Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011

Ἅγια Σκέπη τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ ἔπος τοῦ 1940

Click to view full size image
Ἀκούγεται ἐνδεχομένως παράδοξο ἡ ἀφόρμηση γιὰ ἕναν λόγο ἐθνικῆς ἐπετείου νὰ εἶναι ἕνας ὕμνος πρὸς τὴν Παναγία, ὡστόσο ὅπως θὰ φανεῖ στὴ συνέχεια ὑπάρχει ἄρρηκτη σχέση ἀνάμεσά τους, καθὼς ὁ λαὸς μᾶς ἔχει συνδυάσει πάρα πολὺ στενὰ αὐτὰ τὰ δύο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ δύο σημαντικότερες ἐθνικὲς γιορτὲς τοῦ ἔθνους μᾶς ἔχουν τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ νὰ συνεορτάζονται μὲ μία γιορτὴ τῆς παναγίας. Τὴν 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καί, σήμερα, τὴν 28η Ὀκτωβρίου τὴν Ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου.Ἡ γιορτὴ αὐτὴ μετατέθηκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μας τὸ 1952 ἀπὸ τὴν 1η Ὀκτωβρίου τὴν 28η ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σκέπη καὶ τὴν προστασία της στὸν ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στοὺς ἀλαζόνες Ἰταλούς, ἀρχικά, καί, ἀργότερα, σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης.
 Μία ἀντίσταση στὴν ἀπολυταρχικὴ βία, στὴν ἄκρως ἀλαζονικὴ ἀπαίτηση νὰ παραδόσουμε μὲ τὴ θέλησή μας τμήματα τοῦ ἐθνικοῦ ἐδάφους, νὰ προδώσουμε τὰ κεκτημένα μὲ ἀγῶνες καὶ μὲ τὸ αἷμα τῶν προγόνων μας. Ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ ὅμως ἔδωσε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔπρεπε, εἶπε τὸ περήφανο ΟΧΙ καὶ ξεκίνησε ἕναν ἀγώνα γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια της πατρίδας μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ αἰφνιδιάσει δυσάρεστά τους εἰσβολεῖς, νὰ τοὺς χαρίσει ἰδιαίτερα ταπεινωτικὲς ἧττες καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ ἀποσυρθοῦν μέσα ἀπὸ τὰ ἀλβανικὰ σύνορα καὶ νὰ...
 περιμένουν ἐκεῖ τὴ βοήθεια τῶν συμμάχων.

      Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ κάνουμε μία σύντομη ἱστορικὴ ἀναδρομὴ καὶ νὰ δοῦμε τὰ γεγονότα μὲ τὴ σειρά. 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, στὶς τρεῖς τὰ ξημερώματα, ὁ Ἰταλὸς πρεσβευτὴς στὴν Ἀθήνα Γκράτσι, ἐπισκέπτεται, στὴν οἰκία του, τὸν πρωθυπουργὸ τῆς Χώρας, Ἰωάννη Μεταξὰ καὶ τοῦ ἐπιδίδει τελεσίγραφο μὲ τὸ ὁποῖο ζητοῦσε, μέσα σὲ τρεῖς ὧρες, τὴν ἐλεύθερη διέλευση καὶ στάθμευση τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτων στὴν Ἑλλάδα. Μὲ τὴ φράση « Πόλεμος λοιπὸν », ὁ Μεταξὰς ἀπορρίπτει τὸ ἰταλικὸ τελεσίγραφο καὶ ἀπευθύνει διάγγελμα πρὸς τὸν ἑλληνικὸ λαό. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἰταλικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς Ἑλλάδας, στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ λαὸς διαδηλώνοντας στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας κατὰ τῆς Ἰταλίας, τρέχει μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ καταταγεῖ καὶ νὰ πολεμήσει στὸ μέτωπο.

      Σὲ λίγες μόνο μέρες, οἱ εἰσβολεῖς ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος ἀπὸ ἐπιστρατευμένες κυρίως δυνάμεις, μὲ ἀνεπαρκῆ μεταφορικὰ μέσα καὶ ἐφοδιασμό, ἀλλὰ μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν χωρικῶν της Μακεδονίας καὶ τῆς Ἠπείρου, ποὺ ἔσπευσαν στὸ ἐθνικὸ προσκλητήριο καὶ ἔπαιξαν οὐσιαστικὸ ρόλο στὸν ἀνεφοδιασμό. Γιὰ νὰ κάμψουν τὸ ἠθικό του ἑλληνικοῦ λαοῦ, οἱ ἰταλοὶ ἄρχισαν τὸν βομβαρδισμὸ ἑλληνικῶν πόλεων.  Ἡ ἑλληνικὴ ἀντεπίθεση στὸ μέτωπο, ἄρχισε στὶς 14 Νοεμβρίου καὶ γρήγορα οἱ δυνάμεις μᾶς διέρρηξαν τὴν ἰταλικὴ ἀμυντικὴ γραμμὴ καὶ στὶς 22 Νοεμβρίου οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες εἰσέρχονταν στὴν Κορυτσά. Ἡ προέλαση συνεχίστηκε ἀργὰ ἀλλὰ ἀποφασιστικὰ καὶ στὶς 6 Δεκεμβρίου, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς καταλάμβανε τὸ λιμάνι τῶν Ἁγίων Σαράντα. Στὴ συνέχεια ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὴν πρωτοβουλία, πέρασε σὲ ὁρμητικὴ ἀντεπίθεση, πέταξε τοὺς ἐπιδρομεῖς ἔξω ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη καὶ τοὺς καταδίωξε μέσα στὸ ἀλβανικὸ ἔδαφος, κατατροπώνοντάς τους.

 Μήπως ὅμως χρειάζεται νὰ ἀναζητήσουμε κάποια ἑρμηνεία γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα; Καὶ ποιὰ σχέση ἔχουν μὲ τὴν εἰσαγωγικὴ ἀναφορά μας στὴν Σκέπη τῆς Παναγίας; Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἐποποιία τοῦ 1940, ἀποτελεῖ ἕνα θαῦμα, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα στὴν ἱστορία τῶν Ἑλλήνων. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καρπὸς ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινου ἀγώνα. Ἡ θεϊκὴ χάρη συνεργάσθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια. Καὶ εἶναι δίκαιο ποὺ μαζὶ μὲ τὰ θριαμβευτικὰ σαλπίσματα πάνω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν ἡρώων, σήμαναν δοξαστικὲς καμπάνες γιὰ ἕνα <<εὐχαριστῶ>> στὴν Παναγία, σ΄ἐκείνη, στὴν ὁποία ἡ ἐθνικὴ συνείδηση ἀπέδωσε γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ <<τὰ νικητήρια>>. Τὴ Σκέπη τῶν ἀγωνιστῶν. Τὴν Ἐλευθερώτρια τῶν σκλαβωμένων.

Γιατί στὰ κρίσιμα χρόνια του πολέμου οἱ Ἕλληνες ἐμπιστεύθηκαν στὰ χέρια τῆς Παναγίας τὸν ἀγώνα τους. Ζήτησαν τὴ μητρικὴ προστασία της γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὰ δίκαιά τους. Καὶ ἦταν τόση ἡ πίστη τους, ὥστε τὴν ἔβλεπαν νὰ τοὺς ἐμψυχώνει καὶ νὰ τοὺς σκεπάζει, καθὼς πολεμοῦσαν ἀπεγνωσμένα στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Πίνδου καὶ τῆς Ἀλβανίας. Ἡ ἄλλοτε Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τῶν Ρωμηῶν γίνεται ἡ Ἁγία Σκέπη τῶν ἀγωνιστῶν καὶ τὸ θαῦμα ἐπαναλαμβάνεται. Χάρη στὴν πίστη ποὺ θερμαίνει τὶς ψυχὲς τοὺς οἱ μαχητὲς περιφρονοῦν τὴ λογικὴ τῶν ἀριθμῶν καὶ ἀντιστέκονται στὶς σιδερόφρακτες ἐχθρικὲς στρατιὲς μὲ ἡρωισμὸ ποὺ κινεῖ τὸν παγκόσμιο θαυμασμό.

Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ἐκκλησία σήμερα, δηλαδὴ ὅλοι ἐμεῖς, ἀνυμνοῦμε τὴ Σκέπη τῆς Παναγίας, καὶ τὴν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς σκεπάζει πάντα μὲ τὴν ἀγάπη της καὶ νὰ στέκεται πάντα δίπλα, βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης στὸ ἔθνος μας, σὲ κάθε καλὸ ἀγώνα, γιατί τὴ βοήθεια τῆς τὴν ἔχουμε τὸ ἴδιο ἀνάγκη καὶ στὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης. Μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει σήμερα ἄμεση ἐθνικὴ ἀπειλὴ καὶ ἄμεσος κίνδυνος πολέμου, μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει Χίτλερ ἢ Μουσολίνι, ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος εἰσβολέας, ὁ ὁποῖος ἴσως νὰ εἶναι καὶ πιὸ ἐπικίνδυνος, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ ἀλώσει τὶς συνειδήσεις μας, νὰ ξεχάσουμε τὴν ἱστορία μας, νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὰ σοβαρὰ προβλήματα, προσφέροντας μᾶς τέρψη μὲ θεάματα καὶ νὰ κάνει μία ὄχι στρατιωτικὴ ἀλλὰ μία πνευματικὴ τηλεοπτικὴ κατοχὴ στὶς καρδιές μας. Ἔχουμε καιρὸ ὅλοι μας νὰ παρακολουθοῦμε μὲ ἀπληστία σίριαλ, ποὺ μᾶς διδάσκουν πὼς μποροῦμε νὰ χαλάσουμε πολὺ εὔκολα τὶς οἰκογένειές μας, τὰ κύτταρα τοῦ ἔθνους μας, δὲν ἔχουμε ὅμως καιρὸ νὰ διαβάσουμε τὴν ἱστορία μας, νὰ γνωρίσουμε μὲ ποιοὺς ἀγῶνες τῶν προγόνων μᾶς μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα νὰ ζοῦμε ἐλεύθεροι ἀλλὰ καὶ νὰ διαβάσουμε συγκλονιστικὲς μαρτυρίες ἀγωνιστῶν τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης, οἱ ὁποῖοι στὸν ὑπεράνθρωπο ἀγώνα τοὺς πάνω στὰ παγωμένα βουνὰ ἔβλεπαν τὴν Παναγία ζωντανὰ καὶ ἔπαιρναν κουράγιο νὰ συνεχίσουν. Ἂς εἶναι λοιπὸν ὁ σημερινὸς λόγος ἕνα ἔναυσμα νὰ ἀσχοληθοῦμε ὅλοι  περισσότερο μὲ τὴν ἱστορία μας, ἕνα μνημόσυνο γιὰ ὅσους ἔπεσαν ἡρωικὰ στὸν πόλεμο καὶ μία ἐλάχιστη τιμὴ εὐγνωμοσύνης στὴν μητέρα μας τὴν Παναγία.

Η ιστορία μίας θαμμένης σημαίας του 1940


Φύλαξε την ελληνική σημαία ως «κόρη οφθαλμού» στη διάρκεια της Κατοχής, αρνούμενος να την παραδώσει στους Ιταλούς, παρά τις απειλές και τη βία. Ο λόγος για τον Τρικαλινό Νικόλαο Λεοντάρη, με καταγωγή από την Καλλιρρόη Καλαμπάκας, ο οποίος έλαβε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και μετά τη λήξη του τού ανατέθηκε η προστασία της πολεμικής σημαίας του 5ου Συντάγματος, την οποία και παρέδωσε στον Ελληνικό Στρατό, μετά την απελευθέρωση.

Προκειμένου να μην πέσει η σημαία στα χέρια των κατακτητών- Ιταλών και Γερμανών- την τύλιξε με άλλα πανιά και φύλλα δένδρων και την έθαψε στο βουνό. Εκεί, τη φύλαξε για τέσσερα χρόνια, με μεγάλη αγωνία και φόβο, μήπως την ανακαλύψουν ή μήπως σαπίσει μέσα στο χώμα. Όταν συγκροτήθηκε το 119ο Τάγμα Εθνοφυλακής, παρουσιάστηκε στον διοικητή και του ανέφερε το γεγονός. Με συνοδεία, ξέθαψε και παρέδωσε τη σημαία, την οποία μετέφεραν με τιμές. Για την πράξη του αυτή τιμήθηκε από το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων.
Πώς, όμως, έφτασε η ελληνική σημαία σ’ αυτόν;
Όπως αναφέρει ο ίδιος σε σχετικό δημοσίευμα, στο επιστημονικό περιοδικό «Τρικαλινά», που εκδίδει ο Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων, στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού υπηρέτησε ως κληρωτός, αλλά και ως έφεδρος.
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο είχε αποσπασθεί σε άλλο βοηθητικό τμήμα και κατά το μήνα Μάρτιο του 1941, στη διαχείριση καύσιμων υλών. Κατά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, τον Απρίλιο του 1941, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, όπως και άλλα, υποχώρησε συντεταγμένο. Μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης και την παράδοση του οπλισμού τους, οι ελληνικές μονάδες αυτοδιαλύθηκαν. Το επιτελείο του 5ου Συντάγματος, με διοικητή τον συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα, το 3ο δεκαήμερο του Απριλίου 1941, βρέθηκε στο χωριό Ανθοχώρι Ηπείρου.
Επειδή, όμως, από την κούραση και τις κακουχίες, ήταν αδύνατο να ακολουθήσει πορεία, ακόμη και επί ζώου, διά μέσου της οροσειράς της Πίνδου και των χωριών του Ασπροποτάμου, για να φθάσει στην Καλαμπάκα, ανέθεσε σε δύο άτομα, καταγόμενα από τα χωριά Κρανιά και Δολιανά Ασπροποτάμου, να παραλάβουν τα αρχεία του Συντάγματος και την πολεμική σημαία αυτού, όπως και τα προσωπικά του αντικείμενα- το ξίφος, το πιστόλι και τα κιάλια.
Ο Νικόλαος Λεοντάρης δεν ήταν μαζί τους, γιατί ακολούθησε άλλη πορεία. Όταν τα δύο άτομα έφτασαν στο χωριό του, την Καλλιρρόη, επειδή ο ιατρός Βασίλειος Κλιάφας είχε άριστες φιλικές σχέσεις με τον πατέρα του και με τον ίδιο προσωπικά, άφησαν τα πράγματα που τους έδωσε ο Γεωργούλας στο σπίτι του.
Μετά από μία ημέρα έφτασε και ο ίδιος στο σπίτι του και βρήκε όλα τα παραπάνω. Αμέσως, με τη βοήθεια και της μητέρας του, τη σημαία την έκρυψαν σ’ ένα από τα μπαούλα που είχε τον προικώο ρουχισμό της αδερφής του, ενώ ο ίδιος, ύστερα από λίγες μέρες, έφυγε από το χωριό για να βρεθεί εργαζόμενος στον Βόλο. Μετά από ένα μήνα που έφυγε αυτός από το χωριό, το 1941, πήγαν δύο αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και, εκτός από τη σημαία που δεν τους παρεδόθη και το ξίφος, πήραν όλα τα υπόλοιπα πράγματα.
Ο κ. Λεοντάρης αναγκάστηκε, λόγω του θανάτου του πατέρα του, να παραμείνει στο χωριό, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν και οι πιέσεις για τη σημαία. «Πολλές φορές ήρθαν Ιταλοί και, απειλώντας με, ζητούσαν επίμονα τη σημαία- άλλωστε όλα τα είδη είχαν έρθει ημέρα στο σπίτι μου και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού μου γνώριζαν την ύπαρξη τους και κάποιος καταδότης είχε δώσει σχετική κατάσταση», αναφέρει ο ίδιος.
Όμως, στις αρχές Οκτωβρίου του 1942 ήρθε ένα ιταλικό τμήμα και απέναντι από το σπίτι του, περίπου 100 μέτρα μακριά, εγκατέστησε ένα οπλοπολυβόλο, χωρίς ο ίδιος να υποψιαστεί ότι ενδεχομένως θα κάνουν έρευνα. «Εγώ- επισημαίνει- ήμουν πιο πέρα και τους είδα. Όταν έφτασα στην αυλόπορτα, φώναξα τη μητέρα να ζώσει τη σημαία κάτω από το φαρδύ της φόρεμα, όπως και έγινε».
Εν τω μεταξύ, είχαν ξεκινήσει δυο Ιταλοί στρατιώτες και έρχονταν προς τον ίδιο- τότε αυτός προσέτρεξε να τους υποδεχθεί δήθεν. Αφού τους χαιρέτησε, ο ένας από αυτούς, ο οποίος κρατούσε ένα σημείωμα, το οποίο είχε γραμμένο το όνομα του, του είπε στα ιταλικά να κάνουν έρευνα για στρατιωτικά είδη που κρύβει. Τότε, οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι. Αφού έκαναν έλεγχο στο ισόγειο, έκαναν σχολαστική έρευνα παντού και μετά πήγαν στα δύο μπαούλα που ήταν ο προικώος ρουχισμός της αδελφής του, εκ των οποίων στο ένα ήταν τοποθετημένο το ξίφος του συνταγματάρχη Γεωργούλα.
Άρχισαν να αδειάζουν τα μπαούλα, αλλά στα μισά του δεύτερου, ο ένας Ιταλός έπιασε τον νεαρό τότε Νικόλαο Λεοντάρη από το χέρι και τον οδήγησε στο λοχαγό του. Μόλις ο λοχαγός τον αντίκρισε και αφού του είχαν αναφέρει ότι δεν βρέθηκε τίποτα, με απειλητική διάθεση, σε έντονο ύφος και διά μέσου ενός Ιταλού που γνώριζε ελληνικά, του είπε να τους παραδώσει την σημαία, το πιστόλι και τα κιάλια.
Εξήγησε ότι ναι μεν αυτά και άλλα είχαν έρθει στο σπίτι του, αλλά λίγο αργότερα ήρθαν εκείνοι που τα άφησαν και τα πήραν. Τότε εκείνος επιχείρησε να τον χειροδικήσει, αλλά τον παρεμπόδισε. Απειλώντας τον στη συνέχεια, του είπε να τους τα πάει σ’ έναν μήνα στη Διοίκηση Καλαμπάκας, «άλλως θα ‘ρθουμε να σου κάψουμε το σπίτι και θα σου πάρουμε όλα τα υπάρχοντα περιουσιακά είδη».
Φεύγοντας το ιταλικό τμήμα, την άλλη ημέρα αναζήτησε έξω από την περιφέρεια του χωριού κατάλληλη κρύπτη να τοποθετήσει την σημαία, καθώς και το ξίφος του συνταγματάρχη Γεωργούλα. Τότε αποφάσισε να τα κρύψει στη θέση Χαλκιώτη. Αφού τα συσκεύασε καταλλήλως, πήγε και τα τοποθέτησε, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Ούτε η μητέρα του και τα αδέρφια του γνώριζαν την κρύπτη, ενώ ο ίδιος, έπειτα από δύο ημέρες έφυγε από το χωριό για τα Τρίκαλα, αλλά βρέθηκε τελικά στο χωριό Γεωργανάδες όπου κι έπιασε δουλειά.
Η παράδοση της σημαίας
Τον Μάρτιο του 1945 κλήθηκε υπό τα όπλα η κλάση του και ως έφεδρος, προτού καταταγεί, επισκέφθηκε τον διοικητή του 119ου Τάγματος Εθνοφυλακής, ταγματάρχη Αχιλλέα Μακαρίτη, που τα γραφεία του τότε ήταν εγκατεστημένα στο Ξενοδοχείο Πανελλήνιον, και του είπε ότι «κάπου στην περιφέρεια του χωριού μου, Καλλιρρόη, από το έτος 1942 έχω κρυμμένη την πολεμική Σημαία του 5ου Πεζικού Συντάγματος και πιστεύω ότι κατά 60% να μην έχει σαπίσει».
Αφού του εξήγησε τις περιπέτειες του, με έκδηλη τη χαρά και, αφού τον συνεχάρη, ο ταγματάρχης του είπε: «θα σου δώσω μια διμοιρία στρατιωτών να πηγαίνεις να την πάρεις και να την φέρεις εδώ».
«Κύριε Διοικητά- απάντησε αυτός- κατ’ αρχήν εγώ πρέπει να πάω στην μονάδα να καταταγώ να μην θεωρηθώ ανυπότακτος και δεν θέλω στρατιώτες να πάω στο χωριό».
Τότε, εκείνος κάλεσε έναν ανθυπολοχαγό, στον οποίο έδωσε τα στοιχεία του, να τα πάει στον διοικητή της αρμοδίας μονάδας. Μετά απ’ αυτό, ο ίδιος πήγε στο χωριό, παρέλαβε τη σημαία και την πήγε στον διοικητή Αχιλλέα Μακαρίτη, στο γραφείο του. Τότε ο διοικητής κάλεσε όλο το στράτευμα και είπε: «Αυτή είναι η Σημαία η πολεμική του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, την οποία παρέλαβε και διαφύλαξε (ο Ν. Λεοντάρης) με αυτοθυσία και αυταπάρνηση από τα κατοχικά στρατεύματα και από τους εχθρούς της πατρίδος μας».
Να πώς περιγράφει, όμως, ο ίδιος ο Νικόλαος Λεοντάρης την όλη εικόνα:
«Ο ενθoυσιασμός και τα χειροκροτήματα ήταν ακράτητα. Αργότερα στο γραφείο του συνεζητήθη το θέμα της επισήμου παραδόσεως και μέχρι τότε να παραμείνει η σημαία στη Διοίκηση του 119 Τάγματος, εγώ όμως αρνήθηκα να την αφήσω και του λέω: θα σου την παραδώσω στην επίσημη τελετή που θα γίνει».
Η διαταγή τελικά από το Υπουργείο των Στρατιωτικών έφτασε λίγο αργότερα και έλεγε ότι η επίσημη τελετή της παράδοσης της Σημαίας ορίσθηκε στις 21 Μαΐου 1945. Ο Νικόλαος Λεοντάρης ήταν μία από τις πέντε προσωπικότητες που τιμήθηκαν στο 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο-Αντάμωμα Θεσσαλών, που έγινε πριν από λίγες ημέρες στην Αγιά Λάρισας.
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ  -kantonopou/

Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2011

Οάσεις στην ερημιά των πόλεων

 

Οάσεις στην ερημιά των πόλεων

Φουφού

Σήμερα νωρίς το πρωί στο δρόμο για τη δουλειά σταμάτησα και μπήκα σε ένα εκκλησάκι, στην περιοχή της Πλάκας, στην Αθήνα.
Μικρό με το ημίφως των κεριών μονάχα, λίγες καρεκλίτσες, λίγες γιαγιούλες να στέκουν όρθιες όμως, ένας ιερέας με έναν υπέργηρο ψάλτη.
Η δοξολογία λιτή αλλά κατα έναν περίεργο τρόπο πανηγυρική, μπήκα και χάθηκα μέσα στο ημίφως των κεριών, μία όμορφη ξύλινη παλιά εικόνα του Αγ.Δημητρίου δέσποζε στο κέντρο με λιγοστά λουλούδια στολισμένη.
Σκέφτηκα να μπώ βιαστικά να ανάψω ένα κερί και να φύγω μή και αργήσω στη δουλειά… παρασύρθηκα…ούτε κατάλαβα πώς έφτασα να λησμονήσω την πορεία μου… ξέχασα το άγχος μου, πού βρισκόμουν…πάνε όλα!
Συνήθως δεν έχω την ευκαιρία να νιώσω έτσι την θ.λειτουργία, να σταθώ κι εγώ προσεκτικά και να συγκεντρωθώ, κυνηγώ πάντα ένα παιδί ή έχω τα μάτια μου, την έγνοια μου σε κάποιο…
Βγαίνοντας λοιπόν, χρειάστηκαν κάποια λεπτά για να επανέλθω στην πραγματικότητα, προς στιγμήν νόμισα πως ήμουν στο νησί που είμασταν το καλοκαίρι και είχαμε παρόμοια εμπειρία με τον σύζυγό μου σε μία επίσης μικρή κατανυκτική λειτουργία σε ξωκκλήσι.
Συνήλθα όμως και αμέσως άνοιξα τον βηματισμό μου, κοίταξα το ρολόι μου… είχα αργήσει απίστευτα, άρχισε να με πιάνει ανησυχία, λογισμοί ότι δεν έκανα καλά που μπήκα, που κάθισα τόσο πολύ…!
Τί θα πώ στον προϊστάμενο και τέτοια (ιδιωτική δουλειά γαρ)… φτάνοντας στη δουλειά διαπιστώνω ότι ο προϊστάμενος λείπει… και ο διευθυντής το ίδιο, είχαν πάρει έκτακτη άδεια σήμερα για μια εξωτερική δουλειά.
Δόξα το Θεό.
Χρόνια σας Πολλά.

πηγή

Ἐγὼ βασιλεὺς ἐιμὶ σήμερον· ἐβασίλευσα γὰρ ἐπὶ τὰ πάθη

 

The semiautonomous peninsula of Mount Athos in Northern Greece is the spiritual center of the Eastern Orthodox church.  Monasteries and Cloisters began appearing within its 130 square miles during the 9th century.   Since 1045 women have been prohibited from entering the territory as a sign of respect for the Virgin Mary, after whom the peninsula is dedicated.
Συνήχθησαν ἀδελφοὶ πότε πρὸς τὸν ἀββᾶν Ἰωσὴφ καὶ καθημένων αὐτῶν, καὶ ἐπερωτώντων αὐτόν, ἔχαιρε καὶ προσθυμουμενος ἔλεγεν αὐτοῖς:
Ἐγὼ βασιλεὺς ἐιμὶ σήμερον· ἐβασίλευσα γὰρ ἐπὶ τὰ πάθη.
***
Συγκεντρώθηκαν κάποτε αδελφοί στον αββά Ιωσήφ. Και, καθώς εκάθονταν και τον ερωτούσαν, χαιρόταν και με προθυμία τους έλεγε:
Εγώ είμαι βασιλεύς σήμερα· διότι εβασίλευσα επάνω στα πάθη.

Ο παπάς του 1940

 

Εικόνα

Ἕνας Στρατιώτης θυμᾶται γιὰ τὴν ἅγια μορφὴ καὶ τὴν θυσία τοῦ Στρατιωτικοῦ Ἱερέως Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τσοκώνα:

«Κεράσοβο Πωγωνίου...1940. Στὶς 11 περνᾶνε ἀεροπλάνα (ἰταλικὰ φυσικά) καὶ βομβαρδίζουν σὰν δαίμονες πάνω ἀπ' τὰ κεφάλια μας. Οἱ βόμβες λυσσᾶνε, μὰ πέφτουν πιὸ πέρα μὲς στὴ χαράδρα. Τὴ νύχτα, ἐνῷ κοιμόμαστε σὲ μιὰ μικρὴ ἐκκλησιά, ἦρθαν μέσα κάτι στρατιῶτες καὶ στριμωχτήκανε κοντά μας. Ἔβρεχε ὁ Θεός, ὁ ὕπνος ἦρθε γρήγορα κι ὅλη νύχτα νιώθαμε ζεστασιά.

Τὴν αὐγὴ ποὺ ξυπνᾶμε βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα ἕνας νέος παπάς, μούσκεμα ἀπὸ τὴν βροχή. Ἀποροῦμε καὶ μαθαίνουμε κάτι τὸ πρωτάκουστο. Ὁ παπὰς εἶχε ἔρθει μὲ τοὺς ἄλλους στρατιῶτες καὶ βλέποντας τόσους σὲ ἕνα πολὺ στενὸ χῶρο, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει κανέναν, προτίμησε νὰ μείνει ὁλονυχτὶς ἔξω ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, χωρὶς ἀντίσκηνο.

Μόλις τὸν βλέπουμε σ' αὐτὴ τὴν κατάσταση, σηκωνόμαστε ὅλοι ὀρθοὶ καὶ σκύβουμε μπροστά του. Ἐκεῖνος κάνει τὸ σταυρό του, μᾶς καλημερίζει, ἀνάβει ἕνα κερὶ καὶ προσεύχεται μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀγάπη ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τὸν νιώθουμε σὰν Χριστὸ καὶ τὸν βάνουμε γιὰ πάντα στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας. Μετὰ ποὺ βγήκαμε, τραβάει μερικοὺς στρατιῶτες γιὰ τὸ χωριὸ Περιστέρι, χωρὶς νὰ φτάσει ὅμως ποτέ. Μιὰ ἐχθρικὴ βόμβα τὸν βρίσκει στὸ δρόμο καὶ τὸν ρίχνει κάτω νεκρό. Ἦταν ὁ πιὸ ἅγιος παπὰς κι ἄνθρωπος ποὺ ἀπάντησα στὴ στράτα τῆς ζωῆς μου».

myriobiblos.grl

Ἀποσπάσματα γιὰ τοὺς Ἕλληνες

 



"Χάριν τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας πρέπει νὰ ἐπιβεβαιώσω ὅτι μόνο οἱ Ἕλληνες, ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀντιπάλους ποὺ μᾶς ἀντιμετώπισαν, πολέμησαν μὲ τὸ μεγαλύτερο θάρρος καὶ περισσότερο ἀψήφισαν τὸ θάνατο.."

Adolph Ηitler
(Ἀπὸ ὁμιλία του στὸ Reichstag στὶς 4 Μαΐου


------------


«Ἡ λέξη ἡρωϊσμὸς φοβᾶμαι ὅτι δὲν ἀποδίδει στὸ ἐλάχιστο τὶς πράξεις αὐτοθυσίας τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖες ἦταν ὁ καθοριστικὸς παράγοντας
γιὰ τὴ νικηφόρα ἔκβαση τῆς κοινῆς προσπάθειας τῶν ἐθνῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ ΠΠ, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια. Ἐὰν δὲν ἦταν ἡ ἀνδρεία τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸ θάρρος τους, ἡ ἔκβαση τοῦ Β’ ΠΠ θὰ ἦταν ἀκαθόριστη."

Winston Churchill
(Παραφρασμένο ἀπὸ μία ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του στὸ βρετανικὸ Κοινοβούλιο στὶς 24 Ἀπριλίου 1941)




Μέχρι τώρα συνηθίζαμε νὰ λέμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σὰν ἥρωες. Τώρα θὰ λέμε: Οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες.«

Winston Churchill
(Ἀπὸ μία ὁμιλία στὸ BBC στὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ ἑλληνο-ἰταλικοῦ πολέμου)


--------------


"Λυπᾶμαι ἐπειδὴ γερνῶ καὶ δὲν θὰ ζήσω πολὺ γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τοὺς Ἕλληνες, τῶν ὁποίων ἡ ἀντίσταση ἦταν ἀποφασιστικὴ γιὰ τὸ Β’ ΠΠ."

Joseph Stalin
(Ἀπὸ μία ὁμιλία στὸ ραδιοσταθμὸ τῆς Μόσχας στὶς 31 Ἰανουαρίου 1943 μετὰ ἀπὸ τὴ νίκη τοῦ Stalingrad καὶ τὴ συνθηκολόγηση τῆς 6ης γερμανικῆς στρατιᾶς ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Von Paulus).


-------------


"Ἐὰν οἱ ρῶσοι κατόρθωσαν νὰ προβάλουν ἀντίσταση στὴν εἴσοδο τῆς Μόσχας γιὰ νὰ σταματήσουν καὶ νὰ ἀποτρέψουν τὸ γερμανικὸ χείμαρρο, τὸ ὀφείλουν στοὺς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι καθυστέρησαν τὶς γερμανικὲς μεραρχίες, τὴν ὥρα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς κάνουν νὰ γονατίσουμε."

Georgy Constantinovich Zhoukov
(Στρατηγὸς τοῦ σοβιετικοῦ στρατοῦ: Ἀπόσπασμα τὰ ἀπομνημονεύματά του γιὰ τὸ Β’ ΠΠ)




"Ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ οἱ μελλοντικοὶ ἱστορικοὶ θὰ ποῦν, αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε τώρα, εἶναι ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔδωσε στὸ Μussolini ἕνα ἀξέχαστο μάθημα, ὅτι ἦταν τὸ κίνητρο γιὰ τὴν ἐπανάσταση στὴ Γιουγκοσλαβία, ὅτι κράτησε τοὺς Γερμανοὺς στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα καὶ στὴν Κρήτη γιὰ ἕξι ἑβδομάδες, ὅτι ἀνέτρεψε τὴ χρονολογικὴ σειρὰ ὅλων τῶν σχεδίων τῆς Γερμανικῆς Ἀνώτατης Διοίκησης καὶ ἔφερε ἔτσι μία γενικὴ ἀντιστροφὴ ὁλόκληρής τῆς πορείας τοῦ πολέμου καὶ νικήσαμε."

Sir Robert Antony Eden
Ὑπουργὸς Πολέμου καὶ Ἐξωτερικοῦ τῆς Μεγάλης Βρετανίας 1940-1945, Πρωθυπουργὸς τῆς Μεγάλης Βρετανίας 1955-1957 –παράφραση ἀπὸ μία ὁμιλία του στὸ βρετανικὸ Κοινοβούλιο 24/09/1942)


-------------


"Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ πῶ ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀνέτρεψε τὰ σχέδια τῆς Γερμανίας στὴν ὁλότητά τους καὶ τὴν ἀνάγκασε νὰ ἀναβάλει τὴν ἐπίθεση στὴ Ρωσία γιὰ ἕξι ἑβδομάδες. Ἀναρωτιόμαστε ποιὰ θὰ ἦταν θέση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης χωρὶς τὴν Ἑλλάδα."

Sir Harold Leofric George Alexander
(Βρετανὸς στρατηγὸς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ ΠΠ –
παράφραση ἀπὸ μία ὁμιλία του στὸ βρετανικὸ Κοινοβούλιο στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1941)


-------------



"Εἶμαι ἀνίκανος νὰ δώσω τὸ κατάλληλο εὗρος τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ αἰσθάνομαι γιὰ τὴν ἡρωϊκὴ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἡγετῶν τῆς Ἑλλάδας."

Charles de Gaul
(Ἀπὸ μία ὁμιλία του στὸ γαλλικὸ Κοινοβούλιο μετὰ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Β’ ΠΠ).


---------------


"Ἡ Ἑλλάδα εἶναι τὸ σύμβολο τῆς βασανισμένης, ματωμένης ἀλλὰ ζωντανῆς Εὐρώπης. Δὲν ἦταν ποτὲ μία ἥττα τόσο ἀξιότιμη γιὰ ἐκείνους ποὺ τὴν ὑπέστησαν."

Maurice Schumann
Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Γαλλίας 1969-1973, μέλος τῆς γαλλικῆς ἀκαδημίας 1974
(Ἀπὸ ἕνα μήνυμα ποὺ ἀπηύθυνε ἀπὸ τὸ BBC τοῦ Λονδίνου στοὺς ὑποδουλωμένους λαοὺς τῆς Εὐρώπης στὶς 28 Ἀπριλίου 1941, ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Ηitler κατέλαβε τὴν Ἀθήνα μετὰ ἀπὸ ἕξι μηνῶν πόλεμο ἐνάντια στὸ Μussolini καὶ ἕξι ἑβδομάδες ἐνάντια στὸ Ηitler).


-------------


"Πολεμήσατε ἄοπλοι καὶ νικήσατε, μικροὶ ἐνάντια σὲ μεγάλους. Σᾶς ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη, ἐπειδὴ μᾶς δώσατε τὸ χρόνο νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν πατρίδα μας. Ὡς Ρῶσοι καὶ ὡς ἄνθρωποι σᾶς εὐχαριστοῦμε."

Μόσχα, ραδιοσταθμὸς ὅταν ἐπιτέθηκε ὁ Ηitler στὴν ΕΣΣΔ


--------------


"Ὁ πόλεμος μὲ τὴν Ἑλλάδα ἀπέδειξε ὅτι τίποτα δὲν εἶναι σίγουρο στὰ στρατιωτικὰ καὶ ὅτι πάντα μᾶς περιμένουν ἐκπλήξεις."

Benito Mussolini
(Ἀπὸ ὁμιλία τῆς 10/5/1941)


--------------


"Στὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940 στὴν Ἑλλάδα δόθηκε μία προθεσμία τριῶν ὡρῶν γιὰ νὰ ἀποφασίσει σχετικὰ μὲ τὸν πόλεμο ἢ τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ ἀκόμα κι ἂν δίνονταν τρεῖς ἡμέρες ἢ τρεῖς ἑβδομάδες ἢ τρία ἔτη, ἡ ἀπάντηση θὰ ἦταν ἡ ἴδια. Οἱ Ἕλληνες δίδαξαν τὴν ἀξιοπρέπεια στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὅταν ὅλος ὁ κόσμος ἔχασε τὴν ἐλπίδα του, οἱ Ἕλληνες τόλμησαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὸ ἀήττητο τοῦ γερμανικοῦ τέρατος, ὑψώνοντας ἀπέναντί του τὸ ὑπερήφανο πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας."



Franklin D Roosevelt,
Πρόεδρος ΗΠΑ 1933 - 1945


--------------


Ἡ ἡρωικὴ προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων... ἐνάντια στὴν ἐπίθεση τῆς Γερμανίας, ἀφοῦ νίκησαν τόσο βροντερά τους Ἰταλοὺς στὴν προσπάθειά τους νὰ εἰσβάλουν στὸ ἑλληνικὸ χῶμα, γέμισε τὶς καρδιὲς τῶν ἀμερικανῶν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ κίνησε τὴν συμπάθειά τους.


Franklin D Roosevelt,
Πρόεδρος ΗΠΑ 1933 - 1945


-------------


Ἕνας γερμανὸς ἀξιωματικός τῆς Πολεμικῆς Ἀεροπορίας δήλωσε στὸ διοικητὴ τῆς ὁμάδας μεραρχιῶν ἀνατολικῆς Μακεδονίας, ὑποστράτηγο Δέδε, ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἦταν ὁ πρῶτος στρατὸς στὸν ὁποῖο τὰ μαχητικὰ ἀεροπλάνα Stuka δὲν προκάλεσαν τὸν πανικό.


"Οἱ στρατιῶτες σας" εἶπε, "ἀντὶ τῆς μανιώδους φυγῆς, ὅπως ἔκαναν στὴ Γαλλία καὶ στὴν Πολωνία, μᾶς πυροβολοῦσαν ἀπὸ τὶς θέσεις τους."


--------------


"ΕΠΕΙΔΗ ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ, ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ,
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕΤΡΗΣΑΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΣΤΗ ΜΑΧΗ "


- AΙΣΧΥΛΟΣ
(πατέρας τῆς τραγῳδίας)

Ἆσμα Ἡρωϊκὸ καὶ Πένθιμο γιὰ τὸν Χαμένο Ἀνθυπολοχαγὸ τὴς Ἀλβανίας

Ἐλύτης Ὀδυσσέας


Ἆσμα Ἡρωϊκὸ καὶ Πένθιμο γιὰ τὸν Χαμένο Ἀνθυπολοχαγὸ τὴς Ἀλβανίας





Ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἑκατοικοῦσε ὁ ἥλιος

Ποὺ μὲ τὰ μάτια μιᾶς παρθένας ἄνοιγε ὁ καιρὸς

Καθὼς ἐχιόνιζε ἀπ’ τὸ σκούντημα τῆς μυγδαλιᾶς ὁ ἀγέρας

Κι ἄναβαν στὶς κορφὲς τῶν χόρτων καβαλάρηδες



Ἐκεῖ ποὺ χτύπαγεν ἡ ὁπλὴ ἑνὸς πλάτανου λεβέντικου

Καὶ μιὰ σημαία πλατάγιζε ψηλὰ γῆ καὶ νερὸ

Ποὺ ὅπλο ποτὲ σὲ πλάτη δὲν ἐβάραινε

Μὰ ὅλος ὁ κόπος τ’ οὐρανοῦ

Ὅλος ὁ κόσμος ἔλαμπε σὰν μία νεροσταγόνα

Πρωί, στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ



Τώρα, σὰν ἀπὸ στεναγμὸ Θεοῦ ἕνας ἴσκιος μεγαλώνει.



Τώρα ἡ ἀγωνία σκυφτὴ μὲ χέρια κοκαλιάρικα

Πιάνει καὶ σβήνει ἕνα ἕνα τὰ λουλούδια ἐπάνω της•

Μὲσ’ στὶς χαράδρες ὅπου τὰ νερὰ σταμάτησαν

Ἀπὸ λιμὸ χαρᾶς κείτουνται τὰ τραγούδια•

Βράχοι καλόγεροι μὲ κρύα μαλλιὰ

Κόβουνε σιωπηλοί τῆς ἐρημιᾶς τὸν ἄρτο.



Χειμώνας μπαίνει ὥς τὸ μυαλό. Κάτι κακὸ

Θ’ ἀνάψει. Ἀγριεύει ἡ τρίχα τοῦ ἀλογόβουνου



Τὰ ὄρνια μοιράζουνται ψηλὰ τὶς ψίχες τ’ οὐρανοῦ.





Τώρα μὲσ’ στὰ θολὰ νερὰ μιὰ ταραχὴ ἀνεβαίνει•



Ὁ ἄνεμος ἁρπαγμένος ἀπ’ τὶς φυλλωσιὲς

Φυσάει μακριὰ τὴ σκόνη του

Τὰ φροῦτα φτύνουν τὸ κουκούτσι τους

Ἡ γῆ κρύβει τὶς πέτρες της

Ὁ φόβος σκάβει ἕνα λαγούμι καὶ τρυπώνει τρέχοντας

Τὴν ὥρα ποὺ μέσ’ ἀπὸ τὰ οὐράνια θάμνα

Τὸ οὔρλιασμα τῆς συννεφολύκαινας

Σκορπάει στοῦ κάμπου τὸ πετσὶ θύελλα ἀνατριχίλας

Κι ὕστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι ἀλύπητο

Κι ὕστερα πάει φρουμάζοντας στὶς νηστικὲς κοιλάδες

Κι ὕστερα βάζει τοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀντιχαιρετίσουνε:

Φωτιὰ ἢ μαχαίρι!



Γι’ αὐτοὺς ποὺ μὲ φωτιὰ ἢ μαχαίρι κίνησαν

Κακὸ θ’ ἀνάψει ἐδῶ. Μὴν ἀπελπίζεται ὁ σταυρὸς

Μόνο ἂς προσευχηθοῦν μακριά του οἱ μενεξέδες!



Γ΄

Γι’ αὐτοὺς ἡ νύχτα ἦταν μία μέρα πιὸ πικρὴ

Λιώναν τὸ σίδερο, μασούσανε τὴ γῆς

Ὁ Θεὸς τους μύριζε μπαρούτι καὶ μουλαροτόμαρο



Κάθε βροντὴ ἕνας θάνατος καβάλα στὸν ἀέρα

Κάθε βροντὴ ἕνας ἄντρας χαμογελώντας ἄντικρυ

Στὸ θάνατο ―κι ἡ μοῖρα ὅ,τι θέλει ἂς πεῖ.



Ξάφνου ἡ στιγμὴ ξαστόχησε κι ἦβρε τὸ θάρρος

Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μὲς στὸν ἥλιο

Κιάλια, τηλέμετρα, ὅλμοι, κέρωσαν!



Εὔκολα σὰν χασὲς ποὺ σκίστηκεν ὁ ἀγέρας!

Εὔκολα σὰν πλεμόνια ποὺ ἄνοιξαν οἱ πέτρες!

Τὸ κράνος κύλησε ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ μεριά...



Στὸ χῶμα μόνο μιὰ στιγμὴ ταράχτηκαν οἱ ρίζες

Ὕστερα σκόρπισε ὁ καπνὸς κι ἡ μέρα πῆε δειλὰ

Νὰ ξεγελάσει τὴν ἀντάρα ἀπὸ τὰ καταχθόνια



Μὰ ἡ νύχτα ἀνασηκώθηκε σὰν πατημένη ὀχιὰ

Μόλις σταμάτησε γιὰ λίγο μὲσ’ στὰ δόντια ὁ θάνατος―

Κι ὕστερα χύθηκε μεμιᾶς ὥς τὰ χλωμά του νύχια!



Δ΄

Τώρα κείτεται ἀπάνω στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη

M’ ἕνα σταματημένο ἀγέρα στὰ ἥσυχα μαλλιὰ

M’ ἕνα κλαδάκι λησμονιᾶς στ’ ἀριστερό του αὐτὶ

Μοιάζει μπαξὲς ποὺ τοῦ ’φυγαν ἄξαφνα τὰ πουλιὰ

Μοιάζει τραγούδι ποὺ τὸ φίμωσαν μέσα στὴ σκοτεινιὰ

Μοιάζει ρολόι ἀγγέλου ποὺ ἐσταμάτησε

Μόλις εἴπανε «γειὰ παιδιὰ» τὰ ματοτσίνορα

Κι ἡ ἀπορία μαρμάρωσε...



Κείτεται ἀπάνω στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αἰῶνες μαῦροι γύρω του

Ἀλυχτοῦν μὲ σκελετοὺς σκυλιῶν τὴ φοβερὴ σιωπὴ

Κι οἱ ὧρες ποὺ ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Ἀκοῦν μὲ προσοχή•

Ὅμως τὸ γέλιο κάηκε, ὅμως ἡ γῆ κουφάθηκε

Ὅμως κανεὶς δὲν ἄκουσε τὴν πιὸ στερνὴ κραυγὴ

Ὅλος ὁ κόσμος ἄδειασε μὲ τὴ στερνὴ κραυγή.



Κάτω ἀπ’ τὰ πέντε κέδρα

Χωρὶς ἄλλα κεριὰ

Κείτεται στὴν τσουρουφλισμένη χλαίνη•

Ἄδειο τὸ κράνος, λασπωμένο τὸ αἷμα

Στὸ πλάι τὸ μισοτελειωμένο μπράτσο

Κι ἀνάμεσ’ ἀπ’ τὰ φρύδια―

Μικρὸ πικρὸ πηγάδι, δαχτυλιὰ τῆς μοίρας

Μικρὸ πικρὸ πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι ὅπου κρυώνει ἡ θύμηση!



Ὤ! μὴν κοιτᾶτε, ὢ μὴν κοιτᾶτε ἀπὸ ποῦ τοῦ-

Ἀπὸ ποῦ τοῦ ’φυγε ἡ ζωή. Μὴν πεῖτε πῶς

Μὴν πεῖτε πῶς ἀνέβηκε ψηλὰ ὁ καπνὸς τοῦ ὀνείρου

Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ στιγμὴ Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ

Ἔτσι λοιπὸν ἡ μιὰ στιγμὴ παράτησε τὴν ἄλλη

Κι ὁ ἥλιος ὁ παντοτινὸς ἔτσι μεμιᾶς τὸν κόσμο!





Ἥλιε δὲν ἤσουν ὁ παντοτινός;

Πουλὶ δὲν ἤσουν ἡ στιγμὴ χαρᾶς ποὺ δὲν καθίζει;

Λάμψη δὲν ἤσουν ἡ ἀφοβιὰ τοῦ σύγνεφου;

Κι ἐσὺ περβόλι ᾠδεῖο τῶν λουλουδιῶν

Κι ἐσὺ ρίζα σγουρὴ φλογέρα τῆς μαγνόλιας!



Ἔτσι καθὼς τινάζεται μὲσ’ στὴ βροχὴ τὸ δέντρο

Καὶ τὸ κορμὶ ἀδειανὸ μαυρίζει ἀπὸ τὴ μοίρα

Κι ἕνας τρελὸς δέρνεται μὲ τὸ χιόνι

Καὶ τὰ δύο μάτια πᾶνε νὰ δακρύσουν―

Γιατί, ρωτάει ὁ ἀϊτός, ποῦ ’ναι τὸ παλικάρι;

Κι ὅλα τ’ ἀϊτόπουλ’ ἀποροῦν ποῦ ’ναι τὸ παλικάρι!

Γιατί, ρωτάει στενάζοντας ἡ μάνα, ποῦ ’ναι ὁ γιός μου;

Κι ὅλες οἱ μάνες ἀποροῦν ποῦ νὰ ’ναι τὸ παιδί!

Γιατί, ρωτάει ὁ σύντροφος, ποῦ νὰ ’ναι ὁ ἀδερφός μου;

Κι ὅλοι του οἱ σύντροφοι ἀποροῦν ποῦ νὰ ’ναι ὁ πιὸ μικρός!

Πιάνουν τὸ χιόνι, καίει ὁ πυρετὸς

Πιάνουν τὸ χέρι καὶ παγώνει

Πᾶν νὰ δαγκάσουνε ψωμὶ κι ἐκεῖνο στάζει ἀπὸ αἷμα

Κοιτοῦν μακριὰ τὸν οὐρανὸ κι ἐκεῖνος μελανιάζει

Γιατί γιατί γιατί γιατί νὰ μὴ ζεσταίνει ὁ θάνατος

Γιατί ἕνα τέτοιο ἀνόσιο ψωμὶ

Γιατί ἕνας τέτοιος οὐρανὸς ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἐκατοικοῦσε ὁ ἥλιος!



ΣT΄

Ἦταν ὡραῖο παιδί. Τὴν πρώτη μέρα ποὺ γεννήθηκε

Σκύψανε τὰ βουνὰ τῆς Θρᾴκης νὰ φανεῖ

Στοὺς ὤμους τῆς στεριᾶς τὸ στάρι ποὺ ἀναγάλλιαζε•

Σκύψανε τὰ βουνὰ τῆς Θράκης καὶ τὸ φτύσανε

Μιὰ στὸ κεφάλι, μιὰ στὸν κόρφο, μιὰ μέσα στὸ κλάμα του•

Βγῆκαν Ρωμιοὶ μὲ μπράτσα φοβερὰ

Καὶ τὸ σηκῶσαν στοῦ βοριᾶ τὰ σπάργανα...

Ὕστερα οἱ μέρες τρέξανε, παράβγαν στὸ λιθάρι

Καβάλα σὲ φοραδοποῦλες χοροπήδηξαν

Ὕστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοὶ

Ὥσπου κουδούνισαν παντοῦ οἱ τσιγγάνες ἀνεμῶνες

Κι ἦρθαν ἀπὸ τῆς γῆς τὰ πέρατα

Οἱ πελαγίτες οἱ βοσκοὶ νὰ πᾶν τῶν φλόκων τὰ κοπάδια

Ἐκεῖ ποὺ βαθιανάσαινε μιὰ θαλασσοσπηλιὰ

Ἐκεῖ ποὺ μιὰ μεγάλη πέτρα ἐστέναζε!



Ἦταν γερὸ παιδί•

Τὶς νύχτες ἀγκαλιὰ μὲ τὰ νεραντζοκόριτσα

Λέρωνε τὶς μεγάλες φορεσιὲς τῶν ἄστρων

Ἦταν τόσος ὁ ἔρωτας στὰ σπλάχνα του

Ποὺ ἔπινε μέσα στὸ κρασὶ τὴ γέψη ὅλης τῆς γῆς,

Πιάνοντας ὕστερα χορὸ μ’ ὅλες τὶς νύφες λεῦκες

Ὥσπου ν’ ἀκούσει καὶ νὰ χύσ’ ἡ αὐγὴ τὸ φῶς μὲσ’ στὰ μαλλιά του

Ἡ αὐγὴ ποὺ μ’ ἀνοιχτὰ μπράτσα τὸν ἔβρισκε

Στὴ σέλα δυὸ μικρῶν κλαδιῶν νὰ γρατσουνάει τὸν ἥλιο

Νὰ βάφει τὰ λουλούδια,

Ἢ πάλι μὲ στοργὴ νὰ σιγονανουρίζει

Τὶς μικρὲς κουκουβάγιες ποὺ ξαγρύπνησαν...

Ἄ τί θυμάρι δυνατὸ ἡ ἀνασαιμιά του

Τί χάρτης περηφάνιας τὸ γυμνό του στῆθος

Ὅπου ξεσποῦσαν λευτεριὰ καὶ θάλασσα...



Ἦταν γενναῖο παιδί.

Μὲ τὰ θαμπόχρυσα κουμπιὰ καὶ τὸ πιστόλι του

Μὲ τὸν ἀέρα τοῦ ἄντρα στὴν περπατηξιὰ

Καὶ μὲ τὸ κράνος του, γυαλιστερὸ σημάδι

(Φτάσανε τόσο εὔκολα μὲσ’ στὸ μυαλὸ

Ποὺ δὲν ἐγνώρισε κακὸ ποτέ του)

Μὲ τοὺς στρατιῶτες του ζερβὰ δεξιὰ

Καὶ τὴν ἐκδίκηση τῆς ἀδικίας μπροστά του

―Φωτιά στὴν ἄνομη φωτιά!―

Μὲ τὸ αἷμα πάνω ἀπὸ τὰ φρύδια

Τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας βροντήξανε

Ὕστερα λυῶσαν χιόνι νὰ ξεπλύνουν

Τὸ κορμί του, σιωπηλὸ ναυάγιο τῆς αὐγῆς

Καὶ τὸ στόμα του, μικρὸ πουλὶ ἀκελάηδιστο

Καὶ τὰ χέρια του, ἀνοιχτὲς πλατεῖες τῆς ἐρημίας

Βρόντηξαν τὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας

Δὲν ἔκλαψαν

Γιατί νὰ κλάψουν

Ἦταν γενναῖο παιδί!





Τὰ δέντρα εἶναι ἀπὸ κάρβουνο ποὺ ἡ νύχτα δὲν κορώνει.

Χιμάει, χτυπιέται ὁ ἄνεμος, ξαναχτυπιέται ὁ ἄνεμος

Τίποτε. Μὲσ’ στὴν παγωνιὰ κουρνιάζουν τὰ βουνὰ

Γονατισμένα. Κι ἀπὸ τὶς χαράδρες βουΐζοντας

Ἀπ’ τὰ κεφάλια τῶν νεκρῶν ἡ ἄβυσσο ἀνεβαίνει...

Δὲν κλαίει πιὰ οὒτ’ ἡ Λύπη. Σὰν τὴν τρελὴ ποὺ ὀρφάνεψε

Γυρνάει, στὸ στῆθος της φορεῖ μικρὸ κλαδὶ σταυροῦ

Δὲν κλαίει. Μονάχ’ ἀπὸ τὰ μελανὰ ζωσμένη Ἀκροκεραύνια

Πάει ψηλὰ καὶ στήνει μιὰ πλάκα φεγγαριοῦ

Μήπως καὶ δοῦν τὸν ἴσκιο τους γυρνώντας οἱ πλανῆτες

Καὶ κρύψουν τὶς ἀχτίδες τους

Καὶ σταματήσουν

Ἐκεῖ στὸ χάος ἀσθμαίνοντας ἐκστατικοί...



Χιμάει, χτυπιέται ὁ ἄνεμος, ξαναχτυπιέται ὁ ἄνεμος

Σφίγγεται ἡ ἐρημιὰ στὸν μαῦρο της μποξὰ

Σκυφτὴ πίσω ἀπὸ μῆνες-σύννεφα ἀφουκράζεται

Τί νὰ ’ναι ποῦ ἀφουκράζεται, σύννεφα-μῆνες μακριά;

Μὲ τὰ κουρέλια τῶν μαλλιῶν στοὺς ὤμους ―ἂχ ἀφῆστε την―

Μισὴ κερὶ μισὴ φωτιὰ μία μάνα κλαίει ―ἀφῆστε την―

Στὶς παγωμένες ἄδειες κάμαρες ὅπου γυρνάει ἀφῆστε την!

Γιατί δὲν εἶναι ἡ μοίρα χήρα κανενὸς

Κι οἱ μάνες εἶναι γιὰ νὰ κλαῖν, οἱ ἄντρες γιὰ νὰ παλεύουν

Τὰ περιβόλια γιὰ ν’ ἀνθοῦν τῶν κοριτσιῶν οἱ κόρφοι

Τὸ αἷμα γιὰ νὰ ξοδεύεται, ὁ ἀφρὸς γιὰ νὰ χτυπᾶ

Κι ἡ λευτεριὰ γιὰ ν’ ἀστραφτογεννιέται ἀδιάκοπα!





Πέστε λοιπὸν στὸν ἥλιο νὰ ’βρει ἕναν καινούριο δρόμο

Τώρα ποὺ πιὰ ἡ πατρίδα του σκοτείνιασε στὴ γῆ

Ἂν θέλει νὰ μὴ χάσει ἀπὸ τὴν περηφάνεια του•

Ἢ τότε πάλι μὲ χῶμα καὶ νερὸ

Ἂς γαλαζοβολήσει ἀλλοῦ μιὰν ἀδελφούλα Ἑλλάδα!

Πέστε στὸν ἥλιο νὰ ’βρει ἕναν καινούριο δρόμο

Μὴν καταπροσωπήσει πιὰ μήτε μιὰ μαργαρίτα

Στὴ μαργαρίτα πέστε νὰ ’βγει μ’ ἄλλη παρθενιὰ

Μὴ λερωθεῖ ἀπὸ δάχτυλα ποὺ δὲν τῆς πάνε!



Χωρίστε ἀπὸ τὰ δάχτυλα τ’ ἀγριοπεριστέρια

Καὶ μὴν ἀφῆστε ἦχο νὰ πεῖ τὸ πάθος τοῦ νεροῦ

Καθὼς γλυκὰ φυσᾶ οὐρανὸς μὲσ’ σ’ ἀδειανὸ κοχύλι

Μὴ στεῖλτε πουθενὰ σημάδι ἀπελπισιᾶς

Μόν’ φέρτε ἀπὸ τὶς περιβόλες τῆς παλληκαριᾶς

Τὶς ροδωνιὲς ὅπου ἡ ψυχὴ του ἀνάδευε

Τὶς ροδωνιὲς ὅπου ἡ ἀνάσα του ἔπαιζε

Μικρὴ τὴ νύφη χρυσαλλίδα

Ποὺ ἀλλάζει τόσες ντυμασιὲς ὅσες ριπὲς τὸ ἀτλάζι

Στὸν ἥλιο, σὰν μεθοκοποῦν χρυσόσκον’ οἱ χρυσόμυγες

Καὶ πᾶν μὲ βιάση τὰ πουλιὰ ν’ ἀκούσουνε ἀπ’ τὰ δέντρα

Ποιοῦ σπόρου γέννα στύλωσε τὸ φημισμένο κόσμο!



Θ΄

Φέρτε κανούρια χέρια τί τώρα ποιὸς θὰ πάει

Ψηλὰ νὰ νανουρίσει τὰ μωρὰ τῶν ἄστρων!

Φέρτε καινούρια πόδια τί τώρα ποιὸς θὰ μπεῖ

Στὸν πεντοζάλη πρῶτος τῶν ἀγγέλων!

Καινούρια μάτια ―Θὲ μου― τί τώρα ποῦ θὰ πᾶν

Νὰ σκύψουν τὰ κρινάκια τῆς ἀγαπημένης!

Αἷμα καινούριο τί μὲ ποιὸ χαρᾶς χαῖρε θ’ ἀνάψουν

Καὶ στόμα, στόμα δροσερὸν ἀπὸ χαλκὸ κι ἀμάραντο

Τί τώρα ποιὸς στὰ σύννεφα θὰ πεῖ «γειά σας παιδιά!»



Μέρα, ποιὸς θ’ ἀψηφήσει τὰ ροδακινόφυλλα

Νύχτα, ποιὸς θὰ μερέψει τὰ σπαρτὰ

Ποιὸς θὰ σκορπίσει πράσινα καντήλια μὲσ’ στοὺς κάμπους

Ἢ θ’ ἀλαλάξει θαρρετὰ κατάντικρυ ἀπ’ τὸν ἥλιο

Γιὰ νὰ ντυθεῖ τὶς θύελλες καβάλα σ’ ἄτρωτο ἄλογο

Καὶ νὰ γενεῖ Ἀχιλλέας τῶν ταρσανάδων!

Ποιὸς θ’ ἀνεβεῖ στὸ μυθικὸ καὶ μαῦρο ἐρημονήσι

Γιὰ ν’ ἀσπαστεῖ τὰ βότσαλα

Καὶ ποιὸς θὰ κοιμηθεῖ

Γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ τοὺς Εὐβοϊκούς τοῦ ὀνείρου

Νὰ ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια

Αἷμα καὶ λαλιὰ

Νὰ ξαναστυλωθεῖ στὰ μαρμαρένια ἁλώνια

Καὶ νὰ ριχτεῖ ―ἂχ τούτη τὴ φορὰ―

Καὶ νὰ ριχτεῖ τοῦ Χάρου μὲ τὴν ἁγιοσύνη του!





Ἥλιος, φωνὴ χαλκοῦ, κι ἅγιο μελτέμι

Πάνω στὰ στήθη τοῦ ὄμοναν: «Ζωὴ νὰ σὲ χαρῶ!»

Δύναμη ἐκεῖ πιὸ μαύρη δὲ χωροῦσε

Μόνο μὲ φῶς χυμένο ἀπὸ δαφνόκλαδο

Κι ἀσήμι ἀπὸ δροσιὰ μόνον ἐκεῖ ὁ σταυρὸς

Ἄστραφτε, καθὼς χάραζε ἡ μεγαλοσύνη

Κι ἡ καλοσύνη μὲ σπαθὶ στὸ χέρι πρόβελνε

Νὰ πεῖ μεσ’ ἀπ’ τὰ μάτια του καὶ τὶς σημαῖες τους «Ζῶ!»



Γειά σου μωρὲ ποτάμι ὁπού ’βλεπες χαράματα

Παρόμοιο τέκνο θεοῦ μ’ ἕνα κλωνὶ ρογδιᾶς

Στὰ δόντια, νὰ εὐωδιάζεται ἀπὸ τὰ νερά σου•

Γειά σου κι ἐσὺ χωριατομουσμουλιὰ ποὺ ἀντρείευες

Κάθε ποὺ ’θελε πάρει Ἀντροῦτσος τὰ ὄνειρά του•

Κι ἐσὺ βρυσούλα τοῦ μεσημεριοῦ ποὺ ἔφτανες ὥς τὰ πόδια του

Κι ἐσὺ κοπέλα ποὺ ἤσουνα ἡ Ἑλένη του

Ποὺ ἤσουνα τὸ πουλί του, ἡ Παναγιά του, ἡ Πούλια του

Γιατί καὶ μιὰ μόνο φορὰ μὲσ’ στὴ ζωὴ ἂν σημάνει

Ἀγάπη ἀνθρώπου ἀνάβοντας

Ἄστρον ἀπ’ ἄστρο τὰ κρυφὰ στερεώματα,

Θὰ βασιλεύει παντότες παντοῦ ἡ θεία ἠχὼ

Γιὰ νὰ στολίζει μὲ μικρὲς καρδιὲς πουλιῶν τὰ δάση

Μὲ λύρες ἀπὸ γιασεμιὰ τὰ λόγια τῶν ποιητῶν



Κι ὅπου κακὸ κρυφὸ νὰ τὸ παιδεύει―

Κι ὅπου κακὸ κρυφὸ νὰ τὸ παιδεύει ἀνάβοντας!



IA΄

Κεῖνοι ποὺ ἐπράξαν τὸ κακὸ ― γιατί τοὺς εἶχε πάρει

Τὰ μάτια ἡ θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας

Γιατί τοὺς εἶχε πάρει

Τὴ θλίψη ὁ τρόμος χάνονταν μέσα στὸ μαῦρο σύγνεφο

Πίσω! καὶ πιὰ χωρὶς φτερὰ στὸ μέτωπο

Πίσω! καὶ πιὰ χωρὶς καρφιὰ στὰ πόδια

Ἐκεῖ ποὺ γδύν’ ἡ θάλασσα τ’ ἀμπέλια καὶ τὰ ἡφαίστεια

Στοὺς κάμπους τῆς πατρίδας πάλι καὶ μὲ τὸ φεγγάρι ἀλέτρι

Πίσω! Στὰ μέρη ὅπου λαγωνικὰ τὰ δάχτυλα

Μυρίζονται τὴ σάρκα κι ὅπου ἡ τρικυμία βαστᾶ

Ὅσο ἕνα γιασεμὶ λευκὸ στὸ θέρος τῆς γυναίκας!



Κεῖνοι ποὺ ἐπράξαν τὸ κακό ― τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο

Ζωὴ δὲν εἶχαν πίσω τους μ’ ἔλατα καὶ μὲ κρύα νερὰ

M’ ἀρνί, κρασὶ καὶ τουφεκιά, βέργα καὶ κληματόσταυρο

Παπποὺ δὲν εἶχαν ἀπὸ δρῦ κι ἀπ’ ὀργισμένο ἄνεμο

Στὸ καραούλι δεκαοχτὼ μερόνυχτα

Μὲ πικραμένα μάτια•

Τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο ― δὲν εἶχαν πίσω τους αὐτοὶ

Θεῖο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζὴ

Μάνα ποὺ νὰ ’χει σφάξει μὲ τὰ χέρια της

Ἢ μάνα μάνας ποὺ μὲ τὸ βυζὶ γυμνὸ

Χορεύοντας νὰ ’χει δοθεῖ στὴ λευτεριὰ τοῦ Χάρου!



Κεῖνοι ποὺ ἐπράξαν τὸ κακό ― τοὺς πῆρε μαῦρο σύγνεφο

Μὰ κεῖνος ποὺ τ’ ἀντίκρισε στοὺς δρόμους τ’ οὐρανοῦ

Ἀνεβαίνει τώρα μοναχὸς καὶ ὁλόλαμπρος!



IB΄

Μὲ βῆμα πρωινὸ στὴ χλόη ποὺ μεγαλώνει

Ἀνεβαίνει μοναχὸς καὶ ὁλόλαμπρος...



Λουλούδια ἀγοροκόριτσα τοῦ κρυφογνέφουνε

Καὶ τοῦ μιλοῦν μὲ μιὰ ψηλὴ φωνὴ ποὺ ἀχνίζει στὸν αἰθέρα

Γέρνουν καὶ κατ’ αὐτὸν τὰ δέντρα ἐρωτεμένα

Μὲ τὶς φωλιὲς χωμένες στὴ μασχάλη τους

Μὲ τὰ κλαδιὰ τους βουτηγμένα μὲσ’ στὸ λάδι τοῦ ἥλιου

Θαῦμα ― τί θαῦμα χαμηλὰ στὴ γῆ!

Ἄσπρες φυλὲς μ’ ἕνα γαλάζιο ὑνὶ χαράζουνε τοὺς κάμπους

Στράφτουν βαθιὰ οἱ λοφοσειρὲς

Καὶ πιὸ βαθιὰ τ’ ἀπρόσιτα ὄνειρα τῶν βουνῶν τῆς ἄνοιξης!



Ἀνεβαίνει μοναχὸς καὶ ὁλόλαμπρος

Τόσο πιωμένος ἀπὸ φῶς ποὺ φαίνεται ἡ καρδιά του

Φαίνεται μὲσ’ στὰ σύννεφα ὁ Ὄλυμπος ὁ ἀληθινὸς

Καὶ στὸν ἀέρα ὁλόγυρα ὁ αἶνος τῶν συντρόφων...

Τώρα χτυπάει πιὸ γρήγορα τ’ ὄνειρο ἀπὸ τὸ αἷμα

Στοὺς ὄχτους τοῦ μονοπατιοῦ συνάζουνται τὰ ζῶα

Γρυλίζουν καὶ κοιτάζουνε σὰ νὰ μιλοῦνε

Ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἀληθινὰ μεγάλος

Γίγας ποὺ κανακεύει τὰ παιδιά του



Μακριὰ χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο

Αὔριο, αὔριο λένε, τὸ Πάσχα τ’ οὐρανοῦ!



IΓ΄

Μακριὰ χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο―



Λένε γι’ αὐτὸν ποὺ κάηκε μὲσ’ στὴ ζωὴ

Ὅπως ἡ μέλισσα μέσα στοῦ θυμαριοῦ τὸ ἀνάβρυσμα•

Γιὰ τὴν αὐγὴ ποὺ πνίγηκε στὰ χωματένια στήθια

Ἐνῷ μηνοῦσε μιὰν ἡμέρα πάλλαμπρη•

Γιὰ τὴ νιφάδα ποὺ ἄστραψε μὲσ’ στὸ μυαλὸ κι ἐσβήστη

Τότες ποὺ ἀκούστηκε μακριὰ ἡ σφυριγματιὰ τῆς σφαίρας

Καὶ πέταξε ψηλὰ θρηνώντας ἡ Ἀλβανίδα πέρδικα!



Λένε γι’ αὐτὸν ποὺ μήτε κάν ἐπρόφτασε νὰ κλάψει

Γιὰ τὸν βαθὺ καημὸ τοῦ Ἔρωτα τῆς ζωῆς

Ποὺ εἶχε ὅταν δυνάμωνε μακριὰ ὁ ἀγέρας

Καὶ κρῶζαν τὰ πουλιὰ στοῦ χαλασμένου μύλου τὰ δοκάρια

Γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ἔπιναν τὴν ἄγρια μουσικὴ

Στὸ παραθύρι ὀρθὲς σφίγγοντας τὸ μαντίλι τους

Γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ ἀπελπίζαν τὴν ἀπελπισιὰ

Προσμένοντας ἕνα σημάδι μαῦρο στὴν ἀρχὴ τοῦ κάμπου



Ὕστερα δυνατὰ πέταλα ἔξω ἀπ’ τὸ κατώφλι

Λένε γιὰ τὸ ζεστὸ καὶ ἀχάϊδευτο κεφάλι του

Γιὰ τὰ μεγάλα μάτια του ὅπου χώρεσε ἡ ζωὴ

Τόσο βαθιά, ποὺ πιὰ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ βγεῖ ποτέ της!



IΔ΄

Τώρα χτυπάει πιὸ γρήγορα τ’ ὄνειρο μὲσ’ στὸ αἷμα

Τοῦ κόσμου ἡ πιὸ σωστὴ στιγμὴ σημαίνει:

Ἐλευθερία,

Ἕλληνες μὲσ’ στὰ σκοτεινὰ δείχνουν τὸ δρόμο:

EΛEYΘEPIA

Γιὰ σένα θὰ δακρύσει ἀπὸ χαρὰ ὁ ἥλιος



Στεριὲς ἰριδοχτυπημένες πέφτουν στὰ νερὰ

Καράβια μ’ ἀνοιχτὰ πανιὰ πλέουν μὲσ’ στοὺς λειμῶνες

Τὰ πιὸ ἀθῶα κορίτσια

Τρέχουν γυμνὰ στὰ μάτια τῶν ἀντρῶν

Κι ἡ σεμνότη φωνάζει πίσω ἀπὸ τὸ φράχτη

Παιδιά! δὲν εἶναι ἄλλη γῆ ὡραιότερη...



Τοῦ κόσμου ἡ πιὸ σωστὴ στιγμὴ σημαίνει!



Μὲ βῆμα πρωινὸ στὴ χλόη ποὺ μεγαλώνει

Ὁλοένα ἐκεῖνος ἀνεβαίνει•

Τώρα λάμπουνε γύρω του οἱ πόθοι ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ

Χαμένοι μὲσ’ στῆς ἁμαρτίας τὴ μοναξιά•

Γειτόνοι τῆς καρδιᾶς του οἱ πόθοι φλέγονται•

Πουλιὰ τὸν χαιρετοῦν, τοῦ φαίνονται ἀδερφάκια του

Ἄνθρωποι τὸν φωνάζουν, τοῦ φαίνονται συντρόφοι του

«Πουλιὰ καλὰ πουλιά μου, ἐδῶ τελειώνει ὁ θάνατος!»

«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, ἐδῶ ἡ ζωὴ ἀρχίζει!»

Ἀγιάζι οὐράνιας ὀμορφιᾶς γυαλίζει στὰ μαλλιά του



Μακριὰ χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο

Αὔριο, αὔριο, αὔριο: τὸ Πάσχα τοῦ Θεοῦ!

Μητροπολίτης Κονίτσης Ανδρέας, Εγκύκλιος για το Έπος του ‘40

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΔΡYΪΝΟΥΠΟΛΕΩΣ , ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ & ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Αριθμ. Πρωτ. 101 
 Εν Δελβινακίω τη 17η Οκτωβρίου 2011
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 152α
ΘΕΜΑ: Αθάνατο το Έπος του 1940 - 41
Αγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Όταν το πρωϊνό της Δευτέρας, 28ης Οκτωβρίου 1940, ακούστηκαν οι σειρήνες του πολέμου, ο Ελληνικός Λαός ξεχύθηκε στους δρόμους σαν να άρχιζε κάποιο πανηγύρι. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια και κατευόδωναν τους στρατιώτες μας, που «με το χαμόγελο στα χείλη» τραβούσαν για το Μέτωπο, απ’ όπου ήδη οι Ιταλοί επιδρομείς είχαν εισβάλει στην Χώρα μας...
Όλοι οι Έλληνες, χωρίς κανένα ίχνος φόβου, έμοιαζαν σαν νάτανε μεθυσμένοι για τις νίκες του Στρατού μας, που τις μάντευαν και τις περίμεναν. Γινόταν αυτό που είχε πη ο εθνικός μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς : «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα. Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».
Ναι ! Μ’ εκείνο το κρασί της αθάνατης λεβεντιάς του Εικοσιένα είχαν μεθύσει οι Έλληνες του 1940. Γιατί, χωρίς να υπολογίσουν τους κομπασμούς του Μουσολίνι, χωρίς να λάβουν υπ’ όψη τους την υπεροπλία και τον τεράστιο αριθμό των Ιταλών στρατιωτών. Και, κυρίως, χωρίς να πτοηθούν από το στοιχείο του αιφνιδιασμού, είπαν τον λόγο του πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά προς τον Ιταλό πρεσβευτή, τον Γκράτσι, που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας η 28η Οκτωβρίου 1940 : «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Αυτή η φράση ήταν το θρυλικό «ΟΧΙ», που το επανέλαβαν κατόπιν οι Στρατιώτες μας και σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός.
-Β-
Αυτό το «ΟΧΙ» το εξέφραζε περίφημα με την δυνατή πέννα του ο τότε κορυφαίος αρθρογράφος και διευθυντής της Εφημερίδος «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» αείμνηστος Γεώργιος Βλάχος. Σε άρθρο του, λοιπόν, που δημοσιεύθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1940 στην εν λόγω εφημερίδα και με τίτλο «το στιλέτον», ετόνιζε και αυτά : «...Διατί πριν εδώ κινηθή προς τον πρωθυπουργικόν οίκον ο φαιδρότατος αντιπρόσωπός των και κινηθή εις την Ήπειρον ο στρατός των, δεν έρριπταν (οι Ιταλοί) ένα πρόχειρον βλέμμα εις την Ελληνικήν Ιστορίαν ; ... Πότε η Ελλάς παρεδόθη αμαχητί ; Πότε ενικήθη πριν ποτίση το χώμα της με την τελευταίαν ρανίδα του αίματός της ; Εις ποίαν στιγμήν έκαμε λογαριασμούς των δυνάμεών της προς τας δυνάμεις του αντιπάλου της, δια να μάθη έπειτα αν έχη την δυνατότητα να υπερασπίση την τιμήν της ; ... Φάρος λαμπροτάτου φωτός η Ελλάς καταυγάσασα τους αιώνας, έδωσεν εις όλην την ανθρωπότητα όχι μόνον την ζωήν, το φως, τον πολιτισμόν, τα γράμματα και τας τέχνας, αλλά και το παράδειγμα της αυτοθυσίας και του ηρωϊσμού... Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρείς από τον φόρτον τόσων θρύλων και τόσων παραδόσεων, πως μας εφαντάσθησαν τώρα (οι Ιταλοί) κύπτοντας εμπρός εις τα κατάστιχα των πετρελαίων και της βενζίνης και των μηχανοκινήτων μονάδων και αποφασίζοντας να παραδώσωμεν την Ιστορίαν μας εις τους αριθμούς, και εις τα πετρέλαια την τιμήν μας ; ... ΘΑ ΑΠΟΘΑΝΩΜΕΝ ΟΛΟΙ. Διότι... εκεί εις την γωνίαν όπου ηλπίζαμεν ότι δεν θα μας φθάσουν αι σφαίραι και τα θραύσματα των οβίδων (της πολεμικής συρράξεως που κυριαρχούσε στην Ευρώπη), παρουσιάσθη εξαφνικά το στιλέτον. Θα το υποδεχθώμεν - το υπεδέχθημεν ήδη - με το μέτωπον υψηλά, με το στήθος προτεταμένον, με τας χείρας ενόπλους, με κάτι ανώτερον από τον χάλυβα, τα αεροπλάνα και το πετρέλαιον. Με το θάρρος και με τα πτερά της ψυχής. Θα αποθάνωμεν όλοι... Και αν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν ένα Λαόν, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποθάνη , ε, τότε, θα είναι η από αιώνων πρώτη μεγάλη και
παράδοξος νίκη των. Αλλ αὐτὸ δεν θα συμβή. Η Ἑλλὰς θα νικήση, θα νικήση η αυτοθυσία, το θάρρος, η Ιδέα - και το στιλέτον θα ηττηθή». (Γ. Α. Βλάχου : Άρθρα του Πολέμου 1940-41, Αετός Α.Ε. Αθήναι 1945, σελ. 5-6).
-Γ-
Όμως, η αγαπημένη μας Πατρίδα, πέρα από την αυτοθυσία και το θάρρος του Στρατού και του Λαού μας, είχε γερό αντιστύλι την Πίστη στον Τριαδικό Θεό και την εμπιστοσύνη στην Παναγία, την Ύπέρμαχο του Έθνους μας Στρατηγό. Γιατί, όταν τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 ιταλικό υποβρύχιο εβύθιζε το εύδρομο «ΕΛΛΗ» στο λιμάνι της Τήνου, όπου βρισκόταν για ν’ αποδώση τιμές στην γιορτή της Θεομήτορος, ο Λαός μας είχε ακράδαντη την πεποίθηση, ότι η Θεοτόκος θα εκδικήση την πρωτοφανή εκείνη βεβήλωση. Και παρά το ότι η Ελληνική Κυβέρνηση για λόγους σκοπιμότητος δήλωσε ότι «αγνώστου εθνικότητος» υποβρύχιο έπληξε την «ΕΛΛΗ», η διαίσθηση του Λαού εγνώριζε τον θρασύδειλο δολοφόνο από την πρώτη στιγμή. Έτσι, όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 άρχισε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, οι Έλληνες ξεπροβόδιζαν τους στρατιώτες μας με την θερμή ευχή : «Νικηταί υπό την σκέπην της Παναγίας». Και είναι ακριβώς αυτή η ευχή, που γράφτηκε σαν αφιέρωση πίσω από τις μικρές εικόνες της Μεγαλόχαρης από τον Μεγάλο εκείνο Πρωθιεράρχη, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο τον από Τραπεζούντος, τις οποίες εικόνες είχε δώσει εντολή να προσφερθούν σε όλα τα μαχόμενα παιδιά της Πατρίδος μας: «Νικηταί υπό την σκέπην της Παναγίας».
-Δ-
Αυτήν ακριβώς την βοήθειαν της Κυρίας Θεοτόκου ας ακούσουμε πως την περιγράφει, πάλι με την δυνατή πέννα του, ο Γεώργιος Βλάχος, ο διευθυντής και αρθρογράφος της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ», μετά την κατάληψη της Κορυτσάς : «Εκεί, εις το μακρυνό νησί του Αιγαίου (στην Τήνο) επιστρέφει τώρα η Υπέρμαχος Στρατηγός. Η θύρα της Εκκλησίας είναι κλειστή. Τα κανδήλια φωτίζουν με το ωχρό τους φως την εικόνα, και γύρω λάμπουν ασημένια, χρυσά, αδαμαντοκόλλητα τα αναθήματα των πιστών. Η θύρα είναι κλειστή και η Παναγία περνά. Θα σταθή εκεί εμπρός εις το Ιερόν, να ζητήση την προστασίαν των Ουρανών δια τους νεκρούς, δια τα ορφανά του πολέμου. Θα υψώση τα χέρια Της δια να απαλύνη των τραυμάτων τους πόνους, με το μειδίαμά της θα στειρεύση τα δάκρυα, με το βλέμμα της θα παρηγορήση. Και έπειτα θα καθήση κατάκοπος : Είχεν αυτές τις ημέρες δουλειά, πολλή δουλειά η Παναγία επάνω εις τα βουνά της Ηπείρου...» (Γ.Α. Βλάχου ο.π. σελ. 57).
-Ε-
Ναι, αγαπητοί μου Χριστιανοί ! Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το θαύμα του 1940-41, που είχε δύο αρχές : Την αυτοθυσία και τον ηρωϊσμό του Στρατού μας, καθώς και την Πίστη την ακλόνητη στην βοήθεια του Θεού και στην προστασία της Παναγίας, της Ηγεσίας - Πολιτειακής, Πολιτικής, Στρατιωτικής και Εκκλησιαστικής. Μας χρειάζονται και σήμερα αυτά τα ιδανικά, σε καιρούς που ο αμοραλισμός και η αδίστακτη κερδοσκοπία έχουν αρχίσει αδίστακτα την προσπάθειά τους να συντρίψουν ό,τι κράτησε όρθιο τον μικρό μεν σε έκταση, αλλά κατάφορτο από δόξα αυτόν τον τόπο. Κρατάτε, λοιπόν, τα ιδανικά του Έπους του 1940-41. Ψηλά οι καρδιές. Μη φοβάστε τις δυσκολίες των καιρών και μη αποκάμνετε. Ο Θεός θα μας εξαγάγη «εις αναψυχήν», όπως τότε, όπως πάντα.

Χρόνια πολλά σε όλους, άγια και αγωνιστικά.
Διάπυρος προς Χριστόν ευχέτης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ

27η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ : Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ...

27η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ : Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ...

Η ΣΗΜΑΙΑ

Πάντα κι όπου σ' αντικρίζω,
με λαχτάρα σταματώ
και περήφανα δακρύζω
ταπεινά σε χαιρετώ.

Δόξα αθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχή
και μαζί σου φτερουγίζει
της Πατρίδας η ψυχή.
....»»»»


Όταν ξάφνου σε χαϊδεύει
τ' αγεράκι τ' αλαφρό,
μοιάζεις κύμα, που σαλεύει
με χιονόλευκο αφρό

Κι ο σταυρός που λαμπυρίζει
στην ψηλή σου κορυφή
είν' ο φάρος που φωτίζει
μιαν ελπίδα μας κρυφή.

Σε θωρώ κι αναθαρρεύω
και τα χέρια μου χτυπώ,
σαν αγία σε λατρεύω,
σαν μητέρα σ' αγαπώ.

Κι απ' τα στήθη μου ανεβαίνει
μια χαρούμενη φωνή
νά 'σαι πάντα δοξασμένη,
ω! Σημαία γαλανή.


Στήν Ελληνική Σημαία

Εσένα, που σε χάιδεψε της λευτεριάς η αύρα
περήφανη πρώτη φορά πάνω στην Άγια Λαύρα.
Εσέ, που χέρι σε ύψωσε τρισάγιο και βροντήσαν
όχι φωνές, μα τουφεκιές, όταν σε χαιρετίσαν
οι τουφεκιές παλληκαριών, που εμπρός σου αντρειωμένα
γονάτισαν κι ορκίστηκαν να πέσουνε για σένα.
Εσένα, που σε κοίταξαν μάνες, που στό 'να χέρι
βαστούσαν βυζανιάρικα και στο άλλο το μαχαίρι.
Εσέ, που όταν σ' αντίκρυσαν οι γέροι ξανανιώσαν
και μ' άρματα τη μέση τους, την κουρασμένη, ζώσαν.
Εσέ, ποιά ανθρώπινη φωνή μπορεί να ιστορήση,
την ξακουσμένη δόξα σου και να την τραγουδήση;
Εσύ δεν είσαι από πανιού λωρίδα καμωμένη,
είσαι από αίμα και καπνούς και από φωτιά βγαλμένη.
Εσύ πετούσες σαν αητός πάνω από ηρώων κεφάλια,
σελάγισες σε πέλαγα, σε κάμπους, σ' ακρογιάλια.
Πάνω από νίκες άμετρες το φλάμπουρό σου εστήθη
και πάντα δρόμο σ' άνοιγαν μέσ' των εχθρών τα πλήθη,
τα χέρια που σ' εβάσταγαν, τ' αντρειωμένα χέρια,
για να σε μπήξουν σε κορφές σ' απάτητα λημέρια,
για να σε ιδούν πολύ ψηλά, ψηλά απ' της γής το χώμα,
τόσο ψηλά, που τ' ουρανού επήρες πια το χρώμα.


ΛΕΥΚΗ ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ
Λευκή σαν όνειρο, γαλάζια, ωραία,
κάθε σ' αντίκρισμα καρδιάς παλμοί,
πάντα τρισένδοξη ελληνική σημαία,
το καμάρι του Έλληνα, της πατρίδας η τιμή.

Από τα κύματα μέσα βγαλμένη,
καθάριο σύννεφο στον ουρανό
και στο κοντάρι σου σημαία δοξασμένη
έχεις ατίμητο για στολίδι σου σταυρό.

Διπλός σκοπός ας αντηχήσει τώρα
στης λευτεριάς το σύμβολο μπροστά
κι ας ευχηθούμε μεσ' απ' την καρδιά μας,
τη δόξα να' χει πάντα συντροφιά.

Λευκή σαν όνειρο, γαλάζια, ωραία,
κάθε σ' αντίκρισμα, καρδιάς παλμοί,
πάντα τρισένδοξη Ελληνική σημαία,
το καμάρι του Έλληνα, της πατρίδας η τιμή.

Γιορτή της Σημαίας

 


Από τη Σοφία Καρυπίδου
Γαλανόλευκη κυματίζει «ακουμπώντας» το γαλάζιο του ουρανού.. Μία εικόνα που προκαλεί σε κάθε Έλληνα, όπου κι αν βρίσκεται, ρίγος και ...συγκίνηση.
Τέτοιες στιγμές όλοι νιώθουμε «ακόμη πιο Έλληνες», ακόμη πιο πολύ
«μέρος της ένδοξης ελληνικής ιστορίας».
Η ελληνική μας σημαία:
την τοιχοκολλούμε, την έχουμε στην καρδιά μας, την τοποθετούμε στο
αυτοκίνητο, στα τετράδια, σε ό,τι μας είναι αγαπητό.
Τί είναι όμως η σημαία μας, αυτό το «ιερό πανί», που ποτίστηκε με το
αίμα τόσων αγωνιστών στο διάβα των αιώνων;
Από αρχαιοτάτων χρόνων οι Έλληνες εξέφρασαν την εθνική τους υπόσταση και τον πόθο τους για την ελευθερία, χρησιμοποιώντας διάφορα εμβλήματα. Οι Αθηναίοι είχαν τη γλαύκα, προς τιμήν της αγαπημένης τους θεάς, της Παλλάδας, οι Σπαρτιάτες τους Διόσκουρους, τη Σφίγγα οι Θηβαίοι.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ο πρώτος Έλληνας, που θεσπίζει σημαίες από
υφάσματα, αν και υποστηρίζεται ότι στο ναυτικό είχαν καθιερωθεί από τη Μυκηναϊκή εποχή. Οι σημαίες αυτές είχαν πορφυρό χρώμα και η αρχική λειτουργία τους ήταν να δίνουν το έναυσμα της μάχης, βρισκόμενες
πάνω στις ιστορικές σάρισσες. Αργότερα
απέκτησαν την έννοια των συμβόλων της εθνικής και πολεμικής αλληλεγγύης.
Η μακρά και συναρπαστική πορεία του Ελληνικού εθνικού συμβόλου αρχίζει τα πρώτα χρόνια μετά την αλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453.         Το 1464 ο Πελοπονήσιος Κρονόνδειλος Κλαδάς ύψωσε στη Μάνη και στη Χειμάρρα πορφυρή σημαία επαναστατική με τον δικέφαλο αετό, διακηρύσσοντας τη συνέχεια με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την πίστη στην εθνική αναγέννηση.
Κατά τα Βυζαντινά χρόνια εμφανίζονται τα «σημεία», τα «σιγνά» και τα
«λάβαρα». Χαρακτηριστικό είναι αυτό των Παλαιολόγων: λευκό με γαλάζιο Σταυρό, ενώ αργότερα στην Τουρκοκρατία, πρώτοι κρατούν σημαίες οι
Σπαχήδες, χριστιανοί ιππείς της Ηπείρου.
Ιερά Σύμβολα
Κατεξοχήν εθνικό σύμβολο, θρησκευτικό και πολιτικό, ήταν και παρέμεινε ο ελευθερωτής και μαρτυρικός σταυρός
«Σημάδι μέγα φλάμπουρο, Σταυρόν τον του Κυρίου, και τότε να συγκλίνωσιν οι έσω με τους έξω, να γίνει μούρτος μοχθηρός, ως οι πολλοί τα λέγουν».
Ο σταυρός συνδυαζόταν συχνά με
παραστάσεις του Χριστού, της Παναγίας ή πολεμικών αγίων. Ο μαύρος αετός ή ο δικέφαλος αετός ανέμιζε μόνο στα μπαϊράκια. Τα επιμέρους σύμβολα, χρώματα και αναγραφές διαμορφώνονταν υπό το βάρος της ιστορικής παράδοσης και του
συγκεκριμένου χρόνου και τόπου ώστε να εκφράσουν την ταυτότητα της
κάθε ομάδας.
Συμβολισμοί της Ελευθερίας
Στο Μοριά οι σημαίες έφερα συνήθως τον Αγιο Γεώργιο ή άλλον Αγιο και το Σταυρό με επιγραφές «Τούτω Νίκα» ή «Ιησούς Χριστός Νικά». Ο κάθε
καπετάνιος έφτιαχνε και τη δική του εκδοχή στην ίδια βασική ιδέα: το
μπαϊράκι με σταυρό. Ο Κολοκοτρώνης το 1806 έφερε σημαία με τον σταυρό του Αγίου Ανδρέου.
Συγχρόνως άρχισε να αναγράφεται στις σημαίες το σύνθημα-απόφαση
«Ελευθερία ή θάνατος» αλλά και «ΙΧ.ΝΚ» και «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» από το «Αποθάνωμεν υπέρ Χριστού Πίστεως και της Πατρίδος ημών» που ο Φραντζής, ιστορικός της Αλώσεως, αποδίδει στον Κων/νο Παλαιολόγο.
Στην Τουρκοκρατία αξίζει να αναφερθεί και η σημαία, που οραματίστηκε ο Ρήγας Φεραίος και η οποία απεικόνιζε το ρόπαλο του Ηρακλή με τρεις Σταυρούς, πάνω σε τρεις οριζόντιες ζώνες: κόκκινη «για την αυτοκρατορική πορφύραν και αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού», λευκή «για την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της τυραννίας» και μαύρη «για τον υπέρ πατρίδος και ελευθερίας ημών θάνατον». 
Κάθε ομάδα κλεφταρματολών στα χρόνια εκείνα είχε τα δικά του διακριτικά. Τα φλάμπουρα, τα μπαϊράκια και οι παντιέρες ήταν πολλών ειδών. Για
παράδειγμα, οι Κολοκοτρωναίοι είχαν το Σταυρό πάνω σε άσπρο ύφασμα, οιΜακεδόνες τον Άγιο Δημήτριο κ.λ.π. Όλα όμως, εξέφραζαν τη βαθιά πίστη του υπόδουλου Γένους και τον πόθο του για τη λευτεριά.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η σημαία που ύψωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο (22/2/1821). Ηταν τρίχρωμη - μαύρο για τη θυσία, άσπρο για την αδελφότητα, κόκκινο για τον πατριωτισμό - και στη μια όψη έφερε το μυθικό Φοίνικα για τον «αόρατο ακτινοβολούντα οφθαλμόν» με την
επιγραφή «εκ της στάκτης μου αναγεννώμαι».
Στην άλλη όψη είχε κόκκινο σταυρό μέσα σε στεφάνι δάφνης και την επιγραφή «εν τούτω νίκα».
Νησιωτικές σημαίες
Οι σημαίες των νησιών που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα - Υδρα, Σπέτσες, Ψαρά - είχαν έναν συγκεκριμένο τύπο και το σύνθημα «'Η ελευθερία ή
θάνατος». Σε λευκό ή μαύρο ή γαλάζιο κάμπο εγγεγραμμένο σε κόκκινο
πλαίσιο (ποταμό αίματος) προβαλλόταν σύνθεση από πορφυρό ή λευκό σταυρό, άγκυρα (σταθερότητα της απόφασης) και λόγχη πάνω στην αντεστραμμένη ημισέλινο. Στην άγκυρα περιελίσσεται φίδι και στρέφεται προς ένα πουλί που μπορεί να ερμηνευθεί ως κουκουβάγια - το αρχαιοελληνικό σύμβολο της σοφίας - ή αετός της κυριαρχίας. Το φίδι ερμηνεύεται ως ο μισητός εχθρός του αετού, καθώς μόνον αυτό φθάνει στη φωλιά με τα αυγά καταστρέφοντας τη γενιά (το Γένος).
Η αντεστραμμένη ημισέλινος παραπέμπει εντυπωσιακά στην πορφυρή
σημαία της πόλης του Βυζαντίου των πρωτοχριστιανικών χρόνων, όταν η λευκή ημισέλινος, σύμβολο της πολιούχου Αρτέμιδος, αντιστράφηκε με τους χριστιανούς για να στηρίξει τον χριστιανικό σταυρό με το μονόγραμμα του Χριστού.
Τα Σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας
Οι καπεταναίοι Λόντος, Ζαΐμης, Ρούφος μπήκαν στην Πάτρα με κόκκινη
σημαία με μαύρο σταυρό πάνω σε αντεστραμμένη λευκή ημισέληνο (24/3/1821). Αυτή τη σημαία ευλόγησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (26/3/21) στη πλατεία Αγ. Γεωργίου όπου πλήθη συνέρρεαν να
προσκυνήσουν τον ξύλινο σταυρό και να πάρουν ενθόσημα από ερυθρό ύφασμα από κυανό σταυρό. Η απήχηση του πολεμικού καλέσματος οδήγησε το Αχαϊκό Διευθυντήριο στην απόφαση να διατείνει σημαίες στις επαρχίες. Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο φυλάσσεται η σημαία της Ηλιδας που δόθηκε στον Γ. Σινίση, η μόνη σωζόμενη από αυτές τις σημαίες.
Εδώ κυριάρχησαν τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας, καθώς η πίστη σε
αυτήν την Ανώτερη Αρχή ενορχήστρωνε τις επαναστατικές δυνάμεις ως το
ξέσπασμα της Επανάστασης. Ο πολύπλοκος - και απόκρυφος - συμβολισμός των σημαιών αυτών βασίζεται στο σταυρό και τον ιερό δεσμό. Με συμβολισμούς ανοιχτούς σε ποικίλες ερμηνείες, Η σημαία αυτή είναι λευκή - αγνότητα του σκοπού - με κόκκινο σταυρό σε στεφάνι νίκης και δύο
πολεμικές λόγχες - παραπομπή στο Θείο μαρτύριο - Κάθε λόγχη με κόκκινα τα ακροτελεύτεια γράμματα «Ή Ελευθερία ή Θάνατος».
Η σύνθεση στηρίζεται σε δεκάξι στήλες χιαστί ενωμένες - ο ιερός δεσμός των δεκάξι - στο μυστηριώδες αυτό Φιλικό σύμβολο.
Στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, «οι παραστάτες του Έθνους», οι αντιπρόσωποι δηλαδή των ελληνικών τμημάτων, που συγκεντρώθηκαν εκεί, διακήρυξαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας και καθιέρωσαν για πρώτη φορά ως χρώματα της ελληνικής σημαίας το γαλάζιο και το άσπρο.
Λίγο αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1822, ο τότε Πρόεδρος του Εκτελεστικού, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, καθόρισε στην Κόρινθο τον τύπο της σημαίας της ξηράς και της θάλασσας με την υπ' αριθμ. 540 διακήρυξη της
«Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος».
Η σημαία της ξηράς θα έχει στο εξής σχήμα τετράγωνο, που θα χωρίζεται σε τέσσερα ίσα κυανά τμήματα από έναν λευκό Σταυρό, ενώ της θάλασσας θα είναι ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, χωρισμένο σε εννέα
λωρίδες (5 κυανές και 4 λευκές) με έναν Σταυρό στο πάνω αριστερό μέρος κυανό ή άσπρο, ανάλογα με αν το πλοίο, που θα τη χρησιμοποιεί, είναι αντίστοιχα εμπορικό ή πολεμικό.
Για τη σημασία των εννέα λωρίδων, που καθιερώθηκαν στη σημαία της θάλασσας,
υπάρχουν πολλές εκδοχές, όπως είναι, ότι το γαλάζιο αντιπροσωπεύει το χρώμα του ουρανού και το άσπρο τον αφρό των κυμάτων και το χιόνι στις κορυφές των βουνών μας ή ότι το κυανό συμβολίζει τη δικαιοσύνη, την
πίστη και τη σοβαρότητα των αγωνιστών του 1821, ενώ το λευκό την αγνότητα και την
ηθική τους καθαρότητα.
Υπάρχει και άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία τα χρώματα επιλέχτηκαν από τη γαλανόλευκη που ύψωσε στην Τρίπολη ο Παπαφλέσσας, από το
γαλάζιο του εσωράσου του και τη λευκή φουστανέλα του αγωνιστή Κεφάλα.
Η σημαία εδώ έχει ένα έντονο ανθρώπινο και προσωπικό στοιχείο.
Υποστηρίζεται επίσης ότι επιλέχτηκαν από το συνδυασμό της βράκας των νησιωτών και της φουστανέλας των στεριανών και τέλος μία άλλη άποψη αναφέρει ότι αυτά καθιερώθηκαν από τη σημαία του στόλου του Σταθά.
Η Β' και η Γ' Εθνοσυνέλευση (Άστρος και Τροιζήνα) επιβεβαίωσαν ό,τι ίσχυε μέχρι τότε. Ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, τοποθέτησε τον φοίνικα στο μέσον του Σταυρού, που «βγήκε» όμως από την επόμενη δυναστεία.
Στα χρόνια του Όθωνα, στις 4 Απριλίου 1833, με βασιλικό διάταγμα
καθορίζεται η πολεμική σημαία του ναυτικού, η οποία θα φέρει άσπρο Σταυρό, τις χαρακτηριστικές εννέα λωρίδες και το βασιλικό θυρεό. Η σημαία των εμπορικών πλοίων είναι κι αυτή παρόμοια με των πολεμικών, με τη μόνη διαφορά ότι δεν φέρει τα παράσημα.
Επί βασιλείας Γεωργίου του Α', τοποθετούνται τα διακριτικά της δυναστείας στο κέντρο του Σταυρού της σημαίας, ενώ για τα φρούρια και τα πολεμικά πλοία «εγκαινιάζεται» το στέμμα. Ακόμη με βασιλικό διάταγμα της 9ης Απριλίου 1864, οι Μονάδες Πεζικού τοποθετούν στη σημαία τους τον άγιο Τροπαιοφόρο Γεώργιο.
Κατά τη μεταπολίτευση του 1924, τα στέμματα φεύγουν από τη σημαία, για να επανέλθουν με την παλινόρθωση στο θρόνο του Γεωργίου του Β'. Με νέο βασιλικό διάταγμα της 26ης Φεβρουαρίου του 1936 καθορίζονται οι
διαστάσεις επτά μεγεθών βασιλικών σημαιών, καθώς και του βασιλικού επισείοντος (στενή τριγωνική σημαία πολεμικών πλοίων). Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία του εθνικού μας συμβόλου, το οποίο ενέπνευσε, εμψύχωσε και οδήγησε στον ηρωισμό και τη θυσία γενεές Ελλήνων.
Είναι σχετικά πρόσφατη (22 Αυγούστου 1996) η θυσία του νεαρού Σολωμού Σολωμού, που απέδειξε ότι και στην εποχή μας υπάρχουν ήρωες. Σκοπός του να πετύχει αυτό που χρόνια πριν πέτυχε ο 19χρονος Παλληκαρίδης: να κατεβάσει την εχθρική σημαία... γιατί δεν άντεχε να τη βλέπει να βρίσκεται εκεί, όπου θα έπρεπε να κυματίζει η σημαία της πατρίδας του. Ρίγη συγκ ίνησης προκαλεί η ανάμνηση της πράξης του. Κανείς μας δεν πρόκειται να ξεχάσει τις εικόνες που έκαναν το γύρω του κόσμου. Έξι χρόνια μετά μία άλλη εικόνα φέρνει πάλι τη σημαία στο προσκήνιο, μαζί με έναν ακόμη «σύγχρονο ήρωα»: ο ομογενής Θεόδωρος Γιουρτσίχιν καταγράφεται στην ιστορία ως ο πρώτος ελληνικής καταγωγής αστροναύτης, ο οποίος ταξίδευσε στο διάστημα, τον Οκτώβρη του 2002.
Η μητέρα του είναι Ελληνίδα του Πόντου, ενώ ο πατέρας του Ρώσος. Ο ίδιος νιώθει την Ελλάδα πατρίδα του και το έδειξε έμπρακτα, αφού φρόντισε να πάρει μαζί του την ελληνική σημαία. Δυστυχώς όμως η Ελληνική Πολιτεία τον τίμησε με τρεις μήνες καθυστέρηση, αφού δεν παραβρέθηκε -παρά την πρόσκληση που έστειλε ο ίδιος- κάποιος επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδος κατά την ώρα της υποδοχής στην επιστροφή τους. (Διαφορετικά χειρίστηκε την υπόθεση ο πρόεδρος της Αντζαρίας, που έσπευσε στον
Καναδά για να τιμήσει τον πρώην πολίτη της χώρας του).
 
Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές οι θυσίες, μα κοινός ο δρόμος: κι αυτός ο δρόμος οδηγεί σίγουρα πολύ μακριά από όλους αυτούς, που καίνε τη σημαία μας στα προαύλια των Πολυτεχνείων και απέχει και από όλους
εκείνους, που αμελούν να την τιμήσουν, έστω και με τον κυματισμό της από τα μπαλκόνια των σπιτιών στις εθνικές μας επετείους.
Αυτός ο δρόμος εμπνέει ανθρώπους κάθε ηλικίας, που αντιστέκονται,
μένουν όρθιοι, αγωνιούν για τις αιώνιες αξίες και μάχονται για τα
αθάνατα ιδανικά, αυτά, που γεννήθηκαν σ' αυτόν τον τόπο και
διατηρήθηκαν με θυσίες και ενέργειες σαν κι αυτές.

Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ὁ Μάρτυρας (27 Οκτωβρίου)

 

  Ὁ Νέστορας ἦταν πολὺ νέος στὴν ἡλικία, ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ γνώριμός του Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Δημητρίου.
  Ὁ Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς χαιρόταν γιὰ τὶς νῖκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ὀνομαζόμενου Λυαίου, μίσησε τὴν ὑπερηφάνειά του. Βλέποντας ὅμως καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πῆρε θάρρος. Πῆγε λοιπὸν στὴν φυλακή, ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ Μεγαλομάρτυρας, καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ Δημήτριε», εἶπε, «ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ μονομαχήσω μὲ τὸ Λυαῖο, γι’ αὐτὸ προσευχήσου γιὰ μένα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».


    Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τοῦ εἶπε ὅτι καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσει καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ θὰ μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ὁ Νέστορας μπῆκε στὸ στάδιο χωρὶς φόβο καὶ ἀνεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι».Καὶ ἀφοῦ πολέμησε μὲ τὸν Λυαῖο, τοῦ κατάφερε δυνατὸ χτύπημα μὲ τὸ μαχαῖρι του στὴν καρδιὰ καὶ τὸν θανάτωσε. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε καὶ σκότωσαν μὲ λόγχη τὸ Νέστορα, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο.
  Ἔτσι, μ’ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Νέστορας δίδαξε ὅτι σὲ κάθε ἀνθρώπινη πρόκληση πρέπει νὰ ἀναφωνοῦμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι· τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;». Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καὶ δὲ θὰ φοβηθῶ. Τί θὰ μοῦ κάνει ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθείς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστορ μακάριε· τῇ θεϊκῇ γὰρ ἀρωγῇ, τὸν Λυαῖον καθελών, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν, καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος· σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Σθένος ἐζωσμένος ὑπερφυές, νικητὴς ἐγένου, ἐν ἀγῶσι Νέστορ σοφέ· ὅθεν ἀκηράτων, γερῶν ἠξιωμένος, μετὰ τοῦ Δημητρίου, ἡμῶν μνημόνευε.

Συναξαριστής 27 Οκτωβρίου

Ὁ Ἅγιος Νέστωρ
undefined


Ὁ Νέστορας ἦταν πολὺ νέος στὴν ἡλικία, ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ γνώριμος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Δημητρίου. Ὁ Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς χαιρόταν γιὰ τὶς νῖκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ὀνομαζόμενου Λυαίου, μίσησε τὴν ὑπερηφάνειά του. Βλέποντας ὅμως καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πῆρε θάῤῥος.

Πῆγε λοιπὸν στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ Μεγαλομάρτυρας, καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ Δημήτριε, εἶπε, ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ μονομαχήσω μὲ τὸ Λυαῖο, γι᾿ αὐτὸ προσευχήσου γιὰ μένα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τοῦ εἶπε ὅτι καὶ τὸ Λυαῖο θὰ νικήσει καὶ γιὰ τὸ Χριστὸ θὰ μαρτυρήσει.

Τότε, λοιπόν, ὁ Νέστορας μπῆκε στὸ στάδιο χωρὶς φόβο καὶ ἀνεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Καὶ ἀφοῦ πολέμησε μὲ τὸ Λυαῖο, τοῦ κατάφερε δυνατὸ χτύπημα μὲ τὸ μαχαῖρι του στὴν καρδιὰ καὶ τὸν θανάτωσε.

Ἐξοργισμένος τότε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε καὶ σκότωσαν μὲ λόγχη τὸ Νέστορα, ἀλλὰ καὶ τὸ Δημήτριο.

Ἔτσι, μ᾿ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Νέστορας δίδαξε ὅτι σὲ κάθε ἀνθρώπινη πρόκληση πρέπει νὰ ἀναφωνοῦμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος». Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καὶ δὲ θὰ φοβηθῶ. Τί θὰ μοῦ κάνει ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθεῖς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστωρ μακάριε, τὴ θεϊκὴ γὰρ ἀρωγή, τὸν Λυαῖον καθελῶν, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῶ ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν· καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος. Σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ῥώμῃ Θεοῦ ἀθλήσας, παμμάκαρ, νικηφόρος ἐδείχθης, τὸν ἐχθρὸν τοῖς ποσὶ καταπατήσας, δεδόξασαι, στεφανίτης σὺν ταῖς χορείαις τῶν σεπτῶν Ἀθλοφόρων Νέστορ ἐφάνης, καὶ Ἀαρὼν ὑπερήρθης Χριστοῦ Ἀθλητά, σὺν Ἄβελ αἷμα τὸ θεῖον σου προσενέγκας, καὶ θρόνῳ θείῳ τοῦ κτίσαντος παρεστώς, σὺν Ἀγγέλων τοῖς τάγμασι, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Λοῦππος

Ὁρισμένες Συναξαριακὲς πηγὲς αὐτὴν τὴν ἡμέρα (κατ᾿ ἄλλους 26 Ὀκτωβρίου), ἀναφέρουν τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Λούππου.

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς φέρεται ὡς ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ποὺ ἦταν κοντά του τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του.

Λέγεται λοιπὸν ὅτι ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔχρισε μὲ τὸ αἷμα του τὸν Λοῦππο καὶ κατόπιν αὐτός, ἔπραττε πολλὰ θαύματα - μέσῳ αὐτοῦ - στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης.

Μαθεύτηκε αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς πόλης, ὁ ὁποῖος συνέλαβε τὸν Λοῦππο καὶ ἀμέσως τὸν φόνευσε. (Νομίζω ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο ἅγιο μ᾿ αὐτὸν τῆς 23ης Αὐγούστου).

Οἱ Ἁγίες Καπετωλίνα καὶ Ἐρωτηΐδα

Εὐλογημένα βλαστάρια καὶ οἱ δυό της Καππαδοκίας. Πλούσια καὶ εὐγενὴς στὴν καταγωγὴ ἡ Καπιτωλίνα καὶ ὑπηρέτριά της ἡ Ἐρωτηΐδα.

Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ κηρύχτηκε ὁ σκληρὸς καὶ ἄγριος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ Καπιτωλίνα ἀποφάσισε νὰ βαδίσει πρὸς τὸ μαρτύριο.

Πώλησε λοιπὸν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της, τὰ μοίρασε στοὺς φτωχούς, ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στοὺς δούλους της καὶ προετοιμάστηκε γιὰ τὸ μεγάλο κίνδυνο, δηλαδὴ γιὰ τὴν μεγάλη δόξα.

Ὅταν παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Ζιλικίνθιο, ὁμολόγησε ἄφοβα τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁ Ζιλικίνθιος διέταξε νὰ τὴν μαστιγώσουν γυμνή.

Ἡ Ἐρωτηΐδα ποὺ ἦταν παροῦσα στὸ μαρτύριο, ἔνιωσε βαθιὰ μέσα της τὸ συναίσθημα τῆς ἱερῆς ἀγανάκτησης, γιὰ τὴν πώρωση τοῦ ἄπιστου ἄρχοντα καὶ γιὰ τὴν βάναυση συμπεριφορά του πρὸς τὴν ἀγαθὴ καὶ εὐγενέστατη κυρία της. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, παρατήρησε αὐστηρὰ τὸν ἔπαρχο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἡ διαγωγή του τὸν ἀπέδειξε κατώτερο καὶ τοῦ τελευταίου δούλου.

Ὁ Ζιλικίνθιος ἐξαγριώθηκε, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τὰ κεφάλια τῶν γενναίων χριστιανῶν γυναικῶν ἔπεφταν ἀπὸ τὰ κτυπήματα τῶν δημίων.

Ὁ Ἅγιος Κυριακὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ποὺ ὄχι μόνο λένε ἀλλὰ καὶ πράττουν. Σὲ ὁρισμένους καταλόγους τὸν ὀνομάζουν Κυρηλιανό.

Ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ποίμανε τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Βυζαντίου σὰν ἀληθινὸς καὶ καλὸς ποιμένας ἐπὶ 16 χρόνια.

Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Ἅγιος ἦταν πρεσβύτερος καὶ οἰκονόμος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ διαδέχθηκε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο τὸν Ἰωάννη τὸν Νηστευτὴ τὸ 595.

Θεοφιλῶς ἀφοῦ κυβέρνησε τὴν ἐκκλησία, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 610.

Ἡ Ἁγία Πρόκλα σύζυγος τοῦ Πιλάτου 

Ἐνῷ ὁ σύζυγός της δὲν ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη νὰ ἐλευθερώσει τὸν Χριστό, φοβούμενος τοὺς Ἰουδαίους, ἡ σύζυγός του Πρόκλα, μετὰ τὸν φρικτὸ θάνατο τοῦ Πιλάτου, προσῆλθε στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀφοῦ ἔζησε μὲ ἀγαθότητα καὶ εὐσέβεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της εἰρηνικά.

Διήγηση γιὰ τοὺς Ἴβηρες

Πρόκειται γιὰ μία εὐσεβέστατη ἀσκήτρια γυναῖκα, ποὺ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτη ἀπὸ τοὺς Ἴβηρες.

Ἐκεῖ χάρη τοῦ πνευματικοῦ της ἀγῶνα, θεράπευσε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ διάφορους ἀσθενεῖς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τὴν βασίλισσα τῆς χώρας αὐτῆς καὶ ἔτσι κατάφερε νὰ ἐκχριστιανίσει ὅλους τοὺς Ἴβηρες.

Λεπτομέρειες βλέπε στὸν «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόμος 10ος, σελ. 621, ἔκδοση 1992.

Οἱ Ἅγιοι Μαβριανὸς καὶ Βαλεντίνος

Ἡ μνήμη τους σύμφωνα μὲ τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 116), χωρὶς ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή τους.

Ὁ Ὅσιος Νέστωρ ὁ Χρονογράφος «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ»
(Ρῶσος)
undefined

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...