Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

Κυριακή του Θωμά – Απιστία και θεία συγκατάβαση



undefined

Απιστία και θεία συγκατάβαση

α) Η θεία συγκατάβαση ως συνέχεια του μυστηρίου της θείας κένωσης δεν περιορίζεται στον Σταυρό και την ταφή. Συνεχίζεται και μετά την Ανάσταση.
Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
Ο αναστάς Κύριος δεν ήλθε να επιβάλει βιαίως το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως στους ανθρώπους. Ούτε τους υποχρέ-σε να το ασπασθούν απροϋπόθετα. Αποδέχεται και ως δοξασμένος Κύριος να γίνει αντικείμενο έρευνας. Αναγνωρίζει στον Θωμά τη λογική αδυναμία να πιστέψει και συγκαταβαίνει για μια ακόμη φορά στην ανθρώπινη αμφισβήτηση.
β) Ας δούμε όμως συνοπτικά το περιεχόμενο του σημερινού ευαγγε-λί-ου, όπως περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Ιωάν. 20.19-29). Μετά τη σταύρωση και την ταφή του Ιησού οι μαθητές σκορπίστηκαν και φόβος κατέλαβε τις ψυχές τους. Ο διδάσκαλός τους είχε θανατωθεί με ατιμωτικό θάνατο. Και οι ίδιοι κινδύ-νευαν από τη μήνη των γραμματέων και Φαρισαίων. Συγχρόνως με δυσπιστία άκουγαν τις διαβεβαιώσεις των μυροφόρων γυναικών, ότι είδαν τον αναστημένο Κύριο.
γ) Κι ενώ οι μαθητές το εσπέρας της Κυριακής ήταν συναγμένοι στο υπερώο «διά τον φόβον των Ιουδαίων», και παρότι οι πόρτες ήταν κλειστές, παρουσιάστηκε ο Κύριος και τους λέγει: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Ταυτόχρονα τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Στη συνέχεια φύ-ση-ξε στα πρόσωπά τους λέγοντας: «Λάβετε Πνεύμα άγιον, εάν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιου του είναι συγχωρημένες· αν δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες». Ο Θωμάς δεν ήταν μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. Του είπαν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο». Εκείνος απαντά: «Εάν δεν δω στα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά και δεν βάλω το δάκτυλό μου σε αυτά και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω».
δ) Ύστερα από οκτώ ημέρες ήταν πάλι οι μαθητές συναγμένοι στο σπίτι και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Χριστός, κι ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στο μέσον και τους είπε: «Η ειρήνη να είναι μαζί σας». Έπειτα λέγει στον Θωμά: «Φέρε το δάκτυλό σου εδώ και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Ο Θωμάς αποκρίθηκε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
ε) Το πρώτο μέρος του ευαγγελίου, που αναφέρεται στην εμφάνιση στους μαθητές εκτός του Θωμά, αναγινώσκεται σε διάφορες γλώσσες στον εσπερινό της Αγάπης του Πάσχα. Όταν κάποιος ζει το μυστήριο της ορθοδόξου πίστεως και η καρδιά του γεύεται τη σταυροαναστάσιμη εμπειρία αισθάνεται την ανάγκη να την εκφράσει και προς τους έξω. Έτσι το φως της λαμπρής εκχέεται και σε άλλους λαούς, φυλές και γλώσσες. Τηρείται, έστω συμβολικά με τον τρόπο αυτό, η εντολή του Χριστού προς τους μαθητές να κηρύξουν την Ανάσταση «εις πάντα τα έθνη». Η βεβαιότητα για την αλήθεια καθιστά αναγκαία τη μαρτυρία της προς κάθε άνθρωπο καλής προαίρεσης. Στα λειτουργικά βιβλία περιλαμβάνεται το σημερινό ευαγγέλιο και στα τουρκικά και απαγγέλλονταν εμμελώς στα μέρη της Μ. Ασίας, όπου προφανώς έρχονταν και το άκουγαν Τούρκοι αλλά και κρυπτοχριστιανοί.
στ) Ο απόστολος Θωμάς αποτέλεσε στο διάβα των αιώνων το σύμβολο του «απίστου». Όμως, ο Θωμάς δεν ήταν άπιστος. Ήταν ειλικρινής αναζητητής της αλήθειας. Η αμφισβήτησή του ήταν γνήσια. Δεν είχε ιδεολογικό υπόβαθρο και αντιχριστιανικό πνεύμα. Γι’ αυτό και ο Χριστός ανταποκρίνεται και διαλύει τις αμφιβολίες του. Φανερώνεται και δεν αρνείται να ψηλαφηθεί από τον «άπιστο» μα-θη-τή του. Τα λειτουργικά κείμενα κάνουν λόγο για «καλή απιστία» του Θωμά, διότι αυτή γέννησε τη βέβαιη πίστη. Στο τέλος του ευαγγελίου φαίνεται ο Κύριος να επιτιμά τον Θωμά. «Επειδή με είδες, πίστεψες», του λέει. «Μακάριοι εκείνοι που δεν με είδαν και όμως πίστεψαν». Έτσι μακαρίζονται οι χριστιανοί όλων των αιώνων, που αποδέχονται και βιώ-νουν το κήρυγμα της Αναστάσεως.
ζ) Ίσως κάποιος αναρωτηθεί: Γιατί ο αναστημένος Χριστός επέλεξε να εμφα-νι-σθεί στους μαθητές, τον Θωμά και τις μυροφόρες και δεν παρουσιάσθηκε κα-τευ–θείαν στους σταυρωτές του, για να πιστέψουν και εκείνοι; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο ιερός Χρυσόστομος: «Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θα αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Κι αυτό το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου, που ήταν τέσσερις μέρες νεκρός και τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, μα εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν και αυτόν και τον Λάζαρο». Τέλος, το γεγονός ότι ο «άπιστος»  μαθητής θυσίασε μαρτυρικά τη ζωή του, για να μεταφέρει το ελπιδοφόρο αναστάσιμο μήνυμα στα βάθη της Ανατολής, αποτελεί μια ακόμη μαρτυρία της Ανάστασης και δικαιώνει τη θεία συγκατάβαση.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η καινούρια ζωή (Κυριακή του Θωμά)

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 22/4/2011
Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΖΩΗ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ δράση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἦταν μεγάλη καὶ τὰ ἀποτελέσματα ἐντυπωσιακά. Πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν πίστευαν στὸν Κύριο μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θερμουργὸ κήρυγμά τους ἦταν καὶ ἡ θαυματουργικὴ ἱκανότητα, ποὺ εἶχαν. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέει ὅτι «διὰ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά». Τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων «ἀκόμη καὶ στὶς πλατεῖες ἔφερναν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ξάπλωναν σὲ κρεβάτια καὶ σὲ φορεῖα, γιὰ νὰ πέσει πάνω σὲ κάποιον ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔστω καὶ ἡ σκιὰ τοῦ Πέτρου, ὅταν αὐτὸς ἐρχόταν. Καὶ ἀπὸ τὶς πόλεις, ποὺ ἦταν γύρω στὴν Ἱερουσαλὴμ συνέρρεε τὸ πλῆθος, φέροντας ἀρρώστους κι ἄλλους, ποὺ τοὺς βασάνιζαν πνεύματα πονηρά• κι ὅλοι αὐτοὶ γιατρεύονταν»...

Ἡ ἀποτελεσματικὴ αὐτὴ δράση τῶν Ἀποστόλων ἐνοχλοῦσε τοὺς Σαδδουκαίους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὴν ἱερατικὴ ἀριστοκρατία τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ εἶχαν πρωτοστατήσει στὴ σύλληψη καὶ καταδίκη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτὸ μιὰ μέρα συνέλαβαν τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὴ φυλακή. Ἔτσι συμβαίνει συνήθως. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας φθονοῦν ἐκείνους, ποὺ ὑπερέχουν στὸ ἦθος καὶ τὰ χαρίσματα καὶ δὲν ἔχουν δουλικὸ φρόνημα ἀπέναντί τους. Νομίζουν ὅτι μὲ τὸ διωγμὸ καὶ τὶς φυλακίσεις θὰ πετύχουν τὸ σκοπό τους. Ὅμως μάταια. Οἱ ἀφοσιωμένοι στὸ πνευματικό τους ἔργο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν πτοοῦνται καὶ δὲν διακόπτουν τὶς προσπάθειέςτους. Τὴν νύχτα, λοιπόν, ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε στὸν ναὸ καὶ κηρύξτε στὸ λαὸ τὸ μήνυμα γι᾽ αὐτὴ τὴν καινούρια ζωή».

Βλέπουμε ὅτι ὁ ἄγγελος δείχνει τὸ δρόμο στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς προτρέπει νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο τους, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς ἀντιδράσεις καὶ τοὺς διωγμοὺς τῶν ἀρνητῶν τοῦ Κυρίου. Τὸν ἴδιο δρόμο πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν καὶ οἱ σύγχρονοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ ἔργο τους, συνεπεῖς στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ ἀπαθεῖς στοὺς διασυρμοὺς καὶ τὶς ἀπειλές

ΚΥΡΙΑΚΗ ΘΩΜΑ ( Ιωάν. 20,19-31), π.Γ.Στ.


 

ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δεν είχε και πολύ άδικο ο Απόστολος Θωμάς. Γιατί καλούνταν να πιστέψει σε κάτι που έγινε απ’ αυτά που δεν συμβαίνουν συχνά. Πριν από τρείς μέρες είχε δει να συλλαμβάνουν τον Διδάσκαλο του, να Τον καταδικάζουν σε θάνατο και να τον καρφώνουν επάνω στο Σταυρό. Και μετά είδαν τον επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος να του τρυπά με την λόγχη του την πλευρά χωρίς να αντιδρά, κάτι που βεβαιώνει ότι ο σταυρωμένος Χριστός ήταν νεκρός. Και τώρα ήλθαν οι άλλοι μαθητές να του πουν, ότι ο Διδάσκαλος ζει. Φυσικά ήταν αδύνατο αυτό. Συνεπώς είχε δίκαιο να απαιτήσει ότι ,μόνο τότε θα πίστευε, ότι ζει ο Διδάσκαλος του, αν θα έβλεπε ιδίοις όμμασι τον τύπον των ήλων  και αν δεν ψηλάφιζε τον τύπον των ήλων και την πλευρά Του. « Εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω».
Εν τούτοις  ο Θωμάς δεν είχε δίκαιο. Είπε, ότι ήθελε να δει με τα μάτια του. Μα για τρία χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο από το να βλέπει. Και τι δεν είδαν τα μάτι του! Ακόμη και νεκρούς να εγείρονται από το μνήμα ( Λάζαρος) και να συνεχίζουν τη ζωή τους μετά όπως προηγουμένως. Αλλά και πόσα δεν είχαν ακούσει! Τέλος για τρία χρόνια μπορούσε να ψηλαφούσε τα πάντα. Όλα ήταν στη διάθεση του να τα ελέγξει. Τυφλούς που έβρισκαν το φως τους .λεπρούς που καθαρίζονταν, παραλυτικούς που  σηκώνονταν όρθιοι, νεκρούς που επανέρχονταν στη ζωή. Και τώρα για να πιστέψει ήθελε δήθεν να δει και άλλα και να κάνει κι’άλλη ψηλάφηση.
Όμως στην περίπτωση του Θωμά το θαυμαστό δεν ήταν η δυσπιστία του. Εξ άλλου και οι υπόλοιποι Μαθητές του Χριστού δεν βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα απ’ αυτόν, αφού κι αυτοί θεωρούσαν ως γυναικείο παραλήρημα « το φαιδρόν της Αναστάσεως κήρυγμα», που άκουσαν από τις μυροφόρες. Και το σπουδαίο είναι ότι ο Χριστός στο Θωμά και στους άλλους Μαθητές Του εμπιστεύθηκε την αξία της θυσίας Του και την διάδοση της μοναδικής Αλήθειας Του .Σ’ αυτούς που έδειξαν τόση δυσπιστία, σ’ αυτούς ανέθεσε να διαδώσουν « εις τον κόσμον άπαντα» την πίστη του Χριστού.
Και ενώ απορούμε, πως ήταν δυνατόν να είχε ανατεθεί στο Θωμά και τους άλλους Αποστόλους που έδειχναν τόση λίγη πίστη σε μια τόση σπουδαία αποστολή, ας δούμε τι συμβαίνει μ’ εμάς τους ίδιους. Δηλ. ας ερευνήσουμε σε ποιο βαθμό βρίσκεται η πίστη μας και ποια είναι η δική μας αποστολή.
Και όσον αφορά την πίστη, κι’ εμείς όπως και οι άμεσοι Μαθητές του Χριστού δεν βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση. Όλοι μας είμαστε ολιγόπιστοι, η μάλλον βρισκόμαστε σε χειρότερη  μοίρα. Διότι ενώ εμείς σήμερα έχουμε στη διάθεση μας περισσότερες αποδείξεις από όσες είχε ο Θωμάς και οι άλλοι Μαθητές, εν τούτοις η ολιγοπιστία μας είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχαν εκείνοι. Έχουμε όχι μόνο τις αποδείξεις που ήταν τότε στη διάθεση των Αποστόλων, αλλά και όλες εκείνες που θα  που πρόσφεραν οι είκοσι και πλέον αιώνες του χριστιανισμού. Οπότε θα ήταν πολύ αστείο να ισχυρισθούμε, ότι η πίστη μας είναι εκείνη που θα έπρεπε να είναι. Πολύ περισσότερο θα ήταν αδύνατο να τολμήσουμε να προσκαλέσουμε τους άλλους να μιμηθούν την πίστη μας και τη ζωή μας. Κανείς δεν αισθάνεται, ότι μπορεί ν α καταλάβει εκείνο που είπε ο Απ. Παύλος « μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού». Πόσοι από μας έχοντας συναίσθηση της κατάστασης μας θα ήταν δυνατό να πούμε, ότι είμαστε
το πρότυπο του Χριστού βάσει του οποίου θα έπρεπε να διαμορφώσουν και οι άλλοι άνθρωποι την προσωπικότητα τους;
          Τώρα ως προς την αποστολή που έχουμε σήμερα εμείς οι χριστιανοί, είναι η ίδια που είχε αναθέσει στους ώμους του Θωμά και των άλλων Αποστόλων. Όπως εκείνοι τότε, έτσι και μείς σήμερα, παρά τις αδυναμίες μας και την αναξιότητα μας, είμαστε επιφορτισμένοι με την αξιοποίηση της θυσιαστικής αγάπης του Κυρίου για το καλό του κόσμου και τη διάδοση της μοναδικής αλήθειας Του.
          Αλλά αυτός ο συνδυασμός αδυναμίας και αποστολής έχει και μια άλλη καλή πλευρά. Για είκοσι και πλέον αιώνες έχουμε μπροστά μας δύο γεγονότα. Πρώτα την ανεπάρκεια μας και δεύτερο την τεράστια αποστολή μας που  ανατέθηκε σε μας τα οστράκινα σκεύη. Ο συνεχής λοιπόν αυτός συνδυασμός για είκοσι αιώνες της ανθρώπινης αδυναμίας και της μεγάλης αποστολής μας, αποδεικνύει ό,τι ακριβώς προσπαθεί να αποδείξει ο Απ. Θωμάς με την αυτοψία και την ψηλάφηση.
          Το ότι σήμερα υπάρχει χριστιανισμός και διατηρείται η χριστιανική αλήθεια, είναι απόδειξη ότι ,αυτό οφείλεται  και στη μεγάλη ακαταγώνιστη δύναμη της. Το γεγονός ότι επί τόσους αιώνες η χριστιανική πίστη παρά τις αδυναμίες μας που την υπονομεύουν εσωτερικά, εξακολουθεί και σήμερα να υφίσταται , αποτελεί μια ακόμη ψηλάφηση. Μια ψηλάφηση που είναι επιβεβαίωση που επικυρώνει την πρώτη στο  ότι ανώγειο της Ιερουσαλήμ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνεχής ψηλάφηση είναι ευρύτερης σημασίας από την πρώτη. Διότι τότε η ψηλάφηση του Θωμά έγινε στον περιορισμένο χώρο εκείνου του υπερώου και μπορούσε να διαπιστωθεί από τα λίγα τότε πρόσωπα. Ενώ η άλλη ψηλάφηση που μας προσφέρει η παγκόσμια ιστορία, είναι μια ψηλάφηση που έχει ως ανώγειο όλη την οικουμένη και θεατές όλους τους κατοίκους του πλανήτη μας.
          Η ψηλάφηση όμως που λείπει σήμερα και που θα την αναζητεί η σημερινή ανθρωπότητα είναι άλλη. Είναι οι πραγματικοί χριστιανοί, όχι οι τέλειοι, αλλά οι χριστιανοί που αγωνίζονται μεν εναντίον των αδυναμιών τους, και έναντι των αδυναμιών των άλλων να δείχνουν κατανόηση.
          Μόνον όταν η ανθρωπότητα βλέπει τέτοιους χριστιανούς, μόνο τότε θα πάψει να ζητεί οποιαδήποτε άλλη ψηλάφηση και όπως ο Θωμάς με ταπείνωση, αλλά και χαρά θα πει προς τον Χριστό: « Ο Κύριος μου και ο Θεός μου» ( Ιωάν. 20,28).    

 π.Γ.Στ.
ΠΗΓΗ Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΠΑΤΡΩΝ

Ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων

Ἰωὴλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)



«Εἰρήνη ὑμῖν»

Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ἦταν πολλές. Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπίσημες ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές Του καὶ μάλιστα στὸ Θωμᾶ. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ φέρνει μιὰ ταραχὴ κι ἕναν φόβο στοὺς τρομαγμένους καὶ κρυμμένους στὸ ὑπερῶο μαθητές. Ὁ Κύριος λύει τὸν φόβο λέγοντας: «εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,21 καὶ 26). Ὁ Χριστὸς «ἐν μέσῳ ἔστη, εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», λέγει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς.

Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς κάνει τὴν ἑξῆς παρατήρηση πάνω στὴ φράση αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Δύο φορὲς ἀπευθύνει τὸ χαιρετισμὸ τῆς εἰρήνης στοὺς μαθητές Του. Μία φορὰ πρὶν νὰ τοὺς δείξει τὶς πληγὲς τοῦ σώματός του κι ἄλλη μία φορὰ μετὰ τὴν ἐπίδειξη, «Ἴνα καὶ τῆς διττῆς ἀγωνίας ἀπαλλάξῃ αὐτούς», δηλαδὴ γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ διπλὴ ἀγωνία. Ἡ μιὰ ἀγωνία τους ἦταν μήπως πέσουν στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων κι ἡ ἄλλη ἦταν ἡ φοβία μήπως βλέπουν κάποιο φάντασμα κι ὄχι τὸ Διδάσκαλό τους.


Ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα

Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εἰρήνη μας. Δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἰδέα ἡ εἰρήνη. Ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς εἰρήνης ἑστιάζονται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. «Αὐτὸς γὰρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν» (Ἐφεσ. 2,14), θὰ τονίσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει κοινωνία ἰδεῶν, ἀλλὰ κοινωνία προσώπων. Ὁ Χριστὸς ἔπαυσε τὴν ἔχθρα ποὺ ὑφίστατο ἀνάμεσα στὸ θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὸ νὰ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ Του θυσία. Εἰρηνοποίησε τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια «διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ» (Κολ. 1,20).

Φυσικὰ καὶ πρὸ τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θεὸς δὲν κρατοῦσε ἔχθρα στὸν ἄνθρωπο. Ὁ θεὸς εἶναι εἰρηνικὸς μὲ ὅλα τὰ πλάσματά Του πάντοτε. «Ὁ θεὸς οὐδέποτε ἐχθραίνει», λέγουν οἱ Πατέρες. Μὲ τὴν ἁμαρτία ποὺ διαπράττουν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἐχθροί τῆς θείας θελήσεως, «διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς θεὸν» (Ρωμ. 8,7). Αὐτὸς στὸν ἑαυτὸ Του ἐφιλίωσε καὶ οἰκειοποίησε τοὺς ἀνθρώπους.


Πῶς ἐκδηλώνεται ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ;

Πρῶτα πρῶτα νὰ ὑπενθυμίσουμε τὸν ἀποστολικὸ λόγο πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ θεοῦ δὲν εἶναι βρώση κὰ πόση «ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 14,17). Πράγματι ἡ συνάφεια τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου δὲ βασίζεται σὲ ὑλικὰ πράγματα, ὅσο στοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι ἡ δικαίωση, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη. Χωρὶς αὐτὲς τὶς προυποθέσεις δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ θεό. Ἐπίσης ὁ θεὸς δὲν εἶναι θεὸς ἀκαταστασίας, ἀλλὰ εἰρήνης (Α’ Κορ. 14,33). Ἡ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, ἡ ταραχὴ τῶν παθῶν, ἡ ἀναίδεια τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, ἡ δυσκολία νὰ συγχωρέσουμε τὸν ἄλλο, δείχνουν μία ἐσωτερικὴ ἀκαταστασία τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρχει μὲ αὐτὰ τὸ εἰρηνικὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, γίνεται εἰρηνοποιὸς στοὺς ἄλλους καὶ μακαρίζεται. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοὶ ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ. 5,9), θὰ σημειώσει ὁ Χριστός.


«Καταλλάγητε τῷ θεῷ» (Β’ Κορ. 5,20)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Τὰ διάφορα ἁμαρτήματά μας καὶ τὰ πάθη μας καὶ φυσικὰ ἡ φιλαυτία καὶ ὁ ἐγωισμὸς μας γίνονται ἐμπόδιο νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἔχθρα, τὸ μίσος καὶ ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία καὶ ἡ ὑποκρισία, ἡ ἔλλειψη ἀγάπης καὶ ἡ ἐμπάθεια μᾶς κάνουν νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ταραχὴ καὶ τὴ σύγχυση. Ὁ διάβολος εἶναι πνεῦμα ταραχῆς, ἐνῶ ὁ Χριστὸς εἶναι θεὸς τῆς εἰρήνης. Δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ συμμετάσχουμε στὴ θεία Λειτουργία, νὰ κοινωνήσουμε, νὰ ἔχουμε ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, ἐὰν δὲν ἐπικρατήσει στὴν καρδιά μας ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νὰ ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη πάνω στὴ γῆ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο συνάπτονται καὶ συνθῆκες καὶ συμφωνίες, ἀλλ’ ὅμως ἐφ’ ὅσον ἡ εἰρήνη αὐτὴ εἶναι ἀφηρημένη καὶ δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι καταστάσεις ποὺ δὲ διαρκοῦν γιὰ πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.

Ἀδελφοί μου,

Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε τὴ δική Του εἰρήνη (Ἰωάν, 14,27). Αὐτὴν ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ ἀποκτήσουμε γιὰ νὰ εἰρηνεύσουμε, μὲ τὸν ἑαυτὸ μας ἀρχικὰ ἔχοντας συμφωνία στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας, κατόπιν μὲ τὸ θεό, ὥστε νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του, καὶ τέλος μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, γιὰ νὰ ζήσουμε εἰρηνικὰ μαζί τους καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὶς ἔχθρες καὶ τὶς ἔριδες

Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ

Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)


 
undefined


Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς τρομοκρατημένους μέχρι τότε μαθητὲς Του εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνει προσωπικά· «ἐν μέσῳ ἔστη εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», διαλύει τὶς φοβίες τῶν μαθητῶν Του καὶ βοηθᾶ τὸν Θωμᾶ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀναστολές του.


Δισταγμοὶ καὶ ἀμφιβολίες τῆς πίστης

Ὁ Θωμᾶς κλονισμένος καὶ ταραγμένος μέσα στὴν ἀπομόνωση (δὲν βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς) καὶ τὴν κατάθλιψή του, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὶς ἀναστολὲς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου του. Ὅμως ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀνάμεσα σὲ ὅλους μαζί τους μαθητές Του, γιὰ νὰ πιστεύσει πραγματικὰ ὁ ἕνας. Δὲν ἐλέγχει τὴ δυσπιστία του. Δὲν κρίνει τὴ στάση του, δὲν καταδικάζει τὴ συμπεριφορά του. Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὶς ἀντοχές μας στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ πόνου, τῆς ἀδυναμίας, τῆς κόπωσης καὶ τῆς ἐξάντλησης. Βέβαια, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὅριά μας, ἁπλῶς ἐμεῖς στὶς δύσκολες στιγμὲς συνειδητοποιοῦμε τὴν ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ ἀποκαλύπτεται μὲ ἀγάπη σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Νὰ φανερώνει καὶ νὰ προσφέρει τὰ σημάδια τῆς μυστικῆς Του παρουσίας καὶ ἐνέργειας σὲ ὅποιον ἀναζητᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, δηλαδὴ σὲ ὅποιον οἰκοδομεῖ τὴν πίστη του στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ πνευματικὸ βίωμα. Μᾶς ἐκπλήσσει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς ψυχῆς μας, στὶς νοοτροπίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, κάποτε ἀκόμη καὶ στὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς μας. Ἐδῶ ὁ ἐγωισμὸς μας συντρίβεται. Ἡ ἀλαζονικὴ λογική μας, ποὺ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατακτήσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια, ταπεινώνεται καὶ τότε αὐθόρμητα παραδινόμαστε ὁλόψυχα «ἐν πίστει» στὴν ἀγαπώσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.


Ἡ φυλακὴ τῆς λογικῆς

«Ἐὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω». Κάποτε ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ κόσμου τούτου γίνεται ἕνας πειρασμὸς ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἀναλήθεια. Σὲ ἕνα τρομακτικὸ ψέμα, σὲ ἕναν δαιμονικὸ πειθαναγκασμό, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις του ἀντιλαμβάνονται, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι παρατηρεῖ, ὅ,τι ἀποδεικνύει μὲ τὶς ἔρευνες καὶ τὰ πορίσματά του. Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο ἡ λογικὴ θεοποιεῖται σὰν τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια. Τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ εὐαισθησίες, οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ βιώματα, ἡ πίστη καὶ τὸ θαῦμα παραμερίζονται καὶ ἐμπαίζονται. Ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παραμένει ἄγνωστη. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προορισμοῦ γεμίζουν ἀπὸ ἀντιφάσεις, κενά, ἀπορίες καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος μικραίνει καὶ φτωχαίνει πολύ. Γίνεται ρηχός, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπίπεδος. Γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο ποὺ αὐτάρεσκα καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη του, οἱ διαστάσεις τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους ἰσοπεδώνονται. Ἡ καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθει γι' αὐτό. Καμία πνευματικὴ ἀνάβαση, ἀναζήτηση καὶ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐνδοσκόπηση, καμία αὐτογνωσία, κανένας ἐσωτερικὸς ἀγώνας μὲ τὸν «ἔσω τῆς καρδίας κρυπτόμενον ἄνθρωπον».

Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι βυθίζονται στὶς ἀμφιβολίες καὶ παγιδεύονται στὴν ἀπιστία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κενό τῆς ζωῆς. Ἔχουν μία ὑπερτροφικὴ αὐτοπεποίθηση ὅτι μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ πάντα. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς ἰδέες τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ μποροῦν, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού, ἐνῶ ἤθελε νὰ πιστέψει, δὲν μποροῦσε. Γιατί ἐκεῖνος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κάθε ἀπίστου, μέσα ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀμφιβολίες του ἀναζητοῦσε νὰ ψηλαφήσει. Ἀναζητοῦσε τὰ σημάδια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσωπικὰ ὄχι ἐγωκεντρικά, γι' αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκουμπήσει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐμβαθύνει στὴν ἐμπειρία τῆς πίστns, ὅταν γράφει «ἔμαθον ἀφ' ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ' ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν...»• δηλαδή, πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου καὶ μὲ δίδαξαν νὰ μὴν κρίνω, ψηλάφησα καὶ ἔμαθα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ φιλονικῶ, ἕναν Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἂς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς μία διαρκὴς ἐμπειρία καὶ ὁμολογία πίστης. Ἀμήν

Ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))





Σήμερα τιμᾶμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Πολλοὶ συχνὰ τὸν θυμόμαστε μοναχὰ σὰν τὸν ἄπιστο Θωμᾶ· στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε γιὰ τὰ νέα ποὺ τοῦ μετέφεραν οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ὅταν τοῦ εἶπαν : Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Τὸν εἴδαμε ζωντανό!

Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἢ ποὺ παρέμεινε ἄπιστος στὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος ἔμαθαν ὅτι ἀρρώστησε ὁ Λάζαρος, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἂς ἐπιστρέψουμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπάντησαν: Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν ἐκεῖ, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε; Μονάχα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: Ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ ἂς πεθάνουμε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον. Ἦταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νὰ εἶναι στὰ λόγια μαθητής Του, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὅπως ἕνας μαθητὴς ἀκολουθεῖ τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ πεθάνει μαζί Του, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀποφασίζει νὰ πεθάνει μὲ τὸν φίλο του καὶ ἐὰν χρειαστεῖ χάριν τοῦ φίλου του. Ἂς θυμηθοῦμε λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του.

Τί συνέβη ὅμως ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἀνήγγειλαν σ’ αὐτὸν ποὺ μονάχα αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ τὸν Κύριο, ὅτι ἀντίκρισαν πραγματικὰ τὸν ἀναστάντα Χριστό; Γιατί δὲν πίστεψε τὰ λόγια τους; Γιατί ἀμφέβαλλε; Γιατί εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἀποδείξεις, ἁπτὲς ἀποδείξεις; Ἐπειδὴ ὅταν τοὺς ἀντίκρισε τοὺς εἶδε χαρούμενους μὲ ὅ,τι εἶδαν, ἦταν χαρούμενοι ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πιὰ νεκρός, ποὺ ἦταν ζωντανός, χαρούμενοι γιὰ τὴν νίκη ποὺ εἶχε κερδηθεῖ. Καὶ ὅμως παρατηρώντας τους δὲν εἶδε σὲ αὐτοὺς καμία ἀλλαγή. Ἦταν οἱ ἴδιοι, μόνο ποὺ ἦταν γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἀντὶ γιὰ φόβο. Καὶ ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε : Μόνο ἐὰν Τὸν δῶ, μόνο ἐὰν γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως θὰ μπορέσω νὰ πιστέψω.

Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ κάποιος ποὺ μᾶς συναντᾶ;

Πρὶν λίγες ἡμέρες ὁμολογήσαμε μὲ πάθος, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πίστη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πιστεύουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι· καὶ ὅμως, ὅταν μᾶς συναντοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας μας, μᾶς βλέπουν καὶ ἀναρωτιοῦνται: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τί τοὺς συνέβη;

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ τὸν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἤτανε γι’ αὐτοὺς βίωμα, δὲν σήμαινε γι’ αὐτοὺς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σέ μᾶς· ἐὰν ἑξαιρέσουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ ὅταν τοὺς συναντάει κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν εἶναι ἀληθινό.

Τί ὑπάρχει στὸ δικό μας μήνυμα ποὺ δὲν ἀκούγεται; Ἐπειδὴ μιλᾶμε ἀλλὰ δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαφέρουμε τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν νοιώσει τὴν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ, ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ μοιράστηκε μὲ μᾶς τὴ ζωή Του, ποὺ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ C. S. Lewis, διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπές, λαμπρό, ἀλλὰ εἶναι πέτρα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινεῖ λιγότερο ἐξωτερικά, εἶναι ὅμως ζωντανός, εἶναι μία μαρτυρία ζωῆς.

Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόμαστε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντᾶμε δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί;

Ὁ καθένας μας ἔχει νὰ δώσει τὴ δική του ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς ἑτοιμαστεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ βαθειὰ συνείδηση, ἂς κάνουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, ὅταν θὰ μᾶς βλέπουν, θὰ λένε: Δὲν ἔχουμε ξανασυναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους, ἔχουν κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε δεῖ σὲ κανέναν ἄλλον. Τί εἶναι αὐτό; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐνεργεῖ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴμαστε ναός Του. Ἀμήν.


Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr



Πρωτότυπο Κείμενο


St Thomas Sunday
April 30,1995

To-day we are keeping the day of St Thomas the Apostle. Too often we remember him only as a doubter; indeed he is the one who questioned the message which the other Apostles brought to him when they said: Christ is risen! We have seen Him alive!

But he is not one who doubted throughout his life or who remained unfaithful to the fullness of the divine revelation of Christ. We must remember that when the Apostles and the Lord heard of the illness of Lazarus, Christ said to them: Let us return to Jerusalem. To which the others said: But the Jews wanted to kill you there. Why should we return? Only Thomas the Apostle answered: Let us go with Him and die with Him. He was prepared not only to be His disciple in words, not only to follow Him as one follows a teacher, but to die with Him as one dies with a friend and, if necessary, for a friend. So, let us remember his greatness, his faithfulness, his wholeness.

But what happened then when after the Resurrection of Christ, the Apostles said to the one who had not seen Christ risen, that they had actually seen the risen Christ? Why did he not accept their message? Why did he doubt? Why did he say that he must have proofs, material proofs? Because when he looked at them, he saw them rejoicing in what they had seen, rejoicing that Christ was not dead, rejoicing that Christ was alive, rejoicing that victory had been won. Yet, when he looked at them he saw no difference in them.. These were the same men, only full of joy instead of fear. And Thomas said: Unless I see, unless I probe the Resurrection, I cannot believe you.

Is it not the same thing that anyone can say to us who meets us?

We proclaimed the Resurrection of Christ, passionately, sincerely, truthfully, a few days ago. We believe in it with all our being; and yet, when people meet us in our homes, in the street, in our place of work, anywhere, do they look at us and say: Who are these people? What has happened to them?

The Apostles had seen Christ risen, but the Resurrection had not become part of their own experience. They had not come out of death into eternal life. So it is also with us; except with the saints, when they see them, they know that their message is true.

What is it in our message that is not heard? Because we speak, but are not. We should be so different from people who have no experience of the living Christ, risen, who has shared His life with us, who sent the Holy Spirit to us as, in the words of C.S. Lewis, a living person is different from a statue. A statue may be beautiful, magnificent, glorious, but it is stone. A human being can be much less moving in his outer presence, yet he is alive, he is a testimony of life.

So let us examine ourselves. Let us ask ourselves where we are. Why is it that people who meet us never notice that we are limbs of the risen Christ, temples of the Holy Spirit? Why?

Each of us has got to give his own reply to this question. Let us, each of us, examine ourselves and be ready to answer before our own conscience and do what is necessary to change our lives in such away that people meeting us may look at us and say: Such people we have never seen. There is something about them that we have never seen in anyone. What is it? And we could answer: It is the life of Christ abroad in us. We are His limbs. This is the life of the Spirit in us. We are His temple. Amen

Ἡ καινούργια κτίση

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))



Τηροῦμε σήμερα τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ. Ὅλοι τὸν θυμοῦνται σὰν τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἀμφισβήτησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅταν τοῦ μίλησαν γι' αὐτὴν οἱ ἄλλοι μαθητὲς σπάνια ὅμως ρωτοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας τί ἄνθρωπος ἦταν καὶ ποιοὶ λόγοι τὸν ἔκαναν νὰ ἀμφιβάλλει.

Ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν ἐκλογή του σὲ ἀπόστολο ἀπὸ τὸ Χριστό, ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ἀναφέρεται μόνο δύο φορὲς στὰ Εὐαγγέλια. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ εἶναι πολὺ σημαντικὴ (Ἰω. 11. 7- 16): Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητές Του ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἰουδαία γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸ φίλο Του Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νὰ Τὸν πείσουν νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη καὶ φονικὴ Ἱερουσαλὴμ καὶ μόνο ὁ Θωμᾶς λέει: «ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ». Ἦταν διατεθειμένος, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν οἱ μαθητὲς ἔβλεπαν στὸν Κύριο ἁπλῶς ἕνα δάσκαλο, νὰ πεθάνει μαζί Του ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Ἦταν ἕτοιμος ἁπλῶς νὰ πεθάνει, ὄχι νὰ ἐπιδιώξει ὁ,τιδήποτε, μόνο νὰ μοιραστεῖ τὸ ριζικό Του.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἕτοιμος μὲ τόση ἀφοσίωση νὰ μοιραστεῖ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ θάνατο ρωτᾶ τοὺς ἄλλους μαθητὲς λέγοντας: «Εἶναι δυνατό;» Λένε στὸ Θωμᾶ πὼς ἔχουν δεῖ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ κι ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μήπως γιὰ τὸ λόγο ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, πρὶν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβει στοὺς Ἀποστόλους ἐκεῖνοι παρέμεναν οἱ ἴδιοι δειλοὶ ἄνθρωποι, συχνὰ ἀνίκανοι νὰ κατανοήσουν, συχνὰ ἀμφιρρεπεῖς, ὅπως ὑπῆρξαν καὶ στὸ παρελθόν; Πῶς μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅταν ἡ μόνη ἔνδειξη γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι χαιρόντουσαν χωρὶς νὰ ἔχουν γίνει καθόλου διαφορετικοὶ ἀπ' αὐτὸ ποὺ πάντοτε ὑπῆρξαν; Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης χρειαζόταν μία ἀπόδειξη πέρα ἀπὸ τὰ χαρούμενα λόγια τῶν ἀποστόλων διότι καταλάβαινε ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ τότε τὸ κάθε τι στὸν κόσμο εἶχε ἀλλάξει, ὅτι δὲν ἦταν ὁ θάνατος ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ εἶχε τὸν τελευταῖο λόγο, ὅτι ἡ τελικὴ νίκη δὲν ἀνῆκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ στὸ Θεό, ὅτι εἶχε ὑπερισχύσει ἡ ἀγάπη, ὄχι τὸ μίσος. Καταλάβαινε ὅτι ὁ κόσμος θὰ 'πρεπε νὰ εἶχε γίνει καινούριος ἐφ' ὅσον ὁ Θεὸς τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ μεταμορφώσει ἀπὸ κόσμο ἄσκοπης, κάποτε πολύχρονης μὰ παροδικῆς ζωῆς σὲ κόσμο αἰωνιότητας.

Ὅταν εἶδε μπροστά του λοιπὸν τὸ Χριστὸ ὁ Θωμᾶς πίστεψε διότι ὁ Λυτρωτὴς ἀκτινοβολοῦσε μὲ τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας, διότι στεκόταν μπροστὰ στοὺς μαθητὲς Του ὄχι σὰν ὁ Ἰησοῦς τῆς Ναζαρὲτ ποὺ ὑπῆρξε δάσκαλός τους ἀλλὰ σὰν ὁ ἐγερθεὶς Κύριος μέσα στὴν ἰσχὺ καὶ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασής Του, καὶ παρ' ὅλα αὐτά, μὲ χέρια καὶ πόδια καὶ πλευρὰ τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲ μετακινεῖ τὴν τραγωδία ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σηκώσει ὁλόκληρη τὴν τραγωδία του καὶ νὰ τὴ μεταμορφώσει σὲ νίκη, ὅσο ὅμως παραμένει ἔστω καὶ ἕνας ἁμαρτωλὸς πάνω στὴ γῆ θὰ παραμένει καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἴσως νὰ στέκεται ἀπέναντι μας ἔτσι ἀκριβῶς καὶ στὴν αἰωνιότητα κι αὐτὸ γιατί ἡ σταύρωσή Του εἶναι τὸ σημάδι τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ὁ Θωμᾶς Τὸν εἶδε, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ μέσα στὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, Τὸν προσκύνησε καὶ πρόφερε τὰ λόγια τῆς τελικῆς, θριαμβευτικῆς ἀπόδειξης τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ μεταφέρουμε σ' ὁλόκληρο τὸν κόσμο: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πῶς ὅμως νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους μιλοῦμε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στοὺς ὁποίους ἀναγγέλλουμε ὅτι ἔχει ἐγερθεῖ, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι ἔχει βγεῖ νικητής, πῶς νὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν ἄν, ὅπως τότε οἱ ἀπόστολοι, μποροῦμε μόνο νὰ χαιρόμαστε γιὰ τὴ δική μας ἐμπειρία χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἐπιδείξουμε τὴ δύναμη ἤ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης; Ἐμεῖς ποὺ πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καινὸ ἔθνος, ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στὴ ζωή, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ἤδη νιώθουν τὸ θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου, διότι ἔχοντας γευτεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ζοῦμε πιὰ - θὰ'πρεπε νὰ ζούσαμε - τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἐγερθέντος, τὴ θεϊκὴ ζωή.

Δὲ θὰ φοβούμασταν τότε τὸ θάνατο ἤ τὸ μαρτύριο, δὲ θὰ φοβούμασταν τίποτα στὸν κόσμο διότι τὴ ζωὴ ἐκείνη κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν πάρει. Θὰ πορευόμασταν τότε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς γεμάτοι σφρίγος ὡς νικητὲς καὶ ὡς πειστικοὶ μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἐφ' ὅσον οἱ ἄλλοι θὰ ἔβλεπαν σ' ἐμᾶς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μάθει νὰ ἀγαπᾶνε, ἔστω κι ἂν χρειαστεῖ νὰ θυσιάσουν τὴν ἐπίγεια ζωή, ποὺ ἔχουν μάθει νὰ πιστεύουν στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει νὰ τὸν πιστεύει, νὰ ἐλπίζουν γιὰ τὰ πάντα καὶ νὰ ὑπερνικοῦν τὸ κάθε τι μὲ τὸ νὰ δίνουν ἀνεπιφύλακτα τὸν ἑαυτό τους στὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου.

Γιατί περίμενε ο Κύριος να περάσουν οκτώ μέρες;(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

 


 undefined
Ο Θωμάς διαβεβαιώνει τους συμμαθητές Του πως δε θα πιστέψει στην Ανάσταση του Κυρίου Του αν δε βάλει το δάχτυλό του στα σημάδια των χεριών Του, «εις τον τύπον των ήλων». Σίγουρα το λέει αυτό επειδή οι φίλοι του είπαν πως ο ίδιος ο Κύριος τους έδειξε τις πληγές στα χέρια και την πλευρά Του. Ας δούμε τώρα πως πείθει ο Κύριος τον άπιστο Θωμά:
 Οκτώ μέρες αργότερα, Κυριακή πάλι, οι μαθητές ήταν συναγμένοι. Μαζί τους ήταν και ο Θωμάς. Τότε, κι ενώ οι πόρτες ήταν πάλι κλεισμένες, ο Ιησούς μπήκε μέσα, στάθηκε ανάμεσά τους και είπε: ειρήνη υμίν (Ιωάν. κ’ 26).
Όλα έγιναν όπως και την πρώτη φορά που εμφανίστηκε μπροστά τους. Όλα, μόνο που τώρα ήταν κι ο Θωμάς μαζί τους. Φαίνεται πως ο Κύριος ήθελε να εμφανιστεί στο Θωμά ακριβώς όπως και στους άλλους, για να επιβεβαιώσει στο δύσπιστο μαθητή όλα εκείνα που του διηγήθηκαν οι άλλοι δέκα.
Γιατί περίμενε ο Κύριος να περάσουν οκτώ μέρες; Γιατί δεν εμφανίστηκε νωρίτερα; Πρώτο, για να είναι όλες οι συνθήκες κι οι περιστάσεις ακριβώς ‘ίδιες. Όπως την πρώτη φορά που εμφανίστηκε ήταν Κυριακή, έτσι έπρεπε να εμφανιστεί και τώρα Κυριακή. Δεύτερο, ώστε με την αναμονή να γίνει μεγαλύτερη η απιστία του Θωμά. Τρίτο, για να μάθει στους μαθητές Του την υπομονή και την καρτερία στην προσευχή, προκειμένου να μεταδώσουν στο φίλο τους τη δική τους πίστη, γιατί οι μαθητές σίγουρα θα προσεύχονταν να εμφανιστεί ξανά ο Κύριος για χάρη του Θωμά. Τέταρτο, για να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές την αδυναμία τους να πιστοποιήσουν την Ανάσταση του Κυρίου χωρίς τη δική Του βοήθεια. Και τελευταίο, ίσως επειδή ο αριθμός οκτώ υποδηλώνει τις έσχατες μέρες, την παραμονή της δεύτερης έλευσης του Χριστού, τότε που άνθρωποι σαν το Θωμά θα είναι πολύ αδύναμοι και χλιαροί στην πίστη, θα καθοδηγούνται με βάση τις αισθήσεις τους και θα πιστεύουν μόνο εκείνα που αντιλαμβάνονται μ’ αυτές. Τότε οι άνθρωποι θα λένε, όπως κι ο Θωμάς : Αν δεν ιδώ, δε θα πιστέψω.
Τη δεύτερη φορά που εμφανίστηκε στους αποστόλους ο Κύριος το έκανε μόνο για το Θωμά. Για χάρη ενός ανθρώπου, ενός αμαρτωλού. Εκείνος που περιβάλλεται από αγγελικούς χορούς που τον υμνούν αγαλλόμενοι, ως νικητή του θανάτου, αφήνει τα ουράνια τάγματα και σπεύδει να σώσει το ένα πρόβατο, το απολωλός. Ας το δουν αυτό όλοι οι ένδοξοι κι οι δυνατοί αυτού του κόσμου που ξεχνούν τους αδύνατους και ταπεινούς φίλους τους, που τους αποφεύγουν με ντροπή και περιφρόνηση. Ας το δουν αυτό κι ας ντραπούν από το παράδειγμά Του. Με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος ο Κύριος δεν ένιωσε ούτε ντροπή ούτε ταπείνωση. Με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος Εκείνος, ο δοξασμένος και παντοδύναμος, κατέβηκε για δεύτερη φορά σ’ ένα ταπεινό δωμάτιο στα Ιεροσόλυμα. Πόσο ευλογημένο είναι το δωμάτιο αυτό, απ’ όπου προέκυψαν για την ανθρωπότητα περισσότερες ευλογίες, οπ’ όσες θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ όλα τα παλάτια των αυτοκρατόρων!
Μόλις ο Κύριος παρουσιάστηκε μπροστά στο Θωμά, εκείνος αναφώνησε με χαρά: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου!». Με τα λόγια αυτά ο Θωμάς ομολόγησε το Χριστό ως Άνθρωπο και ως Θεό, ως ένα ζωντανό πρόσωπο. Μόνο η επαφή με τον αναστημένο Κύριο ήταν αρκετή να δώσει στο Θωμά την ευλογία του Πνεύματος, την αναγέννηση της ζωής και την εξουσία του «δεσμείν και λύειν», τις αμαρτίες, κάτι, που οκτώ μέρες νωρίτερα είχε δώσει στους άλλους μαθητές με το λόγο και την πνοή Του. Όταν ο Κύριος βρισκόταν ακόμα στο θνητό σώμα Του, προτού αναστηθεί, μπορούσε να θε­ραπεύσει την αιμορρούσα γυναίκα μόνο με το να της επιτρέψει ν’ αγγίξει το ιμάτιό Του. Πολύ περισσότερο τώρα, με το δοξασμένο κι αναστημένο σώμα Του, μπορούσε να δώσει μόνο με την επαφή στο Θωμά την εξουσία που είχε δώσει με διαφορετικό τρόπο στους άλλους αποστόλους. Δεν ήταν αδύνατο βέβαια να δώσει ο Κύριος και στο Θωμά δύναμη κι εξουσία με τον ίδιο τρόπο που την έδωσε στους άλλους αποστόλους, αν κι αυτό δεν αναφέρεται στα ευαγγέλια. Αλλά είναι γνωστό πως δεν καταγράφηκαν όλα όσα είπε κι έκανε ο Κύριος μετά την ένδοξη Ανάστασή Του, όπως διαβεβαιώνει ο ευαγγελιστής λίγο αργότερα. Το αξιοσημείωτο είναι πως ο Θωμάς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έλαβε την ίδια δύναμη κι εξουσία, όπως κι οι άλλοι μαθητές. Αυτό είναι σαφές από την αποστολική Του διακονία, από τα θαύματά του και το μαρτυρικό του θάνατο. (Από το βίο του αποστόλου Θωμά μαθαίνουμε πως καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή ομολόγησε με θάρρος και παρρησία πως ο Χριστός αναστήθηκε. Πέντε στρατιώτες όρμησαν τότε εναντίον του γενναίου στρατιώτη του Χριστού και τον σκότωσαν με τις λόγχες τους).
Για ν’ αποκαταστήσει και να εδραιώσει την πίστη του Θωμά, ο Κύριος τον επέπληξε ευγενικά: «Εσύ, Θωμά, του είπε, με πίστεψες περισσότερο με τις αισθήσεις σου παρά με το πνεύμα σου. Ήθελες με τα αισθητήρια σου να πειστείς, γι’ αυτό κι εγώ σου έδωσα την ευκαιρία να το κάνεις αυτό. Κι εσύ πείστηκες με το να με δεις και να με αγγίξεις. Όμως, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Μακάριοι κι ευλογημένοι είναι εκείνοι που δεν είδαν με τα μάτια τους, αλλά με το πνεύμα τους και πίστεψαν με την καρδιά τους. Μακάριοι είναι εκείνοι που πιστεύουν στο Χριστό και το ευαγγέλιο Του χωρίς να τον δουν με τα σωματικά τους μάτια, δίχως να τον αγγίξουν με τα χέρια τους. Μακάριο είναι το παιδί που πιστεύει όλα όσα του λέει η μητέρα του, χωρίς να τα αμφισβητήσει και να θελήσει να τα επιβεβαιώσει με τα μάτια ή με τα χέρια του.
Ο Κύριος το είχε πει πολλές φορές νωρίτερα πως θ’ αναστηθεί κι έπρεπε να τον πιστέψουν. Για να πειστούν οι άπιστοι όμως και να εδραιωθούν στην πίστη οι ολιγόπιστοι, ο Κύριος δεν περιορίστηκε μόνο σε όσα προείπε για την εκ νεκρών ανάστασή Του, αλλά έκανε και πολλές εμφανίσεις μετά απ’ αυτήν. Ήταν πολύ σπουδαίο για Εκείνον ώστε οι απόστολοι κι απ’ αυτούς οι πιστοί, ν’ αποκτήσουν δυνατή πίστη στην Ανάστασή Του. Αυτή είναι η βάση της πίστης κι ή ευφροσύνη του χριστιανού. Γι’ αυτό κι ο πάνσοφος Κύριος έκανε τα πάντα για να ικανοποιήσει το πνεύμα αλλά και τις αισθήσεις των αποστόλων, ώστε κανενός η πίστη να μην κλονιστεί, να μην αμφιβάλει πως ο Κύριος είναι αναστημένος και ζωντανός. Αν και «το πνεύμα έστι το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» (Ιωάν. στ’ 63) και μ’ όλο που οι αισθήσεις μπορούν να εξαπατήσουν τον άνθρωπο πιό γρήγορα από το πνεύμα, ο γλυκύς Κύριος συγκατένευσε στην ανθρώπινη αδυναμία και έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να ικανοποιήσει και την αισθητή αντίληψη και λογική του ανθρώπου. Γι’  αυτό κι η Ανάσταση του Χριστού παραμένει ως σήμερα το πλέον αναμφισβήτητο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία. Ποιό άλλο γεγονός, ξεκινώντας από το απώτατο παρελθόν, παραμένει τόσο φανερά και προσεχτικά τεκμηριωμένο όσο αυτό;

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα»)

Ανάσταση, η ελπίδα του κόσμου

 
 undefined
Στην τριάδα των χριστιανικών αρετών, που αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην κατακλείδα του ύμνου της αγάπης, ανάμεσα στην πίστη και στην αγάπη υπάρχει η ελπίδα. Σωστά, γιατί στηρίζεται στην πίστη και σχετίζεται πρακτικά με την αγάπη. Η ελπίδα του χριστιανού, πηγάζει από την πίστη του, από την θεογνωσία και την ανθρωπογνωσία του. Συγχρόνως όμως δίνει φτερά και στην αγάπη του, γιατί την συνδέει με το όραμα του καινούριου κόσμου, με το πλήρωμα της βασιλείας του Θεού στη νέα γη και στο νέο ουρανό που κατοικεί η δικαιοσύνη κατά τον απόστολο Πέτρο. Αγωνιζόμαστε, κάνομε θυσίες, υφιστάμεθα δεινά αγόγγυστα, δίνομε τη ζωή μας, γιατί έχομε ένα τελικό στόχο, την επικράτηση της νέας δημιουργίας, της Βασιλείας του Θεού. Όλες μας οι πράξεις κατατείνουν στην έλευση αυτής της έσχατης πραγματικότητας, που την ξέρομε από την πίστη μας βέβαια, αλλά που βασικά τη βλέπομε με την ελπίδα, με την προσδοκία μας.
Η δική μας, η χριστιανική προσδοκία στηρίζεται στην ανάσταση. Ξεκινά από την ανάσταση του Χριστού και απολήγει στη δική μας μετοχή στον κόσμο της αναστάσεως. Έτσι μιλώντας κανείς για την ανάσταση αναφέρεται στην ελπίδα του κόσμου.
Η ανάσταση δεν είναι ελπίδα για τον χριστιανό στην αφετηρία της. Είναι αποδοχή ενός ιστορικού γεγονότος, της αναστάσεως του Χριστού. Είναι κατάφαση της μαρτυρίας των αποστόλων, που είδαν τον κενό τάφο και συναντήθηκαν με τον αναστημένο Χριστό. Είναι μια πίστη διαφορετική από την συνηθισμένη, γιατί βασίζεται σε αξιόπιστες μαρτυρίες, έχει δηλαδή περισσότερο το στοιχείο της αποδοχής ενός ιστορικού γεγονότος. Όλα τα Ευαγγέλια μαρτυρούν για την ανάσταση του Χριστού. Αναφέρουν το γεγονός της ευρέσεως κενού, αδειανού  τάφου του Χριστού τόσο οπό τις μυροφόρες γυναίκες, όσο και από τους δύσπιστους μαθητές. Και μιλούν ακόμη για τις εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού στους μαθητές του, που δίνουν την εξήγηση για τον κενό τάφο: ο τάφος ήταν κενός γιατί ο Χριστός αναστήθηκε. Και δεν εμφανίστηκε σε έναν η δύο, αλλά και στους δώδεκα, μια φορά μάλιστα και σε πεντακόσιους, ίσως και περισσότερους πιστούς. Ο απόστολος Παύλος που αναφέρει αύτη την εμφάνιση σε μιαν επιστολή του γραμμένη γύρω στο 55, λίγα χρόνια μετά δηλαδή, θυμίζει στους αναγνώστες του ότι μπορούν να δουν τους μάρτυρες αυτής της εμφανίσεως και να διαπιστώσουν την αλήθεια των λόγων του. Πεντακόσιοι άνθρωποι δεν είναι συνηθισμένος αριθμός μαρτύρων!
Στο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού στηρίχθηκε και η πίστη, σωστότερα η ελπίδα των χριστιανών και για τη δική μας ανάσταση, την κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων σ’ ένα νέο κόσμο ζωής και αφθαρσίας. Αυτή η προσδοκία των πιστών είναι το σημείο του χριστιανικού κηρύγματος που συνάντησε τη μεγαλύτερη αντίδραση στον αρχαίο κόσμο, αλλά συνάμα και η δύναμη του λόγου των αποστόλων και των άλλων κηρύκων της πίστεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αθήνα, όταν μίλησε ο Παύλος στον Άρειο Πάγο, τον άκουσαν με πολλή προσοχή και ανεκτικότητα μέχρι το σημείο του λόγου του, που αναφερόταν στην ανάσταση. Τότε ξαφνικά οι φιλόσοφοι των Αθηνών αισθάνθηκαν ενοχλημένοι και μισοει­ρωνικά του είπαν: «θα σ’ ακούσουμε μιαν άλλη φορά». Η προοπτική του κόσμου της αναστάσεως δεν ταίριαζε στην εικόνα για τον κόσμο που είχαν διαμορφώσει οι αρχαίοι σοφοί. Η ελπίδα του Παύλου για έναν νέο κόσμο, μια νέα δημιουργία, δεν μπορούσε να ταιριάσει με την άποψη για την τελειότητα του παρόντος κόσμου. Σε τελευταία ανάλυση αμφισβητούσε τη σιγουριά του παρόντος. Το πλάτεμα του παρόντος με το άνοιγμα στο μέλλον δημιουργούσε μια αβεβαιότητα, που δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν οι αρχαίοι, όπως δεν είναι πρόθυμοι να την δεχτούν και οι σύγχρονοί μας. Γιατί έτσι ξαφνικά φαίνεται γυμνό από κάθε ωραιοποίηση το παρόν. Η αναμονή της πληρότητας της ζωής στο μέλλον, φωτίζει μ’ ένα καινούριο φως και το παρόν. Δείχνει την απουσία της ζωής από έναν κόσμο που βρίσκεται κάτω από την καταθλιπτική δύναμη του θανάτου, που στενάζει κάτω από τη φοβία για το αύριο, που είναι υπόδουλος στο τρόμο από την προοπτική του θανάτου. Η ελπίδα τής αναστάσεως κάνει μιαν απομύθευση του κόσμου των ονείρων μας. Θυμίζει πόσο μετέωρα είναι τα ανθρώπινα πράγματα, όσο πάνω από τα κεφάλια μας βαραίνει η έλευση του θανάτου. Θυμίζει ακόμη η ανάσταση πως μόνο με την επέμβαση του Θεού εν Χριστώ, μόνο με μια νέα θεϊκή δημιουργική επέμβαση είναι δυνατή η απαλλαγή του ανθρώπου από το φόβο και το άγχος και η μετοχή του στην πραγματική ζωή. Υπάρχει βέβαια έντονο το αισιόδοξο στοιχείο στην προσδοκία της αναστάσεως. Γεμίζει η ψυχή του ανθρώπου από νέα συναισθήματα, βλέπει τον κόσμο με νέα προοπτική. Αλλά για να γίνει αυτό, πιο πριν πρέπει να διαπιστώσει την αδυναμία του, την ανικανότητά του ν’ αλλάξει από μόνος του την πορεία του. Η ελπίδα της αναστάσεως προϋποθέτει σε τελευταία ανάλυση την απεμπόληση του ανθρωποκεντρισμού και την εγκατάλειψη στα χέρια του Θεού. Και στο σημείο αυτό αντιδρά ο φυσικός άνθρωπος. Γιατί έχει την τάση να λησμονεί πως είναι δημιούργημα, πως η ζωή του εξαρτάται από το Θεό. Όταν έλθει αντιμέτωπος με την ανάσταση, ο άνθρωπος γίνεται συνήθως επαναστάτης έναντι του Θεού. Καταλαμβάνεται από την επιθυμία του Αδάμ ν* αποκτήσει μόνος του την αθανασία. Και έτσι ακολουθεί τον πρωτόπλαστο στην τραγική πορεία της ύβρεως, της αποστασίας και της πτώσεως. Και όλα αυτά, γιατί φοβάται να παραδώσει το μέλλον του, την συνέχιση της ζωής του στο δημιουργό Θεό, στη πηγή της ζωής.
Η προσδοκία της αναστάσεως είναι η ελπίδα του χριστιανού και η ελπίδα του κόσμου, όταν μπορέσει κανείς να απαλλαγεί από τη φοβία για το μέλλον και όταν δεν φοβηθεί την προοπτική μιας νέας δημιουργίας. Φτάνει να κάμει ο άνθρωπος μια ανατοποθέτηση του παρόντος, για να δει την ομορφιά του μέλλοντος, που θα χρωματίσει και το παρόν του στη συνέχεια. Η αποδοχή της ελπίδας για την ανάσταση δίνει νέες διαστάσεις στο παρόν. Έτσι ο θάνατος παύει να είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας των ανθρωπίνων σχέσεων. Αντί να προσπαθούμε με κάθε μέσο να παραμερίσομε τους άλλους για να διασφαλίσομε —έτσι τουλάχιστον πιστεύομε— την ζωή μας, μπορούμε να αγωνιζόμαστε χωρίς άγχος και για τους άλλους. Αντί να βλέπομε το θάνατο σαν μια δαμόκλειο σπάθη πάνω από κάθε στιγμή μας, είναι δυνατό με την προσδοκία της αναστάσεως να δούμε το θάνατο όπως είναι: σαν μια προσωρινή μάχη που δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτε σ’ ένα πόλεμο που έχει οριστικά κριθεί θετικά για μας. Ο θάνατος είναι τα τελευταία ψυχορραγήματα ενός κόσμου που χάνεται. Γιατί η ανάσταση του Χριστού έχει ανοίξει το δρόμο της αιώνιας ζωής οριστικά για όλους μας. Έτσι μπορούμε να ξεπεράσαμε οριστικά το άγχος, την αμφιβολία, την αβεβαιότητα για το μέλλον.
Η ιστορία της Εκκλησίας είναι εύγλωττη σ’ αυτό το σημείο. Οι χριστιανοί αντιμετώπισαν μαρτύρια και διωγμούς, κοινωνικούς εξοστρακισμούς και βασανιστήρια με μοναδικό όπλο την βέβαιη ελπίδα της αναστάσεως. Οι ασκητές της έρημου νίκησαν τον παλαιό άνθρωπο με τη δύναμη της προσδοκίας της αναστάσεως των νεκρών. Και η Εκκλησία προσελκύει και σώζει ανθρώπους βασισμένη σ’ αυτή την προσδοκία, που κατακλείει το σύμβολο της πίστεως: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Είναι η προσδοκία της ολοκληρωμένης και ατελεύτητης ζωής, που τόσο επιθυμεί ο άνθρωπος…
Στο 21ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως ο απόστολος Ιωάννης δίνει μια περιγραφή του καινούριου κόσμου, της ουράνιας Ιερουσαλήμ, της βασιλείας του Θεού. «Και είδα καινούριο ουρανό και καινούρια γη. Γιατί ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη έφυγαν και δεν υπάρχει πια και η θάλασσα. Και είδα την αγία πόλη Ιερουσαλήμ καινούρια να καταβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό, ετοιμασμένη και στολισμένη σαν νύμφη για τον άντρα της. Κι άκουσα μια δυνατή φωνή από το θρόνο του Θεού να λέγει: Να, η σκηνή του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. Και θα κατασκηνώσει κοντά τους και αυτοί θα γίνουν δικός του λαός και ο Θεός θα βρίσκεται πάντα μαζί τους. Και θα εξαφανίσει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους και δεν θα υπάρχει πια ο θάνατος και δεν θα υπάρχει πια ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος».
Είναι χαρακτηριστική για τη χριστιανική προσδοκία αυτή η περιγραφή. Συνοψίζει με την ομορφιά της ποιητικής γλώσσας του προφήτη όλες τις ανθρώπινες ελπίδες. Δεν δίνει το βάρος σε υλικές περιγραφές και ανέσεις, αλλά συνδέει τη βασιλεία του Θεού με την απουσία του πόνου και του πένθους, με την κατάργηση του θανάτου και με την εξασφάλιση της αιώνιας ζωής που χορηγεί ο δημιουργός Θεός. Όλο το βάρος πέφτει στην εξαφάνιση του θανάτου και του πόνου, της αιτίας της ανθρώπινης δυστυχίας.
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα γιατί η Εκκλησία χαρακτήρισε ως άγκυρα ελπίδας την προσδοκία της αναστάσεως και γιατί ποτέ δεν έπαψε να περιμένει την έλευσή της με αδημονία. Γιατί η ανάσταση σημαίνει το τέλος της αγωνίας του ανθρώπου και την αρχή μιας νέας εποχής ζωής αληθινής. Γιατί με την ανάσταση θα γίνει πραγματικότητα η ανάκτηση του κόσμου και η μεταμόρφωση του ανθρώπου σε εικόνα Θεού. Όλος ο μόχθος και ο αγώνας μας θα δικαιωθεί την ώρα που η ζωή θα πλημμυρίσει τον κόσμο. Η αγάπη του Θεού θα κυριαρχήσει στον κόσμο και τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους θα γκρεμιστούν από το φως της θεϊκής παρουσίας.
Η ανάσταση δεν είναι ένα ανθρώπινο δράμα, αλλά μια θεϊκή υπόσχεση, που συνοδεύεται από ένα γεγονός, από την ανάσταση του Χριστού. Η προσμονή της ελεύσεως αυτής της ώρας δεν έπαψε ποτέ να μας δίνει δύναμη, θα συνεχίσει να ‘ναι πηγή θάρρους και ενθουσιασμού, μέχρι που να έλθει ως πραγματικότητα. Μέχρι τότε η Εκκλησία θα αγωνίζεται και θα αγαπά, θα μαρτυρεί για την βασιλεία τού Θεού και θα διατηρεί την προσδοκία του ερχομού της, γιατί σ’ αυτή την προσδοκία κλείνεται η ελπίδα η δική της και μαζί η ελπίδα του κόσμου.
(+Βασίλης Π. Στογιάννος, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν», εκδ, Π. Πουρναρά)

Στην Καινή Κυριακή και στον Απόστολο Θωμά.(Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

 

Βιάζομαι να καταβάλω την οφειλή μου. Γιατί κι αν είμαι φτωχός, όμως θέλω να σας κάνω να νιώθετε ευγνωμοσύνη. Σας υποσχέθηκα να φανερώσω την απιστία του Θωμά· τώρα έρχομαι να εκπληρώσω την υπόσχεση μου. Βιάζομαι πρώτα να εξοφλώ τις πρώτες οφειλές, για να μη με πνίξουν οι τόκοι που μαζεύονται. Συνεργαστείτε και σεις στην καταβολή του χρέους μου και παρακαλέστε πολύ το Θωμά, να βάλει στα χείλη μου το άγιο δεξί του χέρι, το οποίο άγγιξε την πλευρά του Κυρίου, να δυναμώσει τη γλώσσα μου, για να σας εξηγήσει όσα επιθυμείτε να μάθετε. Κι εγώ παίρνοντας θάρρος από τις πρεσβείες του Αποστόλου και Μάρτυρα Θωμά, να κηρύξω την πρώτη του απιστία αλλά και τη δεύτερη ομολογία, που είναι βάση και θεμέλιο της Εκκλησίας.
Όταν μπήκε ο Χριστός στους μαθητές του, ενώ οι πόρτες ήσαν κλειστές και βγήκε πάλι με τον ίδιο τρόπο, έλειπε μονάχα ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας. Η απουσία του να προξενήσει περισσότερη ασφάλεια και βεβαιότητα. Γιατί αν ήταν παρών ο Θωμάς, δε θα είχε αμφιβολία· κι αν δεν είχε αμφιβολία, δεν θα ζητούσε να ικανοποιήσει την περιέργεια του· και αν δεν ζητούσε να ικανοποιήσει την περιέργεια του, δε θα ψηλαφούσε· αν δεν ψηλαφούσε, δε θα ομολογούσε τον Χριστόν ως  Κύριο και Θεό· κι αν δεν ωμολογούσε Κύριο και Θεό τον Χριστό, δε θα είχαμε εμείς διδαχθεί να τον δοξολογούμε με  αυτόν τον τρόπο. Ώστε με την απιστία του ο Θωμάς μας έδειξε το δρόμο  προς την αλήθεια·  και αν και ήρθε μετά  σταθεροποίησε την πίστη μας.
Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές στο Θωμά όταν ήρθε. «Έχομε δεί τον Κύριο», έχομε δει αυτόν που είπε· «εγώ είμαι το φως του κόσμου»· έχομε δει αυτόν που είπε «εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και η αλήθεια»· και βρήκαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπει μέσα στα πράγματα. Έχομε δει αυτόν που είπε «σε τρεις ημέρες ανασταίνομαι», κι αφού είδαμε την ανάσταση προσκυνήσαμε αυτόν που αναστήθηκε. Τον ακούσαμε να μας λέει «ειρήνη σ’  εσάς», κι αλλάξαμε την παραζάλη της λύπης σε γαλήνια χαρά. Είδαμε τα χέρια του που δέχτηκαν τις αιχμές των καρφιών, είδαμε τα χέρια που κατηγορούν τη λύσσα των θεομάχων σκυλιών, είδαμε τα χέρια που ύφαναν την αφθαρσία μας. Είδαμε και την πλευρά που φωνάζει καθαρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου. Είδαμε την ίδια την πλευρά, που υμνούν οι άγγελοι και σέβονται οι πιστοί και τρέμουν οι δαίμονες. Δεχτήκαμε και το θεϊκό φύσημα από το θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα που χορηγεί κάθε χάρη. Χειροτονηθήκαμε από τον Κύριο ως κύριοι, δηλαδή να έχομε την εξουσία να συγχωρούμε τα σφάλματα. Αποκτήσαμε το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε τέτοια εντολή. « Σε όσους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, συγχωρούνται· σε όσους δεν τις συγχωρήσετε, δεν συγχωρούνται». Τέτοια χαρούμενα λόγια ακούσαμε από το Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Ήταν αδύνατο να μην πλουτίσουμε, αφού μας έτυχε τέτοιος πλούσιος Κύριος. Μόνο εσύ ἐμεινες φτωχός, που δεν ήσουν μαζί μας.
Κι ο Θωμάς τί τους είπε; Έχετε δει τον Κύριο; Καλά. Αυτόν που είδατε λοιπόν να τον σέβεστε πιο πολύ. Αυτόν που παρατηρήσατε, να τον κηρύττετε αδιάκοπα. Εγώ όμως, «αν δε δω μέσα στις παλάμες του τις τρύπες των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στα ίχνη απ’  τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω». Κι εσείς δε θα πιστεύατε, αν δεν βλέπατε πρώτα· έτσι κι εγώ «αν δεν δω δεν θα πιστέψω».
Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν· μείνε σταθερός με επιμονή, για να δεις εσύ και να βεβαιωθεί και η δική μου ψυχή μου. Μείνε σταθερός, ζητώντας αυτόν που είπε, «Ζητάτε και θα βρείτε». Μην προσπεράσεις απλά ερευνώντας, αν δεν βρεις το θησαυρό που ζητάς· χτύπα με  επιμονή την πόρτα της σίγουρης γνώσης, ώσπου να σου την ανοίξει αυτός που είπε «χτυπάτε και θα σας ανοίξω». Αγαπώ το διχασμό των λογισμών σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Αγαπώ τη φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Ευχάριστα ακούω να λές πολλές φορές « αν δε δώ στα χέρια του το σημάδι απ’ τα καρφιά, δεν θα πιστέψω». Γιατί εσύ απιστείς κι εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Εσύ σκάβεις με το δικέλλι της γλώσσας τα χωράφια, δηλαδή το θείο σώμα, κι εγώ θερίζω χωρίς κόπο τον καρπό και τον μαζεύω για μένα. Αν δεν δω με  τα ίδια μου τα μάτια τα  αυλάκια που σαν με αλέτρι χάραξαν οι άπιστοι μέσα στ’  άγια του χέρια, με κανένα τρόπο δε θα συμφωνήσω με τα λόγιά σας. Αν δε βάλω αυτό το δάχτυλο μου στις λακκούβες των καρφιών, δεν θα δεχτώ το καλό μήνυμά σας. Αν δεν κρατήσω μ’  αυτό μου το χέρι εκείνη την πλευρά, πού ανύποπτη μαρτυρεί την ανάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω τη γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος είναι ισχυρός και βέβαιος, αν επιβεβαιώνεται από όλα  τα πραγμάτα· και κάθε λόγος που δεν έχει τη μαρτυρία των έργων είναι χωρίς σημασία και από το στόμα χάνεται στον αέρα.
Πρόκειται να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Διδασκάλου. Πώς λοιπόν με τα λόγια θα πω αυτά που δεν είδα με τα μάτια μου; Πώς θα κάνω τους άπιστους να πιστέψουν, αυτά που μήτε εγώ δεν τα έχω παρακολουθήσει; Θα πω στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι έχω δει τον Κύριό μου να τον σταυρώνουν, όχι όμως αναστημένο, αλλά μόνο ότι το άκουσα; Και ποιός δεν θα γελάσει με τα λόγια μου; Ποιός δεν θα  περιφρονήσει το κήρυγμά μου; Άλλο πράγμα είναι ν’  ακούσεις κάτι και άλλο να το δεις·  άλλο πράγμα είναι η αφήγηση λόγων κι άλλο η θέα και η εμπειρία των πραγμάτων.
Επειδή ο Θωμάς είχε αμφίβολη γνώση, σε οχτώ μέρες ο Δεσπότης ξαναήρθε πάλι στους μαθητές του, που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Άφησε πρώτα να κατηχηθεί ο Θωμάς από τους συμμαθητές του στις ενδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε να καίγεται από τη δίψα να τον αντικρύσει. Κι όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας του, τότε στην κατάλληλη ώρα ο ποθητός βρήκε αυτόν, που ποθούσε. Με τον ίδιο τρόπο, όπως και προηγουμένως, με κλεισμένες τις πόρτες μπήκε και τους είπε· «ειρήνη σ’  εσάς», για να ταυτιστεί το πράγμα με το θαύμα και για να βεβαιώσει το λόγο των αποστόλων και για να παραστήσει την ακρίβεια του δεύτερου ερχομού του. Έπειτα είπε στον Θωμά. «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δές τα χέρια μου». Τι ύψος απέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος αμέτρητης συγκαταβάσεως! Δεν περίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν περίμενε να πλησιάσει αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέσει και να πετύχει ό,τι ήθελε. Μήτε για λίγο δεν τον στέρησε από την επιθυμία. Ο ίδιος ο αγαπημένος με τη βία τραβούσε κοντά του αυτόν που τον αγαπούσε· ο ίδιος έσυρε στην πληγή το δάχτυλο εκείνου που είχε τον πόθο· ο ίδιος με τη δεσποτική γλώσσα του, τράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’  αυτόν. «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δές τα χέρια μου».
Άκουσα, Θωμά, απών σαν άνθρωπος αλλά παρών σαν Θεός, αυτά που είπες στους αδελφούς σου. Ήμουν κοντά σας με τη θεότητά μου και χώρια σας με την ανθρωπίνη φύση μου. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια που είπες προηγουμένως; Δεν είπες, «αν δεν δω μέσα στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω;» Δεν βγήκαν από τα χείλη σου τα λόγια αυτά; Τα λόγια αυτά δεν ανταποκρίνονται στους λογισμούς σου; Γι  αυτό ξαναήλθα· για να μην αμφιβάλλεις. Γι  αυτό είμαι κοντά σας δεύτερη φορά. Έχω έρθει γι  αυτά πού επιθυμείς. Τώρα ήρθα για σένα, τον ένα, εγώ που για το χαμένο πρόβατο κατέβηκα από τους ουρανούς, χωρίς να τους αφήσω. Μή διστάσεις λοιπόν να μάθεις ό,τι ποθείς· μη ντρέπεσαι να κοιτάξεις καλά ό,τι θέλεις. Μην αποφύγεις να βάλεις το δάχτυλό σου στα χέρια μου. Ανέχομαι και το περίεργο δάχτυλο, όπως ανέχτηκα τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπόμεινα την κακία των εχθρών. Με σταύρωσαν οι εχθροί μου και δεν αγανάκτησα και δε θα υποφέρω την δική σου εξέταση; «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου», πού τραυματίστηκαν για σας, για να θεραπευθούν τα χτυπήματα των δικών σας ψυχών. Κοίταξε τα χέρια μου και συλλογίσου αν είμαι εκείνος που εκούσια σταυρώθηκε ή κάποιος άλλος; Δες τα χέρια μου, που άφησα να διατηρούν τα σύμβολα της Εβραϊκής μανίας κι όταν με τη συνηθισμένη αναίδειά τους μου πουν οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως ότι «εμείς Κύριε, δεν σε σταυρώσαμε». Τότε θα δείξω σ’  αυτούς τους εχθρούς μου, τα χέρια μου μ’  αυτή τη μορφή και θα ντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις τα αντικρύσουν. «Δές τα χέρια μου», που μαρτυρούν το αληθινό γεγονός της αναστάσεώς μου. Μή νομίσης πώς είναι μία φαντασία. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν ομήρους της δικής σας αναγεννήσεως. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν αποδείξεις για την ανάστασή μέσα από τους τάφους. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν άγκυρα που έπεσε στο βυθό του Άδη. Μη φοβηθείς καμμιά δυσκολία της ζωής, μη σε ζαλίσει καμμιά ζάλη του κόσμου. Μη φοβηθείς το φύσημα των αντιθέτων ανέμων, μη σε ανησυχήσουν οι καταιγίδες κι οι σκόπελοι της θάλασσας των εχθρών. Πέρνα με θάρρος το πέλαγος της ζωής, ταξίδευε κρατώντας την άγκυρα του πνεύματος, ταξίδευε έχοντας μπροστά σου σαν λιμάνι τον ουρανό. Ταξίδευε και να φοβάσαι μόνο το ναυάγιο της αρνήσεώς μου. Περιγέλασε το θάνατο σάν νεκρό, περίπαιζε σαν ανίσχυρη τη φθορά. Να αποδεχθείς  το τέλος της ζωής για χάρη μου, σαν αρχή μιας πιο εσωτερικής ζωής και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου. Ἀντλησε με το χέρι σου από τη βρύση που δίνει τη ζωή το νάμα που ποθείς και ανακούφισε τη δίψα σου. «Φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου». Βάλε το χέρι στο ιατρείο της δημιουργίας και βγάλε το φάρμακο της επιθυμίας σου. Δέχομαι άγγιγμα χεριού που με  αγαπά, εγώ που δέχτηκα την πληγή της λόγχης. «Φέρε το χέρι σου και βάλέ το στην πλευρά μου, για να μπορείς να  αγωνίζεσαι γι  αυτήν, για να μπορείς να  αποκριθείς σ’  αυτούς που πολεμούν την αλήθεια, ότι με είδες μετά την Ανάσταση και με αναγνώρισες και με ψηλάφησες προσεκτικά. «Φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου». Για σένα την άφησα έτσι εγώ που θεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων. Πρόβλεψα σαν Θεός ότι θα θελήσεις να την δεις έτσι. Και βλέποντας τα σημάδια του πάθους στην σάρκα μου να θεραπεύσεις το πάθος της ψυχής σου. «Φέρε το χέρι σου, και βάλε το στην πλευρά μου» που τη φύλαξα έτσι με κάποιο σκοπό. Όταν γυρίσω πάλι από τους ουρανούς και καθίσω σε θρόνο κριτής ζωντανών και νεκρών να δούν οι Εβραίοι κατάματα τα έργα της κακίας τους και μόνοι τους να  αυτοκαταδικαστούν – «και μη φανείς άπιστος αλλά πιστός».Είναι κακό η απιστία· κάνει τον νου να βουλιάξει. Η πίστη τον ανεβάζει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει τη ψυχή. Η πίστη φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία δεν δέχεται και αυτά που βλέπει. Η πίστη βλέπει και τα αόρατα κατακάθαρα. Ο άπιστος έχει ολοκληρωτική άγνοια. «Μη γίνεις άπιστος, αλλά πιστός». Διώξε το σύννεφο της απιστίας και κοίταξε τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Γίνε άξιος απόστολος της θεότητάς μου μέσα σε όλους. Γίνε τέτοιος όπως πρέπει να είναι αυτός που με συνάντησε και είδε τέτοια όπως εσύ. Όμοια με τους άλλους αποστόλους σε κάλεσα, όμοια με  αυτούς σε τίμησα, όμοια με  αυτούς οπλίσου. Όμοια με  αυτούς είδες ό,τι είδαν, όμοια με  αυτούς σου εμπιστεύθηκα σάν φίλο, όλο μου το μυστήριο· όμοια με  αυτούς κήρυξε τη δύναμή μου. Μην πείς πάλι, αφού με είδες μία φορά: «Αν δεν δω πάλι στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών δε θα πιστέψω». Όσο είμαι μαζί σας άφησε ελεύθερη, όπως θέλεις, την περιέργειά σου. Όσο έχεις δίπλα σου το ουράνιο κλήμα όλα τα κλαδιά και τα σταφύλια του ερεύνησε. Θα  ανέβω στους ουρανούς, απ’  όπου ήρθα στη γή, θα  ανεβώ εκεί που είμαι πάντα. Θα ανέβω με την ανθρωπίνη φύση μου εκεί απ’  όπου για χάρη σας κατέβηκα με τη θεία μου φύση. Θα  ανέβω μ’  αυτό μου το σώμα, αν και χωρίς αυτό ήρθα από εκεί κι έμεινα εκεί πέρα. Θα  ανέβω στους πατρικούς κόλπους με τη δική σας φύση, «αν και είμαι στους κόλπους του Πατέρα». Τελείωσα το έργο για το οποίο έκανα αυτή την πορεία.
Αφού άγγιξε λοιπόν ο Θωμάς τα χέρια και τη θεία πλευρά του Κυρίου γέμισε από δειλία μαζί και χαρά βλέποντας αυτά πού επιθύμησε, αμέσως ξεσπά σε ύμνο, κραυγάζοντας προς τον Κυρίο. «Κύριέ μου και Θεέ μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός. Συ είσαι και άνθρωπος και  φιλάνθρωπος. Συ είσαι ξενόφερτος και παράξενος γιατρός της φύσεως. Δεν κόβεις με το νυστέρι τα πάθη, δεν καίς με φωτιά τις πληγές, δεν μαζεύεις από  τα βοτάνια τη δύναμη των φαρμάκων σου, δεν δένεις με ορατούς επιδέσμους τις βασανιστικές πληγές. Διαθέτεις αόρατους επιδέσμους αγάπης, πού αόρατα τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγο πιο κοφτερό από το μαχαίρι. Έχεις λόγο δυνατότερο απ’  τη φωτιά. Έχεις βλέμμα γλυκύτερο απ’  το φάρμακο. Σαν δημιουργός αγιάζεις χωρίς κόπο το δημιούργημά σου, σαν πλάστης μεταπλάθεις τα πλάσματά σου χωρίς να κουραστείς. Σύ κατά το θέλημά σου καθάρισες τους λεπρούς, έκανες τους κουτσούς να τρέχουν, τους παράλυτους να σηκώνουν τα κρεβάτια τους, τους γεννημένους τυφλούς τους προστάζεις να πετάξουν το σκοτάδι με νίψιμο. Εξώρισες τους δαίμονες απ’  τα δημιουργήματά σου, με θέλημά σου πιάστηκες από  τους εχθρούς και από  τους Ιουδαίους, τα πάντα δέχτηκες για μένα στο σώμα σου, «Ω Κύριε και Θεέ μου».
Αναγνώρισα τον Κύριό μου, αναγνώρισα τον αλιέα και φύλακά μου, αναγνώρισα το βασιλιά και Κύριό μου. «Ω Κύριέ μου και Θεέ μου». Πιστεύω Κύριε στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην ανάληψη από μέρους σου της φροντίδας μου, πιστεύω στον προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στα παθήματα της σάρκας σου, πιστεύω στον τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στην ανάστασή σου. Λοιπόν δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω, δεν κάνω πια έλεγχο. Πιστεύω, δεν στήνω πια τη ζυγαριά του νου. Πιστεύω, δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου. Με δίδαξαν αυτά που είδα να μην κάνω έλεγχο. Ψηλάφησα κι έμαθα να προσκυνώ όχι να φιλονικώ. Ένα Κύριο και Θεό γνωρίζω, τον Κύριό μου Χριστό. Ας είναι δεδοξασμένος και δυνατός στους αιώνες. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...