Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 16, 2014

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ του Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ
 Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό για τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ' ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, πού αναφέραμε προ ολίγου, αφ' ετέρου δε θα τονισθούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές πού μας απασχολούν.
Η μικρή πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για τον Κυβερνήτη της Καππαδοκίας Ιέριο, ο όποιος έθεσε το ερώτημα «τί χρή γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ' ων μικρού δειν ή γένεσις τω θανάτω συνάπτεται».
Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται ό θάνατος με την γέννηση τους*

Αρχίζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, πού τον αποκαλεί «άριστο» και «τίμια κεφαλή». Πέραν από του να είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του έργου ότι ο Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων, πού τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια.
Επίσης, από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο πού συνέγραψε την πραγματεία αυτή ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω από το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτου.
Ο Ιέριος μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή.

Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. Ο άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. Ο άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανέπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η ψυχή του νηπίου θα κριθή από τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός ο προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση.
Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό πού ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του θεού τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους.
 Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει πολύ.

Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του θεού, γι' αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Ης γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α' Κορ. 6 15).
Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη πού φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μια λογική σειρά.

Το πρώτο πού λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Ή άκτιστη φύση, πού ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός ο χώρος είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτήν την ασώματη φύση.

Εδώ ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, πού το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι' αυτό ο Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο ώστε να ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και αισθητό.
Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται ο Θεός μέσα σε όλη την κτίση, δια της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μια νοητή ζωή δια της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μια δύναμη σε αυτό, έτσι και στο νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος.
Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του θεού.
Για κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι ο οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του θεού γίνεται, με το νοερό του ανθρώπου. Ή ζωή λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του θεού, στον βαθμό πού την χωρεί η ψυχή. Ή άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.
Η απομάκρυνση από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου ο Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να απομακρυνθεί κανείς από τον θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του νοερού της ψυχής, και φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο του ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.

Εκείνο πού σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι' αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι' αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού της ψυχής, ώστε να δη το Φως και να απόκτηση μέθεξη Θεού.

Η ανθρώπινη φύση πλάστηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, να ενωθεί με τον θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής της ζωής και η εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, πού είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια της ψυχής του ανθρώπου και όλης του της υπάρξεως.
Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Η δυνατότητα των οφθαλμών να βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην δράση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο η μακαριά ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα της ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του Θεού, δεν μετέχουν του Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση της ασθενείας του νοερού της ψυχής.

Το τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Η απόλαυση αυτής της ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθή ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως της υγείας ή της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως.
 
Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και ο ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ ο άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμία συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε ο πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απόλαυση το φως του, ενώ ο δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του.
Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ό ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, πού είναι η ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή.
  Ο άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής πού είναι η κοινωνία με τον Θεό.
Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, ο όποιος ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό της ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθή και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι' αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Φωτός.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ό άνθρωπος από την γέννηση του βιώνει τον φωτισμό του νοός. Γι' αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ό άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελο τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των άγιων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.
 
Γι' αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει η δυτική θεολογία. Ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Ή κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής.
Πραγματικά τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα, και ο σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών.
Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε;
Η απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού Αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χρίστου, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη του Σώματος του Χριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται ο νους τους από τα πάθη και τον σκοτασμό του περιβάλλοντος να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής.
Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα από αυτά με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενούμενοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην θέωση. Ό βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, πού επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.

Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι' αυτό θα μου επιτραπεί να αναφέρω τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ό νους του νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι' αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του θείου Φωτός.

Πάντοτε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα ζωή για να εξήγηση την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του τρόπου της παρούσης ζωής και του τρόπου της μελλούσης.
Όπως τα νήπια κατ' αρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει της ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο της νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή.
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ό άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις πού κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά της παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο.

Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέση με τα πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Ή ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη από την θεωρία του όντος.

Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία του Θεού, από την θεία Του Χάρη, και, φυσικά, με την θεωρία του Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, ο Θεός εμφανίζεται σε όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται».

Η σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του θείου Φωτός. Ο άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία πού βρίσκεται ο άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση «άωρος ο τοιούτος εστί», δηλαδή είναι ο ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.

Το τέταρτο σημείο πού αναλύει ο άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για την μετουσία του θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί ο Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή.
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως.
 Τις περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη πού δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα πού πρόκειται να γίνουν στο μέλλον.
Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην ολοκληρωθεί στο κακό. Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις ο Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.
Για να κάνη ο άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία του Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα.
Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, ο οποίος γνωρίζει αφ' ενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφ' ετέρου δε, γνωρίζει πολύ χαλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός ο επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να εμποδίζει, ώστε ο καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε ο άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε ο υγιής να περιπέσει στην αηδία λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν ο επιστάτης διαπιστώσει ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο.
Υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς πού μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομάκρυνε από το πάθος της άμετρου πλησμονής. Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή.
 Τραπέζι είναι ο ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Ή ζωή όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μελί, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο. Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ό επιστάτης του τραπεζιού αυτού, πού είναι ο Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.
Έτσι, η θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή ο Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνει κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι' αυτό το αποσπά από το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξασκήσει την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.

Το πέμπτο σημείο, πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί ο Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται ο πατέρας του, ο οποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του;
Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε αυτούς, δηλαδή, πού είναι ευγνώμονες στον Θεό και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα οποία δεν μπορεί να κατανοήσει η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» του Θεού είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου.
Ισχυρίζεται ο άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί ο Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ό Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε ο Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο σκοπό.

Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός να παρουσιασθεί ο Αιγύπτιος τύραννος για να παιδευθή ο Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και αποκτήσει τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα κτυπήματα και ο σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου.
Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα.
Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απήλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ιδρώτες της αρετής. Σε αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων.
Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα της αμαρτίας και των παθών.
Επομένως, τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Θεού για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους πού βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του Θεού. Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού ο Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού.

Το γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς πού αγωνίσθηκαν να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του ακτίστου Φωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν να φθάσουν στην θέωση.
 8. Συμπέρασμα
Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργήται από τον θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό.
O θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, επειδή απομακρύνθηκε από τον θεό, πού είναι ή αληθινή ζωή, είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. H ενανθρώπηση του Χριστού απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Παρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και ή αμαρτία. Μέσα στην Εκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Οι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και ή ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Το σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Χρίστου και να κριθούν.

O φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. O φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Δεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Γι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Πραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου.
 
 * Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και εξής.
 
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Ἡ τελευταία Ἐξομολόγηση

 
(Ἀληθινὴ ἱστορία)

Τὸ παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία μεταφρασμένη ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἀρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνὸς βιβλίου ποὺ περιγράφει τὴν ζωὴ τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνὸς ἁγίου ἱερέως ποὺ ἔδρασε μέσα στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

***

Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους καὶ ν’ ἀναπολήσουν τὸ παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχώρησε καὶ βασίλεψε ἡ σιωπή, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στὸν ὕπνο.

Ἀρκετὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στὰ ξύλινα κρεβάτια καὶ προσευχήθηκε· ἔπειτα ξάπλωσε κι αὐτὸς καὶ συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε.

Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάη. Ἀνακάθισε καὶ ἀντίκρυσε τὴν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ψιθύριζε:

“Πάμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καὶ σὲ ζητάει!”.

Βρῆκαν τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα· ἡ ἀναπνοὴ του ἦταν βαρειὰ καὶ ἀκανόνιστη, τὰ μάτια του διάπλατα ἀνοιχτὰ κατὰ τρόπο ἀφύσικο.

“Με συγχωρεῖς… Σὲ χρειάζομαι… Πεθαίνω…”. Κοίταξε τὸν π. Ἀρσένιο καὶ πρόσθεσε σταθερά: “Κάθησε”.

Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ φῶς ἀπὸ τὸν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, ποὺ καλυπτόταν ἀπὸ χονδρὲς σταγόνες ἱδρῶτος. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ἀνακατωμένα, τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε μία νεκρικὴ χλωμάδα. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ κοιτοῦσαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτὴ τὴ ζωὴ κουρασμένος καὶ γεμάτος πόνο. Ἀλλὰ κρατιόταν ἀκόμα ἀπὸ μία τελευταία ἐπιθυμία: νὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα στὸν Θεό.

“Εξομολόγησέ μέ, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά”.

Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια γιὰ τὸν ἑτοιμοθάνατο.

Πλησιάζοντας πιὸ κοντὰ στὸν μοναχὸ καὶ χαϊδεύοντας τὰ κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιὰ του ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα. Μὲ τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστὰ τὶς εὐχὲς καὶ συγκεντρώνοντας τὴν προσοχὴ του ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τὴν ἐξομολόγησι.

“Η καρδιά μου… Δὲν χτυπάει καλά…” ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησί του.

Σκύβοντας πάνω ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στὰ μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικὲς φορὲς ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὸ στῆθος του. Ὁ Μιχαὴλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νὰ εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ κινοῦνται καὶ κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νὰ ἐκφράση.

Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλοὺς στὰ τελευταῖα τους καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τὸ βαθειὰ συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε φτάσει σὲ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἱερεὺς Ἀρσένιος ἦταν μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δὲν ἦταν κἄν ἄξιος νὰ φιλήση τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.

Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀπὸ ζωὴ καὶ μέσα τους, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καὶ πρίν, τὰ διάβαζε ὅλα. ὅλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Στὴν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαὴλ ἔγινε δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ τὸν δίκασε αὐστηρά, χωρὶς ἔλεος. Μερικὲς φορὲς ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ‘βλέπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον ποὺ δίκαζαν τώρα μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ βάσανα καὶ θλίψεις —παλιὲς καὶ τωρινές— νὰ ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴ μακρυνὴ χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νὰ πετάξη ἔξω ὅλα τὰ ἄχρηστα, ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἐπουσιώδη καὶ νὰ παραδώση τὰ χρήσιμα στὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ποὺ ἐνδεδυμένος μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἔδινε τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.

Στὰ λίγα λεπτὰ ζωῆς ποὺ τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώση ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ τὰ ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτὰ μπροστὰ στὸν Θεό, νὰ ἀναγνωρίση τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἔχοντας καθαρίσει τὸν ἑαυτό του στὸ δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νὰ σταθῆ κατόπιν μπροστὰ στὸ Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τὸν ἐπηρέασε ὅσο ποτὲ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθὼς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ πολὺ ἔλεός Του τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἐξομολογήση κάποιον ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δικαίων.

Τούτη τὴ φορὰ ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, ποὺ τόσο καιρὸ καὶ μὲ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σὲ ποιὰ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νὰ φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε.

Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καὶ προσκόμματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν προσφέρει στὴν κατὰ Θεὸν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθικὴ κατάπτωσις, διαρκὴς ἀστυνόμευσις καὶ καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τι ποὺ θὰ σταθῆ στὸν δρόμο του, νὰ τὰ ὑπερνίκηση καὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.

Δὲν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαὴλ εἶχε διανύσει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὶς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν ἄρνησι καὶ τὴν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολὺ λίγη πνευματικὴ καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατὰ διαστήματα κάποιες συναντήσεις μὲ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καὶ ἕνας σχεδὸν ὁλόκληρος χρόνος ποὺ τὸν πέρασε χαρούμενα σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καὶ φλογερὸς πόθος του νὰ προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Κύριο.

“Ακολούθησα ἄραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστὰ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ἔχασα τὸν δρόμο; Δὲν ξέρω”, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὄχι μόνο δὲν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλὰ εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολὺ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καὶ ξεπεράσει τοὺς ὁδηγούς του.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορείᾳ», μία μάχη γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωσι μέσα στὴ βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχε κερδίσει αὐτὴ τὴ μάχη, τὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν περικύκλωνε. Καθὼς ἔζησε μέσα στὸν κόσμο, ἀφιερώθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένο πυρσὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγαλεῖο, τὴν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καὶ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ ἱκέτευε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ δώση σ’ αὐτόν, τὸν ἱερέα Του Ἀρσένιο, τὴ δύναμι νὰ ἀνακουφίση τὰ βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτὲς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἔνιωθε νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τὶς θαυμαστὲς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καὶ ὁδηγώντας τον στὸ δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.

Ἔφτασε καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ Μιχαὴλ εἶχε πιὰ παραδώσει στὸν ἱερέα —καὶ διὰ μέσου ἐκείνου στὸν Θεὸ— ὅλα ὅσα βάραιναν τὴν καρδιά του. Τὰ μάτια του κοίταζαν ἐρωτηματικὰ τὸν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο μοναχὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ κρατώντας το στὰ χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε· ἔτρεμε πάλι μὲ τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαὴλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπὸ μέσα του ἔκλαιγε. Κατόπιν, μὴ μπορώντας νὰ κρατηθῆ, ξέσπασε σὲ δάκρυα.

Ὁ Μιχαὴλ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ κοίταξε πρὸς τὸν π. Ἀρσένιο. “Ευχαριστώ… Εἰρήνευε… Ἦρθε ἡ ὥρα… Προσεύχου γιὰ μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ· ἔχεις ἀκόμη πολὺ δρόμο μπροστά σου… Σὲ παρακαλῶ, πάρε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἕνα σημείωμα πρὸς δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ μεγάλη πίστι. Πολὺ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τὸ σημείωμα αὐτό. Σὲ χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ προσεύχου στὸν Κύριο γιὰ τὸν μοναχὸ Μιχαήλ”.

Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἔμοιαζε σὰν νὰ ἦταν μόνοι τους· σὰν τάχα ὁ θάλαμος καὶ οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νὰ εἶχαν γίνει πολὺ ἀπόμακρα· ὅλα νὰ εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ τῶν καρδιῶν τους καὶ ἡ σιωπηλὴ πνευματικὴ ἕνωσι ποὺ τοὺς ἔδενε καὶ τοὺς ἔφερνε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.

Κάθε ἀγωνία καὶ ταραχὴ σταμάτησε· κάθε τι γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καὶ τώρα ἡ μία ψυχὴ πήγαινε νὰ Τὸν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νὰ παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τὸν θάνατο, τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ζωή.

Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς κράτησε σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καὶ προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐσωτερικὰ ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιὸ πολὺ κοντά του. Μὲ εὐλάβεια καὶ χωρὶς διαλογισμοὺς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τὸν μοναχὸ στὴν προσευχή του.

Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μὲ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τὰ λόγια του μόλις ἀκούγονταν: “Κύριε, μὴ μὲ ἀπόρριψης!”.

Ἀνασηκώνοντας τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ Μιχαὴλ ἄνοιξε τὰ χέρια καὶ ἐπανέλαβε δυνατά: “Κύριε! Κύριε!”. Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καὶ τὸ κορμὶ του ἀμέσως χαλάρωσε.

Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήση. Νὰ εὐχαριστήση γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο, νὰ ἀξιωθῆ νὰ δῆ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀθέατο στὰ μάτια καὶ ἀκατανόητο στὸν νοῦ, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κρυφὸ ἀπ’ ὅλα τὰ μυστήρια: τὸν θάνατο τοῦ δικαίου.

Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τὰ μάτια του ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμᾶτα φῶς. Ὅμως τὸ φῶς σιγὰ-σιγὰ χλώμιαζε καὶ τὴν θέσι του ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιὰ διέτρεξε τὸ πρόσωπο, καὶ στὸ πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.

Σκυμμένος πάνω στὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἂν καὶ μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ νέου μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τὸ ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τὴν δόξα Του.

Προσεκτικὰ ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τὰ ροῦχα στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειὰ ὑπόκλισι μπροστά του καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στὸ θάλαμο ἑνὸς στρατοπέδου «μὲ αὐστηρὸ καθεστὼς κρατήσεως». Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἡ σκέψις ἀπὸ τὸ μυαλό του: Αὐτὸ τὸ στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου Μιχαήλ.

Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τὸ ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τὸ κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στὴ μνήμη τὸν ἀριθμὸ καὶ πῆγε νὰ ἐνημερώση τὸν θαλαμάρχη γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ νεκροῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά του.

Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιὰ τὴν ἐπιθεώρησι καὶ μπῆκαν γρήγορα σὲ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τοὺς ἐπιθεωρητὲς ποὺ στέκονταν στὴν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καὶ ἀνέφερε: “Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμὸς Β 382.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιθεωρητὲς μπῆκε στὸ θάλαμο, κοίταξε τὸν νεκρό, σκούντησε τὸ λείψανο μὲ τὴ μύτη τῆς μπότας του καὶ ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἕλκυθρο γιὰ νὰ πάρη τὸ πτῶμα. Ἕνας γιατρὸς τῶν φυλακῶν, ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἐθελοντὲς ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μὲ τὸ βλέμμα του ἀπρόσεκτα τὸ νεκρὸ σῶμα, σήκωσε λίγο τὸ ἕνα βλέφαρο μὲ τὸ κλεισμένο σὲ γάντι χέρι του καὶ μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στὴν ὁμάδα ὑπηρεσίας: “Γρήγορα, βάλτε το στὸ κάρρο”.

Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στὸ ἕλκυθρο. Τὸ σῶμα τοῦ Μιχαὴλ μεταφέρθηκε ἔξω καὶ τοποθετήθηκε πάνω στὰ ἄλλα. Ὁ ὁδηγὸς πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τὰ πόδια του ἐπάνω στὰ πτώματα, ποὺ εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπὸ τὸ κρύο.

Ἔπεφτε ψιλὸ χιόνι καὶ καθὼς ἀκουμποῦσε στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σὰν νὰ ἔκλαιγαν. Κοντὰ στοὺς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, ποὺ συζητοῦσαν μὲ τὸν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ποὺ ἕσφιγγε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ προσευχόταν σιωπηλά.

Τὸ ἕλκυθρο ἄρχισε νὰ κινῆται. Κάνοντας μία βαθειὰ ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τὰ ἄψυχα σώματα καὶ γύρισε πίσω στὸν θάλαμο. Ὁ ὁδηγὸς τίναξε τὰ χαλινάρια καὶ ἔκανε τὰ ἄλογα νὰ ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μιὰ βρισιά. Τὸ ἕλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴ ματιά.
πηγή

Ὁ φονιάς τοῦ ἀδελφοῦ - Ἅγιος Διονύσιος Ζακύνθου

     Ὅταν ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Αἰγίνης Διονύσιος (1547-1624) ἀσκήτευε στήν Μονή τῆς Παναγίας τῆς Ἀντιφωνήτριας, δέχτηκε μία νύχτα τήν ἐπίσκεψη ἑνός ἀγνώστου.

     Τό ἀγριεμένο του βλέμμα, ἡ κουρασμένη καί ταραγμένη μορφή, ἡ σβησμένη φωνή, ἔδειχναν ἄνθρωπο πού κάτι φοβερό τοῦ συνέβαινε. Ἔτρεμε. Ἦταν σάν κυνηγημένο ἀγρίμι. Τόν ρώτησε ὁ ἅγιος ποιά ἀφορμή τόν ἔφερε σ΄ ἐκεῖνο τό μέρος καί γιατί ἦταν τόσο ἀναστατωμένος.

     - Ἁμάρτησα, ἅγιε πατέρα, τοῦ ἀποκρίθηκε μέ φωνή πού ἔμοιαζε μᾶλλον μέ κλάμα. Σκότωσα!... Σέ μία στιγμή ὀργῆς ὁ νοῦς μου σκοτίστηκε καί ἔγινα φονιάς. Ἕνα ἀπόσπασμα μέ κυνηγάει. Εἶμαι ἄθλιος, τό ξέρω, ἀλλά ἔρχομαι στήν ἁγιοσύνη σου γιά νά μέ σώσει. Κρύψε μέ ὅσο νά φύγει τό ἀπόσπασμα, γιά νά γλυτώσω.

     Μετά τήν πρώτη γνωριμία μέ τό φονιά, ἀκολουθεῖ ἡ τραγική ἀποκάλυψη: Ὁ φονιάς πού βρίσκεται ἐμπρός του ἦταν φονιάς τοῦ ἀδελφοῦ του! Εἶχε σκοτώσει τόν ἄρχοντα Κωνσταντῖνο Σιγοῦρο.
 
     Ἦταν πολύ ἀγαπημένα τά δυό ἀδέρφια. Ὁ ἅγιος Διονύσιος τοῦ εἶχε χαρίσει ὅλη τήν περιουσία του. Ἔτσι ὁ Κωνσταντῖνος Σιγοῦρος ἦταν πολύ πλούσιος, εὐτυχισμένος καί δυνατός ἄρχοντας τοῦ τόπου. Μία ἄλλη ὅμως ζακυνθινή οἰκογένεια - τοῦ Μονδίνου - δέν χώνευε τήν ἐξαιρετική σέ πλοῦτο καί τιμές οἰκογένεια τοῦ Σιγούρου. Δέν ἤθελε νά τῆς ἀναγνωρίσει τά πρωτεῖα.

     Ἀπό τήν ἀφορμή αὐτή γεννήθηκε τό ἄγριο μίσος, πού ὅπλισε τό χέρι τοῦ φονιά ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου Σιγούρου. Καί κάποια μυστική δύναμη πού ἤθελε νά δοκιμάσει τή χριστιανική ψυχή τοῦ ἀσκητοῦ τῆς Ἀντιφωνήτριας, τόν ἔφερε στά χέρια τοῦ ἀδερφοῦ του.

     Στήν ψυχή τοῦ ἁγίου ξέσπασε τότε μία δυνατή ἐσωτερική πάλη. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐγκληματία τόν φόνο τοῦ ἀγαπημένου του ἀδερφοῦ. Συγχρόνως ὁ φονιάς τόν παρακαλοῦσε νά τόν κρύψει, νά τόν σώσει ἀπό τό ἀπόσπασμα. Τί θά ἔκανε; Θά γινόταν ἐκδικητής, ὅπως τοῦ ὑπαγόρευε τό ἀνθρώπινο αἴσθημά του, καί θά τόν παρέδιδε στό ἀπόσπασμα, ἤ θά ἔπνιγε τόν πόνο τῆς ψυχῆς του καί θά τόν ἔκρυβε;

     Ὁ οὐρανός στάλαξε στήν ψυχή του θάρρος. Νίκησε κάθε ἀνθρώπινο δισταγμό. Ἔπνιξε κάθε ἀδυναμία, πού τόσο φυσικό ἦταν νά κυριαρχήσει ἔστω καί πρός στιγμήν. Ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ συγνώμη κυριάρχησαν. Μήπως καί ὁ σταυρωμένος Κύριός μας δέν εἶχε ζητήσει ἀπό τόν Πατέρα του νά συγχωρήσει τούς σταυρωτές του;

     Ὁ χριστιανός νίκησε τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἐρημίτης τόν ἀδελφό. Ὁ ἅγιος δέν βλέπει ἐμπρός του παρά μονάχα τόν δυστυχισμένο φονιά, πού ἐκλιπαρεῖ τήν προστασία του. Τοῦ τήν προσφέρει μέ ὅλη του τήν καρδιά, λαμπρύνοντας ἔτσι τή ζωή του μέ μία τόσο ἡρωική πράξη!

     Ὅταν σέ λίγο φάνηκε ἀπό τό ἀνηφορικό μονοπάτι τό ἀπόσπασμα, παίρνει ὁ ἅγιος τόν φονιά ἀπό τό χέρι καί τόν κρύβει στό κελάρι. Οἱ διῶκτες φτάνουν λαχανιασμένοι καί τοῦ ἀναγγέλουν τό τραγικό γεγονός. Ὁ δεσπότης προσποιεῖται ὅτι δέν ξέρει τίποτε. Θρηνεῖ μαζί τους. Καί γιά νά κερδίσει χρόνο τούς στέλνει στό ἀντικριστό δάσος γιά ν΄ ἀναζητήσουν τό φονιά.

     Ὅταν ξεμάκρυναν, κατεβαίνει στό κελάρι, βγάζει ἔξω τόν φονιά καί τοῦ λέει μέ φωνή τρεμουλιαστή ἀπό τόν πόνο.

     - Ἐκεῖνος πού σκότωσες ἦταν ὁ ἀδερφός μου! Μποροῦσα νά ἐκδικηθῶ καί νά σέ παραδώσω στήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Ἀλλά δέν τό ἔκανα. Πήγαινε λοιπόν... Φρόντισα νά σοῦ ἑτοιμάσουν κάτω στ΄ ἀκρογιάλι ἕνα καΐκι γιά νά σέ περάσει στήν ἀπέναντι στεριά τῆς Πελοποννήσου. Πήγαινε καί προσπάθησε νά ἐξιλεωθεῖς γιά τό κρίμα σου. Ὁ Χριστός στόν σταυρό συγχώρησε τίς ἁμαρτίες τοῦ ληστῆ, πού μετανόησε τήν τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε καί σύ νά γίνεις ἄξιος της θείας συγνώμης! Γονάτισε τότε ὁ φονιάς καί μέ πικρά δάκρυα τοῦ ἔβρεχε τό χέρι.

     Ἡ νύχτα εἶχε πιά ἁπλώσει τό σκοτεινό πέπλο της στήν ἄγρια ἐρημιά τοῦ μοναστηριοῦ, ὅταν μία σιωπηλή συνοδεία πῆρε τό μονοπάτι, πού ἔφερνε ἀπό τήν Ἀντιφωνήτρια στ’ ἀκρογιάλι. Μέ προσταγή τοῦ ἁγίου τρεῖς μοναχοί συνόδεψαν τόν φονιά μέχρι τό καΐκι, πού θά τόν ἔσωζε ἀπό τούς διῶκτες του.

Δαιμονικής εμπνεύσεως οικουμενιστικό-πανθρησκειακό όραμα, θα ταράξει την εκκλησία της Ελλάδος

 

Η εισήλαση της οικουμενιστικής λαίλαπας στην εκκλησιαστική ζωή”

Σαν μονιός άγριος και σαν χείμαρρος μανιασμένος έχει εισβάλλει ο δαιμονοκίνητος οικουμενισμός στον εκκλησιαστικό βίο μεταίρων τα τεθέντα υπό του Κυρίου, των αποστόλων και των πατέρων όρια, μεταθέτων τα αμετάθετα,καταλύων τα ακατάλυτα, μειγνύων τα άμεικτα και συγχέων τα ασύγχυτα. Δυστυχέστατα για την ιερότατη υπόθεση της προασπίσεως του Ορθοδόξου Δόγματος, προς μεγίστη χαρά του σατανά και των εν τω κόσμω οργάνων του, επί τεραστία βλάβη της πανορθοδόξου ενότητος και προς δεινό σκανδαλισμό του πιστού λαού ένιοι εκκλησιαστικοί ταγοί, με «πρώτους και καλύτερους» τους αρχιερείς του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με επικεφαλής τον πατριάρχη Βαρθολομαίο όπως προκύπτει απ την ανάγνωση και μελέτη των κατά καιρούς δηλώσεών τους και την αναδίφηση της εν γένει πολιτικής που ακολουθούν στον κατ εξοχήν ευαίσθητο τομέα των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών σχέσεων, υπηρετούν δυστυχώς το δαιμονικής εμπνεύσεως οικουμενιστικό-πανθρησκειακό όραμα, δέσμιοι, προφανώς, ολέθριων συγκρητιστικών ιδεοληψιών και αγκυλώσεων, απότοκων, ίσως, της «μαθητείας τους» «παρά τους πόδας» εγνωσμένων τοις πάσι,οικουμενιστικού προσανατολισμού, ηγετικών παραγόντων του εκκλησιαστικού βίου, κεκοιμημένων όντων (αναφέρομαι, κυρίως,στους μακαριστούς Αθηναγόρα Σπύρου και Μελίτωνα Χατζή).
Το πεπαρρησιασμένο, ομολογιακό και γέμον εμπόνου αγωνίας κείμενο της συνάξεως εκτός από έκφραση διαμαρτυρίας για την εισήλαση της οικουμενιστικής λαίλαπας στην εκκλησιαστική ζωή, έχω τη γνώμη ότι θέτει και όλους μας, κληρικούς και λαικούς, προ των ευθυνών μας, αναφορικά με τη στάση μας έναντι των εκφυλιστικών αυτών φαινομένων και των εμπνευστών και πρωτουργών τους. Ειδικά οι κληρικοί και δη οι έχοντες τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης σταθμίζοντας τις ευθύνες τους θα πρέπει να σκεφθούν σοβαρά και την προοπτική και το ενδεχόμενο της διακοπής του μνημοσύνου του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μιμούμενοι το παράδειγμα των μακαριστών συνεπισκόπων τους Αυγουστίνου του νεοχρυσοστόμου, Αμβροσίου του λεοντόκαρδου και Παύλου του απλού και κεχαριτωμένου.
Λ.Ν
Λυκούργος Νάνης, ιατρός

Το Είδαμε : Εδώ

Ο εν αγίοις πατήρ ημών Διονύσιος ο νέος, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, ο εν Ζακύνθω




Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ, Ο ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ (17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)
           «Ο αοίδιμος Πατήρ ημών Διονύσιος ο νέος ήταν από τη νήσο Ζάκυνθο. Οι γονείς του ήταν ένδοξοι και πλούσιοι, ονόματι Μώκιος και Παυλίνα, που ανέθρεψαν με ευσέβεια τον υιό τους, ο οποίος επιδόθηκε ιδιαιτέρως στα ιερά γράμματα. Μεγαλώνοντας άφησε όλα τα γήινα, γιατί πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών, και εντάχθηκε  στην ασκητική Μονή των Στροφάδων. Εκεί αφού εξάσκησε όλες τις αρετές της μοναχικής ζωής για αρκετά μεγάλο διάστημα, θέλησε έπειτα να πάει στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να προσκυνήσει τον τόπο  που πάτησαν τα άχραντα πόδια του Σωτήρα Χριστού. Για τον λόγο αυτό πήγε στις Κυκλάδες, νομίζοντας ότι από εκεί ήταν πιο εύκολο να βρει πλοίο για την Παλαιστίνη. Ευρισκόμενος κοντά σχετικά στην Αθήνα, θεώρησε φυσικό να πάρει την ευλογία του αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο οποίος όμως του εισηγήθηκε να αφήσει το προσκυνηματικό σχέδιό του και να αποδεχτεί τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Αιγινητών, κάτι που έκανε, με την πεποίθηση ότι υπακούει στην Πρόνοια του Θεού. 
    Στην Αίγινα έμεινε αρκετό διάστημα, ποιμαίνοντας κατά τρόπο θεάρεστο το ποίμνιό του, το οποίο όμως κάποια στιγμή το άφησε, δίνοντας την πνευματική ευλογία του, γιατί φοβήθηκε την ανθρώπινη δόξα που άρχισε να του προσφέρεται λόγω της μεγάλης του αρετής. Επέστρεψε λοιπόν πίσω στη Ζάκυνθο και αποσύρθηκε πάνω σε βουνό, που ήταν το πολυθρύλητο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας, οπότε εκεί αύξησε τον έρωτά του προς τον Θεό, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του με ασκητικούς κόπους, όσια και θεάρεστα, και διαλάμποντας σε ποικίλες αρετές, ιδίως την τέλεια αγάπη προς τον πλησίον.   
       Κατεξοχήν φανερώθηκε αυτή η αγάπη όταν έκρυψε τον δολοφόνο του ίδιου του του αδελφού Κωνσταντίνου, ο οποίος (δολοφόνος), αγνοώντας ότι ο Διονύσιος είναι ο αδελφός του φονευθέντος, κατέφυγε σ’ αυτόν. Ο άγιος τον περιποιήθηκε, κατεύνασε την οργή αυτών που τον δίωκαν, του φανέρωσε τέλος ποιος ήταν, λέγοντάς του όμως ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από αυτόν, τον νουθέτησε, τον συγχώρησε, του έδωσε μάλιστα και εφόδια για να πορευτεί στο εξωτερικό, δείχνοντας δηλαδή μία τέτοια αγάπη, που απόρησαν και οι άνθρωποι όταν την έμαθαν, αλλά και οι άγγελοι, και που εύφρανε ιδίως τον διδάσκαλο Ιησού, γιατί βρέθηκε άνθρωπος που τήρησε απαράλλακτα σαν Εκείνον αυτήν την αγάπη. Ο δε Ιησούς άμειψε αυτήν τη χριστομίμητη αρετή, καταπλουτίζοντάς τον με υπερφυείς θαυματουργίες και εξαιρετικές θεοσημείες.
Για παράδειγμα: τον έπιασε κάποτε βροχή μεγάλη στον δρόμο και αυτός δεν βράχηκε καθόλου. Σταμάτησε τον ρου ενός πλημμυρισμένου ποταμού και τον διάβηκε χωρίς να βραχεί. Νεκρούς που είχαν διαμείνει άλιωτοι  από δεσμό αφορισμού, με τη δύναμη της προσευχής του  έλυσε τον αφορισμό τους και αμέσως λιώσανε και γίνανε χώμα τα οστά τους. Διόρθωσε με παράδοξο θαύμα ψαρέματος την ανόητη δεισιδαιμονία και τη θρασύτητα κάποιων ψαράδων. Υπενθύμισε στην εξομολόγηση ενός πρεσβυτέρου, Παγκρατίου στο όνομα, την αμαρτία που είχε κάνει κάποτε, να του πέσει από απροσεξία ο θείος άρτος της θείας κοινωνίας, και που αυτός την είχε ξεχάσει. Τον έλεγξε για την απροσεξία του αυτή, τον νουθέτησε και τον συγχώρησε, ενώ ο ιερέας είχε μείνει κατάπληκτος για την αποκάλυψη αυτή.
      Έφθασε τέλος στο τέρμα του βίου του, σε βαθύ γήρας, και παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του ευχαρίστως και θεοσεβώς στον Κτίστη του, το 1624, στις 17 Δεκεμβρίου, αφού είχε προείπει στους οικείους του να εναποθέσουν το σκήνος του στην προαναφερθείσα μονή των Στροφάδων, εκεί που αφιέρωσε αρχικά τον εαυτό του. Μετά από λίγα έτη φάνηκε με όνειρο στον προεστώτα και σε αδελφούς της Μονής, λέγοντας να τον βγάλουν γρήγορα από τον τάφο, πράγμα το οποίο εκείνοι έκαναν. Βρήκαν δε  το πάντιμο σκήνος του σώο, ανελλιπές και ακέραιο, γεμάτο από υπερφυή ευωδία, οπότε και το τοποθέτησαν ευσεβώς σε τιμία λάρνακα μέσα στο Νάρθηκα του Ναού, όπου και σώζεται, θαυματουργώντας αδιάκοπα σε όλους τους πιστούς προσκυνητές για κάθε ανάγκη τους, στενοχώρια και θλίψη. Αποτελεί το φυλακτήριο της Μονής και η μεγάλη παρηγοριά της, που θεραπεύει νόσους και επιτελεί πάμπολλα θαύματα καθημερινώς. Τελείται δε η ιερή του σύναξη στη βασιλική και πατριαρχική αυτή μονή των Στροφάδων, στη θεόσωστη και ξακουστή πόλη και νήσο Ζάκυνθο, την πατρίδα του. Εκεί έχει εγερθεί ναός σπουδαίος με δαπάνη της Μονής (σαν μετόχι αυτής) επ’ ονόματι του αγίου. Ταις αγίαις πρεσβείας του αγίου Διονυσίου, Χριστός ο Θεός ημών, ελεήσαι και σώσαι πάντας ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν».
        Ο μήνας Δεκέμβριος καταυγάζεται από τη μνήμη μεγάλων και θαυματουργών αγίων, παλαιοτέρων, σαν τους αγίους Νικόλαο και Σπυρίδωνα, και νεωτέρων, σαν τον  σημερινό άγιο Διονύσιο. Εισπράττεται δε η μνήμη των αγίων αυτών, με το μεγάλο χάρισμα της θαυματουργίας που έχουν, από τους πιστούς της Εκκλησίας μας, ως μεγάλη παρηγορία, διότι κατεξοχήν αυτοί λόγω της παρρησίας τους ενώπιον του Κυρίου μπορούν και επεμβαίνουν στη ζωή τους, δίνοντας λύση στα αδιέξοδά τους και θεραπεία σε ανίατα πολλές φορές νοσήματά τους. Προς άρσιν βεβαίως παρεξηγήσεως, όλοι οι άγιοί μας είναι θαυματουργοί, αφού έχουν δύναμη προσευχής που ενεργοποιεί τον έτσι κι αλλιώς «θελητήν του ελέους» Τριαδικό Θεό μας. Κι αν κάποιοι άγιοι δεν έχουν φήμη μεγάλου θαυματουργού αγίου, όπως για παράδειγμα κάποιοι μεγάλοι δάσκαλοι της Εκκλησίας μας, είναι γιατί αυτοί χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιάσεως των λογισμών των ανθρώπων και της διαφυλάξεώς τους από τη λύμη των αιρετικών, κάτι που συνιστά το μέγιστο ίσως χάρισμα του Θεού: η ορθή πίστη στον Θεό και η αληθινή εικόνα συνεπώς και της Εκκλησίας είναι το μέγιστο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Ποιο θαύμα, για παράδειγμα, θεραπείας σωματικής αρρώστιας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και τι νόημα θα είχε, έξω από την αληθινή Εκκλησία του Χριστού; Το θαύμα λοιπόν της ορθής πίστεως προϋποτίθεται του θαύματος της ιάσεως των αρρωστημάτων του σώματος.

    Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν ανήκει στους μεγάλους νεωτέρους θαυματουργούς αγίους της Εκκλησίας μας. Και μάλιστα με τη δοσμένη από τον Κύριο χάρη να θαυματουργεί και ενόσω ζούσε και μετά την κοίμησή του. «Χριστός και ζώντα και μεταστάντα σε, θεοσημείαις και τέρασιν αφθόνως εδόξασε». (Ο Χριστός σε δόξασε πλούσια με  θεοσημεία και θαύματα, και όσο ήσουν ζωντανός και όταν μεταστάθηκες). «Πολλά σου τα εν βίω τεράστια, πυκνά τα μετά θάνατον θαύματα».  Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βεβαίως εξηγούν τη δωρεά αυτή του Κυρίου στον άγιο. Ο άγιος κατέστησε τον εαυτό του άξιο και κατάλληλο για να διοχετεύει τη θεραπευτική χάρη Εκείνου, διότι μάζεψε, θα λέγαμε, όλες τις αρετές των παλαιοτέρων αγίων, ιδίως των πατριαρχών και προφητών της Παλαιάς Διαθήκης: του Αβραάμ, του Ιακώβ, του Ιώβ, του Μωυσή, του Δαβίδ. «Των κλεινών προπατόρων τας αρετάς εμιμήσω κατ’ ίχνος θεσπέσιε. Αβραάμ το φιλόξενον, Ιακώβ τε το άκακον, και Ιώβ το άμεμπτον, Μωυσέως το άπλαστον, και Δαβίδ βασιλέως το πράον, το συμπαθές και φιλόστοργον». (Μιμήθηκες ακριβώς, θεσπέσιε Διονύσιε, τις αρετές των ενδόξων προπατόρων μας. Τη φιλόξενη διάθεση του Αβραάμ, την ακακία του Ιακώβ, την καθαρότητα του Ιώβ, την απλότητα του Μωυσή, την πραότητα, τη συμπάθεια και φιλοστοργία του βασιλιά Δαβίδ).
 Εκεί όμως που ο άγιος Διονύσιος αποτελεί κυριολεκτικά ορόσημο, κριτήριο αναφοράς σε πιστούς και απίστους, είναι η τεράστια αγάπη του. Η αγάπη προς τον πλησίον, εκτεινόμενη και προς τον θεωρούμενο εχθρό, καρπός της σαν φωτιά θερμής αγάπης του προς τον Θεό, όπως σημειώνει βεβαίως και το συναξάρι του, ήταν το έδαφος της  πνευματικής περπατησιάς του στον κόσμο τούτο. Όλες άλλωστε οι αρετές του, όπως γνωρίζουμε από τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, είχαν νόημα, διότι ακριβώς κατέληγαν σ’ αυτήν την αγάπη. Αυτή συνιστά το μέτρο, αυτή δίνει τον ρυθμό. Χωρίς την αγάπη, η όποια αρετή έχει τη στιφάδα της αυστηρότητας και της ξεραΐλας. Γίνεται αποκρουστική. Με την αγάπη όλα βρίσκουν τον ρυθμό τους και αποκτούν γλυκύτητα. Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν είχε και έχει αυτήν την γλυκύτητα: την παρουσία του ίδιου του Χριστού μας. Τον πλησιάζουμε και η καρδιά μας παρηγορείται και κατανύσσεται. Προσκυνούμε  τον σκληρό ασκητή με τους μεγάλους ασκητικούς κόπους και νιώθουμε να μας βάζει στην αγκαλιά του πλαταίνοντας τη στενότητα της ψυχής μας. Νιώθουμε σαν παιδιά που τα έχει κοντά του ο αγαπημένος τους παππούς.
     Ο υμνογράφος του φαίνεται να πανηγυρίζει την πλατειά αυτή αγκαλιά του, την γεμάτη αγάπη ακόμη, όπως είπαμε, και προς τους εχθρούς. «Ουκ έγνω τον Θεόν, ος αγάπη υπάρχει, ο μη εχθρόν φιλών, ος πλησίον τυγχάνει». (Δεν γνώρισε τον Θεό, που είναι αγάπη, αυτός που δεν αγαπά τον εχθρό του, ο οποίος  τυχαίνει να είναι ο πλησίον του). «Του διδασκάλου Χριστού, εν Ευαγγελίω ακούσας λέγοντος, εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις, ευκαίρως τω έργω μαθητής ανεδείχθης δόκιμος, αγιώτατε Πάτερ». (Άκουσες, αγιότατε Πατέρα, τον διδάσκαλο Χριστό να λέει στο Ευαγγέλιο: «από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας», οπότε σε κάθε ευκαιρία αναδείχτηκες έμπρακτα δόκιμος μαθητής Του). Είθε η πυρωμένη από αγάπη Θεού και ανθρώπου καρδιά του αγίου Διονυσίου να θερμάνει τις ψυχραμένες λόγω ανομιών μας δικές μας καρδιές, ώστε να νιώσουμε λίγο από τη χάρη του Θεού και να ζήσουμε επομένως, έστω και ακροθιγώς, αληθινά Χριστούγεννα.
π. Γεώργioς Δορμπαράκης

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ: Σαν σήμερα 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες κάνουν ΗΡΩΙΚΗ έξοδο και οι Σουλιώτισσες χορεύουν το “ΧΟΡΟ του ΖΑΛΛΟΓΓΟΥ”…


Χρέος όλων μας , να τιμούμε την μνήμη τους, και να μην τους ξεχάσουμε ΠΟΤΕ….Αποφράδα ημέρα για τους Σουλιώτες..
η 12η Δεκεμβρίου του 1803.Ημέρα-απαρχή της Μεγάλης Εξόδου των υπερήφανων Αετών του Σουλίου που σφραγίστηκε με την Μεγάλη Θυσία τους στο μοναστήρι του Σέλτσου της Βρεστενίτσας (Πηγες -΄Αρτας) τον Απρίλιο του 1804.Προτιμησαν να πεθάνουν λεύτεροι παρα να ζήσουν στη σκλαβιά.Ετσι δίδαξαν στις επομενες γενιές την αρετή της Ελευθερίας.Την Μνήμη των δεινών και της θυσίας των οφείλουμε να την διατηρήσουμε σαν άσβεστη φλόγα ιστορικής παρακαταθήκης παραδίδοντάς την και εμείς στην επόμενη γενιά.
Γράφει ο Χρήστος Καπερώνης
Να μήν τους αφήσουμε στη λήθη! Χρέος δικό μας ακατάλυτο, η θύμησή τους.Σ’αυτούς τους Ήρωες αφιερώνονται και τα παρακάτω λόγια του του μεγάλου λογοτέχνη και ζωγράφου μας, του
Φώτη Κόντογλου”Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωή τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς και από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο».
12η Δεκεμβρίου 1803- Η συνθήκη της παράδοσης του Σουλίου
Μαύρη μέρα ξημέρωσε για το Σούλι .Σαν σήμερα πριν από 200 ακριβώς χρόνια το Μαρτυρικό Σούλι μετά από σκληρή πολιορκία του Αλή πασά αναγκάζεται να υπογράψει συμφωνία με τον τύραννο κάτω από το βάρος των δεινών και της πείνας που επέφερε ο ολοσχερής αποκλεισμός του.. Δεν άντεχαν άλλο πλέον. Οι καπεταναίοι του Σουλίου με επικεφαλής τους Φώτο Τζαβέλα και Νότη Μπότσαρη , βάζουν με βαριά καρδιά την υπογραφή τους σε μια συμφωνία που ο πανούργος Αλή πασάς δεν θα την σεβαστεί ποτέ.
Έτσι η Μεγάλη Έξοδος για τους Σουλιώτες αρχίζει .Με δάκρυα και πόνο εγκαταλείπουν για πρώτη φορά τις πατρογονικές εστίες, παίρνοντας τα υπάρχοντά τους ο καθένας , ότι μπορούσε και μαζί με τις οικογένειές τους ,αρχίζουν το μεγάλο ταξίδι. Πίσω τους όμως άφηναν την ψυχή τους να φυλάει καραούλι στο Σούλι .Άφηναν τους τάφους των προγόνων με τον όρκο ότι πολύ σύντομα θα επιστρέψουν πίσω. Άφησαν όμως και στο Κούγκι τον μπουρλοτιέρη τους τον καλόγηρο Σαμουήλ, για να επιδώσει τα διαπιστευτήρια τους στους Τουρκαλβανούς που έφτασαν.Δεν γνώριζαν όμως τι τους επεφύλασσε ακόμη η μαύρη μοίρα τους. Αν την γώριζαν…. δεν θα έφευγαν ποτέ από το Σούλι γιατί ο τύραννος, άλλα είχε κατά νου….
16η Δεκεμβρίου του 1803. Δίνεται το σύνθημα για την Μεγάλη Έξοδο..
Ενα τμήμα περίπου 1.500 ανδρών με επικεφαλής τους Φώτο Τζαβέλα, Δήμο Δράκο και Τζίμα Ζέρβα, κίνησαν κατά την Πάργα που ήταν υπό Ρωσικό έλεγχο ελπίζοντας στην προστασία των Ευρωπαίων. Καθ’ οδόν καταδιώχθηκαν από τους Τουρκαλβανούς αλλά τελικά έφτασαν στην Πάργα με ασφάλεια και από εκεί πέρασαν στην Κέρκυρα όπου την κατείχαν ήδη οι Ρώσοι. Το 1807 θα περιέλθει στους Γάλους
Το δεύτερο τμήμα 800 περίπου νοματαίων με επικεφαλής τον Κουτσονίκα και Κίτσο Μπότσαρη χτυπήθηκε την ίδια κιόλας μέρα 16 Δεκεμβρίου αφού ο Αλής αθέτησε την συμφωνία . Τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο Ζάλογγο όπου έγινε σφοδρότατη μάχη, αποδεκατίστηκαν και ακολούθησε η θυσία των γυναικών με τον επικό χορό του Ζαλόγγου. Χέρι –χέρι εξήντα[60] ηρωικές Σουλιώτισσες ασπαζόμενες τα παιδιά τους και ρίχνοντας τα στον γκρεμό, τα ακλουθούσαν μία μία. Ένας άφθαστος ηρωισμός που έφτασε στα πέρατα της οικουμένης.
Οι ορδές του Αλή Πασά αφού εξόντωσαν τους Σουλιώτες από τα περισσότερα χωριά τους, στις 23 Δεκεμβρίου 1803 στράφηκαν στη Ρηνιάσα, ένα μικρό χωριό μεταξύ Πρέβεζας και Άρτας. Εκεί είχαν καταφύγει μετά τη συνθηκολόγηση είκοσι εφτά σουλιώτικες οικογένειες χωρίς αρχηγό και ως επί το πλείστον γυναικόπαιδα. Όμως το εχθρικό λεφούσι που τις έζωσε βρήκε μια μόνη αντίσταση. Μια ηρωίδα Σουλιώτισσα, τη Δέσπω Σέχου-Μπότση γυναίκα του Γιωργάκη Μπότση που σκοτώθηκε στο Σούλι.
Μετά τη συνθηκολόγηση, η Δέσπω, πήρε τη φαμίλια της και τ’ άρματά της και τράβηξε κι’ αυτή τον δρόμο του ξεριζωμού.. Σαν έφτασαν στη Ρηνιάσα κατέφυγαν σε ένα παλιό πύργο που βρισκόταν στην άκρη του χωριού τον πύργο του Δημουλά, όπως τον έλεγαν. Εκεί η Δέσπω αποφάσισε ν’ αντισταθεί. Οι Τουρκαλβανοί προσπαθούν να παραβιάσουν την εξώπορτα, οι γυναίκες αντιστέκονται με τα λιγοστά όπλα.. Σε λίγο όμως ένα άνοιγμα του μαντρότοιχου τους αφήνει και μπαίνουν στον αυλόγυρο.
Οι γυναίκες εξακολουθούν να τους ρίχνουν. Αυτοί ορμούν με κραυγές μα πριν προλάβουν να τις πιάσουν ζωντανές, όπως ήλπιζαν, μια φοβερή λάμψη κι’ ένας κρότος τρομερός αντήχησε ολόγυρα. Όλα έγιναν ερείπια που τους καταπλάκωσαν. Τι είχε γίνει. Η Δέσπω αφού αντιστάθηκε ως την τελευταία στιγμή, σύναξε γύρω τις κόρες, νύφες κι εγγόνια. Έριξε κάτω όσο μπαρούτι τους είχε απομείνει κι αφού έστειλε από μακριά χαιρετισμό στο Σούλι, έβαλε φωτιά και ανατινάχθηκαν μαζί με τους Τουρκαλβανούς .
Το τρίτο τμήμα με επικεφαλής τον Νότη Μπότσαρη έφτασε στο Βουργαρέλι τόπος γνώριμός τους ,για να εγκατασταθούν . Όταν όμως έμαθαν τα γεγονότα του Ζαλόγγου και της Ρηνιάσας, κατάλαβαν ότι έρχεται η σειρά τους. Εκεί έφτασε και ο Κίτσος Μπότσαρης [διασωθείς από το δεύτερο τμήμα].Έτσι όλη η φάλαγγα αποτελούμενη από 1.148 νοματαίους όπως αναφέρει ο Πουκεβίλ και τα λιγοστά υπάρχοντα τους, κίνησε μέσα στο καταχείμωνο για τη Βρεσθενίτσα , [σημερινές Πηγές ,Ιστορική έδρα του δήμου Γ. Καραϊσκάκη] με σκοπό να διέλθουν την γέφυρα Κοράκου και από εκεί στο αρματολίκι των Αγράφων. Εκεί όμως συνάντησαν την άρνηση των κλεφταρματωλών των Αγράφων φοβούμενοι και αυτοί αντίποινα του Αλή πασά.
Έτσι παρέμειναν στην Βρεσθενίτσα .Εν τω μεταξύ έμαθαν ότι ο Αλής στέλνει στρατεύματα εναντίον τους . Διάλεξαν τότε ως έσχατη λύση να αμυνθούν σ την Ιερά Μονή Σέλτσου, που απέχει 5 χιλιομ. από τις Πηγές. Είναι χτισμένη στο φρύδι του φαραγγιού της Γκούρας του Αχελώου, φύσει και θέσει οχυρά , απροσπέλαστη, αλλά συνάμα και αόρατη παγίδα για τους ηρωικούς Σουλιώτες, αφού απεδείχθη εκ των πραγμάτων ότι δεν υπήρχε δίοδος διαφυγής . Ίσως όμως και να το ήξεραν .Ίσως εν γνώσει τους κλείστηκαν εκεί για ένα τετράμηνο μέχρι τις 23 Απριλίου του 1804 περιμένοντας την λύτρωση της αθανασίας , με έναν ηρωικό θάνατο.
Άλλωστε δεν είχαν και άλλη λύση . ..Καθ ‘όλη τη διάρκεια της εκεί παραμονής των έτυχαν φροντίδας και ανεφοδιασμού των κατοίκων της Βρεστενίτσας αλλά και των γύρω χωριών των Ραδοβιζίων και των χωριών της Αργιθέας. Διακόσιοι [ 200] Ραδοβιζινοί συντάχθηκαν στο πλευρό τους , και πολέμησαν μέχρις εσχάτων. Γνώριζαν πλέον, ότι δεν θα ξαναπατήσουν τα Άγια χώματα του Σουλίου ούτε τους πατρογονικούς τάφους θα προσκυνήσουν, αλλά και ούτε καν δικό τους τάφο θα γευτούν ποτέ… Από αυτούς σώθηκαν μόνο 40{κατ άλλους 80]. Διακόσια πενήντα[250 ] γυναικόπαιδα έγραψαν το δικό τους Έπος, πέφτοντας στον γκρεμό που έχασκε πάνω από τον Αχελώο ποταμό, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ανείπωτη θυσία ….
¨Ένα νέο Ζάλογγο….
«Ύστερα από νικηφόρο, αλλά άπελπιν αγώνα, κατά ασυγκρίτως υπερτέρων δυνάμεων, χίλιοι Σουλιώτες και Ραδοβιζινοί πίπτουν ηρωϊκώς στις 23 Απριλίου 1804, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Από τους υπερχιλίους μαχητές άνδρας και γυναίκας, εσώθησαν μόνον 80 με τον Κίτσο.  Εκεί εχάθη το άνθος του Σουλίου.» αναφέρει ο ιστορικός.
Ο δε Πουκεβίλ γράφει. ‘’Δεν χωρεί ιστορικού νους ότι στο Σέλτσο μέσα σε μια μέρα, χάθηκαν τρεις γενεές Μποτσαραίων’’
Όταν οι υπόλοιποι Σουλιώτες μετά από 15 χρόνια, το 1820 θα ξαναπατούσαν στο Σούλι, αυτοί θα έλειπαν από το προσκλητήριο …Είχαν μείνει για πάντα στο Σέλτσο ξεχασμένοι και αγνοούμενοι της ιστορίας . Παρών θα είναι μόνο ο Μάρκος Μπότσαρης που έζησε 13χρονος την τραγωδία του Σέλτσου, και ο Νότης Μπότσαρης , άξιοι συνεχιστές των προγόνων τους Για δεκαετίες, η θυσία τους θα μείνει απρόσιτη από τις γραφίδες της ιστορίας και τα αδιάκριτα μάτια των κατά καιρούς εθνοαποδομιστών και των αντιρρησιών της- Ρεπούση ,Ψιμούλη ,Κουλούρη και Σια…
Έτσι κορυφώθηκε και έληξε το δράμα της Εξόδου από το Σούλι, διακόσια χρόνια πριν σαν σήμερα.Ως ελάχιστη ένδειξη Τιμής και Δόξας στη Θυσία τους αυτή, ας είναι και το παραπάνω Ενθύμημα- αφιέρωμα με το Χρονικό των γεγονότων και της θυσίας των Σουλιωτών που επακολούθησε της Φυγής .Χρέος όλων μας , να τιμούμε την μνήμη τους, και να μην τους ξεχάσουμε ΠΟΤΕ….
 

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΥ


clip_image003
Γράφει ο Γιάννης Πρόφης
Λαογράφος

      Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε χαρούμενα εκείνο το παγωμένο χριστουγεννιάτικο πρωινό κι ακούστηκε σ’ όλο το χωριό. Κι έξω ήταν ακόμα σκοτάδι και καταχνιά. Η θείτσα Θανάσαινα πετάχτηκε από τα στρωσίδια της, σκούντηξε τον άντρα της, που κοιμόταν δίπλα κι ύστερα μπήκε στο διπλανό δωμάτιο των παιδιών:  «Σηκωθείτε κι ετοιμαστείτε, να πάμε στην εκκλησία. Σήμερα είναι Χριστούγεννα κι η λειτουργία αρχίζει πολύ πρωί… Χρόνια πολλά…» φώναξε κι άρχισε να σιγοψάλλει με γλυκιά φωνή: « Η γέννησή σου, Χριστέ, ο Θεός ημών…» Έτρεξε έπειτα ν’ ανάψει τη φωτιά στο τζάκι, να ζεσταθεί λίγο και το δωμάτιο. Σηκωθήκανε τα παιδιά, φορέσανε τα καθαρά τους ρούχα, κι ας ήταν μπαλωμένα,  και πλυθήκανε στο τενεκεδένιο βρυσάκι που ’χανε έξω στην αυλή. Σε λίγο φτάσανε κι ο παππούς και η γιαγιά, που κοιμόντουσαν σ’ ένα παλιό δωμάτιο, στο βάθος της αυλής, δίνοντας σ’ όλους ευχές.             
        Δέκα νοματαίοι ζούσανε σ’ αυτό το σπίτι. Δυο οι γονείς, πέντε αγόρια, ένα κορίτσι, βάλε και τον παππού και τη γιαγιά, σύνολο δέκα άτομα. Όμως από τα δέκα μόνο τα έξι ξεκίνησαν τώρα για την εκκλησιά: Ο μπαμπάς και η μαμά, η κόρη, ο μεγάλος γιος, που είχε πατήσει τα δεκατρία, ο παππούς και η γιαγιά. Το σπίτι τους βρισκότανε πολύ κοντά στην εκκλησία. Τόσο κοντά, που όταν μέσα γινότανε λειτουργία, άκουγες από την αυλή τις ψαλμουδίες του ψάλτη και τα λόγια του παπά. Μέχρι κι η μυρουδιά του λιβανιού έφτανε στα ρουθούνια σου.
        Τα τέσσερα μικρότερα αγόρια, έμειναν πίσω μόνα τους, κάθισαν κοντά στο τζάκι και ζέσταιναν στη φωτιά τις γυμνές πατούσες τους. Υπήρχε σπουδαίος λόγος, που τα εμπόδιζε να πάνε κι αυτά μαζί με τους άλλους: Δεν είχανε παπούτσια, τα καημένα, πώς να πήγαιναν στην εκκλησιά ξυπόλυτα; Ήτανε ντροπή να πήγαιναν τέτοια μέρα χωρίς παπούτσια. Γιατί στην οικογένεια δύσκολα τα φέρνανε βόλτα. Χτήματα και χωράφια είχανε, αλλά τι να το κάνεις… Αυτά δε φέρνανε λεφτά για να ταΐσουνε και να ντύσουνε τους ανθρώπους. Κάτι λίγα λεφτουδάκια που βγάζανε από το θέρος και το τρύγος, φτάνανε ίσα – ίσα για να πληρώνανε τα βερεσέδια,  που χρωστούσανε στα μαγαζιά. Ας ήτανε καλά οι κότες και η κατσίκα, που είχανε στην αυλή τους. Έτσι τρώγανε κανά αβγό, πότε – πότε καμιά κοτόσουπα, πίνανε και μια κούπα γάλα.     
        Από τα λίγα λεφτά τους αγοράζανε κάθε χρόνο μια τραγιάσκα για τον παππού,  ένα μαντήλι του κεφαλιού για τη νοικοκυρά κι ένα ζευγάρι παπούτσια για την κόρη. Τα ρούχα τους τα ύφαινε η μάνα στον αργαλειό, δεν είχανε γι’ αυτά πολλά έξοδα. Η  μεγάλη δυσκολία ήτανε στα παπούτσια. Γι’ αυτό αγοράζανε ένα μόνο ζευγάρι παπούτσια για τ’ αγόρια… Ένα κοινό ζευγάρι, που το φορούσαν όλα τα παιδιά, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Το νούμερο των παπουτσιών ήταν αυτό που χωρούσανε μέσα οι πατούσες του μεγάλου. Κι αφού χωρούσαν οι πατούσες του μεγάλου, χωρούσαν και οι πατούσες των πιο μικρών. Άσχετο αν ο μικρός – μικρός, που τώρα μόλις πάτησε τα πέντε του χρόνια, έπρεπε να κάνει πρώτα ένα βήμα μέσα σ’ αυτά και μετά να ξεκινήσει το περπάτημα. Εξάλλου τα παπούτσια για τα μικρά παιδιά δεν ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Μπορούσανε να περπατάνε και ξυπόλυτα, δεν παθαίνανε και τίποτα.       
        Μικρό πρόβλημα υπήρχε μόνο κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο, γιατί έπρεπε να κοινωνήσουν όλα, όχι μόνο το ένα. Αλλά αφού είχανε την εκκλησία τόσο κοντά, είχανε βρει από πρόπερσι τη λύση: Πηγαίνανε στην εκκλησία ένα – ένα, κατά σειράν ηλικίας. Την ώρα που άρχιζε ο παπάς να κοινωνάει τον κόσμο, ο μεγάλος γιος, φορώντας τα παπούτσια του, βρισκότανε μπροστά και κοινώναγε από τους πρώτους. Μόλις λοιπόν κοινώναγε αυτός, έτρεχε στο σπίτι, έβγαζε τα παπούτσια του και τα φόραγε ο επόμενος. Έτρεχε κι ο επόμενος στην εκκλησία, τρύπωνε λαθραία ανάμεσα σ’ αυτούς που περίμεναν, για να έφτανε όσο πιο γρήγορα γινόταν στον παπά, κοινωνούσε κι έτρεχε ξανά στο σπίτι. Τα παπούτσια του τα φόραγε τώρα ο άλλος, που  έτρεχε κι αυτός, κοινωνούσε κι έτρεχε μ’ όλη τη φόρα στο σπίτι. Πετούσε στην αυλόπορτα τα παπούτσια, φωνάζοντας στα δυο αδέρφια του, που τον περίμεναν εκεί: «Γρήγορα, γιατί η ουρά τελειώνει!»  Τα φόραγε τώρα ο άλλος, έτρεχε κι αυτός, κοινωνούσε κι έβαζε στα πόδια του φτερά, για να φέρει τα παπούτσια του στο καημένο το Νικολάκη, τον Βενιαμίν, που τον περίμενε όλο αγωνία. Με τα πόδια στο κεφάλι και την ψυχή στο στόμα πέταγε τα παπούτσια μπροστά στον μικρό και  του φώναζε: «Γρήγορα, ήμουν ο τελευταίος που κοινώνησα, ο παπάς θα φύγει… Τρέξε γιατί δεν προλαβαίνεις!».  Φόραγε τα παπούτσια ο μικρός,  έκανε να τρέξει, αλλά τι να έτρεχε; Τα παπούτσια ήτανε τόσο μεγάλα, τα ποδαράκια του τοσοδά, μικρά κι αδύνατα, που κάθε δυο – τρία βήματα του έβγαινε πότε το ένα και πότε το άλλο. Και το καημενάκι σταμάταγε κάθε τόσο, γύριζε πίσω, έσκυβε να το φορέσει, σηκωνότανε και συνέχιζε το τρέξιμο.

 clip_image003
        Μα πάντα το καημένο δεν προλάβαινε τον παπά με τ’ Άγιο Δισκοπότηρο στο χέρι. Όταν έμπαινε στην εκκλησιά, ο κόσμος είχε φύγει κι ο παπάς βρισκότανε μέσα στο Ιερό. Είχε βγάλει το πετραχήλι του και σήκωνε ψηλά το Δισκοπότηρο, για να πιει όσο κοινώνημα είχε απομείνει. «Σέλω να κοινωνήσω!», του φώναζε δειλά ο μικρός μπροστά από την Ωραία Πύλη. «Η Θεία Κοινωνία τελείωσε σήμερα, παιδί μου! Έλα άλλη μέρα» του απαντούσε αυτός από μέσα. Και το καημενάκι γύρναγε στο σπίτι φαρμακωμένο, με βαριά καρδιά.
*
        Έτσι έγινε και τα φετινά Χριστούγεννα. Κι ενώ έξω είχε βαριά συννεφιά κι έπεφτε νερόχιονο, οι άλλοι είχαν γυρίσει τώρα από την εκκλησία και κάθονταν γύρω από το τζάκι. Εκτός από τη μαμά, που έψηνε στο φούρνο της αυλής τη μεγάλη τετράπαχη κότα με τις πατάτες και μοσχομύριζε ο τόπος. Αλλά κι ο Νικολάκης δεν είχε γυρίσει ακόμη από την εκκλησία. Κι όταν σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο, όλοι τον ρώτησαν με αγωνία: «Τι έγινε, πρόλαβες;» «Όσι, ζεν πρόλαβα… Ο παπάς μου είπε να πάω άλλη μέλα…», απάντησε με παράπονο ο μικρός, που μισοέκλαιγε. «Μη σταναχωριέσαι, παιδί μου, θα σε πάω εγώ την άλλη Κυριακή στην εκκλησία να κοινωνήσεις» τον παρηγόρησε η γιαγιά του. Κι αφού τον έβαλε να καθίσει κοντά στο τζάκι, τον φίλεψε με μισή χούφτα σταφίδες για να τον γλυκάνει. Κι αδερφή του, του χάιδεψε το κουρεμένο γουλί κεφαλάκι του και του ’πε: «Σώπα, πουλάκι μου, και την άλλη Κυριακή, που οι άλλοι δε θα χρειάζονται τα παπούτσια, θα πάμε μαζί να κοινωνήσεις».
 clip_image002

        Σε λίγο μπήκε κι μαμά στο δωμάτιο κι όταν έμαθε τα νέα, κοίταξε στεναχωρημένη τον άντρα της: «Πρέπει ν’ αγοράσουμε παπούτσια του παιδιού, είπε, να τα ’χει δικά του, αλλιώς δεν προλαβαίνει να κοινωνήσει το καημένο. Τουλάχιστον να είχε πιάσει λεφτά από το καλημέρι που είπε χτες… Τότε θα βάζαμε και μεις κάτι και θα του αγοράζαμε… Αλλά όλο πορτοκάλια και μανταρίνια του δίνανε κι άλλοι το διώχνανε». Ο πατέρας έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Να δούμε…», μουρμούρισε στο τέλος στεναχωρημένος, σκαλίζοντας τη φωτιά. «Να του αγοράσουμε, να του αγοράσουμε… Κι εμείς να δώσουμε ό,τι λεφτά έπιασε χτες ο καθένας από το καλημέρι. Αλλιώς ο Νικολάκης μας θα μένει πάντοτε ακοινώνητος!» συνηγόρησε κι η αδερφή του.                                            
        Άκουσε τα τελευταία λόγια ένα από τ’ αδέρφια του μικρού, που η λέξη «ακοινώνητος» του φάνηκε αστεία. Γέλασε, σήκωσε τα χέρια του ψηλά, χτύπησε έπειτα παλαμάκια και φώναξε: «Ο ακοινώνητος, ο ακοινώνητος!». Γέλασαν τότε και τ’ άλλα αδέρφια κι ανάμεσα σε χαχανητά, επανέλαβαν σαν αντήχηση: «Ο ακοινώνητος, ο ακοινώνητος… Ο Νικολάκης μας είναι ακοινώνητος!» Κι από τότε του κολλήσανε το σουσούμι: «Ο Ακοινώνητος»! Παπούτσια του αγόρασε μετά από λίγο καιρό ο πατέρας, αλλά τι να το κάνεις; Το σουσούμι είχε κολλήσει για καλά στο καημένο το μικρό και δεν του ξεκόλλησε ποτέ. Ακοινώνητο τον ανεβάζανε, Ακοινώνητο τον κατεβάζανε…     
 clip_image001
Ξυπόλητοι μικροπωλητές

«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ- Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω»

[ Ευλογημένα μου παιδιά,
Κινούμενος από αγάπη και ενδιαφέρον θα προσπαθήσω με την ελάχιστη δύναμι, που υπάρχει, να σας πω δυο λόγια πατρικής στοργής και αγάπης…
…Εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι- ων πρώτος ειμί εγώ- κρίνουμε εύκολα. Για έναν άνθρωπο, ή τον βλέπουμε αμαρτάνοντα ή ακούσαμε ότι αμάρτησε ή μας τον κατηγόρησαν άλλοι, αμέσως ασυζητητί , χωρίς έλεγχο, χωρίς βασανισμό, κατά πόσον είναι αυτό αλήθεια ή όχι, αμέσως καταφέρουμε τον λίθον του αναθέματος και τον χτυπάμε εφαρμόζοντας τον Μωσαϊκό νόμο.
Έχουμε τόσες αμαρτίες επάνω μας, είμεθα τόσο φορτωμένοι, έχουμε τόσα προσωπικά σφάλματα κι όμως έχουμε κάνει τόσα λάθη στις κρίσεις μας. Παρ’ ότι έχουμε συλλάβει τον εαυτό μας να κάνει κρίσεις λανθασμένες, επιμένουμε∙ και με την παραμικρή αιτία και αφορμή, αμέσως ξεκινούν οι γλώσσες, τα τηλέφωνα κι αρχίζουν τα «κατηγορώ» και το «κουτσομπολιό». Έτσι ο διάβολος ανοίγει τα βιβλιάρια όλων μας κι αρχίζει να καταγράφη μέσα στο ποινικό μας ευθύνες. Γιατί να γίνεται αυτό, εφ’ ‘όσον ο Χριστός μας μας διδάσκει πολύ καθαρά να μη κρίνουμε;
Ο Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού μας λέει: «Συ δε τί κρίνεις τον αδελφόν σου; ή και συ τί εξουθενείς τον αδελφόν σου; πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού… μηκέτι ουν αλλήλους κρίνωμεν» ( Ρωμ. 14, 10-13 ) . Και αν ακόμη βλέπουμε κάτι με τα μάτια μας, να αμφιβάλλουμε για την αλήθεια του πράγματος…
… Το Ευαγγέλιό μας, οι διδασκαλίες των Αποστόλων, όλων των Αγίων, των Επισκόπων, των ιερέων, των ιεροκηρύκων κραυγάζουν: «Μη κρίνετε». Η κατάκρισις είναι φοβερό αμάρτημα, μη νομίζετε ότι είναι μικρό. Ο Χριστός μας είπε : «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε… Εν ω μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται υμίν» ( Ματθ. 7, 2 ) .
Ο Θεός Πατέρας έδωσε την κρίσι στον Υιό, για να κρίνη τον κόσμο, κι έρχεται ο άνθρωπος από μόνος του και παίρνει την θέσι του Θεού για να κρίνη. Ο Υιός του Θεού, ο Χριστός δεν κατέκρινε την μοιχαλίδα, την πόρνη ,ενώ εμείς κατακρίνουμε. Εκείνος την σκέπασε, τη συγχώρησε, την ευλόγησε. Εμείς όμως; Πόσον εύκολα βγαίνει από το στόμα μας μία κρίσις, μόλις βλέπουμε κάτι, χωρίς να το εξετάσουμε καθόλου.
Ένας άγιος άνθρωπος, ο Γέροντάς μου, μου έλεγε: «Παιδί μου, αυτός που δεν κατακρίνει τον αδελφό του, είναι σημείον σωσμένου ανθρώπου». Δηλαδή, το ότι δεν κατακρίνει είναι απόδειξις και χαρακτηριστικό ότι είναι σωσμένος, καθαρός για την Βασιλεία του Θεού. Εφ’ όσον κυβερνά την γλώσσα του σωστά, ,αυτό σημαίνει ότι κυβερνά όλον τον εαυτόν του καλώς και κατά το θέλημα του Θεού.
Ποιά είναι όμως η ρίζα της κατακρίσεως κι από πού ξεκινάει; Ξεκινάει από την υπερηφάνεια και τον εγωισμό. Είναι η «ευπερίστατος αμαρτία» ( Εβρ. 12, 1 ) , κατά τον Απόστολο Παύλο. Σε κάθε περίστασι, σε κάθε στιγμή, σε κάθε υπόθεσι, όπου κι αν βρεθούμε το στόμα λέει, η σκέψι δουλεύει. Επομένως γινόμεθα πάρα πολύ ακάθαρτοι απ’ αυτό το πράγμα. Κρίνουμε από τον πολύ εγωισμό μας. Διότι εάν εγώ θεωρώ τον εαυτό μου άρρωστο , θα μπορώ να μιλήσω για άλλον άρρωστο και να τον κατακρίνω ως απρόσεκτο; Δέστε το παράδειγμα έμπρακτο στα νοσοκομεία. Όλοι έχουμε πάει εκεί σαν άρρωστοι ή σαν επισκέπται. Όσοι νοσηλευθήκατε, ακούσατε καμμιά φορά κανένα συνάρρωστό σας , να σας κατακρίνη, γιατί ήσασταν άρρωστος; Κανείς δεν μιλάει, γιατί σκέπτονται ότι ο ένας είναι στο μάτι, ο άλλος στο πλευρό άρρωστος κ.λ.π. ∙ κι επειδή όλοι πονούν, συμπονούν και τους άλλους. Ο ένας λυπάται τον άλλο και δεν ακούς κατάκρισι για την ασθένεια του ‘άλλου, Εκεί επικρατεί αναμαρτησία στην κατάκρισι.
Έξω όμως από το νοσοκομείο όλοι μιλούμε, κατηγορούμε τον αδελφό μας και θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο κι ότι εμείς δεν σφάλλουμε. Καλά, εσύ βλέπεις την «αγκιδούλα» στο μάτι του αδελφού σου και το δοκάρι, που έχεις στο δικό σου μάτι δεν το βλέπεις;…
…Ενώ η σωτηρία μας είναι πάρα πολύ σοβαρό πράγμα, συγχρόνως είναι και κάτι πολύ απλό, γιατί με πολύ απλά πράγματα, μπορούμε να αγιάσουμε.
Λέγω σοβαρό, γιατί αν απροσεκτήσουμε και δεν επιμεληθούμε την ψυχή μας, θα κολασθούμε αιώνια. Δεν συλλαμβάνουμε με την σκέψι, με την λειτουργικότητα του νου μας την έννοια της αιωνιότητος.
Εδώ όταν είμεθα άρρωστοι και πονάμε, τρέχουμε σε γιατρούς, σε παυσίπονα κ.λ.π. και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να απαλλαγούμε. Πολλές φορές σε ασθένειες μακροχρόνιες έρχεται και μας «τριβελίζει» το μυαλό η αυτοκτονία, παρ’ όλο που ξέρουμε ότι η ασθένεια αυτή, είναι κάτι που θα τελειώση κάποια μέρα. Σκεφθήκαμε ότι μπορεί να πάμε στην κόλασι με τα δαιμόνια αιώνια; Εάν δούμε ένα δαίμονα, να ξέρετε ότι δε θα μπορέσουμε να ζήσουμε. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπει ποτέ ο Θεός να δη ο άνθρωπος δαιμόνιο με τα μάτια τα σωματικά, γιατί ακαριαίως θα σταματήση η καρδιά από τον φόβο. Πώς λοιπόν θα είμαστε στο σκοτάδι, στα βασανιστήρια μαζί με τα δαιμόνια; Είναι φοβερό! Κι όμως από ένα χειρισμό λανθασμένο, από μια απροσεξία, από μία αμέλεια, από μία λήθη μπορούμε να την πάθουμε την δουλειά. Γι’ αυτό έχει σοβαρότητα το θέμα. Πρέπει νύχτα-μέρα να προσευχώμεθα, να γονατίζουμε, να κλαίμε, να παρακαλούμε τον Θεό να στείλη φώτισι, να ξυπνήση τον νου και την ψυχή μας και να μας δώση συναίσθησι των κακών μας, για να πενθήσουμε εδώ και να κλαύσουμε τώρα τις αμαρτίες μας.
Ας ετοιμαζώμεθα να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο χωρίς η συνείδησίς μας να μας κατηγορή δυνατά. Θα φύγουμε πάλι με πταίσματα- δεν θα είμεθα ως λευκή περιστερά- αλλά αυτά τα πταίσματα να μην είναι τέτοια που θα μας «βουλιάξουν» . Διότι θα έχουμε ως αντιστάθμισμα και καλά έργα, τα οποία θα είναι δυνατά, όταν τεθούν στο άλλο μέρος της πλάστιγγος, να υπερακοντίσουν τα απλά αμαρτήματα, διότι τα άλλα θα τα έχουμε ξεκαθαρίσει με το μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως και θα έχουν σβήσει. Θα έχουν μείνει αυτά τα οποία μπορεί να έχη κι ένας άγιος άνθρωπος∙ και μία σκέψι, κι ένας θυμός είναι αμάρτημα∙ αλλά το «εκ συναρπαγής ουκ αφαιρεί την αγιότητα του ανθρώπου». Δηλαδή υπάρχουν αμαρτήματα τόσον ελαφρά, που δεν προσβάλλουν την αγιότητα ενός αγίου ανθρώπου, αλλά απλώς επιτρέπονται από τον Θεό, για να τον κρατούν στην ταπείνωση . Διότι καμμία αρετή ποτέ δεν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως, η δε μετάνοια ποτέ. Ποτέ δεν τελειοποιείται. Πάντα είναι ατελής, είναι ανοιχτή, γιατί είμεθα άνθρωποι και κάθε στιγμή ενδέχεται να πέσουμε.
Έτσι, όπου βλέπετε, παιδιά, ότι κάπου κουτσαίνετε, ,κάπου δεν πάει κάτι καλά, μην το αφήνετε, βάλετε φάρμακο να θεραπευθή. Προσευχή με γόνατα και αίτημα μετά δακρύων: «Κύριε πρόφθασον …διόρθωσέ με σ’ αυτό… διόρθωσε με σ’ εκείνο…». Αυτό θα μας βοηθήση να μην έχουμε βασικά σφάλματα και θανάσιμα αμαρτήματα και να ασφαλίσουμε την ψυχή μας κρατώντας την υγιή, καθαρή και έτοιμη για την αιώνια ζωή. Αμήν. Γένοιτο!

ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄
«Δόξα τη φιλανθρωπία Σου, Κύριε»



Ευλογημένα μου παιδιά,

Ο Θεός μας είναι αγάπη και «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» ( Α΄ Ιωαν. 4,16 ) .
Όποιος Χριστιανός δεν έχει την αγάπη του Θεού μέσα στην καρδιά του, δεν έχει ζωή Χριστού στην ψυχή του. Αυτό το μεγάλο έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, το να κατεβή ο Θεός, ο Λόγος του Θεού, να γίνη άνθρωπος , να λάβη σάρκα, να κατοικήση ανάμεσά μας, να ,μας πλησιάση, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η απέραντη φιλανθρωπία της θείας αγάπης. Η αγάπη του Θεού είναι αυτή, που μας προστατεύει και μας φροντίζει για όλα.
Εμείς οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και λυπούμε τον Θεόν. Ασεβούμε πολλάκις, αλλά η φιλανθρωπία Του είναι απέραντη και όλα τα συγχωρεί. Όλοι μας, και πρώτος εγώ, έχουμε λυπήσει αυτήν την μεγάλη καρδιά του Θεού που λέγεται αγάπη προς τον άνθρωπο. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέξουμε την ζωή μας στην συνέχεια , να μη Του δώσουμε ξανά την πίκρα της αμαρτίας.
Η παραβολή του ασώτου υιού στο Ιερόν Ευαγγέλιον , είναι μία, όσον γίνεται, ακριβής έκφρασις την αγάπης του Θεού Πατέρα προς τον αμαρτωλόν άνθρωπο. Εκεί βλέπουμε ότι ο άσωτος υιός , που απεικονίζει κάθε αμαρτωλό άνθρωπο επάνω στη γη, ζήτησε από τον πατέρα του να του δώση το μέρος που του ανήκε από την πατρική περιουσία. Βέβαια, πάρα πολύ άφρονα και άμυλα ζήτησε να πάρη το μερίδιό του και να αποσπασθή από την πατρική στέγη, από την πατρική αγάπη, από την πατρική φροντίδα. Και νομίζοντας ότι είναι ικανός μόνος του να φροντίση τα περί της ζωής του, έφυγε, αλλά η αμυαλοσύνη του πληρώθηκε πάρα πολύ ακριβά. Όπως διαλαμβάνει το Άγιον Ευαγγέλιόν μας, ο άσωτος αυτός υιός κατεσπατάλησε όλην αυτήν την περιουσία, ζώντας μια πολύ- πολύ αμαρτωλή ζωή.
Η αμαστία όμως γεννά θάνατο. «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» ( Ρωμ. 6, 23 ) . Ο μισθός της αμαρτίας είναι ψυχικός θάνατος, αλλά πολλάκις γίνεται αιτία να πεθάνη κανείς και σωματικά.
Ο άσωτος υιός, αφού εσπατάλησε ό,τι είχε πάρει σαν περιουσία, κατήντησε να βόσκη χοίρους και να ζη με τα ξυλοκέρατα. Έτσι και ο άνθρωπος, ο Χριστιανός όταν πάρη την περιουσία της Χάριτος του Θεού δια του Αγίου Βαπτίσματος και μετά απομακρυνθή από αυτήν την Χάρι, διότι διέκοψε κάθε επαφή με τον Θεό Πατέρα, καταντά να γίνη σκεύος του διαβόλου, σκεύος της αμαρτίας, «ζων ασώτως» μακράν του Θεού και κυλιόμενος συνεχώς από αμαρτίας εις αμαρτίαν.
Βλέπουμε πάλι στην παραβολή ότι ο άσωτος κάποια στιγμή ήρθε στον εαυτόν του και κατάλαβε το λάθος του. Όταν έπραττε την αμαρτία, φαίνεται ότι ήταν εκτός εαυτού, εκτός λογικής , εκτός συνέσεως και σωφροσύνης. Ήρθε στον εαυτόν του , λέγει ο Χριστός μας και σκέφθηκε, συλλογίστηκε: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλυμμαι!» ( Λουκ. 15, 17 ) . «Εγώ εδώ στα ξένα χάνομαι. Καλύτερα να γυρίσω πίσω και δεν θα ζητήσω από τον πατέρα μου να με αποκαλή παιδί του, διότι δεν είμαι άξιος, αλλά θα του πω να με κάνη ως έναν από τους μισθίους του, απ τους υπηρέτες του. Αυτοί περνούν τόσο καλά εκεί∙ να γίνω κι εγώ ένας τέτοιος μου είναι αρκετό. Δεν έχω πρόσωπο να του ζητήσω υιοθεσία, διότι απώλεσα την αξιοπρέπεια της υιοθεσίας. Σπατάλησα ό,τι είχα σαν κληρονομία από τον πατέρα μου∙ τώρα μου αρκεί να επιστρέψω και να γίνω ένας υπηρέτης του»…
..Έρχεται ο άλλος, ο εχθρός του άνθρωπου, ο Διάβολος , με την ,μεγάλη του πονηρία , με την τέχνη του, με την μαστοριά του και σφυρίζει στο αυτί του αμαρτωλού και λέει: «Ο Θεός δεν σε συγχωρεί, είσαι πολύ αμαρτωλός. Έκανες εγκλήματα. Τώρα σε περιμένει μεγάλη τιμωρία και κόλασι. Μην πλησιάζης τον Θεό καθόλου. Δεν είσαι άξιος να σηκώσεις τα μάτια σου να προσευχηθής και να ζητήσης συγνώμη. Ο Θεός είναι ωργισμένος», και τόσα άλλα…
… Ο αμαρτωλός δεν πρέπει να πιστέψη σε όλα αυτά. Ένας πατέρας ή μία μητέρα, όταν επιστρέψη το παιδί τους από μία αμαρτωλή ,άσωτη ζωή, και αν ακόμη τους είχε προηγουμένως υβρίσει, τους είχε δείρει ,τους είχε σπρώξει, τους είχε «μουντζώσει», αφ’ ης στιγμής επιστρέψη, , αμέσως θα το αγκαλιάσουν, θα του δώσουν συγγνώμη και δεν θα λογισθούν τίποτε κακό∙ αρκεί που το παιδί τους γύρισε στο σπίτι μετανιωμένο.
Εάν μια μητέρα με την ανθρώπινη καρδιακή αγάπη , που δεν συγκρίνεται με την αγάπη του Θεού, δίνη τόση συγνώμη και τόσο έλεος στο παραστρατημένο και επιστρέφον παιδί της, πόσο μάλλον ο Θεός, ο Άπειρος στην αγάπη και στην ευσπλαχνία θα δώση συγγνώμη και έλεος και φιλανθρωπία! Δεν πρέπει να δώσουμε ακρόασι στους ψιθυρισμούς του αποστάτου διαβόλου. Αυτός δεν έμαθε την ταπείνωσι, γι’ αυτό και είναι μακράν του Θεού. Από την στιγμή που θα σκηνώση στον λογισμό του ανθρώπου η ταπείνωσις, αμέσως αρχίζει και η επιστροφή του. Άρα ο εγωισμός και η υπερηφάνεια είναι εκείνα τα κακά που μας κρατάνε μακρυά από τον Θεό.
Την εικόνα του ασώτου υιού, αν την ζήσουμε μέσα στην σκέψι και στην καρδιά μας, θα αντλούμε συνεχώς μετάνοια και επιστροφή και θα πλουτίζουμε την ψυχή μας με αγάπη Θεού. Θα νοιώθουμε τον Θεό Πατέρα μας στοργικό , με μία αγάπη που δεν έχει μέτρο. Μέσα σ’ αυτήν την αγάπη είναι αδύνατον να αστοχήσουμε. Όσο κι αν μας ψιθυρίζη ο εχθρός διότι εγκληματήσαμε στην ζωή, όταν δούμε στον καθρέπτη του ασώτου υιού το Πρόσωπον του Ουρανίου πατρός μας , αμέσως όλοι οι λογισμοί του διαβόλου θα διασκεδασθούν…


ΟΜΙΛΙΑ ΙΣΤ΄
Το μυστήριον της μετανοίας


Ευλογημένα μου παιδιά,

Όπως γνωρίζουμε ο καλός μας Θεός μας χάρισε το Μέγα Μυστήριον, της Ιεράς Εξομολογήσεως ,αυτό το Ιερόν Βαπτιστήριον, εις το οποίον πλένεται ο άνθρωπος ψυχικά και γίνεται ολόλευκος, καινούριος κατά Χριστόν άνθρωπος.
Πόση ευχαριστία πρέπει να προσφέρουμε στον Θεό συνεχώς γι’ αυτό το μεγάλο καλό, που μας άφησε ! Δηλαδή μας άφησε την καρδιά Του ανοιχτή, οσάκις θελήσουμε να καθαρισθούμε, να εισερχώμεθα άνετα. Όσο και να αμαρτήση ο άνθρωπος , όσο και να κυλισθή στην αμαρτία, όσο και να μαυρίση την ψυχή του , ημπορεί άνετα σε μία στιγμή, σε λίγη ώρα να γίνη κατάλευκος σαν το περιστέρι και σαν το χιόνι. Υπάρχει μεγαλύτερο εργαλείο από τούτο ή μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο;
Συγχρόνως όμως συμβαίνει και το άλλο. Γίνεται μεγάλη χαρά «εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 15, 7). Δεν είναι μόνον ότι ο αμαρτωλός σώζεται και γίνεται ευτυχισμένος, αλλά προκαλεί και τους αγγέλους , προκαλεί τα αγγελικά τάγματα να πανηγυρίζουν, να έχουν μεγάλη χαρά, να δίνουν μεγάλη επινίκια συναυλία ενώπιον του Θεού, διότι πληροφορήθηκαν την μετάνοια του αμαρτωλού ανθρώπου.
Οι άγγελοι είναι οι μεγάλοι μας αδελφοί, οι οποίοι είναι στον ουρανό και προσεύχονται για όλους τους ανθρώπους. Όταν πληροφορηθούν ,λοιπόν, δια του Θεού, ότι οι προσευχές τους έφεραν έναν άνθρωπο στην Βασιλεία Του, η χαρά τους είναι απέραντη, απερίγραπτη. Η μετάνοια λοιπόν είναι η θύρα , από την οποία οσάκις ο άνθρωπος εισέλθη, θα εύρη την μεγάλη του σωτηρία…

… Το εμπόδιο για να φθάσουμε στο εξομολογητήρι είναι η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. Πώς θα πω τα αμαρτήματά μου; Πιάνει τον άνθρωπο μια ντροπή∙ αλλά την ντροπή πρέπει να την έχουμε ,όταν πρόκειται να αμαρτήσουμε. Τότε θα μας φυλάξη, για να μη κάνουμε αμαρτίες. Όταν όμως πρόκειται να φθάσουμε στην μεγάλη αυτή σωτηρία, πρέπει να τρέξουμε αμέσως.
Όταν αντιληφθούμε ότι έχουμε την κακή αρρώστια του καρκίνου και μάθουμε ότι κάποιος γιατρός είναι στον Βόρειο Πόλο, αμέσως θα δώσουμε τα πάντα, θα εξοικονομήσουμε τα χρειώδη και θα σηκωθούμε να πάμε, να θεραπευθούμε από τη νόσο αυτή του σώματος. Δεν φειδόμεθα μήτε κόπους, μήτε μόχθους, μήτε οικονομικά, μήτε τίποτε. Τα αφήνουμε όλα και τρέχουμε. Ταπεινώνεται η ψυχή μας, προκειμένου να γίνουμε καλά.
Όταν όμως έχουμε τον καρκίνο της αμαρτίας και μας απειλεί με θάνατον ψυχής, πόσο πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πάντα, και δουλειά και μεροκάματο και απόστασι, και να τρέξουμε! Να φθάσουμε εκεί, να γονατίσουμε, να εναποθέσουμε την πληγή μας εκεί κάτω, να πάρουμε το φάρμακο, να γίνουμε καλά, κι έτσι να γλυτώσουμε από τον φοβερό θάνατο της ψυχής!
Σαν άνθρωποι που είμεθα, δεν γνωρίζουμε την ώρα που θα έρθη ο Κύριος. Μας το είπε: «Γρηγορείτε, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν, εν η ο Υιός Του ανθρώπου έρχεται» ( Ματθ. 25,13 ) . Τρέξτε ,λέει, μην κάθεστε καθόλου∙ δεν γνωρίζετε την στιγμή, που θα αποφασίση ο Κύριος να πάρη την ζωή σας και να σας οδηγήση στο μεγάλο εκείνο φοβερό δικαστήριο, από το οποίον δεν εξαιρείται κανείς.
Δεν έχουμε καταλάβει την έννοια του πράγματος, τόσον της Ιεράς Εξομολογήσεως όσον και της ίδιας μας της ζωής. Πόσον είναι επισφαλής η ζωή μας! Από στιγμή σε στιγμή ενδέχεται να συναντήσουμε το δικαστήριο και τον δικαστή.
Τώρα, όσο είμεθα στην ζωή, μπορούμε να κάνουμε τον Χριστό μας ευσπλαχνικώτερο, και να Τον συναντήσουμε με καθαρό πρόσωπο με την μετάνοιά μας και την εξομολόγησι. Διαφορετικά, δια της αμετανοησίας, θα Τον συναντήσουμε χωρίς έλεος και συγγνώμη…

ΟΜΙΛΙΑ ΙΖ΄
Νήψις-Προσευχή – Εξομολόγησις


Αγαπητά μου παιδιά,
Σήμερα θα πούμε ολίγα πράγματα για την μεγάλη αρετή της νήψεως.
Όπως θα γνωρίζετε, η νήψις είναι πατερικέ διδασκαλία, είναι βίωμα των μεγάλων νηπτικών πατέρων της Εκκλησίας και δη της ερήμου. Η λέξις «νήψις» προέρχεται εκ του «νήφω» , που σημαίνει αγρυπνώ, φρουρώ, επισκοπώ, παρατηρώ, επιβλέπω, παρακολουθώ. Αυτά όλα οι πατέρες τα συνοψίζουν σε μια αδιάλειπτη προσοχή του νοός.
Η νήψις εικονίζεται με την αξίνα, η οποία καταρρίπτει τα μεγάλα δένδρα χτυπώντας την ρίζα τους. Κι όταν χτυπηθή η ρίζα, δεν ξαναφυτρώνουν. Έτσι και όταν ο νους του ανθρώπου, του χριστιανού, έχη την προσοχή αυτή της νήψεως, φρουρεί την καρδιά και τις πέντε αισθήσεις , τόσον τις πνευματικές, όσον και τις πνευματικές, της ψυχής. Όταν ο νους νήφη, όταν προσέχη, όταν φρουρή τα διανοήματα, τις σκέψεις, όταν ελέγχη την φαντασία ,τότε όλος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά διατηρείται καθαρός. Και όταν ο άνθρωπος δια της νήψεως και της εργασίας της πνευματικής καθίσταται καθαρός, οι προσευχές του έχουν παρρησία προς τον Θεό, διασχίζουν τον αιθέρα, ξεπερνούν τους αστέρας, διέρχονται τους ουρανούς και πλησιάζουν στον Θείο Θρόνο της Χάριτος, όπου δέχονται τις ευλογίες του Θεού. Και ο άνθρωπος προσευχόμενος ούτως, πλουτίζει την κατά Θεόν χάριν.
Μας λέγουν οι νηπτικοί πατέρες ότι ένας λογισμός μας ανεβάζει εις τον ουρανόν και ένας μας κατεβάζει εις την κόλασιν. «Εν τοις λογισμοίς μας βελτιούμεθα ή αχρειούμεθα». Δηλαδή ένας λογισμός, ο οποίος απρόσεκτα θα μας προσβάλη, , θα μας δηλητηριάση, θα μας ηδονίση, μπορεί να μας καταστήση αξίους για την κόλασι. Ένας λογισμός θεϊκός, ένας λογισμός αυταπαρνήσεως, ένας λογισμός ανδρείας, ένας λογισμός προσευχής και θεωρίας, μας αξιώνει να πλησιάσουμε τον Θείο Θρόνο και να γευθούμε πράγματα ουράνια. Από τους λογισμούς ή θα γίνουμε ακάθαρτοι ή θα γίνουμε καλύτεροι. Η αρχή των αμαρτημάτων ξεκινά από τους λογισμούς.
Οι λογισμοί πηγάζουν από τις πέντε αισθήσεις, τόσον τις πνευματικές όσον και τις σωματικές. Όταν αφήσουμε την αίσθησι των οφθαλμών ανεξέλεγκτη και βλέπη ο,τιδήποτε απρόσεκτα, αυτή η απροσεξία θα γεννήση μια σωρεία από εικόνες βρώμικες και αμαρτωλές. Αυτές οι εικόνες αφού εισαχθούν στο φανταστικό, μετά στάζουν δηλητήριο αμαρτωλής ηδονής μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτή η ηδονή είναι το δηλητήριο, με το οποίον δηλητηριάζεται η καρδιά και γίνεται τότε ακάθαρτη και ένοχη μπρος στον ακοίμητον οφθαλμόν του Θεού.
Όπως η αίσθησις των οφθαλμών, έτσι είναι και της αφής, έτσι είναι και της γεύσεως, και της ακοής και της οσφρήσεως. Κι έτσι οι πέντε αισθήσεις δημιουργούν ανάλογες αμαρτωλές εικόνες, οι οποίες καθιστούν τον άνθρωπο ακάθαρτο ενώπιον του Θεού. Εδώ έγκειται όλη η φιλοσοφία του πνεύματος.
Όλα τα κηρύγματα είναι ωφέλιμα∙ γιατί όπως ακριβώς, όταν κλαδεύεται ένα δένδρο που είναι αρρωστημένο, καθαρίζεται , έτσι και ο λόγος του Θεού βοηθεί στην μείωσι ενός πάθους. Η διδασκαλία όμως των Πατέρων περί της νήψεως ενεργεί ριζικά την κάθαρσι από το πάθος. Όταν η αξίνη, όταν ο πέλεκυς κτυπήση την ρίζα, όλο το δένδρο πίπτει κάτω, ξηραίνεται και απόλλυται. Έτσι και όταν η νήψις πάρη θέσι στην ζωή του χριστιανού, ένα-ένα δένδρο εμπαθείας πίπτει , ξηραίνεται και έτσι συν τω χρόνω ο παλαιός άνθρωπος , ο άνθρωπος της αμαρτίας και της εμπαθείας, ο χοϊκός Αδάμ ελευθερώνεται και γίνεται «καινός άνθρωπος». Γι’ αυτό η νηπτική εργασία μας ελευθερώνει ριζικά από το κακό. Εδώ λοιπόν πρέπει να δώσουμε προσοχή στην ζωή μας . Αν θέλουμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας, να φροντίσουμε να πλουτίσουμε τον νουν μας με την επιμέλεια της νήψεως.
Ένα μέρος της νήψεως είναι κ αι η νοερά προσευχή. Η θεωρία του Θεού είναι ένα άλλο μέρος .΄Ολα αυτά τα μέρη , όταν ενωθούν σε μια προσπάθεια του ανθρώπου, συν τω χρόνω φέρνουν την αγιότητα…
…Ο Ιερός Χρυσόστομος πολλά κεφάλαια έγραψε περί προσευχής και περί νήψεως. Και μεταξύ άλλων λέγει κάτι πάρα πολύ όμορφο: «Η προσευχή , λέγει, είναι φωτισμός της ψυχής, αληθής επίγνωσις του Θεού, μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ιατρός των παθών, αντίδοτον εναντίον των νόσων, φάρμακον εναντίον κάθε αρρώστειας, γαλήνη της ψυχής ,οδηγός που φέρει εις τον ουρανόν , που δεν περιστρέφεται γύρω από την γη, αλλά που πορεύεται προς αυτήν την αψίδα, τον ουρανό. Υπερπηδά τα κτίσματα, διασχίζει νοερώς τον αέρα, πορεύεται πάνω από τον αέρα, διασχίζει το σύνολο των αστέρων, ανοίγει τας πύλας των ουρανών, ξεπερνά τους αγγέλους, υπερβαίνει τους Θρόνους και τις Κυριότητες, διαβαίνει τα Χερουβείμ και αφού διέλθη υπεράνω όλης της κτιστής φύσεως, έρχεται πλησίον αυτής της απροσίτου Τριάδος. Εκεί προσκυνεί την Θεότητα. Εκεί αξιώνεται να γίνη συνομιλητής με τον Ουράνιο Βασιλέα. Δι’ αυτής (της προσευχής) , η ψυχή, η οποία υψώθη μετέωρος εις τους ουρανούς, εναγκαλίζεται τον Κύριον κατά τρόπον ανέκφραστον, όπως ακριβώς το νήπιον εναγκαλίζεται την μητέρα του, και με δάκρυα φωνάζει δυνατά , επιθυμώντας να απολαύση του θείου γάλακτος. Ζητεί δε αυτά που πρέπει, και λαμβάνει δωρεάς ανωτέρας από όλην την ορατήν φύσιν…»
… Αυτή η προσοχή η πνευματική μας γίνεται φως και σαν φως φωτίζει τον δρόμο. Κι ένας δρόμος φωτισμένος από την νήψι, είναι και ο δρόμος προς την ιερά εξομολόγησι. Τον φωτίζει η προσοχή, που προτρέπει τον άνθρωπο να τακτοποιήση τον λογαριασμό του με τον Θεό. Και οδηγείται με την φώτησι της νήψεως εις αυτό το μέγα μυστήριο κι εκεί εναποθέτει όλο το χρέος , όλη την ακαθαρσία των αμαρτημάτων. Μπαίνει μέσα σ’ αυτό το λουτρό και βγαίνει ολοκάθαρος. Και λέγω ότι πρέπει να έχουμε πολλή χαρά στην ψυχή μας, όταν αξιωνόμεθα να φθάσουμε σ’ αυτό το λουτρό. Πρέπει να πανηγυρίζουμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο που άφησε αυτό το λουτρό ,που άφησε αυτήν την εξουσία του «δεσμείν και λύειν». Όσα λύση ο πνευματικός ,τα λύνει κι ο Θεός. Όσα συγχωρεί ο εκπρόσωπος του Θεού, τα συγχωρεί και ο Κύριος.
Κι όταν εδώ κάτω κριθή ο άνθρωπος, δεν κρίνεται επάνω στο μεγάλο και φοβερό δικαστήριο . Μεγάλη ευκαιρία, εάν φθάση ο άνθρωπος μέχρις εκεί. Γι’ αυτό όσοι έχετε αξιωθή αυτού του λουτρού και συνεχώς το λέρωμα της ψυχής το καθαρίζετε με το λουτρό αυτό το νπευματικό του θείου μυστηρίου, πρέπει να έχετε πάρα πολύ μεγάλη χαρά, διότι πάντοτε η θύρα του παραδείσου θα είναι ανοιχτή. Κι αν ο θάνατος ακολουθήση, ουδεμία ανησυχία. «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην». Όταν είναι έτοιμος ο άνθρωπος, δεν ταράσσεται εις το πλησίασμα του θανάτου. Ηξεύρει ότι δεν μπορεί να είναι λάθος ο λόγος του Θεού, που έδωσε αυτήν την εξουσία. Το γνωρίζουμε σαν μυστήριο της Εκκλησίας και το βλέπουμε στην πράξι και στην εφαρμογή. Όταν ο άνθρωπος κάνη την ιεράν εξομολόγησιν με πόθο, με ταπείνωσι και με επίγνωσι, νοιώθει την ευτυχία μέσα στην ψυχή του, την ελάφρωσι και την αγαλλίαση. Απόδειξις εναργής ότι οι αμαρτίες του έχουν συγχωρηθή. Και όταν οι αμαρτίες συγχωρηθούν, τότε αίρεται κάθε φόβος ανησυχίας και αβεβαιότητος δια την άλλη ζωή…
… Γι’ αυτό με πολύ πόθο, με πολλή αγάπη, με πολλή συναίσθησι να τρέχουμε, να καθαριζώμεθα, να ετοιμαζώμεθα και όταν ακολουθήση ο θάνατος ,να φύγουμε ειρηνικά. Αμήν.


ΟΜΙΛΙΑ Ι΄
Ο πόλεμος κατά των παθών


Ευλογημένα μου παιδιά,

Λέγουν οι πατέρες ότι η καρδιά του ανθρώπου είναι μπλεγμένη με τις ρίζες των παθών, που είναι ακανθώδεις, και την έχουν «γαντζώσει» για τα καλά. Μόλις, λοιπόν, επιχειρήση ο άνθρωπος με την φώτιση του Θεού να ξερριζώση ένα πάθος (ουσιαστικά να μεταμορφώση ένα πάθος) , να αρχίση να βγάζη τα ριζίδια ,να τα πιάνη με την τσιμπίδα και να τα τραβάη, ξερριζώνοντας το πάθος σκίζει και την καρδιά! Σχιζομένη δε η καρδιά βγάζει αίμα και πονάει. Αν δεν κάνη ο άνθρωπος υπομονή στον πόνο, σταματάει εκεί και εγκαταλείπει τον αγώνα και μένει εμπαθής και αμαρτωλός. Αν όμως κάνη υπομονή στον πόνο, την βγάζει τη ρίζα του πάθους και απαλλάσσεται.
Γι’ αυτό και οι άγιοι πατέρες με την άσκησί τους, με την φώτιση του Θεού, με την προσευχή κ.λ.π. αγωνίστηκαν και πίεσαν τον εαυτό τους και ξερρίζωσαν σιγά-σιγά τις ριζίτσες των παθών∙ μία-μία τις έβγαλαν και έφθασαν στην απάθεια. Και μετά δεν επολεμούντο ούτε από υπερηφάνεια, ούτε από κενοδοξία, ούτε από φθόνο, ούτε από λογισμούς βρώμικους, ούτε από μίσος κ.α.
Βλέπουμε τους αγίους να κάνουνε θαύματα και να μην υπερηφανεύωνται καθόλου. Και λες: «Μα, πως δεν υπερηφανεύοντο αυτοί οι άνθρωποι∙ εμείς το παραμικρό κάνουμε και αμέσως φουντώνει το κερατάκι και μου λέγει: “ Ω, είσαι μεγάλος, είσαι τρανός, εσύ έκανες αυτό το έργο, που άλλος δεν το κάνει∙ εσύ είσαι πιο φωτισμένος, εσύ έχεις πιο πολλή αγωνιστικότητα” κ.λ.π.». Και σου φουσκώνει τώρα το «εγώ» και προσπαθεί ο διάβολος αυτός να σου κλέψη το κέρδος της προσπάθειας που έκανες. Όταν κενοδοξή ο άνθρωπος για το έργο που κάνει, χάνει το μισθό του. Μένει η εξωτερική πράξι. Αν μετανοιώση, ξαναπαίρνει το κέρδος . Αλλά πώς θα πάρη το κέρδος; Με την αυτομεμψία, με την αυτοκατηγορία.
Ένας Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Θεόφιλος λεγόμενος, πήγε στο όρος της Νιτρίας στην Αίγυπτο, όπου ήταν οι πιο διάσημοι ασκητές. Ω φημισμένο όρος της Νιτρίας! Πήγε στον Πρώτο του όρους, στον πιο πνευματικό και προοδευμένο γέροντα και του λέει:
«Πάτερ, τι περισσότερο βρήκες εσύ γενόμενος μοναχός και κατοικώντας σ’ αυτό εδώ το όρος; Ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή που βρήκες και ποια είναι αυτή που αξίζει πάνω απ’ όλες τις αρετές;».
Απάντησε εκείνος: «Βρήκα την αυτομεμψία, δηλαδή το να κατηγορώ τον εαυτό μου και να ρίχνω το βάρος επάνω μου ότι εγώ φταίω “ Το μέμφεσθαι εαυτόν”.
Ο Μέγας Αντώνιος λέγει: «Αν ο άνθρωπος ρίξη το βάρος επάνω του, βρίσκει ανάπαυσι. Την στιγμή που θα το ρίξη στον άλλον, θα βρη ταραχή μέσα του».
Δοκιμάστε το σε μία περίπτωσι, σ’ έναν πειρασμό. Πέστε ότι έφταιξε εκείνος, ο άλλος… Αισθάνεσθε ταραχή, ανακατωσούρα μέσα σας, στενοχώρια! Άπαξ και πης: «Δεν φταίει ο άλλος, εγώ φταίω∙ τι μιλάω τώρα γι’ άλλον, ξέχασα ποιος είμαι εγώ; Εγώ έκανα εκείνο, εκείνο, εκείνο… επομένως να μη μιλάω καθόλου». Ωπ! Σαν να προσγειώνεσαι σε στέρεο έδαφος και δεν φοβάσαι μην πέσης. Ενώ προηγουμένως ήσουν ψηλά και έλεγες: «Από δω θα πέσω, από κει θα πέσω» και είχες φόβο και ταραχή. Άπαξ και έπεσες χαμηλά και πάτησες σε στέρεο έδαφος, δεν φοβάσαι.
Όταν έρχωμαι σε μία διένεξι μ’ έναν άνθρωπο και ο εαυτός μου μου φέρνει αντίσταση, μου λέει ο λογισμός : «Αυτός έφταιξε, αυτός θύμωσε, αυτός μου μίλησε , αυτός πρέπει να ταπεινωθή. Αν μου μιλούσε τέλος πάντων πιο οικονομικά και πιο απαλά, εγώ θα έκανα υπομονή και δεν θα σκανδαλιζόμουν. Άρα φταίει αυτός». Να το πάθος του εγωισμού. Πρέπει να αντισταθούμε και να πούμε: «Όχι, όχι∙ αν εγώ δεν είχα εγωισμό ,δεν θα πειραζόμουν . Άρα εγώ φταίω, δεν φταίει ο αδελφός. Αν είχα ταπείνωσι, θα σκεπτόμουν ότι στεφάνι μου προξενείται κι ότι ο καυστήρας του Ιησού είναι αυτός ο άνθρωπος , γιατί καυτηριάζει το πάθος μου, για να γίνω υγιής! Άρα με ευεργετεί τώρα καυτηριάζοντας το πάθος μου. Είναι ευεργέτης μου! Πρέπει να τον αγκαλιάσω, πρέπει να τον αγαπώ, πρέπει να του κάνω και προσευχή που μου έκανε αυτό το καλό, που μου φανέρωσε τι έχω! Διότι αν δεν μου έλεγε αυτόν τον λόγο, κι αν δεν γινόταν ο πειρασμός, εγώ δεν θα ήξερα πόσο εγωισμό είχα μέσα μου και δεν θα έκανα και τον ανάλογο αγώνα να τον χτυπήσω. Επομένως με την νύξι του πειρασμού φανερώθηκε η ασθένειά μου και τώρα αφού την είδα, θα φροντίσω να βάλω φάρμακο και να γίνω καλά».
Πρέπει ,λοιπόν, ο άνθρωπος αφού πιάση το θέμα με την θεωρία, να αγωνισθή τώρα εσωτερικά. Πρέπει να κατέβη, να εντοπίση το κακό στην καρδιά, και να πολεμήση το πάθος, την πικρία, την δυσκολία, την πίεσι του δαίμονος, ο οποίος πιέζει την κατάστασι και λέει: «Μην υποχωρήσης! Μην το κάνης αυτό!»Και τότε πρέπει να δεηθή του Θεού ο άνθρωπος, να παρακαλέση τον Θεό, να πάρη δύναμι, να «στραμπουλήξη» το εγώ, να πη∙ «σώπα, κάτσε στην θέσι σου, κι εγώ πρέπει να κάνω το καθήκον μου τώρα». Να πάη στον άλλον, να βάλη μετάνοια. Εμείς οι μοναχοί, φερ’ ειπείν, βάζομε μετάνοια. Ο κατά κόσμον άνθρωπος φέρεται διαφορετικά∙ θα πη «καλημέρα, χρόνια πολλά, συγχώρεσέ με, θα κοινωνήσουμε, άγια μέρα ήρθε κ.λ.π.» κι έτσι γίνεται αγάπη.
Όταν το κάνη αυτό το πράγμα, αμέσως νοιώθει μια χαρά, μια ξεκούραση, μια ελάφρυνσι. Γιατί; Γιατί ήταν το βάρος το προηγούμενο, ήταν ο δαίμονας που πίεζε περισσότερο, γιατί ήθελε να γίνη το δικό του, το μίσος, η έχθρα, ο χωρισμός, η διάστασις. Ενώ ο Θεός είναι αγάπη και ταπείνωσι. Εμείς όμως όλοι οι άνθρωποι, και πρώτος εγώ, την «πατάμε» από τον εγωισμό μας, με το να θέλουμε να στήσουμε το δικό μας θέλημα, θεωρώντας ότι έχουμε δίκαιο, ότι είμαστε καλοί κι ότι ο άλλος φταίει. Το ότι κατακρίνουμε τι σημαίνει; Ότι θεωρούμε τον εαυτό μας μη σφάλλοντα σε οποιονδήποτε αμάρτημα. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος : «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε, και, εν ω κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε»( Ματθ. 7,1 ) . Είναι τόσο σοβαρή βέβαια η κατάκρισι, παρ’ ότι εμείς την έχουμε για «ψωμοτύρι» και σαν εμπερίστατη αμαρτία. Εμπερίστατος αμαρτία είναι αυτή , που γίνεται σε κάθε περίστασι και κάθε ώρα…

… Πόσοι και πόσοι άνθρωποι , που εμείς τους έχουμε για τιποτένιους και για αμαρτωλούς , μία μέρα μπορεί να βρεθούνε στην Βασιλεία του Θεού∙ κι εμείς που παίρνουμε την καθέδρα του δικαστού και κρίνουμε, να βρεθούμε κατακριτέοι και να περάσουμε στην κόλασι!
Γι’ αυτό , λοιπόν, χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή στα έργα μας και να αγωνιζώμεθα να ξερριζώσουμε τον εγωισμό, αυτό το φοβερό θηρίο, που μας τρώγει τα σωθικά. Το «εγώ»! Αυτό φουντώνει μέσα μας και θυμώνουμε και οργιζόμεθα και κατακρίνουμε και απαιτούμε το ένα , απαιτούμε το άλλο και βρίζουμε και χλευάζουμε τον έναν και ταπεινώνουμε τον άλλον. Θηρίο! Αυτό βοηθάει στην κατάκρισι, αυτό φουσκώνει τον λογισμό ότι κάτι φτιάχνουμε, ότι είμαστε καλοί, ότι έχουμε αρετές, και χίλια δύο άλλα.
Η αφετηρία των καλών είναι η ταπεινοφροσύνη και η αφετηρία των κακών ο εγωισμός…
… Και σε μας τους πνευματικούς καμμιά φορά έρχονται να ζητήσουν συμβουλή σε κάτι δύσκολα θέματα! Πως το σκέπτεσαι να μετρήσης την κάθε λέξι! Λες μια λέξη παραπάνω και την παίρνουν στραβά. Και ύστερα «τρέχα γύρευε». Πάρα πολλή προσοχή χρειάζεται σε όλους μας.
Πρέπει ακόμα να προσέξουμε στην καλή εκμετάλλευσι του χρόνου, για να μας πλουτίζη κατά Χριστόν για την αιώνια ζωή. Όταν τον χρόνο τον σπαταλήσουμε έτσι άσκοπα και χωρίς κέρδος πνευματικό, θα φύγουμε από την ζωή χωρίς τίποτε. Και βλέπεις τον αδελφό σου να αγωνίζεται, να εκμεταλλεύεται τον χρόνο και να πλουτίζη , κι εσύ ο ταλαίπωρος να μην κινήσαι, ώστε να κάνης κάτι καλό. Κι έρχεται εις αμφοτέρους ο θάνατος∙ ο μεν ένας πάει φορτωμένος επάνω, γεμάτος οφέλη, ενώ ο άλλος, εσύ, πας με άδειο «ντουρβά», γεμάτος κακίες και αμαρτίες! Γι’ αυτό στον χρόνο που μας έδωσε ο Χριστός να προσπαθήσουμε κάθε μέρα να κάνουμε κάτι καλό. Φερ’ ειπείν, πόσο ευεργετικό είναι , όταν εφαρμόζουμε τις παραγγελίες του πνευματικού, που μας λέει: «Παιδί μου, κοίταξε να κάνης το πρωί την προσευχή σου, να κάνης τις μετάνοιες, να διαβάζης το Ευαγγελιάκι σου∙ το απόγευμα να κάνης την Παράκλησί σου, το βράδυ πάλι την προσευχή σου, τις μετάνοιές σου∙ να σκέπτεσαι τον Θεό, να κάνης εκείνο, το άλλο, να λες την ευχή και να διώχνης τους κακούς λογισμούς». Όταν κάνης υπακοή σ’ αυτά, την σελίδα τα κάθε ημέρας την γεμίζεις με οφέλη. Αν όμως δεν πας σε πνευματικό και δεν σε βάλη σε μία τάξι, μαζεύεται το «κουβάρι», φθάνει το τέλος και δεν έχεις πολλά πράγματα να παρουσιάσης. Γι’ αυτό η υπακοή στον πνευματικό γεμίζει του ανθρώπου την ζωή, την οποία θα παρουσιάση κατόπιν ενώπιον του Θεού κατάφορτη από αρετή, όπως ένα δένδρο που έχει λυγισμένα τα κλωνάρια του, γιατί είναι κατάφορτα από τον πολύ καρπό.
Κι εμείς ,βέβαια , οι πνευματικοί έχουμε ευθύνη μεγάλη γι’ αυτό το πνευματικό εμπόριο που εργαζόμεθα, για να βοηθήσουμε τους άλλους. Το θέμα είναι ότι το έργο μας είναι πάρα πολύ κοπιαστικό, πάρα πολύ επίμοχθο και γεμάτο θλίψεις και στενοχώριες, όπως λέει κι ο Ιερός Χρυσόστομος: «Το άρχειν ψυχών επιπονώτερον πάντων». Είμαστε σαν τους εμπόρους τους μεγάλους, που αλωνίζουν τις ηπείρους, για να μπορέσουν να βρούνε θησαυρούς και άλλοτε γυρίζουν με κατάφορτα τα πλοία. Καμμιά φορά όμως πέφτουν σε ληστές , τους τα κλέβουν όλα και τους σκοτώνουν κιόλας. Κι έτσι, ενώ πήγαν για τα πολλά, έχασαν και τα λίγα.
Πάμε κι εμείς να εμπορευθούμε ψυχές, προσπαθούμε να ωφελήσουμε, να πάρουμε κέρδη και οφέλη, αλλά καμμιά φορά ο διάβολος προκαλεί ναυάγιο, κι εκεί που θα ωφελούσαμε τους άλλους, τους σκανδαλίζουμε. Όπως λέει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος∙ «Είστε σαν τα ναυαγοσωστικά, που πάνε και σώζουν τους ναυαγούς∙ πηγαίνουν, έρχονται, αλλά καμμιά φορά βουλιάζουν».
Γι’ αυτό να εύχεσθε και για μας, να μας βοηθάη ο Θεός, να μας σκεπάζη, για να μπορέσουμε μέχρι τέλους της ζωής μας να βοηθούμε και να σώζουμε, για να μας ελεήση κι εμάς ο Θεός, να συγχωρέση τις αμαρτίες μας και να μας σώση.




Από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
(ΟΜΙΛΙΑΙ)
ΤΟΜΟΣ Α΄
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
2005

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...