Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ἀναστασίου Παρούτογλου Πρωτοπρεσβυτέρου
Δύο εἶναι οἱ βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες ἔχει στηριχθεῖ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἡ μία εἶναι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ γραμματεία καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη, παράδοση καὶ θεολογία. Ἡ σχέση ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς δύο τρόπους σκέψης καὶ ζωῆς, τὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν χριστιανικό, ξεκίνησε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων βγῆκε ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ ἰουδαϊκά του ὅρια, γιὰ νὰ ἐξαπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸν ρωμαϊκὸ κόσμο. Ἡ ἑλληνιστικὴ κοινὴ ἦταν ἡ γλῶσσα, ποὺ ἔγινε τὸ ἀναντικατάστατο ὄχημα γιὰ τὴν πρώτη αὐτὴ μετάδοση
καὶ ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, οἱ δύο αὐτοί, ἀρχικὰ ξένοι καὶ ἀντιφατικοὶ μεταξύ τους τρόποι σκέψης καὶ ζωῆς, βρῆκαν πολὺ περισσότερα κοινὰ σημεῖα ἀπὸ ὅσα
φαίνονταν στὴν ἀρχή. Ἔχουν συνδεθεῖ τόσο ἄρρηκτα μεταξύ τους, ὥστε μέχρι μόλις πρὶν ἀπὸ λίγες δεκαετίες, ἐθεωρεῖτο ἀδιανόητο νὰ ἀποκαλεῖται κάποιος Ἕλληνας ἢ νὰ χαρακτηριστεῖ ἑλληνικὴ μία πολιτιστικὴ δημιουργία, ἕνα κείμενο ἢ μία εἰκόνα, ἐὰν δὲν εἶχε ἄμεση σχέση, ἀναφορὰ καὶ προέλευση ἀπὸ τὸν ἑλληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, ἀπὸ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση.
Τὸ ἑλληνικὸ σύνταγμα ἀναγνωρίζει τὴ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὡς τὴν ἐπίσημη καὶ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴ χώρα μας. Στὴν Ἑλλάδα δηλαδὴ ὑπάρχει μὲν ἀνεξιθρησκία, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐπίσημα ἀναγνωρισμένη ἐπικρατοῦσα θρησκεία, τὴν ὁποία τὸ κράτος ἔχει δεσμευθεῖ νὰ προστατεύει ὡς παράδοση τοῦ ἔθνους, ὡς ἀναπόσπαστο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ ἔθνους. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα νομικὰ κατοχυρωμένο καθεστώς, οὔτε βασίζεται ἀποκλειστικὰ στὸ ποσοστὸ τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ θρησκεύματος στὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό.
ELLHNISMOS K ORTHODOJIA
Ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν αἰώνων ἱστορίας τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του καὶ ἡ ἑλληνορθοδοξία ἔχει ἐμπεδωθεῖ στὸ διάβα τῶν αἰώνων ὡς ἀδιάσπαστη ὑπαρξιακὴ ὀντότητα. Ὁ Ἕλληνας ξέρει νὰ ἀγαπᾶ τὴν ὀρθόδοξη πατρίδα του, νὰ τὴν ὑπερασπίζεται καὶ νὰ δίνει ἀκόμη καὶ τὴ ζωή του γι’ αὐτήν.
Ἡ ἔννοια τῆς πατρίδας εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς θρησκείας, διότι σ’ αὐτὴν ὑπάρχουν τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς πίστεώς μας. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀρχαῖοι
πρόγονοί μας ἔδιναν μία ἱερότητα στὴν ἔννοια τῆς πατρίδος καὶ αὐτὸ τὸ τονίζει ὁ σοφὸς Σωκράτης: «Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἐστὶν ἡ πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον » (Καὶ ἀπὸ τὴ μητέρα ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Ἀναστασίου Παρούτογλου
Πρωτοπρεσβυτέρου καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα κι ὅλους γενικὰ τοὺς ἄλλους προγόνους πιὸ πολύτιμο ἀγαθὸ εἶναι ἡ πατρίδα καὶ πιὸ σεβαστὸ καὶ πιὸ
ἱερό … ).
Ὁ δὲ στρατηγὸς Μακρυγιάννης στὰ Ἀπομνημονεύματά του ἔγραφε: «Γλυκύτερον πρᾶγμα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία». Καὶ ὁ
Κωστὴς Παλαμᾶς γράφει μὲ τόλμη: «Δὲν ζεῖ χωρὶς πατρίδα ἡ ἀνθρώπινη ψυχή». Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι στὴν πατρίδα ἐμπιστευόμαστε τὴ ζωή μας, τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν μας, τὴν τιμή μας, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας. Γι αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ ἔχουμε ἐθνικὴ συνείδηση. Διότι ἡ ἐθνικὴ συνείδηση δηλώνει κοινοὺς ἀγῶνες, κοινὴ γλῶσσα καὶ θρησκεία καὶ κοινὲς παραδόσεις.
Ἡ ἐθνικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση πρέπει νὰ πορεύονται μαζί, ὅπως ἡ ἑνότητα ἑνὸς ἔθνους καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό, ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ θεῖο. Καὶ οἱ δύο μαζὶ ὁδηγοῦν στὴν ὁμόνοια ἑνὸς ἔθνους. Τὸ παρελθὸν τῆς Ἑλλάδος εἶναι λαμπρὸ μὲ τὶς ἡρωικὲς μορφές της, ποὺ τὴν διέκριναν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου. Οἱ ἱερὲς παραδόσεις ἐξυψώνουν τὴν ἐθνικὴ συνείδηση γιὰ νέους ἀγῶνες καὶ θυσίες. Ἡ πίστη στὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ ἐμπνέει τὸ πνεῦμα τῆς ἅμιλλας, τῆς ἑνότητας καὶ συνεργασίας ποὺ ξυπνᾶ τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀτομικῆς εὐμάρειας. Ἂς ξεχάσουμε τοὺς φανατισμούς μας, τὶς μισαλλοδοξίες, τὶς ἀδικίες καὶ τὰ μίση ποὺ διασποῦν τὴν ἑνότητά μας, διότι ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι τίποτε καλὸ δὲν ἔχουμε ἐπιτύχει μὲ τὶς διχόνοιες. Ὅπως προέτρεπε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τοὺς Ἕλληνες, «νά ‘στε μονιασμένοι». Ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν πάντοτε παράγοντας ἑνότητας, εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως τῶν Ἑλλήνων, διότι κηρύττει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Βλέπει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σέβεται προσφέροντάς του τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς θεανθρώπινες ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία στοχεύει νὰ δημιουργήσει ὥριμους καὶ ὑπεύθυνους ἀνθρώπους μὲ ὑψηλοὺς σκοπούς, ὥστε νὰ συμβάλουν γιὰ μία καλύτερη κοινωνία, ἡ ὁποία νὰ ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀξίες τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης. Ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουμε τὴν προσωπικὴ εὐθύνη γιὰ ὀρθόδοξο καὶ ἑλληνικὸ ἦθος. Καὶ τὰ δύο μαζὶ νὰ συμπορεύονται καὶ νὰ κατευθύνουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἕλληνα σὲ νέους ἀγῶνες καὶ θυσίες. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν ἀναπτύξει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ μεγάλη ἀξία τῆς θρησκείας καὶ τῆς πατρίδος. Μπορεῖ νὰ αἰσθανόμαστε ἀδύναμοι μπροστὰ στὶς δυνάμεις τῶν μεγάλων ἐθνῶν, στὶς ὑπεράριθμες στρατιὲς ἄλλων χωρῶν, ἀλλὰ ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι 12.000 στρατιῶτες ποὺ εἶχαν μείνει στὰ τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ τὸν πατριάρχη Σέργιο καὶ τὸ στρατηγὸ Βῶνο πολέμησαν τὶς μυριάδες τῶν Περσῶν καὶ τῶν Ἀβάρων, ποὺ κτυποῦσαν ἀλύπητα τὰ φρούρια τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα. Ἡ νίκη τῶν βαρβάρων ἦταν σίγουρη, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ὑπολογίσει τὴν πίστη τῶν ὀλιγάριθμων Χριστιανῶν.  Ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα Της καὶ ὡς Στρατηγὸς διηύθυνε τὸ στράτευμα, προσθέτοντας τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ κατατροπώνοντας τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις τῶν Περσῶν καὶ τῶν Ἀβάρων. Ἡ δύναμή μας εἶναι ἡ πίστη μας στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὡς Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς θὰ ὁδηγήσει τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴ μικρὴ Ἑλλάδα καὶ σὲ ἄλλα θαύματα, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε σταθεροὶ στὴν πίστη καὶ στὰ ἰδανικά μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς πορευόμενοι μαζὶ δίνουν μήνυμα καὶ πρόσκληση στὸν σύγχρονο κόσμο, προσφέροντας τὶς παραδόσεις καὶ τὴν πνευματικὴ κληρονομιά της. Πάντοτε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπῆρξαν ἑνωμένοι καὶ αὐτὸ δηλώνεται μὲ τὴν σφραγῖδα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς δίνουν πάντοτε τὴ δική τους μαρτυρία σὲ ὅλον τὸν κόσμο, προβάλλοντας τὶς πνευματικές τους ἀξίες στὸ δυτικὸ τρόπο
ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἀποχαυνώνει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ προξενεῖ μία νέα ἀπαξία, τοῦ μηδενισμοῦ καὶ τῆς στείρας λογικῆς.
Ἡ μὲν Ὀρθοδοξία ἐκτὸς ἀπὸ μία μυστηριακὴ ἐκκλησιολογικὴ ἑνότητα, δημιουργεῖ ἕνα συγκροτημένο ἄνθρωπο μὲ ὀρθόδοξο ἦθος. Ὁ δὲ Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν
πολιτισμό του προσφέρει ἕνα κοινωνικὸ γίγνεσθαι στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν λαβύρινθο τῶν ἀδιεξόδων ποὺ μαστίζουν τὴν κοινωνία. Ἡ ορθοδοξία προβάλλει τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ἑλληνισμὸς τὴν ἀκρόπολη τῶν ἀξιῶν, τὴ Δημοκρατία μὲ ὅλα τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα της. Ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τὴν λατρεία της ἑνώνει τὸν πιστὸ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ νικήσει τὶς δυνάμεις τῆς ἁμαρτας καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει πλέον στὴ θεία ζωὴ τοῦ καινοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἑλληνισμὸς προβάλλει τὴν ἀρετὴ τοῦ Σωκράτη, τὴν ἠθικὴ τοῦ Πλάτωνα, τὴν ἀνδρεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ σοφῶν ἀνδρῶν. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ἑλλάδος, προσβάλλοντας τὴν ἐθνικὴ συνείδησή μας μὲ τὸ νὰ ἀλλοιώνουν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία. Ἐπίσης ἐσωτερικοὶ ἐχθροὶ ποὺ προσβάλλουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, προβάλλοντας ξενόφερτα πρότυπα ζωῆς, ἰδέες καὶ δοξασίες ἄλλων χωρῶν. Προσπαθοῦν μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ μειώσουν τὴ δύναμη τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ δεσμεύσουν τὴν ἐλευθερία τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ. Στὴν Ἑλλάδα γεννήθηκαν ὁ λόγος καὶ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ Ἑλλάδα μεγαλούργησε, γιατί πίστευε σὲ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ ἀξίες ποὺ τὴν διέ
κριναν ἀπὸ τὶς ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου. Καὶ σήμερα, ἂν ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑψώσουμε τὴ φωνή μας τόσο σὲ ξένους ἐπιβουλεῖς ὅσο καὶ σ’ ἐκείνους, ποὺ ζητοῦν νὰ σκλαβώσουν τὴ θρησκευτικὴ πίστη μας εἴτε σὲ μία ταυτότητα ἢ σὲ ξενόφερτες παραθρησκεῖες καὶ αἱρέσεις, ποὺ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ παράδοση. Γιατί, εἶναι ἀλήθεια, πὼς ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς δέχονται ἀπίστευτο πόλεμο καὶ ἀμφισβήτηση στὴν πατρίδα μας, γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ φαινόμενο σαφοῦς παρακμιακοῦ σκοταδισμοῦ. Οἱ ἐκφραστές του προφανῶς δὲν ἔλαβαν ὑπ
ὄψιν τὶς ἐπισημάνσεις ἑνὸς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Ρώσων Θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰῶνα, τοῦ π. Γεωργίου Φλορόφσκι, ὁ ὁποῖος διεκήρυττε ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ὑπῆρξεν ὁ θεματοφύλαξ τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ αὐτὸ τὸ δημιουργικὸν πνεῦμα τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ πρέπει νὰ  αναζητῶμεν. Ἂς γίνωμεν περισσότερον Ἕλληνες, διὰ νὰ ἀποβῶμεν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί». Τὶς σωτήριες συνέπειες γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἐπισημαίνει ξεκάθαρα ὁ ἀείμνηστος πολιτικὸς καὶ ἱστορικὸς Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Τὸ θαῦμα ποὺ σήμανε ἡ ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔσωσε καὶ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς Ἑλλάδος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαμορφωθεῖ ὁ κόσμος, ὅπως τὸν ξέρουμε, ἂς ποῦμε ὁ δυτικὸς κόσμος. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸν Χριστιανισμὸ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα θὰ εἶχε ταφεῖ καὶ χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου». Σὲ μιὰ ἐποχή, λοιπόν, ποὺ ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς ἀντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας, πέρα ἀπὸ τὰ τεχνικά, αἱρετικὰ καὶ κτιστὰ διλήμματα, ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς σώθηκε μέσα στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς μίλησε ἑλληνικά.
Μόνο ἔτσι ὡς Ἕλληνες Χριστιανοὶ θὰ ἀντιμετωπίσουμε δημιουργικὰ τὴν ψευδῆ διδασκαλία τοῦ νεοπαγανισμοῦ καὶ τῆς «ἀρχαιολατρείας», ἡ ὁποία ἐπιδι
-ώκει νὰ γκρεμίσει τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας καὶ τὸ πολιτισμικό μας ὑπόβαθρο καὶ νὰ ἐπιβάλει τὸ δικό της ἰσοπεδωτικὸ «πολιτισμὸ» καὶ βέβαια τὴ νέα πανθρησκεία τῆς σύγχρονης Βαβέλ, στὴν ὁποία δὲν θὰ ὑπάρχει θέση γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου (Ζηζιού
λα), Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα καὶ ἑλληνικὴ Ὀρθο
δοξία, περιοδ. Εὐθύνη, τ. 167/1985.
-Ἀρχιμ. Δαμιανοῦ Ζαφείρη, Ἑπτὰ Λόγοι στοὺς
Χαιρετισμούς,
ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία,
Ἀθήνα, 1998.
-Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός. Ἐκδόσεις Ἱ.Μ.
Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος.
-«Ὀρθόδοξος Παρατηρητής», Περιοδικὸ Ἀρχι
επισκοπῆς Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς, Ἰα
νουάριος, 1957.
-Ἰωάννου Δανδουλάκη, Ἑλληνισμὸς καὶ
Ὀρθοδοξία.
-Παναγιώτου Κανελλοπούλου, Ὁ Χριστια
νισμὸς καὶ ἡ ἐποχή μας

Μνημονεύοντας ψυχές σε ένα ταπεινό αγιορείτικο κελλάκι…

Μνημονεύοντας ψυχές σε ένα ταπεινό αγιορείτικο κελλάκι…
Του π. Θωμά Ανδρέου
Πριν από πολλά χρόνια, βρέθηκα στο Άγιον Όρος παρακολουθώντας μια αξέχαστη Θεία Λειτουργία σε ένα ταπεινό κελλάκι, με λειτουργό, ευλαβή Ιερομόναχο, αγιασμένη ψυχή που πλέον αυλίζεται εις τόπους,ένθα των δικαίων τα πνεύματα αναπαύονται...
 Νέος παπάς ο γράφων, άγευστος ακόμα της μεταμορφωτικής εμπειρίας του πολιού και σεβασμίου λειτουργού, που κρυμμένος σχεδόν μέσα στο μισοσκόταδο, στέκονταν ευθυτενής παρά το βάρος του χρόνου που αγόγγυστα στους ώμους του κουβαλούσε και τον έβλεπα να μνημονεύει ψυχές, με ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του που έτρεμαν προφέροντας σχεδόν μυστικά τα ονόματα των ανθρώπων...
Το μοναδικό κερί που είχε κοντά του, του προσέφερε μια οριακή ματιά σε αυτό που μπορούσε ο καθένας μας να δει όσο το φως του κεριού που τρεμόπαιζε, πολεμούσε να αποδιώξει το μεταμεσονύκτιο σκοτάδι.

Εκείνος, κυπαρίσσι που ο αγέρας της ζωής δεν κατάφερε να ρίξει στην γη, έστεκε κοιτώντας το δισκάριο και μνημόνευε για ώρες, διακόπτοντας μόνο όπου η ακολουθία επέβαλλε την διακοπή για τις εκφωνήσεις. Τον κοίταζα με προσοχή, να διαβάζει ατέλειωτα ονόματα και κάπου, κάπου έβλεπα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του. Πλησίασα αθόρυβα κοντά του, από την μια να καταστώ κοινωνός αυτής της δωρεάς του Θεού, μνημονεύοντας ονόματα δικά μου και από την άλλη να παρακολουθήσω αυτό που εκείνος, την στιγμή αυτή ζούσε. Με κοίταξε σε κάποια στιγμή και μου είπε:

-Παπά -Θωμά, καλύτερα να θυμάσαι πιο πολύ τους κεκοιμημένους παρά τους ζωντανούς....
Δεν πολυκατάλαβα το νόημα του λόγου του, συνέχισα να μνημονεύω, χωρίς να μπορώ να αντιληφθώ τι ζούσε εκείνος! Σε κάποια στιγμή, η μνημόνευση ολοκληρώθηκε, έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πήγα, δειλά- δειλά κοντά του, με την αναζήτηση του αρχαρίου που αποζητά να μάθει και τον ρώτησα:
-Γιατί γέροντα περισσότερο τους κεκοιμημένους;
Την ώρα εκείνη δεν μου απάντησε. Και αυτό, ήταν μια επιβεβαίωση της δικής μου απειρίας, να τον ρωτήσω, πράγματα που βλέποντας τα, δεν μπορείς να τα καταλάβεις. Ωστόσο, τελειώνοντας η Θεία Λειτουργία, ο σεβάσμιος Γέροντας, με πλησίασε και μου είπε:

«Όταν πρωτόρθα, στ' Αγιονόρος , πριν από πολλά χρόνια, μικρότερος από σένα στην ηλικία, είχα την ευλογία να έρθω κοντά στον μακαριστό Πνευματικό Παπά- Τύχωνα. Έτυχε, κάποια στιγμή, ένας από τους πατέρες ενός διπλανού κελλίου να κοιμηθεί αιφνιδίως. Ο παπά- Τύχωνας, θέλησε να τον σαρανταλειτουργήσει. Κάθε μέρα, τελούσε την Θεία Λειτουργία μνημονεύοντας ονόματα, χιλιάδες ονόματα, ιδιαίτερα όσων δεν είχαν πλέον κανέναν να τους θυμάται, αλλά πρώτα του αδελφού που πέρασε την πύλη του Ουρανού.

Τελειώνοντας το σαρανταλείτουργο, στην τελευταία λειτουργία, το είδα αυτό που σου λέω, λίγο πριν βάλει το «δι ευχών» στάθηκε κοιτώντας την προσκομιδή. Η περιέργεια με οδήγησε να κοιτάξω και γω με τρόπο, να δω τι κοιτούσε. Και είδα ξεκάθαρα τον κοιμηθέντα να στέκει γονατιστός μπροστά στον Παπά- Τύχωνα, να βάζει μετάνοια, σαν να του λέει ευχαριστώ και ξάφνου να χάνεται από μπροστά του... Το είδα παιδί μου, και αυτό δεν έφυγε ποτέ από την μνήμη μου. Κάθε φορά που στέκω μπρος στην προσκομιδή, θυμάμαι τον Γέροντα και την ψυχή που ήρθε να τον ευχαριστήσει...»

Πέρασαν χρόνια από τότε. Και στην σειρά των παλαιών που ολοκλήρωσαν την αποστολή τους στο Άγιο Βήμα, μπήκαμε οι νεότεροι...
Και όταν στέκω μπρος στην προσκομιδή, θυμάμαι τον ευλαβή λειτουργό του Θεού, θυμάμαι την απέριττη Θεία Λειτουργία, στο Αγιορείτικο Κελί και ευχαριστώ τον Θεό γιατί μέσα στις πολλές δωρεές, έδωσε και τούτη τη Χάρη. Να στέκεις μεταξύ ουρανού και γης και να ενώνεις δυο κόσμους, των φθαρτών και των αιωνίων....
πηγή

Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας







Βαθειὰ μελαγχολία αἰσθάνεται κανένας, βλέποντας μὲ πόση ἀγάπη καὶ μὲ τί ζῆλο καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι νὰ χτίσουνε τὰ σπίτια τους καὶ τὰ ἐξοχικά τους, νὰ τὰ στολίσουνε ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσα, νὰ βάλουνε ἔμορφα ἔπιπλα, ἀκριβὰ χαλιά, βιβλιοθῆκες, ἔργα τῆς τέχνης, πολυέλαια καὶ πολύφωτα, νὰ φυλάξουνε στὰ ντουλάπια τὰ καλὰ τὰ ροῦχα τους, τὰ δικά τους καὶ τῶν παιδιῶν τους, νὰ στολίσουνε τὶς κάμαρες μ’ ἕνα σωρὸ ἀγαπημένα πράγματα, ποὺ τὰ ξεσκονίζουνε μὲ προσοχὴ μὴν τύχει καὶ πάθουνε τίποτα, νὰ περιποιηθοῦνε τοὺς κήπους τους, μ' ἕναν λόγο νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι, οἱ καημένοι, μ' ὅλη τὴν ψυχή τους στὸ νὰ κάνουνε τὴν κατοικία τοὺς εὐχάριστη, γιὰ νὰ περάσουνε καλὴ ζωὴ μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ μὲ τοὺς φίλους τους.

Σὰν καθήσουνε στὸ τραπέζι μὲ τὰ καλὰ τὰ φαγητὰ καὶ μὲ τὰ πιοτά, λάμπουνε τὰ πρόσωπά τους, τὰ στόματά τους δὲν σωπαίνουνε ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ νοιώθουνε, καὶ σὰν ἀποφᾶνε, πιάνουνε τὰ τραγούδια καὶ τὰ ἀστεῖα. Πολλοὶ παίζουνε χαρτιὰ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ τὸ πρωὶ εἶναι σὰν ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔχουνε μανία μὲ τὶς πίπες, ἄλλοι μὲ τ’ αὐτοκίνητα, ἄλλοι μὲ τὸ ψάρεμα, ἄλλοι μὲ τὸ κυνήγι, ἄλλοι μὲ τὰ θέατρα, ἄλλοι μὲ τὰ ἀθλητικὰ κι ἄλλοι μὲ ἄλλα.

Στὴ συνοικία ποὺ κάθουμαι, τὸ κάθε σπίτι ἔχει κι ἕναν κῆπο, μικρὸν ἢ μεγαλύτερον. Καμμιὰ φορὰ κάνω ἕναν μικρὸν περίπατο κι ἐκεῖ ποὺ σιγοπερπατῶ, κυττάζω τὰ διάφορα σπίτια. Τὸ καθένα ἔχει τὴ φυσιογνωμία του. Τὰ περισσότερα εἶναι περιποιημένα, βαμμένα μὲ ἔμορφα χρώματα, μὲ καλοκαμωμένες πόρτες καὶ παράθυρα, μὲ ἀερικὲς βεράντες, κι ἂν εἶναι κανένα παράθυρο ἀνοιχτό, βλέπεις ἀπὸ μέσα, σὲ κάποια ἀπ' αὐτά, κανένα συμπαθητικὸ ἔπιπλο, καμμιὰ παλιὰ βιβλιοθήκη, δύο τρία κάντρα καλά, ποὺ ἀνάμεσά τους βρίσκεται καὶ καμμιὰ προσωπογραφία. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτα νοιώθεις πὼς ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει οἰκογενειακὴ ἱστορία, πὼς περάσανε κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦνε, αὐτοὶ ποὺ φτιάξανε ἐκείνη τὴ ζεστὴ φωλιὰ μὲ τὰ καθέκαστά της, ποὺ τ' ἀγαπήσανε πολύ, μὰ ποὺ μ' ὅλη τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ τοὺς δίνανε, ἦρθε μία μέρα ποὺ τ' ἀφήσανε καὶ φύγανε βιαστικά, δίχως νὰ κυττάξουνε πίσω τους.

Σὰν ἀρχίζει ἡ ἄνοιξη ξώλαμπρα κι ἡ καρδιὰ μας καταλαβαίνει πιὸ γλυκὰ τὴ ζωή, στέκουμαι γιὰ μιὰ στιγμὴ κοντὰ στὸν τοῖχο τοῦ κήπου κανενὸς σπιτιοῦ, ποὺ ἔχει πολλὰ λουλούδια ποὺ μοσχοβολᾶνε. Ἂν εἶναι Κυριακὴ ἢ γιορτή, ὁ σπιτονοικοκύρης σκάβει, κλαδεύει, ποτίζει, περιποιέται τὰ λουλούδια, ἀφωσιωμένος στὴ δουλειά του, εὐτυχισμένος. Πολλὲς φορὲς τὸν βοηθᾶ ἡ γυναίκα του, ὁ γυιός του ἢ ἡ κόρη του. Βλέπεις καὶ χαίρεσαι τὴν εἰρηνικὴ ζωὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων κι ἀπὸ μέσα σου παρακαλεῖς τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ τὴ χαροῦνε.

Μά, τὴν ἴδια στιγμή, ἔρχεται στὸν νοῦ σου ἡ σκέψη πὼς ὅλα αὐτὰ στέκουνται στὸν ἀγέρα, καὶ φτάνει ἕνα φύσημα γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦνε ὅλα καὶ τ' ἀναπαυτικὰ σπίτια κι οἱ ὡραῖοι κῆποι καὶ οἱ χαρούμενες συναναστροφὲς καὶ τὰ πλούτη, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τάχουνε. Μιὰ μαύρη ἀντάρα σκεπάζει τὴν καρδιά μου, ἡ σκέψη τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ θολώνει τὰ μάτια μου καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια κυττάζω ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ λουλούδια τοῦ μαντρότοιχου ἐκείνους τοὺς εὐτυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένοι στὴν εὐτυχία τους, ἀνύποπτοι ἀπ' ὅ,τι συλλογίζουμαι κι ἀπ' ὅ,τι γίνεται γύρω τους. Μπορεῖ νὰ περάσω ἀπὸ δῶ ὓστερ' ἀπὸ λίγες μέρες καὶ νὰ δῶ κολλημένο δίπλα στὴν πόρτα ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τὴ μαύρη κορνίζα.

Λοιπόν, πῶς νὰ μὴν ἀναστενάξεις, πῶς νὰ ψευτογελάσεις τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα ὅσα κάνει κι ὅσα ἀγαπᾶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο εἶναι κρεμασμένα ἀπάνω σ' ἕνα ἀνεμοδαρμένο καλάμι μὲ μία τρίχα τῆς ἀράχνης; Ἀλλοίμονο! Δὲν ὑπάρχει τίποτα σίγουρο σὲ τοῦτον τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο! Καλὰ τὰ εἴπανε ὅλα ἴσκιους, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα. Τὴ ματαιότητά τους τὴν παράστησε καλὰ ὁ προφήτης Δαυὶδ καὶ πιὸ καλὰ ἀκόμα ὁ γυιὸς του ὁ Σολομώντας. «Ἐγώ, λέγει, ἔγινα βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ κι ἔδωσα τὴν καρδιά μου στὸ νὰ ἐρευνήσω καὶ νὰ ἐξετάσω μὲ σοφία ὅλα ὅσα γίνουνται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γιατί ὁ Θεὸς ἔδωσε μία πικρὴ συλλογὴ ποὺ τρώγει τοὺς ἀνθρώπους. Εἶδα λοιπὸν ὅλα τὰ χτίσματα ποὺ ἔγιναν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα καὶ πόθος τῆς ψυχῆς... Κι ἐγὼ ἔχτισα παλάτια, φύτεψα ἀμπέλια, ἔκανα κήπους καὶ περιβόλια καὶ ἔβαλα μέσα κάθε λογῆς δέντρο. Ἔκανα βρύσες, συντριβάνια, ἀπόχτησα ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες καὶ κοπάδια ζῶα τόσα πολλὰ καὶ μεγάλα, ποὺ δὲν τὰ εἶχε κανένας ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ μένα. Μάζεψα χρυσάφι κι ἀσήμι, πλούτη πολλῶν βασιλιάδων. Εἶχα τραγουδιστάδες καὶ τραγουδίστριες ποὺ εὐφραίνουνε τοὺς ἀνθρώπους, κεραστὲς καὶ κεράστριες ποὺ κερνούσανε τὰ πιοτά. Ἔγινα μεγάλος βασιλιὰς καὶ μεγάλωσα παραπάνω ἀπ’ ὅσους σταθήκανε πρὶν ἀπὸ μένα στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀπόχτησα καὶ σοφία. Κι ὅ,τι ζητήξανε τὰ μάτια μου δὲν τοὺς τὸ στέρησα καὶ τὴν καρδιά μου δὲν τὴν μπόδισα ἀπὸ καμμιὰ εὐχαρίστηση κι ἀπολαψη. Καὶ γύρισα καὶ κύτταξα ἐγὼ ἀπάνω σὲ ὅλα ὅσα ἔκανα καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα».

Ναί. Ὅλα χάνουνται, ὅλα τρίβουνται, ὅλα γίνουνται σκόνη. Ὅλα τὰ καταπίνει ὁ θάνατος. Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὰ δόντια αὐτῆς τῆς ρόδας ποὺ γυρίζει βουβὰ κι ἀλέθει τὰ πάντα.

Καλὰ γιὰ τοῦτα τὰ σπίτια καὶ γιὰ τὰ χειροπιαστὰ ὑπάρχοντά μας, ποὺ χάνουνται καὶ σβήνουνε σ' ἕνα ἀνοιγοκλείσιμο τοῦ ματιοῦ. Μὰ σάμπως ἀντέχουνε περισσότερο στὸ φύσημα τοῦ θανάτου τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ἔργα μας, ποὺ θέλουμε νὰ βροῦμε σ’ αὐτὰ ἀποκούμπι καὶ παρηγοριά, ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ ὑλικά, τὰ χεροπιαστά; Ὡστόσο, καμμία διαφορὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ τοῦτα καὶ σὲ κεῖνα! Τὰ πάντα ματαιότης! Τίποτα δὲν θὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴν καταβόθρα. Μήτε οἱ φιλοσοφίες, μήτε τὰ ποιήματα, μήτε τὰ σοφὰ βιβλία, μήτε τὰ θαυμαστὰ χτίρια, μήτε τὰ ἐξαίσια ἀγάλματα, μήτε οἱ λαμπρὲς ζωγραφιές, ὅλα τοῦτα ποὺ τὰ λέμε ἀθάνατα, μήτε οἱ ἐξουσίες κι οἱ ἄρχοντες, μήτε ἡ δόξα καὶ τὰ φημισμένα ὀνόματα, ποὺ θαρροῦνε ὅσοι τ’ ἀποχτήσανε πὼς γινήκανε ἀθάνατοι, πὼς γλυτώσανε ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση! Ξεγελάσματα καὶ ψευτοπαρηγοριές. Μέσα στὴν καταβόθρα ποὺ τὰ ρουφᾶ ὅλα, θὰ χαθοῦνε μία μέρα κι οἱ Μεγάλοι Ἀλέξανδροι κι οἱ Ὅμηροι κι οἱ Αἰσχύλοι κι οἱ Εὐριπίδηδες κι οἱ Φειδίες κι οἱ Πολύκλειτοι καὶ μαζί τους θὰ ἐξαφανιστοῦνε κι οἱ Παρθενῶνες κι οἱ ἁγιὲς Σοφιὲς κι οἱ Ἰλιάδες κι οἱ Ὀδύσσειες, μ' ἕναν λόγο ὅ,τι βρίσκεται στὸν κόσμο καὶ στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων. Ἄβυσσο βουβὴ κι ἄσπλαχνη θὰ τὰ καταπιεῖ καὶ μὴν περιμένεις καμμιὰ παρηγοριά. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πασκίζουμε νὰ σώσουμε κάτι ἀπὸ τὴ φοβερὴ καταδίκη, γιὰ νὰ τὸ ἔχουμε γιὰ παρηγοριά, ὅπως κάνουμε μὲ τὰ λεγόμενα μεγάλα ἔργα τῆς τέχνης μας, καὶ τὰ λέμε, οἱ δυστυχεῖς, ἀθάνατα, γιατί τὰ διατηροῦμε στὴν ὕπαρξη ἢ στὴ μνήμη μας χίλια εἴτε δύο χιλιάδες χρόνια, ποὺ εἶναι σὰν τὶς λίγες μέρες ποὺ παίρνει χάρη ὁ κατάδικος, ὥς ποὺ νὰ ἔρθει ἡ ὥρα του.

Ὁ κακόμοιρος ὁ ἄνθρωπος φράζει τὰ μάτια του γιὰ νὰ μὴ δεῖ τί τὸν περιμένει. Δὲν ὑπάρχει πιὸ θλιβερὸ πράγμα ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ τὸν θεωροῦνε μεγάλον καὶ ἀπέθαντον καὶ τοῦ ψέλνουνε «Αἰωνία ἡ μνήμη!». Αὐτὸ τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη» τὸ ἀκοῦμε σὰν νὰ λέγει: «Αἰωνία ἡ λήθη καὶ ἡ ἐξαφάνισις».

Βλέποντας λοιπὸν πρῶτα τὸν ἑαυτό μου κι ὕστερα τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ καταγινόμαστε ὅλοι μὲ πρόσκαιρα καὶ ψεύτικα πράγματα καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον ζῆλο σὰν νὰ ἔχουμε νὰ ζήσουμε αἰώνια, κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι: Ἄραγε, μοναχὰ αὐτὰ τὰ ψεύτικα καὶ τὰ πρόσκαιρα πράγματα ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἢ ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα; Τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωση νὰ δίνεται ἀπὸ τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπο σὲ κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ χαθοῦνε σὲ κάθε στιγμή, δὲν εἶναι κρῖμα; Ἂν ἤξερε λοιπὸν πὼς ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα πράγματα, πόση θὰ ἤτανε ἡ εὐτυχία του καὶ τότε ἡ ἀγάπη του σὲ κεῖνα τὰ ἀληθινὰ δὲν θάτανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη;
Ναί, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχουνε ἀλλὰ ἀπὸ τοῦτα τὰ προσωρινά, κάποια ποὺ βρίσκουνται σὲ ἕναν ἄλλον ἀληθινὸν κόσμο, ποὺ τὸν νομίζουνε γιὰ ψεύτικον οἱ δυστυχισμένοι ποὺ εἶναι γαντζωμένοι στοὺς ἴσκιους, γιατί δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι πιὸ σίγουρο ἀπὸ τοὺς ἴσκιους.

Ὤ! Πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ δίνουνε ὅλη τὴ φροντίδα τους στὸ τίποτα! Αὐτοὶ εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποὺ δὲν τὸν πιστέψανε, ἀκούγοντας τὸν νὰ λέγει: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», «Δὲν ἔχουμε, ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ ζωή, πολιτεία ποὺ νὰ μείνει, νὰ βαστάξει ἐπὶ πολὺν καιρό, ἀλλὰ ζητοῦμε ἐκείνη ποὺ βρίσκεται στὴν ἄλλη ζωή». Δὲν ὑπάρχουνε ἐδῶ, σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, μήτε πολιτεῖες, μήτε παλάτια, μήτε σπίτια, μήτε ἄλλα χτίρια, μήτε χτήματα, μήτε παπόρια, μήτε πλούτη, μήτε τίποτα, ποὺ νὰ μὴν εἶναι πρόσκαιρο, ἕτοιμο νὰ χαθεῖ σὲ μία στιγμή. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ ὅλα σ' αὐτὸν εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, γιατί ἀντέχουνε στὴ φθορά, ἐπειδὴ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει μήτε καιρός, μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά, ἀλλὰ ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄφθαρτα, ἀκατάλυτα, αἰώνια, παντοτινὰ καινούρια, παντοτινὰ νέα.

Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτά; Εἶναι ἐκεῖνα ποὺ «μάτι δὲν τὰ εἶδε κι αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνοιωσε ἡ καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστέψανε στὰ λόγια του καὶ τὸν ἀγαπήσανε». Αὐτοὶ δὲν καταγίνουνται μὲ «μάταια καὶ ψευδῆ», μὲ ἴσκιους καὶ μὲ ξεγελάσματα, ἀλλὰ χτίζουνε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο σὲ κεῖνον τὸν ἄλλον ἄλλος σπίτι, ἄλλος παλάτι, ἄλλος πολιτεία, ἄλλος φυτεύει ἀμπέλι, ἄλλος περιβόλι, ἄλλος κῆπο, ποὺ δὲν χάνεται ποτέ. Αὐτοὶ εἶναι «οἱ ἔχοντες ἐλπίδα», γιὰ τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὴ λέγει «μακαρίαν ἐλπίδα», ἐπειδή, ἀληθινά, ὅποιος τὴν ἔχει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, εἶναι μακάριος. Αὐτὸς πατεῖ ἀπάνω στὴ στερεὴ πέτρα ποὺ δὲν θὰ σαλευθεῖ στὸν αἰώνα.

Ὡστόσο, ὅσοι καταγίνουνται μοναχὰ μὲ τὰ πρόσκαιρα τούτης τῆς ζωῆς καὶ δὲν πιστεύουνε στὰ αἰώνια τῆς ἄλλης τῆς ζωῆς, σὰν πεθάνει κανένας χριστιανὸς ποὺ δὲν ἔδωσε πολλὴ σημασία σ' ἐκεῖνα ποὺ ἀφωσιωθήκανε αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι, ἀλλὰ προσπάθησε ν' ἀποχτήσει τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ σίγουρα, ζώντας μὲ τὴν ἐλπίδα τους, σὰν ἀποθάνει λοιπὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, τὸν περιπαίζουνε καὶ λένε πὼς δὲν χάρηκε τοῦτον τὸν κόσμο, ἐπειδὴ εἶχε γυρισμένα τὰ μάτια του στὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι ἀνύπαρχτος γιὰ ἐκείνους ὁπού τὸν περιπαίζουνε. Μὰ πολλὲς φορὲς ὁ χριστιανὸς ποὺ πέθανε μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει καὶ φανερώνεται στοὺς ἄπιστους, ἢ στ' ὄνειρό τους ἢ στὸν ξύπνο τους, ἐρχόμενος ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο καὶ τότε καταλαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι πὼς ἡ ἐξυπνάδα τους ἤτανε ἀνοησία καὶ πὼς ὁ περιγελασμένος ἤξερε καλὰ ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια. Σ' αὐτὰ ἀπάνω, λέγει ὁ Σολομώντας τὰ παρακάτω λόγια:

«Τότε θὰ σταθεῖ ὁ δίκαιος μὲ πολλὴ παρρησία μπροστὰ σ' ἐκείνους ποὺ τὸν πικράνανε καὶ ποὺ λέγανε πὼς κοπίαζε μάταια. Σὰν τὸν δοῦνε, θὰ ταραχθοῦνε καὶ θὰ φοβηθοῦνε πολὺ καὶ θ' ἀπορήσουνε πῶς γλύτωσε. Τότε θὰ ποῦνε στὸν ἑαυτό τους, μετανοιώνοντας κι ἀναστενάζοντας: Τοῦτος δὲν ἤτανε ποὺ κάποτε τὸν εἴχαμε γιὰ νὰ γελοῦμε καὶ ποὺ τὸν περιπαίζαμε ἐμεῖς οἱ ἄμυαλοι; Τὴ ζωὴ του τὴ θεωρήσαμε γιὰ τρέλλα καὶ τὸ τέλος του γιὰ ἄτιμο; Πῶς λοιπὸν λογαριάσθηκε ἀνάμεσα στὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ κι ἡ κληρονομιά του μὲ τοὺς ἁγίους; Ὥστε πλανηθήκαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης δὲν ἔλαμψε ἀπάνω μας κι ὁ ἥλιος δὲν ἀνατειλε γιά μᾶς. Γεμίσαμε ἁμαρτίες, περπατήσαμε στοὺς δρόμους τοῦ χαμοῦ καὶ πορευθήκαμε σὲ ἐρημιὲς ἀπάτητες, ἀλλὰ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου δὲν τὸν γνωρίσαμε. Σὲ τί μᾶς ὠφέλησε ἡ περηφάνεια; Καὶ τί κερδίσαμε ἀπὸ τὰ πλούτη κι ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία μας; Ὅλα ἐκεῖνα περάσανε σὰν ἴσκιος καὶ σὰν τὴ φωνὴ ποὺ σβήνει καὶ χάνεται. Σὰν τὸ καράβι ποὺ σκίζει τὸ κυματιστὸ νερὸ καὶ ποὺ σὰν περάσει, δὲν μπορεῖ κανένας νὰ βρεῖ κανένα σημάδι του, μήτε τὸ αὐλάκι τῆς καρίνας του μέσα στὰ κύματα. Ἢ σὰν τὸ ὄρνιο ποὺ πετᾶ στὸν ἀγέρα καὶ δὲν ἀφήνει πίσω του κανένα σημάδι ἀπὸ τὸ πέρασμά του, παρὰ χτυπᾶ δυνατὰ τὸν ἀγέρα μὲ τὶς φτεροῦγες του καὶ τὸν σκίζει μὲ βουητὸ καὶ πίσω του δὲν φαίνεται κανένα χνάρι ἀπὸ τὸ πέρασμά του. Ἔτσι κι ἐμεῖς, γεννηθήκαμε καὶ σβήσαμε καὶ κανένα σημάδι ἀπὸ καλὴ πράξη δὲν εἴχαμε νὰ δείξουμε, ἀλλὰ ξοδέψαμε τὴ ζωὴ μας μέσα στὴν κακία μας. Γιατί ἡ ἐλπίδα ποὺ ἔχει ὁ ἀσεβὴς εἶναι σὰν τὸ χνούδι ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος καὶ σὰν τὴν πάχνη ποὺ τὴ σκορπᾶ ἡ ἀνεμοζάλη».

Ἀλλὰ μ' ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ ματαιότητα τούτης τῆς ζωῆς, ἐμεῖς δὲν τὰ πιστεύουμε, καὶ πᾶμε, ἀληθινά, σὰν τοὺς στραβοὺς στὸν Ἅδη. Ἂς φωνάζει ἡ πονετικιὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσιν. Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν. Ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν». (Ματθ. στ', 19). «Ὅπου, λέγει, βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, δηλαδὴ τὰ πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ σᾶς πολύτιμα καὶ τ' ἀγαπᾶτε, ἐκεῖ θὰ βρίσκεται κι ἡ καρδιά σας».


 
***

 
Πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ ἁπλὰ δὲν μποροῦσε νὰ παρασταθῆ ἡ ματαιότητα τούτου τοῦ κόσμου, ἀπ' ὅσο τὴν παρέστησε ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου ποὺ καρπίσανε τὰ χτήματά του καὶ ποὺ ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύου, φάγε, πιές, εὐφραίνου». Μὰ μία νύχτα, ἀναπάντεχα, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ποὺ δὲν τὸν λογαρίαζε ὁλότελα ὁ πλούσιος: «Αὐτὴ τὴ νύχτα ζητοῦνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασες, ποιὸς θὰ τὰ χαρεῖ;». Καὶ λέγει ἔπειτα ὁ Κύριος: «Αὐτὰ θὰ πάθει ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ δὲν φροντίζει ν' ἀποχτήσει τὸν ἄφθαρτο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ καλὰ ἔργα καὶ πίστη σὲ ὅσα λέγει ὁ Κύριος.

Κι ἀκόμα πιὸ ζωηρὰ καὶ καταλεπτῶς μίλησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἕνας πλούσιος, εἶπε, ντυνότανε μ' ἀκριβὰ καὶ μὲ λαμπρὰ φορέματα καὶ διασκέδαζε κάθε μέρα. Ἤτανε κι ἕνας φτωχὸς λεγόμενος Λάζαρος, ποὺ κειτότανε πεταγμένος κοντὰ στὴν πόρτα τ' ἀρχοντικοῦ, πληγιασμένος καὶ πολεμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτανε ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ὅπως βλέπεις, τὸν πλούσιο δὲν τὸν λέγει ὁ Κύριος μὲ τ' ὄνομά του, ἀλλὰ λέγει «ἕνας πλούσιος», ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὅμοιούς του, ἐνῶ τὸ φτωχὸ τὸν τιμᾶ καὶ τὸν λέγει μὲ τ' ὄνομά του, καὶ τ' ὄνομά του εἶναι Λάζαρος, δηλαδὴ τ' ὄνομα τ' ἀγαπημένου φίλου του ποὺ τὸν ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ δείξει τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη του σ' αὐτόν.

Καὶ δὲν ἔφθανε πὼς ἤτανε πεινασμένος ὁ δυστυχισμένος ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ εἶχε καὶ τοὺς σκύλους ποὺ γλείφανε τὶς πληγές του.

Τὸ λοιπόν, πέθανε ὁ φτωχὸς ὁ Λάζαρος καὶ τὸν πήγανε οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. (Ὁ Κύριος λέγει ἀπότομα καὶ μ' ἕναν λόγο πὼς θάφτηκε καὶ τοῦτο, γιατί ἤτανε ἄνθρωπος σαρκικὸς κι ἡ σάρκα θάβεται). Καὶ κεῖ ποὺ βρισκότανε στὸν Ἅδη καὶ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρο στὴν ἀγκάλη του. Καὶ τότε φώναξε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βουτήξει τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι σὲ τούτη τὴ φλόγα». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀβραάμ: «Τέκνο μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ ἀπόλαψες τὰ καλὰ στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος τὰ κακά. Τώρα, τοῦτος παρηγοριέται κι ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἀλλά, παρεκτὸς ἀπ' αὐτό, ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ σ' ἐσᾶς ὑπάρχει ἕνα μεγάλο χάσμα κι ἔτσι ὅσοι θέλουνε νὰ ἔρθουνε ἀπὸ δῶ σὲ σᾶς δὲ μποροῦνε, μήτε ὅσοι θέλουνε νὰ περάσουνε ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ κάνουνε». Τότε εἶπε ὁ πλούσιος: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ στείλεις τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐπειδὴ ἔχω πέντ’ ἀδέρφια, νὰ τοὺς πεῖ τί τραβῶ ἐδῶ χάμω, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουνε καὶ κεῖνοι σὲ τοῦτον τὸν τόπο μὲ τὰ βασανιστήρια». Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ: «Ἔχουνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες. Ἂς ἀκούσουνε τί λένε». «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, μὰ ἂν κανένας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς παρουσιασθεῖ σ' αὐτούς, θὰ μετανοήσουνε». Τότε ὁ Ἀβραὰμ τοῦ εἶπε: «Ἂν δὲν ἀκοῦνε τί λένε ὁ Μωϋσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε ἂν ἀναστηθεῖ κανένας ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ πιστέψουνε».

Πόσο καθαρά, μὲ πόση ἁπλότητα μιλᾶ τὸ γλυκύτατο στόμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νὰ τὸν καταλαβαίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος! Καὶ εἶδες πὼς στὸ τέλος λέγει ὁ δίκαιος Ἀβραὰμ στὸν πλούσιο πώς: «ἀφοῦ τ' ἀδέρφια σου δὲν πιστεύουνε σὲ ὅσα εἴπανε ὁ Μωυσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε κι ἂν σηκωθεῖ κανένας πεθαμένος καὶ τοὺς πεῖ γιὰ ἄλλη ζωὴ καὶ γιὰ κόλαση καὶ γιὰ παράδεισο, μήτε τότε θὰ πιστέψουνε». Ὁ Κύριος ὁ παντογνώστης ἤξερε καλὰ τί σκληρὸ πράγμα εἶναι ἡ ἀπιστία καὶ πὼς ἀπ’ αὐτὴ χάνουνται οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τοῦτο, τότε ποὺ μίλησε στοὺς Ἀποστόλους πρὶν ν' ἀναληφθεῖ, στέλνοντάς τους νὰ κηρύξουνε τὸ Εὐαγγέλιο, εἶπε: «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὅποιος πιστέψει στὸν Θεὸ καὶ στὰ λόγια του, θὰ σωθεῖ, γιατί θὰ κάνει αὐτὰ ποὺ παραγγέλνει ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅποιος ἀπιστήσει, θὰ κατακριθεῖ, θὰ κολασθεῖ, γιατί, ἀφοῦ δὲν πιστεύει, θὰ κάνει ὅ,τι εὐχαριστᾶ τὸ σῶμα του καὶ τὴ σαρκικὴ ὄρεξή του, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς.

Μὰ ὁ ἄπιστος ἔχει τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του βουλωμένα καὶ δὲν ἀκούει αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὴ σωτηρία της. Γιὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς συχνοέλεγε: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Τί σημασία ἔχει λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν πιστέψανε κάποιοι; Μήπως ἡ ἀπιστία τους θὰ καταργήσει τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεὸς θὰ βγεῖ ἀληθινός, ἐνῶ ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης, κατὰ τὸ γεγραμμένο: «Ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε», (Ρωμ. γ', 3), ποὺ εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαυίδ, ὅπου λέγει στὸν Θεὸ πώς: «Ἐσὺ Κύριε, θὰ δικαιωθεῖς γιὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπες, καὶ θὰ νικήσεις σὰν κριθεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ βγεῖ ψεύτης». Κι ἀλλοῦ λέγει ὁ ἀγγελόγλωσσος Παῦλος: «Οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. Τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη. Διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν. Τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται». (Ρωμ. ζ', 5). Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέγει: «Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν». (Α' Κορινθ. α', 18). Μωρία, ἀνοησία, λέγει, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅσους πηγαίνουνε στὸν χαμό τους, γιατί, ἂν ἤτανε ἀλλοιῶς, θὰ πιστεύανε σ' αὐτὸν καὶ θὰ προσπαθούσανε νὰ σωθοῦνε.

Καὶ παρακάτω πάλι λέγει τὸ ἴδιο: «Ψυχικὸς (σαρκικὸς) ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν». (Α' Κορινθ. β', 14). Καὶ σὲ ἄλλο μέρος λέγει: «Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον» (Β' Κορινθ. δ', 13). Δηλαδή: Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καθαρὴ καὶ ἁπλὴ καὶ μοναχὰ γιὰ ὅσους εἶναι ἄπιστοι (χαμένοι), γι' αὐτοὺς εἶναι σκεπασμένη καὶ σκοτεινή. Παρακάτω λέγει: «Τὰ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια». (Β' Κορινθ. δ', 18). «Ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ Πνεύματος, τὸ δὲ Πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε, ταῦτα ποιῆτε». (Γαλάτ. ε', 17). «Ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον». (Γαλάτ. στ', 8). «Ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῶ», λέγει στοὺς Ἐφεσίους, «πὼς ἕναν καιρὸ ἤσαστε χωρὶς Χριστό, ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, μὴν ἔχοντας ἐλπίδα καὶ ἄθεοι στὸν κόσμο». (Ἐφεσ. β', 11). Στὸν Τίτο γράφει: «Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα, ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν». (Τίτ. β', 11). «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις». (Ἑβρ. θ', 27).

Κι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ». (Ἰακώβου ε', 1).

Κι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί». (Β' Πέτρου γ', 10).

Τέλος, ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». (Α' Ἰω. γ', 14).

Βλέπετε, ἀγαπητοί, πόσα εἶναι γραμμένα στὰ ἅγια βιβλία τῆς θρησκείας μας, αὐτὰ κι ἄλλα πολλά, γιὰ νὰ πιστέψουμε στὴ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ μὴν εἴμαστε προσκολλημένοι σὲ τούτη τὴν πρόσκαιρη; Πῶς, λοιπόν, θὰ βροῦμε ἀπολογία στὴν ἀπιστία μας; Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν». (Ἰω. ιε', 22). «Ἂν δὲν ἐρχόμουνα, λέγει, καὶ δὲν μιλοῦσα, ἁμαρτία δὲν θὰ εἴχανε οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχουνε πρόφαση γιὰ τὴν ἁμαρτία τους».

Μαθαίνουμε τόσα καὶ τόσα μάταια πράγματα, ἡ περιέργειά μας δὲν ἀφήνει τίποτα χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάσει καὶ μόνο τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν βρίσκουμε καιρὸ νὰ τὸ διαβάσουμε καὶ νὰ τὸ μάθουμε. Γιὰ νὰ γιατρέψουμε τὴν πιὸ παραμικρὴ ἀρρώστεια τοῦ κορμιοῦ μας, ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε τὸν γιατρὸ καὶ τὸ γιατρικό, μὰ γιὰ τὸ τί θὰ γίνει ἡ ψυχή μας σὰν πεθάνουμε καὶ μὲ τί τρόπο θὰ τὴ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν καταδίκη, δὲν δίνουμε καμμιὰ προσοχὴ κι οὔτε νοιαζόμαστε καθόλου. Καταγινόμαστε μὲ ψευτιές, ἐνῶ τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε νὰ τὴ μάθουμε ὅπως τρέχει νὰ βρεῖ τὸ νερὸ ὁ διψασμένος, δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ τὴ γυρέψουμε! Γιὰ τοῦτο εἴμαστε ἄξιοι νὰ καταδικαστοῦμε πολλὲς φορὲς καὶ σὰν θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸν Κύριο, τρέμοντας, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ μᾶς ρωτήσει ἂν τὸν ξέρουμε, θὰ ποῦμε τότε μὲ κλάμματα: «Πότε σὲ εἴδαμε, Κύριε;». Κι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς πεῖ: «Κἀγώ, οὐκ οἶδα ὑμᾶς», «Κι ἐγώ, δὲν σᾶς γνωρίζω».

«Ζητήσατε τὸν Κύριον, ὦ κατάδικοι καὶ κραταιώθητε τῇ ἐλπίδι, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ μετανοίας καὶ ἁγιασθήσεσθε τῷ ἁγιασμῷ τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν ἀποκαθαρισθήσεσθε. Δράμετε πρὸς Κύριον ὅσοι ἐν ἁμαρτίαις ὑπεύθυνοι, τὸν δυνάμενον συγχωρεῖν ἁμαρτήματα. Μεθ' ὅρκου γὰρ εἴρηκε διὰ τοῦ προφήτου λέγων: Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος. Οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν. Καὶ πάλιν: Ὅλην τὴν ἡμέραν διεπέτασα τὰς χεῖρας μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. Ὅλη τὴ μέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν θέλανε νὰ ἀκούσουνε τὰ λόγιά μου».

Τι είναι το κόλλυβο; Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

                    Αποτέλεσμα εικόνας για τι είναι το κόλλυβο

Υπάρχει μια περιεκτικότατη σε νόημα και περιεχόμενο απάντηση που καλύπτει την παραπάνω ερώτηση, ενώ μας λύνει και άλλες παρόμοιες απορίες. Είναι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το οποίο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι.
Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεοϋπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει».
Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α' επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο πού εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.
Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά πού προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά πού προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος πού έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τηρών, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο τών Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και η φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.
Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα όποια έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα όποια συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. γι αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο πού ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.

Ὑπάρχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα;


 



Ἐννοιολογική σύγχυση καί πολιτική ἐκμετάλλευση. Περί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων

Δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα. Γιά νά τό ποῦμε ἀκριβέστερα: ἐν ἔτει 1998 δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα καί κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίζει ἄν θά ὑπάρξουν στό μέλλον. Ἡ διαπίστωση αὐτή εἶναι ἀναπόδραστη ἄν ἐπιθυμοῦμε νά ὁρίσουμε τήν ἔννοια τοῦ «δικαιώματος» καί τοῦ «ἀνθρώπινου δικαιώματος» αὐστηρά καί ἀδιαφορώντας ἀπέναντι σέ πολιτικές – ἰδεολογικές σκοπιμότητες. «Δικαίωμα» δέν εἶναι κάτι πού ἁπλῶς διάγει βίο φαντάσματος μέσα στά κεφάλια τῶν φιλοσόφων ἤ πού εὐδοκιμεῖ στά χείλη τῶν προπαγανδιστῶν. Στήν οὐσία τοῦ δικαιώματος ἀνήκει ἐξ ὁρισμοῦ ἡ δυνατότητα νά ἀπαιτεῖται καί νά ἐπιβάλλεται. Καί ὡς «ἀνθρώπινο δικαίωμα» ἐπιτρέπεται νά θεωρεῖται μονάχα ἕνα δικαίωμα τό ὁποῖο ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μόνο καί μόνο ἐπειδή εἶναι ἄνθρωποι, δηλαδή χωρίς τή διαμεσολάβηση ἐξουσιαστικῶν ἀρχῶν καί συλλογικῶν ὑποκειμένων (π.χ. ἐθνῶν καί κρατῶν) πού, ἀπό ἐννοιολογική καί φυσική ἄποψη, εἶναι στενότερα ἀπό τήν ἀνθρωπότητα ὡς σύνολο.

Ἐπιπλέον, ἕνα γνήσιο ἀνθρώπινο δικαίωμα θά πρέπει νά ἰσχύει καί νά ἀπολαμβάνεται παντοῦ ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, δηλαδή παντοῦ ὅπου ἐπιθυμεῖ νά ἐγκατασταθεῖ καθένας. Ὥστε σέ τελευταία ἀνάλυση δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα δίχως ἀπεριόριστη ἐλευθερία κίνησης καί ἐγκατάστασης καί δίχως αὐτόματη νομική ἐξίσωση ὅλων τῶν ἀτόμων μέ ὅλα τά ἄτομα χάρη στήν οἰκουμενική ἰσχύ μιᾶ ἑνιαίας νομοθεσίας. Ὅσο ὁ Ἀλβανός, π.χ., δέν ἔχει στήν Ἰταλία τά ἴδια δικαιώματα μέ τόν Ἰταλό, μποροῦμε stricto sensu νά μιλᾶμε γιά πολιτικά καί ἀστικά, ὄχι γιά ἀνθρώπινα δικαιώματα.

Βεβαίως, τά κράτη μποροῦν νά βαφτίζουν ὁρισμένα τουλάχιστον ἀπό τά δικαιώματα, τά ὁποῖα δίνουν στούς πολίτες τους, «ἀνθρώπινα δικαιώματα», ὅμως ἡ ἔκφραση αὐτή θά εἶχε νόημα μόνον ἐάν τό κράτος ἐπεφύλασσε ἀποκλειστικά στούς δικούς του ὑπηκόους τόν χαρακτηρισμό «ἄνθρωπος», ὅπως κάνουν μερικές πρωτόγονες φυλές. Γιατί σέ ἐνάντια περίπτωση κανένα κράτος δέν μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ ὅτι δικαιώματα τά ὁποῖα θεωροῦνται κατ’ ἐξοχήν ἀνθρώπινα δικαιώματα, ὅπως π.χ. τό δικαίωμα τῆς σωματικῆς ἀκεραιότητας ἤ τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, εἶναι δυνατό νά τά ἀπολαύσουν ἄτομα πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τά σύνορά του. Καί ἀντίστροφα: κανένα κράτος δέν μπορεῖ, χωρίς νά αὐτοδιαλυθεῖ, νά ἀναγνωρίσει σέ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως ὁρισμένα δικαιώματα πού θεωροῦνται πολιτικά ἤ ἀστικά δικαιώματα, π.χ. τό δικαίωμα τοῦ ἐκλέγειν καί ἐκλέγεσθαι ἤ τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης ἐγκατάστασης.



Ἐγκαθίδρυση ἑνός παγκόσμιου κράτους

Ἡ κατάσταση στόν σημερινό κόσμο εἶναι σαφής: δέν ἐπιτρέπεται σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, ὑπό μόνη τήν ἰδιότητά τους ὡς ἀνθρώπων, νά κατέχουν ὅλα τά δικαιώματα (εἴτε αὐτά λέγονται πολιτικά καί ἀστικά εἴτε λέγονται ἀνθρώπινα) ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποῦ γεννιοῦνται ἤ τό ποῦ βρίσκονται. Ἀνθρώπινα δικαιώματα, τά ὁποῖα θά ἄξιζαν πράγματι αὐτό τό ὄνομα, θά μποροῦσε νά χορηγήσει μονάχα ἕνα παγκόσμιο κράτος, πρός τό ὁποῖο ὅλα τά ἄτομα θά βρίσκονταν σέ ἴση καί ἄμεση σχέση, δηλαδή θά ἀποκτοῦσαν ἄμεσα ὅλα τους τά δικαιώματα ἀπ’ αὐτό ὡς τόν ἐκπρόσωπο ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Μόνο ὅποιος ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα μπορεῖ καί νά θεωρήσει τόν κάθε ἄνθρωπο ὑπό μόνη τήν ἰδιότητά του ὡς ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπό φυλετικά ἤ ἐθνικά κατηγορήματα, καί νά τοῦ χορηγήσει ἀνθρώπινα δικαιώματα.

Ἡ ἐγκαθίδρυση ἑνός παγκόσμιου κράτους στό μέλλον, καί ἑπομένως ἡ καθιέρωση ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, δέν μπορεῖ νά ἀποκλεισθεῖ, ἔτσι ὅμως δέν θά ἐπιτυγχανόταν αὐτόματα ἡ ἐναρμόνιση ἀνάμεσα στήν ἠθική – κανονιστική καί στή νομική ἔννοια τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, καί μάλιστα ὑπό τήν αἰγίδα τῆς πρώτης. Γιατί τό παγκόσμιο κράτος θά μποροῦσε, π.χ., νά καθιερώσει τά ἀνθρώπινα δικαιώματα ὑπό συνθῆκες μεγάλης πληθυσμιακῆς πυκνότητας καί σπάνης ἀγαθῶν, ἔτσι ὥστε τά δικαιώματα αὐτά πολύ λίγο θά ἀντιστοιχοῦσαν στίς σημερινές δυτικές ἠθικές – κανονιστικές ἀντιλήψεις. Ὅποιος λοιπόν εἶναι σέ θέση νά κάνει ἐννοιολογικές διακρίσεις, δέν μπορεῖ νά θεωρήσει ἀναγκαία τή σχέση ἀνάμεσα στήν ἐγκαθίδρυση ἑνός παγκόσμιου κράτους καί στήν ἠθικοποίηση τῆς παγκόσμιας κοινωνίας, ὅπως ἀρέσκονται νά πράττουν οἱ ὀπαδοί τοῦ ἠθικοῦ οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ διαφορά ὅμως ἀνάμεσα στίς δύο παραπάνω ἔννοιες τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καταφαίνεται καί ἄν κάνουμε μίαν αἰσιόδοξη ὑπόθεση. Ἐννοοῦμε τό ἑξῆς: εἶναι δυνατό νά μήν ἐγκαθιδρυθεῖ ἕνα παγκόσμιο κράτος, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά νά ἐπικρατήσει καθολικά τό ἠθικό – κανονιστικό περιεχόμενο ἐκείνου πού ὀνομάζουμε σήμερα «ἀνθρώπινα δικαιώματα», γιατί ὅλα τά κράτη ἀνεξαιρέτως θά τό καθιστοῦσαν γνώμονα καί ὁδηγό προκειμένου νά διατυπώσουν τά πολιτικά καί ἀστικά δικαιώματα πού παραχωροῦν στούς ὑπηκόους τους. Αὐτό σημαίνει: τά ἠθικά αἰτήματα μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν καί χωρίς νά καταφύγει κανείς στή ρητορική τῶν πανανθρώπινων δικαιωμάτων, καί ὅποιος θεωρεῖ τούτην ἐδῶ κενή δέν ἀνήκει σώνει καί καλά σέ ὅσους χαίρονται ὅταν γίνονται αὐθαίρετες συλλήψεις καί βασανιστήρια, ὅπως ἀφήνουν συχνά νά ἐννοηθεῖ οἱ ὀπαδοί τῆς οἰκουμενικῆς ἠθικῆς.

Συμπέρασμα: ἡ πρόταση «δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα» εἶναι αὐτονόητη ἄν δέν τή συγχέουμε μέ κανέναν τρόπο καί σέ κανένα ἐπίπεδο μέ τίς προτάσεις «δέν εἶναι ὀρθό νά ὑπάρχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα (μέ τήν ἠθική – κανονιστική ἔννοια)» καί «δέν θά ὑπάρξουν ποτέ ἀνθρώπινα δικαιώματα». Ἡ πρόταση «δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα δικαιώματα» ἐπιβεβαιώνεται ἄλλωστε καθημερινά ἀπό τήν πολιτική, νομική καί ἀστυνομική πρακτική τῆς ἴδιας τῆς «Δύσης», ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά παρακάμψει τίς ὀδυνηρές ἔσχατες συνέπειες τῆς δικῆς της προπαγάνδας περί «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» ἐμμένοντας στήν κρίσιμη διάκριση ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπινα καί πολιτικά δικαιώματα καί δίδοντας τό προβάδισμα στά δεύτερα, δηλαδή ἀρνούμενη νά ἀναγνωρίσει ὅλα τά δικαιώματα σέ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὑπό μόνη τήν ἰδιότητά τους ὡς ἀνθρώπων.



Ἡ συνταγή τῆς Δύσης γιά τό «κράτος δικαίου»

Τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» ἀσκοῦνται πάντοτε ὑπό τήν ἐπιφύλαξη τῶν (ἐθνικῶν, «εὐρωπαϊκῶν» κτλ.) κυριαρχικῶν δικαιωμάτων. Τό κάθε κυρίαρχο κράτος ἤ ἡ κάθε κυρίαρχη ἐξουσία ἔχει τό δικαίωμα νά συλλαμβάνει ἀνθρώπους ἀπό ἄλλες χῶρες μόνο καί μόνο ἐπειδή αὐτοί εἰσέρχονται ἤ παρεπιδημοῦν, δίχως ἄδεια, στήν ἐπικράτειά της, ὅμως δέν ἔχει, π.χ., τό δικαίωμα νά τούς ξυλοκοπήσει, γιατί ἡ ἴδια διακηρύσσει τό ἀνθρώπινο δικαίωμα τῆς σωματικῆς ἀκεραιότητας λές καί ἡ σύλληψη καθ’ ἑαυτήν δέν ἀποτελεῖ eo ipso ἄρση τοῦ δικαιώματος τοῦ ἀτόμου νά διαθέτει τό σῶμα του ὅπως θέλει! Μέ αὐτή τή συνταγή ἡ Δύση νομίζει ὅτι «δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», ὅμως τό κάνει μέ ἀντίτιμο τή λαθραία εἰσαγωγή τῶν ἀρχῶν καί τῆς πρακτικῆς τοῦ «κράτους δικαίου» μέσα στόν χῶρο τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οἱ παράνομοι μετανάστες, οἱ ὁποῖοι ἀπελαύνονται, ὑφίστανται βέβαια τή μοίρα τους σύμφωνα μέ τίς (μεταβλητές) διατάξεις τοῦ «κράτους δικαίου», ὅμως δέν τήν ὑφίστανται ἐπειδή δέν εἶναι ἄνθρωποι, παρά ἐπειδή δέν εἶναι Γάλλοι, Ἕλληνες, Γερμανοί κτλ. Στήν κρίσιμη αὐτή περίπτωση ἀποφασιστικό ἀποδεικνύεται τό κριτήριο τῆς ἐθνικότητας, ὅσα καί ἄν ἰσχυρίζεται ἡ ρητορική τῆς Δύσης περί «ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου» κ.τ.τ. Τό «κράτος δικαίου» ἐμφανίζεται ἐδῶ καταχρηστικά ὡς φύλακας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί συμπεριφέρεται ἐξίσου ἀνακόλουθα ὅσο καί ἕνας ὀπαδός τοῦ ἠθικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν βρίσκεται σέ μία ξένη χώρα καί ἀντιμετωπίζει δυσκολίες, προκειμένου νά διευκολυνθεῖ δέν τηλεφωνεῖ στήν… ἀνθρωπότητα, ἀλλά στήν πρεσβεία τῆς χώρας ἐκείνης πού ἔχει ἐκδώσει τό διαβατήριό του.



Ἐπιλεκτική ἐπίκληση καί χρήση

Ἡ ἐννοιολογική σύγχυση συχνότατα βολεύει ἐξαιρετικά τά ἄτομα καί τά κράτη, ἐπειδή συγκαλύπτει κραυγαλέες ἀντιφάσεις ἀνάμεσα στή θεωρία καί στήν πράξη. Ὡστόσο ἡ δική μας πρόθεση ἐδῶ δέν εἶναι νά ἐξαναγκάσουμε κατά κάποιο τρόπο τά δρῶντα ὑποκείμενα νά υἱοθετήσουν ἠθικά «ὀρθολογική» συμπεριφορά, ἀποσαφηνίζοντας τίς ἔννοιες καί ξεσκεπάζοντας ἀσυνέπειες καί ὑποκρισίες. Τέτοιες δουλειές μπορεῖ νά τίς ἀφήσει κανείς στούς πολλούς ὑψηλόφρονες φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι περιμένουν τήν ὥρα τῆς πανηγυρικῆς τους ἐμφάνισης. Ἡ ἐννοιολογική σύγχυση καί ἡ ἀμφιλογία θά ἐπικρατοῦν στήν παγκόσμια σκηνή ὅσο ἐπικρατοῦν καί τά συμφέροντα πού κρύβονται πίσω τους. Καί ἡ πολιτική ἐκμετάλλευση τῶν «ἀνθρώπινων δικαιωμάτων» θά καταφαίνεται πρῶτα πρῶτα στήν ἐπιλεκτική τους ἐπίκληση καί χρήση μέ βάση ἐξωηθικά κριτήρια.

Ἤδη τήν ἐποχή τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου ἡ προγραμματική ἐπιστράτευση τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» ἐναντίον τοῦ «ὁλοκληρωτισμοῦ» δέν ἐμπόδισε τίς στενές συμμαχίες τοῦ δυτικοῦ στρατοπέδου μέ ὠμές δικτατορίες. Ἡ πολύ διαφορετική συμπεριφορά τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, π.χ., ἔναντι τῆς Σαουδικῆς Ἀραβίας καί τοῦ Ἰράν, μολονότι καί οἱ δύο αὐτές χῶρες ἀντιμετωπίζουν κατά τόν ἴδιο τρόπο τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα», μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Δύση δέν ἐννοεῖ νά ξεκόψει ἀπό τίς παραδόσεις της στό σημεῖο αὐτό. Βεβαίως, τά διδακτικά παραδείγματα εἶναι πολυάριθμα. Ἄς περιοριστοῦμε λοιπόν σέ μία γενική παρατήρηση. Ἡ πολιτική ἐκμετάλλευση τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων», δηλαδή ἡ χρήση τους ὡς μέσου πίεσης καί ἐπέμβασης, εἶναι ἀναπόδραστη ἤδη λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι τά τέτοια «δικαιώματα» μποροῦν νά ἐπιβληθοῦν μονάχα ἀπό τούς ἰσχυρότερους πάνω στούς ἀσθενέστερους, τό ἀντίστροφο ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά γίνει, οὔτε εἶναι δυνατό στήν περίπτωση αὐτή νά ὑπάρξουν ὁποιεσδήποτε θεσμικές ρυθμίσεις.

Ἐπαναλαμβάνουμε: ἐδῶ δέν καυτηριάζουμε ἠθικά παραπτώματα, ἀλλά περιγράφουμε μία κατάσταση μέσα στήν ὁποία τά ἠθικά παραπτώματα εἶναι ἀναπόδραστα. Ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς περιγραφῆς αὐτῆς εἶναι βέβαια καί ἡ ἐπισήμανση τῆς ἀντίφασης ἀνάμεσα στήν ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τῶν δρώντων ὑποκειμένων γιά τόν ἑαυτό τους καί στήν πραγματική τους ἰδιοσυστασία καί πρακτική. Πρίν ἀπό λίγα χρόνια ἀκόμη παρόμοιες ἐπισημάνσεις προέρχονταν συχνά ἀπό τά ἀναλυτικά ἐργαστήρια τῆς μαρξιστικῆς «Ἀριστερᾶς», στό μεταξύ ὅμως ἡ πηγή αὐτή ἔχει στερέψει. Μετά τήν κατάρρευση τῆς οὐτοπίας τῆς Ἀνατολῆς ἡ ἐξημερωμένη πλέον δυτική «Ἀριστερά» ἔχει ἐγκολπωθεῖ τήν οὐτοπία τῆς Δύσης, δηλαδή τήν οὐτοπία μιᾶς παγκόσμιας κοινωνίας πού τείνει πρός τήν ἁρμονία πάνω στή βάση τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων».



Ψευδαισθήσεις «ἀριστερῶν»

Διάφοροι «ἀριστεροί», καί μάλιστα πρώην κομμουνιστές ἤ φιλοκομμουνιστές, ἐπιστρατεύουν σήμερα ποικίλες ἐκλογικευτικές ἀκροβασίες προκειμένου νά προσαρμόσουν τήν «προοδευτική» τους συνείδηση στήν πραγματικότητα ὅπως αὐτή διαμορφώθηκε μετά τήν ἀμερικανική νίκη στόν Ψυχρό Πόλεμο. Ἡ παθιασμένη ὁμολογία πίστεως στά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» τούς προσφέρει τή δυνατότητα νά στήσουν γέφυρες συμβιβασμοῦ ἀνάμεσα στό παρελθόν καί στό παρόν χωρίς νά ἐξευτελισθοῦν φανερά, γιατί αὐτήν τήν ὁμολογία πίστεως στήν ἰδεολογία τοῦ πρώην ἐχθροῦ τήν καλύπτουν πίσω ἀπό τήν δῆθεν ἐμμονή στό ἀρχικό «ἀνθρωπιστικό ἰδεῶδες» της «δυτικῆς Ἀριστερᾶς». Ἔτσι, ἡ ἴδια ἐκείνη «Ἀριστερά», ἡ ὁποία χθές ἀκόμη ἔπαιζε τόν ρόλο τοῦ «χρήσιμου ἠλίθιου» (Λένιν) στίς διάφορες ἐκστρατεῖες εἰρήνης τοῦ Κρεμλίνου καί δέν ὑπέφερε τήν ἔκφραση «ἀνθρώπινα δικαιώματα», ὅταν αὐτή ἔβγαινε ἀπό τά χείλη τοῦ Ρήγκαν καί τῆς Θάτσερ ἡ ἴδια ἐκείνη «Ἀριστερά» ἀποτελεῖ σήμερα τόν «χρήσιμο ἠλίθιο» τῶν πολυεθνικῶν ἑταιρειῶν καί τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἀμερικανισμοῦ. Κίνητρά της εἶναι ἡ πολιτική ἀφέλεια καί τά χειροπιαστά κοινωνικά ὀφέλη, ἄν καί σέ πολύ διαφορετικές δόσεις καί μείξεις ἑκάστοτε.

Βέβαια, πολλοί «ἀριστεροί» τρέφουν ἀκόμη τήν ψευδαίσθηση ὅτι ἐκπροσωποῦν τήν ἀντίθεση πρός τό «σύστημα», μόνο καί μόνο ἐπειδή ἐνίοτε ἐπικαλοῦνται τήν ἰδεολογία τοῦ συστήματος ἐνάντια στήν πραγματικότητά του. Ἔτσι πορίζονται τόν ἄσπιλο μανδύα, τόν ὁποῖο κατόπιν φοροῦν ἐπιδεικτικά. Ἡ ἰδεολογία ὅμως τοῦ συστήματος, δηλαδή ἡ συνείδησή του, ἀποτελεῖ ἐξίσου μέρος του ὅσο ἀποτελεῖ καί ἡ πρακτική του, δηλαδή ἡ κοιλιά του. Καί ὑπάρχουν σοβαρές ἐνδείξεις ὅτι ἐδῶ ἡ κοιλιά κοιμᾶται λιγότερο ἀπό τή συνείδηση καί τήν κατευθύνει.

Τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» εἶναι πολιτικό ἐργαλεῖο μέσα σέ μιὰ πλανητική κατάσταση, ἡ πυκνότητα τῆς ὁποίας καθιστᾶ βέβαια ἀπαραίτητη τή χρήση οἰκουμενιστικῶν ἰδεολογημάτων, μέσα στήν ὁποία ὅμως ἡ δεσμευτική ἑρμηνεία τῶν ἰδεολογημάτων αὐτῶν συνεχίζει νά ἐναπόκειται στίς διαθέσεις καί στά συμφέροντα τῶν ἰσχυρότερων ἐθνῶν.

Τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα» ὑπόκεινται στήν ἐπαμφοτερίζουσα λογική αὐτῆς τῆς κατάστασης καί ἀντικατοπτρίζουν τίς ἀντιφάσεις καί τίς ἐντάσεις πού σημαδεύουν κατά τρόπο δραματικό τήν παγκόσμια κοινωνία. Γι’ αὐτό ὁ ἀγώνας γιά τήν ἑρμηνεία τους ἀναγκαστικά θά μετατραπεῖ σ’ ἕναν ἀγώνα μεταξύ ἀνθρώπων γύρω ἀπό ὅ,τι θεωρεῖ ἑκάστοτε ὁ καθένας τους δικό του ἀναφαίρετο δικαίωμα. Αὐτός ὁ ἀγώνας περί ἑρμηνείας ἔχει ἀρχίσει ἀπό καιρό ἀνάμεσα σέ «Βορρᾶ» καί «Νότο» ἤ «Δύση» καί «Ἀνατολή» καί ὀξύνεται στόν βαθμό ὅπου τά δισεκατομμύρια τοῦ «Νότου» ἤ τῆς «Ἀνατολῆς» ἑρμηνεύουν ὄχι τυπικά, παρά ὑλικά τά «ἀνθρώπινα δικαιώματα», ἀπαιτώντας μιὰ οὐσιαστική ἀνακατανομή τοῦ παγκόσμιου πλούτου χωρίς νά τούς ἐνδιαφέρει ἡ ἠθική τῶν χορτασμένων. Ὅπως ἡ ἐσωτερική λογική τοῦ «ἐλεύθερου ἐμπορίου», ἔτσι καί ἡ ἐσωτερική λογική τῶν «ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» θά στραφεῖ σύντομα ἐναντίον τῆς Δύσης, καί τότε αὐτή θά ἐγκαταλείψει τίς σημερινές ἰδεολογικές της θέσεις. Εἶναι βέβαια πολύ ἀμφίβολο ἄν κι ἔτσι ἀκόμη θά μπορέσει νά κερδίσει τούς τρομακτικούς ἀγῶνες κατανομῆς, οἱ ὁποῖοι θά συγκλονίσουν τόν 21ο αἰώνα.

Ζωὴ πολυμέριμνη, χωρὶς καμμία ἐσωτερικὴ εὐτυχία




Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τὶς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος».

Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰ εὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ συμπόσια ἀπ᾿ ὅπου λείπουμε. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα ποὺ δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας. Μ᾿ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτό του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν θεό. Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας».

Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα. Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά. Ξέρω καλὰ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ διάφορες ματαιότητες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό, ἐνῷ σὰν τὰ δεῖ κανένας ἀπὸ κοντά, ἀπορεῖ γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ ἔχουνε καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ψευτογελιοῦνται μ᾿ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Ξέρω λοιπὸν καλὰ αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί, ἀναγκαστικά, ἔζησα, κάποιες φορές, μὲ ἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ μὲ προσκαλούσανε στὰ σπίτια τους, στὶς ἐπαύλεις τους, στὰ κόττερά τους καὶ στὶς ἄλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ κείνη τὴν κατάσταση. Ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνανε τὸν εὐτυχισμένο, κατάδικους ποὺ κάνανε τὸν ἐλεύθερο. Ἀλλά, ἂν δὲν καταγινόντανε μὲ τόσες ψεύτικες χαρές, θὰ πέφτανε στὴ βαρεμάδα, στὴ λεγόμενη ἀνία. Ἢ τὸ ἕνα, ἢ τὸ ἄλλο. Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, τρισδυστυχισμένοι. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνύπαρκτη κι ἀνύπαρκτη ἡ εὐτυχία, ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ. Πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τὸ ἁλάτι;

Λοιπόν, ὅποτε ἀναγκαζόμουνα νὰ πάγω γιὰ λίγο κοντὰ σὲ τέτοιους κοσμικοὺς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ γινότανε σπάνια, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προσβάλω, ἀφοῦ μὲ προσκαλούσανε μὲ εὐγένεια, δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ νὰ ἀποτραβηχτῶ στὸ καβούκι μου, νὰ γυρίσω στὸ φτωχὸ σπίτι μου καὶ στ᾿ ἀγαπημένα πράγματα ποὺ βρίσκουνται γύρω μου. Ἔβλεπα πῶς ἀντὶ νὰ πάρω κάτι ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴν τυμπανοκρουσία, ὅπως πιστεύει ὁ πολὺς ὁ κόσμος, ἐγὼ ἔδινα, ἔδινα ξύπνημα στοὺς κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στοὺς μουδιασμένους, ζωὴ στὴ μονοτονία τους.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ γράφω, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶμαι προσκαλεσμένος σὲ πολλὰ μέρη ἀπὸ κάποιους εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ μακρυνὰ μέρη, κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δεντράκια καὶ μὲ τὰ ταπεινὰ λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κι εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸ κηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοῦς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνται τὰ ριζώματα» τοῦ κόσμου.

Εὐχαριστῶ τὸν θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, πού, ἐδῶ ποὺ κάθομαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲ θυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσε ἀπὸ λῃστές. Ἀνατριχιάζω συλλογισμένος τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια καὶ λύκους. Ἀναπαύουμαι μοναχὰ μὲ δυὸ - τρεῖς ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους. Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδὲ δόξες, μήτε ἄλλες τέτοιες συμφορές, θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος κι ἀσήμαντος. Ὢ λησμονιά, τί μπάλσαμο εἶσαι γιὰ ὅσους ποθοῦνε τὴν εἰρήνη! Κατάρα εἶναι ἡ δίψα ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι νὰ κατασταθοῦνε ξακουσμένοι, νὰ τοὺς δοξάζει ὁ κόσμος καὶ νὰ βασανίζουνται μέσα στὴ ματαιότητα κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνται κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνε.

Ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, νοιώθω πῶς εἶμαι μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βραχνάδες ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ εὐτυχία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.

Φυσᾶ στὸ πρόσωπό μου τὸ δροσερὸ ἀγεράκι, μπαίνει ἁπαλὰ στ᾿ αὐτιά μου, σὰν νὰ μὲ χαιρετᾶ. Σιγοσαλεύουνε τὰ κλαδιὰ κι οἱ κορφὲς τῶν δέντρων. Μαμούνια περπατοῦνε στὸ μοσχοβολημένο χῶμα, τὸ κάθε ἕνα τραβὰ τὸν δρόμο του κι ἔχει τὸν σκοπό του. Ποῦ πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια καὶ μυγάκια λογὴς - λογής, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε καὶ μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἀναμμένο ἀπὸ πάνω μου. Ὅλα εἶναι σπουδαία, ὅλα ἀξιαγάπητα. Κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.

Δὲν ἀκούγεται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὸ νερὸ ποὺ πέφτουνε ἀπὸ τὴ βρύση, κάνοντας τὴ σιωπὴ ἀκόμα πιὸ βαθειά. Σὰ νὰ γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου τὸ νοιώθω καὶ μέσα μου κι ἀπέξω. Μυστικὲς θύρες ἀνοίγουνε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ κάθε δέντρο, τὸ κάθε χορτάρι, τὸ κάθε λουλούδι, σὰν νὰ μὲ βλέπει μὲ τὰ μυστηριώδη μάτια του.

Εἶμαι μακάριος στὸ μικρὸ τοῦτο περιβολάκι μας. Τύφλα νἄχουνε μπροστά του οἱ μεγάλοι κῆποι καὶ τὰ πολυέξοδα παλάτια, τὰ φανταχτερὰ κόττερα. Ὅσα εἶναι γύρω μου εἶναι ἀγαπημένα, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγορασμένα μὲ λεφτὰ πολλά, ὅπως εἶναι ὅσα ἔχουνε οἱ πλούσιοι. Ἀγορασμένα πράγματα μποροῦνε νὰ δώσουνε εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο;

Ὤ, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὰ πλούτη καὶ ποὺ μόνο τί λογῆς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ δὲν ξέρετε. Ἄνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες κι ἀπὸ τὶς σκουτοῦρες, σκλάβοι στὴ φιλοδοξία καὶ στ᾿ ἄλλα πάθη, ὢ ἄσωτοι γυιοί, ποὺ φάγατε τὰ ξυλοκέρατα καὶ δὲν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα σας τοῦ πονετικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ καρδιὰ ἡ δική σας, καὶ μπεῖτε μέσα νὰ ξαποστάσετε, νὰ εὐφρανθῆτε καὶ νὰ νοιώσετε τὴν ἀληθινὴ χαρά!

Κόλλυβα Τρόπος παρασκευ'ής

Κόλλυβα



Υλικά-400 γρ. σιτάρι
-Αλάτι
-1 χούφτα γλυκάνισο σποράκια
-50 γρ στραγάλι σκληρό
-ρόδι
-Μαϊντανό (μόνο τα φυλλαράκια, στεγνά)
-½ φλιτζάνι σταφίδες ξανθές πλυμένες και στεγνές
-½ φλιτζάνι σταφίδες μαύρες πλυμένες και στεγνές
-1 φλιτζάνι του καφέ σουσάμι καβουρντισμένο και κοπανισμένο
-60 γρ. (1 φλιτζάνι του καφέ) φουντούκι καβουρντισμένο και κοπανισμένο-
-1 φλιτζάνι καρύδια ψιλοκομμένα στο χέρι
-2 φλιτζάνια του καφέ αμύγδαλα ψιλοκομμένα και καβουρντισμένα
-1/2 φλιτζάνι κουκουνάρι ολόκληρο καβουρντισμένο
-1 φλιτζάνι του καφέ φιστίκι Αιγίνης ψιλοκομμένο στο χέρι ή ολόκληρο
-1 κουτ. γλυκού κανέλα
-1 κουτ. γλυκού γαρίφαλο τριμμένο
-καρύδα ινδική
-αλεύρι (σιταρένιο)
-200 γρ. ζάχαρη άχνη
-150 γρ. μπισκοτάκια πτι μπερ, ή Μιράντα, ή φρυγανιά
-κουφετάκια μνημόσυνου
Eκτέλεση
Καθαρίζουμε το σιτάρι από τα ξένα σώματα και το πλένουμε τρεις φορές καλά. Κάθε φορά που το κάνουμε απαγγέλλουμε το «Πιστεύω». Μουλιάζουμε το σιτάρι σε χλιαρό νερό για ένα βράδυ. Αν δεν το βάλουμε στο νερό τότε το σιτάρι πρέπει να βράσει για 2-2 1/2 ώρες. Σήμερα υπάρχει στο εμπόριο σιτάρι αποφλοιωμένο που βράζει σε 45 λεπτά.
Στη συνέχεια το βάζουμε σε μια κατσαρόλα με μπόλικο νερό και το βράζουμε. Μετά από τις πρώτες βράσεις προσθέτουμε αλάτι. Όταν μαλακώσει καλά το βγάζουμε από τη φωτιά. Το ξεπλένουμε με ζεστό νερό να φύγει η αλμύρα. Πασπαλίζουμε με το γλυκάνισο για να κολλήσει πάνω στο ζεστό στάρι και ανακατεύουμε καλά.
Το στραγγίζουμε και το απλώνουμε ανάμεσα σε δύο βαμβακερές πετσέτες τοποθετημένες πάνω σε δίσκο με μια πετσέτα μπάνιου από κάτω.
Σε ένα τηγάνι και σε χαμηλή φωτιά καβουρντίζουμε το αλεύρι μέχρι να ροδίσει ελαφρά και να μυρίσει.
Σε ένα μεγάλο μπολ ανακατεύουμε το στεγνό σιτάρι με τους ξηρούς καρπούς, τις σταφίδες, το σουσάμι, το ρόδι, τα μπισκότα τριμμένα ή την φρυγανιά, τον μαϊντανό, την κανέλα, λίγη άχνη και λίγο αλεύρι. Στρώνουμε το μείγμα σε πιατέλα και σκεπάζουμε με μια παχιά στρώση αλεύρι. Με την βοήθεια ενός κουταλιού (από την ανάποδη) απλώνουμε το αλεύρι καλά για να σφίξει. Πασπαλίζουμε με ινδική καρύδα και σκεπάζουμε με μπόλικη άχνη ζάχαρη. Στρώνουμε καλά με το κουτάλι και διακοσμούμε με τα κουφετάκια.
Σημ.: Το ζουμί από το σιτάρι το κρατάμε στην άκρη για να φτιάξουμε κολυβόζουμο.

ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΤΕΡΙΟΣ. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

 Του θεολόγου κ. Ανδρέα Κυριακού

Στις 29 Φεβρουαρίου η Εκκλησία τιμά και γεραίρει τη μνήμη ενός άξιου τέκνου της, του ιερομάρτυρα Προτερίου, Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας.
Ο Άγιος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι έζησε κατά την ταραγμένη περίοδο του ε΄αιώνος, όταν οι φοβερές αιρέσεις του Νεστοριανισμού και κατόπιν του Μονοφυσιτισμού αναστάτωσαν την Εκκλησία. Ήταν πρεσβύτερος και συνόδευσε τον κακόφρονα πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο στη Δ΄Οικουμενική  Συνοδο της Χαλκηδόνος στα 451 μ.Χ.. Διέπρεψε στη Σύνοδο ομολογήσας την ορθόδοξη πίστη και μετά την καθαίρεση του αιρετικού Διοσκόρου εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας στα 452, αφού αναθεμάτισε και τον Ευτυχή και το Διόσκορο. 



Μετά την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια οι αιρετικοί Μονοφυσίτες τον πολεμούσαν ασταμάτητα. Ο πανούργος αιρετικός Τιμόθεος ο Αίλουρος ξεσήκωσε στάση  των Μονοφυσιτών εναντίον του στα 457 και ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη. Επιστρέφοντας στην πόλη κρύφτηκε σε μια εκκλησία. Οι αιρετικοί Μονοφυσίτες τον εντόπισαν και τον κατέσφαξαν, μαζί με έξι άλλους ορθόδοξους, χρησιμοποιώντας μυτερά καλάμια! 
Στη συνέχεια έβγαλαν τα σπλάχνα του Ιερομάρτυρος και τα έφαγαν!!! 
Ακολούθως έσυραν το ιερό λείψανο του Ομολογητού Πατριάρχου στους δρόμους και ένα μέρος του σώματος του έδωσαν σε σκύλους και το υπόλοιπο το κατέκαυσαν. 




Αυτή ήταν η ενδεδειγμένη στάση των επισκόπων του Χριστού. Πιστοί άχρι θανάτου. Δεν πουλούσαν την πίστη, δεν νόθευαν τα δόγματα, δεν έδιναν «τα άγια τοις κυσί».Ο συγκρητισμός, ο συναγελασμός, ο συγχρωτισμός κι η συμπόρευση με τους αιρετικούς ήταν γι’ αυτούς κάτι το αδιανόητο. Σήμερα που το οικουμενιστικό φρόνημα έχει αλώσει πολλούς των επισκόπων  και των λοιπών κληρικών, όσοι επίσκοποι, λοιποί κληρικοί, αλλά και μοναχοί και λαϊκοί αγωνίζονται για την καθαρότητα της πίστεως, για την «άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις πίστιν»,ας έχουν παράδειγμα τον Άγιο ιερομάρτυρα Προτέριο, που σφάχτηκε σαν πασχαλινό αρνί για την αγάπη του Χριστού.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος


Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς γεννήθηκε στὴν Ρώμη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν νὰ τὸν ἀναθρέψουν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἡ γνωριμία καὶ ἡ συναναστροφή του, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, μὲ Ἁγίους ἀνθρώπους ἐπέδρασε εὐεργετικὰ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας καὶ τοῦ ὅλου τρόπου ζωῆς του. Σπούδασε τὴν ἐπιστήμη τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἀστρονομίας καὶ μελέτησε ἰδιαίτερα τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων καὶ τὴν Ἁγία Γραφή.

Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο, γενόμενος μοναχὸς σὲ μία σκήτη καὶ ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Θηβαΐδας, τῆς Νιτρίας, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Καππαδοκίας. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τὰς ἀρετὰς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».

Στὸν πρῶτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» καὶ «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως», ποὺ δείχνουν τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ προξενοῦν μεγάλη ὠφέλεια. Ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος πλέκει δίκαιο ἐγκώμιο στὸν Ὅσιο Κασσιανὸ στὸν περὶ ὑπακοῆς Λόγο του.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τῆς σοφίας τὸν λόγον Πάτερ τοῖς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα· σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. 
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Οἱ λόγοι σου σοφέ, οὐρανίου κασσίας, ὀσμὴν πνευματικήν, διαπνέουσι κόσμῳ· φιάλαι γὰρ ὤφθησαν, ἀρωμάτων ὡς γέγραπται, σιαγόνες σου, αἱ ἀναπτύσσουσαι πᾶσι, τὰς ἐν Πνεύματι, πνευματικὰς ἀναβάσεις, Κασσιανὲ Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Γνώσεως τῆς θύραθεν μετασχών, ὤφθης κεκρυμμένης, ἐπιστήμης μυσταγωγός, ἧς τὰς ἐπιδόσεις, λόγοις ἡμᾶς παιδεύεις, Κασσιανὲ θεόφρον, Πνεύματος σκήνωμα.


 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...