Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Απριλίου 28, 2014

Βαριέσαι να λες συνέχεια ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ;

Βαριέσαι να λες συνέχεια ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ;


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!! -Χριστός Ανέστη!!!
 
-Ε το είπαμε αυτο, συνέχεια θα το λεμε;
Ναι θα το λέμε για 40 μέρες μεχρι την Πεντηκοστή. Βαριέσαι ή ντρέπεσαι να λες ότι ο Χριστός Ανεστήθη εκ νεκρών; 
Δηλαδη χαρηκαμε την πρωτη μερα μονο με την Ανασταση του Κυριου μας;

Τωρα μαλλον μας εφυγε ο ενθουσιασμός. 


Μα πως θα ζήσουμε το Αναστάσιμο κλιμα των ημερων αν ξεχασουμε το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ; 
Πεσανε κατι δακρυα όταν τον ειδαμε πανω στον Σταυρό του μαρτυριου την Μεγάλη Εβδομαδα. Τρα με την Ανασταση Του, δεν θα πρεπει να κρατησουμε μεσα μας κατι;

Η Ανασταση του Χριστου σημαινει και δικη μας Ανάσταση....ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ

πηγή   το είδαμε εδώ                   

Κυριακή, Απριλίου 27, 2014

Οι μικροί Τσολάκογλου που παρέδωσαν την Αθήνα


27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 ΤΟ ΠΡΟΔΟΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

Για τη «μαύρη Κυριακή» 27 Απριλίου 1941, την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς κατακτητές και την ύψωση του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη έχουν δει το φως πολλές συγκλονιστικές σελίδες. Είναι γνωστές ακόμη και λεπτομέρειες για όσα διαδραματίστηκαν κατά την πρώτη πράξη της τραγωδίας στη διασταύρωση των Λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Στο καφενείο «Λουξ» (ή «Παρθενών» όπως αποκαλείται απ΄ άλλους), όπου υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης.
Ο υποστράτηγος Καβράκος ενώ παραδίδει τα «κλειδιά» της Αθήνας στον εκπρόσωπο των γερμανικών αρχών κατοχής στο καφενείο της Κηφισίας 4, λίγο μετά τις 9 το πρωί της Κυριακής 27 Απριλίου. Μοιάζει κάτι πα
Ο υποστράτηγος Καβράκος ενώ παραδίδει τα «κλειδιά» της Αθήνας στον εκπρόσωπο των γερμανικών αρχών κατοχής στο καφενείο της Κηφισίας 4, λίγο μετά τις 9 το πρωί της Κυριακής 27 Απριλίου. Μοιάζει κάτι παραπάνω από ευγενικός προς τον ναζί αντισυνταγματάρχη που τα παρέλαβε.
Σύμφωνα με κείνο το δραματικό ντοκουμέντο: «Αι τοπικαί στρατιωτικαί και πολιτικαί αρχαί, αποτελούμεναι από τον στρατηγόν Καβράκον, ανώτερον στρατιωτικόν διοικητήν Αττικοβοιωτίας, τον κ. Πεζόπουλον, νομάρχην Αττικοβοιωτίας, τον κ. Αμβρόσιον Πλυτάν, δήμαρχον Αθηναίων και τον κ. Μιχ. Μανούσκον, δήμαρχον Πειραιώς, δηλούν προς τον διοικητήν των γερμανικών στρατευμάτων ότι: Αι πόλεις των Αθηνών και Πειραιώς και ανοχύρωτοι είναι και ουδεμίαν προτίθενται να αναπτύξουν αντίστασιν εις την κατοχήν. Οτι ελήφθησαν ήδη όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διασφάλισιν της τάξεως εκ μέρους μας μέχρι της εισόδου των Γερμανών...».
Οι «αρχές»
Ποιες ήταν αυτές οι «αρχές», που στ' όνομα του λαού δήλωναν υποταγή έξι ακριβώς μήνες μετά το έπος του '40 και τρεις βδομάδες μετά τη γερμανική εισβολή και τον πόλεμο, ο οποίος συνεχιζόταν; Ποιος και με ποια εξουσιοδότηση μετέδιδε από το ραδιόφωνο ως είδηση τη μόνη και επίμονη διαταγή: «επειδή η πόλις των Αθηνών είναι ανοχύρωτος, ουδεμία αντίστασις θα προβληθή. Αξιώ να μη ριφθή ούτε ένας πυροβολισμός»: Ποιοι συγκροτούσαν αυτές τις αρχές και πώς βρέθηκαν εκείνο το πρωί στο σημείο της υπογραφής;
Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση είχαν ήδη αναχωρήσει άρον άρον για την Κρήτη μέχρι τις 23 Απριλίου, ο αρχιστράτηγος Παπάγος ιδιώτευε από την ίδια μέρα στο σπίτι του και το στρατηγείο του πολέμου είχε διαλυθεί. Δυο-τρεις υπουργοί, ανάμεσά τους και ο διαβόητος υπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης, ήταν οι τελευταίοι που εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα μερικές ώρες αργότερα. Τυπικά αρχές δεν υπήρχαν. Σύμφωνα με μια εξήγηση, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και ο πρωθυπουργός Τσουδερός επεδίωξαν να μην υπάρχουν κάποιοι ανώτεροι, ώστε να παραδώσουν την Αθήνα στους Γερμανούς.
Ο Καβράκος με τα άλλα μέλη της «επιτροπής παράδοσης» προϋπα­ντούν τους κατακτητές.
Ο Καβράκος με τα άλλα μέλη της «επιτροπής παράδοσης» προϋπα­ντούν τους κατακτητές.
Αν πιστέψουμε τον πρώτο δωσίλογο πρωθυπουργό, «οι αρχές» αυτές ήταν μερικοί «πατριώται» οι οποίοι «όλως αυτοβούλως κατέβαλον αξιόλογον προσπάθειαν, όπως προλάβουν την εξάρθρωσιν της κρατικής μηχανής και όπως περιφρουρούντες τα όσια και ιερά εξυπηρετήσουν τον λαόν εις τα ειρηνικά έργα...».
Αυτά τα γράφει ο Γ. Τσολάκογλου στ' απομνημονεύματά του για ν' δείξει, μαζί με άλλα, ότι ο σχηματισμός της προδοτικής κυβέρνησής του ήταν «πατριωτικό αίτημα»! Προσθέτει ότι η κυβέρνηση, φεύγοντας από την Αθήνα, φρόντισε να λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός μέσω των διευθυντών, των υπουργικών γραμματέων κ.ά.
Διαφορετική εξήγηση προκύπτει από το ημερολόγιο του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου: «24 Απριλίου 1941. Ερχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς κατ' εντολήν τού Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη, δια να μοι είπουν ότι μετά των ανωτέρω δύο και τού Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησα ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Νομίζω, μάλι­στα, ότι και σεις οι άλλοι είσθε πολλοί, και ότι θα έφθανεν εις κατώτερος αξιω­ματι­κός...».
Πριν ακόμη υπογραφεί η παράδοση, ναζί μοτο­σικλετιστές έχουν φθάσει στην Ακρόπολη και υψώνουν τον αγκυλωτό σταυρό.
Πριν ακόμη υπογραφεί η παράδοση, ναζί μοτο­σικλετιστές έχουν φθάσει στην Ακρόπολη και υψώνουν τον αγκυλωτό σταυρό.
Ο Χρύσανθος αρνήθηκε τη συμμετοχή του με μια μνημειώδη φράση («έργον του Αρχιεπισκό­που είναι όχι να υποδουλώνη αλλά να ελευθερώνη»). Η μαρτυρία του, πάντως, επιβεβαιώνει ότι η «επιτροπή» ήταν μια ακόμη «εθνική υπηρεσία» ενός στυλοβάτη του δικτατορικού μεταξικού καθεστώτος. Προφανώς σε συνεννόηση και με την κυβέρνηση ο Μανιαδάκης (πολυ-υπουργός και στην κυβέρνηση Τσουδερού) είχε μείνει τελευταίος και με τη συνδρομή Καβράκου προστάτευε την Αθήνα από τα «ταραχοποιά στοιχεία» για να την παραδώσει ήσυχη στους κατακτητές.
ΧΡ. ΚΑΒΡΑΚΟΣ
Με δολοφονική και προδοτική δράση
Ο στρατηγός Χρήστος Καβράκος (Τρίκαλα 1882-Αθήνα 1944), που παρέδωσε χαμογελαστός τα «κλειδιά» της Αθήνας στον Γερμανό αντισυνταγματάρχη Φον Σέιμπεν, προσωποποιεί τους αντιδημοκρατικούς και στρατοκρατικούς κύκλους του μεσοπολέμου. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από τη σχολή μονίμων υπαξιωματικών και ανεβαίνοντας την ιεραρχία διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Τιμήθηκε μ' αρκετά μετάλλια. Στους ειρηνικούς καιρούς η πορεία του στιγματίζεται από τη δολοφονία 7 και τον τραυματισμό 25 άοπλων διαδηλωτών. Πρωτοστατεί στην κατάπνιξη της αγροτικής - λαϊκής εξέγερσης των Τρικάλων στις 2 Φεβρουαρίου 1925 (γνωστή και ως τρικαλινό Κιλελέρ). Ως διοικητής του 5ου Συντάγματος εκεί όχι μόνο την κατέστειλε μ' αγριότητα, αλλά φέρεται και ο ίδιος να πυροβολεί «πρώτος στο ψαχνό». Στο σύνταγμα αυτό, που έχει μετατραπεί σε μονάδα «απείθαρχων» στρατιωτών θα παραμείνει για μια δεκαετία (1924-1933). Προφανώς σε κάποιου είδους δυσμένεια.
Η νέα άνοδός του στην ιεραρχία συμπίπτει με την «άνθηση» των φασιστικών αντιλήψεων. Η αναρρίχηση του Μεταξά τον βρίσκει επιτελικό αξιωματικό και η κήρυξη της δικτατορίας υπαρχηγό του ΓΕΣ. Γίνεται φρούραρχος Αθηνών (1936) και διοικητής μεραρχίας. Σύμφωνα με τους ανωτέρους του, στον ελληνογερμανικό πόλεμο «ελαχίστην υπηρεσίαν προσέφερε» και «αντεκατεστάθη διατεθείς εις το εσωτερικόν». Ετσι, βρέθηκε, ως υποστράτηγος, στρατιωτικός διοικητής της Αθήνας (1941), αναλαμβάνοντας την προδοτική παράδοση.
Στην κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου διατήρησε για μικρό χρονικό διάστημα το αξίωμα και αποστρατεύτηκε λίγο αργότερα λόγω ορίου ηλικίας ως αντιστράτηγος. Εκείνο το διάστημα αναφέρεται μεταξύ των υπεύθυνων για τη συγκέντρωση των σιτηρών. Δεν είναι δηλαδή άμοιρος και για το θανατικό του χειμώνα του 1941-42. Στα Δεκεμβριανά του 1944 συνελήφθη από την Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ και εκτελέστηκε για δωσιλογισμό. Επί δικτατορίας (1973) τ' όνομά του δόθηκε σε στρατόπεδο των Τρικάλων, όπως και σε δρόμο της πόλης. Ως σήμερα και παρά τις αντιδράσεις των δημοκρατικών Τρικαλινών τιμάται ως στρατιωτική φυσιογνωμία ένας άνθρωπος με δράση «δολοφονική στα γεγονότα του 1925 και προδοτική τον Απρίλη του 1941», όπως κρίνει ο Μ. Γλέζος.
Ο δήμαρχος-κατοχικός διοικητής
Ο Αμβρόσιος Πλυτάς, όπως και όλα τα μέλη της «επιτροπής», ήταν επιφανή στελέχη του δικτατορικού μεταξικού καθεστώτος. Είχε διαδεχθεί στη δημαρχία τον γερμανόφιλο Κ. Κοτζιά, όταν ο τελευταίος χρίστηκε υπουργός (1936). Πριν απομακρυνθεί από τον Τσολάκογλου (Ιούνιος 1941), ως διορισμένος από τους ναζί διοικητής πρωτεύουσας, επέβαλε τις πρώτες απαγορεύσεις. Καλούσε σε πλήρη υποταγή και τους Αθηναίους «όπως επιδείξωσι τάξιν, αξιοπρέπειαν και ευγένειαν»! Αργότερα θα διαφοροποιηθεί, αλλά ούτε αυτός όπως οι άλλοι πέρασαν στην Ιστορία ότι διέπραξαν κάτι προδοτικό.
Ανθρωποι του μεταξικού καθεστώτος
Ο δήμαρχος Πειραιά, Μιχ. Μανούσκος, ήταν μια «θρυλική» φυσιογνωμία της πόλης. Από τους ιδρυτές και πρώτος πρόεδρος του Ολυμπιακού. Δέχτηκε, όμως, να διοριστεί δήμαρχος το 1938 και να υπηρετήσει το μεταξικό καθεστώς. Παραιτήθηκε λίγο μετά την παράδοση, αλλά έμεινε με το «στίγμα». Οπως έμεινε και ο πρώην στρατιωτικός και γνωστό μέλος της αστικής κοινωνίας Κ. Πεζόπουλος, ο οποίος όμως θα ξαναγίνει νομάρχης (στην Αχαΐα το 1946) και αργότερα θα «κοσμεί» το Κοινοβούλιο, όπως και άλλοι «συνεργασθέντες» με τους κατακτητές για το? καλό της πατρίδας.
Τ. Κατσιμάρδος
πηγή

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ Τοῦ Στεργίου Σάκκου

Τοῦ Στεργίου Σάκκου
Καθηγητοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δὲν ἦταν μόνο ἕνας συναρπαστικὸς διδάσκαλος, ποὺ ἐκλαΐκευε τὶς μεγάλες θεολογικὲς ἔννοιες καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια καὶ ζωντανὰ παραδείγματα τὶς ἔκανε προσιτὲς στὸ ἁπλοϊκὸ ἀκροατήριό του. Ἦταν συγχρόνως καὶ προφήτης. Ἀρκετὲς προφητεῖες ἐπιβεβαίωσαν τὴ διδασκαλία του, τὸν ἀπέδειξαν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν καθιέρωσαν στὴ συνείδησι τοῦ λαοῦ καὶ στὴν ἱστορία ὡς προφήτη.
Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ τὴ μετάνοια ψυχῶν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ σημεῖα ἔκανε καὶ προφητεῖες εἶπε. Ὑποστηρίζεται ὅτι στὶς προφητεῖες του ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὴν «Ὀπτασία τοῦ Ἀγαθαγγέλου», ἕνα χρησμολογικὸ κείμενο ποὺ κυκλοφοροῦσε εὐρύτατα στὶς μέρες του ἀνάμεσα στοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες καὶ καλλιεργοῦσε ψεύτικες ἐλπίδες κούφιας παρηγοριᾶς γιὰ τὸ «ξανθὸ γένος», ποὺ θὰ βοηθοῦσε στὴν ἀπελευθέρωσι ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀλλὰ πουθενὰ μέσα στὶς «Διδαχές» του, ὅπου διαφυλάσσεται ἡ αὐθεντικὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, δὲν ὑπάρχει δεῖγμα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας.
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἡ ἐντύπωσι αὐτὴ δημιουργήθηκε ἐξ αἰτίας ὠρισμένων πλαστῶν προφητειῶν καὶ διαφόρων λαϊκοθρησκευτικῶν χρησμῶν, ποὺ ἀποδόθηκαν στὸν Πατροκοσμᾶ καὶ διεκδικοῦν σήμερα τὴν πατρότητά του. Αὐτὰ προκαλοῦν βέβαια κάποια ἐντύπωσι στοὺς ἀδαεῖς, στὴν πραγματικότητα ὅμως ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἐπιζήμια εἶνε, διότι, ὅταν ἀποδεικνύεται τὸ νόθο τους, τίθεται σὲ ἀμφισβήτησι καὶ ἡ γνησιότητα τῶν ἀληθινῶν προφητειῶν.
Εἶνε ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ γίνη ἕνας διαχωρισμός, ἕνα ξεκαθάρισμα ἀνάμεσα στὶς πραγματικὲς προφητεῖες τοῦ ἁγίου καὶ στοὺς ἀνεύθυνους χρησμοὺς καὶ ἀφορισμούς, ποὺ τόσο ἄφθονοι κυκλοφοροῦν. Τὸ ὑγιὲς καὶ δοκιμασμένο κριτήριο καὶ τὴ διάκρισι αὐτὴ θὰ μᾶς τὰ προσφέρει ἡ Ἁγία μας Γραφή, ἡ πηγὴ καὶ τὸ ταμεῖο τῆς ἀληθινῆς προφητείας.
Καμμία ἀπὸ τὶς χιλιάδες προφητεῖες, τῆς ἁγίας Γραφῆς, δὲν ἔχει σχέσι μὲ χρησμοὺς καὶ ἐλλιπογράμματες προτάσεις, ὅπου προσθέτοντας τὰ ἀνάλογα φωνήεντα ἢ σύμφωνα, σχηματίζεται ἡ προφητικὴ ρῆσι. Ὅλα αὐτὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὰ ἀπορρίπτει καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν τὰ υἱοθέτησε ποτέ.
Ἡ προφητεία στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχει τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅτι συμπλέκεται μὲ ἱστορικὰ γεγονότα, συνδέεται μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα τῆς ἱστορίας καὶ ἐκπληρώνεται σταδιακὰ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. «Ἡ προφητεία ποὺ λέγεται συγκαλυμμένα, ξεκαθαρίζεται μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκβασι τῶν πραγμάτων καὶ ποτὲ πρὶν ἀπὸ αὐτά», σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ ἀλλοῦ παρατηρεῖ· «Ὁ Θεὸς συνδέει τὴ μία προφητεία μὲ ἄλλες, τὴν ἐγγύτερη μὲ τὶς ἀπώτερες. Ἔτσι παρέχει ὡς μέγιστη ἀπόδειξι τῶν μελλόντων τὴν προφητεία ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν παροῦσα γενιά». Ἔχουμε δηλαδὴ μία ἁλυσίδα ἀλληλένδετων προφητειῶν, στὴν ὁποία ἡ τελευταία προφητεία ἀναφέρεται στὸ μεγάλο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐνῶ οἱ προηγούμενες ἀφοροῦν σὲ διάφορα περιστατικὰ τῆς ἱστορίας. Ἔτσι, καθὼς ἐκπληρώνονται μία μία με τὴ σειρὰ οἱ προφητεῖες σ᾿ αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα, χαλκεύεται ἡ ἐγγύησι καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι καὶ ἡ τελευταία, ἡ ἐσχάτη μεγάλη προφητεία, εἶνε γνήσια καὶ θὰ ἐκπληρωθῆ ὁπωσδήποτε. Ἐξ ἄλλου, καθὼς κάθε προφητεία τῆς σειρᾶς ἐκπληρώνεται σὲ διαδοχικὲς γενιὲς καὶ ἐποχές, ἡ δύναμι τῆς προφητείας διατηρεῖται ἀκέραιη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ διατυπώθηκε, μέχρι τὴν τελευταία ὥρα ποὺ θὰ ὁλοκληρωθῆ.
Μὲ ἄλλα λόγια ἡ βιβλικὴ προφητεία προσφέρεται μὲ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία καὶ μάλιστα ἡ προφητεία προηγεῖται τῆς ἱστορίας καὶ ἡ ἱστορία προωθεῖ τὴν προφητεία. Πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικὰ τῆς ἱστορίας μεταφέρουν τὴν προφητεία καὶ διαφυλάσσουν τὸ μήνυμά της ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Τὸ προφητικὸ βλέμμα προσηλώνεται βέβαια στὸν Μεσσία καὶ τὴ μεσσιακὴ ἐποχή. Γιὰ νὰ φθάση ὅμως ἐκεῖ, διασχίζει τοὺς ἐνδιάμεσους αἰῶνες, σταματᾶ σὲ καίρια ἱστορικὰ συμβάντα, τὰ ἐπισημαίνει, τὰ προβάλλει καὶ τὰ καθιστᾶ μάρτυρες ἀξιόπιστους γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῆς μεσσιακῆς προφητείας.
Οἱ προφῆτες ἐπίσης τῆς ἁγίας Γραφῆς συχνὰ χρησιμοποιοῦν διάφορα σύμβολα, τὰ ὁποῖα γίνονται ἄφωνοι ἀλλὰ παραστατικοὶ μάρτυρες τῆς προφητείας.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο διατυπώνονται καὶ οἱ προφητεῖες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Κύριος π.χ. προφητεύοντας τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου περιπλέκει τὴν περιγραφὴ μὲ τὴν προφητεία γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ (Ματθ. 24, Μάρκ. 13, Λουκ. 21, 5-38). Ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ συνέβη, ὅταν ζοῦσαν ἀκόμη πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀκούσει τὴν προφητεία ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐκπλήρωσι αὐτῆς τῆς προφητείας ἐγγυᾶται ὅτι καὶ ἡ ἄλλη, τὴν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε συγχρόνως, σχετικὰ μὲ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου θὰ ἐκπληρωθῆ στὸν κατάλληλο καιρό.
Σὲ ἄλλες περιπτώσεις οἱ προφητεῖες τοῦ Κυρίου συνδέονται μὲ διάφορα σημεῖα. Ὅταν π.χ θεράπευσε τὸ δοῦλο τοῦ ἑκατοντάρχου, προφήτευσε καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν ἐθνικῶν στὴν Ἐκκλησία· «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 8,11). Ἔτσι, οἱ σύγχρονοί του ποὺ εἶδαν τὸ σημεῖο τὸ ἔχουν ὡς ἐγγύησι γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῆς προφητείας καὶ ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε τὴν ἐκπλήρωσι τῆς προφητείας, βεβαιωνόμαστε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ σημείου καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ πραγματοποίησε εἶνε ὁ Θεός.
Τὰ γνωρίσματα τῆς βιβλικῆς προφητείας παρουσιάζουν ὑπὸ κλίμακα καὶ οἱ προφητεῖες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Συμπλέκονται δηλαδὴ μὲ ἱστορικὰ γεγονότα καὶ λαμβάνουν ὡς μάρτυρες διάφορα σημάδια, κυρίως σταυρούς, ποὺ ἔστηνε ὁ ἴδιος. Θὰ ἀναφέρω μερικὲς τέτοιες προφητεῖες, οἱ ὁποῖες μαρτυροῦνται ἀναμφισβήτητα, ἂν καὶ εἶνε ἀπὸ τὶς πλέον ἄγνωστες. Οἱ δυὸ πρῶτες εἶνε ἀνέκδοτες καὶ ἀποτελοῦν προσωπική μου κατάθεσι. Ἡ τρίτη καὶ ἡ τέταρτη δὲν ἔχουν ἐπισημανθῆ, ὅσο γνωρίζω, ἀπὸ ἄλλον ἑρμηνευτή, τὴν δὲ πέμπτη θεωρῶ κατ᾿ ἐξοχὴν χαρακτηριστικὴ τῆς προφητικῆς νοοτροπίας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ...
πηγή

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:Εγώ από όλα, την δική σου αγάπη προτιμώ…

515601-loyloudia (1)Ο άγιος Χρυσόστομος αναφέρεται και σε ένα συνεκτικό στοιχείο, θεμέλιο της συζυγίας, την επικοινωνία των συζύγων. Είναι η καθημερινή αλληλεπίδραση των δύο συζύγων. Η επικοινωνία γίνεται με λόγια η χωρίς λόγια. Είναι θετική η αρνητική. Το σπουδαιότερο στοιχείο της επικοινωνίας είναι η συζήτηση.

Ετυμολογικά (συν + ζητώ), δηλαδή από κοινού αναζητώ του τι πρέπει να γίνεται στα θέματα που αφορούν την κοινή ζωή και την οικογένεια. Η συζήτηση πρέπει να γίνεται με οικειότητα, αλληλοσεβασμό, σε κλίμα ελευθερίας, ισοτιμίας και αγάπης. Τότε μπορεί να βρεθεί η λύση σε περίπτωση διαφωνίας η σύγκρουσης. «Γιατί τίποτε δεν είναι πικρότερο από την μάχη που γίνεται από τον άνδρα ενάντια στην γυναίκα.
Γιατί είναι πικρές, πραγματικά, οι μάχες που γίνονται ανάμεσα σε πρόσωπα που αγαπιούνται, και δείχνουν ότι όταν κανείς διχάζεται με το ίδιο του το μέλος, όπως λέγεται, αυτό πρέπει να προκαλείται από μεγάλη πικρία. Το μέρος, λοιπόν, των ανδρών είναι να αγαπούν και των γυναικών να υποχωρούν. Εάν λοιπόν καθένας συνεισφέρει το δικό του μέρος, όλα θα είναι στερεά. Και η γυναίκα γίνεται φιλική και αγαπιέται».
Με την αγάπη προλαμβάνεται η αποξένωση των συζύγων και η νέκρωση της σχέσης, που συνήθως έρχεται με την πάροδο του χρόνου, την κόπωση και την αδιαφορία. Τότε μιλούμε για συμβατικό γάμο. Ο άγιος Ιωάννης γνωρίζει ότι ο τρόπος της επικοινωνίας είναι αναγκαίος για να προλαμβάνονται οι συγκρούσεις. Αυτό εξαρτάται από το τι θα πει και το πως θα μιλήσει κάποιος. Στο ερώτημα: «Τι λοιπόν πρέπει να της πω;» δίνει την παρακάτω απάντηση.
Ακούστε με προσοχή τις συμβουλές του:
«Λόγια αγάπης να της λες … Εγώ από όλα, την δική σου αγάπη προτιμώ και τίποτε δεν μου είναι οδυνηρό, όσο το να βρεθώ σε διάσταση μαζί σου. Κι’ αν όλα χρειαστεί να τα χάσω, κι’ αν στους εσχάτους βρεθώ κινδύνους, ο,τιδήποτε κι’ αν πάθω, όλα μου είναι υποφερτά, όσο εσύ μου είσαι καλά. Και τα παιδιά τότε μου είναι πολύ αγαπητά, εφ’ όσον εσύ με συμπαθείς. Όλα δικά σου είναι.
Αυτό με συμβουλεύει ο Παύλος λέγοντας ότι ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα του. Κι αν δεν έχω εγώ εξουσία στο σώμα μου, αλλά εσύ, πόσο μάλλον δικά σου είναι όλα τα άλλα».
Και συνεχίζει:
«Ποτέ να μη μιλάς με πεζό τρόπο, αλλά με φιλοφροσύνη, με τιμή, με αγάπη πολλή. Νά την τιμάς, και δεν θα βρεθεί στην ανάγκη να ζητήσει την τιμή από τους άλλους. Να την προτιμάς από όλους για όλα, για την ομορφιά, για την σύνεση της, και να την επαινείς. Να κάνεις φανερό ότι σου αρέσει η συντροφιά της και ότι προτιμάς να μένεις στο σπίτι για να είσαι μαζί της, από το νά βγαίνεις στην αγορά. Από όλους τους φίλους να την προτιμάς, και από τα παιδιά που σου χάρισε ακόμα, κι αυτά εξ αιτίας της να τα αγαπάς».
πηγή

Η "εκκλησία του" είναι και "εκκλησία τους"...












Πηγή: "Ακτίνες"

Μας «κάλυψε» ο Θωμάς! Δε χρειάζεται πια να σηκώσει κανένας άλλος το χέρι.


«Για μία και μοναδική φορά, η πίστη ήταν κακή και η απιστία ήταν καλή!»

Του αείμνηστου καθηγητή Στέργιου Ν. Σάκκου (σημ.: κοιμήθηκε την ημέρα του Πάσχα του 2012), «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος», εκδ. Χριστιανική Ελπίς, Θεσ/νίκη 2007.
Ρεαλιστική η εποχή μας δεν ανέχεται φαντασίες και παραμύθια, έχει καταργήσει τα ταμπού, δέχεται μόνο γεγονότα και δεδομένα. Έτσι θέλει. Καθετί που ξεφεύγει από τους νόμους της φύσεως αποτελεί σκάνδαλο και καθετί που δεν εξηγείται με τους νόμους της λογικής συνιστά μωρία. Και το πιό παράδοξο πρόβλημα και η πιό ανεξήγητη ιστορία από όλα όσα συνέβησαν μέσα σ’ αυτό τον κόσμο και πάνω σ’ αυτή τη γη είναι χωρίς άλλο η ανάσταση του Χριστού. Πώς κάποιος που έζησε ως άνθρωπος και πέθανε ως θνητός, πώς ξαναπήρε τη ζωή, ξαναβρήκε το σώμα του, σηκώθηκε από τον τάφο και ζει; Πώς από τότε μέχρι τώρα και για πάντα απολαμβάνει, όχι μόνο με την ψυχή του αλλά και με το σώμα του άφθαρτο, μια ζωή που βέβαια δεν είναι η γνωστή μας ανθρώπινη ζωή, είναι όμως ζωή και μάλιστα ανώτερη και ωραιότερη;

     Τούτο το ερώτημα δίκαια, πράγματι, μπορεί να τυραννά κάθε εποχή τον κάθε άνθρωπο, όταν για πρώτη φορά το αντιμετωπίζει σαν ένα πρωτάκουστο νέο, σαν ένα πρωτόφαντο θαύμα, που αξιώνει ότι αποτελεί ευαγγέλιο, που παρουσιάζεται να δείχνει Θεό. Διότι ποιά άλλη αγγελία είναι πιό ευχάριστη από το ότι οι νεκροί μπορούν να αναστηθούν με τα σώματά τους; Και ποιά άλλη απόδειξη φανερώνει πιό καλά τη θεότητα από το ότι κάποιος μπορεί να αναστηθεί από τους νεκρούς; Αν ήταν δυνατόν να συγκεντρώναμε όλους τους απροκατάληπτους ανθρώπους της γης και των αιώνων, τους απλοϊκούς αλλά και τους σοφούς, τους ανίδεους αλλά και τους ιστορικούς, όλους μαζί σ’ έναν τόπο μπροστά στον αναστημένο Χριστό, και τους δίναμε τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απορίες τους, θα βλέπαμε πως όλοι, ανεξαιρέτως όλοι, θα σήκωναν το χέρι με ανυπομονησία και λαχτάρα να ρωτήσουν: Πώς έγινε αυτό; Κι ακόμη, θα ζητούσαν όχι μόνο να ρωτήσουν αλλά και να πλησιάσουν, να δουν από κοντά και να αγγίξουν Αυτόν που αναστήθηκε, για να πιστέψουν.

     Δεν είναι αφύσικο αυτό ούτε ασέβεια είναι. Κι ο Κύριός μας, ο οποίος γνωρίζει πως λειτουργεί ο άνθρωπος, καταλαβαίνει την ανάγκη μας και φρόντισε να μας την ικανοποιήσει. Ήθελε, εξάλλου, να ασφαλίσει το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεώς του από κάθε προσβολή και επίθεση μέσα στην ιστορία, ώστε να μένει πραγματικό και βέβαιο για τους τίμιους ερευνητές της αλήθειας. Γι’ αυτό έκανε τη συγκέντρωση που υποθέτουμε, μάζεψε μπροστά του τους απίστους και επιφυλακτικούς, τους ανύποπτους και φοβισμένους και δέχθηκε τις αντιρρήσεις τους. Ξέρετε ποιός σήκωσε πρώτος το χέρι να ρωτήσει; Ποιός με περισσότερη αυθάδεια και με μεγαλύτερη επιμονή ζήτησε να πεισθεί; Ο Θωμάς, «είς εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος» (Ιω. [κατά Ιωάννην] 20, 24), που έμεινε γνωστός ως ο άπιστος Θωμάς. Σαν να τον ακούμε, καθώς μας τα διηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης, να υψώνει τη φωνή του ανάμεσα στους άλλους, που του μαρτυρούν την εμφάνιση του αναστημένου Χριστού, και να δηλώνει απερίφραστα· «Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων (=το σημάδι από τα καρφιά), και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω» (Ιω. 20, 25).

Εικ. από εδώ
      Θαυμάζει κανείς την απαίτηση του Θωμά. Δεν του αρκεί που ακούει με τα αυτιά του τόσους μάρτυρες να τον βεβαιώνουν ότι αναστήθηκε ο Διδάσκαλος. Δεν ικανοποιείται να δει με τα μάτια του τον Εσταυρωμένο ζωντανό. Θέλει να αγγίξει και με τα χέρια του το σώμα του Αναστημένου· ακόμη περισσότερο, να ψηλαφήσει με τα δάχτυλά του τις πληγές του Ιησού και περισσότερο ακόμη, να πιάσει με την παλάμη του ολόκληρη την τραυματισμένη του πλευρά! Ακοή, όραση, αφή, οι αισθήσεις του όλες απαιτούν να λάβουν πείρα του γεγονότος, και μάλιστα με τον πιό ολοκληρωμένο τρόπο. Υπάρχει άραγε, ύστερα από αυτή τη διατύπωση του Θωμά, κάποια άλλη μεγαλύτερη απαίτηση; Όλα όσα θα ήθελαν να πουν και όσα είπαν μέσα στους αιώνες οι άνθρωποι για να ανακρίνουν την Ανάσταση, πρόλαβε και τα είπε πρώτος ο μαθητής. Μας «κάλυψε» όλους ο Θωμάς. Δεν χρειάζεται πια να σηκώσει κανένας άλλος το χέρι. Χρειάζεται μόνο να ακούσουμε την απάντηση και να δούμε αν ο Θωμάς επιτέλους πείσθηκε.

      Ο Κύριος δεν μπορούσε βέβαια να μένει διαρκώς στη συχνότητά μας και να εμφανίζει συνεχώς τον εαυτό του στους ανθρώπους· η Ανάσταση θα καταντούσε ένα φτηνό θέαμα και το αποτέλεσμα θα ήταν ένας πρόχειρος εντυπωσιασμός. Έχοντας κοντά του τους έντεκα μαθητές του ήταν σαν να είχε συγχρόνως όλους τους ανθρώπους όλων των αιώνων. Τους άφησε να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους. Τους προκάλεσε να ζητήσουν αποδείξεις. Δεν τους επιτίμησε για απιστία ούτε απαξίωσε να τους απαντήσει. Φρόντισε να μη μείνει κανένα κενό, όπου θα μπορούσε να εισδύσει η αμφισβήτηση. Πρόσεξε να καλυφθεί κάθε περιθώριο, όπου θα εμφιλοχωρούσε η άρνηση. Εκείνη τη στιγμή προηγούνταν η ιστορία, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε η πίστη. Για μία και μοναδική φορά, τότε, η πίστη ήταν κακή και η απιστία ήταν καλή, όπως επισημαίνουν οι πατέρες και όπως ψάλλει η Εκκλησία μας στον Εσπερινό του Σαββάτου της Διακαι­νησίμου:
      «Ω καλή απιστία του Θωμά! των πιστών τας καρδίας εις επίγνωσιν ήξε».
     Η απάντηση του Κυρίου στον Θωμά ήταν εξίσου θαυμαστή όσο θαυμαστή υπήρξε η απαίτηση του μαθητή. Στράφηκε πρόσωπο προς πρόσωπο στον Θωμά και του είπε· «Φέρε τον δάχτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου, και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιω. 20, 27). Δέχθηκε να ψηλαφηθεί, ανέχθηκε να παλαμισθεί, για να γίνει ο μαθητής πιστός. Ριγούμε σήμερα οι χριστιανοί, όταν αναλογιζόμαστε αυτή τη σκηνή. Εκείνο το «φέρε και ίδε» κι εκείνο το «φέρε και βάλε» του Ιησού ηχεί μέσα μας μυσταγωγικά σαν ένα άλλο «Λάβετε, φάγετε», «Πίετε εξ αυτού» (κατά Ματθαίον 26, 26.27). Ο Ιησούς προσφέρει τον εαυτό του σε μία κοινωνία του πάθους και της Αναστάσεώς του. Αγγίζοντας ο μαθητής με το δάχτυλο τις πληγές του Χριστού, πιάνει το θάνατο του και ακουμπώντας το χέρι στις ουλές του κρατά την Ανάστασή του.

     Από τα προστακτικά λόγια του Κυρίου και από το ρήμα «φέρε» φαίνεται ότι ο Θωμάς δεν ήθελε πια να ψηλαφήσει τον Κύριο, και ο Κύριος τον πιέζει· θέλει να πιστώσει την Ανάστασή του και μ’ αυτόν τον χειροπιαστό τρόπο. Η φοβερή ψηλάφηση, όπως εικονίζουν και οι αγιογράφοι της Εκκλησίας μας στους τοίχους των ναών, πρέπει τελικά να έγινε. Αλλά ο Κύριος επέτρεψε από τότε να γίνεται κάτι ακόμη μεγαλύτερο κι από εκείνη την ψηλάφηση, μας έδωσε κάτι ακόμη περισσότερο από εκείνο το αίτημα, που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να το φαντασθούμε ούτε θα τολμούσαμε ποτέ να το ζητήσουμε. Μας πρόσφερε τον εαυτό του όχι απλώς να τον αγγίζουμε, αλλά να τον τρώμε, να τον πίνουμε, να τον αφομοιώνουμε μέσα μας με τη χάρη του μυστηρίου και να βιώνουμε πάνω στον ίδιο τον εαυτό μας την Ανάσταση με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Έτσι, ικανοποίησε πλήρως όλες τις αισθήσεις μας, αφού μπορούμε και να γευόμαστε τώρα τον αναστημένο Χριστό.

      Ύστερα από τέτοιες μαρτυρίες μπορούν να υπάρχουν ακόμη άπιστοι; Ο λόγος του Κυρίου «και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιω. 20, 27) υπαινίσσεται ότι ήταν δυνατόν ο Θωμάς, και ύστερα από όλα αυτά, να μη θελήσει να πιστέψει. Η ιστορία φανερώνει ότι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Εντούτοις, δεν μπορεί πια κανείς να κατηγορήσει το γεγονός. Όποιος αμφιβάλλει ας αναζητήσει την αιτία στον εαυτό του. Η Ανάσταση υπάρχει και λάμπει αναμφισβήτητη. Όσοι δεν πιστεύουν, δεν έχουν επιχειρήματα και χάνονται στο σκοτάδι. Καταφεύγουν αυτοί σε μύθους και πλάθουν θεωρίες και υποθέσεις ανιστόρητες. Η εποχή μας νομίζει ότι είναι ρεαλιστική. Ή μάλλον είναι ρεαλιστική στα πάθη και στις κακίες της· σ’ αυτά είναι ωμή μέχρι αγριότητας, σκληρή μέχρι απανθρωπιάς. Αλλιώς, αρέσκεται στα παραμύθια, στις φαντασίες, στα ξωτικά. Την ελκύει περισσότερο ο κόσμος του μη πραγματικού, τη φοβίζει το αληθινό, και προπαντός όταν αυτό δείχνει το πρόσωπο του Θεού ή το δικό της.

     Γι’ αυτό η Ανάσταση, το πιό βεβαιωμένο πράγμα στον κόσμο, που φανερώνει ποιός είναι ο αληθινός Θεός και ποιός ο άθλιος άνθρωπος, δύσκολα γίνεται δεκτή. Προκαλεί τη λογική μας, προκαλεί τη ρεαλιστική εποχή μας αλλά και μας προσκαλεί. Όσοι τολμούμε μπορούμε σίγουρα να την ψηλαφήσουμε και να τη ζήσουμε μέσα στην Εκκλησία, η οποία συνεχίζει τη ζωή του αναστημένου Χριστού.

 πηγή





Προσευχή των συζύγων και της οικογένειας


Γέροντας Σωφρόνιος
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου,
ο τή σή αναβάσει ἐπὶ τὸν Γολγοθᾶν ἐξαγοράσας ημάς εκ τής κατάρας τού Νόμου
καὶ αποκαταστήσας τὴν πεπτωκυῖαν εἰκόνα Σου,
ὁ ἐκτείνας ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰς ἀχράντους χεῖράς Σου,
ἵνα τὰ ἐσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ ἐπισυναγάγῃς εἰς ἕν,
καὶ καλέσας τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς ἑνότητα πάντας, Σύ , ὁ Ὤν τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα, πρὸ τῆς ἐξόδου Σου ἐπὶ τὴν μεγάλην ταύτην καὶ κοσμοσωτήριον ἱερουργίαν ἐδεήθης τοῦ Πατρός Σου, ἵνα πάντες ἕν ὦμεν, καθὼς Σὺ εἶ μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου.
Παράσχου τοίνυν ἡμῖν χάριν καὶ σοφίαν τοῦ ἐκπληροῦν τὴν ἐντολὴν ταύτην καθ’ἑκάστην, καὶ ἐνίσχυσον ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀγάπης ἐκείνης, ἥν Σὺ ἐνετείλω ἡμῖν, εἰπῶν: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς».
Δώρησαι ἡμῖν διὰ τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος τὴν δύναμιν τοῦ ταπεινοῦν ἑαυτοὺς ὁ εἷς ἐνώπιον τοῦ ἑτέρου, ἐν τῷ κατανοεῖν ὅτι, ἐὰν τις πλείον ἀγαπᾷ, πλείον καὶ ταπεινοῦται.
Δίδαξον ἡμᾶς εὔχεσθαι ὁ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζειν ἐν ὑπομονῇ, καὶ ἕνωσον ἡμᾶς τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀκαταλύτου ἀγάπης ἐν τῷ Ὀνὀματί Σου τῷ Ἁγίῳ, χαριζόμενος ἡμῖν ὡσαύτως τοῦ ὁρᾶν ἐν ἑκάστῳ ἀδελφῷ καὶ ἑκάστῃ ἀδελφὴ ἡμῶν τὴν εἰκόνα τῆς ἀῤῥήτου δόξης Σου καὶ μὴ ἐπιλανθάνεσθαι ὅτι Ὁ ἀδελφός ἡμῶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἐστί.
Ναί, Κύριε, ὁ τῇ σῇ εύδοκίᾳ ἐπισυναγαγὼν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ αὐτό, ποίησον ἡμᾶς γενέσθαι ἐν ἀληθείᾳ μίαν οἰκογένειαν, ζῶσαν ἐν μιᾷ καρδίᾳ, μιᾷ θελήσει, μιᾷ ἀγάπῃ, ὡς εἷς ἄνθρωπος, κατὰ τὴν περὶ τοῦ προπάτορος Ἀδάμ προαιώνιον βουλήν Σου.
Ἐπισκίασον τὸν οἶκον ἡμῶν τῷ τοῦ φόβου Σου πνεύματι καὶ σκέπασον αὐτὸν τῇ σκέπῃ τῆς Παναχράντου Σου Μητρὸς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Σου, εὐλογῶν καὶ ὑπερασπιζόμενος ἕνα ἕκαστον τῶν ἐνθάδε διαμενόντων, διαφυλάττων ἡμᾶς ἐκ φθοροποιῶν λογισμῶν, ἀναρμόστων λόγων ἤ κινήσεων καρδίας, ἐπιβλαπτόντων τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ὁμόνοιαν, οπως οἰκοδομηθῇ ὁ οἶκος οὗτος ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν Εὐαγγελικῶν Σου Ἐντολῶν εἰς τόπον προσευχῆς, ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας δι ’ ἡμᾶς αὐτούς, καὶ διὰ πάντας τοὺς ἐπισκεπτομένους ἡμᾶς,
τοὺς κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφάς ἡμῶν,
ἵνα πάντες εὕρωμεν ἀνάπαυσιν ἐν Σοί, τῷ πράῳ καὶ ταπεινῷ Βασιλεῖ ἡμῶν, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Κυριακή του Θωμά - Η αναζήτηση του Θεού, του Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου (+)

 

Κυριακή του Θωμά - Η αναζήτηση του Θεού
 - Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου (+) - 

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

1. Ὁ χειρότερος ἰός

Σήμερα γιορτάζει κάθε Ἐκκλησία πού εἶναι ἀφιερωμένη στόν ἅγιο ἀπόστολο Θωμᾶ. Φυσικά γιορτάζομε καί ὅλοι ἐμεῖς, ὅσοι ἔχομε τήν Ἐκκλησία κέντρο τῆς λατρείας μας καί ἀγαπᾶμε τόν ἅγιο Θωμᾶ καί ἤλθαμε στό Ναό γιά νά τόν τιμήσομε καί νά δοξάσομε τόν Κύριο πού ἦλθε στόν κόσμο καί ἔστειλε τούς ἀποστόλους του στόν κόσμο, γιά νά μᾶς φωτίσουν νά γνωρίσομε τήν ἀλήθεια.

Τήν σημερινή Κυριακή τήν ὀνομάζομε «Κυριακή τοῦ Θωμᾶ». Καί πολλές φορές τήν λέμε «ἡ ἀνάσταση τοῦ Θωμᾶ». Βέβαια, ἡ ἀνάσταση εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἀνάσταση. Αὐτή γιορτάζομε. Σήμερα ὅμως γιορτάζομε ὄχι τήν μνήμη τοῦ Θωμᾶ πού ἐκοιμήθη στίς 6 τοῦ Ὀκτώβρη, ἀλλά γιορτάζομε τήν ἀνάστασή του. Γιατί γιά ἕνα χρονικό διάστημα, ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς εἶχε πεθάνει. Ὄχι σωματικά. Εἶχε πεθάνει πνευματικά, ψυχικά. Πῶς πέθανε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς;

Λέει τό Εὐαγγέλιο: «Ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό, ἔχει ζωή αἰώνιο. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Χριστό, ἔχει θάνατο μέσα του, στήν ψυχή του». Καί ὁ θάνατος αὐτός σιγά-σιγά προχωρεῖ ὅλο καί περισσότερο καί διαλύει τόν ἄνθρωπο πρῶτα ψυχικά, μετά πνευματικά καί μετά καί σωματικά. Ἤ καί ἀνάποδα καμιά φορά. Ἀρχίζει ἀπό ἀλλοῦ καί πάει ἀλλοῦ.

Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι ἔπιασαν τόν Χριστό καί τόν σταύρωσαν, οἱ ἀπόστολοι τά ἔχασαν. Καί εἶπαν: «Αὐτός πού δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἑαυτό του», ὅπως εἶπαν οἱ Ἑβραῖοι ὅταν ἦταν σταυρωμένος, «θά σώσει ἐμᾶς;» Καί ἔκλαιγαν τήν τύχη τους πού συνδέθηκαν μαζί του. «Ἐλπίζαμε», ἔλεγαν, «εἴχαμε τήν μάταιη σκέψη, ὅτι αὐτός θά σώσει τόν Ἰσραήλ».

Ἔπαψαν πιά νά τόν πιστεύουν καί μέσα τους μπῆκε ὁ θάνατος. Ἀλλά ἀδελφοί μου, τό εἴπαμε προηγουμένως, ὁ θάνατος δέν μπαίνει μονομιᾶς. Μπαίνει σάν τό μικρόβιο. Σιγά-σιγά κυριαρχεῖ στόν ἄνθρωπο καί τόν διαλύει. Οἱ ἀπόστολοι ἀγαποῦσαν τόν Χριστό, γιατί τρία, τριάμισυ χρόνια πού ἦταν κοντά του, ἔβλεπαν πώς ἦταν ἕνας ὑπέροχος δοῦλος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ. Πού ἐδίδασκε ὅπως κανένας ἄλλος καί ἔκανε τόσο μεγάλα θαύματα ὅσο κανένας ἄλλος. Καί γι' αὐτό καί ἀφοῦ τσακίστηκε ἡ πίστη τους ὅταν τόν εἴδανε πεθαμένο, μέ τήν ἔννοια πού ξέρομε ὅλοι ὅτι πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Δηλαδή ἔπαψε νά ὑπάρχει. Δέν εἶναι πιά τίποτε γιά τόν κόσμο. Ἄν ζεῖ ἤ δέν ζεῖ, γιά τόν ἄλλο κόσμο, δέν ξέρομε. Ἀλλά γιά δῶ, δέν εἶναι πιά τίποτε ὁ πεθαμένος.

 



2. Ποιός δέν θά χαιρόταν;

Ἔτσι νόμιζαν οἱ ἀπόστολοι. Ἀλλά ἔμειναν ἑνωμένοι μαζί τους ἀπό τήν ἀγάπη πού εἶχαν στόν Χριστό. Καί πῆγαν καί κλειδώθηκαν σέ ἕνα ὑπερῶο νά μήν τούς πιάσουν οἱ Ἑβραῖοι καί τούς σκοτώσουν καί αὐτούς. Καί ἐκεῖ πού ἦταν κρυμμένοι μέσα στό ὑπερῶο, διπλοκλειδωμένοι καί ἀμπαρωμένοι, ξαφνικά ὅταν ἄρχισε νά ἀνατέλλει ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, βλέπουν ἀνάμεσά τους τόν Χριστό. Πῶς εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων; Πῶς μπῆκε ἀφοῦ οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες;

Ἀπαντᾶμε στά τροπάρια: Ὅπως βγῆκε καί ἀπό τόν τάφο χωρίς νά βγεῖ ἡ ταφόπλακα. Καί ὅπως μπῆκε καί βγῆκε ἀπό τήν Παναγία χωρίς νά χαλάσει ἡ παρθενία τῆς Παναγίας, γιατί ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος.

Ὅταν βρέθηκε ὁ Χριστός ἀνάμεσά τους, τούς εἶπε ἐκεῖνο πού λέμε καί ἐμεῖς τόσες φορές στίς Λειτουργίες μας καί στίς προσευχές μας: «Εἰρήνη ὑμῖν, εἰρήνη πᾶσι». Γιατί ὁ Χριστός τό καθιέρωσε ὅτι εἶναι εὐλογία. Καί τότε οἱ ἀπόστολοι χάρηκαν. Γιατί χάρηκαν; Γιατί διαπίστωσαν ὅτι εἶχαν λάθος στούς λογισμούς τους. Διαπίστωσαν, ὅτι τό ψέμα, ἐκεῖνο πού τούς εἶχε καταπλακώσει, ἡ ἀπογοήτευση, ἦταν λάθος τους. Ἔβλεπαν τόν Χριστό, τόν ἄκουγαν. Ἅπλωσαν τά χέρια τους καί τόν πιάσανε. Κουβέντιασαν μαζί του. Γιά ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχαν κάνει καί ἰδεῖ μαζί του.

Καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον»

Ποιός δέν θά χαιρόταν;

Βλέπομε στό ὄνειρό μας, τόν πατέρα μας, τήν μητέρα μας, τόν ἀδελφό μας τόν πεθαμένο. Καί ἅμα τόν δοῦμε νά χαμογελάει λιγάκι ἤ νά μᾶς πεῖ μιά καλή κουβέντα, στόν ὕπνο μας, γεμίζει ἡ καρδιά μας ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. Γιά φαντασθεῖτε νά τόν δοῦν τόν Χριστό δίπλα τους, ἀνάμεσά τους, νά τούς μιλήσει, νά τούς χαμογελάσει, νά τόν πιάσουν, νά τόν ψηλαφήσουν, νά τούς εὐλογήσει, νά τόν δοῦν ζωντανά. Νά γιατί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».

Νά ποῦμε τώρα μιά κουβέντα παραπέρα. Ὑπάρχει μεγαλύτερη γλύκα γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό τό νά δεῖ τόν Χριστό; Ἀπό τό νά δεῖ ἐκεῖνον πού θά τόν δοῦμε στή Δευτέρα Παρουσία; Καί θά τόν ἀπολαμβάνουμε γιά ὅλους τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, τόν σωτήρα καί λυτρωτή μας Ἰησοῦ Χριστό;

 


3. Θωμᾶ, σύνελθε!

Γύρισε μετά ὁ Θωμᾶς, πού ἔλειπε ἐκείνη τήν ἡμέρα πού ἐμφανίστηκε στούς μαθητές του ὁ Χριστός. Καί τοῦ λέγανε: «Ἦρθε, ἑωράκαμεν τόν Κύριον. Εἴδαμε τόν Χριστό». Ἐκεῖνος τούς ἔλεγε: «Σιγά. Ἐγώ πεθαμένο δέν ξέρω νά γύρισε. Πῶς θά γύρισε ὁ Χριστός καί ποῦ τόν εἴδατε; Ποῦ εἶν’ τος;»

—Ἦρθε, τόν εἴδαμε, ἔφυγε.

—Δέν σᾶς πιστεύω. Καί ἄν δέν βάλλω καί ἐγώ τό δάχτυλό μου, ἐκεῖ πού λέτε ὅτι τό βάλατε καί ἐσεῖς, στήν πληγή στά χέρια του, στήν πληγή στά πλευρά του, στίς πληγές στά πόδια του, δέν θά πιστεύσω. Λέτε ψέματα.

Θωμᾶ, σύνελθε! Ποιός σοῦ λέει ψέματα; Ὁ ἀπόστολος Πέτρος; Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης; Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος; Ὁ ἀπόστολος Φίλιππος; Ποιός σοῦ λέει ψέματα Θωμᾶ; Ποτέ τούς ἄκουσες νά ποῦν ψέματα; Πόσο θά διατηρώντουσταν τά ψέματα; Ἕνα λεπτό; Δυό λεπτά; Μετά θά ἔσπαζε ἡ καρδιά τους τέτοιοι ἄνθρωποι...

Γιατί δέν τό σκέφτεσαι τό πράγμα ἀπό ἄλλη πλευρά; Ποιά πλευρά;

Νά πεῖς: «Ἐγώ δέν τόν εἶδα ἀκόμα. Ἀλλά ἀλήθεια λέτε; Ἔτσι ἔγινε; Πρέπει νά ἀλλάξω γνώμη καί νά περιμένω νά τόν δῶ. Θά περιμένω νά τόν δῶ καί ἐγώ ὅπως τόν εἴδατε καί ἐσεῖς».

Μήπως λέμε κάτι τό παράλογο; Αὐτό δέν εἶναι τό πιό λογικό;

Ἀλλά δέν δεχόταν μέ κανένα τρόπο ὁ Θωμᾶς τά λόγια τῶν ἀποστόλων. Γιατί; Γιατί ἀδελφοί μου, ἐμεῖς παθαίνομε τά λεγόμενα «κολλήματα». Κολλᾶμε. Ποῦ κολλᾶμε; Ἕνας κολλάει στήν κοιλιά του. Ἕνας κολλάει σέ ἄλλα πάθη σωματικά καί δέν ἐννοεῖ νά ξεκολλήσει. Ἀλλός κολλάει σέ συναισθήματα:

—Νά μήν τόν δῶ αὐτό τόν ἄνθρωπο μπροστά μου. Θά σκάσω, θά πεθάνω.

—Δέν θά πάθεις τίποτα βρέ, συγχώρησέ τον. Καί ὅταν τόν δεῖς, ἀγκάλιασέ τον καί φίλησέ τον νά φύγει τό κακό.

Κολλάει ὁ ἄνθρωπος καί δέν μπορεῖ νά ξεκολλήσει.

Ὑπάρχει καί ἄλλο κακό. Εἶναι κόλλημα στό μυαλό. Τί λέει τό κόλλημα στό μυαλό; «Ἐγώ αὐτή τήν ἰδέα ἔχω μέσα μου καί δέν τήν βγάζω μέ τίποτε». Τί μοῦ λέει ἡ ἰδέα μου; «Ἄν δέν τό ἰδῶ, ἄν δέν τό πιάσω, ἄν δέν τό ψηλαφήσω, δέν πιστεύω. Γιατί τοῦτα ἐδῶ μόνο εἶναι πού ὑπάρχουν. Ἐκεῖνα πού τά πιάνω, τά βλέπω καί τά ἀκούω. Πού τά καταλαβαίνω μέ τό στόμα μου καί μέ τό σῶμα μου».

Νά ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία στόν κόσμο. Ἐμεῖς ὅλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ψοφᾶμε γιά ἀγάπη. Ψηλάφησέ την. Δέν ψηλαφᾶται. Βάλτη στό στόμα σου. Δέν μπαίνει. Κοίταξέ την. Δέν κοιτάζεται. Ἄκουσέ την. Δέν ἀκούγεται. Εἶναι πραγματικότητα ἡ ἀγάπη;

Ποιός ἀμφιβάλλει; Καί ἐκείνη πού ἔχω μέσα στήν καρδιά μου πραγματικότητα εἶναι. Καί μάλιστα πιό μεγάλη ἀπό τό μυαλό μου. Γιατί τό κυβερνάει. Ἅμα ἔχω ἀγάπη γιά ἕναν ἄνθρωπο τό ξεχνάω τό σῶμα μου καί κάνω θυσίες. Θυσίες μεγάλες. Στή φωτιά, λέει, νά πέσω προκειμένου νά σώσω ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα τό παιδί του, ὁ φίλος τόν φίλο του. Τήν καρδιά μου καί τό νεφρό μου νά δώσω νά κάνει μεταμόσχευση γιά νά ζήσει.

Ἡ ἀγάπη δέν ὑπάρχει; Ἡ ἀγάπη κυβερνάει τόν κόσμο!

Καί ἐκείνη πού αἰσθάνομαι ἀπό τόν ἄλλο μέ γεμίζει χαρά δέκα φορές μεγαλύτερη ἀπ' ὅτι τό ὅποιο φαΐ καί ἡ ὅποια διασκέδαση. Ἅμα χάσω τήν ἀγάπη, ἄν δέν ἔχω ἐγώ μέσα μου καί δέν βρίσκω ἀπό τούς ἄλλους, ταλαιπωρία, δυστυχία καί πίκρα καί θλίψη ἡ ζωή. Ἔτσι εἶναι.

Γι' αὐτό λοιπόν εἶναι ἀνοησία νά λέει κανείς ὅτι ἄν δέν δῶ, δέν πιστεύω. Καί ὁ Θεός μιλάει μέσα στήν καρδιά μας καί μᾶς λέει: «Σκέψου το λίγο καλύτερα. Δέσ’ το λίγο καλύτερα». Πόσες φορές μιλάει μέσα στήν καρδιά μας ὁ Θεός! Καί ἡ φωνή του πρέπει νά εἶναι πιό σεβαστή ἀπό τήν κάθε ἰδέα καί ἀπό τήν κάθε μας σκέψη.


 


4. Πῶς ἀναζητᾶμε τόν Θεό

Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ξαναῆλθε ὁ Χριστός, ἐνῶ ἦταν μαζεμένοι οἱ μαθητές καί μαζί τους καί ὁ Θωμᾶς στόν ἴδιο τόπο. Στάθηκε ἀνάμεσά τους, ὁ παντογνώστης Θεός, πού δέν σημαίνει ὅτι ἐπειδή δέν ἦταν ἐκεῖ δέν ἤξερε τί γινόταν ἀπό πίσω του, ὅπως ἐμεῖς. Καί γυρίζει στό Θωμᾶ καί τοῦ λέει:

—Θωμᾶ, φέρε τό δάχτυλό σου, βάλτο ἐδῶ στά χέρια μου καί στά πόδια μου. Βάλτο καί στήν πλευρά μου, καί μή γίνου ἄπιστος. Μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κολλάει σέ τέτοιες σάπιες, νεκρές, πεθαμένες, δηλητήριο ἰδέες, πού νεκρώνουν τίς ψυχές.

Ὁ Θωμᾶς, ἔβαλε τό δάχτυλό του στίς πληγές, τίς εἶδε, τίς ψηλάφησε καί εἶπε:

—Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. Σέ κατάλαβα καί σέ προσκυνῶ. Εἶσαι ὄχι ἁπλῶς κάποιος. Εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός.

Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός:

—Ἐσύ μέ εἶδες καί πίστεψες. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύοντες.

Τί σημαίνει αὐτό; Εἶναι πιό εὐτυχισμένοι καί πιό μεγάλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐκεῖνοι πού δέν μέ εἶδαν ἀλλά μέ πίστευσαν.

Γιατί εἶναι πιό μεγάλοι; Νά τό ἐξηγήσομε.

Ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἐσωτερικός του κόσμος. Ὅταν κάνει τόν ψυχικό του, τόν ἐσωτερικό του κόσμο καλό, ἔχει τό μεγαλύτερο θεμέλιο γιά μιά ζωή κατά Θεόν. Ποιά εἶναι ἡ καλωσύνη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου; Καλή διάθεση, εἰλικρίνεια, ἀναζήτηση. Ψάχνω νά βρῶ τόν Θεό. Ψάχνω νά βρῶ τό θέλημά του. Ψάχνω νά βρῶ τήν παρουσία του καί τήν ἐνέργειά του. Ψάχνω νά βρῶ τήν Βασιλεία του. Πῶς ψάχνω; Νά ποῦμε τό ἀστεῖο. Πάει ὁ ἕνας ἄνθρωπος στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, καί ψάχνει γιά ψάρια! Τρελλάθηκε; Ἅμα θέλεις νά ψάξεις ψάρια, νά ἡ θάλασσα. Καί πάει στή θάλασσα καί ψάχνει γιά λαγό. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤ παλαβοφέρνει, ἤ πουλάει ἐξυπνάδες.

Ἀλλά ἡ οὐσία εἶναι ὅτι πρέπει νά ἀναζητᾶμε τόν Θεό μέ τόν τρόπο ποῦ πρέπει. Πῶς εἶναι ὁ τρόπος πού πρέπει;

Πρῶτα φροντίζομε νά κάνομε τήν διάθεσή μας, καλή διάθεση, εἰλικρινή διάθεση, ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἀπέναντι τῶν ἄλλων καί ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Μετά λέμε: «Ἄς ψάξω».

Ποῦ θά ψάξεις; Στήν ἐφημερίδα; Στήν τηλεόραση;

Στό Εὐαγγέλιο πρέπει νά ψάξεις! Στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ψάξεις καί νά ἀναζητήσεις τόν Θεό. Πῶς τόν ἀναζητᾶς; Ὅπως ἕναν καλό φίλο σου.

Πάω στό φίλο μου, ἐπειδή θέλω. Τόν πλησιάζω φιλικά. Τοῦ φωνάζω γλυκά. Χτυπάω τήν πόρτα του ἐλαφρά. Καί ὅταν ἀναζητῶ τόν Θεό κάνω κάτι ἐπί πλέον. Γονατίζω καί λέω: «Θεέ μου, φώτισε τήν καρδιά μου. Ὁδήγησέ με. Δυνάμωσέ με. Ἀξίωσέ με νά σέ βρῶ». Οἱ ἄνθρωποι πού ψάχνουν γιά τόν Θεό ἔτσι, θά τόν βροῦν.

Οἱ ἄλλοι πού ψάχνουν ἀλλιῶς δέν θά τόν βροῦν. Γιατί τό δηλητήριο πού μπαίνει στήν καρδιά μέ ὁρισμένες πράξεις προχωρεῖ καί ἐμποδίζει τόν δρόμο πρός τόν Θεό. Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα.

Πῶς νά μπορέσεις νά βρεῖς τόν Θεό, κυρά μου, ὅταν σοῦ ἀρέσει νά ψάχνεις καί γιά ἄλλον ἄνδρα ἐκτός ἀπό τόν δικό σου; Πῶς θά τόν βρεῖς; Δέν θά τόν βρεῖς ποτέ. Ὁ θάνατος, πού ἔχει τό δηλητήριο πού λέγεται «ἁμαρτία», ἡ ὅποια ἁμαρτία θά σέ διαλύσει. Καί ὁ θάνατος τοῦ δηλητητρίου πού λέγεται «κακός λογισμός», θά σέ διαλύσει. Μήν πιστεύεις στόν ὅποιο λογισμό σοῦ ἔρχεται στό μυαλό. Στοῦ Θεοῦ τόν λόγο νά πιστεύεις καί στούς καθαρούς λογισμούς νά πιστεύεις. Γιατί ὁ Θεός μᾶς θέλει εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του. Καί αὐτή ἡ εἰκόνα καί ἡ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο τό γλυκύτερο πράγμα πού μπορεῖ νά δεῖ στόν ἑαυτό του καί στόν φίλο του.

Μόνο ὅταν λέμε τήν λέξη «καλός ἄνθρωπος», γεμίζει ἡ καρδιά μας γλύκα. Γιά φαντασθεῖτε νά μποροῦμε νά ποῦμε: «ἅγιος, τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, τοῦ Θεοῦ εἰκόνα, τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα». Τί χαρά καί τί γλύκα πού θά γέμιζε ἡ καρδιά μας καί ἡ ζωή σέ ὅλο τόν κόσμο.

Γι' αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύοντες».

Ἐπειδή ὅμως, οἱ μή πιστεύοντες, πολλές φορές εἶναι καί πολύ ἀδύνατοι ἄνθρωποι, ὁ Θεός ἀπό τότε μέχρι σήμερα δέν παύει νά κάνει καί μερικά θαύματα στόν κόσμο, στόν κάθε τόπο καί ἐκεῖ πού εἶναι τά μεγάλα προσκυνήματα, τά λείψανα τῶν ἁγίων κτλ, τά ὁποῖα, γιατί γίνονται;

Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Τά θαύματα γίνονται γιά νά εἶναι μιά σπίθα, μιά ἀστραπή, ἕνα φωτάκι πού θά φωτίσει τό μυαλό νά ξυπνήσει καί νά μᾶς πεῖ: «Δέν βλέπεις; Οἱ πεθαμένοι δέν κάνουν τίποτε. Ὁ ἅγιος ὅμως Σπυρίδων, γιά νά κάνει κεῖνο τό θαῦμα μέ τό λείψανό του καί ὁ ἅγιος Γεράσιμος, δέν εἶναι πεθαμένοι. Οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πεθαμένοι. Καί ἄν οἱ δοῦλοι του δέν εἶναι πεθαμένοι, καί εἶναι πιό ζωντανοί ἀπό τούς ζωντανούς καί τούς τρέμουν τά δαιμόνια, ὅπως τρέμουν τόν ἅγιο Γεράσιμο καί τό λείψανό του, γιά φαντασθεῖτε πόσο τρέμουν τόν Χριστό. Καί πόσο δυνατός εἶναι ὁ Κύριος ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁ Θεός καί σωτήρας μας».

Ὅποιος ἔτσι πορεύεται, καί γιά ὅλα αὐτά ψάχνει νά τά δεῖ καί νά τά βρεῖ, θά γεμίζει τό κεφάλι του καί ἡ καρδιά του, τό μυαλό του καί τό εἶναι του, μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅσο περισσότερο πιστεύει, τόσο περισσότερο θά καταλαβαίνει τί γλύκα καί τί εὐτυχία καί τί χαρά εἶναι, νά εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Πιστός καί ἀφοσιωμένος ἄνθρωπος στόν Χριστό. Ὅπως ὑπῆρξε καί ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος γύρισε ὅλο τόν κόσμο καί πῆγε στίς Ἰνδίες νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο. Καί στίς Ἰνδίες σταυρώθηκε καί πέθανε μέ φρικτά βασανιστήρια, γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους μαζί μέ ὅλους τούς ἀποστόλους ἁγίους στόν κόσμο.

Τό φῶς τοῦ παραδείγματός του, οἱ πρεσβεῖες του, οἱ προσευχές του καί ἡ καλωσύνη του, νά μᾶς συνοδεύουν ὅλους. Ἀμήν.-



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του στή Λυγιά, στίς 4/5/2004


Το Ευαγγέλιο της Κυριακὴς 27 Απριλίου 2014 (Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ)

Κατά Ιωάννην Κ' 19-31
Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. 
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει· “ειρήνη ας είναι εις σας”. Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένον, εχάρησαν. Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ειρήνη εις σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”. Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε· “λάβετε Πνεύμα Αγιον. Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”. 
Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς. Έλεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί· “είδαμε τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε· “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”. Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε· “ειρήνη υμίν”. Έπειτα λέγει στον Θωμάν· “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”. Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”. Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “επίστευσες, διότι με είδες· μακάριοι θα είναι απ' εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”. Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον. Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.

ΠΟΣΟ ΑΠΙΣΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΘΩΜΑΣ;

1. Ο Θωμάς ως μαθητής του Χριστού

Ο Θωμάς ήταν όπως είναι γνωστό ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, που μετά την Ανάληψη σκορπίσθηκαν σ’ όλη την οικουμένη, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας.
Όλοι οι απόστολοι με κόπους και δυσκολίες έφεραν το φώς της αλήθειας στους σκλάβους της αμαρτίας ανθρώπους. Ο Θωμάς είναι εκείνος, που με τον δισταγμό του ολοκλήρωσε την πίστη των άλλων Αποστόλων και την έκανε βεβαιώτερη. Από τότε κανένας Ιουδαίος ή ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να πεί οτι ο Κύριος δεν αναστήθηκε. Διότι ο Θωμάς ήταν ο ακριβέστερος μάρτυρας της Αναστάσεως αφού τόλμησε να ψηλαφήσει το Αναστάντα Χριστό.

Ο Θωμάς ήταν Ιουδαίος, γιός φτωχών γονέων, πιστός στο Μωσαϊκό Νόμο, με αγνό βίο. Ήταν ψαράς στο επάγγελμα. Όταν τον κάλεσε ο Χριστός δεν ανέβαλε, αλλά τον ακολούθησε με χαρά. Ήταν μαθητής πρόθυμος, υπηρέτης πιστός. Αγάπησε πολύ τον Κύριο, κι όταν οι Ιουδαίοι ήθελαν να θανατώσουν το Σωτήρα, ο Θωμάς έλεγε στους άλλους μαθητές: ”Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του. Είναι καλύτερα να σταυρωθούμε με το Δεσπότη, παρά να ζούμε χωρίς Αυτόν”. Όταν μετά την Ανάσταση του, ο Κύριος παρουσιάσθηκε στους μαθητές στο ανώγειο χωρίς να ανοίξει τις πόρτες, ο Θωμάς δεν ήταν εκεί. Όταν ήλθε και του είπαν οι άλλοι, οτι είδαν τον Κύριο εκείνος δεν πίστεψε. Έλεγε, οτι θα πιστέψει μόνο αν ψηλαφήσει τον Αναστάντα.
- Τι λές Θωμά; Αν απιστεί ο μαθητής πως να πιστέψει ο Ιουδαίος; Αν δεν παραδέχεται την Ανάσταση ο Απόστολος, πως να την παραδεχτούν οι Έλληνες; Δεν θυμάσαι τα θαύματα; λεπροί καθαρίζονται, παράλυτοι σηκώνωνται, τυφλοί βλέπουν, νεκροί αναστένονται και σε μένεις στην απιστία; Ας απιστεί ο Καϊάφας, ας συκοφαντεί ο Ιουδαίος· αλλά ο ένας από τους δώδεκα Αποστόλους να δυσπιστεί για την Ανάσταση; Αυτά και άλλα τέτοια θα έλεγαν οι Αποστόλοι στο Θωμά.
” Και μετά από οκτώ ημέρες ήσαν εντός οι Μαθητές αυτού, και ο Θωμάς μαζί τους· έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι θύρες ήταν κλειστές, και στάθηκε στο μέσο τους και είπε: Ειρήνη σ’ εσας. Έπειτα λέγει στον Θωμά: - Φέρε το δάκτυλο σου εδώ, και δες τα χέρια μου και την πλευρά μου και μην γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός. Και απεκρίθηκε ο Θωμάς και είπεν σ’ Αυτόν: - Εσύ είσαι ο Κύριος μου και Θεός μου.  Λέγει σ’ αυτόν ο Ιησούς: - Επειδή με είδες και πίστευσες; Μακάριοι αυτοί που δεν θα με δουν και θα  πιστεύσουν. (Ιωάν. 20,26)

2. Αποστολή στα Έθνη
Ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου, την ημέρα της Πεντηκοστής, έλαβε κι αυτός μαζί με τους άλλους την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και το πρόσταγμα: - Αφού πορευθείτε σε όλο τον κόσμο κηρύξτε το Ευαγγέλιο σ’ όλη τη Κτίση. (Μαρκ. 16,15) Κάθε απόστολος κληρώθηκε να πάει σε ορισμένη χώρα της Οικουμένης. Ο Θωμάς κληρώθηκε να πάει στους Πάρθους, Πέρσες, Μήδους και Ινδούς.
Οι Ινδοί ήταν οι πιό ωμοί και βάρβαροι τότε άνθρωποι. Βλέποντας ο Θωμάς οτι έπρεπε να πάει σε τέτοιο άγριο έθνος στεναχωρήθηκε. Ενώ σκεφτόταν τι να κάνει, εμφανίζεται σ’ αυτόν μιά νύχτα ο Κύριος και του λέει: - Μη φοβάσαι Θωμά, αλλά πήγαινε στις Ινδίες, κήρυξε το Ευαγγέλιο κι η χάρις μου θα είναι μαζί σου. Εκείνες τις μέρες έτυχε να είναι στα Ιεροσόλυμα κάποιος έμπορος από μιά πόλη της Ινδίας, Αμβανής στο όνομα. Αυτόν είχε στείλει ο βασιλιάς Γουνδιαφόρος για να βρει κτίστη επιδέξιο επειδή ήθελε να οικοδομήσει ανάκτορο.

3. Δούλος Χριστού

Ο Κύριος γνωρίζοντας, τι επρόκειτο να κάμει ο Θωμάς στην Ινδία, φάνηκε σαν άνθρωπος μιά μέρα στην αγορά και λέει στον Αμβάνη:
- Θέλεις ν’ αγοράσεις ένα αιχμάλωτο, κτίστη, που έχω; - Ναι, του αποκρίθηκε ο Αμβανής. Τότε έδειξε το Θωμά και συμφώνησαν την αγορά για τρείς λίτρες αργυρίου. Έγραψε δε ο Ιησούς στο απαραίτητο χαρτί: ” Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ, του τέκτονος, επώλησα σε εσένα τον Αμβάνη, τον δούλο μου Θωμά”.
Ο αγωραστής ρώτησε τον Θωμά αν ήταν αιχμάλωτος του Ιησού. Ο Θωμάς απάντησε: - Ναι, αυτός είναι ο Κύριος μου, που μ’ αγόρασε με μεγάλη τιμή. Ακολούθησε λοιπόν, ο Θωμάς τον Αμβάνη και τον υπηρετούσε σαν δούλος. Την άλλη νύχτα φάνηκε πάλι ο Κύριος σε όραμα και του δίνει τα αργύρια, που πήρε λέγοντας: - Πάρε την αξία της αγοράς σου και τη χάρη μου.
Την άλλη μέρα έφυγε ο έμπορος με το Θωμά για την Ινδία. Μετά από πολυήμερο ταξίδι έφθασε στην Ανδράπολη που είχε μεγάλο πανηγύρι εκείνη την μέρα, γιατί ο ηγέμονας πάντρευε την κόρη του. Οι κήρυκες καλούσαν όλους στους γάμους. Πήγαν κι ο Αμβάνης με το Θωμά. Ενώ όλοι έτρωγαν από τα φαγητά, μόνο ο Θωμάς δεν έτρωγε, αλλά καθόταν σκεφτικός προσέχοντας τον εαυτό του.

4. Τιμωρία του υπηρέτη

Βλέποντας τον Θωμά ένας από τους υπηρέτες, τον κτύπησε στο πρόσωπο λέγοντας: - Αφού είσαι καλεσμένος σε γάμο πρέπει να χαίρεσαι και να γιορτάζεις. Ο Απόστολος του αποκρίθηκε: - Το σφάλμα σου μακάρι να στο συγχωρήσει ο Κύριος στον μέλλοντα αιώνα. Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία στον παρόντα αιώνα, για να σωφρονισθούν και να παραδειγματισθούν κι άλλοι. Πράγματικά, καθώς εκείνος ο υπηρέτης πήγε να φέρει νερό, τον καταξέσχισε ένα θηρίο, που παραμόνευε ( ήταν κοντά ) στο πηγάδι και έτσι ο υπηρέτης πέθανε. Το χέρι του το πήρε ένας σκύλλος και το έφερε στο συμπόσιο. Οι καλεσμένοι που το είδαν απορούσαν ποιού ήταν το χέρι.
Τότε μιά Εβραία, που έπαιζε στον γάμο, είπε: - Φοβερό μυστήριο έγινε σήμερα ανάμεσα μας. Ακούστε όλοι, διότι σήμερα ο Θεός ή Απόστολος του Θεού καταδέχτηκε να καθίσει μαζί μας. Γιατί εγώ ενώ έπαιζα, άκουσα ένα άνθρωπο πατριώτη μου να λέει στα εβραϊκά σ’ ένα υπηρέτη που τον κτύπησε: ” Το χέρι σου θα το κατασπαράξουν τα θηρία για να σωφρονισθούν οι άλλοι”. Και να ο λόγος του έγινε πραγματικότητα. Αυτό το θαύμα το πληροφορήθηκε ο ηγέμονας της πόλεως. Κάλεσε, λοιπόν τον Απόστολο και του είπε: - Αν εσύ με την κατάρα σου μπορείς να προκαλέσεις θάνατο, δειξε και τη δύναμη, που έχει η ευχή σου στην κόρη μου που παντρεύθηκε σήμερα.

5. Εγκράτεια και παρθενία

Ο Θωμάς με χαρά πήγε στο δωμάτιο των νεόνυμφων και τους στήριξε στη σωφροσύνη. Τους έπεισε δε να φυλάξουν παρθενία και αφού τους αφιέρωσε στο Θεό, έφυγε. Μετά από λίγη ώρα βλέπει ο γαμπρός κάποιον άνθρωπο, που έμοιαζε με το Θωμά, να συνομιλεί με τη νύφη. Επειδή νόμισε οτι είναι ο Θωμάς του είπε: - Εσύ δεν έφυγες; Πως ήλθες πάλι εδώ ξαφνικά; Τότε ο άλλος αποκρίθηκε: - Δεν είμαι ο Θωμάς, αλλά αδελφός του Θωμά κατά χάρη. Όποιος με ακολουθήσει και αρνηθεί τον κόσμο, όπως ο Θωμάς, θα γίνει όχι μόνο αδελφός μου, αλλά και κληρονόμος της βασιλείας του Πατέρα μου. Λέγοντας αυτά εξαφανίσθηκε. Οι νεόνυμφοι έκλεισαν στην καρδιά τους αυτά τα λόγια κι όλη τη νύχτα προσεύχονταν στον Κύριο. Το πρωί πήγε ο πατέρας της κόρης στο δωμάτιο και βλέποντας τους νεόνυμφους να κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο ταράχθηκε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. Εκείνοι αποκρίθηκαν:
- Εμείς ευχόμαστε αυτός ο χωρισμός να φυλαχθεί, μεταξύ μας μέχρι το τέλος, για να μείνουμε αχώριστοι στον ουρανό, σύμφωνα με την υπόσχεση που μας έδωσε ο ξένος. Μόλις άκουσε αυτά ο πατέρας στεναχωρήθηκε και υποσχέθηκε οτι θα δώσει πολλά δώρα, αν βρεθεί αυτός που τους είπε τέτοια λόγια. Έψαχναν λοιπόν και ζητούσαν τον ξένο, αλλά “σταμάτησαν ερευνόντας τις έρευνες” ( Ψαλμ. 63,7). Ο Απόστολος σ’ εκείνους, που τον ζητούσαν με κακό σκοπό δεν φανερωνόταν, αλλά παρουσιαζόταν στους νέους μαθητές του Χριστού, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι, και τους στήριζε. Οι νεόνυμφοι παρακαλούσαν τον Κύριο, να καταπραΰνη την οργή του πατέρα τους και να τον αξιώσει να μάθει την αλήθεια. Ο Θεός άκουσε την προσευχή τους και έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει χριστιανός. Διδάχθηκε δηλαδή από τους νέους την πίστη και πίστεψε ολόψυχα στο Χριστό.
Ο Θωμάς τους βάπτισε κι έγιναν κι αυτοί κήρυκες του Ευαγγελίου.

6. Οικοδομή του παλατιού του βασιλιά των Ινδιών

Στη συνέχεια ήλθε ο Θωμάς στο βασιλιά της Ινδίας Γουανδιαφόρον, που τον ρώτησε τι ξέρει να κατασκευάζει από ξύλα και τι από λίθους. Ο Απόστολος απάντησε οτι από ξύλα ξέρει να κατασκευάζει αλέτρια, κουπιά και ζυγούς για βόδια. Από λίθους δε κολώνες, ναούς και βασιλικά ανάκτορα. Τότε του λέει ο βασιλιάς: - Μπορείς, λοιπόν, να μου κατασκευάσεις ένα ανάκτορο στον τόπο, που αγαπώ; Ο Θωμάς υποσχέθηκε, οτι μπορεί. Τον οδήγησε ο βασιλιάς σ’ ένα πραγματικά ωραίο τόπο με βρύσες και δέντρα, και του είπε:
- Σχεδίασε μου σε πάπυρο το σχήμα της οικοδομής για να δω αν μου αρέσει, διότι θα απουσιάσω τρία χρόνια σ’ άλλη χώρα για κάποια υπηρεσία. Θέλω δε, όταν θα επιστρέψω να είναι έτοιμο το ανάκτορο.
Ο Απόστολος έκαμε ένα ωραιότατο σχέδιο. Έβαλε ανατολικά τα παράθυρα, για να μπαίνει το φως, δυτικά τις πόρτες για τον αέρα. Τον κλίβανο τον έβαλε στο νότιο μέρος και στο βορρά τους αγωγούς του νερού, για να είναι δροσερό το καλοκαίρι.
Ο βασιλιάς χάρηκε για το ωραίο σχέδιο και είπε: - Αληθινά, είσαι άριστος τεχνίτης και πρέπει να υπηρετείς το βασιλιά αφού είσαι έμπειρος. Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δώσουν στον Απόστολο χρυσάφι, για να αγωράσει τα απαραίτητα για την οικοδομή. Παρακαλούσε εν το μεταξύ τον Απόστολο να βάλει αμέσως τα θεμέλια. Εκείνος του αποκρίθηκε: - Δεν γίνεται να κτίσουμε παλάτι αυτό το μήνα, αλλά τον ερχόμενο, τον Οκτώβριο. Λέγοντας αυτά εννοούσε τη μέλλουσα ζωή.

7. Διανομή των χρημάτων στούς πτωχούς

Σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή έδωσαν στο Θωμά οτι χρειαζόταν και αυτός έφυγε για τον τόπο της κατασκευής. Εκεί όμως άρχισε να ετοιμάζει ουράνιο παλάτι για το βασιλιά. Κάθε μέρα δίδασκε και βάπτιζε τους ειδωλολάτρες και μοίραζε τα πλούτοι στους φτωχούς.
Μετά από καιρό ζήτησε ο βασιλιάς πληροφορίες αν τελείωσε το οικοδόμημα. Ο Θωμάς του απάντησε οτι χρειάζεται κι άλλα ακόμη έξοδα για να κατασκευάσει τη στέγη. Ο βασιλιάς έστειλε πολύ χρυσάφι κι ένα γράμμα, που έλεγε: ” Να την κατασκευάσεις το γρηγορότερο τη στέγη των ανακτόρων, όσο πιό ωραία γίνεται για να το δεις τελειωμένο και να σε δοξάσω με επαίνους και εγκώμια”. Ο Απόστολος μόλις πήρε τα χρήματα, ευχαριστώντας το Θεό είπε: - Σ’ ευχαριστώ φιλάνθρωπε Κύριε, διότι γνωρίζεις με πολλούς και ποικίλους τρόπους να ετοιμάζεις τη σωτηρία κάθε ανθρώπου. Και μοίρασε πάλι τα χρήματα στους φτωχούς.

8. Φυλάκιση

Μετά από λίγο καιρό έτυχε να πάνε στο βασιλιά κάποιοι ανθρώποι από τον τόπο, όπου έμενε ο Θωμάς. Τους ρώτησε λοιπόν, ο βασιλιάς, για να πληροφορηθεί την ομορφιά και το μεγαλείο των ανακτόρων. Εκείνοι του είπαν:- Μην περιμένεις, βασιλιά, απ’ εκείνον οικοδομές, γιατί αυτός μοίρασε στους φτωχούς, όλο το χρυσάφι. Όχι δε μόνο αυτό, αλλά και κηρύττει ένα Θεό άγνωστο και κάνει θαύματα.
Ο βασιλιάς ταράχθηκε και διέταξε να φέρουν μπροστά του το Θωμά. Παρουσιάστηκε ο Θωμάς κι ο βασιλιάς με θυμό τον ρώτησε αν έκτισε το παλάτι. Ο Απόστολος αποκρίθηκε: - Το παλάτι εκείνο, που έμαθα να κτίζω από τον μόνο αρχιτέκτονα Χριστό, το έκτισα πολύ ωραίο.
- Αυτή την ώρα να πάμε να το δούμε. Του είπε ο βασιλιάς.
- Νομίζω οτι δεν χρειάζεται για τον παρόντα κόσμο. Όταν φύγεις από τον κόσμο αυτό, τότε θα σου χρησιμεύσει. Ο βασιλιάς νόμισε, οτι τον κοροΐδευε και σαν θηρίο θυμωμένος είπε: - Αυτόν τον απατεώνα να τον κλείσετε σε σκοτεινό λάκκο μαζί με τον έμπορο, που τον έφερε εδώ.
Ενώ ο Απόστολος ήταν στη φυλακή, ο αδελφός του βασιλιά, κυριευμένος από λύπη για την ζημιά, αρρώστησε βαριά. Κάλεσε λοιπόν, τον αδελφό του και του είπε: - Εγώ λυπήθηκα για τη ζημιά, που πάθαμε από εκείνο τον απατεώνα, αρρώστησα και φεύγω από αυτή τη ζωή.

9. Το ουράνιο παλάτι

Ύστερα από λίγη ώρα έμεινε νεκρός. Άγγελος Κυρίου πήρε την ψυχή του και την έφερε στις σκηνές των Δικαίων και τον ρωτούσε σε ποιά θέλει να κατοικήσει. Βλέποντας η ψυχή μιά ωραιότατη παρακαλούσε να μείνη σ’ αυτή. Τότε ο Άγγελος του είπε: - Σ’ αυτή δεν μπορείς να κατοικήσεις, επειδή είναι του αδελφού σου, που του την έκτισε ο Θωμάς. Η ψυχή τότε αποκρίθηκε: - Σε παρακαλώ άφησε με να γυρίσω πίσω στον αδελφό μου για να την αγοράσω και μετά επιστρέφω πάλι εδώ. Ο Άγγελος έδωσε τη ψυχή στο νεκρό σώμα. Αμέσως ο νεκρός αναστήθηκε και ζήτησε τον αδελφό του. Ο βασιλιάς ήλθε κοντά του κι εκείνος τότε του είπε: - Αδελφέ μου πιστεύω, οτι προτιμάς να δώσεις το μισό της βασιλείας σου, για να με δεις ζωντανό. Τώρα μια μικρή χάρη σου ζητώ. - Πες το και θα κάνω οτι μπορώ. - Δώσε μου το παλάτι, που έχεις στους ουρανούς και πάρε, όσα χρήματα θέλεις. - Εγώ έχω παλάτι στον ουρανό; Από που; - Ναι, έχεις, αν και συ δεν το γνωρίζεις. Σου το έκτισε ο ξένος, που είναι στη φυλακή. Είναι ωραιότατο, το είδα, όταν μ’ άρπαξε Άγγελος Κυρίου. Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε και απέφυγε να εκπληρώσει την υπόσχεση του λέγοντας: - Αν το θέμα, αδελφέ μου, ήταν στη βασιλεία μου και στην εξουσία μου θα τηρούσα την υπόσχεση μου. Τώρα όμως αυτό βρίσκεται στον ουρανό. Πάρε όμως εσύ τον ίδιο το Θωμά για να σου κατασκευάσει καλύτερο.

10. Απελευθέρωση και συνέχεια του Αποστολικού κηρύγματος

Μετά απ’ αυτά ελευθέρωσε το Θωμά και τον Αμβάνη και τους ζήτησε συγνώμη για το σφάλμα του. Ο Θωμάς ευχαρίστησε τον Κύριο και βάπτισε αυτούς και όλους τους άρχοντες. Ο λαός βλέποντας τους αρχηγούς του να προσέρχονται στην πίστη προσερχόταν κι αυτός στην ευλάβεια. Απ’ αυτή την πόλη αφού ολοκλήρωσε το έργο του, έφυγε ο Απόστολος και πήγε σ’ άλλη μεγάλη πόλη των Ινδιών. Εκεί συνάντησε στους βαρβάρους ριζωμένη βαθιά την ασέβεια και την ειδωλολατρία. Σιγά-σιγά χωρίς ν’ αρχίσει αυστηρούς ελέγχους με αγάπη και υπομονή τους έφερε στο φως της μόνης αλήθειας. Εκείνοι άρχισαν να του αποδίδουν τιμές για να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους. Ο Απόστολος τους εξηγούσε το αποστολικό έργο λέγοντας:
- Ένας από τους δώδεκα υπηρέτες του Λόγου, που είδαμε τα τόσα θαύματα, είμαι κι εγώ. Ήλθα ως εδώ για να σας κηρύξω αυτού του Θεού την φιλανθρωπία και το άπειρο έλεος. Σ’ αυτό τον τόπο βάπτισε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τη γυναίκα του βασιλιά Μισδίου, Μιγδονία και τη γυναίκα του άρχοντα Χαρασίου, Τερτιανή. Αυτές οι δύο μάλιστα συμφώνησαν να ζήσουν ασκητικά στ’ ανάκτορα τους.

11. Πάλι στη φυλακή

Ο βασιλιάς και ο Χαράσιος θύμωσαν επειδή δε ζούσαν οι γυναίκες τους, όπως αυτοί ήθελαν και γνωρίζοντας, οτι ο Θωμάς είναι ο αίτιος διέταξαν να τον φέρουν μπροστά τους. - Δεν φτάνει, Θωμά που ξεσήκωσες όλη τη χώρα με τα μάγια σου και πίστεψαν τόσοι στο Χριστό; Τώρα διδάσκεις και τις γυναίκες μας ν’ απομακρυνθούν από τους άνδρες τους; Έπειτα έδωσε διαταγή να τον φυλακίσουν. Τα μεσάνυκτα πήγαν οι Χριστιανοί στη φυλακή, που ο Απόστολος, την άνοιξε με την προσευχή κι έμειναν κοντά του, για να τους στηρίζει στην πίστη.
Αυτή τη νύχτα βγήκε ο Θωμάς σ’ ένα σπίτι, όπου είχαν ετοιμάσει όλα για τη Θεία Ευχαριστία και για το Άγιο Βάπτισμα. Εκεί βάπτισε τον Ουαζάνη, γιο του βασιλιά Μισδίου και την κόρη του Τέρτια. Τους κοινώνησε όλους λέγοντας: - Αυτό το Σώμα το Πανάγιο, που έγινε θυσία και το πολύτιμο και πανάχραντο Αίμα που χύθηκε στο Σταυρό για τις αμαρτίες μας, ας δώσει σε μας υγεία ψυχής και ας γίνει αρραβώνας της Ουρανίας Βασιλείας. Τότε ακούσθηκε μια φωνή από τον ουρανό λέγοντας: - Αλήθεια σας λέω, μη φοβάστε, αλλά πιστεύετε.
Μετά από αυτά ο Θωμάς γύρισε πάλι στη φυλακή και κλείσθηκε, όπως πρώτα. Τον ακολούθησαν οι αρχόντισσες Τερτία, Μιγδονία και Μαρκία θέλοντας να μείνουν μαζί του. Ο Απόστολος τότε τους είπε:
- Θυγατέρες μου, και συνδούλες του Κυρίου Ιησού Χριστού, ακούστε τον τελευταίο μου λόγο. Αύριο θα πάω στο Δεσπότη μου, για να απολαύσω το μισθό του κόπου μου. Χαίρομαι γι’ αυτό και ευφραίνομαι, γιατί ήλθε ο καιρός της ανταποδόσεως. Εσείς να μείνετε ατάραχοι στην πίστη, όταν με δείτε νεκρό. Αν φυλάξετε την πίστη θα συναντηθούμε στον ουρανό.
Έπειτα κλείσθηκε στο δεσμωτήριο για να προσευχηθεί. Οι γυναίκες έκλαιγαν, γιατί ήξεραν οτι θα τον θανατώσει ο Μισδίος, στον οποίον πήγαν οι φύλακες και του είπαν τα εξής:
- Βασιλιά, ελευθέρωσε εκείνο τον μάγο, γιατί όσες φορές θέλει, ανοίγει την πόρτα και φεύγει αλλά κι η γυναίκα σου και τα παιδιά σου έρχονται και συνομιλούν μαζί του.

12. Μαρτυρικό τέλος του Αποστόλου

Πήγε ο ίδιος ο βασιλιάς τότε στις φυλακές και βλέποντας τις πόρτες κλειστές, όπως τις άφησε, θαύμασε κι αφού εξέτασε τον Θωμά, τον ρώτησε αν είναι δούλος κανενός ή ελεύθερος. Εκείνος λοιπόν αποκρίθηκε: - Είμαι δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού που είναι Θεός αληθινός και κατοικεί στους ουρανούς και μ’ έστειλε εδώ για να σώσω πολλούς από εσάς. - Βαρέθηκα εγώ τις μαντείες σου, απάντησε ο Μισδίος, και θα σου δώσω το θάνατο που σου πρέπει για να γλυτώσω το γένος μου από τις μαγείες και κακουργίες σου.
Αυτά είπε, αλλά επειδή φοβόταν τον όχλο γιατί είχαν πιστέψει πολλοί, και για να μη γίνει εκεί μέσα σύγχυση, τον οδήγησε έξω απ’ την πόλη με λίγους στρατιώτες σε κάποια απόσταση τον παρέδωσε σε πέντε στρατιώτες να τον ανεβάσουν πάνω στο βουνό και να τον φονεύσουν. Έτσι ο βασιλιάς γύρισε στην πόλη, ενώ ο λαός έτρεχε με προθυμία ν’ αρπάξει τον Απόστολο από τα χέρια των στρατιωτών.
Αυτός όμως τους εμπόδιζε και όταν έφθασε στον καθορισμένο τόπο προσευχήθηκε ως εξής: - Κύριε Θεέ μου, που είσαι η ελπίδα και η λύτρωση όλων των πιστών, οδήγησε με σήμερα που έρχομαι κοντά σου να μην εμποδιστεί η ψυχή μου από τα πονηρά δαιμόνια. Τελείωσα το έργο μου και ξεπλήρωσα την εντολή σου, αφού πωλήθηκα σαν δούλος. Δώσε μου, λοιπόν, σήμερα την ελευθερία.
Αφού είπε αυτά ο Θείος Απόστολος, ευλόγησε και ευχήθηκε στους πιστούς και κατόπιν είπε στους στρατιώτες: - Εκτελέστε τώρα την διαταγή του Βασιλιά. Εκείνοι αμέσως τον ελόγχισαν και τον κτύπησαν ταυτοχρόνως με τα ακόντια και έτσι τελείωσε το δρόμο της ζωής του ο Απόστολος Θωμάς στην πόλη Μαλιαπούρ, που λέγεται και Άγιος Θωμάς, στην ανατολική πλευρά της Ινδικής χερσονήσου.
13. Θαύμα θεραπείας δαιμονιζομένου



Οι πιστοί αφού τον έκλαψαν πικρά, τον τύλιξαν σε σεντόνια και πολύτιμα υφάσματα που έφερε η Τερτία και τον έθαψαν σε μέρος που έθαβαν τους βασιλιάδες. Η βασίλισσα και ο Ουζάνης με τους υπόλοιπους έμειναν στον τάφο όλη την ημέρα και τη νύχτα και έκαναν αγρυπνία.
Κατά την νύχτα φάνηκε ο Θείος Απόστολος και τους είπε:
- Τι κάθεστε στον τάφο μου; Δεν είμαι σ’ αυτόν όπως νομίζεται, αλλά ανέβηκα στους ουρανούς. Εσείς, Τερτία και Μιγδονία, μη ξεχάσετε όσα σας είπα, αλλά να φυλάξετε την ευσέβεια και ο Χριστός θα σας βοηθήσει.
Ο Ουζάνης που ήταν διάκονος και ο Ονησίφορος ο πρεσβύτερος, που τους χειροτόνησε ο Θωμάς όταν πήγαινε στο μαρτύριο, δίδασκαν με παρρησία το Ευαγγέλιο και πίστευαν καθημερινά αμέτρητο πλήθος.
Έπειτα από καιρό δαιμονίσθηκε ένας γιός του Μισδίου και μη μπορώντας να βρεί τη γιατρειά του, πήγε ο βασιλιάς στον τάφο του Αποστόλου να πάρει ένα κομμάτι απ’ το άγιο λείψανο για να το βάλει στο γιό του να θεραπευθεί. Όταν άνοιξε τον τάφο δεν βρήκε το λείψανο, γιατί κάποιος χριστιανός το πήρε κρυφά και το πήγε στη Δύση ( Έδεσσα της Συρίας μετά από τον Κωνστάντιο στην Κων/πολη και από την άλωση στη Ρώμη). Ο Θωμάς φάνηκε στον βασιλιά και του είπε: - Όταν ζούσα απίστησες και τώρα πιστεύεις; Αλλά για να δεις τη φιλανθρωπία του Δεσπότου μου, πάρε χώμα απ’ τον τάφο μου και βάλε το στο γιό σου για να βρει αμέσως την υγεία του, γιατί εγώ δεν είμαι μνησίκακος. Έφερε λοιπόν ο βασιλιάς εκεί τον γιό του και παίρνοντας λίγο χώμα απ’ τον τάφο με πολλή πίστη το έβαλε στον δαιμονιζόμενο λέγοντας: - Πιστεύω στον Κύριο Ιησού Χριστόν, τον αληθινό Θεό. Αμέσως θεραπεύθηκε ο γιός του. Βαπτίσθηκε και ο ίδιος και όλο του το παλάτι και οι λοιποί απ’ την πόλη και έγινε μελάλο πανηγύρι παντού σ’ εκείνα τα μέρη. Ο βασιλιάς παρακαλούσε με δάκρυα τη γυναίκα του Τερτία και Μιγδονία να παρακαλέσουν το Δεσπότη Χριστό να συγχωρήσει τα προηγούμενα αμαρτήματα του καθώς και τα κακά που έπραξε εναντίον του Αγίου Του Αποστόλου.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 6 Οκτωβρίου.

Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας
Ο Απόστολος Θωμάς.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...