Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2011

O Αγιορείτης Άγιος, Νείλος ο Μυροβλύτης

 






Γεννήθηκε στην κωμόπολη Άγιος Πέτρος Κυνουρίας της Πελοποννήσου από ευσεβείς γονείς περί το 1601. Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον θείο του, ιερομόναχο Μακάριο, μαζί με τον όποιο ήλθε και μόνασε στην πλησιόχωρη της πατρίδος του μονή Παναγίας της Μαλεβής. Εκεί χειροτονήθηκε και Ιερεύς. Ο πόθος όμως θειότερης και ασκητικότερης ζωής τον έφερε στο περιλάλητο Άγιον Όρος.
Κατοίκησε κοντά στο σπήλαιο του άγιου Πέτρου του Αθωνίτου και με κόπους πολλούς έκτισε κελλί με ναό προς τιμή της Υπαπαντής, τον όποιο κόσμησε με εικόνες, πού ο ίδιος αγιογράφησε, γιατί ήταν καλός αγιογράφος. Ο θείος Νείλος, «καταφλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, εζήτει τόπον ερημικώτερον και εύρων σπήλαιον κατάκρημνον και από τα δύο μέρη, φοβερόν εις την θέαν διά το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας προσπάθειας και κατήλθεν εις αυτό». Εκεί βίωσε μυστικά υπερουράνιες καταστάσεις.
Μετά την οσιακή κοίμηση του, στις 12 Νοεμβρίου 1651, «το άγιον αυτού σώμα ενεταφιάσθη πλησίον του σπηλαίου και ανέβλυσε μύρον ευώδες, το όποιον έτρεχεν εκ του σπηλαίου έως κάτω εις την θάλασσαν». Γνωρίζοντας αυτό οι πειρατές πήγαιναν κι αιχμαλώτιζαν τους προσκυνητές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται θόρυβος στον ιερό τόπο της ησυχίας. Η παράδοση αναφέρει ότι ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης παρακάλεσε τον όσιο Νείλο να πάψει τη μυροβλυσία, προς ησυχία του τόπου και ο όσιος Νείλος υπάκουσε άμεσα στον όσιο Ακάκιο. Ο όσιος Νείλος αναφέρεται ότι παρουσιάσθηκε σε διαφόρους, για να τους παρηγορήσει και προείπει τα μέλλοντα. Υπάρχουν όμως και νόθες προφητείες, πού αποδίδονται στον όσιο Νείλο.
Το 1815 οι μοναχοί θέλησαν να κτίσουν ναό προς τιμή του οσίου παρά το σπήλαιο των αγωνισμάτων του. Τότε βρήκαν τα ευώδη του λείψανα και με χαρά και τιμή τα μετέφεραν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Βίος και ακολουθία του εκδόθηκαν στο Άγιον Όρος το 1847, πού γνώρισαν πολλές εκδόσεις. Παρακλητικό Κανόνα στον όσιο συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ναοί προς τιμή του οσίου υπάρχουν στον Πειραιά, την Τρίπολη και την ιερά μονή Παναγίας Μαλεβής.
Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου, ήμερα της αναπαύσεως του, και στις 7 Μαΐου, κατά την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του.

Το σπήλαιο του Οσίου Νείλου του Μυροβλύτου

undefined


πηγή

Και τι πταίει η γλαύξ, η θρηνούσα επί ερειπίων;


undefined


Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ' εξεθέωναν οι προεστοί κ' οι 'γυφτοχαρατζήδες', τώρα σε 'αθεώνουν' οι βουλευταί κ' οι δήμαρχοι.Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν 'φούρνους με καρβέλια', δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ' τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελαν παρουσιάσουν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού . . . Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ' επιδεξιώτερον τον κόθορνον. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.


(*) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 115 χρόνια πριν . . .

Γλώσσα


undefined
Γεώργιος Σεφέρης

Όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσι­μο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο πού μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι «απωθήσεις» πού προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε ή όχι ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας.

Ένα παράδειγμα, 1946

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ



Αγ. Ι. Χρυσοστόμου

«Η μετάνοια είναι φάρμακο των πλημμελημάτων, εξαφάνιση των παρανομιών, εξάλειψη των δακρύων, παρρησία προς τον Θεό, όπλο κατά του διαβόλου, μαχαίρι, που του κόβει το κεφάλι, ελπίδα σωτηρίας, εξαφάνιση της απογνώσεως. Αυτή ανοίγει τον ουρανό, μας εισάγει στον παράδεισο, αυτή καταβάλλει το διάβολο. Γι’ αυτό μιλάω συνέχεια γι’ αυτήν.
Το να έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, μας κάνει να πέφτουμε. Είσαι αμαρτωλός; Μην πέσεις στην απόγνωση. Δεν θα σταματήσω να σας επαλείψω με τα φάρμακα αυτά. Γιατί γνωρίζω καλά πόσο μεγάλο όπλο κατά του διαβόλου είναι το να μην απελπιζόμαστε. Αν έχεις αμαρτήματα, μην απελπίζεσαι. Δεν σταματώ αυτά να λέγω συνέχεια. Κι’ αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, κάθε μέρα μετανόησε.
Μην ντραπείς να μπεις πάλι στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι, όταν αμαρτάνεις, να μην ντρέπεσαι όταν μετανοείς. Πρόσεχε τι σου έκανε ο διάβολος. Δύο πράγματα υπάρχουν : η αμαρτία και η μετάνοια. Η αμαρτία είναι τραύμα, η μετάνοια είναι φάρμακο. Όπως συμβαίνει στο σώμα με τα τραύματα και τα φάρμακα, έτσι και στην ψυχή με τα αμαρτήματα και τη μετάνοια.
Αλλά η μεν αμαρτία φέρει την ντροπή, η δε μετάνοια κατακτά την παρρησία. Πρόσεξε με ακρίβεια σε παρακαλώ, για να μη συγχέεις την τάξη των πραγμάτων, και χάσεις την ωφέλεια. Υπάρχει τραύμα και φάρμακο. Στο τραύμα υπάρχει το σάπισμα, στο φάρμακο ο καθαρισμός από το σάπισμα στην αμαρτία η ντροπή, στην αμαρτία η γελοιοποίηση. Στη μετάνοια υπάρχει η παρρησία, η ελευθερία, ο καθαρισμός του αμαρτήματος. Πρόσεξες αυτό, που λέγω. Την τάξη αυτή ο σατανάς την αντέστρεψε, και έδωσε την παρρησία στην αμαρτία και την ντροπή στη μετάνοια. Δεν θα σταματήσω να μιλάω μέχρι το βράδυ, μέχρις ότου εξηγήσω αυτό. Πρέπει να απομακρυνθώ απ’ αυτό. Υπάρχει τραύμα και φάρμακο. Το τραύμα έχει το σάπισμα, το φάρμακο έχει το καθάρισμα του σαπίσματος. Μήπως υπάρχει στο φάρμακο σάπισμα; Μήπως βρίσκεται η θεραπεία στο τραύμα; Δεν έχει το καθένα από αυτά τη δική του τάξη; Ή μήπως μπορεί να μετατεθεί το ένα προς τούτο και το άλλο προς το άλλο; Καθόλου».
 

ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ


undefined

Γ. Μαντζαρίδης

Το χρήμα θεωρήθηκε επικίνδυνο για την πνευματική ζωή των πιστών. Η φιλαργυρία, που συνδέθηκε και με την προδοσία του Χριστού, χαρακτηρίζεται από τον Απ. Παύλο ως ρίζα « πάντων των κακών». Το χρήμα προσλαμβάνει στη ζωή των ανθρώπων μεταφυσικές διαστάσεις και γίνεται ο Μαμωνάς που αντιστρατεύεται τον Θεό.
Η άποψη ότι αυτό έχει οικονομική και κοινωνική μόνο σπουδαιότητα χωρίς ηθικές προεκτάσεις είναι λανθασμένη. Κατά παράδοξο μάλιστα τρόπο η άποψη αυτή υποφώσκει και στον χώρο της ηθικής, γι’ αυτό δεν γίνεται συνήθως λόγος για το χρήμα σε συγγράμματα ηθικής. Το χρήμα όμως έχει τεράστιες ηθικές προεκτάσεις. Με την πάροδο μάλιστα του χρόνου και με τη μετάβαση από το εθνικό χρήμα στο πολυεθνικό και τις πιστωτικές κάρτες οι ηθικές προεκτάσεις του χρήματος ενισχύθηκαν και προσέδωσαν σε αυτό φανταστικές διαστάσεις . Το έκαναν πανίσχυρο μέσα στον κόσμο. Αυτό εκφράζεται και με τη συνήθη στις μέρες μας φράση, « το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο».
Η αγάπη προς το χρήμα νεκρώνει πνευματικά τον άνθρωπο και αφανίζει την κατ’ εξοχήν χριστιανική αρετή της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον, αντικαθιστώντας την με την εγκατάλειψη της πίστεως και την κακία. Έτσι η πλεονεξία, ως ρίζα όλων των κακών, δεν τροφοδοτεί μόνο ηθικές εκτροπές, αλλά οδηγεί και σε εκτροπή από την πίστη, ή ταυτίζεται με την ειδωλολατρία. Εξ άλλου στο κοινωνικό επίπεδο, ενώ ο Χριστιανός καλείται να βοηθάει τον πλησίον του, όταν έχει ανάγκη, η αγάπη προς το χρήμα όχι μόνο τον εμποδίζει, αλλά και τον εκτρέπει στην εκμετάλλευση της ανάγκης του για την απόκτηση κέρδους.
Κλασσικός τρόπος τέτοιας εκμεταλλεύσεως είναι η τοκογλυφία, που καταδικάζεται έντονα από στην Αγία Γραφή και την παράδοση της Εκκλησίας. Αλλά και η θεώρηση του χρόνου ως χρήματος κατά τη γνωστή ρήση « ο χρόνος είναι χρήμα» , που εμπορευματοποιεί τον χρόνο και μαζί με αυτόν την ίδια τη ζωή του ανθρώπου, φανερώνει τις καταστρεπτικές συνέπειες της αγάπης προς το χρήμα.

( «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ», σελ. 467)

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΙ ΗΡΩΑΣ

undefined
Παν. Κανελλόπουλος

« Η ευκαιρία να γίνεις ήρως ή μάρτυς δεν πρέπει ποτέ να χάνεται. Το ότι χάθηκε θα πει ότι δεν ήμουν άξιος να γίνω ήρως ή μάρτυς. Δεν έχουμε καν το δικαίωμα να λέμε ότι χάσαμε την ευκαιρία να γίνουμε ήρωες ή μάρτυρες. Ο ηρωισμός ή το μαρτύριο δεν είναι ποτέ υπόθεση ευκαιρίας. Είναι υπόθεση ανάγκης που, αν δεν εμφανισθεί, αυτό θα πει ότι δε σε διάλεξε και δε σ’ έταξε ο Θεός να την αντιμετωπίσεις».

Πόλεμος επικρατεί στον κόσμο, τρικυμία και χειμώνας. (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)



undefined
Επειδή τέτοιος είναι ο Κύριος μας, σ’ αυτόν ας καταφεύγουμε πάντοτε και αυτόν μόνο ας προσκαλούμε για βοηθό και θα τον βρούμε έτοιμο να μας σώσει. Διότι αν αυτοί που έπεσαν σε ναυάγιο και στηρίζονται σε μία σανίδα, φωνάζουν γρήγορα εκείνους που βρίσκονται μακριά για να τους πείσουν να δείξουν φιλανθρωπία, αν και δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους, αλλά αναγνωρίζονται μόνο από την συμφορά, πολύ περισσότερο Αυτός που είναι φιλάνθρωπος και έχει από τη φύση του την αγαθότητα, θα ελευθερώσει εκείνους που αντιμετωπίζουν συμφορές, εάν μόνο θελήσουν να καταφύγουν σ’ αυτόν και να τον επικαλεσθούν με ευθύτητα αφήνοντας τις ανθρώπινες ελπίδες. Όταν λοιπόν πέσεις σε κάποιο απροσδόκητο κακό μην απελπιστείς, αλλά αμέσως ύψωσε το φρόνημά σου και κατάφυγε στο ακύμαντο λιμάνι και τον απόρθητο πύργο, τη βοήθεια του Θεού.
Πόλεμος επικρατεί στον κόσμο, μάχη είναι οι καθημερινές υποθέσεις, τρικυμία και χειμώνας. Χρειαζόμαστε λοιπόν όπλα· και μεγάλο όπλο είναι η προσευχή… διότι πολλοί είναι οι καθημερινοί σκόπελοι και πολλές φορές το σκάφος προσκρούει και καταποντίζεται. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από προσευχή, και μάλιστα πρωινή και νυκτερινή.
Οτιδήποτε κι αν πρόκειται να κάνουμε, να ασχοληθούμε με κάποια εργασία ή να ξεκινήσουμε για κάποιο ταξίδι, ας προσφέρουμε προηγουμένως στο Κύριο τη θυσία της προσευχής· και αφού Τον καλέσουμε σε βοήθεια, έτσι ας καταπιαστούμε με αυτά.
«Το πρωί θα ακούσεις τη φωνή μου» λέγει (Ψαλμ. 5, 4). Βλέπεις προθυμία και κατάνυξη ψυχής; Από την αρχή της ημέρας προσέφερε τις πρώτες στιγμές στο Θεό. Διότι λέγει ο Σολομών «να προλαβαίνουμε τον ήλιο στην ευχαριστία σου και πριν από την ανατολή του ηλίου να συνομιλούμε μαζί σου» (Σοφ. Σολ. 17, 28). Και συ, αν επρόκειτο για κάποιο βασιλιά δεν θα ανεχόσουν να προλάβει κατώτερος σου να τον προσκυνήσει πριν από σένα, ενώ τώρα που τον προσκυνεί ο ήλιος κοιμάσαι και αφήνεις την κτίση να σου πάρει τα πρωτεία και δεν την προλαβαίνεις, αφού έγινε όλη για σένα, ούτε του αποδίδεις τις ευχαριστίες, αλλά καθώς σηκώνεσαι πλένεις το πρόσωπο και τα χέρια σου και παραβλέπεις τη ψυχή αφήνοντάς την ακάθαρτη; Δεν γνωρίζεις ότι όπως το σώμα καθαρίζεται με το νερό, έτσι και η ψυχή με την προσευχή; Πλύνε λοιπόν πριν από το σώμα τη ψυχή. Έχει πάνω της προσκολλημένες πολλές ακαθαρσίες- αυτές ας τις απομακρύνουμε με τις δεήσεις. Διότι αν έτσι περιτειχίσουμε το στόμα, θα βάλουμε καλό θεμέλιο για τις καθημερινές μας πράξεις.
Αυτός που πρόκειται να προσευχηθεί, δεν τολμά να πει τίποτε ανάρμοστο, ούτε την ώρα του φαγητού· και αν πει, το μετανιώνει γρήγορα. Γι’ αυτό πρέπει να ευχαριστούμε το Θεό και αρχίζοντας και τελειώνοντας το φαγητό.
Όσο για τα παιδιά, ένας αποτελεσματικός τρόπος που βοηθά τους νέους στο να διατηρήσουν την αγνότητά τους είναι να μαθαίνουν να προσεύχονται με πολύ ενδιαφέρον και κατάνυξη. Και μη μου πεις ότι το παιδί δεν θα μπορέσει ποτέ να δεχτεί κάτι τέτοιο· υπάρχει ένας λόγος παραπάνω να το δεχτεί, το ότι έχει καθαρό νου και εγρήγορση· επειδή είναι πολλά τα παρόμοια παραδείγματα στους παλαιούς, όπως του Δανιήλ, όπως του Ιωσήφ… Μη μου πεις ότι ο Ιωσήφ ήταν δεκαεπτά χρόνων, αλλά πριν από αυτό σκέψου από πότε είχε κατακτήσει την καρδιά του πατέρα του, περισσότερο από τα μεγαλύτερα αδέλφια του.
Και ο Ιακώβ δεν ήταν νεώτερος; Ο Ιερεμίας, ο Δανιήλ δεν ήταν δώδεκα χρόνων; Και ο Σολομών δεν ήταν επίσης δώδεκα χρόνων, όταν έκανε εκείνη τη θαυμαστή προσευχή; Και ο Σαμουήλ δεν δίδασκε τον δάσκαλό του, ενώ ήταν νέος; Ώστε να μην απογοητευόμαστε· αν κάποιος είναι νεώτερος στη ψυχή, τότε μόνον δεν τα δέχεται αυτά, όχι όταν είναι νεώτερος στην ηλικία. Ας εκπαιδεύεται λοιπόν το παιδί να προσεύχεται με πολλή κατάνυξη και να πηγαίνει, όσο είναι δυνατόν, στις αγρυπνίες. Επειδή αυτός που νηστεύει και προσεύχεται ενισχύεται πολύ στον αγώνα του για την αγνότητα.
Με πολλή ακρίβεια πρώτα από όλα να διώχνετε μακριά από τα παιδιά σας ό,τι έχει σχέση με ανηθικότητα. Γιατί το μεγαλύτερο κακό στις ψυχές των νέων το προκαλεί ο έρωτας. Και μάλιστα, πριν να γευτεί με την πείρα την ανηθικότητα, δίδαξε το παιδί σου να προσέχει, να γρηγορεί, να αγρυπνεί στις προσευχές και πριν από κάθε λόγο και έργο να σφραγίζεται με το σημείο του σταυρού.
Ο Ιώβ προσέφερε θυσίες για τα παιδιά του και έτσι τους ελευθέρωνε από τα αμαρτήματά τους· έλεγε: «Μήπως σκέφθηκαν κάτι κακό μέσα τους…» Έτσι φροντίζει κανείς για τα παιδιά του. Δεν είπε, όπως οι περισσότεροι, θα τους αφήσω κληρονομιά· δεν είπε θα τους δώσω δόξα ή θα φροντίσω με χρήματα να έλθουν στην εξουσία· δεν είπε, θα τους αγοράσω χωράφια, αλλά τί; «μήπως σκέφτηκαν κακά εναντίον του Θεού;» (Ιώβ 1, 5). Διότι ποιό είναι το όφελος από εκείνα; Κανένα, αφού μένουν όλα εδώ. Θα εξιλεώσω, λέγει, γι’ αυτούς τον βασιλιά των όλων, οπότε δεν θα τους λείπει τίποτε.
Έχω την αξίωση, αν και βρίσκεσθε μακριά, να μου παρέχετε τη συμμαχία των δυνατών προσευχών σας· γιατί αυτή η βοήθεια ούτε μαραίνεται με τον χρόνο, ούτε εμποδίζεται από την απόσταση, αλλά όπου και να διαμένει κάποιος που έχει παρρησία στο Θεό, όπως και σεις, μπορεί να βοηθά πάρα πολύ κι αυτούς που είναι μακριά.
Αυτοί που είναι ταπεινοί και ευθείς σαν τα παιδιά, εκείνοι κατ’ εξοχήν μπορούν να παρακαλούν το Θεό για τους υπευθύνους και ένοχους.
Λέγεται μεν ότι «η δέηση του δικαίου, έχει μεγάλη δύναμη» αλλά «και αποτελεσματικότητα» (Ιακ. 5, 16), δηλαδή όταν βοηθείται από την μετάνοια και την επιστροφή στη σωστή ζωή εκείνων για τους οποίους γίνεται. Σε εκείνους όμως των οποίων ο τρόπος είναι αμετανόητος και αδιόρθωτος, πώς μπορεί να συμπαρασταθεί, αφού οι ίδιοι τη (δέηση δικαίου) εμποδίζουν με τα έργα τους; Όταν δηλαδή συνεισφέρουμε ό,τι εξαρτάται από μας, τότε και η πρεσβεία των δικαίων μας ωφελεί πάρα πολύ.
(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)

Ο ε­λε­ή­μων Κλη­ρι­κός Αρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος - Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Ε­ορ­τή σή­με­ρα του α­γί­ου Ι­ω­άν­νου του Ε­λε­ή­μο­νος, Πα­τριάρ­χου Α­λε­ξα­δρεί­ας, ο ο­ποί­ος προ­σέ­λα­βε την προ­σω­νυ­μί­α του ε­λε­ή­μο­νος για την α­γά­πη που έ­δει­χνε στους αν­θρώ­πους, τε­λού­με και το μνη­μό­συ­νο του μα­κα­ρι­στού π. Ε­πι­φα­νί­ου, στον ο­ποί­ο μπο­ρού­με να α­πο­δώ­σου­με την προ­σω­νυ­μί­α του ε­λε­ή­μο­νος Κλη­ρι­κού. Ό­σοι σή­με­ρα πα­ρευ­ρι­σκό­μα­στε στον Ι­ε­ρό αυ­τόν Να­ό έ­χου­με δε­χθή πα­ντοιο­τρό­πως και ποι­κι­λο­τρό­πως την ε­λε­η­μο­σύ­νη του π. Ε­πι­φα­νί­ου, με λό­γο και έρ­γο, με προ­σευ­χή και υ­λι­κή βο­ή­θεια. Εξ άλ­λου το ι­ε­ρό αυ­τό η­συ­χα­στή­ριο εί­ναι έρ­γο του λα­μπρού αυ­τού Ι­ε­ρο­μο­νά­χου και έ­τσι δι’ αυ­τού συ­νε­χί­ζει να ε­λε­ή πολ­λούς αν­θρώ­πους.
Πράγ­μα­τι, ο α­οί­δι­μος Γέ­ρο­ντας υ­πήρ­ξε ε­λε­ή­μων χω­ρίς να λαμ­βά­νη μι­σθό και χω­ρίς να έ­χη προ­σω­πι­κή πε­ριου­σί­α, αλ­λά ε­λε­ού­σε με τον πνευ­μα­τι­κό πλού­το που δι­έ­θε­τε, τα πολ­λά χα­ρί­σμα­τά του, την πλη­θω­ρι­κή και α­νι­διο­τε­λή α­γά­πη του και προ­σέ­φε­ρε ό­λα αυ­τά στους α­δελ­φούς του και τα πνευ­μα­τι­κά του τέ­κνα για την δό­ξα του Θε­ού, αλ­λά ε­λε­ού­σε και υ­λι­κώς, «ερ­γα­ζό­με­νος ταίς ι­δί­αις χερ­σίν» (Α' Κορ. δ', 12). Μπο­ρού­σε δε να ε­πα­να­λαμ­βά­νη το του Α­πο­στό­λου Παύ­λου: «ταίς χρεί­αις μου και τοίς ού­σι μετ ε­μού υ­πη­ρέ­τη­σαν αι χεί­ρες αύ­ται» (Πρ. κ', 34).
Ο ό­σιος Ι­σα­άκ ο Σύ­ρος δί­δο­ντας τον ο­ρι­σμό του ε­λε­ή­μο­νος ανθρώπου, γρά­φει ό­τι εί­ναι «καύ­σις καρ­δί­ας υ­πέρ πά­σης κτί­σε­ως, υ­πέρ των αν­θρώ­πων, και των ορ­νέ­ων, και των ζώ­ων, και των δαι­μό­νων, και υ­πέρ πα­ντός κτί­σμα­τος». Αυ­τή η φρά­ση «καύ­σις καρ­δί­ας» εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, για­τί δεί­χνει τον πλού­το της α­γά­πης για τους αν­θρώ­πους και ό­λη την κτί­ση.
Τέ­τοιος ή­ταν ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος, Πνευ­μα­τι­κός Πα­τέ­ρας και Γέ­ρο­ντας πολ­λών α­πό τους πα­ρό­ντες, α­φού α­γα­πού­σε υ­περ­βο­λι­κά τους αν­θρώ­πους, σε­βό­με­νος πα­ράλ­λη­λα α­πε­ρι­ό­ρι­στα την ε­λευ­θε­ρί­α τους. Ή­ταν ο­λό­κλη­ρος μια καύ­ση καρ­δί­ας, αλ­λά και ο άν­θρω­πος της ε­λευ­θε­ρί­ας που μπο­ρού­σε να λέ­γη «ουδένα καλώ, ουδένα κρατώ, ουδένα διώκω».
Η γνω­ρι­μί­α μου με τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο έ­γι­νε δια μέ­σου του Γέ­ρο­ντός μου Μη­τρο­πο­λί­του Ε­δέσ­σης, Πέλ­λης και Αλ­μω­πί­ας κυ­ρού Καλ­λι­νί­κου. Ή­ταν γνω­στοί α­πό λα­ϊ­κοί α­κό­μη, και συν­δέ­θη­καν με μια α­δια­τά­ρα­κτη προ­σω­πι­κή φι­λί­α που εκ­φρα­ζό­ταν με ποι­κί­λους τρό­πους. Μι­λού­σαν κα­θη­με­ρι­νά στο τη­λέ­φω­νο και α­ντάλ­λα­σαν πολ­λές σκέ­ψεις πά­νω σε ε­πί­και­ρα εκ­κλη­σια­στι­κά και κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα. Μό­λις ει­σερ­χό­μουν στο Γρα­φεί­ο του Μη­τρο­πο­λί­του Καλ­λι­νί­κου, α­μέ­σως κα­τα­λά­βαι­να ό­τι μι­λού­σε με τον π. Ε­πι­φά­νιο, α­πό τον τό­νο της φω­νής του, και α­πό την χα­ρά που ή­ταν ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο πρό­σω­πό του. Αυ­τή η ε­πι­κοι­νω­νί­α συ­νε­χί­σθη­κε και κα­τά την διάρ­κεια της α­σθε­νεί­ας του Γέ­ρο­ντός μου, μέ­χρι της κοι­μή­σε­ώς του, αλ­λά και με­τά α­πό αυ­τήν. Εί­ναι μια α­πό τις με­γά­λες ευ­ερ­γε­σί­ες και ευ­λο­γί­ες του Θε­ού, το ό­τι α­ξι­ώ­θη­κα να γνω­ρί­ζω τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο, και η μνή­μη του πα­ρα­μέ­νει μέ­σα στην καρ­διά μου, σε έ­να ση­μα­ντι­κό και ε­κλε­κτό μέ­ρος της.
Έ­χο­ντας την πρό­σκλη­ση να πα­ρευ­ρί­σκο­μαι σή­με­ρα σε αυ­τόν τον ι­ε­ρό χώ­ρο, τον ο­ποί­ο ε­κεί­νος συ­νέ­στη­σε και ευ­λό­γη­σε, και να τε­λού­με το ι­ε­ρό μνη­μό­συ­νο θα ή­θε­λα να πα­ρα­θέ­σω με­ρι­κές σκέ­ψεις μου σκια­γρα­φώ­ντας πο­λύ συ­νο­πτι­κά την προσω­πικό­τητά του.
Κα­τ’ αρ­χάς πρέ­πει να α­να­φερ­θώ στα φυ­σι­κά του χα­ρί­σμα­τα, ή­τοι το σπιν­θη­ρο­βό­λο μυ­α­λό του, την κα­τα­πλη­κτι­κή ευ­φυί­α του, την α­πέ­ρα­ντη μνή­μη του, αλ­λά και την θαυ­μα­στή α­κρι­βο­λο­γί­α του λό­γου του, με τον κα­τα­πλη­κτι­κό χει­ρι­σμό της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σης και την δύ­να­μη της σκέ­ψε­ώς του. Τα ε­πι­χει­ρή­μα­τά του ή­ταν α­τρά­ντα­κτα και κο­νιορ­το­ποιού­σαν τις α­ντιρ­ρή­σεις των συ­νο­μι­λη­τών του. Οι γνώ­σεις του ή­ταν α­πέ­ρα­ντες και με αυ­τές δι­ήν­θι­ζε τον λό­γο του.
Ό­μως, πέ­ρα α­πό την σο­φί­α του, εί­χε πολ­λά πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, ή­ταν έ­νας α­πλός πι­στός, και δια­κρι­νό­ταν για την α­φε­λό­τη­τα της καρ­δί­ας του. Συν­δύ­α­ζε δυ­να­τό μυ­α­λό και α­πλό­τη­τα καρ­δί­ας. Ε­φαρ­μο­ζό­ταν σε αυ­τόν ο λό­γος του Α­πο­στό­λου Παύ­λου: «η καρ­δί­α η­μών πε­πλά­τυ­νται» (Βʹ Κορ. στ’,11). Εί­χε καρ­διά μι­κρού παι­διού, και σε αυ­τό ί­σχυ­ε ο λό­γος του Χρι­στου: «ε­άν μη στρα­φή­τε και γέ­νη­σθε ως τα παι­δί­α ου δύ­να­σθε ει­σελ­θείν εις την βα­σι­λεί­αν του Θε­ού» (Ματθ. ι­η’, 3).
Ε­πί­σης, ε­κεί­νο που δι­έ­κρι­νε κα­νείς βλέ­πο­ντας την ζω­ή του μα­κα­ρι­στού Γέ­ρο­ντος ή­ταν η ο­λο­κλη­ρω­τι­κή α­φο­σί­ω­σή του στον Θε­ό. Τα προ­σό­ντα που δι­έ­θε­τε, οι ι­κα­νό­τη­τες που τον χα­ρα­κτή­ρι­ζαν, οι γνώ­σεις που εί­χε θα του ε­ξα­σφά­λι­ζαν μια πο­ρεί­α λα­μπρή μέ­σα στην διοί­κη­ση και την ποι­μα­ντι­κή της Εκ­κλη­σί­ας, αυ­τό που με­ρι­κοί ο­νο­μά­ζουν «κα­ρι­έ­ρα». Αλ­λά ε­νώ θα μπο­ρού­σε και στο Πα­νε­πι­στή­μιο να δια­πρέ­ψη, ε­κεί­νος αι­σθα­νό­ταν α­φι­ε­ρω­μέ­νος στον Θε­ό. Έ­δω­σε ό­λη του την ύ­παρ­ξη στον Θε­ό, τους α­δελ­φούς και τα τέ­κνα του, τα ο­ποί­α α­γά­πη­σε «εις τέ­λος». Η σκέ­ψη του, η καρ­διά του, ο χρό­νος της ζω­ής του, ο­λό­κλη­ρη η ύ­παρ­ξή του εί­χε α­φι­ε­ρω­θή στον Θε­ό και την Εκ­κλη­σί­α. Σπά­νια συ­να­ντά κα­νείς τέ­τοια με­γά­λη α­φι­έ­ρω­ση. Στην Εκ­κλη­σί­α έ­δι­νε συ­νε­χώς τα πά­ντα, και δεν λάμ­βα­νε μι­σθό, θυ­σια­ζό­ταν και δεν θυ­σί­α­ζε, σταυ­ρω­νό­ταν και δεν σταύ­ρω­νε.
Ο­λό­κλη­ρη η ψυ­χή και το σώ­μα του εί­χαν δο­θή στον Θε­ό. Έ­τσι ζού­σε στο κέ­ντρο της Α­θή­νας, κυ­κλο­φο­ρού­σε στους πο­λυ­σύ­χνα­στους δρό­μους πέριξ της πλα­τεί­ας Ο­μο­νοί­ας και των γύ­ρω πε­ριο­χών με έ­ντο­νη νή­ψη και προ­σευ­χή στο λο­γι­στι­κό μέ­ρος της ψυ­χής, ε­γκρά­τεια στις αι­σθή­σεις και α­γά­πη στο πα­θη­τι­κό μέ­ρος της ψυ­χής, που και τα τρί­α αυ­τά, κα­τά τον ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Πα­λα­μά, συ­νι­στούν την ι­ε­ρή η­συ­χί­α. Ό­ποιος α­φι­ε­ρώ­νει τον ε­αυ­τό του στον Θε­ό και δια­τη­ρεί κα­θα­ρές ό­λες τις ε­σω­τε­ρι­κές-ψυ­χι­κές δυ­νά­μεις του, ζή την α­τμό­σφαι­ρα της ε­ρή­μου και στην πο­λυά­σχο­λη πό­λη. Ε­ρη­μί­της, λοι­πόν, εν μέ­σω πολ­λών αν­θρώ­πων ο μα­κα­ρι­στός Γέ­ρο­ντας, και ζώ­ντας το πνεύ­μα της ε­ρή­μου ή­ταν αγ­γε­λό­νους.
Μέ­σα σε αυ­τήν την προ­ο­πτι­κή πρέ­πει να δού­με την α­γά­πη του για την Α­γί­α Γρα­φή και τα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, αλ­λά και αυ­τά τα φι­λο­κα­λι­κά. Ερ­γά­σθη­κε για την έκ­δο­ση της Φι­λο­κα­λί­ας των ι­ε­ρών νη­πτι­κών και ε­ξέ­φρα­ζε το πνεύ­μα των φι­λο­κα­λι­κών Πα­τέ­ρων, κα­θώς ε­πί­σης διά­βα­ζε τα έρ­γα του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά, του με­γά­λου αυ­τού η­συ­χα­στού και α­γιο­ρεί­του, σε πε­ρί­ο­δο πού, εν πολ­λοίς, α­πό τους ευ­σε­βείς κύ­κλους υ­πήρ­χε ά­γνοια της δι­δα­σκα­λί­ας και πε­ρι­φρό­νη­ση της η­συ­χα­στι­κής πα­ρα­δό­σε­ως. Εί­χε βα­θυ­τά­τη ευ­σέ­βεια, ε­πη­ρε­α­σμέ­νος α­πό α­σκη­τές και ε­ρη­μί­τες, χω­ρίς, ό­μως, να έ­χη στοι­χεί­α ευ­σε­βι­σμού. Αυ­τό φαί­νε­ται α­πό την ε­λευ­θε­ρί­α με την ο­ποί­α ε­κι­νεί­το και με αυ­τήν κα­θο­δη­γού­σε τα πνευ­μα­τι­κά του παι­διά. Έ­χω προ­σω­πι­κή γνώ­ση της ε­λευ­θε­ρί­ας που ή­ταν έ­να α­πό τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του γνω­ρί­σμα­τα.
Γε­νι­κά, ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος ή­ταν έ­να πι­στό τέ­κνο της Εκ­κλη­σί­ας, την ο­ποί­α α­γα­πού­σε υ­περ­βο­λι­κά και στην ο­ποί­α ζού­σε θυ­σια­στι­κά. Α­γω­νι­ζό­ταν για να δί­νη την κα­λή μαρ­τυ­ρί­α της στον κό­σμο. Καί­τοι ο ί­διος δεν ή­θε­λε να γί­νη Ε­πί­σκο­πος, πα­ρά το ό­τι του προ­τά­θη­κε, εν τού­τοις α­γω­νι­ζό­ταν για να ε­κλε­γούν κα­λοί Ε­πί­σκο­ποι στην Εκ­κλη­σί­α, ώ­στε να δο­ξά­ζε­ται το ό­νο­μα του Θε­ού και τε­λι­κά πνευ­μα­τι­κά του παι­διά έ­γι­ναν λα­μπροί Ε­πί­σκο­ποι που κο­σμούν την Εκ­κλη­σί­α μας. Δεν έ­γι­νε αυ­τός Ε­πί­σκο­πος, με την δι­κή του θέ­λη­ση, αλ­λά ή­ταν και εί­ναι Πα­τέ­ρας πολ­λών κα­λών Ε­πι­σκό­πων.
Εί­μαι βα­θύ­τα­τα συ­γκι­νη­μέ­νος που σή­με­ρα βρί­σκο­μαι στο Ι­ε­ρό Η­συ­χα­στή­ριο της Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης, που ε­κεί­νος δη­μιούρ­γη­σε και το ε­πάν­δρω­σε με πνευ­μα­τι­κά του παι­διά για την δό­ξα του Θεού και της Εκ­κλη­σί­ας. Θε­ω­ρώ ό­τι αυ­τό το Η­συ­χα­στή­ριο εί­ναι η πε­μπτου­σί­α ό­λης της ζω­ής του μα­κα­ρι­στού Γέ­ρο­ντος και κα­τά­λη­ξη ό­λης της ευ­λο­γη­μέ­νης ζω­ής του στην Εκ­κλη­σί­α. Αυτό το ιερό Ησυχαστήριο φα­νε­ρώ­νει το μο­να­χι­κό πνεύ­μα που δια­κα­τεί­χε τον π. Επιφάνιο, με το ο­ποί­ο ζού­σε σε ό­λη του την ζω­ή, α­φού συ­μπε­ρι­φε­ρό­ταν ως Χε­ρου­βείμ και Σε­ρα­φείμ στο κέ­ντρο της Α­θή­νας, κα­θώς ε­πί­σης δεί­χνει την α­γά­πη του προς την μη­τέ­ρα του Χρι­στού, την Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, την Θε­ο­τό­κο που συ­νι­στά ό­λο το μυ­στή­ριο της θεί­ας οι­κο­νο­μί­ας, αλ­λά εκ­φρά­ζει και την η­συ­χί­α που ήταν η ου­σί­α της ι­ε­ρα­τι­κής και μο­να­χι­κής του πο­λι­τεί­ας.
Έ­γρα­ψε πολ­λά βι­βλί­α, δι­όρ­θω­σε πολ­λά κεί­με­να, δί­δα­ξε πο­λύ λα­ό, ε­ξο­μο­λό­γη­σε πολ­λούς αν­θρώ­πους και τους κα­θο­δη­γού­σε στην πνευ­μα­τι­κή τους ζω­ή, με πα­τε­ρι­κό πνεύ­μα και εκ­κλη­σια­στι­κό φρό­νη­μα, ε­πι­σκε­πτό­ταν αν­θρώ­πους στα Νο­σο­κο­μεί­α, τους χώ­ρους του αν­θρώ­πι­νου πό­νου, για να τους πα­ρη­γο­ρή­ση και να τους ω­φε­λή­ση, έ­κα­νε ση­μα­ντι­κές πα­ρεμ­βά­σεις στον εκ­κλη­σια­στι­κό χώ­ρο για την ευ­τα­ξί­α της εκ­κλη­σια­στι­κής ζω­ής, σύμ­φω­να με το κα­νο­νι­κό δί­καιο, του ο­ποί­ου ή­ταν ά­ρι­στος, ε­γκρα­τής γνώ­στης. Στο τέ­λος ό­μως, ως κα­τα­στά­λαγ­μα και ε­πι­στέ­γα­σμα ό­λων των προ­σπα­θει­ών του ί­δρυ­σε αυ­τόν τον ευ­λο­γη­μέ­νο η­συ­χα­στι­κό χώ­ρο μέ­σα στον ο­ποί­ο ε­ξα­σκεί­ται η προ­σευ­χή και δο­ξο­λο­γεί­ται ο Τρια­δι­κός Θε­ός, αλ­λά και μέ­σα στον ο­ποί­ο α­να­παύ­ε­ται το σώ­μα του, το σώμα ε­νός κα­λού και ευ­λο­γη­μέ­νου Κλη­ρι­κού, που δό­ξα­σε την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α.
Ε­πί­σης αι­σθά­νο­μαι συ­γκι­νη­μέ­νος για­τί ο μα­κα­ρι­στός π. Ε­πι­φά­νιος με αγα­πούσε ως έ­να πνευ­μα­τι­κό παι­δί του κα­λού του φί­λου, του μα­κα­ρι­στού Μη­τρο­πο­λί­του Ε­δέσ­σης Πέλ­λης και Αλ­μω­πί­ας κυ­ρού Καλ­λι­νί­κου, και εν­δια­φε­ρό­ταν για μέ­να, με­τά την έ­ξο­δο ε­κεί­νου α­πό την ζω­ή αυ­τή. Μού τη­λε­φω­νού­σε τα­κτι­κά για να μά­θη για την κα­τά­στα­σή μου και μου προ­σέ­φε­ρε την πο­λύ­τι­μη πεί­ρα του για την α­ντι­με­τώ­πι­ση των ποι­κί­λων προ­βλη­μά­των που εί­χα με­τά την εκ­δη­μί­α του Γέ­ρο­ντός μου, και πραγ­μα­τι­κά μου έ­δω­σε ά­ρι­στες λύ­σεις. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος για­τί έ­κλα­ψα πο­λύ κα­τά την διάρ­κεια της ε­ξο­δί­ου του α­κο­λου­θί­ας, κα­θώς έ­βλε­πα το σώ­μα του να βρί­σκε­ται στο φέ­ρε­τρο με κα­θα­ρό και λα­μπε­ρό πρό­σω­πο, και αι­σθα­νό­μουν την ο­λό­λευ­κη ψυ­χή του να πο­ρεύ­ε­ται προς τις αυ­λές του Κυ­ρί­ου του, που Τόν α­γά­πη­σε και Τόν υ­πη­ρέ­τη­σε με α­φο­σί­ω­ση και ευ­αγ­γε­λι­κή ζω­ή α­πό την μι­κρή του η­λι­κί­α.
Ε­πει­δή άρ­χι­σα με τον ά­γιο Ι­ω­άν­νη τον Ε­λε­ή­μο­να και τον ά­γιο Ι­σα­άκ τον Σύ­ρο σε α­να­φο­ρά προς την ε­λε­η­μο­σύ­νη, θέ­λω να κα­τα­λή­ξω πά­λι με λό­γο του α­γί­ου Ι­σα­άκ. Γράφει: «Μή συ­γκρί­νης τους ποιού­ντας τα ση­μεί­α, και τέ­ρα­τα, και δυ­νά­μεις εν τώ κό­σμω τοίς η­συ­χά­ζου­σιν εν γνώ­σει». Δηλαδή, μη συγκρίνης αυτούς που εργάζονται στον κόσμο και κάνουν πολλά έργα, με αυτούς που ησυχάζουν εν γνώσει. Και ε­ξη­γεί στην συ­νέ­χεια ό­τι πολ­λοί ε­πι­τέ­λε­σαν δυ­νά­μεις και α­νέ­στη­σαν νε­κρούς και ε­μό­χθη­σαν για να ε­πι­στρέ­ψουν πλα­νε­μέ­νους και ε­ποί­η­σαν με­γά­λα θαύ­μα­τα, και πολ­λοί δια των χει­λέ­ων τους ο­δη­γή­θη­σαν στην ε­πί­γνω­ση του Θε­ού. Στην συ­νέ­χεια, ό­μως, αυ­τοί που ζω­ο­ποί­η­σαν άλ­λους, έ­πε­σαν σε μια­ρά και βλε­λυ­κτά πά­θη, θα­νά­τω­σαν τους ε­αυ­τούς τους και στην πρά­ξη έ­γι­ναν σκάν­δα­λο στους πολ­λούς. Και ε­ξη­γεί ό­τι αυ­τό έ­γι­νε ε­πει­δή έ­κα­ναν ό­λα αυ­τά, ε­νώ ή­ταν άρ­ρω­στοι πνευ­μα­τι­κά. Γρά­φει: «Δι­ό­τι α­κμήν εν αρ­ρω­στί­α ή­σαν ψυ­χής, και ουκ ε­φρό­ντι­σαν πε­ρί της υ­γεί­ας των ψυ­χών αυ­τών, αλ­λά δε­δώ­κα­σιν ε­αυ­τούς εις την θά­λασ­σαν του κό­σμου τού­του του ι­ά­σα­σθαι τάς ψυ­χάς των άλ­λων, έ­τι ό­ντες αυ­τοί άρ­ρω­στοι και α­πώ­λε­σαν τάς ψυ­χάς αυ­τών εκ της ελ­πί­δος του Θε­ού». Είναι φοβερός αυτός ο λόγος, που δείχνει ότι πρέπει να ασκούμε την ποιμαντική εργασία όντες πνευματικά υγιείς, διότι διαφορετικά θα υποστούμε μεγάλη πνευματική ζημιά.
Ο π. Ε­πι­φά­νιος ή­ταν ώ­ρι­μος πνευ­μα­τι­κά Κλη­ρι­κός και α­πό την μι­κρή α­κό­μη η­λι­κί­α του, και έ­δω­σε τον ε­αυ­τό του στην θά­λασ­σα του κό­σμου και θε­ρά­πευ­σε πολ­λούς θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νους. Ή­ταν ε­λε­ή­μων Κλη­ρι­κός, που ζού­σε ο­σια­κή ζω­ή στην καρ­διά της Α­θή­νας, με η­συ­χί­α και προ­σευ­χή, και ί­δρυ­σε αυ­τό το Ι­ε­ρό Η­συ­χα­στή­ριο, και ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­λε­ή ό­λους ε­μάς, που τον γνω­ρί­σα­με, με την α­γά­πη του και την προ­σευ­χή του, αν βέ­βαια, με την ζω­ή μας θα α­πο­δει­χθού­με ά­ξιοι του ε­λέ­ους του Θε­ού. Ι­σχύ­ει κα­τά πά­ντα και για τον μα­κα­ρι­στό π. Ε­πι­φά­νιο ο λό­γος του Προ­φη­τά­να­κτος Δαυ­ΐδ: «ό­λην την η­μέ­ραν ε­λε­εί και δα­νεί­ζει ο δί­καιος, και το σπέρ­μα αυ­τού εις ευ­λο­γί­αν έ­σται» (Ψαλμ. λστ', 26). Αυ­τό έ­χει υ­π’ ό­ψη του και ο ι­ε­ρός υ­μνο­γρά­φος ό­ταν γρά­φη: «Δί­καιος α­νήρ ο ε­λε­ών ό­λην την η­μέ­ραν, ο κα­τα­τρυ­φών του Κυ­ρί­ου, και τώ φω­τί πε­ρι­πα­τών, ός ου μη προ­σκό­ψη» (Δο­ξα­στι­κό Ε’ Κυ­ρια­κής Νη­στει­ών). Ο μα­κά­ριος Γέ­ρο­ντας ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­λε­ή πνευ­μα­τι­κά ό­λους μας, να κα­τα­τρυ­φά του Κυ­ρί­ου μέ­σα στο φώς Του.
Αι­ω­νί­α να εί­ναι η μνή­μη του μα­κα­ρι­στού πα­τρός και α­δελ­φού η­μών Ε­πι­φα­νί­ου Ι­ε­ρο­μο­νά­χου, του κο­σμή­σα­ντος την Εκ­κλη­σί­αν του Χρι­στού.
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
 
πηγη ιστολόγιο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

(†) Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος:«Ὁ ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας δέν δύναται νά ὁρκίσει κυβέρνηση σχηματιζόμενη ὑπό τήν διοίκηση τοῦ ἐχθροῦ της πατρίδος».


Μοιραῖες συγκρύσεις

«Ἔρχονται εἰς ἐπίσκεψίν μου ὁ Νομάρχης Ἀττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος καί ὁ Δήμαρχος κ. Πλυτᾶς κατ’ ἐντολήν τοῦ Ὑφυπουργοῦ Ἀσφαλείας κ. Μανιαδάκη διά νά μοί εἰποῦν ὅτι μετά τῶν ἀνωτέρω δύο καί τοῦ Φρουράρχου Ἀθηνῶν Στρατηγοῦ Καβράκου θά παραδώσωμεν τήν πόλιν εἰς τούς Γερμανούς.
Ἀπήντησα ὅτι εἰς τό ἔργον τοῦτο οὐδεμίαν θέσιν ἔχει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν… ἔργον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἶναι ὄχι νά ὑποδουλώνη ἀλλά νά ἐλευθερώνη»

«Ὁ ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας δέν δύναται νά ὁρκίσει κυβέρνηση σχηματιζόμενη ὑπό τήν διοίκηση τοῦ ἐχθροῦ της πατρίδος».
«Ἐγώ εἶμαι πνευματικός ἀρχηγός τῆς Πρωτευούσης. οἱ ἐπερχόμενοι Γερμανοί καί οἱ σύμμαχοι αὐτῶν εἶναι ἑτερόδοξοι. Πῶς εἶναι δυνατόν νά παραδώσω τήν πνευματικήν διοίκησιν τῆς Ὀρθοδόξου πρωτευούσης εἰς ἑτεροδόξους;»
«Ἡ Ἐθνική Κυβέρνησις, τήν ὁποίαν ὤρκισα, ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται καί νά συνεχίζη τόν πόλεμον. Ἄλλην Κυβέρνησιν δέν δύναμαι νά ὁρκίσω,…εἰς τοιαύτας ὑπόπτους καί ἀντεθνικᾶς ἐνεργείας δέν εἶναι δυνατόν νά δώση ἡ Ἐκκλησία τόν ὅρκον καί τήν εὐλογίαν της. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά μένη μακράν ἀπό τοιαῦτα πράγματα».

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (†)

egolpio.wordpress.com

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος (?)
11/11/11 (τὴν ἀγαπημένη ἡμέρα τῶν Μασόνων)

Εστί Θεός!(Θαυμαστό περιστατικό από τον βίο του γέροντα Πορφυρίου)

Ὑπάρχει ἐπικοινωνία τῶν μελῶν τῆς ἐπίγειας – στρατευομένης καί τῆς οὐράνιας – θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποδεικνύει τό ἀκόλουθο θαυμαστό περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ Γέροντος Πορφυρίου.

«Πρίν ἀπό πολλά χρόνια, μοῦ εἶπε ὁ Παππούλης, στό ἴδιο Μοναστήρι ἔμενε μαζί μέ μένα καί ἕνα πνευματικό μου παιδί, πολύ μικρότερός μου καί ἦταν καθηγητής Θεολόγος. Καθημερινά μιλούσαμε γιά ὅλα τά θέματα, πού εἶχαν σχέση μέ τήν θρησκεία καί γιά τά προβλήματα, πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτήν. Μία ἡμέρα, ὅμως, ὁ καθηγητής ἔφερε πρός συζήτηση τό θέμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ τό ἐξαντλήσαμε τό θέμα αὐτό μέ ὅλες τίς ἀπόψεις, πού εἶχε ὁ ἴδιος καί μέ τήν ἐπιχειρηματολογία μου καταλήξαμε στό ἀβίαστο συμπέρασμα, ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὁ νεαρός, τότε καθηγητής γυρίζει καί μοῦ λέει:
«Ὅλα αὐτά πού μοῦ εἶπες πάτερ εἶναι σωστά καί οἱ δύο πιστεύουμε, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ὅμως, σέ παρακαλῶ πολύ, νά μοῦ ὑποσχεθεῖς, ὅταν πεθάνεις, ὅτι θά ἔλθεις νά μοῦ πεῖς ἐάν ὑπάρχει Θεός!»Καί πῶς εἶσαι βέβαιος, τοῦ εἶπα, ὅτι θά πεθάνω ἐγώ πρῶτος καί ὄχι ἐσύ; Καί ὁ νεαρός καθηγητής μοῦ ἀπήντησε, ὅτι αὐτό ἐξυπακούεται, ἀφοῦ ἔχεις διπλάσια ἡλικία ἀπό τήν δική μου ἡλικία. Ἐγώ, ὅμως, πού μέ τήν χάρη πού ἔχω ἀπό τόν Θεό, γνώριζα ὅτι ἐκεῖνος πού θά πέθαινε πρῶτος καί μάλιστα πολύ σύντομα, δέν θά ἤμουν ἐγώ, ἀλλά ὁ νεαρός καθηγητής, τοῦ εἶπα ὅτι ὑπόσχομαι, ὅταν πεθάνω νά ἔλθω νά σοῦ πῶ, ἐάν ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι, ἀλλά θέλω καί ἀπό ἐσένα νά μοῦ ὑποσχεθεῖς τό ἴδιο. Σοῦ τό ὑπόσχομαι πάτερ, μοῦ εἶπε καί δώσαμε τά χέρια μας, νά τηρήσουμε τήν ὑπόσχεση αὐτή. ».
«Ἕνα βράδυ, περασμένα μεσάνυκτα, μετά ἀπό μία μακρά προσευχή, πού ἔκανα στό κελλί μου, ἔσβησα τό φῶς καί προσπάθησα νά μέ πάρει ὁ ὕπνος. Ὅπότε, μέσα στό σκοτάδι, ἀκούω μιά βοντερή φωνή, πού συνοδεύετο ἀπό μιά δυνατή βοή, νά λέει: Ἔστι Θεός! Ἔστι Θεός! Ἔστι Θεός! τρεῖς φορές. (Ὑπάρχει Θεός).
Γνώρισα τή φωνή. Ἦταν ἡ φωνή τοῦ καθηγητοῦ! Ἔντρομος σηκώθηκα καί προσευχήθηκα, γονατιστός, γιά τήν ψυχή του, μέχρι τό πρωΐ. ».
Τό ἀνωτέρω περιστατικό εἶναι μία θαυμαστή ἐπιβεβαίωση τοῦ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Εἶναι μία ἐκπληκτική ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του γιά ἐμᾶς τούς ὀλιγόπιστους ἀνθρώπους.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀναργύρου Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος, ΣΤ΄ἔκδοσις, Ἐκδόσεις : Ἱερού Ἡσυχαστηρίου, Ἡ Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Ἀθήνα 2005, σελ. 18-19./hristospanagia3.

Στο Κόσοβο ανθίζουν ξερά κλαδάκια στην εικόνα της Παναγίας!

 

Στην επισκοπή Ράσκας και Πριζρένης(Σερβία Κόσοβο)του διωκόμενου από τους αιρετικούς επισκόπου Αρτεμίου συμβαίνει κάτι το θαυμαστό:Στην εικόνα της Παναγίας ανθίζουν ξερά κλαδάκια!



12 Νοεμβρίου 1716-Ο 'Αγ.Σπυρίδων αποτρέπει τους καθολικούς απ'το να χτίσουν αλτάριο στον ναό του!



Το 1716 οι Τούρκοι πολιορκήσανε στενά την Κέρκυρα. Πενήντα χιλ. στρατός και αρκετά καράβια κυκλώσανε το νησί και το απειλούσανε από στεριά και θάλασσα. Τα βαρβαρικά στρατεύματα είχαν συγκεντρωθεί στο ακρότειχος της πόλεως. Ο Πιζιάνης, πού ήταν αρχηγός κατά την πολιορκία εκείνη των δυνάμεων της Ενετικής Δημοκρατίας, περίμενε την μεγάλη επίθεση των έχθρων.
Τα ξημερώματα όμως της ημέρας εκείνης ήταν 11 Αυγούστου του 1976, παρουσιάζεται στα βαρβαρικά στίφη ο Άγιος Σπυρίδων. Στο δεξί χέρι κρατούσε αστραφτερό ξίφος. Με θυμό τους έδιωξε και τους τρομοκράτησε. Τα χάσανε οι Αγαρηνοί από την επιβλιτική εκείνη παρουσία και ορμή του Αγίου. Αφήσανε όπλα και ζώα και φύγανε πανικόβλητοι. Σε λίγο μάθανε όλοι, ότι είχε συμβεί το μεγάλο θαύμα.

Πήγανε ακολούθως στο στρατόπεδο των Αγαρηνών και είδανε, ότι εκείνοι από βιασύνη της φυγής των, τα είχανε εγκαταλείψει όλα. Βρήκανε 120 κανόνια, άφθονα ζώα, αρκετό οπλισμό και πολλά πυρομαχικά και τρόφιμα.
Μετά το ζωντανό, εκπληκτικό και ολοφάνερο αυτό θαύμα της νήσου από τους βαρβάρους, ο Ανδρέας Πιζάνης, πού ήτανε Ενετός, και εξουσίαζε την Κέρκυρα, θέλησε, σαν παπικός πού ήτανε, να κτίση μέσα στο Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα και παπικό «αλτάριον», δηλ. Αγίαν Τράπεζαν. Σ’ αυτό τον παρακινούσε συνεχώς και ο παπικός Επίσκοπος της νήσου..

Φανερώθηκε όμως στον Πιζάνη καθ’ ύπνον ο Άγιος Σπυρίδων και του είπε:
- Γιατί με ενοχλείς; Είναι απαράδεκτον το «αλτάριον» της ιδικής σου πίστεως εις τον Ναόν μου.
Αυτό το είπε ο διοικητής στον παπικό Επίσκοπο. Εκείνος όμως του απάντησε, ότι ήτανε φαντασία του διαβόλου, για να τον εμπόδιση από το καλόν έργον... Ο Πιζάνης πήρε από αυτό θάρρος. Διέταξε αμέσως να ετοιμάσουνε τα υλικά, τα μάρμαρα, το ασβέστι κ.λ.π. για να κτίσουν το «αλτάρι». Τα σωριάσανε έξω από το Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος.



Όταν είδανε αυτό οι ιερείς του Ναού και οι Έλληνες προύχονες της νήσου, στενοχωρήθηκαν. Παρουσιασθήκανε στον διοικητή Πιζάνη και τον παρακαλέσανε να το σταματήσει και να μη το κάνη αυτό το έργο. Εκείνος όμως τους είπε, ότι είναι διοικητής και είναι δικαίωμά του να το κάμει.
Τότε οι Ορθόδοξοι γυρίσανε και παρακαλέσανε θερμά τον Άγιο, να σταματήσει το ανοσιούργημα.

Την ίδια εκείνη νύχτα παρουσιάζεται στο διοικητή πάλιν ο Άγιος σαν καλόγερος και του λέγει:
- Σου είπα να μη με ενοχλής. Αν τολμήσης να κάνης αυτό, πού αποφάσισες, θα μετανοιώσης πικρά, αλλά θα είναι αργά.
Το πρωί τα ανεκοίνωσε αυτά ο διοικητής στον παπικό Επίσκοπο. Εκείνος τον επέπληξε ως άτολμο και ολιγόπιστον.
Τότε ο διοικητής ξαναπήρε θάρρος και διέταξε ν’ αρχίση το κτίσιμο του «αλταρίου» μέσα στο Ναό του Αγίου. Οι Παπικοί πανηγυρίζανε από την χαρά τους και οι Ορθόδοξοι ελυπούντο κατάκαρδα. Είχανε πένθος και λύπη άφατη και παρακαλούσανε τον Άγιο να τούς φυλάξει από την παπική βεβήλωση...

Ο Άγιος τούς άκουσε και επενέβη αποφασιστικά και κεραυνοβόλα. Την νύχτα εκείνη ξέσπασε φοβερή θύελλα με κεραυνούς. Η θύελλα και οι κεραυνοί έπληξαν κυρίως το φρούριο «Καστέλι». Εκεί ήτανε και το διοικητήριο του Πιζάνη και οι πυριτιδαποθήκες. Αυτά έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Από την έκρηξη σκοτωθήκανε 900 άνθρωποι, στρατιώτες και πολίτες, όλοι παπικοί, διότι απαγορεύανε να κατοικούν και να διανυκτερεύουν Ορθόδοξοι μέσα στο Κάστρο.



Ο Πιζάνης βρέθηκε νεκρός, με σφηνωμένο το λαιμό του μεταξύ δύο δοκών. Το πτώμα του παπικού Επισκόπου βρέθηκε εκτιναγμένο σε αρκετή απόσταση, έξω από το φρούριο,εκεί που χύνονταν τα απόβλητα της πόλης.
Το δε καταπληκτικότερο είναι, ότι την ίδια νύχτα και την ίδια ώρα, άλλος κεραυνός έπεσε στη Βενετία, στο μέγαρο του Πιζάνη και κατέκαψε τον ζωγραφικό πίνακα με την προσωπογραφία του Πιζάνη, χωρίς να βλάψει κανένα άλλο πράγμα.,ενώ και στον ναό του Αγίου έπεσε κάτω το καντήλι που είχε δωρήσει ο Μπιζάνης εις ανάμνησην του θαύματος της απομάκρυνσης των Τούρκων από το νησί
(το σημάδι από την πτώση φαίνεται και σήμερα)
Ο φρουρός της πυριτιδαποθήκης, προ της καταστροφής, είδε τον Άγιο να τον πλησιάζει με αναμμένη δάδα, και να τον μεταφέρει, χωρίς γρατσουνιά, κοντά στην Εκκλησία του Εσταυρωμένου

Ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ (Λουκ ι΄ 25-37)

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)






«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»


Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δημόσιας τριετοῦς δράσεως τοῦ Κυρίου, «λογοποιεί τινες ἀθυροστομεῖν εἰωθότες» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας), δηλ. ἄνθρωποι κουτσομπόληδες ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ λέγουν ἀθυροστομίες, διέδιδαν εἰς βάρος Του τὰ ἀκόλουθα: Ἔλεγαν πὼς ὁ Χριστὸς περιφρονεῖ τὸ Μωσαϊκὸ Νομό, «καινὰ δὲ αὐτὸς εἰσφέρει διδάγματα», δηλ. καινούργια διδάγματα εἰσάγει στὸ βίο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ἔρχεται ὁ σημερινὸς νομικός τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσπαθεῖ νὰ παρασύρει τὸν Ἰησοῦ σὲ κάποια συζήτηση, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐπιτύγχανε δύο πράγματα, θὰ ἔκανε τὸ Χριστὸ νὰ ὁμολογήσει πὼς ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ εἶναι παρωχημένος, ἐνῶ ὁ ὑποτιθέμενος δικός Του εἶναι σωστός. Ἀγνοοῦσε πὼς ὁ νομοθέτης καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂς παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τὴ συνετὴ συμπεριφορὰ τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στὸ νομικό.


Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ νομικοῦ

Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου πὼς ὁ νομικὸς πλησίασε τὸ Χριστὸ μὲ διάθεση ὄχι νὰ μάθει, ἀλλὰ νὰ πειράξει. Τὸν ἀποκαλεῖ διδάσκαλο: «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10,25). Ἡ πρόθεση τοῦ νομικοῦ δὲν ἦταν νὰ μάθει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἤξερε, ἀλλὰ «συναρπάσαι προσδοκῶν», ἤθελε νὰ παγιδεύσει τὸ Χριστό, κατὰ τοὺς Πατέρες. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς συνεχῶς μιλοῦσε στὰ κηρύγματά Του γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὁ «περίαυτος» (ἐγωιστὴς) νομικὸς χρησιμοποιεῖ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ Τὸν δελεάσει. Ἐδῶ εἶναι καὶ ἡ σύνεση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τὸν ἀποκαλύπτει. Δὲν ξεσκεπάζει τὴν ὑποκρισία του οὔτε τὸν περιφρονεῖ. Ὁ νομικὸς καυχιόταν γιὰ τὴ γνώση του πάνω στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο. Ὁ Χριστὸς τὸν παραπέμπει ἐκεῖ. «Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτὸν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» (ὅπ. π. στίχ. 26). Μάλιστα ὅταν ἀποκρίθηκε σωστά, τὸν ἐπαίνεσε ὁ νομοδότης Κύριος. «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης» (ὅπ. π. στίχ. 28). Δὲν τὸν ἐξερέθισε· ἀντίθετα χωρὶς φθόνο καὶ κακότητα τὸν ἐπαίνεσε δημόσια. Ὁ νομικὸς στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πὼς εἶναι κάποιος τυχαῖος, ρώτησε ποιὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους «πλησίον» (ὅπ. π. στίχ. 29). Ὁ νομικὸς ἦταν δοχεῖο γνώσεων, ἀλλὰ δὲν ἦταν σκεῦος ἀρετῶν.

Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος λέγει πὼς ἡ ἀρετὴ δὲ συναντᾶται πάντοτε ὅπου ὑπάρχει γνώσει καὶ ὅπου λάμπει τὸ ἀξίωμα. «Ἡ ἀρετὴ εἶναι εἰς τὴν πρᾶξιν, εἰς τὴν ἐφαρμογὴν ἐκείνων ποὺ λέγομεν ὅτι πιστεύομεν, εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῶν ἰδεῶν ποὺ ἐκπροσωποῦμεν, εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ὄχι ἁπλῶς εἰς τὴν γνώση των». Ὁ νομικὸς ἤθελε νὰ δείξει στὸ Χριστὸ πὼς δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα, ὅπως τὰ λέγει, ἀλλ’ ἔχουν βάθος. Ἤθελε νὰ παρουσιάσει τὶς ἰδέες του, νὰ δείξει πὼς ὑπερέχει ὅλων. «Ὤιετο γὰρ πάντων ὑπερέχειν», κατὰ τὴν πατερικὴ γραμματεία. Ὁ νομικὸς ρωτάει γιὰ τὸν πλησίον καὶ ὁ Κύριος τοῦ δείχνει τί κάνει ὁ πλησίον.

Ὁ ἕνας ἤθελε γνώσεις κι ὁ Ἄλλος τοῦ ὑπέδειξε τὴν πράξη. Μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση ἀποδεικνύουμε ἐὰν νιώθουμε τὸ διπλανό μας ὡς πλησίον.


«Εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεὸ μου»

Οἱ διάφοροι φιλόσοφοι τοῦ κόσμου τούτου λένε πὼς «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλαση μου». Ἀντίθετα οἱ Ἅγιοι ἔλεγαν: «εἶδα τὸν ἀδελφό μου, εἶδα Κύριον τὸν Θεό μου». Ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ μεγάλος Πλησίον, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας ὁ συνάνθρωπος ἂς γίνει πλησίον. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ συνάνθρωπό του. Δὲν μᾶς ὠφελοῦν τὸ πλῆθος τῶν θεολογικῶν γνώσεων, ὅταν εἴμαστε στεγνοὶ ἀπὸ αἰσθήματα φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης γιὰ τὸ διπλανό μας.

Μάλιστα οἱ πολλὲς γνώσεις χωρὶς τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τους γίνονται καὶ ἀφορμὴ κατακρίσεώς μας: «Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς›› (Λουκ. 12,47). Ὁ προμνημονευθεὶς Μητροπολίτης λέγει πὼς τὸ νέο ποὺ κόμισε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας. Καὶ τὸ νέο ποὺ κόμισε γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Κανένα πολιτικὸ ἢ κοινωνικὸ σύστημα δὲν ἔφτασε σ’ αὐτὴν τὴν πληρότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ βλέπουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα τὰ πολιτικὰ συστήματα ὁμιλοῦν γιὰ παρατάξεις, γιὰ ὁμάδες, γιὰ ὀπαδοὺς καὶ ἀκολούθους. Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνες», ὁμιλεῖ γιὰ πλησίον, γιὰ ἀδελφούς, γιὰ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ἀγάπη χωρὶς διάκριση, γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.


Ἀδελφοί μου,

Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε: «Οὐδέποτε προτίμησα τὸ προσωπικό μου συμφέρον ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ἐπίσης ὁ ἀββὰς Ἀγάθων συμπληρώνει: «Ἀγάπη εἶναι νὰ βρῶ ἕναν λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω εὐχαρίστως τὸ σῶμα μου καί, ἂν εἶναι δυνατό, νὰ πάρω τὸ δικὸ του». Ἂς τὰ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ ὑπόψη μας, γιὰ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι μποροῦμε γιὰ τὸν πλησίον μας, ποὺ εἶναι ὁ ἀδελφός μας.

Κυριακή Η' Λουκά (του Καλού Σαμαρείτη) -π. Χερουβείμ Βελέντζας

 

(Λουκ. 10, 25-37)

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που μας διηγήθηκε σήμερα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είναι από τις πλέον γνωστές. Μας μιλά για τον έναν Ιουδαίο που στο δρόμο του έπεσε πάνω σε ληστές, οι οποίοι αφού τον καταλήστεψαν τον έδειραν προξενώντας του θανάσιμες πληγές. Ωστόσο, ούτε οι ομοεθνείς του ιερείς που έτυχε να περνούν από τον ίδιο δρόμο δεν κοντοστάθηκαν να τον βοηθήσουν, φοβούμενοι ίσως μην πέσουν και οι ίδιοι στην παγίδα των ληστών. Μόνο ένας Σαμαρείτης, αλλοεθνής και εκ προοιμίου εχθρός των Ιουδαίων, όχι μόνο περιποιήθηκε τα τραύματα του άτυχου ανθρώπου, αλλά και τον μετέφερε σε ασφαλές πανδοχείο και προπλήρωσε στον ξενοδόχο για να περιθάλψει τον τραυματία.
Αφορμή για την παραβολή αυτή έδωσε στον Χριστό η ερώτηση ενός νομικού, που για να πειράξει τον Κύριο, Τον ρώτησε τί πρέπει να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνιο ζωή. Και στην απάντηση του Χριστού, να τηρεί την εντολή της Παλαιάς Διαθήκης που λέει να αγαπάς τον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής σου και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, εκείνος ρώτησε: “και ποιος είναι για μένα ο πλησίον;”. Έτσι ο Κύριος του δίνει μια διπλή απάντηση, περιγράφοντας όχι μόνο ποιος είναι ο πλησίον, αλλά και ποιο είναι το μέτρο της αγάπης προς τον πλησίον.
Δεν είναι τυχαίο που η αγάπη προς τον Θεό συνδέεται άμεσα με την αγάπη προς τον πλησίον. Γιατί και η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον προϋποθέτουν να κάνουμε χώρο στην καρδιά μας για να τους χωρέσουμε, να υπερβούμε δηλαδή τον εγωισμό μας και κάθε εγωκεντρική διάθεση. Όταν ο άνθρωπος θέτει ως κέντρο του σύμπαντος τον ίδιο του τον εαυτό, τότε δεν υπάρχει χώρος ούτε γα το Θεό, ούτε για τον πλησίον, ούτε για κανέναν άλλο. Για να αγαπήσουμε τον Θεό, χρειάζεται τουλάχιστον να Τον αναγνωρίσουμε ως τον μεγάλο μας ευεργέτη, ως παντοδύναμο, πάνω από την μικρή και αδύναμη υπόστασή μας. Είναι ανάγκη να αναγνωρίσουμε στο Θεό την ίδια την Αγάπη, τη συγγνώμη, αλλά και τη Λύτρωση που πηγάζει από την εκούσια σάρκωση, τη σταυρική θυσία και την Ανάσταση του μονογενούς Του Υιού.
Η αγάπη προς τον Θεό, θα μας πει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, περνά αλλά και φανερώνεται μέσα από την αγάπη προς τον πλησίον: “άν κάποιος πει ότι αγαπά τον Θεό, αλλά μισεί τον αδελφό του, αυτός είναι ψεύτης. Γιατί αυτός που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον βλέπει, τον Θεό που δεν τον βλέπει δεν μπορεί να τον αγαπήσει”1. Μάλιστα χαρακτηρίζει ως ανθρωποκτόνο εκείνον που μισεί τον αδελφό του, ως άνθρωπο που δεν έχει μέσα του ζωή αιώνιο2, δηλαδή δεν έχει στην καρδιά του αγάπη ούτε για το Θεό. Και καταλήγει λέγοντας: “από τούτο γνωρίσαμε την αγάπη, ότι δηλαδή ο Χριστός θυσίασε τη ζωή του για μας. Άρα κι εμείς οφείλουμε να θυσιάζουμε ακόμα και τη ζωή μας υπέρ των αδελφών μας”3.
Η αγάπη επομένως δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες πράξεις, ούτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Ως υπέρβαση του εγώ, έχει τη δύναμη και τη διάθεση να φτάσει μέχρι και την αυτοθυσία, να ευεργετεί ακόμα και τον εχθρό, να προσφέρει δίχως να ελπίζει σε ανταλλάγματα, να αναλώνει και το πλεόνασμα και το υστέρημα κάθε εσωτερικής δύναμης χωρίς να κουράζεται και χωρίς ποτέ να εξαντλείται. Δεν μπορούμε να πούμε “μέχρις εδώ αγαπώ, και από εδώ και πέρα είμαι αδιάφορος ή δεν αγαπώ”. Δεν μπορούμε επίσης να πούμε ότι αγαπάμε κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους και δεν μας νοιάζει για τους υπόλοιπους. Αν για το Χριστό, σύμφωνα με τη σημερινή παραβολή, πλησίον μας είναι ο κάθε άνθρωπος που συναντάμε στη ζωή μας, τότε ποιον μπορούμε να αποκλείσουμε από την καρδιά μας;
Παράδειγμα τέτοιας τέλειας αγάπης έχουμε πρώτα τον Θεάνθρωπο Χριστό, που ακόμα και επάνω στο σταυρό προσευχόταν: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι”4. Έχουμε όμως και ένα πλήθος αγίων, που έκαναν πράξη στη ζωή τους αυτή τη μοναδική εντολή της αγάπης, που είναι η απαρχή και η ανακεφαλαίωση της κατά Χριστόν ζωής.
Ίσως αναλογιστεί κανείς ότι στη σύγχρονη εποχή είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να εφαρμόσουμε αυτόν τον κανόνα. Είναι αλήθεια ότι οι εποχές αλλάζουν. Οι άνθρωποι όμως όχι. Γιατί οι καρδιές των ανθρώπων και οι ανάγκες τους οι πνευματικές και η ψυχοσύνθεσή τους παραμένουν σταθερές στο πέρασμα των αιώνων. Όπως στο παρελθόν δεν μπορούσε να συγκροτηθεί μια κοινωνία χωρίς τουλάχιστον τον αλληλοσεβασμό και την αλληλεγγύη, έτσι συμβαίνει και σήμερα. Και όπως χωρίς το σύνδεσμο της αγάπης και χωρίς την παρουσία του Χριστού δεν μπορούσε να σταθεί η Εκκλησία κατά τους αποστολικούς χρόνους, το ίδιο ισχύει και σήμερα. Γιατί “Ἰησοῦς Χριστός ἐχθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας”5.

1 Α' Ιω. 4, 20.
2 Α' Ιω. 3, 15.
3 Α' Ιω. 3, 16.
4 Λουκ. 23, 34.
5 Εβρ. 13, 8.



Πρωτότυπο κείμενο από Απλά & Ορθόδοξα - π. Χερουβείμ Βελέτζας: http://xerouveim.blogspot.com/2009/11/15-11-09.html#ixzz1dRec5I3w

Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ.10 25—37)

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)




Εἴδομεν, ὅτι ὁ Κύριος εὑρισκόμενος εἰς τὴν Σαμάρειαν ἀπέστειλεν ἑβδομήκοντα μαθητάς, ἵνα κηρύξωσιν εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας τὸν θεῖον λόγον. Κατόπιν συνεχίζει τὴν ὁδοιπορίαν Του πρὸς Ἱεροσόλυμα διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.

Ὁ Κύριος προχωρεῖ Νοτίως καὶ ἤδη εὑρίσκεται πιθανώτατα εἰς τὸ μέρος, ὅπου γίνεται λόγος ἐν τῇ παραβολῇ ἤτοι ἐν τῇ ὁδῷ Ἱεριχοῦς πρὸς Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἐμφανίζεται «Νομικὸς» νομομαθὴς δηλαδὴ τις τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου καθήμενος κἄπου. Οὗτος «ἀνέστη» ἠγέρθη «ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων! Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Ὁ νομομαθὴς δηλαδὴ οὗτος ἔχων ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὁ Κύριος ἦτο κοσμοπολιτικοῦ χαρακτῆρος, ἐνῷ ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἦτο Ἐθνικιστικός, Σωβινιστής, ἐρωτῶν τὸν Ἰησοῦν ἐσκόπει νὰ φέρῃ εἰς ἀντίθεσιν Αὐτὸν πρὸς τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον ἤ ὁδηγήσῃ Αὐτὸν εἰς ἄλλην τινὰ ἀδιέξοδον.Ὁ Κύριος ὅμως καταφεύγει εἰς τὴν πηγὴν τῆς ἀληθείας, τὴν Βίβλον καὶ ἐρωτᾷ τὸν νομικόν: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» Τί γράφει ὁ νόμος περὶ τούτου καὶ ποία εἶναι ἡ γνώμη σου; Ὁ νομικὸς ἀπαντᾷ: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»(1) Ἀγάπη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλας τὰς φυσικάς, πνευματικάς καὶ ἠθικάς δυνάμεις ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ἀγάπη τοῦ πλησίον μας ὅπως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἰδοὺ αἱ δύο οὐσιωδέστεραι ἐντολαί. Ὁ Κύριος δευτερολογῶν λέγει: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης˙» ὀρθῶς ἀπήντησες «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ». Τοῦτο πάντοτε ἐφάρμοζε καὶ θὰ ἀποκτήσῃς τὴν αἰώνιον ζωήν.

Ὁ δὲ νομικὸς «θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν» θέλων δηλαδὴ νὰ ἀπόδειξῃ εἰς τὸν Χριστόν, ὅτι ἡ ἀπορία του παραμένει ἀκόμη δύσκολος εἰς ἀπάντησιν, ἂν καὶ τόσον εὐκόλως αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Ἰησοῦ «εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὶς ἐστίν μου πλησίον;» ἔμαθα, λέγει ὁ νομικός, πόσον πρέπει νὰ ἀγαπῶ. Δὲν γνωρίζω ὅμως ποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶ, ποῖος εἶναι πλησίον μου. Οἱ πλεῖστοι τῶν Ἑβραίων τότε ἔκλινον ὑπὲρ τῆς γνώμης, ὅτι πλησίον εἶναι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι. Οἱ λοιποί, οἱ εἰδωλολάτραι οἱ λεγόμενοι ἐθνικοί, ἦσαν ἐχθροί. Ὁ Κύριος «ὑπολαβών» λαβών τὸν λόγον λέγει: «ἄνθρωπὸς τὶς κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν˙ οἵ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Κἄποιος Ἰουδαῖος δηλαδή, ἐνῷ κατήρχετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν Ἱεριχώ περιέπεσεν εἰς λῃστᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἴσως ἔφερε ἀντίστασιν, ἀφοῦ τὸν ἐλῄστευσαν, τὸν ἐκτύπησαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένον. «Κατὰ συγκυρίαν» κατὰ σύμπτωσιν, «ἱερεὺς τις» Ἰουδαῖος τις ἱερεὺς τελέσας πιθανῶς τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ἐν Ἱερουσαλὴμ «κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ» βαδίζων τὴν ὁδὸν ἐκείνην μετέβαινε πρὸς τὴν Ἱεριχώ «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν». «Ἀντιπαρῆλθε», σημαίνει, ὅτι ἐβάδισε τὴν ἄλλην ὁδὸν ἐκείνης ὅπου εὑρίσκετο ὁ πληγωμένος φοβηθείς τὴν ἐπικίνδυνον τοποθεσίαν ἐκείνην. Μετ’ ὀλίγον «καὶ Λευΐτης» Ἰουδαῖος δηλαδὴ διάκονος ἐν τῷ Ναῷ «γενόμενος κατὰ τὸν τόπον» διερχόμενος ἐκεῖθεν «ἐλθών» καὶ «ἰδὼν» τὸν Σαμαρείτην «ἀντιπαρῆλθεν». Ὁ Λευΐτης οὗτος ἐφάνη σκληρότερος τοῦ προηγουμένου, διότι εἶδε ἐκ τοῦ πλησίον τὴν ἀθλιότητα τοῦ δυστυχοῦς καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησε, ἀλλὰ ἐπῆρε τὸν ἄλλον δρόμον.

«Σαμαρείτης δὲ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη καὶ προσελθών κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ». Ὁ Σαμαρείτης, ἰδιώτης, καὶ οὐχὶ κληρικός, ὡς ἦσαν οἱ ἄλλοι δύο, ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ οὐχὶ συμπατριώτης τοῦ πληγωμένου «ὁδεύων» διερχόμενος ἐκεῖθεν, ἀδιαφορήσας διὰ τὸν κίνδυνον τοῦ τόπου, εὐσπλαγχνίζεται αὐτὸν καὶ «ἦλθε κατ’ αὐτὸν» τὸν ἐπλησίασε, πλύνει τὰς πληγάς του δι’ οἴνου, ἀλείφει αὐτάς μὲ ἔλαιον καὶ προχείρως «κατέδησε» δένει αὐτάς. Μετὰ ταῦτα λαμβάνει αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ τὸν φορτώνει εἰς τὸ ζῷον του. Πεζῆ αὐτός, εἰς τὸ ὑποζύγιόν του ὁ ἐχθρός του, ὑποβαστάζων ὁ Σαμαρείτης τὸν φορτωμένον τραυματίαν ἔρχονται εἴς τι ξενοδοχεῖον, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ καλλίτερον. «Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλών δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι». Τὴν ἑπομένην ἡμέραν θέλων νὰ φύγῃ ὁ καλὸς Σαμαρείτης δίδει εἰς τὸν ξενοδόχον δύο δηνάρια, δύο προπολεμικάς δραχμάς, ὑποσχεθείς συμπλήρωμα διὰ τὰ περαιτέρω ἔξοδα. Ἔδωκε δὲ ταῦτα ἐξελθών τοῦ πανδοχείου, ἵνα μὴ θίξῃ τὸν ἐλεούμενον.

Καὶ ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τὸν Νομικόν: «Τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;» Ποῖος νομίζεις, ὅτι ἐφάνη πλησίον, φίλος εἰς τὸν δυστυχῆ αὐτὸν Ἰουδαῖον; Ὁ νομικὸς ἠρώτησεν ἐν ἀρχῇ «τὶς ἐστί μου πλησίον». Ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾷ τὴν ἐρώτησιν ταύτην διὰ τῆς ἐρωτήσεως, ποῖος ἐφάνηκε πλησίον εἰς τὸν ἐμπεσόντα εἰς τοὺς λῃστάς. Ἡ ἐρώτησις τοῦ Κυρίου εἶναι ὀρθοτέρα, διότι ἐπιβάλλει καθήκοντα. Ὁ νομικὸς ἐντροπιασμένος ἀπαντᾷ: «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ» ὁ ἐλεήσας αὐτόν. Ἤτοι πλησίον ἦτο ὁ ἐχθρός του Σαμαρείτης. Ἑπομένως φίλος, πλησίον μας, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν εἶναι καὶ οἱ ἐχθροί μας, πᾶς ἄνθρωπος, ἀδιακρίτως γλώσσης, θρησκείας, ἐθνικότητος. Πόσον σοφῶς ὁ Κύριος ἠνάγκασε τὸν νομικὸν νὰ εἴπῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον, ἂν τὸ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς, θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτόν!

Δύο ἑρμηνείας ἔδωκαν τῆς ὡραίας ταύτης παραβολῆς οἱ πατέρες. Μίαν γραμματικὴν καὶ τὴν ἑτέραν ἀλληγορικήν. Ἡ πρώτη εἶναι δεοντολογικὴ καί λέγει τί πρέπει νὰ πράττωμεν, ἡ δευτέρα εἶναι Χριστολογικὴ καὶ λέγει τί πρέπει νὰ πιστεύωμεν.


α) Θ έ μ α: Χριστολογικὸν

Εἰς τὴν Χριστολογικὴν ταύτην ὁμιλίαν θὰ ἴδωμεν ποία ἦτο ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης ὡς ὁ περιπεσών εἰς λῃστάς καὶ ποῖος ὁ θεραπεύσας ταύτην καλὸς Σαμαρείτης.

Α.΄ Ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης. Διπλοῦν πάθος εἶχε: Νόσον καὶ ἀδυναμίαν ἰάσεως.

α) Ν ό σ ο ς. Ἡ ἀνθρωπότης πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον «ὥδευε ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ» ἤτοι ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν τῶν εἰδώλων, τὴν Ἱεριχώ, ἀπὸ τὴν ἀρετὴν εἰς τὴν κακίαν, ἀπὸ τὴν ἁγνότητα εἰς τὴν διαφθοράν. Οὕτω ὁδεύουσα ἡ ἀνθρωπότης «λῃσταῖς περιέπεσεν» περιέπεσεν εἰς τοὺς δαίμονας. Ὡς οἱ λῃσταὶ κρυπτόμενοι ἐπιπίπτουσιν αἰφνιδίως κατὰ τῶν ὁδοιπόρων καὶ ἀφαιροῦσι πᾶν πολύτιμον, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ οἱ δαίμονες κεκαλυμμένοι λῃστεύουσι τοὺς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τί λῃστεύουσι; Οἱ λῃσταὶ τῆς παραβολῆς ἀφῄρεσαν ἀπὸ τοῦ ἀτυχοῦς ὁδοιπόρου: 1) ἐνδύματα «ἐκδύσατες αὐτὸν» ἀποκαλύψαντες τὴν αἰσχύνην αὐτοῦ. 2) τὴν ὑγείαν «καὶ πληγάς ἐπιθέντες», 3) τοῦ ἔδωκαν νὰ ἐννοήσῃ τὴν μόνωσιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ «ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον» καὶ 4) τὸν ἀφῆκαν «ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» χαροπαλαίοντα, ὁπότε ἡ μόνωσις ἦτο αἰσθητοτέρα. Τὸ αὐτὸ καὶ οἱ δαίμονες πράττουσιν εἰς τὰ θύματά των. Ἀφαιροῦν πᾶν πολύτιμον, τὸ ὁποῖον ἔχουν, πᾶσαν ἐντροπὴν διὰ τὸ κακόν, φροντίζοντες νὰ δικαιολογοῦν πᾶσαν ἁμαρτίαν. Μετὰ ταῦτα ἀκολουθοῦν αἱ σωματικαὶ βλάβαι, τῶν ὁποίων αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία, διαφθορά, ἐξαχρείωσις. Κατόπιν ἔρχεται τὸ θῦμα, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν χορτάσῃ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν μόνωσιν, τὴν πλῆξιν, τὸν κόρον καὶ τὴν ἀηδίαν. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ πατήσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου, ὅτε τὸ αἴσθημα τῆς μονώσεως εἶναι εἰς τὸ ὀξύτατον σημεῖον.

β) Θεραπεία. « Ἱερεὺς τις κατέβαινε...» Πάντες οἱ πρὸ Χριστοῦ καὶ οἱ μετὰ Χριστόν, ἀλλὰ ἄνευ Χριστοῦ ζῶντες ἱερεῖς καὶ φιλόσοφοι, συνοδοιπόροι ὄντες τῆς πασχούσης καὶ εἰς λῃστάς πεσούσης ἀνθρωπότητος, ἀντιπαρῆλθον τὸν πόνον της, διότι δὲν ἠδύναντο ἤ καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ καλύψουν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνότητος, νὰ θεραπεύσουν τὰς πληγάς, νὰ συντροφεύσουν τὴν μόνωσιν καὶ τέλος ν’ ἀπαλλάξουν ταύτην τοῦ ἐπιθανατίου ῥόγχου. Οὔτε ὁ παλαιὸς τῶν Ἑβραίων Νόμος μὲ τὴν ἀτελείωτον περιπτωσιολογίαν του, οὔτε οἱ φιλόσοφοι μὲ τὰς ὑψηλάς, ὡραίας λεπτάς, ἀλλὰ δυσκόλους ἰδέας των κατώρθωσαν ν’ ἀνταποκριθοῦν εἰς τοὺς βαθεῖς ἀνθρωπίνους πόνους καὶ πόθους. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἦτο μόνον παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν παρέχων συνείδησιν ἁμαρτωλότητος ὄχι ὅμως καὶ θεραπείαν.

Ἡ φιλοσοφία καὶ γενικῶς ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ θεολογία ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνώσεως, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐθεοποίησαν τὸ σαρκικὸν πάθος διὰ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν κλοπὴν διὰ τοῦ Ἑρμοῦ, τὰ ὄργια διὰ τοῦ Βάκχου, τὴν μέθην διὰ τοῦ Διονύσου κ.λ.π. Ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην, ἀλλὰ κατῄσχυναν διὰ τῆς ἀδιαντροπίας των τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀλλὰ καὶ ἡ μεταπολεμικῶς καὶ ἄνευ Χριστοῦ ζῶσα ἀνθρωπότης; Κεῖται καὶ αὕτη κατὰ γῆς λῃστευομένη, μωλωπισμένη, ὀρφανεμένη καὶ ψυχορραγοῦσα. Ὁ πόλεμος, ὁ μέγας αὐτὸς λῄσταρχος, πόσους δὲν ἐμωλώπισε διὰ τῶν φονικῶν ὅπλων, πόσους δὲν ἐγύμνωσε, πόσους δὲν ἀπωρφάνισε καὶ ἀφῄρεσε φιλτάτους καὶ οὕτω ἔγινε ἡ μόνωσις αἰσθητή; Πόσους δὲν ἔκαμε, ὥστε νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου, ὅλους ἠνάγκασε νὰ πατήσουν τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου; Οὐδεὶς τῶν σοφῶν ἀπελύτρωσε ταύτην. Ποῖος ὁ Λυτρωτής; Ὁ Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης.


Β΄. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης. Οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐκκλησία Του. Μὴ δυνηθείσης τῆς ἀνθρωπότητος νὰ εὕρῃ τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς ἐνανθρωπήσας «ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν» εὗρε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Χριστὸς ἐλθών πλησίον τοῦ ἀνθρώπου καὶ «ἰδὼν αὐτὸν» ὡς «ὁ καλὸς Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίσθη» τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Σαμαρείτης δὲν περιορίζεται εἰς μόνον τὸ συναισθηματικὸν (τὸ ὁποῖον δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχαν καὶ οἱ δύο Ἰουδαῖοι, Ἱερεὺς καὶ Λευΐτης, καὶ τὸ ὁποῖον ἐγείρεται εἰς τοὺς πλείστους ἐξ ἡμῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅταν ἴδωμεν πάσχοντα, γινόμενοι θρηνῳδοὶ ὄχι ὅμως καὶ βοηθοὶ τῆς δυστυχίας τοῦ ἄλλου) ἀλλὰ προβαίνει εἰς τὸ ἔργον «κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ καὶ κατέχυσεν ἔλαιον κ. λ. π. Μετὰ ταῦτα ἐναγκαλίζεται αὐτόν, θέτει ἐπ’ ὤμων...» Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἀντὶ τῆς γυμνότητος, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν ἡ ἁμαρτία, δίδει τὴν κάλυψιν διὰ τῆς ἀγκάλης, ἀντὶ τοῦ πόνου τὴν ἀνακούφισιν διὰ τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ πλέον ἐφόρτωσεν αὐτὸν εἰς τὸ ἴδιον κτῆνος ἀναγκασθείς ὁ ἴδιος νὰ πεζοπορῇ, ἀντὶ τῆς μονώσεως τὴν συντροφιά, ἀντὶ τοῦ ψυχορραγήματος τὴν σωτηρίαν. Καθαρίζει τὰς πληγάς διὰ τοῦ οἴνου τῆς ἐξομολογήσεως, μαλακώνει διὰ τοῦ ἐλαίου τῆς θείας εὐσπλαγχνίας. Μόνον ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὰ δεινά τοῦ πολέμου, τῆς γυμνότητος, ἀδιαντροπίας, ψυχορραγήματος, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰδημοσύνη, θεραπεία, ὑγεία, συντροφιὰ καὶ ζωή.

Ἡ Ἐκκλησία. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης ὡδήγησε τὸν ψυχορραγοῦντα εἰς τὸ πανδοχεῖον, δώσας δύο δηνάρια εἰς τὸν πανδοχέα, τὸν ξενοδόχον. Πανδοχεῖον εἶναι ἡ ἐκκλησία, διότι δέχεται τοὺς πάντας, ἀνεξαρτήτου φύλου, φυλῆς, πτωχείας, πλούτου κ. λ. π. Πανδοχεῖς εἶναι οἱ κληρικοί, διότι δέχονται τοὺς πάντας, ἁμαρτωλοὺς καὶ δικαίους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Δύο δηνάρια εἶναι αἱ δύο Διαθῆκαι, Παλαιὰ καὶ Καινή, ἔνθα ὑπάρχει ὁ θεῖος λόγος βάσει τοῦ ὁποίου πρέπει οἱ κληρικοὶ νὰ ἐπιμελῶνται τῶν εἰσερχομένων εἰς τὸ πανδοχεῖον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.

Ὅ,τι ἄλλο ὁ καλὸς κληρικὸς προσδαπανήσῃ, κόπον, ἀγῶνα, μελέτην, διδασκαλίαν Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Δίκαιος Κριτὴς ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι Αὐτὸν ἀποδώσει εἰς ἐκεῖνον. Τὶς εἶναι ὁ πραγματικὸς πλησίον μας; ἠρώτησε τότε ὁ Κύριος. Ὁ νομικὸς ἀπήντησεν «πᾶς ἄνθρωπος». Τὶς ὁ πραγματικὸς πλησίον μας, ἐρωτῶμεν καὶ ἡμεῖς; Πᾶς ἄνθρωπος ἰδίως ὅμως ὁ Ἰησοῦς! Πρὸς Αὐτὸν ἂς στραφῶμεν!
Ὡραῖον παράδειγμα τῆς ἀρχαιότητος δεικνύοντὸν πόθον τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων δι’ εὐγενοῦς προσώπου εἶναι τὸ ἑξῆς:

Ὅταν πρὸ Χριστοῦ κατὰ τινα παράδοσιν ἐβασίλευεν εἰς Ἀθήνας ὁ Κόδρος, οἱ Δωριεῖς εἰσέβαλον εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἠπείλουν τὰς Ἀθήνας. Τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶπεν, ὅτι θὰ νικήσωσιν ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ὁ βασιλεύς, θὰ φονευθῇ ἀπὸ ἐχθρικὸν χέρι. Ὁ βασιλεὺς Κόδρος μαθών τοῦτο ἐνδύεται τὰ ἐνδύματα δούλου τινὸς καὶ μεταβαίνει εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν. Φιλονικεῖ μετὰ τινος καὶ φονεύεται. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ ἔμαθον τὸν χρησμὸν καὶ εἶδον ποῖον ἐφόνευσαν, ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐδῶ Κόδρος εἶναι ὁ Χριστός. Ἀθηναῖοι εἶναι ἡ ἀνθρωπότης. Δωριεῖς εἶναι οἱ δαίμονες καὶ οἱ Χριστοκτόνοι Ἰουδαῖοι, ἐνδύματα δούλου τὰ ὁποῖα ἐφόρεσε ὁ Κόδρος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Θάνατος τοῦ Κόδρου εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶναι οἱ προφῆται. Ἀπαλλαγή τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τοὺς Δωριεῖς εἶναι ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Πόσον βαθὺς ἦτο ὁ πόθος τῆς ἀπολυτρώσεως πρὸ Χριστοῦ!


β) Θέμα: Ἠθικόν. Περὶ Ἀγάπης

Ὁ νομικὸς ἐζήτησε ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὄχι μόνον ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν, ὄχι μόνον πόσους, ἀλλὰ πόσον νὰ ἀγαπῶμεν. Ἰδοὺ τὸ θέμα μας˙ ποίους καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν ἤτοι ἔκτασις καὶ βάθος ἀγάπης.

Α. Ἡ ἔκτασις τῆς ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ Σαμαρείτης ἠγάπησε τὸν ἐχθρόν του πρέπει καὶ ἡ ἰδικὴ μας ἀγάπη νὰ μὴ εἶναι ἀγάπη ἑνός, δύο, πολλῶν, ἀλλὰ πάντων, ἀφοῦ θὰ φθάνῃ μέχρι τῶν ἐχθρῶν μας. Καὶ ὅμως! Πολλοὶ περιορίζουν τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν τους. Ὑποκείμενον καὶ ἀντικείμενον ἀγάπης εἶναι τὸ ἴδιόν των πρόσωπον. Ἐὰν δὲ ἀγαπήσῃ τις ἄλλους, τοὺς ἀγαπᾷ ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦν, τὸν ἐξυπηρετοῦν, τὸν κολακεύουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ ἄλλου εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας κατ’ ἀντανάκλασιν. Νὰ περιορίζῃ ὅμως κανεὶς τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἀφέντην, τὸν ἑαυτόν του, πόσον στενή, στενόκαρδη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη! Ἀσφυξία, πλῆξις, μόνωσις! Δὲν κηρύττεται καὶ δὲν ἐπαινεῖται βέβαια ἐπισήμως αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀγάπης, ἐφαρμόζεται ὅμως. Ὄχι μόνον ἀρετὴ δὲν εἶναι ἡ τοιαύτη ἀγάπη, ἀλλὰ λέγεται ἐγωϊσμὸς καὶ εἶναι ἁμαρτία!

Ἄλλοι ὅμως, ἡρωϊκώτεροι τῶν πρώτων φαινόμενοι, βγαίνουν ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ ἑνός, τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ ἡ ἀγάπη των περιλαμβάνει δύο διαφόρου φύλου πρόσωπα.

Ἡ ἀγάπη αὐτὴ λέγεται ἔρως. Οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον ἐφαρμόζουν, ἀλλὰ καὶ κηρύττουν τὴν ἀγάπην αὐτήν. Αὕτη γίνεται ὑποκείμενον μεγάλων συγγραφικῶν, κινηματογραφικῶν, θεατρικῶν ἔργων. Φὶλμ καὶ διαφημήσεις, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες γέμουν ἀσέμνων συμπλεγμάτων. Ἀλλὰ πόσον καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι στενὴ καὶ ἀσφυκτική! Εἶναι στενή, ὄχι μόνον, διότι δύο πρόσωπα κλείονται εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι μόνον, διότι στηρίζεται αὕτη εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀπόλαυσιν καὶ ταύτην σαρκικὴν καὶ ἑπομένως αὕτη στερεῖται τοῦ οὐσιώδους χαρακτῆρος τῆς ἀνιδιοτελείας, ἀλλὰ κυρίως κατὰ ταύτην ἀπολαμβάνεται ἡ ἡδονὴ τῆς ἀμοιβαίας φυσιολογικῆς ἕλξεως, ἀποφεύγεται ὅμως ἡ εὐθύνη τοῦ καρποῦ, ἡ ἐκ τῆς φυσιολογικῆς ταύτης ἑνώσεως προερχομένη. Πόσον ἡδονιστικὸν καὶ ἑπομένως λίαν ἐγωϊστικὸν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνῃ τις ἡδονὴν καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὴν ἐκ τῆς ἡδονῆς ταύτης φυσιολογικῶς ἀπορρέουσαν εὐθύνην! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔρως. Πόσον δὲ νευρασθενικὸν εἶναι ἡ οὔτε τελεία ἕνωσις οὔτε τελεία ἀπόστασις, τὸ ὁποῖον λέγεται ἔρως! Μάρτυρες τούτου εἶναι οἱ ἐρωτομανεῖς τοῦ φρενοκομείου, τοῦ νεκροταφείου, τῶν βράχων τῆς Ἀκροπόλεως, τὰ οἰκογενειακὰ δράματα κ.λ.π. Ἡ ζωὴ δι’ αὐτοὺς δὲν τίθεται ὡς πρόβλημα «ἡδονὴ καὶ εὐθύνη» ἀλλὰ παιγνίδι μόνον! Ὄχι! Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγάπη Χριστιανική. Εἶναι στενή, ἐγωϊστική, ἡδονιστική, νευρασθενείας πρόξενος, δειλή! Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἐκλέξῃ ἕν ἀπὸ τὰ δύο ἤ ἡδονὴν καὶ εὐθύνην ἀναπτύξεως οἰκογενειακῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον λέγεται γάμος ἤ οὔτε τὸ ἕν οὔτε τὸ ἕτερον, τὸ ὁποῖον λέγεται παρθενία, ἀγνότης.

Ἄλλοι ὅμως, μὲ ὕφος σοβαρώτερον κηρύττουν τὴν ἀγάπην ὄχι βέβαια ἑνὸς ἤ δύο, ἀλλὰ πολλῶν. Ἀγαποῦν δηλαδὴ τοὺς γονεῖς, συγγενεῖς, συμπατριώτας, ὁμόφρονάς των, τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν πατρίδα, θρησκείαν, γλῶσσαν, τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὸν αὐτὸν σύλλογον κ.λ.π. Εἶναι βέβαια εὐρύτερα ἡ ἀγάπη αὐτὴ τῶν δύο ἄλλων, τὰ ὁποῖα ἀνέφερα ἀνωτέρω, πάντως δὲν εἶναι ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Διότι αὕτη ἀφοῦ κατὰ τὴν παραβολὴν ταύτην περιλαμβάνει καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀφοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ἡ ἔκτασίς της πρέπει νὰ εἶναι ἄπειρος ὅσον καὶ ὁ Θεός—«ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»—πρέπει νὰ περικλείῃ ὄχι ἕνα, δύο, πολλούς, ἀλλὰ πάντας. Ἰδοὺ ἡ ἔκτασις, ἡ ὁριζοντία γραμμὴ τῆς ἀγάπης. Ἰδοὺ ποίους καὶ πόσους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ποῖον εἶναι ὅμως τὸ βάθος, ἡ κάθετος γραμμὴ τῆς ἀγάπης; Πῶς καὶ πόσον πρέπει νά ἀγαπῶμεν;

Β. Βάθος τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη κατὰ βάθος εἶναι θυσία.

1) Πνευματικῶν, 2) ὑλικῶν ἀγαθῶν, 3) τῆς ζωῆς μας!

α) Ἐκ τῆς Παραβολῆς. Ὁ Σαμαρείτης εἶχε καὶ αὐτὸς τὰς Ἐθνικάς πεποιθήσεις καὶ προλήψεις, ὅτι «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Καὶ ὅμως τὴν ὥραν αὐτὴν ἐφάνη ἀνώτερος αὐτῶν θυσιάσας αὐτάς εἰς τὴν ἀγάπην. Δὲν ἠρκέσθη εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν, ἐθνικῶν καὶ ἐχθρικῶν του παραδόσεων, ἀλλὰ προέβη καὶ εἰς θυσίαν κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι κατέβη ἀπὸ τὸ κτῆνός του, περιποιεῖται τὸν ἐχθρὸν του προχείρως, τὸν φορτώνει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ κατόπιν εἰς τὸ ζῷόν του καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν πόλιν μαζὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ φίλος, ὁ μὲν Σαμαρείτης πεζῇ, ὁ δὲ Ἰουδαῖος ἐποχούμενος. Ὄχι μόνον κόπος, ἀλλὰ καὶ θυσία χρήματος κατεβλήθη εἰς τὸ πανδοχεῖον. Ἔδωκε ὁ Σαμαρείτης δύο δηνάρια μὲ τὴν ὑπόσχεσιν νὰ συμπληρώσῃ «ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃ» ὁ πανδοχεύς. Ὁ Σαμαρείτης πράττων αὐτὰ ἐγνώριζεν, ὅτι διακινδυνεύει ἐκεῖ τὴν ζωήν του, διότι ὁ τόπος ἦτο λίαν ἐπικίνδυνος. Μάρτυρες τούτου ὁ ἱερεὺς καὶ Λευἶτης, οἱ ὁποῖοι ἰδόντες ἀντιπαρῆλθον καὶ ἡ κατάστασις τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰουδαίου. Ὁ Σαμαρείτης ἀψηφᾷ ὅλα αὐτά, εἶναι πρόθυμος νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του.

β) Ἐκ τῆς ζωῆς:
θυσία πνευματικῶν ἀγαθῶν. Πράγματι πρέπει νὰ θυσιάζεται ἡ γνῶσις καὶ αἱ ἄλλαι πεποιθήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἔχουν δογματικὸν ἤ ἠθικὸν χαρακτῆρα, εἰς τὴν ἀγάπην. Σημασία δὲν ἔχει τό πόσα ξεύρεις, ἀλλὰ τὸ πόσον ἀγαπᾷς. Τοῦτο ἔχων ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾷ τοὺς ἁγίους της διὰ τὸ ποσὸν τῶν γνώσεων, διότι ἐσκέφθησαν ὑψηλά, ἀλλὰ διὰ τὸ ποσὸν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτῆρα, διότι ἔζησαν ταπεινά. Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ κοινὴ ἀνθρωπίνη ἀντίληψις ἀγαπᾷ τὸν ἀγαθὸν τῇ καρδία ἔστω καὶ ἐὰν στερῆται γνώσεων, μισεῖ δὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γνώσεις, κακὸς ὅμως τῇ καρδίᾳ.

Θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὄχι μόνον αἰσθηματολογία, ἀλλὰ καὶ πραγματικὴ βοήθεια πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἀνάλογος τῆς εὐπορίας σου καὶ τῆς ἀνάγκης τοῦ πτωχοῦ. Θὰ θυσιάσῃς ἀνάπαυσιν, χρήματα, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇς, νὰ ἐνισχύσῃς, διὰ νὰ σπογγίσῃς τὰ δάκρυα καὶ τὸν ἱδρῶτα τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ φυλακισμένου, τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ ὑποβληθῇς εἰς κόπον καὶ ὑλικὴν θυσίαν. Ἡ τελειότατη ἐκδήλωσις τῆς ἐννοίας τῆς θυσίας συνίσταται εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἤτοι τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴν πρέπει νὰ θυσιάζωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῶν ἄλλων, ὅταν καλούμεθα νὰ ὁμολογήσωμεν, ὅταν ποιμαίνωμεν κ.λ.π. Ἰδοὺ ἡ ἀγάπη κατ’ ἔκτασιν καὶ ἔντασιν, ὁριζοντίαν καὶ κάθετον γραμμήν.

γ) Αὐτοεξέτασις. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν τόσους καὶ τόσον; Ἀλλοίμονον! Ἡ ἡρωϊκωτέρα δι’ ἡμᾶς ἀγάπη εἶναι νὰ ἀγαπήσωμεν μόνον τοὺς ἀγαπῶντας ἡμᾶς. Ἀλλὰ καὶ τούτους ποσάκις δὲν ἐμισήσαμεν! Μία στοργικὴ παρατήρησις, ἕνας λόγος ὑπὲρ τὸ δέον ψυχρὸς ἤ θερμός, ἕνας χαιρετισμὸς τῶν ἄλλων ἀφελὴς καὶ ὄχι γελαστός, μία ἀφηρημάδα δὲν ἐδημιούργησαν ὄγκους ψυχρότητος, ἀντιπαθείας μεταξὺ ἀδελφῶν καὶ φίλων, τὰς ὁποίας οὔτε ἡ πλάκα τοῦ τάφου δὲν διέλυσε; Ὄχι! Ἂς ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ ἀγαπήσωμεν ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς. Ἂς γίνωμεν πλατύκαρδοι καὶ ὄχι στενόκαρδοι. Ἂς χωροῦν μέσα μας ὄχι φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί. Ἂς μεγαλώσῃ ἡ καρδία μας καὶ ἂς γίνῃ ἄπειρος σἄν τὴν ἀγάπην, ἥτις εἶναι ἴση μὲ τὸν Θεόν. Ἂς πνιγοῦν ἐκεῖ μικροπαρεξηγήσεις, μικροπρέπειες, ἀπροσεξίες, ψυχρότητες καὶ θερμότητες τῶν ἄλλων.

Ὡραῖον παράδειγμα ἀγάπης ἐχθρῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Εἰς τὸν Κολοκοτρώνην παρουσιάσθηκε κἄποτε ὁ φονηάς τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐζήτησε ἀπὸ αὐτὸν προσωπικὴν χάριν. Ὁ φονηᾶς ἐφοροῦσε καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ φονευθέντος. Ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ἀνεγνώρισε, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν του, ἐδάκρυσε καὶ εἶπε: Θεέ μου, συγχώρα τὸν φονηὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Μετὰ ταῦτα γυρίζει πρὸς τὸν φονηὰ καὶ τοῦ κάμνει τὸ αἴτημά του. Ὁ Κολοκοτρώνης προσθέτει καὶ κἄτι ἄλλο. Τὴν ὥραν ἐκείνην ἐπρόκειτο νὰ φάγῃ. Τὸν καλεῖ εἰς τὸ τραπέζι του. Ἡ μητέρα τοῦ Κολοκοτρώνη λέγει εἰς αὐτόν: Τὸν φονηὰ ἀφίνεις καὶ μπαίνει εἰς τὸ σπίτι μας; Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπαντᾷ. Σώπα, μητέρα. Τὸ καλλίτερον μνημόσυνον τοῦ σκοτωμένου εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ δίδομεν εἰς τὸν φονηά. Εἴθε ὁ Πανάγαθος Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ εἰς ἡμᾶς τὴν δύναμιν ταύτην.


(1) Δευτερ. 6,5.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...