Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 10, 2013

Η Πύλη του Παραδείσου


Νίκαια, 829 μ.Χ.
Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη. Την ήξεραν όλοι. Πώς όχι; Άλλωστε τη διαλαλούσε συχνά ο ντελάλης στους δρόμους και τις πλατείες.
Ο κραταιός αυτοκράτορας, ο μεγάλος Θεόφιλος, τους ξαναθύμιζε τη βασιλική διαταγή.
«Όποιος εξακολουθούσε να έχει στο σπίτι του εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων της Εκκλησίας και να προσκυνά τα μπογιατισμένα ξύλα σαν τους ειδωλολάτρες, να συλλαμβάνεται, να φυλακίζεται, να δημεύεται η περιουσία του και να εξορίζεται. Κι αν δεν μετανοιώνει, να θανατώνεται χωρίς έλεος.
Το νόμο του Αυτοκράτορα τον γνώριζαν πόσο σκληρός ήταν, μα της καρδιάς και της πίστης το νόμο δε γνώριζε ο Αυτοκράτορας πόσο ήταν δυνατός.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, στη Νίκαια, την ένδοξη πόλη της Μεγάλης Αυτοκρατορίας. Με το σκοτάδι σιγά-σιγά χάνονταν οι θόρυβοι του κόσμου και της βιοπάλης. Τρεμόσβηναν τα φώτα, κι ο ύπνος ερχόταν να παραλάβει τις κουρασμένες ψυχές, να τις αναπαύσει για λίγο, Μα αυτοί αντιστέκονταν στον ύπνο. Κάθε βράδυ, μόλις το σκοτάδι έπεφτε για τα καλά, ξεκινούσαν. Ήταν δύο. Μια γυναικεία φιγούρα μαυροντυμένη, με κατεβασμένο χαμηλά το μαντήλι, κι ένα παλληκάρι. Οι δυο σκιές γλιστρούσαν βιαστικά στο σοκάκι και έμπαιναν με προφύλαξη μέσα σ’ ένα μικρό χτίσμα. Αναζητούσαν μες στο σκοτάδι το μεγάλο θησαυρό τους. Μια γλυκύτατη και θαυματουργή εικόνα της μεγάλης Μάνας, της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο νέος άναψε ένα κερί. Σεβαστικά πλησίασαν και οι δύο. Το γλυκύτατο πρόσωπο φωτίστηκε. Ξεπρόβαλαν τα μεγάλα μάτια με τη χαρμολύπη στις κόγχες τους, το πάνσεπτο μικρό στόμα, το ποθεινότατο πρόσωπο του Υιού της.
Η χήρα μάνα γονάτισε. Από πίσω κι ο γιος. «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ μας». Είπαν κι άλλα. Είπαν πολλά με την καρδιά και τα χείλη. Σ’ Εκείνη και το Γλυκύτατο Υιό της είχαν αποθέσει όλη τους τη μέριμνα και την ελπίδα. Εκεί έρχονταν κάθε βράδυ αψηφώντας τη διαταγή. Μόνο εκεί, μόνοι, με το Θεό μόνο, ένοιωθαν ότι ζούσαν πραγματικά.
Δεν έμειναν όμως για πάντα αόρατοι. Οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα έκαναν καλά τη δουλειά τους. Τους είδαν; Τους πρόδωσαν; Πάντως την άλλη μέρα ήρθε διαταγή να παρουσιαστούν.
Σπάραξε η καρδιά της μάνας. Όχι για κείνη. Μα για την εικόνα, για το παιδί της. Η ίδια ήταν αποφασισμένη. Μεσολαβούσε μια νύχτα ακόμη. Ίσως η τελευταία σωτήρια νύχτα. Έπρεπε να παρθούν σκληρές, μα δυναμικές αποφάσεις. Γονάτισε. Έκανε την προσευχή της. Ο αέρας σφύριζε δυνατά. Πέρα μακριά το κύμα ξεσπούσε αγριεμένο. Ήταν σαν να την προκαλούσε. Η μεγάλη απόφαση πάρθηκε.
- «Πάμε», είπε στο γιο της. «Πάμε ν’ αποχαιρετήσουμε την Παναγία».
Γλίστρησαν ξανά και χώθηκαν στα σκοτάδια. Μετά από πολλή ώρα, τρεις σκιές στέκονταν στην παραλία. Η μία ήταν η Παναγία. Αγκάλιασαν την εικόνα. Την ασπάστηκαν. Την αποχαιρέτησαν χύνοντας δάκρυα πικρά. Ύστερα τη σήκωσε στην αγκαλιά της η μάνα. Έβαλε όση της απέμεινε δύναμη, ανέβηκε σε μια πέτρα και πέταξε την εικόνα στο κύμα.
- «Συγχώρα με, Παναγιά μου. Όσο μπόρεσα σε φύλαξα. Τώρα φυλάξου μόνη σου».
Βαρύς ακούστηκε ο παφλασμός στα νερά. Η μεγάλη Εικόνα στροβιλίστηκε δυο τρεις φορές και ύστερα σηκώθηκε ορθή. Ήταν σαν να περπατούσε στα κύματα γυρισμένη προς το μέρος τους. Φαινόταν καθαρά στο σκοτάδι, σα φωτεινή στήλη. Έφευγε προς τα δυτικά. Έμεναν ακίνητοι με θολωμένα από τα δάκρυα μάτια να τη βλέπουν να αρμενίζει και να μακραίνει. Κι όταν στο τέλος έμεινε μια φωτεινή κουκίδα, ένα πολύ μικρό αστεράκι και χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα, «στο καλό, Παναγία μου» σιγομουρμούρισαν κάνοντας το σταυρό τους και κοιτάχτηκαν μάνα και γιος στο πρόσωπο.
Και τώρα; Τι θα γινόταν τώρα; Πρώτη έλυσε η μάνα τη σιωπή.
- «Φύγε, παιδί μου. Φύγε να σωθείς. Δεν υπάρχει τόπος εδώ για μας. Εγώ θα μείνω να μαρτυρήσω την πίστη στο Χριστό. Εσύ όμως είσαι νέος. Πρέπει να ζήσεις. Φύγε. Από χωριό σε χωριό κι από βουνό σε βουνό. Η Παναγία θα σου δείξει τόπο να σταθείς».
Στανικώς και με παρακάλια έκανε το παιδί της να φύγει. Η μάνα έμεινε να κοιτάζει μια τη στράτα που χάθηκε ο γιος, μια τα κύματα που κρύψαν την εικόνα.
«Παναγία μου, φύλαξέ τον, και φυλάξου», ήταν ο τελευταίος της λόγος. Ύστερα πήρε το δρόμο για τον Κριτή.
Ο γιος σώθηκε. Πέρασε τόπους πολλούς, χωριά και πολιτείες. Πουθενά δεν αναπαύτηκε. Ήθελε να ριζώσει κάπου με ξάγναντο τη θάλασσα, ν’ αντικρίζει απέναντι την πατρίδα, να αναζητεί στα κύματα την Παναγία, που πίστευε πως θα ‘ρχόταν κάποτε από το πέλαγος.
Έφτασε στο Άγιο Όρος. Έγινε μοναχός και ηγούμενος στη μονή Ιβήρων. Μεγάλωσε, άσπρισαν τα μαλλιά και τα γένια του και η Παναγία δεν είχε ακόμη φανεί. Έκλεισε μια μέρα τα μάτια του μ’ αυτή τη λαχτάρα και προσμονή.
Οι πατέρες στη Μονή των Ιβήρων ήταν προϊδεασμένοι. Γνώριζαν για το μεγάλο Θησαυρό που είχε πέσει στη θάλασσα. Δεν ήξεραν όμως πού βρήκε αραξοβόλι. Ώσπου κάποιο βράδυ, το έτος 1004, ημέρα Τρίτη της Διακαινησίμου, παρουσιάστηκε στη θάλασσα ένα εξαιρετικό φαινόμενο. Οι μοναχοί πλησίασαν στην παραλία και έβλεπαν καθαρά ένα πύρινο στύλο να στέκεται πάνω σε μια εικόνα της Παναγίας.
Θερμά παρακαλούσαν την Παναγία να τους χαρίσει την αγία εικόνα Της. Μα όσο πλησίαζαν με τα πλοιάρια, τόσο εκείνη απομακρυνόταν.
Ο Γέροντας Γαβριήλ ήταν Ιβηρίτης. Αυτόν διάλεξε η Παναγία. Εμφανίστηκε σε όραμα λέγοντάς του:
- «Γαβριήλ, πιστέ δούλε του ηγαπημένου Υιού και Θεού μου, κοινοποίησον τω προεστώτι και τοις αδελφοίς ότι βούλομαι να δώσω αυτοίς την εικόνα μου, όπως σκέπη και βοηθή αυτοίς. Είσελθε εις την θάλασσαν και περιπάτησον επί των κυμάτων, επεί φέρεις το όνομα του νυμφαγωγού μου Αρχαγγέλου Γαβριήλ, και τότε γνωρίσουσι πάντες την εμήν θέλησιν και ευδοκίαν προς το μοναστήρι σας».
Κόντευε να ξημερώσει. Αγνάντεψε κατά τη θάλασσα. Ένα φως ακίνητο έφεγγε στα νερά της. Γρήγορα πήρε τον κατήφορο. Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στην παραλία. Περπάτησε με τα γόνατα πάνω στα κύματα και παρέλαβε τον ανεκτίμητο Θησαυρό.
Στο μεταξύ είχαν κατέβει και οι άλλοι πατέρες. Όλη η συνοδεία με τα εξαπτέρυγα και τα θυμιατά. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα. Τέτοια χαρά δεν είχε ξαναγίνει στην Ιβήρων. Την απέθεσαν στην Εκκλησία. Γύρω της όλα λαμποκοπούσαν. Οι μοναχοί και οι ιερομόναχοι. Οι Άγιοι απ’ τις τοιχογραφίες. Τα έμψυχα και τα άψυχα. Όλα τραγουδούσαν: «Καλώς όρισες, Κυρά, στο σπίτι το δικό μας».
Παναγία Πορταΐτισσα
Μα η χαρά τους δοκιμάστηκε πολύ, όταν την άλλη μέρα δε βρήκαν την εικόνα στη θέση της. Έψαξαν με πόνο και αγωνία, ώσπου τη βρήκαν στα τείχη της Μονής πάνω από την πόρτα. Τη μετέφεραν και πάλι στο ναό. Μα εκείνη επέστρεψε ξανά στα τείχη.
Την απορία τους έλυσε η ίδια η Παναγία σε όραμα του Οσίου Γαβριήλ.
- «Ειπέ τοις αδελφοίς ίνα μη με ενοχλούν του λοιπού, καθότι εγώ δεν επιθυμώ να φυλάττωμαι από υμάς, αλλ’ ίνα εγώ φυλάττω υμάς, ου μόνον εις την παρούσαν ζωήν, αλλά και εις την μέλλουσαν και να ελπίζωσιν εις την ευσπλαγχνίαν του Υιού μου και Δεσπότου άπαντες οι εν τω όρει τούτω εναρέτως μετ’ ευλαβείας και φόβου Θεού ζώντες μοναχοί».
Γέμισαν οι πατέρες από ανεκλάλητη χαρά και ψυχική αγαλλίαση, σαν άκουσαν το λόγο αυτό.
Έχτισαν παρεκκλήσιο δίπλα στην πύλη της Μονής και τοποθέτησαν εκεί, σε ιδιαίτερο λαμπρό προσκυνητάρι, τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας.
Και από τότε όποιος Αγιορείτης ή προσκυνητής περνάει την πόρτα της Μονής των Ιβήρων σταματά με σέβας και ευγνωμοσύνη μπροστά στην Υπεραγία Θεοτόκο χαιρετίζοντάς την αγαπητικά.
«Χαίρε, Πύλη Αδιόδευτε
Χαίρε, η Θύρα του Παραδείσου
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε».

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ «ΝΕΩΝ» ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ («Ἡ ὅλη αὐτὴ προσπάθεια εἶναι καθαρὰ ἕνα νεοεποχίτικο πείραμα».)


ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ «ΝΕΩΝ» ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ 

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

τῆς ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΛΑΜΙΑΣ

.       Τελευταῖα, πολλὰ δημοσιεύματα, ὁμιλίες, ἡμερίδες, παρεμβάσεις ἀπὸ Ἑνώσεις Θεολόγων καὶ μεμονωμένες προσωπικότητες γίνονται μὲ θέμα τὸ περιεχόμενο τῶν νέων Βιβλίων τῶν Θρησκευτικῶν στὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση. Ὁ νέος τύπος τοῦ μαθήματος παύει νὰ θυμίζει ὅ,τι ξέραμε παλιὰ καὶ βιωματικὰ μάθαμε στὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Γυμνάσιο. Τότε τὸ μάθημα ἦταν ὁμολογιακὸ καὶ κατηχητικὸ καὶ συμπλήρωνε στὰ ἑλληνόπουλα, τὰ ὀρθόδοξα δηλαδὴ παιδιά, μὲ ἐξαίρεση τοὺς μουσουλμάνους καὶ τοὺς παπικοὺς μαθητές, τὴν ἐλλιπῆ βαπτισματικὴ κατήχηση καὶ διδασκαλία τοῦ σπιτιοῦ.
.       Τώρα τὸ μάθημα γίνεται θρησκειολογικὸ –καὶ πανθρησκειακὸ– θὰ λέγαμε, διότι δὲν ἐξετάζονται τὰ ἄλλα θρησκεύματα ἁπλά, σὲ ξεχωριστὰ κεφάλαια, ἀλλὰπαράλληλα μὲ τὴν χριστιανικὴ διδαχή, δίπλα – δίπλα, σὰν νὰ εἶναι κάτι τὸ ἴδιο, καὶ σὰν νὰ πρόκειται, τὰ ἤδη βαπτισμένα παιδιὰ τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλλάδος καὶ Ἐκκλησίας νὰ διαλέξουν πίστη καὶ θρησκεία, ὄντας βαπτισμένα, τὸ ξαναλέμε, δηλ. ἡ πλειοψηφία τῶν μαθητῶν, καὶ χωρὶς νὰ ἐρωτηθοῦν οἱ γονεῖς τους, ἐὰν ἐπιτρέπουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση στὰ ἀνήλικα παιδιά τους. Σὰν νὰ πρόκειται νὰ διαλέξουν τὰ «σχολιαρούδια» κάποια προϊόντα ἀπὸ κάποια ράφια καὶ ἔχει βάλει τὰ ὁμοειδῆ ὅλα μαζὶ ὁ καταστηματάρχης..       Τυπικὰ μπορεῖ νὰ συνηθίζουμε νὰ λέμε ὅτι ὑπάρχουν διάφορες θρησκεῖες στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μας, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἱερὰ Παράδοση, δὲν εἶναι ἀνθρώπινες θρησκευτικὲς τεχνικὲς καὶ ψυχολογικὲς προσπάθειες ἀνεύρεσης τοῦ θείου καὶ ἀγώνας ἀναρρίχησης στὸ βουνὸ τῶν θεῶν, ἀλλὰ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ στὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Πῶς θὰ βάλουμε δίπλα – δίπλα τὸ θεόπνευστο Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τὰ ἀνθρώπινα κατασκευάσματα ἀτελῶν ἐγκεφάλων καὶ ἐμπαθῶν καρδιῶν, κατόπιν εἰσήγησης μάλιστα τῶν δαιμονίων; Τὸ πλέον σίγουρο εἶναι ὅτι ἡ σύγχυση στὸ μυαλὸ τῶν παιδιῶν θὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε θὰ ξεχάσουν καὶ ὅσα οἱ γονεῖς ἢ τὸ κατηχητικὸ σχολεῖο κατὰ καιροὺς προσπαθοῦν νὰ ἐμφυσήσουν στὴν καρδιά τους καὶ τὴ διάνοιά τους..       Ἡ ὅλη ὅμως αὐτὴ προσπάθεια εἶναι καθαρὰ ἕνα νεοεποχίτικο πείραμα, στὸ ὁποῖο ἀποτυπώνεται ἐναργέστατα ἡ θεωρία «περὶ τῶν πολλῶν δρόμων ποὺ ὁδηγοῦν στὸν παράδεισο», περὶ τῶν πολλῶν διάμεσων καὶ ἀπεσταλμένων ἑνὸς ἐνεργειακοῦ ἀπρόσωπου σύμπαντος, στὸ ὁποῖο τελικὰ κυριαρχεῖ ὁ μικρὸς ψευδοθεοποιημένος ἄνθρωπος..       Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Νέας Ἐποχῆς: «διάλεξε καὶ πάρε, πίστευε ὅ,τι θέλεις, κάνε ὅ,τι θέλεις, μὴ ἀπολυτοποιεῖς τίποτε, ὅλα εἶναι θεόσταλτα καὶ ἀγαθὰ πνεύματα, ὑπάρχουν πολλοὶ δρόμοι, ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας παντοῦ, ὅ,τι ἀγγίζεις εἶναι θεϊκό, τὰ ἴδια θρησκευτικὰ συστήματα εἶναι παντοῦ μὲ κάποιες ὅμως μικρὲς διαφοροποιήσεις, ὁπότε ἂς τὰ δοῦμε ὅλα μαζὶ ἀνακατεμένα καὶ πολτοποιημένα. Μὴ ἀγχώνεσαι, ἐσὺ εἶσαι τὸ φῶς, σὺ εἶσαι ὁ θεός». Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπὸ μέρους τῶν ὀρθοδόξων γονέων καὶ ἀναδόχων, ποὺ εἶπαν στὴ βάπτιση τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ ὁμολόγησαν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ πίστη στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὰ συναφῆ! Γράφτηκαν αὐτὰ τὰ βιβλία ἀπὸ ὀρθόδοξους Ἕλληνες καὶ θεολόγους ἢ ἀπὸ πανθρήσκους νεοεποχίτες, πληρωμένους μάλιστα ἀπὸ ξένα κέντρα; Κάποιοι μάλιστα εἶπαν ὅτι «ἦρθαν ἀπέξω τὰ κείμενα αὐτά»..       Αὐτὰ πρωτίστως, ὄχι μόνο δὲν συμφωνοῦν καθόλου μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ Ἕνα Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ δὲν συμφωνοῦν καὶ μὲ τὸ Σύνταγμα, ὅπου σαφῶς λέγεται ὅτι ἡ παιδεία μεταδίδει στὰ ἑλληνόπουλα τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης. Αὐτὰ εἶναι τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς Παράδοσής μας; Αὐτὰ εἶναι δαιμονικὰ νοήματα γιὰ τὴν ἐλαχιστοποίηση καὶ τοῦ τελευταίου στοιχείου ὀρθόδοξης διδασκαλίας στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα μὲ πολὺ πονηρὸ τρόπο..       Οἱ ἐπινοητὲς ὅλου αὐτοῦ τοῦ μπερδέματος θὰ νομίζουν ἴσως ὅτι ἔτσι θὰ ξυπνήσουν ἐνδιαφέροντα καὶ θὰ προκαλέσουν ἐντυπώσεις σὲ μαθητές, γονεῖς καὶ δασκάλους. Ὅμως ἔτσι προφανῶς δὲν συνειδητοποιοῦν ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν μαθητῶν θέλουν κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ καθαρὴ τροφή, ἀκόμη καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων μαθητῶν, ποὺ θάπρεπε κι αὐτοί, ἂν τὸ ἤθελαν βεβαίως καὶ οἱ γονεῖς τους, (πολλοὶ ἤδη συμμετέχουν στὸ ὀρθόδοξο θρησκευτικὸ μάθημα μετὰ χαρᾶς), νὰ ἀκούσουν κάτι γνήσιο καὶ ἀληθινό, ποὺ διψᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου βαθιὰ μέσα του καὶ θέλει τὸ ἀληθινὸ φῶς ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο στὸν κόσμο..       Μήπως δὲν πιστεύουν οἱ συγγραφεῖς στὴ μοναδικότητα καὶ θεία προέλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ; Μήπως βλέπουν τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ θεῖο παράγοντα, σὰν ἕνα πολιτιστικὸ γεγονός; Μήπως ἀκόμη καὶ τὶς θρησκεῖες τὶς παρακολουθοῦν χωρὶς τὴ διάσταση τῆς ἐσωτερικῆς ἀναζήτησης τοῦ ἀνθρώπου, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ δώσουμε – ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα ἀσφαλῶς – τὸ καθαρὸ νερὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἂν τὸν ἀγαπᾶμε πραγματικά;.       Δὲν ἀποκλείεται ὅλα αὐτὰ νὰ ἰσχύουν, ἂν σκεφτεῖ κάποιος ὅτι ὀρθόδοξα μάλιστα χείλη ξεστόμισαν τὸν ἑξῆς νεοεποχίτικο βλάσφημο λόγο: «ὅτι, ἕνας ὀρθόδοξος ναός, ἕνα ἰνδικὸ τέμενος καὶ ἕνα μουσουλμανικὸ τζαμί, δημιουργοῦν στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἴδιο θρησκευτικὸ βίωμα»!!! Μά, ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκύβαλα καὶ τὰ δαιμονιώδη ἦρθε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Χριστός, ἀπὸ τὰ νεκρὰ καὶ τὰ μάταια, κι ἐμεῖς ξαναγυρίζουμε μὲ «ἀνώτερο καὶ φιλελεύθερο» δῆθεν τρόπο πάλι στὰ νεκρὰ εἴδωλα καὶ στὰ δαιμόνια τῶν ἐθνικῶν θρησκευτικῶν παραδοχῶν καὶ ποτίζουμε μὲ ἀπόνερα καὶ ταΐζουμε μὲ ἀποφάγια τοὺς μαθητές μας;.       Εἶναι δυστυχῶς τὰ ἴδια χείλη ποὺ συχνὰ – πυκνὰ μιλᾶνε γιὰ ἀδελφὲς Ἐκκλησίες καὶ κοινὴ πίστη καὶ ἰσόκυρο βάπτισμα μὲ τοὺς αἱρετικοὺς κλπ., οἰκουμενιστικὰ καὶ συγκρητιστικά. Κι ὅμως οἱ Ρῶσοι ὅταν ἦρθαν στὴν Κων/λη ψάχνοντας γιὰ θρησκεία καὶ ἐκκλησιάστηκαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, εἶπαν ξεκάθαρα «ἐδῶ βρίσκεται ὁ ἀληθινὸς Θεός». Οἱ ἄξεστοι τότε Ρῶσοι τὸ ἔνοιωσαν βαθιὰ μέσα τους καὶ ἀσπάστηκαν ὁλοθύμα τὴν ἀληθινὴ πίστη! Κάποιοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι τοῦ 21ου μ. Χ. αἰώνα δὲν τὸ συνειδητοποιοῦν;.       Γιατί ὅμως γίνεται ὅλο αὐτό; Τὸ πιθανότερο, γιὰ νὰ φανοῦμε πολυπολιτισμικοὶ καὶ ἀνεκτικοί; Μὰ δὲν εἴχαμε ποτὲ πρόβλημα στὴ Ὀρθοδοξία μας μὲ τέτοια φαινόμενα. Τώρα ὅμως τί γίνεται; Ἀναγκάζουμε σὲ τελικὴ ἀνάλυση τοὺς χριστιανοὺς πλέον μαθητὲς νὰ μαθητεύουν στὶς ξένες θρησκεῖες ἀναγκαστικά, γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε δῆθεν ρατσιστὲς στοὺς ἀλλοδαποὺς ποὺ κατοικοῦν στὴν χώρα μας, γινόμενοι ὅμως ἐμεῖς ρατσιστὲς στὴν ἴδια μας τὴ νέα γενιά..       Αὐτὸ καθαρὰ εἶναι ἕνα ἐπὶ πλέον σχέδιο ἁλώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων», στὸ χῶρο τῆς μαθητιώσας νεολαίας, καὶ μάλιστα μὲ ἄκομψο καὶ ἀντιπαιδαγωγικὸ τρόπο, διότι τὸ παιδὶ πρέπει πρῶτα νὰ μάθει αὐτὰ ποὺ εἶναι κοντά του καὶ τὰ βλέπει στὸ σπίτι του καὶ τὰ ἀκούει ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ ἀπὸ τοὺς παπποῦδες του, καὶ μετά, θεωρητικὰ νὰ πληροφορηθεῖ, μὲ διαφορετικὴ βέβαια προσέγγιση, καὶ νὰ γνωρίσει κάποια ἄλλα θρησκεύματα, σὲ μεγαλύτερη τάξη. Εἶναι ἀνεπίτρεπτο νὰ προσπαθοῦμε νὰ δημιουργήσουμε, ἐτσιθελικὰ καὶ ἄκαιρα, βιώματα στὰ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ μὲ ἐπισκέψεις στὰ τζαμιὰ καὶ σὲ χάβρες ἰουδαίων, γιὰ νὰ τοὺς διευρύνουμε δῆθεν τοὺς θρησκευτικούς τους ὁρίζοντες κλπ..       Δηλαδὴ ποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι τελικὰ ὁ σκοπός; τὰ ἑλληνόπουλα νὰ μὴ εἶναι πλέον ὀρθόδοξα καὶ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ χώρα μας νὰ μὴ εἶναι πιὰ μία ὁμολογιακὴ Ὀρθόδοξη πατρίδα, ἀλλὰ «σώνει καὶ καλὰ» νὰ ἀρνηθοῦμε αὐτὸ ποὺ εἴμαστε. Καλὰ λένε μερικοὶ ὅτι ὁ βομβαρδισμὸς τῆς Σερβίας καὶ ἡ κατακλυσμιαία μετανάστευση στὴν Ἑλλάδα εἶχαν τὸν ἴδιο σκοπό: νὰ συναινέσουμε ἑκόντες – ἄκοντες στὸ θρησκευτικὸ ἀποχρωματισμό μας καὶ νὰ γίνουμε οὐδέτερες ὁμολογιακὰ δυτικὲς κοινωνίες..       Τώρα λοιπὸν μέσα στὴν Ἑλλάδα μὲ φόντο τοὺς μετανάστες καὶ τὶς ἐξ αὐτῶν δημιουργημένες θρησκευτικὲς μειονότητες δὲν ἀποκλείεται νὰ κληθοῦμε: νὰ ἀλλοιώσουμε τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, νὰ ἀποκαθηλώσουμε τὰ θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικά μας σύμβολα, νὰ οὐδετεροποιήσουμε τὶς ἐθνικές μας ἐπετείους καὶ τὶς γιορτές μας, νὰ διαφοροποιήσουμε τὸ διαιτολόγιο καὶ τὶς συνήθειές μας σὲ δημόσιους χώρους, νὰ μὴ φορᾶμε σταυρό, γιὰ νὰ μὴ θίγονται οἱ ἀκάλεστοι ξένοι, τοὺς ὁποίους ναὶ ἀγαπήσαμε καὶ βοηθήσαμε, ἀλλὰ δὲν θὰ μᾶς ἀλλάξουν καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὸν πολιτισμό μας..       Πολὺ καλὰ μίλησε ὁ Πρωθυπουργὸς τῆς Αὐστραλίας ἀναφερόμενος στοὺς ἐκεῖ μετανάστες πρὶν ἀπὸ καιρό: «σὲ ὅσους δὲν ἀρέσει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας, (τῆς ἑλληνορθόδοξης ἐν προκειμένῳ γιὰ τὴν περίπτωσή μας), δὲν τοὺς κρατάει κανένας ἐδῶ μὲ τὸ ζόρι». Νέα Ἐποχή, θεωρία τῶν κλάδων καὶ πανθρησκεία στὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ περάσουν..       Ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ ξεσηκωθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες γονεῖς καὶ ἀνάδοχοι, οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ Ἱερεῖς, καὶ νὰ διαμαρτυρηθοῦν ἐντονότατα. Τὸ θέμα δὲν εἶναι παρονυχίδα. Τὸ δίκαιο εἶναι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Διδασκαλία. Τὸ Διοικητικὸ Ἐφετεῖο τῶν Χανίων ἐπιβάλλει δικαστικὰ πλέον – καὶ μὲ καταχωρημένες στὴν ἀπόφασή του σχετικὲς ἀπόψεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης – ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νὰ εἶναι Ὁμολογιακὸ καὶ κάθε χώρα αὐτὸ τὸ κανονίζει μόνη της..       Ἐπίσης ὅλες σχεδὸν οἱ χῶρες τῆς Εὐρώπης ἔχουν ὁμολογιακὸ μάθημα Θρησκευτικῶν στὰ Σχολεῖα, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, καὶ στὸ ὁμολογιακὸ αὐτὸ μάθημα ἐπόπτης τῆς καλῆς προσφορᾶς του εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία, ἡ Ἐκκλησία. Γιατί ἀλήθεια τέτοια προδοσία ἐδῶ μέσα στὴ δική μας χώρα; Καὶ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα δυστυχῶς!

.       Μήπως ὅμως ὑπάρχει καὶ κάποια ἄλλη παράμετρος; Ἐφ᾽ ὄσον γιὰ τὰ οἰκονομικὰ θέματα, (θὰ σκέφτονται οἱ πονηροὶ νόες τῆς παγκοσμιοποίησης), αὐτὴ δηλαδὴ τὴ γενοκτονία ποὺ γίνεται στὴν χώρα μας τὰ τελευταῖα δύο χρόνια,δὲν μιλᾶνε οἱ Ἕλληνες, ποὺ τόσο ἦταν ἐπιρρεπεῖς στὸ χρῆμα καὶ στὴν καλοπέραση μὲ τὴν εἴσοδό τους στὴν ΕΟΚ, τὴν ΕΕ καὶ τὴν Εὐρωζώνη, ἀσφαλῶς δὲ θὰ μιλήσουν καὶ γιὰ ἰδεολογικά, ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ- θρησκευτικὰ θέματα. Θὰ τοὺς πάρουμε καὶ τὴ γῆ, τὸν πλοῦτο τους καὶ τὴν ψυχή τους καὶ ξεμπερδέψαμε μ᾽ αὐτούς.

 

 πηγή

ΒΙΝΤΕΟ: Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΒΑΤΟΠΕΔΙΝΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΘΕΟ ...




Μία συγκλονιστική μαρτυρία από τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου,
 που δίνει πολλά μαθήματα σε όλους μας:

Το απόσπασμα είναι από την ομιλία που δόθηκε στους προσκυνητές της Μονής, την Παραμονή των Χριστουγέννων(6 Ιανουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο).
πηγή

ΜΗΤΡ. ΣΠΑΡΤΗΣ: «Η ΑΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΘΥΣΙΑ ΣΤΟΝ ΒΩΜΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΥ»


 [ὁ αὐτοσκοπὸς τῆς εὐημερίας (τῶν ἀριθμῶν) καὶ ἡ κατανάλωση τρώγουν καὶ τὴν Κυριακή, ὥστε νὰ μὴν παραμείνει τίποτα ὄρθιο καὶ καθαρὸ στὴν ψυχή μας καὶ νὰ ἀποξενωθεῖ ὁ φιλόθεος λαός μας ἀπὸ τὶς ἱερὲς καὶ ζωογόνες παραδόσεις του.]


Ἡ ργία τς Κυριακς θυσία στὸν βωμ το καταναλωτισμοῦ

το Μητροπολίτου Μονεμβασίας κα Σπάρτης κ. Εσταθίου

.      Πρόσφατα, μὲ νομοθετικὴ ρύθμιση τοῦ Ὑπουργείου Ἀναπτύξεως οὐσιαστικὰ δρομολογήθηκε ἡ κατάλυση τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας ἀργίας καὶ στὴ Χώρα μας. Μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ διάταξη αὐτὴ ἐπιτρέπεται καὶ ἡ προαιρετικὴ λειτουργία ὅλες τὶς Κυριακές τοῦ ἔτους τῶν ἐμπορικῶν καταστημάτων μὲ ἐμβαδὸν μέχρι 250 τ.μ., ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἀνήκουν σ᾽ ἁλυσίδα Καταστημάτων καὶ δὲν λειτουργοῦν μὲ συμφωνίες συνεργασίας τοῦ τύπου «shops-in-a-shop. Εἶναι βέβαιο, ἐν τούτοις, ὅτι ἡ de jure ἐθελουσία λειτουργία τῶν καταστημάτων αὐτῶν μέσα σὲ περιβάλλον βαθειᾶς κρίσης καὶ ἔντονου ἀνταγωνισμοῦ θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ de facto ὑποχρεωτική.
.      Δὲν μποροῦμε ἀνεπιφύλακτα νὰ συνηγορήσουμε ὑπὲρ τῆς ἄποψης ὅτι ἔτσι θὰ ἐξυπηρετηθοῦν ἡ ἐνίσχυση τῆς ἀγοραστικῆς κίνησης, ἡ ὑποβοήθηση τοῦ τουρισμοῦ καὶ ἡ ὤθηση τῆς οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης, ὅταν μάλιστα πολλοὶ οἰκονομολόγοι καὶ φορεῖς ποὺ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴν ἀγορὰ ἀντιτείνουν βάσιμη ἀπορριπτικὴ ἐπιχειρηματολογία. Γιατί, πῶς εἶναι δυνατόν, τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἑλληνικὲς οἰκογένειες κατὰ μέγα μέρος φυτοζωοῦν, χωρὶς νὰ διαθέτουν χρήματα πολλὲς φορὲς οὔτε γιὰ τὰ ἀναγκαῖα (τροφή, στέγη, μόρφωση τῶν παιδιῶν τους, ὑγειονομικὴ περίθαλψη), κάποιοι ἐμπειρογνώμονες νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν καλπάζουσα οἰκονομικὴ ὕφεση ὡς ζήτημα διεύρυνσης τοῦ ὡραρίου τῶν καταστημάτων καὶ τῆς ἐργασίας τῶν ὑπαλλήλων ἤ ….μετάθεσης τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς τὴ Δευτέρα, ὥστε ἡ ἀγορὰ νὰ …ἀναθερμανθεῖ, νὰ …ἀπελευθερωθεῖ, νὰ …ἐκσυγχρονισθεῖ καὶ νά …..ἐξευρωπαϊσθεῖ; Ἀναρωτιόμαστε, ἐπιπρόσθετα, ποιοὶ εἶναι οἱ εἰσηγητὲς αὐτοῦ τοῦ μέτρου καὶ ἂν ὑπολανθάνουν, ὅπως ἀρκετοὶ ἰσχυρίζονται, ἄλλες σκοπιμότητες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ καθιστοῦν προσχηματικὸ τὸν προτασσόμενο σκοπό του.
.      Μποροῦμε καὶ πρέπει, ὅμως, νὰ τονίσουμε ὅτι τὸ μέτρο αὐτὸ προσβάλλει καὶ βεβηλώνει κατάφωρα τὴν ἱερότητα τῆς Κυριακῆς, ποὺ εἶναι ἡ Μεγάλη Γιορτὴ τοῦ ἀναστημένου Κυρίου μας, καὶ καταργεῖ ἕναν χριστιανικὸ θεσμὸ ἑδραιωμένο στὴν συνείδηση καὶ τὴν Παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
.      Ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει, ἀνέκαθεν, τὴν ἔντιμη ἐργασία ὡς ἕναν σημαντικὸ παράγοντα γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Παράλληλα, οἱ Χριστιανοί, θέλοντας νὰ τιμήσουν τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, τὴν «μία τῶν Σαββάτων», δηλαδὴ τὴν ἑπομένη μέρα, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδας δὲν τὴν ἔχουν ὀνομάσει ἡμέρα ἀργίας, ἀλλὰ ἁγιασμοῦ. Ἔτσι, κάθε Κυριακὴ συναθροίζονται, μὲ σκοπὸ νὰ τελέσουν τὸ ζωοποιὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ», μᾶς προτρέπει καὶ ὁ ἀναστάσιμος ψαλμός.
.      Ἐπίσης, ἂς θυμηθοῦμε ὄτι ἡ Ϛ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καθιέρωσε τὴν Κυριακὴ ὡς «τελεία ἀργία», ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Χριστό. Οἱ Χριστιανοί, ξεχνώντας γιὰ λίγο τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ψυχή τους, συμμετέχοντας στὴν Θεία Λειτουργία, καὶ συμπροσευχόμενοι «ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου», τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν προσευχητικὸ καὶ λατρευτικὸ χῶρο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸν Κανόνα αὐτὸν τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καὶ κάθε Κανόνα, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ ὁποίου ἀγωνίστηκε καὶ ὁ διδάχος τοῦ Γένους καὶ ἐθνοϊερομάρτυρας ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, διασαλπίζοντας ὅτι “Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶναι ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο”, οὐδεὶς νομιμοποιεῖται νὰ τὸν διαστρεβλώνει καὶ νὰ τὸν καταστρατηγεῖ χάριν μάλιστα τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ εὐδαιμονισμοῦ.
.      Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ ἡμέρα γιὰ τὸν Θεὸ ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡμέρα καὶ γιὰ τὴν οἰκογένεια. Τὰ Σαββατόβραδα, μποροῦν νὰ θυμηθοῦν κυρίως οἱ μεγαλύτεροι τὸν πατέρα ποὺ σχόλαζε ἀπὸ τὴν δουλειά του μὲ τὴν καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ ἐπέστρεφε στὸ σπίτι του. Ἐκεῖ τὸν ὑποδέχονταν ἡ γιαγιά, ὁ παππούς, τὰ ἀδέλφια, ἡ σύζυγος, τὰ παιδιά, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν κλασικὴ ἐκτεταμένη οἰκογένεια τῶν τριῶν ἢ τεσσάρων γενεῶν. Ἐκεῖ τὸν περίμενε τὸ ἀναμμένο καντήλι στὸ εἰκονοστάσι καὶ ἡ μυρωδιὰ τοῦ λιβανιοῦ. Ἐκεῖ εὕρισκε τὸ οἰκογενειακὸ δεῖπνο, ἀνακουφιζόταν ἀπὸ τὸν ἤρεμο ὕπνο καὶ ἀγαλλίαζε μὲ τὴν σκέψη ὅτι τὸ κυριακάτικο πρωὶ θὰ ἐκκλησιαστοῦν ὅλοι. Τὸ ξημέρωμα ἡ οἰκογένεια σύσσωμη μετέβαινε στὸν ἐνοριακὸ Ναό, παρακολουθοῦσε εὐλαβῶς τὴν θεία Λειτουργία, μεταλάμβανε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ μὲ εὐφροσύνη πνευματική  ἐπέστρεφε στὸ σπίτι. Στὴν θαλπωρή του ὁ βιοπαλαιστὴς πατέρας εἶχε τὴν μοναδικὴ εὐκαιρία τῆς περισυλλογῆς καὶ ὅλοι τὸν χρόνο νὰ συνομιλήσουν, νὰ ἀστειευτοῦν, νὰ συσκεφθοῦν γιὰ τὴν λύση τῶν προβλημάτων καὶ νὰ καθίσουν μαζὶ στὴν μεσημεριανὴ τράπεζα, σφυρηλατώντας τοὺς οἰκογενειακούς δεσμούς.
.      Στὶς σύγχρονες βιομηχανικὲς καὶ μεταβιομηχανικὲς κοινωνίες, ἡ ρύπανση τοῦ χρόνου ἔχει κατακλύσει πολλὲς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀτομικισμὸς σὲ συνδυασμὸ μ’ ἄλλους παράγοντες ἔχουν συρρικνώσει καὶ παραμορφώσει τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογενείας. “Θόρυβοι” σημειώνει σύγχρονος διανοούμενος, “εἰκόνες ἀλλεπάλληλες, βία ἀτελείωτη, ἀχαλίνωτος ἐρωτισμός, εἶναι ἡ καθημερινὴ διατροφὴ τοῦ ἀνθρώπου… μία ἀφηνιασμένη προπαγάνδα κατάλληλη γιὰ πλύση ἐγκεφάλου ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ταλανισμένο Δυτικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸ τελευταῖο λεπτὸ τῆς περισυλλογῆς..”. Μόνο ἡ Κυριακὴ ἔμεινε, ποὺ περιορίζονται λίγο οἱ φωνὲς καὶ τὸ τρέξιμο τῆς ἀγορᾶς, τοῦ Χρηματιστηρίου καὶ τοῦ μεροκάματου, γιὰ νὰ ἡσυχάσει κάπως ὁ ἄνθρωπος, ἔμπορος, ὑπάλληλος, ἐν γένει ἐργαζόμενος καὶ καταναλωτής, καὶ νὰ στοχαστεῖ τὴν ὕπαρξη καὶ τὸν προορισμό του. Τώρα πι  ατοσκοπς τς εημερίας (τν ριθμν) κα κατανάλωση, πο φυδατώνουν κα μολύνουν τ σμα κα τν ψυχή, τρώγουν κα τν Κυριακή, στε ν μν παραμείνει τίποτα ρθιο κα καθαρ στν ψυχή μας κα ν ποξενωθε  φιλόθεος λαός μας π τς ερς κα ζωογόνες παραδόσεις του..      Δὲν μποροῦμε κατακλείοντας νὰ μὴν ἐπισημάνουμε καὶ τὴν ἐπιβάρυνση ποὺ θὰ ἔχει ὁ ἐργαζόμενος στὴν ὑγεία του, ἂν συρρικνωθεῖ περαιτέρω ὁ διαθέσιμος χρόνος γιὰ τὴν ἀναγκαία ἀνάπαυσή του.  περκόπωση, πίσης, θ πηρεάσειρνητικ κα τν παραγωγικότητά του στ πλαίσιο τς πιχείρησης. Εναι χαρακτηριστικ τ παράδειγμα τς πρώην Σοβιετικς νωσης, ὅπου, ἀφοῦ γιὰ ἰδεολογικούς λόγους κατήργησαν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, διαπίστωσαν μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα πτώση τῆς παραγωγικότητας 30%, γεγονὸς ποὺ ἐπέβαλε τὴν ἐπαναφορά της.
.      Τὸ σύνθημα, ἑπομένως, τοῦ ὠφελιμιστῆ Ἄγγλου Φιλοσόφου John Stuart Mill «ναὶ στὸ ἔθιμο τῆς ἀργίας μία ἡμέρα τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ ὁποιαδήποτε ἡμέρα», ποὺ λειτουργεῖ ὡς ἰδεολογικὴ ἀφετηρία γιὰ τὴν κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς δὲν μπορεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ υἱοθετηθεῖ οὔτε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, οὔτε ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ λαό μας.

Ὁ Μητροπολίτης
Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης Εὐστάθιος

Η «ΕΝΟΧή» ΝΑ ΘΕΩΡΕΙΣ ΓΑΜΟ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΓΑΜΟ ΜΕΤΑΞΥ ΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΣ! [Ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ ἔλεγε ὁ Μ. Ἀντώνιος!]


πηγή

 Τιμωρήθηκαν, πειδ τόλμησαν ν ποντι  γάμος εναι μόνο μεταξ νς νδρα κα μιᾶς γυναίκας

Ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο «ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ» μαθαίνουμε καὶ γιὰ ἄλλες «ἐνοχές». Ἦρθε ἡ “πολυπόθητη” ἐποχὴ τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν “παλαιῶν ἐνοχῶν” καὶ τῆς δημιουργίας τῶν “νέων ἐνοχῶν”. Ἦρθε ἡ ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε ἐδῶ καὶ 1700 χρόνια, ὅτι οἱ ἴσιοι θὰ φαίνονται στραβοὶ καὶ οἱ στραβοὶ ἴσιοι. Οἱ ἰσορροπημένοι θὰ χαρακτηρίζονται ἀνισόρροποι καὶ ἀντιστρόφως. Οἱ λογικοὶ θὰ λέγονται τρελοὶ καὶ οἱ τρελοὶ λογικοί. Ἦρθε λοιπὸν ὁ καιρὸς ποὺ ἔλεγε ὁ Μ. Ἀντώνιος: «Ἔρχεται καιρός, ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι· καὶ ἐπὰν ἴδωσι τινὰ μὴ μαινόμενον, ἐπαναστήσονται αὐτῷ λέγοντες, ὅτι σὺ μαίνῃ, διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς»(Ἀββᾶς Ἀντώνιος, Τὸ Γεροντικόν, ἔκδ. «Ἀστέρος», γ´ ἔκδ., Ἀθῆναι 1981, σελ.  4)

 .          Ἡ ἐλευθερία νὰ διαφωνεῖς καὶ τὸ δικαίωμα στὴν προσωπικὴ συνείδηση εἶναι θεμελιώδεις ἐλευθερίες σὲ κάθε πραγματικὴ ἐλεύθερη κοινωνία. (Τὸ ἑλληνικὸ Σύνταγμα ἀναφέρει στὸ ἄρθρο 5 ὅτι καθένας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀναπτύσσει ἐλεύθερα τὴν προσωπικότητά του). Ὡστόσο, ἡ βρετανικὴ κυβέρνηση ἔχει ἀποτύχει ἐντελῶς νὰ ἐξετάσει τὸν ἀντίκτυπο ποὺ ἔχουν στὶς ἀτομικὲς ἐλευθερίες τὰ σχέδιά της νὰ «ἐπαναπροσδιορίσει» τὸ γάμο, ὥστε ὁ γάμος νὰ περιλάβει καὶ τὰ ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου.
.          Ἡ ὀργάνωση ‘Coalition for Marriage’ («Συνασπισμὸς γιὰ τὸ Γάμο») κυκλοφόρησε ἕνα νέο φυλλάδιο στὸ ὁποῖο περιγράφονται δέκα ἱστορίες ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ἤδη τιμωρηθεῖ μὲ διάφορους τρόπους, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ὕψωσαν τὴν φωνὴ τοὺς ὑπὲρ τοῦ «παραδοσιακοῦ» γάμου, ὅπως πλέον ὀνομάζουν τὸν γάμο μεταξὺ ἄνδρα καὶ γυναίκας στὴν Δύση (ὅπως λέμε «παραδοσιακὴ πίτα» ἢ «παραδοσιακὸς ξενώνας» κλπ σὰν κάτι ποὺ ἀνήκει στὸ παρελθόν).
.          Στὸ φυλλάδιο αὐτὸ ὑποστηρίζουν ὅτι τὸν νέο ὁρισμὸ τοῦ γάμου τὸν παρουσιάζουν ὡς ἕνα «ἀνεκτικὸ μέτρο», ἀλλὰ αὐτὸ θὰ γίνει γρήγορα ἀναγκαστικό. Στὴν πραγματικότητα, λένε, ἔχει ἤδη γίνει. Πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι ἔχουν ἤδη τιμωρηθεῖ ἐπειδὴ ἐξέφρασαν τὶς πεποιθήσεις τους γιὰ τὸ γάμο. Ἂν ὁ γάμος «ἐπανακαθοριστεῖ» τελικὰ ἀπὸ τὴν κυβέρνηση, τὰ πράγματα θὰ γίνουν πολὺ χειρότερα. Παρακάτω εἶναι δέκα παραδείγματα αὐτῆς τῆς νέας «τυραννίας τῆς ἀνεκτικότητας».

1. Ὁ Adrian Smith ὑποβιβάστηκε στὴν ἐργασία του καὶ τοῦ κόπηκε ὁ μισθὸς κατὰ 40 τοῖς ἑκατό, μόνο καὶ μόνο γιατί εἶπε ὅτι ἐὰν ἐπιβληθεῖ στὶς ἐκκλησίες νὰ τελοῦν «gay γάμους», αὐτὸ θὰ εἶναι «μία παρατραβηγμένη ἰσότητα». Ἔγραψε αὐτὲς τὶς λέξεις στὴν προσωπικὴ σελίδα του στὸ Facebook, ποὺ δὲν ἦταν ὁρατὴ στὸ εὐρὺ κοινό. Ἡ λεσβία συνάδελφός του καὶ “φίλη” του στὸ facebook εἶδε τὴ φράση καὶ καθὼς τὴ θεώρησε “προσβλητικὴ” τὸν “κάρφωσε” στὴν ὑπηρεσία του.

2. Ὁ Peter καὶ ἡ Hazelmary Bull καταδικάστηκαν νὰ πληρώσουν £ 3.600 ὡς ἀποζημίωση, ἐπειδὴ τὸ πανδοχεῖο τοὺς (B & B) εἶχε μία πολιτικὴ ποὺ ἐπέτρεπε μόνο σὲ παντρεμένα ζευγάρια νὰ μοιράζονται ἕνα διπλὸ κρεβάτι, κάτι ποὺ ἐνόχλησε ἕνα ζευγάρι ὁμοφυλοφίλων.

 3. Ὁ βουλευτὴς David Burrowes ἔλαβε ἀπειλὲς θανάτου, ἐπειδὴ εἶπε ὅτι ὁ «ἐπαναπροσδιορισμὸς τοῦ γάμου» εἶναι περιττός, διότι τὸ σύμφωνο Συμβίωσης ἤδη δίνει στὰ ζευγάρια τοῦ ἰδίου φύλου νομικὴ ἰσότητα μὲ τὰ παντρεμένα ζευγάρια.

 4. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ὑόρκης, Δρ John Sentamu, ἔλαβε e-mail μίσους – κάποια ἀπὸ αὐτὰ ρατσιστικοῦ χαρακτήρα (εἶναι μαῦρος) – ἐπειδὴ μίλησε δημόσια ἐνάντια στὰ σχέδια τῆς κυβέρνησης νὰ ἐπαναπροσδιορίσει τὸ γάμο. Ἡ ἀστυνομία τοῦ North Yorkshire διερεύνησε τὰ μηνύματα αὐτὰ ὡς «ἐγκλήματα μίσους».

 5. Ὁ Rhys & ἡ Esther Curnow εἶναι ἕνα νεαρὸ ζευγάρι νεονύμφων ποὺ συγκέντρωσε 500.000 ὑπογραφὲς κατὰ τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ γάμου καὶ τὶς παρέδωσε στὴν ὁδὸ 10 τῆς Downing Street, στὸ γραφεῖο τοῦ πρωθυπουργοῦ. Ἀμέσως τὸ ζευγάρι ἔγινε στόχος ἀπειλῶν καὶ μηνυμάτων μίσους, κάτι ποὺ ὁδήγησε σὲ μία ἀστυνομικὴ ἔρευνα.

 6. Ἡ ὀργάνωση ‘Παγκόσμιο Συνέδριο Οἰκογενειῶν’ ἤθελε νὰ διοργανώσει ἕνα συνέδριο γιὰ τὸν ἐπαναπροσδιορισμὸ τοῦ γάμου, ἀλλὰ αὐτὸ τῆς ἀπαγορεύτηκε ἀπὸ τὸ Δικηγορικὸ Σύλλογο καὶ τὸ Queen Elizabeth II Conference Centre, ἐπειδή, τοὺς εἶπαν, ἡ συζήτηση τοῦ θέματος θὰ ἦταν μία παραβίαση τῶν «πολιτικῶν γιὰ τὴν πολυμορφία».

 7. Ὁ Arthur McGeorge, ἕνας ὁδηγὸς λεωφορείου ἀντιμετώπισε πειθαρχικὰ μέτρα ἀπὸ τὰ ἀφεντικά του, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ μοίρασε μία αἴτηση ὑποστήριξης τοῦ παραδοσιακοῦ γάμου στὴν ἐργασία του κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ διαλείμματος.

 8. Ὁ Δρ Bill Beales, ἕνας ἀξιοσέβαστος διευθυντὴς σχολείου, ἦρθε ἀντιμέτωπος μὲ ἐκκλήσεις γιὰ ἀπόλυσή του, ἐπειδὴ εἶπε σὲ ἕνα σχολεῖο ὅτι ἄνθρωποι ὁδηγοῦνται σὲ «δίκη ἐπειδὴ ἔχουν παραδοσιακὲς ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὸ γάμο».

 9. Ἡ Lillian Ladele, ληξίαρχος στὸ Δῆμο τοῦ Islington, ὠθήθηκε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴ δουλειά της, ἐπειδὴ ζήτησε νὰ γίνουν σεβαστὲς οἱ πεποιθήσεις της ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἡ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα μὲ μία γυναίκα.

 10. Ἡ Δρ Angela McCaskill, μία κουφὴ ὑπάλληλος ‘ποικιλομορφίας’ (diversity officer) σὲ ἕνα πανεπιστήμιο στὴν Ἀμερική, ἀπολύθηκε, ἐπειδὴ ὑπέγραψε σὲ μία ψηφοφορία ποὺ ἔλεγε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ ψηφίσουν θὰ πρέπει νὰ ἀποφασίσουν ἂν ὁ γάμος θὰ πρέπει νὰ ἐπαναπροσδιοριστεῖ.

«Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»

πηγή

Ἀ­μα­λί­ας Κ. Ἠ­λιά­δη
 φι­λο­λό­γου-ἱ­στο­ρι­κοῦ
 Δ/ντριας 3ου Γυ­μνα­σί­ου Τρι­κά­λων

Ἀρ­χι­κά, πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ση­μαί­νει μόρ­φω­ση, δη­λα­δὴ συγ­χρο­νι­σμέ­νη καλ­λι­έρ­γεια γνω­στι­κοῦ, βου­λη­τι­κοῦ καὶ συ­ναι­σθη­μα­τι­κοῦ στοι­χεί­ου. Γιὰ νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ἕ­νας ἄν­θρω­πος πνευ­μα­τι­κὰ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος δὲν ἀρ­κεῖ μό­νο ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη ἢ οἱ ξε­ρὲς γνώ­σεις ἀλ­λὰ πρέ­πει αὐ­τὲς οἱ γνώ­σεις ποὺ κα­τέ­χει νὰ εἶ­ναι με­του­σι­ω­μέ­νες σὲ ἀ­ξί­ες ποὺ θὰ τὸν κα­τευ­θύ­νουν στὴν ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια καὶ στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του.
Στὴ ζω­ὴ μας ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κα­θη­με­ρι­νὰ δυ­σκο­λί­ες: οἰ­κο­νο­μι­κές, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κές, οἰ­κο­γε­νεια­κές, δυ­σκο­λί­ες προ­σαρ­μο­γῆς στὴν κοι­νω­νί­α καὶ στὶς ἀ­παι­τή­σεις της. Πάν­τως εἶ­ναι κοι­νὴ συ­νεί­δη­ση ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­σκο­λί­ες ὀ­φεί­λον­ται σὲ ἄ­γνοι­α καὶ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­π᾿ τὴν ἀ­μά­θεια, τὸν φό­βο, τὴ δει­λί­α ἢ τὴν ἔλ­λει­ψη χει­ρα­φέ­τη­σης ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­το­μα.
Ὅ­μως ὁ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει εὐ­κο­λό­τε­ρα τὶς δυ­σκο­λί­ες. Για­τί δι­α­θέ­τει ὥ­ρι­μη σκέ­ψη καὶ κρί­ση. Ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ συγ­κρί­νει, νὰ ζυ­γί­ζει, νὰ ἐ­λέγ­χει καὶ νὰ ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ τὸ κα­θε­τί. Δι­α­κρί­νει εὐ­χε­ρέ­στε­ρα τὸ κα­λὸ ἀ­π᾿ τὸ κα­κό, τὸ ὠ­φέ­λι­μο ἀ­πὸ τὸ ἐ­πι­βλα­βές, τὸ δί­και­ο ἀ­πὸ τὸ ἄ­δι­κο, τὸ ὀρ­θὸ ἀ­πὸ τὸ ἐ­σφαλ­μέ­νο. Ἀν­τι­με­τω­πί­ζει μὲ σύ­νε­ση καὶ ρε­α­λι­σμὸ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για­τί μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πεῖρα καὶ τὴ βα­θιὰ με­λέ­τη ἔ­χει ἀ­φο­μοι­ώ­σει καὶ ἔ­χει κά­νει κτῆ­μα του ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­λή­θει­ες γε­νι­κοῦ κύ­ρους. Μι­λά­ει κα­λύ­τε­ρα, δι­α­λέ­γε­ται γό­νι­μα καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὰ καὶ κα­τα­φέρ­νει νὰ πεί­θει τοὺς ἄλ­λους. Ἐ­πί­σης δὲν εἶ­ναι δέ­σμιος τῶν προ­λή­ψε­ων, τῶν δει­σι­δαι­μο­νι­ῶν καὶ τοῦ φό­βου ποὺ γεν­νᾶ ἡ ἄ­γνοι­α για­τί τὴν ἔ­χει νι­κή­σει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά.
Ἐ­πί­σης ἔ­χει δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πα­φῆς καὶ ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μὲ τοὺς ἄλ­λους, μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον του ἄ­με­σο καὶ ἔμ­με­σο δη­λα­δὴ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του καὶ τὴν κοι­νω­νί­α ἀν­τί­στοι­χα για­τί εἶ­ναι προ­ση­νὴς καὶ ἀ­γα­πη­τός. Ἐ­πι­πλέ­ον ὁ ἴ­διος κα­τα­ξι­ώ­νε­ται σὰν ἄ­το­μο για­τί δὲ φέ­ρε­ται οὔ­τε ἄ­γε­ται ἀλ­λὰ ἀ­φοῦ εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τος, αὐ­τὸς ὁ­δη­γεῖ τὴν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς του. Χά­ρη στὴν ἐ­ρευ­νη­τι­κό­τη­τα καὶ στὸ κρι­τι­κὸ πνεῦ­μα ποὺ τὸν δι­α­κρί­νει πλη­σιά­ζει τὴν ἀ­λή­θεια καὶ τεί­νει νὰ προ­σεγ­γί­σει τὸ φῶς. Ἔ­χει ἑ­τοι­μό­τη­τα, ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, θέ­λη­ση κι ἔ­τσι εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ ξε­πε­ρά­σει κά­θε δυ­σκο­λί­α ποὺ τοῦ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὴ ζω­ὴ για­τί αὐ­τὰ τὰ τρί­α τὸν ὠ­θοῦν πρὸς τὴ δρά­ση γιὰ τὴν κα­τά­κτη­σή της. Τε­λι­κὰ δι­α­μορ­φώ­νει ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα χω­ρὶς ταμ­πού, δογ­μα­τι­σμούς, ἐμ­πά­θεια καὶ ἀ­κρό­τη­τες. Δὲ στή­νει ἐμ­πρός του οὔ­τε «κου­βα­λᾶ» μὲς στὴν ψυ­χή του Κύ­κλω­πες, Λαι­στρυ­γό­νες κι ἔ­τσι δὲν αἰ­σθά­νε­ται μο­να­ξιά, πλή­ξη, ἀ­νί­α καὶ βα­σα­νι­στι­κὴ ἀ­γω­νί­α για­τί ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸν θά­να­το θαρ­ρα­λέ­α, «σὰν ἕ­τοι­μος ἀ­πὸ και­ρό». Νοι­ώ­θει τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἐ­λεύ­θε­ρο, αὐ­τό­νο­μο καὶ ὑ­πο­τάσ­σει τὰ πά­θη του χά­ρις στὴν πνευ­μα­τι­κή του καλ­λι­έρ­γεια. Ἐ­πί­σης ἔ­χει φτά­σει σὲ ὑ­ψη­λὸ ση­μεῖ­ο αὐ­το­γνω­σί­ας καὶ  αὐ­το­κρι­τι­κῆς καὶ γιὰ νὰ τὸ πε­τύ­χει αὐ­τὸ δι­α­λε­γό­ταν καὶ συ­νε­χί­ζει νὰ δι­α­λέ­γε­ται μὲ τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να. Κα­τ᾿ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο κα­τα­φέρ­νει ν᾿ ἀ­πο­βάλ­λει τὰ δι­ά­φο­ρα κόμ­πλεξ του καὶ νὰ ἀ­πο­κτή­σει κῦ­ρος. Ἔ­χει μά­θει νὰ ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τὸν πο­λύ­τι­μο χρό­νο του κι ἔ­τσι κερ­δί­ζει τὶς με­γά­λες εὐ­και­ρί­ες στὴ ζω­ή του.
Βέ­βαι­α, ἡ ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἐ­κλέ­πτυν­ση δη­μι­ουρ­γεῖ μαλ­θα­κό­τη­τα καὶ ἀ­βου­λία­ ἐ­νῶ ἡ πραγ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ὄ­χι. Πάν­τως ἐν­δέ­χε­ται με­ρι­κοὶ νὰ εἶ­ναι πο­λὺ θε­ω­ρη­τι­κοὶ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια καὶ λί­γο πρα­κτι­κοὶ ἢ δυ­να­μι­κοί, ἰ­δι­ό­τη­τες ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­π᾿ αὐ­τή. Ὅ­μως γε­νι­κὰ ὁ καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος ἄν­θρω­πος προ­χω­ρεῖ στὴ ζω­ὴ μὲ θάρ­ρος, σι­γου­ριά, αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, προ­ϋ­πο­θέ­σεις ποὺ τὸν ὁ­δη­γοῦν στὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ βα­σι­κοῦ σκο­ποῦ του.
Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ μι­λών­τας, πα­ρά­γον­τες τῆς πνευ­μα­τι­κῆς καλ­λι­έρ­γειας εἶ­ναι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια κα­τὰ κύ­ριο λό­γο, μὰ καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο καὶ ἡ κοι­νω­νί­α ἐ­πη­ρε­ά­ζουν πο­λὺ τὴ δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου χα­ρα­κτή­ρα. Σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ὅ­μως πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, ὅ­τι γνώ­ση καὶ μόρ­φω­ση δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο πρᾶγ­μα. Ἂν καὶ πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι νο­μί­ζουν ὅ­τι γνώ­ση καὶ μόρ­φω­ση εἶ­ναι ἔν­νοι­ες ταυ­τό­ση­μες, εἶ­ναι κοι­νὴ καὶ σω­στὴ ἡ πα­ρα­δο­χὴ ὅ­τι μί­α βα­σι­κὴ δι­α­φο­ρὰ ἀν­τι­δι­α­στέλ­λει τὴ μί­α ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη: Ἡ μόρ­φω­ση εἶ­ναι ἔν­νοι­α εὐ­ρύ­τε­ρη ἐ­νῶ ἡ γνώ­ση εἰ­δι­κή. Για­τί ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι ἕ­νας ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μορ­φω­μέ­νος ἐν­νο­οῦ­με τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἠ­θι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἀν­θρώ­που αὐ­τοῦ, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα γνώ­στη ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ γνω­ρί­ζει ἢ ποὺ κα­τέ­χει κά­τι τέ­λεια. Βέ­βαι­α αὐ­τὸ τὸ κά­τι, εἶ­ναι ἕ­να πρᾶγ­μα πο­λὺ με­ρι­κὸ καὶ ποὺ ἡ ἔ­κτα­σή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μέ­σα σὲ αὐ­στη­ρὰ καὶ ὁ­ρι­σμέ­να ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἢ καλ­λι­τε­χνι­κὰ πλαί­σια. Δη­λα­δὴ ὁ γνώ­στης εἴ­τε γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λά, κά­τι ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη, εἴ­τε γνω­ρί­ζει πο­λὺ κα­λὰ κά­τι ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν τέ­χνη, αὐ­τὸ ποὺ γνω­ρί­ζει ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο ἕ­να κλά­δο αὐ­τῆς τῆς ἐ­πι­στή­μης ἢ αὐ­τῆς τῆς τέ­χνης. Ἑ­πο­μέ­νως ἡ γνώ­ση του δὲν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σὲ κά­ποι­α γε­νι­κὴ ἀ­παί­τη­ση πα­ρὰ μό­νο κι­νεῖ­ται μέ­σα σὲ  κα­θο­ρι­σμέ­να ὅ­ρια, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ἡ μόρ­φω­ση ἐ­πε­κτεί­νε­ται σὲ κά­θε πτυ­χὴ τῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄλ­λω­στε ὁ γραμ­μα­τι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ μορ­φω­μέ­νος καὶ συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ μπο­ρεῖ ἕ­νας πτυ­χι­οῦ­χος ἀ­νώ­τα­της σχο­λῆς νὰ εἶ­ναι ἀ­μόρ­φω­τος καὶ ἕ­νας ἀ­γράμ­μα­τος νὰ εἶ­ναι μορ­φω­μέ­νος για­τί ἡ πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἡ ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλὴ συσ­σώ­ρευ­ση γνώ­σε­ων. Βέ­βαι­α δὲν μπο­ροῦ­με ν᾿ ἀ­πο­κλεί­σου­με τὸ ἐν­δε­χό­με­νό του ὅ­τι ἡ γνώ­ση πολ­λὲς φο­ρὲς ὁ­δη­γεῖ στὴ μόρ­φω­ση. Αὐ­τὸ συ­νή­θως συμ­βαί­νει ἔμ­με­σα, για­τί στὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο τοῦ ἀ­τό­μου ποὺ ἀ­φο­μοι­ώ­νει τὶς γνώ­σεις θὰ πρέ­πει νὰ προ­ϋ­πάρ­χει τὸ κα­τάλ­λη­λο ἔ­δα­φος, δη­λα­δὴ μί­α εὐ­αί­σθη­τη συ­νεί­δη­ση καὶ μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα, ποὺ θὰ τὸν προ­ω­θοῦν νὰ με­τα­σχη­μα­τί­ζει τὶς γνώ­σεις σὲ μορ­φω­τι­κὸ ὑ­λι­κό. Σύμ­φω­να μὲ τὰ ὅ­σα πα­ρα­δέ­χε­ται σή­με­ρα ἡ Παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ἡ Ψυ­χο­λο­γί­α σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μορ­φώ­σι­μο τῶν γνώ­σε­ων, ἔ­χου­με νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὰ ἀ­κό­λου­θα: α) ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ δι­ά­φο­ρες γνώ­σεις, τό­τε αὐ­τὲς γε­μί­ζουν τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς συ­νει­δή­σε­ώς του μὲ πα­ρα­στά­σεις δη­λα­δὴ δί­νουν σ᾿ αὐ­τὴ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη μορ­φὴ ἢ μ᾿ ἄλ­λα λό­για μορ­φώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο β) ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ ὠ­φέ­λι­μες γνώ­σεις καὶ μὲ μέ­θο­δο παι­δα­γω­γι­κή, τό­τε αὐ­τὲς ἀ­πο­σκο­ποῦν στὴν καλ­λι­έρ­γεια καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κῶν δυ­νά­με­ων καὶ ἱ­κα­νο­τή­των τοῦ ἀν­θρώ­που γ) οἱ γνώ­σεις σύμ­φω­να μ᾿ ὅ­λους τούς Παι­δα­γω­γι­κοὺς πρέ­πει νὰ ἐ­κλέ­γον­ται μὲ τέ­τοι­ον τρό­πο ὥ­στε νὰ βελ­τι­ώ­νουν καὶ νὰ ἠ­θι­κο­ποι­οῦν τὸ χα­ρα­κτή­ρα του. Δη­λα­δὴ μὲ λί­γα λό­για, οἱ γνώ­σεις πρέ­πει νὰ στο­χεύ­ουν στὴ σω­στὴ δι­ά­πλα­ση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που.
Συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά, σύμ­φω­να μὲ ἐ­ξέ­χον­τες παι­δα­γω­γοὺς δὲν μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­νο­η­θοῦ­με ἀν­θρώ­πους ποὺ ἀ­γα­ποῦν τὴν κα­λαι­σθη­σί­α ἢ τέ­λος πάν­των καλ­λι­τέ­χνες, ποὺ ση­μαί­νει ἀν­θρώ­πους μὲ εὐ­αι­σθη­σί­α ἀ­πέ­ναν­τι στὴ συμ­με­τρί­α καὶ στὴν ἁρ­μο­νί­α, νὰ εἶ­ναι ψυ­χο­πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­καλ­λι­έρ­γη­τοι. Ἑ­πο­μέ­νως οἱ κα­λὲς τέ­χνες σὲ δι­α­λο­γι­κὴ σχέ­ση μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη, ἀ­πο­τε­λοῦν μέ­σο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν μόρ­φω­ση. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια δὲν εἶ­ναι τὸ ἴ­διο πρᾶγ­μα. Λέ­γον­τας πνευ­μα­τι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ἐν­νο­οῦ­με τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των καὶ λει­τουρ­γι­ῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως (λο­γι­κή, δι­ά­νοι­α, κρί­ση, σκέ­ψη, ἀν­τί­λη­ψη, μνή­μη, φαν­τα­σί­α). Ἐ­νῶ λέ­γον­τας ψυ­χι­κὴ καλ­λι­έρ­γεια ἐν­νο­οῦ­με κυ­ρί­ως τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς καὶ συγ­κι­νη­σια­κῆς σφαί­ρας τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ὁ συν­δυα­σμὸς αὐ­τῶν τῶν δύ­ο καλ­λι­ερ­γει­ῶν συν­θέ­τει τὴ μόρ­φω­ση καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ χρυ­σὴ το­μή, τὸ ἰ­δα­νι­κὸ ἐ­φό­διο ἢ κα­λύ­τε­ρα ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἰ­δα­νι­κὰ προ­σόν­τα τοῦ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νου ἀν­θρώ­που γιὰ νὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ θρι­αμ­βεύ­σει ἔ­ναν­τι τῶν δυ­σκο­λι­ῶν τῆς ζω­ῆς.

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΟΥ ΑΛΤΡΟΥΙΣΜΟΥ, ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ



Λάμπρος Κ. Σκόντζος
Θε­ο­λό­γος–Κα­θη­γη­τής
Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖ­ο θε­σμὸ στὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐν­σαρ­κώ­νει ὅ­λες τὶς ὑ­ψη­λὲς ἀ­ξί­ες τοῦ παγ­κο­σμί­ου κώ­δι­κα ἀ­ξι­ῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες τὴν κύ­ρια μή­τρα, ὅ­που κυ­ο­φο­ρεῖ­ται μὲ ἀ­σφά­λεια ὁ μελ­λον­τι­κὸς «κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς πο­λί­της». Μέ­σα σὲ αὐ­τὴ ἔρ­χον­ται στὸν κό­σμο νέ­α ἀν­θρώ­πι­να πρό­σω­πα καὶ παίρ­νουν τὰ πρῶ­τα ἠ­θι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­φό­δια, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ φέ­ρουν ἐ­σα­εί, ὠ­φε­λών­τας τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο.
Τὸ θε­μέ­λιο τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ὑ­πό­στα­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὸ ἀν­δρό­γυ­νο. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ ἰ­σχυ­ρό­τα­τος δε­σμός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἑ­νώ­νει καὶ συν­τη­ρεῖ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ὡς τὰ ἔ­σχα­τα τῆς ζω­ῆς τοῦ ζευ­γα­ριοῦ. Γνή­σια ἀ­γά­πη ἐν­νο­οῦ­με τὴν ἀ­γά­πη ἐ­κεί­νη ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἀ­γα­πᾶ γιὰ χά­ρη τοῦ ἀ­γα­πω­μέ­νου προ­σώ­που. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι, πα­ρ᾿  ὅ­λες τὶς ἀν­τι­λή­ψεις ποὺ ἔ­τρε­φαν γιὰ τὴ γυ­ναί­κα, κα­τὰ κα­νό­να, τι­μοῦ­σαν τὸ γά­μο. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο πὼς εἶ­χαν ἀ­να­θέ­σει τὴ φύ­λα­ξη τῆς συ­ζυ­γι­κῆς πί­στης στὴ σύ­ζυ­γο τοῦ ὑ­πά­του τῶν θε­ῶν, τὴν Ἥρα. Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς ἔ­χει δώ­σει ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα–πρό­τυ­πα ὑ­πέ­ρο­χων ἀν­δρο­γύ­νων. Ἀ­να­φέ­ρου­με τὸν Ὀρ­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε ὡς τὸν Ἅ­δη προ­κει­μέ­νου νὰ συ­ναν­τή­ση τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του νε­κρὴ σύ­ζυ­γοΕὐ­ρυ­δί­κη καὶ μὲ τὸ πά­θος τῆς ἀ­γά­πης του νὰ τὴν ἀ­να­στή­ση. Τὴ Φαί­δρα ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ σύ­ζυ­γό της Ἱπ­πό­λυ­το στὸ θά­να­το. Τὴν ἀ­γά­πη τῆς Ἄλ­κι­στης γιὰ τὸ σύ­ζυ­γό της Ἄδ­μη­το, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φτα­σε νὰ πε­θά­νη ἐ­κεί­νη στὴ θέ­ση του, ὅ­πως ὅ­ρι­ζαν οἱ θε­οί. Τὴν παν­το­τι­νὴ πί­στη τῆς Ἀν­δρο­μά­χης στὸν σκο­τω­μέ­νο σύ­ζυ­γό της Ἕ­κτο­ρα καὶ τὴ θαρ­ρα­λέ­α ἀ­πό­κρου­ση ἀ­πὸ μέ­ρους της τοῦ ἔ­ρω­τα τοῦ Πύρ­ρου. Τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση καὶ τὴν πί­στη τῆς ὑ­πέ­ρο­χης Πη­νε­λό­πης, ἡ ὁ­ποί­α γιὰ εἴ­κο­σι χρό­νια πε­ρί­με­νε μὲ ὑ­πε­ράν­θρω­πη καρ­τε­ρί­α τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο της σύ­ζυ­γο Ὀ­δυσ­σέ­α. Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ δι­η­γή­σεις ἦ­ταν πρό­τυ­πα τῆς ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς εἰ­σα­γό­με­νες ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λὴ δι­α­λυ­τι­κὲς θρη­σκευ­τι­κὲς πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ λε­γό­με­νη «ἱ­ε­ρὴ πορ­νεί­α» καὶ ἡ ἐν­θάρ­ρυν­ση τῆς μοι­χεί­ας, πα­ρέ­μει­νε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ στυ­λο­βά­της τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας καὶ γα­λή­νης. 
Ἀρ­γό­τε­ρα μὲ τὸ μή­νυ­μα τοῦ Χρι­στοῦ ὁ θε­σμὸς τοῦ γά­μου θὰ πά­ρη ἄλ­λες δι­α­στά­σεις. Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως κι­ό­λας ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἕ­νω­ση ἄρ­ρε­νος καὶ θή­λε­ος. Ἡ ἐ­ναλ­λα­γὴ ἑ­νι­κοῦ πλη­θυν­τι­κοῦ στὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που θέ­λει νὰ φα­νε­ρώ­ση αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴ θέ­ση: «Ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ὸς τὸν ἄν­θρω­πον, κα­τ᾿ εἰ­κό­να Θε­οῦ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τόν, ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ ἐ­ποί­η­σεν αὐ­τοὺς» (Γεν. 1,27). Σύμ­φω­να μὲ τὴ βι­βλι­κὴ δι­ή­γη­ση, ὁ ἄν­θρω­πος λο­γί­ζε­ται ὡς ἡ ἀλ­λη­λο­συμ­πλή­ρω­ση ἄν­δρα καὶ γυ­ναί­κας. Ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος ὄ­χι μό­νο τί­μη­σε τὸ γά­μο, μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α Του στὴν Κα­νὰ καὶ δί­δα­ξε τὸ ἀ­κα­τά­λυ­το τῆς γα­μι­κῆς ἕ­νω­σης, λέ­γον­τας: «Ὁ ποι­ή­σας ἀ­π᾿ ἀρ­χῆς ἄρ­σεν καὶ θῆ­λυ…ἕ­νε­κεν τού­του κα­τα­λεί­ψει ἄν­θρω­πος τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ τὴν μη­τέ­ρα καὶ κολ­λη­θή­σε­ται τῇ γυ­ναι­κὶ αὐ­τοῦ, καὶ ἔ­σον­ται οἱ δύ­ο εἰς σάρ­καν μί­αν» καὶ συ­νε­χί­ζει ὁ Χρι­στός: «Ὥ­στε οὐ­κέ­τι εἰ­σὶ δύ­ο, ἀλ­λὰ σὰρξ μί­α, ὃ οὖν ὁ Θε­ὸς συ­νέ­ζευ­ξεν, ἄν­θρω­πος μὴ χω­ρι­ζέ­τω» (Ματθ. 19, 4-6), πα­ρ᾿ ἐ­κτὸς λό­γου μοι­χεί­ας, «διὰ τὴν σκλη­ρο­καρ­δί­αν ὑ­μῶν» (αὐ­τό­θι). Τὴν ὀρ­γα­νι­κὴ ἕ­νω­ση τῶν συ­ζύ­γων θὰ ἐ­πα­να­λά­βη ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ἀ­να­γά­γη τὸ γά­μο εἰς «μέ­γα μυ­στή­ριον εἰς Χρι­στὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν» (Ἐφ. 5,32), εἰς τύ­πο καὶ εἰ­κό­να τῆς ἑ­νώ­σε­ως Χρι­στοῦ καὶ Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ γα­μι­κὴ ἕ­νω­ση ἁ­γι­ά­ζον­ται οἱ σύ­ζυ­γοι, καὶ  ὁ γά­μος δὲν ὑ­στε­ρεῖ ἔ­ναν­τι τῆς παρ­θε­νί­ας,«οἱ ἔ­χον­τες γυ­ναί­κας ὡς μὴ ἔ­χον­τες» (Α΄Κορ. 7,29).          
Καρ­πὸς τῆς συ­ζυ­γι­κῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι τὰ παι­διά, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει ὅ­τι «ἅ­για εἰ­σίν»(Α΄Κορ. 7,14). Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς «νε­ό­φυ­τα ἐ­λαι­ῶν, κύ­κλῳ τῆς τρα­πέ­ζης» (Ψαλ. 117,3). Ἡ πα­ρου­σί­α τους στὸν κό­σμο εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ, δι­ό­τι Αὐ­τὸς κα­ταρ­τί­ζει ἀ­κό­μα καὶ αἶ­νο «ἐκ στό­μα­τος νη­πί­ων καὶ θη­λα­ζόν­των» (Ψαλ. 8,2). Τὴν πρώ­τι­στη ἀ­ξί­α ποὺ θὰ βι­ώ­ση τὸ βρέ­φος, τὸ παι­δί, ὁ ἔ­φη­βος, θὰ εἶ­ναι ἡ ἄ­δο­λη ἀ­γά­πη τῶν γο­νι­ῶν του καὶ τῶν ἄλ­λων με­λῶν τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Εἰ­δι­κὰ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ξε­πη­δᾶ ἀ­πὸ τὰ μη­τρι­κὰ στή­θη εἶ­ναι κα­θο­ρι­στι­κὴ γιὰ τὴν ζω­ὴ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ πο­λί­τη. Ἡ χρι­στια­νὴ μη­τέ­ρα εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος παι­δα­γω­γὸς τοῦ παι­διοῦ της. Μὲ τὸ γλυ­κὸ της λό­γο καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μά της στα­λά­ζει στὴν ψυ­χὴ τοῦ στα­γό­να–στα­γό­να τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση τῆς ἀ­γά­πης καὶ τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ νὰ τὰ ἔ­χη ἐ­φό­δια στὴ ζω­ή του, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὸν ἀν­θρω­πι­σμό του. Ὁ Στά­ρετς Ζω­σι­μᾶς στοὺς ἀδελ­φοὺς Κα­ρα­μα­ζὼφ τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι τό­νι­σε πὼς «ἐ­κεῖ­νος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χη κα­λὲς ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α, εἶ­ναι σω­σμέ­νος σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή».      
Ἀ­γά­πη καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η θὰ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν μέ­σα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα πρό­σω­πα, ὅ­πως εἶ­ναι τὰ γη­ραι­ὰ ἄ­το­μα. Σὲ και­ροὺς ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε καμ­μιὰ κοι­νω­νι­κὴ πρό­νοι­α γιὰ τοὺς ἀ­πό­μα­χους τῆς ζω­ῆς, αὐ­τοὶ βί­ω­ναν τὴν προ­στα­σί­α καὶ τὸ σε­βα­σμὸ τῶν νε­ο­τέ­ρων με­λῶν. Ἀ­ξί­ζει νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Αἰ­νεί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τὰ τὴν ἅ­λω­ση τῆς Τροί­ας, πα­ρά­τη­σε ὅ­λα τὰ πο­λύ­τι­μα ὑ­πάρ­χον­τά του, μα­ζὶ καὶ τὰ σα­κκιὰ μὲ τὸ χρυ­σά­φι καὶ φορ­τώ­θη­κε στὴν πλά­τη του τὸν γέ­ρο πα­τέ­ρα του Ἀγ­χί­ση γιὰ νὰ τὸν σώ­ση ἀ­πὸ τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸ βέ­βαι­ο θά­να­το. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀρ­γό­τε­ρα θὰ στη­λι­τεύ­ση τὰ φαι­νό­με­να ἄρ­νη­σης κά­ποι­ων νὰ πα­ρα­με­λοῦν τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους ὡς ἑ­ξῆς: «Εἰ τὶς τῶν ἰ­δί­ων καὶ μά­λι­στα τῶν οἰ­κεί­ων οὐ προ­νο­εῖ, τὴν πί­στιν ἤρ­νη­ται καὶ ἐ­στίν ἀ­πί­στου χεί­ρων» (Α΄Τιμ. 5,8). Ἡ ὑ­πη­ρε­σί­α μας σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο, πολ­λῷ δὲ μᾶλ­λον πρὸς τοὺς οἰ­κεί­ους μας καὶ μά­λι­στα πρὸς τοὺς ἔ­χον­τας ἀ­νάγ­κη ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­σή μας ὡς χρι­στια­νοὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦ­με τὸν πλη­σί­ον μας ὡς τὸ Χρι­στό. Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος τό­νι­σε σχε­τι­κὰ πὼς «ἔ­στι και­ρός, Χρι­στὸν ἐ­πι­σκε­ψώ­με­θα, Χρι­στὸν θε­ρα­πεύ­σω­μεν, Χρι­στὸν θρέ­ψω­μεν, Χρι­στὸν ἐν­δύ­σω­μεν, Χρι­στὸν συ­να­γά­γω­μεν, Χρι­στὸν τι­μή­σω­μεν» (Πε­ρὶ φι­λο­πτω­χεί­ας 40, P.G.35,909B).  
Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι ἀ­νοι­κτὴ ἀ­πὸ τὰ ἀρ­χαί­α χρό­νια πρὸς τὴν κοι­νω­νί­α, δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­σε ὡς φυ­σι­κό της κα­θῆ­κον νὰ προ­σφέ­ρη τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ες της στὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι εἶ­χαν ἀ­να­γά­γει τὴ φι­λο­ξε­νί­α ὡς ὕ­ψι­στο κα­θῆ­κον, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­πα­γό­ρευ­ε αὐ­τὸς ὁ Ξέ­νιος Ζεὺς. Θε­ω­ροῦ­σαν ὡς ἔ­σχα­τη ἀ­σέ­βεια πρὸς τὸν ὕ­πα­το τῶν θε­ῶν, τὴν ἄρ­νη­ση τῆς φι­λο­ξε­νί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πέ­σει­ε θε­ϊ­κὴ τι­μω­ρί­α. Στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια τὴ θε­ϊ­κὴ προ­στα­γὴ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς θὰ πά­ρη ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ὡς προ­σφο­ρὰ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο, ὡς ἀ­δελ­φὸ καὶ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Στὶς «κα­τ᾿  οἶ­κον Ἐκ­κλη­σί­ες» τῆς πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κῆς ἐ­πο­χῆς, ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζον­ταν οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, ἔ­βρι­σκαν κα­τα­φύ­γιο, ἀ­γά­πη, συμ­πό­νια καὶ πε­ρι­ποί­η­ση πλῆ­θος ἀ­να­ξι­ο­πα­θούν­των ἀν­θρώ­πων, ἀ­πό­βλη­τα τοῦ ἀ­πάν­θρω­που ἐ­θνι­σμοῦ. Ἡ τρα­γι­κὴ τά­ξη τῶν δού­λων θὰ πά­ρη τὴ θέ­ση ἰ­σό­τι­μων με­λῶν στὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Ὁ πρώ­ην δοῦ­λος Ὀ­νή­σι­μος θὰ πά­ρη θέ­ση ἀ­δελ­φοῦ στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ πρώ­ην κυ­ρί­ου του Φι­λήμο­να. Ὁ ἅ­γιος Ζη­νᾶς πρώ­ην δοῦ­λος τοῦ ἁ­γί­ου Ζή­ννω­να, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε ἀ­δελ­φός του, ἀλ­λὰ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ μαρ­τύ­ριο τὸν πρώ­ην κύ­ριό του, ἀ­φοῦ πιὰ «οὐκ ἔ­νι δοῦ­λος οὐ­δὲ ἐ­λεύ­θε­ρος…πάν­τες γὰρ ὑ­μεῖς εἰς ἐ­στε ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ»(Γαλ. 3,28). Ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ὅ­πως ἔ­γρα­ψε ση­μαν­τι­κὸς ἱ­στο­ρι­κός τῆς ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας, «ἦτο κέν­τρον τῆς πο­λυ­ει­δοῦς ἀ­γά­πης, ἄ­συ­λον τῶν πο­νε­μέ­νων, τῶν ἀ­στέ­γων, τῶν τα­ξι­δευ­όν­των. Ἐ­κεῖ ἐ­καλ­λι­ερ­γεῖ­το ἡ πα­ροι­μι­ώ­δης ἀρ­χαί­α φι­λο­ξε­νί­α. Ἐ­κεῖ κα­τὰ τὰ μαῦ­ρα χρό­νια τῶν δι­ωγ­μῶν κα­τέ­φευ­γαν, διὰ νὰ εὕ­ρουν τρο­φὴν καὶ ἀ­νά­παυ­σιν τὰ ὀρ­φα­νὰ καὶ αἱ χῆ­ραι τῶν ἡ­ρώ­ων τῆς πί­στε­ως. Τέ­τοι­α ἦ­σαν τὰ σπί­τια τοῦ Στε­φα­νᾶ εἰς τὴν Κό­ριν­θον, τῆς Τα­βί­ας εἰς τὴν Σμύρ­νην, τοῦ Πού­δεν­τος καὶ τῆς Κλαυ­δί­ας εἰς τὴν Ρώ­μην, τοῦ Νυμ­φᾶ εἰς τὴν Λα­ο­δί­κειαν, τοῦ Φι­λήμο­νος εἰς τὰς Κο­λοσ­σάς καὶ τό­σα ἄλ­λα». (Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Μαρ­τύ­ρων, Ἀ­θῆ­ναι, σελ. 114).
Οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες θὰ ἀ­κο­λου­θοῦν στὸ ἑ­ξῆς αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­κα­τα­θή­κη τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς. Ἄλ­λω­στε ὅ­πως το­νί­ζει ὁ γέ­ρων Αἰ­μι­λια­νὸς ὁ Σι­μω­νο­πε­τρί­της «ἂν θέ­λου­με νὰ φτά­σου­με στὸ Θε­ό, πρέ­πει νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θοῦ­με κοι­νω­νι­κὰ». Ὑ­πάρ­χουν ἄ­πει­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­σύλ­λη­πτης κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀ­να­φέ­ρου­με με­ρι­κά. Τὸν 3ο αἰ­ῶνα, ὅ­ταν οἱ χρι­στια­νοὶ βί­ω­ναν τὸν πρῶ­το με­γά­λο δι­ωγ­μὸ ἀ­πὸ τὸν Δέ­κιο (249-251) ξέ­σπα­σε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς χει­ρό­τε­ρους λοι­μοὺς ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν σὲ ὅ­λη τὴν αὐ­το­κρα­το­ρί­α καὶ οἱ θά­να­τοι θὰ ἀ­νέρ­χον­ταν σὲ πολ­λὰ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια. Τό­τε θὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ σπί­τια γιὰ νὰ πε­ρι­θάλ­ψουν τοὺς χι­λιά­δες ἀρ­ρώ­στους, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐγ­κα­τέ­λει­παν ἄ­σπλα­χνα οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀ­κό­μα καὶ τοὺς οἰ­κεί­ους τους. Ἡ πε­ρί­φη­μη «Βα­σι­λειά­δα» τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου στὴν Καπ­πα­δο­κί­α τὸν 4ο αἰ­ῶνα θὰ εἶ­ναι συλ­λο­γι­κὸ ἔρ­γο τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέ­φε­ραν ὑ­λι­κὰ μέ­σα καὶ ἐρ­γά­ζον­ταν ὡς ἐ­θε­λον­τὲς στὸ τι­τά­νιο κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ με­γά­λου ἱ­ε­ράρ­χη. Χι­λιά­δες ἀ­κό­μα χρι­στι­α­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες, λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, θὰ προ­σφέ­ρουν ἀ­πὸ τὸ ὑ­στέ­ρη­μά τους στὸ θαυ­μα­στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, ὥ­στε νὰ τρέ­φε­ται καὶ νὰ πε­ρι­θάλ­πε­ται ὁ­λό­κλη­ρος ὁ φτω­χὸς πλη­θυ­σμὸς τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας. Ἀλ­λὰ καὶ στοὺς μαύ­ρους χρό­νους τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας τὰ σπί­τια τῶν χρι­στια­νῶν Ρω­μη­ῶν ἦ­ταν ἑ­στί­ες κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς πρὸς τοὺς κα­τα­τρεγ­μέ­νους ρα­γιά­δες, ἀ­κό­μη καὶ πρὸς αὐ­τοὺς τοὺς τυ­ράν­νους Ὀ­θω­μα­νούς, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε θαυ­μα­στὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ἀ­να­φέ­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὴ με­τα­στρο­φὴ τοῦ δερ­βί­ση τοῦ Βρα­χω­ρί­ου (Ἀ­γρι­νί­ου) Χα­σάν, στὰ 1814, στὸ Χρι­στι­α­νι­σμό, χά­ρη στὴ φι­λό­ξε­νη ἀ­γά­πη τα­πει­νοῦ ἱ­ε­ρέ­α τῆς πό­λε­ως. Ὁ ἰ­σχυ­ρὸς δερ­βί­σης τῆς πε­ρι­ο­χῆς Χα­σάν, θαυ­μά­ζον­τας τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης καὶ ἀ­νε­ξι­κα­κί­ας, ὄ­χι μό­νο ἔ­γι­νε χρι­στια­νός, ἀλ­λὰ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ στε­φθῆ μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο, εἶ­ναι ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Ἰ­ω­άν­νης ὁ ἐξ Ἀ­γα­ρη­νῶν! Ἐ­πί­σης ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ήλ ὁ ἀρ­το­ποι­ός, ποὺ μαρ­τύ­ρη­σε ἐ­δῶ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη τὸ 1542, μοί­ρα­ζε ψω­μὶ σὲ πει­να­σμέ­νους τῆς πό­λε­ως, χρι­στια­νούς, μου­σουλ­μά­νους καὶ ἰ­ου­δαί­ους. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ πρό­σφα­τη ἱ­στο­ρί­α μᾶς μαρ­τυ­ρεῖ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­γά­πης, τοῦ ἀλ­τρου­ϊσμοῦ καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς προ­σφο­ρᾶς τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Στὰ χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς χι­λιά­δες ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες προ­σέ­φε­ραν ἀ­νε­κτί­μη­τες ὑ­πη­ρε­σί­ες πρὸς τὸν δο­κι­μα­ζό­με­νο λα­ό. Τὸ λι­γο­στὸ ψω­μὶ τὸ μοι­ρά­ζον­ταν οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς ἴ­διας αὐ­λῆς γιὰ νὰ ἐ­πι­ζή­σουν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ νὰ μὴ χα­θῆ κα­νείς. Δὲ δί­στα­ζαν νὰ κρύ­βουν δι­ω­κό­με­νους καὶ νὰ  πε­ρι­θάλ­πουν τραυ­μα­τι­σμέ­νους. Δὲ εἶ­χαν κα­νέ­να ἐν­δοια­σμὸ νὰ κρύ­ψουν κα­τα­ζη­τού­με­νους ἀ­πὸ τοὺς Γερ­μα­νοὺς κα­τα­κτη­τές, Ἕλ­λη­νες Ἰ­ου­δαί­ους τὸ θρή­σκευ­μα, δι­α­κιν­δυ­νεύ­ον­τες νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν αὐ­τοὶ καὶ τὰ παι­διά τους στὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ταν κα­τέρ­ρευ­σε ὁ ἄ­ξο­νας καὶ οἱ ἀ­πάν­θρω­ποι Να­ζὶ ἔ­σφα­ζαν ἀ­νη­λε­ῶς τοὺς πρώ­ην συμ­μά­χους τους Ἰ­τα­λούς, οἱ ἑλ­λη­νι­κὲς οἰ­κο­γέ­νει­ες ἄ­νοι­ξαν τὰ σπί­τια τους καὶ μὲ θαυ­μα­στὴ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α ἔ­κρυ­ψαν, πε­ρι­έ­θαλ­ψαν καὶ ἔ­σω­σαν χι­λιά­δες ἀ­πὸ αὐ­τούς!
Πα­λι­ὲς μνῆ­μες μᾶς φέρ­νουν με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες πί­σω, ὅ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια δὲν εἶ­χε χά­σει τὴν ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη μορ­φή της. Με­ρι­κοὶ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται για­τί πρὶν ἀ­πὸ σα­ράν­τα–πε­νήν­τα χρό­νια, σὲ ἐ­πο­χὴ με­γά­λων προ­βλη­μά­των, ἦ­ταν σχε­δὸν ἄ­γνω­στο τὸ ἄγ­χος καὶ ἡ ση­με­ρι­νὴ πρω­το­φα­νής ἀ­γω­νι­ώ­δης προ­σπά­θεια γιὰ ἐ­πι­βί­ω­ση. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅ­τι λει­τουρ­γοῦ­σε ἀ­κό­μη ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἀ­λη­θι­νὸ κα­τα­φύ­γιο γιὰ τὰ μέ­λη της. Τὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα τοῦ ἑ­νός, ἦ­ταν πρό­βλη­μα γιὰ ὅ­λους!

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010

Όσο αδικούμε τους διπλανούς μας, δε μάς σώζουν ούτε οι προσευχές





Το παρακάτω χωρίο από τον προφήτη Ησαϊα διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται τούτες τις μέρες των Θεοφανείων.
Σαν να μάς χτυπάει καμπανάκι συναγερμού η Μάνα -Εκκλησία για τις πρoϋποθέσεις του γιορτασμού της μεγάλης μέρας.
Όσο αδικούμε τους διπλανούς μας, δε μάς σώζουν ούτε οι προσευχές, ούτε οι μεγάλοι σταυροί και οι
 
 
 
επιδεικτικές μετάνοιες, ούτε τα προσκυνήματα,  ούτε οι αγιασμοί και τα τροπάρια, ούτε ακόμη  η Θεία Κοινωνία.
Μάλλον κρίμα και κατάκριμα μάς γίνονται όλες αυτές οι αγιαστικές πράξεις όταν δεν σεβόμαστε τις ζωντανές εικόνες του Χριστού που είναι ολόγυρα μας, δεν διαμαρτυρόμαστε για το άδικο που γίνεται σε βάρος των αδύνατων συμπολιτών μας, και όταν δεν φροντίζουμε να απαλύνουμε τις δυσκολίες τους κατά τη δύναμη μας ο καθένας. 

Προφητείας Ησαϊου τό ανάγνωσμα
(Κεφ. 1, 16-20)
Τάδε λέγει Κύριος.
Λούσασθε, καί καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τάς πονηρίας υμών από τών ψυχών υμών, απέναντι τών οφθαλμών μου, παύσασθε από τών πονηριών υμών.
Μάθετε καλόν ποιείν, εκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε αδικούμενoν, κρίνατε ορφανώ, καί δικαιώσατε χήραν.
Καί δεύτε καί διαλεχθώμεν, λέγει Κύριος, καί εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, εάν δέ ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ.
Καί εάν θέλητε, καί εισακούσητέ μου, τά αγαθά τής γής φάγεσθε, εάν δέ μή θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται, τό γάρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...