Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2011

Το φόρεμα της Παναγίας - Παναγία των Βλαχερνών (2 Ιουλίου)


 

Περί της τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Δεσποίνης Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, εις τον Ναόν των Βλαχερνών

 
Μια «κρυφή» εορτή αφιερωμένη στη «Μητέρα του Φωτός» είναι και η «Κατάθεσις της τιμίας Εσθήτος της Ύπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχέρναις» (473), όπως αναφέρει το ημερολόγιο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 2 Ιουλίου, ημέρα που εορτάζεται επίσημα αυτό το γεγονός. Μάλιστα είναι η πρώτη και κυρία εορτή την ήμερα αυτή. Όντως είναι «κρυφή» εορτή, υπό την έννοια ότι ελάχιστοι γνωρίζουν για το θέμα αυτό, σε αντίθεση με την τίμια Ζώνη που γνωρίζουν πολλοί. […] Πώς λοιπόν έχει το θέμα, η ιστορία του ιερού αυτού κειμηλίου της Θεοτόκου πού ονομάζεται Εσθήτα και πώς έφθασε στην Κωνσταντινούπολη; 


Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Μεγάλος ο Μακέλλης, περί το 470 μ.Χ., δύο Πατρίκιοι (αξιωματούχοι) αυτού, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος, από θείο πόθο κινηθέντες πορεύθηκαν στους Αγίους Τόπους για προσκύνηση. Περιδιαβαίνοντας τα ιερά Προσκυνήματα μετά την Γαλιλαία και τη Ναζαρέτ, κατά θεία οικονομία, όπως αποδείχθηκε, βρέθηκαν σε ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής και απεφάσισαν να διανυκτερεύσουν στο σπίτι μιας σεβάσμιας γερόντισσας Χριστιανής Εβραίας. Εκεί λοιπόν οι δύο Πατρίκιοι είδαν ότι συνέχεια του κυρίως σπιτιού υπήρχε και άλλος κλειστός χώρος και εκεί υπήρχαν κάποιοι ασθενείς άνδρες και γυναίκες, με λαμπάδες και λιβάνια προσευχόμενοι. Από το χώρο δε αυτό ερχόταν και μια άρρητος ευωδία. Ήταν τόσο φυσικό να ρωτήσουν τη σεβάσμια γερόντισσα και αυτή απάντησε: «Ο Θεός πρόσταξε και γίνονται εις τούτον τον οίκον μεγάλα θαυμάσια: δαίμονες από τους ανθρώπους διώκονται, τυφλοί αναβλέπουσι. χωλοί περιπατούσι και πάσα άλλη ανίατος ασθένεια θεραπεύεται στους προσερχόμενους με πίστη». Και αυτοί είπαν: «Και πόθεν έλαβε εξ αρχής ούτος ο τόπος αυτό το χάρισμα; Παρακαλούμεν να μας ειπείς δια την άγάπην του Θεού, ότι και ημείς δια να δοξάσωμεν τα θεία Μυστήρια ήλθομεν από τόπον μακρινό να προσκυνήσωμεν».

Αμέσως φάνηκε ότι δεν ήθελε να φανερώσει την υπόθεση. Συμπλήρωσε μόνο: «Άλλο δεν ήξεύρω να σας ειπώ, ει μη μόνον, ότι ο τόπος είναι πεπληρωμένος της θείας χάριτος». Τότε οι δύο άρχοντες διέγνωσαν ότι κάτι μεγάλο μυστήριο κρύπτεται Εκεί. Έτσι την παρακάλεσαν και την εκολάκευσαν να τους πει την όλην αλήθεια και ότι δεν έχει να υποστεί βλάβη η ζημία αφού αυτοί είναι ξένοι και φεύγουν. Τότε η σεμνή εκείνη γυναίκα τους είπε: «Από την ώραν που επιστεύθη Τούτο το θείον Μυστήριον δεν το φανέρωσα τίνος ουδέποτε, καθώς και οι πρόγονοί μας δεν το ομολόγησαν τινός ανδρός κατά τον όρκο οπού αλληλοδιαδόχους ελάβομεν, αλλ' επειδή βλέπω από τους λόγους σας ότι είσθε άνθρωποι ευλαβείς και αιδέσιμοι.

Θέλω να σας ειπώ εξ αρχής την υπόθεσιν αλλά να μην ομολογήσετε το πράγμα εις άλλον τινά αλλά να φυλάξετε κεκρυμμένο το μυστήριον. Γινώσκετε ότι εις τούτον τον ταπεινόν οικίσκο είναι πεφυλαγμένο ένα ιμάτιον της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας εις μικρόν κιβώτιο του οποίου η χάρις και θεία δύναμις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια». Συγκλονίστηκαν οι δύο η δε γερόντισσα συνέχισε: 
«Αύτη η Θεία Παρθένος Θεοτόκος εις τον καιρόν της Κοιμήσεως, είχε δύο γυναίκας παρθένους πολύ οικείας, εις τας οποίας χάρισε δύο χιτώνας, τους οποίους φορούσε η Δέσποινα να τας έχουν χάριν ευλογίας. Μία από αυτάς τας δύο γυναίκας ήτο από το γένος μου και εις τον θάνατον της αφήκεν άλλην παρθένον συγγενή αυτής αυτό το θείον ιμάτιον και αυτή άλλης κατά διαδοχή παραγγέλλουσαι να μην το ομολογήσουν, και ούτω κατήντησε εις εμέ την ανάξια και τώρα δεν υπάρχει άλλη παρθένος να της αφήσω τον θησαυρόν αυτόν τον πολύτιμο». 
Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησαν τη γυναίκα και τόνισαν ότι στα όρια της Παλαιστίνης δεν θα αναφέρουν ότι άκουσαν. Την παρακάλεσαν ακόμη να επιτρέψει να κοιμηθούν στον ιερό αυτό χώρο για να προσευχηθούν έτι περισσότερον και λάβουν χάρη και ευλογία. Η γυναίκα δέχθηκε και τους ετοίμασε όπως μπορούσε. η χαρά και συγκίνηση τους έφθασαν έως δακρύων. Προσευχόμενοι και ευχαριστούντες την Παναγία πού τους αξίωσε τέτοιας χάριτος, ελάχιστα κοιμήθηκαν. Όταν διαπίστωσαν ότι μέρος των ασθενών είχαν σε άλλο χώρο κοιμηθεί διότι οι πολλοί είχαν φύγει, πήραν ακριβώς τα μέτρα (διαστάσεις) του κιβωτίου εκείνου. Το πρωί αφού ευχαρίστησαν τη γυναίκα αποχαιρετώντας την της είπαν, ότι πριν αφήσουν την Παλαιστίνη θα περάσουν να προσκυνήσουν και θα τις φέρουν από ευγνωμοσύνη δώρα.

Στη συνέχεια κάπου στα Ιεροσόλυμα βρήκαν έναν ξυλουργό και του είπαν να τους ετοιμάσει, από παλαιά ξυλεία κιβώτιο σύμφωνα με τα μέτρα πού του έδωσαν. Έτσι μετά παρέλευση ημερών ξαναβρέθηκαν (με το κιβώτιο εντός σάκου), στο χωριό εκείνο και στο σπίτι της γερόντισσας. Έχοντες μαζί τους τα αναγκαία φαγητά έφαγαν με τη γυναίκα και συνευφράνθησαν. Και πάλι θέλησαν να κοιμηθούν εντός του ιερού εκείνου χώρου για χάρη και ευλάβεια, όπως και έγινε. Αυτοί έχοντας το γνωστό τους σκοπό είχαν στο βάθος και ένα φόβο μήπως δεν είναι θέλημα της Παναγίας η τολμηρή ενέργεια πού θα πράξουν. Έτσι προσευχόμενοι με δάκρυα εδέοντο στη Θεομήτορα να τους ελεήσει για ότι θα πράξουν. Μεταξύ άλλων είπαν και τούτο εκείνη τη νύκτα. «Πιστεύομεν ότι είναι ορισμός σου και θέλημα να έλθη και αυτός ο πολύτιμος θησαυρός εις την τιμώσαν σε πόλιν, την σήν επώνυμο, εις ασφάλεια και περιποίησιν των ορθοδόξων δούλων σου και σωτηρίαν διαιωνίζουσαν δια Τούτο τολμώμεν να εγγίσωμεν οι ανάξιοι εις το ιερόν Τούτο κιβώτιο και η χάρις σου να μας συγχώρηση την τόλμη μας». Έτσι εκείνη τη νύκτα τρέμοντες αλλά και χαίροντες έκαναν αλλαγή κιβωτίων χωρίς να διακρίνεται τίποτε το επιλήψιμο. Το πρωί όλα ήταν φυσιολογικά, χωρίς να εννοήσει η απονήρευτη γερόντισσα το συμβάν, την αποχαιρέτησαν με πολλές ευχαριστίες, έφυγαν μετά ανεκλάλητης χαράς για τη Βασιλεύουσα [σημ. του blog μας: ο Θεός να τους αναπαύσει - ελπίζω να μην τους βαραίνει η αμαρτία αυτής της απάτης. Δες και σχόλια στο άρθρο, πιο κάτω].

Ο αυτοκράτορας και η συνοδέια του ασπάζονται την τιμία εσθήτα στην ΚΠολη (από εδώ)

Φθάσαντες, σκέφθηκαν να μην ομολογήσουν αρχικά το γεγονός. Έχοντες προσωπικό χώρο πλησίον του Κερατίου Κόλπου, ο οποίος ονομάζεται Βλαχέρναι, έκτισαν ναό στο όνομα των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου για να μη δώσουν στόχο. Εκεί έθεσαν το ιερό κιβώτιο και φρόντισαν να γίνονται ιεροπραξίες. Όμως η Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα έπαιρνε διαστάσεις. Έτσι ανακοίνωσαν στον αυτοκράτορα Λέοντα το όλο θέμα το τι έφεραν από τους Αγίους Τόπους, και ο οποίος χάρηκε υπερβαλλόντως για το χαρμόσυνο γεγονός και τίμησε τούς δύο Πατρικίους και τους μακάρισε πού ο Θεός τους αξίωσε να φέρουν τέτοιο θησαυρό στην Πόλη. Πάραυτα πήγε στο Ναό και προσκύνησε με συγκίνηση την Εσθήτα της Παναγίας (είδος γυναικείου φορέματος). Τιμώντας ο Βασιλεύς το ιερό κειμήλιο κατασκεύασε ειδικό κουβούκλιο και περιτύλιξε την Εσθήτα με πορφυρίδα βασιλική και έβαλε σε ειδική θήκη την οποία σφράγισε με βούλα και υπογραφή. Το επίσης σπουδαίο, τον υπάρχοντα μάλλον ναό της Θεοτόκου πού νωρίτερα είχε κτίσει η Πουλχερία, επεξέτεινε ο Λέων σε μεγαλοπρεπή προς χάρη της Παναγίας, τον γνωστό και με τόση φήμη Ναό των Βλαχερνών, και εκεί έθεσε την ιερά Εσθήτα. Ώστε ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών με την τόση ιστορία έγινε προς χάρη του ιερού κειμηλίου. Όσο ζούσαν οι δύο Πατρίκιοι αλλά και ο Λέων είχαν μια συνεχή σχέση με το Ναό αυτό και την αγία σορό, όπως ονομάσθηκε η κατάθεση της Εσθήτος, και θεσπίστηκε η εορτή στις 2 Ιουλίου.

Ο μεγαλοπρεπής αυτός Ναός με τον πνευματικό θησαυρό εντός, πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε μάλλον έγινε το μεγαλύτερο Προσκύνημα της Κων/λεως. και αφού το Προσκύνημα συνοδευόταν από ποικίλα θαύματα για χίλια χρόνια έως φυσικά την άλωση. Πέραν αυτών η Θεοτόκος Δέσποινα με ιερό «ορμητήριο» το Ναό αυτό συνέδραμε σε κινδύνους και επιδρομές, σε λιμούς και λοιμούς και οποία λυπηρά τους κατοίκους της Πόλεως. Αυτός ο Ναός ήταν και το κέντρο «αμύνης» στην επίθεση των Αβάρων. Εκεί εψάλη ο Ακάθιστος Ύμνος.

Σε μεταγενέστερους από τότε χρόνους, μετά το σωτηριώδες τέλος μιας πολιορκίας της Κων/λεως, ο Πατριάρχης για ευχαριστίες της Παναγίας αλλά και την τόνωση του λαού κάλεσε άρχοντες και αρχόμενους και έκαναν μεγάλη περιφορά με την Εσθήτα φερομένη, μαζί και ο αυτοκράτορας του καιρού εκείνου χωρίς στέμμα, ταπεινά φερόμενος, ακολουθούσε ψάλλοντας με το λαό το «Κύριε ελέησον». Φθάσαντες και πάλι στο Ναό των Βλαχερνών έξω αυτού, σε ψηλή εξέδρα ο Πατριάρχης, αφού έκανε εκτενή δέηση, άνοιξε ενώπιον τόσου λαού την ιερά θήκη, πήρε στα χέρια του την ιερά Έσθητα της Θεοτόκου, την σήκωσε και βλέποντας την όλοι επευλόγησε ο λαός ψάλλοντας με άκρα συγκίνηση. Στη συνέχεια πέρασε κατά δεκάδες χιλιάδας ο λαός για ώρες πολλές και προσκύνησε το μοναδικό αυτό κειμήλιο της Παρθένου. Όντως μέρες δόξας και πίστης.

Πού πλέον ευρίσκεται η ιερά Έσθήτα; 
«...Η εσθής της Θεοτόκου εν αργυρά επίχρυσω σορώ και εν ιδιαιτέρω παρεκκλήσιω, το όποιον εκαλείτο δια τούτο και «Αγία Σορός», κείμενον προς βορρά του Αγίου Βήματος, και κιτισθέν υπό Λέοντος του Μεγάλου, η εσθής αύτη ήτις ονομάζεται και «Μαφόριο» εκ του εβραϊκού μαφορά, δηλούντος σκέπασμα της κεφαλής, δεν ήτο κυρίως φόρεμα. Αλλά σκέπασμα - πέπλος, κεφαλής επικάλυμμα. Μαζί δε με άλλα κειμήλια μετακομίσθη εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Ευρώπη, όπου εσώζετο εν τη "μονή των Τριβήρων" εν Γαλλία, ην δε εξ ερίων εύφθαρτων εξειργασμένον και η κρόκη και ο στημων ομοειδή και ομόχροα. και αδιάλυτο επί τοσαύτους αιώνας. Και διαμένει πάντως και μέχρι του νύν όπου και αν σώζεται. Εφερον δε αυτό οι αυτοκράτορες μεθ' εαυτών στρατεύοντες και το εκράτουν εν είδει σημαίας…» (ΒΙΒΛΙΟ «τα θαύματα της Παναγίας», 1890, σελ. 453).
Το κείμενο αυτό λέει ότι η ιερά Εσθήτα από την Πόλη μετακομίσθη σε μονή της Γαλλίας, προφανώς από τους Σταυροφόρους, στην οποια και μάλλον υπάρχει.

Ως προς το Ναό των Βλαχερνών, το 1453 οι Οθωμανοί ερειπωμένη βρήκαν την βλαχερνίτισσα, για αυτό και ουδέποτε την «ορέχθηκαν» να την κάνουν τζαμί. Ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής μας πληροφορεί ότι είχε καεί το 1434 από απροσεξία κάποιον αρχοντόπουλων. Αργότερα την ξαναέκτισαν ξυλοστέγη βασιλική. Στα γεγονότα 6-7 Σεπτ. 1955 η Παναγία των Βλαχερνών υπέστη σημαντικές καταστροφές... Ανακαινίσθηκε το 1960 ταπεινός πλέον ο Ναός όπως τον βλέπουμε.

Ως προς την αρπαγή-κλοπή της Εσθήτος (μαφόριο της Θεοτόκου) από τη γυναίκα εκείνη φάνηκε ότι ήταν θέληση της Παναγίας να πάει στην Πόλη με όσα συνέβησαν για αυτή γύρω για χίλια χρόνια. Όπως δε είπε, δεν είχε πρόσωπο να την αφήσει. Μάλλον δεν θα έμαθε για την «κλοπή», οι δε ασθενείς μετά το θάνατό της θα έπαψαν να πηγαίνουν και τα τότε ιστορικά περιστατικά που η Χάρη Της άνοιξε αυτή την Ουράνια πηγή το ιερό μύρο. Κατά κανόνα, στην αρχή τα θέματα αυτά παίρνουν διαστάσεις, αφού η πίστη ακόμη και ολιγόπιστων και αδιαφορών κάποιες φορές «φουντώνει», ειδικά δε στην περίπτωση εκροής μύρου - σπάνια περίπτωση - συνοδεύεται από πληθώρα ποικίλων θαυμάτων με προεξάρχοντα πάντα τις σωματικές ιάσεις.

Στα γραφόμενα ότι η παρουσία του μύρου ενεργεί «άπειρα θαύματα τα όποια δηλοποιούν την αέναον αγάπην της Κυρίας Θεοτόκου», έχουμε μια συμπύκνωση της πλημμυρίδας των θαυμάτων και του παροξυσμού της αγάπης της Παντανάσσης προς τους πονεμένους και θλιμμένους πιστούς πού δέονται και παρακαλούν. Εδώ θέση έχει και το εξής: με το να μη κυκλοφορεί η Ιερά Μονή βιβλίο θαυμάτων, να μη δίνει δηλαδή έντονη έμφαση στην πληθώρα των θαυμάτων, είναι σαν να λέει: Προέχει η πίστη, η εν Χριστώ ζωή, η απόλυτη δηλαδή εμπιστοσύνη στη Χάρη Της, όπου αυτά υπάρχουν, ας σπεύδουν να προσπίπτουν μετά δέους και να λαμβάνουν όταν εκείνη το εγκρίνει. Και Τούτο διότι τα θαύματα πού τόσο εντυπωσιάζουν και τόση σημασία δίδεται, δεν είναι αυτοσκοπός. Βέβαια, η Παναγία θέλει να ανακουφίζει από αγάπη και έλεος, κυρίως όμως αποσκοπεί στην αύξηση της πίστεως, στη βίωση των εντολών του Χριστού, στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.

Ως προς την εκροή του μύρου στο κείμενο αναφέρεται ότι η παροχή οφείλεται «εις την άκτιστον ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος». Τόσο περιεκτική η φράση. Δεν λέει ουσία (του Θείου), καθότι παντάπασι απλησίαστη ανθρωπίνως, αλλά ενέργεια, οπότε γίνεται νοητό ότι η παροχή του Ιερού μύρου δεν είναι γήινο άγιασμα, δηλαδή νερό πού η Χάρη το μετατρέπει σε θεραπευτικό και πάντα διατηρήσιμο, αλλά μύρο προερχόμενο απευθείας από το Άγιο Πνεύμα, αφού το Ιερό αντικείμενο η εικόνα αναβλύζει όχι κάτι γήινο αλλά Ουράνιο. Όντως μυστήριο το φαινόμενο, και δεν λέμε ορθολογιστικά πώς συμβαίνει, αλλά γιατί συμβαίνει, για παροχή και για του τρόπου αυτού πλούσιου ελέους, χάρη σε αμαρτωλά πλην πιστεύοντα τέκνα της Εκκλησίας.
Ως προς την έκταση της φήμης πού έχει πάρει η Χαριτόβρυτος Ιερά Εικόνα, ο Καθηγούμενος π. Δωρόθεος τονίζει ότι: 
«Το μέγα αυτό θησαύρισμα της γεραράς ημών Μονής, εις ην καταφθάνουν καθ' ημέραν απ' όλον τον κόσμον πλήθη ψυχών και εναποθέτουν προ των ποδών Της τους πόνους, τας θλίψεις και τα αιτήματα των με άμετρο εμπιστοσύνη κομίζοντες εξ αυτής την δύναμιν και παρηγοριά δια την ουρανοδρόμον πορείαν των και της δωρεάς τα ιάματα». Δίδει έμφαση ότι πρέπει «με άμετρο εμπιστοσύνη» να ζητούμε προσευχόμενοι τις δωρεές. Τονίζει ειδικά και Τούτο. Να δίδει η Παναγία «την δύναμιν και παρηγοριά δια την ουρανοδρόμο πορείαν», πού σημαίνει ότι πέραν των δωρεών για υγεία και τα συναφή, πού είναι τόσο εύκολο να ζητούμε και το κάνουμε από ανάγκη, το πρέπον και σωτήριο να ζητούμε δύναμη και παρηγοριά στον αγώνα της πίστεως, των αρετών και στην προσήλωση της βιώσεως της πίστεως, ότι δηλ. οδηγεί στην ουράνια σωτηρία.
Εκτος της τιμής και πανηγύρεως που τελεί η Μονή στον Άγιο Νικόλαο, πανήγυρη τελεί στις 2 Ιουλίου «προς τιμήν της τίμιας Εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου και της Αγίας Ζώνης, τμήμα των οποίων εν τη Ιερά Μονή τεθησαύρισται, ωσαύτως δε και προς τιμήν της θαυματουργού και Μυροβλύτου Εικόνος της «Ρίζης του Ιεσσαί» της αυτής Μονής». Ώστε η Μονή κατέχει και τμήματα των ιερών κειμηλίων της Παναγίας. Και ναι μεν είναι γνωστόν ότι η Αγία Ζώνη ευρίσκεται στην Ι. Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, τμήμα τιμίας Εσθήτος ίσως είναι το πρώτον που υπάρχει σήμερα, σε ορθόδοξα χέρια. Η τ. Εσθήτα υπάρχει σε μονή της Γαλλίας όπως γίνεται λόγος στο παρόν «περί της τιμίας Εσθήτος...». Φαίνεται ότι και τα δύο έχουν προέλθει από το Ναό των Βλαχερνών, οπού κάποτε υπήρχαν τα δύο αυτά κειμήλια.

Ο Χιτώνας της Παναγίας στη Γεωργία

Πρόκειται για την τιμία Εσθήτα, που φυλασσόταν στις Βλαχέρνες; Μάλλον όχι, αν εκείνη ήταν μαφόριο και όχι χιτώνας (όπως περιγράφεται πιο πάνω). Ίσως πρόκειται για το δεύτερο ένδυμα της Παναγίας, που δώρισε πριν την κοίμησή της (το μαφόριο και το χιτώνα - γι' αυτό ήταν δύο τα ενδύματα, ενώ, αν ήταν ίδια, θα ήταν λογικό να είχε μόνο ένα & να είχε ήδη δώσει το άλλο σε κάποιον φτωχό). Έτσι επιβεβαιώνεται και η πληροφορία της παράδοσης περί δύο ενδυμάτων. Δημοσιεύουμε το κειμενάκι από την Πηγή Ζωής.

     ΤΟ ΙΕΡΟ ΑΥΤΟ ΚΕΙΜΗΛΙΟ ΦΥΛΑΣΣΕΤΑΙ ΣΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΖΟΥΓΚΔΙΔΙ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ.
      ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ (8ος  ΑΙΩΝΑΣ) Ή, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΛΛΕΣ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (15ος  ΑΙΩΝΑΣ).
      ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΧΙΤΩΝΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ (1641-1688), ΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΦΕΝΤΟΝ ΕΛΤΣΙΝ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΧΑΡΙΕΒ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ.
      Ο ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟΣ ΧΙΤΩΝΑΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ 1,80 Χ 1,50 Μ., ΗΤΑΝ ΒΑΜΜΕΝΟΣ, ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ Η ΒΑΦΗ ΕΦΥΓΕ.
      ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΜΕΝΟΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΙΒΩΤΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΗΓΗ ΕΥΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΥΠΑΘΟ ΓΕΩΡΓΙΑΝΟ ΛΑΟ.
      Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (ΔΙΠΛΑ) ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ.
      Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕ ΗΓΟΥΜΕΝΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΙΜΟΘΕΟ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ.
 
Θεοτοκίον. Ήχος πλ. δ'.

Την ψυχήν μου, Παρθένε, την ταπεινήν, την εν ζάλη του βίου των πειρασμών, νυν ως ακυβέρνητον, ποντουμένην, πανάμωμε, αμαρτιών τω φόρτω φανείσαν υπέραντλον, και εις πυθμένα Αδου πεσείν κινδυνεύουσαν, φθάσον, Θεοτόκε, τη θερμη σου πρεσβεία, και σώσον παρέχουσαν σον λιμένα τον εύδιον, ίνα πίστει κραυγάζω σοι. Πρέσβευε τω σω Υιώ και Θεώ, των πταισμάτων δούναι μοι την αφεσιν, σε γαρ έχω ελπίδα, ο δούλος σου, Δέσποινα.

Απόδοση στα νέα ελληνικά

Την ταπεινή μου ψυχή, Παρθένε, που κλυδονίζεται σαν ακυβέρνητο πλοίο μέσα στη ζάλη των δοκιμασιών και κάτω απ' το φορτίο των αμαρτιών, κινδυνεύοντας να πέσει στο βυθό του Άδη, πρόλαβε, Θεοτόκε [=μητέρα του Θεού], και σώσε την με τη θερμή σου πρεσβεία [=μεσολάβηση προς το Χριστό], προσφέροντας το γαλήνιο λιμάνι σου. Έτσι θα σου φωνάζω με εμπιστοσύνη: "πρέσβευε προς τον Υιό και Θεό σου να μου χαρίσει συγχώρηση των αμαρτιών, γιατί εσένα έχω ελπίδα, εγώ ο δούλος σου, δέσποινα" [=βασίλισσα].

Ἡ Κατάθεση τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου

Ἱερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)





Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τελεῖ τήν ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας στίς Βλαχέρνες. Πρόκειται γιά μία ἑορτή ἑνός γεγονότος πού ἀναφέρεται στήν Παναγία μας καί ἀφορᾶ ἕνα ἔνδυμά της πού εἶναι τό «ἐπανωφόριόν» της.

Σύμφωνα μέ τόν Συναξαριστή τῆς ἡμέρας, δύο Πατρίκιοι, ὁ Γάλβιος καί ὁ Κάνδιδος, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, στήν πορεία τους πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους, ὅταν ἔφθασαν στήν Γαλατία, βρῆκαν μία εὐσεβεστάτη Ἑβραία, πού εἶχε μέσα στήν οἰκία της τήν ἁγία Ἐσθήτα, τό ἐπανωφόριον τῆς Παναγίας. Ἡ γυναίκα αὐτή προσευχόταν μέρα καί νύκτα μιμούμενη τήν προφήτιδα Ἄννα πού βρισκόταν στόν Ναό καί ἀξιώθηκε νά δῆ τόν Χριστό, ὅταν Τόν πῆγε ἐκεῖ ἡ Παναγία τεσσαράκοντα ἡμερῶν.

Οἱ δύο Πατρίκιοι, μετά ἀπό ἕνα τέχνασμα, κατόρθωσαν νά λάβουν τόν πολύτιμον αὐτό θησαυρό καί νά τόν φέρουν στήν Κωνσταντινούπολη, τόν ἐτοποθέτησαν στό κτῆμα τους, πού ὀνομαζόταν Βλαχέρναι, καί ἐκεῖ ἔκτισαν Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Μάρκου. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό τό γεγονός, ἔκτισε Ναό τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τήν θήκη ὅπου ἦταν ἀποθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθήτα, τήν ὁποία προσκυνοῦσαν οἱ Χριστιανοί καί ἔβλεπαν διάφορα θαύματα. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὀνομάζει τήν ἁγίαν Ἐσθήτα «ἱεράν περιβολήν, φυλακτήριον ἄσυλον (τῆς Κωνσταντινουπόλεως), δῶρον τίμιον, ἀναφαίρετον πλοῦτον ἰαμάτων, ποταμόν πεπληρωμένον τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος».

Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τό μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού ἔγινε ἡ χαρά τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός πού ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινώντας ἀπό τήν τιμία Ἐσθήτα, ὑμνοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στήν Παναγία καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπί σοὶ γάρ καί φύσις καινοτομεῖται καί χρόνος», δηλαδή στήν Παναγία γίνεται κανούργια καί ἡ φύση καί ὁ χρόνος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση καί ὁ χρόνος, πού πολλές φορές βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ. Στήν Παναγία, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρήθηκε ἡ παρθενία της, ἔγινε μητέρα χωρίς νά χάση τήν παρθενία της, καί παραμένει ζωντανή στούς αἰώνας, ἀφοῦ κατά τήν παράδοση καί αὐτό τό σῶμα της μετέστη πρός τόν οὐρανό.

Ἀλλά στήν σημερινή ἑορτή βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγίασε τό σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καί στά ροῦχα πού φοροῦσε. Πράγματι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διά τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στό σῶμα καί ἀπό ἐκεῖ προχέεται καί στά ροῦχα καί γενικά στήν ἄλογη φύση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί κτισματολάτρες, ἀλλά τιμοῦμε τήν ὕλη πού ἔχει τήν ἁγιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ πιστοί, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μέ πίστη τήν ἁγία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας καί λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ σέ αὐτήν.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θά πρέπη νά προσευχηθοῦμε νά μᾶς βάλη ἡ Παναγία μας κάτω ἀπό τήν ἁγία της Ἐσθήτα, τό ἁγιασμένο ἐπανωφόριό της, καί νά μᾶς προστατεύη ἀπό κάθε κακό.

Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς προεστώς τῆς Εὐχαριστίας


Ἰωάννης Ζηζιούλας (Μητροπολίτης Περγάμου)
 


   
Τὸ θέμα αὐτὸ ἔκρινα ὅτι ἁρμόζει κατεξοχὴν στὸν τιμώμενο σήμερα Ἱεράρχη, διότι τόσον ἐκεῖνος ὅσον καὶ ἡ ταπεινότης μου προσωπικῶς θεωροῦμε ὅτι τὸ κύριον, τὸ κατεξοχὴν ἔργον τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ προεδρία τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀπὸ αὐτὴν πηγάζει ὅλη ἡ ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι μόνον ἡ ἁγιαστικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ποιμαντικὴ καὶ ἡ λεγομένη διοικητική. Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον δὲν ὑπάρχει, ἀλλ' οὔτε καὶ Ἐπίσκοπος χωρὶς Εὐχαριστίαν.   Τὰ δυὸ αὐτὰ εἶναι ἀλληλένδετα καὶ συνιστοῦν τὸν ἄξονα αὐτοῦ τούτου τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας : "ὅπου ἂν φανεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καὶ τὸ πλῆθος- δηλαδὴ ὁ λαὸς - ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἂν εἴη Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία" γράφει ὁ Ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἤδη στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τονίζει ὅτι "αὕτη βεβαία Εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὔσα".


         Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διαμέσου τῶν αἰώνων παρέμεινε πιστὴ στὴν ἀρχὴ αὐτὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποστῆ ἀπὸ αὐτὴν ἂν θέλει νὰ παραμείνει ὀρθόδοξος. Καταστρατηγήσεις τῆς ἀρχῆς αὐτῆς ἀπὸ ὅσους τελοῦν τὴ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου ἤ, τὸ φοβερότερο, χωρὶς τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως συμβαίνει μὲ μερικοὺς λεγομένους ζηλωτάς εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ καμία δικαιολογία δὲν ἐπιτρέπεται, ἐφόσον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος δὲν ἐπάφθη ἤ ἀντικατεστάθη ἀπὸ ἄλλον, πάντοτε καὶ μόνον ὑπὸ Ἐπισκοπικῆς Συνόδου, γι' αὐτὸ καὶ κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἐκτροπὴ σοβαροτάτη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μεγίστη αἵρεση ἐν τῇ πράξει ἔστω καὶ ἂν τὴν καλύπτει ὁ μανδύας τοῦ ζήλου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.


         Ὁ Ἐπίσκοπος, λοιπόν, ἔχει ὡς κύριον ἔργον του καὶ πρωταρχικὸν τὸ νὰ ἡγεῖται τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα του εἶναι δευτερεύοντα, γιατί ὅλα τὰ ἄλλα νοηματίζονται ἀπὸ τὴ σχέση τους μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἐτελοῦντο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ὅπως ἔδειξε μὲ μία μελέτη του ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπὴς λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρῖσμα, ὁ Γάμος κ.λ.π. ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Θείας Λειτουργίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἐπίσκοπος ἀπέκτησε τὴν ἐξουσία νὰ παρέχει τὴν ἄδεια γιὰ τὴν τέλεση ὄχι μόνο τῆς Θείας Λειτουργίας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Μυστηρίων. Τὴν ἐξουσία αὐτὴ τὴν ἄντλησε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι αὐτὸς προΐστατο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ κατὰ συνέπειαν καὶ ὅλα ὅσα ἐτελοῦντο ἐντὸς τῆς Εὐχαριστίας ἐτελοῦντο μὲ τὴν εὐλογίαν του.


         Ὁ Ἐπίσκοπος συνεπῶς ὅταν διοικεῖ δὲν ἀσκεῖ διοίκησιν, ὅπως λέμε, ἀλλὰ προεκτείνει σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς ὁποίας προΐσταται. Χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία δὲν ὑπάρχει ἁγιασμὸς καὶ εὐλογία στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἅγιος χωρὶς τὴ συμμετοχή του στὸν Ἕνα Ἅγιον, Ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος προσφέρει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του λύτρον ἀντὶ πολλῶν εἰς τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἀκριβῶς διότι μόνον στὴ Θεία Εὐχαριστία ὑπάρχει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη ἡ χάρις καὶ ὁ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας πηγάζουν ἀπὸ ἐκεῖ. Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον εἶναι ἀδιανόητη, οὔτε χάρις καὶ ἁγιασμὸς στὴ ζωή μας εἶναι δυνατὴ χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου.


         Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὅλα στὴν Ἐκκλησία γίνονται μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου. Εἶναι ἡ θέση του στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τίποτε ἄλλο. Ὁ Ἐπίσκοπος στὴν οὐσία δὲν εἶναι διοικητής, εἶναι λειτουργός. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουν πρῶτα οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κατόπιν ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς γιὰ νὰ μὴν παρεισφρύουν στὴν Ἐκκλησία ἀντιλήψεις κοσμικὲς περὶ διοικήσεως, ἐξουσίας καὶ τὰ τοιαῦτα.


         Ἀλλὰ τί σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι πρώτιστα πάντων καὶ κατεξοχὴν λειτουργὸς καὶ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας; Ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο θεολογικὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καὶ πῶς ἐκδηλώνεται στὴν πράξη;


         Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, στὸν ὁποῖον ἀναφερθήκαμε ἤδη, βλέπει τὸν Ἐπίσκοπο μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία ὡς καθήμενον εἰς τόπον ἤ τύπον Θεοῦ περιστοιχούμενον ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν εἰς τύπον τῶν Ἀποστόλων. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἐπεκράτησε σὲ ὅλη τη διαδρομὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διαμέσου τῶν αἰώνων καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴ δομὴ τῶν ἱερῶν ναῶν καθὼς καὶ τὴ δομὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀξίζει νὰ τὰ δοῦμε αὐτὰ ἀπὸ πιὸ κοντά.


         Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὴ Θεία Λειτουργία βιώνουμε καὶ προγευόμεθα τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία θὰ ζεῖ ὁ κόσμος ὅταν ἐπικρατήσει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ πιστοὶ προσδοκοῦμε καὶ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ὁποίας προσευχόμεθα κάθε φορὰ ποὺ λέμε στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ "ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου". Τὰ χαρακτηριστικά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ περιλαμβάνουν ὅλα ὅσα παρατηροῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ

α)     τὴ σύναξη τοῦ διεσκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ. Στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης κ.ἄ., ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶχε ἕνα μόνο ὄνομα: Σύναξις. Καὶ τοῦτο διότι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ διηρημένος καὶ κατατεμαχισμένος κόσμος μας, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ διαίρεση καὶ κατατεμαχισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας θὰ παραχωρήσουν τὴ θέση του στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι συνώνυμα μὲ τὴν αἰώνια, τὴν ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ βαθύτερος θεολογικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση περισσοτέρων τῆς μιᾶς Θείων Λειτουργιῶν στὴν ἴδια ἐνορία. Ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεία Εὐχαριστία συνάγει ὅλον τὸν λαὸν ἐντὸς ἑνὸς τόπου ἐπὶ τῷ αὐτῷ.

β)     Ἡ σύναξη τοῦ διασκορπισμένου κόσμου ἐπὶ τῷ αὐτῷ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχει ἕνα συγκεκριμένο κέντρο καὶ μία συγκεκριμένη κεφαλή, τὸν Βασιλέα Ἰησοῦ Χριστόν, ὁ ὁποῖος καθήμενος ἐπὶ θρόνου εἰς τύπον καὶ τόπον Θεοῦ θὰ συναγάγει τὰ διασκορπισμένα εἰς ἕν καὶ θὰ θρέψει τὸν κόσμον μὲ τὴν αἰώνια ζωὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Σῶμα Του.
Αὐτὸν τὸν Βασιλέα Χριστόν, ὅπως θὰ ἔλθει στὴ Βασιλεία Του, εἰκονίζει στὴν Ἐκκλησία ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος. Γι' αὐτὸ καὶ κάθεται ἐπὶ θρόνου, ὄχι βέβαια αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα Δεσποτικὸ Θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ λέγεται Σύνθρονο, κάτι ποὺ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ στοὺς ναοὺς καὶ ποὺ ἔχει ἀτυχῶς σήμερα ἀτονήσει. Ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου στὸ Σύνθρονο εἶναι εἰκόνα τῆς ἐγκαθιδρύσεως τοῦ Χριστοῦ στὴ Βασιλεία Του, μὲ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους νὰ τὸν περιστοιχοῦν καθήμενοι καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴ φράση τοῦ Κυρίου "ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ", κάτι ποὺ εἰκονίζεται ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.


         Δὲν εἶναι συνεπῶς χωρὶς σημασία τὸ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ λειτουργοὶ στὴ Θεία Εὐχαριστία φέρουν λαμπρὲς στολές. Κακῶς σκανδαλίζονται πολλοὶ σήμερα ἀπὸ τὴ λαμπρότητα τῶν ἀμφίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ θέλουν δῆθεν νὰ τὰ ἁπλοποιήσουν. Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἶναι λουσμένα στὸ φῶς καὶ τὴ λαμπρότητα γιατί μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία μας θέλησε νὰ δείξει ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία ζοῦμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἤμαστε παιδιὰ στὰ χρόνιά μου, θυμοῦμαι ὅτι ἦταν ἀδιανόητο νὰ πᾶμε στὴ Λειτουργία ἂν δὲ φορούσαμε τὰ καλύτερά μας ροῦχα. Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πιὸ αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡ στέρηση, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἁπλότητα τοῦ βίου βιώνονται στὸ ἔπακρον δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι βρίσκονται τὰ πολυτελέστερα ἄμφια τῶν λειτουργῶν. Ἡ ταπείνωση καὶ ἁπλότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου τῶν μοναχῶν δὲν μπορεῖ νὰ συνεχιστεῖ καὶ ἐπεκταθεῖ στὴ Θεία Εὐχαριστία. Γιατί στὴ Θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ δοξασμό του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀπαγορεύσει τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας σὲ ἡμέρες νηστείας, μὲ δυὸ μόνον ἐξαιρέσεις ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸν κανόνα. Εὐχαριστία καὶ νηστεία εἶναι ἀσυμβίβαστα, ἀκριβῶς διότι ἡ Εὐχαριστία εἶναι χαρὰ καὶ πανηγύρι, "κλάσις τοῦ Ἄρτου ἐν ἀγαλλιάσει" κατὰ τοὺς πρώτους Χριστιανούς.


         Ὅλα στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ στὸν ναὸ εἶναι λαμπρά. Οἱ εἰκόνες ἔχουν φόντο χρυσό, οἱ πολυέλαιοι εἶναι ἀναμμένοι, τὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν λάμπουν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ φυσικὰ ὁ προεστώς τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπος, ὡς εἰκὼν τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, τί φυσικότερον ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει λαμπρὰ στολὴ καὶ ἀμφίεση.



         Ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Καὶ τοῦτο διότι χάσαμε πλέον τὴ γλῶσσα τῆς εἰκόνας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκὼν Χριστοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀδιανόητη χωρὶς τὴν ἔννοια τοῦ εἰκονισμοῦ.


         Τί εἶναι εἰκόνα καὶ πῶς ἐφαρμόζεται στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ εἰκονισμὸς εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα διάχυτος στὸν Ὀρθόδοξο ναὸ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας. Ἔτσι στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία ὁ τροῦλος εἶναι ὁ χῶρος ὅπου παριστάνεται ἡ Οὐράνια Ἐκκλησία ἐνῶ ἡ ἀμέσως ἀπὸ κάτω ζώνη διακόσμησης εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἐξεικόνιση τῆς ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χορὸς ἀπὸ Ἁγίους, ὅπως καὶ ἡ ἡμερολογιακὴ σειρὰ τῆς μνήμης τους εἶναι κατανεμημένος σ' ὁλόκληρο τὸ ναό. Οἱ πατριάρχες, οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱερεῖς ἔχουν θέση στὴν κύρια ἁψίδα, στὸ ἱερὸ βῆμα καὶ στοὺς παραπλεύρους χώρους, ἤ στοὺς ἀμέσως κάτω ἀπὸ τὸν τροῦλο εὐρισκομένους θόλους. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες σὲ ὁμαδικὴ διάταξη σκεπάζουν τὰ κύρια τόξα τοῦ τρούλου, τοὺς τοίχους, τὶς κολῶνες καὶ τοὺς ὑπόλοιπους θολωτοὺς χώρους τοῦ ναοῦ, ἐνῶ οἱ ἀσκητές, οἱ ἁπλοὶ μοναχοὶ καὶ οἱ τοπικοὶ Ἅγιοι καταλαμβάνουν τελικὰ τὸ δυτικὸ τμῆμα τοῦ ναοῦ δίπλα στὴν εἴσοδο. Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ἕνα πράγμα : ὅτι στὴ Θεία Λειτουργία οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ αἰσθάνονται ὅτι βρίσκονται στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, στὴν ὁποία βασιλεύει ὁ Χριστός, ὅπως θὰ συμβεῖ ἀκριβῶς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


         Ἀλλὰ ὁ εἰκονισμὸς δὲν περιορίζεται στὸν ναὸ καὶ τὶς εἰκόνες ποὺ τὸν διακοσμοῦν. Ἐπεκτείνεται καὶ στὰ τελούμενα ἐν τῷ ναῷ καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ τελοῦν, δηλαδὴ στοὺς λειτουργούς. Ἔτσι, ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ ἀπηχώντας τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, ὁ Ἅγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸν 8ο αἰώνα, στὸ ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στὴ Θεία Λειτουργία γράφει γιὰ τὸ Σύνθρονο τοῦ Ἐπισκόπου ὅτι εἶναι "τόπος καὶ θρόνος ἐν ὅπερ ὁ Παμβασιλεύς Χριστὸς προκάθηται μετὰ τῶν αὐτοῦ Ἀποστόλων". Ὑποδεικνύει δὲ καὶ τὴν Δευτέραν Αὐτοῦ Παρουσίαν "καθ' ἥν ἐλθών ἐν δόξῃ" - σημειῶστε τὸ στοιχεῖο τῆς δόξας καὶ λαμπρότητος - "ἀποδοὺς ἐκάστω κατὰ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ πάντα κόσμον κρινεῖ".


         Ὅλα λοιπὸν καὶ ὅλοι μέσα στὴ Θεία Εὐχαριστία εἰκονίζουν κάτι. Ὁ λαὸς τὸν κόσμο ὁλόκληρο, ὁ Ἐπίσκοπος τὸν Χριστὸ Βασιλέα, οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀποστόλους, οἱ διάκονοι τοὺς Ἀγγέλους, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα "τὰ εἰς δικανονίαν ἀποστελλόμενα" κατὰ τὴν ἔκφραση τῆς Γραφῆς. Ἡ ἀναπαράσταση τῆς Θείας Λειτουργίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο ὡς Χριστὸ Βασιλέα, τοὺς διακόνους ὡς Ἀγγέλους κλπ. εἶναι ἐμφανὴς στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία τῶν ναῶν. Ὅποιος ἀρνεῖται τὸν εἰκονισμὸ στὴν Ἐκκλησία, ἀρνεῖται ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Σωτηρίας, ἰσχυρίζεται ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.


         Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ εἰκόνα μέσα στὴ θεολογία τῆς Λειτουργίας καὶ γιατί εἶναι ἀπαραίτητη; Τί σημαίνει ὡς πρὸς τὸ θέμα μας ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ καὶ γιατί δὲν μποροῦμε νὰ παρακάμψουμε τὴν εἰκόνα καὶ νὰ φθάσουμε ἀπευθείας στὸ πρωτότυπο; Γιατί μὲ ἄλλα λόγια δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸ Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα του, ὁ Ἐπίσκοπος; Μάλιστα, πολλοὶ θὰ προτιμοῦσαν νὰ μὴν παρεμβάλλεται τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε μᾶς ἐμποδίζει νὰ προσευχηθοῦμε νοερὰ καὶ πνευματικά, ὅπως λέμε, ὄχι σπάνια ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς λαμπρᾶς ἀμφίεσης.


         Τέτοιες σκέψεις ὁδήγησαν τὸν προτεσταντισμὸ στὴν ἀπόρριψη τοῦ εἰκονισμοῦ, τόσο στὴ διακόσμηση τοῦ ναοῦ ὅσο καὶ στὴν ἀντίληψη περὶ λειτουργῶν καὶ ἱεροσύνης. Τὸ ἴδιο ἔκανε περίπου καὶ ἡ δευτέρα Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ λόγω του ὅτι στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας εἶχε πρὸ πολλοῦ μετατραπεῖ σὲ ἁπλὴ διακοσμητικὴ τέχνη χωρὶς ἐσχατολογικὸ καὶ ὀντολογικὸ περιεχόμενο.


         Μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων ἐπεκράτησε στὸν καιρό μας σύγχυση καὶ ἀντιφατικότητα σὲ βαθμὸ ἄκρως ἐπικίνδυνο. Ἔτσι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ πιστοί μας δέχονται τὸν εἰκονισμὸ ὡς πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες τὶς ὁποῖες προσκυνοῦν μὲ εὐλάβεια ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος διστάζουν νὰ προσεγγίσουν μὲ τὸν ἴδιο λατρευτικὸ ρεαλισμό, μὲ τὴν ἴδια εὐλάβεια, τοὺς λειτουργοὺς καὶ τὸν Ἐπίσκοπο. Ὑπάρχουν, βέβαια, ἀκόμη πολλοὶ ποὺ βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ἀλλὰ ὁ ἀριθμὸς τους μειώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο καὶ χάνεται ἡ εἰκονολογικὴ ἀντίληψη τῶν δρωμένων τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τὸν προεστώτα τῆς Εὐχαριστίας Ἐπίσκοπο ὡς εἰκόνα Χριστοῦ;


         Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει νὰ ἐκλείπει ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι διττός. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀγνοοῦμε τὸ τί σημαίνει "εἰκόνα", "εἰκονισμός" καὶ "εἰκονίζω" στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος δὲν φαίνεται νὰ κατανοοῦμε πιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ εἰκονισμοῦ στὴ λατρεία.


         Ἂς ἀναλύσουμε σύντομα αὐτὰ τὰ δυὸ στοιχεῖα. Εἰκόνα εἶναι, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἐπιγραμματικά, ἡ προσωπικὴ ἡ ὑποστατικὴ παρουσία χωρὶς τὴν παρουσία τῆς οὐσίας ἡ φύσεως. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι σαφὴς : «Οὐχ ἄλλο τι ἐστὶν ἡ τοῦ Χριστοῦ εἰκών, ἤ Χριστός, παρὰ τὸ τῆς οὐσίας, δηλαδή, διάφορον.» Γι' αὐτὸ καὶ δὲν διστάζει νὰ γράψει : «καὶ Χριστὸν τὴν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα λέγομεν».


         Μὲ ἄλλα λόγια στὴν εἰκόνα ὑπάρχει προσωπικὰ τὸ πρωτότυπο γι' αὐτὸ καὶ ἡ προσκύνησίς της "ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει" κατὰ τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Μ. Βασιλείου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς θεολογία τοῦ προσώπου δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔννοια τῆς εἰκόνας.


         Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τείνει πρὸς τὴν ἀτομοκρατία καὶ δυσκολεύεται νὰ κατανοήσει τὴν εἰκόνα. Ἔτσι βλέπει τὸν ἄλλον ὡς ἄτομο, παρασύρεται ἀπὸ τὶς φυσικές του ἰδιότητες καὶ ἀδυνατεῖ νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀπὸ αὐτὲς σὲ κάτι ποὺ παραπέμπει προσωπικὰ ἡ εἰκόνα.


         Γιὰ νὰ περιορίσουμε τὸ πρόβλημα στὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μας, τὸ νὰ λέμε ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ ξενίζει τὸν ἄνθρωπο σήμερα, ὁ ὁποῖος συνηθίζει νὰ βλέπει ὅλα καὶ τὸν συγκεκριμένο Ἐπίσκοπο ὡς ἄτομο, οἱ φυσικὲς ἰδιότητες τοῦ ὁποίου, τὸ σῶμα, ἡ μορφή, τὰ χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητός του, θετικὰ ἤ ἀρνητικά, ἐγκλωβίζουν τὴ σκέψη του καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀναχθεῖ πρὸς κάτι πέρα ἀπὸ τὸ ὁρώμενο ἄτομο.


         Γιατί ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας στὴ Θεία Εὐχαριστία; Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δίνουν στὴν εἰκόνα τὸ προβάδισμα ἔναντι τοῦ λόγου γιὰ δυὸ κυρίως λόγους. Ὁ ἕνας εἶναι ὅτι, ὁ λόγος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ παρανοήσεις ἐνῶ ἡ εἰκόνα δυσκολότερα. Ὁ ἄλλος, ὁ καὶ κυριότερος κατ' αὐτούς, εἶναι διότι ἡ εἰκόνα προσεγγίζει περισσότερο πρὸς τὸ ἐσχατολογικὸ ὅραμα. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ θέα τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς ἐσχατολογικῆς θέας. "Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μὴ ἴδει ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσία τὴν Τούτου μορφήν".


         Ἂν δὲν ἔχουμε ἔννοια εἰκόνας τότε δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πῶς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς προσεγγίσει διαμέσου τῆς ἱστορίας, παραμένουμε ἐγκλωβισμένοι στὴν ἱστορία, σ' αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι γιὰ μᾶς ὁ κύριος τάδε μὲ τὶς ἰδιότητες τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεώς του, καλὲς ἤ κακές, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀναχθοῦμε διαμέσου του πρὸς τὴν Βασιλεία. Ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ παρακάμπτει ἔτσι τὸν ἄνθρωπο καὶ πραγματοποιεῖται μέσω τῆς φαντασίας. Ὁ πιστὸς ποὺ πηγαίνει στὴν Θείαν Εὐχαριστία καὶ κλείνει τὰ μάτια του ἤ διαβάζει τὸ βιβλίο τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπικοινωνεῖ - μᾶλλον νομίζει πὼς ἐπικοινωνεῖ - νοερὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ θεωρεῖ τοὺς ἀνθρώπους δίπλα του ἐμπόδιο στὴν ἐπικοινωνία του αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ καθίσει στὸ σπίτι του καὶ νὰ προσευχηθεῖ νοερὰ - τώρα μάλιστα ἔχει στὴ διάθεσή του καὶ τὴ ραδιοφωνικὴ ἤ τηλεοπτικὴ μετάδοση τῆς Θείας Λειτουργίας - χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ διπλανό του ἤ νὰ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὸ λειτουργό.


        Ἡ εἰκόνα μᾶς προσφέρει παραδόξως τόσο μία καταξίωση τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πλησίον μας, ὅσο καὶ μία ὑπέρβαση καὶ ἀναφορά τους στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεώρηση τοῦ Ἐπισκόπου ὡς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ἔχει σπουδαῖες συνέπειες στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀμφίεση γιὰ τὴν ὁποίαν ἤδη ἔγινε λόγος ὑπάρχουν μέσα στὸ τυπικό τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, σημαντικὰ στοιχεῖα ποὺ εἰκονίζουν τὴν ἔλευση καὶ ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ διαμέσου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Θὰ περιορισθῶ σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτά.

α)     Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἐπισκόπου. Στὶς ἀρχαῖες λειτουργίες ἡ εἴσοδος αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὴ λεγομένη Μικρὰ Εἴσοδο. Πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εὐρίσκετο στὸν ναό. Ἐνεδύετο τὰ ἄμφιά του στὸ σκευοφυλάκιο καὶ εἰσήρχετο στὸν ναὸ ὅπου τὸν ἀνέμενεν ὁ λαὸς γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ ὡς τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ ψαλμωδία "δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ" συνοδευόμενη προφανῶς ἀπὸ μία προσκύνηση τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν εἰκονίζοντα τὸν Χριστὸν Ἀρχιερέα. Σήμερα ἡ συνήθεια τῶν Ἐπισκόπων, μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη - εὐτυχῶς - νὰ ἐνδύονται τὰ ἄμφιά των ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ γελοιοποιεῖ, ἂν δὲν ἐξαφανίζει, τὴν ἔννοια τῆς εἰσόδου ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος ξαναμπαίνει ἐκεῖ ποὺ ἤδη εἶχε εἰσέλθει. Τοῦτο συντελεῖ στὴν ἀπώλεια τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐρχομένου στὸν κόσμο, ὅπως τὴν ἔβλεπεν ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κ.ἄ.

β)     Ἡ ἐγκατάστασις τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τὸ Σύνθρονον, βασικὴ ὅπως εἴδαμε εἰκόνα τοῦ ἐσχατολογικοῦ Χριστοῦ στὴν ὁποία τόσο πολὺ ἐπέμειναν οἱ Πατέρες ποὺ ἑρμήνευσαν τὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ αὐτὸ τείνει νὰ ἀτονήσει. Σημειωτέον ὅτι μόνον ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος κάθεται εἰς τὸ Σύνθρονόν του διότι μόνον αὐτὸς εἶναι κεφαλὴ τῆς συγκεκριμένης τοπικῆς Ἐκκλησίας.

γ)     Τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου μόνον εὐθὺς μετὰ τὰ ἀναγνώσματα, διότι, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, "μετὰ ταῦτα ὅλα πλέον συντελοῦνται στὰ ἔσχατα", στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου τὸ κήρυγμα εἶναι ἀδιανόητο. Καὶ αὐτὸ δυστυχῶς πολὺ συχνὰ πλέον καταστρατηγεῖται καὶ ἔτσι ἀνατρέπεται ἡ ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας.

δ)     Ἡ Μεγάλη Εἴσοδος ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ, διότι μόνον αὐτὸς δὲν λαμβάνει μέρος στὴν ἱερὰν πομπὴ τῶν Τιμίων Δώρων καὶ ἀναμένει πρὸ τῆς Ἁγίας Πύλης γιὰ νὰ τὰ παραλάβει. Εἶναι ἄκρως σημαντικὴ αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια ὅταν μάλιστα ληφθεῖ ὑπόψιν ὅτι στὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ἐπλησίαζε καθόλου στὴν Πρόθεση καὶ δὲν μετεῖχε στὴν Προσκομιδή, ὅπως συμβαίνει σήμερα. Ὡς εἰκὼν Χριστοῦ παραλαμβάνει τὰ δῶρα διὰ νὰ τὰ ἀναφέρει εἰς τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ ἁγιάσει. Πρόκειται γιὰ μία κατεξοχὴν χριστολογικὴ πράξη.

ε)     Ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς, ἡ ὁποία ἀρχίζει μὲ τὸ "Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ" καὶ τελειώνει μὲ τὰ Δίπτυχα λέγεται ὅλη ἀπὸ τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπο διότι εἶναι ἑνιαῖο καὶ ἀδιάσπαστο ὅλον. Τὰ Δίπτυχα, ποὺ ἀποτελοῦσαν ἄλλοτε οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι διπλὰ : τῶν κεκοιμημένων καὶ τῶν ζώντων • καὶ τῶν μὲν κεκοιμημένων ἔχουν ἐπικεφαλῆς τὴν Παναγίαν, "ἐξαιρέτως", τῶν δὲ ζώντων τὸν προεστώτα Ἐπίσκοπον, "ἐν πρώτοις". Τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι χωρὶς τὸ μνημόσυνον τοῦ Ἐπισκόπου ἡ Εὐχαριστία εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτος. Πρόκειται γιὰ τὸ πλέον καίριο στοιχεῖο, ποὺ ἀναδεικνύει τὴν Θεία Εὐχαριστία ἐπισκοποκεντρικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι οἱ ζῶντες ἀναγνωρίζουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὡς κεφαλὴ τοὺς ἐν πρώτοις τὸν Ἐπίσκοπο. Γι' αὐτὸ καὶ ἐνέχει ἀποφασιστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ ὀρθὴ μνημόνευση τὴ στιγμὴ ἐκείνη τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου ἤ ἐκείνου "ὧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψει" κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου.


         Ὅταν τῆς Θείας Λειτουργίας προΐσταται Ἀρχιερεὺς ἀναγινώσκονται τὰ Δίπτυχα μὲ τὰ ὀνόματα τῶν κεφαλῶν ὅλων τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν μετὰ τῶν ὁποίων εὑρίσκεται σὲ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τοῦτο εἶναι σημαντικό, καὶ κακῶς κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη ἔχει πλέον περιορισθεῖ μόνον κατὰ τὶς μεγάλες πανηγύρεις. Διότι τὸ νόημά του δὲν εἶναι τελετουργικὸ ἀλλὰ βαθύτατα ἐκκλησιολογικό. Μὲ αὐτὸ δηλώνεται ὅτι κάθε Θεία Εὐχαριστία, ἡ ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον οὔσα, δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἔγκυρη ἂν δὲν ἀποτελεῖ κοινωνίαν μὲ τὴν Εὐχαριστίαν ὅλων τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.

         Ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς προεστώς τῆς τοπικῆς Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ κρίκον ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς μὲ ὅλες τὶς ἀνὰ τὸν κόσμον Ἐκκλησίες. Ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι μόνον τὸ κέντρο ἑνότητος τῆς δικῆς του τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ ὁ κρίκος ποὺ συνδέει μεταξὺ τους ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες σὲ μία ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησία. Γιὰ τὸ λόγο ἄλλωστε αὐτὸ καὶ ὑπάρχει τὸ συνοδικὸ σύστημα στὴν Ἐκκλησία, στὸ ὁποῖο μετέχουν μόνον Ἐπίσκοποι. Πρόκειται γιὰ ἕνα σύστημα ἑνότητος ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν διαμέσου τῶν προεστώτων τῆς Θείας Εὐχαριστίας κάθε Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐμμέσως, κάθε Σύνοδος ἀποτελεῖ εὐχαριστιακὸ γεγονός, ἔκφραση τῆς μιᾶς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Θείας Εὐχαριστίας.


         Στὸ σημεῖο αὐτό, τῆς ἐκφωνήσεως δηλαδὴ τῶν Διπτύχων πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ σημεῖο οὐσιαστικό τῆς Εὐχαριστίας, διότι ἔχει σχέση μὲ τὴν Εὐχαριστία ὡς ἀνάμνηση, ὡς μνημόσυνο ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του. Τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς φρικτῆς Ἀναφορᾶς ὁ λειτουργὸς μνημονεύει ὅλων ἐκείνων, νεκρῶν καὶ ζώντων, τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ θυμηθεῖ ὁ Θεὸς στὴ Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ἤ ἐκείνων τῶν προσώπων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὀρθῶς ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Πατρῶν, ὁ τιμώμενος ἀπόψε, εἰσηγεῖται νὰ ἀπαλειφθεῖ ἀπὸ τὰ Δίπτυχα ἡ φράση "πολλὰ τὰ ἔτη" ἡ ὁποία παρεισέφρησε προφανῶς ἐξ' ἐπιδράσεως τῶν ἀρχιερατικῶν φημῶν. Πρόκειται γιὰ σημαντικὴ πρόταση, ἡ ὁποία ἐλπίζω νὰ ληφθεῖ ὑπόψιν ἀπὸ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.


        Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλες πτυχὲς τῆς Θείας Λειτουργίας, οἱ ὁποῖες καταδεικνύουν τὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου στὴ Θεία Εὐχαριστία. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει κανεὶς πολλὲς λειτουργικὲς λεπτομέρειες, σημαντικὲς ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱερεὺς ὅταν πρόκειται νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία λαμβάνει καιρὸν ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες τοῦ εἰκονοστασίου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι κενὸς - ἔτσι τουλάχιστον ἔκαναν οἱ παλαιοὶ ἱερεῖς - καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία παρὰ ἐπάνω σὲ Ἀντιμήνσιο ὑπογεγραμμένο ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅλα αὐτὰ μαζὶ μὲ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς μαρτυροῦν ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν λειτουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρον τῆς Θείας Εὐχαριστίας.


        Σεβασμιώτατοι καὶ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ὁ αἰὼν ὁ ὁποῖος δύει ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς αἰώνας τῆς ἐκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλὲς μελέτες ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐποχή μας. Ἀλλά, ἡ ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση, ἀκόμη καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, ἔχει πολλὴν ἀνάγκη καλλιεργείας. Στὴν ὁμιλία μου αὐτὴ θέλησα νὰ ὑπογραμμίσω ἰδιαιτέρως τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὴ θέση τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστία. Συνηθίζομε νὰ θεωροῦμε τὸ τυπικὸ ὡς κάτι δευτερεῦον, ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία μας τὴν Ὀρθόδοξο δὲν ὑπάρχουν τύποι καὶ τυπικὸν χωρὶς βαθὺ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο.


         Τὸ λειτουργικό μας τυπικὸ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεολογικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν εἶναι νεκρὸν γράμμα, οὔτε τυπολατρία. Ὁ σεβασμὸς του ἀποτελεῖ καθῆκον ἰσάξιο πρὸς τὸ σεβασμὸ ποὺ ὀφείλουμε πρὸς τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.





(ἐπί τῆ ἑξηκονταετηρίδι
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Νικοδήμου
Διακίδειος Σχολή Λαοῦ
15 Ιανουαρίου 1999)

ΟΣΙΟΣ ΚΟΥΞΑ : Διαβατήρια - Ψήφοι

   Ο στάρετς Κούξα είχε σε μεγάλο βαθμό το χάρισμα της διακρίσεως, με την βοήθεια του οποίου σωφρόνιζε κι επανέφερε στην ευθεία οδό τους εκκλίνοντας είτε στα δεξιά, είτε σταριστερά. Έτσι μια φορά ήρθε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου κάποια ηλικιωμένη γυναίκα και του είπε με αυταρέσκεια πως ποτέ δεν εργάστηκε στο Κολχόζ (αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός στην Σοβιετική Ένωση), ποτέ δεν είχε διαβατήριο, δεν ήταν εγγεγραμμένη στους καταλόγους κανενός δήμου και στις εκλογές δεν ψήφιζε κανένα.
- Μα εσύ είσαι εντελώς αγία, μάτουσκα! αναφώνησε με προσποιητό θαυμασμό ο π. Κούξα. Εγώ όμως, ο αμαρτωλός, έχω διαβατήριο, είμαι εγγεγραμμένος και ψηφίζω.
- Τι λέτε, μπάτιουσκα; απόρησε η γιαγιά.
- Ναι, μάτουσκα, αν δεν είχα διαβατήριο, ποιος θα με κρατούσε στο μοναστήρι και πως θα μπορούσες να έρθεις να με βρεις;
Και της εξήγησε πως η κάθε εξουσία είναι δοσμένη από τον Θεό κι εμείς πρέπει να υπακούουμε στους νόμους του κράτους, αρκεί να μην προδώσουμε την πίστη μας
Της είπε ότι το να ψηφίζει δεν είναι αμαρτία, μόνο να ψηφίζει κατά συνείδηση, δηλαδή, τους καλύτερους, τους αξιότερους, τους εντιμότερους και, ει δυνατόν, τους ευσεβέστερους υποψηφίους.

«Όταν όμως έρθει ο καιρός, που όλος ο κόσμος θα ψηφίζει ένα μόνο άνθρωπο, τότε να μην πάτε να ψηφίσετε, γιατί αυτός θα είναι ο Αντίχριστος».

   Σημ. Δεν ήταν κακό που η γιαγιά είχε αγωνιστικό φρόνημα, αλλά ο εξωτερικός αγώνας πρέπει να συνοδεύεται και από εσωτερική πνευματική εργασία, ώστε ότι κάνει η αριστερά» μας να μην το χαλάει με την οίηση η «δεξιά» μας. Όταν ο αγώνας παύει να έχει την αρχική του σημασία μένει μόνο η οίηση να μας πολεμάει. Και την ψυχή της γυναίκας αυτής μόλυνε η σκέψη ότι ξεχώριζε από τους άλλους για ότι σπουδαίο έκανε, και δεν γνώριζε να την πολεμήσει με προσευχή και ταπείνωση. Ο όσιος Κούξα της ανέλυσε την πραγματικότητα από άλλη οπτική γωνία, και τη βοήθησε να προσγειώσει το λογισμό της. Προειδοποιεί όμως ότι όταν θα έλθει ο Αντίχριστος θα πρέπει να υπάρχει παντελής αποστασιοποίηση των πιστών από το πρόσωπό του ακόμη και πριν εκλεγεί! Λέει ότι και ο στάρετς Λαυρέντιος, δηλ. Όταν πρόκειται να εκλέξουν ένα μοναδικό άνθρωπο για να κυβερνάει τον κόσμο όλο, αυτός θα είναι ο Αντίχριστος
    Κατά ένα τρόπο, ο όσιος Κούξα, διακρίνει ανάμεσα στα αντίχριστα προδρομικά καθεστώτα που είχαν αφήσει μερικά στοιχεία καλά να συνυπάρχουν με το προβαλλόμενο απαυτά κακό (όπως ειδωλολατρεία, ανηθικότητα, κλπ) και στη διακυβέρνηση του τελικού Αντιχρίστου, ο οποίος θα έχει μέσα του ενοικούντα τον ίδιο τον Σατανά, που θα προξενήσει μόνο κακό στις ημέρες του. Όλους τους οπαδούς του θα βάλει να προετοιμάζουν τη σύγκρουση που νομίζει ότι μπορεί να κάνει με τον Κύριο Ιησού Χριστό, στον τελικό Αρμαγεδόνα της Αποκαλύψεως, μην γνωρίζοντας την αδυναμία του ο άθλιος, όπως λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος. 
   Τον τελικό Αντίχριστο όχι μόνο οι Χριστιανοί (οι οποίοι θα μαρτυρούν ή θα κρύβονται) αλλά ακόμα και τα στοιχεία της Φύσεως θα αρνηθούν να τον υπηρετήσουν, μη παράγοντας καρπούς, μη βρέχοντας και γενικά μη ανακυκλώνοντας τις βιολογικές διεργασίες στη Γη. Οι Χριστιανοί τώρα πρέπει να αντιτίθενται στην ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσιών, κάτω από λίγα κέντρα ελέγχου παγκοσμίως, ακριβώς διότι αυτά οδηγούν στον υπερ-δικτάτορα Αντίχριστο.

Το παρατεθέν απόσπασμα είναι από το βιβλίο: «Ο πολυθαύμαστος όσιος Κούξα της Οδησσού», του
αρχιμ. Χριστοδούλου, καθηγουμένου της Μονής του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Αττικής, 2006.

Ἡ Κατάθεση τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου Ἱερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)

















Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τελεῖ τήν ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας στίς Βλαχέρνες. Πρόκειται γιά μία ἑορτή ἑνός γεγονότος πού ἀναφέρεται στήν Παναγία μας καί ἀφορᾶ ἕνα ἔνδυμά της πού εἶναι τό «ἐπανωφόριόν» της.



Σύμφωνα μέ τόν Συναξαριστή τῆς ἡμέρας, δύο Πατρίκιοι, ὁ Γάλβιος καί ὁ Κάνδιδος, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, στήν πορεία τους πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους, ὅταν ἔφθασαν στήν Γαλατία, βρῆκαν μία εὐσεβεστάτη Ἑβραία, πού εἶχε μέσα στήν οἰκία της τήν ἁγία Ἐσθήτα, τό ἐπανωφόριον τῆς Παναγίας. Ἡ γυναίκα αὐτή προσευχόταν μέρα καί νύκτα μιμούμενη τήν προφήτιδα Ἄννα πού βρισκόταν στόν Ναό καί ἀξιώθηκε νά δῆ τόν Χριστό, ὅταν Τόν πῆγε ἐκεῖ ἡ Παναγία τεσσαράκοντα ἡμερῶν.



Οἱ δύο Πατρίκιοι, μετά ἀπό ἕνα τέχνασμα, κατόρθωσαν νά λάβουν τόν πολύτιμον αὐτό θησαυρό καί νά τόν φέρουν στήν Κωνσταντινούπολη, τόν ἐτοποθέτησαν στό κτῆμα τους, πού ὀνομαζόταν Βλαχέρναι, καί ἐκεῖ ἔκτισαν Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Μάρκου. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό τό γεγονός, ἔκτισε Ναό τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τήν θήκη ὅπου ἦταν ἀποθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθήτα, τήν ὁποία προσκυνοῦσαν οἱ Χριστιανοί καί ἔβλεπαν διάφορα θαύματα. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὀνομάζει τήν ἁγίαν Ἐσθήτα «ἱεράν περιβολήν, φυλακτήριον ἄσυλον (τῆς Κωνσταντινουπόλεως), δῶρον τίμιον, ἀναφαίρετον πλοῦτον ἰαμάτων, ποταμόν πεπληρωμένον τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος».



Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τό μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού ἔγινε ἡ χαρά τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός πού ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινώντας ἀπό τήν τιμία Ἐσθήτα, ὑμνοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.



Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στήν Παναγία καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπί σοὶ γάρ καί φύσις καινοτομεῖται καί χρόνος», δηλαδή στήν Παναγία γίνεται κανούργια καί ἡ φύση καί ὁ χρόνος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση καί ὁ χρόνος, πού πολλές φορές βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ. Στήν Παναγία, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρήθηκε ἡ παρθενία της, ἔγινε μητέρα χωρίς νά χάση τήν παρθενία της, καί παραμένει ζωντανή στούς αἰώνας, ἀφοῦ κατά τήν παράδοση καί αὐτό τό σῶμα της μετέστη πρός τόν οὐρανό.



Ἀλλά στήν σημερινή ἑορτή βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγίασε τό σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καί στά ροῦχα πού φοροῦσε. Πράγματι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διά τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στό σῶμα καί ἀπό ἐκεῖ προχέεται καί στά ροῦχα καί γενικά στήν ἄλογη φύση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί κτισματολάτρες, ἀλλά τιμοῦμε τήν ὕλη πού ἔχει τήν ἁγιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ πιστοί, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μέ πίστη τήν ἁγία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας καί λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ σέ αὐτήν.



Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θά πρέπη νά προσευχηθοῦμε νά μᾶς βάλη ἡ Παναγία μας κάτω ἀπό τήν ἁγία της Ἐσθήτα, τό ἁγιασμένο ἐπανωφόριό της, καί νά μᾶς προστατεύη ἀπό κάθε κακό.



Ἡ Κατάθεση τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου
Ἱερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)


 
undefined



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τελεῖ τήν ἀνάμνηση τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας στίς Βλαχέρνες. Πρόκειται γιά μία ἑορτή ἑνός γεγονότος πού ἀναφέρεται στήν Παναγία μας καί ἀφορᾶ ἕνα ἔνδυμά της πού εἶναι τό «ἐπανωφόριόν» της.

Σύμφωνα μέ τόν Συναξαριστή τῆς ἡμέρας, δύο Πατρίκιοι, ὁ Γάλβιος καί ὁ Κάνδιδος, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου, στήν πορεία τους πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους, ὅταν ἔφθασαν στήν Γαλατία, βρῆκαν μία εὐσεβεστάτη Ἑβραία, πού εἶχε μέσα στήν οἰκία της τήν ἁγία Ἐσθήτα, τό ἐπανωφόριον τῆς Παναγίας. Ἡ γυναίκα αὐτή προσευχόταν μέρα καί νύκτα μιμούμενη τήν προφήτιδα Ἄννα πού βρισκόταν στόν Ναό καί ἀξιώθηκε νά δῆ τόν Χριστό, ὅταν Τόν πῆγε ἐκεῖ ἡ Παναγία τεσσαράκοντα ἡμερῶν.

Οἱ δύο Πατρίκιοι, μετά ἀπό ἕνα τέχνασμα, κατόρθωσαν νά λάβουν τόν πολύτιμον αὐτό θησαυρό καί νά τόν φέρουν στήν Κωνσταντινούπολη, τόν ἐτοποθέτησαν στό κτῆμα τους, πού ὀνομαζόταν Βλαχέρναι, καί ἐκεῖ ἔκτισαν Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Μάρκου. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό τό γεγονός, ἔκτισε Ναό τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στόν ὁποῖο τοποθέτησε τήν θήκη ὅπου ἦταν ἀποθησαυρισμένη ἡ τιμία Ἐσθήτα, τήν ὁποία προσκυνοῦσαν οἱ Χριστιανοί καί ἔβλεπαν διάφορα θαύματα. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὀνομάζει τήν ἁγίαν Ἐσθήτα «ἱεράν περιβολήν, φυλακτήριον ἄσυλον (τῆς Κωνσταντινουπόλεως), δῶρον τίμιον, ἀναφαίρετον πλοῦτον ἰαμάτων, ποταμόν πεπληρωμένον τῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος».

Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ γεγονότος τῆς καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, ἡ Ἐκκλησία μας ὑπενθυμίζει τό μεγάλο πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού ἔγινε ἡ χαρά τῆς οἰκουμένης, γιατί ἦταν ἐκεῖνο τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός πού ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ξεκινώντας ἀπό τήν τιμία Ἐσθήτα, ὑμνοῦν τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στήν Παναγία καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐπί σοὶ γάρ καί φύσις καινοτομεῖται καί χρόνος», δηλαδή στήν Παναγία γίνεται κανούργια καί ἡ φύση καί ὁ χρόνος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση καί ὁ χρόνος, πού πολλές φορές βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀποκτοῦν ἄλλο νόημα, ὑπερβαίνονται ἐν Χάριτι Θεοῦ. Στήν Παναγία, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρήθηκε ἡ παρθενία της, ἔγινε μητέρα χωρίς νά χάση τήν παρθενία της, καί παραμένει ζωντανή στούς αἰώνας, ἀφοῦ κατά τήν παράδοση καί αὐτό τό σῶμα της μετέστη πρός τόν οὐρανό.

Ἀλλά στήν σημερινή ἑορτή βλέπουμε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγίασε τό σῶμα τῆς Παναγίας πέρασε καί στά ροῦχα πού φοροῦσε. Πράγματι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ θεία Χάρη διά τῆς ψυχῆς διαπορθμεύεται στό σῶμα καί ἀπό ἐκεῖ προχέεται καί στά ροῦχα καί γενικά στήν ἄλογη φύση. Μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί κτισματολάτρες, ἀλλά τιμοῦμε τήν ὕλη πού ἔχει τήν ἁγιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ πιστοί, κατά τόν ἱερόν ὑμνογράφο, κατασπάζονται μέ πίστη τήν ἁγία Ἐσθήτα τῆς Παναγίας καί λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐνοικεῖ σέ αὐτήν.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θά πρέπη νά προσευχηθοῦμε νά μᾶς βάλη ἡ Παναγία μας κάτω ἀπό τήν ἁγία της Ἐσθήτα, τό ἁγιασμένο ἐπανωφόριό της, καί νά μᾶς προστατεύη ἀπό κάθε κακό.

Κυριακή Γ! Ματθαίου

῾οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽
πρωτ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη
 Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Γ´ Ματθαίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς γνωστῆς ἐπί τοῦ ῎Ορους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, μίας ἐκτεταμένης ὁμιλίας πού καταγράφεται στό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου καί μάλιστα στά 5, 6 καί 7 κεφάλαιά του. Τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ἔχει ἐκπληκτική ἐπικαιρότητα, δεδομένου ὅτι ἀφενός ἀποκαλύπτει βαθιές ἀνθρωπολογικές ἀλήθειες καί μᾶς ὑπενθυμίζει τό πόσο ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς φροντίζει μέ τήν πρόνοιά Του, ἀφετέρου μᾶς προσανατολίζει στήν ὀρθή κατεύθυνση τῆς ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔνταξή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾽Ιδιαιτέρως θά σταθοῦμε στόν λόγο τοῦ Κυρίου ῾οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽, πού θέτει ἕνα σημαντικό προβληματισμό.

1. Ἡ πρώτη ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, πού συνιστᾶ καί ἀποκάλυψη γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε κάπου ῾δουλεύει᾽, πάντοτε δηλαδή σέ κάτι ὑπακούει καί αὐτό οὐσιαστικά ὑπηρετεῖ μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἐλεύθερος ἄνθρωπος, μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια τοῦ ὅρου, δέν ὑπάρχει. Εἴτε ὑπακοῦμε στόν Θεό εἴτε ὑπακοῦμε σέ ἀντίθεες δυνάμεις εἴτε ἀκόμη καί στίς δικές μας μόνο ἐπιλογές, ἄν ὑφίσταται ἀπολύτως κάτι τέτοιο, πάντοτε θά βρισκόμαστε κάτω ἀπό ἕνα ῾ἀφεντικό᾽. Τό ἐρώτημα εἶναι τί εἴδους ῾ἀφεντικό᾽ εἶναι αὐτό; Δηλαδή: σέ τί δουλεύω πού θά μέ κάνει νά νιώσω πραγματικά ἄνθρωπος, μέσα στά πλαίσια τῆς φυσιολογίας τοῦ ἀνθρώπου;
2. Ὁ Κύριος προεκτείνει τήν ἐπισήμανση: ῾οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽. ῎Οχι μόνο πάντοτε κάπου δουλεύουμε, ἀλλά καί ἡ ῾δουλεία᾽ αὐτή εἶναι μονομερής: δέν μπορεῖ κανείς νά ὑπηρετεῖ δύο ἀφεντικά ταυτόχρονα, οἱ δυνάμεις του θά εἶναι κατατεθειμένες στήν ὑπηρεσία πάντοτε ἑνός. Ὁ ἄνθρωπος, μέ ἄλλα λόγια, μᾶς λέει ὁ Κύριος, εἶναι δημιουργημένος ἔτσι, ὥστε νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ μέ ἑνιαῖο τρόπο, πού σημαίνει ὅτι οἱ δυνάμεις του προσαρμόζονται πάντοτε σέ μία μόνο κατεύθυνση, κάθε φορά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ῾ὅλος κάπου᾽. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ Κύριος ἀποκλείει γιά τή φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου τό φαινόμενο τοῦ ῾πνευματικοῦ ἀλλοιθωρισμοῦ᾽: δέν μπορεῖ νά κοιτᾶ τήν ἴδια στιγμή σέ δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Συνεπῶς, ἄν κάποιος προσπαθήσει νά τά συνδυάσει ὅλα, θά βρεθεῖ σέ ἕνα εἶδος πνευματικῆς σχιζοφρένειας, θά ὑποστεῖ μία ἀλλοίωση τῆς ὕπαρξής του ὡς ἄνθρώπου. Στήν περίπτωση αὐτή ἔχουμε ἴσως τήν κατάσταση πού ἐλέγχει δριμύτατα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη, τήν κατάσταση τῆς χλιαρότητας. ῾῎Οφειλες νά εἶσαι ἤ θερμός ἤ ψυχρός. ᾽Επειδή ὅμως εἶσαι χλιαρός, θά σέ ξεράσω ἀπό τό στόμα μου᾽. Εἶναι εὐνόητο ὅτι γνώρισμα μίας τέτοιας ἀλλοιωμένης πνευματικῆς κατάστασης, τῆς διψυχίας, πού λέει ἀλλοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀκαταστασία καί ἡ ταραχή. ῾᾽Ανήρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος). Ὁπότε, ὁ μόνος ὁ ὁποῖος χαίρεται στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὁ διάβολος, διότι φανερώνει τή δική του μόνιμη πνευματική κατάσταση. Ὁ διάβολος, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Γραφή, εἶναι τό πιό δυστυχισμένο καί τραγικό ὄν, μέ μόνιμη τήν ἀκαταστασία καί τήν ταραχή στήν ὕπαρξή του, κάτι πού θέλει νά δημιουργήσει καί στόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο.
3. Ἡ ἀνθρωπολογική αὐτή ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, ὅτι ὅλος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάθε φορά κάπου, ὅτι δέν μπορεῖ νά δουλεύει ταυτόχρονα σέ δύο κυρίους, συμπληρώνεται στή συνέχεια μέ τήν προτροπή νά ἐπιλέγουμε τόν σωστό κύριο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μας. ῾Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν᾽. ῎Ετσι ὁ Κύριος μᾶς θέτει στήν ὀρθή τροχιά τῆς δημιουργίας μας: εἴμαστε πλασμένοι ἀπό τόν Θεό γιά νά πορευόμαστε καί νά ἐπεκτεινόμαστε πρός ᾽Εκεῖνον, ἄν θέλουμε νά βρισκόμαστε στή φυσική μας κατάσταση. Καί τί γίνεται τότε; Ὑποτασσόμενοι στόν Θεό, ῾δουλεύοντας᾽ σ᾽᾽Εκεῖνον ἐξυψωνόμαστε σέ υἱούς Του, γινόμαστε φίλοι Του, μᾶς δίνει ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ Ἐκεῖνον. ῾Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους᾽. ῾Ὑμεῖς φίλοί μού ἐστε, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὐμῖν᾽ (ὁ Κύριος). Κατά συνέπεια, ὁ ἄνθρωπος αὐτός φτάνει νά ζεῖ τήν πραγματική ἐλευθερία, τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν βλέπουμε στά πρόσωπα τῶν κατεξοχήν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, τῶν ἁγίων. ῾Οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ καί ἐλευθερία᾽. ῾Τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστός ὑμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή ζυγῷ δουλείας πάλιν ἐνέχεσθε᾽. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέξει λάθος κύριο, ἄν ἡ ἐπιλογή του δέν εἶναι ὁ Θεός πού φανερώθηκε ἐν Χριστῷ καί βιώνεται στήν ᾽Εκκλησία Του, τότε θά βρίσκεται σέ κατάσταση θεομαχίας - ῾ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι᾽ εἶπε ὁ Κύριος – καί κύριός του θά εἶναι ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὡς χαρά του ἔχει, ὅπως ἐπισημάνθηκε, νά ταλαιπωρεῖ τόν ἄνθρωπο καί τή δική του δυστυχία νά τήν κάνει δυστυχία καί τοῦ ἀνθρώπου, μέ τελικό σκοπό τήν πλήρη ἐξόντωσή του. Μή λησμονοῦμε ὅτι ὁ διάβολος ῾ἀνθρωποκτόνος᾽ χαρακτηρίζεται στό εὐαγγέλιο. Κι εἶναι τραγικό νά σκέπτεται κανείς ὅτι δυστυχῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαστρεβλώσει τόσο τά πράγματα, ὥστε νά πιστεύουν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ὁ σωτήρας τους, αὐτόν νά ἀκολουθοῦν καί αὐτόν νά κηρύσσουν στόν κόσμο. Ἡ ψυχοσωματική αὐτομαστίγωση τοῦ ἀνθρώπου προφανῶς δέν ἔχει ὅρια. Ἡ ἀνισορροπία σέ πολλούς ἔχει γίνει καθεστώς. ᾽Ανεξάρτητα ὅμως ἀπό ἐκείνους τούς δυστυχεῖς συνανθρώπους μας πού ἐνσυνείδητα ἔχουν ἐπιλέξει ἕναν τέτοιο δρόμο, ἡ παραπάνω ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου προκαλεῖ ῾φόβο᾽ καί γιά τούς χριστιανούς. Τό γεγονός ὅτι κάθε φορά εἴμαστε ὁλόκληροι στή δουλεία ἑνός κυρίου, εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τοῦ διαβόλου, σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ῾παίζουμε᾽ μέ τή ζωή μας καί τίς ἐπιλογές μας. Ἡ ἐπιπολαιότητα στήν πνευματική μας ζωή δέν εἶναι χωρίς συνέπειες. Αὐτό πού κάνω κάθε φορά μέ ἐντάσσει στή μία ἤ στήν ἄλλη κατάσταση, δηλαδή μέ προσδιορίζει συνολικά ὡς ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί τρομάζει λίγο αὐτό πού ἀκούγεται συχνά ἀπό συνανθρώπους μας, καί μάλιστα νέους, ὅτι σκοπό ἔχουν νά μαζεύουν στή ζωή τους ἐμπειρίες. Ἡ κάθε ἐμπειρία καταλαβαίνουμε μέ τά παραπάνω λόγια τοῦ Κυρίου ὅτι δέν εἶναι ἀνώδυνη. ῎Αν δέν βρίσκεται στήν κατεύθυνση τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, λειτουργεῖ ἀρνητικά, ἄρα δαιμονίζει τόν ἄνθρωπο. Προφανῶς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ἄθροισμα ἐμπειριῶν, ἕνα σύνολο τεμαχίων δηλαδή, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἑνιαία ψυχοσωματική κατάσταση, ἡ ὁποία προσδιορίζεται κάθε φορά ὁλόκληρη, θετικά ἤ ἀρνητικά, ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἐμπειρίας.
4. Ὑποδηλώθηκε μέ τά παραπάνω, ἀλλά τό τονίζουμε καί ξεχωριστά: ἡ κάθε ὥρα καί ἡ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας εἶναι ἐκείνη πού ἀποκαλύπτει τόν κύριό μας, τό ποῦ δουλεύουμε. Δέν εἶναι τά λόγια μας καί οἱ διακηρύξεις μας, ἀλλά αὐτό πού ἐπιλέγουμε καί κάνουμε ὅ,τι ἀποδεικνύει τή χριστιανοσύνη μας. Ἡ κάθε στιγμή μας, ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ διανοίᾳ, φανερώνει ἄν μισοῦμε ἤ ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἄν στηριζόμαστε σ᾽ Αὐτόν ἤ Τόν περιφρονοῦμε. Ὁπότε τήν κάθε στιγμή μας γινόμαστε μάρτυρες ἤ ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι ῾ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται᾽. Γιά νά δῶ τόν Θεό μου, ποιόν ὑπηρετῶ, πρέπει νά στραφῶ στήν καρδιά μου καί νά δῶ τί κυριαρχεῖ ἐκεῖ. Αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι καί ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρός μου. Ὁπότε τό ἐρώτημα γιά τόν καθένα μας εἶναι: ποιόν Θεό πιστεύουμε; Ποιόν κύριο πράγματι ὑπηρετοῦμε;

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ «Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ΄ 33).

   

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ                            
Απόστολος: Ρωμ. ε΄ 1 – 10
Ευαγγέλιο: Ματθ. στ΄ 22 – 33  
3 Ιουλίου 2011     
                                                                
«Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ΄ 33).
 
Η αποκατάσταση των σχἐσεων του ανθρώπου με το Θεό είναι καρπός – αποτέλεσμα δυο σημαντικών παραγόντων. Πρώτον, της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, χάρις στην οποία ο Χριστός έδωσε τη ζωή του για μας, και δεύτερον, της πίστης μας προς το Χριστό στην οποία οδηγηθήκαμε και ακόμα οδηγούμαστε από τη Χάρη του Θεού.
Και τα δύο είναι δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο. Προσφέρονται σαν δώρο στον άνθρωπο και το μόνο που χρειάζεται από τον άνθρωπο είναι η αποδοχή τους ελεύθερα και χωρίς εξαναγκασμό, καθώς και η μετατροπή του σε τρόπο καθημερινής ζωής. Η αποδοχή αυτών των δώρων και δωρεών του Θεού προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να απελευθερωθεί από κάθε είδους εξαρτήσεις, όπως είναι η αμαρτία και η προσκόλληση στα υλικά αγαθά. Αυτή η αποδοχή, σαν βίωμα και καθημερινή πράξη, προσφέρει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να ισορροπεί τη σχέση του με το Θεό και με τον κόσμο και κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, όπως είναι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες. Κατά το σημερινό «Απόστολο», οι θλίψεις ερμηνεύονται θετικά, καλλιεργούν την υπομονή, βελτιώνουν το χαρακτήρα, αναπτύσσουν την ελπίδα και οδηγούν τον άνθρωπο στην ανακάλυψη της αγάπης του Θεού. Μιας αγάπης, της αγάπης του Θεού, που μας δόθηκε με το Άγιο Πνεύμα και την οποία αισθανόμαστε σε όλη την ύπαρξή μας.
«Τώρα, λοιπόν, αφού ο Θεός μάς απάλλαξε από την καταδίκη, με τη μεσολάβηση του σταυρικού θανάτου του Χριστού, πολύ δε περισσότερο θα μας σώσει κι από τη μέλλουσα οργή. Παρ’ ότι ήμασταν εχθροί με το Θεό, μας συμφιλίωσε μαζί του ο σταυρικός θάνατος του Υιού του. Πολύ δε περισσότερο θα μας χαρίσει τη σωτηρία». Και καταλήγει ο Απόστολος Παύλος: «Κι όχι μόνο συμφιλιωθήκαμε, αλλά και καυχόμαστε για το Θεό, που μας έδωσε τώρα αυτή τη συμφιλίωση μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».
Κατά συνέπεια, αν ο καθένας συναισθάνεται αυτή τη συμφιλίωση, θα προσπαθήσει να το αποδείξει με έργα και όχι λόγια. Και για να είναι βέβαιος ότι βρίσκεται στο σωστό δρόμο, θα πρέπει να κρατά σε κατάσταση υγιή τόσο το νου όσο και τη συνείδηση. Και τα δύο αποτελούν ένα είδος φωταγωγού για τον άνθρωπο. Εάν αυτός ο φωταγωγός σκεπαστεί, τότε αναπόφευκτα θα κυριαρχήσει το σκοτάδι.
Φως για την ψυχή, λοιπόν, ο νους, το λογικό του ανθρώπου, το οποίο πρέπει να είναι συνεχώς δέκτης του θείου φωτισμού που θα οδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας. Αν αυτή η έλξη του φωτός εκλείψει, τότε θα κυριαρχήσει το σκοτάδι, το σκοτάδι της αμαρτίας. Εάν, λοιπόν, ο νους, που δόθηκε σαν δώρο για να καθοδηγεί την ψυχή, σκοτιστεί, τότε το σκοτάδι των παθών θα καταστήσει σκοτεινή την ψυχή και η ψυχή θα τυφλωθεί. Και η τύφλωση της ψυχής είναι χειρότερη από την τύφλωση του σώματος, γιατί η ψυχή έχει μεγαλύτερη αξία από το σώμα.
Είναι για τούτο που ο Κύριος μάς ξεκαθαρίζει ότι: «Κανείς δεν μπορεί να είναι δούλος σε δυο κυρίους. Γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα». Και δουλεία του χρήματος είναι η πλεονεξία, η οποία αφήνει συνεχώς ανικανοποίητο τον άνθρωπο, γεγονός που κάνει τον Απόστολο Παύλο να την χαρακτηρίσει «ειδωλολατρία» (Κολ. γ΄ 5).
Ο Κύριος δεν εμποδίζει τον άνθρωπο από το να είναι συνετός και προνοητικός. Τον εμποδίζει από την αγωνιώδη φροντίδα να αποκτήσει υλικά αγαθά, όχι για συντήρηση, αλλά για ασφάλεια, ή για να καυχάται για τα αποθέματα που έχει. Ακόμα και σε εποχές οικονομικής κρίσης, όπως η σημερινή, η αγωνιώδης φροντίδα παραμένει γύρω από το ίδιο τριπλό ερώτημα: «Τι θα φάμε, τι θα πιούμε και πώς θα ντυθούμε;» και σε εποχές κρίσης η αγωνία παραμένει, όχι αν θα έχουμε σήμερα να φάμε, αλλά πώς θα αυξήσουμε τα αποθέματά μας για να μην πεινάσουμε. Αδιαφορούμε για τους απρόβλεπτους κινδύνους μιας φυσικής καταστροφής, από μια πυρκαγιά, ένα σεισμό, ένα ... τσουνάμι!!
Η ασφάλεια για τον άνθρωπο είναι μόνο ο Θεός, ο οποίος φροντίζει ακόμα και για τα άψυχα δημιουργήματα. Μας παρουσιάζει μάλιστα δυο παραδείγματα, τα πουλιά και τα αγριόκρινα. Τα πρώτα ούτε σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε και συνάζουν αγαθά σε αποθήκες. Κι όμως ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Και ρωτά: «εσείς δεν αξίζετε περισσότερο από αυτά;» Τα δεύτερα, πάλι, τα αγριόκρινα, ούτε κοπιάζουν ούτε γνέθουν. Κι όμως, η περιβολή τους είναι ωραιότερη από αυτή του ξακουστού Σολομώντα. «Αν όμως ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο θα το ρίξουν στη φωτιά, δε θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας ολιγόπιστοι;»
Τα πιο πάνω λόγια του Κυρίου δεν έχουν σαν στόχο να καταδικάσουν τον άνθρωπο σε αδράνεια, αλλά στο να αποφύγει την περιττή και αγωνιώδη φροντίδα. Δεν είπε ο Κύριος μη σπέρνετε ή μη θερίζετε, ούτε να μην εργάζεσθε, αλλά «μη μεριμνάτε», μη φροντίζετε αγωνιωδώς για τα μικρά και τα ασήμαντα, όπως είναι κάθε τι που σχετίζεται με την ύλη. Υπάρχουν ανώτερα πνευματικά αγαθά για τα οποία θα πρέπει να ενδιαφερθούμε με περισσότερη φροντίδα. Και αυτό το ενδιαφέρον, όταν εκδηλώθηκε, εξύψωσε πνευματικά τον άνθρωπο, δημιούργησε πολιτισμό, πρόσφερε ψυχική γαλήνη και συνέβαλε στη χαρά της δημιουργίας.
Πρέπει, λοιπόν, να απαλλαγούμε τόσο από την αγωνιώδη φροντίδα, όσο και από την αμεριμνησία που αποκοιμίζει τον άνθρωπο και τον καθιστά νωθρό και τεμπέλη. Αντίθετα, πρέπει να μιμηθούμε τον πρωτοπόρο κάθε προόδου και ο οποίος μας είπε: «Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» (Ιωάν. ε΄17) για να προειδοποιήσει ότι «έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργαζεσθαι» (Ιωάν. θ΄4).
Αδελφοί μου, ο Κύριος αφού μας αποκάλυψε τους κινδύνους τους καθημερινούς που αποπροσανατολίζουν αλλά και αποχρωματίζουν τη ζωή μας, μας προσφέρει στο τέλος και λύσεις που θα δώσουν νόημα στη ζωή μας. Μας προτρέπει να κινηθούμε θετικά: «Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα να επιζητείτε τη βασιλεία του Θεού και την επικράτηση του θελήματός Του κι όλα αυτά θα ακολουθήσουν. Ας θυμηθούμε το της Κυριακής προσευχής «ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης» (Ματθ. στ΄ 10). Τα αιτήματα αυτά ζητούν αύξηση της γνώσεως του θελήματος του Θεού μέσα από τη δική μας συμβολή που θα εκφράζεται σαν αποδοχή της διδασκαλίας και έμπρακτη εφαρμογή των εντολών του. Με τον τρόπο αυτό γινόμαστε συνδιαμορφωτές στην επικράτηση αυτής της βασιλείας του. Ας κάνουμε τη δική μας προσπάθεια. Να ’μαστε σίγουροι ότι θα έχει θετικό αποτέλεσμα. Αμήν.
 
Θεόδωρος Αντωνιάδης

ΘΕΟΣ & ΜΑΜΩΝΑΣ: ΔΟΥΛΕΙΑ & ΦΙΛΙΑ


Μια από τις πιο δύσκολα εφαρμόσιμες φράσεις της Καινής Διαθήκης είναι ο λόγος του Χριστού: «δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα» (Ματθ. 6, 24) . Συχνά αναρωτιόμαστε πόσο εύκολο είναι να υποδουλωθεί ο άνθρωπος στο χρήμα. Το χρήμα καλύπτει τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, αυτές που εξασφαλίζουν την επιβίωση στον κόσμο μας, αλλά και αυτό που ονομάζουμε ποιότητα ζωής. Αν κάποιος έχει χρήματα, μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, πιθανότατα και όλες. Τα πάντα, άλλωστε, αγοράζονται και πουλιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός προφανώς δεν εννοεί ο άνθρωπος να μην χρησιμοποιεί το χρήμα ή να επιλέξει να ζει εκτός του κόσμου. Ο Χριστός αναφέρεται στην δουλεία του ανθρώπου στο χρήμα. Και δουλεία σημαίνει την μετατροπή του χρήματος σε σκοπό για τον άνθρωπο, σε νόημα ζωής. Τότε ο άνθρωπος παύει να υφίσταται ως ελεύθερη προσωπικότητα. Μετατρέπεται σε ύπαρξη που παραδίδεται στις επιθυμίες που ικανοποιούνται δια του χρήματος. Υποκύπτει στην φιλοδοξία, στην φιλαυτία, στην φιληδονία. Δεν είναι ο πυρήνας της ύπαρξής του, ο αληθινός εαυτός του αυτό που τον απασχολεί. Δεν είναι ο υπαρξιακός του προβληματισμός σχετικά με το ποιος είναι, πού πορεύεται, με ποια κριτήρια θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να συνυπάρξει με τους πλησίον του, αλλά το πώς θα καταστήσει τον εαυτό του κέντρο του κόσμου. Και το χρήμα συμβάλλει σ’ αυτόν τον εγωκεντρισμό.
Ο Χριστός ταυτίζει την υποδούλωση στο χρήμα με την υποδούλωση στον διάβολο. Δεν είναι το χρήμα ο διάβολος, αλλά το χρήμα ως αυτοσκοπός που γίνεται υποταγή του ανθρώπου στο δαιμονικό πνεύμα. Και ο διάβολος έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του την συνεχή επιδίωξη να είναι ελεύθερος σε σχέση με το Θεό και να έχει ως κριτήριο της ύπαρξής του τον εαυτό του. Επιδιώκει το αυτόφωτον, την ίδια δόξα, απολαμβάνει την ηδονή να είναι κυρίαρχος του εαυτού του όντας μακριά από το Θεό. Και μεταφέρει αυτή την πνευματική του κατάσταση στον κόσμο και σε κάθε ύπαρξη που ο Θεός έχει δημιουργήσει, προκαλώντας έναν συνεχή πόλεμο σ’ αυτήν για να την υποτάξει σε μια ζωή μακριά από το Θεό. Ζωή όμως χωρίς Θεό δεν έχει νόημα, δεν αντέχεται.
Γι’ αυτό και ο Χριστός ξεκαθαρίζει στην επί του όρους ομιλία Του ότι δεν μπορεί κάποιος να υπακούει σε δύο κυρίους. Ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Αυτό βέβαια, για τον άνθρωπο όχι μόνο της εποχής μας, αλλά και κάθε εποχής δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό ως στάση ζωής. Υπάρχει η αίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αληθινά ελεύθερος όντας δούλος Θεού. Αληθινά ελεύθερος είναι εκείνος που δεν παραδέχεται κανέναν άλλον ως Θεό, παρά μόνο τον εαυτό του. Έτσι, ο άνθρωπος πέφτει στην παγίδα του διαβόλου. Θέλοντας να είναι ελεύθερος από το Θεό, γίνεται δούλος του εαυτού του και κατ’ επέκτασιν βιώνει την στάση ζωής του διαβόλου.
Γιατί όμως ενοχλείται ο άνθρωπος όταν ακούει ή του προτείνεται να είναι δούλος του Θεού;
Διότι ο άνθρωπος νομίζει ότι η δουλεία στο Θεό είναι όπως η δουλεία σε κάποιον άνθρωπο-δεσπότη και αφέντη. Ότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαιώματα, αλλά άλλος ρυθμίζει τη ζωή του. Ότι δεν μπορεί να χαρεί. Ότι η ζωή του είναι γεμάτη απαγορεύσεις. Ότι θα πρέπει μόνο να εργάζεται, χωρίς να αναπαύεται και ότι η ακεραιότητα της ύπαρξής του πάντοτε θα είναι υπό αίρεσιν. Ακόμη κι όταν θα έχει τη δυνατότητα κάποιας μικροχαράς, και πάλι η ενοχή θα καραδοκεί ότι ο Θεός δεν είναι ευχαριστημένος μαζί του και ότι η αμαρτία είναι το μόνο που έχει ο άνθρωπος να επιδείξει έναντι του κυρίου του. Κι έτσι, ο άνθρωπος πείθεται ότι πρέπει να αποτινάξει την δουλεία του στο Θεό.
Όμως, για το Χριστό η δουλεία δεν είναι τέτοιου είδους. Το να είναι ο άνθρωπος δούλος Θεού σημαίνει στην ουσία να είναι φίλος με το Θεό. Δεν είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σταθεί κοντά στο Θεό, αλλά διαλέγει την οδό της εμπιστοσύνης και της αγάπης, όπως το παιδί προς τον πατέρα του. Δεν αρνείται ο Θεός τη χαρά στον άνθρωπο. Αντιθέτως, η συνεχής κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό είναι χαρά. Και η χαρά δεν εκφράζεται ούτε μπαίνει σε καλούπια συμπεριφοράς ή κανόνων, αλλά πηγάζει από το βάθος της ύπαρξης. Όπως το παιδί, όταν παίζει με τους γονείς του ή όταν μιλάει μαζί τους δεν τηρεί το savoir vivre, αλλά εκφράζεται με την άνεση της αγάπης, της σχέσης, της υιότητας, έτσι και ο άνθρωπος στη σχέση του με το Θεό εκφράζεται μέσα από την χαρά της εμπιστοσύνης, της αγάπης, της υιότητας. Αυτό είναι και το αληθινό νόημα της ζωής της Εκκλησίας. Ο συνεχής επαναπροσδιορισμός της σχέσης της υιότητας και της φιλίας με το Θεό.
Μια τέτοια σχέση δεν αφήνει περιθώρια δουλείας στον όποιο μαμωνά. Αν αγαπάμε το Θεό, τότε η σχέση μάς γεμίζει πληρότητα. Δεν μας χρειάζεται λοιπόν η αυτοθεοποίηση ή η μετατροπή της ύλης ως αυτοσκοπού για την όποια ευτυχία εν τω κόσμω. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τον αγώνα για τη ζωή μας και την ποιότητά μας, αλλά δεν είναι αυτός ο αγώνας το κλειδί για να έχει η ζωή μας νόημα. Είναι η βάση για να μεταδώσουμε και στους άλλους από όσα ο Θεός επιτρέπει να έχουμε. Γι’ αυτό και δεν υποδουλωνόμαστε, αλλά μοιραζόμαστε, το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, χωρίς αυτό και πάλι να σημαίνει ότι καλλιεργούμε την ανευθυνότητα στη ζωή των άλλων. Έτοιμοι να προσφέρουμε, αρνητικοί στο να καθιστούμε το κατέχειν νόημα της ζωής μας.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης, η οποία ήρθε ως αποτέλεσμα της θεοποίησης των αγαθών και του εαυτού μας και της περιθωριοποίησης του Θεού, ο ευαγγελικός λόγος αποτελεί ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων μας. Θα ξαναγίνουμε φίλοι του Θεού, θα Τον εμπιστευτούμε και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, για να εξέλθουμε από την κρίση ή θα παραμείνουμε δούλοι του Μαμωνά, είτε αυτός έχει να κάνει με το χρήμα είτε με το διάβολο είτε με τον εγωκεντρισμό μας και θα αποτύχουμε γιατί δεν θα υπάρξει συλλογική αλλαγή; Ο λόγος του Χριστού δεν εξαιρεί κανέναν. Από τον πιο σπουδαίο μέχρι τον πιο ταπεινό. Από τους ταγούς μέχρι αυτούς που μοιάζουν ανώνυμοι. Καιρός του ποιήσαι

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...