Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 13, 2015

Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.-Η Ερμηνεία Της Γ΄ Στάσης Των Χαιρετισμών Της Παναγίας.

Η Ερμηνεία Της Γ΄ Στάσης Των Χαιρετισμών Της Παναγίας.

Νέαν έδειξε κτίσιν, εμφανίσας ο Κτίστης, ημίν τοις υπ’ αυτού γενομένοις εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός, και φυλάξας ταύτην ώσπερ ην άφθορον, ίνα το θαύμα βλέπομεν, υμνήσωμεν αυτήν βοώντες

Ο Χριστός ανέπλασε τον κόσμο μας έδειξε καινούργια κτίση, ο Ίδιος βλάστησε από κοιλία χωρίς σπόρο και διαφύλαξε αυτήν άφθορη και μετά την γεννησή Του. Και βλέπουμε εμείς αυτό το θαύμα, υμνούμε την μητέρα Του φωνάζοντάς της.
Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας
χαίρε, το στέφος της εγκρατείας.
Χαίρε Παναγία που’σαι το άνθος που δεν το άγγιξε η φθορά.Χαίρε που είσαι εκείνη που βραβεύθηκες για την αγνότητα και την εγκράτεια.
Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα
χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα.
Χαίρε που είσαι η λαμπρή προεικόνιση της Θείας Αναστάσεως. Διότι όπως βγήκε από σένα στον κόσμο ο Λυτρωτής χωρίς να πάθει τίποτε η παρθενία σου, έτσι βγήκε και από τον τάφο φυλάξας τα σήμαντρα σώα. Χαίρε ακόμη διότι φανερώνεις στη ζωή σου την ζωή των αύλων Αγγέλων.
Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τρέφονται πιστοί
χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ” ου σκέπτονται πολλοί.
Χαίρε που είσαι δέντρο με καρπό τον Χριστό από τον οποίον τρέφονται οι πιστοί μεταλαμβάνοντας την γλυκύτητά του. Και δέντρο ακόμα με πλατύ φύλλωμα παντοδυνάμου προστασίας που δίνει ίσκιο και σκεπάζει πολλούς.
Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις
χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.
Χαίρε που κυοφόρησες και γέννησες τον Ιησού που μας οδηγεί από την πλάνη στην αλήθεια και μας ελευθερώνει από τα πάθη που μας είχαν αιχμαλωτίσει.
Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις
χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις.
Είσαι εκείνη που κάνεις τον δίκαιο Κριτή, τον Υιό σου, να μας συγχωρεί και να ξεχνά τις αμαρτίες μας.
Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας
χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Είμαστε γυμνοί από κάθε δικαιολογία κι ελευθεροστομία δεν έχουμε απέναντι του θείου Υιού σου. Αλλά οι μεσιτείες σου που μας ντύνουν με το δικαίωμα να Του μιλάμε, δικαίωμα που δεν το αξίζουμε και το αποκτάμε χάρη σ’ εσένα. Είσαι ακόμα η στοργική εκείνη αγάπη, που κανένα άλλο αίσθημα δεν μπορεί να την ξεπεράσει.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες΄ δια τούτο γαρ ο υψηλός Θεός, επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος, βουλόμενος ελκύσαι προς το ύψος, τους αυτώ βοώντας,

Αλληλούια.
Αφού είδαμε τόσο παράξενη γέννηση, ας αποξενωθούμε από τον κόσμο μεταθέτοντας το νου μας στον ουρανό. Γι’αυτό και ο απρόσιτος θεός έγινε άνθρωπος θέλοντας να μας τραβήξει στα ύψη ενώ θα του φωνάζαμε όλοι αλληλούια.

’Ολον ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως, απήν ο απερίγραπτος Λόγος συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε, και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου, ακουούσης ταύτα.
Ο Υιός και λόγος του θεού ήταν ολόκληρος πάνω στη γη και συγχρόνως δεν απουσίαζε από τον ουρανό. Διότι επρόκειτο για συγκατάβαση θεική, και όχι για τοπικό περιορισμό της θεότητας. Κι η παρθένος Μαρία δέχθηκε μέσα της τον θεό και Τον γέννησε, ακούοντας από εμάς τα εξής.
Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα
χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.
Χαίρε Μαρία γιατί είσαι ο τόπος που χώρεσε τον αχώρητο θεό. Είσαι η θύρα από την οποία οι λογισμοί μας περνούν για να εισέλθουν στο σεπτό μυστήριο της θείας σαρκώσεως.
Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα
χαίρε των πιστών αναμφίβολον καύχημα.
Οι άπιστοι σε ακούνε και πέφτουν σε αμφιβολίες αλλά για μας είσαι το καύχημα και η βεβαιότης μας.
Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβείμ
χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφείμ.
Χαίρε γιατί είσαι ο θρόνος και το πύρινο άρμα όπου στέκεται Εκείνος ο οποίος στέκεται πάνω στα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ.
Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα
χαίρε, δι’ η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνούσα.
Χαίρε γιατί ένωσες δυο αντίθετα πράγματα. Έκαμες ζευγάρι αξεχώρητο, την παρθενία και την μητρότητα.
Χαίρε, δι ης ελύθη παράβασις.
Χαίρε, δι ην ηνοίχθη παράδεισος.
Χαίρε διότι με σένα λύθηκε η ενοχή της Εύας και ανοίχθησαν πάλι οι πόρτες του παραδείσου.
Χαίρε, η κλείς της Χριστού βασιλείας
χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Χαίρε γιατί είσαι το κλειδί που ανοίγει για μας τη βασιλεία του Χριστού. Είσαι η ελπίδα των αιωνίων αγαθών.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Πάσα φύσιν Αγγέλων, κατεπλάγη το μέγα, της σης ενανθρωπήσεως έργον΄ τον απρόσιτον γαρ ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον, ημίν μεν συνδιάγοντα, ακούοντα δε παρά πάντων ούτως, 
Αλληλούια.

Όλες οι τάξεις των αγγέλων έπεσαν σε μεγάλη έκπληξη μπροστά στο μεγάλο έργο της θείας ενανθρωπήσεως. Διότι έβλεπαν τον θεό που είναι απρόσιτος να γίνεται άνθρωπος και έτσι να είναι προσιτός σε όλους και να μας συναναστρέφεται, ενώ απ’όλους να ακούει Αλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους, ως ιχθύας αφώνους, ορώμεν επί σοι Θεοτόκε απορούσι γαρ λέγειν το πως, και παρθένος μένεις και τεκείν ίσχυσας ημείς δε το μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν

Ρήτορες που έχουν χειμαρρώδη γλώσσα τους βλέπουμε μπροστά σου πιο αφώνους και από ψάρια. Διότι τα χάνουν και δεν ξέρουν πώς να εξηγήσουν το ότι και γέννησες και μένεις παρθένος. Κι εμείς θαυμάζοντας το μυστήριο φωνάζουμε με πίστη.
Χαίρε, σοφίας Θεού δοχείον
χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον.
Χαίρε γιατί είσαι εκείνη πάνω στην οποία λάμπει όλη η σοφία του θεού. Εκείνη στην οποίαν θησαυρίσθησαν όλα τα θαύματα της θείας προνοίας.
Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα
χαίρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα.
Τους απίστους φιλοσόφους τους αποδεικνύεις ασόφους. Και τους τεχνίτες του λόγου, που επίσης δεν πιστεύουν, τους φανερώνεις άμυαλους.
Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί
χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί.
Χαίρε που μπροστά σου φαίνονται μωροί οι ικανότατοι συζητητές της φιλοσοφίας. Και μπροστά στην αλήθειά σου μαράθηκαν και ξεχάστηκαν οι μυθογράφοι ποιητές της αρχαιότητας.
Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα
χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι που είχαν μεγάλη επίδοση στο να υφαίνουν δίχτυα του λόγου, όπου πιάνονταν οι άνθρωποι τα είδανε από σένα να σχίζονται και να σπάζουν. Διότι συ είσαι η μητέρα της μόνης Αληθείας, δηλαδή του Χριστού.Και αντιθέτως συ είσαι που γεμίζεις με ψυχές νεοφωτίστων τα δίχτυα των αποστόλων.
Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα
χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα.
Χαίρε γιατί τραβάς και ανασύρεις από τον βυθό της αγνοίας τις ψυχές. Και φωτίζεις ακόμα πολλούς στην αληθινή σοφία και γνώση.
Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι
χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Χαίρε που είσαι το πλοίο όπου ανεβαίνουν όσοι θέλουν να σωθούν. Είσαι το λιμάνι όπου καταφεύγουν όσοι θαλασσομαχούν στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων.

Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων κοσμήτωρ, προς τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος ομοίω γαρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει,
Αλληλούια.
Θέλοντας να σώσει τον κόσμο Εκείνος που έφτιαξε κι εστόλισε όλα αυτά που βλέπουμε στον κόσμο, ήλθε μέσα στον κόσμο με τη θέλησή Του. Και ενώ ήταν ο ποιμένας μας και ο θεός μας παρουσιάστηκε για χάρη μας ανάμεσά μας ως άνθρωπος. Για να καλέσει όμοιος τον όμοιο, ακούοντας ως θεός Αλληλούια.

Πέμπτη, Μαρτίου 12, 2015

Ομιλία εις τους Γ'Χαιρετισμούς της Παναγίας ΧΑΙΡΕ Η ΤΑΝΑΝΤΙΑ ΕΙΣ ΤΑΥΤΟ ΑΓΑΓΟΥΣΑ, ΧΑΙΡΕ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑΝ ΚΑΙ ΛΟΧΕΙΑΝ ΖΕΥΓΝΥΣΑ

ΧΑΙΡΕ Η ΤΑΝΑΝΤΙΑ ΕΙΣ ΤΑΥΤΟ ΑΓΑΓΟΥΣΑ, ΧΑΙΡΕ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑΝ ΚΑΙ ΛΟΧΕΙΑΝ ΖΕΥΓΝΥΣΑ


Ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους τιμούμε την Παναγία είναι και γιατί ένωσε αυτά που φαίνεται αδύνατον να ενωθούν, έφερε τα αντίθετα στον ίδιο τόπο και τρόπο. Γι’ αυτό και ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου την χαιρετά αναφωνώντας: «Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα . χαίρε η παρθενίαν και λοχείαν ζευγνύσα». Και μας δίδει η Υπεραγία Θεοτόκος ένα παράδειγμα κατά Θεόν σύνθεσης, μοναδικό σε ό,τι αφορά την δυναμική του, αλλά και την ίδια στιγμή κατορθωτό από όλους μας, παρά την φαινομενική δυσκολία του.
  Ποια είναι τα αντίθετα που ένωσε στο πρόσωπό της η Παναγία;

         Πρώτα τον Θεό με τον άνθρωπο.Γνωρίζουμε από την θεολογική μας παράδοση ότι ο Θεός είναι άκτιστος και ο άνθρωπος κτιστός. Το κτιστόν δανείζει την σάρκα, δανείζει την μήτρα, δανείζει την μητρότητα, τόποι και τρόποι ανθρώπινοι, στον Θεό και ο άσαρκος σαρκούται, ο αχώρητος χωρείται, ο απρόσιτος νηπιάζει. Είναι μυστήριο μέγα και μοναδικό αυτό. Ο πεπερασμένος νους μας δεν μπορεί να το συλλάβει. Στο πρόσωπο της Παναγίας όμως λαμβάνει υπόσταση. Και την ίδια στιγμή η Θεοτόκος γίνεται η απαρχή ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουν αυτόν τον τρόπο ένωσης του Θείου και του ανθρώπινου. Μόνο που σε μας αυτό δε γίνεται κατά φύσιν, αλλά κατά χάριν. Όταν μετέχουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός κατοικεί στην ύπαρξή μας. Όταν η ύπαρξή μας αγωνίζεται να χαριτωθεί. Να ειρηνεύσει εντός της από την τρικυμία των παθών και των λογισμών. Να υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Να ελκύσει την παρουσία Του χάρις στην προσευχή, την ταπείνωση, την αγάπη. Να Τον κοινωνήσει στην Εκκλησία και τη ζωή της. Και ως τόπο και ως τρόπο. Τόπος η καρδιά μας. Τρόπος η ένωση μαζί Του. Να γιατί η Παναγία γίνεται η αφετηρία για την υπέρβαση των αντιθέτων.
                Ένωσε την παρθενία και την λοχεία. Η Παναγία πιστεύουμε ότι υπήρξε προ τόκου, κατά τον τόκον και μετά τόκον παρθένος. Αυτό είναι ασύλληπτο για τις πτωχές μας πνευματικές δυνάμεις. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι». Η φύση θέλει την παρθενία να διαλύεται στον τόκο. Κι αυτό είναι δωρεά του Θεού στο ανθρώπινο γένος, για να βοηθά και να διαδέχεται. Στην Παναγία έχουμε και τα δύο, μόνο που επέρχεται να διαφορετικό περιεχόμενο. Η Παναγία ως γυναίκα δεν βοηθά έναν άνδρα. Βοηθά όλο το ανθρώπινο γένος να βρει τον αληθινό του προορισμό. Τον Παράδεισο της κοινωνίας με το Θεό. Και γεννά την διαδοχή όχι ως σημείο της αναπαραγωγής, δηλαδή της ανάγκης του ανθρώπου να νικήσει δια της τεκνοποιίας τον θάνατο, αλλά την διαδοχή της αιωνιότητας και της αθανασίας κατά χάριν, με την νίκη κατά του πνευματικού θανάτου. Δεν διατηρεί το όνομα μιας οικογένειας και τη γενιά ζωντανή, αλλά γεννά Εκείνον που θα κρατήσει ζωντανό και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι σύμπαν το ανθρώπινο γένος που θα πιστέψει, θα αγαπήσει, που θα δοθεί σ’ Αυτόν. Σημείο του νέου τρόπου   βοήθειας και  διαδοχής είναι η διατήρηση από την Παναγία της παρθενίας, όχι μόνο ως φυσικού σημείου, αλλά και ως καρδιακής δωρεάς. Κι αυτό μυστήριο μέγα και ανήκουστον.   
                Ένωσε τον διασπασμένο και διαχωρισμένο σε λαούς, φυλές και γλώσσες, όπως επίσης και τον διχοτομημένο εντός του  άνθρωπο και έφερε την ειρήνη ως δωρεά ζωής.  Η Παναγία μας ξαναέδωσε τον αληθινό προορισμό μας που δεν είναι να είμαστε διαιρεμένοι. Και η διαίρεση δεν είναι μόνο εξωτερική, αλλά, κυρίως εσωτερική. 
Έχει να κάνει τόσο με τις διαμάχες για εξουσία, για οριοθέτηση των κεκτημένων μας, με τονισμό των διαφορών μας, μέσα από ένα πνεύμα υπερηφάνειας και μίσους. 
Έχει όμως να κάνει και με τον εαυτό μας, όπου διχοτομούμαστε εξαιτίας της παράδοσής μας στα πάθη και τις αμαρτίες, των επιδράσεων του διαβόλου και της κακίας, το πνεύματος εξουσίας έναντι των άλλων που δεν μας αφήνει να αγαπούμε και μας καθιστά κακότροπους και εγωκεντρικούς.
 Έχει να κάνει με την απουσία τελικά του Θεού ως κριτηρίου διαμόρφωσης της πορείας της ζωής μας. Η Παναγία εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού και γεύεται ως δωρεά την ειρήνη της καρδιάς, πως ό,τι και να της συμβεί είναι φανέρωση της αγάπης του Θεού. Και μας υπενθυμίζει την καταγωγή μας εκ Θεού, ότι είμαστε εικόνες Του που καλούμαστε να ζήσουμε καθ’ ομοίωσίν Του. Αυτό σημαίνει πως όλες οι διαφορές που έχουμε δεν μπορούν να διαγράψουν την κοινή μας ταυτότητα. Ότι είμαστε τέκνα Θεού. Γι’ αυτό και η χριστιανική μας ιδιότητα και ζωή μας ενώνει σε μία πρόσκληση για παροξυσμό αγάπης, προσευχής, πόνου για όλο το ανθρώπινο γένος. Ανήκουμε ο καθένας στο λαό του, έχουμε ιστορία και μνήμη, διαφορές εξωτερικές σε σχέση με τους άλλους. Εντός της καρδίας μας όμως δεν υπάρχει τόπος για διχασμό, γιατί ειρηνεύουμε κατά Θεόν. Βλέπουμε τον κάθε άνθρωπο ως τον αδελφό μας. Κι αυτό είναι πάλι μυστήριο, μοναδικό και αιώνιο.
                Σε μία εποχή υπερτονισμού των αντιθέσεων και την ίδια στιγμή πεποιθήσεως στο «εγώ» μας, στα επιτεύγματα, στις δυνάμεις μας, στις ικανότητές μας να βρεθούν λύσεις, στις αποφάσεις μας, στις ιδέες μας, η Παναγία αφαιρεί τις σκιές και καλύμματα που δεν αφήνουν το πρόσωπά μας να δούνε την Αλήθεια, που είναι ο Χριστός. 
Μόνο ο τρόπος της Παναγίας και ο τόπος της που είναι η Εκκλησία μπορούν να ενώσουν ταναντία.
Ας μην περιμένουμε από τους πολλούς και τον κόσμο λύση, αλλά ας αγωνιστούμε ο καθένας στην δική του ζωή να θυμόμαστε τι σημαίνει χριστιανός, τι σημαίνει αναστημένος από τον πνευματικό θάνατο άνθρωπο, τι σημαίνει κοινωνία με τον Άκτιστο. 
Ίσως κατανοήσουμε το μέγεθος της δωρεάς και την ίδια στιγμή την αδυναμία μας να την οικειωθούμε. Ταυτόχρονα όμως θα στραφούμε με εμπιστοσύνη, όπως τα παιδιά στη μητέρα τους, προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Κι εκείνη θα μεσιτεύει για να την ακολουθήσουμε εν ελευθερία στην οδό της ενότητας με το Θεό και τον συνάνθρωπο.

Ο σώζων εαυτόν ''κρύος'' Χριστιανός

Ο σώζων εαυτόν ''κρύος'' Χριστιανός

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Δεν υπάρχει πιο κρύο πράγμα από τον χριστιανό, που δεν σώζει άλλους...  Δεν μπορείς εδώ να επικαλεσθείς την φτώχια, διότι θα σε κατηγορήσει η χήρα που κατέβαλε τα δύο λεπτά...
Δεν μπορείς να επικαλεστείς την ταπεινή σου καταγωγή, διότι και οι απόστολοι ήταν άσημοι και κατάγονταν από ασήμους. Δεν μπορείς να προβάλεις την αγραμματοσύνη σου κι εκείνοι ήταν αγράμματοι.
Ακόμη κι αν είσαι δούλος, κι αν είσαι δραπέτης, θα μπορέσεις να εκπληρώσεις το καθήκον σου, διότι και ο Ονήσιμος τέτοιος ήταν. Κοίταξε όμως που τον καλεί και σε τι υψηλό αξίωμα τον ανεβάζει ο απόστολος «ίνα κοινωνή μοι», λέγει, «εν τοις δεσμοίς μου». Δεν μπορείς να προφασισθείς την ασθένεια, διότι και ο Τιμόθεος τέτοιος ήταν, είχε «πυκνάς ασθενείας»...
Δεν βλέπετε τα δένδρα τα άκαρπα πως είναι γερά, πως είναι ωραία, μεγάλα, λεία και ψηλά; Αλλά αν είχαμε κήπο, θα προτιμούσαμε να έχουμε ροδιές και ελιές καρποφόρες παρά αυτά, διότι αυτά είναι για την τέρψη και όχι για την ωφέλειά μας.
Τέτοιοι είναι οι χριστιανοί που φροντίζουν μόνο για τα δικά τους, ή μάλλον ούτε τέτοιοι, διότι αυτοί είναι για την φωτιά, ενώ τα καλλωπιστικά δένδρα χρησιμοποιούνται και για την οικοδόμηση και για την ασφάλεια των ιδιοκτητών.
Τέτοιες ήταν και οι πέντε παρθένες, αγνές βέβαια και κόσμιες και σώφρονες, αλλά σε κανέναν χρήσιμες, γι’ αυτό και κατακαίονται. Τέτοιοι είναι αυτοί που δεν έθρεψαν τον Χριστό.
Πρόσεξε ότι κανείς απ’ αυτούς δεν κατηγορείται για προσωπικά του αμαρτήματα, δεν κατηγορείται ότι πόρνευσε ούτε ότι επιόρκησε, καθόλου, αλλά ότι δεν υπήρξε χρήσιμος στον άλλο... Πως είναι χριστιανός τέτοιος άνθρωπος; Πες μου, αν το προζύμι που ανακατεύεται με το αλεύρι δεν μεταβάλλει στη δική του φύση όλο το φύραμα, είναι προζύμι; Και αλήθεια, το μύρο που δεν γεμίζει ευωδιά εκείνους που πλησιάζουν θα το ονομάζαμε μύρο;
Μην πεις, μου είναι αδύνατο να παρακινήσω άλλους. Αν πράγματι είσαι Χριστιανός, αδύνατο είναι το να μη συμβαίνει αυτό. Όπως αυτά που βλέπουμε στη φύση είναι αναντίρρητα, έτσι και τούτο διότι στη φύση του Χριστιανού βρίσκεται το πράγμα. Μην υβρίζεις τον Θεό.
Αν πεις ότι δεν μπορεί να φωτίζει ο ήλιος, τον ύβρισες. Αν πεις ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να ωφελεί, ύβρισες τον Θεό και τον είπες ψεύτη.
Διότι είναι ευκολότερο να μη θερμαίνει και να μη χύνει φως ο ήλιος, παρά να μη φωτίζει ο χριστιανός... είναι ευκολότερο να γίνει σκοτάδι το φως, παρά να συμβεί αυτό. Μη λες, λοιπόν, είναι αδύνατο, διότι αδύνατο είναι το αντίθετο. Μην υβρίζεις, λοιπόν, τον Θεό.
Αν ρυθμίσουμε σωστά τη ζωή μας, οπωσδήποτε θα συμβούν κι εκείνα και θα ακολουθήσουν σαν κάτι το φυσικό. Δεν είναι δυνατόν να μείνει κρυφό το φως του Χριστιανού δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί μια τόσο φωτεινή λαμπάδα. Ας μην αμελούμε, λοιπόν!

Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, Πάπας Ρώμης

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, γεννήθηκε περί το έτος 540 μ.Χ. και έζησε στη Ρώμη, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ του Μεγάλου (527-565 μ.Χ.). Ονομάσθηκε δε Διάλογος, επειδή τα περισσότερα έργα του τα έγραψε με διαλογικό τρόπο, δηλαδή με ερωτήσεις και αποκρίσεις. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γορδιανός και η μητέρα του Συλβία. Τόσο οι γονείς του όσο και οι δυό αδελφές του πατέρα του, η Ταρσίλα και η Αιμιλιανή, διακρίνονταν για την ευσέβειά τους και επέδρασαν ευεργετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του Γρηγορίου. Ως γόνος πλούσιας οικογένειας ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση, ιδιαίτερα στη νομική. Βέβαια έζησε σε μία εποχή όπου η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων στη Ρώμη είχε σβήσει. Ο Γρηγόριος μάλλον ήταν κάτοχος μόνο της λατινικής γλώσσας, γεγονός που δεν του επέτρεπε να μελετήσει την πλούσια θεολογική γραμματεία των Ελλήνων Πατέρων.
Περί το έτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ (565-576 μ.Χ.) στο αξίωμα του πραίτορος της πόλεως της Ρώμης. Δεν παρέμεινε όμως για μακρύ χρονικό διάστημα στην θέση αυτή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του διέθεσε το μέγιστο μέρος της περιουσίας που κληρονόμησε σε φιλανθρωπικά έργα και στην ίδρυση μονών. Ίδρυσε έξι μοναστήρια στη Σικελία και περί το έτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε την οικία του στην Ρώμη σε μοναστήρι αφιερωμένο στον Απόστολο Ανδρέα. Ο ίδιος έγινε μοναχός αυτής της μονής και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενός της. Στο μοναστήρι ζούσε μία πολύ ασκητική ζωή και αφιερώθηκε στην προσευχή και στη μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων.
Δεν έμελλε όμως να παραμείνει για πολύ καιρό στη μονή του, γιατί χειροτονήθηκε διάκονος και το έτος 579 μ.Χ. εστάλη στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινουπόλεως ως αποκρισιάριος, δηλαδή αντιπρόσωπος, του Πάπα Ρώμης. Στην Κωνσταντινούπολη ο Άγιος Γρηγόριος, μαζί με τους μοναχούς που τον συνόδευσαν από την Ρώμη, ζούσε μοναστική ζωή. Είχε όμως την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τα πολιτικά και εκκλησιαστικά προβλήματα της αυτοκρατορίας και να συνάψει γνωριμίες με σημαίνοντα πρόσωπα της αυτοκρατορικής αυλής, με τα οποία διατήρησε αλληλογραφία μετά την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά ήταν η Θεοκτίστη, αδελφή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.), ο πατρίκιος Ναρσής, ο ιατρός του αυτοκράτορα Θεόδωρος κ.α. Στην Κωνσταντινούπολη επίσης, γνώρισε τον Επίσκοπο Σεβίλλης Λέανδρο, ο οποίος ταξίδευε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και με τον οποίο διατήρησε αδελφική φιλία και αλληλογραφία στα κατοπινά χρόνια.
Περί το έτος 586 μ.Χ. ο Γρηγόριος μετακαλείται στην Ρώμη. Υπάρχει η άποψη ότι με την επανάκαμψή του στην Ρώμη επέστρεψε στο μοναστήρι του και τότε ήταν που έγινε ηγούμενός του. Μία άλλη άποψη υποστηρίζει ότι ο Γρηγόριος μετά την επάνοδό του στην Ρώμη δεν επέστρεψε στη μονή, αλλά υπηρέτησε ως διάκονος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και σύμβουλος του Πάπα Πελαγίου Β’. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο Γρηγόριος έγινε ηγούμενος πριν την χειροτονία του σε διάκονο και τη αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη.
Το έτος 590 μ.Χ. ο Πάπας Πελάγιος Β’ ασθένησε από επιδημική ασθένεια και πέθανε. Παρά το ότι τόσο ο κλήρος όσο και ο λαός της Ρώμης ζητούσαν τον Γρηγόριο για Επίσκοπό τους μετά την κοίμηση του Πελαγίου Β’, η απροθυμία του ιδίου να ανέλθει στον επισκοπικό θρόνο ήταν έκδηλη. Η στάση του αυτή προερχόταν από την συναίσθηση του βάρους της ευθύνης του επισκοπικού αξιώματος και από την ταπεινή πεποίθηση ότι οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν επαρκείς για ένα τόσο σπουδαίο έργο. Όταν ο Επίσκοπος Ραβέννας Ιωάννης με επιστολή του τον έψεξε για την διστακτικότητά του αυτή, ο Άγιος Γρηγόριος αποφάσισε να του απαντήσει με την συγγραφή μιας ολόκληρης πραγματείας για το βαρυσήμαντο έργο του Επισκόπου και για τα προσόντα που αυτός πρέπει να έχει. Επρόκειτο δηλαδή για μία απολογία του Γρηγορίου σχετικά με τους ενδοιασμούς του να αναλάβει το βάρος του επισκοπικού αξιώματος.
Ο Γρηγόριος, παρά τους έντονους προσωπικούς του ενδοιασμούς, ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ως Πάπας Γρηγόριος Α’. Η κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν πολύ δυσχερής. Αφ’ ενός η επιδημία λυμαινόταν τις ζωές των ανθρώπων και αφ’ ετέρου μία φοβερή πλημμύρα του ποταμού Τίβερη είχε καταστρέψει σημαντικό αριθμό περιουσιών και σιτηρών. Σημαντικότερο ακόμη πρόβλημα ήταν η παρουσία των Λομβαρδών ως εισβολέων στην Ιταλία, οι οποίοι κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ιταλίας και μεγάλο μέρος της Νότιας Ιταλίας. Οι Λομβαρδοί ήταν αιτία συνεχούς αναστατώσεως στην Ιταλία και απειλούσαν να καταλάβουν και τα υπόλοιπα εδάφη της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική), τα οποία ανήκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και εποπτεύονταν από τον έξαρχο του αυτοκράτορα, ο οποίος είχε την έδρα του στη Ραβέννα.
Με την ανάληψη του επισκοπικού αξιώματος ο Γρηγόριος αναλώθηκε στην υπηρεσία του ποιμνίου του και της Εκκλησίας στο σύνολό της. Φρόντισε με θαυμαστή επιμέλεια το φιλανθρωπικό έργο στη Ρώμη και μερίμνησε με επιτυχία για τον εκχριστιανισμό των Αγγλοσαξόνων, αποστέλλοντας στη Βρετανία από την μονή του Αποστόλου Ανδρέου, ομάδα σαράντα μοναχών, ως ιεραποστόλων, με επικεφαλής τον Αυγουστίνο της Καντουαρίας. Επίσης ενδιαφέρθηκε για την αξιοποίηση, την οργάνωση της καλλιέργειας και την ορθή διάθεση των προσόδων των γαιών του παπικού θρόνου. Αξιοσημείωτο είναι ότι επέμενε να δίνει οδηγίες στους κατά τόπους υπευθύνους των παπικών κτημάτων να μεριμνούν για την αποφυγή κάθε αδικίας και παράνομου πλουτισμού στο διαχειριστικό τους έργο.
Ο Άγιος προσκαλούσε κατά διαστήματα τους πιο πτωχούς της πόλεως και έτρωγε μαζί τους. Κάποτε έδωσε εντολή να έλθουν στην Επισκοπή δώδεκα πτωχοί, για να τους προσφέρει φαγητό. Την ώρα που έτρωγαν, ο Άγιος έβλεπε δεκατρείς προσκεκλημένους και ο ένας από αυτούς ήταν διαφορετικός στην όψη. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πότε έμοιαζε με γέροντα στην ηλικία, πότε με νέο. Όταν οι άλλοι έφυγαν, τον ρώτησε ποιός είναι και εκείνος απάντησε: «Είμαι Άγγελος Κυρίου. Σε έχω επισκεφθεί και άλλη φορά, όταν ήσουν μοναχός και μου έδωσες ελεημοσύνη. Ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει την προαίρεσή σου και με το παράδειγμά σου να διδάξει και άλλους. Μάλιστα, από τότε έλαβα εντολή να είμαι πάντα μαζί σου, για να σε προστατεύω. Ότι θελήσεις από τον Θεό να μου το πεις και θα το μεταφέρω».
Επειδή η Ρώμη ήταν ο μόνος Πατριαρχικός θρόνος σε όλη τη Δύση, ο Γρηγόριος προσπαθούσε να επιλύσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πολλαπλά προβλήματα που παρουσίαζαν οι Εκκλησίες της Ιταλίας, της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας. Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει, ήταν το σχίσμα των Επισκόπων της Λιγουρίας, της Ιστρίας και της Βενετίας, οι οποίοι δεν δέχονταν την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 553 μ.Χ.
Η αιτία του προβλήματος ήταν ότι η Σύνοδος αυτή είχε καταδικάσει ως νεστοριανικά τα γνωστά ως «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή το πρόσωπο και τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας, τα έργα του Θεοδωρήτου Κύρου κατά του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και την επιστολή του Ίβα Εδέσσης προς Μάριν τον Πέρση. Οι διαφωνούντες δυτικοί Επίσκοποι θεωρούσαν ότι η καταδίκη αυτή προωθούσε ένα συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες, αναιρώντας έτσι την πίστη της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε στην Χαλκηδόνα, το έτος 451 μ.Χ. Επειδή η Ρώμη, παρά τις αρχικές αντιδράσεις της, είχε αποδεχθεί την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο και την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων», οι διαφωνούντες δυτικοί Επίσκοποι είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία τους με την Ρώμη. Ο Άγιος Γρηγόριος προσπάθησε επανειλημμένως να πείσει τους διαφωνούντες Επισκόπους ότι η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δόγμα της Χαλκηδόνας. Πραγματικά κατόρθωσε να μεταστρέψει τη γνώμη μερικών από αυτούς, αλλά η άρση του σχίσματος έγινε μετά την κοίμησή του.
Στο μεγάλο πρόβλημα της αντιμετωπίσεως των προκλήσεων των Λομβαρδών, οι οποίοι απειλούσαν να καταλάβουν την Ρώμη, ο Γρηγόριος, παρά της επανειλημμένες εκκλήσεις του, δεν κατέστη δυνατό να λάβει βοήθεια για αναχαίτιση του εχθρού από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο και από τον Βυζαντινό έξαρχο της Ραβέννας Πατρίκιο. Βέβαια ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σε δεινή θέση, γιατί εκτός από τους Λομβαρδούς είχε να αντιμετωπίσει σε διαφορετικά μέτωπα τους Πέρσες, τους Σλάβους, τους Αβάρους και τους Μαυρούσιους. Έτσι ο Γρηγόριος αναγκάστηκε να αναλάβει ο ίδιος πολιτική πρωτοβουλία και να συνάψει συνθήκη με τους Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους ένα μεγάλο ποσό χρημάτων και δίνοντας σε αυτούς ετήσιο φόρο πολυτελείας.
Είναι πράγματι λυπηρό το ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία αδυνατούσε να προασπίσει αποτελεσματικά τις δυτικές κτήσεις της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Αυτό είχε οδυνηρές συνέπειες τόσο για την Πολιτεία όσο και για την Εκκλησία. Οι Λατίνοι βυζαντινοί υπήκοοι σταδιακά αποξενώθηκαν από το κέντρο της αυτοκρατορίας, που αδυνατούσε να τους βοηθήσει, οι δυτικές κτήσεις του Βυζαντινού κράτους έπεσαν στα χέρια των βαρβαρικών φύλων, ενώ ο Επίσκοπος Ρώμης ανέλαβε πολιτικές εξουσίες, συνεργάστηκε με τους ηγεμόνες των βαρβαρικών φύλων και σταδιακά έγινε ο ίδιος κοσμικός άρχοντας.
Βέβαια ο Άγιος Γρηγόριος δεν φέρει καμία ευθύνη για την μετά από αιώνες εξέλιξη του παπικού θρόνου σε κοσμική εξουσία, ούτε για την συνεργασία μεταγενέστερων παπών με του Φράγκους. Ο ίδιος έκανε αυτό που θεωρούσε καθήκον και υποχρέωσή του για την προάσπιση του ποιμνίου και της πατρίδος του στους χαλεπούς εκείνους καιρούς. Ο Άγιος Γρηγόριος μπορεί σε ορισμένα θέματα να διαφωνούσε με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, αλλά αυτό συνέβαινε συχνότατα και με τους Πατριάρχες της Ανατολής. Όπως όμως φαίνεται μέσα από τα γραπτά κείμενά του, θεωρούσε τον εαυτό του πιστό υπήκοο του Βυζαντινού κράτους. Ουδέποτε αμφισβήτησε την εξουσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα και συμβούλευε τους πιστούς να αναπέμπουν προσευχές γι’ αυτόν.
Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν άνθρωπος ταπεινού φρονήματος. Παρά το γεγονός ότι αποδεχόταν χωρίς κριτική εξέταση τη θεωρία περί του παπικού πρωτείου, ο ίδιος αρνιόταν κατηγορηματικά για τον εαυτό του τον τίτλο του «οικουμενικού πάπα», τον οποίο του πρότεινε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευλόγιος (579/580-607 μ.Χ.) και με ειλικρίνεια προτιμούσε τον τίτλο «δούλος του Θεού». Τόνιζε μάλιστα εμφαντικά – και εν πολλοίς το αποδείκνυε στην πράξη – ότι σεβόταν τα δικαιώματα και την εκκλησιαστική δικαιοδοσία των άλλων Επισκόπων.
Ο Άγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε από αρθριτική νόσο, το έτος 604 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Συγριανῆς



Ὁ γνωστὸς χρονογράφος καὶ εὐθαρσὴς Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ 760 μ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Ἰσαὰκ καὶ τὴν μητέρα του Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀλλὰ ἡ μητέρα του κατόρθωσε νὰ τὸν μορφώσει καλὰ καὶ νὰ τὸν παντρέψει σὲ νεαρὴ ἡλικία, μὲ ἐνάρετη καὶ πλούσια κόρη, τὴν Μεγαλῶ, τὴν ἔπειτα μοναχὴ καὶ μετονομασθεῖσα Εἰρήνη.

Ὁ Θεοφάνης ὅμως, εἶχε μοναχικὴ κλίση καὶ ἔτσι ὁ γάμος διαλύθηκε. Καὶ ἡ μὲν σύζυγός του μὲ τὴν θέλησή της κλείστηκε στὴ γυναικεία μονὴ τῆς νήσου τοῦ Πρίγκηπος, καὶ αὐτὸς σ᾿ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὸ βουνὸ τῆς Συγριανῆς, τὸ Πολίχνιο.

Ἀπὸ τὴν μονὴ αὐτή, προσεκλήθη μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους στὴ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, ὅπου καὶ διέπρεψε. Ὅταν ἐπέστρεψε, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸ μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἀποχώρησε στὴν ἀπέναντι νῆσο Κολώνυμο.

Ἐκεῖ ἵδρυσε νέα μεγάλη μονὴ καὶ ἐπὶ ἕξι χρόνια καλλιγραφοῦσε καὶ συνέγραψε. Ἡ ὑγεία του ὅμως, προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Καὶ ἐπειδὴ δὲ συμμερίστηκε τὶς αἱρετικὲς ἰδέες τῶν εἰκονομάχων Λέοντα τοῦ Ἀρμενίου καὶ Ἰωάννου τοῦ πατριάρχου, ἐξορίσθηκε στὴ Σαμοθράκη ὅπου μετὰ 23 ἡμέρες πέθανε (815 ἢ κατ᾿ ἄλλους τὸ 818). Ἀργότερα οἱ μαθητές του, μετακόμισαν τὰ λείψανά του στὴ μονή του (822).

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεοφάνη σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῶ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἠμίν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι' ἐνάρετου ζωῆς, Θεόφανες Ὅσιε, πᾶσαν γὰρ τὴν προσοῦσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τὴ ἀσκήσει συνάπτεις, ἐντεῦθεν δι' ἀμφοτέρων, φαίνεις τοὶς πέρασι.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σπουδῇ, ἐκ μέσου τῶν θορύβων, καὶ μονάσας Ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν ἐνέργειαν, καὶ προφητείας χάρισμα, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.

Ὁ Οἶκος Ἐπὶ τῆς γῆς μηδὲν προτιμήσας, ἠκολούθησας χαίρων τῷ καλοῦντί σε Χριστῷ, καὶ τὸν ζυγὸν αὐτοῦ ἔλαβες ἐπὶ τῶν ὤμων τῶν σῶν προθύμως, καὶ ἀνάπαυσιν εὗρες τῇ ψυχῇ σου, ἣν περ κἀμοὶ τῷ πτωχῷ καὶ ῥαθύμῳ κατάπεμψον τῷ λέγοντι, καὶ μηδόλως ἐκτελοῦντι, ἀλλ' ἔτι σχολάζοντι, ἐν τοῖς τοῦ βίου πράγμασι, καὶ θαυμάζοντι, πῶς πάντα ἔφυγες, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.

Κάθισμα 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλον ἔνθεον προσκεκτημένος, δόγμα ἄθεον ἀπεβδελύξω, καὶ κινδύνοις πολυτρόποις ὡμίλησας, ὑπερορίαις ἀδίκως στελλόμενος, καὶ εὐσεβῶς παμμάκαρ τελειούμενος, Πάτερ Θεόφανες, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ο Άγιος Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος


 
 


Ἦταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Θεοφανῶ, φρόντισαν γιὰ τὴν καλή του ἐκπαίδευση, τὶς δὲ σπουδές του συμπλήρωσε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν κηδεμονία ἰσχυροῦ θείου του στὴν Αὐλή.

Μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ θείου του, μπῆκε καὶ αὐτὸς στὴν Αὐλή. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ θεῖος του, ἄφησε τὴν Αὐλὴ τοῦ Παλατιοῦ καὶ ζήτησε νὰ εἰσαχθεῖ στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Στουδίου. Δὲν τὸν δέχτηκαν λόγω τοῦ νεαροῦ της ἡλικίας του. Ἀργότερα ὅμως τὸν δέχτηκαν.

Ἐκεῖ μαθήτευσε κοντὰ στὸν ὁμώνυμο προίσταμενό του Συμεών, μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ὁποίου εὐδοκιμοῦσε στὶς θεολογικὲς μελέτες καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Συναντᾶμε κατόπιν τὸν Συμεὼν στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντα, ὅπου πῆρε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε ἡγούμενός της. Ἐπειδὴ ὅμως θέλησε νὰ ἐπιβάλει τοὺς μοναστικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συνάντησε ζωηρὴ ἀντίδραση καὶ παραιτήθηκε.

Ἀσχολήθηκε ἀποκλειστικὰ μὲ θεολογικὲς μελέτες καὶ συγγραφές. Κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νικομήδειας Στέφανο ὅτι, γιόρταζε ἀπὸ μόνος του σὰν ἐπίσημο Ἅγιο τὸν γέροντά του Συμεὼν καὶ ἡ περιπέτεια αὐτὴ τοῦ κόστισε ἕξι χρόνια ταλαιπωρίες.

Τελικά, διατάχθηκε νὰ πάει σ᾿ ἕνα μοναχικὸ παρεκκλῆσι τῆς ἁγίας Μαρίνας, στὴν Ἀσιατικὴ ὄχθη τῆς Προποντίδας, ὅπου καὶ πέθανε σὲ γεροντικὴ ἡλικία (κατὰ τὸ 1020).

Ἀπὸ τὶς συγγραφές του σῴζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικὰ καὶ θεολογικὰ κεφάλαια, καθὼς καὶ θρησκευτικὰ ποιήματα. Γιὰ τὴν θεολογική του δεινότητα ὀνομάστηκε Νέος Θεολόγος.

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ




῎Εσφιξε τόν σάκκο του γιά μιά ἀκόμη φορά πάνω του κι ἀκούμπησε τό περιεχόμενό του νά βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ. ῾Η   ἐπιστολή τοῦ βασιλιᾶ πού μετέφερε. Οἱ ὁδηγίες ἦταν σαφεῖς: χωρίς καμμία χρονοτριβή θά ἔπρεπε νά σπεύσει νά παραδώσει τήν ἐπιστολή στόν μέγα καί φημισμένο ἅγιο τῆς ἐποχῆς, τόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο.

Στήν ἀρχή ὅταν τόν κάλεσαν στά ἀνάκτορα ἐπειγόντως πίστεψε ὅτι πρόκειται γιά μία ἀπό τίς ἀποστολές πού συνήθως ἀνελάμβανε: νά μεταφέρει ὡς ὁ κύριος ταχυδρόμος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς ἐπιστολή γιά κάποιον ἀπό τούς ἡγεμόνες τῆς αὐτοκρατορίας ἤ κάποιον ἄλλον πού σχετίζεται μέ τά συμφέροντα τοῦ ἀχανοῦς κράτους. Θεωρεῖτο ὁ πιό ἔμπιστος ἀπό ὅλους, γι᾽ αὐτό  καί χαιρόταν κάθε φορά πού τόν καλοῦσαν, ὅπως καί  ἔνιωθε τήν μεγάλη εὐθύνη πού ἐπωμιζόταν, καθώς ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, ὁ σπουδαῖος καί μεγάλος Κωνσταντίνος, μπροστά στόν ὁποῖο ἔκλιναν γόνυ φοβεροί καί τρομεροί βασιλεῖς ἄλλων λαῶν, τόν ἐμπιστευόταν.

Μέ ἔκπληξη ἀλλά καί μεγάλη χαρά ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ φοβεροῦ στρατηλάτη τήν ἀνάθεση τῆς ἰδιότυπης ἀποστολῆς. ῾Θά πᾶς στόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο, τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ πού ζεῖ στά βουνά τῆς Αἰγύπτου, καί θά τοῦ πεῖς: ᾽Εγώ, ὁ Κωνσταντίνος ὁ βασιλιᾶς, σέ παρακαλῶ, ἅγιε Γέροντα, νά ἔλθεις στήν πρωτεύουσα, τήν δική μου πόλη, νά σέ δῶ, νά σέ ρωτήσω γιά προβλήματα πού μέ ἀπασχολοῦν, νά μέ εὐλογήσεις. Θά τό θεωρήσω μεγάλη μου τιμή ἄν ἀνταποκριθεῖς στήν πρόσκλησή μου᾽. Τοῦ ᾽βαλε στά χέρια καί ἐπιστολή πού ἔλεγε τά ἴδια κι ἀκόμη περισσότερα, σφραγισμένη μέ τήν αὐτοκρατορική βούλα  του. ῾Θά τήν παραδώσεις στά χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀββᾶ᾽, ἦταν τά τελευταῖα λόγια τοῦ βασιλιᾶ, πρίν κάνει ὑπόκλιση ὁ ταχυδρόμος καί ἀποχωρήσει.

Πῆρε μαζί του κι ἕναν ἄλλο ἔμπιστο δικό του ἄνθρωπο ὁ ταχυδρόμος, μέ τήν ἔγκριση τοῦ βασιλιᾶ, κι ἔφυγε. ῾Η σοβαρότητα τοῦ προσώπου τοῦ αὐτοκράτορα δέν τοῦ ἄφηνε τήν παραμικρότερη ἀμφιβολία γιά τό πόσο σημαντική ἦταν ἡ ἀποστολή του. ῎Ενιωθε ὅμως καί μεγάλη χαρά  μέσα του, γιατί καθώς δέν ἦταν ἄσχετος πρός τήν χριστιανική πίστη κι εἶχε καί ὁ ἴδιος ἀκούσει τίς φῆμες γιά τήν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός αὐτοῦ, τοῦ ᾽Αντωνίου τῆς Αἰγύπτου, ἤθελε πολύ νά τόν συναντήσει. ῾Μοναδική εὐκαιρία καί μεγάλη εὐλογία᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε.

Ψηλάφησε καί πάλι ἐνστικτωδῶς τόν σάκκο του. ῾Ησύχασε. ῾Η τυλιγμένη καλά ἐπιστολή ἦταν στήν θέση της. Εἶχε φθάσει πιά στήν Αἴγυπτο μέ τόν συνοδό του κι ἀνέβαιναν στά ἄγρια καί ἐρημικά βουνά πού ᾽χαν μάθει ὅτι ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. ῾Η κούραση καί λίγο ὁ φόβος τῆς ἐρημιᾶς εἶχαν ἀρχίσει νά δείχνουν τά σημάδια τους πάνω τους, ἀλλά ἡ ἐντολή τοῦ βασιλιᾶ καί τό ὅραμα νά συναντήσουν τόν μεγάλο ἀββᾶ φτέρωναν τά πόδια τους καί γιγάντωναν τήν καρδιά τους.

῾Δέν εἴμαστε μόνοι᾽, εἶπε ξάφνου ὁ συνοδός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ταχυδρόμου. ῾Κάποιος εἶναι ἐκεῖ στό βάθος κι ἴσως πρόκειται γιά κανέναν κυνηγό ἀγρίων ζώων, ἄν κρίνω ἀπό τό τόξο καί τίς σαΐτες πού βλέπω νά κουβαλᾶ᾽. Δέν ἔπεσε ἔξω. Δέν ἄργησαν νά συναντηθοῦν μέ τόν ἄνθρωπο καί νά δοῦν καί νά μάθουν ὅτι πράγματι ξεμάκρυνε στά ἄγρια βουνά κυνηγώντας θηρία. ῾Δέν ἔχω πιάσει ἀκόμη τίποτε᾽, τούς εἶπε,  ῾ἀλλά ξέρω ὅτι ὑπάρχουν ἐδῶ θηράματα σπουδαῖα καί δέν θέλω νά χάσω τήν εὐκαιρία. ᾽Εσεῖς ὅμως πῶς καί βρεθήκατε στά μέρη αὐτά; Πρέπει νά ᾽χει κανείς σοβαρό λόγο νά βρεθεῖ ἐδῶ πάνω, κι ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπω δέν εἶστε ντόπιοι ἀλλ᾽ ούτε καί...κυνηγοί᾽. Χαμογέλασε.

῾Πράγματι, ἀδελφέ᾽, εἶπε ὁ ταχυδρόμος, ῾δέν εἴμαστε κυνηγοί σάν κι ἐσένα, ἀλλά κατά κάποιον τρόπο καί εἴμαστε. Κι ἐμεῖς ῾κυνηγᾶμε᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς εἶπαν ὅτι ζεῖ στά μέρη αὐτά, τόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο ἄν ἔχεις ἀκούσει. Μᾶς δημιουργήθηκε ἡ ἐπιθυμία νά πᾶμε νά τόν δοῦμε καί νά πάρουμε τήν εὐλογία του᾽. ῎Ελαμψε τό πρόσωπο τοῦ κυνηγοῦ. ῾Τόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο; Καί ποιός δέν ἔχει ἀκούσει γι᾽ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο; Προσωπικά, δέν ἔτυχε ποτέ νά τόν δῶ καί πρέπει ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω πράγματι σ᾽ αὐτά τά βουνά νά εἶναι ἡ σπηλιά του. Σ᾽ ὅλη τήν Αἴγυπτο κι ἀκόμη πιό πέρα ἀκούγεται ὅτι εἶναι μεγάλος ἅγιος, τόσο πού λένε πολλοί ὅτι τόν ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα ὁ Θεός καί κάνει θαύματα.  ῾Θεοφιλῆ᾽ τόν χαρακτηρίζουν ὅλοι. Λένε μάλιστα ὅτι πολεμάει πολύ καί τούς δαίμονες κι ὅτι ὅποιος τόν βλέπει καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι εἶναι ὁ ᾽Αντώνιος, γιατί τό πρόσωπό του ἔχει μία ἰδιαίτερη λάμψη. Πρέπει νά εἶναι πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα. Νά μήν εἶναι σάν κι ἐμᾶς!᾽ ῎Εγινε μία μικρή παύση.

῾᾽Αδελφέ, πρέπει νά σέ ἀφήσουμε᾽, εἶπε ξαφνικά ὁ ταχυδρόμος, καθώς ἀναλογίστηκε τήν ἀποστολή του καί τήν ἐντολή τοῦ βασιλιᾶ. ῾Δέν ἔχουμε πολύ χρόνο στήν διάθεσή μας. ῞Οπως εἶπες, δέν εἴμαστε ἀπό τά μέρη αὐτά καί πρέπει νά βιαστοῦμε. ᾽Απ᾽ ὅ,τι καταλαβαίνουμε ἔχουμε ἀκόμη δρόμο πολύ νά διαβοῦμε᾽. Τόν ἀποχαιρέτισαν, ἀφήνοντάς τον προβληματισμένο καί λίγο μετέωρο. Κοίταξαν ἕνα γύρω τά βουνά γιά νά προσανατολιστοῦν, μέ βάση τίς ἀκριβεῖς πληροφορίες πού εἶχαν πάρει,  καί συνέχισαν μέ κάποια ἐνοχή μέσα τους λόγω τῆς ἀπρόβλεπτης καθυστέρησής τους. ῾Ο κυνηγός τούς κοίταξε νά ἀπομακρύνονται, ἀνασήκωσε τούς ὤμους του καί πῆρε τά σύνεργά του ἀποφασισμένος νά συνεχίσει τό δικό του ἔργο. ῾῾Ο ᾽Αντώνιος!᾽ μονολόγισε. ῾Γιά φαντάσου!᾽

Οἱ δύο ἀπεσταλμένοι φτάσανε κάποια στιγμή. Βοηθήθηκαν καί ἀπό τό γεγονός ὅτι συνάντησαν καί κάποιους ἄλλους πού πήγαιναν γιά τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου. ῞Ενα μικρό τσοῦρμο περίμενε ἔξω ἀπό τήν σπηλιά τοῦ ᾽Αντωνίου. ῾Ο ἀββᾶς δέν εἶχε ἐμφανιστεῖ ἀκόμη. Σιγομουρμούριζαν κάποιοι στήν ἀναμονή, ἐνῶ ἄλλοι ἔκαναν προσευχή. ῾Ο τόπος γύρω τους ἦταν ἀπαράκλητος.

Κάποια στιγμή σάν νά βγῆκε λάμψη ἀπό τήν σπηλιά. Φάνηκε στήν εἴσοδό της ὁ ἀββᾶς, ὁ ᾽Αντώνιος, ὁ μέγας ᾽Αντώνιος. ῞Ολοι σώπασαν καί μέ ἔκσταση κοίταζαν τό πρόσωπό του. ῾Εἶχε δίκιο ὁ κυνηγός᾽, μουρμούρισε ὁ ταχυδρόμος στόν συνοδό του. ῾Γι᾽ αὐτό πού μᾶς εἶπε ὅτι ἔχει ἀκούσει πώς λάμπει τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου᾽. ῾Ορισμένοι δέν ἔκρυβαν τήν συγκίνησή τους καί τά δάκρυά τους κυλοῦσαν ἀβίαστα ἀπό τά μάτια τους. Ὁ ᾽Αντώνιος στάθηκε γιά μιά στιγμή καί εὐλογώντας τούς συγκεντρωμένους προχώρησε ἀποφασιστικά πρός τήν μεριά τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ βασιλιᾶ.

῾Ξέρει, κάτι ξέρει᾽, ψιθύρισε μέσα ἀπό τά δόντια του ὁ ταχυδρόμος. ῾῾Ο Θεός τόν φώτισε καί μᾶς κατάλαβε᾽. Εἶπε τήν ἀλήθεια. ῾Ο ᾽Αντώνιος ἦλθε κοντά τους καί τούς πῆρε παράμερα. ῾Καλῶς ἤλθατε᾽, τούς εἶπε γεμᾶτος στοργή καί ἐνδιαφέρον. ᾽Από τά μάτια του σάν νά χυνόταν ὁ ἥλιος. ῎Εσκυψαν καί τοῦ φίλησαν μέ σεβασμό τό χέρι. ῾῾Ο Χριστός μας πάντοτε νά σᾶς εὐλογεῖ᾽, συνέχισε. ῾Ξέρω ὅτι ἤλθατε ἀπό τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας γιά νά μοῦ πεῖτε καί νά μοῦ δώσετε κάτι᾽.

῾Ο ταχυδρόμος ἔνιωσε τά πόδια του νά μήν τον κρατᾶνε. Εἶχε βρεθεῖ ἐπανειλημμένως μπροστά σέ σπουδαίους καί ἄγριους ἡγεμόνες, ἀλλά καρδιωμένος πάντοτε γιατί ἦταν στήν δούλεψη τοῦ μεγάλου αὐτοκράτορά του. Τώρα ὅμως αἰσθάνθηκε ὅτι βρισκόταν ἀδύναμος μπροστά στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τό φωτεινό καί πρᾶο βλέμμα τοῦ ἁγίου τοῦ ἔδωσε θάρρος νά μιλήσει. ῾᾽Αββᾶ, εἴμαστε πράγματι ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ Κωνσταντίνου, πού μᾶς ἔστειλε νά σοῦ μεταφέρουμε τήν βαθειά ἐπιθυμία του νά ἔλθεις στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά σέ δεῖ καί νά τόν εὐλογήσεις. Σέ παρακαλεῖ πολύ γι᾽ αὐτό᾽. ῎Ανοιξε τόν σάκκο του κι ἔβγαλε  τήν τυλιγμένη ἐπιστολή,  τήν σφραγισμένη ἀπό τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, καί τήν ἀπίθωσε στά χέρια τοῦ ᾽Αντωνίου.

Ὁ ᾽Αντώνιος δέν εἶπε τίποτε. Φάνηκε σάν νά προσεύχεται. ῾Καλά, καλά, θά δῶ᾽, εἶπε σέ λίγο κι ἔβαλε τό ἡγεμονικό γράμμα κάπου στόν χιτώνα του. ῾Πρός τό παρόν, ἐλᾶτε νά ξαποστάσετε καί νά κεραστεῖτε μαζί μέ τούς ἄλλους᾽. Τούς ὁδήγησε μπροστά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς, ὅπου ἤδη εἶχαν καθήσει οἱ ἄλλοι προσκυνητές κυκλοτερά, καί κάθησαν κι αὐτοί.

Τά βλέμματα ὅλων ἦταν στραμμένα πρός τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔστρεψε τήν ματιά του ὁλόγυρα καί τούς ἀγκάλιασε μ᾽ αὐτήν, ἄρχισε νά τούς μιλάει καί ν᾽ ἀπαντάει σέ διάφορες ἐρωτήσεις τους. Τά θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τούς περισσοτέρους ἦταν γιά τήν πνευματική ζωή, ἀλλά καί γιά τά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζαν στήν καθημερινότητά τους. ῾Ο ᾽Αντώνιος πότε ἄμεσα, πότε μέ κάποιες παύσεις ἀπαντοῦσε σέ ὅλα κι ὁ λόγος του γινόταν βάλσαμο στίς κουρασμένες καί πονεμένες τους ψυχές. ῏Ηταν ἀρχή τοῦ μεγάλου ἀββᾶ νά μήν λέει ὁ ἴδιος τίποτε, ἄν δέν δεῖ ὅτι ὁ προσκυνητής κι ὁ ἐπισκέπτης ἔχει πράγματι πνευματικά ἐνδιαφέροντα. ᾽Εδῶ ὅμως φαινόταν καθαρά τό ἄνοιγμα τῶν καρδιῶν τῶν ἀδελφῶν πού εἶχαν ἔλθει κοντά του, γι᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος μέ ἀντίστοιχο τρόπο στεκόταν ἀπέναντί τους.

Ἡ ἀτμόσφαιρα πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἦταν παραπάνω ἀπό κατανυκτική. Οἱ ἀπεσταλμένοι μάλιστα τοῦ αὐτοκράτορα θεωροῦσαν ὅτι ζοῦσαν μιά μυσταγωγία. ῾Σάν νά ᾽μαστε σέ Θεία Λειτουργία᾽, τόλμησε νά σχολιάσει χαμηλόφωνα ὁ συνοδός τοῦ ταχυδρόμου. Τό παράδοξο ἦταν ὅτι αὐτή ἡ μυσταγωγική ἀτμόσφαιρα συνεχιζόταν καί τίς στιγμές πού ὁ ἅγιος ἀπαντοῦσε καί μέ τρόπο πιό ἐλαφρό. Γιατί διαπίστωσαν οἱ Κωνσταντινουπολίτες ὅτι κάποιες φορές ὁ μεγάλος ἀσκητής πού τά μάτια του εἶχαν δεῖ ἐπανειλημμένως οὐράνιες ὀπτασίες καί εἶχε ζήσει ὄχι λίγες θεοπτίες ἀστειευόταν μέ τούς προσκυνητές. Τό χαμόγελό του μάλιστα ἐκεῖνες τίς στιγμές ἔκανε τήν λάμψη τοῦ προσώπου του νά γίνεται ἀκόμη πιό ἔντονη.

῾Θεέ μου, κοίτα πόσο ἀνθρώπινος εἶναι᾽, ἄκουσε ὁ ταχυδρόμος κάποιον προσκυνητή ἀδελφό δίπλα του. ῾Γι᾽ αὐτό καί τόσο θεϊκός ἴσως᾽, συμπλήρωσε χωρίς νά ἀκουστεῖ ὁ ἴδιος.

Ἡ προσοχή ὅλων αἴφνης διασπάστηκε. ῞Ολοι ἔστρεψαν τό βλέμμα τους σ᾽ ἕναν περίεργα ντυμένο ἄνθρωπο μέ τόξο καί σαΐτες  στόν ὦμο του πού τούς εἶχε ἤδη πλησιάσει πολύ καί φαινόταν νά εἶναι ἀπορημένος καί βαθιά προβληματισμένος ἀπό αὐτό πού ἔβλεπε καί ἄκουγε. ῾Κοίτα, ὁ κυνηγός!᾽ εἶπαν ταυτόχρονα σχεδόν οἱ δύο τοῦ βασιλιᾶ. ῾Πῶς ξέπεσε κατά δῶ;᾽

῾Ο ἀββᾶς σταμάτησε κι αὐτός. Κοίταξε μέ προσοχή τόν νιοφερμένο καί σάν νά τόν διαπέρασε μέσα στήν καρδιά του.

῾Πλησίασε, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ᾽, τοῦ εἶπε καλοκάγαθα. ῾Κυνηγός ἀγρίων ζώων ἀπ᾽ ὅ,τι καταλαβαίνω, ἔτσι δέν εἶναι;᾽ Κούνησε τό κεφάλι του ὁ κυνηγός. Χωρίς νά τό ἔχει ἐπιδιώξει βρέθηκε στήν σπηλιά τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, τοῦ ᾽Αντωνίου. Εἶδε καί τούς δύο ῾προσκυνητές᾽ πού συνάντησε στόν δρόμο του. Μά μέσα του κάτι φαινόταν ἔντονα νά τόν ἐνοχλεῖ. Δέν μποροῦσε νά συμβιβάσει τήν φήμη τοῦ θεωρουμένου ἁγίου, τοῦ ῾θεοφιλοῦς᾽ ἀνθρώπου, μέ ὅ,τι ἔβλεπε καί ἄκουγε.

῾Μά, ἅγιος αὐτός καί νά ἀστειεύεται μέ τούς ἀνθρώπους ἐδῶ πέρα; Νά χαμογελάει καί νά χαριεντίζεται; Τί ἅγιος εἶναι αὐτός;᾽ Σάν νά γκρεμίστηκε τό εἴδωλο πού εἶχε φτιάξει γιά τόν ἅγιο τῆς Αἰγύπτου. Σκανδαλίστηκε.

῾Βάλε μιά σαΐτα στό τόξο σου᾽, ἄκουσε τήν φωνή τοῦ ἀββᾶ νά ἀπευθύνεται σ᾽ ἐκεῖνον, ῾καί τέντωσέ το᾽.
Μηχανικά ὑπάκουσε στήν ἐντολή. Τοῦ λέει πάλι: ῾Τέντωσέ το πιό πολύ᾽. Τό ξανάκανε. Καί πάλι: ῾᾽Ακόμη πιό πολύ᾽.

Δέν ἄντεξε τήν δοκιμασία ὁ κυνηγός. ῾῎Αν τό τεντώσω ὐπερβολικά, ἀββᾶ, ὅπως καταλαβαίνεις θά σπάσει τό τόξο. Φτάνει μέχρις ἑνός σημείου᾽.

Προσευχήθηκε γι᾽ αὐτόν ὁ μέγας ἀσκητής πρίν τοῦ ἀπαντήσει. ῾῎Ετσι ὅμως, παιδί μου᾽, ἀκούστηκε νά τοῦ λέει, ῾συμβαίνει καί μέ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τεντώσουμε ὑπερβολικά τήν συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἀδελφούς μας, θά σπάσουν καί αὐτοί. Πρέπει ποῦ καί ποῦ νά συγκαταβαίνουμε στούς ἀδελφούς᾽.

῞Ολες οἱ ἀμφιβολίες καί οἱ λογισμοί σκανδαλισμοῦ ἐξαφανίστηκαν ἀμέσως ἀπό τόν κυνηγό. ῎Ενιωσε νά κατανύσσεται καί τά δάκρυα νά βρέχουν τό πρόσωπό του. ῾Γέροντα, συγχώρεσέ με᾽, εἶπε κι ἔπεσε στά πόδια του γονατιστός. ῾Τώρα καταλαβαίνω γιατί λένε τόσα γιά σένα καί τήν ἁγιότητά σου᾽.

Δέν κάθησαν πολύ καί οἱ ἄλλοι. ῎Ηδη τό γεγονός αὐτό εἶχε μιλήσει σέ ὅλων τίς καρδιές πολύ περισσότερο ἀπό πολλές διδασκαλίες. Πῆραν εὐλογία καί ἔφυγαν μέ μεγάλη ὠφέλεια γιά τήν ζωή τους.

῾Γέροντα, τί θά γίνει καί μ᾽ ἐμᾶς;᾽ εἶπε ὁ ταχυδρόμος στόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο. ῾Θά ἔχουμε κάποια ἀπάντησή σου νά μεταφέρουμε στόν βασιλιᾶ;᾽

῾Παιδιά μου, δέν ἔχω κάποια ἀπάντηση ἀπό τόν Θεό σ᾽ αὐτό τό αἴτημα τοῦ βασιλιᾶ. Δέν πρόκειται τώρα νά σᾶς ἀπαντήσω. Θά διαβάσω πρῶτα τό γράμμα, θά προσευχηθῶ καί ὅ,τι μέ φωτίσει ὁ Θεός. Πηγαίνετε λοιπόν κι ἐσεῖς στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ καί μεταφέρετε τίς εὐχές καί τά σεβάσματά μου στόν Κωνσταντίνο. Πεῖτε του ὅτι εἶναι μεγάλη τιμή γιά μένα νά μέ προσκαλεῖ ὁ βασιλιᾶς, ἀλλά ἀκόμη δέν ξέρω᾽. Τούς εὐλόγησε κι ἔφυγαν.

῎Επεσε σέ συλλογή ὁ μεγάλος ἀββᾶς ὅταν διάβασε ἀργά τό βράδυ μέ τό φῶς τοῦ κεριοῦ τό γράμμα τοῦ βασιλιᾶ. Δέν βιάστηκε νά πάρει ἀπόφαση. Ρίχτηκε στήν προσευχή. Τό ἴδιο καί τήν ἑπομένη καί τήν μεθεπομένη. Καμμία ἀπάντηση ὅμως ἐπ᾽ αὐτοῦ ἀπό τόν Κύριο. Δέν ἔνιωθε μέσα του τήν πληροφορία γιά τό τί νά κάνει. ῾῞Ο,τι δέν πληροφορεῖ ὁ Θεός, μπορεῖ νά πληροφορήσει ὁ ἀδελφός᾽, θυμήθηκε ὁ θεοφιλής καί φιλόθεος ἄνθρωπος. ῾Αὐτή δέν εἶναι συνήθως ἡ τακτική τοῦ Θεοῦ μας; Μᾶς δίνει ἀπάντηση μέ τόν πιό ἀγαπημένο Του τρόπο: τήν ταπείνωση. ῞Ο,τι συνέβη καί μέ τήν ἐνανθρώπησή Του᾽.

Τά βήματά του τόν ὁδήγησαν στήν σπηλιά τοῦ ἀγαπημένου μαθητῆ του Παύλου πού βρισκόταν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπό τήν δική του.  ῾Αὐτός ὁ ἄνθρωπος σέ μεγάλη ἡλικία ἄφησε τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι ἀνέλαβε κόπους πού οὔτε κι οἱ νέοι δέν τούς  καταφέρνουν. ῎Εχει προχωρήσει πολύ στήν ἁγιότητα. Αὐτός θά εἶναι πού θά μοῦ δώσει τήν ἀπάντηση. ῞Ο,τι μοῦ πεῖ θά τό θεωρήσω πώς εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ᾽. ᾽Αγαλλίασε ἡ καρδιά του μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή. ῾Τό πιό ταπεινό, τό πιό ταπεινό᾽ μουρμούρισε.

Ὁ ἀββᾶς Παῦλος, ὁ ἁπλός ὅπως τόν εἶπαν, ἔκανε μεγάλη χαρά πού εἶδε τόν Γέροντά του. Τόν ὑποδέχτηκε, τοῦ ᾽στρωσε τράπεζα, προσευχήθηκαν μαζί. Τέλος τόν ρώτησε καί τόν σκοπό τῆς ἐπίσκεψής του. ῾Γέροντα, σέ βλέπω προβληματισμένο. Τί ᾽ναι αὐτό πού σ᾽ ἀπασχολεῖ;᾽ ῾Ο σεβασμός τοῦ Παύλου ἦταν ἀπεριόριστος.

῾᾽Αββᾶ᾽, εἶπε ὁ ᾽Αντώνιος. ῾῎Εχω ἕνα πρόβλημα καί θέλω τήν βοήθειά σου. Μᾶλλον εἶμαι σίγουρος ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ μόνος πού θά μοῦ δώσει τήν ἀπάντηση᾽.

῎Επεσε ἀπό τά σύννεφα ὁ γερο-μαθητής. ῾Γέροντα, τί λές; ᾽Εγώ νά σοῦ δώσω ἀπάντηση σέ δικό σου πρόβλημα; Ξεχνᾶς ὅτι μέχρι τώρα ἤμουν κι εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο; Ξεχνᾶς ὅτι μόνο τά τελευταῖα χρόνια μπῆκα στήν καλογερική καί δέν ἔχω κάνει ἀκόμη ἀρχή; Συγχώρα με, ἀλλά νομίζω πώς θέλεις νά μέ διδάξεις γιά μιά ἀκόμη φορά τί σημαίνει ταπείνωση. Κατάλαβα, ἀββᾶ. Νά ᾽ναι εὐλογημένο. ῾Η ὑπερηφάνεια μου καί ὁ ἐγωϊσμός μου σέ ἔκαναν νά βρεθεῖς ἐδῶ᾽. ῎Εκλινε τό κεφάλι μέ συστολή καί περίμενε ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

῾᾽Αββᾶ᾽, εἶπε σοβαρά ὁ ᾽Αντώνιος. ῾Δέν συμβαίνει αὐτό πού λές. ῏Ηρθα γιατί πράγματι ἔχω ἀνάγκη καί ὁ Κύριος δέν μέ πληροφορεῖ στό δίλημμα πού βρίσκομαι. Μέ φώτισε λοιπόν νά ἔρθω σ᾽ ἐσένα γιά νά μέ καθοδηγήσεις᾽.

῎Επεσε σιωπή. ῾Ποιό εἶναι τό πρόβλημα;᾽ ἀκούστηκε μετά ἀπό λίγο ἡ φωνή τοῦ Παύλου. ῾Σέ τί μπορῶ ἐγώ νά σοῦ φανῶ χρήσιμος;᾽

῾῎Ελαβα γράμμα ἀπό ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος μέ καλεῖ νά πάω στήν Κωνσταντινούπολη νά τόν συναντήσω, νά τόν εὐλογήσω, νά μοῦ θέσει κάποια πνευματικά προβλήματα πού τόν ἀπασχολοῦν. Βλέπω ὅτι ὑπάρχουν θετικά καί ἀρνητικά στοιχεῖα σέ κάθε μία ἀπό τίς ἀπαντήσεις. ῎Αν πάω, ὁ αὐτοκράτορας θά ὑποχρεωθεῖ κατά κάποιον τρόπο καί θά βοηθήσει πολύ περισσότερο τήν πίστη καί τούς χριστιανούς ἀπό ὅ,τι μέχρι τώρα. Κι ἴσως ἐνισχυθοῦν καί οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί. Τό εἶδα ὅταν εἶχαν κατέβει στήν ᾽Αλεξάνδρεια τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν. ᾽Ακόμη καί οἱ ὑποψήφιοι μάρτυρες ἐνισχύονταν καθώς ἔβλεπαν ἕναν ἄνθρωπο ἀφιερωμένο στόν Θεό νά τούς συμπαραστέκεται. Σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση ὅμως ὑπάρχει πνευματικός κίνδυνος γιά μένα. ῾Ο πονηρός νά πάρει ἀφορμή καί νά μέ πολεμήσει μέ λογισμούς κενοδοξίας. Κι ἀπό τήν ἄλλη, μήπως καί ἡ πεποίθησή μου ὅτι ἡ δική μου παρουσία θά ἐνισχύσει τούς χριστιανούς ἐκεῖ εἶναι ἕνας ὑπερήφανος λογισμός;᾽

῎Επεσε σέ συλλογή ὁ ἀββᾶς Παῦλος. Τό δίλημμα ἦταν πράγματι μεγάλο γιά τόν Γέροντά του. Προσευχήθηκε νοερά ὁ Κύριος νά τόν φωτίσει. Μιά λάμψη φάνηκε σέ λίγο στό πρόσωπό του.

῾Γέροντα, δέν πρόκειται νά πάρω ἐγώ ἀπόφαση γιά σένα. Δέν θά σοῦ πῶ ἐγώ ναί ἤ ὄχι, πήγαινε ἤ μήν πᾶς. ῞Ενα θά σοῦ πῶ καί κάνε ὅ,τι κρίνει ἡ φωτισμένη σου διάνοια᾽.

῾Τί ᾽ναι αὐτό;᾽ σήκωσε τό κεφάλι του μέ ἀγωνία ὁ μέγας ἀββᾶς, ὁ θεόπτης καί διορατικός καί προορατικός.

῾᾽Αββᾶ᾽, εἶπε χαμηλόφωνα ἀλλά σταθερά ὁ Παῦλος. ῾Σκέπτομαι  πώς ἄν πᾶς στόν αὐτοκράτορα, θά λέγεσαι ἁπλᾶ ᾽Αντώνιος. ῎Αν δέν πᾶς ὅμως, θά λέγεσαι ἀββᾶς καί μέγας ᾽Αντώνιος᾽.

῾Ο ᾽Αντώνιος σηκώθηκε. Τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ τήν εἶχε πάρει.  
 
(Από το βιβλίο: "Σε λευκό και μαύρο" Αληθινές ιστορίες για δικαίους και αδίκους. Εκδ. "Αρχονταρίκι")

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...