Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2013

ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ π. Γεώργιος Δορμπαράκης




Μέ τήν ἔναρξη κάθε καινούργιας χρονιᾶς ἡ εὐχή πού κυριαρχεῖ στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων εἶναι: ῾Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά!᾽ ᾽Ακριβῶς λοιπόν τήν εὐχή αὐτή θά σχολιάσουμε, δεδομένου ὅτι τίς περισσότερες φορές τή λέμε, ἀλλά χωρίς νά τή βλέπουμε στίς χριστιανικές της διαστάσεις. Βοηθό στόν ὀρθό προσανατολισμό τῶν σκέψεών μας θά ἔχουμε τόν ἁγιασμένο Γέροντα Παΐσιο μέσα ἀπό ἕνα μικρό λόγιό του.
῾῞Οταν εὔχεσθε σέ κάποιον νά τοῦ λέτε: Σοῦ εὐχόμαστε χρόνια πολλά καί εὐάρεστα στόν Θεό᾽ (ἱερομ. Χριστοδούλου, ῾Ο Γέρων Παΐσιος, σελ. 237).

1. ῾Η ἀξία καί σημασία τῶν εὐχῶν.

Κατά πρῶτον, ἀξίζει νά σημειώσουμε τό πόσο σημαντικό εἶναι νά εὐχόμαστε καλά πράγματα γιά τούς συνανθρώπους μας. ῎Αν ἡ κατάρα ῾πιάνει᾽ πολλές φορές, πού σημαίνει ὅτι τό πονηρό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας μπορεῖ νά ἐπιδράσει ἀρνητικά στούς ἄλλους, τό ἴδιο κι ἀκόμη περισσότερο μπορεῖ νά ἐπιδράσει ἡ εὐχή μας καί ὁ καλός μας λόγος. Καί τοῦτο γιατί τό καλό, ὡς προερχόμενο ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό, εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τό κακό καί ἡ θετική στάση μας ἀπέναντι στούς ἄλλους, ὅπως φανερώνεται ἀπό τίς εὐχές μας, μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς χάδι καί βάλσαμο στίς ψυχές τους.
Προϋπόθεση βεβαίως γι᾽ αὐτό εἶναι ὅτι οἱ εὐχές μας ἀνταποκρίνονται στίς προθέσεις μας, δηλαδή εὐχόμαστε στούς ἄλλους, γιατί πραγματικά καί ἀληθινά τούς ἀγαπᾶμε ἤ τέλος πάντων τούς συμπαθοῦμε. Διαφορετικά οἱ εὐχές μας εἶναι ὑποκριτικές, γεγονός πού εὔκολα τό ἐπισημαίνει ὁ πλησίον μας πού τίς δέχεται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀρνητικῆς καί θετικῆς ἀντίδρασης σέ κατάρα καί εὐλογία ἀντίστοιχα εἶναι τό γνωστό περιστατικό πού καταγράφεται στό Γεροντικό ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσίου Μακαρίου. Κάποτε, λέγει ἡ ἱστορία, ὁ ὑποτακτικός τοῦ ὁσίου συνάντησε στόν δρόμο του ἕναν εἰδωλολάτρη ἱερέα, τόν ὁποῖο ἀπερίσκεπτα ἔβρισε, χαρακτηρίζοντάς τον σατανᾶ. ᾽Εκεῖνος τόσο θύμωσε ἀπό τήν ἀνεπάντεχη προσβολή, πού ἔσπασε τό ραβδί του στίς πλάτες τοῦ καλόγερου, ἀφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ὁ ὅσιος Μακάριος, ὁ ὁποῖος συναντώντας τόν εἰδωλολάτρη ἱερέα ἔσπευσε νά τόν χαιρετίσει καί νά τοῦ εὐχηθεῖ. ᾽Εκεῖνος κοντοστάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε: - Τί καλό εἶδες σέ μένα, ἀββᾶ, καί μοῦ μιλᾶς ἔτσι; - Σέ βλέπω πού τρέχεις, τοῦ εἶπε ὁ ὅσιος, καί λυπᾶμαι πού δέν ἔχεις ἀκόμη καταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.
Κατανύχτηκε ἡ ψυχή τοῦ εἰδωλολάτρη ἀπό τά γεμάτα ἀγάπη λόγια τοῦ ὁσίου καί γι᾽ αὐτό τόν χαρακτήρισε ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν ἄλλο κακόγερο, ὅπως τοῦ εἶπε, πού τοῦ κακομίλησε. Τελικά, τό συναπάντημα αὐτό ἦταν ἡ ἀφορμή γιά τή μεταστροφή τοῦ εἰδωλολάτρη στόν Χριστιανισμό, ἀφοῦ προηγουμένως ζήτησε καί τή συγγνώμη τοῦ ὁσίου γιά τήν κακομεταχείριση τοῦ μαθητῆ καί ὑποτακτικοῦ του.
῞Ωστε ὁ λόγος ὁ καλός, ὅπως καί οἱ εὐχές πού ἀνταλλάσσουμε τίς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν, κάνει καί τόν κακό καλό, ἐνῶ ὁ κακός λόγος καί τόν καλό ἀκόμη τόν ἐρεθίζει. Τά ῾χρόνια πολλά καί ἡ καλή χρονιά᾽ λοιπόν ἔχουν ἀξία καί σημασία, ἔστω κι ἄν ἴσως δέν τό καταλαβαίνουμε ὅσο πρέπει.

2. ῾Η χριστιανική κατανόηση τῶν εὐχῶν.

Χρειάζεται ὅμως νά προχωρήσουμε σ᾽ αὐτό πού ἐπισημαίνει ὁ Γέρων Παΐσιος: ἡ εὐχή μας γιά χρόνια πολλά σέ κάποιον νά συμπληρώνεται καί μέ τό ῾εὐάρεστα στόν Θεό᾽. Γιατί ἄραγε ἔκανε τήν παρατήρηση αὐτή ὁ ἅγιος Γέροντας; Μά ἀσφαλῶς γιατί ἤξερε ὅτι τό καλό τότε μόνον εἶναι πράγματι καλό, ὅταν σχετίζεται μέ τόν Θεό. ᾽Εκεῖνος εἶναι ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική πηγή του, ὅπως τό βεβαίωσε καί τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου: ῾Οὐδείς ἀγαθός, εἰ μή εἷς, ὁ Θεός᾽ (Ματθ. 19,18). Χωρίς συσχέτιση τοῦ ἀγαθοῦ καί καλοῦ μέ τόν Θεό, παίρνει αὐτό τέτοιο περιεχόμενο, ἀνάλογο μέ τό ὑλικό πού ἔχει κανείς στήν ψυχή καί τήν καρδιά του. Κι ὅταν λείπει ὁ Θεός ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τότε εἶναι γεμάτη αὐτή ἀπό κακίες καί πάθη καί δαιμονικές ἐνέργειες, ἄρα καί τό θεωρούμενο καλό ἀπό τόν συγκεκριμένο αὐτό ἄνθρωπο σταματᾶ νά εἶναι καί γνησίως καί ἀληθινά καλό.
῎Ετσι ἡ εὐχή  ῾καλή χρονιά᾽ πράγματι ἔχει νόημα καί εἶναι ἀληθινή, ὅταν κατανοεῖται ὡς εὐάρεστη στόν Θεό. Καί εὐάρεστο στόν Θεό γίνεται ἐκεῖνο πού τελεῖ ἐν ὑπακοῇ πρός τό θέλημά Του, ἄρα καλή θά εἶναι ἡ χρονιά γιά τόν καθένα μας, ὅταν τήν κάθε στιγμή μας τή ζοῦμε ἔτσι ὥστε νά τηροῦμε τό θέλημα ᾽Εκείνου. Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τώρα, μέ τό ὁποῖο πρέπει νά γεμίζουμε τόν χρόνο μας; ῾Η πίστη μας σ᾽ Αὐτόν καί ἡ ἀγάπη μας στόν κάθε συνάνθρωπό μας. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ Αὐτοῦ καί ἀγαπῶμεν ἀλλήλους᾽ (Α´ ᾽Ιωάν. 3, 23). Στή διπλή αὐτή ἐντολή συμπυκνώνεται κάθε ἐπιμέρους ἐντολή τοῦ Θεοῦ, κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὅταν ὁ χριστιανός εὔχεται ἐκ καρδίας ῾Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά᾽, εἶναι σάν νά λέει: ῾Εἴθε νά ζήσεις πολλά χρόνια, μέ ἐναπόθεση τῆς ζωῆς σου στά χέρια τοῦ Θεοῦ, μακριά ἀπό ἄγχη, στενοχώριες, μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί ὅλα αὐτά δείχνουν ὀλιγοπιστία ἤ ἀπιστία στόν Θεό. Καί παράλληλα νά διαθέσεις τή ζωή σου στήν ἐξυπηρέτηση τοῦ συνανθρώπου σου, γινόμενος ἀρωγός στήν κάθε δύσκολη στιγμή του, κλαίοντας στό κλάμα του καί χαίροντας στή χαρά του, γιατί αὐτό θά πεῖ ἀγάπη᾽.
Μέ τά δεδομένα αὐτά οἱ εὐχές πού λέγονται στήν ἀρχή τῆς κάθε χρονιᾶς, ἀφενός ἀποκαλύπτουν τήν ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως, ἀφετέρου μποροῦν νά γίνουν τό ἐρέθισμα γιά ἕνα δικό μας βαθύτερο προβληματισμό πού θά πρέπει νά μᾶς ὁδηγεῖ σέ μεγαλύτερη συναίσθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί τῆς θέσης καί τοῦ ρόλου μας μέσα στόν κόσμο πού βρεθήκαμε. Κι ἡ θέση μας καί ὁ ρόλος μας δέν εἶναι νά εἴμαστε ἀνεύθυνοι καί χωρίς σκοπό, μά πλήρως ἐξαρτημένοι ἀπό τόν Θεό, παραθέτοντας συνεχῶς ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ᾽.

3. ῾Ο χρόνος δόθηκε πρός μετάνοια.

Τά παραπάνω εἶναι ἀπόρροια τῆς χριστιανικῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου. Κατανοοῦμε τά χρόνια πολλά ὡς εὐάρεστα στόν Θεό, γιατί ὁ χρόνος δέν εἶναι μία ἄσκοπη ροή γεγονότων καί καταστάσεων – μία τέτοια ἀντίληψη εἶναι καρπός ἀπιστίας πρός τόν παντοδύναμο καί αἰώνιο προσωπικό Θεό. ῾Ο χρόνος, σύμφωνα μέ τήν πίστη μας, δόθηκε καί δίνεται ὡς δωρεά ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, προκειμένου νά τόν ἀξιοποιεῖ αὐτός γιά τή σωτηρία του. ῾᾽Εξαγοραζόμενοι τόν καιρόν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσί᾽ (᾽Εφ. 5, 16).
Μέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ζοῦμε, νά παρατείνεται  δηλαδή μέσα στόν χρόνο ἡ ζωή μας, γιά νά μετανοοῦμε: νά μεταστρεφόμαστε πρός ὅ,τι ζητεῖ τό πανάγιο θέλημά Του: ῾ἀποστυγοῦντες τό πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ᾽ (Ρωμ. 12, 9). ῾Ο λόγος τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ διά στόματος ᾽Ιωάννη τοῦ Θεολόγου εἶναι σαφής: ῾῎Εδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύοντας τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτάνοντα ἄνθρωπο σημειώνει: ῾Τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν σε ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4). Κατά συνέπεια ζοῦμε γιά ν᾽ αὐξάνουμε τή σχέση μας μέ τόν Χριστό. Κάθε ἄλλη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ προσβολή τοῦ Θεοῦ καί βλασφημία πρός τό ἅγιο θέλημά Του.

4. ῾Η χαρά γιά τόν καινούργιο χρόνο.

῎Ετσι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά χαίρεται γιά τόν ἐρχομό κάθε φορά τοῦ νέου χρόνου εἶναι ὁ πιστός χριστιανός. Μόνον ὁ χριστιανός μπορεῖ νά βλέπει τόν χρόνο ὄχι ὡς πορεία πρός τόν θάνατο, ἀλλ᾽ ὡς πορεία, ὅπως εἴπαμε, πρός μεγαλύτερη σχέση μέ τόν κατεξοχήν ἀγαπημένο του, τόν Χριστό.  Καί φτάνει μάλιστα ὁ καθόλα συνεπής πιστός, ὁ ἅγιος, νά ἐπιθυμεῖ γιά τόν λόγο αὐτό καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι σημειώνει στούς Φιλιππησίους: ῾῎Εχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι᾽(1, 23). ῎Ηθελε νά φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ὄχι γιατί μισοῦσε τόν κόσμο καί τή ζωή, ἀλλά γιατί ἀγαποῦσε περισσότερο τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό καί τή Βασιλεία Του. Κι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος ἐπισημαίνει: ῾῾Ο ἅγιος ἐπιθυμεῖ κάθε ὥρα τόν θάνατο᾽. Γιά τόν χριστιανό λοιπόν ὑπάρχουν λόγοι χαρᾶς γιά τόν ἐρχομό τοῦ νέου χρόνου: τόν φέρνει πιό κοντά στόν ἀρχηγό τῆς πίστης Του!
Εἶναι ὅμως ἀκατανόητη ἡ χαρά τοῦ ἀπίστου καί ἐκτός τῆς ᾽Εκκλησίας ἀνθρώπου γιά τόν καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αὐτός; ᾽Επειδή θά ἔλθει μιά ὥρα γρηγορότερα στόν θάνατο; Διότι στήν πραγματικότητα ὁ κάθε νέος χρόνος εἶναι καί μία μείωση τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του, μία ἀνάσα πιό κοντά στή φθορά. ῎Ισως λοιπόν γιά τόν λόγο αὐτό νά ξενυχτᾶνε πολλοί γλεντώντας τήν παραμονή τῆς πρωτοχρονιᾶς: ἐπειδή ἐπιθυμοῦν νά διασκεδάσουν τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους μέ τόν ἐπερχόμενο θάνατο.

῎Ετσι κι ἀλλιῶς ὅμως! Γιά τούς χριστιανούς ὁ χρόνος ἔχει νόημα καί σκοπό. Κι εἴμαστε εὐτυχεῖς πού ὁ Θεός ἐν Χριστῷ μᾶς ἔχει δώσει τή χάρη νά κατανοοῦμε τήν ἀλήθεια αὐτή. ᾽Απομένει καί νά τήν ἐνεργοποιοῦμε στή ζωή μας.

Αιτωλίας: ''Ας κρατήσουμε ανόθευτη την Ορθοδοξία μας''

aitolias
Σήμερα, πρώτη ημέρα του νέους έτους, θέλω με όλη μου την πατρική αγάπη να ευχηθώ σε όλους και όλες σας ο Τριαδικός Θεός μας να είναι όλο το νέο έτος μαζί σας, κοντά σας, να φωτίζη το νου σας, να κατοική στις καρδιές σας. 
Επίσης, Τον παρακαλώ να σας χαρίζη υγεία, σε εσάς και σε όλα τα μέλη της οικογενείας σας, χαρά και ολοκληρωμένη πρόοδο στα σπίτια σας.
Εύχομαι, ακόμα, να αντιμετωπίσετε με επιτυχία όλα τα προβλήματά σας, τις οικονομικές ανάγκες και δυσκολίες σας, τις οποίες εδημιούργησε η σημερινή ακαταστασία της χώρας μας. 
Ο Κύριος να χαρίση το νέο έτος ειρήνη και ενότητα στο έθνος μας, και σε εσάς αληθινή ειρήνη, εσωτερική και ψυχική, βαθειά και αναφαίρετη ειρήνη, την οποία δεν θα διαταράσσουν έλεγχοι συνειδήσεως για παρακοές και αμαρτήματα, ειρήνη οικογενειακή, η οποία δυστυχώς φυγαδεύεται εύκολα από τον εγωισμό και για αφορμές ανάξιες λόγου. 
Επιθυμώ και εύχομαι, επίσης, το νέο έτος ο Κύριος να ενισχύση όλους μας, ώστε να δυναμώση μέσα μας η Ορθόδοξος πίστις στον Σταυρωθέντα Θεό μας, να Τον αγαπήσουμε ολόψυχα, να Τον κάνουμε Κυβερνήτη της ζωής μας, της οικογενείας μας, της πατρίδος μας. 
Τέλος, παρακαλώ τον Κύριο να μας φωτίση όλους μας, να βάλουμε στη ζωή μας αρχή αληθινής, συνειδητής, ειλικρινούς μετανοίας, για να απομακρύνουμε την ψυχοφθόρο αμαρτία, η οποία φέρει αναστάστωσι, ταραχές, εκνευρισμούς, πικρίες, δυστυχία, ψυχική αλλά και σωματική φθορά. 
Μαζί με τις ευχές μου αυτές, δεχθήτε σας παρακαλώ μία ανακοίνωσι και ταυτόχρονα και ευχή. 
Εφέτος ολοκληρώνονται 300 χρόνια από της γεννήσεως του μεγάλου Πολιούχου και Προστάτου μας, Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (1714 μ. Χ.).
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αφιέρωσε τα Δίπτυχα του νέου έτους 2014 στον Άγιο Κοσμά. Ευχαριστούμε την Ιερά Σύνοδο για αυτήν την αφιέρωσι προς τιμήν του μεγάλου τοπικού μας Αγίου.
Αλλά και η τοπική μας Εκκλησία, η Ιερά Μητρόπολις Αιτωλίας και Ακαρνανίας, αφιερώνει το έτος 2014 στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. 
Όλοι μας, αγαπητοί, ας θελήσουμε να αξιοποιήσουμε εφέτος αυτή την αφιέρωσι. Να γνωρίσουμε προσωπικά και αληθινά τον μεγάλο μας Πολιούχο.
Να μελετήσουμε με προσοχή και με πνεύμα μαθητείας τις θεόπνευστες διδαχές του και τις θεοφώτιστες προφητείες του.
Να διδαχθούμε από την αγγελική του ζωή, από τη θερμή αγάπη του στο Χριστό μας και τον συνάνθρωπο, να εμπνευσθούμε από τον ιεραποστολικό του ζήλο και τη θυσιαστική του προσφορά. 
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός θυσίασε τα πάντα, ακόμα και τη ζωή του, για τη διαφύλαξι της Ορθοδοξίας και την ελευθερία της πατρίδος. Αγωνίσθηκε για να διασώση την ελληνική γλώσσα, να προσφέρη αληθινή παιδεία στο γένος μας, να μάθουν τα ελληνόπουλα ελληνορθόδοξα γράμματα. 
Αγωνίσθηκε να προφυλάξη τους δοκιμαζομένους αδελφούς από κακοδοξίες και αιρέσεις, οδηγήθηκε και στο μαρτύριο για να διατηρήση την τιμή και την αργία της Κυριακής.
Προσέφερε τον εαυτό του για την αποκατάστασι και την ισχυροποίησι της χριστιανικής ταυτότητος του Έθνους μας. 
Ας σταθούμε και εμείς ευγνώμονες απέναντι στην προσφορά του. Ας μιμηθούμε την αγία του ζωή. Τώρα, που πολλοί γραικύλοι αγωνίζονται με πάθος να αλλοιώσουν την χριστιανική ταυτότητα του Έθνους μας, εμείς, τέκνα πνευματικά του Αγίου μας Κοσμά του Αιτωλού, ας κρατήσουμε ανόθευτη την Ορθοδοξία μας, την γνησία φιλοπατρία μας, τα αγνά ήθη μας, τις αιώνιες αξίες. 
Μας φωνάζει ο Άγιός μας: «Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται». Έτσι θα κρατήσουμε ελεύθερη την πατρίδα μας, ηνωμένη και ευλογημένη την οικογένειά μας.
Έτσι, θα αναδείξουμε υγιά και ολοκληρωμένη νεότητα, αλλά και θα αγιαζόμαστε μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία μας.
Με πατρική αγάπη
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ Γ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ'



.                                                                                                                                            .
ΤΑ ΣΤΕΝΑΧΩΡΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Π.ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΗΣ ΠΛΑΝΩΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ... 
 ''ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΕΑ ...
ΘΕΛΟΥΝ ΔΙΑΡΚΩΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΒΗΜΑ, ΑΛΛΑ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΟΗΘΟΥΝ ...
ΤΟΥΣ ΘΥΜΙΑΖΩ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΥΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑΙ ...
ΛΕΩ  ''ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ'' ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ...
ΤΟΥΣ ΕΥΛΟΓΩ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΝ ...
ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΛΕΩ ''ΠΙΕΤΕ ΕΞ ΑΥΤΟΥ ΠΑΝΤΕΣ'' ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ...
ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ: ''ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΟΛΟΙ; ''
ΑΠΑΝΤΗΣΕ: ''ΒΡΕ ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΩ ΕΓΩ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟ ΛΕΕΙ ...
<<ΠΑΝΤΕΣ>>
ΜΗΠΩΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΗ ΚΑΜΜΙΑ ΕΝΝΟΙΑ Η ΛΕΞΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΗ ΞΕΡΩ;
Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΗΤΑΝ: <<ΚΑΙ ΔΙ ΗΜΩΝ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΛΑΩ>> ...
ΦΥΣΙΚΑ ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ...
ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΑΦΕΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΓΙΑΤΙ ΧΩΡΙΣ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΒΓΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ;
ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ; ΟΤΙ ΠΟΛΥΤΙΜΟΤΕΡΟ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ...
ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΘΡΟΝΟΙ, ΟΙ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΙ ΘΩΚΟΙ, ΟΙ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΕΣ ΕΔΡΕΣ ΕΧΟΥΝ ΜΙΚΡΗ ΑΞΙΑ ...
Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΡΙΓΥΡΩ ...
ΦΟΒΕΡΟ ΘΕΑΜΑ ...
ΕΓΩ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΦΟΒΟΜΟΥΝΑ ΝΑ ΑΚΟΥΜΠΗΣΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ...
ΚΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΝΑ ΨΙΘΥΡΙΖΟΥΝ ΓΙΑ ΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΑ, ΝΑ ΜΗ ΒΙΩΝΟΥΝ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ...
ΠΟΙΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΜΩΡΕ; Ο ΠΑΠΑΣ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ Η ΟΛΟΙ, ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ ΜΑΖΙ; 
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ;
ΕΙΝΑΙ Η ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ;
ΟΠΩΣ ΣΤΕΚΕΤΑΙ Ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΠΙΣΤΟΣ, 
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ...
ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΗ ΓΗ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ΧΩΡΙΑ 'ΒΙΟΤΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ' ...
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΙΕΡΟΥΡΓΟΙ ...
ΠΩ, ΠΩ, ΠΩ ΤΙ ΜΑΣ ΑΞΙΩΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΖΟΥΜΕ !!!
ΕΑΝ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΕΙΤΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΣΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΚΛΑΙΜΕ ΑΠΟ ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΤΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΕΜΑΣ ...
ΕΑΝ ΔΕΝ ΤΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ, ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
ΠΟΙΟΝ ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΥΜΕ;
ΠΙΟ ΣΥΝΕΠΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΝΑΟ ...
ΠΑΣ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΣΕ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ; ''
ΝΑΙ ΓΕΡΟΝΤΑ ...
''ΑΚΟΥΣΕΣ ΚΑΝΕΝΑΝ ΝΑ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΕΙ ΕΚΕΙ;
ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΙΩΠΗΛΟΙ ΝΑ ΜΗ ΔΙΑΚΟΨΟΥΝ ΤΟ ΕΡΓΟ ...
Ε! ΠΟΙΟ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΞΙΑ; ΟΙ ΗΧΟΙ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΝ Η Η <<ΒΟΗ>> ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ;
ΕΑΝ ΣΕ ΚΑΛΕΣΕΙ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Η Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΦΩΝΑΞΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ, ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΠΕΙΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΩ;
ΓΙΑΤΙ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΛΗ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗ ΘΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ, ΕΣΥ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΡΧΕΣΑΙ, ΑΛΛΑ ΓΥΡΝΑΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΚΑΙ ΨΙΛΟΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΕΙΣ;
ΚΑΙ ΤΙ ΔΩΡΟ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ!! ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ...
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΙΩΠΟΥΜΕ, ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΜΙΛΑΜΕ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ...
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΑΓΝΟΟΥΝ ΤΑ ΤΕΛΕΣΙΟΥΡΓΟΥΜΕΝΑ ΦΡΙΚΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ...
ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ...
ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΣ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΕΣΤΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ, ΟΠΩΣ ΘΑ ΠΕΘΑΙΝΑΝ ΟΤΑΝ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΑΛΛΑ ΕΥΔΟΚΕΙ Ο ΠΟΛΥΕΥΣΠΛΑΧΝΟΣ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥ ΦΡΙΚΤΟ ΠΡΑΓΜΑ, ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ ΚΙ ΟΛΑΣ ΣΤΗΝ ΜΗΔΑΜΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ...
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΓΕΜΑΤΟΣ ΓΑΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟ, ΓΙΝΕΣΑΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ... ''

Πέντε ἐνδείξεις -Ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Ἠλιόπουλος


Ἑορτάζουμε τὴν γέννηση τοῦ Κυρίου μας στὰ ἀνθρώπινα. Εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Εἶναι κατὰ τὴν προφητεία ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μαζί μας. Αὐτὴ ἡ σχέση μὲ τὸν καθένα μας, γιὰ τὴν ὁποία γεννήθηκε, εἶναι τὸ ἄκρον τῶν βιωμάτων μας. Ὅ,τι πιὸ μεγάλο θὰ μπορέσει ἡ ὕπαρξή μας νὰ ζήσει. Τὴν συμπόρευσή της μὲ τὸν Θεάνθρωπο. Τὴν ἀποκάλυψη μέσα μας τῆς δικῆς Του ζωῆς. Ἄς δοῦμε πέντε ἐνδείξεις ποὺ λειτουργοῦν ὡς ἔλεγχος πιστότητος τοῦ γεγονότος πὼς Αὐτὸς ἦλθε καὶ εἶναι μεθ’ ἡμῶν. 

1) Ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως. Ἀλλάζει ἡ στάση σου ἀπέναντι στὶς ἐνοχὲς σου. Ἀρχίζεις νὰ τὶς ἀποδέχεσαι, νὰ μὴν ἀντιδρᾶς σὲ παρατηρήσεις ποὺ σοῦ γίνονται, νὰ μὴν κατσουφιάζεις ὅταν σ’ ἐλέγχουν. Συνηθίζεις νὰ νιώθεις ἔνοχος καὶ δὲν μαραζώνεις· ἀντίθετα ἀναγνωρίζεις τὰ λάθη σου μὲ ἡσυχία. Πατᾶς καλὰ στὰ πόδια σου καὶ μέσῳ τῆς ἐνοχῆς σχετίζεσαι καλύτερα μὲ τὸν δημιουργό σου. Ἀπέναντι σ’ Αὐτὸν αἰσθάνεσαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπολογεῖσαι, ἀπέναντι σ’ Αὐτὸν ἁμαρτάνεις. Ἡ σχέση πιὰ μὲ τὸν Θεὸ περνάει μέσα ἀπὸ τὴν ἐνοχή. Στέκεσαι ἀπέναντί Του ὡς ἕνας ἁμαρτωλός μὲ αἴσθηση πόνου καὶ λύπης γιὰ τὴν ἁμαρτία. Τὸ βίωμα τῆς ἐνοχῆς δὲν σὲ τρομάζει ὅπως παλιά. Νιώθεις γιὰ πρώτη φορὰ ἐλεύθερος, παράξενα ἐλεύθερος. Ἡ ἐνοχὴ παράγει ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση σὲ κρατᾶ μέσ’ τὴν χαρά.

2) Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται μέσα στὸν ἄνθρωπο μιὰ αἴσθηση συνοχῆς. Δὲν σοῦ ’ρχεται νὰ λειτουργήσεις μὲ ἀπρέπεια καὶ ἐπιπολαιότητα. Συνέχεσαι καὶ προσέχεις μὴν καὶ τραυματίσεις κάτι ἱερὸ ποὺ συναισθάνεσαι μέσα σου. Δὲν εἶσαι πιὰ ὁ κυρίαρχος· εἶσαι ὁ φιλοξενούμενος μέσα στὴν δική Του πραγματικότητα. Εἶναι λυτρωτικὸ νὰ αἰσθάνεσαι νὰ σὲ γεμίζει τὸ δέος τῆς δικῆς Του παρουσίας. Ὅλα στέκονται πάνω σ’ αὐτὴ τὴν παρουσία. Μὲ τὸ ποὺ σ’ ἄγγιξε, ὅλα γίναν σοβαρὰ καὶ ἀληθινά. 

3) Ὁ φωτισμὸς τῆς ψυχῆς. Ὅλα εἶναι πιὰ καθαρὰ. Βλέπεις μὲ ἀκρίβεια τοὺς λογισμοὺς νὰ ἔρχονται, βλέπεις τὸ περιεχόμενό τους, τὸν σκοπό τους, τὸν κίνδυνο ποὺ κρύβουν. Αἰσθάνεσαι τὴν ὕπαρξή σου. Εἶναι συνεχῶς παροῦσα στὴν συνείδησή σου. Συναισθήματα, ἐπιθυμίες, τὰ βλέπεις ὅλα μὲ ἀποστασιοποίηση, ἔλεγχο, γνώση, ἀκρίβεια. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο ἔχει ποτισθεῖ μὲ μιὰ παράξενη γαλήνη. Ὅλα γίναν πιὸ εὔκολα. Ἄλλος ὁδηγεῖ, ἄλλος ὁμιλεῖ, ἄλλος διευθετεῖ. Σὰν νὰ περπατᾶς πάνω σὲ χιόνι. Τὸ βάρος τῆς ἡμέρας ἔφυγε.

4) Ἡ ἀγάπη. Μιὰ παράξενη αἴσθηση νὰ βλέπεις τὴν ἀγάπη σου νὰ ἀγγίζει ἀνθρώπους μακρινοὺς, ἄγνωστους, ἀδιάφορους μέχρι χτές. Ἡ λύπη ἤ ἡ χαρὰ τοῦ ἄλλου δὲν σ’ ἀφήνει πιὰ ἀδιάφορο. Ζεῖς μέσα σου πρωτόγνωρα ἀνοίγματα. Μιὰ εὐκολία καὶ μιὰ χαρὰ ὑπάρχει στὸ πλησίασμα τοῦ ἄλλου. Δὲν περπατᾶς πιὰ στὸ δρόμο τοῦ συμφέροντος καὶ τοῦ φόβου. Βιώνεις ἐλευθερία καὶ ἀποδέσμευση. Ἡ χαρὰ εἶναι τόσο φωτεινή, τόσο ἁπλή. Ἕνα πανηγύρι ζεῖ ἡ καρδιά. 

5) Ἡ προσδοκία. Μιὰ βαθειὰ ἐπιθυμία γεννιέται μέσα σου. Νὰ τελειώνει γρήγορα αὐτὴ ἡ ζωὴ. Νὰ γίνει γρήγορα αὐτὴ ἡ συνάντηση. Ἡ ἔντονη προσδοκία μιᾶς συνάντησης μαζί Του. Ὅλα ἐκεῖ εἶναι προσανατολισμένα. Τίποτε δὲν σὲ γεμίζει πιὰ ἐδῶ. Θέλεις νὰ φύγεις. Ἐκεῖνος εἶναι τὸ πλήρωμα τῶν πάντων.

Αὐτὲς εἶναι κάποιες ἐνδείξεις ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας εἶναι μαζί μας. Τὸν νιώθει κανεὶς μὲ ὅλο του τὸ εἶναι. Αὐτοῦ τὴν ἔλευση ἑορτάζουμε. Πόση ἀνάγκη ἔχει ἡ ψυχὴ νὰ γιορτάσει! Τὰ δικά της βιώματα τὴν ὁδηγοῦν στὴν γιορτή. Ἡ χαρὰ βγαίνει μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ψυχή. Κι εἶναι ὅλη ἡ χαρὰ ἀλήθεια. Κι εἶναι ἀλήθεια ὁ Ἐμμανουήλ. Καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνει ὅλο τὸ εἶναι τῆς ψυχῆς· μ’ ὅλη τὴν δύναμή της. 

ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

ΕΙΔΩΛΑ  ΚΑΙ  ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ
ΣΤΟΥΣ  ΠΑΤΕΡΕΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
Πρωτοπρεσβτερος Θεδωρος Ζσης
Καθηγητ
ς Θεολογικς Σχολς Α.Π.Θ.

       Ἡ σχετικὴ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία πατερικὴ γραμμα­τεία εἶναι ἐκτενὴς καὶ πολὺ ἐνδιαφέρουσα. Κατὰ τὸ μέγιστο μέρος της ἢ σχεδὸν στὸ σύνολό της προέρχεται ἀπὸ τὴν γραφίδα κορυφαίων διδασκάλων καὶ θεολόγων, αὐτῶν ποὺ κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰώνας ἔθεσαν τὶς βάσεις τῆς θεολογίας καὶ διεμόρφωσαν τὴν ἁπλοϊ­κὴ πίστη τῶν Χριστιανῶν, «τὸ ἁπλοῦν σέβας», σὲ δόγματα, σὲ διδασκα­λία, ἄριστα διαρθρωμένη καὶ συγκροτημένη, μὲ τὸν Ἕλληνα λόγο, ὥστε νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ ὅλους, ἐγγραμμάτους καὶ ἀγράμμα­τους, ὑψηλὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἀπὸ παρερμηνεῖες καὶ καταδολιεύσεις τῶν ἀντιπάλων της. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὥστε κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο τῆς διαδόσεως καὶ θαυμαστῆς αὐξήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὴν σκληρὴ περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετὰ ταῦτα πρώτη περίοδο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνέσεως, νὰ ἐμφανισθοῦν ἄν­δρες κάτοχοι καὶ τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν μὲ ἐπιτυχὶα τὸ ἔργο τῆς ὑποστηρίξεως καὶ ὑπερασπίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μπροστὰ στὶς κακόβουλες καὶ ἐμπαθεῖς συκοφαν­τίες καὶ ἐπιθέσεις τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν λογίων τῆς παλαιᾶς θρησκείας τῶν εἰδώλων, τοῦ συνεχιζομένου μίσους τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διαβρώσεως ἀπὸ ποικίλες αἱρέσεις, ἰουδαΐζουσες ἢ ἑλληνίζουσες.
        Ἀναφερθήκαμε περιοριστικὰ στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, ὄχι διότι σ' αὐτοὺς περιορίζεται ἡ ἐμφάνιση Πατέρων, ἀφοῦ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πατρολογικὴ θέση Πατέρες καὶ Ἁγίους ἀναδεικνύουν ὅλες οἱ ἐποχές, ἀλλὰ διότι τὸ θέμα τῶν εἰδώλων, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, ἔπαυσε μετὰ ταῦτα στοὺς ἐπομένους δεκαπέντε αἰῶνες νὰ ἀπασχο­λεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία, λόγω τῆς παντελοῦς ἐπικρατήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἐθνισμοῦ νὰ ἐπι­βιώσει, ἔστω καὶ παραδειγματικὰ σὲ κάποιες περιοχές, σὲ κάποιες κοινότητες, ἐπαληθευθέντος πλήρως τοῦ χρησμοῦ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν:
Οκτι Φοβος χει καλβην,
ο
 μντιδα Δφνην
ο
 παγν λαλουσαν.
πσβετο κα λλον δωρ1.
       Ἠμποροῦμε κάλλιστα τὴν ὕπαρξη τῆς εἰδωλολατρίας γενικῶς νὰ τὴν περιορίσουμε μέχρι τοῦ τέλους τοῦ τετάρτου αἰῶνος, ἀφοῦ τὸ ἀπο­νενοημένο καὶ οὐτοπικὸ διάβημα τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ τὴν ἐπαναφέρει, μᾶλλον ἐπέσπευσε τὸ τέλος της, λόγω τῆς τυραννίας καὶ τῆς φυγαδεύσεως τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία εἶχε βρεῖ τὴν ἐσωτε­ρική της ἑνότητα καὶ εὐστάθεια κάτω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ ἰδιόρρυθμος χαρακτήρας τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὁ θολωμένος ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ μισαλλοδοξία νοῦς του δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν οὔτε στοιχειώδη πολιτικὴ εὐθυκρισία, ἀφοῦ ἐστράφη μὲ σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως τώρα δὲν ἦσαν μειονότητα, ὅπως κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ πλειονότητα μέσα σὲ ἕνα ἐκχρι­στιανισμένο ἀκόμη καὶ στοὺς θεσμοὺς καὶ στὴν ὀργάνωση κράτος. Τὶς ἀρνητικὲς αὐτὲς προϋποθέσεις τοῦ ἐγχειρήματος ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στοὺς δύο στηλιτευτικούς του λόγους μᾶς διαζωγραφεῖ ἄριστα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰουλια­νοῦ, τὸν ὁποῖο προσωπικὰ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ἀθήνα αὐτὸς καὶ ὁ Μ. Βασίλειος κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν τους. Εἶχε διαβλέψει τὴν κακὴ πορεία του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη, ἄτακτη καὶ νευρωτικὴ συμπεριφορά του, καὶ εἶχε πεῖ φωναχτὰ «οον κακν  Ρωμαων τρφει»2πόσο μεγάλο κακὸ τρέφει τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων. Θὰ ἦταν καλύτερα, γράφει, νὰ μὴν  ἐπαληθευθεῖ ἡ πρόβλεψή του παρὰ νὰ ἐμφανισθεῖ τέτοιο τέρας, ποὺ δὲν ἐμφανίσθηκε ποτὲ προηγουμένως, καὶ νὰ γεμίσει μὲ συμφορὲς τὴν οἰκουμένη. Ἦταν ὁ πρῶτος Χριστιανὸς ποὺ διενοήθη νὰ επαναστατήσει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
       Τὸ ἐγχείρημα πάντως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπέβη εὐεργετικὸ τελικὰ γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Οἱ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἐπέσυραν τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους καὶ τὴν κατακραυγή· πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς διῶκτες ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ κατεκρήμνισαν τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν, τῶν ὁποίων ἀντελήφθησαν τὴν ἀπάτη. «κα  χθς προσκυνητς σμερονβριστς»3Αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ μερικὰ ἄλλα εξη­γεῖ καὶ τὶς καταστροφὲς τῶν μνημείων ποὺ ἀποδίδουν μόνον στοὺς Χριστιανοὺς οἱ νεοπαγανιστές. Ὅταν πέσει μία τυραννία, οἱ λεηλα­σίες καὶ οἱ καταστροφὲς γίνονται καὶ ἀπὸ τοὺς πρώην προσκυνητές. Αὐτὲς μάλιστα ταιριάζουν περισσότερο στοὺς εἰδωλολάτρες, γιατὶ αὐτὸ τὸ ἦθος διδάσκονται ἀπὸ τοὺς πολεμοχαρεῖς καὶ ὀργίλους θεούς τους, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦνται ἀπὸ τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν πραότη­τα καὶ φιλανθρωπία τους, ὁ δὲ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μοναδικὸ καὶ ὕψιστο σημεῖο ἀγάπης, ἀνοχῆς καὶ ἀνεκτικότητας, θεωρεῖται στοιχεῖο αδυναμίας καὶ προκαλεῖ τὸν χλευασμό τους.
       Σὲ μερικὰ βέβαια μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ὅπου ὑπῆρχαν φιλοσοφι­κὲς σχολές, ὅπως ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ἀθήνα, ἐξακολούθη­σε νὰ προβάλλεται καὶ νὰ ἐνισχύεται καὶ κατὰ τὸν πέμπτο αἰώνα, χωρὶς πάντως ἐπίδραση στὸν λαό, ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Οἱ ἴδιοι ἄλλωστε οἱ φιλόσοφοι ἔπαιρναν ἀποστάσεις, ὑποκαθιστώντας τὴν εἰδωλολατρία μὲ τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ εἶχε καὶ θρησκευτικὸ χαρακτήρα. Ἤδη ὁ Θεοδώρητος στὸ ἔργο του«λληνικν θεραπευτικ παθημτων», ποὺ γράφτηκε τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ πέμπτου αἰῶνος (πρὸ τοῦ 423) διαπιστώνει ὅτι ἔχουν απομείνει πολὺ ὁλίγοι εἰδωλολάτρες· μοιάζουν σὰν τὸ κατακάθι ποὺ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὶς τρύπες τοῦ διυλιστῆρος λόγω παχύτητος, πρέπει ὅμως καὶ αὐτοὶ νἀ τύχουν τῆς ποιμαντικῆς φροντῖδος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ διαλυθεῖ ἡ θολούρα, ἡ ὁμίχλη ποὺ τοὺς περιβάλλει, γιὰ νὰ δοῦν τὴν λαμπρότητα τοῦ θεϊκοῦ φωτός: «Ε  γρ κα λγοι λαν εσν ο τ πθει δεδουλωμνοικα οκασιν ποστθμη τινπαχεατν το διυλιστρος ο διικνουμνη πρων δι παχτηταλλον οκ μελητονατνοδ παροπτον φθειρομνους π το πθουςλλ πντα προν ξευρητονστετν πικειμνην ατος μχλην ποσκεδσαι κα το νοερο φωτς πιδεξαι τν αγλην»4.
       Καθ' ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ πέμπτου αἰῶνος οἱ φιλοσοφικὲς σχο­λές, συνδεδεμένες μὲ τὴν ἀρχαία θρησκεία, φυτοζωον κα παρακμζουν. Ἤδη ἀπὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δευτέρου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ἀπορροφήσει εὔκολα καὶ γρήγορα τὰ περισσότερα στελέχη τῆς Στοᾶς, τοῦ Νεοπυθαγορισμοῦ, τοῦ Περιπάτου, τῆς Ἀκαδημίας. Τὸν τέταρτο αἰώνα ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐπαγγελματίες ἐκλεκτικοὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχαν πλέον μέλη τῶν ὥς ἄνω σχολῶν. Ἐπέζησε ἐπὶ δύο ἀκόμη αἰῶνες ὁ Νεοπλατωνισμός, ποὺ ἐνδιαφερόταν νὰ συγκρατήσει ὄχι τόσο τὴν ἑλληνικὴ σκέψη ὅσο τὴν καταρρέουσα εἰδωλολατρία. Μετὰ ταῦτα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ἐμελετῶντο καὶ στὶς χριστια­νικὲς σχολὲς ὄχι ὡς ζωντανὸς λόγος, ἀλλὰ ἀπὸ ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὡς ἀντικείμενο σπουδῆς. Τὸ κλείσιμο τῆς φιλοσοφικῆς νεοπλα­τωνικῆς σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὸ 529 ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ποὺ κρίνε­ται συχνὰ ὡς ἐχθρικὴ ἐνέργεια τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τοῦ Ἑλληνι­σμοῦ, δὲν ἔχει τὴν σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδεταιἤδη, ὅπως ἐλέχθη, οἱ σχολὲς αὐτοῦ τοῦ εἶδους εἶχαν ἀρχίσει νὰ φυτοζωοῦν καὶ θὰ ἔκλειναν μόνες τους, χωρὶς ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση. Ἡ φιλοσοφία ἐξακολούθη­σε νὰ διδάσκεται στὸ Βυζάντιο, ἀποκομμένη ἁπλῶς ἀπὸ τὸν παγανι­στικὸ ἱστό της. Ἔχει λεχθῆ προσφυῶς ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς δὲν ὑπέγρα­ψε τὴν θανατικὴ καταδίκη τῆς σχολῆς, ἀλλὰ τὴν ληξιαρχικὴ πράξη τοῦ φυσιολογικοῦ της θανάτου5.
       Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὅτι ἡ πατερικὴ γραμματεία ποὺ ἀναφέρεται στὰ εἴδωλα περιορίζεται στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, γιατὶ μετὰ ταῦτα ἔπαυσε καὶ στοιχειωδῶς νὰ ὑπάρχει ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων,  ποαπως ποδεχθηκεδν ντχει σ δσκολεςστορικς συνθκες, εἶναι ξένα πρὸς τὴ φύση της ὁ σταυρὸς καὶ τὸ μαρτύριο. κμζεισυνδεδεμνη μ τν δναμη τς ξουσαςμ τν νεσητ συμπσιατπανηγριαπως εναι κα τ θος τν θεν της. Ἡ γραμματεία αὐτὴ τῶν Πατέρων δὲν εἶναι ἐπιθετική, ἀλλὰ ἀμυντική· τὴν προκάλεσαν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ ἀστήρικτες καὶ συκοφαντικὲς κατηγο­ρίες ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ευαγγελίου εἰδωλολατρῶν λογίων, ὅπως ὁ Κέλσος, ὁ Ἱεροκλῆς καὶ ὁ Πορφύριος. Ὁ τελευταῖος μάλιστα, μαθητὴς τοῦ Πλωτίνου, ἀσκητικὸς ὅπως ὁ διδάσκαλός του, ἀλλὰ λιγώτερο ἀνεκτικὸς καὶ οἰκουμενικός, εἰσήγαγε στὸ νεοπλατωνικὸ σύστη­μα τοὺς ἀποθνήσκοντες θεοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος· μετέβαλε τὸν Νεοπλατωνισμὸ σὲ θρησκεία καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ ἀνακόψει τὴν θριαμβευτικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπεχείρησε μισὸ αἰώνα ἀργότερα μὲ δυναμικὰ μέσα ὁ Ἰουλιανός. Ἔχει ἐκφρασθῆ ἡ γνώμη ὅτι ἴσως ὁ Πορφύριος νὰ μὴν εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἔκρηξη τοῦ τελευ­ταίου τρομεροῦ ἀντιχριστιανικοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ τὸ 3036.
       Μπορεῖ ἔτσι κανεὶς εὔκολα νὰ διακρίνει τὴν γραμματεία αὐτὴ σὲ δύο περιόδους· στὴν γραμματεία τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν, ὅπου βασικῶς ἐντάσσονται τὰ μαρτυρολόγια, οἱ ἀπολογηταὶ συγγραφεῖς τοῦ δευτέρου αἰῶνος καὶ οἱ ἀλεξανδρινοὶ συγγραφεῖς Κλήμης καὶ Ὠριγένης. Στὴν δεύτερη μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν περίοδο, τοὺς ὁποίους ἀνανέωσε γιὰ λίγα χρόνια ὁ Ἰουλιανός, ἐντάσσονται σχε­τικὰ συγγράμματα μεγάλων Πατέρων καὶ διδασκάλων, ὅπως τοῦ Μ. Αθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ὡς καὶ ἡ ἔξοχη πραγματεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ποὺ μνημονεύσαμε. Οἱ μεγάλοι Γαζαῖοι φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι τοῦ ἕκτου αἰῶνος Αἰνείας ὁ Σοφιστής, Ζαχαρίας Σχολαστικὸς καὶ Προκόπιος Σοφιστής, τὰ ἀποδιδόμενα στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη συγγράμματα, ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς, ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἀπολογηταί, ἀσχολοῦνται μὲ τὸν φιλοσοφικὸ προβληματισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ Νεοπλατωνισμὸς καὶ ὄχι μὲ τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων. Μικρὸ κεφάλαιο, ὅπου συμπυκνωμένα ἀπορ­ρίπτεται ἡ πολυθεΐα, ἔχει περιλάβει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸ γνωστὸ δογματικό του ἔργο «κδοσις κριβς τς ρθοδξου πστεως» μὲ τίτλο «Ἀπόδειξις, ὅτι εἰς ἔστι Θεὸς καὶ οὐ πολλοί»7. Δέέκα αίῶνες μετὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸ οὐτοπικό του ὅραμα γιὰ τὴν ἀναβίωση τοῦ δωδεκαθέου ἐπανέλαβε ὁ γνωστὸς φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν διέθετε κρατικὴ ἐξου­σία γιὰ νὰ ἐπιβάλει μὲ διωγμοὺς τὴν ἀρχαία θρησκεία, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε, ἀφοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του «Νμων συγγραφ»προέβλεπε τὴν θανατικὴ ποινὴ γιὰ ὅσους θὰ ἠρνοῦντο νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Δὲν προ­κάλεσε πάντως μεγάλη γραμματειακὴ κίνηση καὶ ἀντιπαράθεση, ἐκτὸς τῶν σχετικῶν ἔργων τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου8. Γιὰ τὸν Πλήθωνα Γεμιστὸ ὑπάρχει εἰδικὴ εἰσήγηση, ὅπως ἐπίσης ὑπάρ­χουν εἰδικὲς εἰσηγήσεις γιὰ ὁρισμένα συγγράμματα τῆς παλαιᾶς γραμ­ματείας τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, ὅπως γιὰ τὰ μαρτυρολόγια, γιὰ τοὺς ἀπολογητὰς καὶ γιὰ τοὺς ἁγίους Γρηγόριο Θεολόγο καὶ Κύριλ­λο Ἀλεξανδρείας.
       Στὰ μαρτυρολόγια ποὺ ἔχουν διασωθῆ, ὅπου κατὰ κάποιο τρόπο διασώζονται τὰ πρακτικὰ τῆς δίκης τῶν μαρτύρων ἢ σχετικὲς διηγήήσεις καὶ περιγραφές, διατυπώνεται ἔξοχη ἐπιχειρηματολογία ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους μάρτυρες ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ προ­βάλλεται ἡ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
       Οἱ ἀπολογηταὶ τοῦ β' αἰῶνος, εἰδωλολάτρες φιλόσοφοι προηγουμένως, γνωρίζουν πολὺ καλὰ τὴν ἀρχαία γραμματεία, τὰ θετικὰ καὶ ἀρ­νητικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὑποχρεωμένοι νὰ ἀμυνθοῦν γιὰ ἀσύστατες κατηγορίες ἀναιροῦν ὅσα ἀποδίδονται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ συγχρόνως προβάλλουν τὰ αρνητικὰ στοιχεῖα ἰδιαίτερα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας καὶ εἰδωλολατρίας. Ἡ αὐστηρότητά τους ἔναντι τοῦ ἀρχαίου κόσμου ποικίλλει. εἶναι ὅμως κοινὴ καὶ ἀστασίαστη ἡ ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν εἰδωλολατρία, τνποα λλωστε πρριψαν σχεδν λοι ο ρχαοι σοφοτν ποων παραθτουν τςμαρτυρες. Συνέβαλαν πάντως πολὺ στὴν ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ κῦρος τῶν ὡς φιλοσόφων καὶ μὲ τὸν ἐντοπισμὸ θετικῶν στοιχείων στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Τοῦ ἀπολογητοῦ Ἀριστείδη τοῦ Ἀθηναίου σώζεται ἡ «πολογα»9 ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ μὲ ἐνδιαφέρουσες ἐκτι­μήσεις γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τοὺς διακρίνει σὲ τρεῖς ὁμάδες, στοὺς Χαλδαίους, στοὺς Ἕλληνες καὶ στοὺς Αἰγυπτίους. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς στὶς δύο «πολογες» του10, ποὺ τὶς ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Ἀντωνῖνο τὸν Εὐσεβῆ καὶ Μάρκο Αὐρήλιο, ἀναφέρεται σὺν τοῖς ἄλλοις στὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῆς εἰδωλολατρίας. Μὲ τὴν θεωρία του γιὰ τὸν σπερματικὸ λόγο καὶ τὴν θετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Πλάτωνος, ἐνίσχυσε τὴν προσέγγιση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπάρχουν καὶ ἀπολεσθέντα συγγράμματά του ἀπευθυνόμενα «Πρὸς Ἕλληνας». Ἐνδιαφέροντα εἶναι καὶ ἀρκετὰ ψευδοϊουστίνια κείμενα τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν ὁλίγα χρόνια μετὰ τὸν Ἰουστῖνο ἢ ἀργότερα ἀπὸ ἀπολογητὰς ποὺ ἐκράτησαν τὴν ἀνωνυμία τους μὲ χαρακτηριστικοὺς τίτλους: «Λγοςπρς λληνας»11«Λγος παραινετικς πρς λληνας»12, «ρωτσεις χριστιανικα πρςλληνας»13, «ρωτσεις λληνικα πρς Χριστιανος»14 κ.ά. Ὁ Ἀθηναγόρας στὸ ἔργο του «Πρεσβεα περ Χριστιανν»15ποὺ τὸ ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Μάρκο Αὐρήλιο καὶ Κόμμοδο, ἀναιρεῖ τὶς τρεῖς βασικὲς κατηγορίες ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν γιὰ ἀθεότητα, ἀνηθικότητα καὶ ἀνθρωπο­φαγία, τὶς ὁποῖες ἐπιστρέφει ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας στὸ ἔργο του «Πρς Ατλυκον»16 παρουσιάζει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὴν μόνη ἀσφαλὴ ὁδὸ πρὸς τὴν θεογνωσία, παραβάλλει τοὺς ψευδεῖς θεοὺς τῶν εἰδώλων μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομα Χριστιανός, τὸ ὁποῖο ἐχλεύαζαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Τατιανὸς στὸ ἔργο του «Λγος πρς λληνας»17 εἶναι αὐστηρὸς ἀπέναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικῶς. συγκρίνει τὴν ἀλήθεια τῆς χριστια­νικῆς πίστεως μὲ τὶς δοξασὶες καὶ τὸν βίο τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ προ­βάλλει τὴν ἀρχαιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῶν φιλοσοφικῶν διδαγμάτων, θεωρώντας τὴν Π. Διαθήκη ὡς χριστιανικὴ βίβλο, ὅπως πράγματι εἶναι. Ἡ «ΠρςΔιγνητον»18 ἐπιστολὴ ἔχει ἐλάχιστα στοι­χεῖα γιὰ τὰ εἴδωλα. Τὸ σκληρότερο καὶ αὐστηρότερο κείμενο γιὰ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ γιὰ τὴν εἰδωλολατρία εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἑρμεία μὲ τίτλο «Διασυρμς τν ξω φιλοσφων»19Τοῦ ἀπολογητοῦ Κοδράτου20 τὸ σχετικὸ ἔργο μνημονεύεται, ἀλλὰ δὲν σώζεται.
       Οἱ δύο μεγάλοι Ἀλεξανδρινοὶ Θεολόγοι Κλήμης καὶ Ὠριγένης ἐνι­σχύουν τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ἀκολουθώντας τοὺς ἀπολογητὰς Ἰουστῖνο καὶ Ἀθηναγόρα καὶ προοδοποιώντας τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν θεολόγων καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἶναι ὅμως αὐστηροὶ καὶ ἀπόλυτοι στὴν ἀπόρριψη τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Τὸ σχετικὸ ὑλικὸ ὁ Κλήμης τὸ ἔχει συγκεν­τρώσει στὸ ἔργο του «Προτρεπτικς πρςλληνας»21ὅπου ἐλέγχει τὴν ἀσέβεια καὶ τὸν βίο τῶν Ἐθνικῶν προβάλλοντας ἀντίστοιχα τὴν θεοσέβεια καὶ τὸ ἦθος τῶν Χριστιανῶν, μὲ ἐντυπωσιακὸ πλοῦτο παρα­θέσεων ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία. Σχετικὸ ὑλικὸ ὑπάρχει καὶ στὸ ἔργο του «Στρωματες»22Στὸν Κλήμεντα ὀφείλουμε τὴν βασικὴ θέση γιὰ τὴν ἑνιαία πορεία, σὲ διαφορετικοὺς δρόμους, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν Χριστό. ἡ φιλοσοφία παιδαγωγοῦσε τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό, ὅπως ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν πολυποίκιλων συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη σώζεται καὶ τὸ ἔργο «Κατ Κλσου»23Σ' αυτὸ ἀναιρεῖ ὁ με­γάλος θεολόγος τὸ πολεμικὸ ἔργο ποὺ ἔγραψε ὁ εἰδωλολάτρης λόγιος Κέλσος μὲ τίτλο «Ἀληθὴς Λόγος» ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, στὸ ὁποῖο θέλει νὰ ἀποκρούσει τὴν ἄποψη τοῦ Ἰουστίνου καὶ τῶν ἀπο­λογητῶνπερὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς θείου Λόγου καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀληθὴς λόγος εἶναι ὁ ἰδικός του, ὁ φιλοσοφικός. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναίρεση τῶν θέσεων τοῦ Κέλσου τὸ ἔργο θεωρεῖται σημαντικό, γιατὶ μᾶς διέσωσε τὸ κείμενο τοῦ «Λόγου Ἀληθοῦς», τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας.διαφορετικὰ δὲν θὰ τὸ γνωρίζαμε, ἀφοῦ δὲν σώθηκε σὲ ἄλλες ἐκδόσεις. Ὁ «Λόγος Ἀληθὴς» τοῦ Κέλσου εἶναι τὸ πρῶτο συστηματι­κὸ ἀντιχριστιανικὸ ἔργο ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἐθνισμοῦ, γι' αυτὸ καὶ ὁ Ὠριγένης αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναιρέσει, χαρίζοντας στὸν Χριστιανισμὸ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἀπολογητικὰ ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
       Τὴν μετὰ τοὺς διωγμοὺς δεύτερη περίοδο τῆς ἀντιειδωλολατρικῆς γραμματείας ἐγκαινιάζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος μὲ τὸ ἔργο του «Κατ λλνων» ἢ «Κατ εδλων»24 σύμφωνα μὲ ἄλλη γραφή. Ξαναδιαβάσα­με τὸ ἔργο αὐτὸ αὐτὲς τὶς ἡμέρες καὶ ἐντυπωσιασθήκαμε ἀπὸ τὴν κα­θαρότητα τῆς σκέψης, τὴν συστηματικότητα τῆς ἀνάπτυξης, τὴν δύύναμη τῶν ἐπιχειρημάτων, τὴν θεολογικὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τοῦ νεαροῦ θεολόγου καὶ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ ἔγραφε πρὸ τῆς ἀρειανικῆς ἔριδος (πρὸ τοῦ 318), βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν. Ἀνήκει στὰ καλύτερα ἢ ἴσως εἶναι τὸ καλύτερο σχετικὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχαιότητος, ἀφοῦ τὰ ἐπίσης ἄριστα ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ἔχουν διαφορετικὴ δομὴ καὶ σύνθεση, πολύτι­μα πάντως καὶ αὐτά, ἐφάμιλλα καὶ ἰσάξια. Περιγράφει κατ' ἀρχὴν πῶς ἔφθασε τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν εἰδωλολατρία, ποὺ θεωρεῖται προϊὸν καὶ συνήγορος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐλέγχει κατόπιν τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τῶν θεῶν ποὺ ἐπηρεάζουν καὶ τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, στηριζόμενος σὲ ὅσα οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ λογογράφοι παραδίδουν. Εἶναι αὐστηρὸς ἀλλά ἀληθινὸς ὁ ἰσχυρισμός του κατὰ τὸν ὁποῖο,«ε γρ τις τν παραυτοςλεγομνων θεν λβοι τς πρξειςερσει μ μνον οκ εναι ατος θεοςλλ κα τνν­θρπων τος ασχστους γεγοντας»25 Στὴ συνέχεια δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς «νελν τν τνθνν  εδλων θετητα»26 μὲ τὴν πολλαχοῦ τῆς Π. Διαθήκης ἀπόρριψη καὶ καταδίκη της, δὲν ἄφησε τὸ ἀνθρώπι­νο γένος νὰ φέρεται ἄμοιρο τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Σ' αὐτὴν ὁδη­γοῦν μὲ ἀσφάλεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἔχει μέσα της καὶ ὄχι ἔξω ἢ μακρυὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ,ἀλλὰ καὶ ὁ θαυμαστὸς κόσμος τῆς δημιουργίας, ἡ παναρμόνια κτίση, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει καμμία πρόφαση καὶ δικαιολογία γιὰ τοὺς εἰδω­λολάτρες, διότι καὶ γι' αὐτοὺς ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή τους καὶ ἔξω στὸν κόσμο τῆς δημιουργίας  ὁ δρόμος τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
   Πρὶν ἀναφερθοῦμε στοὺς τρεῖς Καππαδόκες θεολόγους, ποὺ συνε­χίζουν τὴν παράδοση τῶν Ἀλεξανδρινῶν, πρέπει νὰ μνημονεύσουμε τὸν πολυμαθὴ ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας, στενὸ φίλο καὶ σύμβουλο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, στὸν ὁποῖο (Μ. Κωνσταν­τῖνο) ὀφείλεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ σταυροῦ ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τὸ θείας ὄντως ἐμπνεύσεως καὶ παρακινήσεως ἀπο­στολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἄλλαξε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἐδημιούργησε τὴν ἀληθινή, τὴν χριστιανικὴ Νέα Ἐποχή, τὴν χριστιανικὴ οἰκουμένη, τὴν ὁποία τώρα προσπαθοῦν νὰ παραμε­ρίσουν ἄλλες δυνάμεις μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦ Ἀντίχριστου, στὴν ὁποία ὑπάγονται καὶ οἱ θορυβώδεις σύλλογοι καὶ κινήσεις τῶν πάσης φύσεως νεοειδωλολατρῶν. Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀπέχθειά τους ἐναντίον τοῦ μεγάλου ἁγίου βασιλέως καὶ ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς βασιλεῖς ὑπέταξε τὴν βασιλικὴ ἀλουργίδα, τὸ κράτος, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκανε πραγματικότητα τὴν ἐπὶ γῆς βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν βυζαντινὴ χιλιετία. Μία σοβαρὴ παράλειψη τοῦ συνεδρίου μας είναι ὅτι ἀπουσιάζει μία σχετικὴ εἰσήγηση γιὰ τὸ κοσμοϊστορικὸ ἔργο τῶν ἁγίων θεοστέπτων καὶ ἰσαποστόλων βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
       Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας λοιπὸν ἑτοίμασε περὶ τὸ 303 ὀγκῶδες σύγγραμμα «ΚατΠορφυρου»ἀποτελούμενο ἀπό 25 βιβλία, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες τοῦ ἐθνικοῦ λογίου. Δυσ­τυχῶς τὸ ἔργο χάθηκε, ὅπως χάθηκε καὶ τὸ ἔργο τοῦ Πορφυρίου, καὶ ἐλάχιστα μόνο παραθέματα σώζονται στὰ κείμενα τοῦ Ἱερωνύμου. Μὲ ἄλλο ἔργο τοῦ ἀπάντησε ἐπίσης στὸν Ἱεροκλῆ, ἔπαρχο τῆς Βι­θυνίας κατὰ τὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ 303, ὁ ὁποῖος μιμούμενος τὸν «Λόγο Ἀληθὴ» τοῦ Κέλσου συνέταξε ἔργο μὲ τίτλο «Λόγος Φιλαλήθης», ὅπου προέβαλλε κυρίως τὸν Ἀπολλώνιο Τυανέα στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐσέβιος ἀπήντησε μὲ τὸ μικρὸ δοκίμιό του «Πρς τ το εροκλους ες πολλνιον τνΤυανα»27Σὲ ἀπολεσθὲν ἐπίσης ἔργο του μὲ τίτλο «λεγχος κα πολογα»ποὺ ὑπενθυμίζει πα­λαιότερο ἔργο τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, ἀνεσκεύαζε κατηγορίες ἐθνικῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἀπολο­γητικὸ ἔργο του εἶναι ἡ διλογία θὰ λέγαμε ποὺ φέρει τοὺς τίτλους «Εαγγελικ Προπαρασκευ»28 καὶ «Εαγγελικ πδειξις»29Στὸ πρῶτο ἐξετάζονται ὅλα τὰ τῆς πολυθεΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ προ­βάλλεται ἡ ἀρχαιότης καὶ ἡ ἀνωτερότης τῆς θρησκείας τῆς Π. Δια­θήκης, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὀρθῶς οἱ Ἕλληνες ἐγκα­τέλειψαν τὴν πολυθεΐα καὶ ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστιανισμό. Ἀπάντηση στὶς κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ κατηγορίες δίνει ὁ Εὐσέβιος χρησιμοποιώντας τοὺς ἴδιους τοὺς φιλοσόφους τῆς ἕλληνικῆς ἀρχαιότη­τος. Τὸ δεύτερο βιβλίο, ἡ «Εαγγελικπδειξις»ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔχει ὅμως σχέση καὶ μὲ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τὴν ἀπαντώμενη σ' αὐτοὺς ὑποτίμηση τῆς Π. Διαθήκης, ἡ ὁποία καὶ σήμερα ἔντονα ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς νεοειδωλολάτρες. Ὁ Εὐσέβιος ὑπο­στηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐντάσσονται στὸν Ἰουδαϊσμό, ἀλλὰ στὴν θρησκεία τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν προφητῶν, ὅπου φωτίζεται καὶ προαναγγέλλεται τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
       Τοῦ Μ. Βασιλείου τὸ πιὸ γνωστὸ ἔργο εἶναι ὁ «Λγος πρς τος νους πως ν ξλληνικν φελοντο λγων»30ὅπου συνιστᾶ ἐπι­λεκτικὴ χρήση τῆς ἀρχαίας γραμματείας καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀπόρρι­ψη τῶν ὅσων παρουσιάζει περὶ τῶν θεῶν. Σημαντικὲς ἀναφορὲς στὰ εἴδωλα ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλα του ἔργα. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεο­λόγου ὑπάρχουν οἱ δύο «Στηλιτευτικο λγοι κατ ουλιανο βασιλως»31στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὁ «Λγος Κατηχητικς Μγας»32 συχνὰ ἀναφέρεται μὲ ἀπολογητι­κὴ τάση στὶς δοξασίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων. Τὸ μικρὸ ἔργο του ἐπίσης «Πρς λληναςκ τν κοινν ννοιν»33 ἀποσκοπεῖ νὰ δείξει ὅτι ἡ περὶ Ἁγίας Τριάδος χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν καταλήγει σὲ πολυθεΐα, ποὺ εἶναι ἀσέβεια. Καὶ εἰς ἄλλα ἔργα τοῦ ὑπάρ­χουν σχετικὲς ἀναφορές. Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου σχετικὲς εἶναι οἱ ἀπολογητικὲς πραγματεῖες «Κατ ουδαων κα λλνων»34 καὶ«Ες Βαβλαν κατ ουλιανο καλλνων»35ἐνῶ σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν καὶ εἰς ἄλλα ἔργα. Τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλε­ξανδρείας ὑπάρχει τὸ ἔργο «πρ τς τν Χριστιανν εαγος θρη­σκεας πρς τ το νθοις ουλιανο»36γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκουσθεῖ εἰδικὴ εἰσήγηση. Ὁ Θεοδώρητος τέλος, ὅπως ἤδη μνημονεύσαμε, συν­έγραψε τὸ ἔργο «λληνικν παθημτων θεραπευτικ»37ποὺ θεω­ρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ ἴσως τὸ καλύτερο ἀπολογητικὸ ἔργο τῆς ἀρχαιότητος, μολονότι ἐμεῖς θεωροῦμε τὴν ἐκτίμηση αὐτὴ ὅτι ται­ριάζει περισσότερο στὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Κατ λλνων» ἢ «Κατ εδλων». μακάρι νὰ μὴν εἶχε ἐπιβληθῆ ἡ συνταγματική του ἀλλαγή, ὥστε οἱ μὲν Χριστιανοὶ νὰ ἦσαν ἀπηλλαγμένοι τῶν ἐνοχλήσεων, τὸ δὲ κράτος ἀπηλλαγμένο τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ νὰ ζῆ μέσα στὴν παλαιὰ εὐδαιμονία καὶ ἑνότητα.
Επλογος
        Σ' αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔργο ἐκτιμᾶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ἡ θεοσέβεια καὶ ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται τόσο πολὺ τὴν διδασκα­λία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἀποκτᾶται μόνη της. Τὴν εὑρίσκει κανεὶς καὶ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, μὲ τὰ ὁποῖα καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι οὔτε εὐτελὴς οὔτε παράλογη, ὅπως χλευαστικὰ ἰσχυρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες, στρεφόμενοι ἰδιαίτερα μὲ μεγάλη πώρωση καὶ ἀναισθησία ἐναντίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς ἡ χλεύη αὐτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀπὸ τοὺς ποικίλους κύκλους τῶν νεοειδωλολατρῶν. Στὰ σχετικὰ συγγράμματά τους οἱ Πατέρες ἐλέγχουν τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν προκατάληψή τους, ὥστε νὰ μὴ κλονισθεῖ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ὅσοι ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων ἢ νὰ ἐπιστρέψουν ὅσοι καὶ στὶς ἡμέρες μας παρασύρον­ται ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τὴν μόδα τῆς πολυθεΐας καὶ πολυπολιτισμικότητας. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἀνοησία καὶ παραφροσύνη, γιατὶ ἀντὶ τοῦ κτίστη θεοποιεῖ τὰ κτίσματα, καὶ ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν καὶ σὲ πάθη ἀτιμίας, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεόπνευστα διεκήρυξε στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς «Πρς Ρωμαους» ἐπιστολῆς. Ὁ Ἀντίχριστος ἐπιχειρεῖ, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀκυρώσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.


  • 1. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σνοψις στορινΡG 121, 580Β.
  • 2. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατ ουλιανο βασιλως στηλιτευτικς δετερος 24, ΡG 35, 693Α. ΒΕΠΕΣ 58, 344. ΕΠΕ 3, 216.
  • 3. Αὐτόθι, 37, ΡG 35, 713Α. ΒΕΠΕΣ 58, 352. ΕΠΕ 3, 242.
  • 4. Θεοδωρήτου Κύρου, λληνικν θεραπευτικ παθημτωντοι εαγγε­λικς ληθεας ξλληνικς φιλοσοφας πγνωσιςΡG 83,789D-792Α.
  • 5. Π. Χρήστου, λληνικ Πατρολογατόμ. Ε', Θεσσαλονίκη 1992, σ. 61.
  • 6. Π. Χρήστου, λληνικ Πατρολογατόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1976, σ. 65.
  • 7. Ἰωάννου Δαμάσκηνου, κδοσις κριβς τς ρθοδξου πστεωςκεφ. Ε', Ἀπόδειξις ὅτι εἵς ἐστι θεὸς καὶ οὐ πολλοί, ΡG 94, 800-801. ΕΠΕ 1, 70-72.
  • 8. Γεννάδιου Σχολάριου, Κατ τν Πλθωνος ποριν πριστοτλεικα κατ λλνων,τοι πολυθωνΓενναδίου τοῦ Σχολαρίου ἄπαντα τἀ εὐρισκόμενα, ἐκδ. L. Petit, τόμ. 4, σσ. 1-116. Περ το νς ν Τριδι Θεο μν κα πντων τν ντων δημιουργοκακατ θων τοι ατοματιστν κα κατ πολυθων, L. Ρetit, τόμ. 4, σσ. 172-189. Στὰ πλαίσια τῆς πολεμικῆς τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου κατὰ τοῦ Πλήθωνος εἶναι ἐκδεδομένες καὶ οἱ κάτωθι ἐπιστολές: 1. Τ φσου Γε­ργιοςL. Petit, τόμ. 4, σσ. 116-118. 2. ΠρςΠλθωνα π τ πρς τ πρ Λατνων βιβλον ατο παντσει  κατ λλνωνL. Petit, τόμ. 4, σσ. 118-151. 3. Τ βασιλσση περ το βιβλου το ΓεμιστοL. Petit, τόμ. 4, σσ. 151-155. 4. Περ το βιβλου το Γεμιστοκα κατ τς λληνικς πολυθεαςL. Petit, τόμ. 4, σσ. 155-172. Σχετικῶς βλ. Θεοδώρου Ζήση, Γεννδιος ΒΣχολριοςΒος -Συγγρμματα - ΔιδασκαλαΘεσσαλονίκη 1988, σ. 221 ε., 298 ε.
  • 9. Ἀριστείδου, πολογαΒΕΠΕΣ 3, 133-153.
  • 10. Ἰουστίνου, πολογα πρτη πρ χριστιανν πρς ντωννον τν εσεβΡG 6,328-440. ΒΕΠΕΣ 3, 162-199. ΕΠΕ 1, 74-197. πολογα δευτρα  πρ χριστιανν πρς τνΡωμαων ΣγκλητονΡG 6,441-469. ΒΕΠΕΣ 3, 200-208. ΕΠΕ 1,200-229.
  • 11. Λγος πρς λληναςΡG 6,229-240. ΒΕΠΕΣ 4, 11-13.
  • 12. Λγος παραινετικς πρς λληνας, ΡG 6,241-312. ΒΕΠΕΣ 4,14-43.
  • 13. ρωτσεις χριστιανικα πρς τος λληναςΡG 6, 1401-1464. ΒΕΠΕΣ 4, 146-175.
  • 14. ρωτσεις λληνικα πρς τος ΧριστιανοςΡG 6, 1464-1489. ΒΕΠΕΣ 4, 176-188.
  • 15. Ἀθηναγόρου, Πρεσβεα περ ΧριστιαννΡG 6,889-972. ΒΕΠΕΣ 4,282-310. ΕΠΕ 2, 124-227.
  • 16. Θεόφιλου Ἀντιόχειας, Πρς ΑτλυκονΡG 6,1024-1168. ΒΕΠΕΣ 5,13-68. ΕΠΕ 2, 324-515.
  • 17. Τατιανοῦ, Λγος πρς λληναςΡG 6,804-888. ΒΕΠΕΣ 4,242-267. ΕΠΕ 2, 28-103.
  • 18. Πρς ΔιγνητονΡG 2, 1168-1185. ΒΕΠΕΣ 2, 251-257. ΕΠΕ 2, 530-557.
  • 19. Ἑρμείου, Διασυρμς τν ξω φιλοσφωνΡG 6,1169-1180. ΒΕΠΕΣ 5,73-77.
  • 20. Κοδράτου, Περικοπα τς πρ τν χριστιανν πολογαςΡG 5,1265.
  • 21. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Λγος προτρεπτικς πρς λληναςΡG 8, 49-245. ΒΕΠΕΣ 7, 17-79.
  • 22. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, ΣτρωματεςΡG 8,685-1381 και ΡG 9,9-601. ΒΕΠΕΣ 7, 234-361 και ΒΕΠΕΣ 8, 11-316.
  • 23. Ὠριγένους, Κατ ΚλσουΡG 11,641-1632. ΒΕΠΕΣ 9,68-305 και ΒΕΠΕΣ 10, 11-231.
  • 24. Ἀθανασίου Μεγάλου, Κατ λλνων ἢ Κατ εδλωνΡG 25, 4-96. ΒΕΠΕΣ 30, 31-73. ΕΠΕ 1, 72-225.
  • 25. Αὐτόθι, ΡG 25.25Α. ΒΕΠΕΣ 30, 41. ΕΠΕ 1, 110-112.
  • 26. Αὐτόθι, ΡG 25,92Α. ΒΕΠΕΣ 30, 71. ΕΠΕ 1, 218.
  • 27. Εὐσεβίου Καισαρείας, Πρς τ το Φιλοστρτου ες πολλνιον τν Τυανα δι τνεροκλε παραληφθεσαν ατο τε κα το Χριστο σγκρισινΡG 22,796-868. ΒΕΠΕΣ 28, 109-133.
  • 28. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εαγγελικ ΠροπαρασκευΡG 21,21-1408. ΒΕΠΕΣ 25, 11-397 και ΒΕΠΕΣ 26, 11-281.
  • 29. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εαγγελικ πδειξιςΡG 22,13-789. ΒΕΠΕΣ 27, 11-356 και ΒΕΠΕΣ 28, 11-92.
  • 30. Βασίλειου Μεγάλου, Λγος πρς τος νους πως ν ξ λληνικν φε­λοντολγωνΡG 31, 564-589. ΒΕΠΕΣ 54, 199-211. ΕΠΕ 7, 316-359.
  • 31. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατ ουλιανο βασιλως στηλιτευτικς πρτοςΡG 35, 532-664. ΒΕΠΕΣ 58, 288-334. ΕΠΕ 3, 18-181. Κατ ουλιανο βασιλως στηλιτευτικςδετεροςΡG 35,664-720. ΒΕΠΕΣ 58, 335-354. ΕΠΕ 3, 182-249.
  • 32. Γρηγορίου Νύσσης, Λγος Κατηχητικς  ΜγαςΡG 45,9-105. ΕΠΕ 1, 386-543.
  • 33. Γρηγορίου Νύσσης, Πρς λληνας κ τν κοινν ννοινΡG 45, 175-185.
  • 34. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρς τ ουδαους κα λληνας πδειξιςτι στι Θες Χριστςκ τν παρ τος προφταις πολλαχο περ ατο ερημνωνΡG 48, 813-838. ΕΠΕ 34, 12-95.
  • 35. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λγος ες τν μακριον Βαβλαν κα κατ ου­λιανοκαπρς λληναςΡG 50, 533-572. ΕΠΕ 34, 416-541.
  • 36. Κυρίλλου Ἀλεξάνδρειας, πρ τς τν χριστιανν εαγος θρησκεας πρς τ το νθοις ουλιανο ΡG 76, 1057-1064.
  • 37. Θεοδώρητου Κύρου, λληνικν θεραπευτικ παθημτωντοι εαγγε­λικς ληθεαςξ λληνικς φιλοσοφας πγνωσιςΡG 83,784-1152.

ΠΗΓΗ: Περιοδικὸν Θεοδρομία
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ  
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ  2004

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...