Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

Eικόνες από το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στην κατεχόμενη Καρπασία

 

Παράδοση και μαρτυρίες
Η παράδοση θέλει τον Απόστολο Ανδρέα να έχει αποβιβαστεί στο μέρος όπου είναι κτισμένο το μοναστήρι, όταν το καράβι, με το οποίο ταξίδευε, αναγκάστηκε να σταθμεύσει σε παρακείμενο λιμανάκι. Εκεί ο Απόστολος δημιούργησε πηγή στο βράχο, το σημερινό αγίασμα, και προσέφερε νερό στους διψασμένους ταξιδιώτες. Στην ίδια τοποθεσία κτίστηκε αργότερα από τον καπετάνιο του καραβιού, του οποίου το τυφλό παιδί θεράπευσε ο Απόστολος, ναός αφιερωμένος στον πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού.
Η πρώτη μαρτυρία, που υπάρχει για την ονομασία του
λιμενίσκου, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι, είναι από τον Αγγλοσάξονα προσκυνητή Seawolf, του 1103 μ.Χ., που το αποκαλεί “λιμανάκι του Αποστόλου Ανδρέα”. Ο Seawoff δεν δίνει άλλες πληροφορίες και ούτε αναφέρει οτιδήποτε για την ύπαρξη μοναστηρίου στην περιοχή. Όμως, η αναφορά του αυτή είναι πολύ σημαντική, συνδέει το όνομα του Αποστόλου με το άκρο της Καρπασίας από τα βυζαντινά χρόνια, ένδειξη ότι η σχετική παράδοση για τον Απόστολο Ανδρέα ήταν διαδεδομένη από τότε. Μια άλλη σημαντική μαρτυρία με σαφή αναφορά, αυτή τη φορά, σε ύπαρξη μοναστηρίου στην περιοχή, γίνεται το 1191 από τον Άγγλο ιερωμένο Benedict of Peterborough (+1193), ο οποίος αναφέρει ότι ο τότε διοικητής της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός (1185-1191) συνελήφθη από το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο σε πολύ καλά οχυρωμένο μοναστήρι, “πού ονομαζόταν Ακρωτήριον του Αποστόλου Ανδρέα”. Φαίνεται ότι το όνομα του
Αποστόλου επεκράτησε από τότε για το ακρωτήρι, αφού σημειώνεται σε παλαιούς χάρτες της Κύπρου με το όνομα “Capo de Sando Andrea”. Από τα κτίσματα του πρώτου αυτού μοναστηρίου δεν διασώθηκαν καθόλου ίχνη. Στη θέση τους ανηγέρθη αρκετά χρόνια αργότερα – κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα – ναός που υπάρχει μέχρι τις μέρες μας, όχι όμως και τα κτίρια που τον περιέβαλλαν. Παρόμοια αναφορά στο όνομα του ακρωτηρίου γίνεται και από πολλούς περιηγητές, που επισκέφθηκαν την Κύπρο, τόσο κατά την περίοδο της λατινοκρατίας (1191-1571), όσο και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1571-1878). Ο Άγγλος περιηγητής Richard Pococke, που επισκέφθηκε Το μοναστήρι το 1738, αναφέρει πως ήταν τότε ακατοίκητο και πως ζούσαν σ’ αυτό παλαιότερα δύο ή τρεις μοναχοί.
(Κ. Κοκκινόφτα, “Το Μοναστήρι του Απ. Ανδρέα…”, Κυκκώτικα Μελετήματα Α’, Λευκωσία 1997, σσ. 205.)



Έρημο το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα χωρίς τον σταυρό του. Τον απέκοψαν οι τούρκοι κατακτητές

Η πλατεία του Απ. Ανδρέα (1998) πριν την καταστροφή της από τους τούρκους με την ανοχή και συνδρομή δυστυχώς και δικών μας ανθρώπων.

Ιδού πως κατάντησαν οι ”ειδικοί” την πλατεία του Αγίου μας. Τη όργωσαν κυριολεκτικά

Η φωτογραφία αυτή λήφθηκε προτού γίνουν οι καταστροφικές εργασίες από την UNOPS που χάριν του ονόματος “τοπιοτέχνηση” κατάστρεψαν την όμορφη πλατεία σε χώρο άχρηστο και γεμάτο αγριόχορτα.
Η πλατεία προς τη νοτιοδυτική πλευρά. Στο βάθος ο δρόμος (το δεύτερο καντζιέλλι. Αριστερά το κέντρο του Απ. Ανδρέα. Δεξιά η χαβούζα όπου οι επισκέπτες έπιναν νερό για να ξαποστάσουν. Αριστερά από τη χαβούζα στο βάθος φαίνονται μέρος των κοιτώνων όπου κατέλυαν οι προσκυνητές. Στο βάθος κέντρο τα κρεοπωλεία (κάθε Σαββατοκύριακο ερχόταν κρεοπώλες από το Ριζοκάρπασο και πουλούσανε κρέας στους επισκέπτες.(Μέσσιος, Όττομος, Κάμηλος, Ττούλος, Στελιούρι, Όμπασιης και άλλοι.
Η μοναδική μοναχή του αποστόλου Ανδρέα

Η Χαρακτηριστική σε όλους του Ριζοκαρπασίτες φιγούρα  Τάκης του Ττοφουρκού, που από το 1974 υπηρετεί την χάρη του ενώ κάποιο άλλοι, εμείς δηλαδή τον εγκαταλείψαμε έρμαιο στα βρώμικα χέρια των κατακτητών

Ο οικονόμος του Απ. Ανδρέα πάτερ Παπαζαχαρίας που από το 1974 στάθηκε άγρυπνος φύλακας του μοναστηριού κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες.

Η παλιά εκκλησία
Τα τάματα του Αποστόλου Ανδρέα. Σημάδια της πίστης των Ελλήνων της Κύπρου
Πλήθος τα τάματα μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων

Η βορειοδυτική (πίσω) πλευρά του μοναστηριού

Αρχιεπισκοπικό εξοχικό μέγαρο. Το έκτισε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γύρω στο 1970

Όταν κάποτε δεν το’σκιαζε η φοβέρα και δεν το πλάκωνε η σκλαβιά.
ΠΗΓΗ.Ριζοκάρπασον.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ


«Ο άγιος Ανδρέας ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, υιός κάποιου Εβραίου Ιωνά και αδελφός του Πέτρου του αποστόλου και κορυφαίου των μαθητών του Χριστού. Αυτός προηγουμένως μαθήτευσε στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, κι έπειτα, όταν άκουσε από τον διδάσκαλό του, που δακτυλοδεικτούσε τον Ιησού,  το, Ίδε ο αμνός του Θεού, τον άφησε και ακολούθησε τον Χριστό. Είπε και στον Πέτρο το, Ευρήκαμεν Ιησούν τον από Ναζαρέτ, και αποσπάστηκε στην αγάπη του Χριστού. Και πολλά άλλα είναι γραμμένα γι’  αυτόν στη θεόπνευστη Γραφή. Αυτός λοιπόν με τον τρόπο αυτό  ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την Ανάληψη Εκείνου, για τον κάθε απόστολο κληρώθηκε και διαφορετική χώρα. Στον πρωτόκλητο έτυχε η χώρα των Βιθυνών και ο Εύξεινος Πόντος, τα μέρη της Προποντίδας, μαζί με τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο και τη Θράκη και τη Μακεδονία, που έφθαναν μέχρι τον Ίστρο ποταμό, η Θεσσαλία και η Ελλάδα και τα μέρη της Αχαΐας. Αλλά και η Αμινσός, η Τραπεζούντα, η Ηράκλεια και η Άμαστρις. Αυτές τις χώρες δεν τις πέρασε, σαν λόγια που χάνονται, αλλά σε κάθε πόλη υπέστη πολλές δυσκολίες, συνάντησε πολλές δυσχέρειες, μολονότι με τη βοήθεια του Χριστού τις ξεπερνούσε όλες. Θα θυμηθούμε το τι πέρασε σε μία πόλη, αφήνοντας τις άλλες στους γνώστες του έργου του.
Όταν ο Ανδρέας έφτασε στη Σινώπη και κήρυξε εκεί τον λόγο του ευαγγελίου, υπέστη πολλές θλίψεις. Δηλαδή τον έριξαν στη γη και τον τραβούσαν από τα χέρια και τα πόδια, τον κατασπάρασσαν με τα δόντια και τον κτυπούσαν με ξύλα, τον λιθοβολούσαν και τον τράβηξαν μακριά από την πόλη, αφού του έκοψαν το δάκτυλο με τα δόντια. Αλλά αυτός φάνηκε και πάλι άρτιος και υγιής από τις πληγές του, με επέμβαση του Σωτήρα και Διδασκάλου του. Από εκεί σηκώθηκε και επισκέφτηκε πολλές πόλεις και χώρες, όπως τη Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, τους Αλανούς, τους Αβασγούς, τους Ζήκχους, του Βοσποριανούς και τους Χερσωνίτας. Έπειτα διέπλευσε στο Βυζάντιο, χειροτόνησε τον Στάχυ επίσκοπο, πέρασε από τις υπόλοιπες χώρες, και έφτασε προς την ένδοξη Πελοπόννησο. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Σωσίο, τον οποίο, επειδή ήταν βαριά άρρωστος, τον θεράπευσε. Και αμέσως όλη η πόλη εκείνη των Πατρών προσήλθε στον Χριστό. Τότε ήταν που και η γυναίκα του ανθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε από τα χαλεπά δεσμά της αρρώστιας της και έγινε γρήγορα καλά, οπότε πίστεψε και αυτή.  Και ο σοφότατος Στρατοκλής, ο αδελφός του ανθυπάτου Αιγέατου, και άλλοι πολλοί που ταλαιπωρούνταν από ποικίλα νοσήματα,  βρήκαν την υγεία τους με το ακούμπισμα των χεριών του αποστόλου.  Για όλα αυτά, περιέπεσε σε μανία ο Αιγεάτης και προσήλωσε σε σταυρό τον απόστολο, οπότε και ο απόστολος έφυγε από τη ζωή αυτή. Ο ίδιος δε, έπεσε στη γη από ψηλό γκρεμό και συνετρίβη. Το λείψανο του αποστόλου, μετά από πολύ χρόνο, μετατέθηκε στη Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείς του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με δική του διαταγή, από τον άγιο Αρτέμιο τον μάρτυρα. Και κατατέθηκε μαζί με τον άγιο Λουκά και τον άγιο Τιμόθεο στο περίβλεπτο τέμενος των Αγίων Αποστόλων».
Ο άγιος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο πρώτος δηλαδή που κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, δεν κλήθηκε απροϋπόθετα και ως έτυχε. Υπήρξε από εκείνους που είχαν αναζητήσεις σχετικά με τον Μεσσία, που ο πόθος τους για τον Θεό ήταν έντονος. Κι αυτό φάνηκε και από το γεγονός ότι ανήκε στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος προετοίμαζε τους ανθρώπους ακριβώς προς υποδοχή του Μεσσία, και από το γεγονός ότι μετά την κλήση του ένιωσε την ανάγκη να καλέσει τον αδελφό του Πέτρο, με τη διαπίστωση ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο υμνογράφος του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επισημαίνει και τα δύο αυτά γεγονότα. «Ο τω Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ότε το απαύγασμα το ενυπόστατον της πατρικής δόξης έφανεν…τότε πρώτος ένδοξε, τούτω προσέδραμες». (Συ που μορφώθηκες από το φως του Προδρόμου, όταν ο Χριστός, το ενυπόστατο απαύγασμα της δόξας του Θεού Πατέρα φάνηκε…τότε πρώτος, ένδοξε, έτρεξες σ’  αυτόν). Και: «Τον ποθούμενον Θεόν εν σαρκί κατιδών επί γης βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τω μεν ομαίμονι εβόας αγαλλόμενος∙ Ευρήκαμεν ω Σίμων τον ποθούμενον». (Όταν είδες τον Θεό που ποθούσες να βαδίζει ως άνθρωπος στη γη, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες με χαρά στον αδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τον ποθούμενο».
Ο συναξαριστής του αυτήν την αναζήτηση, η οποία αποτέλεσε προφανώς και την προϋπόθεση για να γίνει άμεσος συνεργάτης του απολυτρωτικού στον κόσμο έργου του Κυρίου, την καταγράφει ως εξής: «Ένας από τους μαθητές  του Ιωάννη Προδρόμου ήταν και ο Ανδρέας, άνδρας κατά τα άλλα σεμνός και αξιοσέβαστος, που έψαχνε την αλήθεια πίσω από το γράμμα του νόμου με βαθύ φρόνημα, και που αναζητούσε στον λόγο, σαν πίσω από παραπέτασμα, τις κρυμμένες προφητείες για τον Χριστό, ακολουθώντας μέσω αυτών αυτό που δηλωνόταν». Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αφελής πεποίθηση πολλών ότι οι μαθητές του Κυρίου ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, διότι ήταν ψαράδες, δεν ισχύει. Ψαράδες ήταν, απλοί άνθρωποι μπορεί, όχι όμως απλοϊκοί, με την έννοια του απροβλημάτιστου και επιφανειακού ανθρώπου. Καθώς τα πράγματα φανερώνουν, η ύπαρξή τους φλεγόταν από το ερώτημα περί της αληθείας, περί του Θεού και των ενεργειών Του, περί των δηλουμένων από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κι είναι φυσικό: ο Κύριος δεν θα μπορούσε να έχει ως αμέσους συνεργάτες Του ανθρώπους χωρίς πάθος για την αλήθεια. Ο ίδιος άλλωστε το είχε επισημάνει: Θα με ακολουθήσουν και θα με ακούσουν όσοι αγαπούν την αλήθεια. «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής». Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός, με βαθειά αναζήτηση ήταν και ο απόστολος Ανδρέας. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν και αυτοί την παραπάνω πραγματικότητα: «Εζήτησας Χριστόν την όντως ζωήν,  και ζητήσας πρώτος εύρες». (Ζήτησες τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, και επειδή την ζήτησες, πρώτος και την βρήκες).
Η βαθύτητα της αναζήτησης του Ανδρέα περί τα τίμια και αληθή της ζωής κάνει τον άγιο υμνογράφο να επικεντρώσει την προσοχή του και στο ιεραποστολικό πια έργο του αποστόλου. Όπως δηλαδή ο ίδιος στρεφόταν πάντα στο βάθος των πραγμάτων, εκεί που «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», εκεί που αγαπά να κρύβεται η αλήθεια, κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, έτσι και η δράση του ως αποστόλου λειτουργούσε στο βάθος της καρδιάς των ανθρώπων. Αυτό ήταν το ζητούμενο από τον άγιο Ανδρέα: πώς ο λόγος του θα κρούσει τις βαθειές χορδές της καρδιάς του ανθρώπου, πώς ο λόγος του σαν αγκίστρι θεϊκό θα σαγηνεύσει τον αληθινό άνθρωπο. «Ο τη τέχνη αλιεύς και τη πίστει μαθητής, ως βυθόν διερευνών τας καρδίας των πιστών, το άγκιστρον χαλά του λόγου, και σαγηνεύει ημάς». (Ο αλιέας κατά την τέχνη και μαθητής κατά την πίστη, διερευνώντας τις καρδιές των πιστών σαν να είναι βυθός, ρίχνει το αγκίστρι του λόγου και μας σαγηνεύει).
Κι αυτό βεβαίως επιτυγχανόταν με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που είχε λάβει κατά την Πεντηκοστή ο άγιος Ανδρέας, με τη φλόγα που προσέλαβε και έγινε θεόληπτος. «Του Πνεύματος την φλόγα τη γλώσση προσλαβών, γέγονας, Απόστολε, θεόληπτος ανήρ, των ουρανίων τα κάλλη περιπολεύων». Ο σεμνός και αξιοσέβαστος από τη φύση του χαρακτήρας του αγίου, ενισχυόμενος από τη φλόγα της Πεντηκοστής τον έκανε, κατά τον υμνογράφο, σαν τεντωμένο βέλος, που τραυμάτιζε τους δαίμονες και θεράπευε τους τραυματισμένους από την απιστία ανθρώπους. «Εντείνας σε δυνατόν, ώσπερ βέλος, μακάριε, επαφήκεν εις τον σύμπαντα κόσμον ο Κύριος, τραυματίζων δαίμονας και δυσσεβεία τους ανθρώπους τραυματισθέντας ιώμενος».
Ο «αδίστακτος πόθος του να ακολουθεί θερμά τον Χριστό» έκανε τον άγιο Ανδρέα, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος του, να προσθέτει πόθο πάνω στον πόθο αυτό, τόσο ώστε να  μιμηθεί τον Κύριό Του και στον τρόπο του διά Σταυρού θανάτου Του. Με σταυρικό θάνατο τελειώθηκε και ο απόστολος, διαβαίνοντας πια κοντά σ’  Εκείνον τον οποίο πράγματι επόθησε σαν αληθινός μαθητής και σοφός μιμητής Του. «Πόθω πόθον προσθείς, διά σταυρού διαβαίνεις προς ον επόθησας, ως αληθής μαθητής και σοφός μιμητής γενόμενος του διά Σταυρού αυτού πάθους». Μακάρι «η φωτιά της αγάπης του Χριστού που περιέφερε στην καρδιά του» ο άγιος Ανδρέας, να ανάψει λίγο και στη δική μας καρδιά. Θα είναι η απόδειξη ότι πράγματι ο ερχομός του Χριστού που ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι, σαν τον άγιο Ανδρέα, βρήκε την εκπλήρωσή του και σε εμάς

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ο Μέγας Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Ανδρέαν τὸν Ἀπόστολον


Α' . Ὁρῶν τὴν λαμπρὰν ταύτην ἀγέλην τοῦ Πνεύματος καὶ εἰς τὸ γαληνὸν ἀληθῶς καὶ ἀκύμαντον πέλαγος, ἀποστολικὴν ὑπερβεβλημένην σαγήνην, τῆς δεσποτικῆς φωνῆς ὑπομιμνήσκομαι βοώσης• «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»(2). Ὢ φωνῆς ἐνεργοῦς! Ὢ ρημάτων διὰ πραγμάτων γνωριζομένων! Ὢ τῆς ἀληθοῦς ὑποσχέσεως καθ' ἡμέραν αὐξανομένης! Τίνος γὰρ ἡ πολυάνθρωπος αὕτη θήρα; Τὶς ὁ τὴν περιφανῆ ταύτην ἀθροίσας πανήγυριν, ἢ δῆλον, ὡς ὁ περιφανὴς τῶν ἀποστόλων Ἀνδρέας; ὁ ἁπλώσας τῆς γλώττης καὶ τῆς μνήμης τὰ θήρατρα• ἵνα, τὴν ἱεράν ταύτην ἐμπλήσας ὁλκάδα(3) τοῖς οἴαξι(4) τῆς ἀποστολῆς, πρὸς οὐρανὸν ἰθύνη(5) τὸ σκάφος. Καὶ ποῖα τὰ τῆς ἄγρας πρωτεῖα; Ποῖα δὲ τῶν καμάτων τὰ ἀκροθίνια(6); Οἱ τὸν τῆς ἱερωσύνης περίβολον ταῖς ἀρεταῖς περιφαιδρύνοντες. Οἱ πρῶτοι τὰς ἀποστολικὰς ταύτας ὑπερθέντες(7) ἀγκάλας, καὶ τοὺς ἔξω πλανωμένους πρὸς σωτηρίαν ἀγρεύσαντες. Ἀλλ' ἢ καὶ τῆς παρούσης ἡμῖν πανηγύρεως ὁ μέγας οὗτος Ἀνδρέας τὰς προφάσεις δέδωκεν• ἀλλ' ὅ γε πᾶς τῶν ἀποστόλων συνεκτιμᾶται χορός. Οὕς γὰρ ἡ χάρις συνῆψεν, οὐ διίστησι τόπος. Καὶ καθάπερ εἴ τις τῶν ἐκ πολυτελείας διηνθισμένων λίθων ἐπαινεῖν ἐθελήσειε στέφανον, ὅτου ἂν τοῖς ἐπαίνοις περιδράξηται μέρους, τὸν ὅλον συνθαυμάζει τοῖς μέρεσι• ἢ καθάπερ, χρυσῆν τινα σειρὰν ὁρῶν τις, ὅπη(8) ἂν ἅψαιτο(9), τὸ πᾶν συνεκίνησεν• οὕτω καὶ ὁ πρὸς ἕνα τῶν ἀποστόλων λόγος βαδίζων δι' αὐτοῦ συνέχει τοὺς ἅπαντας κατὰ τὴν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φωνὴν• «Εἰ χαίρει ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη»(10). Ποίαν γὰρ ἂν μελῶν ἁρμονίαν οὕτως ἡ φύσις ἐξύφηνεν, ὡς τὴν τῶν ἀποστόλων χορείαν ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις συνήρμοσε; Μία γὰρ ὄντως χάρις, ἡ τοὺς ἀποστόλους τῷ Δεσπότῃ στρατολογήσασα.

Β' . Δεῦρο οὖν ἐπὶ τοὺς πάντας, καὶ διὰ πάντων τὸν καθ' ἕνα θαυμάσωμεν. Ἀνδρέας ὁ τῆς ἀποστολικῆς ἀνδρείας ἐπώνυμος, ὁ πρῶτος διδάσκαλον τὸν Δεσπότην ἐπιγραψάμενος• ἡ τῆς ἀποστολικῆς χορείας ἀρχή• ὁ πρὸς τὴν δεσποτικὴν παρουσίαν ὀξυδερκής, ὁ τῆς Ἰωάννου μαθητείας τὴν Χριστοῦ διδασκαλίαν ἀνταλλαξάμενος• ἡ τῶν τοῦ Βαπτιστοῦ ρημάτων σφραγίς. Ἦν μὲν γὰρ τῶν Ἰωάννου μαθητῶν ὁ δοκιμώτατος• ἐν λυχνιαίῳ φέγγει ζητῶν τοῦ φωτὸς τὴν ἀλήθειαν, ὥσπερ τις ἐν ἀμυδροτέραις αὐγαῖς πρὸς τὰς Χριστοῦ μαρμαρυγὰς ἐθιζόμενος. Ἀλλ' ὁ μὲν Ἰωάννης τέως τοῖς Ἰορδάνου νάμασιν(11) ἐφεστὼς(12) τὰς Ἰουδαίων ἀγέλας ἐβάπτιζε, τοῖς Μωσέως προστάγμασιν ἀντιφάρμακον ἐν ὕδασι κατασκευάζων μετάνοιαν, καὶ Μωσαϊκοῦ ξίφους τὴν ἀκμὴν ἀνακόπτων τοῖς ρεύμασιν. Οἷς γὰρ ἡ τοῦ νόμου παράβασις θάνατον ἔτεκε, τούτους προεξαρπάζων ὁ Βαπτιστὴς τῇ μετανοίᾳ προέπεμπεν. Ἐπειδὴ γὰρ μήπω παρῆν(13) ὁ καταλύων τὸν θάνατον, ταῖς διὰ τοῦ βαπτίσματος ὑπερθέσεσιν(14) ὁ θάνατος ἐπραΰνετο, ἀκούσιον φιλανθρωπίαν διὰ μετανοίας ἐκπαιδευόμενος. Ὅτε δὲ παρῆν ὁ Δεσπότης κρυπτόμενος τῇ τῆς οἰκονομίας σοφίᾳ, καὶ κρύπτων τῆς ἀξίας τὴν ἀστραπὴν ἐν περιβολαίῳ θνητῷ, γνοὺς ὁ Ἰωάννης, εὐθὺς τὸν παιδευτὴν εἰς δορυφόρον μετέβαλε, καὶ τὴν χεῖρα συστείλας κῆρυξ τοῦ παρόντος ἐγένετο• «Ἴδε, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»(15). Οὗτος, φησίν, ὁ τοῦ θανάτου λυτήρ. Οὗτος ὁ τῆς ἁμαρτίας ἀναιρέτης. Ἐγὼ δὲ νυμφαγωγός, οὐ νυμφίος ἀπέσταλμαι. Δορυφόρος, οὐ Δεσπότης ἐλήλυθα.

Γ'. Τούτοις τοῖς ρήμασιν ὁ τῶν ἀποστόλων περιφανέστατος Ἀνδρέας νυττόμενος(16), τὸν παιδευτὴν καταλείψας πρὸς τὸν κηρυττόμενον ἔδραμε• καὶ δεξάμενος τοῦ λόγου τὸ σύνθημα, γίνεται τῆς Ἰωάννου γλώσσης ὀξύτερος• καὶ τῷ Δεσπότῃ προσελθών, ἐδείκνυ τὸν πόθον τῷ σχήματι, κοινωνὸν τοῦ δρόμου τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην συναπαγόμενος• καὶ ἄμφω(17), τὸν λύχνον ἀφέντες, ἐπὶ τὸν ἥλιον φέρονται. Ἀνδρέας ἡ πρώτη τῶν ἀποστόλων φυτεία• οὗτος ἀνεωξε τῆς Χριστοῦ μαθητείας τὰς πύλας• πρῶτος τῆς προφητικῆς γεωργίας τοὺς καρποὺς ἐτρύγησε, καὶ τὰς ἁπάντων ἐλπίδας ὑπερδραμών(18), πρῶτος τὸν παρὰ πάντων προσδοκώμενον περιπτύσσεται. Πρῶτος ἔδειξε τὰ τοῦ νόμου προστάγματα προθεσμίᾳ μετρούμενα. Πρῶτος τὴν Μωσέως ἔστησε(19) γλῶτταν, μετὰ Χριστὸν λαλούσης οὐκ ἀνασχὀμενος(20), οὐχ ὑβριζόμενος, οὐχ ὑβρίζων τῶν Ἰουδαίων τὸν παιδευτὴν• ἀλλὰ προτιμῶν τοῦ πεμφθέντος τὸν πέμψαντα• μᾶλλον δὲ πρῶτος ὤφθη τὸν Μωσέα τιμῶν• Ὁ πρῶτος ἐπέγνω τὸν ὑπ' ἐκείνου προφητευόμενον• «Προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ• αὐτοῦ ἀκούετε»(21). Παραιτεῖται τὸν νόμον τῷ νόμῳ πειθόμενος. Ἤκουσε Μωσέως λαλοΰντος• «Αὐτοῦ ἀκούετε.» Ἤκουσεν Ἰωάννου βοῶντος. «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ»• καὶ γέγονε πρὸς τὴν δεῖξιν αὐτόμολος. Ἐπιγνοὺς δὲ τὸν προφητευθέντα προφήτην, χειραγωγεῖ τὸν ἀδελφὸν πρὸς τὴν εὕρεσιν. Ἅγνοοῦντι τῷ Πέτρῳ τὸν θησαυρὸν δείκνυσιν «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν»(22) ὅν ἐποθοῦμεν. Οὗ τὴν παρουσίαν ἠλπίσαμεν, τούτου τὴν θεωρίαν ἁρπάσωμεν. Εὑρήκαμεν ὅν προφητικαὶ βοῶσαι σάλπιγγες ἀναμένειν ἐκέλευον. Ἤνεγκεν(23) ὁ χρόνος ὅν ἡ χάρις ἐκήρυττεν, ὅν ἤλπισεν ὁ πόθος ἰδεῖν ὄμμασιν. Εὗρε γάρ, φησίν, οὗτος τὸν ἀδελφον τὸν ἴδιον Σίμωνα, καὶ μερίζεται πρὸς αὐτὸν τῆς θεωρίας τὸν θησαυρόν. Χειραγωγεῖ πρὸς τὸν Δεσπότην τὸν Πέτρον. Ὢ παραδόξου θαύματος! Οὕτω μαθητὴς Ἀνδρέας καὶ καθηγητὴς ἀνθρώπων καθίσταται. Ἀπὸ τοῦ διδάσκειν τοῦ μανθάνειν ἀπήρξατο• ἁρπάζει τῆς ἀποστολῆς τὴν ἀξίαν. Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν. Ὢ πόσας νύκτας ἀύπνους ἀνύσαντες(24) παρὰ τοῖς Ἰορδάνου ρείθροις, νῦν ὅν ἐποθοῦμεν εὑρήκαμεν! Οὐκ ἦν βραδὺς μετὰ τὴν φωνὴν ὁ Πέτρος• Ἀνδρέου γὰρ ἦν ἀδελφός• καὶ θερμῇ τῇ γνώμῃ τὰς ἀκοὰς ἐκπετάσας ἠπείγετο.

Δ'. Λαβὼν τὸν Πέτρον ὁ Ἀνδρέας τῷ Δεσπότῃ προσάγει τὸν μεριστήν(25)τῆς φύσεως, κοινωνὸν τῆς μαθητείας ἀπεργασάμενος. Τοῦτο πρῶτον Ἀνδρέου κατόρθωμα. Ηὔξησε τῶν ἀποστόλων τὸν ἀριθμὸν προσήνεγκε Πέτρον, ἵν' εὕρη Χριστὸς τὸν τῶν μαθητῶν κορυφαῖον. Ὥστε καὶ ἐν οἷς ὕστερον εὐδοκιμῶν ὁ Πέτρος εὑρίσκεται, παρὰ Ἀνδρέου τῆς εὐδοκιμήσεως ἔχει τὰ σπέρματα. Ἀλλ' ἡ τῶν ἐπαίνων ἰσόρροπος ἐξ ἑκατέρων πρὸς ἀλλήλους ἀντίδοσις γίνεται. Οἰκειοῦνται γὰρ τὰ ἀλλήλων ἀγαθά, καὶ τοῖς ἀλλήλων ἀγαθοῖς ἐναβρύνονται(26). Πόσην γοῦν ἤνεγκε τοῖς πᾶσι χαρὰν ὁ Πέτρος πρὸς τὰς δεσποτικὰς ἐρωτήσεις ὀξέως(27) ἀποκρινόμενος, καὶ λύσας σιωπὴν μαθητῶν ἐρυθριῶσαν; «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;»(28). Καὶ ὡς αὐτὸς ὢν τῶν ἐρωτηθέντων ἡ γλώττα, ἢ ὡς ἁπάντων ἐν ἐκείνῳ λαλούντων, μόνος ὑπὲρ πάντων ἐφθέγγετο• «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»(29), μιᾷ φωνῇ καὶ τὸν οἰκονομοῦντα, καὶ τὴν οἰκονομίαν ἀποφθεγξάμενος. Ὢ συμφωνίας ρημάτων! οἷς γὰρ Ἀνδρέας τὸν Πέτρον ἐχειραγώγησε ρήμασι, τούτοις ἄνωθεν ὁ Πατὴρ τὸν Πέτρον ἐνηχῶν καθυπέγραφεν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ὁ Πατὴρ ὑπέβαλλε λέγων• «Σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»• μόνον οὐχὶ ταῦτα πρὸς τὸν Πέτρον έγκελευσάμενος(30). Φθέγξαι, ὦ Πέτρε, τὰς Ἀνδρέου φωνὰς ἐρωτώμενος• φάνηθι τοῦ Διδασκάλου πρὸς ἀπόκρισιν ἑτοιμότερος. Οὐκ ἐψεύσατο πρὸς σὲ λέγων• «Τὸν Μεσσίαν εὑρήκαμεν». Σύ, τὴν Ἑβραΐδα φωνὴν εἰς Ἑλλάδα μεταστήσας, ἀναβόησον• «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱός τοῦ Θεοΰ τοῦ ζῶντος». Ὁρᾷς ὅσοις εὐθὺς ἐν προοιμίοις τῆς μαθητείας ὁ Ἀνδρέας ἐγκαλλωπίζεται.

Ε'. Ἀλλ' ἐπειδὴ τὰς πόλεις καταλιμπάνων(31) ὁ Σωτὴρ περιενόστει(32)τὴν ἔρημον, συμπεριήει(33) αὐτῷ τῶν ἀνθρώπων τὰ γένη, μηδὲ πρὸς βραχὺ τὸν χωρισμὸν ὑπομένοντα. Ἦν ἐν ἐρημίᾳ καὶ τροφῆς ἀπορία, καὶ ἡ γαστὴρ οὐκ ἐσπένδετο(34). Ὁ δὲ Σωτήρ, τῆς ἐρήμου λαβόμενος, θαῦμα παλαιὸν ἀνεζωπύρει" καὶ τῶν ἐν ἐρήμῳ ποτὲ θαυμάτων μάρτυρα πάλιν ἐποιεῖτο τὴν ἔρημον• καὶ τοὺς μαθητὰς ἐστιάτορας(35)προύβαλλετο(36), καὶ πρὸς αὐτοσχέδιον εὐωχίαν(37) τὰ πλήθη προτρέπεται. Τὸ τοίνυν(38) τῶν μαθητῶν πλῆθος πρὸς τὴν ἔνδειαν ἐταράττετο, καὶ πρὸς ἀλλήλους ὁρῶντες, τὸ δὲ μέλλον οὐκ ἐννοοῦντες τοῖς ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς ἐλυμαίνοντο(39). Ἄλλος μὲν οὗν ἄλλο τι τῶν μαθητῶν ἐφθέγγετο, τὴν παροῦσαν ἀπορίαν ἐπαγγέλλοντες. Ἀνδρέας δέ, τῶν προσόντων, τὴν εὐτέλειαν ἐλέγχων, ἔλαθε(40) διδοὺς τῷ Σωτήρι τὰς προφάσεις τοῦ θαύματος. Τί γάρ φησιν; Οὐκ εἰσίν εἰ μὴ πέντε ἄρτοι, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. Τί οὖν ὁ Σωτήρ; Φέρετέ μοι αὐτὰ ὧδε. Καὶ γέγονεν ἡ τῆς σπάνεως ὁμολογία τῶν ἀγαθῶν περιουσία.

ΣΤ' . Ἀλλὰ γὰρ ὁ Σωτὴρ ἤδη λοιπόν, τὰς ἐν γῇ διατριβὰς ἀνύσας, καὶ τὸν αὐτάρκη τοῖς μαθηταῖς συνδιατρίψας χρόνον, πρὸς οὐρανοὺς ἐκομίζετο• ἀπόστολοι δέ, τὴν οἰκουμένην διαλαβόντες, καὶ τοῖς σώμασι μερισθέντες, ἄλλος ἀλλαχόσε(41) τὰ τῆς χάριτος μετοχετεύων νάματα. Ἐνταῦθα τοίνυν ὁ μακάριος οὗτος Ἀνδρέας, Ἑλλάδα τε ὁμοῦ καὶ βάρβαρον ἐμπλήσας τῆς χάριτος καὶ δυσωπήσας πρὸς πίστιν τὰ ἔθνη τοῖς θαύμασιν, ἐπὶ τὸ τῆς ἀπιστίας μαχιμώτατον, τὴν Ἀχαΐαν λέγω, ἐπεστέλλετο. Ἔνθα δὴ πολλοὺς οὐρανῷ προσγράψας, εἷς διὰ τῆς πίστεως, σταυρῷ παραδίδοται• καὶ τρόπω τῆς τελευτῆς τὸν Δεσπότην μιμούμενος, ἵνα τῇ κοινωνίᾳ τοῦ πάθους δείξῃ τοῦ πόθου τὸ μέγεθος. Σταυρὸς οὗν ἐπὶ μέσῃ Ἑλλάδος ἐπήγνυτο, καὶ Ἀνδρέας ἐκρεμᾶτο, σταυρῷ τὸν σταυρωθέντα κηρύσσων, καὶ τοῖς ἥλοις(42) τοὺς ἥλους πιστούμενος, καὶ τῷ πάθει τὸ πάθος μαρτυρούμενος. Πέρας δὲ τοῦτο τῆς θνητῆς ζωῆς εὐράμενος, ἐνεργεστέραν(43) τῆς διδασκαλίας διὰ τοῦ πάθους τὴν δύναμιν ἐνδεικνύμενος. Οὕς γὰρ οὐκ ἔπεισε δημηγορῶν, τούτους ἀναιρεθεὶς ἐδυσώπησεν(44)• καὶ οὓς λαλῶν οὐχ εἵλκυσε, παθὼν ἐσαγήνευσε. Μερισθεὶς γὰρ οὐρανῷ καὶ γῇ, σώματι μὲν ἔχων τὴν γῆν, ψυχῇ δὲ τὸν οὐρανόν κληρωθείς, ἐποπτεύει τὰς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλας, ἰάμασι καὶ θαύμασι τοὺς ἐπὶ γῆς δεξιούμενος. Ἐκείνης τῆς γεωργίας οἱ παρόντες ἀνεβλάστησαν στάχυες• ἐκ τῆς ἐκείνου διδασκαλίας οἱ τῆς πίστεως ἤνθησαν βότρυες(45). Καὶ ὑμεῖς οἱ τῆς εὐσεβείας διδάσκαλοι ἀπηντήκατε, οἱ τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας ἔμποροι πρὸς τὸν οὐρανῷ θαυμαζόμενον συνεληλύθατε. Χριστοῦ γὰρ ἔστι διὰ τοῦ μακαρίου Παύλου φωνή• «Εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν»(46). Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σημειώσεις

1. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (328-335, 337-340, 346-356, 362, 363-365, 366-373 μ.Χ.), κατέστη «ζῶσα ἔκφρασις καὶ ἑρμηνεία τῆς ὀρθῆς πίστεως», καὶ οἱ ἀγῶνες του τὸν ἀνέδειξαν «τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἀληθῆ στύλον καὶ θεμέλιον, Πατέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄχρι τερμάτων πάσης τῆς γῆς ἔνδοξον». Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 18η Ἰανουαρίου.
2. Μάτθ. δ' 19.
3. Μεγάλο ἱστιοφόρο πλοῖο.
4. Μοχλὸς μετακινῶν τὸ πηδάλιο, κν. τὸ πηδάλιο.
5. Ἐνεστ. τοῦ ρ. ἰθύνω: διευθύνω, κυβερνῶ.
6. Τὸ ἀνώτερο καὶ κάλλιστο μέρος τῶν θινῶν (σωρῶν σίτου ἢ κριθῆς).
7. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ὑπερτίθημι: θέτω ὑπεράνω.
8. Ἀναφορικὸ ἐπίρρημα: ὅπου, ὅπως.
9. Εὐκτ. μέσ. ἀορ. τοῦ ρ. ἅπτω: ἀγγίζω, συνάπτω.
10. Α' Κόρ. ιβ' 26.
11. Ρέον, ὑγρό, ὕδωρ. Ἐκ τοῦ ρ. νάω: ρέω.
12. Μτχ. παρακ. τοῦ ρ. ἐφίσταμαι: στέκομαι ἐπὶ τινος.
13. Παρατ. τοῦ ρ. πάρειμι: εἶμαι παρών.
14. Διάβασις ὑπεράνω τινός, ὑπερύψωσις, ὑπεράνω τοποθέτησις.
15. Ἰωαν. α' 29.
16. Μτχ. μέσ. ἐνεστ. τοῦ ρ. νύττω - νύσσω: κεντῶ, τρυπῶ, πλήττω.
17. Καὶ οἱ δύο, ἀμφότεροι.
18. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ὑπερτρέχω: ξεπερνῶ τρέχων, ὑπερβαίνω.
19. Ἀορ. τοῦ ρ. ἵστημι: στήνω, ἐμποδίζω κάποιον, σταματῶ.
20. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ἀνέχομαι.
21. Δεύτ. ιη’ 15.
22. Ἰωάν. α’ 42.
23. Ἀορ. β' τοῦ ρ. φέρω.
24. Μτχ. ἀορ. β' τοῦ ρ. ἀνύω: διανύω, καταναλίσκω.
25. Ὁ μερίζων, ὁ διανέμων.
26. Ἐνεστ. τοῦ ρ. ἐναβρύνομαι: σεμνύνομαι διὰ τι.
27. Ταχέως.
28. Μτθ. ιστ' 13.
29. Μτθ. ιστ' 16.
30. Μτχ. μέσ. ἄορ. τοῦ ρ. ἔγκελευω: προτρέπω, παρακινῶ, διατάσσω.
31. Μτχ. ἐνεστ. τοῦ ρ. καταλιμπάνω: ἐγκαταλείπω, ἀφήνω.
32. Παρατ. τοῦ ρ. περινοστέω -ῶ: περιέρχομαι, περιφέρομαι.
33. Παρατ. τοῦ ρ. συμπερίειμι: ὁμοῦ μετὰ τινος περιέρχομαι.
34. Παρατ. τοῦ ρ. σπένδομαι: συνθηκολογῶ, εἰρηνεύω.
35. Οἱ προσφέροντες γεῦμα.
36. Παρατ. τοῦ ρ. προβάλλομαι: παρουσιάζω.
37. Πλούσιο, γεΰμα, μτφ. ἐντρύφησις.
38. Ὅθεν, λοιπόν, δι' ὅ.
39. Παρατ. τοῦ ρ. λυμαίνομαι: ἐπιφέρω βλάβη σὲ κάποιον.
40. Ἀορ. β' τοῦ ρ. λανθάνω: διαφεύγω τὴν προσοχὴ κάποιου, μένω ἄγνωστος. Μὲ μτχ. μεταφράζεται ὡς ἐπίρρημα («ἔλαθε διδούς»: ἔδωσε κρυφά).
41. Εἰς ἄλλο μέρος, ἄλλον τόπο.
42. Τὰ καρφιά.
43. Ἀποτελεσματικώτερα πρὸς τι.
44. Ἀορ. τοῦ ρ. δυσωπέω -ῶ: ἐξευμενίζω κάποιον.
45. Οἱ καρποὶ τῆς ἀμπέλου.
46. Β' Τίμ. β' 12.

Ἑλληνικὴ Πατρολογία Μιγνίου (Migne), τ. 28ος, σ. 1101 κ' ἑξῆς, ἢ ΒΕΠΕΣ, τ. 36ος, σ. 303-306.

Πηγή: www.myriobiblos.gr

Απόστολος Ανδρέας – Πορεία αγιασμού (30 Νοεμβρίου) Στέργιος Ν. Σάκκος

 


Απόστολος Ανδρέας – Πορεία αγιασμού
Τοῦ κ. Στεργίου Ν. Σάκκου, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.
Τήν τελευταία μέρα τοῦ Νοεμβρίου ἡ μορφή τοῦ Πρωτοκλήτου ἀποστόλου ᾿Ανδρέα μᾶς δίνει ἕνα σπουδαῖο μήνυμα, ὅπως δίνει καί τό ὄνομα στό μήνα· εἶναι γνωστό ὅτι σέ πολλά μέρη τῆς πατρίδας μας ὁ Νοέμβριος ὀνομάζεται ᾿Αντριάς (= ᾿Ανδρέας).
Σεμνή καί ταπεινή μορφή τοῦ ἁγίου ᾿Ανδρέα καλύπτεται συνήθως στίς εὐαγγελικές διηγήσεις πίσω ἀπό τή δυναμική προσωπικότητα τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ του, τοῦ κορυφαίου τῶν μαθητῶν Πέτρου. ᾿Ελάχιστα περιστατικά τῆς ζωῆς του, ὅπως ἄλλωστε καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ἀναφέρονται στήν Καινή Διαθήκη. Μερικά ἀπό αὐτά εἶναι· πρώτη γνωριμία του μέ τόν Κύριο, στόν ὁποῖο ἀμέσως μετά ὁδήγησε τόν ἀδελφό του Πέτρο· ἐνεργός παρουσία του στό χορτασμό τῶν πέντε χιλιάδων λαοῦ καί στή συνάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ κάποιους ῞Ελληνες, πού ζητοῦσαν νά τόν δοῦν. Εἶναι ὅμως ἀρκετά τά περιστατικά αὐτά, γιά νά μᾶς δώσουν τά δικά τους μοναδικά μαθήματα σήμερα.

῎Ηδη ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ ᾿Ανδρέα μέ τόν Κύριο δίνει τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς σεμνῆς ἀλλά ὄχι ἀσήμαντης προσωπικότητάς του. Εἶναι ὁ εἰλικρινής καί βαθύς πόθος του νά συναντήσει τόν Μεσσία. Αὐτός ὁ πόθος εἶχε ὁδηγήσει τόν ἄσημο ψαρά τῆς Γαλιλαίας στήν ἔρημο τοῦ ᾿Ιορδάνη, ὅπου κήρυττε ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής τοῦ Κυρίου ᾿Ιωάννης. Κι ὅταν ἀπό τά ἀσκητικά χείλη τοῦ Προδρόμου ἄκουσε τή σύσταση γιά τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ», τόν πλησίασε μαζί μέ τόν συμμαθητή του, τόν εὐαγγελιστή ᾿Ιωάννη. Ζήτησαν νά μάθουν ποῦ μένει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τούς κάλεσε· «ἔρχεσθε καί ἴδετε». Κι ὁ ᾿Ανδρέας ἀνταποκρίθηκε στήν κλήση. ῎Ετσι εἶναι ὁ Πρωτόκλητος.
«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν!», ἔσπευσε νά ἐκμυστηρευθεῖ στόν ἀδελφό του Πέτρο, ὁδηγώντας κι ἐκεῖνον στόν ᾿Ιησοῦ. Πόση χαρά, πόση ἀνακούφιση κι εὐγνωμοσύνη, πόσο ἐνθουσιασμό καί αἰσιοδοξία κλείνει ἐκεῖνο τό «εὑρήκαμεν»! Στό πρόσωπο τοῦ Μεσσία ὁ ᾿Ανδρέας εἶχε ἐπενδύσει τά πιό μεγαλόπνοα ὄνειρα, τίς πιό ζωηρές του ἐλπίδες. Γι᾿ αὐτό μόλις τόν συνάντησε, τοῦ παρέδωσε ἀνεπιφύλακτα τόν ἑαυτό του χωρίς ἄλλες ἀξιώσεις, χωρίς ἄλλα ζητούμενα. Στόχος του ἀπό κεῖ κι ὕστερα μέχρι τή στερνή του ὥρα, ὅταν -σάν τόν Κύριό του- σταυρώθηκε στήν Πάτρα, ἦταν πῶς νά ὁδηγήσει κι ἄλλες ψυχές στή σωτηρία, πού κοντά στόν Χριστό γεύθηκε.
Κι ἔγινε ὁ ἀπόστολος ᾿Ανδρέας τό ὑπόδειγμα καί τό ὁρόσημο στήν πορεία κάθε ψυχῆς πρός τή λύτρωση. Στήν ἀποστολική ἐποχή ἀλλά καί σέ κάθε ἄλλη -καί στή δική μαςδέν μπορεῖ κανείς νά συναντήσει τόν Χριστό, νά βρεῖ τή λύτρωση, ἄν δέν νιώθει μέσα του βαθειά τήν ἐπιθυμία καί τήν ἀνάγκη γι᾿ αὐτό. Πάνω ἀπό κάθε πόθο καί κάθε ἐπιδίωξη, πέρα ἀπό κάθε ἐπιτυχία καί καταξίωση, στέκει ὁ πόθος γιά τή σωτηρία. Χαρά σ᾿ ὅποιον δέν φίμωσε μέσα του αὐτόν τόν πόθο. Δέν θά ἀργήσει νά τοῦ τόν ἐκπληρώσει ὁ Κύριος.
Καί κάτι ἀκόμη· ὅποιος ζήσει τή λύτρωση κοντά στόν Χριστό δέν ἀπολαμβάνει φίλαυτα καί ἐγωιστικά τή χαρά του. Σπεύδει νά γίνει ὁ καλός ἄγγελος γιά τή σωτηρία καί ἄλλων ψυχῶν. Θέλει συνοδοιπόρους στήν πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ του. Αὐτό μᾶς μηνύει ὁ ἅγιος ἀπόστολος ᾿Ανδρέας

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ πρωτοκλήτου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, μιὰ μικρὴ πόλη στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφός τοῦ Σίμωνα, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μετωνομάσθηκε Πέτρος. Ὑπῆρξε πρῶτα μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ Ἰωάννη καὶ ὀνομάζεται πρωτόκλητος, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἦταν βέβαια ψαρᾶς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του. Ἄκουσε τὸ βαπτιστὴ Ἰωάννη, ποὺ εἶπε κι ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀνδρέας κι ἕνας ἄλλος μαθητὴς πῆραν ἀπὸ κοντὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκεῖνος στράφηκε καὶ τοὺς ρώτησε· «Τί ζητεῖτε;». Καὶ τότε ὁ Ἀνδρέας τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ποῦ μένεις;».

Φαίνεται πὼς ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ βαπτιστῆ μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα ἦταν ὁ ὕστερα ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὸ συνηθίζει σὲ τέτοιες περιπτώσεις νὰ μὴ λέγη τὸ ὄνομά του. Στὴν ἐρώτηση λοιπὸν τοῦ Ἀνδρέα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπάντησε· «Ἔρχεσθε καὶ ἴδετε», ἐλᾶτε νὰ δῆτε. Καὶ συνεχίζει τὴ διήγηση ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Ἦλθον σὺν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη»· ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποὺ μένει καὶ ἔμειναν κοντὰ του ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὡς τὶς τέσσερις τὸ ἀπόγευμα. Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τί θὰ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν θεῖο Διδάσκαλο οἱ δυὸ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη μία ἥμερα ὁλόκληρη, ποὺ ἔμειναν μαζί του, καὶ ποιὲς θὰ ἦσαν οἱ ἐντυπώσεις των.

Ἀλλὰ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκαμε καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ἡ ὁλοήμερη ἀναστροφὴ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς ψαράδες τῆς Γεννησαρέτ, τὴν βλέπομε στὴ συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς διήγησης. Ὁ Ἀνδρέας, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, «εὑρίσκει πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Πρῶτος ὁ Ἀνδρέας βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸ Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει· «Βρήκαμε τὸ Χριστό!». Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Χριστός, ὁ ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο περίμενε ὁ λαός. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα· ὁ βάπτισης Ἰωάννης ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἔλεγε «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε τώρα στοὺς δύο ψαράδες καὶ τοὺς ἔπεισε πὼς αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν. Δὲν ἔμενε λοιπὸν ἀμφιβολία, κι ὁ Ἀνδρέας γεμάτος χαρὰ καὶ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ ἔφερε τὴν ἀγγελία στὸν ἀδελφό του.

Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἱερὸ κείμενο συπληρώνει ὅτι ὁ Ἀνδρέας πῆρε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν παρουσίασε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· «ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κύτταξε τὸ Σίμωνα στὰ μάτια καὶ τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς»· ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἐσὺ θὰ ὀνομασθῆς Κηφᾶς. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι τὸ Κηφᾶς στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ Πέτρος. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄλλαξε τὸ ὄνομα τοῦ Σίμωνα καὶ τὸν εἶπε Κηφά, δηλαδὴ Πέτρο, μᾶς τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ὁμολογία τὸ Πέτρου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τοῦ εἶπε· «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν...». Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πέτρα τῆς πίστεως καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ πρώτη συνάντηση τοῦ Ἀνδρέα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν εἶναι καὶ ἡ ὁριστικὴ κλήση του στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου. Ὅταν παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε ὁριστικά τους μαθητές, ποὺ θὰ γίνονταν Ἀπόστολοι καὶ τότε πρῶτον πάλι κάλεσε τὸν Ἀνδρέα μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο, ποὺ τοὺς βρῆκε «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν». Ἄλλες δυὸ φορὲς ὕστερα βλέπομε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Μία φορά, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Φίλιππο ἔφεραν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ κάποιους Ἕλληνες, ποὺ ζήτησαν νὰ τὸν δοῦν. Καὶ δεύτερη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμιλοῦσε γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ· τότε, μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας ρώτησε· «Εἰπὲ ταῦτα πότε ἔσται;», πές μας πότε θὰ γίνουν αὐτά;

Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν ξέρομε πολλὰ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἡ ἱεραποστολική του δράση συνδέεται μὲ τὴ δική μας Βυζαντινὴ καὶ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἀρχαῖο Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πατριαρχικὸς ναὸς σήμερα στὴν Πόλη τιμᾶται στὸ ὄνομά του. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ μαρτύρησε, σταυρωμένος ἀνάποδα. Ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου στὴν Πάτρα εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλοπρεπέστερους σήμερα ναοὺς στὴν Ἑλλάδα. Τὴν ἁγία του κάρα τὸ 1460 ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος φεύγοντας τὴν κατάκτηση τῶν Τούρκων τὴν πῆρε μαζί του ἀπὸ τὴν Πάτρα στὴ Ρώμη, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ Μητροπολίτης Πατρὼν τὴν ξαναπῆρε στὴν Πάτρα. Μένει πάντα στ’ αὐτιά μας ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιομνημόνευτούς του Εὐαγγελίου· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν!». Ἀμὴν

Συναξαριστής 30 Νοεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος, ὁ Πρωτόκλητος



Ὁ Ἀνδρέας, ψαρὰς στὸ ἐπάγγελμα καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἦταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἐπειδὴ κλήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο πρῶτος στὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν, ὀνομάστηκε πρωτόκλητος.

Ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς τοῦ Ἀνδρέα μέχρι τὴν Σταύρωση, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὑπῆρξε σχεδὸν ἴδια μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων μαθητῶν.

Μετὰ τὸ σχηματισμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὁ Ἀνδρέας κήρυξε στὴ Βιθυνία, Εὔξεινο Πόντο, Θρᾴκη, Μακεδονία καὶ Ἤπειρο. Τελικά, κατέληξε στὴν Ἀχαΐα. Ἐκεῖ ἡ διδασκαλία του καρποφόρησε καὶ μὲ τὶς προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικὰ πολλοὺς ἀσθενεῖς. Ἔτσι, ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια εἶχε μεγάλες κατακτήσεις στὸ λαὸ τῆς Πάτρας.

Ἀκόμα καὶ ἡ Μαξιμίλλα, σύζυγος τοῦ ἀνθυπάτου Ἀχαΐας Αἰγεάτου, ἀφοῦ τὴν θεράπευσε ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀῤῥώστια ποὺ εἶχε, πίστεψε στὸ Χριστό. Τὸ γεγονὸς ἐκνεύρισε τὸν ἀνθύπατο, καὶ μὲ τὴν παρότρυνση τῶν εἰδωλολατρῶν ἱερέων συνέλαβε τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν σταύρωσε σὲ σταυρὸ σχήματος Χ.

Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας «παρέστησε τὸν ἑαυτό του στὸ Θεὸ δόκιμον ἐργάτην», δηλαδὴ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ λείψανό του ἔθαψε μὲ εὐλάβεια ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος Πατρῶν Στρατοκλῆς.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.



Μεγαλυνάριον Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.

Ὁ Ἅγιος Φρουμέντιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀβησσυνίας (Αἰθιοπίας)

Στὰ χρόνια τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου (330), κάποιος φιλόσοφος ἀπὸ τὴν Τύρο, ποὺ ὀνομαζόταν Φρουμέντιος, πῆγε στὴν Ἀβησσυνία (Αἰθιοπία) γιὰ νὰ συλλέξει ἱστορικὰ στοιχεῖα γι᾿ αὐτὴν τὴ χώρα.

Ἔγινε γνωστὸς στὴ βασιλικὴ αὐλὴ γιὰ τὴν λογιότητά του καὶ διορίστηκε σὲ ἀνώτερη διοικητικὴ θέση. Τὴ θέση καὶ τὴν ἐπιῤῥοή του χρησιμοποίησε γιὰ τὴν ἔναρξη διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ.

Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἀνακοίνωσε στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Μέγα Ἀθανάσιο, ὅτι μία πιὸ συστηματικὴ χριστιανικὴ ἐργασία σ᾿ αὐτὴν τὴ χώρα θὰ εἶχε ἀποτελέσματα καρποφόρα.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμφώνησε καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἱεραποστολὴ ἐκείνη, ἀφοῦ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο (τὸ ἔτος 341) μὲ τὸν τίτλο «Ἀξώμης». Καὶ ἡ ἱεραποστολὴ ἐκείνη, μὲ βοηθὸ τοῦ Φρουμεντίου τὸν Αἰδέσιο, ἔφερε πράγματι ἀρκετὴ καρποφορία.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Μηθύμνης

Ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἦτο ἐπίσκοπος Μηθύμνης, ὁ πρῶτος ἴσως ἐπίσκοπος αὐτῆς τῆς Μητροπόλεως, καὶ μάλιστα ἔλαβε μέρος στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ ἔτος 325 μ.Χ.

Ἐπίσης, λέγεται, ὅτι ἵδρυσε μοναστήρι στὴν περιφέρεια τῆς Κοινότητος Λαφιώνας, ὅπου πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του.

Γιὰ τὸ ἔργο, ἐπίσης, τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου δὲν ἔχομε ἄλλες πληροφορίες, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἀκολουθία ποὺ ψάλλεται τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου, στὶς 30 Νοεμβρίου. Ἐκεῖ ἐγκωμιάζεται ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» καὶ στὴ συνέχεια ὡς «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὅτι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα. 

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ

   
ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥΓιορτάζουμε σήμερα 30 Νοεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου και Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, ας πούμε λίγα λόγια:

Ο Άγιος Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.


Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον εργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!


Ανάλυση ονόματος:
ΑΝΔΡΕΑΣ: (από το ανήρ) = ο ανδρείος, ο γενναίος.

Απολυτίκιο:

Ἦχος δ'.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.Η εικόνα του Αγίου και Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, είναι δια χειρός Ευαγγελίας Μίσκου

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

saint.gr

Παράκλησις (εἰς τὸν Ἅγ. Ἀνδρέα)

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης






Κῆρυξ Οἰκουμένης μέγας φανεῖς,

Πάλιν Βυζαντίδα

Σὺ φωτίζεις κατ' ἐξοχὴν

σὺν τῇ τοῦ Εὐξείνου,

Ἀνδρέα μάκαρ, Πόντου τῇ Ἀμισῷ καὶ ταύταις

σαφῶς ἐφώτισας.



Λόγοις Σου φωτίζεις τὴν Λαζικὴν

καὶ τὴν Τραπεζούντα

σὺν Νικαίᾳ τῇ θαυμαστῇ

καὶ Νικομήδεια,

συνάμα Χαλκηδόνι, ὡς μύστης καὶ αὐτόπτης

Χριστοῦ, Ἀπόστολε.



Τὴν Πόντου Ἡρακλείαν, ὡς εἰκός,

λόγοις ἐκδιδάξας,

ὢ Ἀνδρέα Καθηγητά,

καὶ τὴν Προποντίδα

ὡσαύτως ἐκδιδάσκεις καὶ πόλιν τοῦ Εὐξείνου

σὺν τε Ἀμάστριδα.



Θαύμασι φωτίζεις τοὺς Σινωπεῖς,

Μῦστα τοῦ Δεσπότου,

Σαμοσάτας τε τοὺς σοφούς,

Νεοκαισαρεῖς τε,

τοὺς πρώην ἀπειθεῖς μέν, πιστοὺς δὲ διὰ λόγων

Σοῦ εἰς τὸ ὕστερον.



Κῆρυξ καὶ τῆς Θρᾴκης οὖν γεγονώς,

πάσης Θετταλίας

καὶ Ἑλλάδος, Μάκαρ Σοφέ,

καὶ Μακεδονίας,

ἐσχάτως ἐκδιδάσκεις, Ἀνδρέα Μυστολέκτα,

Τὴν Πελοπόννησον

Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος. Ἡ Ζωὴ ἑνὸς Ὁσιομάρτυρα

 
Κόντογλου Φώτης
 



Στὶς 30 τοῦ Νοέμβρη εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι πεθάνανε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, κηρύχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορες χῶρες. Στὴν Ἑλλάδα μαρτύρησε μοναχὰ ἕνας ἀπ' αὐτούς, ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος, δηλαδὴ ποὺ πῆγε πρῶτος κοντὰ στὸν Χριστό. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα. Πολὺ τιμημένη εἶναι ἡ Πάτρα μέσα στὸν κόσμο, γιατί ἀξιώθηκε νὰ ποτισθεῖ τὸ χῶμα της μὲ τὸ αἷμα ἐκείνου ποὺ τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἕντεκα, πρὶν ἀπὸ τὸν ἀδερφὸ του τὸν Πέτρο.

Ὁ Ἀνδρέας ἤτανε στὴν ἀρχὴ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Μιὰ μέρα καθότανε ὁ Πρόδρομος μαζὶ μὲ τοὺς δύο μαθητές του, κ' εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Χριστὸ νὰ περπατᾶ, καὶ γυρίζει καὶ τοὺς λέει: "Νά, αὐτὸς εἶναι τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ". Καὶ σὰν ἀκούσανε οἱ μαθητὲς τὸ δάσκαλό τους νὰ μιλᾶ ἔτσι, πήγανε ξοπίσω ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ Κεῖνος γύρισε καὶ τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθᾶνε, καὶ τοὺς λέγει: "Τί ζητᾶτε;" Κι' αὐτοὶ τοῦ εἴπανε: "Δάσκαλε, ποῦ κάθεσαι;" Κι' ὁ Χριστὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: "Ἐλᾶτε νὰ δῆτε". Πήγανε λοιπὸν κ' εἴδανε ποῦ καθότανε, κι' ἀπομείνανε μαζί του ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ὁ ἕνας ἀπ' αὐτοὺς τοὺς δύο ἤτανε ὁ Ἀνδρέας. Ὁ ἄλλος εἶναι φανερὸ πὼς ἤτανε ὁ Ἰωάννης, γιατί αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω τὰ γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του (Ἰω. α΄, 35), καὶ λέγει "ἧν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ τοῦ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ" (Ἰω. α΄, 41).

Βλέπεις πῶς κρύβει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἤτανε μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα; Καὶ τὸ κάνει ἀπὸ σεμνότητα, ὄχι μοναχὰ σ' αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ Εὐαγγελίου του, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα. K' ἐνῷ εἶναι πάντα λιγόλογος στὰ καθέκαστα τῆς ἱστορίας του, σ' αὐτὸ τὸ μέρος γράφει καὶ τὴν ὥρα ποὺ πήγανε κοντὰ στὸν Χριστό, κι' ἀπ' αὐτὸ φαίνεται πόσο τυπώθηκε μέσα στὴν ψυχὴ του ἐκείνη ἡ στιγμὴ ποὺ πρωτογνώρισε τὸν ἀγαπημένο του δάσκαλο. Γράφει λοιπόν: "Ὥρα ἦν ὡς δεκάτη" (Ἰω. α΄, 40).

Ὕστερα, πηγαίνει ὁ Ἀνδρέας καὶ βρίσκει τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο ποὺ τὸν λέγανε τότε ἀκόμη Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει: "Βρήκαμε τὸν Μεσσία ποὺ θὰ πεῖ Χριστός". "Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν, ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός". Καὶ τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὸν Χριστό. Κι' ὁ Χριστός, σὰν γύρισε καὶ εἶδε τὸν Σίμωνα, εἶπε: "Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας ὁ γυιὸς τοῦ Ἰωνᾶ• ἐσένα τόνομά σου θὰ γίνει Κηφᾶς, ποὺ θὰ πεῖ Πέτρος".

Ὁ Ἀνδρέας γεννήθηκε στὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἕνα ψαραδοχώρι χτισμένο στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Κατὰ τὰ παραπάνω ποὺ εἴπαμε, ὁ Πέτρος ἤτανε ἀδελφός τοῦ Ἀνδρέα, κ' οἱ δύο ἤτανε γυιοὶ τοῦ γέρο Ἰωνᾶ, ψαραδόσογο. Ὁ Πέτρος ἤτανε φουριόζος καὶ ἐνθουσιαζότανε εὔκολα, ἐνῷ ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἥσυχος καὶ λιγόλογος, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος: "Πέτρος θερμὸς τῷ πνεύματι ἦν πάνυ καὶ εἰς κοσμικῶν χρεῶν μέριμναν ἐπιτήδειος, ὁ δὲ Ἀνδρέας πραΰς καὶ ὀλιγόλαλος".

Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο φαίνεται πὼς ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἴχανε πιὸ πολὺ θάρρος μαζί του, σὰν τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Φίλιππο. Ὡστόσο τὰ λόγια ποὺ ἔλεγε ἦταν πάντα λιγοστά. Τὴ μέρα ποὺ μαζεύθηκε πολὺς κόσμος κι' ἄκουγε τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πεινάσανε, γύρισε ὁ Χριστὸς κ' εἶπε στὸν Φίλιππο: "Ἀπὸ ποῦ θὲ ν' ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάει ὁ κόσμος;" Κι' ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε: "Διακόσια τάλληρα ψωμιὰ δὲν φτάνουνε γιὰ νὰ φάγει ὁ καθένας τους ἀπὸ μία μπουκιά". Τότε ὁ Ἀνδρέας λέγει στὸν Χριστό: "Εἶναι ἐδῶ πέρα ἕνα παιδάριο ποὺ ἔχει πέντε ψωμιὰ κριθαρένια καὶ δύο ψάρια" (Ἰω. στ΄, 5-10).

Κι' ἄλλη φορὰ πάλι, τὴ μέρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὰ βάγια, κάποιοι Ἕλληνες θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, καὶ πήγανε στὸν Φίλιππο καὶ τοῦ εἴπανε: "Κύριε, θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦ". Καὶ ὁ Φίλιππος πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, κ' ὕστερα κ' οἱ δύο μαζὶ τὸ εἴπανε στὸν Χριστό. Καὶ τότες ὁ Χριστὸς εἶπε: "Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου" (Ἰω. ιβ΄, 23). "Ἔφταξε ἡ ὥρα γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου", δηλαδὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες θὰ κηρυχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Λοιπόν, βλέπεις; Πάλι ὁ Ἀνδρέας τοῦ μίλησε. Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τόπανε στὸν Φίλιππο γιατί θάξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τόνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι' αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι' αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ' ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλῶσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δύο εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα.

Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τὴν τελευταία φορὰ ποὺ φανερώθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, τοὺς εἶπε: "Πηγαίνετε καὶ μαθητέψετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαφτίζοντάς τα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ διδάσκοντάς τα νὰ κρατᾶνε ὅλα ὅσα σᾶς παράγγειλα. K' ἐγὼ θᾶμαι πάντα μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες, μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου".

Ἀφοῦ λοιπὸν πήρανε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τραβήξανε ὁ καθένας κατὰ τὴ φώτιση ποὺ πῆρε, στόνα καὶ στ' ἄλλο μέρος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τράβηξε, κατὰ τὴν παράδοση, καὶ πῆγε κατὰ πρῶτο στὰ μέρη τῆς Μαύρης Θάλασσας. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Τραπεζούντα καὶ στὴν Ἀμισό, ἔχοντας μαζί του κάποιους ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, καὶ γύρισε στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες Ἕλληνες καὶ Ἰουδαίους. Ἀπὸ κεῖ τράβηξε στὴν Κολχίδα, δηλαδὴ στὸ σημερινὸ Λαζιστάν, ποὺ κατοικούσανε οἱ ἄγριοι κουρσάροι οἱ λεγόμενοι Κερκέτες.

Κατόπι γύρισε πίσω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ πάλι ξανάφυγε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ πήγανε στὴν Ἔφεσο. Στὴν Ἔφεσο εἶδε στόνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τὸν πρόσταξε νὰ πάγει στοὺς Σκύθες νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Πηγαίνοντας στὴ Σκυθία, πέρασε ἀπὸ τὴ Βιθυνία καὶ κήρυξε στὴ Νικομήδεια, στὴ Χαλκηδόνα καὶ στὴν Ποντοηράκλεια. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Παφλαγονία καὶ κήρυξε στὴν Ἄμαστρη καὶ στὴ Σινώπη, κ' ἐκεῖ βάφτισε τοὺς πιὸ πολλοὺς χριστιανοὺς καὶ κατόπι πῆγε πάλι στὴν Ἀμισὸ καὶ στὴν Τραπεζούντα. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὰ Σαμόσατα ποὺ βρισκότανε ἀπάνω στὸν ποταμὸ Εὐφράτη καὶ δίδαξε τοὺς Ἕλληνες, ποὺ κατοικούσανε πολλοὶ σ' αὐτὸ τὸ μέρος.

Ἀπὸ τὰ Σαμόσατα ξαναγύρισε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τότες εἶδε τὸν Παῦλο. Μετὰ τὸ Πάσχα, ἔφυγε πάλι καὶ πέρασε τὴν Καππαδοκία καὶ τὴ Λαζικὴ κ' ἔφταξε στὸ Κίεβο τῆς Σκυθίας, ποὺ ἤτανε τὸ Πάνθεο τῆς σλαυωνικῆς πολυθεΐας, κι' ἀπάνω σ' ἕνα χαμοβούνι ἔστησε ἕναν πέτρινο σταυρό. Κατόπι πέρασε τὸν Καύκασο καὶ τὴν Κασπία Θάλασσα, καὶ κήρυξε στὴ Χορασμία, στὸ σημερινὸ Χορωσάν. Ὕστερα ἔστρεψε πίσω κατὰ τὸ βασίλεμα καὶ πῆγε στὴν Κριμαία, κι' ἀφοῦ δίδαξε καὶ βάφτισε πολλούς, πέρασε στὴ Σινώπη, κι' ἀπὸ κεῖ πῆγε στὸ Βυζάντιο, ποὺ ἤτανε τότες ἕνα χωριό, πρὶν χτιστεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, κι' ἀφοῦ χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυν, ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, πῆγε στὴ Θρᾴκη καὶ στὴ σημερινὴ Βουλγαρία καὶ Σερβία.

Ἔπειτα κατέβηκε στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία καὶ στὴ Ρούμελη, κι' ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸν Μοριὰ καὶ πῆγε στὴν Ἀχαΐα ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Πάτρα, μεγάλη πολιτεία τιμημένη ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ποὺ ἀφεντεύανε τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἀπάνω σ' ὅλον τὸν κόσμο, κ' ἤτανε στολισμένη μὲ ἐπίσημα χτίρια καὶ μὲ ἀγάλματα. Ἀνθύπατος τῆς Ἀχαΐας ἤτανε τότες ἕνας ποὺ τὸν λέγανε Αἰγεάτη. Σὲ λίγο ἀκούσθηκε πὼς ὁ Ἀνδρέας γιάτρεψε πολλοὺς ἀρρώστους μονάχα μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του κι' ὁ κόσμος ἔτρεχε σ' αὐτόν. Ἔτυχε τότε ν' ἀρρωστήσει κι' ἡ γυναῖκα τοῦ Αἰγεάτη, λεγόμενη Μαξιμίλλα, κι' ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὴν ἔγιανε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔφυγε στὴ Ρώμη ὁ Αἰγεάτης γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα γιὰ κάποιες ὑποθέσεις, κι' ἄφησε στὸ πόδι του τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ. Αὐτὸς ὁ Στρατοκλὴς ἤτανε σοφὸς καὶ φημισμένος μαθηματικὸς στὴν Ἀθῆνα, κ' εἶχε ἕνα δοῦλο ποὺ τὸν λέγανε Ἀλκαμανά, καὶ τὸν γιάτρεψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπὸ σεληνιασμὸ ποὺ ὑποφέρνε. Ὁ Στρατοκλῆς κ' ἡ Μαξιμίλλα πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτισθήκανε, κι' ἄλλος πολὺς κόσμος μαζί τους.

Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ. Πρὶν νὰ τὸν πιάσουνε, χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στρατοκλῆ.

Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησία του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ' ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δύο ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς.

Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, "ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστὴ μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια". Τὸ σκήνωμά του τὸ ἔθαψε ὁ ἐπίσκοπος Στρατοκλῆς μὲ τὴ Μαξιμίλλα καὶ κόσμος πολύς, ἀφοῦ τὸ ἀλείψανε μ' ἀκριβὰ ἀρώματα καὶ τὸ ἐνταφιάσανε σ' ἕνα μνῆμα μαρμάρινο κοντὰ στὴ θάλασσα. Ὁ τάφος του βρίσκεται ὡς τὰ σήμερα μέσα στὴν ἐκκλησία του, ἀλλὰ τὸ ἅγιο λείψανο λείπει, γιατί 350 χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτύριό του τὸ ἀνακομίσανε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ καταθέσανε στὴν ἐκκλησιὰ τῶν ἁγίων ἀποστόλων μαζὶ μὲ τῶν ἄλλων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ.

Στὰ 1204 πήγανε στὴν Πόλη οἱ Φράγκοι, κι' ἁρπάξανε ὅ,τι ἤβρανε. Ἕνας καρδινάλης Πέτρος, ἀπὸ τὴν Καπούα, πῆρε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα καὶ τὸ πῆγε στὸ Ἀμάλφι τῆς Ἰταλίας, καὶ κεῖ χτίσανε ἐκκλησία σὲ μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ βάλανε μέσα μὲ μεγάλη πομπὴ τὸ λείψανό του κλεισμένο σὲ ἀσημένια θήκη, στὶς 8 Μαΐου 1208.

Στὴν Πάτρα ἀπόμεινε μοναχὰ ἡ ἁγία κάρα ποὺ τὴ δώρισε στοὺς Πατρινοὺς ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Μὰ στὰ 1460 ποὺ κατεβήκανε οἱ Τοῦρκοι στὸν Μοριᾶ, ὁ Θωμᾶς ὁ Παλαιολόγος, ἀδελφός τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τελευταῖος ἄρχοντας τῆς Πάτρας, πῆρε τὴν ἁγία κάρα καὶ μπαρκάρησε ἀπὸ τὴν Πύλο καὶ πῆγε στὴ Ρώμη καὶ τὴν πρόσφερε στὸν πάπα Πίο τὸ B΄. Ὁ σταυρὸς του βρίσκεται στὴ Μαρσίλια, στὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Βίκτωρος.

Στὴν Πάτρα καὶ στὰ περίχωρα ὑπήρχανε πολλὲς ἐκκλησίες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, πλὴν τώρα δὲν σῴζεται καμμιά. Ἡ σημερινὴ ἐκκλησία του εἶναι βασιλικὴ κατὰ τὸ σχέδιο ποὺ συνηθιζότανε στὰ Ἑφτάνησα, καὶ χτίσθηκε στὰ 1845. Τὸ ταβάνι εἶναι ζωγραφισμένο ἀπὸ τὸν Δημήτριο Βυζάντιο ποὺ ἔγραψε τὴ Βαβυλωνία καὶ ποὺ ἤτανε ἁγιογράφος. M' ὅλο ποὺ ἡ ἐκκλησία αὐτὴ δὲν εἶναι κανωμένη καὶ ζωγραφισμένη κατὰ τὸ βυζαντινὸ τρόπο, εἶναι ὡστόσο κατανυχτική. Ἐνῷ ἡ μισοτελειωμένη ἐκκλησία ποὺ φαίνεται κοντὰ της εἶναι ἕνα ἔκτρωμα ποὺ πρέπει νὰ τὸ γκρεμίσουνε οἱ Πατρινοί.

Ξέρω πὼς παιδεύουνται χρόνια τώρα χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ κατασταλάξουνε σὲ μιὰ ἀπόφαση γιὰ τὸ σχέδιο μιᾶς μεγάλης ἐκκλησιᾶς ποὺ θέλουνε νὰ χτίσουνε. Εἶδα τὸ σχέδιο ποὺ σκάρωσε ἕνας Φραντσέζος, ποὺ εἶναι ἴδια τοῦρτα. Μὰ ὑπάρχει πιὸ ἁπλὸ πρᾶγμα ἀπὸ τοῦτο; : νὰ ἀναθέσουνε σ' ἕναν καλὸν ἀρχιτέκτονα, ποὺ νὰ νογᾷ ἀπὸ βυζαντινά, νὰ κάνει μίαν ἐκκλησιά, ἀντιγράφοντας πιστὰ κάποια ἀπὸ τὶς πιὸ ἔμορφες βυζαντινὲς ἐκκλησιές, π.χ. τὸν ὅσιο Λουκᾶ τῆς Λειβαδιᾶς, τὸ Βροντόχι τοῦ Μυστρᾶ ἢ μία ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἢ ἀπὸ τ' Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Πάτρα εἶναι τὸ λιμάνι τῆς Ἑλλάδας ποὺ κοιτάζει κατὰ τὸ πέλαγο τῆς Εὐρώπης, κι ὅποιος ἔρχεται ἀπὸ κεῖ, εἶναι ντροπὴ νὰ πρωτοδεῖ μίαν ἐκκλησιὰ φράγκικη στὸ μέρος ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Πρέπει νὰ δεῖ μιὰ ἐκκλησιὰ ἑλληνική, βυζαντινή. Τί καθόσαστε καὶ συζητᾶτε χρόνια τώρα, σὰν νὰ μὴν ἔχετε τὴν πιὸ σπουδαία τέχνη στὸν τόπο σας;

Ἐδῶ στὴν Ἀθῆνα ζωγράφισα μιὰ μικρὴ καὶ παλαιὰ ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ποὺ βρίσκεται στὴν ὁδὸ Λευκωσίας, κοντὰ στὴν πλατεῖα Ἀγάμων. Ἡ πιὸ πολλὴ δουλειὰ ἔγινε. Σὰν τελειώσει ἡ ἁγιογραφία, πιστεύω νὰ γίνει ἕνα μικρὸ μουσεῖο τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας.

Ένα μεγάλο θαύμα του Απ. Ανδρέα το 1912

 



(α. περιγραφή) Την 10ην Αυγούστου 1912 γίνεται μέγα και πρωτάκουστον θαύμα. Ακούσατε με πολλή προσοχή να θαυμάσετε και να δοξάσετε τον πανεύφημον θαυματουργόν Απ. Ανδρέαν. Από την πόλιν Αλλαγίαν της Μικράς Ασίας ήταν μια γυναίκα Ελληνίδα ονόματι Μαρία, που είχε έναν υιόν 13 ετών, τον Παντελή. Μίαν ημέραν ενώ είχε βγη έξω ο Παντελής, τον επήραν οι Τούρκοι και τον έφεραν κρυφά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον εσπούδασαν, παρά τη θέληση του, τα τούρκικα και τον έκαμαν δερβίσην. Φανερά ήταν δερβίσης, αλλά εις το κρυπτόν ήτο ορθόδοξος Χριστιανός και έκρυπτε πολύ μυστικά μέσα στα ενδύματα του ένα εικόνισμα της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, το οποίον προσκυνούσε τακτικά.
Η δυστυχής μητέρα, που δεν εγνώριζε πού ευρίσκετο ο υιός της και αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, έκλαιε απαρηγόρητα ημέρα και νύκτα. Εγονάτιζε και παρακαλούσε θερμά το Θεό και όλους τους Αγίους δια να της φανερώσουν πού βρίσκεται ο υιός της, αν ζη ή απέθανε δια να υπάγη να τον εύρη. Μια νύχτα ενώ ήταν γονατισμένη και έκλαιγε απαρηγόρητα παρακαλώντας το Θεό και τους Αγίους, απεκοιμήθη με συντροφιά τον πόνο. Ενώ εκοιμάτο είδε στο όνειρο της τον πολυθαύμαστον Απόστολον Ανδρέαν, ο οποίος της είπε:
-”Γρηά, γιατί κλαίεις απαρηγόρητα;” Κι’ αυτή του αποκρίνεται:
- “Έχασα το γιο μου 20 χρόνια τώρα, εγύρισα πόλεις και χωριά πολλά, μα δεν άκουσα πουθενά αν ζη ή απέθανε”.
Και τότε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού, της λέγει:
-”Ακουσε γρηά να σε καθοδηγήσω για να βρης το γιο σου. Να υπάγης την τάδε ημέρα του τάδε μηνός με ένα Αυστριακό καράβι, που πηγαίνει στην Κύπρο και εκεί θα βρης το γιο σου, ο οποίος ζη και είναι καλά. Να επιστρέψης με το ίδιο πλοίο. Να σημειώσης την ημερομηνία κατά την οποίαν θα υπάγης στο λιμένα της Μερσίνας και θα εύρης το πλοίο. Θα παρακαλέσης τον Καπετάνιο και θα του πης όλα τα συμβάντα”.
Πραγματικώς όταν κατέβη η γρηά στο λιμένα την ημέρα που της είπεν ο άγιος, ήταν το πλοίο έτοιμο για το ταξείδι του. Το καράβι ανεχώρησε για την Κύπρο. Κάποτε εφάνησαν τα παράλια της και στο βάθος πρόβαλλε η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου. Οι Κύπριοι επιβάται όταν την είδαν, έκαμαν το σταυρό τους λέγοντας: Να, η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου. ..
.Σε μια στιγμή την πλησιάζει και ένας δερβίσης (ο υιός της), που είχε την ίδια επιθυμία, δηλ. να ανταμωθή με τους γονείς του και να απαλλαγή από αυτή τη μισητή ζωή. Ο δερβίσης, λοιπόν, που ήταν μορφωμένος και φορούσε τούρκικο σαρίκι και μεγάλο γένι, λέγει της γρηάς:
- Γιατί, κυρά μου, κλαίεις έτσι απαρηγόρητα; Τι έχεις;
Η γρηά βλέποντας και ακούοντας έναν τούρκο, του λέγει:
-Αφέντη, αφού τόσον επιμένεις και θέλεις να μάθης τους πόνους μου, άκουσε. Προ 20 ετών εχάθη ο υιός μου πηγαίνοντας σχολείο και από τότε δεν ηκούσθη τίποτε πού βρίσκεται. Μετά, όμως, από πολλάς δεήσεις που έκαμα εις τον Θεόν και τους αγίους, με ωραμάτισεν ο Απόστολος Ανδρέας να υπάγω στην Κύπρο όπου είναι η Εκκλησία του για να προσκυνήσω. Τότε, Θεού οικονομία και του Αγίου ενεργεία, ο δερβίσης εγύριζε κι αυτός να βρη τους γονείς του. Λέγει, λοιπόν, προς αυτήν:
- Άκουσε γρηά, να σου ειπώ κάτι γι’ αυτά που ζητάς vq μάθης. Πες μου, ο σύζυγος σου ζη ακόμη και πώς ονομάζεται; Η γρηά του λέγει:
-Έχει καιρόν που απέθανεν ο άνδρας μου και ωνομάζετο Δημήτριος.
-Έχεις και άλλον υιόν;
- Μάλιστα.
- Πες μου, εσύ πώς ονομάζεσαι;
- Μαρία, του λέγει εκείνη.
- Και το όνομα του υιού σου, που εχάθηκε;
- Παντελής, του λέγει η γρηά.
Ο δερβίσης όταν άκουσε το όνομα του πατέρα του, της μητέρας του, του αδελφού του, το δικό του, συνεκινήθη πολύ, αλλά εβάσταξε ακόμη την τελευταίαν και σπουδαιοτέραν απόδειξιν, που είχε για τον εαυτό του, δηλαδή το σημάδι που είχεν εκ γενετής πάνω του, μια εληά κάτω από το μάγουλο.
- Γρηά, θα σε ερωτήσω ακόμη κάτι. Ενθυμείσαι αν ο υιός σου είχε κανένα σημάδι πάνω του; Τότε η γρηά συγκινήθηκε γιατί κατάλαβε ότι κάτι ήξευρεν ο δερβίσης για το γιο της και του λέγει: – Μάλιστα, είχε μίαν εληά κάτω από το μάγουλο.
Ο δερβίσης με τρεμάμενο χέρι σηκώνει το μεγάλο του γένι, το υψώνει και παρουσιάζεται η εληά, στο ίδιο σημείο που την είχεν ο υιός της ο Παντελής.
Η γρηά βλέποντας την ελιποθύμησε, έπεσε κάτω. Αμέσως ο δερβίσης και οι άλλοι επιβάται έχυσαν νερό στη γρηά και την συνέφεραν. Τότε αναστέναξε βαθειά και φώναξε άγρια:
- Αχ Θεέ μου και Απ. Ανδρέα, αυτός είναι ο χαμένος γιος μου που τον ζητώ 20 χρόνια… Τότε ενηγκαλίσθη τη γρηά μητέρα του και εφιλήθηκαν επί ένα λεπτόν, συνοδευόμενοι από δάκρυα χαράς και συγκινήσεως. Πόση χαρά δοκίμασαν, που εκφράστηκε σαν δοξολογία προς το Θεό και τον Άγιον. Μετά την βάπτισιν του Παντελή επήγαν και οι τρεις εις την εκκλησίαν του Απ. Ανδρέου, τον οποίον και προσεκύνησαν με δάκρυα χαράς, μετανοίας και συγκινήσεως. Όλη δε η Κύπρος εχάρη δια το θαύμα του Απ. Ανδρέου.
(β. περιγραφή) Την περίοδο της ηγουμενίας του Οικονόμου Χριστόφορου Κυκκώτη συνέβηκε ένα θαυμαστό γεγονός, που συγκλόνισε τους κατοίκους της Κύπρου και αύξησε το σεβασμό και την αγάπη τους προς τον Απόστολο Ανδρέα και το μοναστήρι του. Συγκεκριμένα γύρω στο 1896, οι Τούρκοι είχαν απαγάγει στην πόλη Αλλαγιά της Μικράς Ασίας το μοναχογιό μιας φτωχής Ελληνίδας της Μαρίας. Παρά τις προσπάθειες της γυναίκας να επανεύρει το γιο της, τούτο δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό. Ο μικρός Παντελής Χατζηγεώργη είχε οδηγηθεί από τους απαγωγείς του στις στρατιωτικές σχολές του κατακτητή και τα ισλαμικά τάγματα ώστε, μετά την αποφοίτησή του, να υπηρετήσει το Σουλτάνο και το Μωάμεθ. Έκτοτε η μητέρα του εναπόθεσε στο Θεό τις ελπίδες της για την ανεύρεσή του και με καθημερινές και συνεχείς προσευχές Τον ικέτευε να την ελεήσει. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1912, είδε στον ύπνο της κάποιον Ανδρέα, και της ανακοίνωσε ότι σύντομα θα συναντούσε το χαμένο γιο της. Η μάνα πεπεισμένη ότι ο επισκέπτης της δεν ήταν άλλος από το πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού, αναχώρησε αμέσως με το αυστριακό ατμόπλοιο που εκτελούσε το δρομολόγιο Σμύρνης – Λάρνακας για προσκύνημα στο μοναστήρι του Αγίου, στην Κύπρο. Με το ίδιο καράβι ταξίδευαν επίσης πολλοί Κύπριοι – άνδρες και γυναίκες – οι οποίοι εργάζονταν στη Μερσίνα και στα Άδανα ως υπάλληλοι γερμανικής εταιρίας που κατασκεύαζε τα μεγάλα σιδηροδρομικά έργα της Ανατολής. Στο καράβι υπήρχε επίσης και μια μικρή ομάδα από δερβίσηδες, που επισκέπτονταν την Κύπρο για να διευθετήσουν διάφορες οικονομικές εκκρεμότητες των τεκέδων του νησιού.
Σε κάποια στιγμή, η Μαρία διηγήθηκε τα συμβάντα στις άλλες γυναίκες που συνταξίδευαν μαζί της και εξέφρασε τη βαθιά της πεποίθηση πως με τη βοήθεια του Αγίου θα επανεύρισκε το γιο της. Τη διήγησή της ακροαζόταν με πολύ ενδιαφέρον ένας από τους Δερβίσηδες, ο οποίος και παρατηρούσε προσεχτικά τη γυναίκα. Τελικά την πλησίασε και της απηύθυνε το λόγο, διαπιστώνοντας ότι ήταν η μητέρα του, αφού όπως φαίνεται, παρά την πολύχρονη παραμονή του στα τουρκικά ιεροδιδασκαλεία, εξακολουθούσε να διατηρεί ενθυμήσεις από την παιδική του ζωή. Αφαίρεσε τότε το κάλυμμα της κεφαλής και αφού ντύθηκε με ελληνικά ρούχα, ομολόγησε την χριστιανική του πίστη. Η χαρά και των δύο, όπως και όσον άλλων Χριστιανών ταξίδευαν μαζί τους, ήταν πολύ μεγάλη και ξεπερνούσε τα όρια της συγκίνησης. Μόλις δε το καράβι προσάραξε στη Λάρνακα, μητέρα και γιος έτρεξαν στο ναό του Αγίου Λαζάρου, όπου προσευχήθηκαν θερμά και ευχαρίστησαν τον Απόστολο Ανδρέα. Στη συνέχεια ο Παντελής ομολόγησε για δεύτερη φορά, μπροστά στον ιερέα του ναού παπά Ιωάννη Μακούλη, πίστη στο Τριαδικό Θεό. Ο παπά Ιωάννης σφράγισε την επάνοδο του Παντελή στο Χριστιανισμό με την τέλεση του μυστηρίου του χρίσματος. Ακολούθως αφού επισκέφθηκαν το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, όπου προσκύνησαν τον Άγιο και τον ευχαρίστησαν για τη θαυμαστή βοήθειά του, μετέβησαν στο μοναστήρι του Κύκκου στο οποίον παρέμειναν για λίγες μέρες.
” ΠΟΛΙΤΗΣ” 14/2/1999 
Ο Παντελής με τη μητέρα του

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το λαϊκό ποίημα που γράφτηκε για το θαύμα αυτό.Το ποίημα γράφτηκε από τον αείμνηστο λαϊκό ποιητή μας Ανδρέα Π. Μαππούραν το 1973. πηγη.Ριζοκάρπασον

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...