Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιουνίου 30, 2015

Εις τους Αγίους Αναργύρους Τα τρία φάρμακα Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ


Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ

Πλησιάζουμε, σύμφωνα με την παράδοση της Αγίας μας Εκκλησίας, καθημερινά τους Αγίους μας, τιμούμε την μνήμη τους, προφέρουμε το όνομά τους και ζητάμε την πρεσβεία τους και τη μεσιτεία τους στον θρόνο του Θεού.

Σεσωσμένοι εκείνοι, αμαρτωλοί εμείς˙ μέσα στο Φως εκείνοι, στο σκοτάδι εμείς˙ γεμάτοι από ασθένειες ζητάμε από τους Αγίους μας την θεραπεία του σώματος και, σπανιότερα, την θεραπεία της ψυχής. Και οι Άγιοι, σαν φιλεύσπλαχνοι που είναι, μιμητές του ελεήμονος Θεού, μας δίνουν με απλοχεριά αυτά που έχουμε ανάγκη, μας συμπαρίστανται, μας ενισχύουν, μας θεραπεύουν. Κυρίως όμως μας συνιστούν τρία φάρμακα.

Το πρώτο φάρμακο είναι ο φόβος του Θεού.

"Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου" (Ψαλμ. 110,10), θα μας συστήσει ο ψαλμωδός της Αγίας Γραφής. Ο φόβος του Θεού προηγείται πάσης αρετής.

Για να πλησιάσουμε το Θεό,

για να υποβάλλουμε τα αιτήματά μας,

για να μας ακούσει και να μας χαρίσει αυτά που έχουμε ανάγκη,

θα πρέπει να μας διακρίνει ο φόβος, δηλαδή να αναγνωρίζουμε την παντοδυναμία Του, να Τον αποδεχόμαστε στην ζωή μας, να δεχόμαστε τις εντολές Του, να θυμόμαστε ότι είναι Κριτής ζώντων και νεκρών. Άλλωστε, για να αποκτήσει η ζωή μας αξία, θα πρέπει να βρισκόμαστε σ' αυτήν την κοινωνία με τον Θεό. "Τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας άνθρωπος" (Εκκλ. 12,13). Δεν μπορεί να βλασφημείς το όνομα του Θεού και συγχρόνως να ζητάς την θεραπεία σου, ούτε να Τον πλησιάζεις και να ζητάς το έλεος Του και συγχρόνως να ποδοπατείς τους ανθρώπους. Η ζωή σου θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε η επικοινωνία σου με τον Θεό να είναι ασφαλής και βεβαία, θα μας συστήσουν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.

Ένα δεύτερο φάρμακο είναι η προσευχή.

"Χρήζει ουν ο άνθρωπος εν παντί προσεύχεσθε και παρακαλείν τον Θεόν", είναι η προτροπή του Οσίου Ποιμένος. Είναι αυτό το οποίο μας διαβεβαίωσε ο Χριστός: "χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν". Η προσευχή δεν είναι μόνο τιμή για τον άνθρωπο, να επικοινωνεί δηλαδή με τον Παντοδύναμο Θεό, αλλά συγχρόνως προνόμιο και ευθύνη. Για να φτάνει στον θρόνο της Θείας Μεγαλωσύνης, θα πρέπει να συνοδεύεται με ταπείνωση, με απλότητα και με εμπιστοσύνη. Η προσευχή είναι αποτέλεσμα ακόμη του φόβου του Θεού. Αν δεν υπάρχει ο φόβος του Θεού δεν μπορεί η προσευχή μας να εισακουστεί από τον Θεό. Να γιατί ο Θεός πολλές φορές δεν ικανοποιεί τα αιτήματά μας, γιατί απλούστατα δεν διαθέτουμε ούτε φόβο Θεού, ούτε ευλάβεια.

Και το τρίτο φάρμακο είναι η αγάπη μας προς τον πλησίον.

Αγάπη ο Θεός, θέλει και εμείς να γίνουμε άνθρωποι αυτής της αγάπης. "Χριστός ο Κύριος τοις σύμπασι και οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού." (Ψαλμ. 144,9). Δίνει ο Θεός τα ελέη Του και σκορπά την αγάπη Του σε όλα τα δημιουργήματα. Αν ο άνθρωπος δεν διαθέτει αυτήν την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, δεν μπορεί ούτε να μιλά για τον Θεό, ούτε και να ζητά την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Αν δεν αποκτήσει "σπλάχνα οικτιρμών" και αν στο πρόσωπο του πλησίον δεν δει το πρόσωπο του Θεού, δεν θα Το δει ούτε στην Βασιλεία των Ουρανών.

Αυτά τα τρία φάρμακα, τα τόσο ισχυρά για την αμαρτωλή εποχή μας και την αποστασία, την αφοβία και την ασπλαχνία που κυριεύει όλους μας, μάς τα χαρίζουν οι Άγιοι Ανάργυροι, των οποίων την μνήμη εορτάζουμε. Διέθεταν φόβο Θεού, χρησιμοποιούσαν την προσευχή, αγαπούσαν ειλικρινά και χωρίς συμφέρον τον συνάνθρωπο. Γι' αυτό και ο Θεός τους χάρισε το χάρισμα της θαυματουργίας.

Άγιοι του Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών.




 πηγή 

Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ-ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥΣ-ΙΑΤΡΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ


Ἀρχιμ. Κύριλλου Κεφαλόπουλου
B.A. Hist., Th.M., Ph.D.


      Ὁ ἄνθρωπος ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει, ἰδίως στὴν σημερινὴ κοινωνία, πολλὰ προβλήματα, θλίψεις καὶ στενοχώριες ποὺ τὸν βασανίζουν, ἀρρώστιες καὶ πόνο ποὺ ταλαιπωροῦν τὴν σωματική του ὑγεία ὅσο καὶ τὴν ψυχοδιανοητική του ἰσορροπία.
      Ἡ Ἰατρικὴ ἐπιστήμη προσπαθεῖ μὲ φάρμακα καὶ μεθόδους θεραπείας νὰ ἰατρεύσει τὶς ἀρρώστιες ποὺ ταλαιπωροῦν τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἄλλες ἐπιστῆμες, ὅπως ἡ ψυχολογία καὶ ἡ ψυχιατρικὴ παλεύουν μὲ τὶς ψυχικὲς ἀσθένειες ποὺ ἰδίως σήμερα, φαίνεται νὰ ἀπασχολοῦν ὁλοένα καὶ περισσότερο τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὅμως, τὸ πρόβλημα τῆς ἀσθένειας καὶ τοῦ πόνου εἶναι πλατύτερο, μὲ πολλὲς διαστάσεις καὶ προεκτάσεις, σωματικές, πνευματικές, ψυχικές, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὶς καλύψουν πλήρως οἱ ἐπιστημονικὲς προσεγγίσεις, οἱ ὁποῖες συνήθως μένουν σὲ μία ἐπιφανειακὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων, ἀδυνατώντας νὰ εἰσέλθουν στὰ ἐνδότερα τῆς ψυχοπνευματικῆς διάστασης τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως.
       Ὁ πόνος καὶ οἱ ἀσθένειες μοιάζουν νὰ εἶναι βαθιὰ ριζωμένες καὶ ταυτισμένες μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Κύριος προειδοποίησε τοὺς μαθητές Του ὅτι ”ἐν τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε” (Ἰω. 16,33). Ὁ Ἀπ. Παῦλος διευρύνει τὴν ὕπαρξη τοῦ πόνου σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, ἡ ὁποία στενάζει καὶ συμπάσχει μὲ τὸν ἄνθρωπο (Ρωμ. 8,22). Παράλληλα ὅμως λέει ὅτι πρέπει καὶ μεῖς νὰ περάσουμε ἀπὸ τὸ στάδιο αὐτὸ τῶν θλίψεων- ”διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἠμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ” (Πράξ. 14,22).
       Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν καθαρτικὴ διαδικασία τοῦ πόνου, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, μὲ αὐτὴν τὴν ὀπτική, ὁ πόνος ἀποκτᾶ μία ἄλλη διάσταση λυτρωτική, ποὺ γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους μοιάζει ἀκατανόητη.
       Στὴν Π.Δ., ὅπου περιγράφεται ἡ πορεία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἡ ἱστορική του διαδρομὴ πέρασε ἀπὸ μεγάλες ἐθνικὲς καὶ θρησκευτικὲς περιπέτειες, ἀναφέρονται πρόσωπα ποὺ δοκιμάσθηκαν σκληρά.
        Ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ πόνος καὶ οἱ ἀσθένειες ἐμφανίζονται ταυτόσημες μὲ τὴν μοίρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κομμάτι ἀναπόσπαστό τῆς πτωτικῆς καταστάσεως ποὺ βίωναν οἱ πρωτόπλαστοι μετὰ τὴν ἐκδίωξή τους ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Μὲ λύπες καὶ στεναγμούς, μὲ κόπο καὶ ἀσθένειες θὰ εἶναι πλέον ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου (Γέν. 3,16-19). Ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζεται σκληρά, ὑποφέρει ὅλο του τὸ εἶναι. Ὁ πάσχων ἄνθρωπος βγάζει μία κραυγὴ ἀπελπισίας ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πονεμένη του καρδιά, μαζὶ μὲ ἕνα αἴσθημα πόνου καὶ ἐγκατάλειψης. Ὡστόσο, μέσα ἀπὸ τὴν δοκιμασία τῆς ἀσθένειας ἐντέλει δοκιμάζεται ὁ βαθμὸς τῆς πίστης μας, καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει καὶ θετικά, ὡς ἀφορμὴ μεταστροφῆς καὶ ἐνισχυτικό τῆς πίστεως.
       Ὁ Χριστὸς πάνω στὸν Σταυρὸ ὁδηγεῖται στὴν ταπείνωση καὶ τὸν θάνατο, σηκώνοντας  στοὺς ὤμους Του τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ ἁμαρτίες, μὲ τὸν ζωή Του καὶ τὸν θάνατό Του ὁ Χριστὸς γίνεται ὅλος μία θυσία ἐξιλέωσης καὶ λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπινου πόνου (Ἡσ. 53,2-12). Ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς πονεμένους καὶ τοὺς ἀρρώστους. Αὐτοὺς θέτει στὸ ἐπίκεντρο τῆς διακονίας Του – τυφλοὺς καὶ χωλοὺς ἐθεράπευσε, λεπροὺς καθάρισε, νεκροὺς ἀνέστησε (Ματθ. 11,5). Ὁ Κύριος σὲ ὅλους αὐτοὺς ἀπευθύνει πρόσκληση: ”δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς” (Ματθ. 11,28).
       Πολλὲς φορὲς ὁ Χριστὸς εἶχε μιλήσει καὶ προειδοποιήσει γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῶν πόνων καὶ τῶν θλίψεων, γιὰ τὸν σταυρὸ ποὺ πρέπει ὁ καθένας νὰ σηκώσει (Λκ. 9,23). Πρόκειται γιὰ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μέσα ἀπὸ πόνους καὶ θλίψεις θὰ περάσει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κερδίσει τὴν οὐράνιο Βασιλεία (Λκ. 9,23). Ὡστόσο, ὑπάρχει ἡ τελικὴ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ ὅτι ”ἐν τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε-ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον” (Ἰω. 16,33) καὶ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τοῦ Παρακλήτου ποὺ θὰ στηρίξει τοὺς πιστοὺς στὶς δύσκολες στιγμὲς (Ἰω. 16,13).
      Ἡ αἴσθηση τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων (σωματικῶν καὶ πνευματικῶν, ὅπως καὶ τῶν ἀσθενειῶν) ἀποκτοῦν γιὰ τὸν χριστιανὸ πνευματικὲς καὶ σωτηριολογικὲς διαστάσεις, καθὼς ἡ ἀσθένεια στὰ πλαίσια τῆς χριστιανικῆς πίστεως καθίσταται πηγὴ ὑπομονῆς καὶ παρηγορίας- ”εἴτε θλιβόμεθα, ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως(=παρηγορίας) καὶ σωτηρίας τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονὴ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἠμεῖς πάσχομεν…, ἡ ἐλπὶς ἠμῶν βεβαῖα ὑπὲρ ὑμῶν-εἰδότες ὅτι ὥσπερ κοινωνοὶ ἐστὲ τῶν παθημάτων, οὕτω καὶ τῆς παρακλήσεως” (Β’ Κορ.5,1-7).
      Μέσα ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ αὐτὴ ἀδυναμία, ὁ δοκιμαζόμενος καὶ θλιβόμενος χριστιανὸς ἀντλεῖ δύναμη, πίστη καὶ ἐλπίδα. Τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἐκφράζει ὁ Ἀπ. Παῦλος: ”ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται…ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμὶ” (Β’ Κορ. 12,9-10). Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται στὸν μεγάλο Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἠμῶν, τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ πόνους καὶ ἀσθένειες (πρβλ. εὐχὲς ὑπὲρ ὑγείας, μυστήριον εὐχελαίου). Μέσω τῆς ὀδυνηρᾶς ὁδοῦ ἡ πίστη δοκιμάζεται καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 5,3-8).
      Τὸ θεραπευτικὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ, μὲ τὰ πολλαπλὰ περιστατικὰ στὴν Κ.Δ. τῶν θαυματουργικῶν ἰάσεων ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Κύριος, πάντοτε ὡς συνέχεια καὶ ἐπακόλουθό της ἰσχυρᾶς πίστεως τῶν ζητούντων τὴν θεραπεία, λειτουργοῦσε ὡς ἐνισχυτικό της πίστεως τῶν ἀνθρώπων καὶ ὡς σημεῖο τῆς παρουσίας τῆς θείας χάριτος ἀνάμεσα στὸν κόσμο. Τὸ θεραπευτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνέχισαν μέσα στὴν Ἐκκλησία οἱ Ἀπὸ-στόλοι καὶ οἱ Ἅγιοι, ἰδίως ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔλαβαν τὴν προσωνυμία Ἀνάργυροι.
       Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀναγνωρίζει εἴκοσι Ἁγ. Ἀναργύρους, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας σπουδάσει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, συνδύασαν τὸ θεραπευτικὸ ἔργο μὲ τὴν διάδοση τῆς πίστεως στὸν Χριστό, τὴν παροχὴ ἰατρικῶν ὑπηρεσιῶν, μὲ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν πρόνοια γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀφοῦ προσέφεραν τὶς γνώσεις τους χωρὶς νὰ λαμβάνουν ἀμοιβὴ (ἄνευ ἀργυρὶ-ου, γι’ αὐτὸ ὀνομάσθηκαν ἀνάργυροι). Κάποιοι ἐξ αὐτῶν εἶναι περισσότερο γνωστοί, ἄλλοι ὄχι ἰδιαιτέρως γνωστοὶ στοὺς πιστούς, ὅλοι τους ὅμως ἀνεξαιρέτως ἀνεδείχθησαν φορεῖς τῆς θείας χάριτος, ἀξιοποιώντας τὶς γνώσεις τους καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, θεραπεύοντας τὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ἐπουλώνοντας τὰ ψυχικὰ τραύματα, ἐνισχύοντας τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀσθενεῖς συνανθρώπους στὴν ἀσθένειά τους, στὴν δοκιμασία τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπομονῆς τους, ἀκολουθώντας τὸ εὐαγγελικὸ ”δωρέαν λάβετε, δωρεὰν δότε”, καὶ ἐνεργώντας πάντοτε πρὸς δόξαν καὶ ἔπαινον τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὺς τοὺς Ἰατροὺς Ἁγ. Ἀναργύρους τῆς Ἐκκλησίας μας θὰ προσπαθήσουμε νὰ πλησιάσουμε καὶ νὰ γνωρίσουμε.
      Οἱ γνωστότεροι ἀπὸ τοὺς Ἁγ. Ἀναργύρους εἶναι τὰ ἀδέλφια Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός. Μὲ τὰ ὀνόματα αὐτὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ τρία ζεύγη ἀδελφῶν ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας. Τὴν 1η Ἰουλίου ἑορτάζουν οἱ καταγόμενοι ἀπὸ τὴν Ρώμη ἀδελφοὶ Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, ἰατροὶ στὴν ἐπιστήμη, ποὺ ἔζησαν στοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νέρωνος. Οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς προσέφεραν δωρεὰν τὶς ἰατρικὲς τοὺς ὑπηρεσίες σὲ ὅλους καὶ ὅπου δὲν ἀρκοῦσε ἡ ἐπιστήμη, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ἐθεράπευαν τοὺς ἀσθενεῖς.. Ἡ φήμη τους ἐξαπλώθηκε καὶ ἀπὸ φθόνο ἄλλοι ἰατροὶ τοὺς κατήγγειλαν ὡς χριστιανούς. Ὅταν ὅμως ἀφέθησαν ἐλεύθεροι νὰ ἐξασκοῦν τὴν ἰατρική, τότε κάποιος ἄλλος ἰατρὸς τοὺς ὁδήγησε μὲ δόλο σὲ κάποιο ὅρος νὰ μαζέψουν δῆθεν φαρμακευτικὰ βότανα καὶ ἐκεῖ τους κατακρήμνισε
      Τὴν 1η Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἕνα ἄλλο ζεῦγος ἀδελφῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, ὁμοίως ὀνομαζομένων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, καταγομένων ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία. Ἡ μητέρα τους, Θεοδότη, ἔμεινε χήρα ἀπὸ νωρίς, καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν της. Οἱ δύο ἀδελφοὶ Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς σπούδασαν καὶ διακρίθηκαν στὴν ἰατρική, ἐξασκώντας τὴν ἐπιστήμη τους ὡς διακονία καὶ προσφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, συνδυάζοντας τὴν θεραπεία τῶν σωμάτων μὲ τὴν χριστιανικὴ φροντίδα τῶν ψυχῶν. Ἀμοιβὴ δὲν δέχονταν, διότι ἀνέμεναν τὴν οὐράνιο ἀνταμοιβή. Ἐκοιμήθησαν ἐν εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.
      Τρίτο ζεῦγος Ἁγ. Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τρία ἀδέλφια τοὺς Λεόντιο, Ἄνθιμο καὶ Εὐπρέπιο, κατήγοντο ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Τὰ πέντε ἀδέλφια διακρίθηκαν γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες τους καὶ τὸν χριστιανικό τους ζῆλο ποὺ πολλοὺς προσείλκυσαν στὴν πίστη. Καταγγέλθηκαν ὡς χριστιανοί, συνελήφθησαν κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ θανατώθηκαν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν πέντε ἀδελφῶν τὴν 17η Ὀκτωβρίου.
      Ἕνα ἄλλο ζεῦγος Ἁγ. Ἀναργύρων, οἱ ἅγ. Κῦρος καὶ Ἰωάννης, μαρτύρησαν ἐπίσης στὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ὁ Κύρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, καὶ ὁ Ἰωάννης  ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ὁ ἅγ. Κῦρος ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε στὴν Ἀραβία γιὰ νὰ μονάσει. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα. Ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε καὶ προσείλκυσε κοντὰ του τὸν Ἰωάννη ποὺ ἔμεινε μαζί του μονάζοντας στὴν ἴδια μονή. Στὴν διάρκεια τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, οἱ ἅγ. Κύρος καὶ Ἰωάννης ἄφησαν τὴν ἔρημο καὶ ἔσπευσαν νὰ ἐνθαρρύνουν τὶς συλληφθεῖσες Χριστιανὲς γυναῖκες νὰ ἀντέξουν τὸ μαρτύριο. Συνελήφθησαν καὶ μαρτύρησαν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας φρόντισε γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τῶν δύο ἁγίων καὶ ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῆ ναὸ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου πολλοὶ χριστιανοὶ καὶ εἰδωλολάτρες προσήρχονταν προσκυνητὲς καὶ ἐθεραπεύονταν θαυματουργικὰ ἀπὸ τοὺς Ἁγ. Ἀναργύρους Κῦρο καὶ Ἰωάννη. Ἡ μνήμη τους τιμᾶται τὴν 31η Ἰανουαρίου.
       Στὴν ὁμάδα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων ἀνήκει ὁ Ἅγ. Τρύφων (1η Φεβρουαρίου), ἀπὸ τὴν Λάμψακο τῆς Φρυγίας, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ δὲν ἦταν ἰατρός, εἶχε τὸ θεῖο χάρισμα νὰ θεραπεύει ἀσθένειες. Ἡ φήμη του ἔφθασε ὡς τὸν αὐτοκράτορα Γορδιανό, ποὺ τὸν κάλεσε στὴν Ρώμη νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη του. Ὁ ἅγ.Τρύφων τὴν γιάτρεψε, ἀρνήθηκε ὅμως τὶς βασιλικὲς τιμὲς καὶ τὰ δῶρα, καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Ἀργότερα, κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Δεκίου ὁ ἅγ. Τρύφων συνελήφθη, βασανίσθηκε, καὶ ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος. Ἡ θαυματουργὸς χάρη τοῦ ἁγ. Τρύφωνος ἐπεκτείνεται ὄχι μόνον στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν φύση, τὰ ζῶα, τοὺς ἀγρούς, τὶς καλλιέργειες, καὶ γι’ αὐτὸ οἱ καλλιεργητὲς τὸν ἐπικαλοῦνται γιὰ νὰ προστατεύσει τὰ ζῶα καὶ τὶς σοδιές.
       Στὶς 6 Φεβρουαρίου ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὸν μάρτυρα Ἰουλιανό, ὁ ὁποῖος, ἰατρὸς στὴν ἐπιστήμη, καταγόμεσος ἀπὸ τὴν Ἔμεσα τῆς Συρίας, ὅταν εἶδε τὸν ἐπίσκοπο της πόλεως Σιλουανὸ νὰ ὁδηγεῖται στὸ μαρτύριο, ἔσπευσε νὰ τὸν ἐνισχύσει, καὶ ἀμέσως συνελήφθη καὶ θανατώθηκε (τέλη 3ου αἰ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ).
      Στὶς 11 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὸν ἱερομάρτυρα Μώκιο, ἐκ Ρώμης καταγόμενον καὶ ἀπὸ εὐγενικὴ γενιά, ἱερέα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀμφίπολης τῆς Μακεδονίας. Τὰ κηρύγματά του κατὰ τῶν εἰδώλων καὶ οἱ προτροπὲς στοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς εἰδωλολατρικὲς ἑορτές, τὸν ἔφεραν ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ἀνθύπατο Λαοδίκιο, ποὺ τὸν κάλεσε δημοσίως νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Μώκιος ἀντιθέτως ἀνέτρεψε τὸν εἰδωλολατρικὸ βωμό. Συνελήφθη, ἐρρίφθη σὲ κάμινο μὲ ἀσβέστη καὶ ἐξῆλθε ἀβλαβής. Ἀργότερα, ἐρρίφθη σὲ ἄγρια θηρία νὰ τὸν κατασπα-ράξουν, ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Χάρις τοῦ Ὑψίστου τὸν προστάτευσε. Ὁδηγήθηκε δέσμιος στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν. Αὐτὰ συνέβησαν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ αὐτοκράτορος, μεγάλου διώκτου τῶν χριστιανῶν. Στὴν Κων/πολη ὁ Μέγας Κων/νος ἀνήγειρε μεγαλοπρεπὴ ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ ἱερομάρτυρος Μωκίου, ὅπου ἐναπέθεσε τὸ τίμιον λείψανον αὐτοῦ.
      Στὶς 20 Μαΐου, μνήμη τοῦ μάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ Θαλλελαίου, ἀπὸ τὸν Λίβανο, ἰατροῦ στὸ ἐπάγγελμα. Σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν συνελήφθη, καὶ τὸν κρέμασαν ἀνάποδα ἀπὸ τοὺς ἀστραγάλους, καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.
      Στὶς 27 Ἰουνίου ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὸν ὅσιο Σαμψῶν τὸν Ξενοδόχο, καταγόμενο ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Κων/πολη, ὅπου ὡς ἱερέας καὶ ἰατρὸς ἀνέπτυξε μεγάλο φιλανθρωπικὸ ἔργο. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἔκτισε μεγάλο ξενώνα γιὰ τοὺς ξένους, τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς τῆς Βασιλεύουσας, καὶ ὅρισε τὸν ὅσιο Σαμψῶν ὑπεύθυνο γιὰ τὴν διαχείριση τοῦ ξενώνα (ἐξ οὗ καὶ ὀνομάσθηκε ”ξενοδόχος”).
      Στὶς 26 Ἰουλίου, στὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας, ὅταν συνελήφθη ὁ ἅγ. Παντελεήμων καὶ ρωτήθηκε ποιὸς τὸν εἶχε  κατηχήσει στὸν χριστιανισμό, ὀνομάτισε τὸν ἱερέα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νικομήδειας Ἐρμόλαο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
       Στὸν ἴδιο διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, συνελήφθη καὶ ὁ μεγαλομάρτυς καὶ ἰαματικὸς Παντελεήμων. Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Νικομήδεια τῆς Μ. Ἀσίας, ἀπὸ πατέρα ἐθνικὸ καὶ μητέρα χριστιανή. Νωρὶς ἔχασε τὴν μητέρα του, ἀλλὰ κατόρθωσε νὰ ὁλοκληρώσει τὶς ἐγκυκλίους σπουδὲς καὶ νὰ μάθει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ὁ ἱερέας Ἐρμόλαος τὸν κατήχησε καὶ τὸν βάπτισε χριστιανό. Ὁ ἅγ. Παντελεήμων παρεῖχε τὶς ἰατρικὲς του ὑπηρεσίες στοὺς φτωχούς της Νικομήδειας. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θεραπεύει θαυματουργικά τους τυφλούς. Ὅταν συνελήφθη ὠμολόγησε ἔμπροσθέν του Διοκλητιανοῦ ὅτι ἐπιτελεῖ θαυματουργικὲς ἰάσεις μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἅγιο μὲ σίδηρα τοῦ ξεσκισαν τὰ πλευρά, μὲ ἀναμμένες λαμπάδες τοῦ ἔκαυσαν τὶς πληγές, τὸν ἔριξαν σὲ καυτὸ λέβητα καὶ σὲ ἄγρια θηρία, καὶ ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν διέσωσε θαυμαστῶς, ὁ ἅγ. Παντελεήμων μαρτύρησε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ στὶς 27 Ἰουλίου.
       Ἡ πολύπαθος Ἐκκλησία τῆς Νικομήδειας, ἕδρα τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ καὶ μεγάλου διώκτου τῶν χριστιανῶν, προσέφερε χιλιάδες μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, μεταξὺ αὐτῶν  καὶ τοῦ ἁγ. Ἀνικήτου (12 Αὐγούστου), ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει τὶς πράξεις τοῦ Διοκλητιανοῦ. Συνελήφθη καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, βασανίσθηκε καὶ κάηκε στὴν πυρά.
      Ἐπίσης, στὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, μαρτύρησε ὁ μάρτυς Διομήδης (20 Αὐγούστου), ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ἰατρὸς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ θεράπευε τὶς σωματικὲς ἀσθένειες καὶ γαλήνευε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων διαδίδοντας τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐγκαταστάθηκε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας ὡς ἰατρὸς καὶ διδάσκαλος τῆς πίστεως. Ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε τὴν σύλληψή του. Οἱ στρατιῶτες τὸν βρῆκαν ἤδη νὰ ἔχει παραδώσει τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, καὶ ἀφοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή του ἀπὸ τὸ ἄψυχο σῶμα, τὴν μετέφεραν στὸν Διοκλητιανό.
       Αὐτοὶ οἱ εἴκοσι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν τὴν ἱερὰ χορεία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, τῶν Ἰατρῶν-Ἁγίων της Ἐκκλησίας μας. Στὶς 17 Ὀκτωβρίου ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ συνολικά τους Ἁγίους Ἀναργύρους (Σύναξη τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων).
      Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία ἔχει κατατάξει ἀνάμεσα στοὺς Ἁγίους Της καὶ γυναῖκες-ἰατρούς, ὅπως οἱ ἅγιες γυναῖκες Ζηναΐς καὶ Φιλονίλλα (11 Ὀκτωβρίου), ἀδελφὲς ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, οἱ ὁποῖες ἀναργύρως θεράπευαν μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς θείας χάριτος.
      Ὅλοι οἱ Ἅγ. Ἀνάργυροι ἀποτελοῦν ὑποδείγματα πίστεως, χριστιανικῆς μαρτυρίας, ἀλλὰ καὶ ἐπιστημονικῶν γνώσεων, τὶς ὁποῖες ἀνεγνώριζαν ὡς δωρεὰ Κυρίου καὶ τὶς ἀξιοποιοῦσαν πρὸς ὄφελος τῶν φτωχῶν, τῶν ἀσθενῶν, τῶν πονεμένων, καὶ ὄχι γιὰ προσωπικὸ ὄφελος χρηματικὸ ἢ δόξα καὶ φήμη. Τὶς γνώσεις, τὶς πράξεις τους, ὅλες τους τὶς ἐνέργειες τὶς καθοδηγοῦσε ὁ Κύριος καὶ τὰ πάντα ἔκαναν γιὰ τὴν δόξα τῆς πίστεως καὶ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Κριτήριό τους δὲν  ἀποτελοῦσε ἡ ἐφήμερη δόξα ἢ ὁ ἀνθρώπινος ἔπαινος, ἀλλὰ ἡ αἰωνιότητα. Τὸ ἀκόλουθο τροπάριο συμπυκνώνει τὸ νόημα τῆς ἀποστολῆς τους καὶ τῆς ἰδιαιτέρας κλήσεως ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο.
      ”Πηγὴν ἰαμάτων ἔχοντες, ἅγιοι Ἀνάργυροι, τὰς ἰάσεις παρέχετε πάσι τοῖς δεομένοις, ὡς μεγίστων δωρεῶν ἀξιωθέντες, παρὰ τῆς ἀενάου πηγῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Φησὶ γὰρ πρὸς ὑμᾶς ὁ Κύριος, ὡς ὁμοζήλους τῶν Ἀποστόλων-ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε αὐτὰ ἐκβάλλειν, καὶ θεραπεύειν πάσαν νόσον καὶ πάσαν μαλακίαν. Διὸ τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ καλῶς πολιτευσάμενοι, δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν παρέχετε, ἰατρεύοντες τὰ πάθη τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν.”
το είδαμε εδώ

Πώς θανατώθηκαν οι Απόστολοι


 Ο μόνος απόστολος που η Αγία Γραφή αναφέρει το θάνατό του είναι ο Ιάκωβος (Πράξεις 12:2). Ο βασιλιάς Ηρώδης θανάτωσε τον Ιάκωβο «με μάχαιρα» - πιθανώς αναφέρεται στον αποκεφαλισμό. Οι συνθήκες του θανάτου των άλλων αποστόλων μπορούν να γίνουν γνωστές μόνο από την εκκλησιαστική παράδοση, έτσι δεν πρέπει να δίνουμε πολύ βάρος σε άλλες θεωρίες.
 Η πιο κοινά αποδεκτή εκκλησιαστική παράδοση -όσον αφορά το θάνατο ενός αποστόλου- είναι ότι ο Απόστολος Πέτρος σταυρώθηκε, ανάποδα σε έναν σταυρό σε σχήμα χ, στη Ρώμη, εκπληρώνοντας την προφητεία του Ιησού (Κατά Ιωάννη 21:18). Ακολουθούν μερικές από τις πιο δημοφιλείς «παραδόσεις» όσον αφορά το θάνατο άλλων αποστόλων.
Апостол Петр
Ο Απ. Ματθαίος υποφέροντας μαρτυρικά στην Αιθιοπία, σκοτώθηκε με σπαθί. 
Ο Απ.Ιωάννης αντιμετώπισε μαρτύριο όταν έβρασε σε μια τεράστια δεξαμενή με βραστό λάδι στη διάρκεια ενός κύματος διωγμών στη Ρώμη. Ωστόσο, ελευθερώθηκε θαυματουργικά από το θάνατο. Τότε εξορίστηκε στο νησί της Πάτμου. Έγραψε το προφητικό του Βιβλίο της Αποκάλυψης στην Πάτμο. Ο Απόστολος Ιωάννης ελευθερώθηκε αργότερα και γύρισε στη σημερινή Τουρκία. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία, ο μόνος απόστολος που πέθανε ειρηνικά.
Ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Ιησού (επίσημα δεν ήταν απόστολος), ο ηγέτης της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, ρίχτηκε από πάνω από εξήντα μέτρα από τον νοτιοανατολικό πύργο του Ναού όταν δεν δέχτηκε να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Όταν ανακάλυψαν ότι επέζησε της πτώσης, οι εχθροί του τον χτύπησαν μέχρι θανάτου μ` ένα ρόπαλο. Αυτός ήταν ο ίδιος πύργος που ο Σατανάς είχε πάρει τον Ιησού στη διάρκεια των πειρασμών.
Ο Απ.Βαρθολομαίος, επίσης γνωστός ως Ναθαναήλ, ήταν ιεραπόστολος στην Ασία. Έδινε μαρτυρία στη σημερινή Τουρκία και μαρτύρησε για το κήρυγμά του στην Αρμενία,όπου μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο  Το άγιο λείψανο του οι χριστιανοί το έβαλαν μέσα σε μια πέτρινη θήκη και το έκρυψαν στην Ουρβανούπολη.
Святые апостолы Варфоломей и Варнава
Ο Απ.Φίλιππος  στην Ιεράπολη της Φρυγίας μια μέρα που δίδασκε, μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν κι αφού τον βασάνισαν σκληρά, τον οδήγησαν στους άρχοντες. Μια ψευτοδίκη κατέληξε στην απόφαση ο απόστολος να θανατωθεί. Οι δήμιοι, που περίμεναν, άρπαξαν τον Φίλιππο, του έδεσαν τους αστραγάλους και τον κρέμασαν σ' ένα δένδρο με το κεφάλι προς τα κάτω. 
Ο Απ. Ανδρέας σταυρώθηκε σε ένα σταυρό σε σχήμα χ στην Ελλάδα. Αφού τον μαστίγωσαν επτά στρατιώτες, έδεσαν το σώμα του στο σταυρό με σχοινιά για να παρατείνουν την αγωνία του. Οι ακόλουθοί του ανέφεραν ότι, όταν οδηγήθηκε στο σταυρό, ο Αντρέας χαιρέτησε με αυτά τα λόγια: «Περίμενα πολύ αυτή τη χαρούμενη ώρα. Ο σταυρός έχει καθαγιαστεί από το σώμα του Χριστού που κρεμάστηκε πάνω του». Συνέχισε να κηρύττει στους βασανιστές του για δυο μέρες έως ότου πέθανε.
 Ο Απόστολος Θωμάς σουβλίστηκε με λόγχη στην Ινδία στη διάρκεια ενός ιεραποστολικού ταξιδιού του για να ιδρύσει την εκκλησία εκεί.
 Ο Ματθίας, ο απόστολος που επιλέχτηκε για να αντικαταστήσει τον προδότη Ιούδα Ισκαριώτη, λιθοβολήθηκε και μετά αποκεφαλίστηκε.
 Ο Απόστολος Παύλος βασανίστηκε και μετά αποκεφαλίστηκε από τον κακό Αυτοκράτορα Νέρωνα στη Ρώμη το 67 μ.Χ. Υπάρχουν παραδόσεις όσον αφορά τους άλλους αποστόλους επίσης, αλλά καμιά δεν έχει αξιόπιστη ιστορική ή παραδοσιακή υποστήριξη.
Апостол Павел
Άγιος Σίμων ο Ζηλωτής ΕΔΩ
Δεν είναι τόσο σημαντικό πώς πέθαναν οι απόστολοι. Αυτό που είναι σημαντικό είναι το γεγονός ότι όλοι ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για την πίστη τους. Αν ο Ιησούς δεν είχε αναστηθεί, οι μαθητές θα το ήξεραν. Κανείς δεν θα πέθαινε για κάτι που ήξερε ότι είναι ψέμα. 
Το γεγονός ότι όλοι οι απόστολοι ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν φριχτά, αρνούμενοι να αποκηρύξουν την πίστη τους στο Χριστό, είναι ακλόνητη απόδειξη ότι είχαν γίνει πραγματικά μάρτυρες της ανάστασης του Ιησού Χριστού.

Λόγος εἰς τὴν ἀνακομιδὴν λειψάνων π. Γερβασίου





«Καί τήν ράβδον... λαβέ ἐν τῇ χειρί σου καί πορεύσῃ... καί πατάξεις τήν πέτραν, καί ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καί πίεται ὁ λαός» (Ἐξοδ. 17, 5-6).
Δοξολογίαν ἀναπέμπομε σήμερον πρός τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἐχάρισε στόν Ὀρθόδοξο Λαό του, ἄνδρα πλήρη πνεύματος καί χάριτος οὐρανίου, ὅστις ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἔλαμψεν ὡς ἀστήρ καί λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν τῆς τοῦ Κυρίου φωτοφόρου Καθέδρας, τῆς μιᾶς δηλαδή, ἁγίας, καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς του Ἐκκλησίας.

Γονυπετεῖς προσκυνοῦμε τόν Τάφο, τήν Ἁγία Κάρα καί τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τῶν Πατρέων Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε ἐνταῦθα ἐξ ἄλλης Βησθαΐδά, τῆς ἁγιοτόκου δηλονότι γῆς τῆς Ἀρκαδίας, τόν μιμητή τῶν Ἀποστόλων, Γερβάσιον τόν ἀοίδιμο τοῦ Κυρίου θεράποντα.

Χρέος ἱερό καί καθῆκον ἅγιο ἐκπληροῦμε σήμερον πρός τόν στοργικό πατέρα καί διδασκάλο, τόν ἐπί δεκαετίας πνευματικῶς γεωργήσαντα καί ἱεραποστολικῶς κλεΐσαντα καί πνευματικῶς τόν Ἱερόν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου ἐν Πάτραις, ὑπέρ τοῦ ὁποίου πολλά ἐμόγησεν.

Τιμή ἀποδίδομε πρός τόν ἁπλοῦν καί σεμνό, τόν μαθητή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τόν λιτό καί ἀσκητικό, τόν γλυκύ καί αὐστηρό, τόν ἀκριβῆ τηρητήν τῶν Ἀποστολικῶν καί Ἑλληνορθόδοξων παραδόσεων, τόν ἐμπνευσμένο, τόν πρωτοποριακό καί ρηξικέλευθο ἀναγεννητή τῆς αὐστηρᾶς καί ἁγίας λειτουργικῆς μας παραδόσεως, τόν γενναῖο καί ταλαντοῦχο πνευματικό, ὁ ὁποῖος συνεκίνει μέ τήν ἁπλουστάτη παρουσία του καί ἐνέπνεε μέ τήν πυρφόρο μορφή του.

Εὐγνωμοσύνη προσφέρομε πρός τόν ποικίλοις χαρίσμασι κεκοσμημένον, τόν ὡς ἥλιον λάμψαντα καί τήν γῆν τῶν Πατρῶν οὐρανώσαντα, τόν τάς ψυχάς πυρί τοῦ πνεύματος φλογίσαντα καί τάς καρδίας τῇ δρόσῳ τῇ οὐρανίῳ δροσίσαντα, τόν ἀνάργυρο, τόν ἀκτήμονα πλήν ὅμως μέγα ἐλεήμονα, τόν ἐπίγειον ἄγγελο καί θερμουργό λειτουργό τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τόν μύστη τοῦ Λόγου, τόν φλογερό καί ἀσυμβίβαστο ἱεροκήρυκα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου σύνθημα ἀγωνιστικό ἦτο τό λόγιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «τόν γάρ ἄρχοντα παντός λαμπτῆρος λαμπρότερον εἶναι δεῖ καί βίον ἔχειν ἀκηλίδωτον, ὥστε πάντας πρός ἐκεῖνον ὁρᾷν καί πρός τόν αὐτοῦ βίον τόν οἰκεῖον χαρακτηρίζειν» (Ὁμιλία εἰς τήν Πρός Τιμόθ. PG 62. 547)

Εὐχαριστίαν ἐκ βάθους καρδίας ἐκφράζομε πρός τόν ζηλωτή πρεσβύτερο, τόν ἱδρυτή τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων ἐν Ἑλλάδι, τόν παπά τῆς φτωχολογιᾶς, τόν προστάτη τῶν προσφύγων, τόν ἐν καιροῖς δυσχειμέροις πρωτοσύγκελλο καί πρωτέκδικο τοῦ μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου, τόν κατ’ ἴχνος τόν Χριστό ἀκολουθήσαντα, τόν γενναῖον τῇ ψυχῇ, τόν ἰσχυρόν τῷ φρονήματι, τόν τῇ πίστει ἀκλόνητον, τόν ἀνεπανάληπτο ἱερουργό τῶν τοῦ Θεοῦ ἱερῶν Μυστηρίων, τόν ἱδρυτή τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Πατρῶν, τῆς Σχολῆς Βιοτεχνίας καί Χειροτεχνίας, τῆς Σχολῆς Ἀναλφαβήτων ἐν Πάτραις, νηπιαγωγείου, παιδικῶν κατασκηνώσεων κλπ. (πρωτοποριακές κινήσεις γιά τήν ἐποχή του), μέγαν εὐεργέτη τῆς πόλεως καί τῆς κοινωνίας τῶν Πατρῶν.

Πάντες εὐλαβῶς ὑποκλινόμεθα ἐνώπιον τοῦ γνησίου Ἕλληνος Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ, «εἰς τήν καρδίαν τοῦ ὁποίου ἤσκει μεγίστην γοητείαν ἡ Ἑλληνική Πατρίς, ὥστε νά προσληφθῇ κατόπιν αἰτήσεώς του κατά τήν θρυλικήν ἐξόρμησιν τοῦ 1912-13, ὡς ἐθελοντής στρατιωτικός Ἱερεύς εἰς τήν στρατιάν τῶν Εὐζώνων. Καί ἠγωνίσθη πορευόμενος μετά τῶν ἀετοπόδων αὐτῶν τέκνων τῆς Ἑλλάδος, ἀνερχόμενος εἰς δυσπροσίτους ὀροσειράς καί εἰς πολυνέκρους συγκρούσεις, τρέχων πολλάκις εἰς τήν πρώτην γραμμήν τοῦ πυρός, διά νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του —Θείαν Μετάληψιν, ἱεράν ἐξομολόγησιν— εἴς τινα ἑτοιμοθάνατον εὔζωνον» (Μητροπολίτης πρώην Ὕδρας Ἱερόθεος Τσαντίλης).

Γόνυ ψυχῆς καί σώματος κλίνωμεν ἐνώπιον τοῦ πεπυρωμένου θείῳ ἔρωτι ἡγιασμένου Γέροντος, διά τόν ὁποῖον ἰσχύουν κατά πάντα οἱ λόγοι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος θέλει τόν Ἱερέα:

α) Πατέρα,

β) Διδάσκαλον,

γ) Ἰατρόν, καί

δ) Κυβερνήτην.

Ὂντως ὁ π. Γερβάσιος ἀνεδείχθη Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἠγάπησεν ὑπερβαλλόντως τά τέκνα του καί ἠγωνίσθη προκειμένου νά τά προστατεύσῃ ἐκ τῶν προβατοσχήμων λύκων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδή καί τῆς μανίας τοῦ πολεμήτορος ἐχθροῦ.

Ὡς πατήρ ἐχρησιμοποίησε ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του ἐν ἀγάπῃ, αὐστηρότητι παιδαγωγικῇ καί δικαιοσύνῃ. «Ὁ Ἱερεύς βιώνει ἕνα μαρτύριο, καθ’ ὅτι διά τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, βυθίζεται στόν ὠκεανό τόν ἀνθρωπίνων παθημάτων» (Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 253).

Ἐπόνεσε ὁ π. Γερβάσιος καί ἔκλαυσε μέ τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τούς ἐστήριξε στήν ἀδυναμία καί στήν ταλαιπωρία τους, στήν ἀνεργία, στήν ἀνέχεια, ἀλλά καί χάρηκε ὁλόψυχα στήν χαρά τους. Ἄκουσε ἐπί ὧρες τίς ἀγωνίες τῶν νέων, ξενύχτησε προσευχόμενος γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτό καί σήμερα τά ἄκγονα αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ τοῦ προσφέρουν τά ἀντίδωρα τῆς υἱϊκῆς τους ἀγάπης.

Τί νά εἴπωμε περί τῆς ἰδιότητός του ὡς διδασκάλου τῶν ὑπό Θεοῦ ἀποκεκαλυμμένων ἀληθειῶν; Ὁ τρόπος του γλυκύς, πειστικός καί ὁ λόγος του τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν, συγκλονιστικός, ἀποφασιστικός, ἐπαναστατικός, μετάδοση φωτός καί πυρός, ἀφοῦ ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ πλέον οὐσιώδης ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἀσπαζόμεθα σήμερον τά Λείψανα τοῦ σοφωτάτου πνευματικού ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποίησε τά ἀπαραίτητα πνευματικά ἐπιθήματα κατά περίπτωση, ὥστε καί τόν πόνο νά ἁπαλύνῃ καί τό τραῦμα νά ἐπουλώνῃ καί τήν θεραπεία νά ἐπιφέρῃ.

Καταφιλοῦμε τά ἅγια χέρια, τοῦ στιβαροῦ οἰακοστρόφου τῆς Ἱερᾶς Νηός, τήν ὁποία ὡδήγησε εἰς εὐδίους λιμένας.

Κλῆρος καί Λαός, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, ἐπαναλαμβάνομε ὅ,τι ἠκούσθη μυριόστομο ἐν Πάτραις, κατά τήν ὥρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του, πρό πεντήκοντα ἐτῶν, ἐν τῷ Ἱερῷ καί πανσέπτῳ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου Ναῷ: «Ἅγιος! Ἅγιος! Ἅγιος!». Ὡς ἅγιος τιμᾶται στή συνείδηση Κλήρου καί Λαοῦ.
Ἀλήθεια ἀδελφοί μου, αὐτά δέν εἶναι τά στοιχεῖα που συνθέτουν τήν ζωή ἑνός ἁγίου; Ἡ ζέουσα πίστη δηλαδή, ἡ θυσιαστική ἀγάπη, ἡ προσευχή, ἡ βιωματική ἐμπειρία, τό ἐνάρετον, συνελόντ’ εἰπεῖν, κατά πάντα τοῦ ἤθους του καί τῆς πολιτείας του; Ἀκόμη, ἡ μαρτυρία τοῦ Λαοῦ, ἀλλά καί ἡ θεοσημία, ἀφοῦ Κύριος ὁ Θεός ηὐδόκησε νά φανῇ ὁ τύπος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντός κορμοῦ δένδρου (ὁ πρῶτος καί μοναδικός ἀχειροποίητος Σταυρός πού πανορθοδόξως προσκυνεῖται), τό ὁποῖο ἐφύτευσε ὁ μακαριστός Γέροντας στόν χῶρο τῆς παιδικῆς ἐξοχῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιού Πατρῶν;

Περί τῆς ἁγιότητος τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ διδασκάλου καί ὁδηγοῦ τοῦ Λαοῦ τῆς Ἀποστολικῆς πόλεως τῶν Πατρῶν μαρτυρεῖ καί ἡ δοκιμασία, πού προσετέθη ἐκ τῆς συκοφαντίας τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πλανηθέντες ὑπό τοῦ διαβόλου ὡδήγησαν τόν ἀοίδιμον π. Γερβάσιον εἰς ὀδύνην τήν ὁποίαν ἐν εὐχαριστίᾳ πρός τόν Θεόν καί ἐν γαλήνῃ ψυχῆς διεξῆλθε. Ἀλλά πάντα ταῦτα, διά νά λάμψῃ περισσότερον ἡ ἀλήθεια καί νά φωτισθῇ ἔτι πλέον ἡ προσωπικότης καί τό ἔργον τοῦ ἀοιδίμου ἱεραποστολικοῦ ἀνδρός, καί νά δειχθῇ ἡ μεγάλη ἀγάπη καί τιμή τοῦ Λαοῦ πρός αὐτόν. Ἐξ ἄλλου «ὁ γευθείς πνεύματος Χριστοῦ δέν δύναται νά ἀποφύγῃ τήν συνάντησιν μετά τοῦ ὠκεανοῦ τῶν θλίψεων καί τῶν δυστυχιῶν. Οὗτος συμμετέχει εἰς τήν προσευχήν τοῦ Κυρίου, ὅστις ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό ὑπόδειγμα’ (Ἰω. ιγ’ 15)»(Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 367).

Ὁ π. Γερβάσιος ὑπῆρξε διωκόμενος ἐκ τῆς νηπιακῆς αὐτοῦ ἡλικίας, πρῶτον ὑπό τῆς δυστρόπου μητρυιᾶς του. Διώκεται ἀκόμη ἀπό τήν πτωχεία, τήν στέρηση,τήν γυμνότητα. Διατρέχει πεζοπορῶν τήν ἀπόσταση ἀπό τήν Γορτυνία ἕως τήν Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας, ὅπου στό ἐκεῖ Σχολαρχεῖο διαπρέπει ὡς μαθητής, καί διά τοῦτο φθονεῖται, συκοφαντεῖται δεινῶς καί διώκεται. Δεδιωγμένος φθάνει στήν Μονή Γηροκομείου Πατρῶν, προστατευόμενος ὑπό τοῦ συντοπίτου του λαμπροῦ Ἱεράρχου Ἱεροθέου (τοῦ Μητροπούλου). Ἀλλά καί αὐτός φεύγει γιά τόν οὐρανό ἐνωρίς πρός μεγίστην ὀδύνη τοῦ νεαροῦ τότε Γεωργίου (Ἔτσι ἦτο τό κατά κόσμον ὄνομά του). Ὅταν ἀργότερα, Ἱερομόναχος πλέον, ὁ π. Γερβάσιος τοποθετεῖται Ἡγούμενος τῆς ἰδίας Μονῆς, ἐπιχειρεῖται ὑπό τῶν «παλαιοκαλογήρων» δολοφονική ἀπόπειρα ἐναντίον του καί ἀναγκάζεται νά κατέλθῃ καί αὐτοῦ τοῦ θρόνου, γιά νά φθάσῃ στά Προσφυγικά τῶν Πατρῶν, στόν τόπο τῶν διωγμένων μαρτυρικῶν ἀδελφῶν μας ἀπό τά Μικρασιατικά παράλια, ὥστε νά γίνῃ γι’ αὐτούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς Πατρινούς, ὁ λατρεμένος «Παπούλης».

Δέν εἶναι τῆς παρούσης νά ἀναφέρωμε ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα συνθέτουν τήν ὁλοφώτεινη προσωπικότητα τοῦ π. Γερβασίου καί τά ὁποῖα ἐν καιρῷ τῷ δέοντι θά ἴδουν τῆς δημοσιότητος τό φῶς.

Θα περιορισθῶ μόνον σέ δύο περιστατικά, τά οποῖα μαρτυροῦν περί τῆς ἁγιότητος τοῦ ἀοιδίμου πατρός.

1. Ἦτο μεσημέρι καί ὁ Γέροντας εὐλόγησε τήν τράπεζα στήν κατασκήνωση.

Τήν ὥρα τοῦ γεύματος, ὁ Παπούλης πετάχθηκε ἀναστατωμένος καί ἀναφώνησε: «Μιά ψυχή χάνεται!». Χωρίς νά πῇ σέ κανένα τίποτε ἄλλο, ἔφυγε βιαστικά, ἔτσι ὅπως ἦτο μέ τό ἀντερί καί τόν σκοῦφο του, καί μετέβη μέ τά πόδια σέ κάποιο σπίτι στήν περιοχή τῶν Μποζαϊτίκων, ὅπου διέμενε ἀνάπηρη κοπέλα.

Ὅταν εἰσῆλθε, βρέθηκε μπροστά σέ σκηνή συγκλονιστική. Ἡ ἀσθενής ἐπιχειροῦσε νά κόψῃ τίς φλέβες τῶν χεριῶν της, προκειμένου νά θέσῃ τέρμα στή ζωή της. Τῆς λέγει ὁ π. Γερβάσιος: «Τί σοῦ ἔκανα παιδάκι μου καί μέ ἔφερες, γέρο ἄνθρωπο, μέσα στό μεσημέρι ἐδῶ κάτω; Ἔχεις τό φωτοστέφανο στό κεφάλι σου καί πᾶς νά τά χάσῃς ὅλα;»

Τότε κατενόησε ἡ ἀσθενής τό λάθος της καί μέ δάκρυα στά μάτια ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν Γέροντα. Ἐπέστρεψε χαρούμενος στήν κατασκήνωση καί εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά ψυχή σώθηκε!».

2. Ἦταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Στήν κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν στά Συχαινά ἀρχηγός ἦταν ἡ ἀείμνηστη Αἰκατερίνη Ἀνδρικοπούλου. Παρά τίς προσπάθειες τῶν ὑπευθύνων, δέν βρισκόταν Ἱερέας νά λειτουργήσῃ γιά τά παιδιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, πού ἦταν μεγάλη ἑορτή. Οὔτε γιά πρόσφορο ἐφρόντισαν. Ἐξάλλου, τί νά τό ἔκαναν; Στενοχωρημένες ἔπεσαν γιά ὕπνο, ἀφοῦ προσκύνησαν γεμάτες παράπονο τόν τάφο τοῦ Γέροντα. Τό πρωί τούς ξύπνησε ὁ κτύπος τῆς καμπάνας τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ποιός χτυπᾶ τήν καμπάνα; Ἔσπευσαν στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔκπληκτες βλέπουν τόν ἐνάρετο ἀείμνηστο Ἱερέα, π. Νικόλαο Κογιώνη, νά στέκεται ἐκεῖ καί νά περιμένῃ. «Πάτερ ποιός σᾶς εἶπε νά ἔλθετε σήμερα νά λειτουργήσετε, ἀλλά καί ποιός σᾶς ἄνοιξε τήν κλειδωμένη πόρτα τῆς Κατασκήνωσης;» «Ὁ Παπούλης, ὁ π. Γερβάσιος, ἐμφανίστηκε σέ μένα καί μέ κάλεσε νά λειτουργήσω γιά τά παιδιά του. Ὁ ἴδιος μου ἄνοιξε τήν πόρτα», ἀποκρίθηκε ὁ π. Νικόλαος. «Πάτερ, δέν ἔχουμε πρόσφορο», εἶπαν τό ἴδιο ἀπορημένες. «Θά φροντίσῃ καί γι’ αὐτό ὁ Παπούλης», εἶπε καί πάλι ὁ εὐλαβέστατος Ἱερεύς. Καί πράγματι. Μιά γυναίκα κατηφορίζει ἀπό τήν πύλη πρός τήν Ἐκκλησία, κρατῶντας σέ καθαρή πετσέτα τό πρόσφορό της. «Κυρία μου, ποῦ ἔμαθες ὅτι ἔχουμε Ἐκκλησιασμό καί πῶς ἦρθες τόσο πρωί;», τήν ρώτησαν. «Ξεκίνησα νά πάω τό πρόσφορό μου, πρωί-πρωί στόν Ἅγιο Νικόλαο τῶν Συχαινῶν γιά νά προλάβω τήν Προσκομιδή. Ἀλλά στόν δρόμο ἕνας γέροντας παπάς μέ σταμάτησε καί μοῦ εἶπε: “Κόρη μου, ποῦ πᾶς; Στόν Ἅγιο Νικόλαο ἔχει ὁ παπάς πρόσφορα. Νά τό πᾶς στήν Κατασκήνωση, γιά νά λειτουργήσουν”, μοῦ εἶπε καί ἐξαφανίστηκε. Ἔτσι ἦλθα». «Ποιός ἦταν ὁ παπάς;» Ἡ ἀπάντηση εἶναι φανερή.

Ἐπιτελοῦμε σήμερον ἀκόμη χρέος ἱερό καί πρός τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ὕδρας Ἱερόθεο τόν Πατρέα, πνευματικό τέκνο καί ἀνάστημα τοῦ π. Γερβασίου, ὁ ὁποῖος πρό τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του, πολλάκις παρεκάλεσε τήν ἐλαχιστότητά μας διά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων «τοῦ ἀοιδίμου καί ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου», ὡς ἔλεγε χαρακτηριστικά, π. Γερβασίου.

Μάλιστα, μέχρι θαυμαστῆς λεπτομερείας, ἔδωσε ὁδηγίας περί τοῦ πρακτέου, ἅμα τῇ συμπληρώσει πεντήκοντα ἐτῶν ἀπό τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας τοῦ Γέροντος καί Διδασκάλου τῶν Πατρῶν.

Δέος συνέχει τήν καρδία μου, ὅταν ἀναμιμνήσκωμαι τῶν λόγων τοῦ μακαριστοῦ καί λαμπροῦ, τοῦ πολυεδρικοῦ ἀδάμαντος, Μητροπολίτου Ὕδρας Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τήν τελευταίαν φορά τῆς συναντήσεώς μας, μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «Εἶναι ἐπιθυμία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερβασίου νά γίνῃ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του, ὑπό συντοπίτου του Ἀρχιερέως».

Εἶμαι δέ ἐξόχως συγκλονισμένος, διότι κατά τρόπον παράδοξο, οἱ ἐργασθέντες κατά τήν προεργασία διά τά τῆς ἀνακομιδῆς τεχνίτες, ἀκόμη καί ὁ βοηθός των, ἕλκουν τήν καταγωγήν των ἐξ Ἀρκαδίας, ἀπ’ ὅπου καί ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος.

Ἀκόμη χρέος ἐπιτελοῦμε ἔναντι τοῦ μακαρία τῇ λήξει γενομένου, Ἱεράρχου Μαντινείας καί Κυνουρίας Θεοκλήτου, του χειροτονήσαντος ἡμᾶς Διάκονον καί Πρεσβύτερον, ὅστις μέ συμμαρτυρίαν τοῦ π. Γερβασίου εἰσῆλθεν εἰς τάς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, καί ὁ ὁποῖος ἔχων ἐπί τοῦ Γραφείου του τήν φωτογραφία τοῦ μακαρίου Γερβασίου καί τήν εἰκόνα τοῦ θαυμαστῶς ἐντός τοῦ κορμοῦ τοῦ πεύκου φανέντος τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὑπεδείκνυε ὁδόν ἀρίστη, ἐκείνη τήν ὁποίαν ἐβάδισε ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων κλεινός Γερβάσιος.

Πρό πάντων δέ καθῆκον ὀφειλόμενο πρός τόν Πατραϊκό Λαό, καί μάλιστα πρός τά πνευματικά τέκνα του Γέροντος, τῶν ὁποίων πόθος διακαής ἔκαιε τά ἐσώτατά τῆς καρδίας των, ὅπως πραγματοποιηθῇ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ πολυσεβάστου καί ὡς ἁγίου ὑπ’ αὐτῶν τιμωμένου διδασκάλου των, καί ἀξιωθοῦν νά ἀσπασθοῦν τά ἱερά ὀστέα του, τά ὁποῖα ἡγιάσθησαν ἐκ τῶν ποικίλων πνευματικῶν καί σωματικῶν ἀγώνων του ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.

Ἀοίδιμε Γέροντα, τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου σου ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, τά πνευματικά σου τέκνα «ἔπιπτον προσκυνητῶς πρό τοῦ σκηνώματός σου, ἔχοντος ἐστολισμένον τό πρόσωπον διά τήν τελικήν πορείαν. Ἠσπάζοντο χεῖρας καί πόδας, κλαίοντες καί ζητοῦντες τήν πολυπόθητον εὐχήν σου» (Μητροπ. Ὕδρας Ἱερόθεος).

Σήμερον πλῆθος τῶν ἐκγόνων σου, Κλῆρος καί Λαός, προσπίπτουσι καί πάλιν προσκυνητῶς πρό τῶν ἱερῶν Λειψάνων σου, καί ραίνουν μέ δάκρυα καί μύρα καί ρόδα τά ἡγιασμένα ὀστέα σου, καί λιτανεύοντες αὐτά ἐπί τῶν ὤμων ὡς θησαυρόν πολύτιμο καί ἀειλαμπῆ, ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ἱκετεύουσί σε:

«Ὡς παρρησίαν ἔχων πρός Θεόν, ἱκέτευε Χριστόν τόν ἀγαθόν, καί ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις τῶν κινδύνων καί περιστάσεων φύλαττε, ἱερώτατε πατήρ ἡμῶν Γερβάσιε.

Δεήθητι ὑπέρ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ταύτης, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τοῦ φιλοθέου καί φιλαγίου Λαοῦ, ὑπέρ τῶν ἀρνίων σου τῶν ἠγαπημένων, ὡς χαρακτηριστικά ἀποκαλοῦσες τά παιδιά καί τούς νέους».

Ἡμεῖς πάντες τόν Θεόν δοξάζοντες τόν σέ δοξάσαντα, χρεωστικῶς ὕμνους ἐκ καρδίας πλέκομεν καί προσφέρομέν σοι, τῷ ἀοιδίμῳ καί γεραρῷ, διδασκάλῳ καί πατρί:

«Χαίροις Ἀρκαδίας θεῖος βλαστός, χαίροις Ἐκκλησίας ἱερώτατος θησαυρός, χαίροις τῶν Πατρέων διδάσκαλος ὁ θεῖος, Γερβάσιε θεόφρον σκέπε τά τέκνα σου».

Οι Άγιοι Απόστολοι (Γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα)




Ας πάρουμε παράδειγμα τους αγίους Αποστόλους.
Ο καθένας από τους αγίους Αποστόλους είχε διαφορετικό χαρακτήρα. Ο Κύριος, επειδή γνώριζε τις αδυναμίες μας, μας έδωσε Αποστόλους με διαφορετικό χαρακτήρα έτσι ώστε ο καθένας τους να είναι παράδειγμα για μας.Για παράδειγμα ο απόστολος Πέτρος 
είχε δυνατή πίστη. Για την πίστη του μίλησε ο ίδιος ο Κύριος λέγοντας γι’ αυτόν: «Σ’ αυτή την πέτρα θα χτίσω την εκκλησία». Παρόλο όμως πού είχε τόση δυνατή πίστη αρνήθηκε τρεις φορές τον Κύριο. Η άρνηση του Πέτρου αποτελεί για μας τούς αδύναμους ανθρώπους δίδαγμα. Όπως βέβαια είναι γνωστό ο απόστολος Πέτρος στη συνέχεια μετάνιωσε.
Ο Χριστός θα συγχωρούσε και τον Ιούδα, αν μετάνιωνε…
Ο Ιούδας διέπραξε μεγάλη αμαρτία, όταν πρόδωσε τον Χριστό. Το έκανε, γιατί δεν είχε δυνατή πίστη και συνέχεια σκεφτόταν για τα υλικά.
Ο Ιούδας συνεχώς σκεφτόταν πώς ο Χριστός θα γινόταν ένας κοσμικός αυτοκράτορας και πώς ο ίδιος θα γινόταν δικαστής σέ κοσμικό δικαστήριο. Ακόμη πίστευε πώς θα υπερασπιζόταν τον Χριστό, επειδή είχε επαφές με το συνέδριο. Η εξέλιξη βέβαια ήταν διαφορετική.
Έτσι πάντα συμβαίνει με όλους όσους ελπίζουν σέ κοσμικά γεγονότα και κοσμικά πράγματα.
Μερικοί άνθρωποι φτάνουν σέ ένα σημείο από το οποίο μετά δεν μπορούν να επιστρέψουν, όταν ο στόχος της ζωής τους είναι αυτός ο κόσμος και όχι η αιωνιότητα.
Ο απόστολος Πέτρος, όταν αρνήθηκε τον Κύριο, βλέποντας τί έκανε, μετάνιωσε πραγματικά, με όλη του την καρδιά και ζήτησε από τον Κύριο συγχώρεση. Ενώ ο Ιούδας ελπίζοντας συνεχώς πώς θα αποκτήσει κοσμικά πλούτη και κοσμική δόξα, μετά την προδοσία του ένιωσε πώς χάθηκαν όλα. Τον έπιασαν απαισιόδοξες σκέψεις, μεγάλη απελπισία και γι’ αυτό το λόγο κρεμάστηκε.
Αν και ο Ιούδας ερχόταν στον Κύριο, τον Σωτήρα και του έλεγε: «Αμάρτησα, συγχώρεσέ με», είναι σίγουρο πως ο Κύριος θα τον συγχωρούσε.
Τα πνεύματα κάτω από τον ουρανό κυρίευσαν απόλυτα τον Ιούδα και δεν του επέτρεψαν να μετανιώσει και να ζητήσει συγχώρεση από τον Κύριο. Η συνείδησή του παραμορφώθηκε από την απελπισία. Έπεσε ηθικά, γιατί ήταν περήφανος και γιατί επεδίωκε να είναι ο πρώτος ανάμεσα στους μαθητές του Κυρίου. Αγωνίστηκε να είναι πολύ σημαντικός. Αγωνίστηκε να προστατεύσει τον Κύριο από τούς φαρισαίους. Διακρινόταν σχεδόν παντού, αλλά η σκέψη του ήταν λανθασμένη, επειδή ήταν δεμένος με την γη. Δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς το βασίλειο του Κυρίου δεν ήταν από αυτό τον κόσμο. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι το βασίλειο του Κυρίου βρίσκεται μέσα μας, στην ψυχή μας. Γι’ αυτό το λόγο έμεινε δέσμιος αυτού του κόσμου.

Όπως είναι γνωστό ο απόστολος Παύλος υπερβολικά καταδίωξε την εκκλησία και οδήγησε πολλούς ανθρώπους στο θάνατο. Τα έργα του ήταν πολύ λυπηρά αλλά μετάνιωσε ειλικρινά. Όταν αργότερα ό Κύριος τον φώτισε έγινε ο πιο πρόθυμος Απόστολος.

Όλα τα παραδείγματα που έχουμε από τους Αποστόλους έμειναν για μας, για να δούμε τί μπορεί να μας συμβεί, αν δεν προφυλάσσουμε τον εαυτό μας.
Τέτοια παραδείγματα έχουμε και σήμερα, δηλαδή κάποιον άνθρωπο που οδηγείται στα άκρα και κυνηγά την εκκλησία… Συμβαίνει όμως ο τέτοιου είδους άνθρωπος να συνέρχεται, να χτυπάει το κεφάλι στον τοίχο και να λέει στον εαυτό του: «Θέλω ειλικρινά να μετανιώσω…» και στη συνέχεια να μετανιώνει ειλικρινά…
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία, σε αυτόν τον κόσμο, από την εσωτερική γαλήνη.

Εις την Σύναξη των Αγίων Αποστόλων Ὁ κάλαμος καὶ τὰ καλάμια



Μιλώντας κάποτε γιά τόν Καρυωτάκη, ὁ κριτικός λογο­τε­χνίας Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης εἶπε τά ἑξῆς:

«Ἡ βαθύτερη ἀρρώστεια τοῦ Καρυωτάκη εἶναι ἡ ἀρρώστεια τῶν περισ­σο­τέρων ἀπό τούς λογίους μας. Ἀπό ἐγωκεντρισμό πάσχουν ὅλοι. Τούς φοβίζει φο­βε­ρά ὁ θάνατος! Καί δέν θέλουν νά καταλάβουν, πώς ὁ κόσμος θά ἐξακο­λουθήσει τόν δρόμο του καί χωρίς αὐτούς· ὁ κόσμος θά ὑπάρχει καί ὕστερα ἀπό αὐτούς. Τήν ἀπρόσωπη συμβολή στήν ζωή δέν θέλουν οὔτε νά τήν ἀκούσουν. Καί ὅμως ἡ ζωή χρωστᾶ - νομίζω – τά ἴδια, ἄν μή πε­ρισ­σότερα, στήν ἀπρόσωπη αὐτή συμβολή τῶν ἀγνώ­στων, στήν ἀνώνυμη ἀνθρω­πό­τη­τα, ὅσα καί στίς προσω­πι­κότητες...».

Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀποστολίδης μᾶς λέει ὅτι τό σοβαρότερο πρόβλημα τῶν περισσοτέρων λο­γίων καί «σοφῶν τοῦ αἰῶνος τούτου» εἶναι ὅτι «ἔχουν καβαλήσει τό κα­λά­μι». Ἔχουν τήν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτοί στηρίζουν τόν κόσμο μέ τήν σοφία τους καί μέ τήν ἐξυπνάδα τους! Καί ὅτι, χωρίς αὐτούς, ὁ κόσμος θά κατρακυλήσει σέ κατήφορο καί σέ σκοτάδι! Καί ὅλη τους ἡ ἔγνοια εἶναι, πῶς θά καταφέρουν νά μή ξεχαστῆ τό ὄνομά τους!


 


 
Στίς 30 Ἰουνίου εἶναι ἡ γιορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τιμᾶμε καί γιορ­τά­ζου­με δώδεκα ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι στήν πλειονότητά τους ἦταν ἀμόρφωτοι ψα­ρά­δες. Ἦταν ἄνθρωποι, πού ποτέ δέν τούς πέρασε ἀπό τό μυαλό νά ... σώσουν τόν κόσμο! Ποτέ δέν «καβάλησαν τό καλάμι» τοῦ κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ καί τοῦ σω­τή­ρα τῆς οἰ­κου­μένης! Καί ποτέ δέν σκέφθηκαν νά ἀφήσουν «μεγάλο» ὄνομα μέσα στήν ἱστορία!

Καί ὅμως. Μέ τόν δικό τους «κάλαμο» (μέ τήν γραφίδα τους), δηλαδή μέ ὅσα ἔγρα­ψαν στά ἅγια Εὐαγ­γέλια, ἀναστάτωσαν ὅλους τούς φιλοσόφους καί τούς ρήτορες τοῦ κόσμου! «Ἁλιέων ὁ κάλαμος, φιλο­σό­φων τό φρύαγμα καί ρητόρων τά ρεύματα διετάραξε...». Διότι ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Σταυροῦ, πού γιά τούς ψευτοφιλοσοφοῦντες εἶναι «σκάνδαλο» καί «μωρία»! Γιά τούς δῆθεν «λογικούς» φιλοσόφους, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ φαντάζει σάν ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία...
 

* * *
 
- Τί τό σπουδαῖο ἔκαναν αὐτοί οἱ φτωχοί καί ἀγράμματοι, γιά νά ἀξιωθοῦν μιᾶς τόσο μεγάλης τιμῆς; Πῶς ἔγιναν τόσο μεγάλες προσωπικότητες, χωρίς ποτέ νά ἐπιδιώξουν ἀνθρώπινες δόξες;

Στό ἐρώτημα αὐτό ἀπαντάει μέ δυό λέξεις ἕνα ἐπίσης ὡραῖο τροπάριο τῆς γιορτῆς τους: Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, λέει, ἔβαλαν στόχο τους νά γίνουν «χωρητικά δοχεῖα τοῦ Φωτός». Αὐτό ἦταν τό κατόρθωμά τους. Αὐτός ἦταν ὁ κόπος τους. Αὐτό ἦταν τό ἄθλημά τους! Εἶδαν τό Φῶς. Τό ἔβαλαν μέσα τους. Καί τό κράτησαν.

Καί αὐτό εἶναι τό πιό ἀξιέπαινο ἄθλημα, διότι, γιά νά γίνει κάποιος «χωρητικό δοχεῖο τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ», χρειάζεται

νά ἀδειάσει τό ἐγώ του ἀπό τήν ἰδέα ὅτι τά ξέρει ὅλα·

νά καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό κάθε βρωμιά ἁμαρτίας καί αἰσχρότητας·

νά πάψει νά ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους ἀγάπες καί τιμές·

νά ξεκαβαλικέψει τό «καλάμι» ὅτι δικαιοῦται νά κρίνει τούς πάντες καί τά πάντα·

καί νά ἀναζητεῖ παντοῦ καί πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό μόνο ἅγιο καί σωτήριο.
 

* * *
 
Σ’ αὐτά τά ἀθλήματα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι πῆραν «ἄριστα». Πῆραν «μετάλλιο χρυσό». Μέ τό «σπαθί» τους. Καί μέ τόν ἱδρῶτα τους.

Καί, ὅσο αὐτοί δέν ἐπεδίωξαν ποτέ ἀνθρώπινες τιμές, τόσο ὁ Θεός τούς δό­ξα­σε! Καί χωρίς νά τό ἔχουν ποτέ ὀνειρευτῆ, ἔγιναν οἱ δώδεκα στῦλοι πού κρατᾶνε ὁλό­κληρο τό τεῖχος τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! Ἔγι­ναν τά ἀσά­λευ­τα θε­μέ­λια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο!

Ο Άγιος Νεομάρτυρας Μιχαήλ Πακνανάς, ο κηπουρός

Μαρτύρησε στις 30 Ιουνίου
Περπατώντας ανάμεσα στα όρθια και στα πεσμένα μάρμαρα, που έμειναν για να δείχνουνε την τέχνη και τον πολιτισμό των προγόνων μας, μπορεί να βρει κανείς όχι μονάχα πρόσωπα, στολίδια ή χαράγματα, με θέματα ειδωλολατρικά· μα και να διαβάσει γεγονότα χριστιανικά, χαραγμένα απόχέρια χριστιανών, πάνω στη σκληρή πέτρα, που είναι ένας λίθινος, μα πολλές φορές ωστόσο, ένας καλός και πιστός χρονογράφος. Έτσι μπορεί να βρει κανείς -και σήμερα ακόμη- ένα σύντομο και ολιγόλεξο χάραγμα, σ΄ έναν από τους σωζόμενους στύλους του Ολυμπίου Διός, που περιέχει σε συντομία το μαρτύριο ενός Αθηναίου Νεομάρτυρος. Άμα προσέξει πολύ ο ευλαβικός περιηγητής, που δεν θαμπώνεται από τους τεράστιους σπόνδυλους των μαρμάρων, θα δει κάτι τρεμουλιαστά γράμματα, χαραγμένα με πολλή συγκίνηση –κ΄ ίσως και με πολύν τρόμο- από το χέρι κάποιου φιλομάρτυρος χριστιανού: «1771 Ιουλίου 9 αποκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης». Δηλαδή πριν από δυό αιώνες έγινε το μαρτύριο. Αν θελήσεις να βρεις ύστερα ποιός ήταν αυτός ο «Μιχάλης Πακνανάς», που αποκεφαλίσθη, θα σε πληροφορήσει ο συναξαριστής της Εκκλησίας: «τη αύτη ήμερα ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, ο εν Αθήναις μαρτυρήσας, ξίφει τελειουται». Και φαίνεται να έδειξε μεγάλη γενναιότητα και υπομονή στο μαρτύριο, γιατί στο γνωστό δίστιχο σημειώνεται:
Τί καχ’ ολίγον λαιμόν, και σπαθηφόρε, τέμνεις; Μιχαήλ ου πτοείται την σπάθην·
Με οδηγο το «Χρονικον» των Αθηνών και το πολύτιμο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, ας γυρίσουμε δυο αιώνες πίσω, για να τιμήσουμε τη μνήμη του Αθηναίου νεομάρτυρος Μιχαήλ.
Ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ γεννήθηκε, στην ένδοξη πόλη των Αθηνών από πολύ φτωχούς, μα ευσεβείς γονείς, γύρω στα 1750. Η μεγάλη φτώχεια των γονέων του δεν του επέτρεψε να μάθει γράμματα· κ’ έτσι, αγράμματος κι απλοϊκός, μα με πολύ μεγάλη πίστη στο Χριστο και στην ορθοδοξία, μεγάλωνε ο Μιχαήλ κοντά στους ευλογημένους γονείς του. Σαν άρχισε να μεγαλώνει, ο πατέρας του τον πήρε κοντά του να τον βοηθάει στους κήπους, όπου δούλευε. Δούλεψε κάμποσα χρόνια έτσι, δίπλα στον πατέρα του. Μετά, σαν έχασε τον πατέρα του, αγόρασ’ ένα γαϊδουράκι και μ’ αύτό έβγαινε στα γύρω απ’ την Αθήνα χωριά, και κουβαλούσε κοπριά για τους κήπους, που καλλιεργούσε πρώτα ο πατέρας του. Καμμιά φορά ψώνιζε απ’ την πολιτεία πράγματα που δεν είχαν οι χωρικοί στον τόπο τους, κι όταν πήγαινε στα χωριά τους τα πουλούσε· έτσι περνούσε τη ζωή του ο Μιχαήλ, με πολύν κόπο και ίδρωτα, πότε στους κήπους των πλουσίων Αθηναίων, πότε στα δυσκολοπάτητα τότε χωριά γύρω απ’ την Αθήνα, δοξάζοντας το Θεό που τον φύλαγε πιστό ορθόδοξο χριστιανό, ανάμεσα στους άπιστους αγαρηνούς, στους οποίους τότε ήταν σκλάβοι οί περισσότεροι Έλληνες.
Μια μέρα, όμως, καθώς γυρνούσε από τα χωριά, εκεί κοντά στο έμπα της Αθήνας, απάντησε τους φύλακες της χώρας, που ήταν άνθρωποι του Βοεβόδα, αγαρηνοί κι αυτοί και άπιστοι. Από καιρό τώρα τον είχανε βάλει στο μάτι, και καθώς τον έβλεπαν απλοϊκό κι αγράμματο, νόμιζαν πως θα τον έκαμναν αμέσως ν’ αλλαξοπιστήσει. Και γι’ αυτό έχουν έτοιμες τώρα ένα σωρό συκοφαντίες για το Μιχαήλ· η κυριώτερη ήταν, πως πήγε μπαρούτι στους κλέφτες, τους αρματωμένους Έλληνες, που ήταν πάνω στα βουνά και όπως αναφέρει το «Χρονικόν» των έρχονταν μαζί με άλλους όμοιούς τους καθημερινά και τον ανάγκαζαν με χίλιους δυο τρόπους να «τουρκίση», δηλαδή ν’ αλλάξει την πίστη του. Μα αυτός, παρόλο που δεν ήξερε και πολλά γράμματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει το Χριστό και να προσκυνήσει τους ψευδοπροφήτες των απίστων, δεν θα πετούσε το άγιο Ευαγγέλιο, για να πάρει το Κοράνιο. Η ορθοδοξία των πατέρων του είχε χαράξει πολύ βαθιά την πίστη μέσα του, και τίποτα δε θα μπορούσε να την ξεριζώσει.
“Ω, αγιασμένη πίστη του Χριστού μας! Πόσο σοφούς κάνεις εκείνους που σε έχουν ζωντανή μέσα τους, κι ας είναι απλοϊκοί κι αγράμματοι. Και πόσο δυναμώνεις το κορμί και τη ψυχή εκείνων, που αφήνονται με μια τυφλή εμπιστοσύνη στην ευλογημένη θεία δύναμη σου!
Πέρασε κάμποσος καιρός, χωρίς να φέρουνε κανένα αποτέλεσμα οι πιέσεις και τα διάφορα μέσα των αγαρηνών. Όταν πια τελείωσε η υπομονή και η αντοχή τους, άρχισαν να τον φοβερίζουν, πως, αν δεν θελήσει ν’ αλλάξει την πίστη του και να γίνει Τούρκος, έχουν απόφαση και διαταγή να τον θανατώσουν. Αυτή την απόφαση την άκουσε κ’ ένας ζηλωτής ορθόδοξος με τ’ όνομα Γεώργιος, και φοβήθηκε μήπως ο ευλογημένος Μιχαήλ, που ήταν μέσα στα δεκαοχτώ του χρόνια, νέος πολύ για να μη λογαριάζει τη ζωή και τις χαρές της, κλονιστεί στην πίστη του και αλλαξοπιστήσει. Πάει λοιπόν στη φυλακή, δίνει με τρόπο «άσπρα», ήγουν φλουριά, στους φύλακες, για να τον αφήσουνε να δεί τον Μιχαήλ. Τον βρήκε να προσεύχεται γονατιστός, με δάκρυα στα μάτια. Έμειναν οι δυο ώρα πολλή μαζί, πότε κάνοντας προσευχή και πότε ψέλνοντας τροπάρια της Εκκλησίας. Ύστερα άνοιξε το στόμα του «εις λόγους παρηγοριάς». Προσπάθησε, με όση δύναμη έχουν τα λόγια ενός πιστού τέκνου της Ορθοδοξίας, να τον στερεώσει στην πίστη του Χρίστου και να τον ενθαρρύνει στο δρόμο του μαρτυρίου, που ανοίγονταν ήδη μπροστά του. Ύστερα σηκώθηκε, αγκάλιασε το Μιχαήλ, τον ασπάστηκε κ’ έφυγε ψιθυρίζοντας λόγια προσευχής.
Οι δαρμοί και τα βασανιστήρια του Μιχαήλ συνεχιζότανε άπ’ τους αγαρηνούς ασταμάτητα. Όμως, όσο τον βασανίζανε, τόσο εκείνος γίνονταν πιο σταθερός στην άρνηση του: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω· είμαι χριστιανός»! Τον βγάζουν απ’ τη φυλακή και τον παρουσιάζουνε μπροστά στο Βοεβόδα, ελπίζοντας πως με τις κολακείες του και τα πολλά ταξίματα (άσπρα, φορέματα, χτήματα, πλούτη- ό,τι ήθελε), θα λύγιζε τον άγιο. Ο Νεομάρτυς έμενε απαρασάλευτος στην πίστη του Χριστού, κι όλο επαναλάβαινε αυτές τις δύο λέξεις: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω»! Ο Βοεβόδας τότε άρχισε τις απειλές για τα ερχόμενα μαρτύρια και πως στα τελευταία θα τον θανατώσει αν δεν αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος έλεγε και ξανάλεγε τις δυο εκείνες λέξεις, δίχως να λιποψυχήσει. Τότε ο Βοεβόδας πιάνει και τον στέλνει στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Γιάννενα, που έτυχε να βρίσκεται κείνες τις μέρες στην Αθήνα. Έλπιζε πως εκείνος, φόβος καί τρόμος καθώς ήταν για τα μέσα που χρησιμοποιούσε σ’ όλους τους φυλακωμένους, θα γύριζε τον Μιχαήλ στην πίστη τους. Μα κι ο Καλοπασσιάς, μ’ ό,τι κι αν του ‘ταξε και μ’ όσες απειλές και βάσανα κι αν τον φοβέρισε τον Μιχαήλ, δεν κατάφερε να πάρει άλλη λέξη απ’ το στόμα του, παρά αυτές τις δυο μονάχα: «δεν τουρκίζω»! Σαν είδε ο Καλοπασσιάς πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε με τα ταξίματα και τις απειλές, πιάνει το σατανικό όπλο της πονηριάς: Μπρέ λωλέ, του λέγει, άρνήσου κατά το παρόν την πίστη σου, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, κ’ ύστερα πήγαινε σ’ άλλον τόπο, κ’ έχε πάλι την πίστη σου. Αλλά ο Μάρτυς δεν έστεργε με κανέναν τρόπο, αλλά φώναζε ακατάπαυστα: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω». Βλέποντας λοιπόν τον άγιο Μιχαήλ ο φοβερός Καλοπασσιάς αμετασάλευτο στην πίστη του, τον στέλνει στον κριτή πια για να τον δικάσει. Κ’ εκείνος, βέβαια, πάσχισε να τον αλλαξοπιστήσει με τους δικούς του τρόπους, πριν να τον δικάσει, αλλά είχε κι αυτός το ίδιο αποτέλεσμα: ο Άγιος του πετούσε κατάμουτρα το «δεν τουρκίζω». Τότες θύμωσε κ’ εκείνος, κ’ έβγαλε την απόφαση για να τον αποκεφαλίσουν.
Ο Άγιος ατάραχος άκουσε την καταδίκη του, όπως ατάραχος ακολούθησε και τους οπλισμένους υπηρέτες, που τον πήγαιναν στον τόπο της καταδίκης. Δέσμιος, βασανισμένος κ’ εξουθενωμένος απο τα μαρτύρια, ο Άγιος δεν δείλιαζε ολότελα, παρά έτρεχε με προθυμία στο μαρτύριο. Κι όταν στο δρόμο που περνούσαν απαν-τούσε χριστιανούς, φώναζε παρακλητικά: «συγχωρέστε με, αδέλφια, κι ο Θεός να σας συγχώρεση»! Σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο, γονάτισε, έκαμε την προσευχή του στον μεγάλο Πρωτομάρτυρα, το Χριστό, κ’ έσκυψε το κεφάλι του μετά χαράς, σα να περίμενε ζωή απ’ το σπαθί, και όχι θάνατο. Ο άπιστος αγαρηνός τον έπιασε απ’ τα μαλλιά και τον εχτύπησε με το σπαθί στο λαιμό, μα διπλαριστά κι όχι με την κόψη — για να τον κάνει να δειλιάσει και ν’ αρνηθεί το Χριστό. Μα ο άγιος, με πολύ θάρρος, του έλεγε: «Χτύπα διά την πίστιν»! Ο φονιάς τότε γύρισε τη μαχαίρα του από το κοφτερό μέρος, κι άρχισε να του κόβει το λαιμό λίγο-λίγο, για να προλάβει, αν πονέσει, να μετανιώσει και ν’ αλλοξοπιστήσει, αλλά μάταια πρόσμενε ν’ αλλάξει τη γνώμη του και την πίστη του ο άγιος, που ολοένα και δυνατώτερα φώναζε: «κτύπα, διά την πίστιν»! Τότε ο δήμιος θύμωσε πολύ, χτύπησε τον Άγιο με όλη του τη δύναμη κ’ έκοψε την τίμια κεφαλή του, ενώ η ψυχή του, στεφανωμένη και αγνισμένη μέσα στο αίμα του μαρτυρίου, ανέβαινε ν’ αναπαυθεί στους κόλπους του Θεού (στις 6 ή στις 30 Ιουνίου, ή στις 9 Ιουλίου, του 1770 ή 71, όπως αναφέρουν οι διάφορες πηγές).
Ο άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, μαζί με το άλλο νέφος των Νεομαρτύρων, που εστερέωσαν την ορθοδοξία μας, όχι με λόγους αλλά με το αίμα του μαρτυρίου τους, κατά τους πικρούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, όχι μονάχα βοήθησαν να μην πεθάνει πνευματικά το Γένος, αλλά εθέρμαναν και αναζωογόνησαν την κουρασμένη κι αδυνατισμένη πίστη των χριστιανών. Έπρεπε να γνωρίσει η ορθοδοξία την πικρή δοκιμασία και το βάπτισμα στο αίμα του μαρτυρίου, για ν’ ανανεώσει την πίστη της προς το Χριστό! Κι όταν ο φόβος του Θεού είχε λιγοστέψει, όταν η πίστη γινόταν όλο και πιο πολύ ασθενική, όταν η κακία μεγάλωνε και το Ευαγγέλιο σκονίζονταν από την απραξία, όταν η αρετή είχε χάσει τ’ όνομά της κ’ η ελπίδα είχε πνιχτεί στο σκοτάδι, τότε ο Θεός μας έστειλε το φωτεινό αυτό νέφος των Νεομαρτύρων, για να γίνει: α) ανακαινισμός όλης της ορθοδόξου πίστεως, κατά την έκφραση του αγίου Νικόδημου, β) να μένουν αναπολόγητοι οι αλλόπιστοι την ήμερα της Κρίσεως και γ) να είναι δόξα μεν και καύχημα για την ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, έλεγχος δε και καταισχύνη για τους αιρετικούς και τους ετεροδόξους.
Φαίνεται, όμως, πως και σήμερα έχει κρυώσει μέσα μας η πίστη στο Χριστό· και μόνο ο Θεός γνωρίζει πως και πότε θα δοκιμαστεί και η δική μας πίστη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» (Σοφ. Σολ. γ’ 6). Γι’ αυτό και παραδείγματα σαν τον άγιο Μιχαήλ το νεομάρτυρα πρέπει συχνά να έρχονται στη σκέψη μας, γιατί μεγαλώνουν μέσα μας την πίστη, μας πλησιάζουν πιο πολύ με τον ουράνιο Νυμφίο της ψυχής μας, και μας δίνουν τη δύναμη, αν χρειαστεί, να τρέξουμε πρόθυμοι προς το μαρτύριο. Κι ας μην ξεχνούμε την ωραία γνώμη του ιερού Χρυσοστόμου, πως «το μαρτύριον ου τη αποφάσει κρίνεται μόνον, αλλά και τη προθέσει· ουκ επειδάν αποτμηθή ο Μάρτυς, τότε γίνεται Μάρτυς, αλλ’ αφ’ ου αν την πρόθεσιν επιδείξηται Μάρτυς εστί, καν μη πάθη τα μαρτύρια».
Μα, αν ήθελε κανείς να ιδεί πόσο έχουμε στο νου μας και πόσο τιμούμε τους αγίους Νεομάρτυρας, που σ’ αυτούς χρωστούμε όχι μονάχα την ορθοδοξία μας, αλλά και αυτή την εθνική υπόσταση μας (και αυτό δεν είναι απλός λόγος αλλά η πραγματική αλήθεια), ας ζητήσει να ιδεί ένα εκκλησάκι για τον άγιο Μιχαήλ, τον Αθηναίο νεομάρτυρα. Μέσα στον κυκεώνα αυτόν και τον ασίγαστο πυρετό της «λιθομανίας», δε βρέθηκεν άνθρωπος, δεν βρέθηκε τόπος, δεν βρέθηκαν λίγα «άσπρα» να βγάλουν απ’ τη φυλακή της αφάνειας τον άγιο και να τον βάλουν σ’ ένα παρεκκλήσι, με μια εικόνα κ’ ένα καντήλι. Έχουμε καιρό, και τόπο, και χρήματα, για να χτίζουμε πολυκατοικίες και μέγαρα, κινηματογράφους και θέατρα, να δένουμε τη ψυχή μας σε κινητά και σε ακίνητα. Μα για να δείξουμε την ευλάβεια μας σ’ εκείνους, που πρόσφεραν τό αγιασμένο αίμα τους, για να στηρίξουν την πίστη μας, δεν έχουμε..
Ίσως δεν ήτανε ποτέ τόσο επίκαιρα τα λόγια του άγιου Νικόδημου, που μας λέγουν πως πρέπει να πολιτευόμαστε για να είναι γερή, σταθερή και ορθόδοξη η πίστη μας. «Δια να έχετε, λέγει, στερεότητα εις την πίστιν, είναι ανάγκη να έχετε καίι ζωήν χριστιανικήν, ακόλουθον της τοιαύτης πίστεως· ήγουν συντροφευμένην με καλά έργα· διατί, καθώς η ορθή και αγία πίστις γέννα και στερεώνει την ορθήν και αγίαν ζωήν, έτσι και αντιστρόφως και η αγία ζωή, γεννά και στερεώνει την αγίαν πίστιν, και ένα του άλλου είναι συστατικόν, κατά τον θείον Χρυσόστομον. Και βλέπομεν με το έργον, ότι όσοι αρνούνται την πίστιν του Χριστού ή πίπτουν εις δόγματα πονηρά, ούτοι είναι πρότερον διεφθαρμένοι από μίαν ζωήν πονηράν, εμπαθή και διεστραμμένην · εάν χριστιανικήν ζωήν έχετε, όχι μόνον εσείς θέλετε φυλάξει την ορθόδοξον πίστιν, όχι μόνον εσείς δεν θέλετε γένει αίτιοι να βλασφημούν οι ασεβείς το άγιον όνομα και την πίστιν του Χριστού, αλλά και τους αλλόπιστους θέλετε παρακινήσει να επιστρέφωσιν εις αυτήν, βλέποντες το φως των καλών έργων σας, ως είπεν ο Κύριος: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς».
Πηγή: Π.Β. Πάσχου, «Έρως Ορθοδοξίας», Εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα, 19874.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...