29ΙΟΥΝ
Ιστορικές παρατηρήσεις.
Καθώς πιστεύω, η επίκληση είναι ένα καθολικό γεγονός στις Ανατολικές Λειτουργίες. Η επίκληση μαρτυρείται στις Μοζαραβικές και Γαλλικανικές και Κελτικές Λειτουργίες. Κι οι σύγχρονοι λειτουργιολόγοι συναντώνται στην αναγνώρισή του. Δε συμβαίνει, όμως το ίδιο και με τις Δυτικές Λειτουργίες. Αν μπορεί να θεωρηθεί σαν πιθανή στη Λειτουργία των Μεδιολάνων απουσιάζει, τουλάχιστο με τη σαφή μορφή της κλήσης του Αγίου Πνεύματος, απ’ τον Ρωμαϊκό κανόνα του πέμπτου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, μια επίκληση υπάρχει στις Αποστολικές Παραδόσεις του αγίου Ιππολύτου Ρώμης, όπως το φανερώνουν τα καλύτερα χειρόγραφα. Θα επιμείνουμε, λοιπόν, στο παράξενο φαινόμενο της υποχώρησης της Επίκλησηςστη Δύση, που άρχισε κατά το τέλος του τρίτου αιώνα (Ιππόλυτος) και πραγματοποιήθηκε στην αρχή του πέμπτου αιώνα. Είναι πιθανό, αυτή η αλλαγή να οφείλεται στην Εκκλησία της Ρώμης και να απλώθηκε εξελικτικά στη Δύση κάτω απ’ τη μυστηριακή Θεολογία του αγίου Αμβροσίου.
Είναι δύσκολο να διατυπώσει κανείς συμπεράσματα, σχετικά με τους λόγους, που προκάλεσαν αυτή την «πνευματολογική» υποχώρηση, η οποία συμπίπτει, τόσο παράδοξα, με τη συνειδητοποίηση απ’ ολόκληρη την Ανατολική Χριστιανοσύνη του Προσώπου και του έργου του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία κι ειδικότερα στην Ευχαριστία. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων κι ο άγιος Βασίλειος Καισαρείας δίνουν πολύ καθαρή μαρτυρία γι’ αυτή την πνευματολογική συνείδηση. Παρ’ όλο αυτό, δε θάπρεπε να υπερεκτιμούμε τη σημασία της προόδου των δογματικών τύπων στην Ανατολή, γιατί η ανακρίβεια των αντι-Νικαιϊκών τύπων δε σημαίνει έλλειψη δογματικής συνείδησης του ρόλου του Αγίου Πνεύματος. Η ίδια η Καινή Διαθήκη μαρτυρεί, με τρόπο πολύ φωτεινό, μια πνευματολογία, που αποκαλύφτηκε με πληρότητα και διαδόθηκε στις αποστολικές κοινότητες, σε σημείο, που να μπορεί να μιλήσει κανείς για μια απουσία διαφοροποίησης και για μια σύγχυση των προσώπων του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος και νάχει το δικαίωμα να δικαιολογήσει την έλλειψη της Επίκλησης του Αγίου Πνεύματος στα αρχαία λειτουργικά κείμενα. Απ’ το άλλο μέρος είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς, ότι αυτή η υποχώρηση της «Επίκλησης» στη Δύση περιορίστηκε στον Ευχαριστιακό Κανόνα και δεν απλώθηκε στα τυπικά του αγιασμού του «ελαίου» των Κατηχουμένων, του Χρίσματος και τής ευλογίας του νερού του Βαπτίσματος. Εκεί η Επίκληση εκφράζεται με πληρότητα. Η Καθιέρωση του Χρίσματος προσφέρει τον πιο χαρακτηριστικό παραλληλισμό με τον Ευχαριστιακό Κανόνα, Επίκληση).
Μια τελευταία παρατήρηση μπορεί να γίνει σχετικά με τον σύγχρονο Κανόνα της Ρωμαϊκής Λειτουργίας. Το ότι η προσευχή που έρχεται ύστερα απ’ τους λόγους της «Συστάσεως» παρουσιάζει βαθειά αναλογία με τις Επικλήσεις της Ανατολής, δεν αμφισβητείται. Όπως οι Ανατολικές επικλήσεις, αποτελεί μια επίκληση, μια ικεσία της Εκκλησίας, για να δεχτεί ο Θεός τη Θυσία της Εκκλησίας, με τη μεσιτεία του Αγίου Αγγέλου του Θεού, στο Επουράνιο Θυσιαστήριο, μπρος στην ουράνια Μεγαλειότητα. Θέλησαν μερικοί να ερμηνεύσουν αυτόν τον Άγιο Άγγελο σα μια προσωποποίηση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι εύλογο, αλλά δεν αποτελεί παρά μια υπόθεση, η οποία απέχει πολύ από μια γενική αναγνώριση. Η ιδέα της προσδοχής της Θυσίας στο επουράνιο Θυσιαστήριο, που θα έχει σαν αποτέλεσμα την έκχυση των ευλογιών στην Εκκλησία, είναι πολύ οικεία στις Βυζαντινές Λειτουργίες, γιατί βρίσκεται στις προσευχές, που ακολουθούν την Καθιέρωση, αλλά με μια σαφή μνημόνευση του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς να μπορεί κανείς να το καθορίσει με ακρίβεια, μου φαίνεται πιθανό, πως η προσευχή ακόμα και στη σύγχρονη μορφή της, μας αποκαλύπτει τα ίχνη μιας αρχαιότερης διατύπωσης, που προϋπόθετε την Ευχαριστιακή καθιέρωση, ύστερα απ’ τους ιδρυτικούς λόγους. Διαφορετικά οποιαδήποτε ικεσία για την αποδοχή της Θυσίας δε μπορεί να εξηγηθεί με επάρκεια.
2. Θεολογία της Επίκλησης.
Όπως το είδαμε παραπάνω, η Λειτουργία, στο σύνολό της, έχει ένα χαρακτήρα τόσο επικλητικό, όσο κι Ευχαριστιακό. Το δώρο της «Χάρης» ή, μάλλον, η διπλή παρουσία του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, δεν έχει καθόλου χαρακτήρα αυτοματισμού. Απαιτεί τη θερμή ικεσία της Εκκλησίας, ολόκληρου του λαού, που είναι συγκεντρωμένος γύρω απ’ την Ευχαριστιακή Τράπεζα. Όλες οι προσευχές της Ευχαριστιακής Λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων και των προσευχών, που προηγούνται και που ακολουθούν τον κανόνα, έχουν αυτό τον επικλητικό χαρακτήρα. Πριν, για να μας δυναμώσει το Πνεύμα το Άγιο, να επικαλεστούμε τον Πατέρα και για να καθιερώσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, Μετά την καθιέρωση, για να δεχτεί ο Πατέρας τη Θυσία μας και να εκχύσει στους πιστούς την πληρότητα της Χάρης Του.
Όπως οι ιδρυτικοί λόγοι, έτσι κι η Επίκληση «καθ’ εαυτήν» δε μπορεί να αποσπαστεί απ’ το σύνολο της Ευχαριστιακής Λειτουργίας. Βέβαια, η αναφορά, στο σύνολό της, έχει ένα χαρακτήρα «καθιερωτικό», όπως η λύτρωση του ανθρώπινου γένους πραγματοποιείται με ολόκληρη την επίγεια ζωή του Χριστού, απ’ αυτή ακόμα την άσπιλη σύλληψη στη Ναζαρέτ και τη γέννηση στη Βηθλεέμ. Μ’ όλο τούτο, η Ορθόδοξη Εκκλησία διακηρύττει ομόφωνα, τη βαθειά πίστη της στην «καθιέρωση διά της Επίκλησης», που είναι η κατάληξη και το κέντρο βαρύτητας ολόκληρου του Ευχαριστιακού Κανόνα. Η πεποίθηση αυτή βρίσκεται σε στενή σχέση με μια στάση διάκρισης και σεβασμού απέναντι του Μυστηρίου, η οποία δεν επιτρέπει την αναζήτηση του τρόπου της μεταβολής των στοιχείων. Λοιπόν, οι ιδρυτικοί λόγοι δεν έχουν μέσα στην Ορθοδοξία αξία καθιερωτική, ὀπως έχουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Είναι γνωστή η γνώμη, που υποστηρίχτηκε απ’ τον Θωμά τον Ακινάτη.
Η Επίκληση, λοιπόν, είναι η τελείωση της Ευχαριστιακής προσευχής και δεν αποκλείει καθόλου τους ιδρυτικούς λόγους ούτε αντιτίθεται σ’ αυτούς. Δε μπορεί, λοιπόν, να λεχτεί «Επίκληση» αντί για διήγηση, όπως ακριβώς δε μπορούμε να κάνουμε επιλογή ανάμεσα στην Πεντηκοστή και στο Πάσχα ούτε ανάμεσα στο Άγιο Πνεύμα και στον Χριστό. Συμπεραίνουμε, ότι η απόρριψη της Επίκλησης σπάει την ισορροπία, ζημιώνοντας τον ρόλο και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη Λειτουργία. Αντίθετα, η παρουσία της Επίκλησης δε μειώνει καθόλου την πραγματικότητα και την πληρότητα της παρουσίας του Χριστού στα δώρα και στους πιστούς. Το Πνεύμα της Πεντηκοστής πραγματοποιεί τη σταθερή παρουσία του Χριστού στην Εκκλησία Του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα. προφέρονται έξω απ’ το λειτουργικό πλαίσιο τους, έχουν τη δύναμη της καθιέρωσης». Αυτό είναι φυσικό και λογικό, μια και, σύμφωνα με τη λατινική Θεολογία, οι λόγοι του Χριστού προφέρονται απ’ τον ιερέα, μια κι ο ιερέας εκπροσωπεί τον Χριστό κι είναι αποσταλμένος Του. Ένας τέτοιος καθορισμός του ιερατικού λειτουργήματος είναι απαράδεκτος για τους Ορθόδοξους, γιατί ο προϊστάμενος της Ευχαριστιακής Σύναξης δεν καθιερώνει μόνος, μπροστά σε μια παρούσα, άλλα παθητική Συνέλευση. Η Ευχαριστία είναι λειτουργική, δηλαδή, είναι η κοινή πράξη ολόκληρης της Σύναξης, στο όνομα της οποίας και μαζί με την οποία ενεργεί ο λειτουργός. Αυτό σημαίνει, πως αυτός δε μπορεί να είναι αντιπρόσωπος ή αποσταλμένος του Χριστού. Η Σύναξη, στο σύνολό της, ενσαρκώνει την τοπική Εκκλησία, στην πληρότητά της και στην Καθολικότητά της, δηλαδή το Σώμα του Χριστού ή τη Νύμφη του Χριστού. Η Σύναξη, στο σύνολό της, Ιεραρχία και πιστοί, ενώνεται με τον Χριστό, «διά της καθόδου του Αγίου Πνεύματος» στην Ευχαριστιακή κοινότητα .
(Boris Bobrinskoi, άρθρο στο περιοδικό Studia Liturgica, Νο 1)