Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 11, 2015

Ποιό τό νόημα τῆς φράσης -Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις- Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας



Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ προσέλθει στήν ἁγία Τράπεζα καί κοινωνήσει, προσκαλεῖ καί τούς ἄλλους. Ὅμως δέν ἐπιτρέπεται σέ ὅλους ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἱερέας δέν τούς προσκαλεῖ ὅλους. Ἀλλά, ἀφοῦ πάρει στά χέρια του τόν ζωοποιό ἄρτο καί τόν ὑψώσει, προσκαλεῖ μόνο τούς ἀξίους νά κοινωνήσουν. Καί τό φωνάζει:

-Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις.

* * *
 

Εἶναι σάν νά λέγει: Νά, αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Ἐλᾶτε νά μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι: Ἀλλά μόνο ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατί τά ἅγια ἐπιτρέπονται μόνον στούς ἁγίους. Ἁγίους ἐδῶ δέν ἐννοεῖ τούς τέλειους σέ ἀρετή, ἀλλά καί ἐκείνους πού ἀγωνίζονται νά φθάσουν σέ κάποια βαθμίδα πιό ψηλή· ἔστω καί ἄν δέν ἔφθασαν ἀκόμη. Γιατί καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται, δέν ἐμποδίζονται νά μετέχουν τῶν ἁγίων μυστηρίων. Γιά νά ἁγιάζωνται. Καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη θεωροῦνται καί αὐτοί ἅγιοι. Καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται ὅλη ἁγία· καί ὁ μακάριος ἀπόστολος γράφοντας πρός ὁλόκληρη χριστιανική κοινότητα λέγει: «Ἀδελφοί ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι» (Ἑβρ. 3,1). Ἅγιοι ὀνομάζονται οἱ πιστοί, ἐπειδή κοινωνοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Ἁγίου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πράγματι μέλη τοῦ ἰδίου σώματος. Σάρκα ἀπό τή σάρκα Του. Ὀστᾶ ἀπό τά ὀστᾶ Του.


Ἅμα εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, καί διατηροῦμε ἁρμονική ἐπικοινωνία μαζί Του, κοινωνώντας παίρνομε τήν ἁγιωσύνη τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Κεφαλή, καί ἡ Καρδιά τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἅμα ἀποκοποῦμε ἀπό τήν ὁλότητα τοῦ ἁγίου Σώματός Του, καί κοινωνοῦμε, μάταια μετέχομε στά ἅγια μυστήρια.
* * *
 

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού ἀποκόπτει τά μέλη (τούς πιστούς) ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Τά ἁμαρτήματά μας! Ναί τά ἁμαρτήματά μας στέκονται ἐμπόδιο ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στόν Χριστό. Καί μᾶς χωρίζουν (Ἡσαΐου 59,2).


Καί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τόν ἄνθρωπο;


Ὄχι βέβαια! Ἀλλά μόνον οἱ θανάσιμες ἁμαρτίες. Οἱ ἁμαρτίες «πρός θάνατον»! «Ὑπάρχει ὅμως καί ἁμαρτία μή «πρός θάνατον», μή θανάσιμη, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Α’ Ἰωάν. 5, 16-17).


Καί γι᾿ αὐτό οἱ βαφτισμένοι, ὅταν δέν πέφτουν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα, στά ἁμαρτήματα πού χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Χριστό καί τοῦ ἐπιφέρουν (πνευματικό) θάνατο, δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτούς ἐμπόδιο νά κοινωνοῦν. Γιατί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἑνωμένα μέ τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό.
* * *
 

Στή διακήρυξη τοῦ ἱερέα: «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοί ἀποκρίνονται:


-«Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Δηλαδή· κανένας δέν ἔχει ἁγιότητα ἀπό τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης ἀρετῆς ἡ ἁγιότητα! Ὅλοι ἀπό Ἐκεῖνον τήν παίρνουμε. Καί ὅπως ἄν βάλεις πολλούς καθρέπτες κάτω ἀπό τόν ἥλιο, ὅλοι θά ἀστράπτουν καί θά νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλούς ἡλίους, ὅμως ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος· ἔτσι καί ὁ Χριστός, ὅσους καί ἄν ἁγιάζει, Αὐτός θά εἶναι πάντοτε ὁ ἕνας καί μοναδικός ἅγιος.


(Ἀπό τό βιβλίο του: Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, κεφ.36).

Ἔτσι ὁ σατανάς φέρνει σύγχυση στήν Προσευχή

DSC01067
Στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, στην Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» ασκήτευε ό Γέροντας Αγάπιος Μοναχός με τη συνοδεία του, το Μοναχό Πηγάσιο, πού περνούσαν πολύ φτωχικά και στερημένα.
Κατά το έτος 1935 - 6, ό υποτακτικός Πηγάσιος, θύμισε στον Γέροντα του Αγάπιο, πώς καλά θα ήταν, άμα τελειώσει την άλλη μέρα το πρωί ή προσευχή της Ακολουθίας, να γυρίσει με ένα γράμμα, της Κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας, πού το λένε «Απανταχούσα» στα άλλα Καλύβια της Σκήτης για να μαζέψει ελεημοσύνες και οικονομική ενίσχυση να μπορέσουν να διορθώσουν το Καλύβι τους πού ήταν ερειπωμένο.
Ό Γέρο - Αγάπιος βρήκε καλή τη γνώμη του υποτακτικού του, κι ετοιμάστηκε να φύγει, αφού τελείωσε ή Ακολουθία του Όρθρου. Ό αδελφός Πηγάσιος θα συνέχιζε την προσευχή, με την ανάγνωση των Ωρών, των Τυπικών, της Παρακλήσεως και λοιπής Ακολουθίας αφού τελείωσε την πρώτη, τρίτη και έκτη Ώρα, ό αδελφός Πηγάσιος του φάνηκε πώς κινιόταν μια σκιά μέσα στο ιερό, ή οποία πολλές φορές κοιτούσε προς το αναλόγιο. Πρόσεξε λίγο και του φάνηκε πώς ήταν ό Γέροντας του, προς τον όποιο είπε ό Πηγάσιος:
«Καλά Γέροντα δεν έφυγες; Γιατί δε θέλεις να πας, αφού ξέρεις πώς είναι ανάγκη, έφ' όσον όμως δεν θέλεις να πας για την Απανταχούσα, τι να σου ειπώ, κάτσε φτού, αφού σου αρέσει να είσαι φυλακή». Κι όταν είπε αυτά, συνέχισε την προσευχή του.
Όταν τελείωσε όλη την Ακολουθία κι ετοιμαζότανε να βγει από την εκκλησία, ο Μοναχός Πηγάσιος βλέπει και πάλι τη σκιά να είναι προσηλωμένη στη θέση της, πού από την αρχή του φάνηκε πώς είδε. Τότε πλησίασε να βεβαιωθεί περί τίνος πρόκειται, και είδε πώς δεν ήταν ό Γέροντας του και το φαινόμενο μεγάλωνε τόσο πολύ, πού έφτασε στο ύψος το ταβάνι της εκκλησίας.
Ό αδελφός Πηγάσιος κατάλαβε πώς δεν ήταν ο Γέροντάς του, αλλά ήταν ακάθαρτο πνεύμα και τον κατέλαβε αόρατος φόβος και τρόμος τόσο πολύ, πού άρχισε να τρέμει και να παρακαλεί τον Κύριο να τον απαλλάξει από την παρουσία του. Με τη χάρι του Θεού, το μεν ακάθαρτο πνεύμα εξαφανίστηκε, ό δε Πηγάσιος έφυγε από την εκκλησία κι από το σπίτι ακόμη και πήγε στο γείτονα του, τον Γέρο - Νικόδημο στην Καλύβα πού είναι δίπλα από τον Ευαγγελισμό «Μεταμόρφωσις του Σωτήρος».
Ό Γέρο - Νικόδημος, άμα είδε τρομαγμένο τον αδελφό Πηγάσιο, πήγε μαζί του στην εκκλησία της Καλύβης τους και διαπίστωσαν και οί δυο, πώς δεν υπήρχε τίποτα, γιατί είχε εξαφανιστεί ό Δαίμονας, πού με τη μηχανή του αύτη, θέλησε να συγχύσει τον αδελφό, να διακόψει την προσευχή του και να αφαιρέσει το νου του Μονάχου από τη θεία θεωρία και πνευματική προσήλωση, αλλά και να του δημιουργήσει αίσθημα φοβίας, πράγμα πού σε πολλούς μοναχούς επιχειρεί και μάλιστα στους αρχάριους κάνει θορύβους με φανταστικές κινήσεις, αλλόκοτους κρότους και άναρθρες κραυγές, στις όποιες δεν πρέπει ποτέ να δίνομαι σημασία, διότι ό Δαίμονας χωρίς την άδεια και παραχώρηση του Θεού δεν μπορεί ποτέ να βλάψει το πλάσμα του Θεού τον άνθρωπο.
Από το Γεροντικό

Η ευχαριστιακή ζωή στον Παράδεισο

Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΖΩΗ[*]
Η ευχαριστιακή ζωή στον Παράδεισο.
Ο Πανάγαθος Θεός έπλασε τον άνθρωπο από αγάπη, ελεύθερα, για να συμμετάσχη στην Ζωή Του. Τον επροίκισε με σπάνια χαρίσματα, το λογικό, το αυτεξούσιο, την αγαπητική δύναμι. Όλα αυτά αποτελούν το “κατ’ εικόνα”. Του έδωσε τα χαρίσματα αυτά για να μπορη να ζη σε κοινωνία με τον Θεό, να αγαπά τον Θεό, να συνομιλή με τον Θεό, να προσφέρεται στον Θεό. Σύμφωνα με το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως ο άνθρωπος ζούσε στον Παράδεισο ευτυχισμένα, μέσα στην αγάπη του Ουράνιου Πατέρα. Κάθε μέρα δεχόταν την επίσκεψί Του. Συνομιλούσε μαζί Του και χαιρόταν κοντά Του. Μέσα στον Παράδεισο ο Πανάγαθος Θεός τοποθέτησε τον άνθρωπο ως βασιλέα, να χρησιμοποιή όλα τα αγαθά που του έδωσε και χρησιμοποιώντας και εξουσιάζοντας αυτά σωστά να τα προσφέρη με ευχαριστία στον Θεό. Προσφέροντας δε στον Θεό την ευχαριστία για όλα τα δώρα που του έδωσε, να είναι συγχρόνως και ιερεύς.
Way to heaven
Έτσι ο πρώτος άνθρωπος ήταν βασιλεύς και ιερεύς. Μπορούσε να δέχεται τα πρόσωπα, τους άλλους ανθρώπους, τα πράγματα, τον εαυτό του, ως δώρα του Θεού και ευχαριστώντας τον Θεό να τα επαναπροσφέρη πάλι στον Θεό και Πατέρα του ως θυσία· ζούσε θεοκεντρικά· είχε ως κέντρο της ζωής τον Θεό· όλα τα δεχόταν ως δώρα του Θεού και όλα τα επέστρεφε στον Θεό ως δώρα δικά Του. Γινόταν δηλαδή μέσα στον Παράδεισο μια ανταλλαγή δώρων. Αυτή ήταν η ζωή των πρώτων ανθρώπων, όσο εδέχοντο την αγάπη του Θεού. Όλη τους η ζωή ήταν μια ευχαριστία, μια εκδήλωσι ευγνωμοσύνης προς τον Ουράνιο Πατέρα. Ήταν μια ζωή αγαπητική. Ό,τι έκανε ο άνθρωπος ήταν μια έκφρασι αγάπης προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπό του. Επιτελούσε τρόπον τινά μια Θεία Λειτουργία, την Λειτουργία του Παραδείσου· και συλλειτουργούσε σ’ αυτήν την Λειτουργία μαζί με τους αγίους Αγγέλους, οι οποίοι προ του ανθρώπου ήδη είχαν δημιουργηθή ως λογικά κτίσματα του Θεού και είχαν ως αποστολή να λατρεύουν συνεχώς τον Θεό, να τον ευχαριστούν και να προσφέρωνται στον Δημιουργό τους.
Έκπτωσις του ανθρώπου από την ευχαριστιακή ζωή. Διατάραξις των σχέσεων του με τον Θεό, τον συνάνθρωπο, τον εαυτό του, την κτίσι.
Δυστυχώς όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε, ο άνθρωπος παρασύρθηκε από τον διάβολο. Θέλησε να ανατρέψη το σχέδιο του Δημιουργού, να βάλη ως κέντρο του κόσμου τον εαυτό του αντί για τον Θεό, να ζή ανθρωποκεντρικά και όχι θεοκεντρικά. Όχι ευχαριστιακά, αλλά αυτόνομα και εγωιστικά. Να χρησιμοποιή τα δώρα του Θεού, τους άλλους ανθρώπους, τον εαυτό του, χωρίς να τα αναφέρη στον Θεό, χωρίς να ευχαριστή τον Θεό. Να τα χρησιμοποιή κατά ένα εγωιστικό τρόπο. Αυτή η τοποθέτησις του πρώτου ανθρώπου, που είναι και η αμαρτία του, συνετέλεσε ώστε ο άνθρωπος να παύση να ζή σε κοινωνία με τον Θεό. Τώρα πιά δεν έχει εκείνη την ευλογία που είχε, να δέχεται την επίσκεψι του Ουράνιου Πατέρα του και αυτός να τρέχη κοντά Του, να συνομιλή και να χαίρεται μαζί Του.
Μετά την αμαρτία πάλι ο Θεός Πατέρας έρχεται κοντά του, αλλ’ ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήση κοντά στον Θεό. Φοβάται, κρύβεται, γιατί ο εγωισμός δεν του επιτρέπει πιά να αισθάνεται τον Θεό Πατέρα του, όπως τον αισθανόταν μέχρι εκείνη την ώρα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σήμερα, όταν μερικές φορές τα παιδιά που παρασύρονται από τον εγωισμό και θέλουν να επαναστατήσουν κατά του καλού πατέρα τους, δεν μπορούν να τον πλησιάσουν όπως τον πλησίαζαν πριν επαναστατήσουν, κι ενώ αυτός τους αγαπά, πάει κοντά τους, αυτά φεύγουν, διότι δεν μπορούν να αισθανθούν και να δεχθούν την αγάπη του αντιπροσφέροντας την δική τους αγάπη ως αντίδωρο.
Όταν ο άνθρωπος παύει να αισθάνεται τον Θεό ως Πατέρα του, παύει να αισθάνεται και τους άλλους ανθρώπους ως αδελφούς του. Δεν βλέπει πιά τους αλλους ανθρώπους ως δώρα του Θεού. Ανάμεσα στον εαυτό του και στον άλλο άνθρωπο μπαίνει η καχυποψία, ο φόβος. Ο άλλος άνθρωπος γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως, σκεύος ηδονής, εχθρός και αντίπαλος. Στην ζωή μας μπαίνουν τα πάθη και έτσι η ζωή μας χάνει την δυνατότητα να είναι κοινωνία αγάπης και γίνεται κόλασις.
Σας θυμίζω εδώ εναν σύγχρονο φιλόσοφο, τόν Σάρτρ, ο οποίος λέει ότι «ο άλλος άνθρωπος είναι η απειλή της ελευθερίας μας, είναι η κόλασίς μας». Εκεί οδηγεί ο εγωισμός. Όταν δεν μπορούμε να ζούμε τον άλλο άνθρωπο ως εικόνα του Θεού, ως αδελφό μας, τον βλέπουμε σαν απειλή της ελευθερίας μας, και τελικά η σχέσις με αυτόν γίνεται κόλασις.
Χάνει λοιπόν την δυνατότητα ο άνθρωπος να αισθάνεται τον Θεό Πατέρα του, τον άλλο άνθρωπο αδελφό του. Επίσης χάνει την δυνατότητα να αισθάνεται τα υλικά πράγματα ως δώρα του Θεού και να τα χρησιμοποιή σωστά. Έτσι αρχίζει η κατάχρησις της φύσεως απ’ τον άνθρωπο. Δεν κάνει πλέον χρήσι ευχαριστιακή όπως πρώτα, αλλά κατάχρησι. Η φύσις πάλι αρνείται να υπακούση στον άνθρωπο που έπαυσε να υπακούη στον Θεό και επαναστατεί εναντίον του. Τα στοιχεία της φύσεως εξεγείρονται, τα ζώα γίνονται άγρια, θέλουν να κατασπαράξουν τον άνθρωπο, χάνεται η ισορροπία και η αρμονία που υπήρχε μεταξύ ανθρώπου και φύσεως πριν να αμαρτήση ο άνθρωπος.
Αλλά χάνει και την εσωτερική του ειρήνη ο άνθρωπος. Δεν χωρίζεται μόνο από τον Θεό, τον συνάνθρωπό του και την φύσι. Διχάζεται και εσωτερικά. Πάσχει ένα είδος σχιζοφρενείας. Πράττει αυτό που δεν θέλει ή ακόμη αυτό που μισεί. Νοιώθει τους δύο νόμους, τον νόμο του Πνεύματος και τον νόμο της σαρκός. Και αυτοί οι δύο νόμοι συγκρούονται μέσα του. Αυτόν τον εσωτερικό διχασμό πάθαμε, όταν επαναστατήσαμε κατά του Θεού Πατρός μας.
Όταν ο άνθρωπος έπαυσε να ζή ευχαριστιακά, θεοκεντρικά, και άρχισε να ζη ανθρωποκεντρικά, έχασε τον άξονα, το κέντρο του κόσμου, τον Θεό. Όταν παύσης να ζής με τον Θεό και να τα συνδέης όλα με τον Θεό, είναι φυσικό ότι πλέον ο κόσμος δεν έχει για σένα κέντρο. Έτσι όλη η ζωή αποδιοργανώνεται. Ο άνθρωπος ενεργεί τις διάφορες πράξεις της ζωής του διεσπασμένα, χωρίς ενότητα. Ο κόσμος κομματιάζεται. Όλα είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Μέσα στον κομματιασμένο κόσμο κομματιάζεται και αυτός και χάνει την εσωτερική του ενότητα και ειρήνη.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις επί μέρους λειτουργίες της ζωής. Όλες oι λειτουργίες της ζωής που πρώτα ήταν συνδεδεμένες με τον Θεό, τώρα αποσυνδέονται και μεταξύ τους. Επειδή και αυτές δεν έχουν κέντρο και ενότητα, χάνουν την δυνατότητα να αποτελούν όλες μαζί μια Λειτουργία, δηλαδή μια προσφορά όλης της υπάρξεως του ανθρώπου στον Θεό.
[*] Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που έγινε στην αίθουσα διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας την 9η Μαΐου 1982 προσκλήσει και παρουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Διονυσίου.

Ὁμιλία εἰς τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν Ἀστέριος (Ἐπίσκοπος Ἀμασείας)





Μόλις ἠκούσαμε τόν υἱό τῆς βροντῆς, τόν Ἰωάννη, ἤ μᾶλλον τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού ἀπό ἁλιέα καί χειροτέχνη τόν ἔκαμε συγγραφέα καί κήρυκα θείων ὄντως καί ὑψηλῶν ὑποθέσεων, νά μᾶς ἐκθέτει τό θαῦμα τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Στό προηγούμενο κεφάλαιο ἀνέλυσε τήν πολλή καί ἐκτεταμένη διάλεξη τοῦ Κυρίου μέ τήν ὁποία καθοδηγοῦσε τόν ἀπειθῆ καί δύστροπο ἑβραϊκό λαό στή θεογνωσία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀπομακρύνοντας τό νοῦ τους ἀπό τήν ἔννοια τῆς μοναρχίας τους. Τούς ἄνοιγε τήν πόρτα γιά νά περάσουν ἀπό τή νομική παράδοση στή χάρη, ὁδηγώντας τους ὁμαλῶς ἀπό τήν Παλαιά στήν Καινή Διαθήκη, ὅπως κάποτε ἀπό τήν ἔρημο πρός τήν πλούσια καί εὔφορη γῆ. Ἀλλά ἄν καί ἐφανέρωνε ποικιλοτρόπως καί τή δική του προΰπαρξη, ὅτι δηλαδή ὑπάρχει προαιωνίως καί εὑρίσκεται πάντοτε σέ συνάφεια μέ τόν Πατέρα, καί ἐφώναζε μέ σαφήνεια στά ὦτα τῶν κωφῶν: πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί, ἐκεῖνοι δέν ἀντελήφθησαν τή δύναμη τοῦ λόγου, οὔτε ἐκεῖνο πού δέν παραδέχτηκαν τό ἤλεγξαν μέ κάποια ἐπιστημονική ἀντίρρηση. Ἀλλά ἀντί τῶν λόγων ἔπιασαν τούς λίθους, καί ἐνῶ βρίσκονταν ἀκόμη μακριά ἀπό τόν Σταυρό, γύμναζαν τά φονικά τους χέρια γιά τή δολοφονία. Ἐκεῖνος ὅμως πού πάντοτε προέκρινε τή μακροθυμία μπροστά στόν ὑβριστή καί βλάσφημο λαό, ἀπέφυγε τήν ὀργή καί τήν ὀχλαγωγία τους. Ἀπέδρασε, ὄχι ὅμως μέ τρόπο ταπεινό, ἀλλά θεϊκό. Στάθηκε μεταξύ τους τόσο κοντά ὥστε νά τόν φτάνουν μέ τά χέρια τους, ἀλλά δέν τόν ἔβλεπαν, καί ἐνῶ ἄγγιζε τούς ἐξοργισμένους, δέν φαινόταν. Εἶχαν μείνει τότε ἐμβρόντητοι, φονεύοντας μέ τήν προαίρεση, χωρίς ὅμως νά βρίσκουν τρόπο νά ἐκτονώσουν τήν ὀργή τους. Ὅμοιοι μέ τούς ἄπειρους κυνηγούς οἱ ὁποῖοι, ἄν φοβίσουν καί διώξουν τό κυνήγι παράκαιρα, καί τό ἐλάφι βρεῖ διέξοδο σέ κάποιο δάσος καί διαφύγει κρυφά, περιπλανῶνται χωρίς λόγο στήν κοιλάδα περιφέροντας τά δίχτυα ἀσκόπως, τραβώντας μαζί τους καί τά σκυλιά ματαίως.

Ἐγώ δέ, ἄν καί κατά τά ἄλλα εἶμαι ἀχρεῖος, δέν λησμόνησα πώς εἶμαι δοῦλος, καί ὀφείλω νά ἐξεγερθῶ κατά τῶν ὑβριστῶν, ὑποστηρίζοντας τόν Δεσπότη μου. Γι’ αὐτό καί θά φωνάξω στούς ἑβραίους, σάν νά εἶναι σήμερα παρόντες καί νά ἔχουν καταληφθεῖ ἀπό μανία: λιθοβολεῖτε, ἐλεεινοί, τόν Εὐεργέτη; Καί ποιός σᾶς ξεδίψασε κάποτε ἀπό μία πέτρα; Πετᾶτε λίθους σ’ αὐτόν ποὺ νομοθέτησε τή ζωή σας μέ τίς λίθινες πλάκες; Στόν λίθο τόν ἐκλεκτό καί πολύτιμο ποὺ προεφήτευσε ὁ Ἠσαΐας; Στόν λίθο τόν νοητό ποὺ ἀπεσχίσθη ἀπό τόν ἀπότομο βράχο χωρίς ἀνθρώπινο χέρι, ὅπως ὁ θεσπέσιος Δανιήλ σᾶς δίδαξε; Λιθοβολεῖτε τόν λίθον τόν ἀκρογωνιαῖον, πού συνένωσε τούς δύο τοίχους, τῆς Καινῆς καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καί ἄν ἐσεῖς δέν πιστέψετε, δυνατός ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα Ἀβραάμ, δηλαδή νά συνάξει στόν Χριστό λαόν περιούσιον, τούς ἀπερίτμητους ἐθνικούς. Αὐτή τήν ἐπαγγελία ἐδέχθη καί ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ὁ Θεός τοῦ εἶπε, ὅτι εὐλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα τά ἔθνη. Διότι βλέποντας ὁ Θεός μέ τήν ἀπόρρητο πρόγνωσή του τό μέλλον, χάρισε στόν ἀρχηγό τῆς πίστεως ὡς τέκνα ὅλους ἐκείνους πού ἐπρόκειτο στό μέλλον νά πιστέψουν. Ἐπειδή προέβλεπε τήν ἐπανάσταση τῶν ἑβραίων, ἀλλά καί τούς λίθους ἔβλεπε, πού θά σήκωναν ἐναντίον του τά ψευδώνυμα τέκνα του, τά εἶχε συμπεριλάβει στούς ἀποκηρυγμένους. Καί ἐπειδή, κηρύττοντάς τους τήν ἀλήθεια, δέν τούς ἔβλεπε νά εὐσεβοῦν, ἐνῶ ἦταν παρών, ἐκρύβη καί καθώς τόν ἔβλεπαν, ἐξηφανίσθη, ὥστε μέ αὐτή τή θαυματουργία του νά τούς κάνει νά συγκατατεθοῦν, ὅτι πράγματι ἦταν ὁ Χριστός καί Θεός ἀπό τόν Ἀβραάμ παλαιότερος.

Ἀκοῦστε λοιπόν, λέγω, τυφλοί ἀληθῶς καί ἀνόητοι. Ποιός εἶναι αὐτός ποὺ βρίσκεται ἐμπρός σας χωρίς νά φαίνεται; Μήπως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὁμιλοῦσε στόν Μωυσῆ χωρίς νά φαίνεται; Γιατί καί τότε φαινόταν φωτιά καί βάτος, ἄφωνα καί τά δύο. Ἀλλά ὅμως καί φωνή ἀκουγόταν, καί λόγια διδακτικά, καί τό μέλλον μέ ἀκρίβεια ἐπροφητεύετο. Ὅποιος διαθέτει νοῦ, πρέπει ἀπό τή συγγένεια τῶν γεγονότων νά ἀναγνωρίσει τό πρόσωπο.

Ἔτσι παραλογίζονταν οἱ ἀνόητοι ἑβραῖοι, καί ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας σάν κάποιος ἰατρός σοφός καί ἐπιμελής, ἀφοῦ τό πάθος δέν ὑπεχώρησε μέ τήν πρώτη ἐπέμβαση, μεταχειρίζεται ἄλλον τρόπο Θεραπείας. Θέλει νά θεραπεύσει τούς διανοητικῶς τυφλούς, διά μέσου ἑνός σωματικῶς τυφλοῦ, πού ἔτυχε νά εὑρίσκεται ἐκεῖ. Ὁ ὁποῖος δέν ἐτυφλώθη ἀπό κάποιαν ἀρρώστια, ἀλλά ἀπό λάθος τῆς φύσεως εἶχε ἔλθει ἔτσι στή ζωή.

Βλέποντας λοιπόν αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἐστάθη, ἕτοιμος νά τόν θεραπεύσει μέ τρόπο πού ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη λογική καί τέχνη.

Ἐπειδή ἡ ἰατρική καί ἡ θεραπευτική της ἀσχολεῖται μέ τά νοσήματα ἐκεῖνα τά ὁποῖα παρουσιάζονται ὅταν ἤδη ἡ φύσις ἔχει φέρει στό φῶς ἕναν ἄρτιο ὀργανισμό, καί μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα, δέν ἀσχολεῖται ὅμως μέ τή θεραπεία μιᾶς σωματικῆς βλάβης ἡ ὁποία ἔχει γεννηθεῖ μαζί μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά οὔτε ὅλα τά νοσήματα πού συμβαίνουν ἀργότερα μπορεῖ νά θεραπεύσει, καί τό μαρτυροῦν αὐτό οἱ ἀκρωτηριασμένοι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων οὐδείς ἰατρός ἐπανώρθωσε τή στέρηση τῶν μελῶν, γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί οἱ μαθηταί, συμπονώντας γιά τό πάθημα, προσπαθοῦσαν νά ἀνακαλύψουν τήν αἰτία τῆς κακώσεως αὐτῆς. Ἐρώτησαν λοιπόν τόν Κύριο μέ ἁπλότητα, γιά νά μάθουν ἐάν ἀπό δική του ἁμαρτία ἤ ἀπό εὐθύνη τῶν γονέων του ἦλθε ἔτσι στή ζωή. Καί τά δύο ὅμως σκέλη τῆς ἐρωτήσεως ἔχουν κάτι τό ἐπιλήψιμο. Διότι δέν θά κατεκρίνετο ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ ἄλλον ἀντ’ ἄλλου. Οὔτε βέβαια πλήρωνε γιά δικά του ἁμαρτήματα, ἀφοῦ ἐγεννήθη τυφλός. Ἐπειδή κανείς δέν ἁμαρτάνει πρίν ἀπό τή γέννηση. Ἡ ἐρώτησις λοιπόν δέν ἦταν τόσο ἐπιτυχής.

Νά δοῦμε ὅμως πῶς ἀπεκρίθη ἡ Ἀλήθεια, ὁ Κύριός μας, στήν ἐρώτηση. Αὐτό τό πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δέν προῆλθε ἀπό ἁμαρτίες, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑτοιμασία μελλοντικῆς οἰκονομίας, ὥστε αὐτός πού θεωρεῖται κοινός ἄνθρωπος νά ἐνεργήσει ὑπεράνθρωπα, καί ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, μετά τήν πρώτη νά εὕρη ἀφορμή γιά νέα δημιουργία. Ἔτσι ἀπό τό μερικό νά ἐπιβεβαιώσει τό γενικό, καί ὁ σκληρός καί δύστροπος λαός νά πεισθεῖ νά Τόν προσκυνᾶ ἀντί νά Τόν πετροβολᾶ.

Ἄς φωτισθοῦν λοιπόν οἱ ὀφθαλμοί πού δέν βλέπουν, γιά νά λάμψει στίς ψυχές τῶν ἀσύνετων ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἄς γίνει αὐτό τό παράδοξο, νά πλασθοῦν ὀφθαλμοί, γιά νά μάθουν οἱ ἐπαναστάτες ὅτι ὁ λεγόμενος υἱός τοῦ Ἰωσήφ, ἐάν πράγματι εἶχε πατέρα τόν ξυλουργό, θά ἠμποροῦσε μέν νά διορθώσει ἕνα σπασμένο σκαμνί ἤ νά κολλήσει τά ξύλα πού ἔχασαν τήν ἐπαφή τους ἤ νά στερεώσει κάποια σπασμένη δοκό. Ἀλλά δέν θά ἠμποροῦσε νά φτιάξει ἕνα μέλος ἀνθρώπου, καί μάλιστα τόν ὀφθαλμό, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖται ἀπό τή φύση μέ τόν πιό πολύπλοκο, ἄλλος ἀπό αὐτόν πού ἔχει ἐξαρχῆς τήν ἐξουσία ἐπάνω στή φύση. Καί ἄν κάποιος θελήσει νά ἐρευνήσει μέ προσοχή τά ἀνθρώπινα μέλη, ἰδιαιτέρως σ’ αὐτό τό μέλος τοῦ σώματος, θά διαπιστώσει τήν παντοδύναμο καί ποικίλη σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐτίμησε τή μικρή περιοχή πού καταλαμβάνει αὐτό τό μέλος, ἐπιδεικνύοντας τόσο μεγάλη τέχνη.

Ἀξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπόν ὁ ὀφθαλμός, καί τώρα, σ’ αὐτό τό θαῦμα ἐχτίσθησαν αὐτοσχέδιοι ὀφθαλμοί, ὥστε νά ἀπομακρύνουμε ἐμεῖς τίς μικροπρεπεῖς ἔννοιες πού μᾶς προξενεῖ ἡ σάρκα τοῦ Μονογενοῦς, ἀποβάλλοντας ἀπό τήν ψυχή μέ τή μεγαλειώδη αὐτή ἐνέργεια, κάθε ταπεινή καί γήινη ὑπόληψη περί αὐτοῦ. Καί νά μάθουμε ὅτι τό μακάριον φῶς καί τό κάλλος τῆς θεότητος τό δέχθηκε ἕνα πήλινο σκεῦος, διακονώντας ὅπως ὁ λύχνος διακονεῖ τό φῶς. Πραγματοποιεῖ δέ μέ τά ἴδια Του τά χέρια τή θεραπεία ὁ Κύριος, καί δέν χρησιμοποιεῖ τόν λόγο μόνο γιά νά ἐνεργήσει, αὐτός πού μέ πρόσταγμα μόνον ἐδημιούργησε ὅλον τόν κόσμο, καί μέ δύο μικρές λέξεις ἐθεράπευσε τόν παράλυτο. Ἀλλά καί μέ τό στόμα καί μέ τά χέρια καί μέ πολλή φροντίδα θεραπεύει τήν τυφλότητα, ὥστε ἀπό τίς ἐνέργειές Του, νά προξενήσει στούς ἀπίστους τή βεβαῖα πίστη. Ἔπτυσε στό ἔδαφος καί μέ τόν τρόπον αὐτό ἔφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας καί τή γῆ γιά τή θεραπεία, ὥστε νά δείξει πῶς μέ ἐκεῖνο τό χῶμα, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε πλασθεῖ ἀρχικῶς ὁλόκληρο τό σῶμα, δημιουργεῖται αὐτή τή στιγμή καί τό μέρος αὐτό πού τοῦ λείπει. Τό ἀναμιγνύει δέ μέ σίελο καί κολλᾶ ἔτσι τούς διάχυτους κόκκους, ὥστε νά ἔχουν συνοχή, γιά νά μᾶς δείξει φανερά ὅτι μέ τή δύναμη τοῦ στόματός του Λόγος κατόρθωσε τά πάντα. Ἐπειδή, τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν, καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν. Ἀλλά καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο θεραπεύει μέ πτύσμα: γιά νά συνεφέρει πρός κατάνυξη καί φόβο αὐτούς πού λίγο ἀργότερα, πρόκειται νά τόν ὑβρίζουν πτύοντάς Τον. Καί ὅμως, δέν ἐμείωσε τό θράσος τῶν μαινομένων, ἀλλά ὑπέμεινε ἐμπτυσμούς πολλούς, ἐκεῖνος πού τά κατόρθωσε ὅλα αὐτά μέ τό πτύσμα.

Μέ τήν πρώτη αὐτή λοιπόν ἐνέργεια φανερώνει τή δημιουργική Του δύναμη. Καί προστάζοντας τόν τυφλό νά πλυθεῖ στοῦ Σιλωάμ τήν κολυμβήθρα, μᾶς δεικνύει τήν διά τοῦ ὕδατος σωτηρία, τήν ὁποίαν ἐχάρισε ὁ ἀπεσταλμένος Σιλωάμ (Σιλωάμ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος). Διότι τότε βλέπουμε ἀληθῶς, ὅταν ἐξέλθουμε ἀπό τό μυστικό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. Τότε μᾶς λαμπρύνει τό φῶς τῆς χάριτος, ὅταν ἡ δύναμις αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἀποπλύνει τήν ἀκαθαρσία καί τίς κηλίδες τῶν ἁμαρτιῶν. Καί ὅλοι ὅσοι μέ τήν ἐντολή τοῦ Σιλωάμ λουζόμεθα, βλέπουμε τό πνευματικό φῶς, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον. Ὤ τοῦ θαύματος καί τῆς μεγάλης εὐεργεσίας! Ἔφυγε ἀπό τήν κολυμβήθρα ὁ πρό ὀλίγου τυφλός, στολισμένος στό πρόσωπο μέ τήν προσθήκη τῶν ὀφθαλμῶν, καί βλέποντας καθαρά τίς ἡλιακές ἀκτίνες.

Μέ ἔκπληξη εἶδαν οἱ γείτονες καί οἱ γνωστοί τό γεγονός. Ἐθορυβήθησαν ἀπό τόν πρωτοφανῆ τρόπο τῆς θεραπείας -περιεφέρετο στήν πόλη ὁ ἄνθρωπος βλέποντας, γιά νά βλέπεται ἀπό ὅλους τό πρωτάκουστο καί παράδοξον ἔργον Ἐκείνου πού ἐγεννήθη στή Βηθλεέμ, τοῦ μικροῦ βρέφους τό ὁποῖο στήν φάτνη ἐτυλίχθη μέ σπάργανα. Ἐπειδή αὐτά εἶναι πού ἔκαναν τούς ἰουδαίους νά ἀπιστοῦν στήν θεότητα.

Ὦ, σεῖς, λοιπόν, ἀνόητοι καί παχυκάρδιοι, βάλτε στό νοῦ σας ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῶν αἰώνων. Ἀρχίστε ἀπό αὐτόν, καί ἐρευνήσετε ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους. Βρίσκετε νά ἔγινε σέ κάποιον ἄλλον αὐτό ποὺ συνέβη τώρα; Ὑπάρχει στόν κόσμο παράδειγμα παρομοίας θεραπείας; Ἀλλά σεῖς ἐπιμένετε νά διασύρετε τόν Κύριό μου, καί τόν ἀποκαλεῖτε τέκνο τοῦ ξυλουργοῦ —οὐχ οὗτός ἐστι ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; — τοῦ ὁποίου γνωρίζετε τούς ἀδελφούς καί τήν κατοικία. Ἀπαριθμῆστε ὅλα τά ταπεινά, φιλονικῆστε, ὑποτιμῆστε Τον ὅσο θέλετε. Ἄν ὅμως τίποτε παρόμοιο δέν ἔγινε ποτέ ἀπό ἄνθρωπο, οὔτε ὁ κόσμος ἐγνώρισε ἄλλο περιστατικό, τότε ἀνοῖξτε τά μάτια σας, καί ἀντικρύσετε τήν ἀλήθεια, κατακρίνοντας τήν ἄγνοιά σας. Νιφθῆτε καί σεῖς στόν Σιλωάμ γιά νά μήν ἀποθάνετε τυφλοί.

Ἀλλά, ἀπό ὅ,τι φαίνεται, καθόλου δέν συνῆλθαν. Οὔτε μέ τά λόγια ἠθέλησαν νά μάθουν, οὔτε ἡ πρᾶξις τούς ἐδίδαξε, οὔτε τά θαύματα τούς προξένησαν σεβασμό. Ἀντιθέτως, ἀπό τήν ὑπερήφανον ἀχαριστία τους, ἐπιχειροῦσαν μέ μύριους τρόπους ὅλα νά τά ἐξαφανίσουν καί νά τά διασύρουν. Ἀλλά ἡ κακουργία ἀντεστρέφετο κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους, διότι ὅσον ἀπιστοῦσαν, καί μέ τίς ἐρωτήσεις τούς προσπαθοῦσαν νά ἀνατρέψουν τά γεγονότα, τόσο περισσότερον ἐβεβαιώνετο ἡ ἀλήθεια. Ἔπαθαν ὅ,τι καί τά θηρία ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐπληγώθησαν ἀπό κάποιον, ἀλλά ἐπειδή δέν ἔχει εἰσχωρήσει βαθειά στά σπλάχνα τους τό μαχαίρι, ὁρμοῦν ἐξαγριωμένα στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ἀποτελειώνοντας μόνα τους τή σφαγή.

Τήν ἐριστικότητά τους τήν ἔδειξαν κατ’ ἀρχήν, ψάχνοντας ἐάν τούς ἐπαρουσιάσθη ὁ ἴδιος ὁ τυφλός, ἤ ἄλλος ἀντί γιά ἐκεῖνον. Γι’ αὐτό σαφῶς τούς διαβεβαίωνε ὁ ἄνθρωπος, ἀναγγέλλοντάς τους καί τή διαδικασία τῆς θεραπείας, ὅτι δηλαδή τό φάρμακο τῆς τυφλώσεως ἦταν ὁ πηλός, μέ τόν ὁποῖο τόν ἔχρισε ὁ Ἰησοῦς. Καί ὅταν ἐξέπλυνε τόν πηλό στήν κολυμβήθρα, εὑρῆκε τό φῶς του. Αὐτά περιεργάζοντο οἱ γείτονες καί τά ἔμαθαν. Τά ἀναζητοῦσαν καί οἱ Φαρισαῖοι καί δέν ἐπείθοντο.

Δεύτερο τέχνασμα μέ τό ὁποῖο ἀπεπειράθησαν νά διαστρεβλώσουν τό γεγονός, ἦταν ἡ προσπάθειά τους νά ἀποδείξουν ὅτι δέν ἦταν ὁ Χριστός ἐκεῖνος πού τόν ἐθεράπευσε. Ἐπειδή δέ ὁ ἄνθρωπος ἀνεκήρυττε τόν Σωτῆρα, καί μέ τήν ὁμολογία τοῦ κηρύγματος ἀνταπέδιδε τήν χάρη διαφημίζοντας τόν εὐεργέτη, ἐκεῖνοι τοῦ ἔκλειναν τό στόμα, καί μέ τό μυαλό ζαλισμένο, ἐπειδή δέν εἶχαν τί νά κάνουν, ἐπανέρχονται πάλι στήν ἴδια συζήτηση. Περιεργάζονται ἐάν ἦταν τυφλός ἐκ γενετῆς, ἀναζητοῦν τούς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου, καί ἐξετάζουν τό κάθε τι μέ ἀκρίβεια, ὄχι γιά νά βεβαιώσουν τό γεγονός, ἀλλά γιά νά εὕρουν κάποιαν ἀφορμή νά διαψεύσουν τό θαῦμα, καί κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία, νά ἀνατρέψουν τήν ὁρμητικότητα τοῦ πλήθους πού ἐπίστευσε.

Τί ὑπερβολή κακίας! Νά πολεμοῦν τήν ἀλήθεια καί νά διασύρουν, ἀντί νά προσκυνοῦν τόν εὐεργέτη. Ἀντί νά θαυμάζουν τή δύναμή του, προσπαθοῦν νά παρουσιάσουν σάν ἀσήμαντα τά γεγονότα. Πεισθεῖτε καί ἀπό τούς γονεῖς, Φαρισαῖοι, γιά τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐγεννήθη μαζί μέ τήν τύφλωση. Τρέξτε πάλι στόν τυφλό καί δεύτερη καί τρίτη φορά, γιά νά σᾶς ἀποκαλύψει ἐκεῖνος τήν κακία καί τήν ἐπιβουλή πού κρύβουν αὐτά τά ἐπιχειρήματα. Ἀλλά σεῖς, ὅταν δοκιμάσετε τήν πρώτη ἀπογοήτευση, προχωρεῖτε στή δεύτερη. Ὅταν δοκιμάσετε τή δεύτερη, στήν τρίτη, καί οὕτω καθεξῆς. Ἀκολουθεῖτε τήν πορεία τῆς κακούργας ἀλεπούς. Εἶστε ἀπό παντοῦ περικυκλωμένοι μέ τά δίχτυα τῆς ἀλήθειας. Ἀδυνατεῖτε νά ἀρνηθεῖτε τό θαῦμα, δέν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος. Παρ’ ὅλα αὐτά, δέν ἀμελεῖτε μέ κάθε τρόπο νά περιπλέκετε τό πρᾶγμα, ὑφαίνοντας ἱστόν ἀράχνης μέ ὅλη σας τήν τέχνη. Ἀνίσχυρος ὅμως καί ἀνώφελος εἶναι ἡ ἐπιβουλή σας. Προγονική ἡ ἀρρώστια σας. Ἀπίστων πατέρων ὅμοια τέκνα. Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν κι ἐκεῖνοι τά θαύματα τῆς Αἰγύπτου. Ἐσώζοντο ἀπό πολέμους παραδόξως καί ἀνελπίστως, καί ἀπιστοῦσαν σ’ αὐτόν πού ἐχάριζε τή σωτηρία. Ἐτρέφοντο μέ τροφές πού ὑπερέβαιναν τή φύση, καί ἦσαν πιό ἀχάριστοι κι ἀπό αὐτούς πού λιμοκτονοῦν. Ὑπεδέχοντο τό μάνα πού τούς ἀπεστέλλετο ἀπό τόν οὐρανό, καί ποθοῦσαν τή δυσωδία τῶν σκόρδων καί τῶν κρεμμυδιῶν τῆς Αἰγύπτου. Μέ στήλη νεφέλης ἐσκεπάζοντο τήν ἡμέρα γιά νά μήν ταλαιπωροῦνται ἀπό τό καῦμα τοῦ ἥλιου, καί μέ στήλη φωτεινή ἐφωτίζοντο τή νύχτα, ἀπολαμβάνοντας ἄλλον, νέο φωστῆρα, ἐκτός ἀπό τή σελήνη. Καί σάν νά μήν εἶχαν εὐεργετηθεῖ μέ καμμιὰ θεϊκή ἐνέργεια, ὅταν ὁ Μωΰσης εἶχε ἀνεβεῖ στό ὄρος γιά νά τοῦ δοθεῖ ὁ νόμος, καί καθυστεροῦσε νά ἐπιστρέψει, αὐτοί ζητοῦσαν καί εὕρισκαν νέους καί ἀνυπάρκτους θεούς. Εἶστε ὄντως κληρονόμοι τῆς ἀχαριστίας τους. Καί τό νόμο δέν ἀγαπήσατε, καί τήν χάρη μισεῖτε. Σᾶς χρειάζεται ράβδος φτιαγμένη ὄχι ἀπό καρυδιά, γιά ἐπιστασία, ἀλλά ἀπό σίδηρο.

Βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο, πού ἄν καί τόν εἶδε τό φῶς, αὐτός εὑρίσκεται στό σκοτάδι. Σέ μιὰ στιγμή τόν βλέπετε νά θεραπεύετε καί νά ἀναβλέπει, ὄχι μέ συνδυασμό διαφόρων φαρμάκων, οὔτε μέ χρήση χειρουργικῶν ἐργαλείων, ἀλλά μόνο μέ λάσπη, κι αὐτή ἀπό πτύσμα. Καί πῶς δέν θαμβώνεσθε, δέν ἐκπλήττεσθε, δέν πίπτετε στή γῆ νά προσκυνήσετε αὐτόν ποὺ ἀπό τή γῆ ἔπλασε τούς ὀφθαλμούς, σεβόμενοι τή Θεϊκή ἐνέργεια; Ἀντιθέτως, σεῖς κινδυνεύετε νά διαρραγεῖτε ἀπό τόν φθόνο, καί ζηλεύετε τόν Θεό σάν ἀντίζηλο, σάν δημιουργοί τόν Δημιουργό, σάν κοινό ἄνθρωπο τόν Θεάνθρωπο. Καί διαβάζετε μέν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά βιβλία, ὅσα ἐγράφησαν ἐκεῖ γιά νά οἰκονομήσουν τόν λαό, καί ὅσα διδάσκουν περί τῶν βασιλέων καί τῆς ἱστορίας τους, πείθεσθε δέ καί παραδέχεσθε ὅσα γράφουν γιά τόν καθένα. Ὅτι τόν Μωυσῆ λίγο ἔλειψε νά τόν ἐκλάβουν ὡς Θεό, καί τόν Ἐλισαῖο τόν ὑπερεθαύμαζαν, καί τόν διδάσκαλό του τόν Ἠλία πολύ τόν ἐξυμνοῦσαν. Καί ὅλους τοὺς ἁγίους κάθε γενεᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, καί πραγματοποίησαν τά μεγάλα καί πασίγνωστα, τούς τιμᾶτε σάν ἀγγέλους. Σέ τίποτα δέν ἀμφισβητεῖτε τούς ἀρχαίους, οὔτε ἀπιστεῖτε στίς διηγήσεις τῶν πατέρων σας, μολονότι οἱ ἄνθρωποι ἐκ φύσεως δίδουν λιγότερη πίστη στήν ἀκοή.

Αὐτό ὅμως πού συνέβη στίς ἡμέρες σας μέ τούς ὀφθαλμούς ἐκείνου, καί τό εἴδατε μέ τούς ὀφθαλμούς τούς ἰδικούς σας, ἠμπορεῖτε δέ καί μέ τά δάχτυλα νά τό ψηλαφήσετε, καί νά ἀκούσετε μέ ἀκρίβεια τήν ἐξιστόρησή του, αὐτό μέ τόσην ἀπιστία καί ἀχαριστία κακοτρόπως τό ἐπιβουλεύεσθε, καταπατῶντας τίς προφητεῖες, και προσπαθῶντας νά διαψεύσετε τήν ἐκπλήρωσή τους. Ἀφοῦ ὅσα βλέπουμε τώρα νά πραγματοποιοῦνται, εἶχε προφθάσει ὁ Ἠσαΐας νά μᾶς τά διδάξει λέγοντας: «Ἰδού ὁ Θεός ἡμῶν κρίσιν (δικαιοσύνη) ἀνταποδίδωσι, καί ἀνταποδώσει, αὐτός ἥξει καί σώσει ἡμᾶς. Τότε ἀνοιγήσονται ὀφθαλμοί τυφλῶν, καί ὦτα κωφῶν ἀκούσονται, τότε ἁλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανή δέ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων» (δηλαδή, τότε θά πηδᾶ ὡς ἔλαφος ὁ κουτσός, καί τρανή θά γίνει ἡ γλῶσσα τῶν κωφαλάλων). Αὐτά δέν εἶναι λόγια τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ἰωάννου, οὔτε κάποιου ἀπό τά πρόσωπα πού ὑποπτεύεσθε, ὥστε νά ἀπιστήσετε στήν ἀλήθεια, ὑποθέτοντας ὅτι χαρίζονται στόν Κύριο, καί κάνουν διαφήμιση. Εἶναι λόγια τῆς ἰδικῆς σας προφητείας, ἐάν βέβαια ἀναγνωρίζετε τούς Προφῆτες σας, καί μάλιστα τόν μεγαλύτερο ἀπό τούς Προφῆτες καί διδασκάλους τοῦ Νόμου.

Τῷ δέ Θεῷ δόξα, κράτος, τιμή νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.

Εκοιμήθη το αηδόνι του Αγίου Όρους

Spyridon PoreiaB
Του Αιμίλιου Πολυγένη

Εκοιμήθη σύμφωνα με πληροφορίες της Romfea.gr τα ξημερώματα της Δευτέρας 11 Μαϊου, ο Γέροντας Σπυρίδων από την Μικρά Αγία Άννα της αδελφότητας του Υμνογράφου.
Τον τελευταίο καιρό ο Γέροντας Σπυρίδων αγόγγυστα αντιμετώπιζε τα προβλήματα υγείας, ενώ έδινε κουράγιο στους πατέρες της Σκήτης καθημερινά.
Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr εύχεται ο Κύριος να κατατάξει τον αγαπητό φίλο και αδελφό Γέροντα εν σκηναίς δικαίων.
Γεννήθηκε (1951) στη Θεσσαλονίκη από γονείς Μικρασιάτες (κατά κόσμον Γεώργιος Ραχώνης), όπου και περάτωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές.
Φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή (1968-1969) και αμέσως έπειτα (1970) έγινε μοναχός στη συνοδεία του Γέροντος Γερασίμου του Υμνογράφου, στη Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης, στην Καλύβη της "Κοιμήσεως της Θεοτόκου", της οποίας σήμερα (1998 κ.εξ.) είναι ο ίδιος Γέρων.
Πλούσια η μουσική του κατάρτιση και εμπειρία. Μαθητής του Χαρίλαου Ταλιαδώρου στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και του σπουδαίου σύγχρονου Αγιορείτη μουσικού και δασκάλου Γέροντος Μελετίου Συκιώτου στην Αθωνιάδα Σχολή.
Συχνός ακροατής των μεγάλων Αγιορειτών ψαλτών της παλαιότερης γενιάς, πατρός Διονυσίου Φιρφιρή, Ιωάσαφ Ιωασαφαίου, διακο-Γιάννη, Γαβριήλ Μακκαβού, και πολλών άλλων.
Η ψαλτική του εμπειρία εμπλουτίσθηκε ιδιαίτερα στον χώρο της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου καλλιεργείται και υπηρετείται η παλαιότερη αγιορειτική μουσική παράδοση, και με επιχωριάζουσες τις μουσικές Αδελφότητες των Δανιηλαίων και των Θωμάδων.
O ίδιος έψαλλε επιπλέον στο Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννης, ενώ συμμετέχει αδιάλειπτα ως ψάλτης στις μεγάλες Αγρυπνίες και Πανηγύρεις των Κελιών και των Μοναστηριών (συχνά και εκτός Όρους).
Ευρύφωνος και σθεναρός, αποτυπώνει εξαίρετα στα μέλη που ψάλλει τη μακραίωνη παράδοση του ειδικού τόπου, στον οποίο ανδρώθηκε μοναστικά και μουσικά.
Από τους πιο σημαντικούς αρχαιότροπους Αγιορείτες ψάλτες στο μεταίχμιο της παλαιότερης με τη νεώτερη γενιά.

Ὁμιλία εἰς τὸν τυφλόν (Ἰω. 9, 1-5) Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



 



«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί του, λέγοντες· Διδάσκαλε, ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, ὥστε νά γεννηθῇ τυφλός;»

1.«Καί διερχόμενος ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς». Ἐπειδή εἶναι πάρα πολύ φιλάνθρωπος καί φροντίζει διά τήν σωτηρίαν μας καί θέλων νά κλείσῃ τά στόματα τῶν ἀχαρίστων, δέν παραλείπει νά κάνῃ ἀπό ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά κάνῃ καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν ἐπρόσεχεν. Αὐτό λοιπόν γνωρίζων καλά καί ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Διά νά δικαιωθῇς μέ τούς λόγους σου καί νά νικήσῃς μέ τήν κρίσιν σου» (Ψαλμ. 50,6). Διά τοῦτο λοιπόν καί ἐδῶ, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν τό ὑψηλόν νόημα τῶν λόγων του, ἀλλά τόν ὠνόμασαν καί δαιμονισμένον καί ἐπεχείρουν καί νά τόν φονεύσουν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἀπό τόν ναόν, θεραπεύει τόν τυφλόν, καί καταπραύνων τήν ὀργήν των μέ τήν ἀπουσίαν του καί μέ τήν πραγματοποίησιν τοῦ θαύματος μαλακώνων τήν σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνίαν των καί κάμνων πιστευτούς τούς λόγους του· καί τό θαῦμα πού κάμνει δέν εἶναι τυχαῖον, ἀλλά τότε συνέβη διά πρώτην φοράν. Καθ̉ ὅσον λέγει· «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9,32)· διότι ἴσως κάποιος νά ἤνοιξε τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ, ἐκ γενετῆς ὅμως ὄχι ἀκόμη. Καί τό ὅτι ἐξελθών ἀπό τόν ναόν, ἦλθεν ἐπίτηδες νά κάνῃ τό θαῦμα γίνεται φανερόν ἀπό τό ἑξῆς· αὐτός δηλαδή εἶδε τόν τυφλόν, καί δέν προσῆλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός, καί μέ τόσην προσοχήν τόν εἶδεν, ὥστε καί εἰς τούς μαθητάς νά κάνῃ ἐντύπωσιν. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν ἔσπευσαν νά τόν ἐρωτήσουν· διότι, βλέποντες αὐτόν νά τόν βλέπῃ μέ τόσην προσοχήν, ἐζητοῦσαν νά μάθουν, λέγοντες· «Ποῖος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτησις· διότι πῶς ἦτο δυνατόν ν̉ ἁμαρτήσῃ πρίν γεννηθῇ; πῶς δέ, ἄν ἡμάρτησαν οἱ γονεῖς του, ἦτο δυνατόν αὐτός νά τιμωρηθῇ; Διατί λοιπόν ἔκαμαν αὐτήν τήν ἐρώτησιν; Πρίν ἀπό αὐτό τό θαῦμα, θεραπεύων τόν παράλυτον, ἔλεγεν· «Νά ἔγινες ὑγιής· μή ἁμαρτάνῃς εἰς τό ἑξῆς» (Ἰω. 5,14).

Αὐτοί λοιπόν ἀντιληφθέντες ὅτι ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, τοῦ λέγουν· «Ἔστω, ἐκεῖνος ἔγινεν παράλυτος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτημάτων του, δι̉ αὐτόν ὅμως τί θά ἠμποροῦσες νά εἰπῇς; αὐτός ἥμαρτεν; Ἀλλά δέν ἠμπορεῖς νά τό εἰπῆς, διότι εἶναι τυφλός ἐκ γενετῆς. Μήπως ὅμως ἥμαρτον οἱ γονεῖς του; Ἀλλ̉ οὔτε αὐτό, διότι τό παιδί δέν τιμωρεῖται διά τάς ἀδικίας τοῦ πατρός του» Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν, βλέποντες κάποιο παιδί νά εὑρίσκεται εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, λέγομεν, «Τί θά ἠμποροῦσε κανείς νά εἰπῇ δι̉ αὐτό; τί ἔκαμε τό παιδί»; χωρίς νά ἐρωτῶμεν, ἀλλά ἐκφράζομεν ἀπορίαν, ἔτσι λοιπόν καί οἱ μαθηταί, δέν τό ἔλεγον αὐτό τόσο ὑπό μορφήν ἐρωτήσεως ἀλλά ἀπορίας. Τί ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Χριστός; «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του». Αὐτό δέ δέν τό λέγει ἀπαλλάσσων αὐτούς ἀπό τάς ἁμαρτίας (Διότι δέν εἶπεν ἁπλῶς, «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του», ἀλλά ἐπρόσθεσεν, «Διά νά γεννηθῇ τυφλός»), ἀλλά γιά νά δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἡμάρτησε βέβαια καί αὐτός καί οἱ γονεῖς του, ἀλλά δέν προέρχεται, λέγει, ἀπό αὐτήν τήν αἰτίαν ἡ τύφλωσις.

Αὐτά δέ τά ἔλεγεν ὄχι γιά νά δείξῃ αὐτό, ὅτι δηλαδή αὐτός μέν δέν ἐτυφλώθη δι̉ αὐτήν τήν αἰτίαν, ἐνῶ ὡρισμένοι ἄλλοι ἐτυφλώθησαν ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν αἰτιῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν γονέων των· καθ̉ ὅσον δέν εἶναι δυνατόν ν̉ ἁμαρτάνῃ ἄλλος καί νά τιμωρῆται ἄλλος. Διότι ἐάν τό παραδεχθῶμεν αὐτό, κατ̉ ἀνάγκην θά παραδεχθῶμεν καί ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδή ἡμάρτησε πρίν γεννηθῇ. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν εἰπών, ὅτι «οὔτε αὐτός ἥμαρτεν», δέν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν ἐκ γενετῆς ν̉ ἀμαρτήσῃ καί τιμωρηθῇ, ἔτσι εἰπών· «Οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ», δέ ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι δυνατόν νά τιμωρηθῇ ἐξ αἰτίας τῶν γονέων του· καθ̉ ὅσον διά τοῦ Ἰεζεκιήλ ἀναιρεῖ αὐτήν τήν σκέψιν «Ὁρκίζομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δέν θά λέγεται αὐτή ἡ παροιμία, οἱ πατέρες ἔφαγον ἄγορα σταφύλια καί ἐμωδίασαν τά δόντια τῶν παιδιῶν των» (Ἰεζ. 18,3´2). Καί ὁ Μωϋσῆς δέ λέγει· «Δέν θά ἀποθάνῃ ὁ πατέρας ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ του» (Δευτ. 24,16). Καί διά κάποιο βασιλέα λέγεται ὅτι, δι̉ αὐτόν τόν λόγον δέν τό ἔκαμεν αὐτό, φυλάσσων τόν νόμον τοῦ Μωϋσέως (Δ´ Βασ. 14,6). Ἐάν δέ λέγῃ κάποιος, πῶς λοιπόν ἐλέχθη «Αὐτός πού καταλογίζει ἁμαρτίας γονέων εἰς τά τέκνα μέχρι τρίτην καί τετάρτην γενεάν»; (Δευτ. 5,9) ἐκεῖνο θά ἠμπορούσαμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή δέν ἐλέχθη δι̉ ὅλους, ἀλλά δι̉ ἐκείνους πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον. Αὐτό δέ πού ἐννοεῖ εἶναι τό ἑξῆς· Ἐπειδή αὐτοί πού ἐξῆλθον ἀπό τήν Αἴγυπτον εἶχον γίνει μετά τά σημεῖα καί θαύματα χειρότεροι ἀπό τούς προγόνους των πού δέν εἶδαν κανένα ἀπό αὐτά, τά ἴδια, λέγει, θά πάθουν πού ἔπαθον ἐκεῖνοι, ἐπειδή διέπραξαν τά ἴδια παραπτώματα. Καί τό ὅτι ἐλέχθη δι̉ ἐκείνους θά τό διαπιστώσῃ κανείς ἐάν ἐξετάσῃ ἀκριβέστερον τό χωρίον.

Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐγεννήθη τυφλός; «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», λέγει. Νά καί πάλιν ἄλλη ἀπορία, ἐάν λοιπόν δέν ἦταν δυνατόν νά φανῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν τιμωρίαν αὐτοῦ. Βέβαια δέν ἐλέχθη αὐτό, ὅτι δέν ἦτο δυνατόν (διότι ἦτο δυνατόν), ἀλλά διά νά φανερωθῇ καί εἰς αὐτόν. Τί λοιπόν, λέγει, ἠδικήθη διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ποίαν ἀδικίαν; εἰπέ μου· διότι ἐάν ἤθελεν οὔτε κἄν θά τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν. Ἐγώ ὅμως λέγω, ὅτι καί εὐηργετήθη ἀπό τήν τύφλωσιν, καθ̉ ὅσον ἀνέβλεψε μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς· διότι τί ὠφελήθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς; (διότι ἐτιμωρήθησαν χειρότερα, ἀφοῦ ἐτυφλώθησαν ὡς πρός τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς)· ποία δέ ἡ βλάβη εἰς αὐτόν ἀπό τήν τύφλωσιν; Διότι μέ τήν τύφλωσίν του αὐτήν ἀνέβλεψεν. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν τά κακά δέν εἶναι κακά, δηλαδή τά κακά τῆς παρούσης ζωῆς, ἔτσι οὔτε τά ἀγαθά δέν εἶναι ἀγαθά, ἀλλά κακόν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ τύφλωσις δέν εἶναι κακόν. Αὐτός δέ πού τόν ἔφερεν εἰς τήν ζωήν ἀπό τήν ἀνυπαρξίαν, ἐξουσίαν εἶχεν καί νά τόν ἀφήσῃ εἰς αὐτήν τήν κατάστασιν. Μερικοί δέ λέγουν, ὅτι αὐτή ἡ φράσις δέν ἔχει αἰτιολογικόν χαρακτῆρα, ἀλλ̉ ἐκφράζει τό ἀποτέλεσμα, ὅπως ἐπί παραδείγματι ὅταν λέγῃ· «Ἐγώ ἦλθα εἰς αὐτόν τόν κόσμον διά κρίσιν, διά ν̉ ἀποκτήσουν τό φῶς των ἐκεῖνοι, πού δέν βλέπουν καί νά γίνουν τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν», (Ἰω. 9, 39) (καί ὅμως δέν ἦλθεν δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά γίνουν δηλαδή τυφλοί αὐτοί πού βλέπουν). Καί πάλιν ὁ Παῦλος λέγει· «Αὐτό πού εἶναι δυνατόν νά γίνῃ γνωστόν περί τοῦ Θεοῦ τούς εἶναι φανερόν, ὥστε νά εἶναι ἀδικαιολόγητοι» (Ρωμ. 1, 19-20) (ἄν καί βέβαια δέν ἐφανέρωσε εἰς αὐτούς τά περί ἑαυτοῦ δι̉ αὐτόν τόν λόγον, διά νά στερηθοῦν τήν ἀπολογίαν, ἀλλά διά νά τύχουν ἀπολογίας). Καί πάλιν ἀλλοῦ λέγει· «Ὁ νόμος δέ ἐδόθη διά νά πλεονάσουν τά παραπτώματα» (Ρωμ. 5,20) (μολονότι βέβαια δέν εἰσῆλθεν εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων δι̉ αὐτόν τόν λόγον, ἀλλά διά νά ἐμποδισθῇ ἡ ἁμαρτία).


2. Βλέπεις εἰς ὅλας τάς περιπτώσεις ὅτι ὁ προσδιορισμός δεικνύει τό ἀποτέλεσμα; Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄριστος οἰκοδόμος, τό μέν ἕνα τμῆμα τῆς οἰκίας τό κατασκευάζει, τό δέ ἄλλο τό ἀφήνει ἀτελείωτον, ὥστε μέ τό ὑπόλοιπον νά ἀπολογηθῇ πρός αὐτούς πού δέν πιστεύουν δι̉ ὅλον τό ἔργον του, ἔτσι καί ὁ Θεός, ὡσάν μίαν οἰκίαν ἑτοιμόρροπον, συγκολλεῖ τό σῶμα μας καί τό τελειοποιεῖ, θεραπεύων τήν ξηράν χεῖρα, δίδων ζωήν εἰς παράλυτα μέλη, θεραπεύων τούς χωλούς, καθαρίζων τούς λεπρούς, θεραπεύων τούς ἀσθενεῖς, καθιστῶν ἀρτιμελεῖς τούς ἀναπήρους, ἐπαναφέρων εἰς τήν ζωήν ἀπό τόν θάνατον τούς νεκρούς, διανοίγων τούς ὀφθαλμούς τῶν τυφλῶν καί δίδων ὀφθαλμούς εἰς ἐκείνους πού δέν ἔχουν, καί διορθώνων ὅλα αὐτά, πού ἦσαν ἀτέλειαι τῆς ἐκ φύσεως ἀσθενείας, ἐδείκνυε τήν δύναμίν του. Εἰπών δέ, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐννοεῖ τόν ἑαυτόν του καί ὄχι τόν Πατέρα, διότι ἡ δόξα ἐκείνου ἦτο φανερά. Ἐπειδή λοιπόν ἤκουον ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα ἀπό τήν γῆν, διά τοῦτο καί αὐτός ἔπλασε καθ̉ ὅμοιον τρόπον τό χῶμα· διότι τό νά εἰπῇ, ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος πού ἔλαβον χῶμα ἀπό τήν γῆν καί ἔπλασα τόν ἄνθρωπον, ἐφαίνετο ὅτι δυσαρεστοῦσε τούς ἀκροατάς, ἀποδεικνυόμενον ὅμως αὐτό ἐμπράκτως, δέν θά ἐνοχλοῦσε πλέον αὐτούς.

Διά τοῦτο λοιπόν καί αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα καί τό ἀνέμειξε μέ τό πτύσμα, ἐφανέρωσε μέ τήν ἐνέργειάν του αὐτήν τήν κρυμμένην δόξαν του· διότι δέν ἦτο μικρή δόξα τό νά θεωρηθῇ αὐτός δημιουργός τῆς κτίσεως· καθ̉ ὅσον ἀπό αὐτό ἠκολούθουν καί τά ἄλλα καί ἀπό τό ἐπί μέρους ἐγένετο πιστευτόν τό ὅλον·διότι ἡ πίστις διά τό μεγαλύτερον ἔργον του, ἐπεβεβαίωνε καί τό μικρότερον· καθ̉ ὅσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμώτερον ἀπό ὅλα τά ὄντα τῆς κτίσεως, καί ἀπό τά μέλη μας πολυτιμώτερος εἶναι ὁ ὀφθαλμός. Διά τοῦτο ἔδωσε τό φῶς εἰς τούς ὀφθαλμούς ὄχι ἔτσι ἁπλῶς, ἀλλά μέ ἐκεῖνον τόν τρόπον· διότι ἄν καί εἶναι μικρόν τό μέλος αὐτό ὡς πρός τό μέγεθος, ἀλλ̉ ὅμως εἶναι ἀναγκαιότερον ἀπό ὅλα τά μέλη σώματος. Καί αὐτό δηλῶν ὁ Παῦλος, ἔλεγεν· «Ἐάν εἰπῇ ἡ ἀκοή, ἐπειδή δέν εἶμαι ὀφθαλμός, δέν ἀνήκω εἰς τό σῶμα, μήπως παύῃ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, νά ἀνήκῃ εἰς τό σῶμα;» (Α´ Κορ. 12,16). Διότι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας εἶναι ἀπόδειξις τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερον δέ ὁ ὀφθαλμός. Καθ̉ ὅσον αὐτός διακυβερνᾷ ὁλόκληρον τό σῶμα, αὐτός δίδει τό κάλλος εἰς ὅλον τό σῶμα, αὐτός στολίζει τό πρόσωπον, αὐτός εἶναι ὁ λύχνος ὅλων τῶν μελῶν· διότι αὐτό πού εἶναι ὁ ἥλιος διά τήν οἰκουμένην, αὐτό εἶναι ὁ ὀφθαλμός διά τό σῶμα. Ἄν σβήσῃς τόν ἥλιον, ὅλα τά κατέστρεψες καί τά ἀνέτρεψες· ἄν σβήσῃς τούς ὀφθαλμούς καί τά πόδια εἶναι ἄχρηστα καί τά χέρια καί ἡ ψυχή· διότι χάνεται ἡ γνῶσις ἀχρηστευομένων αὐτῶν· καθ̉ ὅσον δι̉ αὐτῶν ἐγνωρίσαμεν τόν Θεόν· «Διότι τά ἀόρατα τοῦ Θεοῦ βλέπονται καθαρά ἀπό τότε πού ἐκτίσθη ὁ κόσμος διά μέσου τῶν δημιουργημάτων» (Ρωμ. 1,20). Ἑπομένως δέν εἶναι ὁ ὀφθαλμός μόνον λύχνος εἰς τό σῶμα, ἀλλά περισσότερον ἀπό τό σῶμα εἶναι λύχνος τῆς ψυχῆς. Καί ἀκριβῶς λοπόν διά τοῦτο ἔχει τοποθετηθῆ, ὡσάν ἀκριβῶς εἰς κάποιαν βασιλικήν θέσιν, εἰς τό ὑψηλότερον μέρος τοῦ σώματος καί προΐσταται τῶν ἄλλων αἰσθήσεων. Αὐτόν λοιπόν διαπλάσσει.

Εἰς τήν συνέχειαν, διά νά μή νομίσῃς ὅτι ἔχει ἀνάγκην ἀπό ὕλην ὅταν δημιουργῇ, καί διά νά μάθῃς ὅτι οὔτε καί εἰς τήν ἀρχήν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό πηλόν (διότι αὐτός πού ἔφερεν εἰς τήν ὕπαρξιν τάς σπουδαιοτέρας οὐσίας πού δέν ὑπῆρχον, πολύ περισσότερον ἐδημιούργησεν αὐτήν χωρίς νά ὑπάρχῃ ὕλη), διά νά μάθῃς λοιπόν, ὅτι αὐτό δέν τό κάμνει ἀπό ἀνάγκην, ἀλλά διά νά διδάξῃ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀρχικός δημιουργός, ἀφοῦ ἄλειψε τόν πηλόν εἰς τούς ὀφθαλμούς εἶπεν· «Πήγαινε καί πλύσου», διά νά γνωρίσῃς, ὅτι δέν ἔχω ἀνάγκην ἀπό πηλόν διά νά ἀνοίξω τούς ὀφθαλμούς, ἀλλά διά νά φανερωθῇ μέ αὐτήν τήν ἐνέργειάν μου ἡ δόξα μου. Τό ὅτι λοιπόν ὁμιλεῖ περί τοῦ ἑαυτοῦ του γίνεται φανερόν ἀπό τό ὅτι, ἀφοῦ εἶπεν, «Διά νά φανερωθῇ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ», ἐπρόσθεσεν· «Ἐγώ πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἔστειλεν»· δηλαδή, ἐγώ πρέπει νά φανερώσω τόν ἑαυτόν μου καί νά πράξω ἐκεῖνα πού ἠμποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι πράττω τά ἴδια μέ τόν Πατέρα, ὄχι παρόμοια, ἀλλά τά ἴδια, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν ὅτι εἶναι ὅμοια ἀκριβῶς τά ἔργα του μέ τά τοῦ Πατρός, καί τό ὁποῖον λέγεται ἐπί τῶν πραγμάτων ἐκείνων πού δέν διαφέρουν καθόλου. Ποῖος λοιπόν θά ἀμφισβητῇ εἰς τό ἑξῆς, βλέπων αὐτόν νά ἠμπορῇ νά πράττῃ τά ἴδια μέ τόν Πατέρα; διότι δέν ἔπλασε μόνον ὀφθαλμούς, οὔτε ἤνοιξεν, ἀλλά καί ἐχάρισε καί τήν ὅρασιν, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἐνεφύσησε καί ψυχήν· καθ̉ ὅσον ἐάν ἐκείνη δέν ἐνεργῇ, ὁ ὀφθαλμός, καί ἄν ἀκόμη εἶναι ὑγιέστατος, δέν θά ἠμπορέσῃ ποτέ νά ἰδῆ τίποτε. Ὥστε καί τήν ἐνέργειαν τῆς ψυχῆς ἐχάρισε καί ἔδωσεν εἰς τό μέλος τά πάντα, καί ἀρτηρίας καί νεῦρα καί φλέβας καί αἷμα καί ὅλα τά ἄλλα, ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται τό σῶμα μας.

«Ἐγώ πρέπει νά ἐργάζωμαι ἐν ὅσῳ ἀκόμη εἶναι ἡμέρα». Τί θέλουν νά εἰποῦν αὐτοί οἱ λόγοι; ποίαν σημασίαν ἔχουν; Πολλήν. Διότι αὐτό πού λέγει ἔχει τήν ἑξῆς σημασίαν· «Ἕως ἡμέρα ἐστίν»· Ἐν ὅσῳ ἀκόμη ἠμποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά πιστεύουν εἰς ἐμέ, ἐν ὅσῳ συνεχίζεται αὐτή ἡ ζωή, πρέπει νά ἐργάζωμαι. «Ἔρχεται νύξ (δηλαδή ὁ μέλλων καιρός), ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται». Δέν εἶπεν, ὁπότε ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά ἐργάζωμαι, ἀλλά «ὁπότε κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐργάζεται», δηλαδή, τότε πού δέν θά ἰσχύῃ πλέον ἡ πίστις, οὔτε οἱ κόποι, οὔτε ἡ μετάνοια. Τό ὅτι βέβαια ἔργον ὀνομάζει τήν πίστιν, γίνεται φανερόν ἀπό τήν ἐρώτησιν πρός αὐτόν· «Τί θά κάνωμεν, διά νά ἐκτελέσωμεν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;» (Ἰω. 6,28). Ἀπαντᾶ· «Αὐτό εἶναι τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, διά νά πιστεύσετε εἰς αὐτόν πού ἀπέστειλε ἐκεῖνος» (Ἰω. 6,29). Πῶς λοιπόν αὐτό τό ἔργον «δέν ἠμπορεῖ κανείς νά τό πράξῃ τότε»; Διότι τότε οὔτε ἡ πίστις ἰσχύει, ἀλλ̉ ὅλοι θά ὑπακούσουν εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι. Διά νά μή εἰπῇ λοιπόν κάποιος ὅτι αὐτό τό κάνει ἀπό φιλοδοξίαν, δεικνύει ὅτι ὅλα τά κάνει ἀπό ἐνδιαφέρον δι̉ αὐτούς πού ἔχουν τήν δυνατότητα μόνον ἐδῶ νά πιστεύσουν, καί δέν ἠμποροῦν πλέον ἐκεῖ νά ἔχουν καμμίαν ὠφέλειαν. Διά τοῦτο δέν ἔκαμεν αὐτό πού ἔκαμεν ἀφοῦ ἦλθε πρός αὐτόν ὁ τυφλός.

Τό ὅτι βέβαια ἦτο ἄξιος μέν νά θεραπευθῇ καί, ἐάν ἔβλεπεν, θά ἐπίστευε καί θά προσήρχετο, καί, δέν θά ἔδειχνεν ἀδιαφορίαν καί πάλιν ἐάν ἤκουεν ἀπό κάποιον πού ἦτο ἐκεῖ, γίνεται φανερόν ἀπό τά ἑξῆς, ἀπό τήν ἀνδρείαν καί τήν ἰδίαν τήν πίστιν του· καθ̉ ὅσον φυσικόν ἦτο νά σκεφθῇ καί νά εἰπῇ· Μά τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔκαμε πηλόν καί ἤλειψε τούς ὀφθαλμούς μου καί μοῦ εἶπε· «Πήγαινε καί πλύσου». Δέν ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ καί μετά νά μέ στείλῃ εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ; Πολλές φορές ἐπλύθην ἐκεῖ μαζί μέ ἄλλους πολλούς καί δέν εἶδα καμμίαν ὠφέλειαν· ἐάν εἶχε κάποιαν δύναμιν θά ἠμποροῦσε νά μέ θεραπεύσῃ παρόντα, πρᾶγμα πού καί ὁ Νεεμάν ἔλεγε πρός τόν Ἐλισσαῖον· καθ̉ ὅσον καί ἐκεῖνος, λαβών ἐντολήν νά ὑπάγῃ καί νά λουσθῇ εἰς τόν Ἰορδάνην δυσπιστοῦσε, καί ὅλα αὐτά τήν στιγμήν πού τόση φήμη ὑπῆρχε περί τοῦ Ἐλισσαίου(Δ´ Βασ. 5, 10-11). Ἀλλ̉ ὅμως ὁ τυφλός δέν ἠπίστησεν οὔτε ἔφερεν ἀντίρρησιν οὔτε ἐσκέφθη μέσα του· Τί τέλος πάντων σημαίνει αὐτό; ἔπρεπε νά ἀλείψῃ τούς ὀφθαλμούς μου μέ πηλόν; αὐτό περισσότερον τυφλώνει· ποῖος ποτέ ἀνέβλεψε μέ αὐτόν τόν τρόπον; Ἀλλά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐσκέφθη. Εἶδες πίστιν σταθεράν καί προθυμίαν; «Ἔρχεται ἡ νύκτα». Δείχνει μέ αὐτό ὅτι καί μετά τήν σταύρωσίν του πρόκειται νά συνεχίσῃ τήν πρόνοιάν του διά τούς ἀσεβεῖς καί νά ἐπιστρέψῃ πολλούς εἰς τήν πίστιν· διότι ἀκόμη εἶναι ἡμέρα. Μετά δέ ἀπό αὐτό τούς ἀπομακρύνει τελείως. Καί θέλων νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν· «Ὅσον καιρόν εἶμαι εἰς τόν κόσμον, εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»· πρᾶγμα πού ἔλεγε καί πρός ἄλλους· «Πιστεύετε ἐν ὅσῳ τό φῶς εἶναι μαζί σας» (Ἰω. 12,36).


3. Καί διατί λοιπόν ὁ Παῦλος τήν μέν παροῦσαν ζωήν ὠνόμασε νύκτα, τήν δέ μέλλουσαν ἡμέραν; Δέν ἀντιτίθεται πρός τόν Χριστόν, ἀλλά λέγει τά ἴδια, ἄν καί ὄχι μέ τά ἴδια λόγια, ἀλλά μέ τό ἴδιο νόημα· καθ̉ ὅσον λέγει· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησε, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν» (Ρωμ. 13,12). Διότι νύκτα ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν δι̉ ἐκείνους πού κάθονται εἰς τό σκότος, ἤ συγκρίνων αὐτήν μέ ἐκείνην τήν ἡμέραν, ἐνῷ ὁ Χριστός νύκτα ὀνομάζει τήν μέλλουσαν ζωήν λόγῳ τοῦ ὅτι δέν συγχωροῦνται τότε τά ἁμαρτήματα, ὁ Παῦλος ὅμως ὀνομάζει τήν παροῦσαν ζωήν νύκτα ἐπειδή εὑρίσκονται μέσα εἰς τό σκότος αὐτοί πού ζοῦν μέσα εἰς τήν κακίαν καί τήν ἀπιστίαν. Ἀπευθυνόμενος πρός πιστούς, ἔλεγεν· «Ἡ νύκτα ἐπροχώρησεν, ἡ δέ ἡμέρα ἐπλησίασεν», καθ̉ ὅσον πρόκειται νά ἀπολαύσουν ἐκεῖνο τό φῶς, καί νύκτα ὀνομάζει τόν παλαιόν βίον· διότι λέγει· «Ἄς ἀποβάλωμεν τά ἔργα τοῦ σκότους» (Ρωμ. 13,12). Βλέπεις πού λέγει δι̉ ἐκείνους ὅτι εἶναι νύκτα; Διά τοῦτο λέγει· «Ἄς συμπεριφερώμεθα σεμνά, ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα» (Ρωμ.13,13) διά νά ἀπολαύσωμεν ἐκεῖνο τό φῶς. Διότι, ἐάν αὐτό τό φῶς εἶναι τόσον ὡραῖον, σκέψου πόσον ὡραῖον θά εἶναι ἐκεῖνο· ὅσον δηλαδή ἀνώτερον εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου ἀπό τό τοῦ λύχνου, τόσον καί πολύ περισσότερον ἐκεῖνο εἶναι ἀνώτερον ἀπό αὐτό. Καί διά νά δηλώσῃ αὐτό, ἔλεγεν ὅτι «ὁ ἥλιος θά σκοτισθῇ» (Ματθ. 24,29), δηλαδή ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς ἀφθόνου λαμπρότητός του οὔτε ὁ ἥλιος θά φανῇ. Ἐάν δέ τώρα δαπανῶμεν ἀμέτρητα χρήματα διά νά ἔχωμεν φωτεινάς καί εὐαέρους οἰκίας κτίζοντες αὐτάς καί ταλαιπωρούμενοι, σκέψου πῶς πρέπει νά μεταχειριζώμεθα τά σώματα διά νά οἰκοδομήσωμεν λαμπράς οἰκίας εἰς τούς οὐρανούς, ὅπου ὑπάρχει τό ἀπερίγραπτον ἐκεῖνο φῶς· διότι ἐδῶ μέν γίνονται καί μάχαι καί φιλονικίαι διά τά σύνορα καί τούς τοίχους, ἐνῷ ἐκεῖ δέν ὑπάρχει τίποτε τό παρόμοιον, οὔτε φθόνος οὔτε κακολογία, καί κανείς δέν θά φιλονικήσῃ μαζί μας διά σύνορα κτημάτων. Καί αὐτήν μέν τήν οἰκίαν εἴμεθα ἀναγκασμένοι νά τήν ἐγκαταλείψωμεν ὁπωσδήποτε ἐνῷ ἐκείνη θά παραμείνῃ διαρκῶς· καί αὐτή μέν κατ̉ ἀνάγκην καταστρέφεται ἀπό τόν χρόνον καί ὑφίσταται μυρίας ζημίας, ἐνῷ ἐκείνη μένει αἰωνίως ἄφθαρτος· καί αὐτήν μέν δέν ἠμπορεῖ πτωχός νά τήν οἰκοδομήσῃ, ἐνῷ ἐκείνην μπορεῖ νά τήν οἰκοδομήσῃ καί μέ δύο ὀβολούς, ὅπως ἀκριβῶς ἡ χήρα. Διά τοῦτο λυποῦμε ὑπερβολικά, διότι ἄν καί εὑρίσκονται ἔμπροσθέν μας τόσα ἀγαθά, ραθυμοῦμεν καί ἀδιαφοροῦμεν, καί πράττομεν μέν τά πάντα διά νά ἔχωμεν ἐδῶ λαμπράς οἰκίας, ἀδιαφορῶμεν ὅμως καί δέν φροντίζομεν νά ἀποκτήσωμεν εἰς τούς οὐρανούς ἔστω καί μικρόν κατάλυμα.

Εἰπέ μου λοιπόν, πού θά ἤθελες νά ἔχῃς οἰκίαν ἐδῶ; ἆρά γε εἰς τήν ἐρημίαν ἤ εἰς μίαν ἀπό τάς μικράς πόλεις; Ἐγώ τουλάχιστον δέν τό νομίζω, ἀλλά θά ἤθελες νά ἔχῃς εἰς τάς βασιλικωτάτας καί μεγάλας πόλεις, ὅπου ὑπάρχει περισσότερον ἐμπόριον καί μεγαλυτέρα πολυτέλεια. Ἀλλ̉ ἐγώ σέ ὁδηγῶ εἰς μίαν τέτοιαν πόλιν, τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖ σέ παρακαλῶ νά κτίζῃς καί νά οἰκοδομῇς μέ ὀλιγώτερα χρήματα καί ὀλιγώτερον κόπον. Ἐκείνην τήν οἰκίαν τήν οἰκοδομοῦν τά χέρια τῶν πτωχῶν καί αὐτό πρό πάντων εἶναι οἰκοδομή· διότι αὐτά πού γίνονται τώρα εἶναι δείγματα τῆς πιό φοβερᾶς παραφροσύνης. Καθ̉ ὅσον ἐάν κάποιος σέ ὡδήγει εἰς τήν περσικήν γῆν διά νά ἰδῇς τά ἐκεῖ καί νά ἐπανέλθῃς καί εἰς τήν συνέχειαν σέ διέτασσε νά κτίσῃς οἰκίαν, ἆρά γε δέν θά ἀπέδιδες εἰς αὐτόν τήν πιό χειροτέραν ἀνοησίαν, μέ τό νά σέ διατάσσῃ νά κάμνῃς ἀσκόπους δαπάνας; Πῶς λοιπόν κάμνῃς τό ἴδιο πρᾶγμα εἰς τήν γῆν, τήν ὀποίαν μετά ἀπό ὀλίγον θά ἐγκαταλείψῃς;

Ἀλλά, λέγει, θά τήν ἀφήσω εἰς τά παιδιά μου. Ὅμως καί ἐκεῖνα μετά ἀπό ὀλίγον ἀπό σένα θά τήν ἐγκαταλείψουν, πολλές φορές δέ καί πρίν ἀπό σένα, καί ὁμοίως καί οἱ μετά ἀπό ἐκείνους. Καί αὐτό τό πρᾶγμα γίνεται εἰς σέ αἰτία ἀπογοητεύσεως, ὅταν δέν ἰδῇς τούς κληρονόμους σου νά κατέχουν αὐτά. Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιον δέν εἶναι δυνατόν νά φοβηθῇς, ἀλλά μένει σταθερά αὐτό πού ἀπέκτησες καί εἰς ἐσένα καί εἰς τά παιδιά σου καί εἰς τά ἐγγόνια σου, ἄν ἐπιδείξουν τήν ἰδίαν ἀρετήν. Τήν οἰκοδόμησιν ἐκείνης τῆς οἰκίας τήν κάμνει ὁ Χριστός· ἐάν οἰκοδομῇς ἐκείνην δέν εἶναι ἀνάγκη νά ὁρίζῃς ἐπιστάτας, οὔτε νά φροντίζῃς, οὔτε νά μεριμνᾷς· διότι ὅταν ὁ Θεός ἀναλάβῃ τό ἔργον τί χρειάζεται ἡ φροντίς; Ἐκεῖνος τά συγκεντρώνει ὅλα καί κτίζει τήν οἰκίαν. Καί δέν εἶναι αὐτό μόνον τό ἀξιοθαύμαστον, ἀλλ̉ ὅτι αὐτός ἔτσι οἰκοδομεῖ αὐτήν, ὅπως ἀρέσει εἰς ἐσένα, ἀλλά καί περισσότερον ἀπό αὐτό πού σοῦ ἀρέσει καί ἀπό αὐτό πού θέλεις· διότι εἶναι τεχνίτης ἄριστος καί φροντίζει πάρα πολύ διά τά συμφέροντά σου. Καί ἄν εἶσαι πτωχός καί θελήσῃς νά οἰκοδομήσῃς αὐτήν τήν οἰκίαν κανείς δέν θά σέ φθονήσῃ οὔτε καί θά σέ κακολογήσῃ· διότι κανείς δέν τήν βλέπει αὐτήν ἀπό ἐκείνους πού φθονοῦν, ἀλλ̉ οἱ ἄγγελοι πού γνωρίζουν νά χαίρωνται μέ τά ἰδικά σου ἀγαθά. Κανείς δέν θά ἠμπορέσῃ νά ἐξουσιάσῃ αὐτήν, διότι κανείς δέν κατοικεῖ πλησίον της ἀπό αὐτούς πού πάσχουν ἀπό παρόμοια νοσήματα. Γείτονας ἐκεῖ ἔχεις τούς ἁγίους, τούς περί τόν Παῦλον καί Πέτρον, ὅλους τούς προφήτας, τούς μάρτυρας, τό πλῆθος τῶν ἄγγελων καί τῶν ἀρχαγγέλων.

Διά τοῦτο λοιπόν ὅλα αὐτά τά ὑπάρχοντά μας ἄς τά προσφέρωμεν εἰς τούς πτωχούς , διά νά ἐπιτύχωμεν ἐκείνας τάς σκηνάς, τά ὁποίας μακάρι νά ἐπιτύχωμεν ὅλοι ἡμεῖς μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μετά τοῦ ὁποίου ἀνήκει εἰς τόν Πατέρα δόξα συγχρόνως καί εἰς τό ἅγιον Πνεῦμα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

«Διευκρινίσεις περὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς ᾿Αναλήψεως κατὰ τὴν 21/5/2015»

Πρὸς
Κέντρον «῾Ενωμένη ῾Ρωμιοσύνη»
Μοναστηρίου 225, Μενεμένη, 54628 Θεσσ/νίκη
Πανεπιστημίου 34, Στοὰ Παλλάδος, 10679 Ἀθηνῶν 
www.enromiosini.gr 
Ἠλεκτρ. ταχυδρ. contact@enromiosini.gr
᾿Αξιότιμοι κύριοι, Χριστὸς ἀνέστη. Προσφάτως ἀναρτήθηκε στὴν ἱστοσελίδα σας (www.enromiosini.gr) κείμενο συνεργάτου σας ὑπὸ τὸν τίτλο «῾Ο συνεορτασμὸς τῆς ἑορτῆς τῆς ᾿Αναλήψεως καὶ τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ ῾Ελένης τὸ ἔτος 2015». ᾿Επειδὴ τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναφέρεται σὲ θέματα τυπικοῦ, μὲ εἰδικὴ μάλιστα ἀναφορὰ στὸ τυπικὸ τῶν «Διπτύχων» τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, τὸ ὁποῖο συντάσσω ἀπὸ ἐτῶν κατόπιν ἀποφάσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου, παρακαλῶ νὰ δημοσιεύσετε στὴν ἱστοσελίδα σας τὶς παρακάτω διευκρινίσεις μου, κατὰ τὴν κρατοῦσα δεοντολογία καὶ βάσει τοῦ νόμου «περὶ Τύπου».
Μετὰ τιμῆς
Διονύσιος Μπιλάλης ᾿Ανατολικιώτης
«Διευκρινίσεις περὶ τοῦ τυπικοῦ τῆς ἑορτῆς
τῆς ᾿Αναλήψεως κατὰ τὴν 21/5/2015»
Στὶς 23/4/2015 ἀναρτήθηκε στὴν ἱστοσελίδα τοῦ Κέντρου «῾Ενωμένη ῾Ρωμιοσύνη» (www.enromiosini.gr) κείμενο ὑπὸ τὸν τίτλο «῾Ο συνεορτασμὸς τῆς ἑορτῆς τῆς ᾿Αναλήψεως καὶ τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ ῾Ελένης τὸ ἔτος 2015». ᾿Επειδὴ τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναφέρεται σὲ θέματα τυπικοῦ, μὲ εἰδικὴ μάλιστα ἀναφορὰ στὸ τυπικὸ τῶν «Διπτύχων» τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, τὸ ὁποῖο συντάσσω ἀπὸ ἐτῶν κατόπιν ἀποφάσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου, καὶ ἐπειδὴ ἐνημερώθηκα γιὰ τὴν ἐν λόγῳ ἀνάρτησι ἀπὸ μέλη τῆς «Συνοδικῆς ῾Υποεπιτροπῆς ἐπὶ τῆς ἐκδόσεως τῶν Διπτύχων», κρίνεται σκόπιμο νὰ ἀναφέρω ἐπὶ τοῦ θέματος τὶς παρακάτω διευκρινίσεις.
1. Καμμία ἀπολύτως πρότασις ἢ ἐρώτησις περὶ τοῦ θέματος δὲν ὑπεβλήθη ἐγγράφως ἢ ἄλλως πως στὴν Σ. ῾Υποεπιτροπή. ᾿Αλλὰ ἀφοῦ πρῶτα ἀναρτήθηκε τὸ ἐν λόγῳ κείμενο στὴν ἱστοσελίδα τῆς «῾Ενωμένης ῾Ρωμιοσύνης» τὴν Πέμπτη 23/4/2015, δύο ἡμέρες μετά, δηλαδὴ στὶς 25/4/2015 καὶ ἡμέρα Σάββατο, ποὺ εἶναι ἀργία γιὰ τὶς ὑπηρεσίες καὶ κλειστὰ τὰ γραφεῖα, ἐστάλη ἕνα μήνυμα στὴν διεύθυνσι ἠλεκτρ.
ἀλληλογραφίας τῆς ῾Υποεπιτροπῆς, τὸ ὁποῖο ἔλεγε μόνο τὰ ἑξῆς ἐπὶ λέξει· «Παρακαλώ για την ανάγνωση του παρακάτω συνδέσμου: http://www.enromiosini.gr/orthodoxi-latreia/typikai-diataxeis-ieron-akoloythion/ο-συνεορτασμοσ-τησ-εορτησ-τησ-αναληψε/». Τὸ μήνυμα ἐστάλη, ἀφοῦ πρῶτα τὸ πλῆρες κείμενο, περὶ οὗ ὁ λόγος, δημοσιοποιήθηκε διαδικτυακῶς (ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Σ. ῾Υποεπιτροπῆς καὶ ἐμοῦ ὡς συντάκτου τοῦ Τυπικοῦ) καὶ ἐφόσον εἶχε ἤδη ἀναπαραχθῆ καὶ διασπαρῆ σὲ ἄγνωστο ἀριθμὸ ἄλλων ἱστοσελίδων, χωρὶς νὰ ἀναμένεται ἡ ὁποιαδήποτε ἀπάντησις ἐκ μέρους τῶν ἁρμοδίων. Οἱ ἀναγνῶστες ἂς κρίνουν σχετικά.
2. Τὸ ἐκκλησιαστικὸν Τυπικὸν δὲν εἶναι κάποια ἀπόκρυφος γνῶσις, κάτι τὸ ἀόριστο καὶ νεφελῶδες, ἢ κάποιο ἀδιευκρίνιστο κεφάλαιο τῆς θεολογίας. Εἶναι συγκεκριμένο λειτουργικὸ βιβλίο τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὅπως εἶναι καὶ ἡ Παρακλητική, τὸ Τριῴδιον, τὸ Πεντηκοστάριον, τὰ Μηναῖα κ.λπ.. Τὸ Τυπικὸν ἀποτελεῖ ἔκφρασι καὶ ἀποτύπωσι τῆς συνεχοῦς ἐπὶ 2000 χρόνια λειτουργικῆς ἐμπειρίας τῆς ᾿Εκκλησίας ἐν σώματι. ῾Ως κείμενο διασῴζεται σὲ ἀρχαῖα χειρόγραφα, ἐνῷ ἐκδίδεται καὶ ἐντύπως ἀπὸ τὸν 16ο αἰῶνα μέχρι σήμερα. Δὲν ἀποτελοῦν ἐκκλησιαστικὸ τυπικὸ οἱ προσωπικοὶ φιλοσοφικοὶ διαλογισμοὶ μεμονωμένων ἀτόμων, ὅταν μάλιστα δὲν βασίζωνται στὴν λειτουργικὴ παράδοσι καὶ ἐμπειρία τῆς ᾿Εκκλησίας, δὲν τεκμηριώνωνται πάνω στὸ ἰσχῦον Τυπικόν, καὶ πολλῷ μᾶλλον ὅταν εὐθέως ἀντιτίθενται σὲ πανάρχαιες τυπικὲς διατάξεις.
3. Οἱ περὶ τυπικοῦ ἀναφορὲς στὸ περὶ οὗ ὁ λόγος δημοσιευθὲν κείμενο, καὶ εἰδικώτερα ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ᾿Αναλήψεως «δὲν μπορεῖ νὰ συμψαλῇ ἀκολουθία κανενὸς ἁγίου», δὲν στηρίζονται σὲ κανένα ἀπολύτως Τυπικὸν τῆς ᾿Εκκλησίας, χειρόγραφο ἢ ἔντυπο. ᾿Αντιθέτως τὸ χειρόγραφο Τυπικὸν τῆς Εὐεργέτιδος, τοῦ 11ου-12ου αἰῶνος, σημειώνει μὲ ἔμφασι ὅτι, ἐὰν ἡ μνήμη κάποιου ἑορταζομένου ἁγίου τύχῃ εἴτε ἀνήμερα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἴτε τῆς ᾿Αναλήψεως, ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου δὲν παραλείπεται ἀλλὰ συμψάλλεται. Τὸ ἴδιο ἀναφέρει καὶ τὸ ἰσχῦον Τυπικὸν τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, οἱ λεπτομερεῖς διατάξεις τοῦ ὁποίου ἀκολουθήθηκαν στὰ Δίπτυχα 2015 μέχρι κεραίας. ῾Επομένως ἡ ὁμόφωνη παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας, τοὐλάχιστον γιὰ τὰ τελευταῖα… 1000 χρόνια(!), εἶναι ὅτι ἀκωλύτως συμψάλλονται οἱ δύο ἀκολουθίες, χωρὶς αὐτὸ νὰ μειώνῃ τὴν δεσποτικὴ ἑορτή, ἐνῷ ἀντιθέτως λαμπρύνει περισσότερο τὴν μνήμη τοῦ τυχόντος ἁγίου.
Οἱ σύντομες αὐτὲς διευκρινίσεις σημειώνονται, ὥστε νὰ μὴ δημιουργῆται σύγχυσι καὶ ἀμφιβολία γιὰ τὸ ποιό εἶναι τὸ ἀκριβὲς καὶ ὀρθὸ τυπικὸ τῆς ᾿Εκκλησίας στοὺς περίπου 10.000 ᾿Ορθοδόξους ῾Ιερεῖς καὶ στοὺς περισσότερους ἀπὸ 30.000 ἱεροψάλτες καὶ βοηθοὺς τῶν ἀναλογίων ἐντὸς ῾Ελλάδος.
Χριστὸς ἀνέστη!
Διονύσιος Μπιλάλης ᾿Ανατολικιώτης
δρ φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν, μουσικολόγος-τυπικολόγος,
πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας, διπλωματοῦχος βυζαντινῆς μουσικῆς,
συντάκτης τοῦ Κανοναρίου τῶν «Διπτύχων» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
διευθυντὴς συντάξεως τῆς ἐπιθεωρήσεως «Συμβολή» (www.symbole.gr),
ἐπιμελητὴς ἐκδόσεων, συγγραφεύς. e-mail: symbole@mail.com
Τρίτη 28 ᾿Απριλίου 2015
Κοινοποίησις·
– Συνοδικὴ ῾Υποεπιτροπὴ ἐπὶ τῆς ἐκδόσεως τῶν Διπτύχων – Κέντρο «῾Ενωμένη ῾Ρωμιοσύνη» (contact@enromiosini.gr)
– ῾Αρμόδιοι φορεῖς περὶ τοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ
– ᾿Εκκλησιαστικὸς καὶ ἡμερήσιος τύπος καὶ ὁμόλογα ἠλεκτρονικὰ μέσα
το είδαμε εδώ

"...ίνα τροφάς αγοράσωσι".

Γιατί ἦταν ἀνάγκη νὰ ἀγοράσουν οἱ μαθητὲς τροφές, 
καὶ δὲν τοὺς ἔτρεφε, ὅπως τοὺς πεντακισχιλίους;

(Ἀπὸ τὴν Ἑρμηνεία στὸ Κατὰ Ἰωάννη τοῦ Ὠριγένους)


Δάκρυα καί Χαρά Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Ὅταν μέ ἀκοῦς νά σοῦ μιλάω γιά δάκρυα, μή φαντάζεσαι ὅτι σέ θέλω γεμᾶτο πίκρες καί φαρμάκια.

        Τά δάκρυα γιά τά ὁποῖα σοῦ μιλάω, δέν φέρνουν πίκρα στήν καρδιά, ἀλλά μιά γλύκα τόσο μεγάλη, πού δέν σοῦ τήν δίνουν οὔτε τά γέλια τά πιό τρανταχτά.

        Δέν μέ πιστεύεις ἐμένα; Ἄκουσε τότε τόν ἅγιο Λουκᾶ. Μᾶς λέγει: Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν πιάσει τούς ἁγίους ἀποστόλους. Καί τούς ἔδωσαν «τό ξύλο τῆς χρονιᾶς τους»! Καί τούς ἔδιωξαν. Καί οἱ ἀπόστολοι ἔφυγαν γεμᾶτοι χαρά! (Πράξ. 5,41).

        Τήν χαρά αὐτή, δέν τούς τήν προκάλεσε τό ξύλο! Αὐτό μόνο πόνο προκαλεῖ. Ὄχι εὐχαρίστηση. Ὄχι χαρά. Αὐτό ὅμως πού δέν τό κάνει τό ξύλο, τό κάνει ἡ πίστη στόν Χριστό. Γιατί ἡ πίστη στό Χριστό εἶναι ἐπάνω ἀπό τήν φύση· ἐπάνω ἀπό ὅλα. 

        Καί γι’ αὐτό τό ξύλο πού ἔφαγαν γιά χάρη Του, ἔγινε μέσα τους αἰτία καύχησης καί πηγή χαρᾶς.

        Δυσκολεύεσθε ἀκόμη νά τό καταλάβετε, ὅτι τά δάκρυα, τό κάθε δάκρυ, πού χύνομε γιά τόν Χριστό εἶναι πηγή χαρᾶς; Νά μή δυσκολεύεσθε!

        Τά δάκρυα πού χύνομε γιά τόν Χριστό, εἶναι μέσα μας πηγή χαρᾶς· βαθειᾶς χαρᾶς.

        Γιατί εἶναι μεγάλος ὁ Χριστός.

        Γιατί ἡ πίστη Του εἶναι μεγάλη.
πηγή

Μένει μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Περὶ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου)



(Περὶ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου)



Ὅταν κάποιος ἐπισκεφθῆ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δῆ τοὺς ταπεινοὺς καλογήρους, μπορεῖ νὰ συλλογισθῆ καὶ νὰ σκεφθῆ ὅτι αὐτοὶ ζοῦν τεμπέλικη ζωὴ καὶ χωρὶς σκοπό. Αὐτὸ φαίνεται ἔτσι, ὅταν κάποιος βλέπει τὰ πράγματα ἐξωτερικά. Γιατί λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὸ φοβερὸ καὶ χωρὶς διακοπὴ πόλεμο ποὺ γίνεται μέσα στὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν.

Αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι σχεδὸν ὑπερφυσικός, ἀόρατος καὶ (διεξάγεται) ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀρχάριους καὶ ἐναντίον τῆς σαρκός, δηλαδὴ κατὰ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας καὶ τῶν παθῶν.

Στὰ γραπτά του ὁ πατὴρ Σιλουανὸς περιγράφει πῶς αὐτὸς ὁ πόλεμος τὸν ἔφερε στὴν ἀπόγνωση καὶ σχεδὸν μέχρι τὴν αὐτοκτονία. Ἡ Παναγία Θεοτόκος φανερώθηκε σ’ αὐτὸν ὅταν περνοῦσε τὸ δυσκολότερο πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν καὶ τὸν ἀπεκάθηρε ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες, τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς λογισμούς. Ὁ Χριστὸς φανερώθηκε σ’ αὐτὸν καὶ τὸν ἐνδυνάμωσε, ὥστε νὰ νικήση καὶ νὰ βασιλεύση ἐπάνω στοὺς γήινους λογισμοὺς καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ἕνα τέταρτο αἰῶνος μὲ δυνατὸ καὶ κοπιαστικὸ πόλεμο, ἔφθασε στὴ νίκη. Ἐνῶ μέχρι τότε ἀναζητοῦσε τὸν Θεό, ἔφθασε στὴν θεογνωσία, καὶ ἀπὸ μαθητής, ἔγινε δάσκαλος.

Ὁ Γέροντας Σιλουανὸς ἦταν καὶ δικός μου δάσκαλος. Μιὰ φορὰ τὸν ρώτησα: «Πάτερ Σιλουανέ, μήπως αὐτὸς ὁ πολὺς κόσμος φέρνει ταραχὴ στὸν νοῦ σας καὶ στὴν προσευχή σας; Δὲν θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ σᾶς νὰ πάτε σ’ ἕνα ἀσκητήριο στὰ Καρούλια καὶ ἐκεῖ νὰ ζῆτε μέσα στὴν εἰρήνη, ὅπως ὁ π. Ἀρτέμιος, ὁ π. Δωρόθεος καὶ ὁ π. Καλλίνικος; Εἴτε νὰ ζῆτε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο σπήλαιο, ὅπως ὁ π. Γοργόνιος;». «Ἐγὼ ζῶ στὸ σπήλαιο», μοῦ ἀπάντησε ὁ π. Σιλουανός. «Τὸ σῶμα μου εἶναι τὸ σπήλαιο τῆς ψυχῆς μου. Καὶ ἡ ψυχή μου εἶναι σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν διακονῶ, χωρὶς νὰ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπήλαιό μου».

Παρὰ τὴ προθυμία του νὰ διακονῆ τὸν κάθε ἕνα καὶ τὴν θαυμαστὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν πρόθυμη φιλοστοργία του, μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεὸ μὲ ἐξαίρετο ἐνθουσιασμὸ καὶ μὲ τὴν παρρησία ποὺ θὰ μιλοῦσε κάποιος γιὰ ἕνα φίλο του: «Ἐγὼ γνωρίζω τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι φιλόστοργος, ἀγαθός, ταχὺς εἰς βοήθειαν». Ὅταν τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Γέροντας, κάποιος μοναχός, ὁ π. Θεοφάνης, τὰ ἄκουγε μὲ φόβο καὶ σκεπτόταν ὅτι ὁ Σιλουανὸς εἶχε χάσει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα ὅμως, ὅταν διάβασε τὰ συγγράμματα τοῦ π. Σιλουανοῦ, ὁ π. Θεοφάνης ἄλλαξε γνώμη καὶ εἶπε: «Ὁ π. Σιλουανὸς προχώρησε καὶ ἔφθασε στὰ μέτρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐγὼ νομίζω ὅτι τὰ κείμενα τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ πάρουν θέση ἀνάμεσα στὰ βιβλία τῆς ψυχολογίας. Ἂν καὶ γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, τουλάχιστον γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι (ὁ συγγραφέας τους) ἦταν ἕνας πνευματικὸς πολεμιστὴς τοῦ 20ου αἰῶνος καὶ γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν ὅσα ἐδίδαξαν καὶ ἔγραψαν δοξασμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπάρχει καὶ κάτι καινούριο ἀνάμεσα στὶς διδαχὲς τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ: «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Ἐκφράζει (μὲ τὸ λόγο αὐτὸ) μία παρότρυνση καὶ ὑπόμνηση κατὰ τῆς μελαγχολίας καὶ τῆς ἀκηδίας. Ἐγὼ προσωπικὰ ποτὲ δὲν ἄκουσα τέτοια λόγια.

Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ ἄλλη ἔκφρασις: «Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση (γνωσιολογία)». Αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ καὶ θεμελιώδης διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.

Μὲ τὴν ἀγάπη του, ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ τὴν μετὰ δακρύων προσευχή του, συγχωροῦσε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἁμαρτωλῶν, στήριζε τοὺς ἀδυνάτους, διόρθωνε αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν πονηρὰ ἔργα, θεράπευε τοὺς ἀρρώστους, εἰρήνευε τοὺς ἀνέμους. Στὸ μοναστήρι ἔκανε κοπιαστικὴ ἐργασία. Εἶχε τὴν ἀποθήκη μὲ τὰ βαριὰ ἀντικείμενα.

Κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ταραχή, λόγω τῆς τυραννίας τῶν μπολσεβίκων στὴν ρωσικὴ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τότε αὐτὸς ἀπήντησε: «Καὶ ἐγὼ στὴν ἀρχὴ εἶχα ταραχὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Μετὰ ὅμως ἀπὸ πολλὴ προσευχή μου ἦρθαν οἱ ἑξῆς λογισμοί: " Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ἀνέκφραστα ὅλους". Ἐκεῖνος γνωρίζει τὰ σχέδια ὅλων καὶ τὸν καιρὸ τοῦ καθενός. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τὸν διωγμὸ στὸ Ρωσικὸ λαὸ γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλό. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω οὔτε νὰ τὸ σταματήσω. Αὐτὰ λέω στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ταραχή: " Ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε τὴν Ρωσία μόνο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Μοῦ μένει μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη. Ὁ θυμὸς καὶ οἱ κραυγὲς ἐναντίον τῶν ἄθεων δὲν διορθώνουν τὰ πράγματα"».

Το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...