Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 01, 2011

Η Ιστορία των παρακλήσεων στην Υπεραγία Θεοτόκο

undefined
Η αγάπη, ο σεβασμός και η τιμή των πιστών για το πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρίας εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, από την αρχή της σωτηρίου οικονομίας, όπως λέγουν οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και είναι τόσο μεγάλη, ώστε αδυνατεί ο ανθρώπινος λόγος να περιγράψει τα αισθήματα αυτά επαρκώς.
Από αυτήν την αγάπη, την τιμή και την ελπίδα στην μεσιτεία της προς τον μέγα και Μόνο Μεσίτη Χριστό και Υιό της, κατά το ανθρώπινον η Εκκλησία καθιέρωσε να τελείτε κατά την περίοδο της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, η ιερή Ακολουθία του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος εναλλάξ, εκτός των εορτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Έτσι επ’ ευκαιρίας του γεγονότος αυτού καλόν είναι να δούμε και να γνωρίσουμε μερικά πράγματα για το τι είναι κανόνας, και ποιος συνέθεσε τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι ύμνοι μακροσκελής, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται Ωδές. Η κάθε ωδή αποτελείτε από τον ειρμό, που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα στα τροπάρια, που τρέπονται σύμφωνα με τον ήχο του ειρμού και τέλος το εφύμνιο όπου επαναλαμβάνεται σε κάθε τροπάριο «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».
H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ήταν προικισμένος υμνογράφος και υπήρξε συνθέτης πολλών Κανόνων και άλλων ύμνων, όμως δοκιμαζόταν από κάποια ασθένεια, η οποία τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Ο Κανών γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των πέριξ Μονών.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανών χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην τού ποιητού της.
Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστή ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.
Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο προσφάτως εισαχθείς Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, ευρέθη προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες τού Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου ευρίσκοντο σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο τού Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία τού Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών τού όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα τού Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση τού Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστή τους ειρμούς της α’, γ’, ζ και η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ’ όλη την διάρκεια τού χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και την λησμόνηση των διαφορών των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο ως εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι σήμερα αποδίδουμε τιμή στην πρώτη πρέσβειρα και μεσίτρια, μετά τον Θεάνθρωπο Χριστόν, η Παναγία μας είναι εκείνη, που μπορεί και θέλει να μεταφέρει τις ικεσίες και τις δεήσεις μας στα πόδια του Παμβασιλέως Θεού.
Ας καταφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, με πιστη, με αληθινή ταπείνωση και με αγάπη στην φυσική μας μητέρα και ας την παρακαλούμε καθημερινά, ειλικρινά για τα προβλήματά μας, και εκείνη Πολυεύσπλαχνη, θα μας συμπαραστέκεται στις δύσκολες ώρες και θα μας ελεεί με τη μεγάλη χάρη της. Αμήν..

Η ιστορία του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος,η λειτουργική του χρήση και τα χαρακτηριστικά του.

 

undefined
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Ο Ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα(Μ.Π.Κ)
Ο ποιητής λοιπόν του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος είναι ο Θεόδωρος Β´ Δούκας Λάσκαρις, βασιλιάς τῆς αυτοκρατορίας τῆς Νικαίας, ποὺ ιδρύθηκε μετα την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως απο τους Φράγκους, σαν αντίσταση στην Φραγκοκρατία ποὺ επεβλήθηκε απὸ τὴν Δ´ Σταυροφορία κατὰ τὰ έτη 1204 – 1261.
Ὁ χρόνος άρα που γράφτηκε ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανόνας είναι ὁ ΙΓ´ μ.Χ. αιώνας καὶ συγκεκριμένα τὸ διάστημα των ετών 1204 – 1258 μ.Χ.που ἔζησε ὁ ποιητής του Θεόδωρος Β´ Λάσκαρις.
Ο Επιληπτικός Αυτοκράτορας
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ήταν γιος του Ιωάννη Βατάτζη και της Ειρήνης Λάσκαρη, και εγγονός του Θεοδώρου Α΄Λάσκαρη δημιουργού του κράτους της Νικαίας. Κληρονόμησε μια πολύ δυνατή αυτοκρατορία, και το ίδιο δυνατή την παρέδωσε στους διαδόχους του.
Ήταν πολύ μορφωμένος, και είχε πλούσια φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση. Δάσκαλοί του ήσαν οι Νικήφόρος Βλεμμύδης και Θεόδωρος Ακροπολίτης.
Όταν πάντρεψε την κόρη του με τον Νικηφόρο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ και της Θεοδώρας , του παραχωρήθηκαν το Δυρράχιο και τα Σέρβια.
Πάσχοντας από επιληψία βαριάς μορφής αδυνατούσε να ασκεί τακτικά τα καθήκοντά του και με το πέρασμα του χρόνου η επιδείνωση της υγείας του, του προκαλούσε έντονες εμμονές, στρέφοντας πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους εναντίον του.Ειδικότερα η συναισθηματική του αστάθεια εκφράζεται κυρίως «σαν κατάθλιψη η σαν διάχυση του συναισθήματος ¨..
Σε μια από το πλήθος των επιστολών του ,ιδιαίτερα αποκαλυπτικών του εσώτερου ψυχισμού του γράφει: «Ίδης τον παντάπασιν χαροπόν,κατηφή ,δεινόν ,συννοίας μεστόν και παντοίως τη λύπη τρωθέντα και τιτρωσκόμενον .Οίμοι τι εν εμοί γέγονεν!Ουδέν άλλο είποιμι ή ότι πάντως κάθαρσις ψυχικλή και ταπείνωσις σαρκική ίνα σώση ο πλάστης το συναμφότερον»(J.B.Papadopoulos)
Κάποτε στον δρόμο της Ιστορίας ,συναντήθηκε με το πρόσωπο της Θεοδώρας ,της Βασίλισσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και σημερινής Αγίας και πολιούχου της Άρτας.
Η κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Νικηφόρο ,τον πρωτότοκο γυιό του Μιχαήλ και της Θεοδώρας. Ο χαρακτήρας της Θεοδώρας , ,που είχε αποκτήσει «υπομονή αγίας και συνέίδηση ειρηνοποιού»(D.M.Nicol), αλλά και η Θεοτοκοφιλία της ήταν παραδειγματική και καταλυτική γι αυτόν.Και στις δύσκολες ώρες του συλλογικού βίου και του ατομικού πόνου έμαθε από την Θεοδώρα ,(που οι περιπέτειες της ζωής της έκαναν να κυλήσουν από τα μάτια της ¨θρόμβοι δακρύων» και να στραφεί προσευχητικά πολλές φορές προς το πρόσωπο της Θεοτόκου ) να στρέφει τα βλέμματα στην μορφή της Γιάτρισσας Παναγίας .Και να απευθύνει σε Αυτή κατανυκτικές επικλήσεις ,που εκφράζουν ένα έντονο ψυχικό άλγος.
Αποτέλεσμα αυτών των διαρκών προσευχητικών επικλήσεων του Θεοδώρου προς την Θεοτόκο είναι και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας που αυτός συνέθεσε.
Καθώς ή υγεία του χειροτέρευε o Θεόδωρος  παραιτήθηκε από τον θρόνο της Νικαίας καί αποσύρθηκε στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, δπου καί έγινε  μοναχός λίγο πρίν τόν θάνατο του. “Αφησε την τελευταία του πνοή τόν Αύγουστο τοΰ 1258 πρίν ή κατά τήν διάρκεια τού μεθεόρτου οκταημέρου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ό Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σέ κάποια ύφεση της ασθενείας του πού διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός πού αποδόθηκε σέ θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Η Λειτουργική χρήση του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα.
Ό Κανόνας  γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σέ ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των  γύρω  Μονών. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ό Κανόνας χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Μεγάλη Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου ή Μεγάλη Παράκλησις τελούνταν καθημερινά  προς ίασή  του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως του Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι  ή ακολουθία της Μεγάλης Παρακλήσεως ψάλλονταν   καθημερινά  μέχρι την ώρα του θανάτου του. Είναι επίσης εύλογο νά δεχθούμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και έγινε  συνήθεια έκτοτε νά ψάλλεται ή ακολουθία κάθε Αύγουστο  σε μνήμη του ποιητή της.
Λίγο πρίν από τον θάνατό του ζήτησε να εξομολογηθεί.Έπεσε στα πόδια του εξομολογητή και ¨δακρύων απλέτοις ρεύμασι την γήν εν ή κατέκειτο έπλυνεν ,ώστε και πηλόν γεγενήσθαι εκ τούτων …το «εγκατέλιπόν σε Χριστέ» συνεχώς επεφώνει»(Γ.Ακροπολίτης )
Η ίδια αυτή κραυγή ενός έντονου ψυχικού άλγους ξεπηδά και και μέσα από τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα , που σήμερα αντηχεί στους ναούς στα δειλινά του ελληνικού Δεκαπενταύγουστου ,συγκινώντας τους πιστούς με τους έξοχους στίχους του ,γεμάτους από βαθιά εσωτερική οδύνη και συντριβή.
«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη την εμήνκαλύπτουσι καρδίαν»
. «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ήν έχω»
Στίς 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει τήν Κωνσταντινούπολη  γιά λογαριασμό τοϋ Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τοΰ 1204- Ή αναίμακτη ανάκτηση τής Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως σαν θαυματουργή παρέμβαση τής Θεοτόκου.
Ό Αυτοκράτορας  για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις του Δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ τής 25ης Ιουλίου καί 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γίνονταν  στην Κωνσταντινούπολη καί μεταξύ αυτών ήταν  και   ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανών τοΰ Θεοδώρου Λασκάρεως. ‘
Αλλά ή νέα Βασιλική Αυλή τοΰ Μιχαήλ,, βρέθηκε  μπροστά στο εξής δίλλημα.
ΟΙ δύο βασιλικές δυναστείες τοΰ Θεοδώρου Λασκάρεως καί Μιχαήλ Παλαιολόγου βρίσκονταν  σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ό Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιό του Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί ή Βασιλική Αυλή ακολουθίες πού θύμιζαν την δυναστεία του Θεοδώρου.
Η λύση βρέθηκε με την χρήση του παλιότερου  Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του μοναχού Θεοστήρικτου.
Ό  Μεγάλος Παρακλητικός κανόνας παρέμεινε σε χρήση μόνο κατά την νηστεία τοϋ Δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος μέ την μνήμη του Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε νά εναλλάσσεται μέ τον Μικρό, ό όποιος διαδόθηκε  έξ ϊσου ευρέως και χρησιμοποιείται πλέον καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου («εις πάσαν περίστασιν»).
Δέν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθηκε  ή εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο. Είναι φυσικό να υποθέσουμε πώς αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και αφού ξεχάστηκαν οι διαφορές των δύο δυναστειών καθιερώθηκε ή εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά τό Δεκαπενταύγουστο σαν  εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
ΟΙ δύο Παρακλητικοί Κανόνες, Μικρός καί Μεγάλος, παρέμειναν άγνωστοι στους Ρώσους Όρθοδόξους πού παρέλαβαν τά ελληνικά λειτουργικά κείμενα μέχρι τόν ενδέκατο αιώνα μεταφρασμένα στην σλαβονική γλώσσα. Αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες δεν περιελαμβάνονταν στα ελληνικά λειτουργικά βιβλία της εποχής εκείνης.
Β.Χαρακτηριστικά του Μ.Π.Κ.
Ὁ Μεγάλος Παρακλητικός Κανών, όπως γράφουν οι ερευνητές Νικόλαος Τωμαδάκης καὶ Ιωάννης Φουντούλης, έχει περισσότερο προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ «αναφέρεται ειδικά στὰ παθήματα καὶ στις δυσμενείς περιστάσεις της ζωής του πολυπαθούς αὐτοῦ βασιλέως, ὁ ὁποίος έπασχε απὸ ανίατο ψυχικὸ νόσημα». Ἀναφέρει δὲ ὁ Τωμαδάκης ὅτι: «εαν ἡ περίπτωσις τοῦ Θεοδώρου Λασκάρεως προσαρμόζεται πρὸς την κατάθλιψη καὶ τὶς διακυμάνσεις της οργιζομένης καὶ αμαρτανούσης καὶ νοσούσης υπάρξεως των μυριάδων πιστών, αυτὴ ακριβώς είναι καὶ η αιτία της κατὰ τὰ τελευταία έτη της βυζαντινής αυτοκρατορίας εισαγωγής της ποιητικής αυτής συνδέσεως, δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, στὴν εκκλησιαστικὴ ακολουθία, προς λειτουργικὴ χρήση.
Η ποίηση του Μ.Π.Κανόνος ειναι έκφραση πόνου καὶ κραυγὴ αγωνίας πρὸς την Παναγία, που αυτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ αποτελοῦν ένδειξη μεγάλου ποιητή, ὅπως π.χ. «ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος», ἢ «ἵνα τὶ μὲ ἀπώσω ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἐκάλυψέ με τὸ ἀλλότριον σκότος τὸ δείλαιον», ἢ «ἀλλ΄ ἐπίστρεψόν με καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου τὰς ὁδούς μου κατεύθυνον, δέομαι» καὶ ἄλλα πολλά.
Εὰν συγκρίνωμε τώρα τὴν ποιητικὴ έκφραση του πόνου, της αγωνίας, της θλίψεως καὶ της κραυγαλέας οδύνης του Μ.Π.Κ. πρὸς την σύγχρονη εξομολογητικὴ ποίηση τῶν καιρών μας, θα διαπιστώσωμε τα εξής: ότι στην εξομολογητικὴ ποίηση του συγχρόνου κόσμου, ο ποιητής εκχέει προς τὸ κενό τον σπαραγμό της καρδίας του, το ἐσωτερικό του άλγος, χωρὶς να περιμένει από κανένα την διόρθωση της καταστάσεώς του, εφ΄ όσον δεν πιστεύει, ούτε ελπίζει σὲ κάτι. ‘Ετσι, ὁ ποιητής αυτὸς αφήνει ανοικτές τις πληγὲς της ψυχής του μὲ απόγνωση καὶ απογοήτευση, χωρὶς τὴν ελπίδα γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ασθενείας του. Ενώ ἀντίθετα η ποίηση του Μ.Π.Κ., όπως καὶ όλων των ύμνων της Εκκλησίας μας, παρὰ την έκφραση του πόνου, της θλίψεως, της ασθενείας, των πειρασμών καὶ των βασάνων, δεν κυριεύεται απὸ απόγνωση καὶ απελπισία, αλλὰ μὲ πίστη καὶ ελπίδα εκλιπαρεί την ευσπλαχνία καὶ την πρεσβεία της Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸ θείο έλεος τοῦ Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μὲ θάρρος καὶ αισιοδοξία για να συνεχίσει τον ἀγώνα, με την βοήθεια εκείνων, για την διόρθωση όλων των δεινών του

Η Ιστορία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του

undefined
πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
 Γενικά.
Ο Μικρός και Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας στην Υπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιό λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ονομάζονται «Παρακλητικοί» οι δύο κανόνες στὴν Υπεραγία Θεοτόκο, επειδὴ οι πιστοί, τἀ αισθήματα των ὁποίων ἐκφράζουν οι κανόνες, ικετεύουν καὶ παρακαλούν την Παναγία μὲ τις μεσιτείες καὶ πρεσβείες της προς τον φιλάνθρωπο Θεό καὶ Υιό της (»πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου») νὰ ἱκανοποιήσῃ καὶ νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ φλέγοντα αἰτήματα τῶν προσευχῶν των πρὸς αὐτήν (»τάχυνον εἰς πρεσβείαν καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν…»).
Όπως αναφέρει ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Φουντούλης, οἱ δύο κανόνες ονομάζονται «Μικρὸς» ὁ α´ καὶ «Μέγας» ὁ β´, ἢ Μικρὰ καὶ Μεγάλη Παράκλησις, αν καὶ έχουν ίσο  αριθμὸ τροπαρίων, τριάντα δύο συνολικά ο καθένας , τέσσερα σὲ κάθε ωδή. Όμως τὰ τροπάρια καὶ οι ειρμοὶ του Μεγάλου Κανόνος είναι ἐμφανῶς ἐκτενέστερα. Ἀλλ᾿ αὐτό, καθὼς ἀναφέρει ὁ ἴδιος καθηγητής, δεν είναι αρκετὸ γιἀ νὰ αιτιολογήσει τὸ ἐπίθετο «Μέγας» σ᾿ αὐτόν. Ὁ σπουδαιότερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ Μέγας αὐτὸς Κανόνας  ψάλλονταν πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὰ ἐξαποστειλάρια: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱέ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες πού οδήγησαν στην ποίηση των δύο κανόνων όσο και  στην τελική μορφολογία των δύο Παρακλήσεων.
Το  σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ό Κανόνας  της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα  της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα τοΰ Λασκάρεως. Ό τίτλος του δούκα μας δείχνει ότι συνέθεσε τόν Κανόνα πρίν τήν ανάρρηση του στον θρόνο της Νικαίας τόν Νοέμβριο 1254.
Η ιστορία του μικρού Παρακλητικού Κανόνα και ο ποιητής του.
Ο Μικρός παρακλητικός κανόνας, που είναι και ο πιο παλιός, αποδίδεται από ορισμένους στο μοναχό Θεοστήρικτο, που έζησε τον έννατο αιώνα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι έργο του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοφάνη του Ομολογητή,τον Γραπτό, που έζησε τον ίδιο αιώνα.
Αλλοι πάλιν τον αποδίδουν στον Αγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.
Στο εκκλησιαστικό  βιβλίο ΩΡΟΛΟΓΙΟ γράφεται ότι ό Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι «Ποίημα Θεοστηρίκτου Μοναχού. Οι δε (υποστηρίζουν) Θεοφάνους».Τα δύο αυτά ονόματα είναι ενδεχόμενο να συμπίπτουν στο ένα και το αυτό πρόσωπο ,με την έννοια ότι ο Θεοφάνης ήταν ο μετέπειτα μοναχός Θεοστήρικτος.
Σύγχρονοι ειδικοὶ ερευνητές ,(Νικόλαος Τωμαδάκης – Καθηγητὴς Βυζαντινῆς Φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν – καὶ Ιωάννης Φουντούλης – Καθηγητὴς τῆς Λειτουργικῆς στὸ Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης –) διατυπώνουν τὴ γνώμη, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο, ποὺ φέρει δύο ὄνόματα, τὸ κοσμικόν του ὄνομα Θεοφάνης καὶ τὸ μοναχικόν του ὄνομα Θεοστήρικτος.
Νεώτερες έρευνες στο θέμα συγκλίνουν στην άποψη ότι ποιητής του Μικρού Παρακλητικού κανόνος είναι ο Άγιος Θεοστήρικτος ο  Ομολογητής.Αυτός  χρησιμοποιώντας τόν ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο του Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, Ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος. Ό Κανόνας του Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί  σαν  πρώτος κανών του όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων. Ο Θεοφάνης με  την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τόν Κανόνα του Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση του Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανεισθεί τους ειρμούς της α’, γ’, ζ καί η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό. Έτσι ό Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα
Ο Άγιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής και οι αγώνες του υπέρ των ιερών εικόνων.
Γεννημένος στις αρχές του 8ου αιώνος στην Τριγλία της Βιθυνίας ,ο όσιος Θεοστήρικτος έγινε  μοναχός από νεαρή ηλικία στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ,την αποκαλούμενη Πελεκητή, όπου αργότερα εκλέχθηκε ηγούμενος.Όταν κατά την διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄του Κοπρωνύμου ?(741-775) ο περιβόητος και αιμοσταγής κυβερνήτης της Μικράς Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας άρχισε να καταδιώκει τους ομολογητές των ιερών και σεπτών εικόνων ,εισέβαλλε στην μονή την νύχτα της Μεγάλης  Πέμπτης  του 763 μ.Χ.την ώρα της Θείας Λειτουργίας .
Ο  Ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, ο Θεοστήρικτος τελούσε την Θεία Λειτουργία με τους 780 υποτακτικούς του, εκ των οποίων οι 70 ήταν Ιερομόναχοι.
Η κατανυκτική ατμόσφαιρα, διακόπηκε ξαφνικά από άγρια χτυπήματα που σείουν την Πύλη του Μοναστηριού και άγριες φωνές δυο χιλιάδων στρατιωτών ,που προξενούν ρίγος και τρόμο.
Η Πύλη θραύεται από τα τσεκούρια και όλος αυτός ο συρφετός μπαίνει στην αυλή.Ο Αρχηγός Ηγεμόνας Μιχαήλ Λαχανοδράκοντας εισορμά μέσα στον Ναό μαζί με τον στρατό του, πλησιάζει τον Ηγούμενο κι’ αφού πετά κάτω  το Άγιο Δισκοπότηρο, του δίνει δυό δυνατές γροθιές στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να γίνει συμπλοκή στρατιωτών με τους Μοναχούς.
Μετά από αυτά ο Ηγούμενος, αφού προστάξει τα τέκνα του να υποχωρήσουν, ο Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει ένα χαρτί στον Ηγούμενο και του λέγει άγρια.
-Πάρε και υπόγραψε αμέσως εναντίον των ειδώλων που τα λέτε εικόνες, γιατί θα σας σφάξουμε όλους. Είναι πρόσταγμα του Ευσεβούς Βασιλέως μας Κωνσταντίνου του Πέμπτου.
-Κοπρωνύμου να λες καλύτερα, λέγει ο Ηγούμενος Θεοστήρικτος .Δεν υπογράφομε ποτέ εναντίον των Ιερών Εικόνων, τις οποίες τιμητικά προσκυνούμε.
Αυτά λέγοντας ο Άγιος Ηγούμενος, ο Λαχανοδράκοντας αγριεμένος προστάζει ν’ αρχίσουν οι στρατιώτες την σφαγή.
Σε λίγα λεπτά της ώρας, τετρακόσιοι (400) Μοναχοί πέφτουν  νεκροί.
Ο  Ηγεμόνας Λαχανοδράκοντας, δίνει τώρα άλλη προσταγή. Να δέσουν με αλυσίδες τους υπόλοιπους και να τους βγάλουν στην αυλή. Έπειτα βάζουν φωτιά από όλες τις πλευρές του Μοναστηριού για να γίνουν  όλα στάχτη. Το ωραίο Μοναστήρι τυλίγεται στις φλόγες του πυρός.
Οι αιχμάλωτοι μοναχοί οδηγούνται  μπροστά στον Κοπρώνυμο τον ανάξιο Αυτοκράτορα του Βυζαντινού Κράτους.
-Πόσοι είναι; ρωτά ο Κοπρώνυμος τον Λαχανοδράκοντα κι’ εκείνος απαντά.
-Ιερομόναχοι 40 Μοναχοί 342 και ο Ηγούμενος.
Ο Κοπρώνυμος λυσσά από οργή. Απευθυνόμενος πρώτα-πρώτα στο πλήθος των Μοναχών τους προστάζει άγρια.
-Παλιοκαλόγηροι! Απειθείς και αντιδραστικοί στα Βασίλεια, ελάτε εδώ μπροστά μου. Είμαι ο Κωνσταντίνος ο Πέμπτος και εγώ δεν χορατεύω.
Στο πρόσταγμα του Κοπρωνύμου, κανένας δεν σαλεύει. Ένας μόνο με χαμογελαστό πρόσωπο Σινέσιος στο όνομα, Παλικάρι στο σώμα και στην ψυχή, πλησιάζει τον Κοπρώνυμο και του λέγει.
-Κοπρώνυμε! Εμείς είμαστε τέκνα ενός Θεοστηρίκτου και μάθαμε από τον Γέροντά μας να καταπατούμε την κεφαλή του Διαβόλου και των Εικονομάχων.
Ο Κοπρώνυμος κιτρινίζει και γνέφοντας στον υπασπιστή του, του λέγει. -Υπασπιστή μου, κόψε την αυθάδη κεφαλή του. Η κεφαλή του Οσίου υποτακτικού πέφτει.
Μετά ταύτα εξετάζει έναν – ένα όλους τους Μοναχούς. Βλέποντας όμως το ανδρείο φρόνημα της πίστεως τους, προστάζει να τους αποκεφαλίσουν εκείνη την στιγμή.
Το αίμα τόσων Οσίων Μοναχών τρέχει σαν ποτάμι, η δε καρδιά του Κοπρωνύμου ευφραίνεται διπλά.
Μετά από την ομαδική αυτή σφαγή, ο Κοπρώνυμος προστάζει να φέρουν μπροστά του τον Ηγούμενο.
Ο Άγιος Ηγούμενος πλησιάζει με καρδιά, που από το ήμισυ χαίρει και απ’ το άλλο ήμισυ κλαίει.
Ο Κοπρώνυμος με πολύ σκληρή φωνή του λέγει.
-Φονιά. Δήμιε. που θανάτωσες τα 780 τέκνα σου για ένα καπρίτσο σου, να μη πετάξεις στον βόθρο τα είδωλα που λέτε Εικόνες. Φονιά που θα σε γράψει η Ιστορία ως παιδοκτόνο.
Ο Όσιος Ηγούμενος δεν απαντά. Κάνει λίγα βήματα, ξεκρεμά από τον τοίχο μια ζωγραφιά του Κοπρωνύμου, την ρίχνει στο πάτωμα, την πατά και λέγει.
-Αυτή η ατιμία σου αξίζει Κοπρώνυμε. Εγώ είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων και διψώ τον υπέρ αυτών θάνατο. Βιάζομαι μάλιστα για να προλάβω τα χρυσά και ευλογημένα τέκνα μου, τον στέφανο και το καύχημά μου.
Ο Κοπρώνυμος αφρίζει. Όμως αλλόκοτος θόρυβος που ακούγεται μέσα στο Παλάτι, τον κάνει να τρέμει. Νομίζει πως τον έχουν εγκαταλείψει όλοι οι δικοί του και ότι όλοι έγιναν εχθροί του.
Να τώρα ! Στρατηγοί, τουρμάχες, παρακοιμώμενοι, Συγκλητικοί και όλοι, πράγματι σηκώνονται εναντίον του.
-Αυλάρχη μου ! Αυλάρχη μου ! αρχίζει να φωνάζει ο Κοπρώνυμος, σώσε με. σώσε με.
Ο Αυλάρχης υψώνει το ξίφος και αρχίζει να κόβει κεφάλια. Ένα χέρι του αρπάζει το ξίφος και τον αφοπλίζει. Αυτός είναι ο Στρατηγός Αιμίλιος Τεραβίνος.Ο Στρατηγός Αιμίλιος αφού κάνει το σημείον του Σταυρού, βγάζει μια Εικόνα  του Χριστού μας από το στήθος του και φωνάζει δυνατά.
-Καταραμένε Αιρετικέ Κοπρώνυμε, είμαι προσκυνητής των Σεβασμίων Εικόνων, σφάξε με.
Η Τίμια κεφαλή του Στρατηγού πέφτει στο δάπεδο, ενώ ο Κοπρώνυμος τρέμοντας και τρικλίζοντας αποτραβιέται στο Τρίκλινο.
Την άλλη μέρα ο θηριόψυχος Κοπρώνυμος, καλεί μπροστά του τον Ηγούμενο κι αφού παίρνει απ’ αυτόν τις ίδιες απαντήσεις προστάζει να κόψουν την μύτη, τα αυτιά και τα δάχτυλα των χεριών του. Έπειτα με τανάλιες τραβούν λουρίδες του δέρματος από όλο το σώμα του, και ενώ τα αίματα βάφουν ξανά το πάτωμα, προστάζει να τον κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, ώσπου να ξεψυχήσει.
Η προσταγή του αιμοσταγούς Αιρετικού Κοπρωνύμου εκτελείται.
Μέσα σ’ αυτή την απαίσια φυλακή μένει ο Άγιος Ηγούμενος Θεοστήρικτος επί ένα ολόκληρον χρόνο. Η ευσπλαχνία του Θεού αποστέλλει καλούς φρουρούς, οι οποίοι κρυφά-κρυφά του δίνουν λίγο ψωμί και λίγο νερό.
Στον χρόνο επάνω πεθαίνει ο Κοπρώνυμος από Άνθρακα και ανεβαίνει στον θρόνο του Βυζαντίου Λέων Δ’ γυιός του Κοπρωνύμου, φυματικός και ασθενικός στο σώμα, εύσπλαγχνος  όμως στην ψυχή.
Ο Λέων Δ΄ δίνει πάλι ελευθερία στους προσκυνητές των Σεβασμίων Εικόνων, και ελευθερώνει  από τις φυλακές όλους τους ευσεβείς.
Ο Ηγούμενος, Άγιος Θεοστήρικτος, ελευθερώνεται κι’ αυτός και μεταφέρεται στα ερείπια του Μοναστηριού του.
Τον μεταφέρουν στα χέρια προσκυνητές  των σεβασμίων εικόνων.
Φθάνει κάποτε στον τόπο, όπου άλλοτε κατοικούσαν τα 780 λατρευτά του πνευματικά τέκνα.
Στο Μοναστήρι, που βασίλευε χαρά πνευματική, σωστή αγκαλιά Αγγέλων.
Παρ’ ότι τα γύρω Μοναστήρια με στοργή και δάκρυα ζητούν να τον πάρουν κοντά τους, εκείνος αρνείται. Θέλει να μείνει εκεί, που γεύτηκε μαζί με τα άγρια τέκνα του, τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της Καλογερικής του αγίας ζωής. Εκεί, σε μια άκρη των ερειπίων, φτιάχνει μια ξύλινη καλύβα για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, μόνος και έρημος με τις εικόνες των αναμνήσεων, επαναλαμβάνοντας τον θρηνητικόν λόγο.«Εμνήσθην ημερών αρχαίων»
Εκεί, μέσα στα ερείπια ο Στρατηγέτης του Κοινοβιακού Μοναχισμού, συνθέτει έναν εκ των ωραιοτέρων ύμνων της Εκκλησίας. Την Μικρή Παράκλησι της Θεοτόκου.
«Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμός, προς Σε καταφεύγω σωτηρίαν επιζητών, ω Μήτερ του Λόγου και Παρθένε των δυσχερών και δεινών με διάσωσον».
Εκεί όμως και ένα θαύμα φοβερό και πρωτάκουστο γίνεται:
Μετά από τρία χρόνια, σμήνος νέων συμπυκνώνεται γύρω από τον Άγιο Θεοστήρικτο, ράκος σωστό χωρίς δάχτυλα, χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά.
Το πλήθος των νέων ζητά από τον Ηγούμενο να τους κρατήσει κοντά του για να γίνουν Μοναχοί.
Ο Ηγούμενος δεν τολμά να αντισταθεί στη Βουλή του Θεού, γι’ αυτό και τους δέχεται. Σε λίγο άλλοι και άλλοι προσθέτονται στην Συνοδία, μέχρις ότου μέσα σε λίγους μήνες, φθοίνουν στον αριθμό των 800 οκτακοσίων Μοναχών, με Προεστώτα τον Ηγούμενον Θεοστήρικτο.
Έτσι αναστήνεται και πάλι το Μοναστήρι της Πελεκητής. Σε όλων των Μοναχών τα στήθη καίει η φλόγα της υπακοής και η φλόγα υπέρ της προσκυνήσεως των σεβασμίων Εικόνων. Ο Ηγούμενος προάγει αυτούς εις την τελειότητα, ζώντας μαζί τους πάνω από 25 χρόνια.
Είναι πολύ ειρηνική η ψυχή του, γιατί με την Βοήθεια της Θεοτόκου και την ανάμνησι, ότι τα 780 πρώτα τέκνα του, θυσιάστηκαν στον βωμό της πίστεως και της αρετής, κερδίζοντας έναν αιώνιο Παράδεισο, αναχωρεί με μεγάλη χαρά προς συνάντησί τους. Η μέρα της Οσίας Κοιμήσεως του υπήρξε η 17η Μαρτίου του έτους807 μ.Χ. τα τελευταία λόγια του Οσίου πατρός ημών Θεοστηρίκτου
«Την Άχραντον εικόναν Σου προσκυνούμεν Αγαθέ αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών Χριστέ ο Θεός….

Τύπος και ουσία.(Β. Π. Στογιάννου)

Τύπος και ουσία.(Β. Π. Στογιάννου)




Αρχίζει αύριο, η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου. Είναι οι δυο νηστείες, της Μεταμορφώσεως η πρώτη και της Παναγίας η δεύτερη, που εδώ και αιώνες έχουν ενωθεί, τόσο πρακτικά όσο και στη συνείδηση του λαού σε μια ενότητα, θεωρητικά όμως πρόκειται για δύο νηστείες. Η πρώτη αρχίζει την 1η και τελειώνει την 5η Αυγούστου, και η δεύτερη αρχίζει στις 7 και τελειώνει στις 14 Αυγούστου.
Στο άκουσμα της νηστείας οι αντιδράσεις πολλών  που απηχούν στο σημείο αυτό τη ζωντανή πραγματικότητα των πιστών μας, είναι διαμετρικά αντίθετες. Πολλοί θα πουν: «Δυστυχώς ο σημερινός άνθρωπος έχει ξεχάσει τη νηστεία, δεν την τηρεί πια. Οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από το δρόμο του Θεού». Άλλοι αντιθέτως θα σκεφθούν αμέσως: «Τί χρειάζεται η νηστεία; Εδώ δεν τηρούμε άλλα, ουσιώδη πράγματα, η νηστεία είναι το πρόβλημά μας;» Ίσως υπάρξει και μια τρίτη άποψη: «Καλή η νηστεία, δεν λέει κανείς, αλλά δεν πρέπει να πιστεύομε ότι ο Θεός ενδιαφέρεται για το τι θα φάμε. Αυτό που ζητά ο Θεός είναι αγάπη και νηστεία από τις αμαρτίες μας». Αν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε και την πράξη των υποστηρικτών των διαφόρων απόψεων, τότε θα μπερδεύονταν ακόμη περισσότερο τα πράγματα, γιατί η θεωρία δεν συμβαδίζει, όπως ξέρομε από την πείρα μας, πάντα με την πράξη.
Το θέμα μας όμως δεν είναι η νηστεία. Είναι η αντιπαράθεση τύπου και ουσίας, που είδαμε με το παράδειγμα της νηστείας. Ό,τι συμβαίνει με τη νηστεία, συμβαίνει σχεδόν με κάθε πτυχή του χριστιανισμού. Πάντα χωρίζονται σε παρατάξεις οι άνθρωποι, θεωρητικά και πρακτικά. Έτσι γίνεται με τον εκκλησιασμό.
Έτσι γίνεται ακόμη και με τα βασικά χριστιανικά μυστήρια, τη θεία Ευχαριστία και την Εξομολόγηση, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ένα πλήθος από παραδείγματα, αλλά δεν είναι απαραίτητο, γιατί όλοι ξέρουμε από πείρα το πρόβλημα.
Βασικά υποστηρίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου δυο απόψεις για τη σχέση τύπου και ουσίας. Πολλοί θεολόγοι και πιστοί υποστήριξαν ότι ο τύπος δεν έχει καμιά θεωρητική ή πρακτική αξία. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν πολλοί από τους αρχαίους αιρετικούς, που δεν δέχθηκαν κανένα τύπο ως αναγκαίο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Πολλοί από αυτούς έφθασαν στο σημείο να απορρίπτουν και τα βασικά μυστήρια, όπως το βάπτισμα. Φυσικά πολύ πιό εύκολα απέρριψαν τις εκκλησίες, τα άμφια και την ύπαρξη κληρικών γενικότερα, τις διάφορες τελετές. Μερικοί έφθασαν στο σημείο να αντιτίθενται και στην εξωτερική διάκριση των δύο φύλων. Χωρίς να φθάνουν σ’ αυτές τις ακρότητες, τους τύπους περιόρισαν και οι προτεστάντες στα νεώτερα χρόνια, κυρίως αμέσως μετά τη Μεταρρύθμιση. Και γι’ αυτούς οι τύποι δεν έχουν αξία, αν δεν εκφράζουν την αναγκαία ουσία, που δεν είναι άλλη από τη σώζουσα πίστη για τους προτεστάντες. Έτσι οι πρώτοι προτεστάντες πάνω στο ζήλο τους για το καινούριο δόγμα, έσπευσαν να καταργήσουν τα άμφια, τις εικόνες, τις νηστείες και τις τελετές, τη διακόσμηση των ναών και ό,τι άλλο νόμισαν απλό τύπο. Το πόσο κράτησε βέβαια στη πράξη αυτή η άποψη είναι άλλο ζήτημα. Τελικά η έμφυτη στον άνθρωπο τάση να τυποποιεί την πίστη του, οδήγησε τον προτεσταντισμό στη δημιουργία ένας νέου τυπικού, μιας νέας σειράς τύπων, που διαφέρουν από τους παλιούς μόνο στα εξωτερικά σημεία. Ωστόσο η θεωρία εξακολουθεί να ισχύει, και σε προτεσταντικές εκκλησίες που βρίσκονται μέσα σε καθολικό ή ορθόδοξο περιβάλλον εξακολουθεί να ισχύει και πρακτικά, μέχρις ένα βαθμό τουλάχιστον.
Στους αντίποδες αυτής της τάσεως που απορρίπτει τον τύπο, βρίσκονται όσοι θεωρητικά και πρακτικά υποστηρίζουν την προσκόλληση στους τύπους ως αναγκαία για τη σωτηρία και γενικότερα την πνευματική ζωή των πιοτών. Εδώ δεν θα βρούμε θεολόγους, αλλά θεολογούντες πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, που αρνούνται να ξεχωρίσουν τύπο και ουσία. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να χωρίσουν την έκφραση ενός πράγματος ή μιας αλήθειας από το ίδιο το πράγμα ή την ίδια την αλήθεια. Άνθρωποι ζηλωτές τις περισσότερες φορές βλέπουν παγίδες του σατανά σε κάθε αλλαγή των εξωτερικών γνωρισμάτων της πίστεως. Έτσι στην αρχαία Εκκλησία έχουμε ολόκληρο σχίσμα με αφορμή την αλλαγή της ημερομηνίας του Πάσχα. Στα νεώτερα χρόνια η ελληνική Εκκλησία ταλαιπωρήθηκε επί δεκαετίες από το ανάλογο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την εισαγωγή του νέου ημερολογίου. Τελευταία μάλιστα, με την αλλαγή της ώρας κατά τους θερινούς μήνες παρουσιάστηκαν και παλαιο-ωρολογίτες, πιστοί που αρνούνται να αλλάξουν ακόμη και την ώρα. Σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που θεωρητικά και πρακτικά προσκολλιούνται στους τύπους, πρέπει να αναγνωρίσουμε μια καλή πρόθεση. Δεν αδιαφορούν για την ουσία, αλλά και δεν μπορούν να την ξεχωρίσουν από τον τύπο. Οι αιτίες είναι πολλές και διάφορες. Συνήθως υπάρχει μια άγνοια, ηθελημένη ή όχι δεν έχει σημασία, γύρω από τα ιστορικά περιστατικά που γέννησαν τους τύπους. Κοντά στην άγνοια της ιστορίας μπαίνει στη μέση πολλές φορές και μία φοβία για κάθε αλλαγή στη ζωή τους, άσχετο σε ποιόν τομέα θα σημειωθεί. Έτσι δημιουργείται μια απέχθεια για κάθε τι το νέο και μια ταυτόχρονη προσκόλληση στη σιγουριά του παλιού. Το αποτέλεσμα είναι η προσκόλληση στα καθιερωμένα μέχρι και των τελευταίων λεπτομερειών.
Οι δυο τάσεις που αναφέραμε είναι βέβαια τα ακραία παραδείγματα της εκκλησιαστικής ιστορίας. Είναι οι άνθρωποι που τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ξέφυγαν από τα γενικώς αποδεκτά και δημιούργησαν δικές τους εκκλησίες. Δεν θα είχε πρακτικά κανένα νόημα να ασχοληθούμε με τις περιπτώσεις αυτές, γιατί δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια διαλόγου. Η συζήτηση μας απευθύνεται όχι σ’ αυτούς, αλλά σ’ όσους βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία και δεν έχουν σαφή και ξεκαθαρισμένη άποψη για το θέμα.
Μια λύση μπορεί να δώσει στο πρόβλημα καθένας μόνος του, με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του πνευματικού του φυσικά. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε. Μόνον ο πνευματικός που ξέρει την πνευματική κατάστασή μας, που γνωρίζει την πνευματική δύναμή μας και τις αδυναμίες μας, μόνον αυτός μπορεί και πρέπει να μας δώσει την τελική λύση. Έτσι όσα θα πούμε στη συνέχεια δεν έχουν το νόημα να υποκαταστήσουν τον πνευματικό, αλλά να θυμίσουν μερικές γενικές αρχές της χριστιανικής πίστεως, σχετικές με το θέμα “τύπος και ουσία” στη χριστιανική ζωή.
Θεολογικά, θεωρητικά το θέμα παρουσιάζεται ως εξής. Κριτήριο για την εμμονή στον τύπο ή για την ελαστικότερη αντιμετώπισή του είναι η οικοδομή της Εκκλησίας. Αν η άκαμπτη εμμονή στον τύπο προξενεί σχίσμα στην Εκκλησία, τότε ο τύπος δεν είναι πια έκφραση της αγάπης, αλλά μέσο για την απομάκρυνση από το σωστό δρόμο. Σε μια τέτοια περίπτωση ο πιστός που βάζει ως κριτήριο έναν οποιοδήποτε τύπο για την πορεία του μέσα στην Εκκλησία, σφάλλει και βρίσκεται σ’ επικίνδυνο δρόμο. Και είναι επικίνδυνος ο δρόμος, γιατί καταργεί την ενότητα της Εκκλησίας και καταλύει την ιεραρχική δομή της, αφού πρακτικά κάθε πιστός αποφασίζει ο ίδιος για την αναγκαιότητα αυτού ή εκείνου του σημείου.
Πέρα από αυτό το σημείο, και στη συνέχειά του δεύτερο κριτήριο είναι η σωτηρία του αδελφού, «δι’ ον Χριστός απέθανε». Σε μια τέτοια περίπτωση αναφέρεται ο Απ. Παύλος στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους. Την αφορμή  έδωσε η διαμάχη γύρω από τη νηστεία. Οι πιό συντηρητικοί επέκριναν όσους δε νήστευαν. Οι πιό φιλελεύθεροι θεωρούσαν τη νηστεία ως ένα τύπο χωρίς βαθύτερο νόημα και περιφρονούσαν τους άλλους. Ο Παύλος τονίζει ότι δεν είναι η τήρηση ή η μη τήρηση του τύπου, της νηστείας εν προκει­μένω, που σώζει τον άνθρωπο. Σοβαρότερο και αποφασιστικότερο είναι το θέμα της σωστής στάσεως απέναντι στους αδελφούς. Αντί για κατάκριση ή περιφρόνηση, ορθότερο θα ήταν να θυμούνται και οι δυο παρατάξεις ότι και όσοι έχουν διαφορετική γνώμη για το επίμαχο θέμα είναι και αυτοί αδελφοί για τους οποίους σταυρώθηκε και απέθανε ο Χριστός. Κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι κριτήριο για τη στάση μας δεν είναι οι τύποι, οι οποιοιδήποτε τύποι, αλλά οι αδελφοί, αυτοί που έχουν άλλη άποψη από τη δική μας.
Φυσικά αυτό το τελευταίο δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια υποκριτική στάση σε θέματα που έχουμε διαφορετική άποψη. Δεν θα υποκριθούμε λ.χ. πως νηστεύομε για να κάνομε το χατίρι αυτών που νηστεύουν. Κάτι παρόμοιο δεν θα ήταν χριστιανικό ούτε δείγμα αγάπης. Αγάπη σημαίνει να κάνουμε μια θυσία, με τη θέλησή μας, χωρίς ενδοιασμούς. Αυτό λέει ο Απόστολος και αυτό είναι χριστιανική στάση στο θέμα.
Για να δούμε όμως και την κάπως πιό πρακτική πλευρά του ζητήματος. Δεν υπάρχει σε καμιά εκδήλωση της ζωής μας τύπος χωρίς ουσία. Πάντα στο βάθος κρύβεται κάποια πίστη για την αξία του τύπου για τη ζωή μας. Στην περίπτωση των θρησκευτικών τύπων, αν αναζητήσουμε την ουσία, μπορούμε να την βρούμε εύκολα. Αν δεν το κάνουμε και αν απορρίπταμε τον τύπο, είναι συνήθως γιατί η ουσία απαιτεί θυσίες. Έτσι συμβαίνει και με τη νηστεία, έτσι συμβαίνει και με πολλούς άλλους τύπους. Βιαζόμαστε να τα χαρακτηρίσουμε ως τύπους, για να μη χαλάσουμε την ησυχία μας. Το ίδιο δεν υπάρχει ουσία χωρίς κάποιο τύπο που την εκφράζει, Όσοι μιλούν για ουσία χωρίς τύπο, έχουν πρακτικά καταργήσει πιό πριν την ουσία από την καθημερινή πρακτική τους, γιατί απαιτεί —τί άλλο;— θυσίες από τον άνθρωπο. Σε τελευταία ανάλυση το όλο θέμα είναι πόσο πρόθυμος είναι ο άνθρωπος να αναλάβει το σταυρό του Χριστού, θυσιάζοντας τον εγωισμό του. Εδώ είναι το κέντρο του προβλήματος.
Σ’ ένα παλιό ελληνολατινικό χειρόγραφο της Κ. Διαθήκης σώζεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά ένα λόγιο του Χριστού, που δεν υπάρχει στις σημερινές έντυπες εκδόσεις: «Ο Ιησούς είδε κάποιον που εργαζόταν το Σάββατο και του είπε· «Άνθρωπέ μου, αν ξέρεις τι κάνεις, είσαι μακάριος. Αν όμως δεν ξέρεις τι κάνεις, είσαι καταραμένος, γιατί παραβαίνεις τον Νόμο». Αν η παράβαση του τύπου, της αργίας δηλ. του Σαββάτου, προέρχεται από μια  ελεύθερη και ώριμη θρησκευτική συνείδηση, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν όμως η πράξη είναι αποτέλεσμα άγνοιας και περιφρονήσεως του θείου Νόμου, τότε πρόκειται για αμαρτία. Αυτό ισχύει για όλους τους τύπους.
(Β. Π. Σστογιάννος, «Η Εκκλησία στην Ιστορία και το παρόν». Εκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νίκη)

Μάθε νά προσεύχεσαι

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
 
undefined


Ἄν ἡ ἀπελπισία μας πηγάζει ἀπό πολύ βαθιά μέσα μας, ἄν αὐτό πού ζητᾶμε, αὐτό γιά τό ὁποῖο κραυγάζουμε, εἶναι τόσο οὐσιαστικό ὥστε νά καλύπτει ὅλες τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς μας, τότε βρίσκουμε κατάλληλα λόγια νά προσευχηθοῦμε καί μποροῦμε νά φτάσουμε στήν κορυφαία στιγμή τῆς προσευχῆς μας, τή συνάντηση μέ τό Θεό.

Θά ἤθελα νά πῶ κάτι γιά τήν «κραυγή» τῆς προσευχῆς. Φώναζε δυνατά ὁ τυφλός Βαρτίμαιος. Τί λέει ὅμως τό Εὐαγγέλιο γιά τούς ἀνθρώπους γύρω του; Προσπαθοῦσαν, λέει, νά τόν κάνουν νά σιωπήσει. Μποροῦμε νά φανταστοῦμε ὅλους ἐκείνους τούς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους μέ τήν καλή ὅραση, τά γερά πόδια, τήν καλή ὑγεία πού περικύκλωναν τό Χριστό καί μιλοῦσαν γιά ὑψηλά θέματα, γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται, γιά τά μυστήρια τῶν Γραφῶν, νά γυρίζουν πρός τό Βαρτίμαιο καί νά τοῦ λένε: «ἐπί τέλους, δέν μπορεῖς νά ἡσυχάσεις; Τά μάτια σου, τά μάτια σου, καί τί σημασία ἔχουν αὐτά ἐνῶ μιλοῦμε γιά τό Θεό;»

Ὁ Βαρτίμαιος φαινόταν σάν κάτι ξένο πού ξαφνικά ἔμπαινε στή μέση καί, ἀδιαφορῶντας τελείως γιά τά συμβαίνοντα, ζητοῦσε ἀπό τό Θεό κάτι πού ἀπελπιστικά τό εἶχε ἀνάγκη. Καί ὅλα αὐτά τά ἔκανε παρά τό γεγονός ὅτι μέ τίς φωνές του κατέστρεψε τήν ἁρμονία τῶν ἐθιμοτυπικῶν συζητήσεων γύρω του. Οἱ ἐνοχλημένοι θά μποροῦσαν νά τόν ἀπομακρύνουν καί νά τόν κάνουν νά σιωπήσει. Τό Εὐαγγέλιο ὅμως λέει πώς, ἐνῶ ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά τόν ἡσυχάσουν, αὐτός ἐπέμενε, γιατί αὐτό πού ζητοῦσε εἶχε πολύ μεγάλη σημασία γιά τόν ἴδιο. Ὅσο περισσότερο προσπαθοῦσαν νά τοῦ κλείσουν τό στόμα, τόσο πιό πολύ ἐκεῖνος φώναζε.

Ἐδῶ βρίσκεται τό μήνυμά μου. Ὑπάρχει στήν Ἑλλάδα ἕνας ἅγιος, ὀνομάζεται Μάξιμος. Ἦταν νέος ὅταν μία μέρα πῆγε στήν Ἐκκλησία καί ἄκουσε τό ἀνάγνωσμα τοῦ Ἀποστόλου πού λέει ὅτι πρέπει νά προσευχόμαστε «ἀδιαλείπτως». Αὐτό ἔκανε τόση ἐντύπωση στό Μάξιμο ὥστε σκέφτηκε πώς δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα ἄλλο παρά νά προσπαθήσει νά τηρήσει αὐτή τήν ἐντολή.

Ὅταν βγῆκε ἀπό τό ναό σκέφτηκε νά πάει στό κοντινότερο βουνό καί ἐκεῖ ἥσυχος νά ἀρχίσει νά προσεύχεται ὅπως ἄκουσε στό Εὐαγγέλιο. Σάν Ἕλληνας χωρικός τοῦ τετάρτου αἰώνα, ἤξερε τό «Πάτερ ἠμῶν» καί μερικές ἄλλες προσευχές. Ἔτσι, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἴδιος, ἄρχισε νά τίς λέει τή μία ὕστερα ἀπό τήν ἄλλη, καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή, ἀσταμάτητα. Αἰσθάνθηκε, πραγματικά, πολύ ὄμορφα. Προσευχόταν, ἦταν συντροφιά μέ τό Θεό, ἦταν χαρούμενος. Τό καθετί τοῦ φαινόταν τόσο τέλειο! Μόνο πού σιγά- σιγά ὁ ἥλιος ἄρχισε νά πέφτει, ἄρχισε νά κάνει κρύο καί νά σκοτεινιάζει.

Ἡ νύχτα εἶχε πέσει γιά τά καλά ὅταν ἄρχισε ν’ ἀκούει γύρω του θορύβους, πολλούς καί παράξενους θορύβους. Ἄκουγε τό σπάσιμο τῶν κλαδιῶν κάτω ἀπό τά πόδια τῶν ζώων, ἔβλεπε τά λαμπερά μάτια τῶν ἄγριων θηρίων, ἄκουγε τίς κραυγές τῶν μικρῶν ζώων πού τά ἔτρωγαν τά μεγαλύτερα. Ἄκουγε ὅλων τῶν εἰδῶν τούς γνωστούς νυχτερινούς θορύβους τοῦ δάσους.

Τότε αἰσθάνθηκε πώς ἦταν μόνος. Πραγματικά μόνος, ἕνα μικρό ἀπροστάτευτο πλάσμα μέσα στόν κόσμο τοῦ κινδύνου, τοῦ θανάτου, τοῦ σπαραγμοῦ. Ἔνιωσε ὅτι δέν εἶχε καμιά ἄλλη βοήθεια ἄν ὁ Θεός δέν τοῦ ἔδινε τή δική Του. Δέν συνέχισε πιά νά λέει τό «Πάτερ ἠμῶν» καί τό «Πιστεύω». Ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καί ὁ Βαρτίμαιος. Ἄρχισε νά φωνάζει δυνατά: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Τό φώναζε αὐτό ὅλη τή νύχτα γιατί τά ζωντανά τοῦ δάσους καί τά λαμπερά τους μάτια δέν τοῦ ἔδιναν εὐκαιρία γιά ὕπνο.

Τέλος ξημέρωσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, ἀφοῦ ὅλα τά ζῶα ἔχουν φύγει πιά καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν «τώρα μπορῶ καί ἐγώ νά προσευχηθῶ». Ἀλλά τότε ἔνιωσε ὅτι πεινοῦσε. Σκέφτηκε ὅτι θά μποροῦσε νά μαζέψει μερικά βατόμουρα, γιά νά φάει. Πλησίασε ἕνα θάμνο, ἀλλά ξαφνικά τοῦ ἦρθε ἡ σκέψη ὅτι ὅλα τά ἀστραφτερά μάτια καί ἄγρια νύχια θά πρέπει νά εἶναι κρυμμένα κάπου ἐκεῖ στούς θάμνους.

Ἔτσι ἄρχισε νά προχωρεῖ πολύ προσεκτικά καί σέ κάθε του βῆμα ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σῶσε με, βοήθησέ με, βοήθησέ με, σῶσε με. Ὦ Θεέ μου, βοήθησέ με, προστάτεψέ με». Γιά κάθε βατόμουρο πού μάζεψε, σίγουρα, εἶχε προσευχηθεῖ πολλές φορές.

Πέρασε ὁ καιρός καί ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια συνάντησε ἕνα γέροντα καί ἔμπειρο ἀσκητή, ὁ ὁποῖος τόν ρώτησε πῶς εἶχε μάθει νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Ὁ Μάξιμος εἶπε: «Νομίζω πώς ὁ διάβολος μέ δίδαξε νά προσεύχομαι ἀδιάλειπτα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Καταλαβαίνω τί θέλεις νά πεῖς. Ἀλλά θά ἤθελα νά εἶμαι βέβαιος ὅτι σέ καταλαβαίνω σωστά». Ὁ Μάξιμος τότε τοῦ ἐξήγησε πῶς εἶχε σιγά- σιγά συνηθίσει ὅλους τοὺς θορύβους καί τούς κινδύνους τῆς μέρας καί τῆς νύχτας. Ὕστερα ὅμως τοῦ ἦρθαν πειρασμοί σαρκικοί, πειρασμοί τοῦ νοῦ, τῶν αἰσθημάτων καί ἀργότερα πιό ἰσχυρές ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν ὑπῆρχε στιγμή τῆς μέρας καί τῆς νύχτας πού νά μήν κραυγάζει στό Θεό: «Ἐλέησον, ἐλέησον, βοήθησε, βοήθησε, βοήθησε».

Μιὰ μέρα, ὕστερα ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἀδιάλειπτης προσευχῆς ὁ Κύριος τοῦ ἀποκαλύφτηκε. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἡσυχία, εἰρήνη καί γαλήνη τόν πλημμύρισαν. Δέν ὑπῆρχε πιά φόβος – φόβος ἀπό τό σκοτάδι, ἀπό τούς θάμνους, οὔτε ἀπό τό διάβολο- ὁ Κύριος εἶχε ἐπικρατήσει. «Τότε», εἶπε ὁ Μάξιμος, «ἔμαθα ὅτι ἄν δέν ἔλθει ὁ Κύριος, εἶμαι ἀπελπιστικά ἀβοήθητος. Ἔτσι, καί ὅταν ἀκόμα ἤμουνα γαλήνιος, εἰρηνικός καί εὐτυχισμένος, συνέχισα νά προσεύχομαι λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, γιατί μόνο στό θεῖο ἔλεος ὑπάρχει ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ, ἡ γαλήνη τοῦ σώματος καί ἡ δύναμη τῆς θέλησης».

Ἔτσι δέν μποροῦμε νά ποῦμε πώς ὁ Μάξιμος ἔμαθε νά προσεύχεται παρά τήν ταραχή πού τόν κατεῖχε, ἀλλά ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τῆς ταραχῆς. Γιατί ἡ ταραχή του ἦταν ἕνας πραγματικός κίνδυνος. Ἄν μπορούσαμε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι καί μεῖς βρισκόμαστε σέ πολύ μεγάλη ταράχη, σέ κίνδυνο, ὅτι ὁ διάβολος παραφυλάει προσπαθῶντας νά μᾶς πιάσει καί νά μᾶς καταστρέψει, τότε θά προσευχόμαστε συνέχεια, ἀσταμάτητα.

Ἀντιμέτωποι μὲ τὴν Κατάθλιψη

 
Εἰρήνη (Μοναχή)




Ἡ κατάθλιψη εἶναι μιά πάθηση, πού ταλαιπωρεῖ πολλούς ἀνθρώπους στήν ἐποχή μας. Ἀνθρώπους πού εἴτε πάσχουν οἱ ἴδιοι ἀπό κατάθλιψη, εἴτε ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν τήν κατάθλιψη κάποιου ἀγαπημένου τους προσώπου, πού ἐπίμονα ἀρνεῖται ἤ ἀδυνατεῖ νά κάνει κάτι, προκειμένου νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του.

Ἄλλοι ζητοῦν τή βοήθεια κάποιου εἰδικοῦ τῆς ψυχικῆς ὑγείας, καί καταφεύγουν εἴτε σέ θεραπεία μέ ἀντικαταθλιπτικά φάρμακα, εἴτε σε ψυχοθεραπεία, εἴτε σέ συνδυασμό τῶν δύο.

Ἡ θεραπεία μέ φάρμακα τίς πιο πολλές φορές βοηθάει στήν ἀντιμετώπιση τῶν συμπτωμάτων τῆς κατάθλιψης, τουλάχιστον προσωρινά, καί εἰδικά, ὅταν πρόκειται γιά σοβαρό καταθλιπτικό ἐπεισόδιο, εἶναι συχνά ἀπαραίτητη προκειμένου να ἀποφύγει κανείς μοιραῖες αὐτοκαταστροφικές πράξεις.



Ἀπό τίς διάφορες ὑπάρχουσες μορφές ψυχοθεραπείας οἱ σύγχρονες ἔρευνες δείχνουν ὅτι ἡ γνωσιακή θεραπεία ἐπιφέρει καλύτερα ἀποτελέσματα, καί σέ σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, γι’ αὐτό θά περιοριστῶ ἐδῶ ν’ ἀναφερθῶ μόνο σ’ αὐτήν.

Ἡ γνωσιακή θεραπεία βασίζεται στή θεωρία ὅτι τό ἄγχος μας ἤ ἡ κατάθλιψή μας ὀφείλονται σέ λανθασμένες, ἀρνητικές ἀντιλήψεις σχετικά μέ τόν ἑαυτό μας, τό περιβάλλον μας καί τό μέλλον μας, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζουν καί τή συναισθηματική μας κατάσταση (Κλεφτάρας, 1998). Ὁποιοδήποτε σημαντικό ἤ καί ἀσήμαντο γεγονός, μπορεῖ νά εἶναι ἀφορμή γιά κάποιες «αὐτόματες σκέψεις», οἱ ὁποῖες ἐνεργοποιοῦν αὐτές τίς ἀρνητικές ἀντιλήψεις (Beck, 2004). Τέτοιες σκέψεις μπορεῖ νά εἶναι π.χ. ὅτι «κανείς δέν μ’ ἀγαπάει» ἤ «ποτέ δέν καταφέρνω τίποτα». Ὅταν δεχθεῖ κανείς μιά τέτοιου εἴδους «αὐτόματη σκέψη», ἀρχίζει νά τον «παίρνει ἀπό κάτω» καί νά τον φέρνει σέ κατάσταση ἀπελπισίας καί κατάθλιψης.

Ἡ γνωσιακή θεραπεία ἀποσκοπεῖ στό νά βοηθήσει τό ἄτομο σέ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο νά μάθει νά ἀναγνωρίζει ἄμεσα τίς «αὐτόματες σκέψεις» του καί νά μή τίς ἀποδέχεται σάν ἀληθινές, καί σέ ἕνα πιο προχωρημένο ἐπίπεδο νά καταλάβει ὅτι οἱ ἀντιλήψεις του αὐτές εἶναι ἐσφαλμένες, ὅτι δέν τόν ἐξυπηρετοῦν, καί νά μπορέσει ἔτσι νά τις ἀλλάξει καί νά τίς ἀντικαταστήσει μέ ἄλλες πιό «ὑγιεῖς», πού θά τον ὁδηγήσουν σέ μεγαλύτερη αὐτοεκτίμηση καί αὐτοαποδοχή.

Ἡ θεραπεία μέ ἀντικαταθλιπτικά ἔχει ἕνα ἀποτέλεσμα παρόμοιο μέ τήν ψυχοθεραπεία, ἄν καί λιγότερο μόνιμο. Μάλιστα νευροεπιστημονικές ἔρευνες ἔχουν δείξει ὅτι ἡ θεραπεία μέ φάρμακα καί ἡ ψυχοθεραπεία ἐπιφέρουν παρόμοιες ἀλλαγές στήν ἐγκεφαλική λειτουργία.

Μέ αὐτές ὅμως τίς μεθόδους το ἄτομο παραμένει τό ἐπίκεντρο τοῦ κόσμου του. Ἰδιαίτερα ἡ γνωσιακή θεραπεία «διδάσκει», θά λέγαμε, τό ἄτομο πῶς νά καλλιεργήσει την ἀνεξαρτησία του καί τήν αὐτονομία του, πῶς νά μή ἐξαρτᾶται ἀπό την ἀποδοχή καί τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, καί πῶς ἐπίσης νά μή ἐξαρτᾶ την ἀξία του ἀπό τίς προσωπικές και ἐπαγγελματικές του ἐπιτυχίες.

Ἡ φιλοσοφία πίσω ἀπό τίς σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους εἶναι ὅτι ναί μέν δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει κανείς δυσάρεστα και θλιβερά γεγονότα στή ζωή του, μπορεῖ ὅμως νά μάθει νά στηρίζεται στόν ἑαυτό του καί νά τά ἀντιμετωπίζει μέ αὐτοπεποίθηση, μέ ἠρεμία καί αἰσιοδοξία.

Ὅμως παρ’ ὅλη τήν αἰσιόδοξη ἄποψη ψυχιάτρων καί ψυχοθεραπευτῶν ὅτι ἡ κατάθλιψη εἶναι μια ἀρρώστια πού ἀντιμετωπίζεται ἀποτελεσματικά, ὑπάρχει ἕνα μεγάλο ποσοστό καταθλιπτικῶν, πού εἴτε ἀρνοῦνται νά περάσουν τό κατώφλι τοῦ γραφείου ἑνός «εἰδικοῦ», εἴτε τό ἔχουν περάσει καί ἔχουν φύγει ἀπογοητευμένοι.

* * *

Ἔχοντας αὐτά τά προηγούμενα ὑπόψη μου, σέ μιά συζήτηση σχετικά μέ τά ἀντικαταθλιπτικά ἄκουσα μέ ἔκπληξη μιά μοναχή νά λέει μεταξύ ἀστείου καί σοβαροῦ : «Ἄς ποῦνε γιά μισή ὥρα τήν εὐχή, καί να δοῦνε γιά πότε τούς περνάει ἡ κατάθλιψη». Ἡ πρώτη μου σκέψη ἦταν ὅτι μᾶλλον δέν ξέρει τί λέει. Προφανῶς, σκέφτηκα, δέν ἔχει βιώσει ποτέ κατάθλιψη, καί τῆς εὔχομαι ποτέ νά μή βιώσει, ἀλλά εἶναι πολύ ἀμφίβολο, ἄν ἕνα καταθλιπτικό ἄτομο μπορεῖ νά ἑστιάσει γιά μισή ὥρα τό νοῦ του στήν εὐχή. Μπορεῖ νά ἐπαναλαμβάνει μηχανικά ἐπί μισή ὥρα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἀλλά ὁ νοῦς του θα εἶναι μᾶλλον στήν κατάθλιψή του. Ἴσως νά σκέφτεται: «μᾶλλον σέ μισή ὥρα δέν θά μοῦ ἔχει περάσει, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς, τίποτα δέν με βοηθάει ἐμένα».

Ὅμως, καθώς εἶχα ἕνα ἔντονο ἐνδιαφέρον νά δῶ ἄν καί πῶς καί με ποιές προϋποθέσεις ὁ ὀρθόδοξος χριστιανικός δρόμος μπορεῖ νά λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά, δεν ξέχασα τήν κουβέντα ἐκείνης τῆς μοναχῆς, ἀλλά ξεκίνησα νά διερευνῶ πῶς ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀντιμετωπίζει τήν κατάθλιψη. Ὡς πολύ ἀρχάρια στόν ὀρθόδοξο δρόμο, ζητῶ νά μέ συγχωρέσετε γιά το θράσος μου νά ἀναλάβω ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Γιά τή διερεύνησή μου αὐτή βασίστηκα σέ κάποια βιβλία πού ἔτυχε νά «πέσουν στά χέρια μου», σ΄ ἕνα CD μέ μιά ὁμιλία τοῦ γέροντος Πορφυρίου γιά τήν κατάθλιψη, καθώς καί σέ συνομιλίες με τόν πνευματικό μου.

Δέν ἄργησα νά καταλάβω ὅτι διερωτώμενη, πῶς ἡ Ὀρθοδοξία ἀντιμετωπίζει τήν κατάθλιψη, δεν ἔθετα σωστά τό ἐρώτημα. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἀντιμετωπίζει κλινικά μιά ὁρισμένη νόσο. Ἀντιλαμβάνεται τόν ἄνθρωπο σάν μια ἑνότητα σώματος, ψυχῆς καί πνεύματος. Γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἕνα σαφές νόημα: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί στοχεύει στό καθ’ὁμοίωσιν. Ἡ πορεία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου πρός τό καθ’ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά θεραπευτική διαδικασία. Πρόκειται γιά μιά πραγματικά ὁλιστική θεραπεία, πού ἔχει σαν πρῶτο στάδιο τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη.

Μέ αὐτή τήν ἔννοια ἡ κατάθλιψη εἶναι ἕνα πάθος ἀπό τό ὁποῖο ἡ ψυχή πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ. Αὐτό το πάθος οἱ νηπτικοί πατέρες τό ὀνόμαζαν «ἀκηδία». Κατά τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, «Ἡ ἀκηδία, πού εἶναι ἕνας μεγάλος δαίμων, παραλύει τόσο τό σῶμα ὅσο καί την πνευματική ζωή» (σ. 187).

Ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη ἀπαιτεῖ ἕναν πνευματικό ἀγώνα για ἀλλαγή τοῦ νοῦ. Αὐτή εἶναι ἐξ ἄλλου καί ἡ ἐτυμολογική ἔννοια τῆς λέξης μετάνοια (μετα-νοῶ = ἀλλάζω νοῦ). Δέν πρόκειται ὅμως γιά ἕναν ἀγώνα, πού κάνει κανείς μόνος του, στηριζόμενος στίς δικές του δυνάμεις. Ξεκινώντας κανείς ἕναν τέτοιο ἀγώνα μόνος του, πέφτει ξανά καί ξανά στά ἴδια λάθη, ἤ ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὅ μισῶ, τοῦτο ποιῶ»[1], καί συνειδητοποιεῖ σιγά-σιγά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» [2]. Ἡ μετάνοια σημαίνει μιά συνολική ἀλλαγή στάση ζωῆς, πού συντελεῖται μέ τήν ἐπενέργεια τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο.

Ποιά εἶναι αὐτή ἡ ἀλλαγή στη στάση ζωῆς; Εἶναι ἡ ἀλλαγή ἀπό τή ζωή τοῦ ἀτόμου, τοῦ περιχαρακωμένου πίσω ἀπό τά τείχη πού το περιβάλλουν ἤ πού αὐτό τό ἴδιο το ἄτομο ἔχει χτίσει γιά τόν ἑαυτό του, πρός τή ζωή τοῦ προσώπου, πού βρίσκεται σέ μιά διαρκή σχέση, σέ μιά κοινωνία μέ τόν Χριστό καί μέ τόν πλησίον του πρός μια ζωή στραμμένη πρός τόν Χριστό, ἀναφερόμενη σ’ Αὐτόν. Μέ αὐτή τήν ἔννοια πάθος ἤ ἁμαρτία εἶναι ὅ,τι μᾶς χωρίζει ἀπό αὐτή τήν κοινωνία καί μᾶς ἀπομονώνει, κάθαρση ἤ μετάνοια εἶναι ὅ,τι μᾶς ἐπανασυνδέει.



Ὅταν προσπαθοῦμε νά ἀνέλθουμε βασιζόμενοι στίς δικές μας δυνάμεις, στόν ἐγωϊσμό μας καί την κενοδοξία μας, τότε κινδυνεύουμε ἡ κάθε ἀποτυχία νά μᾶς ρίξει σέ κατάθλιψη. Ὅταν συνειδητοποιοῦμε τή δική μας ἀναξιότητα μπροστά στή μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ καί, χωρίς νά παραιτούμαστε ἀπό τό δικό μας ἀγώνα, προσβλέπουμε μέ πίστη, δηλαδή μέ ἐμπιστοσύνη, στο ἔλεος καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε δέν χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Παραδόξως, ὅσο ταπεινώνουμε τον ἑαυτό μας, ἀποκτᾶμε ἕνα βαθύτερο, γνήσιο αὐτοσεβασμό καί αὐτοεκτίμηση. Συνειδητοποιοῦμε την πραγματική μας ἀξία ὡς εἰκόνες και ναοί τοῦ Θεοῦ.

Ἄν ἔχει κανείς μιά τέτοια ἐσωτερική στάση, τότε εἶχε δίκιο ἐκείνη ἡ μοναχή: ἀρκεῖ νά λέει τήν εὐχή για μισή ὥρα καί ἡ κατάθλιψη διαλύεται μέσα στά δάκρυα τῆς χαρμολύπης. Γιατί οἱ δαίμονες εἶναι ἀνίσχυροι μπροστά σέ μιά γνήσια ταπείνωση.

Τότε τό ἐπίκεντρο δέν εἶναι πιά ὁ ἑαυτός, ἀλλά ὁ Χριστός. Τό ἐνδιαφέρον μετατίθεται ἀπό τό Ἐγώ πρός τό Ἐσύ, ἀπό τόν ἑαυτό προς τόν ἄλλο, πρός τόν Θεό καί προς τόν πλησίον. Ἀντί νά μεριμνᾶ κανείς γιά τό πῶς θά κερδίσει το ἐνδιαφέρον, τό σεβασμό, τήν ἐκτίμηση καί τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, ἀρχίζει νά ἐνδιαφέρεται ὁ ἴδιος για τούς ἄλλους, νά τούς σέβεται, να τούς ἐκτιμᾶ καί νά τούς ἀγαπᾶ.



Ὁ γέρων Πορφύριος ἔδινε πολύ ἁπλές καί συγκεκριμένες ὁδηγίες γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κατάθλιψης:

«Οἱ ἅγιοί μας εἶχαν βρεῖ τόν τρόπο νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά. Καί αὐτός ὁ τρόπος ἦταν ἔτσι: ξέρανε πῶς νά δοθοῦν στον Θεό: μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, μέ τήν προσευχή… Ἡ ἀγάπη προς τόν Θεό εἶναι τό μεγαλύτερο πρᾶγμα πού «αἰχμαλωτίζει» τήν ψυχή, διότι δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό, ἀλλά τό σημαντικό εἶναι ὅτι εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού γεμίζει ἔπειτα την ψυχή καί τήν κάνει «ἄλλο»…. Λοιπόν, αὐτό εἶναι τό μυστικό. Πῶς θα μπορέσει κανείς νά γυρίσει, ἐκεῖ πού τόν ἔχει καταλάβει κάτι κακό, νά σκεφτεῖ κάτι ἄλλο.»

Σέ ἀνθρώπους πού ζητοῦσαν τις συμβουλές του, γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν κατάθλιψη, τούς συνιστοῦσε νά ἀσχοληθοῦν μέ κάτι ἐνδιαφέρον καί δημιουργικό:


«Ἡ ἐργασία, τό ἐνδιαφέρον για τή ζωή. Ἡ τέχνη, ὁ κῆπος, τά λουλούδια… πολύ σπουδαῖα πράγματα. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, το ἐνδιαφέρον πρός τή θρησκεία, πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».

Πολλούς αἰῶνες πρίν οἱ γνωσιακοί θεραπευτές κάνουν λόγο για ἀρνητικές «αὐτόματες σκέψεις» καί ἀντίστοιχα συναισθήματα, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν μελετήσει αὐτά τά φαινόμενα, τά ὁποῖα ὀνόμαζαν «λογισμούς». Ὅπως γιά τή σύγχρονη γνωσιακή θεραπεία εἶναι σημαντικό σαν πρῶτο στάδιο νά ἀναγνωρίζει κανείς τίς αὐτόματες σκέψεις καί να μή τίς ἀποδέχεται σάν ἀληθινές, οἱ νηπτικοί πατέρες μιλοῦσαν γιά ἐπαγρύπνηση, ὥστε μόλις ἔρχεται στο νοῦ ἕνας κακός λογισμός νά μη «συγκατατεθοῦμε» πρός αὐτόν, να μή ὑποκύψουμε σ’ αὐτόν μέ τό θέλημά μας, γιατί στή συνέχεια μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει, χωρίς ἐμεῖς νά μποροῦμε νά ἐλέγξουμε τήν κατάσταση. Τότε καταλαμβανόμαστε ἀπό τό ἀντίστοιχο «πάθος».

Ὁ γέρων Πορφύριος τό ἐκφράζει αὐτό μέ πολύ ἁπλά λόγια:

«Τό μυστικό εἶναι νά τό προλαβαίνεις. Ἅμα τό ἀφήσεις καί σέ πιάσει, πάει, σ’ ἔπιασε».

Σάν καλός ἀνατόμος τῆς ψυχῆς, ἀναγνωρίζει τά δευτερογενῆ ὀφέλη ἀπό τήν κατάθλιψη, πού μπαίνουν ἐμπόδιο στή θεραπεία καί δημιουργοῦν ἀντιδραστικότητα (ἀντίσταση στή θεραπεία θα ἔλεγε κάποιος ψυχοθεραπευτής).

«Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν αὐτά τά ἀντιδραστικά, τούς ἀνθρώπους πού γνωρίζουν ἐννοοῦν νά τούς παιδεύουν μέ διάφορα καμώματα».

Μέ αὐτά τά «διάφορα καμώματα» πετυχαίνουν νά ἑλκύουν την προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τῶν γύρω τους. Καί τίς περισσότερες φορές τό κάνουν αὐτό ἀσυνείδητα.

«Γίνεται χωρίς νά τό καταλαβαίνουν», λέει ὁ γέρων Πορφύριος «ὁ διάβολος τό ἐνεργεῖ…δηλαδή αὐτά γίνονται μ΄ ἕναν τρόπο μυστηριώδη».

Γιά νά παραιτηθεῖ κάποιος ἀπό τά δευτερογενῆ ὀφέλη τῆς κατάθλιψης, χρειάζεται νά ἀφήσει κατά μέρος τόν ἐγωϊσμό του καί νά ταπεινωθεῖ, ὥστε νά πάψει νά παιδεύει τούς γύρω του μέ διάφορα καμώματα. Ὁ γέρων Πορφύριος τόνιζε ξανά καί ξανά τή σημασία τῆς ταπείνωσης.

«Τό μεγάλο μυστικό εἶναι ἡ ταπείνωση», ἔλεγε.


Τό ἄτομο, πού λειτουργεῖ ἐγωϊστικά, ἐμμένει πεισματικά νά χρησιμοποιεῖ τήν κατάθλιψή του, με τήν ἔννοια τῆς κλινικῆς νόσου, ὡς πρόσχημα, γιά νά μή κάνει τίποτα. «Ὅταν τοῦ πεῖς κάτι, γιά νά κόψει τό θέλημά του, ἀντιδρᾶ… “Δεν μπορῶ, τό λέει ἡ ἐπιστήμη”». Σέ αὐτό ὁ γέρων Πορφύριος ἀπαντᾶ: «Πές: “ἄς τό λέει ἡ ἐπιστήμη, ἐγώ θά κάνω ὑπακοή στό γέροντα”».

Μιά τέτοια στάση θά δήλωνε μιά μεταβολή ἀπό τό ἄτομο στό πρόσωπο, γιατί ἡ ὑπακοή προϋποθέτει μια προσωπική σχέση μέ τό γέροντα. «Δέν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα: πρέπει νά ἔχεις καί τή δύναμη, νά ἀποσπάσεις καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.…Τό πιό μεγάλο εἶναι νά δοθεῖς στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, στήν προσευχή, ἀλλά ὅ,τι κι ἄν κάνεις, ἄν δέν κατορθώσεις νά ἀποκτήσεις ταπείνωση, τίποτα δέν κάνεις».

Τό νά ἀσχοληθεῖ κανείς εἴτε μέ κάτι εὐχάριστο καί δημιουργικό, εἴτε μέ τήν προσευχή, ἔπειτα ἀπό συμβουλή τοῦ γέροντα, εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό μιά ἁπλή τεχνική τοῦ τύπου «νά τό ρίξει κανείς ἔξω» ἤ νά «σκέφτεται θετικά».

Εἶναι κάτι, πού προϋποθέτει μια σχέση ἐμπιστοσύνης πρός τόν γέροντα, καί κατ΄ἐπέκταση μιά σχέση πίστης καί ἀγάπης πρός τόν Θεό. Συνδέεται στενά μέ τήν ταπείνωση, τήν ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος και τήν ὑπακοή στό γέροντα, μέ τά ἱερά μυστήρια τῆς ἐξομολόγησης καί τῆς θείας μετάληψης, καί γενικώτερα μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού δίνει ἕνα νέο νόημα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ συμμετοχή στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καί στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀμοιβαία συγχώρεση και κατανόηση, εἶναι ὅ,τι γκρεμίζει τά τείχη, πού μᾶς περιχαρακώνουν καί κτίζει γέφυρες ἐπικοινωνίας μεταξύ μας. Ἔτσι ὁ πόνος μας γίνεται πιό ἐλαφρύς καί ἡ χαρά μας μεγαλύτερη, γιατί τά μοιραζόμαστε μεταξύ μας.

Αὐτά συνοψίζονται στίς δύο κύριες ἐντολές, πού μᾶς δίνει ὁ Χριστός: ἀγάπη πρός τόν Θεό, και ἀγάπη πρός τόν πλησίον [3]. Αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τον πλησίον, εἶναι αὐτό πού κάνει την καρδιά νά μαλακώνει καί διαλύει το ἀσήκωτο βάρος τῆς κατάθλιψης.


Παραπομπές:
1) Ρωμ. (7,15)
2) Ἰωαν. (15,5)
3) Ματθ. (22, 37-39)


Βιβλιογραφία:

Beck, Judith: Εἰσαγωγή στη Γνωστική Θεραπεία. Ἀθήνα, Πατάκης, 2004.
Βιγγοπούλου Μυρσίνης: ᾽Από τήν ᾽Εγώπολη στήν ᾽Εσύπολη. Ἀθήνα, Ἀκρίτας, Στ΄ ἔκδοση, 2007.
Γέροντος Πορφυρίου, ἱερομονάχου: Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη. Ἐκδόσεις «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Μήλεσι.
Κλεφτάρα Ἰ.: Ἡ κατάθλιψη σήμερα. Ἀθήνα, Ἑλληνικά Γράμματα,
1998.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου: “Θεραπευτική Ἀγωγή. Προεκτάσεις στην «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία»”. Λειβαδιά, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) Ε´ ἔκδοση, 2003.
Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου: Ἀνθρωπολογίας Σιτομέτριον. Ἐπιμέλεια ὕλης καί ἐκδόσεως Ἀρχιμ. Χρυσόστομος, Καθηγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παρασκευῆς Μαζίου Μεγάρων. Μέγαρα, Εὐεργέτις (ὑπό ἔκδοση).
Μπλούμφιλντ, Χάρολντ Χ. καί Μάκ Γουίλλιαμς, Πῆτερ: Θεραπεύοντας τήν κατάθλιψη. Ἐπιμέλεια: Νέστορος Ἰωάννη. Ἀθήνα, Θυμάρι, 2003.
π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: Πατερική Θεολογία, Θεσσαλονίκη, Παρακαταθήκη, 2004.

Μια (ακόμα) αγράμματη γιαγιά φθάνει στη θέωση

 
Αναδημοσίευση από το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης», Εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Ορος, σελ 72 - 73.

Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και η μητέρα τού Γέροντα [Εφραίμ του Κατουνακιώτη]. Αυτή η υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία –παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι' αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ο γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή η γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορει εμάς». Τον γιό της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ο αξιωματικός. Απορούσε η κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ο Γέροντας, όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται η κόρη της: «Όταν η μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνην τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! "Τι λέγεις, μητέρα;" τη ρωτούσα, "τι βλέπεις;" "Τι να σου πω, παιδί μου, τι όμορφα! Τι έβλεπα! Αλλά που βρίσκομαι;" Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
»Μετά μία εβδομάδα που ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ο θάνατός της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε η μοναχή που την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: "Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;" "Όχι, κυρία Ελένη", απαντά, "δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό που ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα που την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι' αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε η μητέρα σας". Μείναμε κατάπληκτοι!
»Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, που ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε η μητέρα μας παρά ο επιτάφιος».
Και ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, πού έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι' αυτήν, έπαιρνα, δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
»Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε η μητέρα μου στον Χριστό: "Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία". Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
»Πολλές φορές έβλεπα ότι η μητέρα μου είναι ο γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο...
»Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατό της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: η μητέρα μας έφθασε σε [υψηλά πνευματικά] μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου, και η μητέρα μου γερο-Ιωσήφ ήτανε.
»Η μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γερο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή που έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».

Φωτο του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη (από εδώ, όπου και ενδιαφέρον άρθρο του)

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΣΤΑΡΕΤΣ (1926-1995) ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ!!!


"Στους εσχάτους καιρούς τους ανθρώπους θα τους σώσουν η αγάπη, η ταπείνωση και η καλοσύνη. Η καλοσύνη ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου, η ταπείνωση οδηγεί μέσα σ' αυτόν, αλλά η αγάπη εμφανίζει τον Θεό".
Στα χρόνια του Αντιχρίστου οι άνθρωποι θα περιμένουν τη σωτηρία από το Διάστημα. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο τέχνασμα του Διαβόλου. 

 Όλους όσους πήγαιναν σ΄αυτόν για ευλογία, τους παρακαλούσε κλαίγοντας: ...


Nά κάνετε το καλό για να σας σώσει η καλοσύνη σας. Η γη κατά το ήμισυ έγινε Άδης. Ο Αντίχριστος στέκεται στην πόρτα και δεν τη χτυπά απλώς, αλλά ορμά μέσα. Εσείς θα τον δείτε τον Αντίχριστο. Θα προσπαθήσει να βασιλεύσει σε όλον τον πλανήτη. Παντού θα γίνονται διωγμοί...
Μη μένετε χώρια. Κρατηθείτε μαζί, δέκα- δεκαπέντε μαζί. Βοηθείτε ο ένας τον άλλο. Στους έσχατους χρόνους να μην κοιτάτε τον ουρανό : Μπορεί να πλανηθείτε από τα ψευδοσημεία πού θα παρουσιάζονται εκεί. Θα εξαπατηθείτε και θα απωλεσθείτε... Θα βάλουν τό χάραγμά του Αντιχρίστου στο χέρι και το μέτωπο.
Τα διάφορα προϊόντα δεν μπορούν να σας προκαλέσουν βλάβη. Έστω κι αν βάζουν σ' αυτά τον αριθμό του Αντιχρίστου, αυτό δεν είναι ακόμη το χάραγμα. Πρέπει να λέτε το "Πάτερ ημών", να κάνετε το Σταυρό σας και η τροφή σας θα αγιάζεται. 

Στα χρόνια του Αντιχρίστου οι άνθρωποι θα περιμένουν τη σωτηρία από το Διάστημα.Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο τέχνασμα του Διαβόλου.

Η ανθρωπότητα θα ζητεί βοήθεια από τους εξωγήινους, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι δαίμονες.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΡΕΤΣ ΓΑΒΡΙΗΛ


Ρώτησαν το στάρετς αν μπορεί κανείς να κλέψει τροφή, όταν δε θα μπορεί να την αγοράσει. Απάντησε έτσι :
Αν κλέψεις, θα παραβείς μία από τις δέκα εντολές. Όποιος ενεργεί έτσι, ακόμη κι έτσι δέχεται τον Αντίχριστο. Ο πιστός άνθρωπος πρέπει να ελπίζει στο Θεό. Ο κύριος στους εσχάτους χρόνους θά ενεργεί τέτοια θαύματα, ώστε ένα φυλλαράκι από το δέντρο θα φθάνει για τροφή ενός μηνός. Στ΄αλήθεια. Ο πιστός άνθρωπος θα σταυρώνει τη γη και εκείνη θα του δίνει ψωμί. Αν βιάσουν ένα κορίτσι, το διακορεύσουν χωρίς τη θέλησή του, αυτό ενώπιον του Θεού θα παραμείνει παρθένος. 
Έτσι θα γίνει και με το χάραγμα του Αντιχρίστου. Αν δώσουν το χάραγμα ενάντια στη θέληση του ανθρώπου, αυτό δεν θά ενεργεί πάνω του. Στο Ευαγγέλιο ειναι γραμμένο ότι παντού θα γίνονται διωγμοί αλλά και θλίψη σε όποιον προδίδει το Ευαγγέλιο. Θα έρθει καιρός που θα είναι απαραίτητο να φύγετε στα βουνά, μόνο να μην το κάνετε ένας-ένας. Ομαδικά να φεύγετε στα βουνά και τα δάση. Για τους πιστούς χριστιανούς η μεγαλίτερη θλίψη θα είναι ότι αυτοί θα φεύγουν στο δάσος αλλά οι κοντινοί τους άνθρωποι θα δέχονται το χάραγμα του Αντιχρίστου. 
Στους εσχάτους χρόνους οι οπαδοί του Αντιχρίστου θα πηγαίνουν στην εκκλησία, θα βαπτίζονται, θα κηρύττουν για τις ευαγγελικές εντολές. Ομως μην τους πιστεύετε. Αυτοί δεν θα έχουν τα καλά έργα. Μόνο με τα καλά έργα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον αληθινό χριστιανό>. Όσα γράφει ο Γέροντας δεν πρέπει να μας δημιουργούν άγχος και υπερβολική ανησυχία αλλά να μας οπλίζουν με πίστη και υπομονή να μας ενθαρύνουν σέ περισσότερη προσευχή και προσοχή στη ζωή μας. Και, εννοείται, δεν πρέπει να παραιτηθούμε, όσο ακόμη μας παίρνει, από τα δικαιώματά μας, την εργασία μας και τη φροντίδα των παιδιών μας. 

Γέροντας Γαβριήλ(1926-1995) - Ο γεωργιανός μοναχός που έκαψε τα πορτραίτα των Στάλιν και Λένιν!  




O π. Γαβριήλ ο Γεωργιανός γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου 1926 στην Τυφλίδα. Ο πατέρας του ήταν φανατικός κομμουνιστής. Η μητέρα του, η οποία αργότερα έγινε μοναχή με το όνομα Άννα, εκοιμήθη στις 26 Απριλίου 2000 και είναι θαμμένη δίπλα στον γιο της. Οι γείτονές του τον θυμούνται από μικρό παιδί να νηστεύει και παρόλη την αθειστική ανατροφή που έλαβε, στα 12 του χρόνια ήξερε το ευαγγέλιο απ' έξω. Έγινε μοναχός το 1955 επί κομμουνιστικού καθαστώτος. Για σαράντα χρόνια έζησε σε νεκροταφεία, φυλακές και ψυχιατρεία. Επί δεκαπέντε χρόνια ζητιάνευε ταπεινωμένος, λοιδωρούμενος και περιφρονημένος απ' όλους.

Η ''σαλότητά'' του άρχισε να εκδηλώνεται στις 1 Μαίου 1965. Σ'αυτήν την επίσημη για τους κομμουνιστές ημέρα, παρουσία των αρχών, είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος στην κεντρική πλατεία της Τυφλίδας. Πίσω από τους επίσημους δυο τεράστια πορτραίτα του Στάλιν και του Λένιν κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος ενος κτιρίου. Ξαφνικά,και ενώ στην ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο πλατεία οι εκδηλώσεις είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, η 12μετρη φωτογραφία του Στάλιν έπιασε φωτιά. Τι είχε γίνει; Ο μοναχός Γαβριήλ καταφέρνοντας να φτάσει στον πρώτο όροφο του κυβερνητικού κτιρίου, ανοιξε το παράθυρο και περιέλουσε το πίσω μέρος των πορτραίτων με βενζίνη βάζοντας φωτιά. Μετά από λίγο κάηκε και το πορτραίτο του Λένιν.

Ο τρόμος είχε απλωθεί πάνω από το πλήθος και επικρατούσε νεκρική σιγή. Όσο τα πορτραίτα καιγόνταν ο μοναχός Γαβριήλ φώναζε από το παράθυρο τα παρακάτω λόγια: «Ο Κύριος είπε να μη φτιάχνουμε είδωλα. Να μην έχετε άλλους θεούς εκτός από εμένα. Καλοί μου άνθρωποι συνέλθετε!Όσοι έζησαν σ'αυτήν τη γη ήταν πάντα χριστιανοί! Εσείς γιατί προσκυνάτε τα είδωλα; Η δόξα ανήκει μόνο στο Θεό. Ο Ιησούς Χριστός πέθανε και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε...Τα είδωλά σας όμως δε θα αναστηθούν ποτέ. Ακόμη και όταν ζούσαν ήταν νεκροί»! Αμέσως τον κατέβασαν κάτω με ένα πυροσβεστικό όχημα του οποίου ύψωσαν την σκάλα.

Επειτα το πλήθος όρμησε επάνω του.
Τον χτύπησα με κλωτσιές,με τις κάνες των όπλων,με τους πυροσβεστικούς σωλήνες,φωνάζοντας:«Αφήστε με να αποτελειώσω αυτήν την ψείρα!...» 
Όλοι ήθελαν να πατήσουν αυτόν τον ''εχθρό του λαού'' για να δείξουν τον ζήλο τους. Με δυσκολία τον έβγαλαν οι πυροσβέστες από τα νύχια του πλήθους. Ο λόγος που δεν τον πυροβόλησαν ήταν ότι μετά απ'όλα αυτά έδειχνε ακριβώς σαν ένα πτώμα. Το κεφάλι του ήταν ανοιγμένο και του είχαν σπάσει 17 κόκκαλα. Για έναν μήνα ήταν στο νοσοκομείο αναισθητος.

Μετά από πολλά χρόνια τον έβγαλαν από τη φυλακή αφού του έδωσαν ένα ''πιστοποιητικό τρέλλας''. 

Ζούσε μαζί με τη μητέρα του. Κανείς δεν τον δεχόνταν σπίτι του, ούτε σε καμία δουλειά. Όλοι τον ήξεραν και τον φοβόνταν. Ούτε αυτός ούτε η μάνα του μπορούσαν να βγούν έξω κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εαν έβγαιναν οι γείτονες αμόλουσαν τα σκυλιά επάνω τους. Για πολύ καιρό ο μοναχός Γαβριήλ ζούσε περιφρονημένος και διωκόμενος από τους ανθρώπους. Μυστικά αποτραβιόνταν σε μια μικρή σπηλιά που είχε σκάψει σ'έναν βράχο και προσευχόνταν με δάκρυα. Την εποχή εκείνη οι εκκλησίες ήταν κατεστραμμένες και οι άνθρωποι φοβούνταν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Ο γέροντας Γαβριήλ είχε φτιάξει στην αυλή του μια μικρή εκκλησία με τέσσερις τρούλους. Του την κατέστρεψαν πολλές φορές, αυτός όμως την ξαναέφτιαχνε με μεγαλύτερο ζήλο.

 Όταν ο καιρός των διωγμών πέρασε, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να αναζητούν στο πρόσωπό του έναν πνευματικό καθοδηγητή. Είχε το προορατικό χάρισμα ενώ υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για θαύματα που έχει επιτελέσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποτραβήχθηκε στη Μονή Mtskheta όπου έγινε αρχιμανδρίτης και όπου και τον κήδεψαν.

Πριν πεθάνει του πήραν αίμα για κάποιες αναλύσεις. Αυτό το αίμα δεν χάλασε ποτέ! 



Ο Θεός της αληθείας εδοξάσθη σ'αυτόν. Η μορφή του γέροντα Γαβριήλ έδειχνε ξεκάθαρα ότι ο Χριστός κατοικεί στην ψυχή του. Εκοιμήθη στις 2 Νοεμβρίου 1995


«Ότι είναι κακό στον άνθρωπο είναι συμπτωματικό.Να μην περιφρονείτε κανέναν,ακόμη κι αν βλέπετε πόσο ανήθικοι,μέθυσοι και βλάσφημοι είναι. Η Εικόνα του Θεού υπάρχει και σ'αυτούς κάπου, χωρίς βέβαια να το συνειδητοποιούν..
Είναι φυσιολογικό ο εχθρός να θέλει να λερώσει αυτήν την Εικόνα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να βλέπεις την εικόνα του Θεού σε εκείνους που σε ονειδίζουν και σου συμπεριφέρονται σαν θηρία. 
Αυτούς όμως πρέπει να τους λυπάσαι ακόμη πιο πολύ επειδή η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί,χωρίς ίσως να μπορεί να επανορθωθεί ποτέ,καταδικάζοντας τη ψυχή τους σε αιώνια βάσανα... Πόσο δύσκολο είναι αυτό: Ν'αγαπήσει κάποιος τους εχθρούς του! 
(Γέροντας Γαβριήλ)


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/07/1926-1995.html#ixzz1Tiv0byQ6

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ:ΠΩΣ ΘΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ ΣΤΟ ΚΑΚΟ...



-Γέροντα, μερικές φορές οι πειρασμοί έρχονται ο ένας πάνω στον άλλον και δεν αντέχω.
-Να σου πω μια λύση, για να τους αποφύγεις; Θα την δεχθείς;
-Ναι
-Η μόνη λύση για να αποφύγεις τους πειρασμούς, είναι να ... συμμαχήσεις με τον διάβολο! .Τι γελάς; Δεν σου αρέσει αυτή η λύση; Κοίταξε να σου πω. Όσο κανείς αγωνίζεται, θα έχει πειρασμούς και δυσκολίες. Και όσο προσπαθεί να αποφύγει τον πειρασμό, τόσο κόντρα του πάει ο διάβολος. Αλλά με τους πειρασμούς - αν τους αξιοποιήσουμε σωστά -, δίνεται η ευκαιρία, επειδή μερικές φορές η ζωή μας είναι αντιευαγγελική, να γίνει «ευαγγελική». 


-Γέροντα, σκαλώνω σε μερικά ασήμαντα πράγματα και δεν έχω διάθεση μετά να αγωνισθώ για κάτι ανώτερο.

- Αυτά είναι σαν τις νάρκες που βάζει ο εχθρός, για να αχρηστέψει τον στρατό. Το ταγκαλάκι (έτσι αποκαλούσε ο Γέροντας τον διάβολο και τα δαιμόνια) όταν δει ότι δεν μπορεί να κάνει άλλη ζημιά στον αγωνιστή , κοιτάει πώς να τον αχρηστέψει με ασήμαντα πράγματα. Ύστερα, να ξέρεις ότι υπάρχουν και μικρά ταγκαλάκια, που κάνουν όμως μεγάλη ζημιά. Μια φορά ρώτησαν ένα μικρό ταγκαλάκι: «Τάχα τι μπορείς να κάνεις εσύ;». «Εγώ τι μπορώ να κάνω; Πάω και μπερδεύω τις κλωστές στις μοδίστρες, στους τσαγκάρηδες, απάντησε, και τους κάνω να θυμώνουν». Τα μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται από τιποτένια πράγματα, όχι μόνο σ' εμάς, αλλά μερικές φορές και στα κράτη. Στους πνευματικούς ανθρώπους δεν υπάρχουν σοβαρές αφορμές για σκάνδαλα. Από το μικρά παίρνει ο διάβολος αφορμή. Τσακίζει τον άνθρωπο ψυχικά με κάτι χαζά, παιδικά πράγματα, οπότε κάνει την καρδιά του όπως εκείνος θέλει και μένει μετά κανείς ένα κούτσουρο.
-Γιατί, Γέροντα, ενώ βάζω ένα πρόγραμμα, μια σειρά στον αγώνα μου, και ξεκινώ με διάθεση να αγωνισθώ, σύντομα ξεχνιέμαι;

-Δεν ξέρεις; το ταγκαλάκι, όταν πάρει είδηση ότι κάνουμε δουλειά πνευματική, τότε γυρίζει το κουμπί αλλού. Ενώ βάζουμε ένα πρόγραμμα, μια άλφα σειρά, βρισκόμαστε σε άλλη και, αν δεν προσέξουμε, το αντιλαμβανόμαστε μετά από μέρες. Γι' αυτό ο αγωνιστής πρέπει να πηγαίνει όλο κόντρα στον διάβολο- φυσικά με διάκριση- και να τον παρακολουθεί κάποιος έμπειρος Πνευματικός.

-Έναν άνθρωπο που δεν κάνει λεπτή εργασία στον εαυτό του, ο σατανάς τον πολεμάει;

-Ο σατανάς δεν πάει σε έναν άχρηστο άνθρωπο, αλλά πάει σε έναν αγωνιστή, για να τον πειράξει και να τον αχρηστέψει. Δεν χάνει τον καιρό του να κάνει λεπτή εργασία σε κάποιον που δεν έχει κάνει λεπτή εργασία. Στέλνει σ' αυτόν που ράβει με σακοράφα, διάβολο με σακοράφα. Σ' αυτόν που κάνει λεπτό εργόχειρο, στέλνει διάβολο που κάνει λεπτό εργόχειρο. Σ' αυτόν που κάνει πολύ ψιλό κέντημα, στέλνει διάβολο για πολύ ψιλή εργασία. Σ' αυτούς που κάνουν χονδρή δουλειά στον εαυτό τους, στέλνει χονδρό διάβολο.
Στους αρχάριους στέλνει αρχάριο διάβολο. Οι άνθρωποι που έχουν λεπτή ψυχή, πολύ φιλότιμο και είναι ευαίσθητοι, χρειάζεται να προσέξουν, γιατί βάζει και ο διάβολος την ουρά του και τους κάνει πιο ευαίσθητους, και μπορεί να φθάσουν στην μελαγχολία ή ακόμη-Θεός φυλάξοι- και στην αυτοκτονία. Ο διάβολος, ενώ εμάς τους ανθρώπους μας βάζει να πηγαίνουμε κόντρα στον πλησίον μας και να μαλώνουμε, ο ίδιος ποτέ δεν πάει κόντρα.
Τον αμελή τον κάνει πιο αμελή. τον αναπαύει με τον λογισμό: «το κεφάλι σου πονάει, είσαι αδιάθετος. δεν πειράζει και αν δεν σηκωθείς για προσευχή». Τον ευλαβή τον κάνει πιο ευλαβή, για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια, ή τον σπρώχνει να αγωνισθεί περισσότερο από τις δυνάμεις του, ώστε να αποκάμει και να αφήσει μετά όλα τα πνευματικά του όπλα και να παραδοθεί ο πρώην πολύ αγωνιστής. Τον σκληρόκαρδο τον κάνει πιο σκληρόκαρδο, τον ευαίσθητο, υπερευαίσθητο.

Και βλέπεις πόσοι άνθρωποι, άλλοι έχουν κάποια ευαισθησία και άλλοι γιατί έχουν κλονισθεί τα νεύρα τους, ταλαιπωρούνται με αϋπνίες και παίρνουν χάπια ή βασανίζονται και χαραμίζονται στα νοσοκομεία. Σπάνια να δεις άνθρωπο ισορροπημένο. Έγιναν μπαταρίες οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι σαν να έχουν ηλεκτρισμό. Όσοι μάλιστα δεν εξομολογούνται, δέχονται επιδράσεις δαιμονικές. έχουν έναν δαιμονικό μαγνητισμό, γιατί ο διάβολος έχει εξουσία επάνω τους. Λίγοι άνθρωποι, είτε αγόρια είτε κοπέλες είτε ηλικιωμένοι είναι, έχουν ένα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τι θα πει δαιμονισμός; Να μην μπορείς να συνεννοηθείς με τον κόσμο.

Είπα σε κάποιους γιατρούς που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά ή στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο, και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει ...;
Αλλά προηγείται ο ...; «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «υβρισθήναι, χλευασθήναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε κι αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα;

Παλαιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!».
Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ' το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ο Εβραίος, θα σου δώσω το πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε ...;», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο! Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει;
Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί. έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Αλλά τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο!
Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Αλλά για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος. σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από 'δω, σε τραβάει από 'κει, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.

Ο διάβολος κάνει το παν για να μη βοηθηθεί ο άνθρωπος

Ο διάβολος είναι τεχνίτης. Αν φέρει λ.χ. την ώρα της Θείας Λειτουργίας σε έναν πνευματικό άνθρωπο έναν ελεεινό λογισμό, εκείνος θα τον καταλάβει, θα τιναχθεί και θα τον διώξει. Γι' αυτό του φέρνει έναν πνευματικό λογισμό. «Το τάδε βιβλίο, του λέει, γράφει αυτό για την Θεία Λειτουργία». Μετά θα του τραβήξει την προσοχή λ.χ. στον πολυέλαιο. Θα αναρωτηθεί ποιος άραγε να τον έφτιαξε. Ή θα του θυμίσει έναν άρρωστο που πρέπει να πάει να τον δει. «Α! έμπνευση, λέει, την ώρα της Θείας Λειτουργίας», ενώ είναι ο διάβολος που μπαίνει ενδιάμεσος και πιάνει ο άνθρωπος την συζήτηση με τον λογισμό του. Οπότε ακούει τον ιερέα να λέει «Μετά φόβου ...;» και τότε καταλαβαίνει ότι τελείωσε η Θεία Λειτουργία και εκείνος δεν συμμετείχε καθόλου.
Να, και εδώ στον Ναό. πηγαίνει η εκκλησάρισσα να ανάψει τα κεριά στον πολυέλαιο και έχω παρατηρήσει ότι και μεγάλους ακόμα τους αποσπά ο πειρασμός εκεί πέρα και χαζεύουν την αδελφή πως ανάβει τα κεριά. Αυτό είναι τελείως παιδικό. Μόνον τα μικρούτσικα παιδάκια χαίρονται με κάτι τέτοια και λένε: «Τα άναψε!». Δηλαδή, αυτό για τα μικρά παιδάκια είναι δικαιολογημένο, αλλά για τους μεγάλους; Ή, ενώ πρέπει να αποφεύγουμε τις κινήσεις την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο πειρασμός μπορεί να βάλει εκείνη την ιερή ώρα μια αδελφή να γυρίζει στο αναλόγιο τα φύλλα του βιβλίου, να κάνει θόρυβο και να αποσπά τους άλλους.
Ακούνε «κριτς-κριτς», «τι γίνεται;» λένε και φεύγει έτσι ο νους από τον Θεό και χαίρεται το ταγκαλάκι. Γι' αυτό να προσέχουμε να μη γινόμαστε εμείς αιτία να αποσπάται η προσοχή των άλλων την ώρα της θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιά στον κόσμο και δεν το καταλαβαίνουμε. Ή παρατηρήστε σε καμία ανάγνωση. Όταν φθάσει ο αναγνώστης στο πιο ιερό σημείο, από το οποίο θα βοηθηθούν οι άνθρωποι, τότε ή θα χτυπήσει δυνατά από το αέρα η πόρτα ή θα βήξει κάποιος και θα αποσπασθεί η προσοχή τους και δεν θα ωφεληθούν από αυτό το ιερό σημείο. Έτσι κάνει την δουλειά του το ταγκαλάκι.

Ω, αν βλέπατε τον διάβολο πως κινείται! Δεν τον έχετε δει, γι' αυτό δεν καταλαβαίνετε μερικά πράγματα! Κάνει το παν, για να μη βοηθηθεί ο άνθρωπος. Το έχω παρατηρήσει στο Καλύβι, όταν συζητώ. Μόλις φθάσω ακριβώς στο σημείο που θέλω, στο πιο ευαίσθητο, για να βοηθήσω αυτούς που με ακούν, τότε ή κάποιος θόρυβος γίνεται ή έρχονται άλλοι και διακόπτω. Τους βάζει προηγουμένως ο διάβολος να χαζεύουν απέναντι την Σκήτη ή να βλέπουν κάτι, και κανονίζει να έρθουν στο πιο λεπτό σημείο της συζητήσεως για να αλλάξω θέμα και να μην ωφεληθούν. Γιατί, όταν αρχίσει η συζήτηση, ξέρει ο διάβολος που θα καταλήξει και, επειδή βλέπει ότι θα πάθει ζημιά, στέλνει κάποιον ακριβώς στο πιο ευαίσθητο σημείο, για να με διακόψει. «Ε, Πάτερ, από πού να μπούμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια και νερό και ελάτε από 'κει», τους λέω. Άλλοι μπαίνουν εκείνη την στιγμή μέσα, οπότε με διακόπτουν, γιατί πρέπει να σηκωθώ να χαιρετήσω
. Άλλοι έρχονται μετά από λίγο και πρέπει πάλι να σηκωθώ, αρχίζουν και την κουβέντα «από πού είσαι κ.λπ.» ...; Οπότε είμαι αναγκασμένος να αρχίσω πάλι από την αρχή, να ξαναπώ φερ' ειπείν το παράδειγμα που έλεγα. Μόλις προχωρώ, φωνάζει από κάτω άλλος: «Ε, Πάτερ Παϊσιε, που μένεις; Από 'δω είναι η πόρτα;». Άντε ξανά να σηκωθείς ...; Βρε τον πειρασμό! Έξι-επτά φορές μια μέρα μου έκανε το ίδιο, μέχρι που αναγκάσθηκα και έβαλα μερικούς ...; φρουρούς! «Εσύ κάθισε εκεί και κοίταζε να μην έρθει κανένας από 'κει. Εσύ κάθισε εδώ, μέχρι να τελειώσω την δουλειά μου». Έξι-επτά φορές να αρχίζεις ολόκληρη ιστορία, να τους φέρνεις στο σημείο που θα βοηθηθούν, και τα ταγκαλάκια να δημιουργούν σκηνές!

Βρε τον πειρασμό τι κάνει! Γυρίζει το κουμπί συνέχεια σε άλλη συχνότητα. Μόλις ο αγωνιζόμενος πάει να συγκινηθεί λίγο από κάτι, τακ, του γυρίζει το κουμπί αλλού και ξεχνιέται με εκείνο. Θυμάται πάλι κάτι πνευματικό; Τακ, του θυμίζει κάτι άλλο. Τον κάνει όλο τούμπες. Ο άνθρωπος, αν μάθει πως εργάζεται ο διάβολος, θα απαλλαγεί από πολλά πράγματα.

-Γέροντα, πως θα μάθει;

-Να παρακολουθεί. Άμα παρακολουθεί κανείς, μαθαίνει. Βλέπεις, οι τσοπαναραίοι είναι οι καλύτεροι μετεωρολόγοι, γιατί παρακολουθούν τα σύννεφα, τον αέρα. 
 
Πηγή:ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β'   «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ»
agioritikovima.gr


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/07/blog-post_157.html#ixzz1TiuK9QBH

O 'Aγιος Σπυρίδωνας και το θαύμα με το φίδι.






Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;

 Στον  πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα.
Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Άς ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στο  χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.
- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο.
Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έριξε στη γη. Και ώ του θαύματος!
Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...