Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2011

Ιερός Ναός Αγίου Νεκταρίου Πατρών -ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ 9ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΤΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ









ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ 9ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011






ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ



ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ





ΤΡΙΤΗ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011



Ώρα 6.00 μ.μ. Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας και θείου κηρύγματος υπό του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεώς μας και Καθηγουμένου της Ι. Μονής Γηροκομείου Αρχιμανδρίτου π. Συμεών Χατζή.



Ώρα 10.00 μ.μ. – 1.00 π.μ. Μικρά Ιερά Αγρυπνία κατά την οποία θα ψαλλούν τα εγκώμια του Αγίου Νεκταρίου έμπροσθεν των Αγίων του Λειψάνων. Θα ιερουργήσει και θα ομιλήσει ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Παύλος Αμανατιάδης.



ΤΕΤΑΡΤΗ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011



Ώρα 7.00 – 10.00 π.μ. Όρθρος – Πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία κατά την οποία θα ιερουργήσει και θα ομιλήσει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Χρυσόστομος.



Ώρα 5.30 μ.μ. Εσπερινός - Ιερά Παράκλησις και Λιτάνευσις της Ιεράς Εικόνος και των Αγίων Λειψάνων ανά την Ενορία. Θα ομιλήσει ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Χρύσανθος Στελλάτος.



Διαδρομή Λιτανείας: Αγ. Νεκταρίου – Μαυροβουνίου – Ωρωπού – Ελευσίνος – Ελ. Βενιζέλου – Παγγαίου – Ι. Ναός

Οἱ ἄνεργοι θεολόγοι



πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 4/11/2011
Οἱ ἄνεργοι θεολόγοι
ΕΙΝΑΙ ἕνα θέμα τὸ ὁποῖον κά ποιοι δημιουργοῦν συχνὰ ἀνὰ μερικὰ ἔτη, χωρὶς νὰ προβληματίζωνται κἄν. Πρόκειται διὰ τοὺς ἀδιορίστους – ἀνέργους θεολόγους. Κάποτε εἰς τὴν περίοδον τοῦ μεσοπολέμου οἱ ὑπεύθυνοι εἶδον τὸ πρᾶγμα μὲ κάποιαν αἰσιοδοξίαν καὶ ἤνοιξαν τὰς θύρας τῆς Θεολογίας καὶ ηὔξησαν τὸν ἀριθμὸν τῶν εἰσακτέων εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολήν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσουν θεολόγους ἀνέργους διὰ μερικὰ ἔτη. Τότε οὔτε ἡ Πολιτεία οὔτε ἡ Ἐκκλησία εἶχον τὴν δυνατότητα νὰ τοὺς ἀπασχολήσουν.
Καὶ ἡ μὲν Ἐκκλησία ἐδέχετο αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ὥδευον πρὸς τὸν κλῆρον καὶ μάλιστα μὲ σχετικὴν δυσκολίαν, διότι κάποιοι εἶχον κωλύματα ἱερωσύνης καὶ ἠμποδίζοντο πνευματικῶς. Ἄλλοι δὲν ἦσαν ἀρεστοὶ εἰς τινας ἱεράρχας, οἱ ὁποῖοι ἀπέφευγον νὰ τοὺς προσλάβουν ὡς συνεργάτας διὰ προσωπικούς των λόγους...

Ὑπῆρξαν τὴν περίοδον ἐκείνην κάποιοι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν νοοτροπίαν, ποὺ ἐπεκράτει τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας καὶ ἠρκοῦντο νὰ βλέπουν τὸν «παπᾶν» μόνον λειτουργὸν καὶ τίποτε ἄλλο. Διὰ κήρυγμα, κατήχησιν, διὰ ἀνάλογον μὲ τὴν ἐποχὴν πνευματικὴν φροντίδα δὲν ἐνδιαφέροντο. Ἐπρόβαλλον πάντοτε οἰκονομικοὺς λόγους, διότι ἡ ἐναπομείνασα ἐκκλησιαστικὴ περιουσία ἀπὸ τὰς συχνὰς ἀπαλλοτριώσεις ὑπὸ τοῦ Κράτους δὲν ἐτύγχανε ποτὲ κάποιας στοιχειώδους ἀξιοποιήσεως καὶ διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἐφημέριοι δὲν ἠμοίβοντο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖ στον ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν πιστῶν, τὰ λεγόμενα «τυχερὰ φιλότιμα».
Μετὰ τὸν Β/ Παγκόσμιον Πόλεμον ἀνέλαβε καὶ τὸ Κράτος νὰ μισθοδοτῆ τοὺς ἐφημερίους ὑπὸ σχετικοὺς ὅρους βεβαίως. Διὰ τοὺς μὴ δυναμένους νὰ ἱερωθοῦν θεολόγους δὲν ἐγένετο τίποτε τὸ σπουδαῖον, διότι πολλοὶ Ἱεράρχαι ἐπικαλούμενοι οἰκονομικὴν ἀδυναμίαν ἀνέθετον ἔργον ἀνάλογον εἰς ἱερεῖς ἤ δὲν ἐνδιεφέροντο διὰ τὰς τοιαύτας ἀνάγκας. Ἡ πολιτεία ὡς ἦτο παλαιόθεν ἡ συνήθεια ἀπησχόλει ἀριθμὸν λαϊκῶν θεολόγων εἰς τὰ σχολεῖα διὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Τὸ ὡράριον αὐτῶν ἦτο περιορισμένον καὶ συχνὰ ἐδημιουργεῖτο ἀδιαχώρητον. Περιωρισμένος δὲ ἦτο καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν σχολείων, διότι ὡς τὰ μέσα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ὑποχρεωτική διὰ τοὺς Ἕλληνας πολίτας ἦ το ἑξαετὴς δημοτικὴ ἐκπαίδευσις, εἰς τὴν ὁποίαν εἰργάζοντο οἱ διδάσκαλοι. Ἡ Μέση καὶ Ἀνωτάτη Ἐκ παίδευσις ἦσαν προαιρετικαὶ καὶ ὑπῆρχον δεσμεύσεις, δηλαδὴ δίδακτρα κ.λπ.
Πῶς προέρχεται ἡ ἀνεργία
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ Σχολὴ τοῦ Παν. Ἀθηνῶν καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἦσαν αἱ μόναι, αἱ ὁποῖαι κατήρτιζον ὀρθοδόξους θεολόγους διὰ τὸν κλῆρον καὶ τὴν Ἐκπαίδευσιν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ περισσότεροι λαϊκοί. Αἱ σχολαὶ αὐταὶ ἐνεφανίσθησαν συγχρόνως καὶ ἔ χουν ἀφετηρίαν διαφέρουσαν μερικὰ ἔτη καὶ ἡ Σχολὴ τῆς Χάλκης, κατήρτιζε μόνον θεολόγους διὰ τὸν κλῆρον, ἐνῶ τῶν Ἀθηνῶν εἶχε καὶ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀπησχολοῦντο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ ὡς ἐκπαιδευτικοί. Μέχρι τὸ 1926 ἦσαν μόνον ἄρρενες. Ἐπειδὴ ὅμως κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τὰ Μέσα σχολεῖα ηὔξανον εἰς τὴν χώραν ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἐδέχθη πρὸς φοίτησιν καὶ θήλεις ὡς καὶ αἱ ἄλλαι πανεπιστημιακαὶ σχολαί.
Πλὴν τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τῆς ἐκπαιδεύσεως καὶ ἄλλοι χῶροι ἐ χρησιμοποιήθησαν ἀναλόγως διὰ τὴν προώθησιν τοῦ ἔργου των. Πλὴν ὅμως εἰς τοὺς χώρους αὐτοὺς δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀπασχοληθοῦν πολλοὶ θεολόγοι. Καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Πολιτεία δὲν ἠδυνήθησαν να ἀξιοποιήσουν μεγάλον ἀριθμὸν πτυχιούχων τῆς Θεολογίας, ὥστε οὗτοι νὰ παραμείνουν πολλὰ ἔτη ἀναξιοποίητοι καὶ ἄνεργοι.
Τὸ περίεργον ὅμως εἶναι ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἐνδιαφέρεται πλὴν τῆς ἱερωσύνης νὰ ἀπασχολήση θεολόγους. Ἐνῶ θὰ ἔπρπε νὰ ἀναζητηθοῦν χῶροι καὶ τρόποι, ὅπου σήμερον δὲν ὑπάρχουν, ἀδιαφοροῦν οἱ ὑπεύθυνοι διὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν σπουδαζόντων τὴν θεολογίαν ἀφήνοντες τὸ θέμα εἰς τὴν εὐθύνην τῆς Πολιτείας. Εἰς ἐποχὰς προόδου ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἔγιναν βήματα πρὸς τὸν τομέα αὐτόν. Καὶ θεολογικὸν οἰκοτροφεῖον ἵδρυσεν ἡ Ἐκκλησία. Καὶ διάφορα κατὰ τόπους μαθητικὰ οἰκοτροφεῖα ἵδρυσαν καὶ ἐλειτούργησαν διάφοροι ἱεραὶ μητροπόλεις καὶ εχρησιμοποίησαν θεολόγους.
Εἰς ἄλλους χώρους τῆς ἐκπαιδεύσεως ἡ Πολιτεία ἀπησχόλησε τούτους εἰς τὰ δικαστήρια ἀνηλίκων, εἰς κατασκηνώσεις κ.λπ. Αὐτὰ τὰ ἀνοίγματα ἐγένοντο εἰς ὡρισμένας ἐποχὰς καὶ ὅταν συνέπεσε νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι μὲ τὸ ἀνάλογον ἐνδιαφέρον.
Δυστυχῶς ὅμως τὸ ἐκτὸς ἐκπαιδεύσεως ἔργον τῶν θεολόγων δὲν ἔτυχε προσεκτικῆς ἀξιολογήσεως καὶ δὲν δίδεται σωστὴ συνέχεια μὲ τὴν γενικὴν δικαιολογίαν ὅτι αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ κάνουν καὶ ἄλλοι. Δι᾽ αὐτὸ ὑπάρχει μία στασιμότης εἰς νευραλγικοὺς τομεῖς τῆς κοινωνίας. Ἀφοῦ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία δὲν δύναται νὰ ἀνταποκριθῆ εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ καιροῦ τότε θὰ πρέπη ἡ Πολιτεία νὰ περιορίση τὸν ἀριθμὸν τῶν εἰσερχομένων εἰς τὰ Πανεπιστήμια νέων, ἐφ᾽ ὅσον τοὺς περιμένει ἀνεργία

Οι Σφακιανοί νεομάρτυρες & τα μηνύματα που μας στέλνουν





Πολλά έχουν γραφτεί για τους Σφακιανούς αγίους, αυτούς που η επαρχία μας έχει προσφέρει στη χορεία των νεομαρτύρων του λαού μας κατά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ποιους αποκαλούμε νεομάρτυρες όμως και γιατί τιμούμε τη θυσία τους; Θα συνειδητοποιήσομε το μεγαλείο του μαρτυρίου τους αφού τους τοποθετήσομε στην εποχή τους και στα δεδομένα που τους ανέδειξαν.

Η Οθωμανική δεσποτεία δεν υποχρέωνε τους χριστιανούς να ασπαστούν την πίστη του δυνάστη τους. Κι αυτό γιατί ήταν ανάγκη για ένα κράτος με τη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να έχει δεύτερης κατηγορίας πολίτες τους οποίους απομυζούσε. Η κρατούσα θρησκευτική ομάδα ζούσε θεσμοθετημένα, επίσημα, σε βάρος των υπόδουλων, των ραγιάδων, λέξη που υποδηλώνει το πρόβατο που αρμέγεις και κατ’ επέκταση εκμεταλλεύεσαι. Η ύπαρξη δεύτερης κατηγορίας πολιτών ήταν λοιπόν απαραίτητη για να ζουν σε βάρος τους οι Τούρκοι κυρίαρχοι. Για παράδειγμα, στη φορολογία, οι Χριστιανοί φορολογούνταν με ένα ποσοστό 78% στο εισόδημά τους ενώ το αντίστοιχο στους Μουσουλμάνους ήταν 25%. Πέρα από τη φορολογία βέβαια, ο υπόδουλος πληθυσμός δεν είχε δικαιώματα τιμής κι αξιοπρέπειας απέναντι στον Τούρκο, εκτεθειμένος συνεχώς στην αυθαιρεσία και το δικαίωμα ζωής και θανάτου που είχε ο τελευταίος απέναντί του.

Αυτό το προϊόν της προκοπής του λαού μας, που καρπωνόταν έτσι ο κατακτητής, παρασιτώντας κυριολεκτικά σε βάρος του, αποτελούσε και το λόγο της ανοχής της ύπαρξης χριστιανών στην αυτοκρατορία, κι όχι βέβαια η ανεξιθρησκία κι η δήθεν ανεκτικότητα των Οθωμανών, όπως προσπαθούν να μας πείσουν σήμερα αυτοί που μας προετοιμάζουν να ξαναγίνομε ραγιάδες. Υπήρχαν όμως εξισλαμισμοί. Η απόλυτη εξουσία των Μουσουλμάνων απέναντι στους Χριστιανούς οδηγούσε σε τόσο αφόρητες συνθήκες διαβίωσης τους υπόδουλους, που πολλοί, μη αντέχοντας, μούτιζαν και περνούσαν πια κι αυτοί στο γένος που κυριαρχούσε. Λέμε γένος, γιατί τότε δεν υπήρχε διαχωρισμός με βάση την εθνικότητα αλλά με βάση τη θρησκεία. «Τούρκος» ήταν ο μουσουλμάνος, «Ρωμιός» ο ορθόδοξος, ενώ τα άλλα θρησκευτικά δόγματα της αυτοκρατορίας αποτελούσαν ξεχωριστά μιλλέτια, γένη, όπως οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι κλπ. Κι όποιος εξισλαμιζόταν «Τούρκευε». Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις υποχρεωτικού εξισλαμισμού: Το παιδομάζωμα, όπου υποχρεωτικά νέοι ραγιάδες αρπάζονταν από τις οικογένειές τους και εξισλαμίζονταν. Έτσι, οι Οθωμανοί στερούσαν από τους υπόδουλους λαούς τα πιο υγιή και σθεναρά μέλη τους, που προορίζονταν να ενδυναμώσουν τις τάξεις του κατακτητή. Και υπήρχαν κι εξισλαμισμοί στη βάση ατομικών περιπτώσεων πίεσης και διάθεσης εξευτελισμού, όπως μας διδάσκει και η ιστορία του αγίου Ιωάννη, ο οποίος όντας Χριστιανός πιέστηκε να μουτίσει.


Στην Κρήτη, την εποχή του Δασκαλογιάννη, ο μισός πληθυσμός είχε τουρκέψει. Οι Τουρκοκρητικοί, μουτισμένοι [=υποταγμένοι] δικοί μας, ασκούσαν στα μέχρι χτες αδέρφια τους την ίδια καταπίεση που οι ίδιοι υφίσταντο μέχρι τον εξισλαμισμό τους κι αυτή η κατάσταση αναπαράγεται σ’ όλη την Αυτοκρατορία: Όσοι παραμένουν στην πίστη μας, όσοι κρατούν την ταυτότητά μας, το κάνουν με προσωπική τους θυσία. Εμείς που σήμερα λεγόμαστε Έλληνες, οι Σέρβοι, οι Αρμένιοι είμαστε οι απόγονοι αυτών που δεν τουρκέψανε τότε. Κι οι σημερινοί Τούρκοι είναι οι απόγονοι αυτών που λύγισαν, και το ξέρουν πολύ καλά κι οι ίδιοι.

Το να παραμένεις χριστιανός αποτελούσε από μόνο του πράξη αντίστασης, με συνέπειες που τις βίωναν κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Η αλλαγή θρησκείας επιτρεπόταν μόνο προς το Ισλάμ, ποτέ αντίστροφα. Αν ήσουν Χριστιανός μπορούσες να γίνεις Μουσουλμάνος, αν ήσουν Μουσουλμάνος απαγορευόταν να γίνεις χριστιανός, αποτελούσε παράβαση του ιερού νόμου του Ισλάμ και η ποινή ήταν θάνατος.

Εδώ είναι που εμφανίζονται οι Νεομάρτυρες: Πρόκειται για εξισλαμισμένους που ομολογούν ξανά πίστη στο Χριστό. Κι αφού αυτό δεν επιτρέπεται, υποβάλλονται σε βασανιστήρια προκειμένου να αλλάξουν γνώμη, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν με μαρτυρικό τρόπο, κερδίζοντας μια θέση στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας και προσφέροντας ένα αντιστασιακό πρότυπο, ελπίδα και δύναμη στους σκλάβους.

Τα βλέπομε αυτά στο μαρτύριο των Σφακιανών αγίων: Στο Μανουήλ που επανήλθε στην πίστη των πατέρων του μετά από τον εξαναγκασμό του σε εξωμοσία, στον Ιωάννη που αρνήθηκε να εξομώσει προκειμένου να επικυρωθεί η αθωότητά του σε δίκη για θάνατο Τούρκου που δεν είχε διαπράξει. Πράγματι, η παρέα του διαπληκτίσθηκε με Τούρκους στη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας και σκότωσε έναν απ’ αυτούς, ο Ιωάννης όμως έμεινε αμέτοχος. Αυτό δεν εμπόδισε τους Τούρκους να τον κατηγορήσουν για την εκτέλεση του ομοεθνούς τους, παράδειγμα της αυθαιρεσίας που αναφέραμε παραπάνω. Και, ασκώντας την απόλυτη εξουσία που είχαν πάνω στους σκλάβους, για τον ξεφτιλίσουν του έθεσαν το δίλημμα: Τούρκος ή ένοχος. Κι Εκείνος, στο ύψος των περιστάσεων σα Σφακιανός, επέλεξε τη δικαιοσύνη του Χριστού και του λαού μας κι όχι τη δικαστική παρωδία που θα του έσωζε μια ζωή που δε θα ΄θελε να ζει. Λέει η παράδοση πως η θυσία των Αγίων μας δεν πήγε χαμένη. Έδωσαν θάρρος στους ραγιάδες τόσο το μαρτύριο όσο και τα θαύματα που το συνόδευσαν, στο μεν Μανουήλ με την τροπή του δημίου σε φυγή, στο δε Ιωάννη με το μέγα φως εξ ουρανού που περιέλουσε το κρεμασμένο κορμί του.

Τα μηνύματα που στέλνουν οι Σφακιανοί Άγιοι, αλλά κι όλοι οι Νεομάρτυρες του λαού μας, παραμένουν διαχρονικά κι έχουν εφαρμογή και σήμερα, μέσα στην ηθική πρώτα απ’ όλα κρίση που περνούμε, προϊόν της οποίας είναι και η οικονομική.

Το πρώτο είναι το ζήτημα της ταυτότητάς μας: Οι Νεομάρτυρές μας, σάρκα από τη σάρκα του λαού μας, δε θέλησαν να χάσουν την ιδιότητα του μέλους του βολευόμενοι σε κάτι άλλο, περνώντας το κατώφλι της εξουσίας που τους χάριζε η αλλαγή πίστης, δηλαδή γένους, εθνότητας. Και σήμερα ο λαός μας διεκδικεί την ιδιοπροσωπία του, με σεβασμό στις άλλες ταυτότητες και κουλτούρες της Οικουμένης απέναντι στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, απέναντι στους ντόπιους απολογητές της που τον θέλουν απρόσωπο, καταναλωτή αγαθών που έχει πειστεί ότι χρειάζεται. Διεκδικεί τις αξίες που τον έφεραν μέχρι εδώ δια πυρός και σιδήρου μέσα από αιώνες σκλαβιάς σε δυνάστες από Δύση κι Ανατολή. Γιαυτή την ταυτότητα οι Άγιοί μας μαρτύρησαν, γιαυτή την ομολογία πίστης, που ξεπερνά το θρησκευτικό πλαίσιο και αποκτά στην περίπτωσή μας τα εθνικά χαρακτηριστικά της Ρωμιοσύνης.

Ίσης σημασίας μήνυμα που μας περνούν είναι αυτό της Αντίστασης: Δεν υπέκυψαν στο μαστίγιο των βασανιστηρίων ούτε στον πειρασμό της συμμετοχής τους στη νομή της εξουσίας. Αντιστάθηκαν για να προασπίσουν μιαν ιδέα, μια ταυτότητα. Και μεις σήμερο ν’ αντισταθούμε πρέπει απέναντι και στους νεοσουλτάνους της Άγκυρας που θέλουν να μας κάμουν πάλι ραγιάδες και στους δωσίλογους που τους προωθούν στην πατρίδα μας. Γιαυτό, πρέπει, όπως κι Έκείνοι, να έχομε πίστη στα δίκαιά μας και όραμα υψηλότερο από τη βολή μας.

Οι Άγιοί μας μας δίδουν αφορμές και γι άλλες σκέψεις, μέσα στη μιζέρια που ζούμε στην εποχή του Μνημονίου. Άραγε ποια εποχή ήταν πιο δύσκολή, τότε ή τώρα; Κι αν τότε τα ξεπεράσαμε, με τρομακτικό φόρο αίματος, με μαρτύρια των αγίων μας και απώλεια τόσων μουτισμένων αδερφών μας, σήμερα τι είναι αυτό που θα μας δυσκολέψει να ξεπεράσομε κι αυτή την κρίση; Πιθανόν να είναι ακριβώς η πίστη που είχαμε τότε και δεν έχομε τώρα. Γιατί τότε, όσοι συνεχίσαμε να είμαστε Ρωμιοί, είχαμε τις αξίες της ταυτότητάς μας πάνω απ’ όλα: Την αλληλεγγύη, τον κοινοτισμό, την πρεπιά, την εργατικότητα, τη σεμνότητα. Την αγάπη στην Ελευθερία, την περηφάνεια, την ανδρεία, την Αντίσταση. Και κοινό παρονομαστή σ’ όλα αυτά την Ορθοδοξία, που κωδικοποιεί, όπως κι η θρησκεία κάθε λαού, τις προτάσεις μας στο μεγάλο ερώτημα της ζωής. Αυτές τις αξίες τις χάσαμε σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό. Γιατί μας εκφύλισαν οι ψεύτικες ανέσεις, γιατί το όραμά μας περιορίστηκε στην ικανοποίηση ψεύτικων αναγκών με κάθε μέσο, άρα όχι με βάση τις αρχές μας. Γιατί το αντιστασιακό μας πνεύμα, αν και δεν πρέπει να έχει πεθάνει μέσα μας, βρίσκεται σε λήθαργο. Εκείνοι όμως, έχασαν μια προσωρινή ζωή για να σταθούν συνεπείς σε μιαν ιδέα, σε αξίες, για μη χάσουν μια ταυτότητα συγκεκριμένη. Αν το σκεφτεί κανείς, το δικό μας έργο σήμερο είναι τελικά ευκολότερο από το δικό τους. Κι αν αποτύχομε θα βρούμε άραγε δικαιολογίες να πούμε στα κοπέλια μας;

Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 21-8 στην εκκλησία του Αγίου Μανώλη στο Ασκύφου Σφακίων, στα 200 χρόνια από το μαρτύριο του Αγ. Ιωάννου.

Οι έννοιες «αγιότητα» και «άγιος» (και η θέωση)


+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητή Πανεπιστημίου




Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της φύσε­ως του Θεού. Σημαίνει απουσία κάθε ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της, από την πανακήρατη φύση. Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος, διότι η ουσία του είναι «φύσει αγα­θή». Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά ανύπαρκτη. Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επιφαινόμενο. Φαίνεται, δεν είναι, και λαμβάνει την υπόστασή της εκεί, όπου τα λογικά όντα απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται η αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). Έτσι και το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί ε­κείνο.
Στο στάδιο της θείας οικονομίας, η αγιότητα του Θεού είναι η θεία του ενέργεια στην πολλαπλή σχέση της προς τις ελεύθερες πράξεις των λογικών κτισμάτων. Από τη θεία ενέργεια απορρέει και προς αυ­τήν αναφέρεται κάθε ιδέα κτιστής αγιότητας. Ο Θεός, ως δημιουργός, έθεσε στα όντα την ηθική τάξη και τους ηθικούς νόμους του την τήρη­ση των οποίων απαιτεί, τιμωρώντας τις όποιες παραβάσεις τους. Από την άποψη αυτή ο Θεός είναι δίκαιος, και κατ’ επέκταση κριτής των ηθικών ενεργειών των πλασμάτων του.
Στο μυαλό μας η αγιότητα του Θεού νοείται σε συνδυασμό με την ηθική ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου. Ό,τι κακό παρατηρείται σ’ αυτόν, το απομακρύνουμε από την καθαρή και αμόλυντη θεία φύ­ση. Ως γνωστόν, με τον τρόπο αυτό δουλεύει η άποφατική θεολογία, η όποια αφαιρεί από την ουσία του Θεού κάθε τι το κακό, ατελές και άναγνο, που παρατηρείται στην ηθική περιοχή του όντος. Διά των α­φαιρέσεων φθάνουμε στην απόλυτη τελειότητα του Θεού. Η αγιότη­τα είναι έκφραση της τελειότητας αυτής.
Ο Θεός είναι άγιος. Έτσι τον είδαν και τον έψαλλαν οι άγγελοι σύμ­φωνα με το όραμα του Ησαΐα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Και επειδή ο Θεός δεν αρέσκεται σε υπερβολές (προς τί άλλωστε;), η αγιότητα του είναι εκφρασμένη απλά σε θετικό βαθμό. Όπως είναι εκφρασμένη και η α­γιότητα του Χριστού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου α’, 16 [για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ]), και όπως και του Πνεύματος του Θεού, το οποίο προσωνυμείται απλά «άγιον» («Πνεύμα άγιον»), τόσο στη σειρά της Αγ. Τριάδος, όσο και στις πολλές μαρτυρίες της θείας Γραφής. Βέβαια υπάρχουν και προ­σωνυμίες σε βαθμό υπερθετικό: την Τριάδα αποκαλούμε «Παναγίαν» («Παναγία Τριάς ελέησον ήμας…»), όπως «Παναγία» προσαγορεύεται και η Μητέρα του Χριστού. Τα επισημαίνω αυτά, γιατί εδώ στη γη συμ­βαίνουν άλλα πράγματα…

Η Παναγία και οι γονείς της (στο κάτω μέρος, ο δίκαιος Ιεσσαί, πατέρας του Δαβίδ, από τη "ρίζα" του οποίου καταγεται η Παναγία)

Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αποκαλεί την Εκκλησία «αγίαν»: «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Την αγιότητά της η Εκκλησία αντλεί από την αόρατη και μυστική της κεφαλή, το Χριστό: «καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση…, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη εχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιού­των, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος» (Εφεσίους ε’ 26, 27). Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος, που την εμπνέ­ει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της, δηλα­δή η αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της Εκκλησίας δεν μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι α­τελείς και έμπερίστατοι, είναι αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκ­κλησία, για ν’ αγιάζει τα ασθενή μέλη της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους τελειοποίηση.
Άγια, τέλος, είναι και άλλα μεγέθη πνευματικά και υλικά. Άγιος είναι ο Νόμος του Θεού (Ρωμαίους ζ’, 12), ως συγκεκριμένη έκφραση του αγίου του θελήματος, η τήρηση του οποίου δεσμεύει κάθε άνθρωπο. Άγιες είναι οι θείες Γραφές (Ρωμ. α’ 2), στις οποίες είναι καταχωριμένη η αλήθεια, την οποία φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λό­γος του Θεού. Άγιος είναι και ο χριστιανικός ναός μαζί με όσα υπάρ­χουν σ’ αυτόν, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού. Άγια είναι και τα ιερά μυστήρια, και προ πάντων η θεία Ευχαριστία, διά των οποίων αναγεννάται και τρέφεται πνευματικά ο άνθρωπος, και άλλα πολλά.
Στο ηθικοπνευματικό πεδίο η αγιότητα εκφράζεται ως κατάσταση, στην οποία φτάνει ο άγιος, ως τέλειος και ολοκληρωμένος χριστια­νός. Είναι αγιότητα σχετική, συγκρινόμενη με την απόλυτη αγιότητα του Χριστού, τον οποίο δεν εσπίλωσε κανένα ίχνος αμαρτίας (Α΄ Πέτρ, β’ 22), και ο οποίος δεν είχε καν τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει, λόγω της συνθέσεως του θεανδρικού προσώπου του.
Όπως εύκολα νοείται, η αγιότητα δεν είναι τέλεια από την αρχή και στατική, φυτευμένη στη φύση του ανθρώπου, αλλά κατάσταση δυνα­μική και εξιλεωτική. Δεν γεννιέται κανείς άγιος, αλλά γίνεται. Το πρώ­το αποτελεί αντίφαση. Αρετή και στάση είναι πράγματα αντιφατικά Για να γίνεις άγιος πρέπει να διανύσεις πολύ δρόμο να δουλέψεις ε­πίμονα κι εντατικά, φυσικά πάντοτε με τα όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12) και με τη χάρη του Θεού να πολεμήσεις την ευπερίστατη αμαρτία (Εβραίους ιβ’ 1) και τις μεθοδείες του διαβόλου (Εφεσίους ζ’ 11)· να καθαρί­σεις επιμελώς το σώμα και τη ψυχή σου από πάθη αμαρτωλά (Α’ Κορινθίους ζ’ 1), από επιθυμίες και σκέψεις και λογισμούς πονηρούς, από τη φι­ληδονία της σάρκας και την κακία στην όποια μορφή της, που κουβα­λάει μέσα του κάθε άνθρωπος, για να φθάσεις «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους δ’ 13). Παράλληλα πρέπει να κοσμή­σεις τη ψυχή σου με τις ουρανοδρόμες αρετές, την ταπείνωση, την πίστη και την αγάπη. Όταν φτάσει κανείς ν’ αγαπά σωστά το Θεό (Ματθ. κβ’ 37), τότε αγγίζει τα όρια της σχετικής αγιότητας.



Με άλλα λόγια, η θεία «εικών», που υπάρχει στην πλάση κάθε ανθρώπου (Γένεσις, α’ 27) και εντοπίζεται στο λογικό, το νοερό και το αυτεξούσιο της ψυχής του στη θετική της φορά στο αγαθό και το Θεό, πρέ­πει να γίνει «ομοίωσις», που σημαίνει να μοιάσει κανείς, σε μια πορεία εξελικτική, μ’ εκείνο που είναι ο Θεός, το οποίο απηχείται στη ψυχή του και δημιουργεί πνευματική συγγένεια με τον πλαστουργό του. Αυτό ισοδυναμεί με τη χαρισματική θέωση του πιστού. Ο άγιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος, ο θείας φύσεως κοινωνός (Β΄ Πέτρ. α’ 4), ο οικείος Θεού (Εφεσίους β’ 20). Η θέωση είναι το όριο στο οποίο εξαντλεί­ται, και με το οποίο ταυτίζεται η αγιότητα του ηθικού όντος. Το μέγε­θος αυτό, αρχόμενο από την παρούσα ζωή, θα ολοκληρωθεί μελλον­τικά στην αιώνια θεία βασιλεία.
Στο ζήτημα της θεώσεως των αγίων είναι πολύ ευαίσθητη η ορθό­δοξη ψυχή. Πώς όμως νοούμε τη θέωση; Εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική διασάφηση. Η θέωση δεν σημαίνει αφομοίωση της ουσίας του ανθρώπου με την ουσία του Θεού, πράγμα που πολλοί νομίζουν, ότι διαβλέπουν στο ορθόδοξο δόγμα. Η κτιστή ανθρώπι­νη φύση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’ αφομοιωθεί με την άκτιστη θεία. Δεν μπορούν να χαθούν οι κτιστοί χαρακτήρες της, που την προσδιορίζουν ως πεπερασμένο δημιούργημα. Η μετάπτωση της αν­θρώπινης φύσεως στη θεία είναι αδύνατο να γίνει, δεδομένης της α­πειρίας και της απόλυτης υπερβατικότητος της ουσίας του Θεού, η όποια είναι απρόσιτη, ακοινώνητη και αμέθεκτη. Η θέωση δεν ση­μαίνει πανθεϊστική ανάχυση και απορρόφηση του κτιστού από το άκτιστο (παράδειγμα: μια σταγόνα ξύδι στον απέραντο ωκεανό), ένα εί­δος μονοφυσιτικής ουσιώσεως στο πέλαγος της θείας απειρίας. Ο άν­θρωπος σ’ αυτήν παραμένει άνθρωπος και ο Θεός, Θεός. Το πράγμα είναι τόσο σαφές, ώστε να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Κι όμως η θέωση, για την οποία μιλάμε, δεν είναι απλό σχήμα λόγου, ιδέα διά­κενη ή ψιλός συμβολισμός της ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, αλ­λά θέωση πραγματική, μεταφέρουσα όλο το σημαινόμενο της λέξεως. Ο άνθρωπος γίνεται θεός (με μικρό βέβαια θ). Και φυσικά δεν πρό­κειται περί παραδοξολογήματος, ούτε περί αντιφάσεως προς όσα ση­μειώσαμε πιο πάνω.


Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώ­δης μετοχή στη θεότητα, όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ου­σία του Θεού, αλλά στην άκτιστη θεία του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο άφθαρτος και εγγενής πλούτος της, εί­ναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα εκείνης. Η θεία ενέργεια είναι αληθινός Θεός, εκφράζει την απρόσιτη και ανέκφραστη θεία φύση και είναι εξωτερικά κοινωνητή και μεταδότη. Δι’ αυτής φα­νερώνεται ο Θεός στον κόσμο, αγιάζονται οι λογικές φύσεις και συ­νάπτεται ο άνθρωπος με το Θεό. Άκτιστη χάρη και άκτιστη θεία ε­νέργεια είναι ταυτόσημες. Ο άνθρωπος, μετά από μακρά κάθαρση από την αμαρτία και την κόσμηση της ψυχής του διά των ουρανοδρόμων αρετών, ενούται με τη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας, με τη χάρη δηλαδή, λαμπρύνεται και θεοποιείται. Η ένωση αυτή του κτιστού με το άκτιστο δεν είναι απλή ηθική επαφή (αυτό στη χριστολογία έλεγε ο Νεστοριανισμός), αλλ ανάκραση πραγματική, περιχώρηση της αν­θρώπινης ουσίας από τη φωτεινή ενέργεια του Θεού. Με αυτή την έν­νοια θα λάμψουν οι δίκαιοι στη βασιλεία των ουρανών, όπως ο ήλιος (Ματθ. ιγ’ 43). Είναι θέωση κυριολεκτική, χωρίς αυτό να σημαίνει και πανθεϊστική ανάχυση των φύσεων. Έχουμε και παράδειγμα διασαφητικό, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο πεδίο της χριστολογίας. Όπως στον πυρακτωμένο σίδηρο η φύση του μετάλλου με τη φύση της φωτιάς ενώνονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να μη μπορείς να τα διαχωρίσεις, και ωστόσο παραμένουν καθ’ εαυτές αλώβητες (ο σίδηρος παραμένει σίδηρος και η φωτιά, φωτιά), έτσι κι εδώ το κτιστό πλάσμα ενώνεται βαθιά με την άκτιστη θεία ενέργεια, χωρίς να αποβάλει τη φύση του, προσλαμβάνοντας τη φωτιά του Θεού, στην οποία και θεοποιείται. Ο άνθρωπος γίνεται «χάριτι» θεός, αποκτά «κα­τά χάριν» εκείνο, που είναι «φύσει» ο Θεός.
Η θέωση είναι το τέρμα της πνευματικής εξελίξεως και τελειώσε­ως του άνθρωπου. Αρχομένη από την παρούσα ζωή, θα τελειωθεί στα έσχατα, στο χώρο της θείας βασιλείας, στον οποίο ολόλαμπρες κι ασ­τραφτερές στήλες θεώσεως θα είναι οι καταξιωμένες μορφές των αγίων. Όχι βέβαια κι οι φύσεις των αγγέλων, γιατί η θέωση άφορα μόνο τους ανθρώπους, για τους οποίους ο Χριστός απέθανε (Ρωμ. ε’ 8). Οι άγγελοι βρίσκονται ήδη στο στάδιο της αφθορης θείας δόξας.
Οι άνθρωποι, θείας φύσεως κοινωνοί (Β΄ Πετρ. α’ 4), και οι άγγε­λοι, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού (Εβρ. α’ 14), είναι το πνευ­ματικό επιτελείο της θείας βασιλείας. Οι πρώτοι, οι άγιοι, είναι σεπτά σκηνώματα της χάριτος. Τα λείψανα τους είναι ιερά, άξια ευλαβικής προσκυνήσεως και τιμής από μέρους των πιστών. Σ’ αυτά παραμένει η χάρη (=ενέργεια) του Θεού, η οποία τα κάνει άφθαρτα και θαυματουρ­γά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιερές εικόνες των αγίων, που κοσμούν τους χώρους της θείας λατρείας. Οι άγιοι είναι αποδέκτες της προ­σευχής της Εκκλησίας, που μεταφέρουν τα αιτήματα των πιστών στο Θεό, προσευχόμενοι συγχρόνως και οι ίδιοι για τους επί γης αδελφούς τους, που αποτελούν τα μέλη της στρατευόμενης του Χριστού Εκκλη­σίας.

Γέροντας Ἰωσήφ Βατοπαιδινός: «Εἴμαστε Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί δέν προδίδουμε τούς Προγόνους καί τά ἰδανικά μας»



Σπάνιο καί συγκλονιστικό βίντεο - ντοκουμέντο μέ τόν Μακαριστό Γέροντα ωσήφ Βατοπαιδινό:
"Νά προσέξουμε νά εμαστε χυρωμένοι στά δανικά μας. Δέν θά προδώσουμε! Εμαστε λληνες ρθόδοξοι Χριστιανοί! Δέν προδίδουμε! Δέν ποχωρομε! Δέν δεχόμαστε αρέσεις καί κακίες καί σατανικά δανικά! Εμεθα πόγονοι τν προγόνων μας... Νά εστε τοιμοι, γιατί θά δοκιμάσουμε μεγάλα δεινά. Εμαστε στό δρόμο τς συντελείας... Νά φροντίσουμε νά φανομε ντάξιοι τν προγόνων μας. Νά κρατήσουμε τά δανικά. Τήν Πίστη μας. Τά...
θη μας... Προσέξατε λοιπόν, νά σωθομε".
πέναντι στή λαίλαπα τν νθελλήνων καί προδοτν πολιτικν πού μαυρίζει τήν ψυχή κάθε λληνα, τά λόγια του Μακαριστο Γέροντος ωσήφ εναι κυριολεκτικά βάλσαμο! Δείχνουν πώς πάρχουν λληνες πρόθυμοι νά θυσιαστον γιά τήν Πατρίδα, τή Θρησκεία καί τά δανικά τς φυλς μας, τιμώντας τούς γνες τν προγόνων μας!
Τά φιερώνουμε στούς βριστές το γίου ρους, τς λλάδας καί τς ρθοδοξίας!
Τήν εχή σου νά' χομε, Γέροντα...

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...