Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.
Μαζί μέ τόν ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀγαπητοί μου, ψάλαμε πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τήν Β΄ στάση τῶν Χαιρετισμῶν. Εἶναι κάτι πού πολύ εὐχαριστεῖ τήν Παναγία, ἀλλά καί ὅλοι μας αἰσθανόμαστε κατάνυξη καί ἀγαλλίαση σ᾿ αὐτές τίς Ἀκολουθίες, γι᾿ αὐτό καί στούς χαιρετισμούς οἱ Ναοί εἶναι πάντοτε γεμᾶτοι. Ἄν ὅλοι χαιρώμαστε, ἕνας εἶναι πού στενοχωρεῖται, πού λυπᾶται καί καίγεται. Τόν πιάνει τρέλα, ὑποφέρει, δέν ἀντέχει νά ἀκούει τά λόγια αὐτά. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἔξω ἀπ᾿ ἐδῶ, ὁ διάβολος. Τήν μισεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο στόν κόσμο, γιατί ἡ Παναγία τοῦ χάλασε τά σχέδια. Ἔφερε τόν Χριστό στόν κόσμο, πού συνέτριψε τήν δύναμή του. Ἔγινε ἡ γέφυρα τῆς σωτηρίας μας. Ἀλλά μαζί μέ αὐτόν καί οἱ αἱρετικοί χιλιαστές, Προτεστάντες κ.ἄ. δέν θέλουν νά ἀκούσουν γιά τήν Παναγία, εἶναι τό κόκκινο πανί γι᾿ αὐτούς. Νά βλέπατε τί μοῦτρα κάνουν καί ὁ διάβολος καί οἱ αἱρετικοί, πῶς τσουρουφλίζονται, ὅταν ἐμεῖς μαζευώμαστε καί ὑμνοῦμε τήν Παναγία. Καί μόνο αὐτό φτάνει γιά νά ἀποδείξει περίτρανα ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι κάτι δαιμονικό καί ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι δαιμονισμένοι.
Κάποτε ζοῦσε ἕνας ἁγιογράφος πολύ εὐλαβής. Ζωγράφιζε τούς ἁγίους μέ νηστεία καί προσευχή. Μά ὅταν καθόταν νά ἁγιογραφήσει τήν Παναγία, ἔβαζε ὅλο τό μεράκι του, ὅλη τήν δεξιοτεχνία του. Ὧρες στεκόταν καί μέ δακρυσμένα μάτια καμάρωνε τήν Παναγία καί τήν εὐχαριστοῦσε, πού τοῦ ἔδινε τήν δύναμη νά τήν ἁγιογραφεῖ. Αὐτό ὅμως ἐξαγρίωνε τόν διάβολο. Θά τόν τακτοποιήσω, μονολογοῦσε. Θά τόν κάνω νά μή μπορεῖ νά ἁγιογραφεῖ.
Πράγματι παρέλυσε τό χέρι του καί δέν μποροῦσε πλέον νά πιάσει τό πινέλο. Ἀλλά ἀπατήθηκε ὁ διάβολος. Αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν Παναγία βρίσκει τρόπους νά τήν εὐχαριστεῖ. Δέν μποροῦσε νά ζωγραφίσει μέ τά χέρια, ζωγράφιζε μέ τό πινέλο στό στόμα.
Ξεκίνησε λοιπόν νά ἁγιογραφήσει τήν Πλατυτέρα ψηλά στόν θόλο τοῦ Ἱεροῦ. Ἔσκασε ὁ διάβολος, ἀγρίεψε. Θά σοῦ δείξω ἐγώ ἄν μπορέσεις καί τήν τελειώσεις. Ὅπως κάποτε πέταξε ἀπό τήν σκαλωσιά τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη καί τόν τραυμάτισε θανάσιμα, ἔτσι καί τώρα, τήν ὥρα πού ὁ ἁγιογράφος μέ τό πινέλο στό στόμα ζωγράφιζε, ἦρθε ὁ διάβολος καί ξεκάρφωσε τήν σκαλωσιά, γιά νά τόν ρίξει κάτω. Βοήθα με, Κυρά Παναγιά, φώναξε ὁ ἁγιογράφος τρομαγμένος. Ἄν πέσω κάτω θά σκοτωθῶ. Τήν ἴδια στιγμή πρόφτασε ἡ Παναγία. Ἔβγαλε τό χέρι της ἀπό τήν ἁγιογραφία καί τόν ἅρπαξε. Ἀπό τίς φωνές ἔτρεξαν κάποιοι περαστικοί καί τόν κατέβασαν μέ ἀνεμόσκαλα!! Ἡ Παναγία πρόφτασε, ἔκανε τό θαῦμα της.
Αὐτό τό θαῦμα θά μποροῦσε νά γίνει στόν καθένα μας, ὅταν ἀντιμετωπίζουμε κινδύνους, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά πιστεύουμε καί νά καταφεύγουμε στήν κραταιά σκέπη τῆς Θεοτόκου. Οἱ εἰκόνες θαυματουργοῦν, ὅταν αὐτοί πού τίς ζωγραφίζουν εἶναι εὐλαβεῖς καί καθαροί. Οἱ εἰκόνες θαυματουργοῦν, ὅταν ἐμεῖς πιστεύουμε καί ἀγωνιζώμαστε. Ἡ Παναγία μᾶς σκεπάζει καί μᾶς προστατεύει μέ τήν χάρη της.
Ἄν διαβάσουμε τήν Ἁγία Γραφή, στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, θά δοῦμε καταπληκτιμά πράγματα. Ὁ Θεός ὡδηγοῦσε τούς Ἰσραηλίτες μέσα στήν ἔρημο, τούς ἔδειχνε τόν δρόμο, πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήσουν. Τήν ἡμέρα προπορευόταν μία νεφέλη, κάτι σάν σύννεφο, πού τούς ὁδηγοῦσε ἀλλά καί ἔρριχνε σκιά πάνω τους, γιά νά τούς δροσίζει, νά τούς προφυλασσει ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἐρήμου.Τό βράδυ γινόταν πύρινος στῦλος, πού τούς ἐφώτιζε καί τούς ζέσταινε. Τό βράδυ στήν ἔρημο πέφτει χαμηλά ἡ θερμοκρασία.
Ὅταν οἱ Αἰγύπτιοι μέ τά ἅρματα ἔτρεξαν ξωπίσω τους , γιά νά τούς φέρουν πάλι πίσω στήν σκλαβειά, ἡ νεφέλη πῆγε καί στάθηκε πίσω ἀπό τούς Ἰσραηλίτες. Κάλυψε τά νῶτα τους, γιατί πίσω τους ἦταν ὁ ἐχθρός. Ἔγινε ὁ Θεός ὀπισθοφυλακή. Εἶναι πολύ συγκινητικό αὐτό. Ὁ Θεός φροντίζει καί προστατεύει τούς δικούς του ἀνθρώπους.
Αὐτή ἡ νεφέλη εἰκονίζει τήν Παναγία, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, γι᾿ αὐτό καί ψάλλουμε στούς χαιρετισμούς, χαῖρε πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τούς ἐν σκότει, χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Κάτι ἀνάλογο ἔγινε μέ τήν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν τήν ἔχτισε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, τήν ἀφιέρωσε στήν Παναγία. Ἔτσι στό τροπάριο, τῇ Ὑπερμάχῳ, ψάλλουμε ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε.
Τό 1453 ὁ Μωάμεθ μέ τίς ὀρδές του πολιόρκησε τήν Βασιλεύουσα.Ἔκανε πολλές ἀπόπειρες νά τήν καταλάβει, μά πάντοτε ἀποτύγχανε. Ἕνα σύννεφο ἦρθε καί κάθησε πάνω ἀπό τήν Πόλη, τήν σκέπαζε ὁλόκληρη. Ἦταν πάλι ἡ σκέπη τῆς Παναγίας. Ὁ Μωάμεθ κουράσθηκε, πίστεψε ὅτι δέν μπορεῖ νά τήν κυριεύσει καί σκέφθηκε νά λύσει τήν πολιορκία καί νά φύγει. Ὅμως τήν τελευταία νύχτα κάποιος τοῦ εἶπε: Μή φεύγεις. Ἡ νεφέλη πού σκέπαζε τήν πόλη, σηκώθηκε καί ἔφυγε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός τους τούς ἐγκατέλιψε. Αὔριο ἡ πόλη θά εἶναι στά χέρια σου, ὅπως καί ἔγινε.
Ἀγαπητοί μου,
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ σκέπη ὅλου τοῦ κόσμου. Καί τῶν εὐσεβῶν καί τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Μή λησμονοῦμε νά ἐπικαλούμεθα τήν βοήθεια καί ἀντίληψή της. Θά εἴμαστε πάντοτε κερδισμένοι. Ἕνα τελευταῖο παράδειγμα.
Σ᾿ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνας μοναχός, πού ἦταν ἀμελής καί ράθυμος. Δέν πήγαινε στίς ἀκολουθίες, στίς ἀγρυπνίες, οὔτε τόν κανόνα του ἔκανε, οὔτε ὑπακοή. Ὅμως παρ᾿ ὅλα αὐτά ἀγαποῦσε τήν Παναγία καί κάθε φορά πού περνοῦσε μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα της, τήν κοίταζε στά μάτια καί τῆς ἔλεγε μέ σεβασμό, χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Στό τέλος τῆς ζωῆς του εἶδε ἕνα ὅραμα, γιά νά διορθωθεῖ. Παρουσιάσθηκε ἕνας ἄγγελος πού τοῦ εἶπε, ἔλα νά δεῖς τίς ἁμαρτίες σου στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ. Ὁ ζυγός ἔγερνε πρός τό μέρος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τότε ἡ Παναγία πού ἦταν εὐχαριστημένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μοναχοῦ, πῆγε καί γονάτισε μπροστά στό Χριστό. Ἡ μητέρα σου ζητάει μία χάρη, εἶπε. Ἀπό τό αἷμα πού σοῦ ἔδωσα θέλω νά μοῦ δώσεις μία σταγόνα. Τό αἷμα πού ἔχυσες ἐπάνω στό σταυρό δέν ἦταν λύτρο ἀντί πολλῶν; Μία σταγόνα σοῦ ζητῶ.
Ὁ Χριστός δέν μπόρεσε νά τῆς τό ἀρνηθεῖ. Πάνω στή ζυγαριά οἱ δαίμονες εἶχαν τό βιβλίο μέ τίς ἁμαρτίες τοῦ μοναχοῦ, πού βάραινε πολύ. Ἡ Παναγία ἔρριξε τήν σταγόνα τοῦ Τιμίου Αἵματος πάνω στό βιβλίο καί ἀμέσως ἔγινε τό θαῦμα. Οἱ ἁμαρτίες ἔσβησαν καί ὁ μοναχός φώναξε μέ ὅλη τήν δύναμή του χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Ἀγαπητοί μου,
Μή ἀμελοῦμε καί μή ξεχνοῦμε πολύ συχνά, πάντοτε, κάθε ὥρα καί στιγμή νά ἐπικαλούμεθα τήν Παναγία. Νά διαβάζουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, κάθε μέρα τούς χαιρετισμούς της. Ποτέ μή παύσουμε νά τήν ὑμνοῦμε καί νά τήν ἀγαποῦμε. Θά μᾶς σκεπάσει μέ τήν χάρη της, θά μᾶς λυτρώσει μέ τήν δύναμή της. Θά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά βάσανα τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλά καί τῆς ἄλλης. Πάντοτε νά τήν ἐπικαλούμεθα μέ πίστη καί λαχτάρα. Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον ἡμᾶς ὑπό τήν σκέπην σου. Ἀμήν.-