Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Boris Bobrinskoi. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Boris Bobrinskoi. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2012

Το Άγιο Πνεύμα κι η Επίκληση.- Boris Bobrinskoi



29ΙΟΥΝ

 
 Ιστορικές παρατηρήσεις.
Καθώς πιστεύω, η επίκληση είναι ένα καθολικό γεγονός στις Ανατολικές Λειτουργίες. Η επίκληση μαρτυρείται στις Μοζαραβικές και Γαλλικανικές και Κελτικές Λειτουργίες. Κι οι σύγχρονοι λειτουργιολόγοι συναντώνται στην αναγνώρισή του. Δε συμβαίνει, όμως το ίδιο και με τις Δυτικές Λειτουργίες. Αν μπορεί να θεωρηθεί σαν πιθανή στη Λειτουργία των Μεδιολάνων απουσιάζει, τουλάχιστο με τη σαφή μορφή της κλήσης του Αγίου Πνεύματος, απ’ τον Ρωμαϊκό κανόνα του πέμπτου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, μια επίκληση υπάρχει στις Αποστολικές Παραδόσεις του αγίου Ιππολύτου Ρώμης, όπως το φανερώνουν τα καλύτερα χειρόγραφα. Θα επιμείνουμε, λοιπόν, στο παράξενο φαινόμενο της υποχώρησης της Επίκλησηςστη Δύση, που άρχισε κατά το τέλος του τρίτου αιώνα (Ιππόλυτος) και πραγματοποιήθηκε στην αρχή του πέμπτου αιώνα. Είναι πιθανό, αυτή η αλλαγή να οφείλεται στην Εκκλησία της Ρώμης και να απλώθηκε εξελικτικά στη Δύση κάτω απ’ τη μυστηριακή Θεολογία του αγίου Αμβροσίου.
Είναι δύσκολο να διατυπώσει κανείς συμπεράσματα, σχετικά με τους λόγους, που προκάλεσαν αυτή την «πνευματολογική» υποχώρηση, η οποία συμπίπτει, τόσο παράδοξα, με τη συνειδητοποίηση απ’ ολόκληρη την Ανατολική Χριστιανοσύνη του Προσώπου και του έργου του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία κι ειδικότερα στην Ευχαριστία. Ο άγιος Κύριλ­λος Ιεροσολύμων κι ο άγιος Βασίλειος Καισα­ρείας δίνουν πολύ καθαρή μαρτυρία γι’ αυτή την πνευματολογική συνείδηση. Παρ’ όλο αυτό, δε θάπρεπε να υπερεκτιμούμε τη σημασία της προόδου των δογματικών τύπων στην Ανατολή, γιατί η ανακρίβεια των αντι-Νικαιϊκών τύπων δε σημαίνει έλλειψη δογματικής συνείδησης του ρόλου του Αγίου Πνεύματος. Η ίδια η Καινή Διαθήκη μαρτυρεί, με τρόπο πολύ φωτεινό, μια πνευματολογία, που αποκαλύφτηκε με πληρότητα και διαδόθηκε στις αποστολικές κοινότητες, σε σημείο, που να μπορεί να μιλήσει κανείς για μια απουσία διαφοροποίησης και για μια σύγχυση των προσώπων του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος και νάχει το δικαίωμα να δικαιολογήσει την έλλειψη της Επίκλησης του Αγίου Πνεύματος στα αρχαία λειτουργικά κείμενα. Απ’ το άλλο μέρος είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς, ότι αυτή η υποχώρηση της «Επίκλησης» στη Δύση περιορίστηκε στον Ευχαριστιακό Κανόνα και δεν απλώθηκε στα τυπικά του αγιασμού του «ελαίου» των Κατηχουμένων, του Χρίσματος και τής ευλογίας του νερού του Βαπτίσματος. Εκεί η Επίκληση εκφράζεται με πληρότητα. Η Καθιέρωση του Χρίσματος προσφέρει τον πιο χαρακτηριστικό παραλλη­λισμό με τον Ευχαριστιακό Κανόνα, Επίκληση).
Μια τελευταία παρατήρηση μπορεί να γίνει σχετικά με τον σύγχρονο Κανόνα της Ρωμαϊκής Λειτουργίας. Το ότι η προσευχή που έρχεται ύστερα απ’ τους λόγους της «Συστάσεως» παρουσιάζει βαθειά αναλογία με τις Επικλήσεις της Ανατολής, δεν αμφισβητείται. Όπως οι Ανατολικές επικλήσεις, αποτελεί μια επίκληση, μια ικεσία της Εκκλησίας, για να δεχτεί ο Θεός τη Θυσία της Εκκλησίας, με τη μεσιτεία του Αγίου Αγγέλου του Θεού, στο Επουράνιο Θυσιαστήριο, μπρος στην ουράνια Μεγαλειότητα. Θέλησαν μερικοί να ερμηνεύσουν αυτόν τον Άγιο Άγγελο σα μια προσωποποίηση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι εύλογο, αλλά δεν αποτελεί παρά μια υπόθεση, η οποία απέχει πολύ από μια γενική αναγνώριση. Η ιδέα της προσδοχής της Θυσίας στο επουράνιο Θυσιαστήριο, που θα έχει σαν αποτέλεσμα την έκχυση των ευλογιών στην Εκκλησία, είναι πολύ οικεία στις Βυζαντινές Λειτουργίες, γιατί βρίσκεται στις προσευχές, που ακολουθούν την Καθιέρωση, αλλά με μια σαφή μνημόνευση του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς να μπορεί κανείς να το καθορίσει με ακρίβεια, μου φαίνεται πιθανό, πως η προσευχή ακόμα και στη σύγχρονη μορφή της, μας αποκαλύπτει τα ίχνη μιας αρχαιότερης διατύπωσης, που προϋπόθετε την Ευχαριστιακή καθιέρωση, ύστερα απ’ τους ιδρυτικούς λόγους. Διαφορετικά οποιαδήποτε ικεσία για την αποδοχή της Θυσίας δε μπορεί να εξηγηθεί με επάρκεια.
2. Θεολογία της Επίκλησης.
Όπως το είδαμε παραπάνω, η Λειτουργία, στο σύνολό της, έχει ένα χαρακτήρα τόσο επικλητικό, όσο κι Ευχαριστιακό. Το δώρο της «Χάρης» ή, μάλλον, η διπλή παρουσία του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, δεν έχει καθόλου χαρακτήρα αυτοματισμού. Απαιτεί τη θερμή ικεσία της Εκκλησίας, ολόκληρου του λαού, που είναι συγκεντρωμένος γύρω απ’ την Ευχαριστιακή Τράπεζα. Όλες οι προσευχές της Ευχαριστιακής Λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων και των προσευχών, που προηγούνται και που ακολουθούν τον κανόνα, έχουν αυτό τον επικλητικό χαρακτήρα. Πριν, για να μας δυναμώσει το Πνεύμα το Άγιο, να επικαλεστούμε τον Πατέρα και για να καθιερώσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, Μετά την καθιέρωση, για να δεχτεί ο Πατέρας τη Θυσία μας και να εκχύσει στους πιστούς την πληρότητα της Χάρης Του.
Όπως οι ιδρυτικοί λόγοι, έτσι κι η Επίκλη­ση «καθ’ εαυτήν» δε μπορεί να αποσπαστεί απ’ το σύνολο της Ευχαριστιακής Λειτουργίας. Βέβαια, η αναφορά, στο σύνολό της, έχει ένα χαρακτήρα «καθιερωτικό», όπως η λύτρωση του ανθρώπινου γένους πραγματοποιείται με ολόκληρη την επίγεια ζωή του Χριστού, απ’ αυτή ακόμα την άσπιλη σύλληψη στη Ναζαρέτ και τη γέννηση στη Βηθλεέμ. Μ’ όλο τούτο, η Ορθόδοξη Εκκλησία διακηρύττει ομόφωνα, τη βαθειά πίστη της στην «καθιέρωση διά της Επίκλησης», που είναι η κατάληξη και το κέντρο βαρύτητας ολόκληρου του Ευχαριστιακού Κανόνα. Η πεποίθηση αυτή βρίσκεται σε στενή σχέση με μια στάση διάκρισης και σεβασμού απέναντι του Μυστηρίου, η οποία δεν επιτρέπει την αναζήτηση του τρόπου της μεταβολής των στοιχείων. Λοιπόν, οι ιδρυτικοί λόγοι δεν έχουν μέσα στην Ορθοδοξία αξία καθιερωτική, ὀπως έχουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Είναι γνωστή η γνώμη, που υποστηρίχτηκε απ’ τον Θωμά τον Ακινάτη.
Η Επίκληση, λοιπόν, είναι η τελείωση της Ευχαριστιακής προσευχής και δεν αποκλείει καθόλου τους ιδρυτικούς λόγους ούτε αντιτίθε­ται σ’ αυτούς. Δε μπορεί, λοιπόν, να λεχτεί «Επίκληση» αντί για διήγηση, όπως ακριβώς δε μπορούμε να κάνουμε επιλογή ανάμεσα στην Πεντηκοστή και στο Πάσχα ούτε ανάμεσα στο Άγιο Πνεύμα και στον Χριστό. Συμπεραίνουμε, ότι η απόρριψη της Επίκλησης σπάει την ισορροπία, ζημιώνοντας τον ρόλο και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη Λειτουργία. Αντίθετα, η παρουσία της Επίκλησης δε μειώνει καθόλου την πραγματικότητα και την πληρότητα της παρουσίας του Χριστού στα δώρα και στους πιστούς. Το Πνεύμα της Πεντηκοστής πραγματοποιεί τη σταθερή παρουσία του Χριστού στην Εκκλησία Του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα. προφέρονται έξω απ’ το λειτουργικό πλαίσιο τους, έχουν τη δύναμη της καθιέρωσης». Αυτό είναι φυσικό και λογικό, μια και, σύμφωνα με τη λατινική Θεολογία, οι λόγοι του Χριστού προφέρονται απ’ τον ιερέα, μια κι ο ιερέας εκπροσωπεί τον Χριστό κι είναι αποσταλμένος Του. Ένας τέτοιος καθορισμός του ιερατικού λειτουργήματος είναι απαράδεκτος για τους Ορθόδοξους, γιατί ο προϊστάμενος της Ευχαριστιακής Σύναξης δεν καθιερώνει μόνος, μπροστά σε μια παρούσα, άλλα παθητική Συνέλευση. Η Ευχαριστία είναι λειτουργική, δηλαδή, είναι η κοινή πράξη ολόκληρης της Σύναξης, στο όνομα της οποίας και μαζί με την οποία ενεργεί ο λειτουργός. Αυτό σημαίνει, πως αυτός δε μπορεί να είναι αντιπρόσωπος ή αποσταλμένος του Χριστού. Η Σύναξη, στο σύνολό της, ενσαρκώνει την τοπική Εκκλησία, στην πληρότητά της και στην Καθολικότητά της, δηλαδή το Σώμα του Χριστού ή τη Νύμφη του Χριστού. Η Σύναξη, στο σύνολό της, Ιεραρχία και πιστοί, ενώνεται με τον Χριστό, «διά της καθόδου του Αγίου Πνεύματος» στην Ευχαριστιακή κοινότητα .
(Boris Bobrinskoi, άρθρο στο περιοδικό Studia Liturgica, Νο 1)

Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2012

Το Άγιο Πνεύμα στη Θεία Λειτουργία.- Boris Bobrinskoi



22ΙΟΥΝ

Το Άγιο Πνεύμα, Πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας.

Ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας είναι μια μετοχή στο μυστήριο του Χριστού, στη λυτρωτική Του θυσία, στο αιματηρό κι ένδοξο Πάσχα Του. Όχι λιγότερο, είναι μια ενσωμάτωση στο μυστήριο της Πεντηκοστής. Μια αποδοχή των δώρων του Αγίου Πνεύματος, που δόθηκαν στην Εκκλησία με την ιερατική μεσιτεία του Αρχιερέα Ιησού. Ποιά σημασία, λοιπόν, έχει για τον Χριστιανό η παρουσία κι η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας κι ειδικά στη θεμελιακή και «Θεσμική» πράξη της, στην Ευχαριστιακή Λειτουργία;
Ας προσπαθήσουμε πρώτα-πρώτα να καθορίσουμε την Ορθόδοξη αντίληψη της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία.
α) Το Άγιο Πνεύμα, μάρτυρας του Χριστού, μας οδηγεί και μας ενώνει μαζί Του και πραγματοποιεί την υιοθεσία μας απ’ τον Πατέρα.
β) Το Άγιο Πνεύμα έχει αποσταλεί σε μας με τη μεσιτεία του Χριστού κοντά στον Πατέρα. Κι είναι παρόν στην Εκκλησία προσωπικά. Είναι χρήσιμο να σταματήσουμε στις δυο αυτές απόψεις, που βοηθούν στην κατανόηση του έργου του Αγίου Πνεύματος.
1) Το Άγιο Πνεύμα είναι «κατ’ εξοχή» Πνεύμα του Υιού. Αν, απ’ το ένα μέρος «παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. ιε’ 26), απ’ το άλλο, αναπαύεται στον Υιό και κατοικεί σ’ Αυτόν, σα μια Χρίση στο πλήρωμα της παρουσίας Του προαιώνια.
Αλλά το Πνεύμα του Υιού είναι Πνεύμα του Χριστού, του σαρκωμένου Λόγου. Το Άγιο Πνεύμα, που γέμιζε τους δικαίους και τους Προφήτες της Παλιάς Διαθήκης, αναπαύεται στον Μεσσία. Κατά το Βάπτισμα του Χριστού στον Ιορδάνη, φανερώθηκε αυτή η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον Υιό. Ολόκληρη η επίγεια ζωή του Χριστού είναι σφραγισμένη με το Άγιο Πνεύμα. Απ’ την άσπιλη σύλληψή Του στη Ναζαρέτ, μέχρι τους μεγάλους σταθμούς της ιδιωτικής του ζωής και μέχρι τη δημόσια ζωή και το Πάθος και, τέλος, την Ανάσταση και την Ανάληψη. Το Άγιο Πνεύμα ξεχύνεται στο Χριστό σα μια Χρίση, αλλά αυτή η Μεσσιανική Χρίση του άνθρωπου-Χριστού συνεχίζει ν’ αντανακλάει την προαιώνια Χρίση του θείου Λόγου από το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός, λοιπόν, είναι ποτισμένος με το Άγιο Πνεύμα κι είναι ντυμένος με Αυτό, σαν με το φως (Μεταμόρφωση). Κι η περιχώρησή τους είναι τέτοια, που κι αυτό το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος μας είναι κρυμμένο και το καθαυτό όνομά Του παραμένει άγνωστο κι η ύπαρξή Του μυστηριώδης κι απρόσιτη στη γνώση μας. Η κύρια αποστολή του Αγίου Πνεύματος είναι ν’ αποκαλύπτει το πρόσωπο του Χριστού, να το κάνει «παρόν», να το «ξαναπαρουσιάζει», να δίνει μαρτυρία γι’ Αυτό και να μας ενώνει μαζί Του.
2. Απ’ αυτό τον καθολικό προσανατολισμό του Αγίου Πνεύματος στον Χριστό, δεν συμπεραίνεται, πως η έλευση του Αγίου Πνεύματος έχει ένα χαρακτήρα υποδεέστερο, βοηθητικό του έργου του Χριστού, Μ’ όλο, που το Άγιο Πνεύμα δεν φανερώνει το πρόσωπό Του, είναι πραγματικά Παρόν κι εργάζεται μέσα στην Εκκλησία. Αν το Άγιο Πνεύμα έρχεται να μαρτυρήσει «περί του Χριστού», δεν είναι λιγότερο αλήθεια, πως ο Χριστός μας στέλνει το Άγιο Πνεύμα και πως ο σκοπός της λυτρωτικής Σάρκωσης και της «εν δόξη» Ανάληψης είναι η προπαρασκευή της έλευσης του «άλλου Παρακλήτου». Το έργο του Χριστού προπαρασκεύαζε το έργο του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία δεν σημαδεύεται λιγότερο απ’ τη σφραγίδα της Πεντηκοστής, απ’ όσο σημαδεύεται απ’ τη σφραγίδα του Σταυρού και της Ανάστασης. Ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας κι ολόκληρη η λατρεία της χαρακτηρίζονται, όπως θα το δούμε, απ’ αυτόν τον δυαλισμό. Υπάρχει αμοιβαιότητα κι όχι υποταγή μεταξύ της έλευσης του Αγίου Πνεύματος και της έλευσης του Χριστού. Αυτή η αμοιβαιότητα παραμορφώθηκε, κατά ένα μέρος, στη Δύση απ’ το Filioque. Υπογραμμίζω εδώ την πεποίθησή μου, ότι η Ορθόδοξη διδασκαλία, «περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» «εκ του Πατρός» μόνο, μπορεί μόνη αυτή να θεμελιώσει και να δικαιώσει αυτή την περιχώρηση και την αμοιβαιότητα του Θείου Λόγου και του Αγίου Πνεύματος σ’ ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας και στη λατρεία της και στην ίδια την υπόστασή της.
Η Πεντηκοστή είναι κάτι περισσότερο από ένα ιστορικό γεγονός. Αν ο Σταυρός κι ή Ανάσταση πραγματοποιήθηκαν «άπαξ» , η ουράνια μεσιτεία, η ικεσία του Αρχιερέα Ιησού στα δεξιά του ουράνιου Πατέρα είναι σταθερή κι αδιάκοπη. Αποτελεί την ουράνια όψη της λύτρωσής μας. Ο Υιός δεν διακόπτει ποτέ την ικεσία για το ανθρώπινο γένος, για τους αδελφούς Του. Να γιατί η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή δεν είναι παρά ένας «εγκαινιασμός» και δεν μπορεί καθόλου να θεωρηθεί σαν ένα γεγονός απομονωμένο.
Η βίαιη πνοή κι οι πύρινες γλώσσες του «Υπερώου» φανερώνουν την «έλευση» της καινούργιας εποχής της Πεντηκοστής, των Μεσσιανικών χρόνων, των «έσχατων ήμερων» ), της βασιλείας του Θεού. Αυτή η νέα κατάσταση είναι οριστική. Αποτελεί το Status Patriae, μέσα στο οποίο η Εκκλησία υπάρχει. Το εσχατολογικό πλήρωμα, που της δόθηκε από Εκείνον, ο οποίος «πληροί τα πάντα εν πάσι». Η αντίληψη αυτή της συνεχιζόμενης Πεντηκοστής στη Μυστηριακή κι Ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας είναι σημαντική. Και τη βρίσκει κανείς συχνά στους Πατέρες. «Ο σκοπός και ο προορισμός ολόκληρου του έργου της λύτρωσής μας απ’ τον Ιησού Χριστό ήταν το να λάβουν οι πιστοί το Άγιο Πνεύμα» (Συμεών ο Νέος Θεολόγος). Ποιά είναι η έκβαση και ποιό το αποτέλεσμα των παθημάτων του Χριστού και των διδασκαλιών Του και του έργου Του; ρωτάει ο βυζαντινός λειτουργιολόγος Νικόλαος Καβάσιλας. «Ει τις προς ημάς αυτά θεωρεί, ουδέν έτερον ή, η του αγίου Πνεύματος εις την Έκκλησίαν επιδημία,.,». Στο υπερώο, η Εκκλησία «και τότε εδέξατο το Πνεύμα το άγιον, μετά το αναληφθήναι τον Χριστόν εις τους ουρανούς και νυν δέχεται την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, προσδεχθέντων των δώρων εις το υπερουράνιον θυσιαστήριον, αντικαταπέμποντος αυτήν ημίν του προσδεξαμένου ταύτα Θεού, κατά τα προειρημένα, ότι μεσίτης ο αυτός και τότε και νυν και το αυτό Πνεύμα».
Η Εκκλησία-Σώμα του Χριστού και Ναός του Αγίου Πνεύματος ,αναγγέλλει, λοιπόν, απ’ τη μια μεριά την έλευση και το πλήρωμα της Βασιλείας του Θεού με τη ζωοποιό κι αΐδιο παρουσία του Αγίου Πνεύματος κι απ’ τήν άλλη μεριά ικετεύει κι επικαλείται (επίκληση) την έλευση αυτής της Βασιλείας, την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο πάντοτε περιμένει.

(Boris Bobrinskoi, άρθρο στο περιοδικό Studia Liturgica, Νο 1)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...