Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2016

Αλίμονο! Εγκαταλείψαμε τον Θεό και πέσαμε σε χέρια ειδωλολατρών και αθέων!

H υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου διώχνει

"κακή ενέργεια"...




Ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο (Λουκ. η΄41-56)


 



«Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερα, προκαλεῖ τὴ λογική μας καὶ θὰ μᾶς προσκαλεῖ πάντοτε νὰ ἀφεθοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ παραδοθοῦμε μὲ ἐλπίδα στὴν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Θὰ μᾶς προσκαλεῖ, γιὰ νὰ δοῦμε μὲ τὴν πίστη τί κρύβεται στὸ σκοτεινὸ καθρέπτη τοῦ θανάτου. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἄλλη βεβαιότητα, παρὰ μόνο ὅτι κάποτε θὰ πεθάνει. Καὶ ὅμως, αὐτὴ ἡ βεβαιότητα παραμένει μιὰ ἄγνωστη ἐμπειρία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐμπειρία τοῦ θανάτου του. Κανεὶς δὲν «ἔζησε» τὸ βιολογικό του θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί σημαίνει αὐτό. Κανεὶς δὲν μᾶς εἶπε τί βιώνει, ὅταν εἶναι νεκρός. Βέβαια, ὁ Χριστὸς καὶ τὰ χαρισματικὰ μέλη τοῦ Σώματός Του, οἱ Ἅγιοί Του, φανέρωσαν τὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, τὴν πραγματικὴ καὶ ἄφθαρτη ζωὴ τῆς αἰωνιότητας μετὰ τὸ θάνατο.

Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα, λοιπόν, εἶναι πίστη καὶ ἀποκάλυψη, εἶναι μιὰ ἄλλη διάσταση ὕπαρξης καὶ ζωῆς, ἡ ὁποία, ὅμως, ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὑπερβαίνει πολὺ τὴ γήινη ἐμπειρία μας. Ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ μοναδικὰ σημεῖα στήριξης τῆς ὕπαρξής μας, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸ θαῦμα τῆς Ἀνάστασης καὶ ὑποδηλώνουν τὸ μυστήριο τῆς αἰωνιότητας. Χωρὶς αὐτά, καμία λογικὴ καὶ καμία ἐπιστήμη, καμία φιλοσοφία καὶ καμία γνώση, καμία δύναμη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ κόσμου τούτου δὲν μπορεῖ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια καὶ νὰ διαλύσει τὰ ἀδιέξοδά μας. Μόνο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται πίστη τοῦ ἄνθρωπου εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μᾶς λέει ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον τέρμα, ἀλλὰ ἔγινε ἐν Χριστῷ πέρασμα καὶ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα. Μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ ἄλλου εἴδους γέννηση στὴν ὄντως ζωή.

Ἡ ζωὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ θάνατο

Ὁ θάνατος δὲν εἶναι κάτι ποὺ θὰ ἔλθει τὴν τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸ θάνατο. Ἡ σχέση μας μὲ τὸ θάνατο διαδραματίζει καθοριστικὸ ρόλο στὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας, σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε κοσμοθεωρία, δηλαδὴ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι διάλυση καὶ ἀποσύνθεση καὶ ἀφανισμός, τότε ὁδηγεῖται στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ κενό. Μέσα στὸν παραλογισμὸ ὅτι ζεῖ γιὰ νὰ πεθάνει, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ τὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑλιστής, ἰδιοτελὴς καὶ κυνικός, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ καθημερινή μας πείρα. Ἐδῶ ἡ πίστη εἶναι περιττὴ καὶ γραφική, ἐδῶ ἡ ἠθικὴ παραμερίζεται καὶ ἡ ἁμαρτία γελοιοποιεῖται. Ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος μικραίνει ἐπικίνδυνα καὶ ἐξαφανίζεται. Τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις, ἡ ὕλη καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες της ἀπολυτοποιοῦνται. Τότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βιαστεῖ, γιὰ νὰ προλάβει νὰ χαρεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγωνία τοῦ τέλους ποὺ ἔρχεται καὶ διαλύει τὰ πάντα σκιάζει τὴν ὕπαρξή του. Καὶ μετὰ τὸ θάνατο, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Αὐτὴ εἶναι ρίζα τοῦ μηδενισμοῦ σὲ ὅλη τὴ γυμνότητά του. Ὅμως, εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ὑποδεικνύει μιὰ ζωὴ μὲ νόημα καὶ πληρότητα, μᾶς ὑπόσχεται καὶ μᾶς ἐγγυᾶται τὸ «περισσόν τῆς ζωῆς», τὸ περίσσευμά της καὶ τὴ συνέχειά της στὴν αἰωνιότητα.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι καταπίεση, γιὰ νὰ ὑποτιμήσουμε καὶ νὰ ἀρνηθοῦμε αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ θελήσουμε ἕναν ἄλλον, ποὺ δὲν γνωρίσαμε. Δὲν εἶναι μιζέρια καὶ περιφρόνηση κάθε ὀμορφιᾶς καὶ χαρᾶς, ὅπως συχνὰ τὴν παραμορφώνουμε. Εἶναι ἀγώνας γιὰ ἀλήθεια, πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα. Εἶναι σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μιὰ τέτοια ζωὴ ὑπερφαλαγγίζει τὸ φράγμα τοῦ θανάτου καί, τότε, ὄχι μόνο οἱ χαρὲς καὶ οἱ ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὲς οἱ λύπες καὶ τὰ δάκρυά της μεταμορφώνονται λυτρωτικά. Ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔτσι βλέπουμε τὴ ζωὴ μποροῦμε ἐν Χριστῷ νὰ βιώσουμε τὸ θάνατο σὰν ὕπνο ποὺ θὰ μᾶς ξυπνήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση. Ἀμήν.

Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 41-56)



 

 
7 Νοεμβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Γιὰ δυὸ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ θεραπεία μιᾶς γυναίκας ἀπὸ ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δώδεκα χρόνια. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἀνάσταση ἑνὸς κοριτσιοῦ. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι θαύματα τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς ἔχει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τῆς θεϊκῆς του παντοδυναμίας.

Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα πῶς τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιὰ τὰ δυὸ ἐτοῦτα θαύματα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ· τὸν ἔλεγαν Ἰάειρο κι αὐτὸς ἦταν προϊστάμενος τῆς συναγωγῆς· ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι του, γιατ' εἶχε μία μοναχοκόρη ὡς δώδεκα χρονῶν κι αὐτὴ ἀπ' ὥρα σὲ ὥρα ἦταν νὰ πεθάνη. Κι ἐκεῖ ποὺ πήγαινε ὁ Ἰησοῦς ὁ πολὺς κόσμος τὸν ἔπνιγαν. Καὶ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε αἱμορραγία ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια κι εἶχε ξοδέψει σὲ γιατροὺς ὅλο της τὸ βίο κι ἀπὸ κανένα δὲν εἶδε γιατρειά, πλησίασε ξωπίσω καὶ ἄγγιξε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμα τοῦ Ἰησοῦ κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Κι εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐνῶ ἀρνιοῦνταν ὅλοι, εἶπε ὁ Πέτρος κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του. Κύριε, ὁ κόσμος σὲ σπρώχνουν καὶ πέφτουν ἐπάνω σου καὶ λές· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε· κάποιος μὲ ἄγγιξε· γιατί ἐγὼ κατάλαβα πὼς βγῆκε δύναμη ἀπὸ πάνω μου. Κι ὅταν εἶδε ἡ γυναίκα πὼς δὲ μπόρεσε νὰ τοῦ κρυφτῆ, ἦλθε τρέμοντας, γονάτισε μπρός του καὶ τοῦ ξωμολογήθηκε μπροστὰ σ' ὅλο τὸν κόσμο γιὰ τὴν αἰτία ποὺ τὸν ἄγγιξε καὶ πὼς γιατρεύτηκε ἀμέσως. Κι ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε· ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε στὸ καλό. Ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυνάγωγου καὶ τοῦ λέγει· πέθανε ἡ θυγατέρα σου, μὴν ἐνοχλεῖς τὸ διδάσκαλο. Κι ὁ Ἰησοῦς ποὺ τὸ ἄκουσε ἀποκρίθηκε στὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τοῦ λέγει· μὴ φοβάσαι· μόνο νὰ πιστεύης καὶ θὰ σωθῆ. Κι ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι δὲν ἀφῆκε νὰ μπῆ κανένας παρὰ μόνο ὁ Πέτρος κι ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης κι ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ κι ἡ μητέρα. Ἔκλαιαν ὅλοι καὶ θρηνοῦσαν τὸ παιδί. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν γελοῦσαν, γιατ' ἤξεραν πὼς πέθανε. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, κράτησε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ κορίτσι, τοῦ μίλησε καὶ τοῦ εἶπε· παιδί μου, σηκώσου. Καὶ ξαναγύρισε τὸ πνεῦμα τοῦ παιδιοῦ κι ἀναστήθηκε ἀμέσως κι ὁ Ἰησοῦς διάταξε νὰ τοῦ δώσουν νὰ φάγη. Οἱ γονιοὶ του τὰ 'χασαν· κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς παράγγειλε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν ἐτοῦτο ποὺ γίνηκε.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶν' ὁ γιατρός μας· ὁ μεγάλος καὶ πρῶτος μας γιατρός. Ἔχει δυὸ μοναδικὰ προσόντα ὁ γιατρὸς μας Ἰησοῦς Χριστός· πρῶτα μᾶς ἀγαπάει ὅσο δὲν τὸ βάζει ὁ νοῦς μας κι ὕστερα ἔχει δύναμη ποὺ νὰ μπορῆ τὰ πάντα. Γιατί τὰ θαύματα ποὺ βλέπουμε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια κι ὅλα τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πράξεις μόνο τῆς παντοδυναμίας του, μὰ καὶ τῆς ἀγάπης του· πρῶτα τῆς ἀγάπης του κι ὕστερα τῆς παντοδυναμίας του.

Μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεὸς κι ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει γι' αὐτὸ δείχνει τὴ δύναμή του στὸν κόσμο. Καὶ δὲν εἶν’ ἄλλο πράγμα, χριστιανοί μου, ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ μάλιστα στὴν ἀρρώστια. Εἶναι βέβαια καὶ ἡ Ἐπιστήμη. Ποιὸς τὸ λέει πὼς δὲν εἶναι ἡ Ἐπιστήμη; Μὰ ὁ καλύτερος ἐπιστήμονας γιατρός, ἂν δὲν ἀγαπάη τὸν ἄνθρωπο ποὺ 'χει στὰ χέρια του, ἀλήμονο στὸν ἄρρωστο. Μὰ νὰ μὴ μᾶς περάση ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι γιατρὸς ἐπιστήμονας. Ἡ Ἐπιστήμη εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεός. Οἱ θεραπεῖες ποὺ κάνει εἶναι θαύματα τῆς θεϊκῆς του δυνάμεως. Δὲν κάνει διάγνωση, δὲν γράφει συνταγές, δὲν ὁρίζει θεραπεία, μὰ δίνει δύναμη στὸν ἄρρωστο ἀπὸ τὴ δύναμή του· «ἐγὼ κατάλαβα πὼς βγῆκε δύναμη ἀπὸ πάνω μου», τὸν ἀκοῦμε νὰ λέγη σήμερα στὸ Εὐαγγέλιο.

Χριστιανέ μου, στὴν ἀρρώστια σου φώναξε τὸ γιατρό, ρώτησε τὴν Ἐπιστήμη, μὰ πρῶτ' ἀπ' ὅλα ζήτησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ δῶρο σὲ μᾶς εἶναι καὶ ἡ Ἐπιστήμη, δικός του ἄνθρωπος εἶναι κι ὁ γιατρός· ὁ καλὸς γιατρός, ὄχι μόνο ποὺ ξέρει τὴν Ἐπιστήμη του, μὰ καὶ ποὺ ἀγαπάει τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν εἶναι μόνο ὁ γιατρός μας, εἶναι κι ἡ ζωή μας. Καὶ πεθαμένοι νὰ 'μαστε ἐκεῖνος μᾶς ἀνασταίνει, ὅπως τὸ εἴδαμε καὶ τοῦτο στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Κι ὁ νοῦς μας τώρα πάει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐκείνων ποὺ ἀνάστησε ὁ Χριστός, καθὼς μᾶς λένε τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια κι ἐκείνων ποὺ θ' ἀναστήση στὴ δευτέρα παρουσία. Νὰ μὴν τρομάξη κανένας, ἂν ποῦμε πὼς ἐτοῦτο εἶναι τὸ λιγώτερο. Αὐτὲς εἶναι ἀναστάσεις τῶν σωμάτων· μὰ τὶς πνευματικὲς ἀναστάσεις ποιὸς τὶς βλέπει καὶ ποιὸς τὶς λογαριάζει; Ἤμαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ μᾶς ἀνάστησε καὶ μᾶς ἔδωκε ζωὴ ὁ Χριστός, λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἐτούτη εἶναι ἡ ζωὴ κι ἐτούτη εἶναι ἡ ἀνάσταση, ὄχι μόνο ἡ σωματική, μὰ καὶ ἡ πνευματική· πρῶτα ἡ πνευματικὴ κι ὕστερα ἡ σωματική, γιατί ἡ ψυχὴ κινάει τὸ σῶμα, κι ἂν εἶναι πεθαμένη ἡ ψυχή, νεκρὸ εἶναι καὶ τὸ σῶμα κι ἂς φαίνεται πὼς ἔχει ὑγεία καὶ ζωή. Τρῶς ἐσὺ καὶ πίνεις καὶ κάνεις ὅ,τι σοῦ λένε οἱ ἐπιθυμίες σου, καὶ θαρρεῖς πὼς εἶσαι γερὸς καὶ ζωντανός, καὶ δὲν τὸ λογιάζεις πὼς ἡ ψυχή σου εἶναι πεθαμένη. Ποιὸς θὰ τῆς δώση ζωὴ καὶ ποιὸς θὰ τὴν ἀναστήση; Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση. Ἂν μείνης ἔτσι μὲ πεθαμένη τὴν ψυχή σου κι ἔρθη ἡ μέρα νὰ πεθάνη καὶ τὸ σῶμα σου, θὰ πᾶς στὸν ἄλλον κόσμο πεθαμένος δυὸ φορές, καὶ στὴ δευτέρα παρουσία θ' ἀναστηθῆς «εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» κι ὄχι «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς». Ἡ ψυχή σου θὰ πάη τότε νὰ βρῆ τὸ σῶμα, ὄχι γιὰ νὰ ζήση, μὰ γιὰ νὰ κολαστῆ μαζί του.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἂν τύχη κι ἀρρωστήσουμε, ἔχουμε γιατρό μας τὸ Χριστό. Κι ἂν τύχη καὶ μᾶς εὕρη ὁ θάνατος, ἔχουμε ζωή μας τὸ Χριστό. Ἂς φοβούμαστε πιότερο νὰ μὴν ἀρρωστήση καὶ νὰ μὴν πεθάνη ἡ ψυχή μας. Κι ἂς φροντίζουμε, ὅταν φεύγουμε ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο, μετανοιωμένοι καὶ ξωμολογημένοι, νὰ 'ναι ἡ ψυχὴ μας ζωντανή. Γιὰ νὰ βρίσκη ἐκεῖ ποὺ πάει ἀνάπαυση καὶ νὰ περιμένη ἀνάσταση ζωῆς. Ἀμήν.

Ἕνα παράδοξο θαῦμα (Λουκ. η΄41-56) «Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ»


«Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ»


Ἡ φιλάνθρωπη συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελοῦσε γρήγορα διαδίδονταν στὸ λαό. Ὅταν π.χ. πῆγε στὸ τελωνεῖο τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση καὶ διαφημίσθηκε (Ματθ. 9,9). Ἐπίσης, ὅταν συγχώρησε τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα λέγοντας «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολὺ» (Λουκ. 7,47), δηλαδὴ «συγχωροῦνται οἱ πολλὲς ἁμαρτίες της, γιατί ἀγάπησε πολύ»· τὸ συμβὰν αὐτὸ προξένησε μεγάλη ἐντύπωση. Ἤ ἀκόμη ἡ πραγματικότητα πὼς ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν ἔδιωξε ἁμαρτωλὸ οὔτε μίλησε ἄσχημα σὲ κάποιον ποὺ Τοῦ ζήτησε βοήθεια, ἦταν κάτι ποὺ τὸ ἤξεραν πολλοί. Αὐτὰ τὰ εἶχε ἀκούσει καὶ μία γυναίκα ποὺ ἔπασχε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ μία ἀκατάσχετη αἱμορραγία. Ἐπειδὴ ὅμως φοβόταν νὰ πάει εὐθέως νὰ τὸ ζητήσει ἀπ’ τὸ Χριστό, πῆγε κρυφὰ καὶ ἀκούμπησε στὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου Του κι ἔγινε καλά. Βγῆκε τότε δύναμη ἀπ’ τὸ Χριστὸ ποὺ τὴν θεράπευσε τελείως. Ἂς δοῦμε τὴν προσωπικότητα αὐτῆς τῆς γυναίκας.


Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα

Ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπαγόρευε στὶς γυναῖκες, ποὺ ἔπασχαν ἀπ’ τὰ γνωστὰ γυναικεῖα νοσήματα νὰ ἀναμειγνύονται μέσα στὸ πλῆθος καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὶς δημόσιες λατρεῖες τοῦ Ναοῦ ἢ τῆς Συναγωγῆς. Ἡ γυναίκα ἦταν γνωστὴ σ’ ὅλους πὼς ἔπασχε ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια καὶ ὑπῆρχε κίνδυνος, ὅταν θὰ παρουσιαζόταν μπροστὰ στὸ Χριστό, οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ τὴν ἔδιωχναν σὰν μολυσμένη. Τὸ γεγονὸς τὸ ἤξερε κι αὐτή, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάλεσε τὸν Ἰησοῦ στὸ σπίτι της. Ἐφ’ ὅσον ἦταν «ἀκάθαρτη», κανεὶς δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν πλησιάσει. Ἐπίσης ἡ αἱμορροοῦσα δὲ στάθηκε οὔτε καὶ μακριὰ γιὰ νὰ φωνάξει τὸ Χριστό, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, «ἠσχύνετο δημοσιεῦσαι τοιοῦτον πάθος», δηλ. ντρεπόταν νὰ κάνει φανερὴ μιὰ τέτοια ἀρρώστια.


Ἡ πίστη τῆς αἱμορροούσας

Ἕνα ἄλλο σημεῖο τῆς προσωπικότητας τῆς γυναίκας ἦταν ἡ πίστη της. Ἐπειδὴ εἶχε μεγάλη πίστη, σκέφθηκε νὰ ἀκουμπήσει τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνει καλά. Μπορεῖ τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶχαν χάρη ἐπάνω τους, ἐπειδὴ ἐρχόντουσαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ζωοποιὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅμως χρειαζόταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μεταδώσουν αὐτὴ τὴν ἰαματικὴ ἐνέργεια. Ἂς θυμηθοῦμε τί ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ στρατιῶτες ποὺ σταύρωσαν τὸν Κύριο, πῆραν τὰ ἱμάτια καὶ τὸ χιτώνα Του μὲ τὸ γνωστὸ σ’ ὅλους μας τρόπο. Ἐνῶ ἀκουμποῦσαν τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔνιωσαν τίποτε. Τοὺς ἔλειπε ἡ πίστη. Ἀντίθετα ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα μὲ τὴν πίστη της πῆρε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ τρόπος ποὺ σκέφτηκε, δηλαδὴ νὰ ἀκουμπήσει κρυφὰ τὰ ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ γίνει καλά, μπορεῖ νὰ ἦταν μιὰ ἰδιότυπη πράξη, ἂς ποῦμε μιὰ ἀκατηγόρητη «κλοπὴ» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ἄξιζε. Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς γράφει γιὰ τὴν πράξη τῆς γυναίκας· «ἡ τῆς γυναικὸς ἐπαινουμένη κλοπή», δηλαδὴ κλοπὴ ποὺ ἐπαινεῖται καὶ δὲν καταδικάζεται. Στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται ἡ πίστη τῆς γυναίκας. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό, θεραπεύτηκε πλήρως καὶ προσφωνήθηκε ἀπ’ τὸ Χριστὸ ὡς θυγατέρα Του· «θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 8,48).


Ἡ πίστη δὲν εἶναι μαγικὸ γεγονὸς

Ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς διδάξει. Κατ’ ἀρχήν, τί ἐπεθύμησε; Νὰ ἀκουμπήσει τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς. Ἐὰν θέλουμε, μποροῦμε ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀκουμπήσουμε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλ’ ὁλόκληρο νὰ Τὸν τοποθετήσουμε μέσα μας. Μπροστά μας καὶ πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα εὑρίσκεται τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ροῦχο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ Δεσποτικὸ σῶμα. Ὁ καθένας μας ἔχει καὶ κάποια ἀσθένεια εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική. Οἱ μώλωπες τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐμφανεῖς στὴν ψυχή μας. Ἂς προσέλθουμε μὲ πίστη στὸ ἅγιο Ποτήριο. Ἐὰν τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ εἶχε τόση δύναμη, πολὺ περισσότερο τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Νὰ προσέλθουμε ὄχι ἁπλῶς σὰν νὰ πρόκειται γιὰ μία μαγικὴ τελετή, ἀλλὰ μὲ πίστη καὶ καθαρὴ συνείδηση· μὲ τὴν πεποίθηση πὼς τὰ πάντα μπορεῖ νὰ τὰ κατορθώσει ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς θεραπεύσει τὶς ἀσθένειες ἢ νὰ μᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες παρὰ μόνον ὁ Χριστός. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σκοτώνει τοὺς «ἔνδον σκώληκας», γράφει ἕνας ἅγιος.

Ἂς ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς τὴν πίστη τῆς αἱμορροούσας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ γιατρεύσουμε τὰ ποικίλα πάθη μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.



 

Οἱ ἄλλοι (Λουκ. η΄ 41-56)



«Ἔτσι κάνουν ὅλοι», «Ἐγώ γιατί νά διαφέρω ἀπό τούς ἄλλους;», «Ποῦ ζεῖς; Δέν βλέπεις τί γίνεται γύρω σου» καί πολλές ἄλλες παρόμοιες ἐκφράσεις ἔχουν ἐπινοηθεῖ γιά νά κατοχυρώσουν ὡς κυρίαρχη τήν τάση νά μή διακρίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τούς ὑπόλοιπους, ἀλλά νά ὑποτάσσεται στά κελεύσματα καί τήν ἡγεμονεύουσα νοοτροπία τῆς κοινωνίας στήν ὁποία ἀνήκει. Πρόκειται οὐσιαστικά γιά μιά διαστροφή, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό κάτι τό ὑγιές, τήν ἀνάγκη γιά κοινωνικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί ἔνταξή του σέ κάποιο σύνολο, ἐξελίσσεται ὅμως ἀρρωστημένα, ὅταν ἡ μοναδικότητα τῆς προσωπικότητας καταργεῖται, χάριν τοῦ μιμητισμοῦ καί τῆς προσαρμογῆς στά συλλογικά στερεότυπα πού κυριαρχοῦν.

Κι αὐτό ἐνέχει πολλούς πνευματικούς κινδύνους, ἰδίως γιά τούς νεώτερους, οἱ ὁποῖοι καθώς ἀναζητοῦν τόν προορισμό τῆς ζωῆς τους, ἀντιγράφουν, ταυτίζονται, μιμοῦνται, καθώς ἐντυπωσιάζονται, ἐπηρεάζονται, παθιάζονται καί τελικά ἀκολουθοῦν ἀδιάκριτα καί ἀπερίσκεπτα ὅ,τι ἐκθαμβωτικά λάμπει, πιστεύοντας τό γιά χρυσό, χωρίς νά κατανοοῦν ὅτι εἶναι δόλωμα, χωρίς νά βλέπουν τήν παγίδα ἀπό πίσω.


Οἱ συμπνίγοντες ὄχλοι

Χιλιάδες λαοῦ ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό, καθώς πορευόταν πρός τό σπίτι, ὅπου τόν εἶχε καλέσει ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος γιά νά θεραπεύσει τή βαριά ἀσθενοῦσα, μονάκριβη κόρη του. Καί μάλιστα «συνέπνιγον αὐτόν», δηλαδή εἶχαν κολλήσει ἐπάνω του, ὥστε νά δημιουργεῖται ἕνα κινούμενο ἀνθρώπινο τεῖχος. Μοναδική εὐλογία νά μπορεῖς ν’ ἀκουμπήσεις τόν ἴδιο τόν Χριστό. Κι ὅμως, οἱ ὄχλοι συνωθοῦνται ἀσυγκίνητοι, κυριευμένοι ἀπό ἐπιπόλαιη περιέργεια καί ἔξαψη νά δοῦν τόν Χριστό νά θαυματοποιεῖ, χωρίς νά τούς ἀγγίζει τό «θέαμα» βαθύτερα, ἀδιάφοροι γιά ὁτιδήποτε πνευματικό.

Καί μέσα σέ ὅλους αὐτούς, μόνη μία γυναίκα, ταλαιπωρημένη ἀπό τό πρόβλημά της, ἔχοντας χάσει ὅλη της τήν περιουσία, ψάχνοντας τήν ἴαση καί ἀπελπισμένη ἀπό τούς ἀνθρώπους, προσέρχεται γεμάτη πίστη, δηλαδή ὁλοκληρωτική ἐξάρτηση ἀπό τό θεῖο ἔλεος. Καί ἔρχεται μήν τολμώντας νά διεκδικήσει, χωρίς ν’ ἀνοίξει τό στόμα της, πιστεύοντας ὅτι δέν εἶναι ἄξια ν’ ἀπασχοληθεῖ μαζί της ὁ Διδάσκαλος. Τό μόνο πού θέλει εἶναι ἁπλῶς νά τόν ἀκουμπήσει. Κι αὐτή ἡ ἐπαφή, πού γίνεται χωρίς ἐξωτερικά νά διαφέρει ἀπό τά ἀκουμπίσματα τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων στόν Χριστό, ἐπιφέρει τέτοια ἀνατροπή καί ἀποκάλυψη πού τήν καθιστᾶ ἄξια μνείας ἀνά τούς αἰῶνες ὅπου κηρύσσεται τό Εὐαγγέλιο.

«Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» ρωτᾶ ὁ Χριστός ὅταν οἱ ὄχλοι τόν συνθλίβουν, γιά νά καταδείξει τή διαφορά τῆς πίστης καί τῆς ταπείνωσης πού διέκριναν τή συγκεκριμένη ψυχή ἀπό ὅλες τίς ἄλλες. Κι ἐνῶ καί ἄλλοι ἐνδεχομένως ἀπό τούς παρόντες νά εἶχαν ἀνάγκη θαυμαστῆς θεραπείας, αὐτή ἐνεργεῖται μόνο στή γυναίκα πού τή λαμβάνει, ἀκριβῶς γιατί διέφερε ἀπό ὅλους τους ἄλλους. Ἡ μόνη πού δέν ἔκανε «ὅ,τι ὅλοι οἱ ἄλλοι», εἶναι καί ἡ μόνη πού εὐεργετεῖται. Ὄχι μόνο γιατί λαμβάνει τή θεραπεία. Ἀλλά γιατί ἐπιβραβεύεται μέ κάτι πολύ ἀνώτερο: «Πορεύου εἰς εἰρήνην». Δηλαδή, ὁ Χριστός μας τήν ἐπιβραβεύει γιά τόν τρόπο τῆς ζωῆς της, γιά τό γεγονός ὅτι πορεύεται μέ ἐνσυνείδητα πιστεύματα καί ξεκάθαρη στάση ἀπέναντί του, χωρίς νά συναγελάζεται, νά συμμορφώνεται καί νά ὑποτάσσεται καιροσκοπικά, γι’ αὐτό καί τῆς παραγγέλλει νά συνεχίσει νά ζεῖ ἔτσι. Νά μήν ἔχει ἀμφιβολίες γιά τό ὅτι αὐτό πού ἔκανε ἦταν τό σωστό καί νά ἀναπαύεται πνευματικά μέ τόν δρόμο τῆς πίστης καί τῆς ταπείνωσης πού ἔχει ἐπιλέξει.


Πρόσωπα κι ὄχι μάζα

Πόσοι καί πόσοι δέν συνωθοῦνται μέσα στούς Ναούς μας, ἰδίως στίς μεγάλες ἑορτές καί τίς πανηγύρεις Ἁγίων. Πόσο ὅμως, ὅλοι αὐτοί εἶναι λαός τοῦ Θεοῦ διακρινόμενοι ἀπό πίστη καί ἀρετή, καί πόσο εἶναι ὄχλος πού, ὅπως τότε, ἔρχεται καί συνθλίβει καί συνθλίβεται χωρίς νά ὠφελεῖται, ἀκριβῶς διότι δέν ἐνεργεῖ ἐνσυνείδητα καί δέν πορεύεται μέ γνώμονα τήν πίστη. Ἀκόμη, χειρότερα, πόσοι καί πόσοι δέν προσέρχονται στό «ποτήριον τῆς ζωῆς» καί δέν ἀκουμποῦν ἁπλῶς, ἀλλά μεταλαμβάνουν τόν ὅλο Χριστό, γιατί «εἶναι ἔθιμο», «γιά τό καλό», «ἔτσι ἀπό συνήθεια», χωρίς τήν προετοιμασία τῆς ἐξομολόγησης, τῆς νηστείας, τῆς ἐλεημοσύνης… Πόσο ὅμοιες εἶναι οἱ καταστάσεις τότε καί τώρα. Ἄραγε πόσοι τώρα διακρίνονται, ὠφελοῦνται καί σώζονται;

Κι ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὡς Μητέρα τούς δέχεται ὅλους, χωρίς διακρίσεις καί ἀποκλεισμούς, ταυτόχρονα προειδοποιεῖ. Πόσοι προσέχουμε τή λειτουργική αἴτηση: «Ὑπέρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καί τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῶ»; Προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία μας ὄχι γιά ὅλους ὅσοι σωματικῶς εἶναι μέσα στό Ναό, ἀλλά μόνο γιά ὅσους μέ πίστη, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ πνευματικῶς εἶναι μέσα στό Ναό. Καλεῖ «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» νά κοινωνήσουμε. Μέ ἄλλα λόγια θέτει προϋποθέσεις. Ποῦ στοχεύουν αὐτές; Ὄχι στό νά μᾶς δυσκολέψουν, ἀλλά νά μᾶς διευκολύνουν στήν ἐνσυνείδητη λήψη ἀποφάσεων, ὥστε νά μήν ὑπάρχουμε οἱ Χριστιανοί ὡς μάζα, ἀλλά ὡς σύνολο συνειδητοποιημένων προσώπων, ἀγωνιζόμενων γιά τήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Χριστός μᾶς θέλει ξεκάθαρους καί ἀποφασισμένους στή σχέση μας μαζί του καί αὐτό σημαίνει, προσωπικότητες μέ ἀρχές καί ἀξίες πού δέν τίς προδίδουν κατά τίς περιστάσεις, ἐπειδή «ἔτσι κάνουν οἱ ἄλλοι», ἀλλά τίς ἐγκολπώνονται καί μένουν σταθεροί σ’ αὐτές μέ ὅποιο κόστος καί τίμημα.

ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016 – Ζ΄ ΛΟΥΚΑ -- «Και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος»

                                                                   Πίστεως αναβάσεις
Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά στον Χριστό για να τον δουν, να τον ακούσουν και να δεχθούν κάποια ευεργετική δωρεά Του. Αρκετοί πίστευαν ότι και με ένα άγγιγμα στα ενδύματά Του, θα γίνονταν δέκτες της ευλογίας Του. Και πραγματικά «όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο». Το βλέπουμε και στην αιμορροούσα γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου. Η δυστυχισμένη εκείνη ύπαρξη υπέφερε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ακόμα και η επιστήμη ύψωνε τα χέρια στην περίπτωσή της. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν. Μόνο μια ελπίδα απέμενε. Ο παντοδύναμος Ιησούς για τον οποίο τόσα πολλά ακούγονταν, ότι δηλαδή θαυματουργούσε και πρόσφερε ζωή στους ανθρώπους. Έτσι, λοιπόν, όταν ο Κύριος επισκέφθηκε τον τόπο της, αυτή δεν παρέλειψε να αδράξει την ευκαιρία. Αποφάσισε χωρίς αναστολές να τον πλησιάσει. Αυτή τολμούσε, αλλά το πλήθος του κόσμου που τον είχε κυκλώσει και συμπορευόταν μαζί Του, δεν της επέτρεπε να πάει πιο κοντά. Η πρόσβαση ήταν αδύνατη. Φάνταζε δύσκολο να μπορέσει να του μιλήσει. Η πίστη όμως πάντοτε και ιδιαίτερα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, δίνει διεξόδους ζωής. Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός βάδιζε ανάμεσα στο συνωθούμενο πλήθος, εκείνη κατάφερε επιτέλους να πλησιάσει και να αγγίξει στο πίσω μέρος ένα άκρο του ενδύματός Του.
Τη στιγμή αυτή ένιωσε σαν να τη διαπέρασε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Αισθάνθηκε κάτι παράξενο και κατάλαβε ότι έλαβε το ποθούμενο. Ότι δηλαδή θεραπεύθηκε. Ίσχυσε και στην περίπτωσή της το αποστολικό λόγιο «εγγίσατε τω Θεώ και εγγιεί υμίν». Αγγίζουμε τον Θεό όταν έχουμε πίστη. Όταν εναρμονίζουμε τη ζωή μας με το θέλημά Του. Όταν εκφράζουμε εμπιστοσύνη για τις δωρεές Του.

Το σωτήριο άγγιγμα
Όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς, καθώς πορευόταν ο Χριστός και τον «συνέθλιβε» πλήθος κόσμου, όλοι έμειναν σαστισμένοι όταν ρώτησε: «Ποιος με άγγιξε;». Το ερώτημά του τη δύσκολη αυτή στιγμή του συνωστισμού φάνηκε να ήταν μάλλον ακατανόητο. Και όμως ο Κύριος επέμενε: «Κάποιος με άγγιξε». Τότε η πιστή γυναίκα, έντρομη, πλησίασε, ομολόγησε την ενέργειά της και δημοσιοποίησε το θαυμαστό αποτέλεσμα που είχε. Διαλάλησε τη θεία θαυματουργία.
Όμως κάτι που θα πρέπει να προσέξουμε, αγαπητοί αδελφοί, είναι ότι το άγγιγμά της στο ρούχο του Ιησού δεν ήταν μόνο εξωτερικό, αλλά ήταν κυρίως εσωτερικό. Τι σημαίνει αυτό; Ήταν άγγιγμα με πίστη. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπήρξε και το θαυμαστό αποτέλεσμα. Η αιμορροούσα γυναίκα γίνεται αιώνιο παράδειγμα για κάθε άνθρωπο που καταλαμβάνεται από τον ευλογημένο πόθο να «αγγίξει» το πρόσωπο του Χριστού, η παρουσία του οποίου αποκαλύπτεται αυθεντικά στο Σώμα του, την Εκκλησία. Η μετοχή στη μυστηριακή ζωή της, μεταβάλλεται σ’ ένα σωτήριο «άγγιγμα» που αποκαθιστά την προσωπικότητα του ανθρώπου και τον αφήνει να γεύεται το χώρο της θείας θαυματουργίας στη ζωή του. Αρκεί ο άνθρωπος να μην μένει εγκλωβισμένος στον εαυτό του. Να μην απολυτοποιεί τις εγωτικές του δυνάμεις, αλλά να εγκολπώνεται την αγάπη και την χάρη του Χριστού. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέει ότι ο σκοπός του πνευματικού μας αγώνα στην Εκκλησία είναι «ίνα μη ώμεν πεποιθότες εφ’ εαυτοίς, αλλ’ επί τω Θεώ τω εγείροντι τους νεκρούς».
Αγαπητοί αδελφοί, η ευαγγελική αλήθεια υπαγορεύει στη ζωή μας να προσεγγίσουμε κι εμείς το Σωτήρα Χριστό για να δεχθούμε τη σωτήρια αλήθεια του. Ας μη λησμονούμε ότι και εμείς σήμερα, όπως η αιμορροούσα γυναίκα τότε, υποφέρουμε από διάφορες «ασθένειες» που δεν μας επιτρέπουν να ζούμε στην χάρη και την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό, ας τολμήσουμε όπως η γυναίκα τότε να πλησιάσουμε τον Κύριο για να καταστούμε και εμείς δέκτες της θεραπευτικής ενέργειάς Του, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να μας απαλλάξει από τα σημερινά τραγικά αδιέξοδα που τόσο οδυνηρά βιώνουμε. Η ευαγγελική περικοπή σήμερα αναφέρεται και στο θαύμα της ανάστασης της θυγατέρας του Ιαείρου. Ο λόγος του Χριστού που απηύθυνε στον Ιάειρο «μη φοβού, μόνον πίστευε και σωθήσεται», ας γίνει ο πιο ισχυρός δείκτης και στη δική μας ζωή. Οι άγιες επίσης μορφές, τους συμπατριώτη μας Δημητριανού Χύτρων, του Παύλου Κωνσταντινουπόλεως και των οσίων Λουκά και Παύλου που τιμά σήμερα η Εκκλησία μας, προσφέρονται ως ακόμα μια ευκαιρία για πνευματικές αναβάσεις, οι οποίες μάς καθιστούν ικανούς ν’ ατενίζουμε κι εμείς στη ζωή μας τις κορυφογραμμές της πίστεως. Γένοιτο!

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

Πως ξεπερνάμε τις βιοτικές μέριμνες;


…Ὅλα τά πλούτη μας, ἡ δόξα καί οἱ τιμές, δέν εἶναι παρά ἕνα φευγαλέο ὄνειρο, πού τελειώνει μέ τόν θάνατο. Κάνεις δέν παίρνει τίποτε μαζί του στόν ἄλλο κόσμο, οὔτε ἕνα ἔστω ψιχουλάκι ἀπό τό ἐπίγειο συμπόσιο! Εἶναι μακάριος ὅποιος κατανοεῖ πώς ἡ ψυχή εἶναι τό μοναδικό ἀπόκτημα του, τό ὁποίο ἀπό τίποτε δέν φθείρεται, οὔτε καί ἀπ’ αὐτόν τόν θάνατο! Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος σκέπτεται τρεῖς μόνον πραγματικότητες: τόν θάνατο, τήν ψυχή καί τόν Θεό-Κριτή. Ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος διδάσκει τά ἑξής: «Κράτα διαρκῶς στό νοῦ σοῦ τόν ἐπικείμενο θάνατό σου καί τήν Κρίση κι ἔτσι θά διαφυλάξεις τήν ψυχή σου ἀπό τήν ἁμαρτία».


Ὅλες οἱ βιοτικές μᾶς μέριμνες σέ τούτη τή ζωή εἶναι σάν ἄσκοπες φροντίδες γιά ἕνα γεύμα πού πρέπει σύντομα νά διακοπεῖ. Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής λέει χαρακτηριστικά: «Ἔχε μπροστά στά μάτια σου τόν θάνατο, κάθε μέρα· συνεχώς νά σκέπτεσαι τό πώς θά χωριστεῖς ἀπό τό σῶμα σου, πώς θά περάσεις ἀπό τήν περιοχή τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους πού θά σέ συναντήσουν στὀν ἀέρα καί πώς θά παρουσιαστεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ! Προετοιμάσου γιά ἐκείνη τή Φοβερή Ἡμέρα, κατά τήν ὁποία θά σέ βρεῖ ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ, σάν νά τήν βλέπεις ἤδη ἀπό τώρα!».

Κάποια μέρα ἕνας πλούσιος ἔμπορος, ὁ Ἰωάννης, πῆγε στόν Ὅσιο Σαββάτιο τοῦ Σολόφσκι καί τοῦ προσέφερε πλούσια ἐλεημοσύνη. Ὁ Σαββάτιος δέν δέχθηκε νά λάβει τό παραμικρό καί εἶπε στόν δωρεοδότη νά τά μοιράσει ὅλα στούς φτωχούς. Ὁ Ἰωάννης πολύ λυπήθηκε γι᾿ αὐτό καί ὁ Ὅσιος, γιά νά τόν παρηγορήσει καί νά τοῦ ἀποκαλύψει ὀρισμένα πράγματα, τοῦ εἶπε: «Ἰωάννη, παιδί μου, μείνε ἐδώ καί ἀναπαύσου μέχρι αὔριο καί τότε θα δεῖ τή δόξα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἰωάννης ὑπάκουσε. Τήν ἐπαύριο, πράγματι ὁ Ἰωάννης μπῆκε στό κελλί τοῦ Σαββατίου καί εἴδε τόν γέροντα ὀριστικά ἀναπαυμένο, ἐνώ μιά γλυκειά εὐωδία πλημμύριζε τό κελλί. Αὐτός πού προβλέπει τό τέλος τῆς ζωῆς του, αὐτός δέν μεριμνά γιά τά ἐπίγεια ἀγαθά!

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2016

Hurriyet σε Ερντογάν: «Άρα, η Κωνσταντινούπολη είναι ελληνική;»

AGIA SOFIAΑπάντηση μέσα στο «σπίτι του» για τις προκλητικές και επεκτατικές του δηλώσεις πήρε ο Πρόεδρος της Τουρκία από τον δημοσιογράφο της Hurriyet, Μπουράκ Μπεκντίλ, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο με τίτλο: «Άρα, η Κωνσταντινούπολη είναι ελληνική;»
Η πρώτη σκέψη βεβαίως που έρχεται στο μυαλό είναι ότι «δεν τον βλέπουμε καλά» μετά από αυτό το άρθρο τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο…
Γράφει ο Μπουράκ Μπεκντίλ:
«Ορισμένοι παρατηρητές έχουν τον τελευταίο καιρό συμβουλεύσει τις ξένες κυβερνήσεις να μην ανησυχούν και πάρα πολύ για τις επιθετικές αλυτρωτικές δηλώσεις της Τουρκίας (μέσω του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν), διότι γίνονται για εσωτερική κατανάλωση και όχι για το ξένο κοινό. Λοιπόν, και ναι και όχι.
Είναι αλήθεια πως η αναθεωρητική/εθνικιστική ρητορική πουλάει πολύ καλά στην ιδεολογική αγορά της Τουρκίας (και όλο και περισσότερο και σε άλλες χώρες). Είναι, επίσης, αλήθεια, πως τα σχόλια του Ερντογάν στοχεύουν στον μέσο ψηφοφόρο – τον Τούρκο ψηφοφόρο που μπορεί να πείσει πιο εύκολα με την αλυτρωτική ρητορική του που περιλαμβάνει δηλώσεις όπως «το ένδοξο παρελθόν μας», «η μεγάλη αδικία που υπέστη το μεγάλο έθνος μας πριν από έναν αιώνα», «τι χρειάζεται για να διορθώσουμε τη λάθος ροή της ιστορίας» ή «μια μέρα θα αναβιώσουμε την αυτοκρατορία μας». Προσθέστε σε αυτά την ρητορική «είμαστε οι πιο ευσεβείς Μουσουλμάνοι» και δε θα κερδίσετε απλά έναν ψηφοφόρο αλλά έναν αφοσιωμένο οπαδό που θα είναι προετοιμασμένος να πεθάνει ή να σκοτώσει για σας.
Όμως, το γεγονός πως η κύρια ομάδα – στόχος του Ερντογάν είναι ο μέσος Τούρκος ψηφοφόρος, δεν αλλάζει το γεγονός πως ο ίδιος ολόψυχα πιστεύει σε ό,τι λέει, ή ότι θα μπορούσε να μετατρέψει τη ρητορική του σε μια παράλογη δράση κάποια μέρα εάν νομίζει, σε μία στιγμή εσφαλμένου υπολογισμού, πως η Τουρκία είναι αρκετά ισχυρή ώστε να «διορθώσει τη λάθος ροή της ιστορίας», σύμφωνα και με τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου.
Ο κ. Ερντογάν ισχυρίζεται ότι παραδίδει μαθήματα ιστορίας σε όλους. Θα πρέπει όμως πρώτα να μάθει πως η ιστορία δεν ξεκίνησε το 1071 ή το 1453» Επιπλέον, τροφοδοτώντας με τέτοια συνθήματα μια κοινωνία γνωστή για την ξενοφοβία της, την νοοτροπία του αυτο-απομονωτισμού και την συλλογική επιθυμία να επιστρέψει στις ημέρες της δόξας, είναι κάτι που μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να είναι πολιτικά επικίνδυνο δεδομένου ότι οι 18άρηδες σημερινοί «στρατιώτες» του Ερντογάν είναι πολύ πιθανόν να γίνουν, σε μερικές δεκαετίες, ο Τούρκος ηγέτης – ένας άλλος και πολύ πιο άγριος Ερντογάν.
Το πιο σημαντικό, η ρητορική του κου Ερντογάν δεν στερείται μόνο του απλούστερου κανόνα της λογικής, αλλά είναι επίσης ασυνεπής. Ξεχάστε την τελευταία αλυτρωτική του ομιλία, που υποτίθεται πως η Τουρκία θα μπορούσε να είχε σήμερα 3,5-4 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα γης αντί για τα 780.000 τετραγωνικά χιλιόμετρά της. Θα μπορούσε να έχει. Αλλά δεν έχει. Γιατί, στον μυαλό των ισλαμιστών, μετράει το μέγεθος; Είναι η Τουρκία, με οποιοδήποτε αξιόπιστο διεθνές κριτήριο, μια χώρα καλύτερη ας πούμε, από την Ελβετία – η οποία εκτίνεται σε 41.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ή στο 5% της τουρκικής γης;
Στην ίδια ομιλία, ο Ερντογάν αναφέρθηκε στα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο Πέλαγος. «Αυτά τα νησιά κάτω από την μύτη μας ήταν δικά μας» είπε. «(Σε αυτά τα νησιά) υπάρχουν μνημεία μας, η ιστορία μας, τα τζαμιά μας…» Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά εφαρμόζοντας την ίδια λογική σε αυτό που είναι σήμερα η Τουρκία, μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε αξιώσεις που σίγουρα δεν θα αρέσουν στον κ. Ερντογάν.
Τότε εμείς οι Τούρκοι θα πρέπει να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να υπομείνουμε τις δυσκολίες ενός μακρινού ταξιδιού σε κάποια μακρινή στέπα Εάν το «έχουν χώρους λατρείας, την ιστορία και τα μνημεία (από το παρελθόν)» σε χώρες του εξωτερικού θα μπορεί να δώσει σε ξένες χώρες το δικαίωμα να διεκδικούν εδάφη, τότε εμείς οι Τούρκοι θα πρέπει να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να υπομείνουμε τις δυσκολίες ενός μακρινού ταξιδιού σε κάποια μακρινή στέπα. Ξεχάστε τα αμέτρητα μνημειακά και ιστορικά σημάδια στα εδάφη της Ανατολίας που ανήκουν στην προ-τουρκική εποχή, σημειώστε μόνο το γεγονός πως, πρώτον η πατριαρχική μητρόπολη των Ελληνορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη, που οι οπαδοί του Ερντογάν με τόσο πάθος θέλουν να μετατρέψουν σε τζαμί, χτίστηκε το 537 μ.Χ. ή 816 χρόνια προτού χτιστεί το πρώτο τζαμί στην πόλη και δεύτερον, επειδή ο κος Ερντογάν μιλά συχνά για τον «στόχο 2071», συνδυάζοντάς το με το έτος 1071, που σηματοδοτεί την έλευση των Τούρκων στις περιοχές της Ανατολίας, παραδέχεται ότι υπήρχαν μη τουρκικοί πολιτισμοί, τόποι λατρείας και ιστορίας στα εδάφη που είναι σήμερα η Τουρκία.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει πως αυτοί οι μη τουρκικοί πολιτισμοί έχουν σήμερα κάποια νόμιμη διεκδίκηση επί του τουρκικού εδάφους σήμερα. Όπως η οθωμανική ιστορία ή τα τζαμιά σε γειτονικές χώρες δε θα έπρεπε να δώσουν νόμιμη αξίωση στην Τουρκία να διεκδικεί αυτό που σήμερα είναι μια ξένη χώρα.
Ο κ. Ερντογάν ισχυρίζεται ότι παραδίδει μαθήματα ιστορίας σε όλους. Θα πρέπει όμως πρώτα να μάθει πως η ιστορία δεν ξεκίνησε το 1071 ή το 1453».
πηγη: Ethnos.gr

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ Ο ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΕΝΩΝ ΤΗΝ ΔΙ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΓΕΡΣΙΝ




4 NOEMBΡΙΟΥ MNHMH ΤΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΒΑΤΑΤΖΗ


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ

Ἦχος α’ Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τν λαμπρὸν Βασιλέα
καὶ Nικαίας τὸ καύχημα
Κωνσταντινουπόλεως ρύστην,
Ἰωάννην ὑμνήσωμεν,
πτωχείᾳ γὰρ ἐδείχθη βασιλεύς,
ὡς βάσις ἀδιάσειστος λαοῦ.
Διὰ τοῦτο οἱ τιμῶντες Αὐτόν στερρῶς
συμφώνως ἀνακράζομεν:
Δόξα τῷ Σὲ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ Σὲ ἀφθαρτίσαντι,
δόξα τῷ ἐν ἐσχάτοις τοῖς καιροῖς
μέλλοντι ἀναστῆσαι Σε.





Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ ο Ελεήμων, γεννήθηκε το 1193 στο ιστορικό Κάστρο της Θράκης,στο Διδυμότειχο. Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήταν Στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού.

Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του Ιωάννη, του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία όμως ως σώφρων εκείνος, μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα στους Ιερούς Ναούς και τις Εκκλησίες, διότι “μακάριοι οι αγαπώντες την ευπρέπειαν του οίκου Σου”…

Στη συνέχεια ο Ιωάννης, μια που η Κωνσταντινούπολη ήταν στα χέρια των Φράγκων, κατευθύνθηκε στο Νύμφαιο της Βιθυνίας, όπου και ήταν η έδρα της αυτοκρατορίας μας, αφού από το 1204 ο Πόλη είχε αλωθεί και κατακυριευθεί με δόλο από τους “Σταυροφόρους” και νέος αυτοκράτωρ είχε ανακηρυχθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας ο ευσεβέστατος Θεόδωρος Λάσκαρης, ο ποιητής της Μεγάλης Παράκλησης στην Παναγιά, την οποία και ψάλλουμε εναλλάξ με την Μικρή, κάθε ημέρα, από την 1η έως τις 15 Αυγούστου!

Εκεί κατέφυγε λοιπόν ο Ιωάννης, για να βρει ένα θείο από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ιερεύς στα ανάκτορα του Θεοδώρου Λάσκαρη. Έτσι, γνωρίστηκε με τον καλό βασιλέα, αλλά ούτε στιγμή δεν υπερηφανεύτηκε για εκείνη τη συναναστροφή του, αλλά εξακολούθησε να είναι φιλικός και ταπεινός με όλους, ευπρόσιτος, πράος, άκακος, γαλήνιος, σεμνός και πάντα ήρεμος στο διάλογο. Έτσι, με όλα αυτά τα χαρίσματα, ήταν αξιαγάπητος τόσο, που η αρετή του έλαμψε μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα Θεοδώρου, ο οποίος και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ειρήνη. Για να τη λάβει όμως γυναίκα του, χρειάστηκε να μονομαχήσει με το Λατίνο Κόραδο, που καυχιόταν για τη δύναμή του!

Όμως ο Ιωάννης Βατάτζης τον νίκησε, λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι”,σαν δεύτερος Νέστορας!

Όταν ο βασιλιάς-υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα κοιμήθηκε, ανέλαβε την Αυτοκρατορία ο ίδιος στα 1222 μ.Χ.,ως Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Και από τότε έδειξε για μια ακόμη φορά, πόσο σοφή ήταν η εκλογή του Θεόδωρου. Έγινε λοιπόν από τότε ο Ιωάννης, ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή η αστείρευτη της ελεημοσύνης,τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιο Ελεήμων!!!

Ήταν ακόμη ευσεβής και πιστός στην Ορθοδοξία βασιλεύς και όχι μόνο έδειξε, αλλά και κατάφερε με το ζήλο του να βαπτιστούν Χριστιανοί όλοι οι Ιουδαίοι της επικράτειάς του!!!

Επίσης,προσπάθησε τα μέγιστα, να γίνει η επανΕνωση των Εκκλησιών, δηλαδή να αναγνωρίσει η Δύση το ορθό Δόγμα. Κατάφερε μάλιστα να αποσταλούν πρέσβεις από τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ και να αρχίσει διάλογος, προεξάρχοντος από τη δική μας πλευρά του τότε Πατριάρχου Γερμανού του νέου. Ο Ιωάννης θα κατάφερνε τότε το ευχόμενο, αλλά δυστυχώς οι Δυτικοί δεν θέλησαν στο τέλος να αφαιρέσουν την αντιορθόδοξη προσθήκη από το Σύμβολο της Ορθής Πίστεως, δηλαδή το “και εκ του Υιού εκπορευόμενον”…

Ο Βατάτζης, υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης και επιδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως των γεωργών και κτηνοτρόφων, αφού για να τους βοηθήσει έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν Εθνικό Κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα!!! Στάθηκε αληθινός “πατέρας των Ελλήνων”, πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού, νιώθοντας κάθε λεπτό όχι σαν απλός βασιλιάς, αλλά ως ταγμένος από το Θεό να βοηθάει το λαό του και τους αδικουμένους! Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου,ενώ ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία,γηροκομεία, βιβλιοθήκες, έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια μας.

Μάλιστα τέτοια ήταν η πολιτική ποιότητά του, που όταν κάποτε συνάντησε το γιο του Θεόδωρο στο κυνήγι να φορά πολυτελή ρούχα, αρνήθηκε να τον χαιρετήσει! Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσούφαντα που φορούσε ο γιος του ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων, στο λαό ανήκει!!!

Η πίστη του στο Θεό ήταν πολύ μεγάλη και τον βοήθησε αποφασιστικά σε κάθε του βήμα, όπως και τότε που χρειάστηκε να μονομαχήσει με τον σκληρό Αζατίνη, Σουλτάνο του Ικονίου, που συχνά πυκνά λεηλατούσε τις πόλεις μας που ήταν κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Άκουσε τότε νοερά θεία φωνή, που του έλεγε:

“Ο σταυρωθείς εγήγερται, ο μεγάλαυχος πέπτωκεν, ο καταπεσών και συντριβείς ανώρθωται” και πήρε ευθύς τέτοια δύναμη,ώστε όρμησε και κατανίκησε τον τρομερό Σουλτάνο!!!

Ποτέ ο Ιωάννης Βατάτζης δεν έβγαζε από το νου του το μεγάλο ποθούμενο, την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας. Γι’αυτό εργάστηκε και προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του.Σώφρων, συνετός και προνοητικός στην πολιτική του, αν και είχε εκλέξει ικανότατους στρατηγούς, επιδίωκε την αποφυγή των μαχών.

Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα, ενώ είχε βαθιά ευσέβεια και έδειχνε σεβασμό και στον πιο απλοϊκό μοναχό. Ο λαός τον αγαπούσε και η Εκκλησία προσευχόταν με χαρά για αυτόν! Και εκείνος, ακόμη πιο πολύ προχωρούσε προς τον ιερό σκοπό της πατρίδας.

Νίκησε τους Λατίνους που κρατούσαν όμως ακόμα σκλαβωμένη την Πόλη και τους επέβαλε τη συνθήκη του 1225, με την οποία κατελάμβανε όλα τα Μικρασιατικά εδάφη, εκτός από αυτά που ήταν κοντά στη Νικομήδεια και απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.

Κατασκεύασε κατόπι ισχυρό στόλο και ελευθέρωσε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Κω και άλλα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, υπολογίζοντας σωστά ότι κουμάντο στο Αιγαίο κάνει όποιος έχει στόλο και άρα οι Λατίνοι χωρίς πολεμικά πλοία και βάσεις, δεν θα κρατούσαν για πολύ ακόμη τη Θεοφύλακτη. Έπιασε λοιπόν και τα Στενά της Έλλης(Ελλήσποντος) και επιχείρησε τις πρώτες επιθέσεις στα περίχωρα της Βασιλίδας,πετυχαίνοντας στα 1225 να απελευθερώσει τη στρατηγικά σημαντική Αδριανούπολη! Ο δρόμος πια για την Πόλη του Κωνσταντίνου ήταν ανοιχτός!

Στα ανατολικά προελαύνουν εκείνο τον καιρό οι Μογγόλοι, που νικούν το Σουλτάνο του Ικονίου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσει συνθήκη με τη Νίκαια, παύοντας προς το παρόν να αποτελεί κίνδυνο, λύνοντας τα χέρια του Βατάτζη, που κατατροπώνει τώρα και τους Βουλγάρους στα 1246 και ελευθερώνει το κομμάτι Αξιός - Έβρος ποταμός, ενώ οι καμπάνες κοντεύουν να σπάσουν από τη χαρά τους όταν ο Ιωάννης Βατάτζης, ο Άγιος Βασιλιάς, μπαίνει με συγκίνηση στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας, στην Πόλη του Αγίου Δημητρίου, στη Συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη, τον Δεκέμβριο της ίδιας ευλογημένης χρονιάς!

Όμως, η καλή του σύντροφος, η Ειρήνη Λάσκαρι, κλείνει για πάντα τα μάτια της και κείνος θα κρατήσει για πάντα μέσα του ανεξίτηλη τη γλυκιά μνήμη της. Όμως ξέρει πως ο εαυτός του δεν του ανήκει,αλλά αξίζει να το κάνει κάθε μέρα θυσία για το λαό του και την πατρίδα! Έτσι ο Ιωάννης, έχοντας αναπτύξει μια φιλία με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’,δέχεται να γίνει ο γάμος του με την κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία, ως επισφράγηση μιας πανίσχυρης συμμαχίας, που θα τρομάξει την Ευρώπη και ιδίως τους Λατίνους, που πιέζονται τώρα πανταχόθεν.

Αλλά, ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης έφτιαξε ένα πανίσχυρο κράτος από τις στάχτες του Βυζαντίου και είχε σφίξει ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη, στις 4 Νοεμβρίου του 1254 αφήνει την τελευταία πνοή του, επάνω στο δρόμο για το όνειρο, επάνω στο δρόμο για το καθήκον, την Πίστη του Θεού, το Χρέος για την Πατρίδα, την Αγάπη για το λαό…

Το τίμιο σώμα του ευσεβεστάτου, δίκαιου,γενναίου και ελεήμονος βασιλέα, ενταφιάστηκε σε ένα Μοναστήρι που είχε κτίσει ο ίδιος και το είχε ονομάσει Σώσανδρα, ενώ αργότερα δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης, ζήτησε να μετακομισθεί το λείψανό του στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας).

Όταν όμως πήγαν να ανοίξουν τον τάφο για να εκτελέσουν τη μετακομιδή, αντί να βγει η γνωστή δυσωδία, μια γλυκιά ευωδία απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει απότομα κήπος αρωματικός! Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Ο νεκρός φαινόταν σαν να κάθεται επί βασιλικού θρόνου, χωρίς να έχει καμιά μελανότητα, καμιά δυσωδία, κανένα απολύτως σημείο που να φανέρωνε πως ήταν νεκρός!!! ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματός του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου!Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ!!! Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα ρούχα του επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφθεί!!! Γιατί έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που Τον δοξάζουν στη γη!

Μάλιστα από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου βασιλέως Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος έδωσε πάμπολλα θαύματα, γιατρεύοντας θαυματουργικά Χάρητι Θεού ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και θεραπεύοντας ένα σωρό πάθη, με την κατοικούσα εν αυτώ Χάρη του Αγίου Πνεύματος!

Αναφέρεται -όπως σημειώνεται σε ημερολόγιο που εξέδωσε το 2001 η Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου,Ορεστιάδος και Σουφλίου- ότι μέχρι το 1992 “η μνήμη του αυτοκράτορα Ιωάννου του Ελεήμονος ετιμάτο κάθε χρόνοστην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έκτισε ο ίδιος και στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του, καθώς και στο Νυμφαίον,την αγαπημένη του κατοικία” (Οστρογκόρσκυ).

Όμως τι απέγινε ο Ναός εκείνος; Τι απέγινε το άφθαρτο λείψανο του “Μαρμαρωμένου Βασιλιά”; Τι σχέση έχει με το “θρύλο” και ποια με τις προφητείες για ανάκτηση της Πόλης, που τόσο και ο ίδιος είχε πασχίσει;

ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΟΠΟΥ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ! ΠΟΙΟΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ: 




ΣΗΜΕΡΑ, η μνήμη του Αγίου Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος, τιμάται και εορτάζεται στο βυζαντινό Διδυμότειχο, επάνω στην Εκκλησιά του Χριστού Σωτήρα του κάστρου, όπου και υπάρχει σαν θησαυρός η φορητή εικόνα του Αγίου, δημιούργημα της λαϊκής τέχνης του 1958.

Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2016

ΠΩΣ ΝΑ ΑΝΤΕΞΟΥΜΕ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ;

Ως χριστιανοί που ζούμε στον κόσμο αισθανόμαστε συχνά απελπισία. Πώς μπορούμε να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους που δεν αγαπούνε τον Θεό ή είναι αδιάφοροι; Πώς μπορούμε να έχουμε τη χαρά της πίστης, όταν ο κόσμος ζει μέσα σε τόση αγωνία, όταν το κακό κυριαρχεί, όταν οι ευχάριστες ειδήσεις τείνουν να εξαφανιστούν, όταν το κακό και ο θάνατος κυριεύουν τη ζωή μας;  Όταν το μόνο για το οποίο γίνεται λόγος είναι η κρίση; Όταν η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των ανθρώπων είναι ο εαυτός τους, η ικανοποίηση των επιθυμιών τους και η απαισιοδοξία και το παράπονο για το ότι αυτό δεν είναι εφικτό;  Όταν ακούμε συνεχώς το «να περνάς καλά»  ως στόχο και όχι το «να ξέρεις γιατί ζεις»;...

 Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πάντως ότι αυτή η κατάσταση ίσχυε πάντοτε. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Χριστός στον κόσμο, μία τέτοια πραγματικότητα υπήρχε. Γι’  αυτό και ο Κύριός μας επεσήμανε ότι στον κόσμο θα έχουμε θλίψη. Γιατί θα βλέπουμε τη ζωή διαφορετικά και θα αισθανόμαστε μόνοι και παράξενοι. Ο Χριστός βέβαια ζήτησε από όσους πιστέψουν σ’  Αυτόν να έχουν θάρρος, διότι νίκησε τον κόσμο και τη νοοτροπία Του. Επομένως, όποιος Τον ακολουθεί, δε χρειάζεται να απογοητεύεται. Να αποκαρδιώνεται. Να παραδίδει τη χαρά και την αισιοδοξία που η σχέση με τον Χριστό δίνουν, στη λύπη για τη ζωή και την πραγματικότητα. Αντιθέτως, καλείται να εργαστεί ώστε το ήθος και τις αξίες που βιώνει, να τα καταστήσει κτήμα και των άλλων. Να γίνει ο ίδιος ένα ζωντανό υπόδειγμα ότι μπορεί ο άνθρωπος να νικήσει τη λύπη και τη θλίψη του κόσμου, αρκεί να πιστεύει.

               Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, χρησιμοποιεί μία προτροπή του Θεού από την Παλαιά Διαθήκη, την οποία την επαναλαμβάνει στους χριστιανούς: «διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς»(Β’  Κορ. 6, 17). «Φύγετε μακριά απ’  αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα κι εγώ θα σας δεχτώ».

 Ο λόγος του Θεού δεν αποσκοπεί στην περιφρόνηση των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι ζούνε μακριά Του. Αναφέρεται ουσιαστικά στο ήθος και τη  νοοτροπία τους. Στο αξιακό τους πλαίσιο. Στον τρόπο που σκέπτονται. Ο χριστιανός καλείται να ξεχωρίσει, να φύγει μακριά από μία τέτοια στάση ζωής. Να μην αφήσει να τον επηρεάσουν η απιστία, η αδιαφορία, η θεοποίηση του εαυτού, των παθών και των επιθυμιών και η ζωή χωρίς ελπίδα. Κυρίως όμως η παράδοση στον υλιστικό τρόπο ζωής. Στις δυσκολίες να έχει στραμμένη την καρδιά του στη πρόνοια του Θεού. Στο γεγονός ότι ακόμη κι αν παραχωρεί ο Θεός, για τα λάθη και τις αμαρτίες μας, να είναι δύσκολη η ζωή μας, ο χριστιανός δεν αφήνει τον εαυτό του να λιγοψυχήσει, να παραιτηθεί από την προσπάθεια να νικήσει, ακόμη και μέσα στην ήττα του. Και νίκη σημαίνει ελπίδα στον Θεό. Σημαίνει αγώνας για να βγούμε από το τέλμα και κατά άνθρωπον και κατά Θεόν. Σημαίνει μετάνοια για τα λάθη μας. Σημαίνει καινούργια αρχή στη ζωή μας. Με τόλμη και έμπνευση, που δίδονται μέσα από την προσευχή και την εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του.

             Την ίδια στιγμή ο χριστιανός καλείται να ξαναδεί τι σημαίνει να κυριαρχείται ο άνθρωπος από το ίδιον θέλημα. Γιατί από εκεί έρχεται η απογοήτευση. Δε συνεπάγεται κάτι τέτοιο ο άνθρωπος να μην έχει στόχους και όνειρα στη ζωή του. Όμως ο κυριότερος στόχος, αν πιστεύουμε στον Θεό, δεν μπορεί παρά να είναι η αγάπη. Όχι ως παθητική και μοιρολατρική αποδοχή της πορείας της ζωής, του θελήματος των άλλων, για να μην στενοχωρήσουμε και δυσκολέψουμε κανέναν, αλλά ως αλήθεια και ειλικρίνεια. Αυτός που αγαπά δεν κρύβει αυτό που νιώθει και πιστεύει ότι είναι αληθινό. Το ίδιον θέλημα όμως είναι η απολυτοποίηση της αλήθειας μας. Είναι, την ίδια στιγμή, η αίσθηση ότι μόνο ικανοποιώντας αυτό που σκεφτήκαμε και αποφασίσαμε ότι μας ταιριάζει, θα είμαστε ευτυχισμένοι. Και διαπιστώνουμε ότι, παρότι επέρχεται αυτή η ικανοποίηση, για την οποία ο άνθρωπο κινεί γη και ουρανό, εντούτοις και πάλι ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος. Γιατί δεν μπορεί να αγαπά τον άλλο, αλλά μόνο τους στόχους του. Βλέπει τα πρόσωπα των άλλων ως αντικείμενα προς χρήσιν. Βλέπει τις επιδιώξεις του ως τις απόλυτες μεθόδους και οδούς ευτυχίας, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το θέλημά του δε είναι αρκετό να ευτυχήσει. Διότι όσα κι αν πετύχει, πάλι κάτι θα του λείπει. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει στην ύπαρξή του ζωντανή τη γνώση, την εμπιστοσύνη και την απόπειρα για βίωση του θελήματος του Θεού, που είναι η αγάπη, δηλαδή η έξοδος από τον εαυτό του σε ό,τι κάνει και το αγκάλιασμα τόσο του άλλου ανθρώπου όσο και του οτιδήποτε αξίζει, θα διαπιστώσει ότι μαζί του είναι ο Θεός. Και θα νιώσει στην καρδιά του, παρά την οδύνη κάποτε της ήττας, τη χαρά του ότι κάνει αυτό που ζητά ο Θεός. Κι Εκείνος θα στηρίξει και θα αγκαλιάσει.

              Κλειδί το «ακαθάρτου μη άπτεσθε». Ακάθαρτο είναι κάθε τι το οποίο κάνει τον άνθρωπο περήφανο και εγωιστή. Τον κάνει αυτάρκη στις ηδονές του. Είτε αυτό είναι επίτευγμα, είτε η εικόνα του,  είτε οι επιτυχίες του, είτε η αποδοχή των άλλων, ο αυτάρκης άνθρωπος οδηγείται σε μία δαιμονική έπαρση αυτοεγκλωβισμού στις δικές του δυνάμεις. Και γι’  αυτό ο Θεός προτρέπει τον άνθρωπο ούτε καν να αγγίζει το ακάθαρτο. Όπως απομακρύνουμε μία βρωμισμένη τροφή, έτσι και στη ζωή μας καλούμαστε να προσπερνάμε κάθε λογισμό, κάθε αντίληψη, κάθε πράξη που μας εγκλωβίζουν στην αυτάρκειά μας. Αξιοποιούμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός, τις ευκαιρίες, τους ανθρώπους που μας στηρίζουν, όχι για να αυτοδοξαστούμε, ενίοτε ξεχνώντας και το πόσο και από ποιους ευεργετηθήκαμε, αλλά για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε. Να χαρούμε αληθινά και να μοιραστούμε το λίγο ή το πολύ που μας δόθηκε ή αποκτήσαμε, επειδή μας επιτράπηκε από τον Θεό να μπορούμε να το αποκτήσουμε.

              Η εποχή μας λειτουργεί ως μία χοάνη στην οποία ο άνθρωπος δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει πώς θα βγει από την απελπισία της παράδοσης στην κυριαρχία των υλικών αγαθών, στο ίδιον θέλημα, σε ό,τι του δίνει αυτάρκεια και υπερηφάνεια. Και γι’  αυτό στις ήττες του ο άνθρωπος απογοητεύεται, συντρίβεται, ενίοτε παραιτείται και από την ζωή.  Δεν μπορεί να χτίσει σχέσεις που να έχουν διάρκεια, διότι δεν έχει μάθει να κάνει την αγάπη κέντρο και στόχο ζωής. Κυρίως όμως αφήνει να σβήνει από το προσκήνιο η πίστη και η εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του. Ας αποσυρθούμε από έναν τέτοιο τρόπο ζωής και με όπλο μας την πίστη ας αφήσουμε τον Θεό να μας δεχθεί, να γίνει ο Πατέρας μας κι εμείς να είμαστε οι γιοι και οι θυγατέρες Του. Και τότε θα αντέξουμε, όσο κι αν η ζωή μας δυσκολεύει και φαίνεται χωρίς φως κι ελπίδα. Και χωρίς να είναι ανάγκη να συμφωνούμε με τους ανθρώπους που είναι μακριά από τον Θεό, είτε εντός είτε εκτός της Εκκλησίας, θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Με τη γλώσσα της προσευχής, της υπομονής και της προσμονής να μιλήσει ο Θεός και στις δικές τους καρδιές!

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...