Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 07, 2013

Κυριακὴ Πρὸ τῆς Ὑψώσεως του Τιμίου Σταυρού.To Γενέθλιο της Θεοτόκου π. Στυλιανός Μακρής



 γία μας κκλησία πανηγυρίζει σήμερα τν μεγάλη ορτ τς Γεννήσεως τςπεραγίας Θεοτόκου, πο ποτελε προοίμιο τς ν Χριστ σωτηρίας. Σσυνδυασμ μ τν μεγάλη λήθεια πς κανένας δν νέβηκε στν ορανό, κτςπ Ατν πο κατέβηκε στν κόσμο μας, γενόμενος νθρωπος π γυναικός, θπισημάνουμε κάποιες φορμές, γι ν συνειδητοποιήσουμε τν συμβολ τςπεραγίας Θεοτόκου στ μεγάλο μυστήριο τς σωτηρίας το κόσμου.

       ν πάρχ Παράδεισος, ν πάρχ κκλησία, ν πάρχουν γιοι, νρχεται  Βασιλεία το Θεον  Θες γινε νθρωπος κι ν  νθρωπος μπορν γίν κατ χάριν Θεός, φείλονται λα ατ στν Παναγία. Δι μέσου ατς «ναβέβηκεν ες τν ορανν»  νθρώπινη φύση, πειδ δι μέσου ατς τν προσέλαβε « κ το ορανο καταβάς». ,τι γκωμιαστικ κα ν πομε γι τν Θεοτόκο, δν εναι ποτ ρκετ ν ντισταθμίσ τ μέγεθος τς δικς της δωρες.  τόκος της μς βγαλε π τν κυριαρχία το θανάτου, μς ναβίβασε στ δεξι το Πατρός, μς κληροδότησε τν αώνια ζωή. Γι’ ατ  Παναγία μας θεολογεται ς πηγ τς ζως. κείνη γινε  τεχνίτις τς θεώσεως τννθρώπων ς πουργς τς σαρκώσεως το Θεον δν πρχε κείνη, ν δν δεχόταν ν συνεργήσ στν νσάρκωση το Θεο Λόγου, κανες δν θσωζόταν. Οτε Σταυρς θ πρχε, οτε νάσταση, οτε νάληψη, γιατ  Θες χωρς τν Παναγία εναι μφίβολο ν θ γινόταν ποτ νθρωπος.  Παναγίαπρξε φορμή, γι ν νωθον ο δύο ξονες πο πετέλεσαν τν Σταυρ τοΥο της,  κάθετος πο συνιστ τν γαπητικ σχέση Θεο κα νθρώπου κα ριζόντιος πο συνιστ τν γαπητικ σχέση τν νθρώπων μεταξύ τους. Χωρς ατν  Σταυρς θ παρέμενε να σύμβολο καταδίκης τν κακούργων,ν δι’ ατς  Υός της τ μετέβαλε σ σύμβολο παλλαγς τν νθρώπων πτν ξουσία τν κακούργων δαιμόνων, σ σύμβολο νίκης τς νθρωπότητος, νίκης τς ζως π το θανάτου μ λα τ παρεπόμενα. Στν Θεοτόκο χρωστομε τ πάντα· κείνη φησε τ πάντα, λα τ μάταια το κόσμου κα φιερώθηκε στν Θε λοκληρωτικά. Τς φείλουμε χάρη παντοτινή, πειδ δν μάρτησε, οτε κν μ τν σκέψη, ξιουμένη ς πανάμωμη κα πανάσπιλη ν καταστΜητέρα το ναμαρτήτου.
       Πς λοιπν ν μν ορτάσουμε σήμερα, δελφοί μου, κα ν μν πανηγυρίσουμε τ ξαίσιο, σο κα θαυμαστό, γεγονς τς γεννήσεώς της π τθεοσεβς ζεγος τν λικιωμένων γονέων της; Πς ν μν χαρομε μι τέτοιαμέρα, κατ τν ποίαν νατέλει σαρκωμένη  λπίδα το κόσμου; Πς ν μνγκωμιάσουμε τος μακαρίους παπποδες τς νθρωπότητος, τος δικούς μας λατρευτος παπποδες, τν ωακεμ κα τν ννα, πο μ τν σαρκική τουςπάθεια φεραν στν κόσμο μας κείνη πο θ γεννοσε σπόρως τν παθΘεό; Ναί, ταν παθες ο παπποδες πρν π τν σύλληψη τς Μαριάμ, διότι μπάθεια κληροδοτεται στω κα σ λάχιστο βαθμ κα διότι πρεπε  κόρη τους ν γεννηθ δίχως τ χνη τς μπαθείας, στε ν εναι ξαρχςνεπηρέαστη π τς πιδράσεις τν μεταπτωτικν δονν, πεντακάθαρη ξκρας συλλήψεως. Πς θ ταν δυνατν  περτέλειος κα «καθαρώτατος Νας το Σωτρος», τ σμα τς Θεοτόκου, ν εχε στω κα τ λάχιστο στγμαθικς τελείας; Σαφς κα δν ξαιρετο  Θεοτόκος τν συνεπειν τοπροπατορικο μαρτήματος, δηλαδ τς φθορς το θανάτου, φο συνελήφθη κα γεννήθηκε μ τν φυσικ τρόπο. μως, καθς πρόκειτο ν πουργήσ τνπρ φύσιν σάρκωση το Θεο, θ πρεπε ν μν εχε στω κα τ παραμικρποτύπωμα τν μεταπτωτικν δονν.
       Κάθε γέννα φέρνει χαρ στος συγγενες κα φίλους τν γεννητόρων· λλ γέννα  σημεριν φέρνει χαρ σ λη τν κκλησία, «χαρν μήνυσε πάσ τοκουμέν». ντηχον κόμη ο ζητοκραυγς τν πεπεδημένων το δη κα τδάκρυα χαρς τς Εας γι τ τι βρέθηκε πιτέλους  γυναίκα κείνη, πο θμελλε ν ναλάβ ,τι κείνη νέβαλε.
 θεόπαις το σραλ γινε  σκάλα, πο φερε στν γ «κ το ορανοκαταβάντα» τν Θεό. Δεκαπέντε σκαλοπάτια θ τοιμάσ  Χριστός μας, δεκαπέντε χρόνια, τρία στος παπποδες κα δώδεκα μέσα στ για τν γίων το Ναο το Σολομντα, να γι κάθε φυλ το σραήλ, χωρς περιττςναμονές, δίχως λλη χρονοτριβή, θ περιμέν, γι ν λάβ κι ατς σμα καψυχ νθρώπινη.
Ν εχαριστομε κα ν δοξάζουμε, δελφοί μου, τν Θεό· μς χάρισε ,τι πολυτιμότερο πάρχει στν κόσμο μας, τν περαγία Θεοτόκο. Κα νεγνωμονομε κείνην, τν ντως Παναγία κα Παναμώμητη, γιατ δίχως τν δική της παρουσία στν κόσμο μας  σωτηρία το νθρώπου θ ταν κόμηνα πιαστο νειρο. ς χουμε τν εχή της, ς πιζητομε τν προστασία της,ς προσπαθομε ν μιμηθομε τν καθατότητά της, τν γνότητά της, τν ταπείνωσή της. Κι κείνη δν θ μς φήσ ρφανούς.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ Μνήμη Αγίων Μικράς Ασίας


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ
Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και
των συν αυτώ Μνήμη Αγίων Μικράς Ασίας
Κατά τη σημερινή Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, αδελφοί μου, η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των Αγίων Μαρτύρων της Πίστεως και της Πατρίδος, κληρικών και λαϊκών, οι οποίοι υπέστησαν ανείπωτα μαρτύρια και βρήκαν φρικτό θάνατο, τις ημέρες κατά τις οποίες εξελίχθηκε η Μικρασιατική καταστροφή, από την οποία φέτος συμπληρώνονται 89 χρόνια.
Το Σεπτέμβριο του 1922 παίχθηκε η τελευταία πράξη της μεγαλύτερης τραγωδίας του σύγχρονου Ελληνισμού. Μαζί της έκλεισε το ιστορικό κεφάλαιο της διαρκούς και ουσιαστικής παρουσίας του Ελληνικού στοιχείου στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου και οι ευλογημένες πατρίδες πέρασαν στη σφαίρα του ονείρου. Σήμερα δεν μπορούμε παρά να σταθούμε προβληματιζόμενοι για τα λάθη που οδήγησαν στην καταστροφή. Δεν μπορούμε παρά να αναπολούμε τις τελευταίες στιγμές, τα μαρτύρια των προγόνων μας, τον όλεθρο και το θρήνο στα μάτια των προσφύγων, τη θυσία των ηρώων και των Αγίων που έμειναν να θυμίζουν ότι η Ελλάδα δεν ξεριζώνεται και δε σβήνει όσα μαρτύρια κι αν υποστεί, όσες διώξεις κι εξανδραποδισμούς κι αν της επιφυλάξει η μοίρα.
Ο τελευταίος Μητροπολίτης της πολύπαθης και πολύκλαυστης Σμύρνης Χρυσόστομος ήταν ο έσχατος εναπομείνας στις επάλξεις του αγώνα και της αντίστασης. Πανάξιος μιμητής των μεγάλων προγόνων του ηρώων και Αγίων Ιεραρχών, αλλά και απλών παπάδων του Ελληνισμού, έμεινε εκεί προσπαθώντας να εμψυχώσει τους Έλληνες. Έμεινε για να μην εγκαταλείψει τα όσια και τα ιερά μας στα χέρια των απίστων και να θυσιαστεί, ως καλός Ποιμήν, υπέρ του ποιμνίου του. Αξίζει να μάθουμε οι νεοέλληνες το μαρτυρικό του τέλος για ν’ αποκτήσουμε ορθή ιστορική αντίληψη, για να γνωρίζουμε το μεγαλείο εκείνων που δε φείστηκαν αγώνων και θυσιών για την προάσπιση της Ελληνοορθοδοξίας μας.
Ο πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης γράφει σε ειδικό φυλλάδιο που εξέδωσε για τις τελευταίες ώρες της Σμύρνης και το μαρτυρικό τέλος του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου: «Ο δρόμος από την πλατεία του Διοικητηρίου ως την πλατεία Ικί Τσεσμέ αγρίεψε από το μαρτύριο του καινούργιου αυτού Εθνομάρτυρα. Τού έβγαλαν, με ξιφολόγχη, τα μάτια, του έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα. Τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά. Γύρω από το σώμα του έστησεν η απάνθρωπη, η αφάνταστα βάρβαρη τουρκική μανία τον πιο φρικτό χορό. Δεν άφησαν τίποτε το σκληρό και το εξευτελιστικό που να μην το κάμουν στο αφανισμένο και μισοσκοτωμένο κορμί του Χρυσοστόμου.... Το πρόσωπό του το κατάχλομο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, είχε συνεχώς εστραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς έλεγε «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τί ποιούσι».Όταν μπορούσε ύψωνε το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος αναγνωρίζει τη χειρονομία και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Ένας στρατιώτης τον αποτέλειωσε με δύο σφαίρες στο κεφάλι».
Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Χρυσόστομο, δίνουν την ζωή τους για την αγάπη του Χριστού και της Ελλάδας άλλοι τρεις Μητροπολίτες της Μικρασιατικής γης: Ο Κυδωνιών Γρηγόριος, ο οποίος, αφού σώθηκε, ως εκ θαύματος, από ενέδρα Βούλγαρων Κομιτατζήδων το 1905 στη Μακεδονία, μετετέθη στη Μικρά Ασία όπου και συνέχισε αόκνως την εθνική του δράση. «Το 1918, μετά τον εκτοπισμό των γενναίων Ελλήνων Κυδωνιατών, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος εφυλακίσθη εν Κυδωνίαις επί τρεις μήνας. Ακολούθως εφυλακίσθη εν Σμύρνη επί εξάμηνον, μέχρι της 26ης Οκτωβρίου 1918 ότε και παρεπέμφθη εις το Γ΄ Τουρκικόν Στρατοδικείον Σμύρνης, ίνα δικαστεί διά την Ελληνοπρεπή και πατριωτικήν του στάσιν. Διασωθείς τότε, επέπρωτο να μαρτυρήσει υπέρ της Εκκλησίας και του Ελληνικού γένους κατά την Μικρασιατικήν καταστροφήν του 1922». Ο Γρηγόριος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρότι Αμερικανικό πλοίο έφθασε στις Κυδωνίες για να τον παραλάβει. Τότε συνελήφθη από τους Τούρκους και ετάφη ζωντανός με 38 ιερείς του.
Ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος. Διακονώντας, επί σειρά ετών, στο πλάι του Σμύρνης Χρυσοστόμου απέκτησε υψηλό πατριωτικό ήθος το οποίο τον οδήγησε μέχρις και αυτής της θυσίας. Τον Αύγουστο του 1922 συνελήφθη από τους Τούρκους και εστάλη στις Κυδωνίες και από εκεί με τα πόδια στο Αρδαμύτιο. Στη διαδρομή εκτελέστηκε με εννέα ιερείς της συνοδείας του.
Ο Ικονίου Προκόπιος. «Εν Μικρά Ασία ειργάσθη με πολλήν δραστηριότητα, συστήσας διαφόρους νέας Ελληνικάς κοινότητας εν τη επαρχία Ικονίου, ιδρύσας πολλά σχολεία και ανεγήρας πολλάς Εκκλησίας. Διά τας πατριωτικάς αυτού εργασίας εγένετο στόχος των νεοτούρκων σωβινιστών, συλληφθείς δε αιχμάλωτος παρά των κατακτητών κατεδικάσθη εις θάνατον, αλλά δεν εξετελέσθη. Τελικώς, όμως, επέπρωτο και ο Ικονίου να θυσιαστεί υπέρ του Γένους μαρτυρικώς αποθανών εις φυλακάς».
Η θυσία των Αγίων Μαρτύρων Ιεραρχών της Μικράς Ασίας, αγαπητοί μου, αποκαλύπτει μία αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, ότι καμία άλλη θρησκεία στον κόσμο και στην ιστορία δεν έχει να επιδείξει Λειτουργούς της Μάρτυρες στους αγώνες των εθνών για ελευθερία, ανεξαρτησία και δημοκρατία, εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία. «Ο Κλήρος της Ελληνικής Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε πρωτοπόρος στους αγώνες του έθνους και κυρίως στις αλύτρωτες πατρίδες του Ελληνισμού, όπου και επολέμησε και παρότρυνε τους Έλληνες να αγωνιστούν για τα ιερά και τα όσια της φυλής και για την πατρίδα τους και στο τέλος προσέφερε τη ζωή του θυσία στο βωμό της. Ο Κλήρος, έτσι, της νεωτέρας και συγχρόνου Ελλάδος και του Ελληνισμού των αλύτρωτων πατρίδων συνέχισε την αγωνιστική παράδοση και παρέμεινε πιστός στο πνεύμα των Νεομαρτύρων και πρώτων Μαρτύρων – Αγίων της Εκκλησίας».
Είθε η χάρις, που εκπορεύεται από το υπέρ πίστεως και πατρίδος μαρτύριό τους να σκέπει και αγιάζει την πατρίδα και το έθνος μας. ΑΜΗΝ!           πηγή

Στα μαύρα ντυμένη η Παναγία. +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε χαρμόσυνος θεομητορικὴ ἑορτή. Ἑορτάζουμε τὴ γέννησι τῆς ὑπερ­α­γίας Θεοτόκου. Ποῖο εἶνε τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς καὶ τί συναισθήματα μᾶς δημιουργεῖ;

Ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι καὶ ἡ Παναγία ἀπὸ κάποιους ἦρθε στὸν κόσμο. Ποιός γεννή­θηκε ἀπὸ βράχο; Καν­είς. Ἀπὸ μιὰ μάνα κ’ ἕνα πατέ­ρα γεννηθήκαμε ὅλοι. Καὶ ἡ Παναγία εἶ­χε γονεῖς· τὴ μητέρα της τὴν ἔλεγαν Ἄννα, τὸν πατέρα της Ἰωακείμ.
Ἦταν εὐλαβέστατοι ἄν­θρωποι, ἀλλὰ ἄτεκνοι. Καὶ τότε ἡ ἀτεκνία ἐ­θεωρεῖτο ὄνειδος. Ὅποιος εἶχε παι­­διά, αὐτὸς ἐθεωρεῖτο εὐτυ­χής. Ὅποιος εἶχε πολλὰ παιδιά (5, 6, 7, 8…), τὸν μακαρίζανε. Ἐκεῖ­νες ἦταν πα­τριαρχικὲς οἰκογένειες. Τώρα τὰ παιδιὰ τὰ θε­­­ωροῦν συμ­φορά. Γεννοῦν ἕνα, μετὰ βίας δύο, παραπάνω ὄχι, στόπ! Αὐτὸ εἶ­νε μιὰ κατά­ρα. Τὸ ἄ­τεκνο λοιπὸν ἐκεῖνο ἀνδρόγυνο παρα­κα­λοῦ­σε τὸ Θεὸ μέρα – νύ­χτα νὰ τοὺς δώσῃ παιδί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀφιε­ρώσουν.
Ποῦ σήμερα τέτοια μάνα! Δὲν ὑπάρχει πλέ­ον διάθεσι προσφορᾶς. Σὲ λίγο καιρὸ τρία ἐπαγγέλματα θὰ σβήσουν· ὁ ἀστυνομικός, ὁ νοσοκόμος, καὶ ὁ κληρικός. Γιατί νὰ φυλάῃ ὁ ἀστυνομικὸς τὴν τάξι καὶ νὰ κινδυνεύῃ; γιατί νὰ ξενυχτᾷ ἡ νοσοκόμος κον­­τὰ στὸν ἄρρωστο καὶ νὰ μὴν πάῃ νὰ τραγου­δή­σῃ στὸ κέντρο νὰ μαζέψῃ χρῆμα; Καὶ κορό­ϊδο εἶνε ὁ ἄλλος νὰ γίνῃ παπᾶς, γιὰ νὰ τοῦ κά­νουν στὸ δρόμο αἰσχρὲς χειρονομίες; Ὄχι. Θὰ ἐκλείψουν μερικὰ τέτοια ἀναγκαῖα ἐπαγγέλματα, καὶ αὐτὸ θὰ εἶνε σημάδι παρακμῆς.
Εἶχε λοιπὸν προχωρήσει πλέον ἡ ἡλικία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Μπορῇ ἀπὸ ἕνα κού­τσουρο νὰ βγῇ λουλούδι κι ἀπὸ ἕνα ξερὸ βρά­χο νὰ βγῇ κρίνος; Ἄλλο τόσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ στεῖρα γυναῖκα νὰ βγῇ τὸ ἄνθος ποὺ λέγεται παιδί. Ὅ,τι εἶνε τὸ ἄνθος στὴ φύσι κι ὅ,τι εἶνε ἕνα ἀστέρι στὸν οὐρανό, αὐτὸ εἶνε 
τὸ παιδὶ μέσα στὴν οἰκογένεια· δίνει παρηγοριά, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
Παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ παι­δί, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν. Ποιά μάνα, ὅ­ταν γεννάῃ 
ἀγοράκι, λέει «Θεέ μου, ἀξίωσέ με νὰ τὸ ἀφιερώσω, νὰ γίνῃ ἕνας παπᾶς, νὰ γίνῃ ἕνας καλόγερος»; Μηχανικός, γιατρός, δικηγόρος νὰ γίνῃ, αὐτὰ θεωροῦνται μεγάλα. Παπᾶς;… Πῆγα κάποτε σὲ χωριὰ 
πέρα ἀπ’ τὸν Ἁλιάκμονα, στὰ Χάσια, ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχαν κλέ­φτες στὰ βουνά. Ἐκεῖ ὅταν γεννιόταν ἀγορά­κι, οἱ γει­τόνισσες εὔχονταν· «Κυρὰ Μαρία, νὰ σοῦ ζή­σῃ, νὰ γίνῃ καπετάνιος!…». Ἂν τὸ παι­δάκι ἀρρώσταινε καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ, τότε ἔ­λεγαν· «Ἂς ζήσῃ, κι ἂς γίνῃ καὶ παπᾶς». Κατα­λάβατε; τὸ πρῶτο ἦταν νὰ γίνῃ καπετά­νιος, τὸ τελευταῖο ἦταν νὰ γίνῃ παπᾶς. Καὶ σήμερα ποιός πατέρας ἢ μάνα θεωροῦν κα­μάρι ν’ ἀφιερωθῇ τὸ παιδί τους στὸ Θεό;
Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ὅμως ἦταν εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς. Γι’ αὐτὸ ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε ἕ­να χαριτωμένο κοριτσάκι, τὸ ὠνόμασαν Μαρία καὶ τὸ ἀφιέρωσαν στὸ Θεό. Τί σημαίνει τὸ ὄ­νομα Μαρία; Πολλὲς γυναῖκες ἔ­χουν τὸ ὄνομα αὐτό, ἀλλὰ δὲν ξέρουν τί σημαίνει. Μαρία εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει «δέσποινα», «κυρία». Ὄχι κυρία νομάρχου, κυ­ρία εἰσαγγε­λέως, κυρία προέδρου, κυρία φρουράρ­χου· τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ἀλλὰ Δέσποινα τοῦ κό­σμου, Δέσποινα τῶν ἀγγέλων, ὄν­τως Κυρία. Αὐτὸ εἶνε ἡ Παρθένος Μαρία.

Σήμερα λοιπὸν εἶνε παγκόσμιος χαρὰ ἐπὶ τῇ γεννήσει τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ποιοί χαίρουν μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας μας; Χαί­ρει ἡ ἁγία Τριάς, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦ­μα, διότι βρέθηκε ἡ μόνη ἀξία γιὰ νὰ βαστάσῃ στὰ σπλάχνα της τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, βρέθηκε τὸ δοχεῖον τὸ καθαρόν, ἡ ὑπερευλογημέ­νη Θεοτόκος. Χαίρουν καὶ θαυμάζουν οἱ ἄγγελοι, γιατὶ βλέπουν ἕνα πλάσμα τῆς γῆς νὰ ὑ­ψώνεται πάνω ἀπὸ τὶς νεφέλες καὶ τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ γίνεται «τιμιωτέρα τῶν χε­ρουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν σε­ρα­φίμ»· χαίρει ἰδίως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ποὺ εὐηγγελίσθη σ᾿ αὐτὴν τὸ «χαῖρε» (Λουκ. 1,28). Χαίρουν οἱ προφῆται, ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα ποὺ τὴν ἀνήγγειλε πρὸ 800 ἐτῶν μέχρι τὸν τίμιο Πρό­δρομο ποὺ τὴν καλωσώρισε μὲ σκιρτήματα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του. Ἀγάλλονται οἱ δίκαιοι τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ποὺ τὴν περί­μεναν ἐπὶ αἰῶνες. Χαίρει ὁ κόσμος ὅλος, ἀ­ναθαρροῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ βλέπουν ὅτι ἦρθε ἡ λύτρωσί τους.
Ὅλοι χαίρουν. Ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ Παναγία; Ἡ ἰδια ἡ Παναγία δὲν χαίρει. Εἶνε θλιμμένη. Ἂν μπορούσαμε νὰ τὴ δοῦμε, θὰ τὴ βλέπαμε ντυ­μέ­νη στὰ μαῦρα νὰ κλαίῃ, καὶ τὰ δάκρυά της νὰ πέφτουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάτω στὴν ἁμαρτω­λὴ γῆ. Γιατί δὲν χαίρει ἡ Παναγία;

 Πῶς νὰ χαίρῃ; Λυπᾶται πρῶτα-πρῶτα, διότι ὑπάρχουν στό­μα­τα ἀκάθαρτα καὶ ἀπαίσια, γεν­νήματα ἐχι­δνῶν, ποὺ βλαστημᾶνε τὸ ὄνομά της μέρα – νύ­­χτα. Καμμιά γυναίκα, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλὴ καὶ νά ᾿νε, δὲν ὑβρίζεται ὅσο ὑβρί­ζε­ται ἡ Παναγία μας ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Ἑλ­λήνων! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα; Ὁ Θε­ὸς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ! Πέρα ἀπὸ τὸν Ἕβρο χιλιάδες Τουρκαλᾶδες εἶνε ἕτοιμοι νὰ μᾶς κό­ψουν μὲ τὰ σπαθιά, χιλιάδες Τοῦρκοι στρατι­ῶτες λυσσοῦν νὰ μᾶς σκοτώσουν μὲ τὰ ὅπλα. Ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς οὔτε ἕνας, οὔτε ἕνας, δὲ βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ! Νὰ προχωρήσω; Ἔρ­χονται στὸ γραφεῖο μου στρατιῶτες ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολι, τὴν Κοζάνη καὶ ἀλλοῦ, κα­λὰ παιδιά, ποὺ πιστεύουν στὸ Θεό. Καὶ φρίττουν καὶ κλαῖνε καὶ μοῦ λένε· «Θὰ μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός. Ἀπ᾿ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ μικροὶ καὶ μεγάλοι βλαστημᾶνε». Πῶς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός; Ὁ Τοῦρκος δὲ βλαστημάει τὸν Ἀλλάχ, κι ὁ Ἕλληνας στρατιώτης νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα, καὶ κανείς νὰ μὴ διαμαρτύρεται! Τολμά­ει κανεὶς νὰ ὑβρίσῃ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἑκάστο­τε ἄρχοντες; Ποιός; Ἄ, εἶνε μεγάλοι ὅλοι αὐ­τοί, καὶ μικρὸς ὁ Χριστός! Γι’ αὐτὸ εἶνε ντυ­μέ­νη στὰ μαῦρα ἡ Παναγιά. Θρηνεῖ γιὰ τὶς βλαστήμιες. Καὶ ὄχι μόνο τῶν ἀνδρῶν ἀλλὰ τελευταίως καὶ τῶν γυναικῶν. Ὣς τώρα ξέρα­με, ὅτι οἱ γυναῖκες τοὐλάχιστον δὲ βλαστη­μοῦν· τώρα μαθαίνω καὶ φρίττω, ὅτι καὶ οἱ γυναῖκες χυδαιολογοῦν καὶ βλαστη­μοῦν. Αὐ­τὸ δὲν τὸ πε­ρίμενα. Ἔτσι καταντήσαμε τὸ πιὸ βλά­στημο ἔθνος στὰ Βαλκάνια καὶ στὸν κόσμο ὅλο.
Ἡ Παναγία κλαίει ἀκόμη γιὰ τὴ φθορὰ τοῦ γυναικείου γένους. Ἕνας ἄλλος τύπος γυναι­κὸς ἐ­πικρατεῖ, ξένος πρὸς τὸν χαρακτῆρα τῆς ὀρ­θο­δόξου Ἑλληνίδος. Εἶνε ἡ γυναίκα μὲ τὸ παν­­τε­λόνι, ἡ γυμνή, μὲ τὸ τσιγάρο, μὲ τὰ βαμμέ­να νύ­χια καὶ τὰ κομμένα μαλλιά, ποὺ ἄφησε τὸ σπίτι καὶ τὰ παιδιά της καὶ συχνάζει ἀ­διάν­τροπη στὰ κέν­τρα. Θρηνεῖ ἡ Παναγιά μας γιὰ τὴν ἐγκατάλειψι καὶ διάλυσι τῆς οἰκογενείας, γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὰ διαζύγια, γιὰ ὅλα τὰ κα­κὰ ποὺ ἔχουν ἐξαπλωθῆ γύρω μας.
 Ντυμένη λοιπὸν στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ γιὰ τὶς βλαστήμιες τῶν ἀντρῶν, γιὰ τὴ διαφθορὰ τῶν γυναικῶν, καὶ ἀκόμη γιὰ τὸ μεγάλο ἔγ­κλη­μα τῶν ἐκτρώσεων. Ἂν ἤμουν εἰσαγγελεὺς καὶ ἀστυνομία, θὰ ἔκανα ἔρευνα στὶς γυναικο­λογικὲς κλινικὲς καὶ θά ᾿βρισκα – τί θά ᾿βρισκα· τὰ κομματιασμένα ἔμβρυα ποὺ πετοῦν στοὺς ὀχετούς! Πόσα παιδάκια; 400.000 τὸ ἔ­τος! Ἀκοῦτε; 400.000! Γι’ αὐτὸ σβήνουμε ὡς ἔ­θνος. Στὴν Τουρκιὰ νά παιδιά, στὴν Ἀλμπάνια νά παιδιά… ᾿Εμεῖς μὲ τὶς ἐκτρώσεις ἔχουμε τὰ λιγώτερα παιδιά. Πλουτίσανε οἱ ἀθεόφοβοι γυναικολόγοι· παιδὶ καὶ λίρα, ἔκτρωσι καὶ λίρα. Μολύ­ναμε τὴ γῆ μας μὲ ἀθῷο αἷμα! Κλαίει ἡ Παναγιὰ γιὰ τὴν ἀθλιότητά μας.
 Ντυμένη τέλος στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ – για­τί; Γιατὶ πολλὲς ἐκκλησίες της, πέρα στὶς ἀλύτρωτες πατρίδες, ὅπως λ.χ. στὴν Κύπρο, δὲν λειτουργοῦν σήμερα. Πλῆθος ἐκκλησιὲς παν­τοῦ, μέσα σὲ χωριά, πάνω σὲ ὑψώματα, δί­πλα σὲ ἀκρογιάλια, ὄμορφες ἐκκλησιές, μνημεῖα τέχνης αἰώνων, ἀφιερωμένες στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας (ἄλλη στὸ Γενέσιο, ἄλλη στὴν Κοί­μη­σι, ἄλλη στὸν Εὐαγγελισμὸ κ.λπ.), μένουν σήμερα κλειστές, ἢ εἶνε γκρεμισμένες καὶ βεβηλωμένες· μὲ τσακισμένους τοὺς σταυρούς, μὲ κλεμμένα ἢ πεταμένα τὰ ἅγια δισκοπότηρα, μὲ ἀναποδογυρισμένες τὶς κολυμ­βῆθρες, μὲ σπασμένες ἢ μουτζουρωμένες τὶς εἰκόνες, μὲ τοὺς τάφους ἀτιμασμένους… Ντυμέ­νη στὰ μαῦρα ἡ Παναγιὰ κλαίει. Κλαίει γιὰ μᾶς, κλαίει γιὰ τὴν Κύπρο, κλαίει ἡ γλυκειά μας Μάνα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.

Ἂς προσευχηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἂς κρατήσουμε τὴν πί­στι μας. Ἂς κλειστοῦμε στὰ σπίτια μας καὶ ἂς κλάψουμε κ᾿ ἐ­μεῖς μαζὶ μὲ τὴν Παναγία. Σὰν ἁμαρτωλοὶ ἐ­μεῖς ἂς θρηνήσουμε γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας. Κι ἂς πάρουμε μιὰ ἀπόφασι· νὰ ζήσουμε σύμ­φωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ της τοῦ ἠγαπη­μένου, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό ναὸ του Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 7-9-1974 ἡμέρα Σάββατο βράδυ)

πηγή / αντιγραφή

Εἰς τήν γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα


Εἰς τήν γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου

6.Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχη γιά πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχη γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπό αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἲδιο μὲ ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία.
 Ἀπέδωκε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τά ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιά τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. 
Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἂνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸν Θεό, τὴν ἂφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία Του.
Ἒτσι Αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα της ἐπάνω στὸν Ἑαυτό της. 
Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τά κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινά τό Δημιουργό».

Οὔτε ὁ Νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώση τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν Προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατή δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν Ψαλμωδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. 
Γιατί μὸνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νά ἔχη ἐπάνω του τίποτε τό νὸθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν Ἴδιο τόν Θεό.
Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νά ὑπάρξουν Ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ καθετί ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. 
Γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ρύπου», ὅπως λέγει ὁ Προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτούς τούς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μὸνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.

7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους Της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά Της; Ποιός τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποὺ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν oἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τὸσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.
Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τή νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχη λάβει φύση καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἂνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν oἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατί δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νά μὴν τὸν ὠθῆ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν κακία.
Εἶχε πράγματι γιά διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιά γενάρχη του ἕναν ἂνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἂμεσο, τὸν ἲδιο τόν Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σάν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νά βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα του ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ Χάρη καὶ τή συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ καινὸ Θύμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν.
Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρή καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νά εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιά νά ἀγωνισθῆ γιά τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρό τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ Χάρη -καὶ ἐννοῶ τούς πιὸ ἐνάρετους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι’ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νά λάβη ἰδέα τοῦ πὸσο καθαρή ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἡ Παρθένος, πὸσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῆ βοήθεια ἀπὸ κανέναν;
Kι αὐτὸ μολονότι δὲν ἦρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ Ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηκε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νά νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νά βοηθήσουν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατί εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός τῆς εἰρήνης, αὐτὴ ἡ Ἴδια διέλυσε μέσα της τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ Χάρη καὶ ἔλαβε τή δύναμη ν’ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτό τό θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατί πόσο ὑπέροχη πρέπει νά εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν’ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος-;
Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῶ ὁ φραγμός τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, Αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θεό καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατί οὔτε βέβαια Τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἒτσι, ὥστε νὰ ζῆ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῶ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καί οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα.
Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν Ἑαυτό Της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς.

8. Γιατί τό νὰ νομίση κανείς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως.
Γιατί ἀκριβῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νά ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους.
Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατόν τό «εὖ» νὰ καταστρέφη τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνη τά καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς της εἶναι νά τὰ αὐξάνη. Γιατί θά ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἲδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε.
Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιά καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τά βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τούς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῆ λογικά.
Θὰ ἦταν δὲ κατ’ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῶ ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναδείξη ὅλους τους ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τά ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.
Πῶς θὰ ἦταν ἒτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύη ἀκόμη τό ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιά τοὺς ἀνθρώπους τό ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καί τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό;
 Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατί εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τούς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἂνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι μὲ τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατί μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῆ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸ θὰνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τά ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνη ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανείς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τή μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους.

9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἡ Ἴδια ἔπλεξε στὸν Ἑαυτό Της αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῶ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, Αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τούς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Της, ὥστε ὂχι μὸνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηκαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη Της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιά τὴν προσωπική Της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σάν μιὰ νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατί δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τό ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας το σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε.
Οὔτε τὸ ἔκαμε νά ντρέπεται σά νά νικήθηκε, ἀλλά τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνη ἡ Ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια των ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἒτσι καθαρὰ τὴν αἰτία της ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ Ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανὴ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τό κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξὲνο στοιχεῖο μὸνο στὸν Ἑαυτό Της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

10. Καὶ ἂν ἤθελε κανείς νά ἐξετάση, θά μποροῦσε νά βρῆ γιά ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τόν Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νά σκηνώση μέσα Της μὸλις χρειάσθηκε. Γιατί δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα Της κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «oἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα».
Κι οὔτε βέβαια πρέπει νά νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τό τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δύναμή Του.
 Γιατί τό μὲσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νά καταλύση αὐτό τό φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατί μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νά νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ Χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».
Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πὼς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων των ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῆ μὲ λύπη, ἐνῶ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρη.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τό κοινὸ μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεός τό «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοι τῆς παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.
Ἀλλά αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νά ὑποστῆ ὥστε νά κυοφορήση καὶ νά γεννήση τόν Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νά σταλῆ σάν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ Ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποὺ ἔπρεπε νά ἀποβάλη; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τό κακό.
Αὐτή δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νά δώση ὁ Σωτήρας γιὰ τὴ μητέρα Του μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τό λὸγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτά τά εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήση ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατί κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιά τὴν τήρηση τοῦ θείου νόμου.
Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τὶμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μὸνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.
Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾽ Ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾽ Ἑκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζη στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τό νὰ εἶναι κανείς πραγματικά κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδή ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα.
Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νά γεννήση τό Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γὲννησε οὔτε νὰ γίνη κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλά ἔφθασε στὴ σχέση Της πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τὴ ζωή Της.

11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια των Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατί μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιά νά καθαρίση.
Καί δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια των Ἁγίων μὲ αὐτὸν τὸν τὸσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τά χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνη σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτό τό πρᾶγμα, τό νὰ φρίττη δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμη ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχη παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῆ τά Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγη καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾶ ἐκεῖ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της.
Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τά ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή Της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι Της.
Ἀποδεικνύεται λοιπόν τό πὸσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετές τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τά κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ Της ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία Της καὶ τὸ γένος Της καὶ ἡ ζωή Της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή Της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος της δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τό φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς Της νὰ κάμη, ξεπερνώντας ὅλα τα ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτίνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ.
Καί ἦταν φυσικό. Γιατί τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νά συγκαλύψη τό μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης Ἐκείνης, ἡ Ὁποία κατὰ τὸν Προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτούς τούς οὐρανούς»; Γιατί ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλύ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;

12. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τά πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς Της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τό χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης τῆς γῆς ἀποκλειστικά στὸν Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σάν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατί θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νά εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατί ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα του τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναός τοῦ Θεοῦ.

Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ Τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τά ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ καθετί ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἒτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ Ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο».
Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατί ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτὸ Του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνη σκηνὴ ἄξια σ’ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.

13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἂβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾶ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τό χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο.
Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια των Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορά τό χρὸνο κι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα Της τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μιὰ φορὰ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία.
Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πὼς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ Της κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο.
Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα του Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώση αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνη ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς.
 Ἀφοῦ τό μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καί γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μέ φύλλα.

Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ’ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τό νὸμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τό χῶρο, ἂν ὂχι oἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τά πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ’ Ἐκείνη; Γι’αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λὸγο, ἐνῶ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι’ αὐτήν.
Καί μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τό νὸμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε Ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν Ἑαυτό του μὸνο γι’ Αὐτήν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος.
Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τὸσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, τίποτε τό κοινὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νά σκεφθοῦμε γιά τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μὲτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τό ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;

14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτά τά ἴδια τά σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τά ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τῆ γῆ δέν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νά πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητη τὴ βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια των Ἁγίων.
Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τή λογική τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη.
Γιατί ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχη λάβη τό δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον.
Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νά φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιά νά προξενήση στὸν Τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατί βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῆ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἂνθρωπο, ἀφoῦ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τή δεύτερη φύση Του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη της ὁρατή. Γιατί δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νά ἔχη ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακό τό καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ μποροῦσε νὰ γίνη κακός, ἀλλ’ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ Ἐκεῖνος πού, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατί διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θά ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ Δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα Του.
Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νά μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νά νομοθετῆ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νά ὑπάρξη κανένας ποὺ θά ἀκολουθήση ὅλους τούς νόμους, καὶ νὰ διατάσση πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νά πειθαρχήση καὶ νά ὁμιλῆ χωρὶς νά βρίσκη κανέναν ποὺ νά θέλη νά τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ ὅλα τά σημεῖα εὐτυχής, ἐδῶ νά μὴν εἶναι;

15. Ἐκεῖνο λοιπόν τό ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῆ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδή ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστής τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση;
 Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, Ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ Ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν Ἑαυτό Του, προτιμώντας την ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώση κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ oἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νά τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώση ἡ Παρθένος.
Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυό τά ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο μὲ ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ Ἴδια στὸν Ἑαυτό της, τὸ δεὺτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.
Γιατί διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τή δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς Της ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή Της, στὴ σταθερή θέλησή Της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη Της.
Ἐνῶ στὸν Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νά νικήση, ἦρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης.
Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακὸ τὴ θέλησή Του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νά δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή Του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανό τό σῶμα Του πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἒτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τό γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνη δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τό δῶρο του νὰ ἔχη ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.

16. Ἒτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρὸοδό της ἡ Μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῆ σὲ μιὰ μακάρια Μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῆ δηλαδὴ καθετί ποὺ ἀφορᾶ τὸν Υἱό Της, νὰ νικηθῆ ἡ Ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετή τοῦ παιδιοῦ Της καὶ νὰ κατορθώση δι᾽ Αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῆ περισσότερο χάρις σ’ Αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν Ἑαυτό της.
Φανέρωσε ἒτσι σ’ αὐτὸν τὸν κὸσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἂνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νά μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θά ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιά τὴν εὐγένειά του.
Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νά συναντηθῆ μὲ τή θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τὸσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχη καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ’ Αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῶ τὸν ἂνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος.
Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, πού ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστά ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεός τό νοητὸ κὸσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἂνθρωπο, ἒτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος.
Καί μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατί δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιά πρώτη φορὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.

17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἂνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο˙ οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τή φύση, ἀλλὰ τή συνετήρησε• οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθός τοῦ πλὰστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωσε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι Ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θά πρόσθετε βέβαια Ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νά προσθέση τό δεὺτερο.
Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τά ἄλλα ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώση τή χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νά λάβη μέρος στὶς πράξεις του.
Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῆ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὅργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἱκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν Ἑαυτό του.
Καί ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιά νά τὸ ποῦμε ἒτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανείς γιά νά τὸν φανερώση. Μὸλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ Αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τά σώματα μόνον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τό δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἲδιο τρόπο καὶ Ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ’ ἐξοχήν συγγενικό πρός τὸ πρῶτο φῶς.

18. Γι’ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ Πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν Ἀληθινὸ ἂνθρωπο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι.
Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πὼς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ Αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπη, ἔλαβε τό φῶς.
Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ της καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τό κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος.
Σήμερα «ὅλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τὸσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιά ὁλόκληρο τὸν κὸσμο ὠφελιμώτερη.
Σὴμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νά ἰδῆ τά μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νά περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό.
Καί εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ’ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλη, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιά νά βλέπη τὸν ἥλιο, ἒτσι ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τό ἀληθινὸ Φῶς καί διά μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους.
Μιά ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνωδία προσφέρεται σ᾽ Αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες oἱ γλῶσσες ψάλλουν τά δικά Της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνωδοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι oἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων.
Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νά εἴμαστε πρόθυμοι νά προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε.
Ἀλλὰ σ’ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θά μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια.
Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἐξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸν Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾽ αὐτοὺς ἐδῶ τούς λόγους πού σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακὸ μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν ἂναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή

Η Γέννηση της Θεοτόκου κατά τους Αγίους Πατέρες


Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ὁμιλία του στὸ «Γενέσιο τῆς Θεοτόκου» ἀναφέρει: «Σήμερα ἡ προφητευμένη ράβδος ἐβλάστησε ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἀπὸ τὴν ὁποία “ἐβγῆκε ἀνθὸς”, ποὺ δὲν δέχεται μαρασμό, ἀλλὰ καὶ ἀνακαλεῖ τὴν φύση μας, ποὺ ἐμαράθηκε καὶ γι’ αὐτὸ ἐξέπεσε ἀπὸ τὸν ἀμάραντο τόπο τῆς τρυφῆς καὶ τὴν ἐπαναφέρει στὸ εὐθαλὲς καὶ τῆς χαρίζει τὸ ἀειθαλές, τὴν ἀνεβάζει πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν εἰσάγει στὸν παράδεισο.
Εἶναι ἡ ράβδος μὲ τὴν ὁποίαν ὁ μέγας ποιμὴν μετέφερε τὸ λογικὸ ποίμνιο πρὸς τὶς αἰώνιες βοσκές· ἡ ράβδος, στὴν ὁποία στηριγμένη ἡ φύσις μας ἀπέθεσε τὴν παλαιότητα καὶ τὴν γεροντικὴ ἀδράνεια καὶ βαδίζει εὔκολα πρὸς τὸν οὐρανό, ἀφήνοντας τὴν γῆ κάτω σὲ αὐτοὺς ποὺ φέρονται πρὸς τὰ κάτω, διότι δὲν ἔχουν στήριγμα».1

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σὲ ἀντίστοιχη ὁμιλία του θὰ μᾶς πεῖ: «Ὅταν ἦταν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔρθει στὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πρῶτα ἁπλώνεται ὁ οὐρανός, ἔπειτα στρώνεται κάτω ἡ γῆ, ὁρίζεται ἡ περιοχὴ τῆς θάλασσας καὶ συγχρόνως γίνονται ὅσα συμπληρώνουν τὴν ὅλη διακόσμηση καὶ τῶν δύο αὐτῶν.
Ὕστερα τοποθετεῖται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸν παράδεισο σὰν βασιλιάς, γιὰ νὰ ἀσκεῖ τὴν ἀρετή. Λόγῳ τῆς παράβασης ὅλα τὰ εἶχε κυριέψει ἡ φθορὰ καὶ γεμάτος εὐσπλαγχνία ὁ Θεὸς φοβόταν μήπως βαδίσει στὴν ἀνυπαρξία τὸ πλάσμα τῶν χεριῶν του, ἀποφασίζει ἀπὸ πολλὴ καλωσύνη νὰ δημιουργήσει ἄλλο οὐρανὸ καὶ γῆ καὶ θάλασσα, ὅπου θὰ εὕρισκε θέση ὁ ἀχώρητος σὲ ὅλα γιὰ τὴν ἀνάπλαση τοῦ γένους μας.
Κι᾽ αὐτὰ εἶναι ἡ μακαρία καὶ πολυύμνητη Παρθένος. Ὢ θαῦμα μέγα! Εἶναι αὐτὴ οὐρανός, γιατί ἀπὸ τὰ ἀπάτητα θησαυροφυλάκιά της ἀνέτειλε τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, εἶναι γῆ, γιατί ἀπὸ τὶς ἁγνὲς λαγόνες τῆς ἀφθαρσίας βλάστησε τὸν στάχυ τῆς ζωῆς, καὶ εἶναι θάλασσα, γιατί ἀπὸ τοὺς κόρφους της ἄφησε νὰ προβάλει τὸν νοητὸ μαργαρίτη».2

Στὴν ὁμιλία στὴν “Γέννησιν τῆς Θεοτόκου” ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας σημειώνει: «Ἡ Πανάμωμος δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο· οὔτε πάλι μᾶς ἔδωσε τὴ φύση, ἀλλὰ τὴν συνετήρησε· οὔτε μᾶς ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ προσέφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθὸς τοῦ πλάστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθη- κε μὲ τὸν τεχνίτη.
Αὐτὴ ξανάδωκε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θὰ πρόσθετε βέβαια ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ προσθέσει τὸ δεύτερο (δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἔλειπε).
Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τὰ ζῶα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸν Θεό, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν χρηστότητά Του, μόνη ἡ Παρθένος ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε.
Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴν φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νὰ λάβει μέρος στὶς πράξεις του.
Ἀλλὰ καὶ καμμία ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴν χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος· ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει. Γιατί βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρεῖ τὸ κατάλληλο ὄργανο ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του».3
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο θὰ σημειώσει «Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῶ ἡ Παρθένος ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγει, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.
Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθεῖ σὲ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει;
Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά της; Ποιὸς τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήσει; Ἀπὸ ποῦ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος;
Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν οἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τόσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους».4
1. Γρηγ. Παλαμᾶ Ε.Π.Ε. τόμ. 10 σελ. 589

2. Ἰ. Δαμασκηνοῦ Ε.Π.Ε. τόμ. 9 σελ. 213
3. Νικολάου Καβάσιλα Ἡ Θεομήτωρ Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας σελ. 109 4.Ὅ.π. σελ. 69
 Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1988  6 Σεπτεμβρίου 2013

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...