Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος





Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα! Καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ χαρά καί σέ εὐφροσύνη: «Χαῖρε καί εὐφραίνου· τέρπου καί ἀγάλλου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»! Γιατί; Διότι ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιάς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Χθές Τόν εἴδαμε νά ἀνασταίνει τόν Λάζαρο. Μπροστά στά μάτια ἑνός ὁλόκληρου χωριοῦ, ἀνέστησε ἕνα νεκρό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη τέσσερες ἡμέρες μέσα στόν τάφο! Καί ἔτσι ἔδωσε μιά ἀκόμη ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τῆς θεϊκῆς Του ὕπαρξης, πού νικάει καί τόν θάνατο!

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ ὄχλος Τόν ὑποδέχεται στά Ἱεροσόλυμα μέ κραυγές καί ἐπευφημίες: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»! «Ὡσαννά» σημαίνει «σῶσε μας!». «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», σημαίνει «δόξα σέ Σένα, πού ἔρχεσαι στό ὄνομα τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας»!

Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὄχλος ὁμολογοῦσε: «Ναί, ξέρουμε πλέον ὅτι Κάποιος Ἄλλος Σέ ἔστειλε! Σέ ἔστειλε ὁ Ἕνας Ἀληθινός Θεός! Ὁ Κύριος τῆς δόξης! Καί στό ὄνομα Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου Σύ ἔρχεσαι τώρα νά μᾶς σώσεις! Ἔρχεσαι νά μᾶς ἐλευθερώσεις! Τό εἴδαμε μέ τά μάτια μας, ὅταν χθές ἀνάστησες τόν τετραήμερο Λάζαρο. Σύ μπορεῖς νά μᾶς ἐλευθερώσεις ἀκόμα καί ἀπό τόν μεγαλύτερο ἐχθρό μας, τόν θάνατο! Καί γι’ αὐτό σέ ὑποδεχόμαστε μέ δοξολογίες· μέ χαρά καί ἀγαλλίαση!»: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

 
***


Ἀπό τότε, αὐτή ἡ φράση ἔγινε ἡ πιό μεγάλη δοξολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πιό λαμπρός ὕμνος, πού δοξάζει τόν Χριστό. Καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά τόν ψάλλωμε κάθε πρωί, ὅταν ἀρχίζουμε τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου: «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Δηλαδή: «Ὁ Χριστός, πού εἶναι Θεός μας καί Κύριός μας, ἦλθε καί φανερώθηκε σέ μᾶς». Ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Δέν εἶναι πιά μιά ἄπιαστη ἀόρατη δύναμη! Τόν εἴδαν ἀνθρώπινα μάτια καί τόν ψηλάφησαν ἀνθρώπινα χέρια! Ἀλλά ἐπειδή οἱ σύγχρονοί Του δέν Τόν ἀναγνώρισαν, τόν πέρασαν γιά βλάσφημο θεομπαίχτη πού διαταράσσει τήν βολική ἡσυχία τοῦ κατεστημένου. Καί Τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο, Τόν κατεδίκασαν σέ θάνατο καί Τόν σταύρωσαν! Ἐκεῖνος ὅμως, δείχνοντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός καί Κύριος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! Καί μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θά εἶναι μαζί μας «ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας»! Δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ! Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι Τοῦ ἀρέσει νά «χώνεται» στήν ζωή μας, χωρίς ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε!

Βασική προϋπόθεση γιά νά μπῆ στήν ζωή μας εἶναι: πρῶτοι ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε! Ἐμεῖς νά Τόν καλέσουμε! Ἐμεῖς νά Τόν περιμένουμε σάν Σωτήρα καί Ἐλευθερωτή μας! Ἐμεῖς νά εἴμαστε ἕτοιμοι κάθε στιγμή νά Τόν ὑποδεχθοῦμε μέ τήν δοξολογία: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!»

Ἀλλά γιά νά ζοῦμε πάντοτε μέ αὐτήν τήν ζωοποιό λαχτάρα, γιά νά Τόν περιμένουμε πάντοτε ἕτοιμοι νά φωνάξουμε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!», χρειάζεται κάτι πού - ἔστω κι ἄν κάποτε τό ζήσαμε - τώρα δυστυχῶς τό ἔχουμε τελείως ξεχάσει! Χρειάζεται - ὅπως λέει τό δεύτερο ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς γιορτῆς – νά ἔχουμε μπεῖ κι ἐμεῖς στόν τάφο μαζί Του! Νά ἔχουμε ταφεῖ μαζί Του! Ὄχι στόν φυσικό τάφο, ἀλλά σέ κάποιον ἄλλον τάφο! Σέ ἕνα τάφο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ἁγία Κολυμβήθρα, πού κάποτε μᾶς βούτηξαν μωρά!

«Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει Σου, καί ἀνυμνοῦντες κράζομεν· ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Λέει δηλαδή ὁ ὑμνωδός: Κάποτε βαπτισθήκαμε, ὄχι γιά νά κρατήσουμε φωτογραφίες καί βίντεο ἀπό ἕνα χαριτωμένο μωρό, ἀλλά βαπτισθήκαμε, γιά νά θάψουμε μέσα στήν κολυμβήθρα μιά ψευτοζωή χωρίς τόν Χριστό. Νά θάψουμε μιά καρικατούρα ζωῆς, πού δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τῶν ζώων, καί γιά νά ἀναστηθοῦμε σέ Ζωή μαζί μέ τόν Χριστό· μαζί μέ Αὐτόν πού εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς Ἀληθινῆς Ζωῆς· μιᾶς Ζωῆς πού ποτέ δέν ἔχει τέλος! Μόνον ἔτσι μποροῦμε νά εἴμαστε ἀληθινά ζωντανοί γιά πάντα, καί μόνον ἔτσι μποροῦμε σήμερα - καί κάθε στιγμή – νά Τόν καλοῦμε καί νά Τόν καλωσορίζουμε στήν ζωή μας λέγοντας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Κυριακὴ τῶν Βαΐων - Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σήμερα, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ συνέβη, στὸ πῶς οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό, γιατί τὸν συνάντησαν μὲ τὴν φαντασία ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ἔνδοξος βασιλιὰς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τώρα μὲ κάθε ἰσχύ, νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ καταρρίψει τοὺς ἀλλόθρησκους, τοὺς Ρωμαίους ποὺ εἶχαν κατακτήσει τὴν χώρα τους, καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανιδρύσει ἕνα Βασίλειο, ἕνα ἐπὶ γῆς βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Ξέρουμε ὅτι Ἐκεῖνος δὲν ἦρθε γι’ αὐτό, ἦρθε γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ ἔχει τέλος, ἕνα βασίλειο αἰώνιο, ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἀνοιχτὸ σ’ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἕνα βασίλειο ποὺ θὰ βασιζόταν στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος μία περίοδος τρομερῆς σύγχυσης. Οἱ Ἰουδαῖοι συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπειδὴ περιμένουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ἕναν θριαμβευτὴ στρατιωτικὸ ἡγέτη, ἀλλὰ Ἐκεῖνος θὰ ἔρθει γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, νὰ δώσει τὴν ζωή Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ κατακτήσει μὲ βία καὶ δύναμη. Κι αὐτοί, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ Τὸν πλησίαζαν φωνάζοντας « Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυὶδ» σὲ λίγες μέρες θὰ φωνάξουν «Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω» ἐπειδὴ πρόδωσε τὶς προσδοκίες τους. Αὐτοὶ προσδοκοῦσαν ἕναν ἐπίγειο νικητὴ καὶ αὐτὸς ποὺ βλέπουν εἶναι ἕνας νικημένος βασιλιάς. Τὸν μισοῦν γιὰ τὴν ματαίωση ὅλων τῶν ἐλπίδων τους.

Αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ξένο γιὰ μᾶς στὶς μέρες μας. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονται μὲ ἔχθρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιατί τοὺς ἀπογοήτευσε στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη ἐλπίδα τους. Θυμᾶμαι μία γυναίκα ποὺ ἦταν πιστὴ ὅλη τὴν ζωή της, καὶ ὅταν ὁ ἐγγονὸς της πέθανε- ἕνα μικρὸ ἀγόρι- μοῦ εἶπε: «Δὲν πιστεύω πιὰ στὸν Θεὸ· πῶς μπόρεσε νὰ μοῦ πάρει τὸν ἐγγονό μου;». Κι ἐγὼ τῆς εἶπα: «Ἄλλα πιστεύατε, ἐνῶ πέθαιναν χιλιάδες, μυριάδες ἄνθρωποι…» Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε: «Μὰ γιατί ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα; Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει, αὐτὰ δὲν ἦταν παιδιά μου».

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς σὲ μικρότερο βαθμὸ τόσο συχνὰ ποὺ ἀμφιταλαντευόμαστε στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ὅταν κάτι ποὺ περιμένουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ κάνει γιά μᾶς, δὲν γίνεται, ὅταν Ἐκεῖνος δὲν γίνεται ὁ Ὑπάκουος ὑπηρέτης μας, κι ὅταν προβάλλουμε τὴν ἐπιθυμία μας, Ἐκεῖνος δὲν λέει «Ἀμὴν» καὶ δὲν τὴν πραγματοποιεῖ. Ἄρα δὲν εἴμαστε τόσο ξένοι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετὰ στράφηκαν μακριά Του.

Καὶ τώρα, μπαίνουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα. Πῶς ἀντικρίζουμε αὐτὰ τὰ γεγονότα; Νομίζω πὼς ὀφείλουμε νὰ μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα ὄχι σὰν θεατές, ὄχι ἁπλὰ διαβάζοντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νὰ μποῦμε σὰν νὰ εἴμαστε μέτοχοι τῶν γεγονότων, ἀλήθεια, διαβάζουμε γι’ αὐτά, ἀλλὰ θάπρεπε νὰ μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας: «ποῦ βρίσκομαι μέσα σ΄αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυίδ»; Εἶμαι μήπως ἀπ’ τοὺς περιθωριακοὺς ποὺ κραυγάζουν «Σταύρωσον αὐτόν»; Εἶμαι κάποιος ἀπ’ τοὺς μαθητὲς ποὺ πίστευαν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἔσχατος κίνδυνος φάνηκε νὰ ἔρχεται; Θυμάστε ὅτι στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν ἐπιλεγεῖ γιὰ νὰ Τοῦ συμπαρασταθοῦν στὶς ὧρες τῆς ὑπέρτατης ἀγωνίας Του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, ἦταν κουρασμένοι, εἶχαν χάσει τὸ θάρρος τους κι ἀποκοιμήθηκαν. Τρεῖς φορὲς ἦρθε σ’ αὐτούς, τρεῖς φορὲς ἦταν μακρυά Του.

Δὲν συναντᾶμε τὸν Χριστὸ κάτω ἀπ’ τὶς ἴδιες συνθῆκες, ἀλλὰ συναντᾶμε τόσους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὲ ἀγωνία, ὄχι μόνο γιατί πεθαίνουν σωματικά, …κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ φίλους, σὲ συγγενεῖς, σὲ ἀνθρώπους γύρω μας ποὺ ἀγωνιοῦν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Εἴμαστε ζωντανοί, γεμάτοι ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς, ἕτοιμοι νὰ τοὺς βοηθήσουμε, στεκόμαστε δίπλα τους, ἢ ἀποκοιμιόμαστε, ποὺ σημαίνει ἀποσυρόμαστε, γυρνᾶμε τὴν πλάτη, τοὺς ἀφήνουμε σὲ ἀγωνία, στὸν φόβο, στὴν ἀθλιότητά τους; Καὶ δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὸν Ἰούδα, γιατί κανένας μας δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προδώσει τὸν Χριστὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀλλὰ δὲν τὸν προδίδουμε ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὶς ἐντολές Του; Ὅταν λέει: «Σᾶς δίνω παράδειγμα, ν’ ἀκολουθήσετε..» κι ἐμεῖς κουνᾶμε τὰ κεφάλια μας καὶ λέμε: «Ὄχι θέλω μόνο ν’ ἀκολουθήσω τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μου.» Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸν δυνατότερο, ἐκεῖνον ποὺ μποροῦσε νὰ μιλᾶ ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ὅταν ἔφθασε νὰ ριψοκινδυνεύσει τὴ ζωή του, ἢ μᾶλλον ὄχι τὴν ζωή του, ἁπλὰ ν’ ἀπορριφθεῖ, γιατί κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές.

Ἐμεῖς τί κάνουμε, ὅταν ἔχουμε τέτοια πρόκληση, ὅταν κινδυνεύουμε νὰ μᾶς κοροϊδέψουν, νὰ γελοιοποιθοῦμε, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν φίλοι καὶ γνωστοὶ ποὺ σηκώνουν τοὺς ὤμους καὶ λένε: «Ἄ, Χριστιανός; Καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, πιστεύεις στὸ Εὐαγγέλιό Του, πιστεύεις ὅτι θὰ εἶναι στὸ πλάι σου; Πόσο συχνά…! Ὤ, ἂς μὴν ποῦμε: «Δὲν εἶμαι…» ἀλλὰ ἂς ποῦμε: «Ναί, εἶναι δόξα μου, κι ἂν θέλεις νὰ Τὸν σταυρώσεις, ἂν θέλεις νὰ Τὸν ἀπορρίψεις, ἀπόρριψε κι ἐμένα ἐπίσης ἐπειδὴ ἐπιλέγω νὰ σταθῶ στὸ πλευρό Του, εἶμαι μαθητὴς Του ἀκόμα κι ἂν μὲ ἀπορρίψουν, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ μπῶ στὸ σπίτι σου ξανά».

Ἂς σκεφτοῦμε τὸ πλῆθος στὸν Γολγοθά. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὄργανα στὴν καταδίκη Του, Τὸν περιγέλασαν, εἶχαν πάρει τὴν νίκη τους, τουλάχιστον ἔτσι νόμιζαν. Ἀκόμα ὑπῆρχαν οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατιῶτες ποὺ Τὸν Σταύρωσαν• εἶχαν σταυρώσει ἀμέτρητους ἀκόμα ἀνθρώπους, ἔκαναν τὴν δουλειά τους. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποιὸν σταύρωναν. Κι ὁ Χριστὸς προσευχόταν γι’ αὐτούς: «Συγχώρησε τοὺς Πατέρα, δὲν ξέρουν τί κάνουν…» Δὲν σταυρωνόμαστε μὲν μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ λέμε: «Συγχώρησε Πατέρα μου, ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσβάλλουν, μᾶς ἀπορρίπτουν, ποὺ σκοτώνουν τὴν χαρὰ καὶ σκοτεινιάζουν τὶς ζωές μας..» Τὸ κάνουμε; Ὄχι δὲν τὸ κάνουμε. Ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας σ’ αὐτοὺς τοὺς σταυρωτές;

Καὶ ἔπειτα ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ κατέκλυσαν τὴν πόλη γιὰ νὰ δοῦν ἕναν ἄνθρωπο νὰ πεθαίνει, μὲ μία τρελλὴ περιέργεια, ποὺ πιέζει τόσους ἀπὸ μᾶς νὰ γινόμαστε περίεργοι, γιὰ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνιοῦν. Θὰ πεῖτε, δὲν συμβαίνει; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας, πῶς βλέπετε τηλεόραση, πόσο παθιασμένα βλέπετε τὰ ὅσα τρομερὰ συμβαίνουν στὴν Σομαλία, στὸ Σουδάν, στὴν Βοσνία καὶ ὅποια ἄλλη χώρα. Τὰ βλέπετε μὲ ραγισμένη καρδιά; Εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὸν τρόμο, ἀλλὰ στρέφεστε στὸν Θεὸ μὲ προσευχή, καὶ δίνετε, δίνετε γενναιόδωρα ὅ,τι μπορεῖτε γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια; Ἔτσι εἶναι; Ὄχι, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ποὺ πῆγαν στὸν Γολγοθὰ γιὰ νὰ δοῦν κάποιον νὰ πεθαίνει. Περιέργεια, ἐνδιαφέρον; Ναί, ἀλίμονο.

Ὑπῆρχαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ πεθάνει• ἐπειδὴ ὅταν Ἐκεῖνος πεθάνει στὸν Σταυρό, ἐκεῖνοι θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ τρομερὸ μήνυμα ποὺ Ἐκεῖνος φέρνει• ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλο, ἔτσι ποὺ νά εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ νὰ πεθάνουμε γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς σταυρωμένης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, θὰ μποροῦσε νὰ καταργηθεῖ διαπαντός, καὶ γιὰ ὅλους. Κι ἂν Ἐκεῖνος ποὺ τὸ κηρύττει, πεθάνει, θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ψευδοπροφήτης, ἕνας ψεύτης.

Κι ἀκόμα, ὑπῆρχαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Σταυρό, κι ὅτι τότε θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιστοὶ χωρὶς ρίσκο, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν «μερίδα» τῶν νικητῶν. Δὲν τοὺς μοιάζουμε τόσο συχνά;

Κι ἔπειτα τὸ σημεῖο ποὺ πολὺ δύσκολα τολμᾶμε ν ἀντικρύσουμε τὴν Μητέρα τοῦ θυσιαζόμενου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, σιωπηλή, προσφέροντας τὸν θάνατό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, σιωπηλά, σβήνοντας μαζί Του, ὥρα τὴν ὥρα, καὶ ὁ μαθητὴς ποὺ γνώριζε μὲ τὸν νεανικὸ τρόπο, πῶς ν’ ἀγαπᾶ τὸν Κύριό του, στεκόμενος μὲ φόβο, κοιτάζοντας τὸν Κύριό του νὰ πεθαίνει καὶ τὴν Μητέρα ν’ ἀγωνιᾶ. Νοιώθουμε ἔτσι ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νοιώθουμε τὴν ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους γύρω μας;

Ἂς μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ εἴμαστε θεατὲς ὅσων συμβαίνουν, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ σὲ κάθε βῆμα ἂς ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας: ποιὸς εἶμαι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἡ Μητέρα; Εἶμαι ὁ μαθητής; Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς σταυρωτές; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης μαζὶ μ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση• ὅταν ἡ ἀπελπισία εἶχε φύγει, ἦρθε ἡ νέα ἐλπίδα, ὁ Θεὸς εἶχε νικήσει. Ἀμήν.

Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα




Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ' αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.


Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ


Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ' αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.


«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«...Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν• Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου...». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον• βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ' ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Άγιο Πάσχα στη Μάνη

του Μιχάλη Ιωάν. Κουρεβέση


Ημέρες πένθους για τα πάθη του Χριστού ήταν και είναι είναι οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας.Την Μ. Εβδομάδα οι πιστοί νήστευαν και απέφευγαν να κάνουν πολλές δουλειές. Ευτυχώς η νηστεία συναντάται και σήμερα σε ολόκληρη τη Μάνη και μάλιστα στους νεότερους υπάρχει και μία ιδιαίτερη πνευματικότητα.

Το ασβέστωμα των σπιτιών φρόντιζαν να γίνει πριν την εβδομάδα των παθών. Το βάψιμο των αυγών με φλούδες από κρεμμύδι ή με μπογιές τα νεότερα χρόνια και το φτιάξιμο των τσουρεκιών καθιερώθηκε να γίνεται τη Μ. Πέμτη από τις νοικοκυρές των χωριών.


Αυτές τις συνήθειες οι Μανιάτες τις μετέφεραν και στον Πειραιά όταν έφθαναν, από τα τέλη του 19ου αιώνα αναζητώντας στο μεγάλο Λιμάνι μια καλύτερη εργασιακή μοίρα. Μέχρι το 1980 έβλεπες στα Μανιάτικα τη Μεγάλη Δευτέρα να είναι όλα τα σπίτια, οι αυλές και τα πεζοδρόμια ασπρισμένα. Το ίδιο όμως συνέβαινε και σε άλλες γειτονιές του Πειραιά, που δεν κυριαρχούσε το μανιάτικο στοιχείο, όπως Κοκκινιά, Δραπετσώνα, Κερατσίνι που κυριαρχούσε το προσφυγικό Μικρασιατικό στοιχείο, στα Καμίνια επίσης που κυριαρχούσε το κυκλαδίτικο στοιχείο και κυρίως οι Σαντορινιοί κ.λπ. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να κατανοήσουμε πως σε ολόκληρη την Ελλάδα υπήρχε από τα πολύ παλαιά χριστιανικά χρόνια να ασπρίζονται και να καλλωπίζονται τα σπίτια από την «κουφή» ή «βουβή» εβδομάδα, δηλαδή μια εβδομάδα πριν τη Μεγάλη.

Το βάψιμο των αυγών γινόταν κυρίως τη Μ. Πέμπτη καθώς επίσης και τα κουλούρια και τα τσουρέκια. Στη Μάνη το ψήσιμο γινόταν στους ιδιόκτητου φούρνους που είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια. Σήμερα δυστυχώς ελάχιστοι τέτοιοι φούρνοι υπάρχουν σε καλή κατάσταση. Στον Πειραιά, από Μανιάτες και μη το βάψιμο των αυγών γινόταν κυρίως τη Μ. Πέμτη και τα κουλούρια με τα τσουρέκια άρχιζαν από τη Μ. Τρίτη, Μ. Τετάρτη και ολοκληρωνόντουσαν τη Μ. Πέμπτη. Το ψήσιμο γινόταν στους φούρνους της γειτονιάς με λαμαρίνες που έπαιρναν δανεικές οι νοικοκυρές από τους φούρνους. Τις μετέφεραν τα μεγαλύτερα παιδιά κι οι μανάδες. Σε όλους τους δρόμους του Πειραιά έβλεπες να πηγαινοέρχονται αυτές οι μαύρες μεγάλες λαμαρίνες με ψημένα ή άψητα κουλουράκια που μοσχοβολούσαν…
Στα χωριά της Μάνης μυροβολούσε η ανθοφορία της άγριας χλωρίδας η οποία ερχόταν με την πελαγίσια αύρα να συναντήσουν την ευωδία της ζύμης και του ψησίματος των πασχαλινών αρτοπαρασκευασμάτων δημιουργώντας κάτι το μοναδικό. Πόσο το νοσταλγούμε εμείς οι παλαιότεροι και πόσο ένοχοι πρέπει να αισθανόμαστε γιατί δεν φροντίσαμε να το ζήσετε κ’ εσείς οι νεότεροι…

Τα βράδια ο κόσμος πήγαινε στην Εκκλησία όπου παρακολουθούσε τις Ακολουθίες του Νυμφίου, του Νιπτήρος, των Παθών, του Επιταφίου και τέλος τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου στη Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως και το απόγευμα τελείωνε η Λαμπρή με τον Εσπερινό της Αγάπης. Σε κάποια χωριά η περιφορά του Επιταφίου γινόταν και γίνεται σε όλο το χωριό σε άλλα ο Επιτάφιος περιφέρεται γύρω από τον Ιερό Ναό τρεις φορές.

Στη Μάνη δεν έχουμε παραδοθεί και ούτε θυμόμαστε οι μεγαλύτεροι πως υπήρχε το έθιμο του σουβλιστού αρνιού. Το αρνί ή το κατσίκι ψηνόντουσαν, με πατάτες κυρίως, στο φούρνο. Αυτό αποτελούσε το κυρίως πασχαλινό φαγητό και την επόμενη ημέρα, (Δευτέρα του Πάσχα), το έθιμο ήθελε μοσχάρι ή χοιρινό κοκκινιστό με χοντρά μακαρόνια και μυζήθρα.

Το μανιάτικο γλυκό της Λαμπρής ήταν οι γαλακόπιτες και το μπουρέκι. Οι γαλακόπιτες είναι πίτες που τις γεμίζουν με την κρέμα του μπουρεκιού. Το μπουρέκι είναι γαλακτομπούρεκο αλλά που δεν είναι καλυμμένο με φύλλο. Όσοι έχουν τις παραδοσιακές συνταγές αυτών των γλυκισμάτων και τα παρασκευάζουν απολαμβάνουν μοναδικά σε γεύση γλυκίσματα 100% μανιάτικα.

Τα τελευταία 30-40 χρόνια έχει επικρατήσει και στη Μάνη να ψήνουν οι Μανιάτες στη σούβλα αρνί ή κατσίκι και παράλληλα να φτιάχνουν κοκορέτσι, κοντοσούβλι και άλλα. Σήμερα στη Μάνη, αλλά και εκτός Μάνης οι Μανιάτες δεν ψήνουν στη σούβλα μόνο όταν έχουν πένθος, αφού το ρουμελιώτικο και ηπειρώτικο έθιμο της σούβλας έχει επικυριαρχήσει παντού.



  


σήμερον κρεμάται επίξύλου…


Τα « απαγορευμένα» κηρύγματα, όπως επανειλημμένα έχω γράψει, έχουν χαρακτηριστεί έτσι, γιατί εξαιτίας τους ο Σ/τος Μητροπολίτης Αιτωλοακαρνανίας μου έχει απαγορέψει το κήρυγμα σε όλη την επικράτεια της Μητρόπολής του. Με την πρόφαση ότι πολιτικολογούσα. Ενώ η πραγματικότητα φωνάζει ότι η απαγόρευσηέγινε για λόγους πολιτικούς. Γιατί ο πατριωτικός και κοινωνικός χαρακτήρας των κηρυγμάτων αυτών έθιγε τα συμφέροντα των μνημονιακών κυβερνήσεων και των πατρώνων τους. Που, όπως και πάλι η πραγματικότητα φωνάζει, είναι το νεοναζιστικό 4ο ράιχ της Γερμανίας και οι τοκογλύφοι σιωνιστές…
Στην προκειμένη περίπτωση δημοσιεύω τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των κηρυγμάτων της Μεγάλης Βδομάδας, οι οποίες,αρχίζοντας απ’ το Σάββατο του Λαζάρου, έχουν ως εξής:
1. Του Λαζάρου: https://www.youtube.com/watch?v=dbwJ2r07grk
3. Ο Νυμφίος ( Βράδυ της Κυριακής των Βαΐων):
4. Οι Φαρισαίοι Μ. Δευτέρα):
5. Η αμαρτωλή: (Κασιανή, Μ. Τρίτη):
6. Μεγάλη Τετάρτη:
7. Μ. Πέμπτη:
8. Μ. Παρασκευή:
9. Μ. Σάββατο:
Δεν υπάρχει πασχαλινό κήρυγμα, γιατί το Πάσχα είθισται να διαβάζονται τα πασχαλινά μηνύματα των Μητροπολιτών.
Όπως ξανά ’χω πει δεν πρόκειται για αριστουργήματα ρητορικής τέχνης. Πρόκειται για μια προσπάθεια επικαιροποίησης του ευαγγελικού λόγου. Δεδομένου ότι το Ευαγγέλιο, κατά την ταπεινή μου γνώμη αποτελεί διαχρονική επικαιρότητα. Και αποτελεί-κατά τη γνώμη μου- τεράστιο λάθος η απαγόρευση των κηρυγμάτων αυτών, προκειμένου να μην έλθει κάποιος σε σύγκρουση με το πολιτικό και το θρησκευτικό κατεστημένο, που σε τελική ανάλυση εξυπηρετούν τις ίδιες σκοπιμότητες.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ και ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη του ναζισμού και του σιωνισμού και των ντόπιων εφιαλτών τους…
παπα-Ηλίας
http://papailiasyfantis.Wordpress.com
e mail: yfantis.ilias@gmail.com

ΛΕΜΕ ΟΧΙ ΚΑΙ ΣΤΗΣ...ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑΣ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ!

Λέμε όχι καιστης... Πρωταπριλιάςτα ψέματα!
Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος

      Δεν είναι, φίλοι, μόνο η γιορτή του «Αγίου Βαλεντίνου». Είναι και μια άλλη, να αυτή της Πρωταπριλιάς! Της Παγκοσμιοποίησης και της «Νέας Εποχής» κι αυτή! Που είναι ξενόφερτη βέβαια κι αυτή, αλλά κάποιοι θέλουν να καθιερωθεί και να γίνει όχι μόνον Ελληνική, αλλά και παγκόσμια! Αξίζει να την δούμε, γιατί όλοι μας, λίγο ως πολλοί, συμμετέχουμε με τις πλάκες μας σ αυτή και να είμαστε πληροφορημένοι σ όλα αυτά τα «παγκόσμια γλέντια». Κι ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους...
Το γεγονός!
Δυστυχώς, έχει καθιερωθεί πια, την 1η Απριλίου να γιορτάζει το ψέμα και να περιπαίζεται η αλήθεια! Με βάση το ψέμα, να γίνονται ένα σωρό πράγματα (από απλές φάρσες και ζαβολιές μέχρι χοντρά και κακόγουστα αστεία) σε βάρος των... απονήρευτων! Το σύνθημα μοιάζει να είναι του τύπου«Πέστε ένα ψέμα και... δενχάλασε ο κόσμος»!Ας είναι και το πιο μικρό, φθάνει να είναι... πετυχημένο! Φθάνει να γίνει πιστευτό και να... παραπλανήσει! Φθάνει να εκθέσει τους «αφελείς», τα θύματα αυτά της αλήθειας! Άφησέ το να απλωθεί, σαν παραμύθι, και μη φοβάσαι για... τη μύτη σου! Το σηκώνει, βλέπετε, η ημέρα. Εξάλλου εσύ στα... ψέματα λες, αυτό που λες, δεν έγινε και τίποτα! Το «έθιμο» αυτό πέρασε και στα ΜΜΕ τα οποία, υπό τύπον αστείου, μεταδίδουν διάφορες ειδήσεις και σχόλια καταλήγοντας στο τέλος «και του χρόνου, είναι Πρωταπριλιά»! Με τον τρόπο αυτό, αλλά και με την διεθνή τους εμβέλεια, δεν κάνουν τίποτ' άλλο, από το να καθιερώνουν την Πρωταπριλιά ως παγκόσμιο γιορτή κατά της αλήθειας!
Πως προήλθε;
Λέγεται πως στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η πρώτη ημέρα του χρόνου ήταν η 1η Απριλίου. Η περίοδος της Πρωτοχρονιάς άρχιζε στις 25 Μαρτίου, διαρκούσε 8 ημέρες, και τελείωνε τότε, την 1η Απριλίου. Κατά την περίοδο αυτή γιόρταζαν πανηγυρικά όχι μόνο τον ερχομό του νέου χρόνου, αλλά και της άνοιξης! Το 1562 μ.Χ. ο Πάπας Γρηγόριος με το γνωστό του ημερολόγιο καθιέρωσε η πρωτοχρονιά να εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου. Το 1564 ο Κάρολος Θ΄ υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, οπότε και μετέθεσε την αρχή της χρονιάς στην 1ηΙανουαρίου, για να συμβαδίζει έτσι και με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η αλλαγή δυσαρέστησε πολλούς, οι οποίοι συνέχισαν να γιορτάζουν στις προηγούμενες ημερομηνίες την πρωτοχρονιά, εμμένοντας στην παράδοση. Αυτό όμως έδωσε την ευκαιρία στους νεωτεριστές να τους περιγελούν, στέλνοντάς τους είτε δώρα κωμικά, είτε ψευτοευχές, είτε προσκλήσεις σε γλέντια ανύπαρκτα, περιγελώντας έτσι τις παλαιομοδίτικες αντιλήψεις τους! Επιπλέον μετέδιδαν και ψευδείς ειδήσεις!
Τι συμβαίνειστον υπόλοιπο κόσμο;
Ωστόσο, λέγεται πως το έθιμο αυτό της Πρωταπριλιάς, συναντάται σε πολλούς λαούς και πολιτισμούς, που γίνεται με διαφορετικό τρόπο και πάντοτε προσαρμοσμένο στις τοπικές παραδόσεις. Στην Αγγλία η Πρωταπριλιά εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα και στη συνέχεια πέρασε στην Αμερική από τους Άγγλους, τους Σκωτσέζους και τους Γάλλους. Στην Πορτογαλία γιορτάζεται την Κυριακή και τη Δευτέρα πριν από τη Σαρακοστή (δηλαδή εορτάζεται δύο ημέρες εκεί!), όπου παραδοσιακά οι δρόμοι γεμίζουν με αλεύρι, το οποίο οι άνθρωποι πετούν στους φίλους τους! Στην Ινδία υπάρχει ανάλογο έθιμο ονομαζόμενο «η γιορτή του Χούλι», το οποίο εορτάζεται τον Μάρτιο. Η τελευταία δε ημέρα του «Χούλι» είναι η 31η Μαρτίου.
Η Πρωταπριλιά εορτάζεται και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής (Περού, Κολομβία, Μεξικό κ.λπ.), αλλά σε διαφορετική ημερομηνία (την 28η Δεκεμβρίου) και για διαφορετικούς λόγους. Η εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ -ΛΑΡΟΥΣ» αναφέρει πως, αν και διαδόθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, είναι ξένο έθιμο για τη Χώρα μας.
Η παγανιστική προέλευσητης Πρωταπριλιάς!
Αν προσέξουμε, όμως, καλά τα πράγματα και θελήσουμε να τα δούμε πέραν από την όποια εύθυμη πλευρά τους, τότε θα διαπιστώσουμε τα εξής:
1. Οι περισσότεροι το έχουν για γούρι να ξεγελάσουν ή να παραπλανήσουν κάποιον μ' ένα πρωταπριλιάτικο ψέμα! Αυτή η αντίληψη έχει καθαρά παγανιστικές (δηλ. ειδωλολατρικές) ρίζες, κατά τις οποίες, όταν ξεγελάμε κατ αυτό τον τρόπο κάποιον, στην ουσία ξεγελάμε τον επίφοβο δαίμονα η εχθρό, γι αυτό κι εκείνος ,που θα αναδειχθεί νικητής στην ψευδολογία, θα τύχει μεγάλης ευτυχίας! Λέγεται πως σε πολλές περιοχές της Ανατ. Θράκης τα πρωταπριλιάτικα ψέματα, που γίνονται πιστευτά, κάνουν τα δένδρα να καρποφορούν, στη δε Κομοτηνή την εποχή που έτρεφαν μεταξοσκώληκες έλεγαν πως βοηθούσαν να γίνουν τα... κουκούλια τους!
2. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά το περιοδικό «NEMECIS»:«Απρίλης: Η άνοιξη αποχαιρετάτον "παλουκοκαύτη" Μάρτη και υποδέχεται απ άκρη σ άκρη την αναγέννηση της φύσης. Τα λουλούδιαανθίζουν, τα δημητριακά μεγαλώνουν και τα δέντρα είναι γεμάτακαρποφόρους ανθούς.Η γενικήευφορία και η εύθραυστη ευτυχίαπου επίκειται να φέρει, καλλιέργησαν ανέκαθεν στον άνθρωπο ένανπαγανιστικό φόβο.Εύλογα, λοιπόν,την κρίσιμη ώρα της διάβασης απότη νάρκη στην αφύπνιση της φύσης, ο άνθρωπος εν στικτωδώς επιχειρούσε να παραπλα νήσει τις ελλοχεύουσες δυνάμεις του σκότους.Δυνάμεις υπερφυσικές που επηρεάζουν όχι μόνον την έκβαση τηςσοδειάς, αλλά και τις ανθρώπινεςσχέσεις.
Έτσι την Πρωταπριλιά είθισται ηψευδολογία σαν προφυλακτικό ήκαι αλεξίκακο αντίδοτο. Τα ψέματααυτής της ημέρας είναι ένα είδοςυπερφυσικής, μαγικής πάλης γιατην επικράτηση του καλού, με νικητές πότε τον αρχιψεύταρο πουέγινε πιστευτός και πότε τον ρεαλιστή που δεν ξεγελάστηκε...».
3. Παίρνοντας ακόμη και την εύθυμη πλευρά των πραγμάτων, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε αυτό που αναφέρεται ότι συνέβαινε στις αρχαίες (και ειδωλολατρικές) κοινωνίες, στις οποίες οι μάγοι προσπαθούσαν να διώξουν τους δαίμονες και τα κακά πνεύματα, τις αιτίες των ασθενειών,μεαστεία, χορούς και διασκεδάσεις!
4. Στο πρώιμο Ρωμαϊκό ημερολόγιο, η 1η Απριλίου ήταν η πρώτη ημέρα της άνοιξης. Πολλοί πολιτισμοί θεωρούσαν αυτήν την ημέρα, ως ημέρα αναγέννησης της γης και της ζωής. Για τον λόγο αυτό, γίνονταν πολλές γιορτές, θυσίες και προσφορές στους (ειδωλολατρικούς) θεούς. Με την επικράτηση, όμως, του Χριστιανισμού και μάλιστα επί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Πάσχα αντικατέστησε αυτές τις τελετουργίες για την άνοιξη. Οι παλιές γιορτές, μάλιστα, γελοιοποιήθηκαν και διακωμωδήθηκαν. Σήμερα δεν πιστεύουμε ότι γίνεται αναβίωση αυτής της γελοιοποίησης, όσο αναβίωση αυτού που καταργήθηκε!
Οπότε...
Συμμετέχοντας κανείς σ' αυτήτη διαδικασία, άθελά του, συμμετέχει στα κατάλοιπα ή και σ' αυτήακόμη την προσπάθεια αναβίωσηςπαγανιστικών εθίμων.Πέραν αυτού, όσοι το θεωρούντούτο υπερβολικό, ας σκεφθούντουλάχιστον τα εξής:
1. Η ουσία είναιότι κατά την ημέρα αυτή, όλα τα πράγματα τηςζωής μας, πρέπει να αναζητηθούν,να διατυπωθούν και να γίνουν κατά αντίθετο τρόπο!Το «μήνυμα», αςτο πούμε έτσι, της ημέρας είναι νακαταλάβουμε τι μπορεί να σκαρώσει η φαντασία μας, αν αφεθείελεύθερη και αχαλίνωτη, προκειμένου να φέρει τα πάνω - κάτω!
2. Μέσα από τέτοια έθιμα καιδιαδικασίες,το ψέμα γίνεται...αθώο, οι δε αθώοι γίνονται (η θεωρούνται) αφελείς! Στο τέλος δεείναι και τα θύματα γιατί, απλούστατα, δεν σκέπτονται καχύποπταη αντίθετα! Ενώ οι έξυπνοι επικρατούν, γιατί χρησιμοποιούντό ψέμα!Κι αυτό δεν παύει να είναι το άλλομήνυμα της... παγκόσμιας αυτήςεορτής!
Έτσι δεν είναι τυχαίο, που στα Αγγλικά η Πρωταπριλιά λέγεται «Fools Day», δηλαδή«η ημέρατων ανοήτων»! Στη Σκωτία αυτός, που την παθαίνει αποκαλείται«πρωταπριλιάτικος κούκος»!Στις δε χώρες της Λατινικής Αμερικής ονομάζεται«Die de Los Inocentes»,που σημαίνει«ημέρα τωναθώων»!Μόνο που την επομένη ακριβώς (29η Δεκεμβρίου) η Εκκλησία εορτάζει τη σφαγή των 14.000 αθώων παιδιών από τον Ηρώδη!
3.Οπότε δεν γίνεται κι εγώ κιεσύ να μη πούμε ένα ψέμα τη μέρααυτή! Να και το τρίτο μήνυμα τηςημέρας! Έτσι το ψέμα γιορτάζει,καθιερώνεται, επικρατεί και μάλιστα κατά πομπόδη τρόπο! Δηλαδήγίνεται κάτι, ακόμη και υπό τύπονφάρσας η αστείου, που δεν γίνεταιγια την Αλήθεια.Ο Αμερικανός συγγραφέαςMark Twain έγραψε:«Η 1η Απριλίου είναι η μέρα, που θυμόμαστε τιείμαστε τις υπόλοιπες 364 του χρόνου».Σωστά!Κι όπως του «Αγίου Βαλεντίνου»δεν γίνεται να μη είσαι ερωτευμένος και να μη συμπεριφέρεσαι ωςερωτευμένος, όπως τα Χριστούγεννα δεν γίνεται να μη ζεις και ναμη σκέπτεσαι εντελώς κοσμικά μετα πάρτυ, τα ρεβεγιόν, τα χαρτιάκ.λπ. χάνοντας έτσι πλήρως το νόημά τους, έτσι και την Πρωταπριλιάδεν γίνεται να μη πεις κι εσύ έναψέμα(τακι)!
«Η 1η Απριλίου έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως η μέρα του ψέματος και της ζαβολιάς» θα μας πούν και θα μας γράψουν φαρδιά - πλατιά τα «καλά» μας ΜΜΕ., θυμίζοντάς μας και το«έτσι κάνουν όλοι», τώρα δε και στον... πλανήτη, για να θυμόμαστε και την παγκοσμιοποίηση των ημερών μας! Κι επειδή δεν μπορούν με συγκεκριμένα στοιχεία να αποδείξουν ότι αυτό συμβαίνει πραγματικά σε όλες τις χώρες του κόσμου, το αποκαλούν «άναρχο έθιμο του κόσμου» για το οποίο «ελάχιστα πράγματα έχουν επίσημα καταγραφεί», όπως και οι ίδιοι αναγκάζονται να ομολογήσουν, μη κρύβοντας την επιθυμία τους για την παγκόσμια επικράτησή του!
Συμπέρασμα
Όπως και να το κάνουμε η Πρωταπριλιά βρίσκεται πάντοτε στην περίοδο του Πάσχα. Τότε που όλοι υποκλινόμαστε σ Εκείνον, που είναι η Αλήθεια, που σταυρώθηκε για την Αλήθεια και για να μας οδηγήσει στην Αληθινή ζωή. Λοιπόν, παιδιά, Εκείνος μας είπε πως ο διάβολος από την αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου ήταν ανθρωποκτόνος και με το ψεύδος του τον παρέσυρε στην αμαρτία και τον θάνατο. Και ακόμη πως «δεν στέκεται στην αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει αλήθεια σ αυτόν. Όταν λαλεί το ψεύδος, το βγάζει από μέσα του και το λέει, γιατί είναι ψεύτης και πατέρας του ψεύδους, ο πρώτος επινοητής και ο υποβολέας του». (Ιω. η΄ 44). Τώρα που καθιέρωσε και την ημέρα του ψεύδους, θα σπεύσουμε να τη γιορτάσουμε, παραβλέποντας πως είμαστε παιδιά και πιστοί μαθητές Εκείνου;

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ 24ηςΜΑΡΤΙΟΥ 2010


ΠΗΓΗ

Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς κι’ οἱ Μάρτυρες τῆς Ὀρθοδοξίας

(28 Μαρτίου)

Ὁ πολὺς ὁ κόσμος ξέρει μοναχὰ τὰ κακὰ τῶν παπάδων καί, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιους διεφθαρμένους, σαρώνει γενικὰ ὅσους φορᾶνε ράσο. M' αὐτὸν τὸν τρόπο, κοντὰ στὶς ἄλλες δοκιμασίες ποὺ ὑποφέρουνε οἱ καλοὶ κληρικοί, τραβᾶνε καὶ τὸ μαρτύριο τῆς διαπόμπευσης, πληρώνοντας τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουνε οἱ ἀνάξιοι συνάδελφοί τους.

Ἔτσι καὶ γιὰ τοὺς κληρικοὺς τῆς παλιᾶς Ρωσίας ἔχουμε τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε ὅλοι παληανθρώποι κι' ὑποκριτές, ποὺ βάζανε τὸ ράσο γιὰ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τοὺς μουζίκους ἢ καὶ τοὺς ἀφεντάδες, ὅπως ἔκανε ὁ διαβόητος ὁ Ρασπούτιν. Αὐτὴ ὅμως ἡ γνώμη εἶναι ἄδικη, γιατί, ὅπως γίνεται πάντα, ἀνάμεσα στοὺς ἀνάξιους κληρικοὺς τῆς Ρωσίας σταθήκανε καὶ πολλοὶ ἄξιοι ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα κάποιοι ποὺ ἁγιάσανε. Αὐτοὶ λάμπουνε σὰν τὰ διαμάντια ποὺ βρίσκονται ἀνακατεμένα μὲ τὰ σκουπίδια. Μὲ τοὺς ἀγῶνες τους, μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ περάσανε καρτερικὰ γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μπορέσανε καὶ ἡμερέψανε ἐκεῖνες τὶς ἄγριες ψυχές, ποὺ εἶναι σκληρὲς σὰν τὸν παγωμένο τὸ βοριὰ ποὺ φυσᾶ στοὺς ἔρημους τόπους ποὺ γεννιοῦνται. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι τῆς στέππας σπείρανε σ' αὐτὴ τὸ σπόρο τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ ἀβάσταχτους κόπους "τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησαν" καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τους, καθὼς καὶ μὲ τὸ κήρυγμα, μαλακώσανε ἐκεῖνα τὰ ἄγρια καὶ σκληρὰ θηρία, πληρώνοντας συχνὰ μὲ τὴ ζωὴ τους ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ φέρανε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς μποροῦνε νὰ ὀνομασθοῦνε Ὁμολογητές, γιατί βασανισθήκανε ἀπὸ σκληροὺς τσάρους, μ' ὅλο ποὺ ἐκεῖνοι οἱ βασιλιάδες ἤτανε χριστιανοί, σὰν τοὺς δικούς μας εἰκονομάχους, ποὺ καταδιώξανε ὅσους ὑπερασπιζόντανε τὴν Ὀρθοδοξία.

Τέτοιοι ἅγιοι δὲν λείψανε ποτὲ ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, οἱ περισσότεροι ὅμως φανήκανε στὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερός. Αὐτὸς ὁ παράξενος ἄνθρωπος, ποὺ μέσα στὴν ψυχὴ του παλεύανε τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ὁ Θεὸς μὲ τὸ διάβολο, κάθισε στὸ θρόνο τῆς Ρωσίας στὰ 1530, σὲ ἡλικία τριῶν χρονῶν, κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία τῆς μητέρας του Ἑλένης. Παπποὺς του ἤτανε ὁ Ἰβὰν ὁ Τρίτος, ἄνθρωπος σκληρός, πλὴν σωτῆρας γιὰ τὸ ἔθνος του, γιατί μπόρεσε καὶ ἕνωσε ὅλους τοὺς Ρώσους σ' ἕνα κράτος καὶ γλύτωσε τὴν πατρίδα του ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ποὺ τὴν εἴχανε βασανίσει κ' ἤτανε ὁ βραχνάς της. Σὰν πέθανε ἡ γυναῖκα του, παντρεύτηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴ Σοφία, ποὺ ἤτανε κόρη τοῦ Θωμᾶ Παλαιολόγου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ τελευταίου βασιλιᾶ τῆς Κωνσταντινούπολης. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἤτανε πολὺ ἔξυπνη κι' ὁ Ἰβὰν ζητοῦσε τὴ συμβουλή της σὲ ὅ,τι ἐπιχειροῦσε καὶ πάντα ἔβγαινε σὲ καλό. Τέτοιον φόβο εἴχανε πάθει οἱ Ρώσοι ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ποὺ κ' ἐκεῖνος ὁ φοβερὸς κι' ἄφοβος Ἰβὰν δὲν ἀποτολμοῦσε νὰ τοὺς χτυπήση. Μὰ ἡ γυναῖκα του ἡ Σοφία μὲ τὰ λόγια της τὸν ἔκανε ν' ἀποφασίση τὸν πόλεμο καὶ δικαιώθηκε. Γιατί τοὺς νίκησε κατὰ κράτος καὶ τοὺς ἔβαλε νὰ πληρώσουνε φόρο, αὐτοὶ ποὺ πρωτύτερα ἤτανε οἱ ἀφεντάδες τῆς Ρωσίας. 

Ὓστερ' ἀπ' αὐτούς, πολέμησε καταπάνω στοὺς Λιθουάνους καὶ πῆρε τὶς χῶρες ποὺ βαστούσανε ἀπὸ τὴ Ρωσία. Καὶ τόσο δυνάμωσε τὸ σκῆπτρο του, ποὺ ζητούσανε τὴ φιλία του ὅλα τὰ βασίλεια ποὺ ἤτανε δυνατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνον, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Γερμανοί, οἱ Βενετσιάνοι, οἱ Οὐγγαρέζοι κ. ἄ. Ἔτσι, ἡ Ἑλληνίδα γυναῖκα του ἐκδικήθηκε γιὰ τὴν ἀτίμωση ποὺ εἶχε πάθει ἡ οἰκογένειά της κ' ἡ πατρίδα της, βλέποντας τοὺς Τούρκους νὰ παρακαλοῦνε τὸν ἄνδρα της νὰ τοὺς δώση τὴ φιλία του. Ἡ ἴδια, ὓστερ' ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶχε καταφύγει προσφυγοπούλα στὴν Ἰταλία, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της, τὸν προκομμένο Θωμᾶ, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο παίρνοντας μαζί του καὶ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, γιὰ νὰ τὸ δωρήση στὸν πάπα. Μὲ τὴ συμβουλὴ της ὁ Ἰβὰν κάλεσε στὸ παλάτι τοῦ πολλοὺς Ἕλληνες σπουδασμένους, προπάντων καλόγερους, ποὺ μεταφράσανε στὰ ρούσικα τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ γιατρούς, μηχανικούς, ἀρχιτέκτονες κι' ἁγιογράφους.

Λοιπόν, ὁ Ἰβὰν ὁ Τέταρτος, ὁ λεγόμενος Τρομερός, ἤτανε ἔγγονας τοῦ Ἰβὰν τοῦ Τρίτου καὶ γυιὸς τοῦ τσάρου Βασίλη, ποὺ διαδέχτηκε τὸν πατέρα του καὶ ποὺ ἤτανε γυιὸς τῆς Σοφίας. Ὥστε ἐκεῖνος ὁ περιβόητος τσάρος εἶχε καὶ λίγο ἑλληνικὸ αἷμα στὶς φλέβες του. Ἀνακηρύχθηκε τσάρος σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, στὰ 1547. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν κυβέρνηση τῆς χώρας του, νίκησε τοὺς Τατάρους, κυρίεψε τὸ Καζὰν καὶ τὸ Ἀστραχάν, ἔφταξε ὥς τὴ Σιβηρία μὲ τοὺς καβαλλάρηδες Κοζάκους. Ἔδωσε ἄδεια στοὺς τυχοδιῶκτες ἐμπόρους Ἐγγλέζους κι' Ὁλλαντέζους νὰ κάνουνε σκάλες γιὰ τὰ καράβια τους στὸν παγωμένον Ἀρχάγγελο κ' ἔτσι ἔφερε τὴ Ρωσία σὲ συνάφεια μὲ τὴν Εὐρώπη, ποὺ ἤτανε χωρισμένη ἀπ' αὐτὴ παραπάνω ἀπὸ τρακόσια χρόνια. Μὰ σκόνταψε ἀπάνω στὴ συμμαχία ποὺ εἴχανε κάνει καταπάνω του ἡ Πολωνία, ἡ Λιθουανία κ' ἡ Σουηδία. Ὅπως ἤτανε σκληρὸς καὶ θυμώδης, ἐξαγριώθηκε ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς νικήση κι' ἄρχισε νὰ βλέπῃ παντοῦ προδότες. Ξεχαλινώθηκε ὁλότελα καὶ παραδόθηκε στὶς ἀσωτεῖες καὶ στὰ κακουργήματα. Γίνηκε ἄστατος, ἡ γνώμη του ἄλλαζε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα. Ἐκεῖ ποὺ μετάνοιωνε, ξανάπιανε τὴν αἱματοχυσία, θέλοντας νὰ ἐκδικηθῆ, πολλὲς φορές, ἀθῴους ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ὑποπτευότανε. Ὕστερα, πάλι, τὸν ἔπιανε ἡ εὐλάβεια καὶ κλεινότανε σ' ἕνα μοναστῆρι ποὺ τὸ εἶχε γιὰ τὸν ἑαυτό του, λεγόμενο Ἀλεξαντρόβσκαγια Σλομπόντα, μαζὶ μὲ τοὺς μπιστεμένους του, ποὺ ἤτανε ὅλοι φονιάδες καὶ βασανιστὲς καὶ κεῖ μέσα στεκόντανε ὧρες ἀτελείωτες, ἀκούγοντας τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὶς λειτουργίες, ντυμένοι μὲ ράσα, ὅπως ἤτανε μὲ ράσο κι' ὁ ἴδιος ὁ Ἰβάν. Μάταια ἀντιστεκόντανε σ' αὐτὲς τὶς τρέλες οἱ ἄνθρωποι τῆς θρησκείας, ἀψηφώντας τὴ ζωή τους, ὅπως ἔκανε ὁ μητροπολίτης Μακάριος κ' οἱ διάδοχοί του Ἀθανάσιος καὶ Γερμανός.

M' αὐτὰ καὶ μὲ ἄλλα τέτοια καμώματα, ἔβγαλε τὸ ὄνομα "Τρομερός". Ὁ κόσμος τὸν ἔτρεμε. Γιὰ νὰ ἐξοντώση τοὺς ἄρχοντες Μπογιάρους, ποὺ ἐξουσιάζανε πρὶν στὴ Ρωσία, τοὺς ἔστειλε στὰ πιὸ μακρινὰ μέρη, προστάζοντας νὰ ἀλλάζουνε τόπο βιαστικά, μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους καὶ τοὺς παραγυιούς τους. Τὶς διαταγὲς του τὶς κάνανε οἱ σωματοφυλάκοι του ποὺ τοὺς λέγανε "ὀπρίτσνικους", ὡς ἕξι χιλιάδες καβαλλάρηδες, ποὺ τρέχανε σὰν νὰ πετούσανε σὲ κάθε μεριὰ τῆς Ρωσίας, ἔχοντας κρεμασμένα ἀπὸ τὶς σέλλες τους ἕνα σκυλίσιο κεφάλι καὶ μία σκούπα κι' ἀπ' ὅπου περνούσανε δὲν φύτρωνε χορτάρι. Βάζανε φωτιὰ στ' ἀρχοντικά, ἀτιμάζανε τὶς γυναῖκες, σφάζανε καὶ μπομπεύανε χωρὶς νὰ λογαριάσουνε τίποτα. Ὅλοι σκύβανε τὸ κεφάλι στὶς προσταγὲς τοῦ τσάρου κι' ὁ θυμὸς του ἤτανε γιὰ τὸ λαὸ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Μοναχὰ ἡ Ἐκκλησία ἔπαιρνε τὸ θάρρος νὰ φωνάξη.

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἤτανε πνευματικὴ κόρη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου καὶ καυχιότανε γι' αὐτὴ τὴν καταγωγὴ της κ' ἤτανε πάντα ὑπάκουή της. Ἀλλά, σὰν ἄρχισε ἡ Κωνσταντινούπολη νὰ κολακεύη τὴν αἱρετικὴ Ρώμη καὶ πῆγε ὁ βασιλιὰς Ἰωάννης στὴ Φλωρεντία γιὰ νὰ κάνῃ τὴν Ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους, οἱ Ρῶσοι τὸ δεχτήκανε ἄσχημα καὶ χάσανε τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἴχανε στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἰσίδωρος, ποὺ ἤθελε τὴν ἕνωση καὶ πῆγε στὴ Μόσχα τὶς ἀποφάσεις ποὺ εἴχανε πάρει οἱ ἑνωτικοὶ στὴ Φλωρεντία, ἀναγκάσθηκε νὰ φύγη, γιατί ὁ μεγάλος πρίγκιπας Βασίλειος ἔβγαλε διάγγελμα καὶ τὸν ἔλεγε "υἱὸν τοῦ σατανᾶ καὶ προδότην τῆς ἀρχαίας Ὀρθοδόξου πίστεως". Καὶ μ' ὅλο ποὺ δὲν ἔγινε ἡ ἕνωση καὶ σώθηκε ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸν Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὡστόσο, σὰν πάρθηκε, σὲ λίγο, ἡ Πόλη ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὰ 1453, οἱ Ρῶσοι εἴπανε πὼς αὐτὸ ἤτανε ἡ τιμωρία ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν ἀπιστία τους. Ἀπὸ τότε ὑψώθηκε μέσα στὴ ρούσικη ψυχὴ τὸ θρησκευτικὸ φρόνημα, μ' ὅλο ποὺ ὥς τὰ σήμερα ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία νοιώθει σεβασμὸ στὴ μητέρα της τὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία, ποὺ τῆς πρωτόδωσε τὴν πίστη. Ἀπὸ τότε οἱ Ρῶσοι πιστέψανε πὼς ὁ Χριστὸς ἔχρισε τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία σὰν διάδοχο τῆς Ἑλληνικῆς, τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὓστερ' ἀπὸ τὸ σχίσμα τῆς Παλαιᾶς Ρώμης κ' ὕστερα ἀπὸ τὸ τούρκεμα τῆς Νέας Ρώμης. Ἡ Μόσχα ὀνομάσθηκε Τρίτη Ρώμη κ' οἱ τσάροι διαδεχθήκανε τοὺς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου.

Γιὰ τοῦτο κι' ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς πίστευε πὼς εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ βλογημένος ἀπ' αὐτόν. Ἤτανε σπουδασμένος στὴ θεολογία καὶ γνώριζε καλὰ τὰ ἔργα ποὺ γράψανε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Διάβαζε τοὺς βίους τῶν ἁγίων ποὺ ἤτανε γραμμένοι στὰ Μηναῖα ποὺ εἶχε κάνει ὁ μητροπολίτης Μακάριος καὶ ποὺ λέγανε ρούσικα "Βελίκιγια Τσέτγκι Μινέγι". Συζητοῦσε μὲ τοὺς θεολόγους ἀπάνω σὲ ζητήματα θεολογικά, ταχτικὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ στεκότανε ἀκίνητος στὴ λειτουργία, γονατίζοντας κάθε τόσο. Στὰ νεανικὰ χρόνια του εἶχε δασκάλους δύο εὐλαβέστατους κληρικούς, τὸν ξομολόγο Σίλβεστρο καὶ τὸ μητροπολίτη Μακάριο. Μὰ σὰν ἔπεσε στὴν παραλυσία κι' ἄρχισε νὰ ζῇ μὲ κακὴ συναναστροφή, περηφανεύθηκε καὶ νόμισε πὼς αὐτὸς ἤτανε ὁ κεχρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι' ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας. Σημείωσε πὼς οἱ κληρικοὶ τῆς Ρωσίας στεκόντανε πάντα μακριὰ ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια κι' ἀπὸ τὴν πολιτική. Ἀλλά, βλέποντας τὶς παρανομίες ποὺ κάνανε οἱ κυβερνῆτες, ἀναγκασθήκανε νὰ ἀλλάξουνε τὴ στάση τους καὶ νὰ ἐλέγχουνε τοὺς δυνατούς. Αὐτὸ γίνηκε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰβὰν τὸν Τρομερό. Γιὰ τοῦτο, ἀπὸ τοὺς ἐννιὰ μητροπολῖτες τῆς Μόσχας, ποὺ περάσανε ἀπὸ τὸ θρόνο της κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ τσάρου Βασιλείου καὶ τοῦ γυιοῦ του Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ, μονάχα οἱ τρεῖς πεθάνανε ἔχοντας τὸ ἀξίωμά τους, ἐνῷ οἱ ἄλλοι πεθάνανε σὰν ἁπλοὶ καλόγηροι στὴν ἐξορία, στὰ πιὸ ἀπόμακρα καὶ στὰ πιὸ φτωχὰ μοναστήρια.

Τότε φανερωθήκανε καὶ στὴ Ρωσία, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Βυζαντίου, κ' οἱ λεγόμενοι "διὰ Χριστὸν σαλοί", δηλαδὴ κάποιοι ἀσκητές, σὰν τοὺς μωχαμετάνους ντερβίσηδες, ποὺ κάνανε τὸν τρελό, γιὰ νὰ δοκιμασθῆ πιὸ σκληρὰ ἡ πίστη τους, καὶ ποὺ γυρίζανε κουρελιασμένοι. Ρούσικα τοὺς λέγανε "γιουροντίβι". Κάνανε ὅ,τι κάνανε οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, κηρύχνοντας στὸ λαὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, λέγοντας φωναχτὰ τὴν ἀλήθεια, χωρὶς νὰ φοβηθοῦνε κανέναν, ἀφοῦ καταφρονούσανε κάθε καλοπέραση καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους. Γυρίζανε μέσα στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας κι' ὁ λαὸς τοὺς ἄκουγε καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Τόση δύναμη εἴχανε ἀπάνω στὸν κόσμο, ποὺ ἡ κυβέρνηση φυλαγότανε νὰ τοὺς πειράξη, ὅπως ἔκανε κι' ὁ Ἀλῆ Πασᾶς μὲ τοὺς ντερβισάδες. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς ἔχτισε μία μεγαλοπρεπέστατη ἐκκλησιὰ στ’ ὄνομα ἑνὸς ἀπ' αὐτοὺς ποὺ τὸν λέγανε "Βασίλειον τὸν Μακάριον" καὶ ποὺ στάθηκε "ὁ κορυφαῖος τῶν Ρώσων τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν". Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἐκκλησία στέκεται σήμερα ὄρθια μπροστὰ στὸ Κρεμλίνο, ἀπάνω στὴν Κόκκινη Πλατεῖα καὶ λογαριάζεται σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ στολίσματα τῆς Μόσχας. 

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἁγίους τῆς Ρωσίας εἶναι ὁ ἅγιος Φίλιππος τοῦ Σολόβκι. Μπορεῖ νὰ πῇ κανένας πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ὁ Χρυσόστομός τῆς Ρωσίας, ἐπειδὴ κι' αὐτὸς βασανίσθηκε, ἐξωρίσθηκε καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες, γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶχε πεθάνει κι' ὁ Χρυσόστομος στὰ Κόμανα.

Ὁ ἅγιος Φίλιππος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ. Τὸ οἰκογενειακό του ὄνομα ἤτανε Κολύτσωφ καὶ τὸ λαϊκό του Θεόδωρος. Οἱ γονιοὶ του βαστούσανε ἀπὸ ἀρχοντικὸ αἷμα, δηλαδὴ ἤτανε μπογιάροι. Ἤτανε γενιὰ μὲ τοὺς Ρωμανὼφ καὶ μὲ τοὺς Σερεμενέτεφ. Ὁ παπποὺς τοῦ Θεόδωρου εἶχε κάνει πρεσβευτὴς στὴν Κριμαία καὶ φρούραρχος τοῦ Νοβγκορόντ. Ὁ πατέρας του ἤτανε διοικητὴς καὶ παιδαγωγὸς τοῦ μεγάλου δοῦκα Γιούρι, ποὺ ἤτανε ἀδελφός τοῦ τσάρου Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ. Ὁ θεῖος του ἤτανε συμβουλάτορας τοῦ πρίγκιπα Ἀνδρέα, ποὺ ἤτανε ἀδελφός τοῦ τσάρου Βασίλη τοῦ Τρίτου, τοῦ πατέρα τοῦ Ἰβάν. Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, οἱ ἄρχοντες μπογιάροι καταδιωχθήκανε, ἀργότερα, ἀπὸ τοὺς τσάρους κ' ἡ οἰκογένεια τοῦ Κολύτσωφ ἤτανε ἀνάμεσα στὶς τριάντα πρῶτες τοῦ Νοβγκορόντ, ποὺ κρεμασθήκανε στὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ στὴ Μόσχα.

Ὁ Θεόδωρος ἤτανε τότε τριάντα χρονῶν. Οἱ γονιοὶ του τὸν εἴχανε σπουδάσει κ' ὕστερα ἐπιδόθηκε στὰ πολεμικά. Φαίνεται πὼς πολέμησε καταπάνω στοὺς Λιθουάνους καὶ στοὺς Τατάρους τῆς Κριμαίας. Εἶχε μεγάλη περιουσία. Ἡ μητέρα του εἶχε μεγάλα κτήματα στὴν ἐπαρχία τοῦ Νόβγκοροντ.

Μία μέρα, στὶς 7 Ἰουλίου 1537, μέρα ποὺ γιορτάζει ἡ ἁγία Κυριακή, ὁ Θεόδωρος πῆγε στὴ λειτουργία, κι' ἐκεῖ ἄκουσε τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἔλεγε "οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν, Θεῷ καὶ Μαμωνᾷ". Αὐτὸ τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση, τυπώθηκε στὸ νοῦ του, τόσο πού, δίχως δισταγμό, ἀποφάσισε νὰ ἀφήση τὸν κόσμο. Σημείωσε πὼς ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἡ οἰκογένειά του βρισκότανε σὲ μεγάλη ἀκμή. Ὁ πατέρας του ἤτανε φίλος καὶ συμβουλάτορας τῆς βασίλισσας Ἑλένης Γκλίνσκα καὶ παιδαγωγὸς τοῦ μεγάλου γυιοῦ της. Ὁ Θεόδωρος ἀπὸ πολὺ νέος εἶχε κλίση στὴν καλογερικὴ καὶ γιὰ τοῦτο δὲν παντρεύθηκε, ἕνα πρᾶγμα σπάνιο γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνον. Κάποιοι ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία γινόντανε μοναχοὶ κατὰ τὴν τότε συνήθεια, μὰ ζούσανε σὰν ἄρχοντες μέσα σὲ ἀρχοντικὰ μοναστήρια, τρώγοντας καὶ πίνοντας. Ὁ Θεόδωρος ὅμως εἶχε ἀληθινὴ ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ δὲν πῆγε νὰ καλογερέψη σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πλούσια μοναστήρια ποὺ ὑπήρχανε γύρω στὴ Μόσχα, ἀλλὰ διάλεξε τὸ πιὸ μακρινὸ καὶ τὸ πιὸ αὐστηρὸ μοναστῆρι, τὸ Σολόβκι, ποὺ βρισκότανε ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, στὴν παγωμένη Ἄσπρη Θάλασσα. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι τους, δίχως ν' ἀποχαιρετήση τοὺς γονιούς του. Πῆρε μοναχὰ μαζί του λίγα ροῦχα, πῆρε τὸ μακρινὸ δρόμο μὲ τὰ πόδια.

Ὁ δρόμος ποὺ πῆρε ἤτανε γεμάτος λίμνες καὶ βαλτότοπους, κι' ἐπειδὴ ἤτανε τότε καλοκαίρι, περίμενε νὰ χειμωνιάση γιὰ νὰ παγώσουνε κι' ἔτσι νὰ μπορῇ νὰ περπατᾷ ἀπάνω στὸν πάγο. Ὓστερ' ἀπὸ πολλὴ ταλαιπωρία, ἔφταξε σ' ἕνα ξεχασμένο χωριό, ποὺ βρισκότανε κοντὰ στὴ λίμνη Ὀνέγκα. Ἐκεῖ ἔγινε τσομπάνης καὶ φύλαγε τὰ πρόβατα ἑνὸς χωριάτη. Ἔτσι ἄρχισε νὰ μαθαίνῃ τὴν ταπείνωση ὁ χτεσινὸς ἄρχοντας καὶ πολεμιστής. Ἀφοῦ πέρασε κι' ἄλλα βάσανα, περπατώντας μέρα-νύχτα, δίχως τέλος, ἔφταξε στὴν Ἄσπρη Θάλασσα κι' εἶδε τὸ περιπόθητο μοναστῆρι τοῦ Σολόβκι, ταπεινό, φτωχό, μία-δύο μικρὲς ἐκκλησιὲς καὶ λίγα κελλιά, ὅλα κανωμένα ἀπὸ ξύλα μαυρισμένα ἀπὸ τὶς παγωμένες βροχὲς κι' ἀπὸ τὶς ἀνεμοζάλες. Κείνη τὴν ὥρα βασίλευε ἡσυχία ἀπάνω στὰ σιωπηλὰ νερὰ καὶ στὰ πυκνὰ δάση.

Σ' αὐτὸ τὸ ἔρημο μέρος ποὺ βρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, στὰ βορινά τῆς Ρωσίας, μέσα στὸν ἀπέραντο κόρφο ποὺ ἔχει σκάψει ἡ Ἄσπρη Θάλασσα, βρίσκεται ἕνα ἀρχιπέλαγο ἀπὸ κάμποσα νησιά. Τὸ πιὸ μεγάλο ἔχει μάκρος ὡς δέκα μίλια καὶ τὸ λένε Σολοβέτς. Ἄχαρο μέρος, πετραδερό, στέρφο. Τὸ χειμῶνα οἱ νύχτες εἶναι ἀτελείωτες καὶ κατὰ τὴν ἄνοιξη φανερώνονται οἱ λεγόμενες ἄσπρες νύχτες μὲ κείνη τὴν κρύα τὴν ἀντιφεγγιὰ ποὺ λὲς πὼς ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο. Μία βαρειὰ μελαγχολία, μέσα σὲ κεῖνο τὸ σύθαμπο, πλακώνει τὴν καρδιὰ τ' ἀνθρώπου. Ὡστόσο, ἐκείνη ἡ νεκρὴ ἐρημιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ζῷα κι' ἀπὸ πολλὰ ψάρια ποὺ ζοῦνε μέσα στὴ θάλασσα καὶ στὶς τρακόσιες λίμνες μὲ γλυκὸ νερὸ ποὺ βρίσκουνται ἀνάμεσα στὰ πιὸ μεγάλα ξερονήσια.

Ὥς τὰ 1400 αὐτὰ τὰ νησιὰ ἤτανε ἔρημα. Στὰ 1429 πήγανε κατὰ κεῖ δύο εὐλαβέστατοι καλόγηροι λεγόμενοι Σαββάτιος καὶ Γερμανός. Γυρεύανε ν' ἀσκητέψουνε στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει μήτε ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Στήσανε λοιπὸν ἕνα σταυρὸ κι' ἀποφασίσανε νὰ κατοικήσουνε ἐκειπέρα, μπιστεμένοι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ κοιμήθηκε ὁ Σαββάτιος κι' ἀντὶς αὐτὸν πῆγε ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Ζωσιμᾶς. Αὐτὸς ἔκανε μία μικρὴ ἐκκλησία μὲ ξύλα καὶ τὴν ἐγκαινίασε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ. Χειροτονήθηκε παπὰς κι' αὐτὸς στάθηκε ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ.

Ἡ ἁγιότητά του ξακούσθηκε στὰ γύρω μέρη κι' οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ ζούσανε σὲ κείνους τοὺς τόπους, Φίννοι, Καρελιάνοι, καθὼς καὶ Νορβηγέζοι, τρέξανε στὸ μοναστῆρι καὶ βαφτισθήκανε. Μάλιστα κάποιοι ἀπ' αὐτοὺς γινήκανε καὶ καλόγεροι κ' ἔτσι κεῖνο τὸ φτωχομονάστηρο καταστάθηκε σπουδαῖο καὶ πῆρε στὴν ἐξουσία του ὅλα τὰ νησιά. Ἀπὸ παντοῦ στέλνανε ταξίματα. O τσάρος Ἰβὰν ὁ Τρίτος τὸ πῆρε στὴν προστασία του, τοῦ δώρισε κάμποση γῆ ἀπάνω στὴ στεριὰ καὶ δικαιώματα στὰ ψάρια ποὺ πιάνανε οἱ ψαράδες. Μὰ κάηκε δύο φορές. Ὡστόσο, τὸ ξανάχτισε ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερός, στὰ 1538 καὶ τοῦ παραχώρησε τὶς ἁλυκὲς ποὺ βρισκόντανε κοντά του.

Τότε λοιπὸν ποὺ πῆγε στὸ μοναστῆρι ὁ Θεόδωρος Κολυτσώφ, τὸ μοναστῆρι ἤτανε παραπάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρονῶν. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο Ἀλέξιο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν πάρη γιὰ δόκιμο, χωρὶς νὰ τοῦ πῇ ἀπὸ τί οἰκογένεια ἤτανε. Τὸν βάλανε στὶς πιὸ βαρειὲς δουλειές. Πότε ἔκοβε ξύλα, πότε ἔσκαβε, πότε κουβαλοῦσε τόνα καὶ τάλλο. Ὅλα τὰ ἔκανε μὲ προθυμία. Τὸν μαλώνανε καὶ καμμιὰ φορὰ τὸν χτυπούσανε.

Μετὰ ἕνα χρόνο κουρεύθηκε μοναχὸς καὶ πῆρε τ’ ὄνομα Φίλιππος. Ἡ δουλειὰ του ἤτανε φούρναρης καὶ μάγερας, ἔτρωγε καὶ καμμιὰ ξυλιά. Γιὰ γέροντά του εἶχε ἕνα σεβάσμιο ξομολόγο ποὺ τὸν λέγανε Ἰωνᾶ κ' ἐκεῖνος ἤτανε ὁ πνευματικὸς ὁδηγός του. Τοῦ ἔμαθε τὴ διάταξη καὶ τὸ τυπικό τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ δίδαξε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Κατόπιν ἔγινε ἐκκλησιάρχης. Τότε ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι καὶ πῆγε κι' ἀσκήτεψε μέσα στὸ δάσος κ' ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν προσευχή. Κάθισε ἐκεῖ πέρα κάμποσα χρόνια. Ὁ ἡγούμενος Ἀλέξιος ποὺ εἶχε γεράσει τὸν πρότεινε γιὰ διάδοχό του κι' ὅλοι οἱ πατέρες τὸ παραδεχθήκανε, μ' ὅλο ποὺ ὁ Φίλιππος δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ ἡγούμενος. Μετὰ πολλὰ ὑπάκουσε.

Τότε πῆρε τὸ μακρινὸ δρόμο γιὰ νὰ πάγη στὸ Νόβγκοροντ γιὰ νὰ χειροτονηθῆ ἱερεὺς καὶ γιὰ νὰ πάρη τὴν εὐλογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸν καιρὸ ποὺ ἔμεινε σ' αὐτὴ τὴν πολιτεία, ἦρθε σὲ συνάφεια μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ πῆρε τὸ μερίδιο τῆς κληρονομιᾶς του. Ὕστερα γύρισε στὸ μοναστῆρι κι' ἀφιέρωσε σ' αὐτὸ τὴ μεγάλη περιουσία του. Μὰ δὲν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία, ἀλλὰ ἔφυγε καὶ πῆγε πάλι μέσα στὸ δάσος κ' ἐκεῖ, κατάμονος, μιλοῦσε μὲ τὸ Θεό. Ὤ! Τί μεγάλη δύναμη εἶχε ἐκείνη ἡ ψυχὴ καὶ βάσταξε μέσα σὲ κείνη τὴν παγωμένη ἐρημιά, ἀνάμεσα στὶς πυκνὲς ὀξιές, πρὸ πάντων τὶς ἀτελείωτες νύχτες ποὺ βογκούσανε ἀπὸ τὸν ἄνεμο ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸ βόρειο Πόλο! Κατάμονος! Τέτοια ἀνδρεία δίνει στὸν ἀδύναμο τὸν ἄνθρωπο μοναχὰ ἡ πίστη κ' ἡ ἐλπίδα του στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖ, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος κάθισε ὥς ποὺ κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος Ἀλέξιος. Τότε τὸν ξαναεκλέξανε ἡγούμενον οἱ μοναχοὶ γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ ξαναπῆγε στὸ Νόβγκοροντ γιὰ νὰ ἀνανεώση τὸ διορισμό του ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο. Γυρίζοντας πίσω στὸ μοναστῆρι ἐπιδόθηκε μὲ πολὺν ζῆλο στὰ χρέη του.

Κι' ἀληθινά, τὸ μοναστῆρι τὸ ἔκανε ἀγνώριστο. Μὲ τὴ διοίκησή του μεγάλωσε, οἱ μοναχοὶ πληθύνανε. Κατὰ πρῶτο, ἀπὸ ξύλινο το ’χτισε μὲ πέτρα καὶ μὲ τοῦβλα, ποὺ τὰ ψήνανε οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ σ' ἕνα καμίνι. Μὲ φοβερὴ καὶ σκληρὴ δουλειὰ ἕνωσε πενηνταδυὸ βαλτόλακκους, πῆγε τὸ νερὸ στὸ μοναστῆρι κι' ἔσκαψε μία λίμνη ποὺ εἶχε μάκρος χίλια πεντακόσια μέτρα γιὰ νὰ βάλῃ σὲ κίνηση ἕνα μύλο. Ἔχτισε ἀραξιὲς στὸ λιμάνι καὶ μεγάλες κόρδες ἀπὸ κελλιά. Μέσα σὲ πέντε χρόνια ἔχτισε μία πολὺ μεγάλη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ μία τράπεζα ποὺ τρώγανε ὅλοι μαζὶ οἱ πατέρες καὶ σ' αὐτὰ ξόδεψε τὰ πατρογονικὰ χρήματά του. Ὁ τσάρος ἔστειλε ἕνα μαλαματένιο σταυρὸ στολισμένον μὲ μαργαριτάρια καὶ μὲ ἀκριβὰ πετράδια, γιὰ νὰ στολίσουνε τὴν ἅγια Τράπεζα. Ὁ Φίλιππος σὲ ὅλα τοῦτα δούλεψε σὰν ἕνας ἁπλὸς ἐργάτης. Ἀκόμα ἔκανε κάποια κελλιὰ ἀπάνω σ' ἕνα ἀπὸ τὰ κοντινὰ νησάκια γιὰ τοὺς πατέρας ποὺ ἐπιθυμούσανε νὰ ἀποτραβηχθοῦνε καὶ νὰ ἀσκητέψουνε μονάχοι τους. Ὁ ἴδιος ἀποτραβιότανε κάθε τόσο κοντὰ σὲ μία μικρὴ λίμνη κ' ἐκεῖνο τὸ μέρος τὸ λένε ἀκόμα "ἔρημο τοῦ Φιλίππου".

Τὸ μοναστῆρι εἶχε, κεῖνον τὸν καιρό, διακόσιους μοναχοὺς ἀπάνω κάτω καὶ τρακόσους ἐργάτες. Παρεκτὸς ἀπὸ τὰ λαχανικὰ ποὺ καλλιεργούσανε, κάνανε καὶ κοπάδια ἀπὸ ζωντανά, ποὺ βοσκούσανε στὰ βοσκοτόπια ποὺ ἀνοίξανε στὸ δάσος. Ὁ ἡγούμενος ἔφερε κοπάδια ἀπὸ κάτι μεγάλα ἐλάφια μὲ μεγάλα παράξενα κλαδωτὰ κέρατα, ποὺ τὰ λένε ἐλάνους καὶ ποὺ ζοῦνε στὰ παγωμένα μέρη. Ἔκανε καὶ ἐργαστήρια ταμπάκικα γιὰ νὰ δουλεύουνε τὰ πετσιά, κι' ἄλλα γιὰ νὰ κατεργάζονται τὰ χαυλιόδοντα ἀπὸ τὶς μεγάλες φῶκες ποὺ τὶς λένε ἐλέφαντες τῆς θάλασσας.

Τὸ μοναστῆρι τοῦ Σολόβκι, αὐτὴ ἡ παγωμένη Θηβαΐδα, ἤτανε ὁ φάρος τοῦ Χριστοῦ στὸ πιὸ βορινὸ μέρος τοῦ κόσμου. Μαζὶ μὲ τὴ θρησκεία πήγανε καὶ ἥμεροι ἄνθρωποι σὲ κείνη τὴν ἄγρια ἔρημο ποὺ δὲν εἶχε καμμιὰ παρηγοριὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Συστήθηκε μία ἀποικία ἀπὸ Ρώσους ἀπάνω στὴ μεγάλη στεριά, μὲ μεγάλα κτήματα καὶ βοσκότοπους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κυβερνιόντανε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, ποὺ εἶχε βάλει νόμους καὶ σύμφωνα μ' αὐτοὺς δικαζόντανε. Αὐστηρὰ ἀπαγορευόντανε τὰ πιοτὰ καὶ τὰ χαρτιά. Οἱ ἁλυκὲς βγάζανε πολὺ ἁλάτι καὶ τὰ κέρδη ἀπὸ τὴν πούλησή του γινόντανε τὸ περισσότερο ἡ συντήρηση τοῦ μοναστηριοῦ. Μεγάλα καραβάνια κουβαλούσανε τ' ἁλάτι ἀπὸ τὸ ποτάμι Ντβίνα καὶ τὸ πηγαίνανε μέσα στὴ Ρωσία, παρεκτὸς ἀπὸ τὰ καράβια, καὶ τὸ κάνανε τράμπα μὲ σιτάρι.

Ὁ πάτερ Φίλιππος, μ' ὅλες αὐτὲς τὶς σκοτοῦρες, βρῆκε τὸν καιρὸ καὶ πῆγε στὶς συνόδους ποὺ γινήκανε στὴ Μόσχα κατὰ τὸ 1550 καὶ 1551. Ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς εἶχε ἀκόμα τὸ μυαλὸ του καθαρὸ κ' ἔδειχνε μεγάλο ζῆλο γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικά. Ὁ πάτερ Φίλιππος εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ ποὺ ἔστειλε στὴ Ρωσία ἕναν τσάρο θεοφοβούμενο καὶ ἄξιο.

Μὰ σὲ λίγα χρόνια ἄλλαξε ὁ χαρακτῆρας τοῦ Ἰβάν. Μία μέρα πῆγε στὸ μοναστῆρι γιὰ νὰ βρῇ καταφύγιο ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐλαβεῖς καὶ σπουδαίους κληρικούς, λεγόμενος Σύλβεστρος, ποὺ ἤτανε ὁ ἐξομολόγος τοῦ τσάρου, γιατί εἶχε πέσει σὲ δυσμένεια. Ἀπ' αὐτὸν ἔμαθε ὁ Φίλιππος ὅσα εἴχανε γίνει στὴ Μόσχα, πὼς ὁ Ἰβὰν εἶχε γίνει ἄγριος, πὼς ὁ κόσμος φοβότανε μήπως νικηθῆ ἡ Ρωσία στὸν πόλεμο ποὺ εἶχε ἀρχίσει μὲ τὴ Λιβόνια, τὶς πρῶτες καταδίκες ποὺ εἶχε κάνει ὁ τσάρος κι' ἄλλα τέτοια. Ὁ Σύλβεστρος πῆγε στὸ μοναστῆρι στὰ 1562. Στὰ 1566 ἔφταξε στὸ Σολόβκι ἕνας ταχυδρόμος κ' ἔφερε στὸν ἡγούμενο μία διαταγὴ τοῦ τσάρου ποὺ τὸν πρόσταζε νὰ πάγη γρήγορα στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ, ὁ μητροπολιτικὸς θρόνος ἤτανε ἄδειος, ἐπειδὴ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ἅγιος ἄνθρωπος, εἶχε κοιμηθῆ ἀπὸ τὰ 1564 καὶ στὴ θέση του εἶχε μπῆ ὁ Ἀθανάσιος. Μὰ κι' αὐτός, ἐπειδὴ δὲν ἐπικροτοῦσε τὶς ἀπάνθρωπες πράξεις τοῦ τσάρου, ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθῆ καὶ νὰ ἀποτραβηχθῆ σ' ἕνα μοναστῆρι. Ἀλλὰ κι' ὁ διάδοχός του Γερμανός, μητροπολίτης τοῦ Καζάν, ἔδωσε τὴν παραίτησή του, γιατί δὲν ἔστεργε στὰ κακὰ καμώματα τοῦ φοβεροῦ τσάρου. Τότε ὁ Ἰβὰν ἔβαλε στὸ νοῦ του τὸν Φίλιππο κ' ἔστειλε καὶ τὸν κάλεσε στὴ Μόσχα. Τὸν ἤξερε ἀπὸ παιδὶ κ' ἐχτιμοῦσε τὴ φρόνηση ποὺ ἔδειξε στὴ σύνοδο τοῦ 1551 κ' εἶχε μάθει τὸ μεγάλο ἔργο ποὺ ἔκανε στὴν Ἄσπρη Θάλασσα. M' ὅλα τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκανε, ὁ Ἰβὰν εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ λάμψη ἡ Ἐκκλησία μ' ἕναν ἱεράρχη ἁγιασμένον καὶ δραστήριο. Νόμιζε πὼς ὁ Φίλιππος θὰ περιοριζότανε στὰ ἐκκλησιαστικὰ χρέη του καὶ δὲν θὰ τὸν μπόδιζε σὲ ὅ,τι ἤθελε νὰ κάνῃ. Ποῦ νὰ ξέρῃ πὼς ὁ νέος ἀρχιεπίσκοπος ἤτανε πιὸ αὐστηρὸς ἀπ' ὅσους εἶχε διώξει γιὰ τὸν ἔλεγχο ποὺ τοῦ κάνανε.

Μόλις ἔφταξε ὁ Φίλιππος στὴν πρωτεύουσα, οἱ μητροπολῖτες κ' οἱ ἀρχιεπίσκοποι κάνανε σύνοδο καὶ τὸν ἐκλέξανε μὲ ὅλους τοὺς κανόνες, στὶς 20 Ἰουλίου 1566. Ἀλλὰ τὴν ἴδια μέρα ἦρθε σὲ διάσταση μὲ τὸν τσάρο, γιατί ζήτησε ἀπ' αὐτὸν νὰ διαλύση τοὺς ὀπρίτσνικους, δηλαδὴ τὴ φρουρὰ ποὺ εἴπαμε πὼς εἶχε συστήσει ἀπὸ ἕξι χιλιάδες σκληροὺς σωματοφύλακες, καὶ νὰ ἑνώση τὸ ἔθνος ὅπως ἤτανε πρίν. Καὶ τοῦ εἶπε πὼς ἂν δὲν θελήση ὁ τσάρος νὰ τὸ πράξη, αὐτὸς δὲν δεχότανε νὰ γίνῃ μητροπολίτης τῆς Μόσχας. Ὁ Ἰβὰν σκύλιασε ἀπὸ τὸ θυμό του. Μά, ὅπως συνήθισε, τοῦ πέρασε θυμὸς καὶ παραδέχθηκε νὰ τοῦ δίνη τὶς συμβουλές του. Ἔτσι, παραδέχθηκε ὁ Φίλιππος νὰ ἀνεβῇ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Μόσχας. H ἐνθρόνισή του ἔγινε στὶς 25 Ἰουλίου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναλήψεως καὶ σ' αὐτὴν πήρανε μέρος δέκα ἀρχιεπίσκοποι. Ὁ Ἰβὰν τοῦ ἔδωσε τὴ χρυσὴ ράβδο καὶ τοῦ εἶπε: "H παντοδύναμος Ἁγία Τριάς, ἡ ὁποία μᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν αὐτοκρατορικὴν διακυβέρνησιν ὁλοκλήρου τῆς Ρωσίας, σοὶ παραδίδει τὸν ἱερὸν θρόνον τοῦ ἁγίου ἀρχιεπισκόπου καὶ μητροπολίτου Πέτρου. Ἀνάβηθι ἐπὶ τῆς καθέδρας ταύτης καὶ ἱκέτευε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους του δι' ἡμᾶς, διὰ τὰ τέκνα μας καὶ δι' ὅλον τὸν ὀρθόδοξον λαόν. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ σοὶ χαρίζῃ ὑγείαν καὶ μακροημέρευσιν. Ἀμήν". 

Μετὰ τὴν ἱεροτελεστία, ὁ νέος ἀρχιεπίσκοπος ἔκανε τὸ γῦρο τοῦ Κρεμλίνου βαστώντας στὸ χέρι του ἕνα σταυρὸ καὶ καθισμένος σ' ἕνα γαϊδούρι, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸ ὡδηγούσανε δύο μπογιάροι. Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ ψαλτάδες, τὰ ἑξαφτέρουγα κ' οἱ λαμπάδες. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος βλόγησε τοὺς ἄρχοντες, τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἤτανε μαζεμένος στὶς πλατεῖες κ' ὕστερα μπῆκε στὴν κατοικία του καὶ κάθισε σὲ μία μεγαλόπρεπη τράπεζα ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ τσάρος.

Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα ἐπὶ δεκαοχτὼ μῆνες δὲν ἀκούσθηκε πὼς σκοτώθηκε κατὰ διαταγὴ τοῦ τσάρου κανένας κατάδικος. Ὁ Φίλιππος ἐκτελοῦσε μὲ ζῆλο τὰ καινούρια χρέη του, χειροτόνησε ἐπισκόπους, παρακολουθοῦσε τὶς πράξεις τους καὶ κάθε χρόνο ἔκανε τὴ σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ νὰ ἀνακουφίση τὸ λαὸ ἀπὸ τὴν πανοῦκλα ποὺ φανερώθηκε στὴ Ρωσία. Ὡστόσο, δὲν λησμόνησε τὸ μοναστῆρι του. Τοῦ ἔστελνε δωρεὲς καὶ φρόντισε νὰ τελειώσουνε τὰ ἔργα ποὺ εἶχε ἀρχίσει.

Κατὰ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1567 ὁ Ἰβὰν γύρισε ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία στεναχωρημένος γιατί δὲν πέτυχε αὐτὰ ποὺ ἤθελε. Καὶ σὰν ξεσκεπάσθηκε μία προδοσία, ἄρχισε νὰ σκοτώνῃ πάλι τοὺς ὕποπτους, πού, ὅπως φάνηκε, εἴχανε δοσοληψία μὲ τὸ βασιλιὰ τῆς Πολωνίας, τὸ μεγάλο ἐχθρό τῆς Ρωσίας. Οἱ ὀπριτσνίκοι τρέχανε μέσα στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας, ντυμένοι μὲ σιδεροπουκάμισα κι' ἁρματωμένοι μὲ τσεκούρια, βαστώντας γραμμένους στὸ χαρτὶ τοὺς ὕποπτους, ποὺ τοὺς σκοτώνανε μέσα στὸ δρόμο.

Ὁ Φίλιππος, βλέποντας αὐτὴ τὴν κατάσταση, πῆγε γρήγορα στὸ παλάτι καὶ σὰν εἶδε τὸν τσάρο, τοῦ μίλησε ἀπότομα γιὰ τὰ κακουργήματά του: "Ἰσχυρὲ βασιλιά, τοῦ εἶπε, ἔχεις ἀπάνω σου τὴν πιὸ μεγάλη ἐξουσία, μία ἐξουσία σχεδὸν θεϊκή. Μὰ τὸ σκῆπτρο σου εἶναι πολὺ ἀδύνατο, ἕνας ἴσκιος μπροστὰ στὸ σκῆπτρο τοῦ Θεοῦ. Δίνοντάς σου ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ σκῆπτρο, σὲ κατέστησε ὑποχρεωμένον νὰ διδάσκῃς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ζοῦνε σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια. Νὰ εἶσαι πιστὸς στὸ θεϊκὸ νόμο, νὰ κυβερνᾷς εἰρηνικά, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους. Ἡ θέση σου εἶναι ὑψηλή, ἀλλὰ τὸ σῶμα σου εἶναι σὰν τὸ σῶμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖ νὰ λέγεται αὐτοκράτορας μοναχὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι δοῦλος στὰ πάθη του, ἀλλὰ τὰ νικᾷ μὲ τὴν ἀγάπη. Ἄκουσες ποτὲ πὼς οἱ εὐσεβεῖς τσάροι μολύνανε τὴ δύναμή τους, ὅπως κάνεις ἐσύ;" 

Ὁ Ἰβὰν ἔγινε θηρίο καὶ φώναξε: "Τί ἔχεις, παλιοκαλόγερε κι' ἀνακατεύεσαι στὶς ὑποθέσεις μου; Δὲν ἔχεις νὰ κάνῃς ἄλλο παρὰ νὰ σωπάσης, νὰ ἐγκρίνῃς τὶς πράξεις μου καὶ νὰ μοῦ δίνης τὴν εὐλογία σου". 

Τοῦ λέγει ὁ Φίλιππος: "Εἶμαι ὁ ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κ' ἔχω τὸ χρέος, ὅπως ἔχεις κι' ἐσύ, νὰ ξαγρυπνῶ γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου. Δὲν μπορῶ νὰ σωπαίνω. Ἂν σώπαινα, σὰν νά ’λεγα πὼς ἐγκρίνω τὰ σφάλματά σου. Ἂν δὲν φωνάξω τὴν ἀλήθεια, γίνουμαι ἀνάξιος νὰ ἔχω τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου. Ἂν ὑποκλίνομαι μπροστὰ σὲ κάθε ἀνθρώπινη θέληση, τί θ' ἀποκριθῶ στὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως; σὲ παρακαλῶ νὰ διώξης ἀπὸ κοντά σου ἐκείνους ποὺ σὲ σπρώχνουν στὴν ἀπώλεια, ἐσένα καὶ τὸ βασίλειό σου". 

Τότε ὁ Ἰβᾶν γίνηκε ἀληθινὰ φοβερὸς καὶ τοῦ εἶπε: "Μὴν πολεμᾷς τὴν ἐξουσία μου, ἂν δὲν θέλῃς νὰ τραβήξης τὴν ὀργή μου. Εἰδ' ἀλλιῶς, ἄφησε τὸν τίτλο τοῦ μητροπολίτη". 

Ὁ Φίλιππος ἀποκρίθηκε: "Δὲν ἔκανα τίποτα γιὰ ν' ἀποκτήσω αὐτὸν τὸν τίτλο. Ἐσὺ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴ μοναξιὰ ποὺ ζοῦσα στὴν ἔρημο. Λοιπόν, κάνε ὅ,τι θελήσεις".

Ὕστερα ἀπὸ τὴ λογομαχία ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα στὸν Ἰβὰν τὸν Τρομερὸ καὶ στὸν ἀρχιεπίσκοπο Φίλιππο, ἡ κατάσταση σκοτείνιασε. Ὁ τσάρος καταλάβαινε πὼς ἔπαθε μεγάλη προσβολὴ ἀπὸ τὸ δεσπότη ποὺ τὸν μάλωσε γιὰ ὅσα εἶχε κάνει καὶ ποὺ τοῦ ἔδειξε ποιὰ εἶναι ἡ δικαιοσύνη κι' ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔπρεπε νὰ κρατᾷ ἕνας βασιλιάς. Κι' ὁ θυμὸς του μεγάλωνε σὰν συλλογιζότανε πὼς ὁ Φίλιππος βαστοῦσε ἀπὸ ἀρχοντικὸ γένος, ἀπὸ τοὺς μπογιάρους ποὺ τοὺς ἐχθρευότανε πολύ.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ὅμως δὲν δειλίασε καθόλου. Κάθε φορὰ ποὺ συναπαντοῦσε τὸν τσάρο, τοῦ μιλοῦσε μὲ παρρησία, λέγοντάς του πὼς ἔπρεπε νὰ δείχνῃ ἐπιείκεια καὶ συγγνώμη, καὶ κάθε φορὰ ἐκφραζότανε μὲ περισσότερη αὐστηρότητα, φοβερίζοντας τὸν Ἰβὰν καὶ λέγοντάς του πὼς θὰ τὸν τιμωροῦσε ὁ Θεός. Βλέποντας ὅμως πὼς ὁ τσάρος ἀπέφευγε στὸ τέλος νὰ τὸν δῆ καὶ πὼς κρυβότανε ἀπ' αὐτόν, ἀποφάσισε νὰ ἐκθέση τὴν ἀντιγνωμία του μὲ τὸν τσάρο σ' ὅλο τὸ ἔθνος.

Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1568, ὁ Ἰβὰν κ' ἡ βασιλικὴ συνοδεία μπήκανε στὴ μητρόπολη γιὰ νὰ ἀκούσουνε τὴ λειτουργία. Ὁ τσάρος ἤτανε ντυμένος μ' ἕνα μαῦρο ράσο σὰν καλόγερος. Οἱ σωματοφύλακοί του, οἱ φοβεροὶ ὀπρίτσνικοι, φορούσανε στὰ κεφάλια τοὺς κάτι σιδερένιες περικεφαλαῖες ποὺ τοὺς κάνανε νὰ φαίνονται ἴδιοι Χαλδαῖοι, ὅπως εἶχε γράψει ἕνας χρονογράφος ποὺ τοὺς εἶδε. Ὁ Ἰβὰν πῆγε κοντὰ στὸν ἀρχιεπίσκοπο τρεῖς φορές, μὰ ἐκεῖνος στεκότανε χωρὶς νὰ σαλέψη καὶ χωρὶς νὰ δώση προσοχὴ στοὺς μπογιάρους ποὺ τοῦ λέγανε μὲ σιγανὴ φωνή: "Ὁ τσάρος εἶναι ἐκεῖ, περιμένει τὴν εὐλογία σου". Δὲν ἀκουγότανε ἀνασαμιά. Ἄξαφνα ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ μητροπολίτη: "Μεγαλειότατε, σὲ σένα δὲν ἀναγνωρίζει πιὰ κανένας ἕναν τσάρο. Ἡ ὄψη τοῦ προσώπου σου εἶναι σκοτεινή. Ἀπὸ τότε ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος στὸν οὐρανό, ποτὲ δὲν εἶδε ὁ κόσμος τοὺς εὐλαβεῖς βασιλιάδες νὰ θαμπώνουνε μ' αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἐξουσία τους. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὑποφέρουν. Ἐπιτελοῦμεν ἐδῶ, σ' αὐτὴ τὴν ἁγία Τράπεζα, μία ἀναίμακτη θυσία γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία χύνονται αἵματα, πεθαίνουν ἀθῷοι ἄνθρωποι. Λησμόνησες πὼς καὶ σὺ ἔχεις ἀπάνω σου τὴ μοῖρα ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ πὼς ἔχεις χρέος νὰ ζητήσῃς τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σου; Οἱ Τάταροι κ' οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουνε ἕνα νόμο καὶ μία δικαιοσύνη. Μὰ στὴ Ρωσία δὲν ὑπάρχει πιὰ δικαιοσύνη. Σ' ὅλον τὸν κόσμο, οἱ κατάδικοι ζητοῦν νὰ τοὺς σπλαγχνισθοῦν οἱ βασιλιάδες καὶ τοὺς δίνουνε συγχώρηση. Ἀλλὰ στὴ Ρωσία δὲν ὑπάρχει πιὰ εὐσπλαγχνία, μήτε γιὰ τοὺς ἀθῴους καὶ γιὰ τοὺς δίκαιους. Ὁ Θεὸς σὲ ὕψωσε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, ἐν τούτοις εἶσαι πάντα ἕνας ἄνθρωπος θνητὸς καὶ θὰ σοῦ ζητήσῃ ἀπόκριση γιὰ τὸ αἷμα τῶν ἀθῴων. Οἱ πέτρες ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου θὰ φωνάξουν, ἂν οἱ ζωντανοὶ σωπαίνουν, γιὰ νὰ σὲ κατηγορήσουν καὶ νὰ σὲ κρίνουν. Ἔχω χρέος νὰ σοῦ μιλήσω μ' αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ νὰ σοῦ πῶ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ κι' ἂν ἀκόμα ὁ θάνατος θὰ εἶναι ἡ πληρωμὴ γι' αὐτὸ ποὺ κάνω".

Ὁ Ἰβὰν ἔγινε κατακίτρινος καὶ φώναξε: "Θαρρεῖς, Φίλιππε, πὼς θὰ λυγίσης τὴ θέλησή μου; Σήκωσες κεφάλι καταπάνω μου; Ὥς τώρα ἔδειξα ἐπιείκεια γιὰ σένα καὶ γιὰ τοὺς συντρόφους σου, μὰ τώρα θὰ μάθετε ποιὸς εἶμαι". Λέγοντας αὐτά, χτύπησε τὴ γῆ μὲ τὴ ράβδο του ποὺ εἶχε σιδερένια μύτη. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀποκρίθηκε: "Εἶμαι ἕνας περαστικὸς ἀπὸ τὴ γῆ. Ἦρθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μου, ἕτοιμος νὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἀλήθεια". Ὁ τσάρος, μελανὸς ἀπὸ τὸ θυμό του, βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ κι' ἀπὸ πίσω του οἱ φοβεροὶ σωματοφυλάκοι του.

Τὴν ἄλλη μέρα ξαναρχίσανε οἱ σκοτωμοὶ κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἰβάν. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μπογιάρους κι' ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς μητρόπολης μπήκανε στὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ ὁμολογήσουνε πὼς εἴχανε κάνει συνωμοσία μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, μὰ ἄδικα. Μεγάλη τρομοκρατία σκέπασε τὴ Μόσχα ὅλο τὸ καλοκαίρι τοῦ 1568. Οἱ γενιτσάροι τοῦ Ἰβᾶν ρημάξανε τὰ χωριὰ ποὺ ἤτανε γύρω στὴν πρωτεύουσα. Γκρεμνίσανε σπίτια, σφάξανε ζωντανά, ἀτιμάσανε γυναῖκες. Σφάξανε κ' ἕναν ἀνηψιὸ τοῦ ἀρχιεπισκόπου. Μὰ ὁ Ἰβὰν δὲν τολμοῦσε ἀκόμα νὰ χτυπήση τὸν ἴδιο τὸ μητροπολίτη. Τὰ λόγια, ποὺ εἶχε πῇ μὲ τόσο θάρρος στὸν τσάρο, μαθευτήκανε γλήγορα σ' ὅλη τὴ Ρωσία κι' ὁ λαὸς τὸν θαύμαζε.

Στὶς 28 Ἰουλίου ὁ τσάρος πῆγε μὲ τὴ συνοδεία του νὰ λειτουργηθῆ στὸ μοναστῆρι τῆς Παναγίας ποὺ βρισκότανε σ' ἕνα προάστιο τῆς Μόσχας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀπὸ τὸ θρόνο του εἶδε μέσα στοὺς σωματοφύλακες ἕναν ποὺ δὲν ἔβγαλε τὴν κάσκα του μπαίνοντας στὴν ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε. Ὁ τσάρος γύρισε νὰ δῆ, μὰ στὸ μεταξὺ ὁ στρατιώτης ξεσκουφώθηκε κι' ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν τόλμησε κανένας νὰ τὸν δείξη. Ὁ τσάρος τότε φώναξε στὸν ἀρχιεπίσκοπο: "Ψεύτη! Ἐπαναστάτη!". Κανένας δὲν ἔβγαλε ἀνασαμιὰ κ' ἡ λειτουργία ἐξακολούθησε.

Μὰ ὁ τύραννος εἶχε πάρει ἀπόφαση νὰ παιδέψη τὸν Φίλιππο καί, γιὰ νὰ φανῆ πὼς κράτησε τοὺς τύπους, κάλεσε μία ψευτοσύνοδο γιὰ νὰ βρῇ κάποια κατηγορία καταπάνω στὸν ἅγιο. Μὴ βρίσκοντας κανένα φταίξιμο σ' αὐτόν, κάνανε μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ τρία πρόσωπα καὶ τὴ στείλανε στὸ μοναστῆρι τοῦ Σολόβκι γιὰ νὰ ἐξετάσουνε τί ἔκανε ὁ Φίλιππος τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε ἡγούμενος. Μὰ οἱ μοναχοὶ καταθέσανε ὑπὲρ τοῦ Φιλίππου. Τότε οἱ ἀνακριτὲς φοβερίξανε τὸν ἡγούμενο κ' ἴσως τοῦ τάξανε πὼς θὰ γινότανε ἐπίσκοπος, κ' ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος κατηγόρησε τὸν Φίλιππο γιὰ ἕνα σωρὸ ἐγκλήματα, χωρὶς νὰ φέρνῃ καμμιὰ ἀπόδειξη. Σὰν γυρίσανε πίσω στὴ Μόσχα, ἡ σύνοδος συνεδρίασε μὲ μεγάλη ἐπισημότητα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναλήψεως, παρὼν κι' ὁ Φίλιππος, ποὺ ἄκουγε τὶς κατηγόριες δίχως νὰ μιλήσῃ, πρᾶος κ' ἥσυχος. Κατόπι σηκώθηκε καὶ δήλωσε πὼς δίνει τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου. Ἀλλὰ ὁ τσάρος, μὲ μία προστακτικὴ χειρονομία, τὸν σταμάτησε. Τὴν ἄλλη μέρα, ὁ ἀρχιεπίσκοπος λειτούργησε ὅπως πάντα. Στὸ μεταξύ, ἡ σύνοδος συνεδρίασε, χωρὶς νὰ εἶναι παρὼν ὁ κατηγορούμενος κ' ἔβγαλε τὴν ἀπόφαση πὼς καταδικάζεται σὲ ἐκθρόνιση καὶ σὲ κλείσιμο σὲ μοναστῆρι.

Τὴν ὥρα ποὺ τελείωσε ἡ λειτουργία, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικοὺς τῶν ὀπρίτσνικων, ὁ Ἀλέξης Μπασμάνωφ, τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, μπαίνει στὴ μητρόπολη, βαστώντας μία μεμβράνα καὶ διαβάζει φωναχτὰ τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου. Παρευθύς, οἱ στρατιῶτες προχωροῦνε πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο, τραβᾶνε ἀποπάνω του τὰ ἄμφια, τοῦ ρίχνουν στὴν πλάτη του ἕνα κουρελιασμένο καλογερίστικο ράσο καὶ τὸν ἀνεβάζουνε ἀπάνω σὲ μία καζάκα (ἕλκηθρο) χωριάτικη, βρίζοντάς τον καὶ χτυπώντας τον μὲ τὶς σκοῦπες τους. Ὁ ἅγιος γύρισε καὶ βλόγησε τὸ λαὸ ποὺ ἔκλαιγε κ' εἶπε πὼς εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνη γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ δίδαξε ὁ Κύριος. Στὸ τέλος φώναξε: "Ἡ ἀγάπη σας θὰ μοῦ πλέξη ἕνα στέφανον ἀμάραντον στοὺς αἰῶνες".

Οἱ κακοῦργοι τὸν σέρνανε ἀπὸ τὸ ’να μοναστῆρι στ' ἄλλο, γύρω στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ μὴ μάθη ὁ κόσμος ποῦ τὸν πήγανε. Στὸ τέλος τὸν χώσανε σ' ἕνα μπουντροῦμι, ἁλυσοδεμένον. Λένε πὼς ὁ τσάρος τοῦ ἔστειλε, τυλιγμένο σ' ἕνα τσουβάλι, τὸ κεφάλι ἑνὸς συγγενῆ του κ' οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ εἴπανε στὸν ἅγιο: "Βλέπεις πὼς οἱ μαγεῖες σου δὲν γλυτώσανε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαποῦσες τόσο πολύ".

Ὡστόσο, πλῆθος λαὸς μαζεύθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ τὸν εἴχανε φυλακισμένον καὶ θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, λέγοντας μὲ δάκρυα τὰ τελευταῖα λόγια του. Γι' αὐτὸ ὁ Ἰβὰν ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν πάρουνε καὶ νὰ τὸν πᾶνε μακριά, σ' ἕνα μοναστῆρι κοντὰ στὸ Τβέρ.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς κι' ὁ φοβερὸς τσάρος ξεστράτεψε γιὰ νὰ τιμωρήση τὸ Νόβγκοροντ καὶ χάλασε ὅλες τὶς πολιτεῖες ποὺ εὕρισκε στὸ δρόμο του. Καήκανε ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, σφαχτήκανε παπάδες καὶ καλόγεροι. Οἱ γενίτσαροί του φτάξανε καὶ στὸ Τβέρ, ποὺ βρισκότανε τὸ μοναστῆρι ποὺ ἤτανε φυλακισμένος ὁ ἅγιος Φίλιππος. Τότε ὁ τσάρος ἔστειλε ἕναν Μαλιούτα Σκουράτωφ, τὸν πιὸ θηριόψυχον ἀπὸ τοὺς ὀπρίτσνικους, γιὰ νὰ ζητήσῃ τάχα τὴν εὐλογία του, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν θανατώση.

Ὁ ἅγιος ἀπὸ μέρες εἶχε νοιώσει πὼς πλησίαζε τὸ τέλος του καὶ το ’λεγε στοὺς καλόγερους. Στὶς 23 Δεκεμβρίου μετάλαβε καὶ σὲ λίγο ἔφταξε ὁ Μαλιούτας, μπῆκε στὸ κελλί του καὶ τοῦ ’δωσε τὴ διαταγὴ τοῦ τσάρου. Ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε μοναχά: "Τέκνον μου, κάμε τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο ἦλθες". Εἶπε μία σύντομη προσευχὴ καὶ πρὶν τὴν τελειώση, ὁ κακοῦργος τὸν ἔπνιξε μ' ἕνα μαξιλάρι.

Ἔτσι μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Φίλιππος, ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ρωσίας, ὅπως εἶχε μαρτυρήσει κι' ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, πρὶν ἀπὸ 1160 χρόνια.

Ὁ Ἰβάν, κατὰ τὰ συνηθισμένα του, μετάνοιωσε γιὰ τὸ κακούργημά του. Φυλάκωσε τὸ συκοφάντη ἡγούμενο τοῦ Σολόβκι σ' ἕνα ἄλλο μοναστῆρι καὶ τιμώρησε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατηγόρους τοῦ ἁγίου Φιλίππου.

Ὓστερ' ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀφοῦ πέθανε ὁ Ἰβάν, ὁ ἡγούμενος τοῦ Σολόβκι Ἰακώβ, σταλμένος ἀπὸ τὴν κοινότητά του, πῆγε καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὸν Θεόδωρο, τὸ γυιὸ τοῦ Ἰβάν, ποὺ βασίλεψε ὓστερ' ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὸ ἅγιο λείψανο ἤτανε θαμμένο πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τῆς ἐκκλησιᾶς στὸ μοναστῆρι ποὺ μαρτύρησε. Σὰν τὸ ξεθάψανε, τὸ βρήκανε ἄβλαβο καὶ ἀπείραχτο. Τὸ μεταφέρανε στὸ Σολόβκι καὶ τὸ βάλανε στὸ μέρος ποὺ εἶχε διαλέξει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν τάφο του, μέσα στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Σαββατίου καὶ τοῦ Ζωσιμᾶ. Ἀμέσως γινήκανε πολλὰ θαύματα, ἄρρωστοι θεραπευτήκανε καὶ πολλοὶ προσκυνητὲς εἴδανε τὸν ἅγιο ζωντανόν. Ἀπὸ τὰ 1636 ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ γιορτάζῃ στὴ μνήμη του σὲ ὅλη τὴν ἀπέραντη ἐκείνη χώρα. Στὰ 1652 τὸ ἅγιο λείψανο τὸ μεταφέρανε στὴ Μόσχα, στὴ μητρόπολη τῆς Ἀναλήψεως.

Ὁ τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς, ποὺ βασίλεψε στὰ 1645, ἄνθρωπος εὐσεβής, ποὺ σεβότανε τὴν Ἐκκλησία καὶ εἶχε σὲ μεγάλη τιμὴ τοὺς Ἕλληνες πατέρες, πῆγε στὴν Ἄσπρη Θάλασσα μαζὶ μὲ τοὺς πρίγκιπες καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ μὲ τὸν Νίκωνα, τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ, ποὺ ἔγινε ὕστερα πατριάρχης, καὶ μὲ μεγάλη πομπὴ βάλανε ἀπάνω στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Φιλίππου μία ἐπιγραφὴ ποὺ περιλάβαινε μία προσευχὴ τοῦ τσάρου πρὸς τὸν ἅγιο. Ὁ τσάρος τὸν παρακαλοῦσε νὰ συγχωρήση τὰ παραπτώματα ποὺ ἔκανε ὁ πρόγονός του καὶ γονάτιζε μπροστά του γιὰ νὰ στείλη τὴ χάρη του καὶ γιὰ νὰ ξαναγυρίση τὸ πνεῦμα του στὴν παλιὰ πρωτεύουσα.

Στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1652, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου στὸ Κρεμλίνο κ' ἡ πομπὴ πέρασε ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Μόσχας, ποὺ ἤτανε γεμάτοι κόσμο. Τὴ λειψανοθήκη τὴ βαστοῦσε ὁ ἴδιος ὁ τσάρος μὲ το ’να χέρι καὶ μὲ τ' ἄλλο τὸ σκῆπτρο. Τὸ ἴδιο βράδυ ἔγραψε ἕνα γράμμα συγκινητικὸ καὶ γεμάτο ἀπὸ πίστη στὸ συμβουλάτορά του τὸν πρίγκιπα Ὀντόβσκι, γιὰ νὰ τοῦ περιγράψη τὶς θεραπεῖες ποὺ γινήκανε τὴν ἴδια μέρα μέσα στὴν ἐκκλησία τῆς μητροπόλεως. Τοῦ ἔγραφε ἀκόμα τὴ μεγάλη χαρὰ του γιατί ἀποκαταστάθηκε ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Φιλίππου, ποὺ ὑπόφερε τόσα βάσανα γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δωρήση τὴν πίστη καὶ τὴ δύναμη γιὰ ν' ἀκολουθήση τὸ παράδειγμά του.

Οἱ ὕμνοι, ποὺ ψέλνει ἴσαμε σήμερα ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Φιλίππου, τὸν ὀνομάζουνε "στῦλον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγωνιστὴν τῆς Ἀληθείας, καλὸν ποιμένα, ὅστις ἔδωσε τὴν ζωὴν του ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου του".
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...