Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 12, 2015

Για την Διαρκή Ι.Σύνοδο που "δικάζει" τὸν π. Ν. Μανώλη: Η Μητρόπολη Θεσ/νίκης τιμωρεί τον π. Νικόλαο και αγκαλιάζει το Ρόταρυ;


 

ΑΙΣΧΟΣ:

εκδήλωση των Ρόταρυ στο ξενοδοχείο της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, με την ευλογία του μητροπολίτη Άνθιμου;

Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης παρέλαβε φιλανθρωπική βοήθεια από το Ρόταρυ;

Όπως υποσχεθήκαμε, μετά την ανάρτηση μας:

προχωράμε στην σημερινή μας αποκάλυψη :

Επισκεπτόμαστε την επίσημη ιστοσελίδα του Ρόταρυ. Διαβάζουμε την πρόσκληση :




"Ο Ροταριανός Όμιλος Θεσσαλονίκης Ανατόλια με τα Ροταράκτ του και ο Ροταριανός Όμιλος Δυτικής Θεσσαλονίκης, με την ευγενική υποστήριξη του Τάγματος των Ιπποτών του Ναού της Ιερουσαλήμ, και του 1ου Σοροπτιμιστικού Ομίλου Θεσσαλονίκης και άλλων οργανώσεων της Θεσσαλονίκης, σας καλούν στην εκδήλωση:
« Θεσσαλονίκη & φιλότιμο »
η οποία θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015 και ώρα 12:00, στην αίθουσα συνεδρίων του Ξενοδοχείου ΔΙΑΚΟΝΙΑ, Νικολάου Πλαστήρα 65, Πυλαία, Θεσσαλονίκη, το οποίο αποτελεί πραγματικό στολίδι για την πόλη μας.
Στην εκδήλωση θα παραστεί και θα ευλογήσει ο Παναγιότατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, κος Άνθιμος και θα παραδοθούν σε διάφορα ιδρύματα της πόλης μας (ΦΑΡΟΣ του πατρός Αθηναγόρα, Σύλλογος Πολυτέκνων κ.α.), ρουχισμός, παπούτσια, παιχνίδια, κουβέρτες και είδη οικιακού εξοπλισμού.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η Μητέρα Εκκλησία ανοίγει για πολλοστή φορά την αγκαλιά της σε όλους και όλες μας, (...)"


Ποιο να είναι άραγε αυτό  Ξενοδοχείο "ΔΙΑΚΟΝΙΑ", στην "Νικολάου Πλαστήρα 65, στην Πυλαία Θεσσαλονίκης";
Για να δούμε τι άλλο βρίσκεται εκεί.
Στην επίσημη ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης διαβάζουμε:
"Άγιοι Πάντες οι εν Θεσσαλονίκη,  Δείτε τον χάρτη,  Ν.Πλαστήρα 65 Θεσσαλονίκη,  2310 306 886, 
Λιβανίδης Βασίλειος (Πρωτοπρεσβύτερος), Υπεύθυνος Παρεκκλησίου, Κόνιας Μιχαήλ (Οικονόμος)"




Για να δούμε και στον χάρτη :
Εκκλησία των "Αγίων Πάντων της Θεσσαλονίκης"! Μέσα σε ξενοδοχείο;
Και με 2 εφημερίους!!! Παράξενα πράγματα.. Τι είδους ξενοδοχείο να είναι αυτό μεεκκλησία και με 2 εφημερίους;
Οι Θεσσαλονικείς γνωρίζουν πολύ καλά ότι κάπου στην Πυλαία βρίσκεται και ηΑνωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Για να μπούμε στην επίσημηιστοσελίδα της:
Κι αυτή βρίσκεται στην "Νικολάου Πλαστήρα 65"!!! Δείτε:
Ξενοδοχείο, με ναό, και με Εκκλησιαστική Ακαδημία!! 
Με μία ακόμη αναζήτηση διαπιστώνουμε ότι στο ίδιο συγκρότημα, βρίσκεται και το ΚΕΚ της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης!!!
Ας επισκεφθούμε τώρα την ιστοσελίδα 902.gr για να διαβάσουμε την ερώτηση που υπέβαλαν 2 βουλευτές του ΚΚΕ και αφορά το ξενοδοχείο "ΔΙΑΚΟΝΙΑ":

"Η Ερώτησή μας μετά τις νέες εξελίξεις είναι η παρακάτω:
Τρομοκρατία και απειλές δέχονται από την εργοδοσία οι εργαζόμενοι του ξενοδοχείου "Διακονία"ιδιοκτησίας της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, "
Ας δούμε και το πανό:
Στο πανό γράφει: "Απαιτούμε τα δεδουλευμένα από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης"!!!

Ώστε αυτό το ξενοδοχείο, αυτό το  "στολίδι για την πόλη μας" όπως το αποκαλούν οι Ροταριανοί, ανήκει στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης!!!

Ας δούμε την είδηση και σε ειδησιογραφική ιστοσελίδα της Θεσσαλονίκης:
"Διαμαρτυρία έξω από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης για απολύσεις στο ξενοδοχείο "Διακονία""
"Διαμαρτυρία έξω από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης για απολύσεις στο ξενοδοχείο "Διακονία"
Να λοιπόν που ανήκει το ξενοδοχείο "ΔΙΑΚΟΝΙΑ", Νικολάου Πλαστήρα 65, Πυλαία Θεσσαλονίκηςστο οποίο έκαναν την εκδήλωσή τους οι Ροταριανοί!
(ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ: επειδή δεν θέλουμε να βάζουμε σε κόπο τους "Παρ' Αρείω Πάγω" δικηγόρους του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, να μας στέλνουν και εμάς email σε μορφή εξώδικου και να μας απειλούν  με "τα προβλεπόμενα από το νόμο μέτρα" εντός 48 ωρών, όπως έκαναν  πρόσφατα σε 2 ορθόδοξα ιστολόγια (δείτε εδώ), διευκρινίζουμε ότι το ξενοδοχείο ΔΙΑΚΟΝΙΑ ανήκει σε ίδρυμα της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης)


Και αφού οριστικοποιήσαμε για το που ανήκει το ξενοδοχείο,
ας εστιάσουμε και στην ίδια την πρόσκληση των Ροταριανών (και των Ροταράκτ, των Ναϊτών Ιπποτών, των Σοροπτιμιστών κλπ)
"Στην εκδήλωση θα παραστεί και θα ευλογήσει ο Παναγιότατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, κος Άνθιμος και θα παραδοθούν σε διάφορα ιδρύματα της πόλης μας (ΦΑΡΟΣ του πατρός Αθηναγόρα, Σύλλογος Πολυτέκνων κ.α.), (...).
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η Μητέρα Εκκλησία ανοίγει για πολλοστή φορά την αγκαλιά της σε όλους και όλες μας, (...)"
Αναγγέλλουν ότι θα παραστεί και θα ευλογήσει ο μητροπολίτης Άνθιμος !
Και επισημαίνουν ότι "η μητέρα εκκλησία" (;) "ανοίγει για πολλοστή φορά την αγκαλιά της σε όλους και όλες μας"!


Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιές ήταν ΟΛΕΣ οι άλλες φορές που "η μητέρα εκκλησία" "άνοιξε την αγκαλιά της" στους Ροταριανούς.
Γνωρίζουμε όμως ότι στις 13/2/2012, οι Ροταριανοί  ευχαριστούσαν τον πατήρ Γεώργιο Θεοδωρή, -ιερέα της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης- που παραβρέθηκε στην εκδήλωσή τους, ως εκπρόσωπος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.Άνθιμου. (δείτε εδώ).



Θα αναρωτιέστε και ποιος είναι αυτός ο "π.Αθηναγόρας" και ποιος ο "Φάρος" που αναφέρουν οι Ροταριανοί.
Πρόκειται για ίδρυμα της
Μητρόπολης Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως (νομού Θεσσαλονίκης). Βλέπετε προσβάσεις οι Ροταριανοί;;

Δείτε την επίσημη ιστοσελίδα του "Φάρου":

Δείτε και τον ιερέα (αρχιμανδρίτης, αν κρίνουμε από την αλλαγή του ονόματός του), με  τζόκεϊ καπέλο και με γαλάζιο ράσο :
ο π.Αθηναγόρας Λουκατάρης, υπεύθυνος του Φάρου του Κόσμου, η φωτογραφία από το δημόσιο προφίλ τους στο facebook, εδώ
Ας δούμε και μερικές ακόμη φωτογραφίες του π.Αθηναγόρα:
Και  αυτή η φωτογραφία, με το ωραίο τζόκεϊ,  από το δημόσιο προφίλ στο facebook, εδώ
Και πάλι με το γαλάζιο του ράσο, η φωτογραφία από εδώ
και η έκπληξη!! εδώ με καφέ ράσο!! Η φωτογραφία από εδώ
και με ωραίο καπέλο!! Τζέντλεμαν! Πως να μην το τιμούν μετά οι Ροταριανοί, η φωτογραφία από εδώ
επί τέλους,  μια φωτογραφία του π.Αθηναγόρα με μαύρο ράσο! Δεν κάναμε φωτομοντάζ, η φωτογραφία από εδώ


Μήπως στα χνάρια του συνονόματου του, Οικουμενιστή Πατριάρχη Αθηναγόρα ; Δείτε τι έστελνε στους Ροταριανούς :

από το ροταριανό περιοδικό "Rotary Ελλάδος" (αρ. 4-5, Ιαν.-Ιουλ. 1951). Τις 2 φωτοτυπίες είδαμε εδώ



Επιστρέφοντας στο κυρίως θέμα μας, ας δούμε πως πρόβαλαν την εκδήλωση τους οι Ροταριανοί μετά την πραγματοποίησή της (επίσημη σελίδα τους στο facebook):

"Η εκδήλωση ξεκίνησε με την προσευχή από τον πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη και Διευθυντή του Κέντρου, π. Αλέξανδρο, ακολούθησε(...) 
Ο π. Αλέξανδρος παρουσίασε με σύντομη ομιλία του το μεγάλο φιλανθρωπικό έργο της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης και αμέσως μετά έγινε η παραλαβή του ρουχισμού,των παπουτσιών, των παιχνιδιών και ειδών οικιακού εξοπλισμού,"
Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης λοιπόν τίμησε δεόντως με την παρουσία της την εκδήλωση των Ροταριανών και παρέλαβε τον ρουχισμό, τα παπούτσια, τα παιχνίδια κλπ.


Και για να μην έχετε ΚΑΜΙΑ αμφιβολία, δείτε και τις φωτογραφίες (και πάλι από το facebook των Ροταριανών):
Προσέξτε το σήμα των Ρόταρυ, στο κέντρο (χαμηλά) 
ο π.Αλέξανδρος, μιλάει για το έργο της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, στην εκδήλωση των Ρόταρυ

Ας δούμε και ποιός είναι ο π.Αλέξανδρος. Διαβάζουμε :

"Ο Αλέξανδρος Σαλμάς ... "(Αλέξανδρος σκέτο, ούτε πάτερ Αλέξανδρος ούτε τίποτε, βρε παράξενες συνήθειες αυτοί οι αρχιμανδρίτες..)
"Σήμερα, διατελεί, Γενικός Διευθυντής του Εκπαιδευτικού και Πολιτιστικού Ιδρύματος “ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ” της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης,Διευθυντής του ξενοδοχείου “ΔΙΑΚΟΝΙΑ” και Διευθυντής Έκδοσης του επίσημου περιοδικού οργάνου της Ιερά Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης “ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ”
."

Και όπως βλέπετε στην φωτογραφία, η ίδια διεύθυνση, Ν.Πλαστήρα 65, συσχετισμένη με ένα ακόμη ίδρυμα της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης (Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Ίδρυμα Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς").
Και επειδή όπως είπαμε δεν θέλουμε να έχετε ΚΑΜΙΑ αμφιβολία, δείτε την ανακοίνωση των Ρόταρυ και στην επίσημη ιστοσελίδα τους, εδώ:


Μετά από όλα αυτά, καταλαβαίνετε με ποιους έρχονται αντιμέτωποι όσοι ευλαβείς ιερείς τολμούν να μιλήσουν για τον Οικουμενισμό. Αληθινή Λερναία Ύδρα..

Άγιος Γερμανός πατριάρχης Κων/λεως(+12 Μαίου) και η εικόνα της Παναγίας της Λήδδας



Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 640 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ τὸν Πωγωνάτο (668 – 685 μ.Χ.), ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἐνεχόταν στὴν δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β’. 
Τὸν Γερμανό, ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθὺς γνώστης αὐτῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἀρετή του. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τὸ 709  ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.
Ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Ὅταν καθαιρέθηκε ὁ Πατριάρχης Κύρος καὶ πέθανε ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἰωάννης ΣΤ’, ἐξελέγη στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 715, μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις στὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καὶ νουθετώντας αὐτὸ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.
Ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717 – 741), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀπὸ αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ σκοπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ τὸν μὲν Λέοντα ἔλεγξε γιὰ τὶς ἀνίερες πράξεις του, τὸν δὲ λαὸ παρότρυνε σὲ ἀντίσταση κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὅτι τίποτα δὲν κατόρθωνε, διὰ πραξικοπήματος ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο νὰ παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730,ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παλατιοῦ, ἀποσύρθηκε στὴν πατρική του οἰκία στὸ Πλατάνι, ὅπου ἔζησε ἀσκητεύοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε, μετὰ σύντομη ἀσθένεια, τὸ 740 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Χώρας.

Ἐνῷ ἀρχικὰ καθαιρέθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ τὴ ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας τὸ 754 στὴν συνέχεια δικαιώθηκε καὶ ἐξυμνήθηκε ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787,ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀναστήλωσε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ 718  διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ βαρβαρικὴ ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τὰ περισσότερα ἔργα του κατακάηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Λέοντος. Περισώθηκαν δὲ ἀπὸ μὲν τοὺς ὕμνους, 104 Στιχηρὰ καὶ 22 Κανόνες, ἀπὸ δὲ τὰ συγγράμματά του τὰ ἑξῆς: α)«Περὶ αἱρέσεων καὶ Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαὶ ἐπιστολαὶ ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων» (πρὸς Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρὸς Κωνσταντίνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καὶ πρὸς Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτὼ λόγοι» (δύο στὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δύο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἕνας στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου), δ) «Ὁμιλία» (στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Διαβάστε και:Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Λήδδας ή Ρωμαίας και ο Άγιος Γερμανός πατριάρχης Κων/λεως

Με σεμνές έννοιες κατορθώνεται η αγάπη προς το Θεό


Με σεμνές έννοιες κατορθώνεται η αγάπη προς το Θεό
Αν παρακολουθείς τον εαυτό σου και τον δοκιμάζεις, θα δεις ότι οι άρχοντες και τα αφεντικά έχουν εξουσία μόνο του σώματος, όχι και της ψυχής.
Και να το θυμάσαι αυτό πάντοτε. Γι' αυτό, αν διατάζουν φόνους ή τίποτε άτοπα ή άδικα και ψυχοβλαβή, δεν πρέπει να υπακούμε σ' αυτούς και αν μας βασανίζουν ακόμα. Γιατί ο Θεός δημιούργησε την ψυχή ελεύθερη και αυτεξούσια σε όλα όσα κάνει, καλά η κακά.
Η λογική ψυχή φροντίζει με κάθε τρόπο να ξεφύγει από όσα δεν οδηγούν πουθενά, την οίηση, την υπερηφάνεια, την απάτη, το φθόνο, την αρπαγή και τα παρόμοια, όσα δηλαδή είναι έργα δαιμονικά και κακής προαιρέσεως. Όλα κατορθώνονται με επιμέλεια και επίμονη προσοχή και μελέτη από εκείνον τον άνθρωπο, του οποίου η επιθυμία δεν τρέχει στις κακές ηδονές.
Εκείνοι πού ζουν μετρημένη και περιορισμένη ζωή, και από κινδύνους γλιτώνουν, και δεν έχουν ανάγκη από φύλακες. Με το να νικούν την επιθυμία σε όλες τις περιπτώσεις, βρίσκουν το δρόμο προς το Θεό εύκολα. Οι άνθρωποι πού τούς οδηγεί το λογικό, δεν χρειάζεται να μοιράζουν την προσοχή τους σε πολλές συντροφιές, αλλά μόνο στις ωφέλιμες και μάλιστα σ' εκείνες όπου πρυτανεύει το θέλημα του Θεού. Με τον τρόπο αυτό οι άνθρωποι προχωρούν πάλι στην κατά Θεό ζωή και το αιώνιο φως.
Πρέπει εκείνοι πού επιδιώκουν την ενάρετη και θεοφιλή ζωή, να είναι απαλλαγμένοι από οίηση και κάθε κούφια ματαιοδοξία και να φροντίζουν με όλη τη δύναμη τους να διορθώνουν τη ζωή τους και την εσωτερική τους διάθεση προς το καλύτερο. Επειδή νους πού αγαπά το Θεό και δεν μεταβάλλεται από την καλή κατάστασή του, είναι ανύψωση και δρόμος προς το Θεό.
Άγιος Αντώνιος
Ποιό είναι το ζητούμενο
Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού· αλλά μάλλον καθώς διδάχθηκες λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά Σου εν εμοί». Και σε κάθε πράγμα έτσι να ζητάς από Αυτόν, να γίνει το θέλημά Σου, γιατί ο Θεός θέλει το αγαθό και συμφέρον της ψυχής σου. Ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητείς πάντοτε το συμφέρον σου. Πολλές φορές ζήτησα με την προσευχή από το Θεό, να μου γίνει κάτι πού το νόμιζα καλό, και επέμενα παράλογα να το ζητώ βιάζοντας το θέλημα του Θεού, και δεν Σον άφηνα να οικονομήσει Εκείνος ότι γνωρίζει ως συμφέρον δικό μου. Και λοιπόν αφού έλαβα ότι ζήτησα, στενοχωρήθηκα ύστερα πολύ πού δεν είχα ζητήσει μάλλον να γίνει το θέλημα του Θεού. Γιατί δεν μου ήρθε το πράγμα έτσι όπως το νόμιζα.
Άγιος Νείλος ο Ασκητής
Η φροντίδα του νου
Με μεγάλο αγώνα και κόπο του νου, με σεμνές έννοιες και με συνεχή φροντίδα όλων των καλών κατορθώνεται η αγάπη προς το Θεό, όπως προείπαμε. Και αυτό γιατί ο εχθρός εμποδίζει το νου και δεν τον αφήνει να προσηλώνεται στον θειο έρωτα με τη μνήμη των καλών, αλλά του ερεθίζει την αίσθηση προς τις γήινες επιθυμίες. Γιατί ο θάνατος του εχθρού και η αγχόνη του, μπορούμε να πούμε, είναι όταν ο νους χωρίς περισπασμό ενδιατρίβει στην αγάπη και στη μνήμη του Θεού. Από αυτό μπορεί να γεννηθεί και η ειλικρινής αγάπη του πλησίον· επίσης και η αληθινή απλότητα, η πραότητα, η ταπείνωση, η ακεραιότητα, η αγαθότητα και η προσευχή, και γενικά όλο το πανέμορφο στεφάνι των αρετών, από τη μία και μόνη και πρώτη εντολή, την αγάπη προς το Θεό, αντλεί την τελειότητα. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από μεγάλο αγώνα και πόνο κρυφό και εσωτερικό, από έρευνα των λογισμών και γύμναση των εξασθενημένων αισθητηρίων της ψυχής για να διακρίνουν το καλό και το κακό, και από ενδυνάμωση και αναζωπύρωση των καταπονημένων μελών της ψυχής με την επιμελή ύψωση του νου προς το Θεό. Γιατί όταν ο νους μας συνεχώς προσκολλάται με τέτοιο τρόπο στο Θεό, θα γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, σύμφωνα με το ρητό του Παύλου.
Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος


Νέα αναστάτωση με το πρωτείο στην Ορθοδοξία μετά από δηλώσεις του Μητρ. Ανδριανουπόλεως που ζητάει...υπέρβαση!

Νέα αναστάτωση με το πρωτείο στην Ορθοδοξία μετά από δηλώσεις του Μητρ. Ανδριανουπόλεως που ζητάει...υπέρβαση!
Μπορεί να μην εξελέγη Μητροπολίτης Ιωαννίνων προ μηνών παρόλο που ήταν ο εκλεκτός του Φαναρίου, αλλά μετά από λίγο εξελέγη Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Έγινε και το μάτι του Φαναρίου στην Αθήνα όταν αντικατέστησε τον παραιτηθέντα Μητροπολίτη Περγάμου στη θέση του Διευθυντού του εν Αθήναις Γραφείου Εκπροσωπήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου.Ο λόγος για τον Αμφιλόχιο Στεργίου, ο οποίος χθες Κυριακή της Σαμαρείτιδος μίλησε για το πρωτείο στην Ορθοδοξία. Χαρακτηρισε μάλιστα χρέος των ορθοδόξων την υπέρβαση "των τοπικιστικών και εθνοτικών κριτηρίων"... Παρομοίασε μάλιστα με τη νΣαμαρείτιδα λέγοντας πως εκείνη "έχει ήδη κάμει την μεγάλην υπέρβασιν, έχει υπερβή περιορισμούς εθνικούς και θρησκευτικούς",,
Συγκεκριμένα ανέφερε μεταξύ άλλων: 
"επειδή η πίστις των ορθοδόξων δεν αποτελεί θεώρημα και ιδέαν, αλλ’ ανιστορείται έργω και λόγω, η Μήτηρ Εκκλησία, επιπεφορτισμένη πρωτευθύνως την ευχαριστιακήν εν Χριστώ συνοχήν των ανά την οικουμένην τοπικών καθ’έκαστα Εκκλησιών και τετιμημένη μετά προνομίων θυσίας και σταυροσχήμου μαρτυρίου, ασκεί μεθ’ ιερότητος και ευαγγελικής λεπτομερείας τα από των ιερών κανόνων και των θεσπισμάτων των αγίων και Οικουμενικών Συνόδων – ως ταύτα μακραιώνως, αυθεντικώς και αγίως ηρμηνεύθησαν – τα πρωτεία της διακονίας, πρωτεία ουχί ασφαλώς, ως λέγεται συνήθως, τιμητικά, αλλά ουσιαστικά.
Γράφει περί του προκειμένου ο αοίδιμος Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος ο Βαλληνδράς: «…το προβάδισμα αυτό της τιμής περιεβλήθη εν συνεχεία με την σημασίαν του κέντρου ενότητος και συμφωνίας (consensus) και συντονισμού και συμπράξεως όλων των ανά την οικουμένην τμημάτων της Ορθοδοξίας∙ (εξ ου και οι τίτλοι «Οικουμενικός Πατριάρχης» και «Οικουμενικόν Πατριαρχείον»∙ τίτλοι πάντως ουχί ψιλοί και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου)». Καί συνεχίζει ο μακαριστός Ιεράρχης: «…αυτά ταύτα τα πρεσβεία τιμής δεν μένουν ξηρόν γράμμα, αλλά προσδίδουν εν τη πράξει (de facto) –και είναι τούτο αναπόφευκτον όσον και απαραίτητον- ουσιαστικόν νόημα και κύρος εις την αρχηγικήν υπόστασιν του Οικουμενικού Πατριάρχου και Πατριαρχείου»[8]. Καί η αρχηγική αυτή υπόστασις της Κωνσταντινουπόλεως είναι ξένη και διάφορος προς την έννοιαν της επιβολής, του ματαιόφρονος ζήλου, της αποξενώσεως, της αποφυγής του μόχθου, της απολαύσεως και εν τέλει της κοσμικής θεωρήσεως των πρωτείων και της αρχηγεσίας. Το πρωτείον της Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων είναι η ανάδειξις και η επαναφορά της Σταυροαναστασίμου πνοής της Εκκλησίας πάντοτε και παντού. Η μακρά, επίπονος, κεχαριτωμένη και πολύμορφος εμπειρία των Αγίων Επισκόπων της Βασιλίδος αναδεικνύει το μυστήριον της Καθολικότητος της Εκκλησίας. Μυστήριον συνηρμοσμένον αδιαστάτως μετά της Μεγάλης Εκκλησίας και ταυτόσημον του είναι της. Αυτήν την καθολικότητα, ορθοδόξω λόγω και τρόπω,δεν την συνεδύασε μετ’ αριθμητικής προοπτικής, διά τούτο η Οικουμενική της διάστασις ουδέποτε διεσαλεύθη ούτε και κατά τους δυσχειμέρους χρόνους αυτής. Εξ άλλου, οι σήμερον τιμώμενοι άγιοι διά του βίου και της πολιτείας των απομακρύνουν κάθε σκέψιν κοσμικής θεωρήσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων και επιβεβαιώνουν ότι η δύναμις του Χριστού τελειούται εν τη ασθενεία, καθώς εις το μικρόν κατ’ αριθμόν ποίμνιον εμφυτεύεται και διασώζεται η γνησιότης της Εκκλησίας. Η πολύμοχθος μεν, αλλά πνευματέμφορος συγκρότησις και πορεία της Μεγάλης Εκκλησίας, άνευ της πολιτειακής επιστηρίξεως, επιβεβαιοί την αυθεντικότητά της. Μόνος ασφαλής προήγορος και εγγυητής της ευθυδρομίας της, η Αγιότης της Εκκλησίας, την οποίαν επιχορηγεί και ανανεοί η επιπαφλάζουσα εις αυτήν χάρις του Αγίου Πνεύματος.
Η συνήθης μομφή κατά της Μεγάλης Εκκλησίας ότι απήντλησε την υπεραρχικήν της αξίαν εκ της συναρμογής της και μόνον μετά της Ρωμαικής πολιτείας, αποτελεί μύθευμα και φαντασίαν. Κάθε τι ιδικόν της εδράζεται εις την πίστιν και εξαντλείται εις την Εκκλησίαν. Αυτήν την έννοιαν και αυτήν την σημασίαν έχει η από κοινού μνήμη των Αγίων Επισκόπων της Βασιλίδος σήμερον. Είναι τόσον κήρυγμα προς τους μακράν, όσον και αναβαπτισμός των εγγύς διακόνων της Μητρός Εκκλησίας προς ο,τι άγιον και σωτήριον αύτη ευαγγελίζεται. Είναι η εμφάνειά της εις τον σύγχρονον κόσμον. Η αγία από ετών συνήθεια του ενταύθα προσκυνήματος των οφφικιάλων, δίδει την ευκαιρίαν διά συναίσθησιν της διακονικής ευθύνης ενός εκάστου ημών – από του Πρώτου, του Πατριάρχου, έως του εσχάτου – των μετά αφοσιώσεως υπηρετούντων, κατά κλήσιν Θεού, την υπόθεσιν της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, διά έτι και πλέον και πέραν των μικρών ημετέρων ορίων και δυνατοτήτων παράδοσιν εις το άγιον θέλημα του Θεού. Σήμερον, πέραν των άλλων, καθίσταται επιτακτικόν και επάναγκες χρέος των ορθοδόξων η υπέρβασις των τοπικιστικών και εθνοτικών κριτηρίων, τα οποία ατυχώς απετέλεσαν πολλάκις εν τοις πράγμασι την βάσιν διά την κατίσχυσιν καταστάσεων και πραγμάτων,κυρωθέντων εκ μακροθυμίας και θυσιαστικής εξαντλήσεως της Μητρός Εκκλησίας, χάριν της ειρήνης και της εν Θεώ ενότητος.
Έχει αναδειχθή εκ της μελέτης του παρελθόντος ότι η επικέντρωσις του ενδιαφέροντος του εκκλησιαστικού σώματος εις δευτερευούσας πτυχάς της ζωής του και η παραθεώρησις της εκκλησιολογίας, η οποία εδράζεται εις την αληθή και ορθόδοξον πίστιν, ουδόλως ωφέλησεν αυτό, αλλ’ αντιθέτως επεσκίασεν άνευ λόγου την ομοθυμαδόν και επί το αυτό πορείαν των τοπικών Εκκλησιών, προς την αληθινήν και μόνην Οδόν, τον Ιησούν Χριστόν. Ήλθεν η ώρα διά την αναστολήν και διόρθωσιν των εσφαλμένων και την ανάδειξιν των ορθών και παραδεδομένων"

Ἡ πίστη σήμερα



Ὁ Σέργιος Ἀβερίντσεφ ἦταν ρῶσσος θεολόγος, ποιητής καί φιλόσοφος, εἰδικευμένος στήν ἀρχαία καί μεσαιωνική λογοτεχνία, καί μέλος τῆς Ρωσσικῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν. Ἀπέθανε τό ἔτος 2004 σέ ἡλικία 66 χρόνων. Τό παρόν κείμενο ἀποτέλει ἕνα ἀπάνθισμα ὁμιλίας του στήν Λυών τῆς Γαλλίας, τόν Αὔγουστο τοῦ 1994, λίγο μετά τήν κατάρρευσι τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Ρωσσία, τό ὁποῖον ἐδημοσιεύθη στό γαλλικό περιοδικό ΣΟΠ, τ. 192, Νοέμ. 1994.




Ἄς ὁμολογήσωμε τήν ἀδυναμία μας: δέν εἴμεθα μήτε τόσο ἄξιοι, μήτε τόσο σοφοί, ὅσο οἱ πρόγονοί μας, κατά τήν χριστιανική πίστι. Μᾶλλον εἴμεθα, φανερά, πιό ἀδύναμοι καί λιγώτερο ἱκανοί στήν αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μία πειθαρχία σώματος, νοῦ καί φαντασίας. Ἡ παιδεία μας, πνευματική, ἐκκλησιαστική ἤ θρησκευτική ἔχει κατά πολύ πτωχεύσει: σχεδόν εἴμεθα ἀκαλλιέργητοι βάρβαροι. Παρά ταῦτα, κυριευόμεθα ἀπό θαυμασμό ἔναντι κάποιας μεγαλοφυοῦς δημιουργίας τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἤ ἔναντι τῆς σοφίας καί ὀρθότητος τῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ τῆς λαμπρότητος μιᾶς βυζαντινῆς καί μιᾶς παλαιορωσικῆς εἰκόνος• διότι ἀνακαλύπτομε ἐκεῖ ἕναν χαμένο πλοῦτο, ξυπνᾶ μέσα μας ἡ νοσταλγία μιᾶς λαμπρῆς χριστιανοσύνης.

Ὅμως, ἡ τραγικότης τῆς ἐποχῆς μας συμβαδίζει καί μέ μία μεγάλη τιμή: τήν δυνατότητα τῶν χριστιανῶν νά βιώσουν καί νά ὁμολογήσουν τήν πίστι τους, μετά τήν «ἐποχή τῆς πίστεως», μετά τήν ἀναγγελία, ἀπό τήν ἀσθμαίνουσα φωνή τοῦ Νίτσε, τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἔγινε τό πλέον κοινότυπο ἀξίωμα τῆς νεωτερικότητος, ἐπιβαλλόμενο σχεδόν σέ μία ὁρισμένη “θεολογία”, τήν ψευδο-“θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ”. Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό μετά ἀπό ἕναν αἰώνα ποὺ ἔκανε καί εἶπε, κατά τῆς πίστεως, περισσότερα ἀπ' ὅσα ὅλες οἱ ἄλλες συνολικά ἱστορικές περίοδοι. Τό ἔτος γεννήσεώς μου, λ.χ., ἦταν ἡ χρονιά ποὺ ἔπρεπε νά περατωθῆ στήν χώρα μου ἕνα “πενταετές σχέδιο ἀπαλλαγῆς ἀπό τόν Θεό”, τό ὁποῖο διεκήρυσσε τήν ὁλοκληρωτική κατάργησι ὅλων τῶν θρησκειῶν ὑπό τό κομμουνιστικό καθεστώς. Καί ὅμως, ἀκόμη σήμερα δοξολογοῦμε τόν Θεό...

Ὄφείλομε, μάλιστα, νά δοξάζωμε περισσότερο τόν Θεό, διότι μᾶς ἔκανε μάρτυρες ἑνός μεγάλου θαύματος, συγκρισίμου μέ ἐκείνου τῆς φλεγομένης βάτου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: τό θαῦμα τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ. “Εὐλογητός ὁ Θεός”, διότι ὁ χριστιανισμός δέν “ἐπιβιώνει”, δέν “ψευτο-ζῆ”, ἀλλά ζῆ, ἤ πεθαίνει μέ ἕναν θάνατο τρομερά ἀληθινό καί ἀναγεννᾶται, ἐπανέρχεται στήν ζωή, ὄχι σάν μία ἀρχαία σβησμένη πίστι, ἀλλ' ὡς μία καλή ἀγγελία, ὡς τό “Εὐαγγέλιο”. Ἀνασταίνεται ὁ χριστιανισμός, διαφυλάσσοντας συγχρόνως τήν ταυτότητά του, τήν πληρότητά του, οἱ ὁποῖες πηγάζουν ἀπό τόν ἴδιον τόν Ἰησοῦ. Καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας” (Ἑβρ. ιγ΄, 8). Ἀλλά πάλι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγει: “Ἰδού καινά ποιῶ πάντα” (Ἀποκ. κα΄,5).




Ἕνας κόσμος δίχως τήν θεία σφραγίδα.


Ὁ ρῶσσος μυστικός ποιητής Βιάτσεσλαβ Ἰβανώφ, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1930, στοχαζόμενος περί τοῦ σοβιετικοῦ ἀθεϊσμοῦ, ποὺ, κατ' αὐτόν, ἦταν μία “ἀπόλυτη ἱεροσυλία”, ἕνας “ἐξωφρενικός πόλεμος κατά τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ”, ἐνῶ συγχρόνως διέκρινε μία γενικότερη τάσι, ἴδια σ' ὅλον τόν κόσμο, ἔγραφε: “Θά ἐπιθυμούσαμε νά μήν ὑπῆρχαν πλούσιοι ἄνθρωποι. Δέν θά ὑπάρχη πλέον πλοῦτος. Καταργεῖται ἀφ' ἑαυτοῦ, χάνει ἤδη τήν λαμπρότητά του, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι εἰκόνα τῆς διαφοροποιήσεως• λοιπόν, ἡ διαφοροποίησις παύει. Τό πολύχρωμο πέπλο, ποὺ ἔδιδε στόν διεσπασμένο κόσμο μιά προσποιητή, περίπλοκη ἑνότητα, σχίζεται. Δέν θά ὑπάρξη πλέον παρά ἕνας γυμνός δυϊσμός. Ὅλα περιορίζονται σέ μία τραγική δυάδα... Τελειωμένες, λοιπόν, οἱ οὐδέτερες στάσεις, οἱ συμβιβαστικές ἀναποφασιστικότητες, οἱ μεσαῖες θέσεις στόν τομέα τοῦ πνεύματος• ἀπέβη πλέον πεδίο μάχης• τελειωμένες, καταδικασμένες, ἐκμηδενισμένες... Γιατί ἔφθασε ἡ ὥρα νά ἀποφασίσωμε ὑπέρ ἤ κατά Ἐκείνου, ποὺ εἶναι τό μοναδικό ἀντικείμενο τοῦ μίσους, τῶν κηρύκων τοῦ μίσους... Καθ' ἕνας, λοιπόν, ἄς προκρίνη τήν μία ἤ τήν ἄλλη ἀπό τίς δύο ἐμπόλεμες Πολιτεῖες!...”. (Ὁ ποιητής ἐδῶ ἐπικαλεῖται τήν Πολιτεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίγεια Πολιτεία, κατά τήν παράδοσι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου).

Τήν ἐποχή τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ πιστός εὕρισκε πὼς ὅλη γύρω του ἡ πραγματικότης τοῦ προσέφερε ἀποδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τοῦ μιλοῦσαν γιά τόν Θεό, ἀπό τίς πλέον πρωταρχικές ἐμπειρίες, ὅπως λ.χ. ἡ σχέσι πατρός-υἱοῦ, ἡ δομή τῆς οἰκογενείας, ἡ διάρθρωσι τῆς κοινωνίας, κτλ.

Ἔτσι στήν Ρωσσία, ἀλλά καί σέ κάθε ὀρθόδοξη χώρα, ἡ Ἐκκλησία ἔδιδε τόν ρυθμό σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἐμπειρίες, ἀπό τό βάπτισμα ἕως τήν ταφή. Ὅλο τό ἔτος σημαδευόταν ἀπό τίς λειτουργικές ἑορτές καί τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Ὅλην τήν ἡμέρα ἀκούγονταν οἱ κωδωνοκρουσίες τῶν διαφόρων ὡρῶν προσευχῆς. Ἡ δομή τῆς ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς σκέψεως ἐπιβεβαίωνε αὐτό, ποὺ προσέφερε ἡ ἐμπειρία τῆς ζωῆς... Καί ὅλα αὐτά ἦσαν πολύ ἐκτενέστερα ἀπό ἐκεῖνα, ποὺ μπόρεσε νά ἐκφράση ἡ λόγια σκέψι τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου.

Ἄλλ’ ὅταν ἡ ἐποχή τῶν ἐμφανῶν ἀποδείξεων πέρασε, ὅλοι αὐτοί, ποὺ δέν εἶχαν μία πίστι ἱκανή νά ζήση ἀφ' ἑαυτῆς, ἀπεφάνθησαν, ἀναμφιβόλως, περί τοῦ τέλους τῆς πίστεως. Ἔτσι ζοῦμε σήμερα σ' ἕναν κόσμο, ποὺ “τίποτε δέν εἶναι αὐτονόητο”. Θά ἦταν, ὅμως, ὑπερβολή νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι δέν ἔχομε πλέον κανέναν τρόπο γιά νά δοῦμε μέσα στόν κόσμο, στίς οἰκογενειακές ἤ, γενικώτερα, στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ὁδούς γιά τήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ. Βεβαιώνοντας κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά κάναμε παραχώρησι στήν προπαγάνδα τοῦ διαβόλου. Ἀλλά δέν μποροῦμε πάλι νά θεωρήσωμε ὅτι αὐτοί οἱ δρόμοι εἶναι πλέον αὐτονόητοι...



Μία ἀνθρωπολογική κρίσις.


Ὅποιες καί ἄν εἶναι οἱ προσπάθειες τοῦ παλαιοῦ, ἀφελοῦς ἀθεϊσμοῦ, τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τοῦ 19ον αἰ., νά στηριχθῆ ἐπί τῆς νέας κοσμολογίας, ἐπί τῆς δαρβινικῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, ἐπί ὅλων τῶν ἄλλων σταθμῶν τῆς διανοητικῆς ἱστορίας τῆς Δύσεως, ἐν τούτοις ὅλες αὐτές οἱ ἡμι-ἐπιστημονικές ἀναφορές δέν εἶναι τουλάχιστον τόσο σοβαρές, ὅσο ἡ εὐρεία ἀνθρωπολογική κρίσι, ποὺ χαρακτηρίζει τήν ἐποχή μας καί ὁλοένα διευρύνεται.

Ἄς διευκρινίσωμε, βεβαίως, ὅτι δέν πρέπει νά ἐξιδανικεύωμε τό παρελθόν, δέν πρέπει κυρίως νά φανταζώμεθα ὅτι ὑπῆρξε μία ἐποχή, ποὺ οἱ σχέσεις γονέων καί παιδιῶν, συζύγων, ἀρχόντων καί ἀρχομένων, ἦσαν ἁρμονικές καί δίχως σκιές. Φανταζόμενοι κάτι τέτοιο, θά ἦταν σάν νά ἀρνούμεθα τήν ἁμαρτωλή φύσι μας. Ἀλλ' ἀκόμη καί χωρίς νά εἶναι ἁρμονικές αὐτές οἱ σχέσεις, ἐν τούτοις διατηροῦσαν, σ' ἕναν ὁρισμένο βαθμό, τήν ὑπαρξιακή τους ταυτότητα. Αὐτή ἡ ταυτότητα ἦταν φανερή τόσο στούς ἐπαναστάτες, ὅσο καί σ' ἐκείνους ποὺ ἐξεγείροντο ἐνάντια στήν ἐξουσία τοῦ πατρός, τοῦ ἱερέως, τοῦ ἡγεμόνος. Θά μπορούσαμε μάλιστα νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐξέγερσι αὐτή, μέσα στά πλαίσια τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ, συνίστατο στό νά μή μείνη “λίθος ἐπί λίθου”. Ἀλλ' ἐπειδή οἱ λίθοι ἦσαν ἀκριβῶς λίθοι, παρέμεναν ἄθικτοι. Τόν 20όν αἰ., ὅμως, φθάσαμε στόν διαχωρισμό τῆς ὕλης σέ μόρια καί ἄτομα... Τό γεγονός αὐτό, τό ὅτι δηλαδή ὁ αἰώνας αὐτός ἔφερε τήν διάσπασι τοῦ ἀτόμου, λαμβάνει μᾶλλον συμβολικές διαστάσεις.

Ἡ βαθειά ἀνθρωπολογική κρίσι, ποὺ διανύομε, κάνει ὥστε νά μήν εἶναι πλέον μόνον τά παιδιά ποὺ ἐξεγείρονται, ἀλλά καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς, μή γνωρίζοντας ποιά ἐξουσία ἀσκοῦν καί ἐν ὀνόματι ποίου. Τοῦτο, ὅμως, ἔχει οὐσιαστικές συνέπειες στήν πορεία τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας.

Ὁ Κίρκεγκαρντ εἶχε κάνει μία παρατήρησι: “Πιστεύομε στόν Θεό, ἐπειδή ὁ πατέρας εἶπε στό παιδί ὅτι ὑπάρχει Θεός”. Αὐτή ἡ ἁπλή φράσι συγκεντρώνει μέσα της τήν αἰώνια ἱστορία τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν χριστιανοί, αὐτό συνέβαινε ἐπειδή οἱ παραδόσεις ἦσαν ριζωμένες μέσα στό πατρικό σπίτι. Ἀργότερα, ὅμως, καί ὁ ἀθεϊσμός, μέ τήν σειρά του, ἔγινε παραδοσιακός, ἕνας ἀθεϊσμός “κατά τόν ἀρχαῖο τρόπο”, ποὺ ἐμφανιζόταν σάν μία ὁμολογία. Στό θαυμάσιο βιβλίο του “Ὁ ἄλλος ἥλιος”, ὁ γάλλος διανοούμενος Ὀλίβιος Κλεμάν, ἀναφέρει: “Στό χωριό, ποὺ κατοικοῦσε ἡ οἰκογένεια τοῦ πατρός μου, ὑπῆρχαν τρεῖς ὁμολογίες: οἱ καθολικοί, οἱ προτεστάντες καί οἱ σοσιαλιστές...”.




Ἡ ἀνακάλυψις τῆς πίστεως.


Ἄλλοτε, λοιπόν, θεωρεῖτο σταθερή ἡ ἰδέα ὅτι οἱ γονεῖς μποροῦσαν νά μεταβιβάσουν τήν πνευματική τους κληρονομιά, πίστι ἤ ἀπιστία, στά παιδιά τους. Καί οἱ ἄθεοι ἐστήριξαν ἐπ' αὐτοῦ τίς ἐλπίδες τους ὡς πρός τήν ἐξαφάνισι τῆς πίστεως: ἐβασίσθηκαν στήν ἐγγυημένη μετάδοσι τῆς ἀπιστίας ἀπό τούς γονεῖς στά παιδιά. Ἀλλ' ὅμως, αὐτό δέν ἦταν καθόλου δικαιολογημένο. Ὅπως ἀδικαιολόγητες ἦσαν καί οἱ ἐλπίδες τῶν χριστιανῶν ὅτι, κερδίζοντας μία γενιά νέων, ἡ πίστι θά ἀναζωογονοῦσε καί θά παλινόρθωνε ὁριστικά τόν χριστιανισμό τῶν παλαιῶν χρόνων. Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἐλπίδα τῶν πιστῶν ἦταν τυπική κατά τήν περίοδο τοῦ μέσο-πολέμου, ὅταν οἱ ρωμαιοκαθολικοί, λ.χ., στήν Γαλλία πίστευαν ὅτι, ἐφ' ὅσον πολλοί σπουδαστές μετεστρέφοντο καί πήγαιναν γιά προσκύνημα στήν Σάρτρ, κατά τό ὡραῖο παράδειγμα τοῦ γάλλου ποιητοῦ Καρόλου Πεγκύ, τότε ὅλη ἡ κουλτούρα τους θά μποροῦσε, τελικά, νά ξαναγίνη χριστιανική. Τέτοια ἐλπίδα ἔτρεφαν ἐπίσης καί μερικοί ὀρθόδοξοι ρῶσσοι διανοούμενοι τῶν Παρισίων, ὅπως λ.χ. ὁ Γεώργιος Φεντότωφ .

Προσωπικά, προέρχομαι ἀπό τήν Ρωσσία, μία χώρα ὅπου ἡ ὁριστική ἐξαφάνισι τῆς θρησκείας σχεδιάσθηκε ἀπό τό κόμμα καί τό κράτος, ὅπως σχεδιάσθηκε, λ.χ., ἡ βιομηχανική παραγωγή. Ὅλοι αὐτοί, ὅμως, οἱ ὑπολογισμοί βασίσθηκαν στόν συνήθη μηχανισμό, κατά τόν ὁποῖον οἱ γονεῖς μεταδίδουν, φυσιολογικά, τίς πεποιθήσεις τους στά παιδιά. Ὑπῆρχαν, βεβαίως, πάντοτε ἄνθρωποι, ποὺ ἐγκατέλειπαν τήν πίστι τῶν πατέρων τους γιά νά ἀκολουθήσουν μίαν ἄλλην. Τέτοια ἦταν ἡ περίπτωσι τῶν πρώτων χριστιανῶν, ποὺ προήρχοντο ἀπό τόν ἰουδαϊσμό ἤ τόν παγανισμό. Ἀλλά, διά μέσου τῶν αἰώνων τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σπάνιοι.

Στίς ἡμέρες μας ὅλα εἶναι διαφορετικά. Πρό πολλοῦ ἤδη, καί κυρίως μετά τήν δεκαετία τοῦ 1960, δέν μποροῦμε νά στηριχθοῦμε πλέον σ' αὐτόν τόν μηχανισμό μεταβιβάσεως. Καί τοῦτο μᾶς ἀφαίρει κάθε ψεύτικη σιγουριά, καί συγχρόνως μᾶς ἐμπνέει μιά μεγάλη ἐλπίδα. Ἡ ἐποχή μας ἐκμηδενίζει κάθε πιθανότητα γιά ὅ,τι χριστιανικως τείνει μόνον νά ἐπιβιώνη, καί δίδει ἀληθινές πιθανότητες σέ ὅ,τι χριστιανικῶς γίνεται ἱεραποστολή, θρησκεία νέο-μεταστραφέντων, ἐκκλησία θεμελιωμένη στό “Εὐ-αγγέλιο”, στήν δυναμική αὐτῆς τῆς ἀγγελίας, ποὺ ἤξερε νά διατηρήση τήν ἀρχική της ὁρμή.

Ἔτσι, εἶναι χαρακτηριστικό πὼς ἕνας ἱκανός ἀριθμός σπουδαίων συγχρόνων ἀνθρώπων εἶναι μεταστραφέντες, εἴτε ἀπό τόν ἀθεϊσμό καί τήν ἀδιαφορία, (ὅπως λ.χ. ὁ ρῶσσος π. Παῦλος Φλωρένσκι, ὁ γάλλος Ὀλίβιος Κλεμάν, κτλ), εἴτε ἀπό ἄλλες ὁμολογίες ἤ θρησκεῖες, (ὅπως λ.χ., ἀπό τόν καθολικισμό: ὁ γάλλος π. Πλακίδας Ντεσέιγ, ἀπό τόν προτεσταντισμό: ὁ ἄγγλος π. Κάλλιστος Γουέαρ, ἀπό τόν ἰουδαϊσμό: ὁ ρῶσσος π. Ἀλέξανδρος Μέν, κ.τ.λ).

Ζοῦμε, λοιπόν, σέ μιάν ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀνακαλύπτουν τήν πίστι. Καί ὁ λόγος τοῦ Τερτυλλιανοῦ: “Fiunt, non nascuntur christiani”- “Γινόμεθα, δέν γεννώμεθα χριστιανοί”, εἶναι ὅλο καί πιό ἐπίκαιρος στίς ἡμέρες μας. Συνεπείᾳ ὄχι ἱστορικῶν γεγονότων ἤ καταστροφῶν, ποῦ ἐπέφερε ὁ ἀθεϊσμός, ἀλλά κυρίως, μυστικῶς, ἐκ θελήματος Θεοῦ...




Δύο μορφές ἀθεϊσμοῦ.


Μποροῦμε νά διακρίνωμε δύο τουλάχιστον μορφές τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἄν καί εἶμαι πεπεισμένος ὅτι ἡ πρώτη δέν ἐξυπηρετεῖ παρά μόνον ὡς κάλυψι τῆς δευτέρας, χωρίς ἡ δευτέρα νά ἔχη καί τόσο ἀνάγκη αὐτῆς τῆς συγκαλύψεως. Πρόκειται, λοιπόν, κατ' ἀρχάς γιά τόν ὀντολογικό ἀθεϊσμό καί δευτερευόντως γιά τόν ἀνθρωπολογικό μηδενισμό.

Ὁ ὀντολογικός ἀθεϊσμός εἶναι αὐτός, ποὺ ζῆ στήν παροξυσμένη καί μανιώδη μνήμη τοῦ μεσαιωνικοῦ σχολαστικοῦ, καί ποὺ ἀναιρεῖ μία θέσι κατανοητή καί ἐπεξεργασμένη, ὅπως ἄλλωστε ἁρμόζει σέ μία θέσι. Ἔτσι στήν “θέσι” τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἀντιπαραθέτει τήν, ἐπίσης ἀντικειμενική καί ἐκτός τοῦ ἀνθρώπου ἐντοπισμένη, “θέσι” τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ Θεοῦ. Καθώς, ὅμως, οἱ παραδοσιακές διδασκαλίες τοῦ χριστιανισμοῦ εἶχαν μία προτίμησι πρός τίς κοσμολογικές ἀποδείξεις, αὐτός ὁ ξεπερασμένος καί πανάρχαιος ἀθεϊσμός εἶχε πλήρως τήν ἀνάγκη νά ἀναφέρεται στά δεδομένα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν.

Ἡ ἄλλη μορφή τοῦ ἀθεϊσμοῦ ἔχει ἐντίμως καί σαφῶς διατυπωθῆ ἀπό ἕναν γερμανό ποιητή τοῦ 20ού αἰῶνος, τόν Γότφριδ Μπένν: “Δέν ἀρνοῦμαι τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ• αὐτό ποὺ ἀρνοῦμαι εἶναι τήν ὕπαρξι ἑνός ὁρισμένου ἐγώ, ποὺ θά μποροῦσε νά ἔλθη σέ κοινωνία μέ τόν Θεό”.

Ἐδῶ, θά ἤθελα νά κάνω μία προσωπική ἐξομολόγησι. Ὅταν ὁ διάβολος μέ πολεμᾶ, ὄχι μέ τούς συνήθεις πειρασμούς, ἀλλά προτείνοντάς μου ἕνα κριτικό διάλογο, δέν μοῦ λέγει κοινοτυπίες, λ.χ. γιά τά δεδομένα τῆς ἐπιστήμης, γιά τόν θρίαμβο τοῦ κριτικοῦ λόγου, παρά μόνον μοῦ λέγει: “Ἰδού, ὅλες οἱ προσευχές σου, ὅλ' αὐτά ποὺ ὀνομάζεις προσευχές σου, κάθε τί ποὺ ὀνομάζεις πίστι σου, δέν εἶναι παρά ἕνα ἀνεξάντλητο ψέμα, βαθύτερο καί ἀπό σένα τόν ἴδιον, δέν εἶναι παρά ἕνα θέατρο μόνιμο καί ἀκατάπαυστο• καί τό ξέρεις καλά αὐτό...”. Τό ἀντικείμενο, λοιπόν, τῆς προσβολῆς του δέν εἶναι αὐτὴ καθ' ἑαυτὴ ἡ ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ἡ ριζική ἀδυναμία μιᾶς αὐθεντικῆς σχέσεως μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ταυτότητός μου καί τοῦ Θεοῦ• διότι, ἀναμφιβόλως, αὐτὴ ἡ ἀνθρωπίνη ταυτότης εἶναι νοθευμένη ἀπό τήν κοινωνική καί προσωπική μου συμπεριφορά.

Ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ μέ ἐντυπωσιάζει, εἶναι ἡ ὁμοιότης καί ἡ ἀντίθεσις μεταξύ αὐτοῦ, ποὺ μᾶς λέγει ὁ διάβολος, καί ἐκείνου, ποὺ μᾶς λέγει ὁ Χριστός. Ὁ σατανᾶς μᾶς λέγει ὅτι ὅλες οἱ προσευχές μας, ὅλη ἡ πίστις μας εἶναι ἕνας θεατρινισμός. Ἀλλά καί ὁ Χριστός, μᾶς ἐπικρίνει καί Αὐτός ἀπό τήν πλευρά Του, νά μήν εἴμεθα ὑποκριτές, δηλαδή ἠθοποιοί, (ἀφοῦ ὑποκριτής, στά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἐσήμαινε τόν ἠθοποιό).

Ἀπ' αὐτήν τήν φαινομενική ὁμοιότητα, μεταξύ ἐκείνου ποὺ μοῦ λέγει ὁ σατανᾶς καί αὐτοῦ ποὺ μοῦ λέγει ὁ Χριστός, βλέπομε σέ ποιόν βαθμό οἱ θέσεις τους εἶναι ἀντίθετες. Ὁ ἀντίδικός μου λέγει: “Οἱ προσευχές σου καί ἡ πίστι σου δέν μποροῦν νά εἶναι παρά μάταιες, δέν εἶναι παρά θεατρινισμός, κι οὔτε μποροῦν νά εἶναι τίποτε ἄλλο”. Ὁ Κύριος μοῦ λέγει, ἐπικριτικά: “Ἡ πίστι σου καί ἡ προσευχή σου εἶναι προσποιητές, ψεύτικες”. Ἀλλ' αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐπίκρισις ὑπονοεῖ ὅτι ἡ πίστι μου θά ἔπρεπε νά εἶναι κάτι ἄλλο, καί, συνεπῶς, ὅτι παραμένει ὡς δυνατότης. Γιατί θά ἦταν περιττό νά ἐπικρίνωμε κάποιον γιά τήν στάσι του, ἄν αὐτὴ δέν θά μποροῦσε νά ἦταν διαφορετική.

Συνεπῶς ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός ἀρνεῖται, ἐξ ἀνάγκης, μᾶλλον περισσότερο τήν ὕπαρξι τοῦ ἀνθρώπου, παρά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος “ποὺ δέν ὑπάρχει”, (κατά τόν γάλλο φιλόσοφο Φουκώ, κ.ἄ.), δέν μπορεῖ νά συνάψη σχέσεις μέ τόν Θεό...






Μία πίστι, ποὺ νά φωτίζη τόν πολιτισμό.

Ἡ πιό ἀδύναμη πλευρά τοῦ ἀθεϊσμοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποδεικνύει, καί φυσικά δέν ἀποδεικνύει τίποτε. Ἄς ὁμολογήσωμε, βεβαίως, ὅτι καί οἱ ἀπόπειρες ἀποδείξεως τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό “’ἰσχυρό σημεῖο” τῆς παραδοσιακῆς θεολογικῆς διδασκαλίας. Γιατί ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό μέ ἄλλον τρόπο, παρά μέ τίς ἀποδείξεις. Ἐν τούτοις, νομίζω ὅτι ἡ πιό ζωηρή ἀπό τίς παλαιές ἀποδείξεις εἶναι ἡ ἀνσελμιανή, αὐτή ποὺ ὀνομάσθηκε ὀντολογική ἀπόδειξι . 

Ἀλλ' ἀκόμη καί αὐτή ἡ ἀπόδειξι, ποὺ βασίζεται στήν ἔννοια τοῦ “ὄντος”, εἶναι πολύ τρωτή, καί τοῦτο γιά δύο λόγους: Πρῶτον, γιατί ἡ ἔννοια τοῦ ὄντος, κληρονομιά τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, δέν εἶναι πιά σήμερα τόσο καταφανής. Δεύτερον, γιατί οἱ ἕλληνες σοφιστές εἶχαν ἤδη ἀνακαλύψει ἕνα μικρό μυστικό τῆς διανοητικῆς κουλτούρας: ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νά παράγη ἀλληλοαναιρούμενα συστήματα καί, στόν τομέα τῆς φιλοσοφικῆς ρητορικῆς, αὐτό μπορεῖ νά εἶναι τό ἔργο ἑνός καί μόνου ἀνθρώπου! Ἔτσι οἱ βαθύτερες δομές τῆς σκέψεως μποροῦν κάλλιστα νά ἀναθεωρηθοῦν.

Δέν πρόκειται, ὅμως, γιά τήν ὑπεράσπισι τῆς πίστεως, ἀλλά γιά τήν ὑπεράσπισι τοῦ πολιτισμοῦ μας, ποὺ δέν πρέπει ἐπί τούτου νά ἀπορρίψωμε τήν κλασική ἔννοια τοῦ “ὄντος” καί τοῦ “γίγνεσθαι”. Θά ἔπρεπε μάλιστα ἡ χριστιανική πίστι νά ἀναλάβη τήν ὑπεράσπισι αὐτῆς τῆς ἐννοίας, καί ὄχι τό ἀντίθετο. Ἕνα, λοιπόν, ἀπό τά σημαντικότερα συμπεράσματα, ποὺ μποροῦμε νά ἀντλήσωμε ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ 20ού αἰῶνος εἶναι ὅτι, ἡ πίστι θά πρέπη νά φωτίση, νά ἑδραιώση τίς ἀξίες τοῦ πολιτισμοῦ, λ.χ. τήν οἰκογένεια, κ.τ.λ., καί ὄχι τό ἀντίθετο.
Τελικά, κάθε τί στόν κλασσικό ἀθεϊσμό εἶναι κακό, ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά του, ποὺ σήμερα ἀπώλεσε...

Παλιότερα κυριαρχοῦσε ἡ συνήθεια νά συνδέεται ἕνας λαός μέ τήν πίστι του: ὀρθόδοξος, καθολικός, προτεσταντικός λαός. Ἴσως κάποιες πραγματικότητες τοῦ παλαιοῦ καιροῦ θά μποροῦσαν ἀκόμη νά ἐπιβιώσουν σ' ἕνα ἀπολιθωμένο κράτος ἤ σέ κάποιες “ὀάσεις”. Ἀλλά ζοῦμε πλέον στήν ἔρημο καί “ἡ ἔρημος ἐπεκτείνεται”, καθώς εἶπε ὁ Νίτσε. Μέσα σ' αὐτήν τήν νέα ἔρημο, ὅπου εἴμεθα ὅλοι ξερριζωμένοι, δέν μποροῦμε πλέον νά ριζώσωμε παρά μόνον κατακόρυφα, πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί σ’ αὐτήν τήν μεγάλη ἔρημο, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπό τήν βαθειά ἀνθρωπολογική κρίσι τῆς ἐποχῆς μας, ὀφείλομε, κατά τόν λόγο τοῦ Προφήτου, νά “ἑτοιμάσωμε τήν ὁδόν Κυρίου” (Ἠσ. μ΄, 3)...
πηγή

Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, o πονών και πάσχων υπέρ της Εκκλησίας


Ο βίος ή το συναξάρι του Αγίου Επιφανίου  Κύπρου παρουσιάζει, εκτός από την ένθεη ζωή του, την ομολογιακή αναστροφή του και τα άπειρα ση­μεία και θαύματά του, και μικρό αριθμό αβεβαιοτήτων και ερω­τηματικών που χρειάζονται επιστημονική διερεύνηση.
Η αποτόλμηση βιογραφικής ιστόρησης του Αγίου Επιφανίου, αλλά και του κάθε Αγίου, του κάθε άνθρωπου πούναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού πλασμένοι, θα παρουσιάζει πάντοτε μεγάλο αριθμό από αβεβαιότητες. Κατά το Γραφικό λόγιο, «τα του ανθρώπου ουδείς οίδεν».
Πώς μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για τα εκ βαθέων κεκραγάρια, τους στεναγμούς των δακρύων μετάνοιας, αλλ’ ιδίως τις μυστικέs εμπειρίες ανάκρασης με τις μαρμαρυγές της Χάριτος του Μεγάλου, του εν Τριάδι Θεού ημών – του πολλά αγαπήσαντος ημάς;
agepifcy2
Όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε τον Θεό, έτσι ούτε και τον άνθρωπο· μόνο εκ μέρους γνωρίζουμε, καθ’ ότι η Χάρη του Θεού οικονόμησε να φτάσει μέχρις εμάς για ψυχική μας ωφέλειαν, φρονηματισμό και «θεοφιλήν έξιν».
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε, κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, στη Βεσανδούκη, (Au Vieil, Besanduc (Beth-Saddounq) χωριό της Παλαιστίνης, που βρίσκεται κοντά στην Ελευθερούπολη (Beit-Djibrin).
Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει πως ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη, ένα χωριό της Μαραθάσας της Κύπρου και μεγάλωσε στη Βεσανδούκη. Οι γονείς  του ήσαν φτωχοί Εβραίοι, καθώς μας αναφέρει ο βίος του, αρκετά πλούσιοι χριστιανοί, όπως ισχυρίζονται οι J. Holl, J.Tixeront και D. Paperbroch, που είναι μάλλον αμφίβολο. Είναι δύσκολο ακόμη να καθορίσουμε μ’ ακρίβεια την ημερομηνία  που γεν­νήθηκε ο Άγιος Επιφάνιος. Η πιό κοινή αποδεκτή γνώμη και άποψη την τοποθετεί γύρω στα 310 μ.Χ., καθότι ο Άγιος Ιερώνυμος στα 392 μ.Χ. μας περιγράφει τον Άγιο Επιφάνιο ως πολύ γέροντα.
Ο Άγιος Επιφάνιος, πριν την επισκοποίησή του περ­νά τριάντα ολόκληρα χρόνια αυστηρού ασκητικού-μοναχικού βίου. Ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων όταν αναχώρησε για την έρημο. Πήγε άραγε στην Αίγυπτο για να γνωρίσει τον κοινοβιακό Μοναχισμό σαν δόκιμος  ή ήτανε ήδη Μοναχός και πήγε εκεί για προσκύνημα και πνευματική αρτίωση; Ιδού ακόμα ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο μέχρι της  στιγμής. Η «σύνοψις» που αναφέρει ο «Αγκυρωτός» μαs λέει, πως, ο Άγιος Επιφάνιος επιστρέφει στην Παλαιστίνη, αφού έχει περάσει στην Αίγυπτο είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δηλαδή όλην την «πνευματική του νιότη». Και είναι εκεί που με πόθο και ζήλο περισσό μυήθηκε στην ασκητική ζωή από τους πλέον επιφανείς και «μεγαλοσώματους» «καθηγητές της Ερήμου»: Μέγα Αντώνιο, Άγιο Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη, Όσιο Παχώμιο, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Όσιο Ιωάννη Λυκοπόλεως τον Βλέποντα ή Γρηγόριο τον Κύπριο, τον Γέροντα και «μετά Θεόν θεόν του» και άλλους. Μπορούμε επίσης να πιστεύουμε μαζί με τον Βίο του, ότι έγινε μοναχός στην Παλαιστίνη σ’ ένα ησυχαστικό μέρος καλούμενο Σπανόδριον, παρά την Ελευθερούπολη, ένθα και εχειροτονήθη σύντομα Ιερομόναχοs και Ηγούμενο, καθώς μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος.
Στην περιοχή τns Γάζας, και γενικά της Παλαιστίνης, ο μοναχισμός ανθούσε, αφότου ο Άγιος  Ιλαρίωνας ο Μέγας και οι Όσιοι Γρηγόριος, Ησύχιος και Δωρόθεος, καθώς και πολλές χιλιάδες άλλοι «βιαστές της Βασιλείας», μετέφεραν εκεί τον τόπο δοξολόγησης και παραμονής τους, ιδίως στις αρχές του τε­τάρτου (Δ΄) αιώνα μ.Χ.
Από αυτά που διηγείται ο Άγιος Επιφάνιος σχετικά με συνάντησή του στην Αίγυπτο με ομάδα γνωστικών γυ­ναικών (ελευθερίων ηθών) που τον είχαν προσκαλέσει στο Κοινόβιό τουs, και προσπάθησαν να τον παρασύρουν, πιθανόν να μπορούμε να του προσδώσουμε μια ηλικία πιο νεανική.
Πλην όμως, το μεγαλύτερο μέρος  της μοναχικής του βιοτής το διέρχεται στο Μοναστήρι που ο ίδι0ς ίδρυσε και επάνδρωσε, πολύ κοντά στο μέρος που γεννήθηκε, στην Ελευθερούπολη, κι’ όπου προσφωνείται απ’ όλους με ευλάβεια «ο Γέροντας!». Η μεγάλη όμως φήμη την οποίαν απέκτησε λόγω της αυστηρής ασκητικής ζωής και ένθεης πολιτείας του, τα άπειρα σημεία και θαύματα, που ενεργούσαν αι δυνάμεις του Θεού, τα πυκνά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δαψιλώς και πληθωρικώς υπερχείλιζαν της αρετής της ταπείνωσης, ήτις «φιλεί κρύπτεσθαι», καθώς και η μεγάλη κοσμοσυρροή του πλήθους των πιστών, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψη την Παλαιστίνη, να έρθη εις Κύπρον, για να επισκεφθή τον Μέγα Άγιο Ιλα­ριώνα και να μαθητέψη και πάλιν παρά τους πόδας του γέρο­ντα Πνευματικού του Οσίου Γρηγορίου του Κυπρίου.
Ο Άγιος Επιφάνι0ς βρέθηκε στο μεταίχμι των μεγαλυτέρων ρευμάτων και αιρέσεων ως «στύλος και εδραίωμα  της αληθείας» πνευματικός άτλαντας  αναδοχής και ισορρόπησης των κόσμων και του λόγου των όντων, τράνωσης της φύσης!..
Στην εποχή του έχουμε την άνοδο της  παναίρεσns του αρειανισμού ιδία μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντί­νου (το 337 μ.Χ.), ακολουθούν εκτελέσεις, διωγμοί και εξορίες των υπερασπιστών του όρου «ομοιούσιος» της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325 μ.Χ.). Διαιρέσεις και πολεμική με τους «ομοούσιους», με τους «ανόμιους», μη εκκλησιαστική κοι­νωνία με τους «ωριγενιστές», τους «ανθρωπομορφιστές», τους «παυλικιανούς» κ.τ.λ.
Προς αντιμετώπιση των ποικίλων αιρεσιαρχών και Χριστιανών διαφωνούντων της έδρας του, καθώς και για να τους ελέγξει, ζήτησε και την βοήθειαν του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Α’ ο οποίος, ως απάντησιν εις την έκκλησιν του Αγίου Επιφανίου, εξέδωκε διάταγμα, διά του οποίου «ει τις  τω πατρί Επιφανίω, τω επισκόπω της Κυπρίων χώρας, ουχ υπακούει διά των θείων λόγων, εξερχέσθω της  Νήσου, και όπου θέλει κατοικείτω· ει δε τινες, φίλοι όντες και τέκνα της μετανοίας ομολογούσι τω κοινώ πατρί ότι πλανηθέντες βουλόμεθα εις την οδόν της αληθείας ελθείν, μεινάτωσαν επί της νή­σου διδασκόμενοι υπό του κοινού πατρός…».
Σε παράφραση του κειμένου του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα: «Όποιος από τους κατοίκους της Κύπρου δεν παραδέχεται την διδασκαλία του Επιφανίου, πρέπει να φεύγει από την Κύπρο, είτε αιρετικός είναι, είτε ειδωλολάτρης. Δηλαδή, «τότε μόνον μπορεί να μείνη, αν παραδεχθή τα όσα διδάσκει ο Επιφάνιος, και αφήσει κατά μέρος τα όσα ξέρει και πιστεύει».
Αν ο Άγιος Επιφάνιος δεν εγεννιόταν εκ φύσεωs τό­σο ζηλωτής και ένθερμοs αγωνιστής υπέρ της Αλήθειας, μια τέτοια εποχή, θα τον άφηνε άραγε άγευστο πολεμικής; Ίδε ένα άλλο καυτό ερώτημα.
Με πρόταση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (384-412 μ.Χ.) και του επισκόπου Επιφανίου, συγκαλείται στην Κωνσταντία της Κύπρου Σύνοδοs κατά την οποία καταδικάζονται τα γραπτά του Ωριγένους.
Ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόμενος στο προσκήνιο μετα­ξύ όλων αυτών των συγκρούσεων και συγκινήσεων δένεται με πολλή συμπάθεια και εστιότητα πατρική, με ελεήμονα διάθεση και πλατυσμό καρδίας, ως άλλος Σαμψών ξενοδόχος, μεγάλο αριθμό επισκέψεων. Η δε εκτίμηση, με την οποίαν τον περιβάλλουν όλοι είναι απεριόριστη. Δεχόμενοι τα όσα μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος ακόμη και οι αιρετικοί τον ευβλαβούντο πολύ, αρνούμενοι κάθε είδους πολεμική εναντίον του.
Αρκετοί μάλιστα απ’ αυτούς με μεγάλο σεβασμό τον συμβουλεύονται στις ανησυχίες τους. Μοναχοί δε απ’ όλα τα μέρη έρχονταν να εγκατασταθούν στην Κύπρο για να έχουν τον Άγιο Επιφάνιο απλανή καθοδηγητή και πνευματικό τους πατέρα. Η όλη πυρούμενη μορφή του, ο αυστηρόs ασκητικός βίος του, τα καυτά αντιαιρετικά του συγγράμματα και ο ένθεοs ζήλος του τού προσέδωσαν οικουμενική αίγλη, και οι απόψεις του επείχαν θέση δόγματος για την καθόλου Εκκλησία. Είχε σχέση με όλα τα θύματα του Κωνστάντιου (337-361 μ.Χ.) και προπαντός με τον Μέγα ομολογητή της Ορθοδοξίας, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, με τον οποίον συναντιέται, χωρίς αμφιβολία, μετά το 349 μ.Χ. ως μας αναφέρει κι ο εξαίρετοs Γάλλος πατρολόγος Tillemont. Επίσης πηγαίνει και βρί­σκει στην εξορία του τον Ευσέβιο Νικομήδειας, τον οποίον με περίσσεια συμπάθειαs και αγαπητική δύναμη νουθετεί φιλικά, για να τον κερδίσει υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Είναι γύρω στα 367 μ.Χ. που ο Άγιος Επιφάνιος εκλέγεται «ψήφω κλήρου και λαού» Αρχιεπίσκοποs Κωνσταντίας (αρχαίας Σαλαμίνας) και πάσης Κύπρου. Ήτανε άραγε σύμφωνα με παρότρυνση του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου που δέχτηκε την εκλογή και χειροτονίαν του εις Επίσκοπον από τη φωτισμένη μορφή του Αγίου Πάππου; και στο σημείο αυτό υπάρχουν πολλές αναφορές και λαϊκές διηγήσεις. Όπως και νάχει όμως το όλο θέμα, ο Άγιος Επιφάνιος εφάνη ως όντως ο «λύχνος επί λυχνίαν!». Οργάνωσε τόσο την επισκοπικήν του περιφέρεια, όσο και την όλη Κύπριδα Εκκλησία, κατά τα πρότυπα των Πράξεων των Αποστόλων και της πρωτοχριστιανικής κοινωνίας αγάπης, κοινωνίας προσώ­πων, κοινωνίας  Θεώσεως!… Ιδιαίτερα είχε σε μεγάλη περιωπή τη Μοναχική – Κοινοβιακή ζωή.
Η Μητρόπολή του ήταν ένα αέναο εργαστήρι αρετής – εδρασμένο στο Μοναχικόν ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης και του καταμερισμού της όλης εργασίας σε διακονήματα, ανάλογα με τα χαρίσματα ενός-εκάστου. Έτσι, κι’ η Μητρόπολή του είχε μοναστηριακό χαρακτήρα. Καθώς μας αναφέρει είκοσι χρό­νια αργότερα ο Άγιος Ιερώνυμοε, τα μοναστήρια της Κύπρου ήσαν πολυάριθμα, και ο ιστορικός Σωζόμεvoς συμπληρώνει, πως τούτο γίνεται θαυμαστό γεγονός πνευ­ματικής άνθησης, χάρις στην πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Επιφανίου.
Είναι εδώ στην Κύπρο που αρχίζει και το όλο συγγραφικό έργο του Αγίου Επιφανίου. Καθώς επιγραμματικά μας αναφέρει κι’ ο περίφημος πατρολόγος Κωνσταντίνος Κοντογόνης· «ο Όσιος Επιφάνιος εδαπάνησε τον ησύχιον αυτού βίον εις σύνταξιν σοφών συγγραμμάτων, καταπολεμούντων την πίστιν των ασεβών δογμάτων της αιρέσεως και της ειδωλολατρείαs».
Ο Άγιος Γέροντας Επιφάνιος γράφει στην αρχή επιστολές για να διατηρήση τον πνευματικό σύνδεσμο αγάπης και αναδοχής με τούς Μοναχούς της  Παλαιστίνης, της Συρίας, της
Μεσοποταμίας, της Περσίας, της Αιγύπτου, του Σινά, της Γεωργίας και της Αιθιοπίας. Επίσης γύρω στο 372 μ.Χ. συντάσσει μια επιστολιμαία ομιλία του-εγκώμιο στην πνευματι­κή πολιτεία και την ένθεη ζωή του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου, που μόλις είχε «τελειωθή εν Κυρίω» κοντά στο χωριό Επισκοπή της Επαρχίαs Πάφου (Κύπρου), όπου απέλαυσε την «ειρηναία» και ησύχιον διαγωγήν του.
Επίσης έγραψε πολλές επιστολές, «νουθετών τους ατάκτους», καθώς και άλλα πολύτιμα έργα ποικίλου περιεχομένου, κυρίως δογματικά, ερμηνευτικά, λειτουργικά και ασκητικά.
Από την Παμφυλία και Πισιδία της Περσίας και Μεσοποταμίας, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ως την Αφρική, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και αρχόμενοι, του ζητούν την υπεύθυνη και βαρύνουσα διαγνώμη και πνευματική του συμβουλία ως θεολογική αυθεντία. Προπαντός να τους ξεκαθαρίση με την ενάργεια και εμπειρία του τα φλέγοντα Θεολογικά προβλήματα της εποχής. Ερωτήματα Τριαδολογικά, Χριστολογικά, Πνευματολογικά, Εκκλησιολογικά, Εσχατολογικά. Επίσης, και άλλα, σχετικά με την Αγία Γραφή, τον Μοναχισμό, την Πνευματική και Λειτουργική ζωή κ.τ.λ. Επάξια λοιπόν και ημείς μετά της καθόλου Εκκλησίας αναφωνούμεν: «Χαίροις Πάτερ Παγκόσμιε!…».
Για το σκοπό αυτό ο «Θείω έρωτι πυρούμενος» Γέροντας Επιφάνιος αναλαμβάνει γύρω στα 374 μ.Χ τη συγγραφή μιας εκτενέστατης πραγματείας, την οποίαν και τιτλοφορεί «ο Αγκυρωτός».
Επιθυμία του είναι να στηριχτούν οι πιστοί στην άγκυ­ρα της Πίστεως, και να επαναγάγει τους πεπλανημένους και να τους επισυνάψη στην εκλεκτή Ποίμνη, όπως λέει κι’ η Αναφορά του Μ. Βασιλείου.
Το έργο αυτό του Αγκυρωτού, γνώρισε μια τέτοια επιτυχία, που ανάγκασε τον Άγιο Επιφάνιο ν’ αναλάβει μια νέα εργασία εκκλησιαστική και κοινωφελή διακονία. Πρόκειται για ανάπτυξη, ανασκευή και αναίρεση της διδασκαλίας ογδόντα αιρέσεων, των οποίων μας περισώζει κατάλογον και πολύτιμην περιγραφήν για την όλην έρευνα και μελέτη της ιστορίας των δογμάτων. Το ονομάζει «Πανάριον» (Adversus Haereses) ή «Πανέρι Φαρμάκων», που εμπεριέχει γιατρικά για όλες τις αρρώστιες, που μπορεί ν’ απειλούν την Πίστη. Άρχισε στα 374 μ.Χ. και η όλη εργασία θα εξακολούθησε τάχιστα, καθότι η 48η  αίρεση τέλειωσε στα 375 και η 66η στα 376. Η σειρά που ακολούθησε ήταν μάλλον χρονολογική και η έκταση στα σχόλια διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τη σπουδαιότητα ή την επικαιρότητα των θεμάτων. Το όλο έργο πολύ χρησίμεψε σαν πηγή Εκκλησιαστικής Ιστορίας και ακραιφνούς γνώσης του Ορθοδό­ξου Δόγματος.
Εύγλωττα ακόμα παραδείγματα αποτελούν τα συγγράμματα του Αγίου Επιφανίου, «Περί μέτρων και Σταθμών», «Περί των 12 λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς Ααρών», και το «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», καθώς επίσης και άλλα κείμενα απωλεσθέντα ή ευρισκόμενα ακόμα ανέκδοτα σε χειρόγραφα, καταχωνιασμέ­να στις διάφορες ανά τον κόσμο βιβλιοθήκες.
Διερωτούνται μερικοί εάν ο Άγιος Επιφάνιος λαμβάνει μέρος στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Εμείς πιστεύουμε ακραδάντως ότι, όντως παρέστη και υπήρξε η «ψυχή και το πνεύμα» της όλης δομής και των πρακτικών θεματολογίας που απασχόλησαν την Σύνοδο.
Ο C. Bardy πιστεύει ότι παρέστη, ενώ ο Tillemont σημειώνει, πως η υπογραφή του δεν αναφέρεται μεταξύ των υπογραφών αυτών που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο. Όμως πλείστες άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν για το ότι, όντως παρέστη.
Την επόμενη χρονιά τον συναντούμε να πηγαίνει και να συμμετέχη ενεργά στη Σύνοδο της Ρώμης που κάλεσε ο Πάπας Δάμασος.
Εδώ υποστηρίζει τη μερίδα του φίλου του Παυλίνου, ενάντια στο Φλαβιανό για το επίμαχο θέμα του Επισκοπικού Θρόνου  Αντιοχείας. Επίσης, όσον αφορά το καυτό ερώτημα του Απολλιναρισμού δίδει μίαν, ιδιαίτερα βαρύνουσα και υπεύθυνη διαγνώμη.
Ο Άγιος Επιφάνιος πονών και πάσχων υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού, το 377 μ.Χ. επεσκέφθη την Αντιό­χεια και το 381 μ.Χ. πηγαίνει στη Ρώμη για το  Αντιοχειανό σχίσμα των Μελετιανών.
Φιλοξενείται στο ονομαστό, για την αβραμιαία φιλοξενία του, Μέλαθρο συμμελέτns της Παύλας, χήρας του Τοξοτίου, όπου γνωρίζεται και συνδέεται αμέσως πολύ στενά με τον Άγιο Ιερώνυμο, τον περιώνυμο ερημίτη της Βηθλεέμ. Γι’ αυτόν οι άρρηκτοι δεσμοί φιλίας του θά είχαν μεγάλες συνέπειες επέκτασης και αύξησης του εν Χριστώ Ιησού. Ίσως ακόμη δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πλέον συνεπής εναρμόνιση των έργων του Αγίου Επιφανίου προς την Αγία Γραφή είναι προϊόν – καρπός του συνδέσμου του με τον Άγιο Ιερώ­νυμο.
Ακόμη μπορούμε να σκεφτούμε ότι η τόσο δυνατή και αμοιβαία φιλία τους επέδρασεν αποφασιστικά στο να κλίνη κι ο  Άγιος Ιερώνυμος με το μέρος του Αγίου Επιφανίου ενά­ντια στον Ιωάννη Ιεροσολύμων και να πάρη δυναμική θέση μεταξύ των αντι-ωριγενιστών, κατά τη διάρκεια της διαμάχης που είχε ξεσπάσει στους κόλπους της Εκκλησίας από το 393 μ.Χ. και εντεύθεν.
Τα τελευταία χρόνια του γέροντα Επισκόπου Επιφα­νίου δεν υπήρξαν καθόλου ειρηνικά. Θα είχε να συλλέξη τα πι­κρά φρούτα ενός ειλικρινούς αντι-ωριγενισμού, δίχως αμφιβολία, αλλά με λίγη οξυδέρκεια και διάκριση. Κατά τις μαρτυρίες των ιστορικών της Εκκλησίας μας, Σωκράτη και Σωζόμενου, φαίνεται πως ο φιλόδοξος Θεόφιλος Αλεξανδρείας εκμεταλλεύεται το ευγενές, άδολον και μακάριον πάθος του Αγίου Επιφανίου υπέρ της Αλήθειας και Ορθοδοξίας της Εκκλησίας για να ικανοποιήση τα δικά του υποχθόνια και ερρεβώδη – δαιμονικά σχέδια που δεν ήσαν καθόλου τίμια.
Αφού λοιπόν, το 402 μ.Χ., γέροντας πια ο Άγιος Επιφάνιος, είχε καταδικάσει σε τοπική Σύνοδο Επισκόπων Κύπρου τα έργα του Ωριγένη, ζήτησε και την ολοκληρωτική κα­ταδίκητους κι’ από τους υπόλοιπους Επισκόπους των κατά τό­πους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πλην όμως, ο της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος φαινόταν πως εκώφευε και με πολλή συμπάθεια και διά­κριση προσπαθούσε να οικονομήσει διαφορετικά το όλο επίπονο και ακανθώδες θέμα με πιο ήπιο τρόπο, και δεν ήθελε να πάρη μέρος στην όλη διαμάχη και να καταδικάση τον Ωριγέ­νη. Έτσι το 403 ο Άγιος Επιφάνιος αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη για να λάβη προσωπικά ό ίδιος σωστήν εικόνα των πραγμάτων ή να διακόψη κάθε πνευματικήν – μυστηριακήν επικοινωνίαν με τον Άγιο Χρυσόστομο.
Και είναι εδώ ακριβώς, που ο Άγιος Επιφάνιος, ζει μέ­χρι αηδίας το μέγεθος της πλεκτάνης, στην οποίαν τον ενέπλεξε και ενέπαιξε ο δόλιος Θεόφιλος Αλεξανδρείας, ο οποίος φθονούσε τον Άγιο Χρυσόστομο, εποφθαλμιούσε τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και εργαζόταν τόσον δόλια και υποχθόνια να υποσκάψη την όλη μεγαλοσώματη μορφή του χρυ­σού, τη γλώσσα και το στόμα Άγιου Ιωάννου.
Καθότι, ούτε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μήτε οι προστατευόμενοί του και θαυμάσιοι Ασκητές, οι λεγόμενοι Μακροί Αδελφοί της Αίγυπτου ήσαν αιρετικοί, καθώς ο Θεόφιλος από μανικό-σατανικό μίσος και τυφλό πάθος μεγαλομανίας και τυρίας (πρβλ. αίρεση «Αρτοτυρίται») κινούμενος τους είχε παρουσιάσει.
Τέλος, διάφοροι Επίσκοποι, αυτοί οι Μακροί Αδελφοί και ο προς τούτο αποσταλής Αρχιδιάκονος του Αγίου Χρυσο­στόμου Σεραπίων, έπεισαν τον Άγιο Επιφάνιο ν’ άναχωρήση εκ Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα που έπραξε, χωρίς καθόλου χρονοτριβή. Έτσι, γεμάτος αποτροπιασμό για όσα συνά­ντησε άτοπα και αχρεία, εγκατέλειψε την Πόλη, με την εξής χαρακτηριστική και παροιμιακή φράση: «Αφήιμι υμίν την πόλιν και το Βασίλειον και την υπόκρισιν· εγώ δε άπειμι, σπεύδω γαρ, πάνυ σπεύδω!…». Κατά τον πλουν της επιστροφής του για την Κύπρο, ενενηκοντούτης και πλέον, ο λευκόθριξ Λευΐτης της Νέας Σκηνής, μετέθη και ενώθη μετά της Άνω Ιεραρχίας στις 12 Μαΐου το 403 μ.Χ. Την αυτήν ημέραν τελείται πανηγυρικά και η εορτή της μνήμης του. Τοπική παράδοση και αρχαία Συναξάρια αναφέρουν επίσης και έτερη γιορτή του Αγίου Επιφανίου στις 14 Ιουλίου. Είναι άραγε η ημερομηνία της ανακομιδής των λειψάνων του; Ιδού ακόμα ένα ερωτηματικό.
Το ιερό του λείψανο έγινε δεκτό με τις μέγιστες δυνατές τιμές στην Κωνστάντια ή Σαλαμίνα, πρωτεύουσα τότε της Κύπρου, και κηρύχτηκε σ’ όλη την Μεγαλόνησο σαρανταήμερο πένθος. Κατά τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, δύο από τους μαθητές του, Ιωάννης και Πολύβιος, «Εδείμαντο αυτώ Ναόν», την μεγαλύτερη βασιλική την καθ’ ημάς Ανατολην, κατά την ρήτρα του διάσημου Καθηγητή μας στην Χριστιανική αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων Δρα Jean Pierre Sodini.
Στην Σαλαμίνα ή Κωνσταντία, παλαιά πρωτεύουσα της Κύπρου, που βρίσκεται κοντά στην κατεχόμενη, σήμερα, Αμμόχωστο, σε ανασκαφές που έγιναν το 1924-25, 1954-56 και μετέπειτα, βρέθηκε τεραστίων διαστάσεων βασιλική, των αρχών του 5ου αιώνα, στο έσω κλίτος της οποίας ανακαλύφθηκε μαρμαροεπένδυτος τάφος, που προφανώς ανήκει στον Άγιο Επιφάνιο.
Στην καρδιά της Βασιλικής του Αγίου Επιφανίου υπάρχει υπόγεια Κατακόμβη- Εκκλησία και ο τάφος του Αγίου όπου κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας της κυριωνύμου εορτής, στις 12 Μαΐου, ανέβλυζεν ευώδες αγίασμα πλήρες ιάσεων, «τοις πίστει προσιούσιν».
Ο Άγιος Επιφάνιος υπήρξεν ονομαστός, από τότε που ζούσε, για την αγιότητα του βίου του, τα πάμπολλα και μεγάλα θαύματά του, την ευρυμάθειά του και προπαντός τις αντιαιρετικές συγγραφές – διδαχές και ομιλίες του -«στύλος ο ίδιος και εδραίωμα της Αληθείας». Είναι ο τύπος μιας μοναδικής Χρι­στιανικής συνθέσεως στον Δ΄αιώνα. «Η συμβολή του Αγίου Επιφανίου είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν αποτελεί υπερβολή, αν λέγαμε, ότι η μελέτη των τριαδολογικών θεμάτων του Δ’ αιώνα είναι ελλειπής, αν δεν ληφθή υπόψη και το έργο του Αγίου Επιφανίου». Βρίσκεται στο μεταίχμι της ασκητικής παραδόσεως των Μοναχών της Ανατολής (Αιγύπτου, Σινά, Παλαιστίνης, Συρίας, Μεσοποταμίας, Περσίας, Μικράς Ασίας, Κύπρου κ.ά.).
Οι συγκεκριμένες και συχνές επαφές και σχέσεις του με τους Αγίους Τόπους και η πλατειά μόρφωσή του («πεντάγλωσσος» και πολυμαθής), τον είχαν από πολύ ενωρίς καθιερώσει στη συνείδηση του λαού του Θεού ως Μέγα Ιεράρχη και Άγιο. Σύμφωνα πάλιν με τον Άγιο Ιερώνυμο είναι «πατέρας όλων των επισκόπων και το τελευταίο λείψανο της αρχαίας ευσέβειας…». Η μορφή του και η ευχή και η πύρινη ικετηρία του ας μας συνοδεύουν και εμπνέουν στους δύστηνουs και πονηρούς καιρούς της συγχύσεως, των αιρέσεων και της των πάντων αλλοτριώσεως, ίνα και ημείς μ’ εκείνον το αυτό φρονούμεν!…Ας ακούσουμε την πιο κάτω παραίνεση – υποθήκη του Αγίου  Αποστόλου Παύλου, που εκφράζει πλήρως το πνεύμα του Αγίου Επιφανίου: «Στήκετε εν ενί πνεύματι, μιά ψυχή συναθλούντες τη πίστει του Ευαγγελίου, και μη πτυρόμενοι εν μηδενί υπό των αντικειμένων, ήτις αυτοίς μεν εστιν ένδειξις απωλείας, υμίν δε σωτηρία και τούτο από Θεού· ότι υμίν εχαρίσθητο υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν, τον αυτόν αγώνα έχοντες, οίον είδετε εν εμοί και νυν ακούετε εν εμοί…».
Ενώ ακόμα ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόταν εν ζωή, αλλά και μετά την προς Κύριον εκδημία του, ενήργησε στο να συντελεστούν πολλά «θεοσημεία» και θαύματα, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Νάχουμε την ευχή και πύρινη ικετηρία του να μας συνοδεύει εν παντί.
(Αρχ. Επιφανίου Ευθυβούλου, Αγίου Επιφανίου Κύπρου, Ανέκδοτη πνευματική ομιλία Περί Χριστιανικής Πολιτείας και Διαγωγής, εκδ. «Ορθόδοξο Πνευματικό Κέντρο Λεμεσού»)
πηγή

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ο Βλάχος, ο αγωνιστής της αξιοπρέπειας


Μαρτύρησε στις 12 Μαΐου 1662
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης καταγόταν από την Βλαχία, γι’ αυτό και ονομάζεται Βλάχος.
Βλαχία εννοούμε μία από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, Μολδαβία και Βλαχία. Την εποχή εκείνη ο Βοεβόδας (ηγεμόνας) Μίχνα επανεστάτησε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω της βαριάς φορολογίας. Ο Σουλτάνος όμως έστειλε τους συμμάχους του Τατάρους μαζί με τον δικό του στρατό και κατέστειλαν την επανάσταση. Ο Βοεβόδας έφυγε και οι Τούρκοι με τους Τατάρους κατέστρεψαν τα πάντα και πήραν σκλάβους πλήθος ανδρών και γυναικών.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Άγιος Ιωάννης. Ένα όμορφο αγόρι, ηλικίας 15 ετών, από αρχοντική γενιά. Βλέποντάς τον κάποιος στρατιώτης Τούρκος τον αγόρασε με σκοπό να κοιμάται μαζί του. Ο Άγιος αντέδρασε και δεν δεχόταν να εκπληρώσει την επιθυμία του κυρίου του. Για να πετύχει τον σκοπό του ο Τούρκος στρατιώτης τον έδεσε σε ένα δέντρο και τον υπέβαλε στους έσχατους εξευτελισμούς. Μη μπορώντας να αντέξει την καταισχύνη ο Ιωάννης βρήκε ευκαιρία και σκότωσε τον αφέντη του. Τον συνέλαβαν οι συστρατιώτες του κυρίου του, τον έδεσαν και τον πήγαν στην Πόλη, στη σύζυγο του σκοτωμένου στρατιώτη. Εκείνη, με τη σειρά της, τον παρέδωσε στον βεζίρη, στον οποίο ο Άγιος ομολόγησε την αλήθεια. Ο βεζίρης τον έδωσε πίσω στη γυναίκα να τον κάνει ό,τι θέλει. Η κυρία, βλέποντάς τον τόσο όμορφο, προσπαθούσε με ποικίλους τρόπους να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος και να τον παντρευτεί. Του υποσχόταν μάλιστα ολόκληρη την περιουσία της και διάφορες τιμές. Όταν ο Άγιος τ’ άκουσε όλα αυτά έκανε το σημείο του σταυρού και παρακαλούσε τον Χριστό να τον κρατάει σταθερό στην πίστη.
Αφού αρνήθηκε τις προτάσεις της κυρίας του, εκείνη τον παρέδωσε στον έπαρχο, ο οποίος, με τη σειρά του, τον έκλεισε στη φυλακή και διέταξε να τον βασανίσουν.
Του έκαναν φριχτά βασανιστήρια, τα οποία δεν αναφέρονται στο συναξάρι. Αναφέρεται μόνο η παρατήρηση ότι και να τα σκεφτεί ο άνθρωπος φρίττει. Κατά τα βασανιστήρια δεν παρέλειπε η άσεμνη εκείνη γυναίκα να πηγαίνει κάθε μέρα στη φυλακή και να τον προτρέπει σε εξωμοσία με σκοπό τον γάμο μαζί της.
Αντιλαμβανόμενος τελικά ο βεζίρης πως ο Άγιος παρέμενε σταθερός στην πίστη του Χριστού και αντιστεκόταν γενναία σε όλες τις επιθέσεις και του πόνου και της ηδονής διέταξε την εκτέλεσή του.
Τον απαγχόνισαν στο Παρμάκ Καπί κοντά στο Μπεζεστένι (κλειστή αγορά) και έτσι έλαβε ο μακάριος τον στέφανο της αθλήσεως από το χέρι του αθλοθέτου Κυρίου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...