Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2015

Λυγίζεις σίδερα; Τότε ἑτοιμάσου νὰ ζήσεις πίσω ἀπὸ αὐτὰ!-πατήρ Διονύσιος Ταμπάκης

Γράφει ὁ πατήρ Διονύσιος Ταμπάκης
Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀκριβοπληρωμένο πράγμα ἀπὸ τὴν ἐλευθερία.
Χρέος αἰώνιο τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ δίνει ἀκόμη καὶ τὴν ζωή του γιὰ ἐλευθερία καὶ ἀξιοπρέπεια.
Ἡ ἐλευθερία δὲν θέλει ἐρωτήματα καὶ λογική  «καὶ μετὰ τί;» ἅμα σκέφτονταν μὲ τούτη τὴν ψιλικαντζίδικη λογικὴ καὶ οἱ πρόγονοί μας στὶς Θερμοπύλες, στὴν Ἀλαμάνα καὶ στὸ Καλπάκι θὰ εἶχαν κουρνιάξει τρομαγμένοι σὰν κοτόπουλα καὶ δὲν θὰ ἔγραφαν ἔνδοξη ἱστορία.
Ξέραν καλὰ οἱ πατεράδες μας πὼς ὁ  θαρραλέος πεθαίνει μία φορὰ, ἐνῶ ὁ δειλὸς κάθε ἡμέρα. Γνώριζαν ὅτι ἄξιοι γιὰ νὰ ζοῦν εἶναι μονάχα  ἐκεινοι ποὺ δὲν φοβοῦνται νὰ πεθάνουν. Θυσιάζονταν μὲ λεβέντικη ἀξιοπρέπεια γιὰ τὴν ἐλευθερία τήν δική τους καὶ τῆς γενιᾶς τους. Ποτὲ ὅμως γιὰ τὴν βόλεψη στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν θυσιάζανε τὴν ἐλευθερία τους.
Ἂς μὴν κοπιάζουμε λοιπόν  να στεκόμαστε περήφανοι ἀρνητὲς στοὺς σύγχρονους  «πολιτισμένους» βαρβάρους.
Στὴν μάχη  τῶν δύο μεγάλων  αἰωνίων  ἀντιπάλων: τὸ νοῦ καὶ τοῦ κτήνους, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς βαρβαρότητας ἐμεῖς συντασσόμαστε μὲ τὸ μέρος τοῦ Θεϊκοῦ φωτὸς. Ἄλλωστε οἱ σκλάβοι δὲν ἔχουνε καὶ τίποτες ἄλλο νὰ χάσουμε ἐκτὸς μονάχα ἀπὸ τὶς...
ἁλυσίδες  τους.

Τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον. (ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ)

Δηλαδὴ: εὐτυχισμένοι εἶναι οἱ ἐλεύθεροι καὶ ἐλεύθεροι εἶναι οἱ γενναῖοι!
το είδαμε εδώ

ΠΟΛΛΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΑΛΛΑ ΛΙΓΟΙ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝ

                           ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή και αποτελεί ένα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας.

Η εξομολόγηση δεν είναι μία τυπική, από συνήθεια «για το καλό» και λόγω των επικείμενων εορτών, βεβιασμένη και πρόχειρη πράξη από ένα και μόνο καθήκον ή υποχρέωση και προς ψυχολογική εκτόνωση. Η εξομολόγηση θα πρέπει νάναι συνδυασμένη πάντοτε με τη μετάνοια.
Μας έλεγε Αγιορείτης Γέροντας:
Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν! (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)
Η μετάνοια είναι μία ελεύθερη, καλλιεργημένη, εσωτερική διεργασία επιμελημένη, συντριβής και λύπης, για την απομάκρυνση από τον Θεό διά της αμαρτίας. Η μετάνοια η αληθινή δεν συνδυάζεται με την αφόρητη θλίψη, την υπερβολική στενοχώρια και τις αδυσώπητες ενοχές. Τότε δεν είναι μάλλον ειλικρινής μετάνοια, αλλά κρυφός εγωισμός, στραπατσάρισμα του «εγώ», θυμός με τον εαυτό μας, που εκδικείται γιατί εκτίθεται και ντροπιάζεται και δεν ανέχεται κάτι τέτοιο.
Μετάνοια σημαίνει αλλαγή νου, νοοτροπίας, μεταβολισμός, εγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος της αμαρτίας.
Μετάνοια ακόμη σημαίνει αγάπη της αρετής, καλοκαγαθία, επιθυμία, προθυμία και διάθεση σφοδρή επανασυνδέσεως με τον Χριστό διά της Χάριτος του πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος.
Η μετάνοια ξεκινά από τα βάθη της καρδιάς, ολοκληρώνεται όμως απαραίτητα στο μυστήριο της θείας και ιεράς εξομολογήσεως.
Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά και ταπεινά ενώπιον του εξομολόγου, ως εν προσώπω του Χριστού.
Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει τον εξομολόγο.
Καμία εικόνα, έστω και η πιο θαυματουργή, δεν μπορεί να δώσει αυτό που δίνει το πετραχήλι του εξομολόγου, την άφεση των αμαρτιών.
Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τον εξομολογούμενο, τον υιοθετεί και τον αναγεννά πνευματικά, γι’ αυτό και ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή και δυνατή, δυνατότερη και συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος με φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων», γνώση, ταπείνωση και αγάπη παρακολουθεί τον αγώνα του εξομολογούμενου και τον χειραγωγεί διακριτικά στην ανοδική πορεία της εν Χριστώ ζωής.
Ο εξομολόγος ιερεύς έχει ειδική ευλογία από τον επίσκοπο για το εξομολογητικό του έργο. Κανονικά όμως το χάρισμα του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες το λαμβάνει με τη χειροτονία του εις πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος των αγίων αποστόλων. Έτσι σημασία κύρια και μεγάλη έχει η εγκυρότητα και η κανονικότητα της αποστολικής διαδοχής διά των επισκόπων.
Το μυστήριο της εξομολογήσεως όπως και όλα τ’ άγια μυστήρια της Εκκλησίας μας τελεσιουργούνται και χαριτώνουν τους πιστούς όχι κατά την αξία, ικανότητα, επιστημοσύνη, λογιοσύνη, ευφράδεια, δραστηριότητα και τέχνη του ιερέως, ακόμη και την αρετή και αγιότητά του, αλλά τη διά της κανονικότητος της ιερωσύνης και του Τελεταρχικού Παναγίου Πνεύματος.
Οι τυχόν αμαρτίες του ιερέως δεν εμποδίζουν τη θεία Χάρη των μυστηρίων. Αλλοίμονο αν αμφιβάλλουμε αν κατά την αναξιότητα του ιερέως το ψωμί και το κρασί έγινε σώμα και αίμα Χριστού κατά τη θεία Λειτουργία. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο ιερεύς δεν θα πρέπει μόνιμα ν’ αγωνίζεται για την καθαρότητά του. Έτσι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξομολόγοι. Όλοι οι εξομολόγοι την ίδια άφεση δίνουν.
Έχουμε όμως το δικαίωμα επιλογής του εξομολόγου. Μπορούμε να προστρέξουμε σε αυτόν που αληθινά μας αναπαύει. Δεν είναι σοβαρή όμως η συνεχής αλλαγή εξομολόγου. Δεν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ωριμότητα. Ούτε όμως και οι εξομολόγοι θα πρέπει να στενοχωρούνται παράφορα και να δημιουργούν μάλιστα και προβλήματα όταν αναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ίσως τούτο σημαίνει πως ήταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγώς, δεμένοι με το πρόσωπό του και όχι με τον Χριστό και την Εκκλησία, και θεωρούν την αναχώρηση προσβολή, μείωση, ότι δεν υπάρχει καλύτερος ή μία αίσθηση ότι οι άλλοι μας ανήκουν αποκλειστικά και μπορούμε να τους εξουσιάζουμε και να τους φερόμαστε μάλιστα εξαναγκαστικά ως καταπιεσμένους και ανελεύθερους υποτακτικούς.
Είπαμε βέβαια πως ο εξομολόγος είναι πνευματικός πατέρας και ο πνευματικός τοκετός ενέχει οδύνη. Έτσι είναι φυσικό να λυπάται για την αναχώρηση του υιού του. Προτιμότερο όμως είναι να εύχεται για την πνευματική του πρόοδο και τη σύνδεσή του με την Εκκλησία, έστω και παρά την αποσύνδεσή του από τον ίδιο. Να εύχεται και όχι να απεύχεται.
Το έργο του εξομολόγου δεν είναι μόνο η απλή ακρόαση των αμαρτιών του εξομολογούμενου και η ανάγνωση στο τέλος της συγχωρητικής ευχής. Ούτε πάλι περιορίζεται μόνο στην ώρα της εξομολογήσεως. Ο εξομολόγος σαν καλός πατέρας φροντίζει συνεχώς το τέκνο του, το ακούει και το παρακολουθεί προσεκτικά, το νουθετεί κατάλληλα, το κατευθύνει ευαγγελικά, τονίζει τα τάλαντά του, δεν του θέτει υπερβολικά βάρη, το κανονίζει μέτρια όταν πρέπει, το οικονομεί όταν απογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεί, αποκάμνει, το θεραπεύει ανάλογα, δεν το αποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τον αγώνα παθοκτονίας και αρετοσυγκομιδής, μορφώνοντας στην ψυχή του την αθάνατη Χριστό.
Η αναπτυσσόμενη αυτή πατρική και υιική σχέση εξομολόγου και εξομολογούμενου δημιουργεί μία άνεση, εμπιστοσύνη, σεβασμό, ιερότητα και ανάταση.
Ο εξομολογούμενος ανοίγει την καρδιά του στον εξομολόγο και του εκθέτει τα πιο κρύφια, τα πιο δόλια, τα πιο ακάθαρτα, όλα τα μυστικά του, πράξεις απόκρυφες και επιθυμίες βλαβερές, ακόμη και αυτά που δεν θέλει να ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό και δεν λέει στον πιο στενό συγγενή του και τον καλύτερο φίλο του. Έτσι ο εξομολόγος θα πρέπει απόλυτα να σεβασθεί αυτή την απεριόριστη εμπιστοσύνη του εξομολογούμενου. Η εμπιστοσύνη αυτή επαυξάνεται οπωσδήποτε και από το γεγονός ότι ο εξομολόγος είναι αυστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, από τους θείους και Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας με το απόρρητο της εξομολογήσεως.
Στην ορθόδοξη εξομολογητική δεν υπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί η πνευματική καθοδήγηση της κάθε μοναδικής ψυχής γίνεται εξατομικευμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, άλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις και δυνατότητες, όρια, εφέσεις, αντοχές, γνώσεις, ανάγκες και διαθέσεις.
Ο εξομολόγος με τη Χάρη του Θεού και τη θεία φώτιση θα πρέπει να διακρίνει όλ’ αυτά, ώστε ν’ αποφασίσει τί καλύτερα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον εξομολογούμενο. Άλλοτε χρειάζεται η επιείκεια και άλλοτε η αυστηρότητα. Δεν είναι για όλους πάντοτε τα ίδια. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει νάναι πάντα αυστηρός, έτσι μόνο για να λέγεται αυστηρός και να εκτιμάται. Ούτε υπερβολικά επιεικής, για να προτιμάται και να λέγεται πνευματικός πατέρας πολλών. Χρειάζεται φόβος Θεού, διάκριση, τιμιότητα, ειλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση και προσευχή.
Η «οικονομία» δεν απαιτείται από τον εξομολογούμενο. Ούτε είναι ορθό να γίνει κανόνας από τον εξομολόγο. Η «οικονομία» θα πρέπει να παραμείνει εξαίρεση. Η «οικονομία» επίσης θα πρέπει να είναι πάντα προς καιρόν (Αρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Όταν εκλείψουν οι λόγοι που την επιβάλλουν ασφαλώς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Για την ίδια αμαρτία μπορούμε να έχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους προς αντιμετώπισή της.
Ο κανόνας δεν είναι πάντοτε απαραίτητος. Ο κανόνας δεν είναι τιμωρία. Είναι παιδαγωγία. Ο κανόνας δεν τίθεται προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού και εξιλέωση του αμαρτωλού ενώπιον της Θείας δικαιοσύνης. Αυτή είναι μια καθαρά αιρετική διδασκαλία. Ο κανόνας συνήθως τίθεται στην ανώριμη μετάνοια, προς συναίσθηση και συνειδητοποίηση του μεγέθους της αμαρτίας.
Η αμαρτία κατά την ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι τόσο παράβαση του νόμου, όσο έλλειψη αγάπης στο Θεό. Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις, έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.
Ο κανόνας τίθεται προς ολοκλήρωση της μετάνοιας του εξομολογούμενου, γι’ αυτό, καθώς ορθά λέγει ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης, όπως ο εξομολόγος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί τις αμαρτίες του εξομολογούμενου, έτσι κι ο εξομολογούμενος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί στους άλλους τον κανόνα που του έθεσε ιδιαίτερα ο εξομολόγος, που είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων.
Ο εξομολόγος λειτουργεί ως χορηγός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Κατά την ώρα του μυστηρίου δεν λειτουργεί ως ψυχολόγος και επιστήμονας. Λειτουργεί ως ιερεύς, ως έμπειρος ιατρός, ως φιλόστοργος πατέρας. Ακούγοντας τ’ αμαρτήματα του εξομολογούμενου προσεύχεται να τον φωτίσει ο Θεός, να δώσει το καλύτερο φάρμακο προς θεραπεία, να σφυγμομετρήσει τον βαθμό και την ποιότητα της μετανοίας του.
Ο εξομολόγος δεν στέκεται απέναντι στον εξομολογούμενο με περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, υπερβολική αυστηρότητα, εξουσιαστικότητα και αλαζονεία, αλλά ούτε και αδιάφορα, επιπόλαια, απρόσεκτα και κουρασμένα. Η ταπείνωση, η αγάπη και η προσοχή του εξομολόγου θα βοηθήσει πολύ τον εξομολογούμενο.
Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει να κάνει πολλές, περιττές και αδιάκριτες ερωτήσεις. Ιδιαίτερα θα πρέπει να διακόπτει τις λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων αμαρτημάτων και ιδιαίτερα σαρκικών, ακόμη και τις αναφορές ονομάτων, ώστε ν’ ασφαλίζεται περισσότερο. Ο εξομολογούμενος πάλι δεν θα πρέπει να φοβάται, να δειλιάζει και να ντρέπεται, αλλά να σέβεται, να εμπιστεύεται, να τιμά και να ευλαβείται τον εξομολόγο. Αυτό το κλίμα πάντως της ιερότητος, αλληλοσεβασμού και εμπιστοσύνης κυρίως θα το καλλιεργήσει, εμπνεύσει και δημιουργήσει ο εξομολόγος.
Η αγία μητέρα μας Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το σώμα του Αναστημένου Χριστού, είναι ένα απέραντο θεραπευτήριο, αποθεραπείας των ασθενών αμαρτωλών πιστών, από τα τραύματα, τις πληγές και τις ασθένειες της αμαρτίας, των παθογόνων δαιμόνων και των ιοβόλων δαιμονικών παγίδων και επηρειών των δαιμονοκίνητων παθών.
Η Εκκλησία μας δεν είναι παράρτημα του υπουργείου κοινωνικής προνοίας, ούτε συναγωνίζεται να ξεπεράσει τους διάφορους συλλόγους κοινωνικής ευποιΐας, δίχως διόλου ν’ αρνείται το σπουδαίο και αγαθό αυτό έργο και να μη το επιτελεί πλούσια, επαινετά και θαυμάσια, αλλά κυρίως είναι η χορηγός νοήματος της ζωής, λυτρώσεως και σωτηρίας των πιστών «υπέρ ων Χριστός απέθανεν» διά της συμμετοχής τους στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Το πετραχήλι του Ιερέως είναι πλάνη, όπως έλεγε ο άγιος Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, που λειαίνει και ισιάζει τους ανθρώπους, είναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας και όχι μιστρί εργασιομανίας ή σύμβολο εξουσίας. Είναι υπηρετική ποδιά διακονίας των ανθρώπων προς θεραπεία και σωτηρία.
Ο Θεός χρησιμοποιεί τον ιερέα για τη συγχώρηση του πλάσματός του. Το λέγει χαρακτηριστικά η ευχή: «Ο Θεός συγχωρήσαι σοι δι’ εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ αυτού Βήματι. περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην».
Ανεξομολόγητες αμαρτίες θα βαραίνουν τον άνθρωπο και στον μέλλοντα αιώνα. Εξομολογημένες αμαρτίες δεν εξομολογούνται. Είναι σαν να μη πιστεύει κανείς στην χάρη του μυστηρίου. Ο Θεός τα γνωρίζει, αλλά θα πρέπει προς άφεση, ταπείνωση και ίαση να εξαγορευθούν. Η ενίοτε επιτίμηση αμαρτιών δεν αναιρεί την αγάπη της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί παιδαγωγική επίσκεψη προς καλύτερη συναίσθηση των πταισμάτων.
Κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «η εξομολόγησις είναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις των πονηρών έργων και λόγων και λογισμών, κατανυκτική, κατηγορητική, ευθεία, χωρίς εντροπήν, αποφασιστική, προς νόμιμον πνευματικόν γινομένη».
Ο θεοφόρος όσιος ευσύνοπτα, μεστά και σημαντικά αναφέρει πως η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται θεληματικά, ελεύθερα, αβίαστα, ανεξανάγκαστα, δίχως ο εξομολόγος ν’ άγχεται να εκμαιεύσει την ομολογία του εξομολογούμενου. Με κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή της λύπης που προκάλεσε ειλικρινά με την αμαρτία στον Θεό. Όχι συναισθηματικά, υποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια που σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος της αμαρτίας, αγάπη της αρετής, επίγνωση ευγνωμοσύνης στον Δωρεοδότη Θεό.
Κατηγορητική σημαίνει υπεύθυνη εξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, υπεκφυγές, στρεψοδικίες, ανευθυνότητες και μεταθέσεις, με ειλικρινή αυτομεμψία και γνήσια αυτοεξουθένωση, που φέρει τη χαρμολύπη και το χαροποιό πένθος της Εκκλησίας. Ευθεία σημαίνει εξομολόγηση με κάθε ειλικρίνεια, ευθύτητα και ακρίβεια, ανδρεία και θάρρος, αυστηρότητα και γενναιότητα.
Συμβαίνει ακόμη και την ώρα αυτή ο άνθρωπος να μη παραδέχεται την ήττα του, την πτώση και την αδυναμία του και με ωραιολογίες και μακρυλογίες να μεταθέτει τα ποσοστά ευθύνης του, με περιστροφές και μισόλογα, κατηγορώντας και τους άλλους, προκειμένου να φυλάξει ακόμη και τώρα ατσαλάκωτο το εγώ του. Χωρίς εντροπή εξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση του πραγματικού οικτρού εαυτού μας.
Η ντροπή είναι καλή προ της αμαρτίας και όχι μετά και μπροστά στον εξομολόγο.
Η προ του εξομολόγου ντροπή λέγουν θα μας ελευθερώσει από τη ντροπή στην έσχατη κρίση, αφού ό,τι συγχωρήσει ο εξομολόγος δεν θα ξανακριθεί. Αποφασιστική εξομολόγηση σημαίνει να είναι καθαρή, συγκεκριμένη, ειλικρινής και με την απόφαση να μη επαναλάβει τα εξομολογηθέντα αμαρτήματα ο πιστός.
Ακόμη η εξομολόγηση θα πρέπει να είναι συνεχής, ώστε τα φιλεπίστροφα, κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, πάθη να μη ισχυροποιούνται, αλλά αντίθετα σύντομα να θεραπεύονται. Έτσι δεν λησμονούνται οι αμαρτίες, υπάρχει τακτικός έλεγχος, αυτοπαρατήρηση, αυτοέλεγχος, αυτογνωσία και αυτομεμψία, δεν εγκαταλείπει η Θεία Χάρη και οι δαιμονικές παγίδες συντρίβονται ευκολότερα και η μνήμη του θανάτου δεν είναι φοβερή και τρομακτική.
Συμβαίνει συχνά-πυκνά και τ’ ομολογούμε με πολύ πόνο και περισσή αγάπη το κήρυγμα να μην είναι τόσο ορθόδοξο. Δηλαδή να εξαντλείται σ’ ένα ακόμη σχολιασμό της φθηνής επικαιρότητος και να μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ο ιερός άμβωνας σε τηλεοπτικό «παράθυρο», όπου λέμε και εμείς τη γνώμη μας για τα τρέχοντα και συμβαίνοντα. Όμως τ’ ορθόδοξο κήρυγμα κυρίως είναι εκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, αγιολογικό και ψυχωφελές.
Το κήρυγμα της μετανοίας από των Προφητών, του Τιμίου Προδρόμου, του Σωτήρος Χριστού και πάντων των αγίων παραμένει λίαν επίκαιρο και αναγκαίο. Βασική προϋπόθεση της μετοχής στ’ άγια μυστήρια και της ανοδικής πνευματικής πορείας είναι η καθαρότητα της καρδιάς.
Καθαρότητα από την ποικίλη αμαρτία, το πνεύμα της απληστίας και της ευδαιμονίας της σύγχρονης υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, το πνεύμα της αντίθεης υπερηφάνειας ενός κόσμου ναρκισσευόμενου, ατομικιστικού, αταπείνωτου, αφιλάνθρωπου, υπερφίαλου και παράδοξου, το δαιμονικό πνεύμα των πονηρών λογισμών, των φαντασιών και φαντασιώσεων, των καχυποψιών και ζηλοφθονιών, των ακάθαρ­των και σκοτεινών.
Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα η καθαρότητα της καρδιάς, στις αδελφικές σχέσεις, τις συζυγίες, τις συναδελφικές υποχρεώσεις, τις φιλίες, τις συζητήσεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις ιερατικές κλήσεις. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ξέπεσαν σε ρυπογόνες εστίες. Λησμονήθηκε η νηπτική εγρήγορση, η ασκητική νηφαλιότητα, η παραδοσιακή ολιγάρκεια, απλότητα και λεβεντιά. Έτσι μολύνεται το λογιστικό της ψυχής, διεγείρεται στην απληστία το επιθυμητικό και αμβλύνεται σοβαρά το βουλητικό, ώστε αδύναμος ο άνθρωπος να παρασύρεται στο κακό δίχως φραγμό και όρια.
Επικρατεί η αυτοδικαίωση, η δικαιολόγηση των παθών, η ωραιοποίηση της αμαρτίας, η κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικών ερεισμάτων. Θεωρείται μείωση, αδυναμία και λάθος η παραδοχή του λάθους, η ανάληψη της ευθύνης και η ταπεινή αποδοχή του σφάλματος. Η συνεχής δικαιολόγηση του εαυτού μας και η επιμελημένη μετάθεση ευθυνών δημιουργούν ένα άνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο και εγωπαθή, εμπαιζόμενο από τον δαίμονα, αιχμαλωτιζόμενο από αυτόν στ’ άφωτα δίχτυα του.
Κυριαρχεί ένας ανόητος ορθολογισμός, ο οποίος επιλέγει ευαγγελικές αρετές και συνοδικούς κανόνες, κατά την αρέσκεια, προτίμηση και ευκολία, σε σοβαρά θέματα νηστειών, εγκράτειας, τεκνογονίας, ήθους, σεμνότητος, αιδούς, τιμιότητος και ακριβείας.
Κατόπιν όλων τούτων, τα οποία δεν νομίζω ότι υπερβάλλουμε, θεωρούμε ότι οι εξομολόγοι δεν έχουν εύκολο έργο. Δεν αρκεί πλέον η χειραγωγία στη μετάνοια και η καλλιέργεια της ταπεινώσεως, αλλά χρειάζεται το ποίμνιο κατήχηση, επαναευαγγελισμό, κα­τάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό προς απόκτηση ισχυρών αντισωμάτων. Απαραίτητη η αντίσταση, αντίδραση και αντιμετώπιση του σφοδρού ρεύματος της αποϊεροποιήσεως, της εκκοσμικεύσεως, του αποηρωισμού, του ευδαιμονισμού, του πλουτισμού και κορεσμού. Ιδιαιτέρως προσοχής, διδαχής και αγάπης έχουν ανάγκη οι νέοι, που η αγωγή δεν τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν το νόημα και το σκοπό της ζωής, το κενό, το άκοσμο, το άνομο, το άφωτο της αμαρτίας.
Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί ακόμη και για τους χριστιανούς μας η αγχώδης συχνά αναζήτηση μιας ά­κοπης, άμοχθης και άλυπης ζωής. Αναζητούμε Κυρηναίους. Δεν αποδεχόμεθα την άρση του προσωπικού μας σταυρού. Δεν γνωρίζουμε το βάθος και το εύρος του σταυρού. Προσκυνούμε τον σταυρό στην εκκλησία, κάνουμε τον σταυρό μας, αλλά δεν ασπαζόμαστε τον προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ένα ασταύρωτο Χριστιανισμό. Δεν υπάρχει όμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.
Τιμάμε τους μάρτυρες και τους οσίους, αλλά δεν θέλουμε εμείς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στη νηστεία, δυσανασχετούμε στην ασθένεια, δεν ανεχόμαστε πικρό λόγο, ακόμη και όταν φταίμε, οπότε πώς να υπομένουμε αδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό και εξορία, όπως οι άγιοί μας; Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως το σύγχρονο κοσμικό πνεύμα της ευκολίας, της ανέσεως και του υπερκαταναλωτισμού έχει επηρεάσει ισχυρά το μέτρο της πνευματικής ζωής. Θέλουμε γενικά ένα αντιασκητικό Χριστιανισμό. Η Ορθοδοξία όμως βάση έχει το ασκητικό Ευαγγέλιο.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η νοσηρή και υπερβολική εμπιστοσύνη του ανθρώπου στη λογική, τη διάνοια, τη γνώση και την κρίση του. Πρόκειται για τον παχυλό και κουραστικό εν τέλει ορθολογισμό. Η νηπτική ορθόδοξη θεολογία μας δι­δάσκει το νου να τον έχουμε εργαλείο και να τον κατεβάσουμε στην καρδιά. Η Εκκλησία μας δεν καλλιεργεί και παράγει διανοούμενους. Για μας ο ορθολογισμός δεν είναι φιλοσοφική νοοτροπία, αλλά μία καθαρά αμαρτητική βιοθεωρία, μία μορφή αθεΐας, αφού αντιβαίνει στην εντολή της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης και της εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο ορθολογιστής κρίνει τα πάντα με την κρισάρα του μυαλού, μόνο με τον πεπερασμένο νου του, κέντρο είναι ο εαυτός του και το κυρίαρχο εγώ του και δεν εμπιστεύεται τη θεία Πρόνοια, τη θεία Χάρη και θεία Βοήθεια στη ζωή του.
Θεωρώντας συχνά τον εαυτό του αλάνθαστο ο ορθολογιστής δεν επιτρέπει στον Θεό να επέμβει στη ζωή του και να τον κρίνει. Έτσι δεν θεωρεί ότι έχει ανάγκη εξομολογήσεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος όμως λέγει πως το να νομίζει κάποιος πως δεν έπεσε σε αμαρτήματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη πτώση και πλάνη και το πιο μεγάλο αμάρτημα. Παρασυρμένοι ορισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλούν γι’ αστοχία και όχι για αμαρτία, θέλοντας ν’ αμβλύνουν τη φυσική διαμαρτυρία της συνειδήσεως. Η αυτάρκεια ορισμένων εκκλησιαζομένων και νηστευόντων χριστιανών κρύβει ενίοτε ένα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ότι δεν είναι όπως οι λοιποί των ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν χρήζουν εξομολογήσεως.
Κατά τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας μας το μεγαλύτερο κακό είναι η υπερηφάνεια, η μητέρα όλων των παθών κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος. Πρόκειται για πολύτεκνη μητέρα με πρώτες θυγατέρες την κενοδοξία και την αυτοδικαίωση.
Η υπερηφάνεια είναι μία μορφή άρνησης Θεού, είναι εφεύρεση των πονηρών δαιμόνων, αποτέλεσμα πολλών κολακειών και επαίνων, που επιφέρει την εξουδένωση και εξουθένωση των ανθρώπων, τη θεομίσητη κατάκριση, τον θυμό, την οργή, την υποκρισία, την ασπλαχνία, τη μισανθρωπία, τη βλασφημία. Η υπερηφάνεια είναι ένα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό και δυσθεράπευτο.
Η υπερηφάνεια επίσης είναι πολυδύναμη και πολυπρόσωπη. Εκδηλώνεται ως ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οίηση, αλαζονεία, υπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ιταμότητα, έπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία και φιλονικία. Ακόμη ως αυταρέσκεια, προσωποληψία, αυθάδεια, αναίδεια, παρρησία, αναλγησία, αντιλογία, ισχυρογνωμοσύνη, ανυπακοή, ειρωνεία, πείσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία και υπερευαισθησία. Η υπερηφάνεια τελικά οδηγεί στην αμετανοησία.
Όργανο της υπερηφάνειας συχνά γίνεται η γλώσσα. Με την αργολογία, τη φλυαρία, την πολυλογία, το κουτσομπολιό, τη μωρολογία, τη ματαιολογία, την ανειλικρίνεια, την αδιακρισία, τη διγλωσσία, τη διπλωματία, την ευτραπελία, την προσποίηση και τον εμπαιγμό.
Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα προέρχονται πολλά άλλα πάθη. Αφού αναφέραμε τα της υπερηφάνειας, ερχόμαστε στη φιλαργυρία, που γεννά τη φιλοχρηματία, την πλεονεξία, την απληστία, την τσιγγουνιά, την ανελεημοσύνη, τη σκληροκαρδία, την απάτη, την τοκογλυφία, την αδικία, τη δολιότητα, τη σιμω­νία, τη δωροληψία, τον τζόγο. Η πορνεία έχει μύριες εκφάνσεις όπως ο φθόνος με τις ύπουλες και πονηρές κακίες του, η αχόρταγη γαστριμαργία, ο θυμός και η ύποπτη ακηδία και αμέλεια.
Ιδιαιτέρως προσοχής χρήζουν πολλά ανορθόδοξα στοιχεία στην οικογενειακή ζωή και φρονούμε πως θα πρέπει να θεαθούν προσεκτικά από εξομολόγους και εξομολογουμένους. Η αποφυγή της τεκνογονίας, η ειδωλοποίηση των τέκνων, θεωρούμενα προέκταση του εγώ των γονέων, υπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχώς και εξουσιαζόμενα βάναυσα.
Ο γάμος είναι στίβος ταπεινώσεως, αλληλοπεριχωρήσεως και αλληλοσεβασμού και όχι παράλληλη όδευση δύο εγωισμών, παρά την ισόβια σύζευξη και συνύπαρξη. Χορεύει ο δαίμονας όταν δεν υπάρχει συγχώρεση στις ανθρώπινες αδυναμίες και τα καθημερινά σφάλματα. Οι γονείς θα βοηθήσουν σημαντικά τα παιδιά τους όχι με την πλούσια ευγένεια έξω από το σπίτι αλλά με το ειρηνικό, νηφάλιο και αγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στο σπίτι τους.
Η συμμετοχή των παιδιών μαζί με τους γονείς τους στο μυστήριο της εξομολογήσεως θα τους ενδυναμώσει με τη θεία Χάρη και θα τους στερεώσει στη βιωματική εμπειρία με τον Χριστό. Ζητώντας οι σύζυγοι ειλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τα παιδιά τους την ταπείνωση, που καίει τις δαιμονικές πλεκτάνες. Σ’ ένα σπιτικό που ανθεί η αγάπη, η ομόνοια, η κατανόηση, η ταπείνωση και ειρήνη υπάρχει πλούσια η ευλογία του Θεού και γίνεται κάστρο απόρθητο στην κακία του κόσμου. Η με τη συγχωρητικότητα αγωγή των παιδιών δημιουργεί μία υγιά οικογενειακή εστία που τα εμπνέει και τα ενισχύει για το μέλλον τους.
Ένα άλλο μεγάλο θέμα, που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη μετάνοια και την εξομολόγηση είναι η αυτοδικαίωση, που μαστίζει και πολλούς ανθρώπους της Εκκλησίας. Βάση της έχει, όπως είπαμε, τη δαιμονική υπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ο Φαρισαίος της παραβολής του Ευαγγελίου.
Ο αυτοδικαιούμενος άνθρωπος έχει φαινομενικά καλά, για τα οποία υπεραίρεται και θέλει να τιμάται και επαινείται. Χαίρεται να τον κολακεύουν, να εξουθενώνει και ταπεινώνει τους άλλους. Αυτοεκτιμάται υπερβολικά, αυτοδικαιώνεται παράφορα και θεωρεί τον Θεό αναγκαστικά υποχρεωμένο να τον ανταμείψει. Πρόκειται τελικά για ταλαίπωρο άνθρωπο, όπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεί και τους άλλους. Διακατέχεται από νευρικότητα, ταραχή, απαιτητικότητα, που τον αυτοφυλακίζει και δεν τον αφήνει ν’ ανοίξει τη θύρα του θείου ελέους, διά της μετανοίας.
Γέννημα της υπερηφάνειας είναι και η κατάκριση, που δυστυχώς αποτελεί συνήθεια και πολλών χριστιανών, που ασχολούνται περισσότερο με τους άλλους παρά με τον εαυτό τους. Φαινόμενο της εποχής μας και της κοινωνίας που ωθεί τον κόσμο στη συνεχή ετεροπαρατήρηση και όχι την αυτοπαρατήρηση.
Οι μύριες ασχολίες και δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου δεν τον θέλουν να μείνει ποτέ μόνο προς μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αυτογνωσία, αυτομεμψία, αυτοέλεγχο και μνήμη θανάτου. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ασταμάτητα ασχολούνται σκανδαλοθηρικά, επίμονα και μακρόσυρτα με τα πάθη, τις αμαρτίες, τα παραπτώματα των άλλων. Όλ’ αυτά προκαλούν, εντυπωσιάζουν και αν δεν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν την ψυχή και το νου με τα βρωμερά και άσχημα και μάλιστα καθησυχάζουν, αφού εμείς είμαστε καλύτεροι. Έτσι ο άνθρωπος συνηθίζει στη μετριότητα, χλιαρότητα και εφημερότητα της φθηνής καθημερινότητος, μη συγκρινόμενος με τους αγίους και τους ήρωες.
Έτσι η κατάκριση κυριαρχεί στις μέρες μας, θεωρώντας ο άνθρωπος ότι ενεργεί δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας άλλους και μολύνοντας τον εαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, έχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες και ψυχρότητες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάλιστα αναφέρει πως εκείνος που περιεργάζεται συνεχώς τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψία και μόνο, αυτός δεν έκανε ακόμη αρχή μετανοίας, ούτε άρχισε την έρευνα για να γνωρίσει τις αμαρτίες του.
Λέγονται πολλά και διάφορα. ένα τελικά είναι το καίριο, σημαντικό και εξέχον. η σωτηρία μας, για την οποία δεν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με ειλικρινή μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση. Η μετάνοια δεν ανοίγει μόνο τον ουράνιο παράδεισο, αλλά και τον επίγειο με την πρόγευση, έστω εν μέρει, της ανεκλάλητης χαράς της ατελεύτητης βασιλείας των ουρανών και της υπέροχης ειρήνης από τώρα.
Οι εξομολογημένοι άνθρωποι μπορούν νάναι οι αληθινά γνήσια χαρούμενοι, οι ειρηνικοί και ειρηνοφόροι, οι κήρυκες της μετανοίας, της αναστάσεως, της μεταμορφώσεως, της ελευθερίας, της χάριτος, της ευλογίας του Θεού στις ψυχές τους και τη ζωή τους. Η πλούσια χάρη του Θεού κάνει τον λύκο πρόβατο, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καμιά αμαρτία δεν υπερβαίνει την αγάπη του Θεού. Κανείς αμαρτωλός αν θέλει δεν αδυνατεί ν’ αγιάσει. Μας το αποδεικνύουν οι πολλοί μετανοημένοι άγιοι του Συναξαριστή.
Ο εξομολόγος εξομολογεί και συγχωρεί τους εξομολογούμενους με τ’ άγιο πετραχήλι του. Δεν μπορεί όμως να αυτοεξομολογηθεί και να θέσει ο ίδιος το πετραχήλι του στο κεφάλι του για να συγχωρηθεί. Πρέπει απαραίτητα να σκύψει σε άλλο οπωσδήποτε πετραχήλι. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έτσι τα έθεσε η πανσοφία και η φιλευσπλαγχνία του Θεού.
Δεν μπορεί να εξομολογούμε και να μη εξομολογούμεθα. Να διδάσκουμε και να μη πράττουμε. Να μιλάμε για μετάνοια και να μη μετανοούμε οι ίδιοι. Να μιλάμε για εξομολόγηση και να μη εξομολογούμεθα τακτικά. Ουδείς αυτοκαθαίρεται και ουδείς αυτοσυγχωρείται ποτέ. Οι ασύμβουλοι, οι ανυπάκουοι, οι ανεξομολόγητοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα της Εκκλησίας μας.
Αδελφοί μου αγαπητοί, το πετραχήλι του πνευματικού δύναται να γίνει θαυματουργό νυστέρι αφαιρέσεως κακοήθων όγκων, ν’ αναστήσει νεκρούς, ν’ ανανεώσει και μεταμορφώσει τον άκοσμο κόσμο, να χαροποιήσει γη και ουρανό. Η Εκκλησία μας εμπιστεύ­θηκε το μέγα λειτούργημα, το ιερό υπούργημα, στους ιερείς μας και όχι στους αγγέλους, για να τους πλησιάζουμε άνετα και άφοβα ως ομοιοπαθείς και ομόσαρκους.
Όλα τα παραπάνω, ειλικρινά και διόλου ταπεινόσχημα, ειπώθηκαν από ένα συναμαρτωλό, που δεν θέλησε να κάνει τον δάσκαλο, αλλά τον συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε από αγάπη να σας θυμίσει με απλά και άτεχνα λόγια τη ζώσα παράδοση της αγίας μητέρας μας Εκκλησίας επί του πάντοτε επίκαιρου θέματος της θεοΰφαντης και θεομακάριστης μετάνοιας και της θεοπαράδοτης και θεαγάπητης ιεράς Εξομολογήσεως.
«ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ».ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


ΠΗΓΗ



Το παράπονο και η οργή των Ελλήνων

Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, Υμνογράφος
Ευρώπη, τι εποίησά σοι, και τι μοι ανταπέδωκας; Αυτό το παράπονο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες στα χείλη των Ελλήνων. Τι σού έκανα, φίλη και συνεταίρε μου Ευρώπη, και μου συμπεριφέρεσαι με αυτό τον αναίσχυντο τρόπο; Τι κακό σού έκανα και κατά τι σε στεναχώρησα; Δεν σού έδωσα τον πολιτισμό, αυτόν για τον οποίο σήμερα καυχάσαι; Δεν σε έμαθα στην ευγενή άμιλλα και σού χάρισα τους Ολυμπιακούς αγώνες; Δεν σού έδειξα τον τρόπο πολιτισμού και δεν σού παρουσίασα μνημεία, όπως Παρθενώνες και Άγιες-Σοφιές, μπροστά στα οποία υποκλίνονται όλοι οι λαοί της γης; Δεν σού έδωσα τη γλώσσα της επιστήμης και της ιατρικής την οποία χρησιμοποιείς και ας μη είσαι βαθύς γνώστης της προελεύσεώς της; Δεν σού έδωσα παραδείγματα ανδρείας με το Λεωνίδα, με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με το Ζάλογγο, με το Μεσολόγγι; Δεν σού δίδαξα τη δημοκρατία, την οποία, δυστυχώς, μόνο επιδερμικά και επιλεκτικά εφαρμόζεις; Καί το κυριώτερο, δεν σού έδωσα τη γλώσσα του Ευαγγελίου της αγάπης και της ειρήνης, τη γλώσσα τη σωτηρίας σου; Ακόμη και το όνομα που έχεις, το όνομα «Ευρώπη» δικό μου είναι και στο χάρισα για να με θυμάσαι και όχι να το καπηλεύεσαι και να φέρεσαι με αγνωμοσύνη απέναντί μου.
ellaeur1
Ο,τι καλύτερο είχα, σού το έδωσα και συ τι μου ανταπέδωσες; «Άντί του μάνα χολήν, αντί του ύδατος όξος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Αντίφωνο της Μεγάλης Πέμπτης, όπου ο Χριστός μας συνδιαλεγόμενος με τους Εβραίους εκφράζει το παράπονό Του, εκφράζει το μεγάλο Του πόνο ψυχής για τη σκληροκαρδία και την αχαριστία τους. Καί εσύ, Ευρώπη, τι μου ανταπέδωσες; Με τιμώρησες με μνημόνια ανυπόφορα, με ανεργία των νέων μου, με καταδυνάστευση καμουφλαρισμένη, με πόνους και θλίψεις, με πτώχευση!
Να γνωρίζεις, όμως, Ευρώπη μου, ότι δεν πτοούμαι. Κάνω υπομονή, γιατί έτσι έχω μάθει να ζω. Μακροθυμώ. Μην παίζεις, όμως, με την ανοχή και τη μακροθυμία μου. Σ᾽ όλα τα πράγματα υπάρχουν όρια, όπως και στη δική μου αντοχή και ανοχή. Μπορεί να έχεις οικομική άνεση. Μπορεί να έχεις άρματα και ίππους χρημάτων. Εγώ, όμως, αγαπώ το Χριστό μου και γνωρίζω καλά, ότι «τοις αγαπώσι τον Χριστόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν». Καί παίρνω θάρρος από το λόγια του Ψαλμωδού: «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, εμείς δε εν ονόματι Θεού μεγαλυνθησώμεθα» (Ψαλμ. 19,8)».
Έτσι έχω τη δύναμη να φωνάζω με παρρησία σε κάθε μου επίβουλο: «Γνώτε έθνη και ηττάσθε, ότι μεθ’ ημών ο Θεός» (Ησ. 8,9). Ο φλογερός μου Ιεράρχης Φλωρίνης, ο πατήρ Αυγουστίνος Καντιώτης βροντοφώναζε: «Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, να έχουμε σύμμαχό μας το Χριστό! Ας έρθουν να μας πολεμήσουν. Θα αγωνισθούμε, όπως οι πρόγονοί μας και θα νικήσουμε, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα». Ναί, θα νικήσουμε, όταν δοξολογούμε την Αγία μας Τριάδα όχι όμως μόνο με λόγια, αλλά έμπρακτα, με την ίδια τη ζωή μας.
Εκτός, όμως, από το παράπονό μου, Ευρώπη μου, θέλω να εκφράσω και την οργή μου, για την ανάδελφη συμπεριφορά σου μιμούμενος τον Τίμιο Πρόδρομο του Χριστού μας, που κτυπώντας το χέρι στο πνευματικό τραπέζι του είπε: «Ουκ έξεστί σοι» (Μαρκ. στ΄ 18). Δεν σού επιτρέπεται να συμπεριφέρεσαι με τέτοιο ανίερο τρόπο. Δεν σού επιτρέπεται, Ευρώπη μου, να ταπεινώνεις έναν ολόκληρο λαό, για την ικανοποίηση των δικών σου ταπεινών ορέξεων. Δεν σού επιτρέπεται να οδηγείς στον αφανισμό ένα λαό, στον οποίο είσαι άμεσα υποχρεωμένη. Αν σε πειράζει η Ορθοδοξία του προσπάθησε να την προσεγγίσεις και όχι να γίνεσαι νέος Νέρωνας και διώκτης των ορθών παραδόσεων. Μη λησμονείς ότι «έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας» (Κολσ. γ΄ στ). Δεν φοβάσαι τους ανθρώπους, γιατί έχεις οικονομική υπεροχή και με αυτή καθηλώνεις τους πάντες. Δεν φοβάσαι, όμως, το Θεό; Σύνελθε και άλλαξε πορεία πλεύσεως, αναγνωρίζοντας την αδικία σου, την αγνωμοσύνη σου και την αχαριστία σου προς τους Έλληνες.

 πηγή

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ: «ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΌΣ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ»

Οι Θεομάχοι σε όλο το ρου της ιστορίας είχαν την ίδια κατάληξη. Ο Θεός επιτρέπει τις δυσκολίες επειδή προγνωρίζει ότι μέσα από αυτές θα βγει κάτι καλό. Οι δοκιμασίες του τόπου θα φέρουν καλούς καρπούς στο τέλος γιατί μπορεί να οργώνει τώρα ο διάβολος, στο τέλος θα σπείρει ο Χριστός. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε:
           


«Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλω· καν ο ουρανός να κατεβή κάτω, καν η γη να ανεβή επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάση, σήμερον, αύριον, να μη σας μέλλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν· τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν· μη σας μέλλει· δώσατέ τα· δεν είνε ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται . Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε».
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός


Σημεία Καιρών

π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος: "Ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς" (6η ἐκπομπὴ)


Ένας τζίτζικας διαλαλεί (Φ.Κόντογλου)

« Ένας τζίτζικας διαλαλεί :Σας έπνιξε η πεζότητα και θέλετε να σβήσετε από το πρόσωπο της γης κάθε πλάσμα που στολίζει την άχαρη ζωή σας.

Χαλάτε τις φωλιές των χελιδονιών γιατί σας πειράζουν.

Ο πελαργός δεν φαίνεται πια επάνω στις σκεπές των σπιτιών σας , να στέκεται σαν δεσπότης επάνω στο 'να του πόδι και να κροταλά τη μακριά μύτη του.
Οι δεκοχτούρες χάνονται . Ακόμα και τα σπουργίτια λιγόστεψαν.

Σας αφήσανε στην ξεραΐλα σας όλα τα ευλογημένα πλάσματα , κι αντίς αυτά γεμίσανε τον κόσμο κάποια σιδερένια τέρατα,που ξεσχίζουν τ' αυτιά σας με κάτι φοβερά ουρλιάσματα,που απορώ πως δεν τρελαθήκατε ακόμα ολότελα».


Φώτης Κόντογλου. « Ευλογημένο Καταφύγιο »

Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ανάργυροι





Τα αδέρφια Κοσμάς και Δαμιανός, οι οποίοι έζησαν την εποχή που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος, ήταν γιατροί στο επάγγελμα και παρείχαν ιάσεις σε όλους όσους είχαν ανάγκη, και για αντάλλαγμα δεν έπαιρναν χρήματα, αλλά το μόνο πού ζητούσαν ήταν να πιστεύσουν στον Χριστό. Κάποιοι όμως καλοθελητές διέβαλαν τους αγίους στον αυτοκράτορα και του είπαν ότι οι θεραπείες και τα θαύματα που επιτελούσαν τα έκαναν με μαγικές τέχνες. Τότε οι Άγιοι Ανάργυροι επειδή δεν ήθελαν να πάνε άλλους αντί αυτών στον αυτοκράτορα, προσήλθαν μόνοι τους ενώπιον του και ο Καρίνος προσπάθησε να τους μεταπείσει να αρνηθούν τον Χριστό. Εκείνοι όμως όχι μόνο δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, αλλά κατάφεραν να μεταπείσουν και να αλλάξουν και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, αφού και ο ίδιος δέχτηκε τις θεραπευτικές τους ιάσεις. Συγκεκριμένα, όταν ο Καρίνος ανέκρινε τους Αγίους, μετατοπίστηκε η θέση του προσώπου του και στράφηκε προς την ράχη του. Αμέσως τότε οι Άγιοι την θεράπευσαν με την προσευχή τους στον Χριστό. Εξαιτίας αυτού του θαύματος, πίστευσαν στον Χριστό όσοι βρίσκονταν εκείνη την στιγμή μπροστά σ' αυτό πού συνέβη και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας τους έστειλε πίσω στους συγγενείς τους με μεγάλες τιμές. Αργότερα όμως, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Άγιοι φθονήθηκαν από τον ίδιο τον δάσκαλο που τούς είχε μάθει την ιατρική επιστήμη, γιατί είχαν αποκτήσει μεγάλη δόξα και φήμη. Γι' αυτό τον λόγο τους ανέβασε σε κάποιο όρος για να μαζέψουν δήθεν κάποια βότανα και εκεί τους επιτέθηκε με πέτρες και τους θανάτωσε.



 Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν

Όσοι έχετε πάει στο Άγον Όρος θα έχετε δει στο κεντρικό λιμάνι της Δάφνης έναν μοναχό με κομποσκοίνια, τον Πάτερ Σιλουανό από τη Κύπρο. Μπορείτε να ακούσετε λίγα πράγματα που μας είπε ..

το είδαμε εδώ

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΣΑΛΗΣ: «ΒΓΑΛΤΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΕΤΡΕΣ!»

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΣΑΛΗΣ: «ΒΓΑΛΤΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΕΤΡΕΣ!»


Ο λόγος για την περίφημη και περιλάλητη οσία Ταρσώ (4/7/1910–7/10/1989), την δια Χριστόν Σαλή που έζησε στην Κερατέα Αττικής, στη σύγχρονη βαβελική εποχή μας, με μία αφάνταστη και αδιανόητη για τους πολλούς ζωή και πολιτεία. Μια ζωή κυριολεκτικά γεμάτη εκούσιο μαρτύριο, θλίψη, πόνο, καρτερία, αφάνεια, αδοξία, φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό αλλά, και απερίγραπτο μεγαλείο αγιότητας και Χάριτος Θεού. Στην περίπτωση της Ταρσώς και στον πολύ συγκεκριμένο τρόπο που βίωνε εσωτερικά την «ζωοποιόν νέκρωσιν» του εαυτού της, φαίνεται να πραγματοποιείται ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου προς τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη (†1938):«Κράτα το νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι!». Όπως ο Άγιος Σιλουανός, έχοντας στη ψυχή του άσβεστη την φλόγα της αγάπης για τους κεκοιμημένους, αισθανόταν την ανάγκη της αδιάλειπτης προσευχής υπέρ των νεκρών που «ὑπῆρχαν ἐν βασάνοις», έτσι ακριβώς και η Ταρσώ, σε όλη τη διάρκεια της ζωής της και, μάλιστα, από την αρχή των νεανικών της χρόνων, είχε ζωντανή την αγάπη και έκδηλη την αγωνία της για τους κεκοιμημένους που υπόκεινται στα βάσανα της κολάσεως.


Συχνά, με όλη την δύναμη της ασθενικής της φωνής, έλεγε: «Τρύπα, αδελφοί μου!!... Ανοίξτε τρύπα, αδελφοί μου!!... Είναι ψυχές, από κάτω!!... Πολλές ψυχές!!... Από ’δω, μέχρι εκεί κάτω!!... (και έδειχνε ίσαμε κάτω την θάλασσα). Πλήθος!!... Οι πεθαμένοι, είναι απ’ όλα!!... Απ’ όλα, είναι!!... («Απ’ όλα»: δηλαδή, απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα αυτού του παροδικού κόσμου). Στα έγκατα του άδη, είναι!!... Δεν έχουν καλή στάση και πρέπει να τους βοηθήσουμε!!... Απ’ όλα, είναι: βουλευτές, γουναράδες, τσαγκάρηδες, έμποροι!!… Μη γελάτε!!... Οι ψυχές τους, ζητούν ν’ αναπνεύσουν, ν’ αναπαυθούν!!...». 


Μ’ αυτόν τον έντονο και παραστατικό τρόπο, προέτρεπε να προσευχόμαστε για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Πολλοί, μάλιστα, επισκέπτες της είχαν ακούσει
τη στεντόρεια προτροπή της: «Να!!... Εδώ!!... Κάτω από το χώμα σκάψτε!!... Είναι ψυχές και φωνάζουν!!... Βγάλτε αυτές τις μεγάλες πέτρες!!... Εδώ, σκάψτε!!... Είναι ψυχές και φωνάζουν!!... Βγάλτε αυτές τις μεγάλες πέτρες!!... Εδώ, σκάψτε!!... Ανοίξτε χώρο, οι ψυχές υποφέρουν!!... Θα σκάσουν αν δεν κάνουμε έστω μια τρυπούλα να παίρνουν αέρα!!... Θα με βοηθήσεις, αδελφούλη μου;!...».


Η αγάπη, η μέριμνα, η αγία και καλή αγωνία της Ταρσώς για τους κεκοιμημένους και τα αθέατα βάσανά τους, ήταν συγχρόνως και ένας τρόπος να συντηρεί την επαφή της με τη χώρα των αθέατων νεκρών και να συμβιώνει μαζί τους τις εμπειρίες του άδη. Κρατούσε –όπως και ο Άγιος Σιλουανός– το νου της στο βασίλειο του άδη, προσπαθώντας να «δει» από ’κει μέσα και τον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό, βίωνε την σωτήρια «νέκρωση» σε δύο επίπεδα: (1) στο χώρο των κεκοιμημένων αδελφών της και (2) στον καθημερινό χώρο των ζωντανών, στη ζωή της δικής της σαλότητας. Δύσκολα και ακατανόητα κεφάλαια για τον γλοιώδη και τρυφηλό προτεσταντικό χριστιανισμό που κυριαρχεί σήμερα, παντού!


Η οσία Σαλή του Χριστού Ταρσώ μ’ αυτό το σπαραξικάρδιο και δραματικό τρόπο, προσπαθούσε να γίνει όσο το δυνατόν πιο εύηχη και πιο αντιληπτή στον υπναλέο κόσμο μας. Στον κόσμο, που υφαίνει η δική μας αναισθησία και αδιαφορία. Η ασίγαστη σάλπιγγα του φιλάνθρωπου λόγου της, είχε σαν σκοπό να καταρρίψει τα μεγάλα και αγέρωχα τείχη της Ιεριχούς: την υπερηφάνεια, την αναλγησία, την αναισθησία και την έπαρση της σύγχρονης ασυναίσθητης ζωής μας. Ο λόγος της, λειτουργεί αφυπνιστικά και εγερτικά. Μας εισάγει κατευθείαν μέσα στο Μυστήριο του Θανάτου και της Ζωής. Μας δείχνει ξεκάθαρα εκείνο τον συγκεκριμένο τρόπο της Χάριτος που, προφανώς εκλείπει από πολλούς σήμερα, φιλοτιμώντάς μας να γίνουμε άνθρωποι της αγάπης. Της αγάπης, που έχει και είναι μνήμη. Μνήμη, όχι εγωική, φίλαυτη, κενόδοξη, επιδερμική, υποκειμενική, φανταστική, στοχαστική και φιλοσοφική. Αλλά, μνήμη ουσιαστική, εσωτερική, πνευματική, προσευχητική, έμπρακτη. Μνήμη που, «ἐν τῶ Χριστῷ», σπάει το θλιβερό φράγμα του θανάτου. Διανέμει ζωή, φωτίζοντας κάθε ερεβώδη γωνιά του άδη· αυτής της κρυψώνας του νικημένου θανάτου. Μνήμη, που ταπεινή ρίζα και δοξασμένη κορφή της έχει την Θεία Ευχαριστία. Μνήμη, που βλασταίνει και πληροφορεί την καρδιά μέσα στην «ευχόμενη εκκλησία», μέσα στην Θεία Λειτουργία. Μόνο μέσα στη λειτουργική κιβωτό, όλα τα αγαπημένα μας πρόσωπα –είτε ζώντα είτε κεκοιμημένα είναι αυτά– καθώς και οι σχέσεις μας με αυτά, αποκτούν παλμό, ζωή, νόημα, ουσία, έννοια, προοπτική, ανάπλαση και αποκατάσταση. 


Εγγίζουμε με λυτρωτική αίσθηση το επέκεινα (προς–)κομίζοντας με κάθε νοσταλγική και πεφιλημένη εγκαρδίωση το όνομά τους στην Αγία Πρόθεση, πριν την Θεία Λειτουργία. Ώστε να προσκομιστούν οι ψυχές τους, μία–μία, ονομαστικά, μέσα στο Άγιο Ποτήριο. Για να ενωθούν με τον Χριστό, τον Νικητή του Θανάτου και τον Αρχηγό της Ζωής. Γιατί, μόνο «διὰ τοῦ Χριστοῦ», «ἐν τῷ Χριστῷ» και «ἐκ τοῦ Χριστοῦ», θα δοθεί και θα παρασχεθεί το έλεος, η άνεση, η ανάπαυση, η απολύτρωση, η σωτηρία σε όλους αυτούς, που εμείς σκεφτόμαστε, αναπολούμε, θυμόμαστε, τιμούμε και σεβόμαστε. Και ενίοτε, καλώς ή κακώς, δικαιολογημένα ή όχι, απωθούμε, αρνούμαστε και εχθρευόμαστε.


Μόνο, λοιπόν, με την Αγάπη, τη Χάρη και το έλεος του Χριστού, αυτές οι τύμβιες παγερές «πέτρες»που βρίσκονται επάνω από τους προσφιλείς κεκοιμημένους μας, αίρονται, σηκώνονται, φυγαδεύονται, ελαφρύνονται, εξαϋλώνονται, εκμηδενίζονται. Μόνο με το αγαπητικό, το φιλάδελφο και φιλάνθρωπο «σκάψιμο» που παρέχει η ιερή μνήμη της Θείας Λειτουργίας και της δικής μας εγκάρδιας προσευχής, ανοίγονται όλες οι καταχθόνιες «τρύπες» και οι νεκροί μας μπορούν πια να «αναπνέουν», όπως έλεγε και η μακαρία Σαλή Ταρσώ. Και έτσι, αναπαύονται αιώνια. Και, μαζί τους, χαιρόμαστε αιώνια κι εμείς. Και κανείς δε λείπει σε κανέναν. Και όλοι συναντάνε όλους. Γιατί όλοι «ἐν Χριστῷ», είναι παρόντες, εκκλησιαζόμενοι και ενωμένοι, ζώντες και αθάνατοι, συγχωρεμένοι, άλυποι, χαρούμενοι, χαριτωμένοι και φωτοφόροι!...


[Ιωάννου Κ. Κορναράκη:
«Ταρσώ, η δια Χριστόν Σαλή»,
κεφ. στ΄, σελ. 129–131,
έκδοση Ιερού Κελλίου Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη,
Άγιον Όρος, 20031.]


ΠΗΓΗ
το είδαμε εδώ

Οι τράπεζες κλείσανε!- η Τράπεζα του Ουρανού δεν κλείνει όμως ποτέ…



Με μια δυσοίωνη είδηση ξημέρωσε η σημερινή ημέρα: μετά από μέρες αγωνίας για την έκβαση των οικονομικών θεμάτων που απασχολούν την πατρίδα μας, 
ήρθε το κλείσιμο των τραπεζών Ομολογώ πως σφίχτηκε η ψυχή μου με το άκουσμα της είδησης: «Αρχίζουν τα πιο δύσκολα», σκέφτηκα.

Όμως ο Θεός δεν θα μας αφήσει… “Περάσαμε σαν έθνος τόσες μπόρες και δεν χαθήκαμε, και θα φοβηθούμε την θύελλα που πάει να ξεσπάσει; Ούτε και τώρα θα χαθούμε. Ο Θεός μας αγαπά”, θυμήθηκα τα παρηγορητικά και εμψυχωτικά τα λόγια του αγίου γέροντα Παϊσίου, που μας προετοίμαζε για δύσκολους καιρούς.

Και τότε μου ήρθε στο νου και μια φράση που είχα ακούσει πριν λίγο καιρό, μαζί με τη ανάλυσή της:

«Δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν» (Παροιμ. ΙΘ’ 17)

Δυσχερή τα οικονομικά όλων μας… όμως…

-αν δίνω με την καρδιά μου κάτι, έστω πενιχρό, από το υστέρημά μου «Μη εκ λύπης η εξ ανάγκης· ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός» (Β΄ Κορ. θ΄ 7)

-αν πονάει η ψυχή μου για τον πάσχοντα συνάνθρωπο

-αν έχω έναν καλό λόγο για τον πονεμένο που θα βρεθεί στον δρόμο μου, ένα χαμόγελο και μια ενθάρρυνση για τους αποσταμένους της ζωής

-αν αναπέμπω ολόθερμη την προσευχή μου για όλο τον κόσμο και όχι μόνο για τον εαυτό μου και την δική μου οικογένεια…

Τότε, αν και εμείς περιέλθουμε σε δύσκολες στιγμές, ο Θεός θα μας νοιαστεί.

Όσα έχουμε δώσει στον αδελφό που πεινά η πονά, στον Θεό τα «δανείσαμε» και Εκείνος θα μας τα επιστρέψει με τόκο, είτε σ΄ αυτή την ζωή είτε στην μέλλουσα.



Ας μάθω και στα παιδιά μου να νοιάζονται για τον διπλανό,  να μοιράζονται όσα έχουν άλλα παιδιά, να χαρίζουν από τα ρούχα, τα παιχνίδια και τα βιβλία τους σε παιδιά που στερούνται…  στα ψώνια ας ξεχωρίσουν κάτι από τα δικά τους για το «καλάθι της αγάπης». Ας μην πάρουν κάτι που επιθυμούν για να δοθεί το αντίστοιχο ποσόν αυτό σε έναν κουμπαρά αγάπης.

Κυρίως ας μάθουν να συμπονούν και να προσεύχονται για καλύτερες μέρες για την πατρίδα μας και τον κόσμο όλο. «Με τις προσευχές των μικρών παιδιών μπορούμε να κάνουμε θαύματα. Ο Θεός ακούει τις προσευχές των αθώων παιδιών». (άγιος Παΐσιος)

Σαν μάνα, λογικό είναι να νοιάζομαι και να φροντίζω πρώτα για τη δική μου οικογένεια. Ας θυμάμαι όμως πάντα και αυτό που άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός είχε πει:

«Θέλεις να ζήσει το παιδί σου; …Όταν του φτιάξεις ένα φόρεμα, να φτιάξεις και ένα του φτωχού παιδιού και τότε θα έχει την ευλογία του Θεού».

Η αγάπη, η συμπόνια, η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη θα μας γλυτώσουν… ο ατομικισμός πώς να μας βοηθήσει να βγούμε από αυτή την δεινή κατάσταση;…

Η Τράπεζα του Ουρανού μένει πάντα ανοιχτή για να καταθέσουμε τον οβολό μας και οι καταθέσεις μου εκεί έχουν την μεγαλύτερη «απόδοση» και ασφάλεια.

Ο Θεός μαζί μας.

Αλεξία για το ιστολόγιο “Αντέχουμε…”



το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...