Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαΐου 23, 2016

Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας Χρῆστος Γιανναρᾶς

Χρῆστος Γιανναρᾶς - Ὀρθοδοξία καὶ Δύση (ἀποσπάσματα)
Ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας


  Σπουδάζουμε τὴν ἱστορία τοῦ «νεώτερου» Ἑλληνισμοῦ μὲ ἀφετηρία συνήθως, τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453). Ἦταν ἡ τελικὴ πράξη στὴν κατάρρευση τοῦ «βυζαντινοῦ» -ὅπως λέμε σήμερα- Ἑλληνισμοῦ, τὸ τέλος τῶν «μέσων» καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν νεώτερων χρόνων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Ἀπὸ τὴν σκοπιά, ὡστόσο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ὁρόσημο ἡ ἀφετηρία τῶν «νεώτερων» χρόνων δὲν εἶναι τὸ 1453. Εἶναι μᾶλλον τὸ 1354: ἡ χρονιὰ ποὺ ὁ Δημήτριος Κυδώνης, μὲ προτροπὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνοῦ, μεταφράζει στὰ ἑλληνικὰ τὴ Summa Theologiae τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἐκστασιασμένος ὁ Κυδώνης ἀπὸ τὸ καινούργιο «φῶς» ποὺ ἔρχεται «ἐξ ἑσπερίας», ἀναλαμβάνει νὰ τὸ μεταδώσει στοὺς συμπατριῶτες του Ἕλληνες.
Τὸ γεγονὸς ὁριοθετεῖ μία καινούργια ἐποχὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, μιὰ νέα ἱστορικὴ περίοδο. Περίοδο ὅπου τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἑλλήνων μετατίθεται προοδευτικὰ ἀπὸ τὴ δική τους παράδοση καὶ τὸν δικό τους πολιτισμὸ σὲ κάποιο ἄλλο πρότυπο καὶ ὅραμα βίου.
Σίγουρα ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πάντοτε ἕνα σταυροδρόμι πολιτισμῶν, ἀντιλήψεων καὶ ἰδεῶν, ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας. Ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα κιόλας χρόνια οἱ Ἕλληνες ἐνδιαφέρονται μὲ πάθος γιὰ ἀλλότριες παραδόσεις, προσλαμβάνουν στοιχειὰ ἀπὸ ξένους πολιτισμούς. Ὅμως τὸ βασικὸ γνώρισμα τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἱκανότητά τους νὰ ἀφομοιώνουν τὶς προσλήψεις καὶ τὰ δάνεια. Κάθε ξένο στοιχεῖο νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἐμπλουτισμοῦ καὶ ἀνανεώσης τῆς ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας. Στὴν περίοδο ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὶς μεταφράσεις τοῦ Κυδώνη, αὑτὴ ἡ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μοιάζει ὑποτονικὴ ἢ ὁλότελα χαμένη. Τὰ δάνεια καὶ οἱ προσλήψεις δὲν ὑποτάσσονται πιὰ στὸν ἑλληνικὸ τρόπο τοῦ βίου, στὴν ἑλληνικὴ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ τοῦ βίου. Ἀντίθετα, ὑποτάσσουν οἱ προσλήψεις καὶ ἀμβλύνουν προοδευτικὰ τὴν πολιτιστικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλοτριώνουν τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα. Εἴτε ὑποταγμένοι στὶς βαρβαρικὲς ὀρδὲς τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια, εἴτε συγκροτημένοι σὲ κράτος μὲ συμβατικὰ γεωγραφικὰ σύνορα, μετὰ τὸ 1827, οἱ Ἕλληνες ζοῦν πιὰ μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὸ πνεῦμα τους στραμμένα στὰ «φῶτα» τῆς Δύσης.
Ὅσο κι ἂν λογαριάσει κανεὶς τὶς ἀντιστάσεις τοῦ λαϊκοῦ σώματος σὲ αὐτὴ τὴν προοδευτικὴ ἀλλοτρίωση, ἢ καὶ τὶς ἐπώνυμες ἀντιδράσεις κάποιων ἐλάχιστων λόγιων, τὸ στοιχεῖο ποὺ τελικὰ κυριαρχεῖ εἶναι ἡ αὐξανόμενη ἄγνοια τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν πολιτιστική τους παράδοση, οἱ παραποιημένες ἀντιλήψεις, συχνὰ ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ περιφρόνηση γιὰ τὴν ἑλληνικότητα. Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸν πολιτισμὸ ποὺ διαμορφώνεται στὴ Δύση καὶ ποὺ μονοπωλεῖ στὶς συνειδήσεις τὴν ἔννοια τῆς προόδου. Ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια πληροφορήση γιὰ τὴν πολιτιστική τους κληρονομία τὴν ἀντλοῦν πιὰ οἱ Ἑλληννες ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς μελετητὲς -τοὺς «οὐμανιστὲς» καὶ ἀρχαιολάτρες τῆς Εὐρώπης- ἀνυποψίαστοι γιὰ τυχὸν παρανοήσεις ἡ καὶ ἐσκεμμένες διαστρεβλώσεις.
Ὅμως ἐδῶ θὰ χρειαστεῖ μία πρώτη παρένθεση: ἕνα ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖ τὸ ὁρόσημο τοῦ 1354.
Εἶναι ἄραγε θεμιτὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ Ἑλληνισμὸ καὶ γιὰ ἑλληνικὸ πολιτισμὸ στὸν 14ο αἰώνα; Ἦταν λοιπὸν Ἕλληνες οἱ «Βυζαντινοί», οἱ κάτοικοι τῆς ἀνατολικῆς καὶ πολυεθνικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας;
Ὁ τρόπος ποὺ σπουδάζουμε σήμερα τὴν Ἱστορία προϋποθέτει - σχεδὸν αὐτονόητα- κάποιες σχηματοποιήσεις: ἴσως ἀναπόφευκτες προκειμένου νὰ τιθασεύσουμε τὸ ἱστορικὸ ὑλικό. Διαιροῦμε σχηματικὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο σὲ περιόδους καὶ διαστέλλουμε, ἐπίσης σχηματικά, τοὺς πολιτισμοὺς ἢ τὶς ἐθνότητες. Καὶ ἡ λογικὴ τῶν ἱστορικῶν μας σχηματοποιήσεων, πολὺ συχνά, πειθαρχεῖ σὲ κριτήρια ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τὸν «πολιτισμὸ» ἢ τὴν «ἐθνότητα»- καὶ ποὺ δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ κριτήρια καὶ οἱ ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐξετάζουμε.
Ἔτσι καὶ στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κράτος, γιὰ πολλὲς δεκαετίες, οἱ Ἕλληνες διδάσκονταν στὰ σχολεῖα τὴν ἱστορία τους χωρισμένη σὲ τρεῖς μεγάλες καὶ μᾶλλον σχηματικὲς περιόδους: Τὴν περίοδο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν πρωτοελλαδικὴ καὶ πρωτομινωικὴ ἐποχὴ (2900 π.Χ.) ὡς τὴν κατάκτηση τῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (146 π.Χ.) ἢ ὡς τὸ κλείσιμο τῶν τελευταίων φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς Ἀθηνᾶς (529 μ.Χ.). Τὴν περίοδο τῆς «βυζαντινῆς» ἡ μεσαιωνικῆς Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης (325 μ.Χ.) ὡς καὶ τὴν πτώση της (1453). Καὶ τὴν περίοδο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας- ἀπὸ τὸ 1453 ὡς σήμερα.
Αὐτὴ ἡ ἐκπαιδευτικὰ παγιωμένη διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπηχοῦσε μίαν ἀντίληψη διαχρονικῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ-καὶ μάλιστα μὲ βάση τὴν ἐθνοφυλετικὴ ὁμοιογένεια. Ἑνὸς Ἑλληνισμοῦ φυλετικὰ ἑνιαίου μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν γενεῶν: μὲ συνέχη βιολογικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια ὡς σήμερα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν πολὺ ἔγκαιρα, στὸν 19ο αἰώνα, κάποιος ἀσήμαντος γερμανὸς ἱστορικός, ὁ Φαλλμεράυερ, ἀμφισβήτησε τὴν ἀπευθείας καταγωγὴ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ἡ ταραχὴ ποὺ προκλήθηκε στὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο ἦταν ἀποκαλυπτικὴ μιᾶς βαθύτερης συγχύσης. Οἱ Νεοέλληνες δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ὁρίσουν τὴν ἑλληνικότητά τους. Καὶ τὸ μεγαλύτερο σκάνδαλο ἦταν ἡ βυζαντινὴ ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τους: Μὲ ποιὸ κριτήριο νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς Ἕλληνες οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πανσπερμίας τῶν φυλῶν ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία -μίαν αὐτοκρατορία ὡστόσο μὲ κυρίαρχη γλῶσσα τὴν ἑλληνική, μὲ φιλοσοφία καὶ τέχνη ποὺ συνέχιζε ὀργανικὰ καὶ ἀνέπλαθε δημιουργικὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κληρονομία. Σίγουρα οἱ βυζαντινοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας -κάποιοι μὲ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα- συνέχιζαν τὸν προβληματισμὸ καὶ τὸν λόγο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῆς Στοᾶς καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅμως παράλληλα ἔγραφαν λόγους «κατὰ Ἑλλήνων», ἀφοῦ στὴν ἐποχή τους ἡ λέξη Ἕλληνας σημαῖνε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο εἰδωλολάτρης. Ἀλλὰ καὶ ὁ συνολος πληθυσμὸς πρέπει νὰ γνώριζε ἀρκετὰ καλὰ τὰ κείμενα τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἐπὶ χίλια περίπου χρόνια ἀλφαβητάρι γιὰ τὴν ἐκμάθηση ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς ἦταν ὁ Ὅμηρος.
Τὸ δυσεπίλυτο πρόβλημα ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας διαιωνίζεται στὸ νεοελληνικὸ κρατίδιο ὡς σήμερα.
Ὑπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοὶ» διανοούμενοι, ποὺ θεωροῦν ὑποτιμητικὴ κάθε ἐπιμειξία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀμφισβητοῦν πεισματικὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ὑπάρχουν καὶ κάποιοι χριστιανοὶ διανοούμενοι, μὲ ἰδεολογικὰ ἐπεξεργασμένη πίστη, ποὺ προτιμᾶνε τὸ ὄνομα τοῦ «Ῥωμιοῦ» καὶ τῆς «Ῥωμιοσύνης» στὴ θέση τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς ἑλληνικότητας. Ὑπῆρξε καὶ νεοέλληνας Πρωθυπουργὸς καὶ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μιλάει γιὰ τὶς πολλαπλὲς ὑποδουλώσεις ποὺ γνώρισαν οἱ Ἕλληνες: πρῶτα στοὺς Ῥωμαίους, ὕστερα στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μετὰ στοὺς Τούρκους!...
Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσεγγίσουμε τὴ σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴ Δύση στὰ νεώτερα χρόνια, χωρὶς νὰ διατυπώσουμε καταρχὴν μιὰ πρόταση ἐξόδου ἀπὸ τὴν πελώρια αὐτὴ συγχύση-πρόταση κάποιου ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας. Ἡ πρόταση εἶναι νὰ δοῦμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει κανεὶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπέκτησε γεωγραφικὰ σύνορα γιὰ πρώτη φορὰ στὸν 19ο αἰώνα -μόλις πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήντα χρόνια. Καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ σύνορα- τοῦ συμβατικοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στοὺς Τούρκους- ἄφηναν ἀπέξω τὰ τρία τέταρτα τῶν ἑλληνόφωνων πληθυσμῶν τῆς τότε Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δὲν εἶχε ἑνιαία κρατικὴ ὑπόσταση, οὔτε καὶ σύνορα. Ἦταν τὸ σύνολο τῶν «ἑλληνίδων πόλεων» -ἀνεξάρτητες πόλεις- κράτη, ποὺ ἁπλωνόταν ἀπὸ τὴν Μακεδονία ὡς τὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰωνία ὡς τὴν Σικελια, τὴν κάτω καὶ κεντρικὴ Ἰταλία. Οἱ πόλεις αὐτὲς ἀναγνωρίζονταν ὡς «ἑλληνίδες» ὄχι μόνο γιὰ τὴν κοινή τους ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κοινὸ τρόπο τοῦ βίου, δηλαδὴ τὸν κοινὸ πολιτισμό τους [Ἡ κοινὴ ἑλληνικὴ συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικὰ ἔκδηλη στὶς περιπτώσεις τῶν κοινῶν ἑορτῶν καὶ ἀγώνων (στὴν Ὀλυμπία, στὴν Νεμέα, στὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου καὶ στοὺς Δελφούς), ὅπου μόνο Ἕλληνες μποροῦσαν νὰ συμμετάσχουν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πόλη καταγωγῆς τους]. Θὰ ἀπαιτοῦσε μία ἐκτενῆ ἀναπτύξη τὸ περιεχόμενο τῆς λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ ταύτιση μὲ τὸν ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καταρχὴν ὁρισμός.
Στὸν 4ο π.Χ. αἰώνα ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἑνώνει κάτω ἀπὸ τὴ στρατιωτική του ἰσχὺ τὶς περισσότερες ἑλληνίδες πόλεις, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει μία μεγαλεπίβολη ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Κατατροπώνει τοὺς Περσες, ἀλλὰ συνεχίζει τὴν ἐκσταρατεία του ὡς τὴν Βακτριανὴ καὶ τὶς Ἰνδίες. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος ἀντιλαμβάνεται τὴν κατάκτηση αὐτῶν τῶν ἀπέραντων περιοχῶν -ἀπὸ τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Κασπίας ὡς τὴν Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αἴγυπτο καὶ ὡς τὸν Ἰνδικὸ ὠκεανό- εἶναι νὰ ἱδρύει παντοῦ καινούργιες ἑλληνίδες πόλεις, ποὺ μεταφέρουν τὸν ἑλληνικὸ ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Ἔτσι γεννιέται ὁ «μέγας κόσμος» τῆς ἑλληνικῆς οἰκούμενης- ἕνα ἐκπληκτικὸ φαινόμενο πολιτισμικῆς ἔκρηξης ποὺ δὲν ἔχει τὸ ὅμοιο στὴν Ἱστορία.
Ὅταν ἀργότερα ἡ Ῥώμη, ἀκολούθωντας τὸ ὅραμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, θὰ ἑνοποιήσει μὲ τὶς δικές της κατακτήσεις καὶ κάτω ἀπὸ τὸ δικό της διοικητικὸ σύστημα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐξελληνισμένων ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο περιοχῶν, τὸ κοινὸ καὶ συνεκτικὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας της θὰ παραμείνει ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Συνειδητοποιοῦμε ὄχι μόνο τὴν ἔκταση, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος ἡ τὴν ποιότητα ἐξελληνισμοῦ τῆς ῥωμαϊκῆς «οἰκούμενης», ὅταν διαβάζουμε τὰ ἑλληνικὰ κείμενα ἑνὸς φανατικὰ συντηρητικοῦ Ἑβραίου: τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν λαὸς ποὺ ἀντιστάθηκε σθεναρὰ καὶ μὲ αἱματηρὸ τίμημα στὸν ἐξλληνισμό του, καὶ ὁ Παῦλος ἀνῆκε στὴν πιὸ συντηρητικὴ κοινωνικὴ ὁμάδα τῶν Ἑβραίων, στοὺς Φαρισαίους. Κι ὅμως ὁ ἐθνοφυλετικὸς συντηρητισμός του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ χειρίζεται τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὶς ἑλληνικὲς φιλοσοφικὲς ἔννοιες, ἀλλὰ καὶ κάποιους ἕλληνες συγγραφεῖς, μὲ μίαν εὐχέρεια ποὺ δύσκολα θὰ τὴν συναγωνιζόταν ὁποιοσδήποτε Ἀλεξανδρινὸς ἢ καὶ Ἀθηναῖος της ἐποχῆς του.
Ἀπὸ τὸν 2ο κιόλας π.Χ. αἰώνα, ἡ ἴδια λατινικὴ ἀριστοκρατία τῆς Ῥώμης προτιμάει στὶς κοινωνικὲς ἀναστροφὲς τὴ χρήση τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας, καὶ ὅταν τὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα ὁ Παῦλος καὶ πάλι γράφει τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους, δὲν διανοεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὰ λατινικά. Δυόμισι αἰῶνες ἀργότερα, ἡ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα τοῦ Διοκλητιανοῦ θὰ διακρίνει ὅτι τὸ κέντρο τῶν ἱστορικῶν ἐξλιξεων ἔχει ὁριστικὰ μετατεθεῖ στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, γι' αὐτὸ καὶ θὰ περάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς βασιλείας του στὴν Νικομήδεια. Ἔτσι ἔχει προετοιμασθεῖ καὶ τὸ τολμηρὸ ἐγχείρημα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου νὰ μεταθέσει τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας σὲ μιὰ καινούργια ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, τὴ Νέα Ῥώμη, ποὺ ὁ λαὸς θὰ τὴν ἀποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.
Μὲ κέντρο πιὰ τὴν Νέα Ῥώμη, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ διανύσει μία θαυμαστὴ σὲ κάθε φάση τῆς ἱστορικὴ διαδρομὴ ὁλόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, ἡ πολιτισμική της ταυτότητα δὲν εἶναι οὔτε ἀμιγῶς ῥωμαϊκή, οὔτε ἀμιγῶς ἑλληνική. Εἶναι τὸ χριστιανικὸ στοιχεῖο ποὺ πρωτεύει, καὶ μάλιστα ἡ ἐμμονὴ καὶ πιστότητα στὴν ὀρθόδοξη πρωτοχριστιανικὴ παράδοση. Μὲ ἄξονα βίου τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ ἀναχωνεύσει ὀργανικὰ καὶ δημιουργικὰ τὴ ῥωμαϊκὴ παράδοση τοῦ δίκαιου καὶ τῆς διοίκησης, καὶ παράλληλα τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τέχνη. Μετὰ τὸν 6ο αἰώνα θὰ εἶναι καὶ ἐπίσημα μία ἑλληνόφωνη αὐτοκρατορία, καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰώνα θὰ υἱοθετήσει καὶ τοὺς ὅρους Ἕλληνας καὶ ἑλληνικός, φορτισμένους πιὰ μὲ ἀξιολογικὸ περιεχόμενο, γιὰ νὰ ἀντιπαρατάξει τὴ δίκη τῆς πολιτισμικὴ ταυτότητα στὸν καινούργιο πολιτισμὸ ποὺ γεννιέται στὴν κατακτημένη ἀπὸ βάρβαρα φύλα καὶ φυλὲς Δύση.
Αὐτοὶ οἱ καινούργιοι κάτοικοι τῆς δυτικῆς καὶ κεντρικῆς Εὐρώπης, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν ὑποτάξει καὶ ἐξουθενώσει τοὺς λατινόφωνους Ῥωμαίους, φιλοδοξοῦν νὰ σφετερισθοῦν, μὲ τὴ λογικὴ τῆς γεωγραφικῆς ὁριοθετήσης, τὸν τίτλο καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Ῥωμαίου στοὺς πολίτες τῆς ἀνατολικῆς καὶ ἐξελληνισμένης αὐτοκρατορίας. Τοὺς ἀποκαλοῦν χλευαστικὰ «Γραικούς», καὶ ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα ἡ ἱστοριογραφία τους θὰ ἐπινοήσει τὸ πρωτοφανὲς ὄνομα Βυζάντιο καὶ «Βυζαντινός». Βέβαια τὸ Βυζαντιο ὑπῆρξε ἱστορικά: ἦταν ἡ πολίχνη στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου -ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποικία- ποὺ στὴν θέση της ὁ Κωνσταντῖνος ἔχτισε τὴ Νέα Ῥώμη. Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀνάκληση τοῦ παλαιοῦ τοπωνυμίου ἐνδιέφερε τοὺς Δυτικοὺς μόνο γιὰ νὰ ὑποκατασταθεῖ τὸ ὄνομα τῆς Νέας Ῥώμης. Γιὰ τοὺς ἐλληνοφώνους Ῥωμαίους, ἀκόμα ὡς τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ ὄνομα «Βυζαντινὸς» θὰ ἦταν μᾶλλον ἀκατανόητο -θὰ ἠχοῦσε τόσο παράλογα, ὡς ἂν ἀποκαλοῦσε κάποιος τὸν σημερινὸ κάτοικο τῆς Ἑλλάδας «Πλακιώτη» (ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς παλιᾶς συνοικίας ποὺ γύρω χτίστηκε ἡ καινούργια πόλη τῶν Ἀθηνῶν). Κι ὅμως τὸ αὐθαίρετο ἐπινόημα τῶν Δυτικῶν κυριάρχησε τελικά, καὶ εἶναι σήμερα καθιερωμένο στὴν κοινὴ συνείδηση καὶ στὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη.
Στὸ μεταξύ, στὸν 2ο π.Χ. αἰώνα ὡς τὸν 19ο, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ ὅπου ἄνθισαν οἱ ἀρχαῖες ἑλληνίδες πόλεις, γνώρισε διαδοχικὰ περίπου δεκαεπτὰ ἐπιδρομὲς βάρβαρων φύλων καὶ φυλῶν. Ἀπὸ τὶς παραδουνάβιες περιοχὲς ὡς τὴν Κρήτη, καὶ ἀπὸ τὴν νότια Ἰταλία ὡς τὰ βάθη τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τὸν Πόντο, οἱ ἑλληνόφωνοι πληθυσμοὶ δοκιμάστηκαν σκληρὰ ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν κατακτήσεων, ποὺ σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες ἐπιμειξίες μὲ τοὺς γηγενεῖς Ἕλληνες. Ἔτσι, ὁποιοσδήποτε ἰσχυρισμὸς γιὰ φυλετικὴ ὁμοιογενεια καὶ «καθαρότητα αἵματος» τῶν νεώτερων Ἑλλήνων θὰ εἶχε ἐρείσματα μᾶλλον περιορισμένα ἡ συγκεχυμένα, καὶ σὲ μεγάλο ποσοστὸ θὰ ἦταν μόνο ῥομαντικὴ αὐθαιρεσία. Ἀλλὰ τὸ ἱστορικὸ παράδοξο εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ τὴν ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ὁ στρατηγὸς Μακρυγιαννης στὸν 19ο αἰώνα: «ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε τοὺς Ἕλληνες καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά». Αὕτη ἡ «μαγιὰ» τῶν ἑλληνίδων πόλεων καὶ ἀργότερα τῶν κοινοτήτων, μέσα ἀπὸ τὶς κατακτήσεις καὶ ἐπιμειξίες, ἔσῳζε τελικὰ τὴν ἑλληνικὴ ἰδιαιτερότητα: τὴ γλώσσα, τὴ νοοτροπία, τὴν ἑλληνικὴ νοηματοδοτήση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς· ἀπὸ κάποια ἐποχὴ καὶ μετὰ ἑνωμένα ὅλα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀρθοδοξία.
Βέβαια μία τέτοια «μαγιὰ» δυναμικῆς καὶ ἀδιάκοπα ἀνανεουμενης ἑλληνικότητας δὲν ἀνιχνεύεται μὲ ἀναφορὰ σὲ γενεαλογικὰ δέντρα - στὴ συνεχῆ ἱστορικὴ διαδοχὴ οἰκογενειῶν καὶ ὀνομάτων. Ἀνιχνεύεται στὴ λαϊκὴ ποίηση, στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὸν τρόπο ποὺ ἔχτιζαν καὶ εἰκονογραφοῦσαν τὶς ἐκκλησιὲς ὡς τὴν πιὸ ἀπομακρυσμένη ἑλληνικὴ κοινότητα, ἀνιχνεύεται στὴ μουσική, στὶς λαϊκὲς φορεσιές, στὰ προικοσύμφωνα καὶ στὰ συνεταιρικὰ συμβόλαια. Κυρίως στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, ἦταν ἡ ΠΡΑΞΗ τῆς ζωῆς, ἐκφράση τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης (ὄχι ἰδεολογικὰ ἢ φυλετικὰ κριτήρια), ποὺ ξεχώριζαν τὸν ὀρθόδοξο Ἕλληνα ἀπὸ τὸν ἀλλόθρησκο Τοῦρκο ἡ τὸν ἑτερόδοξο «Φράγκο»: Ἦταν ἡ νηστεία, ἡ γιορτή, ὁ χορὸς στὸ πανήγυρι, τὸ ἀναμμένο καντήλι στὸ οἰκογενειακὸ εἰκονοστάσι, τὸ ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ὁ ἁγιασμὸς κάθε μήνα.
Ἔτσι, ὅταν τὸν δεύτερο χρόνο τῆς ἐξέγερσής τους ἐνάντια στὴν τουρκικὴ τυραννία (1822) οἱ Ἕλληνες συγκροτοῦν τὴν πρώτη καὶ ἱδρυτικὴ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, δὲν ἔχουν ἄλλο τρόπο νὰ ὁρίσουν τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα, παρὰ μόνο καταφεύγοντας στὴν θρησκευτική του πίστη. Στὸ τμῆμα Β´ #β τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου διαβάζουμε: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσιν Ἕλληνες».
Εἶναι μᾶλλον ἡ πιὸ ἀπερίφραστη δικαίωση τῆς πρότασης νὰ ὁρίζουμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ βίου.

Στὶς βασικὲς θέσεις αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου συγκλίνουν συμπερασματικὲς μαρτυρίες ἀπὸ διαφοροποιημένες θεωρητικὲς προοπτικές. Πρβλ. ἐνδεικτικά:

Κ.Θ. Δημαρᾶς: «Ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ μεγάλους πολιτισμικοὺς ὄγκους, ποὺ ξεχωρίζουν πάντα, ὅσο κι ἂν οἱ τροπὲς τῆς ἱστορίας τυχαίνει νὰ προκαλέσουν μετατοπίσεις. Ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση σμίγουν ἐπάνω στὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη, ποὺ γίνονται ἔτσι ἕνα σταυροδρόμι ὅπου ἀδιάκοπα συγκρούονται δυὸ πρωταρχικὲς μορφὲς πολιτισμοῦ. Προγεφύρωμα καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου πολιτισμοῦ στὶς ἀντίθετες διευθύνσεις τους, ὁ ἑλληνικὸς χῶρος δοκιμάσθηκε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν κατάκτηση. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ δράμα τῆς φυλῆς μας, εἶναι καὶ μία ἀπὸ τὶς δόξες της ἀπὸ τὴν ἄποψη τὴν πολιτισμική: ὁ ἑλληνισμὸς δέχθηκε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν πλούσιες καὶ ποίκιλες ἐπιδράσεις, ποὺ προκάλεσαν τὴν ἰδιοτυπία του. Ἡ θέση του ἀνάμεσα σὲ πολιτισμοὺς ποὺ τὸν ἐπηρεάζουν, τοῦ ἐπέτρεψε ἀνέκαθεν νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὶς ἰδιότητές του, νὰ ἀσκήσει τὴν ἀφομοιωτική του δύναμη. Ἐξ ἄλλου ἡ γεωγραφικὴ θέση τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐπέφερε κι ἕνα ἄλλο σταθερὸ χαρακτηριστικό της φυλῆς. Θυμίζω τὴν παρατήρηση τοῦ Ἀριστοτέλη: οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τοῦ φαίνονται δραστήριοι, ἀλλὰ χωρὶς ὀξύτητα τοῦ νοῦ; οἱ Ἀσιάτες τὸ ἀντίθετο. Κι ὁ Ἀριστοτέλης, ἔτσι, καταλήγει νὰ θεωρεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες, ζῶντας σ᾿ ἕνα κλίμα ποὺ μετέχει καὶ ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, συνδυάζουν καὶ τῶν δυὸ ὁμάδων τὰ προτερήματα. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, λοιπόν, ἐκφράζεται μέσα στὴν ἀδιάκοπη ἀνανέωση τὴν ὁποία προκαλοῦν οἱ ἐπαφὲς μὲ τοὺς ξένους πολιτισμούς, καὶ στὴν ἀδιάκοπη ἀκτινοβολία ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰδιοτυπίας του καὶ τᾶν ἐπαφῶν του... Οἱ λαοί, ὅπως κάθε ὀργανισμός, ἀφομοιώνουν ὅσο εἶναι ζωντανοί, καὶ ἀφομοιώνουν τόσο περισσότερο καὶ τόσο καλύτερα ὅσο πιὸ ζωντανοὶ εἶναι. Ἡ ἐλάττωση τῆς ἀφομοίωσης ἐκφράζει βιολογικὴ πτώση τοῦ ὀργανισμοῦ; μόνο οἱ νεκροὶ ὀργανισμοὶ παύουν νὰ ἀφομοιώνουν... Ἐκεῖνο ποὺ προέχει εἶναι ἡ ἱκανότητα γιὰ πραγματικὴ ἀφομοίωση, γιὰ δημιουργία δηλαδὴ νέου στοιχειοῦ, ἰδοτυπου, ἀπὸ τὸ ξένο.» (Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, Ἀθήνα 1968, Πρόλογος, σελ. ιγ-ιδ).
Νίκος Σβορῶνος: «Θεωρῶ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ὡς ἕνα δυναμικὸ φαινόμενο μὲ διαφορετικὲς φάσεις. Δὲν πιστεύω βέβαια στὴ φυλετικὴ συνέχεια. Δὲν κάνω ζωολογία, κάνω ἱστορία. Δὲν ξέρω τί εἶναι ἀνθρωπολογικὰ ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ ἢ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἢ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Εἶναι ἀνακατεμένα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους τους ἱστορικοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου. Γιὰ τὸ ὅτι ὑπάρχει, ὅμως, ἀπὸ παλιά, πολὺ παλιά, ἕνας ἑλληνικὸς λαὸς ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς διαφορᾶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, καὶ ἔχει συνείδηση τῆς ἰδιαιτερότητάς του καὶ τῆς πολιτισμικῆς του συνέχειας, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία... Καὶ ἐδῶ μπορῶ νὰ ἐπαναλάβω, σύντομα καὶ ἁπλουστευτικά, ὁρισμένες προτάσεις ποὺ ἔχω διατυπώσει: Τὴν ὕπαρξη -ἕως τὴν ἐπικράτηση τῆς ῥωμαϊκῆς ἰδέας, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς Ῥώμης καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ- ἑνὸς ἑλληνικοῦ λαοῦ, φυλετικὰ ἀνάμεικτου, ὅπως ὅλοι οἱ ἱστορικοὶ λαοί, μὲ κοινὰ πολιτισμικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ μὲ συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς συνέχειάς του. Τὴ βαθμιαία ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ συνειδησιακὸ περιεχόμενο τῆς ἑλληνικότητας, μὲ τὴν ἐπικράτηση δυὸ πλατύτερων ἰδεῶν, τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ῥωμαϊκότητας, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἰδεολογία συνεκτικὴ τοῦ βυζαντινοῦ κράτους- πράγμα ποὺ δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη, συγχρόνως, καὶ μιᾶς ἰδιαίτερης συνείδησης τῆς ἰδιαιτερότητας σὲ κάθε λαό, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ πολυεθνικὸ αὐτὸ πολιτικὸ καὶ πολιτισμικὸ συγκρότημα. Τέλος, τὴ σταδιακὴ πολιτισμικὴ ἐπανασυνδέση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἰδέα καὶ τὸ παλιὸ ἑλληνικό του παρελθόν, ὅπως κατὰ τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τὴν κατάκτηση μιᾶς καθαρὰ ἑλληνικῆς συνείδησης, ποὺ συντελεῖται κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια του Βυζαντιου, καὶ καταλήγει μὲ τὴν διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ ἔθνους, μέσα στὴν Τουρκοκρατία, καὶ τὴν διακήρυξη τῆς βούλησής του νὰ δημιουργήσει ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση... Ὁ ἑλληνισμὸς βρέθηκε σὲ τέτοιες ἀντικειμενικὲς καταστάσεις, ὥστε νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους λαοὺς οἱ ὁποῖοι ἀπόκτησαν ἐθνικὴ συνείδηση ἀκριβῶς μέσα σε εὐρύτερα σύνολα καὶ σὲ ἀντιπαραθέση μὲ αὐτά. Κυρίως σὰν κατακτημένος λαός. Καὶ τὸ ὅτι διατήρησε τὴ γλώσσα του, τὴν ἐθνική του συνείδηση, γιὰ μενα τοῦτο εἶναι ἀντιστασιακὸ φαινόμενο... Δὲν θεωρῶ ἀντίσταση ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ πάρεις τὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀνέβεις στὰ βουνά. Αὐτὸ εἶναι εὔκολο πράγμα, σχετικὰ εὔκολο. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ μείνεις αὐτὸ ποὺ εἶσαι, καὶ αὐτὸ βέβαια συνδυάζεται μὲ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν κατακτήθηκε ὁ ἑλληνικὸς λαός, εἴτε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἀρχικὰ εἴτε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶχε ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ συνείδηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς. Ὑπῆρχε μία λαϊκὴ ἑνότητα μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, καὶ εἶχε συνείδηση τῆς ταυτότητάς του αὐτῆς, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἀπορρόφηση ἀπὸ ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ κατακτητές του.» (Συνέντευξη στὸ περιοδικὸ Σύγχρονα θέματα, τεῦχος 35-37, Δεκέμβριος 1988).
Εὐάγγελος Παπανοῦτσος: «Ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος ἄξονάς της καὶ ποὺ δικαιολογημένα πρέπει νὰ εἶναι τὸ καμάρι μας:τὴν ἰδέα τῆς ἀκατάλυτης διάρκειας, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας ποὺ παρουσιάζει αὐτὸς ὁ μικρὸς καὶ βασανισμένος λαὸς στὴ μακρὰ καὶ γεμάτη ἀπὸ ὡραῖες σελίδες πνευματική του ἱστορία. Καὶ ἀλήθεια ἀναμφισβητη καὶ χρέος ἐθνικὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι νὰ τονίζουμε στὶς γενεὲς ποὺ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τοὺς μέσα στὸν ἐθνικὸ στίβο, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπαψε αὐτὴ ἡ φυλὴ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐκδηλώνεται πνευματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ ἔργα ἀξιόλογα. Ὅτι σὲ ὅλες τὶς φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου της τραγούδησε, ἐρεύνησε καὶ στοχάστηκε, ἔγραψε καὶ φιλοσόφησε, ζωγράφισε ἔπλασε κ᾿ ἔχτισε, δηλαδὴ ἔζησε καὶ πνευματικὰ καταξίωσε τὴ ζωή της, ὅπως ζοῦν καὶ πνευματικὰ καταξιώνουν τὴ ζωὴ τοὺς οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν καὶ δημιουργοῦν παράδοση... Τὸ ἄμεσο ἐθνικὸ παρελθὸν στὴν πνευματική μας ἱστορία διαγράφεται μὲ μία φοβερὴ γιὰ τὶς συνέπειές της μονοκοντυλιά. Ἀφήνοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα διασκελίζουμε βιαστικὰ καὶ μὲ συγκατάβαση δέκα αἰῶνες βυζαντινῆς ἱστορίας καὶ ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο μὲ συναίσθημα πικρίας ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας, προσπαθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν μετὰ τὸ Εἰκοσιένα ἐλεύθερο ἑαυτό μας μέσα ἀπὸ τὴν ἰταλική, τὴν ἀγγλική, τὴ γαλλικὴ καὶ τὴ γερμανικὴ Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία τῶν τετρακοσίων τελευταίων ἐτῶν. Νὰ ξανακολλήσομε στὴν Εὐρώπη γίνεται ἡ ἔγνοια μας καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνακουφίσουμε τὸν πληγωμένο μας ἐθνικὸ ἐγωισμὸ μὲ τὴν προσπάθεια νὰ ἀποδείξομε, ὅτι οἱ προχωρημένοι στὸν πολιτισμὸ Εὐρωπαῖοι ὀφείλουν τὰ φῶτα τους στοὺς ἀρχαίους μας προγόνους. Πῶς δημιουργήθηκε, καὶ ἰδίως πῶς διαδόθηκε καὶ ἔπιασε αὐτὸς ὁ μύθος; πῶς ἡ ἐλεύθερη μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση πατρίδα ἔπεσε σ᾿ αὐτὴ τὴ θανάσιμη πλάνη καὶ ἔκανε τὴν ἀσύγγνωστη ἀδικία νὰ σκίσει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χεριὰ τόσες ἑκατοντάδες λαμπρῶν σελίδων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκρωτηριάσει τὴν πνευματική της ἱστορία. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο: ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε, ὅτι ἡ πλάνη ἐξακολουθεῖ σὲ πολλοὺς νὰ ὑπάρχει.» (Νεοελληνικὴ Φιλοσοφία, Ἀθῆναι-Βασικὴ Βιβλιοθήκη τόμος 35- Εἰσαγωγή, σελ. 7 καὶ 8).
Ζήσιμος Λορεντζᾶτος: «συνεχίζουμε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἄνισου τόπου, ποὺ ὑπάρχει πολὺ περισσότερο στὸ χρόνο παρὰ στὸ χῶρο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ μοίρα μας δὲν καταλαβαίνει τὴ μοίρα τῶν λαῶν τοῦ χώρου, ἀλλὰ κλώθεται ὁλοένα τριγύρω στὸ ἄλυτο πρόβλημα τῶν δυὸ διαστάσεων. Εἴμαστε οἱ μνηστῆρες τοῦ χρόνου καὶ οἱ καταδικασμένοι τοῦ χώρου. Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ θὰ πρέπει νὰ συλλογιστοῦμε μήπως μέσα στὴν ἐποχὴ ποὺ μπαίνουμε δὲ μᾶς ἀπομένει ἄλλο ἐμπόρευμα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπίδοσή μας... Ἡ δική μας ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἀνατολῆς -ἄμεσα ἢ ἔμμεσα- ἔδωσε στὴ Δύση ὅ,τι βαθύτερο ἀκριβῶς ἔχει νὰ παρουσιάσει ἐκείνη πνευματικά. Καὶ ὅταν λέμε δική μας δὲν ἐννοοῦμε πὼς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δώσαμε στοὺς ἄλλους τίποτα ἢ πὼς ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀνήκει σὲ μᾶς, εἶναι ἐθνικὴ ἡ φυλετική, ἀλλὰ πὼς ἐμεῖς ἀνήκουμε σὲ αὐτὴ κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ γινόμαστε ἡμεῖς, λαὸς ἅγιος Χριστοῦ, καθὼς ἔγραφε ὁ Φώτιος ἀπὸ τὴν ἐξορία (Ἐπιστολὴ 126), καὶ μόνο κατὰ τὸ ποσοστὸ αὐτό, ὅσο τὴν ἔχουμε ἢ τὴν ἀκολουθοῦμε, μποροῦμε τὴν ὀρθόδοξη παράδοση νὰ τὴ λεμὲ δική μας; ποτὲ ἐθνικὰ ἢ φυλετικά.» (Μελέτες, Ἀθήνα, Ἐκδ. Γαλαξίας, 1967, σελ. 17 καὶ 160).


«ΑΜΑΡΤΑΝΟΥΜΕ ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»

Βεβήλωσις τοῦ Ἐσταυρωμένου

Ἀρχιμ. Δανιήλ Γ. Ἀεράκη, ἱεροκήρυκος

.                Προκλητικοί, ὄπως πάντοτε, οἱ ὁμοφυλόφιλοι, οἱ διεστραμμένοι τύποι. Μέ κάθε τρόπο ἐπιζητοῦν καταξίωσι τῆς ἀνωμαλίας τους. Αὐτη τή φορά διοργανώνουν γιά τίς 24-25 Ἰουνίου παρέλασι στούς δρόμους τῆς Θεσσαλονίκης, τό λεγόμενο «gay pride»! Πρωτοπόρος στήν παρέλασί τους ἐμφανίζεται ὁ… Ἐσταυρωμένος Ἀναμάρτητος Κύριος!!! Προπορεύεται κάποιος ἀπ’ αὐτούς κρατώντας ἕνα Ἐσταυρωμένο, πού γράφει «Σταυρώθηκε καί γιά μᾶς»!

  • Καί βέβαια ὁ Χριστός μας, σταυρώθηκε γιά ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Σταυρώθηκε γιά νά σώζωνται οἱ ἁμαρτωλοί, πού θρηνούν, ὄχι ὄσοι χορεύουν γιά τίς ἁμαρτίες τους. Σταυρώθηκε, γιά νά σώζωνται ὅσοι κλαῖνε γιά τό ἁμαρτωλό τους πάθος, ὄχι ὅσοι καυχῶνται γιά τήν ἀσέλγειά τους.

  • Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἕνα σύμβολο, ἀλλ’ εἶναι τό μέσο τῆς σωτηρίας. Δέν εἶναι σημαία τῶν «δημοσίως ἁμαρτανόντων»!

  • Ἡ προκλητική βλασφημία τῶν ἐκφύλων, ξεπερνᾶ καί τή… σατανική διάνοια! Τί εἶπε τό δαιμόνιο, ὅταν συνάντησε τόν Ἰησοῦ Χριστό; «Ἔα, τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; Οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. α´ 24). Δηλαδή: «Ἄφησέ με! Τί κοινό ὑπάρχει ἀνάμεσά μας, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Τίποτε! Ἄλλωστε ξέρουμε γιατί ἦλθες, γιά νά μᾶς ἐξαφανίσης. Ξέρω ποιός εἶσαι. Εἶσαι ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ».

.               Δὲν θέλει ὁ Χριστός τή δαιμονική διαφήμισι. Καμμιά σχέσι δέν ἔχει ὁ Χριστός μέ τήν ἁμαρτία καί τό Διάβολο. Καμμιά σχέσι! Τό ἀναγνωρίζει αὐτό ὁ Σατανᾶς. Ἐνῶ οἱ δαιμονικώτεροι τῶν δαιμόνων, οἱ δράστες τῆς ὁμοφυλοφιλικῆς ἀκολασίας, ἔχουν τό βέβηλο θράσος νά παρουσιάζωνται καλυπτόμενοι καί… ἐπευλογούμενοι ἀπό τόν… Ἐσταυρωμένο!

  • Οἱ ἁμαρτωλοί σώζονται, ὅταν λένε: «Μετανοοῦμε ἐν τῷ ὁνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Οἱ διεστραμμένοι λένε: «Ἁμαρτάνουμε… ἐν τῷ όνόματι τοῦ Χριστοῦ»! Ὁ Σωτήρας τῶν ἁμαρτωλῶν, πού μετανοοῦν, παρουσιάζεται ὡς… προστάτης τῆς πιό βρώμικης ἀνωμαλίας!

  • Φαντασθῆτε ἔξω ἀπό ἕνα «ἐπίσημο πορνεῖο» νά ὑπάρχη ἕνας Ἐσταυρωμένος, πού νά λέη: «Περάστε! Ἐγώ σᾶς εὐλογῶ τή σαρκική ἀκολασία»!

  • Φαντασθῆτε σέ γυναικολογική κλινική, πού κύριο ἔργο ἔχει τίς ἐκτρώσεις, νά ἔχουν πάνω ἀπό τό… σφαγεῖο βρεφῶν ἕνα Ἐσταυρωμένο, πού νά λέη:«Ἐγκληματία γιατρέ, εὐλογῶ τό ἔγκλημά σου»!

.              Βεβαίως καί ἡ πόρνη καί ὁ φονιάς χρειάζονται τόν Ἐσταυρωμένο, ὄχι ὅμως γιά νά εὐλογῆ τό βρωμερό, ἐγκληματικό ἔργο, ἀλλά γιά νά καταφεύγουν σ’ Αὐτόν μέ εἰλικρινῆ μετάνοια, συντριβή καί ἀλλαγή.

  • Ἴσως νά τολμήση νά πῆ κάποιος:

—Κακό εἶναι νά βλέπουν καί οἱ ὁμοφυλόφιλοι τόν Ἐσταυρωμένο;

.              Ὅποιος ἔχει ἴχνη ντροπῆς, ἀναρρωτιέται ὅπως ὁ Ἰωσήφ ὁ Πάγκαλος:«Πῶς ποιήσω τό πονηρόν τοῦτο καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μου;» (Γεν. 39,9). Καί μόνο πού μέ βλέπει ὁ Θεός, ντρέπομαι νά διαπράξω τό πονηρό! Ὅποιος εἶναι ἀναίσχυντος καί ξετσίπωτος, ὀργιάζει μπροστά καί στόν Ἐσταυρωμένο καί στούς ἁγίους καί στίς εἰκόνες…

  • Ἄν πραγματοποιηθῆ τό γεγονός τῆς Θεσσαλονίκης, χωρίς διαμαρτυρίες καί συνέπειες, δέν ἀπομένει παρά νά παραχωρήσουμε σέ ἔκφυλους καί κάποιον… Ναό, νά ὀργιάζουν ὑπό τή σκέπη του!!!

το είδαμε εδώ

Κυριακή, Μαΐου 22, 2016

Πως πιστοποιείται η αυθεντικότητα των κειμένων τής Καινής Διαθήκης, αφού τα πρωτότυπα έχουν χαθεί;


Πολλοί σκεπτικιστές ή επικριτές της αυθεντικότητας της Καινής Διαθήκης και κατ’ επέκταση του Χριστιανισμού, χρησιμοποιούν τα εξής δύο επιχειρήματα για να προσβάλλουν της αξιοπιστία της:
1. Κανένα από τα πρωτότυπα/αυτόγραφα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν έχει διασωθεί
2. Κανένα αντίγραφο που υπάρχει δεν είναι απόλυτα όμοιο με κάποιο άλλο, αν και τα δύο αναφέρονται στο ίδιο κείμενο
Αλλά, αυτόγραφα/πρωτότυπα έργα χριστιανικά ή μη, υπάρχουν στον κόσμο μόνο μετά τον 12ο αιώνα μ.Χ. Όλα τα υπόλοιπα κείμενα της αρχαίας φιλολογίας σώζονται μόνο σε αντίγραφα. Σημειωτέον πως, όσο πιο πολλά αντίγραφα έχουμε ενός έργου και μάλιστα από διαφορετικούς χώρους

Πως πιστοποιείται η αυθεντικότητα των κειμένων τής Καινής Διαθήκης, αφού τα πρωτότυπα έχουν χαθεί;


Πολλοί σκεπτικιστές ή επικριτές της αυθεντικότητας της Καινής Διαθήκης και κατ’ επέκταση του Χριστιανισμού, χρησιμοποιούν τα εξής δύο επιχειρήματα για να προσβάλλουν της αξιοπιστία της:
1. Κανένα από τα πρωτότυπα/αυτόγραφα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν έχει διασωθεί
2. Κανένα αντίγραφο που υπάρχει δεν είναι απόλυτα όμοιο με κάποιο άλλο, αν και τα δύο αναφέρονται στο ίδιο κείμενο
Αλλά, αυτόγραφα/πρωτότυπα έργα χριστιανικά ή μη, υπάρχουν στον κόσμο μόνο μετά τον 12ο αιώνα μ.Χ. Όλα τα υπόλοιπα κείμενα της αρχαίας φιλολογίας σώζονται μόνο σε αντίγραφα. Σημειωτέον πως, όσο πιο πολλά αντίγραφα έχουμε ενός έργου και μάλιστα από διαφορετικούς χώρους

"Η καρδιά σας να είναι απλή, όχι διπλή και ανειλικρινής, αγαθή κι όχι πονηρή και ιδιοτελής"



Απλά, απαλά θά κάνετε τό καθετί. Δέν θά κάνετε τίποτε μέ σκοπιμότητα.

Νά μή λέτε, “θά τό κάνω έτσι, γιά νά έλθει αυτό τό αποτέλεσμα”, αλλά θά τό κάνετε έτσι απαλά, χωρίς νά τό ξέρετε.


 


Δηλαδή Προσεύχεσθε απλά καί δέν σκέφτεσθε τί θά χαρίσει ο Θεός μές στήν ψυχή σας. Δέν κάνετε υπολογισμούς. Ξέρετε, βέβαια, τί χαρίζει ο Θεός στήν επαφή μαζί Του, αλλά είναι σάν νά μήν ξέρετε.

Νά μήν τό συζητάτε ούτε μέ τόν εαυτό σας. Έτσι, όταν λέτε τήν ευχή “Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον μέ”, νά τή λέτε απαλά, απλά καί νά μή σκέφτεσθε τίποτε άλλο παρά μόνο τήν ευχή. Αυτά είναι πολύ λεπτά πράγματα καί χρειάζεται νά επενεργήσει η χάρις τού Θεού.

Η καρδιά σας νά είναι απλή, όχι διπλή καί ανειλικρινής, αγαθή κι όχι πονηρή καί ιδιοτελής. Τήν απλή καί αγαθή ψυχή όλο τήν επιζητούν, αναπαύονται σ΄ εκείνη, τήν πλησιάζουν χωρίς φόβο, χωρίς υποψία. Καί η ίδια ζεί μέ εσωτερική ειρήνη, έχει αγαθή σχέση μ΄ όλους τους ανθρώπους καί μ΄ όλη τήν κτίση.

Ο αγαθός, ο καλοκάγαθος, αυτός πού δέν έχει πονηρούς λογισμούς, ελκύει τήν χάρι τού Θεού. Κυρίως η αγαθότητα καί η απλότητα ελκύουν τήν χάρι τού Θεού, είναι οι προϋποθέσεις, γιά νά έλθει ο θεός καί “μονήν ευρήσει”. Αλλά πρέπει νά... γνωρίζει ο αγαθός καί τίς πονηρίες τού διαβόλου καί τών ανθρώπων, διότι πολύ θά ταλαιπωρείται, αλλιώς θά έπρεπε νά ζεί σέ κοινωνία αγγέλων.

πηγή


το είδαμε εδώ

Αποκρυφιστικό - Οικουμενιστικό βιτρό στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης

bitro-1
Αποκρυφιστικό - Οικουμενιστικό βιτρό στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης
Του Αιμίλιου Πολυγένη
Επιστολή προς την Πανορθόδοξη Γραμματεία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, με κοινοποιήση στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών απέστειλε ο Πρωτοπρ. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος.

Ο π. Αναστάσιος φέρνει στην επιφάνεια ένα πολύ σοβαρό θέμα, το οποίο έχει να κάνει με την Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης.
Συγκεκριμένα ο π. Αναστάσιος στην επιστολή του, αναφέρει ότι έξω από το παρεκκλήσιο της Ακαδημίας υπαρχεί αναρτημένο βιτρό με σύμβολα που προβάλλουν σαφές τον διαθρησκειακό οικουμενισμό.
"Τέτοιες «καλλιτεχνικές» εμπνεύσεις και συνθέσεις με βαθύτατο αποκρυφιστικό περιεχόμενο, συναντά κανείς μόνο στα κεντρικά γραφεία της Θεοσοφικής Εταιρίας (τῆς αποκρυφίστριας H. P. Blavatsky) στο Adyar τῶν Ινδιῶν!" τονίζει χαρακτηριστικά ο π. Αναστάσιος.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ
Πρός τήν Πανορθόδοξον Γραµµατεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου
τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. εἰς Γενεύην.
Κοινοποίηση:
Παναγιώτατον Οἰκουµενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολοµαῖον, εἰς Κωνσταντινούπολιν. Μακαριωτάτους Προκαθηµένους τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Σεβασµιώτατοι, σεβαστοί πατέρες,
Εὐσεβάστως σᾶς γνωρίζω τά ἑξῆς:
1. Στήν κεντρική εἲσοδο τῶν ἐγκαταστάσεων καί ἀκριβῶς ἒξω ἀπό τό Ἱερό Παρεκκλήσιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδηµίας τῆς Κρήτης, ὃπου τόν προσεχή Ἰούνιο θά συνέλθει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει ἀνηρτηµένο βιτρό, ἒργο τοῦ R. Bleninger (πρόγραµµα «Πρόσωπο πρός Πρόσωπο» τῆς ΟΑΚ).
Στό ἒργο εἰκονίζονται, ὃπως µπορεῖτε νά δεῖτε στό συνηµµένο φωτογραφικό ὑλικό, στό κέντρο τῆς παραστάσεως τρεῖς ἀνθρώπινες φιγοῦρες ἀνάµεσα σέ φλόγες, οἱ ὁποῖες, προφανώς, ὑποδηλώνουν τήν ταλαιπωρηµένη στό καµίνι τῆς ζωῆς ἀνθρωπότητα.
Οἱ τρεῖς αὐτοί ἂνθρωποι ὑψώνουν σέ στάση δεήσεως τά χέρια τους σέ θρησκευτικά σύµβολα: ὁ ἓνας πρός τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ὁ ἂλλος πρός τήν Ἡµισέληνο (ἀριστερά τοῦ Σταυροῦ) καί ὁ τρίτος πρός τό Ἂστρο τοῦ ∆αυίδ (Ἑξάλφα, δεξιά τοῦ Σταυροῦ)!
Ὁ Τίµιος Σταυρός καί τά δύο σύµβολα τῶν «µονοθεϊστικῶν θρησκειῶν» (Ἡµισέληνος καί Ἑξάλφα) πλαισιώνονται καί συνδέονται σέ µία εἰκαστική ἑνότητα µέ τό οὐράνιο τόξο, τό κατ’ ἐξοχήν σύµβολο τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Εἶναι πασιφανές ὃτι ἡ σύνθεση αὐτή προβάλλει µέ τόν πλέον σαφή καί ἀδιαµφισβήτητο τρόπο τόν διαθρησκειακό συγκρητιστικό οἰκουµενισµό.
Στόν πλέον ἐπίσηµο χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδηµίας τῆς Κρήτης, πού ἀνηγέρθη γιά νά δίνει τή µαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλ. τή µαρτυρία τῆς «µωρίας» καί τοῦ «σκανδάλου» τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ (πρβλ. 1 Κορ. 1, 18-25), ὁ «λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ» σχετικοποιεῖται καί ἐξισώνεται µέ ὃ,τι ἐκφράζει ἡ Ἡµισέληνος καί ἡ Ἑξάλφα!
Σεβασµιώτατοι, σεβαστοί µου πατέρες,
Τέτοιες «καλλιτεχνικές» ἐµπνεύσεις καί συνθέσεις µέ βαθύτατο ἀποκρυφιστικό περιεχόµενο, συναντᾶ κανείς µόνο στά κεντρικά γραφεῖα τῆς Θεοσοφικῆς Ἑταιρίας (τῆς ἀποκρυφίστριας H. P. Blavatsky) στό Adyar τῶν Ἰνδιῶν!
Εἶναι ἀξιοθρήνητο στήν κεντρική εἲσοδο καί ἒξω ἀπό τό Ἱ. Παρεκκλήσιο ἑνός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικού Ἱδρύµατος, τό ὁποῖο τελεῖ ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, νά προβάλλεται κατά τέτοιο ὠµό καί ἀνερυθρίαστο τρόπο ἡ βλάσφηµη θεωρία τῶν δῆθεν «ἀβρααµικῶν θρησκειῶν» καί, µάλιστα, τό ἀσεβές αὐτό συγκρητιστικό ἒργο νά ἒχει ἐκτυπωθεῖ καί σέ καρτ- ποστάλ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδηµία!
Ἐλπίζω πώς ἡ Γραµµατεία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ µας θά συµµεριστεῖ τή θλίψη καί ἀνησυχία πολλῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν καί θά µεριµνήσει ὣστε τό βλάσφηµο καί θεοσοφικῆς ἐµπνεύσεως ἒργο ὂχι µόνο νά µή βρίσκεται ἀναρτηµένο στήν κεντρική εἲσοδο τῶν ἐγκαταστάσεων καί τοῦ Ἱ. Παρεκκλησίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδηµίας τῆς Κρήτης κατά τίς ἡµέρες τῆς διεξαγωγῆς τῶν συνεδριάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ µας, ἀλλά νά γίνει ἡ ἀπαραίτητη σύσταση στούς ὑπευθύνους τῆς Ἀκαδηµίας γιά τήν ὁριστική του ἀποµάκρυνση ἀπό τίς ἐγκαταστάσεις της.
2. Ἐπιτρέψτε µου καί µία ἀκόµη ἐπισήµανση.
Στήν κεντρική αἲθουσα τῆς Ἀκαδηµίας (στήν ὁποία θά συνεδριάζει ἡ Ὁλοµέλεια τῆς Ἁγίας Συνόδου), ὑπάρχουν δύο ὑπερµεγέθεις πίνακες καί ἓνα ἀνάγλυφο µέ τόν Προµηθέα δεσµώτη ἐπί τοῦ Καυκάσου.
Ἀσφαλῶς, ὁ µῦθος τοῦ Προµηθέα, ἑρµηνευόµενος µέσῳ τῆς περίφηµης ''προφητείας'' τοῦ Αἰσχύλου1, ἐκφράζει τήν παναθρώπινη προσµονή τοῦ Λυτρωτοῦ.
Ὃµως δέν πρέπει νά µᾶς διαφεύγει ὃτι ὁ «Προµηθέας» ἒχει ἀξιοποιηθεῖ κατάλληλα καί ἀπό τόν ἀποκρυφισµό, ὡς τό σύµβολο τοῦ ἐπαναστάτου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή ἒκλεψε τή φλόγα τῆς ἀποκρύφου Γνώσεως γιά νά τήν µεταγγίσει στούς ἀνθρώπους, τιµωρήθηκε αἰωνίως ἀπό τόν θεό-δυνάστη καί ἐχθρό τῆς πνευµατικῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρώπου!
∆υστυχῶς, ἡ παντελής ἀπουσία εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν κεντρική, µεγάλη αἲθουσα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδηµίας τῆς Κρήτης ἀφήνει µετέωρη καί ἀνεκπλήρωτη τήν προσµονή τοῦ Λυτρωτοῦ, ὁ ὁποῖος ἦρθε καί θυσιάστηκε γιά νά ἀπελευθερώσει τόν δεσµώτη «Προµηθέα». Ἀλήθεια, τί κρίµα!
∆ύο χιλιάδες χρόνια µετά τή Θυσία τοῦ Χριστοῦ µας νά παραµένει ὁ «Προµηθέας» δεσµώτης χωρίς, ὁ δυστυχής, νά ἒχει γευθεῖ τή λύτρωση τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου… καί αὐτό νά ἀπεικονίζεται στό χῶρο, πού θά ἒπρεπε ἀκόµα καί µέσῳ τῆς γλώσσας τῶν συµβόλων νά διακηρύσσεται ἡ µαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλ. ἡ πληρότητα καί ἡ µοναδικότητα τῆς διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρίας τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου.
Ἐξαιτούµενος τίς ἀρχιερατικές σας εὐχές, υἱικῶς εὒχοµαι ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύµατος νά σᾶς ἐνδυναµώσει νά ἀνταποκριθεῖτε στή διακονία σας, ὣστε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἀναδειχθεῖ ἀντάξια τοῦ ὀνόµατός της, µακριά ἀπό ἐπικίνδυνους γιά τήν ἑνότητα καί τή µαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας µας νεωτερισµούς.
Μετά σεβασµοῦ
π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
πηγή   το είδαμε  εδώ
bitro-2
bitro-3

Πλούσιοι καὶ πτωχοί



Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. ∆ιονυσίου Τάτση
ΟΛΟΙ οἱ ἄνθρωποι ἐπιδιώκουν τό πλοῦτο, χωρίς ὅµως νά τόν ἀποκτοῦν ὅλοι. Γιά τούς περισσότερους ὁ πλοῦτος εἶναι ἄπιαστο ὄνειρο. Ἐκεῖνο ὅµως πού ἰσχύει καί πρέπει πάντα νά τό θυµόµαστε, εἶναι ὅτι ὁ συνειδητός χριστιανός ποτέ δέν θά γίνει πλούσιος ἀπό τόν κόπο του. Μπορεῖ ὅµως νά εἶναι πλούσιος, ἐάν ἔχει κληρονοµήσει περιουσία. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει στραµµένο τό νοῦ του στούς ἀδελφούς καί τούς βοηθάει τό κατά δύναµη.

Ὑπηρετεῖ τήν ἔµπρακτη ἀγάπη. Ἐπιθυµία δέν εἶναι ἡ συγκέντρωση πλούτου ἀλλά ἡ ἀγάπη. Στή δεύτερη περίπτωση διαθέτει τόν πλοῦτο του στούς φτωχούς. ∆έν τόν κρατάει γιά τόν ἑαυτό του.
Τήν φτώχεια, ἀντίθετα, δέν τή θέλουν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ στέρηση τούς καταθλίβει καί ἡ σύγκριση µέ τούς πλούσιους τούς ἐξοργίζει. Συχνά λυποῦνται καί κάποτε ἀπελπίζονται, ὅταν δέν µποροῦν νά καλύψουν τίς βασικές τους ἀνάγκες. ∆έν πρέπει ὅµως νά φτάνουν στά ἄκρα. Πρέπει νά ἀγωνίζονται γιά τή ζωή καί πάντα µέ ἀξιοπρέπεια.
Οἱ πλούσιοι ἔχουν µόνιµη ἔγνοια τήν αὔξηση τοῦ πλούτου τους, µέ ὅποιο τρόπο καί µέσο µποροῦν. ∆έν ἔχουν ἠθικές ἀναστολές, οὔτε καί ὑπολογίζουν πολύ τή δικαιοσύνη, γιατί πάντα ξεφεύγουν ἤ ἀντιµετωπίζονται ἐπιεικῶς!
Ὁ ἱερός Χρυσόστοµος πολλές φορές µιλοῦσε γιά τόν πλοῦτο καί τή φτώχεια καί κατέληγε στό συµπέρασµα ὅτι «δέν καταστρέφει ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ φτώχεια, ἀλλά ἡ κακή προαίρεση πού δέν µπορεῖ νά χρησιµοποιήσει, ὅπως πρέπει, τό καθένα ἀπό αὐτά». Παράλληλα ὑπενθύµιζε καί τό καθῆκον τῆς προσφορᾶς πρός τούς ἀδελφούς: «Αὐτά πού µαζεύονται χάνονται καί αὐτά πού σκορπίζονται παραµένουν. Ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ κανένας δέν µπορεῖ νά τά ἁρπάξει».
Τά χρήµατα πού δίνουµε στούς φτωχούς µένουν γραµµένα, εἶναι κατάθεση στό ὄνοµα τοῦ Θεοῦ, πού σηµαίνει ὅτι εἶναι ἀσφαλισµένα καί µέ αὐτά µποροῦµε νά ἀνοίξουµε τήν πόρτα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Πολλοί καλοπροαίρετοι χριστιανοί διερωτῶνται, γιατί γίνεται τόσος λόγος γιά τήν ἐλεηµοσύνη καί ὄχι γιά τόν πνευµατικό ἀγώνα; ∆ίχως ἐλεηµοσύνη, δέν θά σωθοῦµε; Μήπως εἶναι ὑπερβολικός αὐτός ὁ ἰσχυρισµός; Εἶναι δυνατόν νά ἀποκλεισθοῦν ἀπό τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὅλοι οἱ φτωχοί, πού δέν µποροῦν νά κάνουν ἐλεηµοσύνη; Ἡ ἀπάντηση σ᾿ αὐτούς τούς προβληµατισµούς εἶναι ἁπλή. Ἡ ἐλεηµοσύνη εἶναι ἱερό καθῆκον καί προϋποθέτει πνευµατικό ἀγώνα, γιά νά ὑλοποιηθεῖ. Ὁ συνειδητός χριστιανός αἰσθάνεται ὑποχρέωσή του νά ἐλεήσει. Ἔρχεται φυσιολογικά, θά ἔλεγα. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού δέν ἀγωνίζεται πνευµατικά, δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά βοηθήσει τούς ἀδελφούς του.
Ὅταν λείπει ἡ ἐλεηµοσύνη, ἡ καρδιά παραµένει σκληρή καί τά πάθη δέν καταπολεµοῦνται. Καί αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο.
Ορθόδοξος Τύπος, 20/05/2016
    το είδαμε  εδώ

Γέρων Θεόδωρος Σπηλαιώτης: «Ὁ ἀσκητὴς τοῦ Ἁγιοφαράγγου»


Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἱερεμίου Γεωργαλῆ
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὴν λησμοσύνη εἶναι στοῦ Θεοῦ τὴν θύμηση. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκωφαντικά σιωποῦν, συνομιλοῦν ἀδιάκοπα μετὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὅταν μακραίνουν ἐκ τοῦ κόσμου, τοὺς ἀνθρώπους ὠφελοῦν. Καὶ ὅταν στὶς ἐρήμους κατοικοῦν, τὰ διαβατικὰ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν περιπατοῦν. Στοὺς κάτω τούτους χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ ὀσμὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ 
 
δαιμονιώδης βλασφημία ἔφθασαν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, εὐωδία οὐράνια καὶ παρηγορία ὑπερκόσμια ξεχύνεται ἀπὸ τὸ ἡγιασμένο ὄρος τῶν Ἀστερουσίων, τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἡρωοτόκου Κρήτης. Τὸ ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὅταν στὶς Ἐκκλησιὲς, τῆς ὑπ' οὐρανὸν Ὀρθοδοξίας, ὑψώνονταν ὁ Ἐσταυρωμένος Σωτήρας Χριστός, ὑψώθηκε καὶ ἐκ τῶν προσκαίρων καὶ φθαρτῶν εἰς τὰ οὐράνια καὶ ἄφθιτα, ὁ σπηλαιώτης ἀσκητὴς τοῦ Ἁγιοφαράγγου, παπά-Θεόδωρος. Πόσες φορὲς δὲν ἐπικαλέσθηκε τὸν Κύριο μὲ τὸ «Μνήσθητι μου» τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ. Δεσποτικῆς φωνῆς ἀξιώθηκε ὁ μακάριος γέρων, «Σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ».
Στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, πῦρ οὐράνιο κατέκαυσε τὴν καρδία του, ἀφοῦ ἔχυσε κρουνοὺς δακρύων μετανοίας. Ἐπίσκεψη Θεοῦ ἡ παράδοξη καὶ ἀνερμήνευτη ἀπόφασὴ του, γιὰ ἀσκητικὴ ἀναχώρηση. Δὲν ἐμπιστεύεται τὸν λογισμὸ του, διὰ τοῦτο καὶ προσφεύγει στὸν Ἅγιο γέροντα Παΐσιο, στὸν ὁσιώτατο ἀσκητὴ τῶν Κατουνακίων π. Ἐφραὶμ ἀλλὰ καὶ στὸν ἀκραιφνὴ...
Δεῖτε ἀποκλειστικὲς φωτογραφίες τοῦ Γέροντος καὶ τς περιοχς τοῦ Ἁγιοφαράγγου…
ἑρμηνευτὴ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, Ἀρχιμανδρίτη Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Καὶ οἱ τρεῖς, ἐν ἑνὶ στόματι, ἀναγνωρίζουν τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στὸν π. Θεόδωρο καὶ τοῦ δείχνουν τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ἡγιασμένη ἔρημο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες κατέρχεται στὴν Κρήτη, στὸ Φαράγγι τῶν Ἁγίων. Ὁ μακαριστός, πλέον, Μητροπολίτης Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας, κυρὸς Κύριλλος, σὲ συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν γέροντα Θεόδωρο, τοῦ ἐκφράζει τὶς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες του, διότι μὲ τὴν παρουσία του ξαναζωντάνεψε τὸ ἐρημωμένο φαράγγι καὶ τοῦ δίδει τὴν πατρικὴ του εὐχὴ, νὰ συνεχίσει τὸν ἀσκητικὸ του ἀγώνα, ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία, στὸν Προφήτη Ἠλία.
Ἐκεῖ, λοιπόν, στὸ Ἁγιοφάραγγο, τοῦτος ὁ καλόγηρος, ἀναψηλάφησε χρόνους ἀλλοτινούς, ὁλόφωτους, ἀσκητικούς. Ἐλπιδοφόρο ξάφνιασμα ἡ φανέρωσή του, στοὺς δύστηνους καιρούς μας. Ἕνας ἀπόηχος ἡ ἀσκητικὴ του βιοτή, ἀπὸ τοὺς ἐρημίτες τῆς γῆς τοῦ Νείλου. Σάρκωσε τοὺς θρύλους τῶν κρυφῶν καὶ φανερῶν ἀσκητάδων τῶν Ἀστερουσίων. Πλάτυνε τὰ σπήλαια τοῦ ἡγιασμένου τόπου, μὲ τὶς παννύχιες προσευχὲς του. Πότισε γῆ ἐρημική, μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας του. Δρόσισε ὁ σιωπηλὸς μοναχός, μὲ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν, τὶς διψασμένες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Οὐρανὸ ἐποίησε τὸν βραχωμένο τόπο, μὲ τὴν μελίρρυτη ψαλμουδιὰ του. Θυσιαστήρια τοῦ Θεοῦ ὑπερήψωσε στὴν ἄνικμη γῆ, μὲ τὰ κουρασμένα χέρια του. Δὲν μνησικάκησε, ὅταν ἐφρύαξε ὁ δαίμονας καὶ τοῦ γκρέμισε τὸν Προφήτη Ἠλία. «Τὴν πιὸ ἔντονη προσευχὴ μου τὴν ἔκανα γιὰ τοὺς διῶκτες μου. Ἰδιαίτερα, γι' αὐτὸν ποὺ μὲ ἐδίωξε ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ γκρέμισε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν σκήτη καὶ γιὰ ὅσους κρύβονται πίσω ἀπ' αὐτόν.  

Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς συγχωρήσει, νὰ τοὺς χαρίσει ὑγεία καὶ μετάνοια, νὰ μὴν τοὺς συμβεῖ κακὸ καὶ νὰ μὴν στήσει αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Ἂν εἶχα ἴχνος ἐμπαθείας μέσα στὴν καρδιὰ μου, θὰ σταματοῦσα τὴν Θεία Κοινωνία», μᾶς ἔλεγε ὁ μακαριστὸς γέροντας στὸ ἀσκητήριό του, πλέον, στὸ Κεφάλι, ἀποκαλύπτοντας, μὲ ζηλευτὴ ἠρεμία, τὸν πλοῦτο τῆς ἀγαθῆς καρδίας του. Συγκινημένος πολιός Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔλεγε γιὰ τὸν γέροντα Θεόδωρο: «Θὰ τὸ θεωροῦσα μεγάλη εὐλογία καὶ σημάδι θεϊκὸ τὴν παρουσία τέτοιου ἀσκητοῦ στὴν ἐπαρχία μου, ποὺ θὰ εὔχονταν καὶ θὰ  προσεύχονταν δι' ἐμὲ καὶ τὸ ποίμνιό μου».  
Παρηγόρησε ὁ παππούλης, ἀνέπαυσε ὁ γέροντας, εὐχήθηκε ὁ ἀσκητής, προσευχήθηκε ὁ ἐρημίτης. Μέτρο αὐταπάρνησης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, ἀσκητικότητος καὶ βάθους πνευματικότητος, ὁ βίος του. Ἀκατανόητος, ἀλλότριος καὶ ξένος πρὸς τὴν ἐμπαθῆ καὶ εἰδωλομανοῦσα ἐποχὴ μας. Ἀγόγγυστα ὑπέμεινε, ὁ ταπεινὸς ἀσκητής, ὡς γνήσιος φίλος καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τὴν συκοφαντία. «Φιλάδελφα χέρια ποὺ μοῦ κόλλησαν τὴν ἐτικέτα τοῦ πλανεμένου, μοῦ προσήγαγαν τὴν μεγαλύτερη εὐεργεσία. Δὲν ἦρθα στὴν ἔρημο γιὰ ἀνθρώπινη πελατεία ἀλλὰ γιὰ τὴν πολυπόθητη σωτηρία. Αὐτὸ μὲ ἔκανε νὰ φύγω ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μου σπήλαιο καὶ νὰ πάω ψηλότερα καὶ πιὸ ἀπρόσιτα, στὸν Ἀη-Λιά. Ἤθελα μόνωση καὶ ἡσυχία, ὄχι θόρυβο καὶ πολυκοσμία», μας ἔλεγε ὁ πάντα ἤρεμος καὶ γαλήνιος γέροντας.
Τελευταία ἐπιθυμία τοῦ χαρισματικοῦ γέροντος ἦταν νὰ παραδώσει τὴν καθάρια του ψυχὴ εἰς χεῖρας Θεοῦ, στὸ ἀσκητήριό του, στὸ Κεφάλι, σιμὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Κασσιανῆς, τῆς μεγάλης ἀσκητρίας τῶν Ἀστερουσίων, ποὺ μετὰ κόπου πολλοῦ ἀνήγειρε. Στὸ νοσοκομεῖο, ποὺ νοσηλεύονταν, ἔλαβε, ὡς γνήσιος ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἐπισκόπου του καὶ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀσκητήριό του, στὸ Κεφάλι, ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Τόν ἔβαλαν στὸ κρεβάτι του, κοίταξε γαλήνια γιὰ λίγο γύρω του καὶ ἥσυχα μετέβει «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος,  οὐ λύπη, οὐ στεναγμὸς ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».

Ἡ ἁγιοτόκος καὶ ἡρωοτόκος Κρήτη γιὰ πολλὰ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ. Ἐξαιρέτως, ὅμως, μπορεῖ νὰ μεγαλύνεται, διότι σ' αὐτοὺς τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους δὲν ἔπαψε νὰ προσφερει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔνθεους ἀγωνιστὲς καὶ ἡγιασμένους ἀθλητές. Στῦλοι ἄσειστοι καὶ ἑδραῖοι εἶναι τὰ μοσχομυρισμένα μνήματα τοῦ γέροντος Ἀναστασίου, στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ,  τοῦ γέροντος Εὐμενίου στὴν Ἐθιά, τοῦ γέροντος Θεοδώρου, στὸ Κεφάλι, τοῦ γέροντος Εὐμενίου, στὸ Ρέθυμνο. Καὶ φαεινὲς λαμπάδες εἶναι  ποὺ μεταφέρουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὸν πεπλανημένο, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, κόσμο μας.   
Ἀπὸ τοὺς πολύτιμους θησαυρούς ποὺ περικρατοῦμε, τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Θεοδώρου, ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἡγιασμένη κληρονομία του, καταθέτουμε, πρὸς ὠφέλεια καὶ ἐπιστηριγμό, τοῦτον τὸν λόγο του: «Ἂν θὰ μὲ ρωτούσατε νὰ σᾶς πῶ, τὶ κατάλαβα τόσα χρόνια στὴν ἔρημο, θὰ σᾶς ἀπαντοῦσα μὲ μιὰ λέξη: τὴν δύναμη τοῦ ψαλτηρίου. Ἂν ξεκινοῦσα τὴν ζωὴ μου τώρα, ἕνα θὰ πάσχιζα νὰ κάνω, νὰ ἀποστηθίσω τὸ ψαλτήρι. Αὐτὸ εἶναι ἡ γονικὴ μήτρα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ εὔφορο χῶμα, ὅπου εὐδοκιμεῖ ὁ  σπόρος τῆς εὐχῆς. Αὐτὸ μαστίζει τοὺς δαίμονες. Ὅταν διάβαζα, στὶς ἀγρυπνίες μου, τὸ ψαλτήρι, ἐρχόνταν ὁ δαίμονας, ποὺ μούγκριζε σὰν ἀγριόχοιρος στὸ αὐτὶ μου. Εἰδικὰ, ὅταν ἔλεγα τὸν στίχο, «Ἀναστήτω ὁ Θεός…» καί τὸν στίχο ποὺ λέει, «Ἐσὺ εἶσαι Κύριος καὶ Θεὸς μου». Λυσσοῦσε, μὲ ἔπιανε ἀπὸ τὸν λαιμό,  μὲ ἔπνιγε. Μπέρδευε τὰ λόγια μου, γιὰ νὰ μὴν τὸ πῶ.  Τόσο πολὺ καιγόταν…». Νὰ ἔχουμε τὴν ἁγία του εὐχὴ καὶ ὁ Θεὸς νὰ δώσει μιμητὲς τῆς ἀσκητικῆς καὶ ἡγιασμένης του ζωῆς.
πηγη ρωμαιικο οδοιπορικο
 το είδαμε εδώ

Πιστεύω ότι θέσπισαν οι Άγιοι Πατέρες


  Πολλοί άγιοι Μάρτυρες, όταν δεν ήξεραν το δόγμα, έλεγαν: Πιστεύω ότι θέσπισαν οι Άγιοι Πατέρες. Αν κάποιος το έλεγε αυτό, μαρτυρούσε. Δεν ήξερε δηλαδή να φέρη αποδείξεις στους διώκτες για την πίστη του και να τους πείση, αλλά είχε εμπιστοσύνη στους Αγίους Πατέρες. Σκεφτόταν.Πώς να μην έχω εμπιστοσύνη στους Αγίους Πατέρες; Αυτοί ήταν και πιο έμπειροι και ενάρετοι και άγιοι. Πώς εγώ να δεχθώ μια ανοησία; Πώς να ανεχθώ να βρίζη ένας τους Άγιους Πατέρες;
 Άγιος Παιϊσος ο Αγιορείτης
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...