομιλία XVI   δ'   εις   το κατά Ματθαίον». ΡG 57, 244.
19.Γρηγορίου του Παλαμά «Λόγος εις την εορτήν των Φώτων.» ΕΠΕ, 11,532-537.
20.Βλ. παραπ. 4.
21.Ιω. Χρυσοστόμου, «Ομιλία XVII εις το κατά Ματθαίον» ΡΟ 57,261.
22.Θεοδωρήτου Κύρρου, «Απορία εις την Α' Βασιλειών» έρωτ. β', ΡG 80, 532 ΑΒ.
23.Ι.Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου «Η εν Χριστώ τελείωση της γυναίκας» σελ. 16.
24.Μεθοδίου Ολύμπου «Συμπόσιον ή περί αγνείας» Λόγος α Π, ΒΕΠ   18, 19.5 εξ.
25.Μέγ. Αθανασίου «Λόγος κατά Ελλήνων» ΒΕΠ 30,40 42.53- Γρηγορίου του θεολόγου «Λόγος προς τον Ιουλιανό περί του αίσχους των Ολυμπίων θεών» ΡG 35, 705.
26.Ιω· Χρυσοστόμου «Ομιλία εις την αποστολικήν ρήσιν» ΡG 51, 286.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...