Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 03, 2014

Άγγελοι είναι που απογράφουν σε κάθε εκκλησία τους νηστευτές

515707-nisteia 34Η νηστεία μεν λοιπόν είναι ωφέλιμη για όλο τον χρόνο, για αυτούς που την προτιμούν (διότι ούτε η δαιμονική επήρεια δεν αποθρασύνεται κατά του νηστευτή, και οι φύλακες της ζωής μας άγγελοι με περισσότερη προθυμία παραμένουν στους καθαρισμένους στην ψυχή από τη νηστεία)‡ πολύ δε περισσότερο τώρα, όποτε σε όλη την οικουμένη διαδίδεται το κήρυγμα.
Και ούτε κάποιο νησί, ούτε ήπειρος, ούτε πόλη, ούτε έθνος, ούτε άκρη της γης, υπάρχει που να μην ακούεται το κήρυγμα. Αλλά και τα στρατόπεδα και οι οδοιπόροι και oι ναύτες και οι έμποροι, όλοι ομοίως και ακούουν την διδασκαλία και με χαρά την υποδέχονται. Ώστε κανείς να μην εξαιρέσει τον εαυτό του από τον κατάλογο των νηστευτών, σ’ αυτόν συμπεριλαμβάνονται όλα τα γένη και κάθε ηλικία και όλες οι διαφορές των αξιωμάτων.
Άγγελοι είναι που απογράφουν σε κάθε εκκλησία τους νηστευτές. Πρόσεχε μη στερηθείς για την μικρή ηδονή των φαγητών την απογραφή του αγγέλου, υπόδικο δε κάνεις τον εαυτό σου στο στρατολόγο, για δίκη επί λιποταξία. Μικρότερος είναι ο κίνδυνος κάποιου που πέταξε την ασπίδα στην μάχη να τιμωρηθεί παρά να φανεί ότι απορρίπτει το μεγάλο όπλο της νηστείας. Είσαι πλούσιος; Μην βρίζεις τη νηστεία, απαξιώνοντας να την κάνεις ομοτράπεζο‡ μήτε να την αποπέμψεις από το σπίτι σου ατιμασμένη από την ηδονή, για να μην σε καταγγείλει κάποτε στο νομοθέτη των νηστειών και σου επιφέρει πολλαπλάσια την στέρηση από καταδίκη, η σωματική αρρώστια, ή κάποια άλλη δυσχερή περίσταση. O φτωχός να μην ειρωνεύεται τη νηστεία, διότι από πολύ παλαιά την έχει συγκάτοικο και ομοτράπεζο. Στις γυναίκες δε όπως η αναπνοή, έτσι και η νηστεία είναι οικεία και φυσιολογική. Τα παιδιά, όπως τα θαλερά από τα φυτά, με το νερό της νηστείας ας ποτίζονται. Στους μεγαλύτερους ελαφρώνει τον κόπο η παλαιά οικείωση με αυτή‡ διότι οι κόποι που έχουν εμπεδωθεί κατόπιν μακράς συνηθείας, δεν προκαλούν τόσον πόνο στους γυμνασμένους. Στους οδοιπόρους η νηστεία είναι καλός συνταξιδιώτης. Διότι όπως ακριβώς η τρυφή τους αναγκάζει να σηκώνουν βάρη, κουβαλώντας μαζί τους τις απολαύσεις, έτσι η νηστεία τους κάνει ελαφρούς και ευκίνητους. Έπειτα, όταν αναγγελθεί εκστρατεία έξω από τα όρια της χώρας, τα αναγκαία, όχι εκείνα που είναι για τέρψη, προμηθεύονται οι στρατιώτες‡ εμείς δε που εξερχόμαστε στον πόλεμο κατά των αοράτων εχθρών και μετά τη νίκη αυτών τρέχουμε προς την ουράνιο πατρίδα, δεν θα αρμόζει πολύ περισσότερο, σαν να τρεφόμαστε σε στρατόπεδο, να αρκούμαστε σ’ αυτά τα αναγκαία; Να αθλείσαι σαν καλός στρατιώτης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
3. Κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης και άθλησε νόμιμα, για να στεφανωθείς, γνωρίζοντας εκείνο, ότι κάθε αγωνιζόμενος, πάντοτε εγκρατεύεται (Β΄ Τιμοθ. 2, 3-5‡ Α΄ Κορινθ. 9, 25). Αυτό που ήλθε στο νου μου τώρα που μιλώ, αξίζει να μην το παραβλέψουμε‡ ότι δηλαδή στους κοσμικούς μας στρατιώτες ανάλογα με τους κόπους αυξάνεται το συσσίτιο, στους πνευματικούς δε οπλίτες, αυτός που έχει την λιγότερη τροφή έχει το μεγαλύτερο αξίωμα. Διότι όπως η περικεφαλαία μας διαφέρει κατά την φύση προς την φθαρτή, διότι η ύλη αυτής είναι ο χαλκός, η δε άλλη έχει συσταθεί από την ελπίδα της σωτηρίας (Α΄ Θέσσ. 5, 8)‡ και η ασπίδα σ΄ εκείνους μεν έχει κατασκευασθεί από ξύλο και δέρμα, σε μας δε είναι το δόρυ της πίστεως, και εμείς μεν έχουμε περιφραχθεί με τον θώρακα της δικαιοσύνης, εκείνοι δε περιτυλίγουν κάποιον αλυσιδωτό χιτώνα, και για μας μεν μάχαιρα προς την άμυνα είναι αυτή του αγίου Πνεύματος (Εφεσ. 6, 16-17), οι δε προβάλλουν την σιδερένια, έτσι είναι φανερό ότι οι ίδιες τροφές δεν δυναμώνουν και τους δυο‡ αλλ’ εμάς μεν τα δόγματα της ευσεβείας μας δυναμώνουν, σ’ εκείνους δε το γέμισμα της κοιλιάς είναι αναγκαίο. Επειδή λοιπόν ο χρόνος που γυρίζει μας έφερε τις πολυπόθητες αυτές ημέρες, σαν παλαιές τροφούς, χαρούμενoι ας τις υποδεχθούμε‡ με αυτές η Εκκλησία μας ανέθρεψε στην ευσέβεια. Προκειμένου λοιπόν να νηστεύσεις μη σκυθρωπάσεις φαρισαϊκώς, αλλ’ ευαγγελικώς λάμπρυνε τον εαυτό σου (Ματθ. 6, 16- 17)‡ δηλαδή να μην πενθείς για την στέρηση της κοιλιάς, αλλά να χαίρεσαι ολόψυχα τις πνευματικές απολαύσεις. Διότι γνωρίζεις ότι «η σάρκα επιθυμεί εναντίον του πνεύματος, το δε πνεύμα εναντίον της σάρκας» (Γάλ. 5, 17). Επειδή λοιπόν αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους, ας μειώσουμε την αδυναμία της σάρκας, ας αυξήσουμε δε την δύναμη των ψυχών, ώστε με τη νηστεία αφού λάβουμε τα νικητήρια κατά των παθών, να φορέσουμε και τα στεφάνια της εγκράτειας. Η νηστεία χωρίς οινοποσία, χωρίς μέθη. Γι’ αυτό στις ημέρες της νηστείας δεν επιτρέπεται η κατάλυση «oίνoυ και ελαίου». Διότι η νηστεία με κρασί, είναι νηστεία κίβδηλος.
Μέγας Βασίλειος

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Όταν σου έλθει θυμός, κλείσε το στόμα σου!

gerontas-iosif-isixastis«Ο θυμός καθ’ εαυτόν είναι φυσικός. Όπως τα νεύρα στο σώμα. Είναι και αυτός νεύρον ψυχής και οφείλει να τον μεταχειρίζεται ο καθείς εναντίον των δαιμόνων, ανθρώπων αιρετικών, και παντός κωλύοντος από την όδόν του Θεού.
Εάν δε θυμώνεις κατά των ομοψύχων αδελφών ή, εκτός εαυτού γενόμενος, χαλάς τα έργα των χειρών σου, γίνωσκε ότι κενοδοξίαν νοσείς και κάμνεις παράχρησιν του νεύρου της ψυχής.
Απαλλάττεσαι δε διά της αγάπης προς πάντας και αληθούς ταπεινώσεως.
Διά τούτο όταν σοι έλθει θυμός κλείσε το στόμα σου δυνατά και μη ομιλήσεις εις τον υβρίζοντα ή ατιμάζοντα ή ελέγχοντα ή πολυειδώς σε πειράζοντα άνευ λόγου.
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος ήμερος και λογικός και επομένως ο θυμός δεν αρμόζει ουδέποτε εις την φύσιν του, ενώ με την αγάπην πάντοτε ευδοκιμεί και υποτάσσεται. Με το καλό και με την αγάπην μπορείς να κάμεις πολλούς να ημερέψουν και αν κανείς είναι καλοπροαίρετος, τον κάμνεις ογλήγορα να συμμορφωθεί, να γένη Άγγελος Θεού».
«Μη ζητήσεις ποτέ σου να ευρείς το δίκαιον, διότι τότε έχεις το άδικον. Αλλά μάθε να υπομένεις ανδρείως τους πειρασμούς, οιουσδήποτε και αν επιτρέψει ο Κύριος. Χωρίς πολλές δικαιολογίες να λέγεις «Ευλόγησον»! Και χωρίς να σφάλλεις να μετανοείς ότι έσφαλες. Εν επιγνώσει ψυχής και όχι απ’ έξω, δι΄ έπαινον, να λέγεις πως έσφαλες και μέσα να κατακρίνεις.
Μη ζητάς εις τις θλίψεις σου παράκληση από τους ανθρώπους, διά να παρακληθείς από τον Θεόν. Μη νομίζεις ανάπαυσιν οπόταν ομιλήσεις, εάν ζητήσεις να ευρείς το δίκαιον. Το δίκαιον είναι να υπομείνεις ανδρείως τον επερχόμενον πειρασμόν διά να βγης νικητής καν έπταισες ή δεν έπταισες. Ει δε και λέγεις «μα διατί;» μάχεσαι τον Θεόν, τον αποστείλαντα λυπηρά διά την εμπαθή σου κατάσταση».
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού-διδασκαλίες,
«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας»,
εκδ. Ι. Μ. Φιλοθέου -Αγ. Όρος

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ
ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν
ΛΟΓΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ
στὸ βιβλίο
Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
«ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ»,
Ἱ. Μ. Τ. Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1996, σελ. 172-176
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ.               Καὶ οὕτω (διὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος) κατέστημεν σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, τὰ δὲ σώματα ἡμῶν ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἰδού, παρὰ ταῦτα, εἴμεθα πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς γῆς ὑπάρχει ἀκόρεστος πείνα καὶ ἄσβεστος δίψα Θεογνωσίας, διότι ὁ ἀγὼν ἡμῶν εἶναι νὰ φθάσωμεν τὸν Ἄφθαστον, νὰ ἴδωμεν τὸν Ἀόρατον, νὰ γνωρίσωμεν τὸν ἐπέκεινα πάσης γνώσεως. Ἡ ὁρμὴ αὕτη αὐξάνει ἀκαταπαύστως εἰς ἕκαστον ἄνθρωπον, ὅταν τὸ Φῶς τῆς Θεότητος εὐδοκήσῃ νὰ καταυγάσῃ αὐτόν, ἔστω καὶ διά τινὸς ἀμυδρᾶς προσεγγίσεως Αὐτοῦ, διότι τότε εἰς τοὺς νοεροὺς ἡμῶν ὀφθαλμούς, ἀποκαλύπτεται ἐν ποίᾳ ἀβύσσῳ διαμένομεν. Ἡ ὅρασις αὔτη καταπλήττει ὅλον τὸν ἄνθρωπον, καὶ τότε ἡ ψυχὴ αὐτοῦ δὲν γνωρίζει ἀνάπαυσιν καὶ δὲν δύναται νὰ εὕρῃ αὐτήν, μέχρις ὅτου ἐλευθερωθῇ πλήρως ἀπὸ τοῦ περικρατοῦντος αὐτὴν σκότους, μέχρις ὅτου τὸ Φῶς τοῦτο πληθυνθῇ ἐν τῇ ψυχῇ καὶ ἑνωθῇ μετ’ αὐτῆς, τοσοῦτον ὥστε Φῶς καὶ ψυχὴ νὰ γίνουν ἕν, προκαταγγέλον τὴν θέωσιν ἡμῶν ἐν τῇ Θείᾳ δόξῃ.
.                Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ στερεὸν θεμέλιον τῆς ἐλπίδος διὰ τὴν μεταμόρφωσιν τῆς ζωῆς ἡμῶν ὅλης – ἥτις νῦν εἶναι πλήρης κόπου, ἀσθενείας, φόβου- εἰς ζωὴν ἄφθαρτον καὶ θεοειδῆ. […] Εἰς τοιαύτας ὥρας μαρτυρικῆς παραμονῆς, ἐν τοῖς ὀρίοις μεταξὺ τοῦ ἕλκοντος πρὸς ἑαυτὸ Ἀπροσίτου Φωτὸς τῆς Θεότητος καὶ τῆς ἀπειλητικῆς ἀβύσσου τοῦ σκότους […] ἐνδυναμωθῶμεν διὰ τῆς κραταιᾶς ἐλπίδος εἰς Ἐκεῖνον, Ὅστις διὰ τῆς παλάμης Αὐτοῦ βαστάζει ἀκόπως πᾶσαν τὴν κτίσιν. Ἐνθυμηθῶμεν ὅτι ἐν τῇ ζωῇ ἡμῶν πρέπει νὰ ἐπαναληφθῇ ὁμοιοτρόπως πᾶν ὅ,τι ἐτελέσθη ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, διὰ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἀπὸ παντὸς φόβου καὶ ὀλιγοψυχίας. Ἡ ὁδὸς εἶναι κοινὴ εἰς πάντας ἡμᾶς, κατὰ τὸν λόγον Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός”· ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶναι καὶ μοναδική, διότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι’ Ἐμοῦ”. … ἐν ἀληθείᾳ, ὁ Κύριος κατέστη ὅμοιος πρὸς ἡμᾶς ἄνθρωπος, καὶ ἐν τῇ σαρκὶ ἡμῶν ἐφανέρωσε τὴν Θείαν τελειότητα, ὑπολιμπάνων Ἑαυτὸν ὑπογραμμὸν δι’ ἡμᾶς, τὸν ὁποῖον πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι “ἐπεθύμησαν ἰδεῖν”. Τοῦτο δὲ ὀφείλομεν νῦν νὰ πραγματοποιήσωμεν ἡμεῖς, ἕκαστος ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ, ὥστε διὰ τῆς ὁμοιώσεως πρὸς τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπιγείου ζωῆς Αὐτοῦ, νὰ καταστῶμεν ὅμοιοι Αὐτῷ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Θείας ὑπάρξεως.
.              Παρακαλῶ ὑμᾶς, ὅπως μὴ ὀλιγοψυχήσωμεν ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς διδαχῆς ταύτης.
.          […] Αὕτη εἶναι ἡ ὀρθόδοξος πίστις καὶ ἡ ἀσάλευτος ἐλπίς, ἡ ὁποία δὲν θὰ καταισχυνθῆ, διότι θεμέλιον αὐτῆς εἶναι ἡ ἀψευδὴς μαρτυρία τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐὰν νόθος ταπείνωσις θελήσῃ νὰ ὀνομάσῃ τοῦτο ὑπέρμετρον παρρησίαν ἢ εἰσέτι καὶ μωρίαν, τότε μνησθῶμεν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅστις ἀποκόπτων ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ὀλιγοψυχίαν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν παράλογον ὑπερηφανίαν τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, λέγει ὅτι «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας», ἀπορρίπτων τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν, καὶ μεταβάλλων εἰς μωρίαν τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου. Καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἡ πείρα τῆς ἀνθρωπότητος δεικνύει σταθερῶς εἰς ἡμᾶς ὅτι οἱ «σοφοὶ καὶ συνετοὶ» τοῦ αἰῶνος τούτου δὲν δύνανται νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστόν, οὔτε εἰς τὸ Θαβώρ, οὔτε εἰς τὸν Γολγοθᾶν, οὔτε εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Οὕτως ἀγαπητοὶ δεῦτε, καὶ διὰ τῆς δυνάμεως τῆς πίστεως ἀναβῶμεν εἰς τὸ «ὄρος Κυρίου», σταθῶμεν ἀοράτως ἐν τῇ πόλει τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καὶ μετάρσιοι τῷ πνεύματι, ἴδωμεν τὴν ἄυλον Θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος, ἐν τῷ Μονογενεῖ Υἱῷ ἀπαστράπτουσαν. Ἀναβῶμεν οὐχὶ μετὰ ὑπερηφάνου παρρησίας, ἀλλὰ μετὰ φόβου καὶ τρόμου, ὡς ἀνάξιοι τῆς ἀναβάσεως καὶ ὁράσεως ταύτης, ἐν τούτοις ὅμως, μετ’ ἐλπίδος, ὅτι καὶ «ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς”, κατὰ τὴν ἄμετρον ἀγαθότητα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, «θὰ λάμψη τὸ ἀΐδιον Φῶς» τῆς Θεότητος, ἡ ἄστεκτος λάμψις τοῦ ὁποίου ἔρριψε πρηνεῖς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἀποστόλους.

Ιερός Χρυσόστομος: «Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο, όχι δικαστήριο»


...Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο των ψυχών. Δεν καταδικάζει για τα αμαρτήματα, αλλά παρέχει συγχώρηση των αμαρτημάτων.
Τίποτα δεν κάνει τόσο χαρούμενη τη ζωή μας, όσο η ευχαρίστηση που νιώθουμε στην Εκκλησία.

Στην Εκκλησία συντηρούν τη χαρά τους οι χαρούμενοι, στην Εκκλησία αποκτούν την ευθυμία οι στεναχωρημένοι και την ευφροσύνη οι λυπημένοι, στην Εκκλησία βρίσκουν την ανακούφιση οι ταλαιπωρημένοι και την ανάπαυση οι κουρασμένοι. 
«Ελάτε» λέει ο Κύριος, «κοντά μου όλοι, όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι (με θλίψεις και αμαρτίες), κι εγώ θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11:28).
 

Τι πιο ποθητό θα μπορούσε να υπάρξει απ’ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό απ’ αυτή τη πρόσκληση; Ο Κύριος σε προσκαλεί στην Εκκλησία για πλούσιο γεύμα. Σε μεταφέρει από τους κόπους στην ανάπαυση κι από τα βάσανα στην ανακούφιση. Σε απαλλάσσει από το βάρος των αμαρτημάτων σου. Γιατρεύει τη στεναχώρια με την ευχαρίστηση και τη λύπη με τη χαρά. 

Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος και χαρούμενος, παρά μόνο εκείνος που ζει για τον Χριστό. Αυτός ξεπέρασε όλα τα κακά και δεν φοβάται τίποτα!

πηγή

Σάββατο, Αυγούστου 02, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Η΄ Ματθαίου

Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Ἦραν τό περισσεῦον τῶν κλασμάτων».
Μέσα στα πολλά θαύματα που πραγματοποίησε ο Ιησούς Χριστός είναι και ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων λαού στην έρημο. Είναι ένα θαύμα της αγάπης και της παντοδυναμίας του Θεού ή καλύτερα της θείας παντοδυναμίας που κατευθύνεται από την θεία αγάπη. Ο Κύριος βρίσκεται ξανά με το λαό Του. Το πλήθος κρέμεται από τα χείλη του Διδασκάλου. Ο ουρανόφερτος Λόγος είναι μια γοητευτική τροφή, που χορταίνει την πείνα και την δίψα του ανθρώπου. Όλοι ξεχάστηκαν στη θέα του Θεανθρώπου, που φαίνεται να αδιαφορεί στις οχλήσεις των Μαθητών του, που επιμένουν να «ἀπολύσῃ τούς ὂχλους, ἳνα ἀπελθόντες εἰς τάς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα». Αδιαφορεί ο Κύριος για τον λαό του; Όχι. Ασφαλώς κάποιο παράδοξο υφαίνει η καρδιά του Διδασκάλου. Και το παράδοξο αυτό είναι το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων. Δεν μένει όμως μέχρι εδώ. Προχωρεί παραπέρα. Που; Στη συλλογή των περισσευμάτων «τῶν κλασμάτων».
Οι Μαθητές του Κυρίου, αφού με προθυμία υπηρέτησαν στη διανομή του ψωμιού και των ιχθύων στις πέντε χιλιάδες των Ιουδαίων, στο τέλος μάζεψαν κάθε τι που περίσσευε, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια.
Υπηρέτησαν στο πρωτοφανές αυτό γεγονός του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων. Έκλεισαν όμως την ημέρα τους και με μια φαινομενικά, απλά, ταπεινή πράξη.
Δεν παραμέλησαν δηλαδή σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, την συλλογή των μικρών κομματιών που είχαν μείνει, δίνοντάς μας ένα μεγάλο δίδαγμα. Ποιο είναι αυτό; Και τα μεγάλα γεγονότα να εκτιμούμε, και τα φαινομενικά μικρά έργα να μη περιφρονούμε.
Και είναι χρήσιμο αυτό το δίδαγμα διότι, δυστυχώς, συχνά, στα μάτια των ανθρώπων τα μικρά πράγματα δεν έχουν και τόση αξία. Μικροπράγματα, λέμε, με ένα τόνο περιφρόνησης. Και παρερχόμαστε τα μικρά καθήκοντα. Καταπατούμε τις, κατά την κρίση μας, μικρές εντολές. 
Στα μάτια όμως του Θεού τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο Κύριος πολλές φορές μιλάει και δίνει ιδιαίτερη σημασία στα μικρά και ελάχιστα. Στα περισσεύματα των κομματιών, που μάζεψαν οι Μαθητές του με επιμέλεια και προσοχή. Στο ένα «ποτήριον ψυχροῦ ὓδατος», που θα προσφέρουμε στον αδελφό μας που έχει ανάγκη. Ζητάει από τους αληθινούς πιστούς του να προσέχουν και τα ελάχιστα. Να μην πετάμε τα αγαθά που μάς δίνει ο Θεός, να προσέχουμε στην καθημερινή μας συμπεριφορά, να μιλάμε ευγενικά στους άλλους, να εξυπηρετούμε τους συνανθρώπους μας.
Ψίχουλα θα πει κανείς πως είναι ένα χαμόγελο αγάπης, μια ήρεμη απάντηση ή η υποχωρητικότητα στο θυμό του άλλου. Ψίχουλα, ναι, μπορεί να είναι. Αυτά όμως τρέφουν την ψυχή μας.  Είναι οι μικρές εκείνες ψηφίδες, που κάνουν τη ζωή μας ένα υπέροχο μωσαϊκό πίνακα, όταν εκτελούνται σωστά ή αντίθετα όταν περιφρονούνται και παραμελούνται μια καρικατούρα. Ο δρόμος προς τον Παράδεισο είναι στρωμένος με μικρά καθημερινά καθήκοντα. Η ζωή της αγιότητας υφαίνεται με το στημόνι των μικρών καλών πράξεων και το υφάδι των ελάχιστων καθηκόντων που γίνονται με πολύ αγάπη.
Για να το πετύχει όμως αυτό, πρέπει ο άνθρωπος να επανεκτιμήσει τα φαινομενικά ελάχιστα στην ηθική ζωή. Να σεβασθεί και τις μικρές εντολές. Να μαζεύει τα περισσεύματα. Και κατ’ επέκταση να εκτιμήσει και τα άλλα, φαινομενικά, μικρά καθήκοντα.
Και παράλληλα να αγωνισθεί για την εφαρμογή τους. Συχνά αυτά τα μικρά, επειδή ακριβώς είναι μικρά, πιο δύσκολα πετυχαίνουμε να τα εφαρμόσουμε, από τις μεγάλες εντολές, της δικαιοσύνης, της τιμιότητας, της ανιδιοτελούς αγάπης. Μη λέμε ποτέ: είναι μικροπράγματα. Απ’ αυτά τα μικροπράγματα απαρτίζεται η ολοκληρωμένη ηθική προσωπικότητα του ανθρώπου.
Κι αυτά όμως τα μικρά θέλουν την ανάλογη προσπάθεια. Η κάθε, φαινομενικά, μικρή πράξη έχει τις ρίζες της. Η περισυλλογή των περισσευμάτων έχει τις ρίζες της στην οικονομία, στην τάξη. Η ευγενική συμπεριφορά στην καλλιέργεια του σεβασμού της προσωπικότητας του συνανθρώπου μας.
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή ας αφορμή για όλους μας να σκεφθούμε πιο σοβαρά. Η συνετή διαχείριση των μεγάλων ή μικρών εισοδημάτων του καθενός μας, η λογική ικανοποίηση των διαφόρων αναγκών και επιθυμιών μας με σωστό ηθικό και πνευματικό προσανατολισμό, η αντιμετώπιση του παρόντος και του μέλλοντος με ακράδαντη πίστη στο Θεό, θα μάς δώσει τη δυνατότητα να κάνουμε κάποια οικονομία. Αν αποφύγουμε τη σπατάλη θα έχουμε και περίσσευμα. Σπατάλη όχι μόνο στα υλικά αγαθά και τα χρήματα αλλά και στη σπατάλη των δυνάμεων και της υγείας μας. Γιατί κι αυτό είναι οικονομία που πολλές φορές δεν λογαριάζουμε. Μ’ αυτό τον τρόπο θα νιώσουμε ο ένας πιο κοντά στον άλλο. Με οικειότητα. Αδελφικά. Θα αισθανθούμε μαζί τη χαρά πως είμαστε όλοι μια οικογένεια, μια ευλογημένη από το Θεό κοινωνία, κάτω από την απέραντη στοργή και την πλούσια προστασία Του. Αμήν.

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς - Ο πολλαπλασιασμός των άρτων


Όλα όσα κάνει ο Ύψιστος, είναι απαραίτητα. Δεν κάνει τίποτα άσκοπο, τίποτα υπερβολι­κό, τίποτα που να μη χρειάζεται. Γιατί μερικοί άνθρωποι περιφέρονται τόσο άσκοπα και κάνουν τόσο αδιάφορα πράγματα; Επειδή δεν είναι βέβαιοι για το σκοπό της ζωής τους, για τον προορισμό τού επίγειου ταξιδιού τους. Γιατί μερικοί άνθρωποι υπερ­φορτώνονται με άσκοπες υποχρεώσεις, προβαίνουν σε υπερβολικές ενέργειες, σε σημείο που να μην μπορούν να κινούνται ελεύθερα κάτω από τέτοιο βάρος υποχρεώσεων; Επειδή δε γνωρίζουν το ένα πράγμα, «ού εστι χρεία».


Για να βοηθήσει ο Κύριος τον άνθρωπο να μαζέψει το διασκορπισμένο νου του, να θεραπεύσει τη διχα­σμένη καρδιά του και να συγκροτήσει την ανεξέλεγκτη δύναμή του, αποκάλυψε τον ένα και μοναδικό στόχο που είναι απαραίτητος: τη Βασιλεία του Θεού. Πόσο άσκοπη είναι αλήθεια η ζωή τού ανθρώπου που αγω­νίζεται να επιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο αναί­σθητη είναι η διχασμένη καρδιά! Πόσο αδύναμη είναι η θέληση, όταν η δύναμή της κατακερματίζεται!

Ενός εστι χρεία. Μόνο ένα πράγμα μας χρειάζεται: η Βασιλεία τού Θεού. Ο θαυματουργός Χριστός προ­σπάθησε να στρέψει τα μάτια και την προσοχή όλων των ανθρώπων προς αυτόν τον προορισμό. Όποιος σκέφτεται έτσι, έχει ένα μόνο στόχο: το Θεό. Ένα αίσθημα: την αγάπη. Μια νοσταλγία: να πλησιάσει το Θεό. Μακάριος είναι εκείνος που έφτασε σ' αυτό το μέτρο. Ο άνθρωπος αυτός έχει γίνει σαν το φακό που συγκεντρώνει τις ακτίνες τού ήλιου για να δημι­ουργήσει φωτιά.

Τα λόγια που είπε ο Χριστός στη Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δέ εστι χρεία» (Λουκ. ι' 41, 42), ήταν στην πραγματικό­τητα ένας έλεγχος, μια προειδοποίηση στον κόσμο ολόκληρο. Κι αυτό το ένα που έχουμε πραγματική ανάγκη, είναι η Βασιλεία τού Θεού (βλ. Ματθ. στ' 33). Για όλα όσα είπε και έκανε ο Κύριος, είχε στο νου του το στόχο αυτό. Εκεί είχε συγκεντρωθεί όλη η φλόγα που φωτίζει τους ταξιδιώτες εκείνους που περιφέρονται γύρω από τις χαράδρες και τους ανε­μοστρόβιλους της πρόσκαιρης αυτής ζωής.

Όλα όσα κάνει ο Ύψιστος, είναι απαραίτητα. Τα πάντα γίνονται μ' αυτόν τον ύψιστο, το μοναδικό στό­χο. Όλα είναι απαραίτητα, τόσο τα λόγια που λέει όσο και τα έργα που κάνει. Δεν υπάρχει ούτε ένας αργός λόγος, ούτε ένα αχρείαστο έργο. Και πόσο καρποφόρα ήταν τα λόγια και τα έργα Του! Πόσα εκατομμύρια φορές έχει καρποφορήσει κάθε λόγος και κάθε Του πράξη, ως τις μέρες μας! Πόσο γλυκός, ευωδιαστός και ζωογόνος είναι ο καρπός αυτός!

Γιατί ο Κύριος δε μετέτρεψε τις πέτρες σε ψωμιά όταν του το ζήτησε ο σατανάς; Σε δυο μεταγενέστερες περιπτώσεις, όταν γύρω του υπήρχε ένα πεινασμένο πλήθος, πολλαπλασίασε το λίγο ψωμί σε μια τεράστια ποσότητα, ώστε μετά τη διατροφή τού πλήθους, πε­ρίσσεψε περισσότερο ψωμί απ' όσο ήταν αρχικά. Το πρώτο θαύμα όμως (η μετατροπή των λίθων σε ψωμί), ήταν κάτι αδόκιμο, ανάρμοστο, άτοπο. Το δεύτερο θαύμα (ο πολλαπλασιασμός των άρτων) ήταν κατάλ­ληλο, απαραίτητο και ταιριαστό.

Γιατί ο Κύριος δεν έδωσε «σημείον εκ του ουρα­νού» στους Φαρισαίους, όταν του το ζήτησαν; Δεν έδωσε τέτοια σημεία από τον ουρανό σε αμέτρητες περιπτώσεις, όπως σε θαύματα-θεραπείες άρρωστων, λεπρών, δαιμονισμένων, δεν ανέστησε νεκρούς; Κάθε σημείο από τον ουρανό στους φθονερούς Φαρισαίους όμως θα ήταν ανάρμοστο, ακατάλληλο και υπερβο­λικό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν κατάλληλο, απαραίτητο και ταιριαστό.

Γιατί ό Κύριος δε μετακίνησε όρη από ένα σημείο σε άλλο ή δεν τα έριξε στη θάλασσα; Θα μπορούσε να το κάνει κι αυτό, δεν υπάρχει αμφιβολία. Γιατί λοιπόν δεν το έκανε; Εκείνος που μπορούσε να διατάξει την τρικυμισμένη θάλασσα και να γαληνέψει, τους ανέμους και να ηρεμήσουν, σίγουρα θα μπορούσε να μετακι­νήσει όρη και να τα ρίξει στη θάλασσα. Ποιό σκοπό όμως θα είχε υπηρετήσει έτσι; Κανέναν. Γι' αυτό κι ο Κύριος δεν έκανε τέτοιο θαύμα. Υπήρχε όμως μεγάλη ανάγκη να γαληνέψει η θάλασσα και να ηρεμήσει ο άνεμος, γιατί υπήρχαν άνθρωποι που έκραζαν για βοήθεια, επειδή κινδύνευαν να πνιγούν.

Μόνο οι δαίμονες κι οι αμαρτωλοί ζητούν από το Χριστό θαύματα που είναι υπερβολικά κι αχρείαστα, όχι απαραίτητα. Προσέξτε τι ανόητα πράγματα ζήτησε ο σατανάς από τον Κύριο: να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά στην έρημο, να πηδήσει κάτω από το πτερύγιο του ναού! Κοιτάξτε τώρα και τους σκληροτράχηλους αμαρτωλούς, τους Φαρισαίους. Είχαν δει πολλά θαύ­ματα του Χριστού, που τά 'κανε όλα για να βοηθήσει τους ανθρώπους. Και του ζητούσαν έπειτα να κάνει κάποια άσκοπα κι ανώφελα θαύματα, όπως το να ρίξει κάποιο βουνό στη θάλασσα! Ο Κύριος αρνιόταν να κάνει τέτοια θαύματα, να ικανοποιήσει τέτοιες απαι­τήσεις του διαβόλου και των υποκριτών. Ποτέ όμως δεν αρνήθηκε να κάνει θαύματα που ήταν απαραίτητα, επειδή υπηρετούσαν τη σωτηρία των ανθρώπων.

***

Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα τέτοιο απαραίτητο και χρήσιμο θαύμα: τον πολλαπλα­σιασμό των άρτων στην έρημο. Αυτή δεν ήταν κάποια ακατοίκητη έρημος, μια έρημος όπου μόνο ο διάβολος κατοικούσε. Ήταν μια έρημος όπου βρέθη­καν πάνω από δέκα χιλιάδες πεινασμένοι άνθρωποι. Το συμπέρασμα για τον αριθμό τους προκύπτει απ' όσα γράφει ο ευαγγελιστής, πως το πλήθος ήταν πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς να συνυπολογίσει τις γυναίκες και τα παιδιά.

«Και εξελθών ο Ιησούς είδε πολύν όχλον, και εσπλαγχνίσθη επ' αυτοίς και εθεράπευσε τους αρρώ­στους αυτών» (Ματθ. ιδ' 14). Αυτό έγινε την εποχή που ο βασιλιάς Ηρώδης είχε αποκεφαλίσει τον Ιωάννη το Βαπτιστή. Κι όταν το άκουσε αυτό ο Ιησούς επιβιβάστηκε σ' ένα πλοίο κι αναχώρησε «εις έρημον τόπον κατ' ιδίαν» (Ματθ. ιδ' 13). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Μερικοί αναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες, άλλοι λιγό­τερες. Σύμφωνα με τον Ιωάννη, ο Κύριος μπήκε στο πλοίο κοντά στην Τιβεριάδα και πέρασε στο απέναντι μέρος της θάλασσας τής Γαλιλαίας, που ονομάζεται και θάλασσα της Τιβεριάδας. Ο Λουκάς λέει πως «υπεχώρησε κατ' ιδίαν εις τόπον έρημον πόλεως καλούμενης Βηθσαϊδά» (θ' 10).

Το συνήθιζε ο Κύριος ν' αποσύρεται συχνά στην έρημο, σε ερημικές τοποθεσίες και σε βουνά. Το έκανε αυτό για τρεις λόγους: Πρώτο, για να κάνει σύντομα διαλείμματα από τις εντατικές και πολυσχιδείς δρα­στηριότητές Του, ώστε να χωνέψουν κι οι άνθρωποι τις διδαχές Του και τα θαύματα που είχε κάνει. Δεύτερο, για να δώσει το παράδειγμα στους αποστόλους και σε μας πως είναι απαραίτητο ν' αποσυρόμαστε, να εισερχόμαστε στο ταμιείο μας (Ματθ. στ' 6), για να παραμένουμε στην προσευχή μόνοι μας με το Θεό. Η ησυχία κι η σιωπή καθαρίζουν τον άνθρωπο, τού δι­δάσκουν την υποταγή στο Θεό και τού χαρίζουν πνευ­ματική διαύγεια και δύναμη. Τρίτο, για να μας δείξει πως ο καλός και χρήσιμος άνθρωπος δεν μπορεί να κρυφτεί - «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. ε' 14). Έτσι έδειξε κι επισήμανε ποιος είναι ο πραγματικός τόπος για τους ερημίτες και τους μοναχούς.

Η εκκλησιαστική ιστορία το έχει αποδείξει αυτό χιλιάδες φορές. Δεν υπάρχει ούτε ένας μοναδικός ερη­μίτης, άνθρωπος της προσευχής και θαυματουργός, που να κατόρθωσε να κρυφτεί από τους ανθρώπους. Πολλοί ρωτάνε αναιτιολόγητα: Τί κάνει ο μοναχός στην έρημο; Δε θά 'ταν καλύτερα ο μοναχός να μένει στον κόσμο, ανάμεσα στους ανθρώπους, και να τους υπηρετεί; Πώς όμως μπορεί να φωτίσει ένα κερί που δεν είναι αναμμένο; Ο μοναχός κουβαλάει την ψυχή του στην έρημο σαν κερί άκαφτο. Τη φέρνει στην έρημο για να την ανάψει με προσευχή, με νηστεία, με περισυλλογή και άσκηση. Αν κατορθώσει να την ανάψει, το φως Του θα λάμψει σ' ολόκληρο τον κόσμο. Ο κόσμος θα τον ακολουθήσει και θα τον βρει, ακόμα κι αν αυτός κρυφτεί στην έρημο, σε απομακρυσμένα βουνά ή σε απρόσιτες σπηλιές. Όχι, ο μοναχός δεν είναι άχρηστος. Είναι ικανός να γίνει πολύ πιο χρήσιμος στους άλλους από οποιονδήποτε άλλον. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά σ' αυτήν την περίπτωση από τον Κύριο Ιησού. Μάταια κρυβόταν από τους ανθρώπους στην έρημο, γιατί τα πλήθη τον έβρισκαν και τον ακολουθούσαν.

Ο Κύριος τους κοίταξε και «εσπλαχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρό­βατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ' 36). Κάτω στις πόλεις οι συναγωγές ήταν γεμάτες από αυτόκλητους ποιμένες, που στην πραγματικότητα ήταν λύκοι με εμφάνιση προβάτων. Οι άνθρωποι το ήξεραν αυτό, το ένιωθαν, όπως ήξεραν κι ένιωθαν την αμέτρητη ευσπλαχνία και αγάπη τού Χριστού γι' αυτούς. Οι άνθρωποι ήξεραν και ένιωθαν πως ο Χριστός ήταν ο μόνος Καλός Ποιμένας, πως η μέριμνά Του γι' αυτούς ήταν γνήσια, στοργική. Γι' αυτό και τον ακολουθούσαν στην έρημο. Κι ο Κύριος εθεράπευσε τους αρρώστους αυτών. Οι άνθρωποι ένιωθαν πως τον χρειάζονταν το Χριστό, δεν του ζητούσαν να θαυματουργήσει από μάταιη περιέργεια, αλλ' από μεγάλη ανάγκη. Κι ο Μάρκος μας λέει πως εκεί άρχισε να τους διδάσκει.

«Οψίας δε γενομένης προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες· έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα» (Ματθ. ιδ' 15). Ο Ματθαίος δε μας λέει τι τον κρατούσε τόσο πολύ με τους ανθρώπους. Γράφει μόνο πως θεράπευσε τους αρρώστους. Ο Μάρκος το συμπληρώνει αυτό και λέει πως τους δίδασκε πολλά πράγματα. Προσέξτε πόσο όμορφα συμπληρώνουν ο ένας ευαγγελιστής τον άλλο! Ο Κύριος συνέχισε να διδάσκει τους όχλους για πολλές ώρες, ωσότου άρχισε να νυχτώνει. Όλες αυτές τις ώρες ο Κύριος δίδαξε τόσο πολλά στο λαό, που θα μπορούσε να γεμίσει ολόκληρο ευαγγέλιο. Αυτό το είπε ο ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν έγραψε πως «ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βι­βλία» (Ιωάν. κα' 25).

Παρατηρούμε όμως και την αγάπη των μαθητών: Έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν. Το πλήθος πεινάει κι είναι αργά πια για να φύγουν και να πάνε στον τόπο του ο καθένας. Τα σπίτια τους είναι μακριά. Δες, εδώ έχουμε και πολλές γυναίκες, έχουμε και παιδιά. Πρέπει να βρουν τροφή όσο πιο σύντομα γίνεται. Ας τους λοιπόν να πάνε στα γύρω χωριά για να βρουν κάτι να φάνε.

Ο Χριστός σίγουρα είναι πιο εύσπλαχνος και πιο στοργικός από τους μαθητές Του. Μήπως δεν ένιωθε κι ο ίδιος, όπως οι μαθητές Του, πως οι άνθρωποι πει­νούσαν κι η νύχτα ήταν κοντά; Και βέβαια ο Χριστός ήταν περισσότερο ελεήμων και στοργικός από τους μαθητές Του. Τις ανάγκες των ανθρώπων τις ένιωθε πριν από εκείνους. Στην αρχή, όπως λέει ο ευαγγελι­στής Ιωάννης, «επάρας ουν ο Ιησούς τους οφθαλμούς και θεασάμενος ότι πολύς όχλος έρχεται προς αυτόν, λέγει προς τον Φίλιππον πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν ούτοι;» (Ιωάν. στ' 5). Η συζήτηση με το Φίλιππο όμως τέλειωσε κι οι άνθρωποι μαζεύτη­καν γύρω από τον Κύριο με τους ασθενείς τους. Ο Κύριος θεράπευσε πρώτα όλους τους αρρώστους κι έπειτα άρχισε να διδάσκει τους όχλους. Η διδασκαλία κράτησε ως το βράδυ. Και τότε μόνο σκέφτηκαν οι απόστολοι πως οι άνθρωποι θα πεινούσαν κι έπρεπε να φάνε.

Ο Κύριος το είχε προβλέψει αυτό από την αρχή. Δε μίλησε όμως, σκόπιμα. Περίμενε τους αποστόλους να θέσουν το πρόβλημα. Κι αυτό το έκανε για δυο λόγους: πρώτα για να τους διεγείρει την ευσπλαχνία και τη συμπάθεια και δεύτερο για ν' αποδείξει πόσο αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον. Τους είπε ο Χριστός: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν· δότε αυτοίς υμείς φαγείν» (Ματθ. ιδ' 16). Γνώριζε πως αυτό δεν μπορούσαν να το κάνουν, ήταν αδύνατο ανθρωπίνως να γίνει. Το είπε όμως για να συνειδητοποιήσουν πλήρως και να ομολογήσουν την αδυναμία τους. Γι' αυτό και του είπαν: «ουκ έχομεν ώδε ει μη πέντε άρτους και δύο ιχθύας» (Ματθ. ιδ' 17). Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, τα λιγοστά αυτά τρόφιμα δεν ήταν δικά τους, ανήκαν σε κάποιο μικρό παιδί που βρισκόταν εκεί. Γράφει ο ευαγγελιστής: «Έστι παιδάριον εν ώδε, ος έχει πέντε άρτους κριθίνους και δυο όψάρια΄ αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους;» (Ιωάν. στ 9). Στον Κύριο αυτό το είπε ο Ανδρέας. Παρά το γεγονός ότι ο πρωτόκλητος των αποστόλων ζούσε τόσο καιρό μαζί Του, ακόμα δεν είχε εδραιωθεί στην πίστη, δεν είχε τελειοποιηθεί. Αυτό είναι φανερό από εκείνο που είπε: αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους; Το ψωμί ήταν κρίθινο. Κι αυτό δεν ήταν συμπτωματικό. Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, απ' αυτό μαθαίνουμε πως πρέπει να ικανοποιούμαστε με απλές τροφές, να μην είμαστε απαιτητικοί. «Η λαιμαργία κι η πολυ­φαγία είναι μητέρες της αρρώστιας», συμπληρώνει ο άγιος πατέρας.

«Ο δε είπε· φέρετέ μοι αυτούς ώδε» (Ματθ. ιδ' 18). Τώρα είχε έρθει η δική Του ώρα. Οι όχλοι δεν μπορούσαν να βρουν τρόφιμα για να φάνε. Οι απόστο­λοι ομολόγησαν την αδυναμία τους, δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Τότε και μόνο τότε ήρθε η δική Του ώρα. Το κλίμα ήταν ώριμο για να γίνει το θαύμα.

«Και κελεύσας τους όχλους ανακλιθήναι επί τους χόρτους, λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους, οι δε μαθηταί τοις όχλοις» (Ματθ. ιδ' 19). Γιατί κοίταξε πρώτα στον ουρανό ο Κύριος; Όταν έκανε πολλά από τ' άλλα θαύματά Του δεν το είχε κάνει, δεν είχε ξανακοιτάξει στον ουρανό. Δεν το έκανε όταν άνοιγε τα μάτια των τυφλών, όταν θεράπευε τους λεπρούς, έβγαζε δαιμόνια από τους ανθρώπους, γαλήνευε τη θά­λασσα, έκανε το νερό κρασί κι όταν ακόμα ανάσταινε νεκρούς. Γιατί λοιπόν στη συγκεκριμένη αυτή περί­πτωση έστρεψε τα μάτια Του προς τον ουρανό, προς τον ουράνιο Πατέρα Του; Πρώτο, για να κάνει σαφή στους ανθρώπους την ταυτότητα της θέλησής Του μ' εκείνην του Πατέρα Του, να καταρρίψει την άποψη και κατηγορία των Φαρισαίων, πως τα θαύματα τα έκανε με τη συνεργεία τών δαιμόνων. Δεύτερο, για να δώσει ως άνθρωπος στον κόσμο το παράδειγμα της ταπεί­νωσης ενώπιον του Θεού, καθώς και της ευχαριστίας για κάθε αγαθό που προέρχεται από το Θεό. Ένα παρόμοιο παράδειγμα μας έδωσε και στο Μυστικό Δείπνο: «Λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε...» (Ματθ. κστ' 26). Ευχαρίστησε τον ουράνιο Πατέρα Του κι ύστερα ευλόγησε το ψωμί, ως δώρο Θεού. Κι εμείς πρέπει να ευχαριστούμε και να υμνούμε το Θεό για τα δώρα Του σε κάθε γεύμα, όσο λιτό κι αν είναι. Τρίτο, ως Θεός, με τον πολλαπλασια­σμό των άρτων - μια πράξη που μοιάζει πολύ με νέα δημιουργία - να εκφράσει την ενότητα δύναμης της Αγίας Τριάδας: του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της ομοούσιας και αδιαίρετης Τριάδας, του Δημιουργού των πάντων.

Ο Κύριος Ιησούς «έκλασε», έκοψε τον άρτο με τα ίδια Του τα χέρια. Γιατί; Γιατί δεν έδωσε εντολή στους αποστόλους Του να το κάνουν; Για να δείξει πως επιθυμούσε να λογαριάσει τους ανθρώπους ως φιλοξενούμενούς Του, να τονίσει τη μεγάλη αγάπη Του γι' αυτούς και να διδάξει έτσι κι εμάς πως, όταν δίνουμε ελεημοσύνη και δώρα, πρέπει να το κάνουμε με αγάπη και ιλαρότητα, όπως κι Εκείνος.

«Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλή­ρεις· οι δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. ιδ' 20,21). Αυτό είναι το θαύμα των θαυμάτων, η δόξα που ξεπερνάει κάθε άλλη δόξα! Για να πάρουν πέντε χιλιάδες άνθρω­ποι (χωρίς να συνυπολογιστούν οι γυναίκες και τα παιδιά) από μια μπουκιά ψωμί, όπως το αντίδωρο που παίρνουμε στην εκκλησία, τα πέντε ψωμιά δε θα έφταναν με τίποτα. Εδώ όμως έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και μάλιστα περίσσεψαν και δώδεκα κοφίνια. Αν αυτή ήταν κάποια οφθαλμαπάτη, δε θα έγραφε ο ευαγγελιστής πως εχορτάσθησαν. Αν κά­ποιος άνθρωπος μπορούσε να εξαπατήσει έναν άλλο ότι έφαγε, δε θα μπορούσε όμως να πείσει έναν πει­νασμένο ότι χόρτασε. Αν πράγματι ήταν αυτό κάποια οφθαλμαπάτη, από πού προέκυψαν τα περισσεύματα, πού γέμισαν δώδεκα κοφίνια ψωμιά;

Όχι! Μόνο άνθρωποι που η καρδιά τους είχε νε­κρωθεί από την αμαρτία μπορούν να το αποκαλέσουν οφθαλμαπάτη αυτό. Ήταν πραγματικό γεγονός, όπως πραγματικός είναι κι ο Θεός. Πρέπει να προσέξετε όμως πως για το θαύμα αυτό δεν ξεσηκώθηκαν φω­νές εναντίον Του, δεν του έδωσαν κάποιες ανόητες ερμηνείες, όπως έκαναν οι Φαρισαίοι σε πολλά άλλα από τα θαύματά Του. Κι όχι μόνο δεν το αμφισβήτη­σε κανένας, αλλά «οι άνθρωποι, ιδόντες ο εποίησε σημείον ο Ιησούς, έλεγον ότι ούτος εστιν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον (Ιωάν. στ’ 14). Κι οι όχλοι ήθελαν «αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα» (αυτ. στίχ. 15). Τέτοια απήχηση είχε στο λαό το καταπληκτικό αυτό θαύμα!

Πότε προσπάθησε κάποιος να μετατρέψει μια απά­τη σε βασιλιά; Αυτό όμως ήταν πραγματικό γεγονός. Οι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν από την αλήθεια και ήθελαν να κάνουν το Χριστό βασιλιά με το ζόρι. Κι αυτό θα είχε γίνει, αν ο Χριστός δεν είχε απομακρυνθεί μόνος Του. Κι έτσι ματαιώθηκε το σχέδιο του πλήθους που ριγούσε από ενθουσιασμό.

«Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, έως ου απολύση τους όχλους» (Ματθ. ιδ' 22). Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι ο Χριστός ανάγκασε τους μαθητές Του να μπουν σε πλοίο και να φύγουν πριν από τον ίδιο; Γιατί το έκανε αυτό; Πρώτο, γι' αυτό που είχε γίνει. Και δεύτερο, γι' αυτό που επρόκειτο να γίνει. Τούς άφησε ν' απομακρυν­θούν από το πλήθος όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να συλλογιστούν και να συζητήσουν μεταξύ τους το μεγάλο θαύμα τού πολλαπλασιασμού των άρτων. Τους άφησε να ταξιδέψουν με το πλοίο, όπου ο Κύριος θα τους επισκεπτόταν σύντομα μ' ένα καινούργιο κι ανήκουστο θαύμα: θα τους πλησίαζε περπατώντας πάνω στο νερό, όπως περπατάει κανείς σε στέρεο έδαφος. Ο Κύριος γνώριζε εκείνο που επρόκειτο να γίνει και τι θα έκανε ο ίδιος. Οι μαθητές Του, που δεν έβλεπαν τίποτα, ένιωσαν έκπληξη που ο Χριστός τούς έστειλε πριν απ' Αυτόν. Τον άφησαν όμως μόνο Του με το πλήθος, κατέβηκαν από το όρος στη θάλασσα και ξεκίνησαν το ταξίδι.

Ένας άλλος αναμφισβήτητος λόγος για τη σπουδή που έδειξε ο Κύριος να προπέμψει τους μαθητές Του, να τους απομακρύνει από τα πλήθη των ανθρώπων, ήταν επειδή ο ίδιος ήθελε να τους προφυλάξει από την υπερηφάνεια στα μάτια των ανθρώπων, από τα εγκώμιά τους και την αυτοεκτίμηση που θα ένιωθαν επειδή ήταν μαθητές τέτοιου Θαυματουργού. Ήθελε να τους διδάξει πως πρέπει να είναι ταπεινοί, γι' αυτό και τους είχε πει: «δότε αυτοίς υμείς φαγείν». Και τώρα τους έδιωξε επειδή ήθελε να τους προφυλάξει από την υπερηφάνεια και την υψηλοφροσύνη, επειδή είχαν τέτοια σχέση μαζί Του, με το Διδάσκαλό τους. Και τελικά ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να τούς κάνει να γνωρίσουν την απεριόριστη ταπείνωσή Του ενώπιον του Θεού: μετά από ένα τόσο καταπληκτικό θαύμα, αποσύρθηκε στην ησυχία για να προσευχηθεί.

Οι μαθητές Του ήταν εξοικειωμένοι με τη συνή­θειά Του ν' αποσύρεται συχνά στην έρημο για να προσευχηθεί. Εκείνη την ημέρα όμως μήπως αποσύρ­θηκε σκόπιμα στην έρημο, για να μείνει μόνος Του, μετά τη φοβερή είδηση για το θάνατο του Ιωάννη τού Βαπτιστή; Ας ξεχάσουν οι μαθητές Του για ποιο λόγο πήγε στην έρημο· ας συνειδητοποιήσουν πως το μεγάλο θαύμα που τόσο ξαφνικά έκανε, καθώς κι όλοι οι έπαινοι κι ο θαυμασμός των ανθρώπων, δεν μπορούσαν να καταστρέψουν την εσωτερική γαλήνη και την ταπείνωσή Του, ούτε και να τον κάνουν ν' αλλάξει την απόφασή Του να πάει στην έρημο για να προσευχηθεί.

***

Ολόκληρο το περιστατικό αυτό της διανομής των άρτων και των ψαριών στους ανθρώπους, ο αριθμός των ψαριών και των άρτων, καθώς και ο αριθμός των κοφινιών με τα περισσεύματα, όλα μαζί έχουν κι ένα εσωτερικό, ένα βαθύτερο νόημα. Λίγο πριν από το θάνατό Του ο Κύριος ονόμασε τον άρτο Σώμα Του. Στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι αλή­θεια πως δε λέει κάτι τέτοιο με λόγια, το κάνει όμως με τον αριθμό των άρτων. Οι πέντε άρτοι σημαίνουν τις πέντε αισθήσεις· κι οι πέντε αισθήσεις αντιπροσω­πεύουν όλο το σώμα. Το ψάρι σημαίνει τη ζωή. Τους πρώτες αιώνες της χριστιανικής ζωής το Χριστό τον απεικόνιζαν με τη μορφή ψαριού. Το σύμβολο αυτό μπορεί να το δει ακόμα και σήμερα κανείς στις αρχαίες χριστιανικές κατακόμβες. Απ' αυτήν την άποψη, ο Χριστός έδωσε το σώμα και τη ζωή Του στους ανθρώ­πους για να τραφούν. Και γιατί ήταν δύο τα ψάρια; Επειδή ό Κύριος έδωσε και δίνει τον εαυτό Του θυσία τόσο όσο διάστημα κράτησε η επίγεια διαδρομή Του, όσο και στην Εκκλησία μετά την Ανάστασή Του, ως τη σημερινή μέρα. Ποιά σημασία έχει το γεγονός ότι έκοψε μόνος του τους άρτους; Αυτό σημαίνει πως Εκείνος, με την ελεύθερη βούλησή Του, παραδόθηκε να θυσιαστεί για τη σωτηρία των ανθρώπων. Γιατί έδωσε τα ψωμιά και τα ψάρια στους αποστόλους, για να τα μοιράσουν αυτοί μετά στο λαό; Επειδή εκείνοι ήταν που έπρεπε να μεταφέρουν το Χριστό σ' ολό­κληρο τον κόσμο και να τον δώσουν στους ανθρώπους και τα έθνη ως τροφή ζωής. Τί σημαίνουν τα δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των άρτων; Την άφθονη καρποφορία τού έργου των αποστόλων. Κάθε θερισμός των αποστόλων θα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από το σπόρο που έσπειραν, όπως κάθε καλάθι είχε περισσότερο ψωμί από τους άρτους που έφαγαν και χόρτασαν οι πεινασμένοι άνθρωποι. (Το περιστατικό τού θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων που έγινε με τη δύναμη του Χριστού μνημονεύεται κάθε φορά σε μια ωραία ευχή, στην τελετή της αρτοκλασίας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ο ευλογήσας τους πέντε άρτους εν τη ερήμω και εξ αυτών πεντακισχιλίους άνδρας χορτάσας, ευλόγησον και τους άρτους τούτους, τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους Σου αγίασον»).

Όλ' αυτά τα μυστήρια έχουν μεγάλο βάθος, δυσθε­ώρητο. Ποιός τολμά να κοιτάξει τόσο βαθιά, στα απύθ­μενα βάθη τους; Ποιός θα τολμούσε στην πρόσκαιρη ζωή μας να διεισδύσει στα βάθη αυτά; Ίσως πληροφο­ρηθούν αρκετά εκείνοι που τους αρέσει να διαβάζουν και ν' ακούνε το ευαγγέλιο. Οι άγγελοι απολαμβάνουν μέχρι κορεσμού τη γλυκύτητα του ευαγγελίου. Όσο περισσότερο το διαβάζει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο τρέπεται σε σκέψεις πνευματικές και σε προσευχή. Όσο περισσότερο καθοδηγεί τη ζωή του σύμφωνα μ' αυτό, τόσο η ανάγνωση θ' ανοίγει τα βάθη των νοημάτων του και θα τον ικανοποιεί με το άρωμά του. Γι' αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)

Οσίου Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας - Λόγος εις τους εκ πέντε άρτων τραφέντας πεντακισχιλίους

Ομιλία του Οσίου πατρός ημών Βασιλείου Επισκόπου Σελευκείας, με θέμα τους εκ των πέντε άρτων τραφέντας πεντακισχιλίους.

Επαινώ μεν τον πόθο της φιλομαθείας, αποδέχομαι δε τον βαθμόν της φιλοθεΐας. Και γνωρίζω ποιος σας εμφύτευσε τον εξαίρετον αυτόν ζήλο. Γνωρίζω τον εκπαιδευτή της αρετής σας, τον πατέρα και συγχρόνως ποιμένα και ιατρόν και κυβερνήτην. Αυτόν που διαπρέπει στην ευαγγελική ζωή, και πνέει χάριν αποστολικήν. Αυτόν ο οποίος σας χειραγωγεί προς τους ουρανίους λειμώνες με πνευματικά σαλπίσματα, ως θησαυρός πνευματικών εννοιών που είναι. Την έμψυχον εικόνα της φιλανθρωπίας, αυτόν που υπερέβη την πραότητα του νόμου και είναι ανίκητος από τον θυμόν, λάμπει δε από σοφία, και στεφανώνεται με αρετές.

Αλλά πολύς ο πλούτος της αποστροφής σας κατά του θανάτου, και το πλάτος της φιλομαθείας σας, όπως είπα. Κι εγώ πώς να σας παραθέσω το πτωχό μου γεύμα; Πώς να χορτάσω με τις μικρές δυνατότητες του λόγου μου την άπληστο κοιλία της ακοής σας; Πώς θα επαρκέσει γλώσσα πτωχή να ευφράνει τόσον λαό; Ή, για να χρησιμοποιήσω επίκαιρα τα λόγια των Αποστόλων: «Πόθεν ημίν εν ερημία άρτοι τοσούτοι;», ώστε πάλιν ο πλούσιος Δεσπότης, απαλλάσσοντας από την πτωχεία, να χαρίσει την αφθονία;

«Ηκολούθει», λέγει, «όχλος πολύς τω Σωτήρι». Ακολουθούν τον ποιμένα τα πρόβατα, οι ασθενείς τον διώκτη των ασθενειών τους, οι δούλοι τον ελευθερωτήν των ψυχών. Ευρήκαν μίαν οδόν απλανή, και όλοι σ’ αυτή συνέρρεαν. Όποιος ήθελε τον ακολουθούσε, ο άρρωστος απηλλάσσετο από το νόσημά του. Είχε αναβλύσει πηγή φιλανθρωπίας και όλοι απελάμβαναν.

Απορροφημένοι, λοιπόν, παρέτειναν την οδοιπορία μέχρι την έρημο. Τον παλαιό καιρό, όταν ο Θεός νομοθετούσε δια του Μωϋσέως στην έρημο, είχε περιβάλει το όρος Σινά με φωτιά, και οι φλόγες εξηκοντίζοντο στον ουρανό. Φόβος και ζόφος μαζί με σάλπιγγες και αλαλαγμούς κατέπλητταν εκείνους που παρακολουθούσαν. Αλλά τώρα ο Δεσπότης, αφήνοντας τον φόβο, περιεβλήθη μορφήν δούλου, δεικνύοντας τη φιλανθρωπία του με την πρόσληψη ανθρωπίνης φύσεως. Και παλαιά μεν η γη είχε ακούσει: «Εξαγαγέτω η γη βοτάνην χόρτου», ενώ τώρα την τράπεζα που εστρώθη στο έδαφος, την γεμίζει με αγαθά ο ίδιος ο Δεσπότης.

Παίρνοντας λοιπόν ο Κύριος τους ιχθύς, αφού εστράφη προς τον ουρανόν τους ευλόγησε. Άραγε ζητεί ωσάν να έχει ανάγκη; Άραγε υψώνοντας το βλέμμα καλεί σε βοήθεια τον ουρανό; Άραγε από αλλού αντλεί τη δύναμη της ευεργεσίας, και δίδει λαβή στον Άρειο, και οπλίζει τη γλώσσα του Ευνομίου για να εκτοξεύσουν τις βλασφημίες τους κατά του Υιού; Όχι βέβαια, αλλά προλαμβάνει τα εγκλήματα των Ιουδαίων. Επειδή ο Ιουδαίος πάντοτε ερευνά για αιτίες, και από αυτά που απολαμβάνει αλιεύει κατηγορίες. Επειδή λοιπόν κάποτε ο Θεός χορήγησε στην έρημο το μάννα στους Ισραηλίτες, και σε εκείνους που εβάδιζαν στη γη είχε απλώσει ουράνια τράπεζα, και εδίδαξε την πέτρα να μιμηθεί τα νέφη εξάγοντας ύδωρ απ’ αυτήν, ήκουσε δε, αντί για ευχαριστίες, λόγια αχάριστα: «Επεί επάταξε πέτραν και έρρευσαν ύδατα, μη και άρτον δύναται δούναι;» —έπειδη εκτύπησε τον βράχο και εξεχύθησαν ύδατα, μήπως ημπορεί να μας δώσει και άρτο; Γι’ αυτό λοιπόν ο Χριστός στα εγγόνια τους, για να μην πάρουν το μέγεθος του θαύματος σαν πρόφαση για συκοφαντία, ότι προσπαθεί δήθεν να δείξει ότι είναι μεγαλύτερος αυτός από τον Πατέρα, και επινοήσουν πάλι τη συνηθισμένη συκοφαντία της αντιθεΐας, αναθέτει το κατόρθωμα στον Πατέρα, υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό, αρπάζοντας την κατηγορία από τις ιουδαϊκές γλώσσες. Διότι έτσι μεταχειρίζεται πάντοτε ο Χριστός τις ιουδαϊκές πονηρίες. Έτσι τότε που εθεράπευσε τον λεπρό και εκήρυξε με εξουσία τη φυγή του πάθους, παρέπεμψε στο νόμο αυτόν που ηλευθερώθη από τη νόσο, λέγοντας: «προσένεγκε το δώρον σου τω ιερεί εις μαρτύριον» —ας γίνει δηλαδή μάρτυρας της θεραπείας ο νόμος και ας φραγεί η γλώσσα της παρανομίας. Γι’ αυτό και τώρα υψώνει το βλέμμα στον ουρανό, αποστομώνοντας τον κατήγορο της αντιθεΐας. Αλλά εκτός αυτού και εκπαιδεύοντας τους ανθρώπους που κάθονται για φαγητό, να γνωρίζουν καλά τον αίτιο της απολαύσεως. Επειδή είναι ομολογία το να βλέπει κανείς στον ουρανό.

«Λαβών τοίνυν τους άρτους, έδωκε τοις μαθηταίς δούναι τοις όχλοις. Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν». Ω, τι πράγματα συνέβαιναν τότε! Οι άρτοι εγεννούσαν άρτους, και εγέμιζαν τα χορταρένια τραπέζια αυτοσχέδιες τροφές. Άρτοι ελεύθεροι από γεωργικούς ιδρώτες, που δεν εβλάστησαν από στάχια, αλλά άνθησαν από χέρια Δεσποτικά, μολονότι πολλά προϋποθέτει η ανθρώπινη τροφή: το όργωμα της γης, τη σπορά από τους γεωργούς, τη μεταβολή των αέρων σε νέφη, τη γέννηση βροχής, την κατάλληλη υγρασία γης και ατμοσφαίρας, τις αλλαγές θερμοκρασίας, τις εναλλαγές της σελήνης, τις νύκτες με τα αστέρια που τρεμοσβήνουν, τη βλάστηση των σταχιών, την έγκαιρη ωρίμανση των καρπών, την ταλαιπωρία του αλωνίσματος, τη συνεργασία του μύλου, την αφαίρεση του περιττού, το έντεχνο πλάσιμο και την απαραίτητη συμμετοχή της φωτιάς. Αυτά τα πραγματοποίησε τώρα όλα μαζί ο Κύριος μόνο με το άγγιγμα του χεριού του, αφού παρευρίσκετο εμπρός τους αυτός που διεγείρει την κοιλία της γης προς καρποφορίαν. Παρευρίσκετο αυτός που περιβάλλει τον ουρανό με νεφέλες. Παρευρίσκετο αυτός που έχει δωρίσει στους θνητούς τη σοφία της τέχνης. Παρευρίσκετο «ο φέρων άπαντα τω ρήματι του στόματος αυτού».

Παρευρίσκετο εκεί επιβεβαιώνοντας την παρουσία του με τη σάρκα που εφορούσε. Έδειξε με ένα θαύμα ποιος είναι αυτός που κρατά τα ηνία της κτίσεως. Έλυσε το παλαιό έγκλημα των Ιουδαίων και το αχόρταστο πάθος τους. Δεν θα ημπορούσαν πλέον να λέγουν «μη και άρτον δύναται δούναι;».

Ιδού ότι και με άρτους εγέμισαν την έρημο. Ας διδάξει, Ιουδαίε, η συγγένεια των θαυμάτων ποιος είχε χορηγήσει και εκείνα.

«Και έφαγον», λέγει, «και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». Ισάριθμα με τους Αποστόλους τα κοφίνια, ώστε ο καθένας τους βαστάζοντας από ένα να έχει τον κόπο μάρτυρα του θαύματος. Και ο ώμος με την αίσθηση της τριβής να εκπαιδεύσει προς συνειδητοποίηση του γεγονότος, ο δε κόπος να εξασφαλίζει τη μνήμη, για να μη θεωρήσουν φαντασία αυτό που είδαν, και βυθιστούν σε λογισμούς από το μέγεθος του θαύματος. Και επειδή ο νους δεν επαρκεί για να αντικρύσει με τους δικούς του οφθαλμούς το παράδοξον θαύμα, να μη γεννήσει σιγά – σιγά την υποψία πως ήταν όνειρο το γεγονός. Παρατείνει τη μνήμη του γεγονότος με το πλήθος των περισσευμάτων, ώστε καθημερινώς η βρώση, διδάσκοντας τη γνώση, να διεγείρει τη μνήμη.

Δέξου, παρακαλώ, τον άλλον Ευαγγελιστή, συνήγορο των λεγομένων να λέγει: «ην γαρ η καρδία αυτών πεπωρωμένη, και ου συνήκαν (δεν συνειδητοποίησαν δηλαδή) επί τοίς άρτοις». Φανερώνει το πάθος, για να κηρύξει το θαύμα. Διότι είναι μεγάλο το να φθάσουν πέντε μόνον άρτοι για τόσες χιλιάδες. Όμως το να μείνουν και τόσα πολλά περισσεύματα, όχι μόνον στους μαθητάς εγεννούσε τη μνήμη του θαύματος, αλλά φανέρωνε και τη δύναμη εκείνου που το πραγματοποίησε. Επειδή, αν τους έδιδε όσο είχαν ανάγκη, θα ενοθεύετο η χάρις της φιλοτιμίας του, και κάνοντας αυτό, δεν θα είχε γίνει σαφές πως είναι ο Κύριος του παντός, αφού υπηρέτησε μόνο την ανάγκη. Ενώ τώρα που η δωρεά έγινε ευρύτερη από την ανάγκη, μαρτυρεί την εξουσία Εκείνου που τη χορήγησε.

Ας μάθωμε και από αλλού σαφώς αυτό που λέγω: Κάποτε εδίδετο στους Ισραηλίτες το μάννα δια μέσου του Μωϋσέως. Αλλά επειδή αυτός που διακονούσε το θαύμα ήταν δούλος, μαζί μ’ αυτόν ήταν και το δώρο υποδουλωμένο στην ανάγκη, αφού το περιττόν εξηφανίζετο. Και όποιο χέρι αρρώσταινε από απληστία, την ώρα της συλλογής, υπεχρέωνε και το δώρο να αρρωστήσει μαζί του. Ο ουρανός έστελνε κάτω στους Ιουδαίους την τροφή με μέτρο, και ο χρόνος υπερνικούσε το δώρο, και είχε προθεσμία η χάρις. Επειδή καθώς τελείωνε η πορεία στην έρημο, υπέδειξε πλέον και η γη τον φυσικόν άρτον. Τότε έπαυσε το μάννα, και το ταμείο του ουρανού για τους ανθρώπους έκλεισε.

Μετάφερε το νου σου σε άλλον υπηρέτη, ο οποίος διετάχθη να θαυματουργήσει με προθεσμία. Ο μέγας Ηλίας, που στείρωσε τον ουρανό με όρκο, συνεκράτησε τον αέρα με τα χείλη, και με τη φωνή κατεδίκασε σε αργία την κτίση. Αυτός έπεισε της φιλοξένου χήρας το έλαιο να μετατραπεί σε πηγή, και το ολίγον αλεύρι δεν ολιγόστευε μαζί με τον χρόνο, αλλά όσο κατανάλωνε η φύσις, τόσο αντικαθιστούσε η χάρις. Όταν ήλθε η βροχή, έκανε πτερά και το δώρο του Ηλία. Υπηρετούσε, διακονούσε δουλικώς και όχι από κάποια κυριαρχική φιλοτιμία. Γι’ αυτό τώρα ο Κύριος πολλαπλασιάζει δυσανάλογα με την ανάγκη, φανερώνοντας την εξουσία του, και δίδοντας σε όλους να καταλάβουν ποιος είναι «ο διδούς την τροφήν πάση σαρκί».

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.  Αμήν.

(13ος Αιών, Migne P.G. τομ. 85, στ. 360 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 203 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

“ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΡΤΟΣ ΑΓΑΠΗΣ” ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ΙΔ' 14-22)

Οπωσδήποτε για την κάθε ψυχή που λαχταρά την αγάπη του Θεού και επιθυμεί το θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού, έγραψε ο Δαϋίδ περί των διψασμένων ελάφων που διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να βρουν την πηγή του γάργαρου νερού.
Αυτό όμως πραγματοποιείται, όπως βλέπουμε και στην περίπτωση της ευαγγελικής περικοπής της Η' Κυριακής του Ματθαίου όπου οι άνθρωποι έτρεχαν διότι εποθούσαν να πλησιάσουν τον Κύριο. Να ακούσουν την μοναδική του διδασκαλία και να λάβουν την ιδιαίτερη ευλογία της θεραπείας όσοι την είχαν ανάγκη.
Πέντε χιλιάδες άνδρες  “χωρίς γυναικών και παίδων” μάς σημειώνει με νόημα ο ιερός Ευαγγελιστής. Τόσος κόσμος εκρέμοντο από τα χείλη του Ιησού, έχοντας λησμονήσει ακόμα και την ανάγκη της πείνας και της αναπαύσεως. Τόσο πλήθος ψυχών διότι αισθάνονταν την υπαρξιακή ανάγκη της θείας διδασκαλίας, εφαρμόζοντας προς τούτο τον λόγο τού προπάτορά τους Δαϋίδ: “ως επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός”.
Αλλ' εάν συγκινείται η δική μας λίθινη καρδιά από την διάθεση των ανθρώπων αυτών, είναι δυνατόν να μην αισθανθεί την καρδιά του να πλημμυρίζει από ευσπλαχνία και έλεος ο ίδιος ο Χριστός; Και εάν τους πρόσφερε την θεραπεία μαζί με τον ουράνιο άρτο του θείου του λόγου ήταν δυνατόν να παραβλέψει την πείνα του σώματος; “Εσπλαχνίσθη επ' αυτοίς”, σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος και στο τέλος τούς προσφέρει θαυμαστώ τω τρόπω τους άρτους και τους ιχθύς.
Αλλά το ότι ο Ιησούς κινείται πάντοτε προς τους ανθρώπους μέσα από το πέλαγος της θείας ευσπλαχνίας, τούτο το γνωρίζουν όχι μόνο οι απλές ψυχές που προσελκύονται από τον ουράνιο μαγνήτη του Προσώπου του, αλλά το έχουν καταλάβει καλά και αυτοί οι εχθροί του. Αυτός δε είναι και ένας επιπλέον λόγος για να ευρίσκονται συνεχώς σε ταραχή και να ξεχειλίζει ασυγκράτητο το μίσος μέσα από την παθιασμένη τους καρδιά.
Ναι, η ευσπλαχνία αποτελεί και αυτό ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Θεανθρώπου. Το δε έλεος συγκεφαλαιώνει όλες τις εκφάνσεις της θείας του οικονομίας και εκφράζει την μοναδική και ουράνια αγάπη με την οποία μας “ηγάπησεν προ καταβολής κόσμου”.
Αυτό αποτελεί μια θεολογική – αποκαλυπτική πραγματικότητα που θα πρέπει ιδιαζόντως να επισημανθεί. 
Όχι μόνο οι ιεροί Ευαγγελιστές σε κάθε θαύμα που περιγράφουν και σε κάθε διδασκαλία που καταγράφουν ξεδιπλώνουν τις πτυχές της θείας ευσπλαχνίας, αλλά και στην ιστορική καταγραφή της πορείας του λαού του Θεού, στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως βεβαίως και σε όλους τους Προφήτες, ακόμα και σ' αυτούς που στα μάτια των αδαών φαίνονται υπέρ άγαν αυστηροί, μεθοδικώς αποκαλύπτεται και οικοδομείται το κεφάλαιον του ελέους της Αγίας Τριάδος.
Εάν τώρα θελήσουμε να περιγράψουμε μέσω μιας Βιβλικής εικόνας, τόσο το κατάντημα του ανθρώπου και την ανάγκη του για έλεος και ευσπλαχνία, όσο και την μοναδική κίνηση του Θεού, εξ' αιτίας της αγάπης του για να σώσει το αγαπημένο του τέκνο, χωρίς αντίρρηση θα επιλέγαμε αυτό που καταγράφει και πάλι ο “τελώνης ευαγγελιστής” και μέσα στην έκφραση ενός στίχου διαζωγραφίζει το δράμα αλλά και την σωτηρία. “Ο Ιησούς ιδών τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμμένοι ώς πρόβατα μη έχοντα ποιμένα”!
Δυστυχώς εγκαταλείψαμε φίλοι μου την ύπαιθρον χώραν και έτσι στερούμαστε εικόνων καταπληκτικής χαράς αλλά και ακραίας συμφοράς και δυστυχίας. Και το λέμε τούτο, διότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο που κάνει τον άνθρωπο να θλιβεί και να πονέσει, από το να συναντήσει στο διάβα του πρόβατα μικρά και μεγάλα, εγκαταλελειμμένα. Πρόκειται περί θεάματος που προξενεί την ανάμειξη πόνου και οικτιρμού, θλίψεως και αγάπης. Στο θέαμα αυτό ξεχνάς οτιδήποτε σε απασχολεί και σπεύδεις να βάλεις στην αγκαλιά σου τους μικρούς αμνούς που δεν έχουν πού να σταθούν και πού να νυχτώσουν. Όταν μάλιστα γνωρίζεις ότι θα κάνουν την εμφάνισή τους και οι λύκοι για να τα κατασπαράξουν, τότε το δράμα ξεπερνά κάθε όριο. Το έρημο και διασκορπισμένο κοπάδι, τώρα βελάζει απεγνωσμένα και αναζητά τον καλό του ποιμένα.
Η συγκλονιστική αυτή Ευαγγελική εικόνα περιγράφει επακριβώς την κατάσταση των ανθρώπων της Ιουδαίας, όταν εκήρυσσε και θαυματουργούσε ο Κύριος, αλλά δυστυχώς περιγράφει και την καταστάση του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας μας όταν, κρίμασιν οις οίδεν Κύριος, παραχωρεί η αγάπη του σε κάποιες των περιπτώσεων, το κατά τόπους πλήρωμα να εγκαταλείπεται και να βασανίζεται από τους “κακούς και μισθωτούς” ποιμένες.
Ο Κύριος όμως δεν σπλαχνίζεται μόνο τους ομοεθνείς του, αλλά κάθε άνθρωπο αφού είναι ο δημιουργός όλων των ανθρώπων. Σπλαχνίζεται και ευεργετεί ομοεθνείς και αλλοεθνείς, μικρούς και μεγάλους, φίλους και εχθρούς. Ολόκληρη η ζωή του αυτό ακριβώς αποδεικνύει. Γι' αυτό και ο Απ. Πέτρος στην ομιλία του στην οικία του Κορνηλίου θα τονίσει με έμφαση: “Διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας” (Πραξ. Απ. Ι' 38).
Αυτό το γνωρίζει ολόκληρος ο κόσμος και διαλαλείται υπ' αγγέλων, ανθρώπων και ολοκλήρου της κτίσεως, ότι “εμεγαλύνθη εως των ουρανών το έλεός Σου, Κύριε”!
Χρειάζεται άραγε μετά απ' όλα αυτά να τονίσουμε ότι ο πιστός δεν μπορεί μόνο να δέχεται, αλλά και να προσφέρει ευσπλαχνία και αγάπη προς τους αδελφούς του;
Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι το ακένωτο έλεος του Θεού προς εμάς τους ίδιους, μας δημιουργεί ιερές υποχρεώσεις και εξαγιασμένα καθήκοντα προς κάθε εν Χριστώ αδελφό μας, αλλά και προς κάθε απόγονο του Αδάμ; Ο θεϊκός λόγος που αποτελεί εντολή “γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών οικτίρμων εστί” (Λουκ. ΣΤ' 36), δεν πρέπει να αφήνομε να ξεθωριάζει ποτέ από τον χώρο της καρδιάς μας. Επιβάλλεται να αποτελεί φωτεινό οδοδείκτη ακόμα και προς τους “εχθρούς” μας. Ακόμα και γι' αυτούς που όταν μας συκοφαντούν ξεγελούν τον εαυτόν τους ότι “δόξη λατρεία προσφέρουν τω Θεώ” (Ιωαν. ΙΣΤ' 2).
Ας δείχνουμε λοιπόν αγάπη και ας είμαστε πονετικοί προς κάθε πρόσωπο, διότι όπως μας πληροφορεί η ίδια η πραγματικότητα η ζωή είναι “ρόδα” που γυρίζει και το κάτω έρχεται επάνω και εκείνο που βρισκόταν πριν στην κορυφή, τώρα βυθίζεται στην λάσπη. Τι θέλουμε να πούμε με αυτό; Ότι τίποτε δεν είναι τόσο άστατο και απρόβλεπτο όσο η ανθρωπίνη αξία και τα πράγματα του κόσμου τούτου. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Θεός ακόμα από την Παλαιά διαθήκη προτρέπει: “Ός φράσσει τα ώτα αυτού του μη επακούσαι ασθενούς και αυτός επικαλέσεται και ουκ έσται ο εισακούων...”. “Ο δε επισπλαγχνιζόμενος ελεηθήσεται” (Παρ. ΚΑ' 13 & ΙΖ' 5). Δηλ. Όποιος κλείνει τα αυτιά του, για να μην ακούσει την παράκληση και ικεσία του αδυνάτου και ασθενούς πτωχού, θα έλθει η ώρα που θα παρακαλεί και αυτός, αλλά δεν θα τον ακούει κανείς... Εκείνος όμως που στέκεται με συμπάθεια επάνω από τον πάσχοντα και τον ευσπλαχνίζεται, θα απολαύσει έλεος πολύ.
Η ευσπλαγχνία λοιπόν δεν χαρίζει μόνο την οικειότητα προς τους ανθρώπους, και αυτό βεβαίως είναι κάτι το εντελώς φυσιολογικό και το επόμενο, αλλά χαρίζει και την αγίαν παρρησίαν προς τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος που αγαπά, που συμπονά, που δείχνει σπλάγχνα οικτιρμών, ουδέποτε θα αισθανθεί την αποστροφή του θεϊκού προσώπου. Μάλιστα θα λέγαμε ότι με τη στάση του αυτή ο άνθρωπος, στάση αγάπης προς τον αδελφό, όταν του τείνει χείρα βοηθείας, κατά έναν πνευματικό νόμο της χάριτος “ερεθίζει” έτι πλέον την αγάπη του Θεού, και, όσο περισσότερα προσφέρει, τόσο και περισσότερα λαμβάνει από τον Εύσπλαγχνο και φιλάνθρωπο Ιησού. Η κατάσταση αυτή, ως αποτέλεσμα φέρει ειρήνη, χαρά, γαλήνη και ψυχική ικανοποίηση που είναι αδύνατο να αισθανθεί όλα αυτά όποιος “φοβάται να αγαπήσει”.
Στο ερώτημα τώρα : “τι γίνεται όταν κάποιος επιθυμεί να προσφέρει, αλλά αδυνατεί;” Μα η απάντησις φίλοι μου είναι δεδομένη. Εάν όντως δεν έχει, τότε ας προσφέρει τον λόγο του. Εάν και πάλι δεν διαθέτει λόγο (που λέει ο λόγος), τότε ας χαρίσει το χαμόγελό του που τόσο το έχουμε όλοι ανάγκη (κάποιες δε φορές περισσότερο και από αυτούς τους ρητορικούς και τέλειους λόγους). Εάν πάλι δεν δύναται να βάλει στην χούφτα τού αδελφού ένα κομμάτι άρτου (ένα “αντίδωρον”) ή εάν δεν μπορεί να του δώσει λίγα ψάρια (έστω μια “μαρίδα”), εάν αδυνατεί να επικοινωνήσει καν με τον αδελφό του, επιτέλους τότε, ας στρέψει το πρόσωπό του προς τον ουρανό και ας αναμέλψει μια δέηση. Ένα  “Κύριε ελέησον” που εάν επιθυμεί να φθάσει γρήγορα και να εισακουστεί, ας το παραπέμψει με δύο “συνοδευτικά δάκρυα” που ως φύλακες άγγελοι θα το παραδώσουν “ιδιοχείρως” προς Τον “Πατέρα των οικτιρμών και Θεόν πάσης παρακλήσεως” (Β' Κορ. Α' 3).
Αμήν. 

 Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

“ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΡΤΟΣ ΑΓΑΠΗΣ” ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ΙΔ' 14-22)

Οπωσδήποτε για την κάθε ψυχή που λαχταρά την αγάπη του Θεού και επιθυμεί το θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού, έγραψε ο Δαϋίδ περί των διψασμένων ελάφων που διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να βρουν την πηγή του γάργαρου νερού.
Αυτό όμως πραγματοποιείται, όπως βλέπουμε και στην περίπτωση της ευαγγελικής περικοπής της Η' Κυριακής του Ματθαίου όπου οι άνθρωποι έτρεχαν διότι εποθούσαν να πλησιάσουν τον Κύριο. Να ακούσουν την μοναδική του διδασκαλία και να λάβουν την ιδιαίτερη ευλογία της θεραπείας όσοι την είχαν ανάγκη.
Πέντε χιλιάδες άνδρες  “χωρίς γυναικών και παίδων” μάς σημειώνει με νόημα ο ιερός Ευαγγελιστής. Τόσος κόσμος εκρέμοντο από τα χείλη του Ιησού, έχοντας λησμονήσει ακόμα και την ανάγκη της πείνας και της αναπαύσεως. Τόσο πλήθος ψυχών διότι αισθάνονταν την υπαρξιακή ανάγκη της θείας διδασκαλίας, εφαρμόζοντας προς τούτο τον λόγο τού προπάτορά τους Δαϋίδ: “ως επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο Θεός”.
Αλλ' εάν συγκινείται η δική μας λίθινη καρδιά από την διάθεση των ανθρώπων αυτών, είναι δυνατόν να μην αισθανθεί την καρδιά του να πλημμυρίζει από ευσπλαχνία και έλεος ο ίδιος ο Χριστός; Και εάν τους πρόσφερε την θεραπεία μαζί με τον ουράνιο άρτο του θείου του λόγου ήταν δυνατόν να παραβλέψει την πείνα του σώματος; “Εσπλαχνίσθη επ' αυτοίς”, σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος και στο τέλος τούς προσφέρει θαυμαστώ τω τρόπω τους άρτους και τους ιχθύς.
Αλλά το ότι ο Ιησούς κινείται πάντοτε προς τους ανθρώπους μέσα από το πέλαγος της θείας ευσπλαχνίας, τούτο το γνωρίζουν όχι μόνο οι απλές ψυχές που προσελκύονται από τον ουράνιο μαγνήτη του Προσώπου του, αλλά το έχουν καταλάβει καλά και αυτοί οι εχθροί του. Αυτός δε είναι και ένας επιπλέον λόγος για να ευρίσκονται συνεχώς σε ταραχή και να ξεχειλίζει ασυγκράτητο το μίσος μέσα από την παθιασμένη τους καρδιά.
Ναι, η ευσπλαχνία αποτελεί και αυτό ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Θεανθρώπου. Το δε έλεος συγκεφαλαιώνει όλες τις εκφάνσεις της θείας του οικονομίας και εκφράζει την μοναδική και ουράνια αγάπη με την οποία μας “ηγάπησεν προ καταβολής κόσμου”.
Αυτό αποτελεί μια θεολογική – αποκαλυπτική πραγματικότητα που θα πρέπει ιδιαζόντως να επισημανθεί. 
Όχι μόνο οι ιεροί Ευαγγελιστές σε κάθε θαύμα που περιγράφουν και σε κάθε διδασκαλία που καταγράφουν ξεδιπλώνουν τις πτυχές της θείας ευσπλαχνίας, αλλά και στην ιστορική καταγραφή της πορείας του λαού του Θεού, στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως βεβαίως και σε όλους τους Προφήτες, ακόμα και σ' αυτούς που στα μάτια των αδαών φαίνονται υπέρ άγαν αυστηροί, μεθοδικώς αποκαλύπτεται και οικοδομείται το κεφάλαιον του ελέους της Αγίας Τριάδος.
Εάν τώρα θελήσουμε να περιγράψουμε μέσω μιας Βιβλικής εικόνας, τόσο το κατάντημα του ανθρώπου και την ανάγκη του για έλεος και ευσπλαχνία, όσο και την μοναδική κίνηση του Θεού, εξ' αιτίας της αγάπης του για να σώσει το αγαπημένο του τέκνο, χωρίς αντίρρηση θα επιλέγαμε αυτό που καταγράφει και πάλι ο “τελώνης ευαγγελιστής” και μέσα στην έκφραση ενός στίχου διαζωγραφίζει το δράμα αλλά και την σωτηρία. “Ο Ιησούς ιδών τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμμένοι ώς πρόβατα μη έχοντα ποιμένα”!
Δυστυχώς εγκαταλείψαμε φίλοι μου την ύπαιθρον χώραν και έτσι στερούμαστε εικόνων καταπληκτικής χαράς αλλά και ακραίας συμφοράς και δυστυχίας. Και το λέμε τούτο, διότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο που κάνει τον άνθρωπο να θλιβεί και να πονέσει, από το να συναντήσει στο διάβα του πρόβατα μικρά και μεγάλα, εγκαταλελειμμένα. Πρόκειται περί θεάματος που προξενεί την ανάμειξη πόνου και οικτιρμού, θλίψεως και αγάπης. Στο θέαμα αυτό ξεχνάς οτιδήποτε σε απασχολεί και σπεύδεις να βάλεις στην αγκαλιά σου τους μικρούς αμνούς που δεν έχουν πού να σταθούν και πού να νυχτώσουν. Όταν μάλιστα γνωρίζεις ότι θα κάνουν την εμφάνισή τους και οι λύκοι για να τα κατασπαράξουν, τότε το δράμα ξεπερνά κάθε όριο. Το έρημο και διασκορπισμένο κοπάδι, τώρα βελάζει απεγνωσμένα και αναζητά τον καλό του ποιμένα.
Η συγκλονιστική αυτή Ευαγγελική εικόνα περιγράφει επακριβώς την κατάσταση των ανθρώπων της Ιουδαίας, όταν εκήρυσσε και θαυματουργούσε ο Κύριος, αλλά δυστυχώς περιγράφει και την καταστάση του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας μας όταν, κρίμασιν οις οίδεν Κύριος, παραχωρεί η αγάπη του σε κάποιες των περιπτώσεων, το κατά τόπους πλήρωμα να εγκαταλείπεται και να βασανίζεται από τους “κακούς και μισθωτούς” ποιμένες.
Ο Κύριος όμως δεν σπλαχνίζεται μόνο τους ομοεθνείς του, αλλά κάθε άνθρωπο αφού είναι ο δημιουργός όλων των ανθρώπων. Σπλαχνίζεται και ευεργετεί ομοεθνείς και αλλοεθνείς, μικρούς και μεγάλους, φίλους και εχθρούς. Ολόκληρη η ζωή του αυτό ακριβώς αποδεικνύει. Γι' αυτό και ο Απ. Πέτρος στην ομιλία του στην οικία του Κορνηλίου θα τονίσει με έμφαση: “Διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας” (Πραξ. Απ. Ι' 38).
Αυτό το γνωρίζει ολόκληρος ο κόσμος και διαλαλείται υπ' αγγέλων, ανθρώπων και ολοκλήρου της κτίσεως, ότι “εμεγαλύνθη εως των ουρανών το έλεός Σου, Κύριε”!
Χρειάζεται άραγε μετά απ' όλα αυτά να τονίσουμε ότι ο πιστός δεν μπορεί μόνο να δέχεται, αλλά και να προσφέρει ευσπλαχνία και αγάπη προς τους αδελφούς του;
Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι το ακένωτο έλεος του Θεού προς εμάς τους ίδιους, μας δημιουργεί ιερές υποχρεώσεις και εξαγιασμένα καθήκοντα προς κάθε εν Χριστώ αδελφό μας, αλλά και προς κάθε απόγονο του Αδάμ; Ο θεϊκός λόγος που αποτελεί εντολή “γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών οικτίρμων εστί” (Λουκ. ΣΤ' 36), δεν πρέπει να αφήνομε να ξεθωριάζει ποτέ από τον χώρο της καρδιάς μας. Επιβάλλεται να αποτελεί φωτεινό οδοδείκτη ακόμα και προς τους “εχθρούς” μας. Ακόμα και γι' αυτούς που όταν μας συκοφαντούν ξεγελούν τον εαυτόν τους ότι “δόξη λατρεία προσφέρουν τω Θεώ” (Ιωαν. ΙΣΤ' 2).
Ας δείχνουμε λοιπόν αγάπη και ας είμαστε πονετικοί προς κάθε πρόσωπο, διότι όπως μας πληροφορεί η ίδια η πραγματικότητα η ζωή είναι “ρόδα” που γυρίζει και το κάτω έρχεται επάνω και εκείνο που βρισκόταν πριν στην κορυφή, τώρα βυθίζεται στην λάσπη. Τι θέλουμε να πούμε με αυτό; Ότι τίποτε δεν είναι τόσο άστατο και απρόβλεπτο όσο η ανθρωπίνη αξία και τα πράγματα του κόσμου τούτου. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Θεός ακόμα από την Παλαιά διαθήκη προτρέπει: “Ός φράσσει τα ώτα αυτού του μη επακούσαι ασθενούς και αυτός επικαλέσεται και ουκ έσται ο εισακούων...”. “Ο δε επισπλαγχνιζόμενος ελεηθήσεται” (Παρ. ΚΑ' 13 & ΙΖ' 5). Δηλ. Όποιος κλείνει τα αυτιά του, για να μην ακούσει την παράκληση και ικεσία του αδυνάτου και ασθενούς πτωχού, θα έλθει η ώρα που θα παρακαλεί και αυτός, αλλά δεν θα τον ακούει κανείς... Εκείνος όμως που στέκεται με συμπάθεια επάνω από τον πάσχοντα και τον ευσπλαχνίζεται, θα απολαύσει έλεος πολύ.
Η ευσπλαγχνία λοιπόν δεν χαρίζει μόνο την οικειότητα προς τους ανθρώπους, και αυτό βεβαίως είναι κάτι το εντελώς φυσιολογικό και το επόμενο, αλλά χαρίζει και την αγίαν παρρησίαν προς τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος που αγαπά, που συμπονά, που δείχνει σπλάγχνα οικτιρμών, ουδέποτε θα αισθανθεί την αποστροφή του θεϊκού προσώπου. Μάλιστα θα λέγαμε ότι με τη στάση του αυτή ο άνθρωπος, στάση αγάπης προς τον αδελφό, όταν του τείνει χείρα βοηθείας, κατά έναν πνευματικό νόμο της χάριτος “ερεθίζει” έτι πλέον την αγάπη του Θεού, και, όσο περισσότερα προσφέρει, τόσο και περισσότερα λαμβάνει από τον Εύσπλαγχνο και φιλάνθρωπο Ιησού. Η κατάσταση αυτή, ως αποτέλεσμα φέρει ειρήνη, χαρά, γαλήνη και ψυχική ικανοποίηση που είναι αδύνατο να αισθανθεί όλα αυτά όποιος “φοβάται να αγαπήσει”.
Στο ερώτημα τώρα : “τι γίνεται όταν κάποιος επιθυμεί να προσφέρει, αλλά αδυνατεί;” Μα η απάντησις φίλοι μου είναι δεδομένη. Εάν όντως δεν έχει, τότε ας προσφέρει τον λόγο του. Εάν και πάλι δεν διαθέτει λόγο (που λέει ο λόγος), τότε ας χαρίσει το χαμόγελό του που τόσο το έχουμε όλοι ανάγκη (κάποιες δε φορές περισσότερο και από αυτούς τους ρητορικούς και τέλειους λόγους). Εάν πάλι δεν δύναται να βάλει στην χούφτα τού αδελφού ένα κομμάτι άρτου (ένα “αντίδωρον”) ή εάν δεν μπορεί να του δώσει λίγα ψάρια (έστω μια “μαρίδα”), εάν αδυνατεί να επικοινωνήσει καν με τον αδελφό του, επιτέλους τότε, ας στρέψει το πρόσωπό του προς τον ουρανό και ας αναμέλψει μια δέηση. Ένα  “Κύριε ελέησον” που εάν επιθυμεί να φθάσει γρήγορα και να εισακουστεί, ας το παραπέμψει με δύο “συνοδευτικά δάκρυα” που ως φύλακες άγγελοι θα το παραδώσουν “ιδιοχείρως” προς Τον “Πατέρα των οικτιρμών και Θεόν πάσης παρακλήσεως” (Β' Κορ. Α' 3).
Αμήν. 

 Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...