Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2017

Ἄρωμα καταστροφῆς

Λίγους μῆνες μετὰ τὴν ἀγγλοαμερικανικὴ ἐπίθεση στὸ Ἰράκ, ποὺ σκοποῦσε στὴν ἀνατροπὴ τοῦ Σαντάμ, συνέτρωγα στὰ Καλύβια Ἀττικῆς μὲ ἕναν ἀμερικανοτραφὴ γιατρὸ, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ μὲ πείσει ὅτι σὲ διάστημα μιᾶς τετραετίας θὰ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ στὸ Ἰράκ μιὰ δυτικοῦ τύπου δημοκρατία καὶ ἐπὶ τῶν ἐρειπίων θὰ οἰκοδομηθεῖ μιὰ ἐπίσης δυτικοῦ τύπου οἰκονομία. Εἰς μάτην προσπάθησα νὰ τὸν πείσω πὼς ὅ,τι ταιριάζει στὴν Δύση δὲν ταιριάζει στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν ὁλικὴ καταστροφὴ δὲν πρόκειται νὰ γεννηθεῖ καμμιὰ εὐρύτερη ἄνθιση οἰκονομική. Ἁπλῶς ἡ δυστυχία θὰ ἐκθρέψει τὸν θρησκευτικὸ φανατισμὸ μὲ συνεπακόλουθο τὴν ἐξάπλωση τῆς τρομοκρατίας καὶ ἐκτὸς Ἰράκ. Ὁ γιατρὸς ἔμεινε ἀμετάπειστος. Ἀγνοῶ τώρα τὶ λέει. Ξέρω ὅμως τὶ λένε τὰ πράγματα. Μπορεῖ στὴν κατεστραμμένη Βαγδάτη νὰ οἰκοδομήθηκε μιὰ χλιδάτη «Πράσινη Πόλη», ἄριστα φρουρούμενη καὶ περιτοιχισμένη. Ἐκεῖ ζοῦν οἱ ξένοι ἐπενδυτὲς καὶ ἰρακινοὶ χρυσοκάνθαροι, κυκλωμένοι ἀπὸ μιὰ θάλασσα δυστυχίας.
Δυστυχῶς ὁ νέος τρόπος ἀναπτύξεως, ποὺ εὐαγγελίζεται ὁ σύγχρονος καπιταλισμός, στηριγμένος στὶς ἰδεοληψίες τοῦ Μίλτον Φρίντμαν, διαμορφώνει παντοῦ μιὰ ληστρικὴ οἰκονομία. Παράλληλα μὲ τὴν ραγδαῖα αὔξηση τῆς κατασκευῆς ὑπερπολυτελῶν ξενοδοχείων καὶ ἐπαύλεων βαίνει καὶ ἡ κατασκευὴ παραγκουπόλεων. Οἱ παραγκουπόλεις εἶναι τὸ ἔμβλημα τῆς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας, ποὺ τὸ μόνο ποὺ παγκοσμιοποιεῖται εἶναι ὁ ἠθικὸς ἐκπεσμὸς καὶ ἡ ἀνθρώπινη δυστυχία. Αὐτὴ ἡ ἀνισόρροπη καὶ παρανοϊκὴ ἀνάπτυξη κάποιων δεικτῶν δὲν συνιστᾶ οἰκονομία ἀλλὰ ἄρνηση οἰκονομίας. Τὸ «ἀόρατο χέρι» τοῦ Ἄνταμ Σμίθ ποὺ θὰ σκόρπιζε τάχα παντοῦ εὐημερία, ἔγινε πολὺ ἁρπακτικὸ κι ἔτσι δὲν ὑπηρετεῖ καμμιὰ εὐημερία. Διότι ἡ εὐημερία οἰκοδομεῖται πάνω στὴν ἰσορροπία, πάνω στὴν ἁρμονία, σὲ μιὰ γενικώτερη concordia. Ἡ τωρινὴ οἰκονομία τῆς παραφροσύνης γεννᾶ τὴ δυστυχία καὶ τὴν ἀπελπισία σὲ ὅλο τὸν πλανήτη, στὰ εὐρύτερα στρώματα τοῦ πληθυσμοῦ, ἐνῶ οἱ ἀπανταχοῦ χρυσοκάνθαροι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, ζοῦν σὲ συνθῆκες φυλακῶν πολυτελείας. Καὶ ὅπως τοὺς πεθαμένους, τοὺς πᾶνε τέσσερεις, συχνὰ καὶ περισσότεροι, γιὰ λόγους ἀσφαλείας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τρέμουν καὶ τὸν ἥσκιο τους. Ἀλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, ὅσα πλούτη κι ἄν ἔχει, εἶναι ψυχικὰ ἐνδεὴς. Δυστυχῶς, γιὰ τοὺς ληστοκράτες, στὸν παράδεισο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πάει μὲ ἰδιωτικὸ ἀεροπλάνο.
Μετὰ τὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ ὑποβαθμίζεται συστηματικὰ ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησίας. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἕνα πλέγμα φιλαλληλίας καὶ φιλανθρωπίας καὶ, ἔτσι νὰ ὑποκατάστησε διάφορους κερδοσκοπικοὺς ὀργανισμοὺς ποὺ κάνουν σπέκουλα μὲ τὴν ἀνθρώπινη δυστυχία. Καὶ τὸ χειρότερο: Ἐδῶ καὶ χρόνια καταβάλλεται μιὰ συστηματικὴ προσπάθεια νὰ καταργηθεῖ οὐσιαστικὰ τὸ κράτος καὶ νὰ ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ τὶς μεγάλες τράπεζες, τὰ μεγάλα ταμεῖα, ὅπως τὸ Δ.Ν.Τ., καὶ τὶς μεγάλες ἑταιρεῖες. Τὸ κράτος νὰ ὑπάρχει ἀλλὰ νὰ εἶναι χωρὶς... κράτος, δηλαδὴ χωρὶς δύναμη. Κράτος ἐν ἀκρατείᾳ. Νὰ λειτουργεῖ, ὅπως τοῦ ὑπαγορεύεται. Ὅμως οἱ σύμβουλοι-κρατοσωτῆρες μπορεῖ νὰ ξέρουν τὰ ἰατρικὰ δεδομένα ἀλλὰ δὲν ξέρουν τὸν ἀσθενῆ. Κι ὅταν αὐτὸς πεθάνει, λένε: «Τόσο τὸ χειρότερο γιὰ τὸν ἀσθενῆ». Αὐτὸς ἔκανε λάθος! Οἱ συμβουλὲς εἶναι ἀλάνθαστες. Τὴν «γιατρειὰ» αὐτὴ τὴ ζοῦμε στὸ πετσί μας. Δὲν θέλουμε ἄλλο σώσιμο. Ὁδηγούμαστε σὲ οἰκονομικὴ γενοκτονία. Ὁ μαφιόζικος καπιταλισμὸς δημιουργεῖ τὴν κουλτούρα τῆς διαφθορᾶς. Ἡ ἀφαίμαξη τῶν φτωχῶν συνεχίζεται συστηματικὰ καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ πλούσιοι νὰ κρατήσουν τὰ ἄνομα πλούτη τους. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἕνα ἄρωμα ἀποτυχίας. Τὸ οἰκονομικὸ χάος μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ποικίλους ρατσισμοὺς, ποικίλες θεωρίες συνωμοσίας, πολλὰ κυνήγια μαγισσῶν καὶ πλῆθος ἀποδιο­πομπαίων τράγων. Μιὰ κούφια διακυβέρνηση εὔκολα γεννᾶ τὸ μάρκετινγκ τοῦ φόβου. Καὶ ὅπως συχνὰ ἔχουμε γράψει, ὁ φόβος εἶναι φασισμός
το είδαμε  εδώ

Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2017

Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Εννέα χρόνια χωρίς Χριστόδουλο


Αποτέλεσμα εικόνας για Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη


Εννέα χρόνια χωρίς Χριστόδουλο
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
            Στις 28 Ιανουαρίου συμπληρώνονται εννέα χρόνια από την κοίμηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Η επιρροή που ασκεί και  σήμερα φαίνεται από το συχνά και από πολλούς λεγόμενο  «Πού ΄σαι Χριστόδουλε...». Φαίνεται και από πρόσφατο δημοσίευμα –ένθετο σε αθηναϊκή εφημερίδα, προσκείμενη στον ΣΥΡΙΖΑ, γραμμένο από  δημοσιογράφο, που στα κείμενά του τον αντιμετώπισε με ιδεολογική προκατάληψη και τον αδίκησε – και τον αδικεί – κατάφωρα.

            Στην εισαγωγή του ενθέτου γράφει: «Λίγοι θα ξαφνιάστηκαν με την επιλογή μας να παρουσιάσουμε στη σειρά [Οι Γνωστοί – Άγνωστοι που σφράγισαν τη σύγχρονη Ελλάδα] τον Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη και μάλιστα τρίτο, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος άφησε το δικό του ισχυρό ίχνος στην πολιτική ζωή της χώρας, παρά το γεγονός ότι δεν την [κυβέρνησε] με τη συμβατική έννοια του όρου». Σημειώνεται ότι η σειρά είχε τέσσερα πρόσωπα. Το τέταρτο ήταν ο Χαρίλαος Φλωράκης....
            Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε την αγάπη και την εκτίμηση του απλού λαού και την ένιωσε. Δέχθηκε όμως  στην ψυχή του φονικά κτυπήματα φθόνου και μίσους. Δεν προέρχονταν μόνο από την παραδομένη στην παγκοσμιοποίηση κοσμική εξουσία και όσους την συνέτρεξαν. Ήσαν και – τα πιο ύπουλα και δηλητηριώδη – από εντός της Εκκλησίας κληρικούς και λαϊκούς, ακόμη και από όσους πίστευε πως ήσαν κοντινοί του...
            Όποιος τον έζησε από κοντά και χωρίς ιδιοτέλεια, από φοιτητή της Νομικής Σχολής έως τον θάνατό του, γνωρίζει ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος:
            Υπήρξε άριστος στα γράμματα, ιδιοφυής στην αντίληψη, οραματιστής για την Εκκλησία και την Πατρίδα του. Αν και μεγάλη προσωπικότητα ήταν προσιτός, ευχάριστος, με ιλαρό πρόσωπο, που κοίταζε τους πάντες στα μάτια. Αγαπούσε όλους, ιδιαίτερα τα παιδιά.
            Περιφρονούσε το χρήμα. Ουδέποτε αμείφθηκε για Μυστήρια,  κηδείες, μνημόσυνα. Τον μισθό του άλλοι διαχειρίζονταν. Απεβίωσε χωρίς οποιοδήποτε δικό του περιουσιακό στοιχείο. Το μικρό διαμέρισμα στην Κυψέλη των γονέων του, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, 91 ετών σήμερα,  το δώρισαν στη Μονή της Χρυσοπηγής.                   
            Στη δεκαετία του 1960, μαζί με τον Γέροντά του, Μητροπολίτη  πρ. Πειραιώς Καλλίνικο και τον Μητρ. Καλαβρύτων Αμβρόσιο δημιούργησαν Ίδρυμα στο Παγκράτι. Εκεί παρέλαβαν 33 παιδιά, 7 – 9 ετών, πάμπτωχα και ορφανά, από διάφορα σημεία της Ελλάδος. Σχεδόν όλα δεν είχαν κοιμηθεί σε στρώμα, δεν είχαν φορέσει πιτζάμες, δεν είχαν δει θάλασσα. Τα βοήθησαν να προσαρμοστούν στις ανάγκες των σχολείων της Αθήνας, και να σπουδάσουν. Σήμερα αυτά τα παιδιά είναι επιστήμονες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες και κληρικοί.  

            Αφιέρωσε όλη του τη ζωή και όλα του τα προσόντα στην Εκκλησία. Γνώριζε ότι θα υποστεί θανατηφόρες δοκιμασίες, με κτυπήματα κάτω από τη ζώνη, όταν έμπαινε εμπόδιο στις επιδιώξεις αντιπάλων της Εκκλησίας, ή σε σχέδια κληρικών εντός της Εκκλησίας. Όμως δεν δίσταζε. Προτιμούσε τις δοκιμασίες από το να προδώσει τις Αρχές και την Πίστη του.-  

Ἡ ἐπιστροφὴ τῆς πόρνης



Πολλὲς φορὲς στὴν προσευχή μου ζητοῦσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μὲ φωτίσει νὰ καταλάβω πῶς εἶναι ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια, γιατί ἒνιωθα καὶ καταλάβαινα πὼς ἡ δική μου ἡ μετάνοια, δὲν ἦταν αὐτὴ ποὺ ἤθελε ὁ Θεός.
Κάποιο πρωινό, λοιπόν, πρὶν ἀρκετὰ χρόνια, γύρω στὸ 1996-97, εἶχα πάρει μία κοπέλα στὸ ταξί μου γιὰ νὰ τὴ μεταφέρω στὸν προορισμό της. Στὸν δρόμο μὲ ρώτησε τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἀκούγαμε.
Τῆς εἶπα πὼς εἶναι μία κασέτα ἀπὸ ἕνα κήρυγμα περὶ μετανοίας καὶ ἀφοῦ ἄκουσε λίγο, πιὸ κάτω πάλι μὲ ρώτησε:
Ἀλήθεια, τί εἶναι μετάνοια;
Μετάνοια εἶναι, γλυκιά μου, ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ξέρω, νὰ συναισθανθεῖ κανεὶς τὴν ἁμαρτωλότητά του, νὰ καταλάβει πὼς εἶναι ἄρρωστος ψυχικὰ καὶ πὼς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ θεραπεία καὶ πρῶτος ἐγὼ πού σοῦ μιλάω. Βλέποντας, ὅμως, τὴν κοπέλα ἀπὸ τὸν καθρέφτη, καθὼς τῆς μιλοῦσα, εἶδα λίγο τὰ μάτια της γυαλισμένα ἀπὸ συγκίνηση ποὺ μάταια προσπαθοῦσε νὰ κρύψει, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ ρωτάει:
Καὶ πῶς ἔρχεται αὐτὴ ἡ θεραπεία;
Ὅταν πάρουμε τὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση νὰ πᾶμε νὰ καταγγείλουμε τὸν ἑαυτό μας, ὄχι τὸν γείτονα, γιατί τὸν γείτονα εὔκολα τὸν καταγγέλλουμε καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ὄρεξη, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό μας, συντρίβοντας τὸν παχυλὸ ἐγωισμό μας, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν κενοδοξία, τὴν ἀλαζονεία, τὴν ἔπαρση, τὴν οἴηση, γιατί ἡ ἁμαρτία, πλέον, ἔχει γίνει κατάσταση μέσα μας καὶ τὰ πάθη τώρα εἶναι ριζωμένα σὰν πλατάνια καὶ χρειάζεται κάθαρση. Καὶ ἡ κάθαρση ἔρχεται ὅταν ἡ ψυχὴ κουρνιάσει στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ ἀρχίσει νὰ ἐξομολογεῖται τὰ κρίματά της, γιὰ νὰ πάρει αὐτὴν τὴν εὐλογημένη ἄφεση ἁμαρτιῶν, γιὰ νὰ μπορεῖ μετὰ νὰ κοινωνάει Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Καὶ τότε, πίστεψέ με, γλυκιά μου, ἔρχονται στιγμὲς ποὺ πᾶς νὰ κάνεις τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὰ δάκρυα φτάνουν στὸν ἀστράγαλο, ὄχι στὸ μάγουλο. Ἀπ’ τὸν ἀστράγαλο τὰ σκουπίζεις καὶ λές: «Γλυκύτατε Ἰησοῦ μου, τί ἔκανα τόσα χρόνια; Ποῦ ἔβοσκα; Τί φιλοσοφίες καὶ θεωρίες ἔλεγα; Ἔκανα καὶ τὸν ἔξυπνο. Γιατί τόσα χρόνια χαμένα; Γιατί; Γιατί;». Καὶ ὅπως λέει καὶ ὁ γέροντας Παΐσιος, «ἐὰν οἱ νέοι γευθοῦν μιὰ φορὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ γερανὸ νὰ τοὺς τραβᾶς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία δὲν θὰ φεύγουν».
Ἕνας ἄλλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, κι αὐτὸ τὸ λέω σὲ σᾶς, ἀδελφοί μου, τώρα, ὅταν γονάτιζε νὰ προσευχηθεῖ ἔλεγε: «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ μὴ μοῦ δίνεις ἄλλη χαρὰ γιατί θὰ σπάσει ἡ καρδιά μου». Ποπό! Ὄχι δῶσ’ μου, σταμάτα, Κύριε. Καὶ λένε οἱ πατέρες ἔλιωνε ἀπὸ γλύκα, ἀπὸ οὐράνια αὔρα, ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βάλει ἀρχὴ μετανοίας, σὲ τί μέτρα ἁγιότητας μπορεῖ νὰ φθάσει! Πάντοτε, βέβαια, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ νὰ μὴν τὸ ξεχάσουμε ποτέ.
Ἀλλὰ ὅση ὥρα προσπαθοῦσα νὰ τῆς ἐξηγήσω, κοιτάζοντάς την ἀπὸ τὸν καθρέφτη, πρώτη φορὰ εἶδα ἄνθρωπο σὲ τέτοια κατάνυξη ποὺ τὰ δάκρυα πηδοῦσαν, στὴν κυριολεξία, πηδοῦσαν ἀπὸ τὰ μάτια της, ἄλλα σκουπίζοντας ἀπὸ τὰ μάγουλα καὶ ἄλλα ἔτρεχαν μὲς στὰ στήθια της. Ἀφοῦ σκούπισε καὶ ξανασκούπισε τὰ δάκρυά της μὲ ρώτησε:
Ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ καὶ δέχεται καὶ τὶς πόρνες;
Καὶ ἔβαλε τὰ χεράκια της στὸ πρόσωπό της καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμοὺς καὶ ἀναφιλητά.
Μὰ καὶ βέβαια, γλυκιά μου, γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἦρθε ὁ Χριστός. Ξέρεις γιατί τὰ χεράκια του εἶναι ἀνοιγμένα πάνω στὸν Σταυρό; Γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει κάθε μετανοοῦντα καὶ κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ πρῶτο πρῶτο ἐμένα πού σοῦ μιλάω. Γιὰ θυμήσου τί εἶπε ὁ Χριστός μας: «οὒ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλ’ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13)· Ἀλλὰ μιὰ στιγμή. Ὅταν λὲς πόρνη τί ἐννοεῖς; Δουλεύεις σὲ κάποια πάμπ, σὲ κάποιο μπαράκι;
Ὄχι, ὄχι κύριε Θανάση, ἀλλὰ πόρνη κανονική, μὲ πληρωμὴ σὲ σπίτι καὶ μάλιστα ἀρκετὰ χρόνια. Ἀλλὰ πίστεψέ με, ἄλλοι μὲ σπρώξανε σ’ αὐτὴν τὴ δουλειά.
Καὶ πάλι ἄρχισε νὰ κλαίει μὲ λυγμούς.
Ὄχι, γλυκιά μου, ὄχι, καὶ ἂν ἀκόμη ἔτσι ἔγιναν ὅπως τὰ λές, δὲ συμφέρει στὴν ψυχή μας νὰ ρίχνουμε καὶ τὴ δική μας προσωπικὴ εὐθύνη στοὺς ἄλλους, γιατί ἔτσι φεύγουμε ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ πᾶμε στὴν αὐτοδικαίωση. Ἄλλωστε, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως δὲν θὰ μᾶς πεῖ ὁ Χριστὸς «γιατί ἁμαρτήσατε»· ὄχι, γιατί ὅλοι ἁμαρτωλοὶ εἴμαστε, ἀλλὰ «γιατί δὲν μετανοήσατε;». Καὶ τότε, θὰ μείνουμε ἀναπολόγητοι. Τί κρίμα!
Θὰ σοῦ πῶ κάτι ποὺ ἔχει μεταφορικὴ ἔννοια. Ἐὰν ὁ Χριστὸς μας φύγει ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ πάει στὴν κόλαση καὶ πεῖ σὲ ὅλους τοὺς κολασμένους ἐκεῖ: «Θέλω νὰ σᾶς κάνω ἕνα δῶρο, τί δῶρο θέλετε; Ἔτσι, ἕνα δῶρο θέλω νὰ σᾶς κάνω», ὅλοι μαζὶ θὰ φωνάξουν μὲ ἕνα στόμα:
«Νὰ μᾶς δώσεις πέντε λεπτά, Κύριε».
«Μὰ τί νὰ τὰ κάνετε;».
«Νὰ μετανοήσουμε, Κύριε».
«Καλά, ἐγὼ σᾶς ἔδωσα ἑξήντα, ἑβδομήντα, ὀγδόντα χρόνια, δὲν βρήκατε πέντε λεπτὰ καιρὸ νὰ πᾶτε σὲ ἕναν πνευματικὸ νὰ ἀνοίξετε τὴν καρδιά σας, νὰ πεῖτε τὰ κρίματά σας; Τόσα χρόνια σᾶς περίμενα, τί κάνατε;».
Εἴπαμε ὅτι εἶναι μεταφορικὴ ἡ ἔννοια. Ἂν πάρει τὸ βιβλιάριο ἀσθενείας ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας καὶ τὸ ἀνοίξει ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ δεῖ μέσα σφραγίδα καρδιολόγου, πνευμονολόγου, χειρουργοῦ, ὀδοντίατρου, ὀφθαλμίατρου, παθολόγου -γεμάτο σφραγίδες εἶναι καὶ τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου- καὶ μὲ ρωτήσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ μοῦ πεῖ: «Καλὰ Θανάση μου, ἡ σφραγίδα τοῦ πνευματικοῦ σου ποῦ εἶναι; Γιὰ τὸ σῶμα σου ἔτρεξες καὶ καλὰ ἔκανες, ἀλλὰ γιὰ τὴν ψυχή σου τί ἔκανες ἐδῶ κάτω στὴ γῆ;», ποπό! τί νὰ τοῦ πῶ καὶ τί νὰ δικαιολογηθῶ, πές μου σὲ παρακαλῶ;
Καὶ ἀμέσως, θυμᾶμαι, ἀπάντησε ἡ κοπέλα:
Ἐγὼ φταίω, κύριε Θανάση, καὶ κανεὶς ἄλλος. Νὰ ἤξερες πόσο σιχαίνομαι τὸν ἑαυτό μου, πόσο ἀηδία αἰσθάνομαι μέσα μου, ἀλλὰ πίστεψέ με, δὲν πρόκειται νὰ ξαναπάω σ’ αὐτὴν τὴ δουλειά. Νά, τὰ κλειδιὰ αὐτὰ ποὺ κρατάω στὰ χέρια μου δὲν θὰ ξανανοίξουν τὴν πόρτα αὐτὴν ποτὲ πιὰ ξανά.
Ἄρχισε καὶ πάλι νὰ κλαίει μὲ λυγμοὺς ζητώντας συνέχεια συγγνώμη. Ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ δάκρυα ἔφυγαν οἱ μπογιὲς καὶ τὰ κραγιὸν καὶ τὸ προσωπάκι της εἶχε γίνει χάλια τῆς καημένης.
Γλυκιά μου, τῆς λέω, μὴν στεναχωριέσαι καὶ μὴν ντρέπεσαι, δὲ χρειάζεται νὰ ζητᾶς συγγνώμη. Ἄλλωστε, αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι τὰ πιὸ ὄμορφα δάκρυα, εἶναι τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, γιατί μόνο αὐτὰ μποροῦν νὰ ξεπλύνουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ τότε, θυμᾶμαι, μονολόγησα μέσα μου: «Χριστέ μου, ἂς εἶχα κι ἐγὼ ἕνα τέτοιο δάκρυ ἀπ’ αὐτῆς τῆς κοπέλας».
Κύριε Θανάση, σὲ παρακαλῶ, πήγαινέ με ἐὰν ξέρεις τώρα σὲ ἕναν πνευματικὸ νὰ βγάλω ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχω μέσα μου γιατί μὲ βαραίνουν τόσο πολύ.
Εἶσαι σίγουρη, γλυκιά μου;
Γιὰ τὸ μόνο ποὺ εἶμαι σίγουρη.
Κοίταξε, ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε, λίγο πιὸ πάνω στὴν Ἑπταπυργίου, εἶναι ὁ δικός μου πνευματικός, ἕνας παππούλης πράος καὶ ταπεινός, γεμάτος ἀγάπη· ἔχουν ἐξομολογηθεῖ χιλιάδες ψυχὲς στὸ πετραχήλι του, τί λές, πᾶμε;
Πᾶμε, κύριε Θανάση, καὶ σὲ παρακαλῶ κάνε λίγο γρήγορα.
Στὸν δρόμο, στὰ λίγα λεπτὰ ὥσπου νὰ φθάσουμε, ἀδελφοί μου, τὰ εἶχα γιὰ λίγο χαμένα· προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τί γινόταν, τί πρωινὸ ἦταν αὐτό. Προσευχόμουν ἀπὸ μέσα μου καὶ ἔλεγα: «Χριστέ μου, σὲ παρακαλῶ, τί νὰ κάνω; Φώτισέ με, ἐλέησόν με».
Ὅταν φθάσαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, γύρισα καὶ τὴν κοίταξα στὰ μάτια, λέγοντάς της γιὰ τελευταία φορά:
Εἶσαι σίγουρη, γλυκιά μου;
Καὶ μὲ τὰ δάκρυα νὰ τρέχουν μέχρι κάτω, μοῦ εἶπε:
Σὲ παρακαλῶ, πὲς στὸν πατέρα νὰ μὲ δεχθεῖ.
Τότε κατάλαβα ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶχε ἐπισκεφθεῖ αὐτὴν τὴν ψυχὴ καὶ πὼς δὲ χρειαζόταν ἄλλη καθυστέρηση.
Μπαίνοντας, λοιπόν, στὸ σπίτι, εἶδα τὸ γιό του καὶ τὸν ρώτησα:
Ποῦ εἶναι ὁ πάτερ;
Δὲν εἶναι ἐδῶ.
Ποῦ εἶναι;
Εἶναι στὴν Καλλικράτεια.
Ὄχι τώρα, ὄχι τώρα.
Ἀλλά μοῦ ἔδωσε τὸ τηλέφωνο καὶ πῆρα ἀμέσως.
Πάτερ μου, αὐτὸ κι αὐτὸ συμβαίνει, τί νὰ κάνω; Σκέφτομαι νὰ πῶ στὴν κοπέλα νὰ ἔρθουμε ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν θὰ τῆς πάρω οὔτε μία δραχμή.
Καλά, πὲς της ἐὰν θέλει, ἀλλὰ μὴν πιέζεις καταστάσεις.
Ὄχι, πάτερ μου, ὄχι.
Ὅταν βγῆκα ἔξω στὸ ταξὶ καὶ τῆς εἶπα πὼς ὁ πάτερ δὲν εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ εἶναι στὴν Καλλικράτεια, στεναχωρέθηκε πολύ.
Μποροῦμε νὰ πᾶμε ὅμως, τῆς εἶπα, ἐὰν θέλεις κι ἐγώ, πίστεψέ με, δὲν θέλω οὔτε μία δραχμή.
Δὲν εἶναι τὰ χρήματα, κύριε Θανάση, ἀπ’ αὐτὰ ἔχω μπόλικα, ἀλλὰ γιὰ πές μου, σὲ παρακαλῶ, ἐδῶ κοντὰ δὲν ὑπάρχει καμία ἐκκλησία;
Πῶς, ἐδῶ πιὸ κάτω εἶναι οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ μάλιστα πιστεύω πὼς τέτοια ὥρα οἱ πατέρες θὰ εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ.
Φαίνεται πὼς ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φθάσαμε στὴν ἐκκλησία, λίγο πρὶν ἀποχωρισθοῦμε, μοῦ εἶπε:
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς, κύριε Θανάση, θὰ μὲ βλέπεις κάθε Κυριακὴ σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία.
Μόνο ποὺ ἐγώ, γλυκιά μου, δὲν ἐκκλησιάζομαι σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ τί σημασία ἔχει ἐὰν σὲ βλέπω ἐγώ, σημασία ἔχει ὅτι θὰ σὲ βλέπει ὁ Χριστός μας καὶ θὰ χαίρεται, ἀλλὰ καὶ ἐσὺ θὰ χαίρεσαι, ὅταν θὰ μπαίνεις μὲς στὴν ἐκκλησιά. Θὰ βλέπεις τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ θὰ λὲς μυστικὰ ἀπὸ μέσα σου: «Χριστέ μου, ἦρθα, γιὰ σένα ἦρθα, γιατί μὲ ἀγαπᾶς καὶ σὲ ἀγαπάω». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, ὅταν ἔχει μία μικρὴ θυσία τόση δά, μία ὥρα. Τώρα ὅμως, θέλω νὰ κάνεις κάτι καὶ ἐσὺ γιὰ μένα.
Ὅ,τι θέλεις, κύριε Θανάση.
Τώρα ποὺ θὰ ἐξομολογηθεῖς, θέλω νὰ προσεύχεσαι γιὰ ὅλους τοὺς ὁδηγούς, γιατί ἔτσι θὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ μέσα.
Κατεβαίνοντας ἀπ’ τὸ ταξί, ἦρθε νὰ μοῦ σφίξει τὸ χέρι, ἀλλὰ ἦταν τόσο συγκινημένη ποὺ τὰ δάκρυα, αὐτὰ τὰ τόσα πολλὰ δάκρυα, ἀδελφοί μου, θυμᾶμαι, ἔπεφταν ζεστὰ πάνω στὴ χειραψία καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία, ἴσα ἴσα ποὺ τὴν κατάλαβα τί μοῦ εἶπε, ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια της: «Φίλε, δὲν θὰ σὲ ξεχάσω ποτέ», καὶ ἔτρεξε γρήγορα ἀνεβαίνοντας τὰ σκαλιὰ τῆς ἐκκλησίας.
Σκούπισα τὰ μάτια μου, εὐχαρίστησα τὸν Θεὸ καὶ ἔβαλα μπρὸς γιὰ τὸ ἑπόμενο ἀγώι. Δὲν πρόλαβα, ὅμως, νὰ πάω ἑκατὸ μέτρα πιὸ κάτω καὶ θυμήθηκα τὴν προσευχὴ ποὺ εἶχα κάνει στὸν Χριστό μας, νὰ μοῦ φανερώσει πῶς θέλει τὴν πραγματική, τὴν εἰλικρινῆ, τὴν ἀληθινὴ μετάνοια. Καὶ τώρα, μέσα μου, μυστικά, εἶχα τὴν ἀπάντηση: «Νά, ἔτσι τὴ θέλω τὴ μετάνοια».
Ἀπὸ τότε τὴν κοπέλα αὐτὴ δὲν τὴν ξαναεῖδα, ἂν καὶ θὰ ἤθελα νὰ τὴν ξαναδῶ, γιὰ νὰ τὴ σφίξω στὴν ἀγκαλιά μου καὶ νὰ τῆς πῶ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ, γιατί μοῦ ἔδειξε στὴν πράξη τί σημαίνει μετάνοια, τί σημαίνει ἐπιστροφὴ στὸν Θεό. Νὰ τὴν ἔχει καλὰ ὁ Θεὸς ὅπου κι ἂν βρίσκεται καὶ τῆς εὔχομαι ἀπὸ καρδιᾶς, καλὸ παράδεισο.

Για το πρωτείο του πάπα

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμία
Ὁ Χριστός ἐν δόξῃ καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι, Κωνσταντινούπολη, μέσα 14ου αἰ.
Μοῦ ἐζητήθη νά γράψω ὀλίγα λόγια γιά τό «πρωτεῖο» τοῦ πάπα, γιά τό ὅτι, δηλαδή, ὁ πάπας θέλει νά ἄρχει ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Τό κάνω αὐτό μέ τό παρόν σύντομο καί ἁπλό ἄρθρο.
1. Ἀρχικά θά ἔλεγα ὅτι Χριστός καί πρωτεῖα εἶναι ἄκρως ἀντίθετα. Ὅποιος πιστεύει στόν Ἰησοῦ Χριστό καί μάλιστα θέλει νά Τόν ὑπηρετήσει καί νά εἶναι ἀντιπρόσωπός Του, πρέπει νά ἔχει τό ἴδιο φρόνημα μέ Αὐτόν, φρόνημα ἀνιδιοτελείας καί αὐτοθυσίας. Γιατί ὁ Χριστός μας, ἄν καί ἦταν Θεός, ὅμως «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος… Ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου», καί τί θανάτου; «Θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,6- 8)! Ὁ Ἰησοῦς Χριστός πάλι εἶπε καθαρά στούς μαθητές Του ὅτι, «ἐκεῖνος πού θέλει νά εἶναι μεγάλος μεταξύ σας, νά εἶναι ὑπηρέτης σας, καί ἐκεῖνος πού θέλει νά εἶναι μεταξύ σας πρῶτος («πρωτεῖο») θά εἶναι δοῦλος ὅλων»! Καί τό παράδειγμα αὐτό μᾶς τό ἔδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Μάρκ. 10,42-45)! Ἀλλά καί ἄλλοτε ὁ Χριστός εἶπε καθαρά πάλι στού μαθητές Του: «Ἐάν κανείς θέλει νά εἶναι πρῶτος – ὁ πάπας θέλει νά εἶναι πρῶτος καί ζητάει «πρωτεῖο»! – πρέπει νά εἶναι ὁ τελευταῖος ὅλων καί ὑπηρέτης ὅλων» (Μάρκ. 9,35)!
Ὕστερα ἀπό αὐτούς τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό δικό Του μάλιστα ταπεινό καί δουλικό παράδειγμα, εἶναι πραγματικά ἐντροπή γιά ἕναν ἱερέα καί ἀρχιερέα καί ἀντιπρόσωπο Χριστοῦ νά ζητάει «πρωτεῖα». Ναί, εἶναι ἐντροπή του!… Δέν εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ αὐτός.
2. Θά γράψω τώρα ἁπλᾶ πάλι, πῶς «κατήντησε» ὁ πάπας καί ζητάει «πρωτεῖο». Εἶναι γνωστόν, ὅτι μέ τούς παπικούς πρῶτα εἴμεθα ἑνωμένοι, ἀποτελούσαμε μέ αὐτούς μία Ἐκκλησία. Καί ἦταν πολύ καλή τότε ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία. Ἔδινε καλό παράδειγμα σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες· παράδειγμα ὀρθῆς πίστεως καί καλῶν ἔργων, ἔργων ἀγάπης. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος προβάλλει τήν τότε Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὡς πρότυπο πίστεως καί ἐμμονῆς στήν παράδοση περισσότερο ἀπό ὅλες τίς ἀποστολικές Ἐκκλησίες. Καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος καλεῖ τήν Ἐκκλησία αὐτή «προκαθημένη τῆς ἀγάπης», «προκαθημένη» σέ χριστιανικά ἔργα. Ἔχουμε ἁγίους πᾶπες τήν ἐποχή αὐτή, ὁ δέ λαός, ἀλλά καί οἱ ἱερεῖς καί ὅλοι, ἑλκύονται πολύ ἀπό τήν ἁγιότητα καί τρέχουν πρός τόν ἅγιο. Ἔτσι, λοιπόν, τήν παλαιά αὐτή ἐποχή κατέφευγαν ὅλοι στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, στούς πᾶπες, καί ζητοῦσαν συμβουλή καί προστασία καί διευθέτηση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων (γιά τήν ἔριδα περί τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, γιά παράδειγμα). Ὅπως βλέπουμε, ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀπέδιδε στήν ἀρχή «πρωτεῖο» στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλά τό πρωτεῖο αὐτό ἦταν πρωτεῖο τιμῆς καί ἀληθείας καί ὄχι πρωτεῖο ἐξουσίας. Μάλιστα καί ἐκ πολιτικῶν λόγων, γιά τό ὅτι δηλαδή πρόκειται γιά τήν Ἐκκλησία τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ἡ Β´ Οἰκουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.), μέ τόν 3ο Κανόνα της, ἔδωσε στήν Ἐκκλησία αὐτή τήν πρώτη θέση μεταξύ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού κάνει μεγάλη ζημιά, καί ἰδιαίτερα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, εἶναι ὁ ἐγωϊσμός. Οἱ πᾶπες, λοιπόν, ἄρχισαν νά ὑπερηφανεύονται γιά τήν τιμή τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν πρός αὐτούς, γιά τό «πρωτεῖο» τιμῆς, ὅπως τό εἴπαμε, πού ἀπελάμβαναν, καί τό ζητοῦσαν στήν συνέχεια νά τούς γίνει «πρωτεῖο» ἐξουσίας καί δυνάμεως καί δικαιωμάτων. Ἐδῶ ἔχουμε σειρά παπῶν (Στέφανος, Δάμασος, Ἰννοκέντιος Α´, Βονιφάτιος Α´, Λέων Α´, Κελεστῖνος Α´ κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης νά ἀναγνωρίζεται ὡς «κεφαλή» ὅλων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Φθάνουν μάλιστα μέχρι τό σημεῖο νά ποῦν ὅτι ὅποιος δέν ἔχει κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι αἱρετικός· καί ὅτι ἡ γνώμη καί ἡ κρίση τοῦ πάπα εἶναι ἀπόλυτη καί ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ πᾶμε γιά τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα!…
Τώρα ἀρχίζει καί ὁ ἀγώνας τῶν παπικῶν νά κατοχυρώσουν καί ἁγιογραφικῶς τό «πρωτεῖο» τους. Ἄς προσέξουμε: Πρῶτα γεννήθηκε τό παπικό πρωτεῖο ὡς ἐπιθυμία δόξης καί ἐπιβουλῆς καί μετά ζητήθηκαν στηρίγματα καί μαρτυρίες τάχα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή γιά τήν κατοχύρωσή του. Τώρα οἱ παπικοί ζητοῦν νά ἀποδείξουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος γι᾽ αὐτούς εἶναι ἡ κορυφή ὅλων τῶν Ἀποστόλων, καί ἐπί τοῦ ὁποίου ὁ Χριστός ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία. Ἄρα αὐτοί, οἱ διάδοχοι τοῦ Πέτρου ἔχουν ἐξουσία ἐφ᾽ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Τούς ἁρμόζει δηλαδή τό «πρωτεῖο». Αὐτά ὅμως πού θέλουν οἱ παπικοί δέν τούς τά προσφέρει ἡ Ἁγία Γραφή μέ τήν σωστή ὁμαλή ἑρμηνεία της. Παρά ταῦτα ὅμως αὐτοί ἐκβιάζουν τό ἱερό κείμενο, καί τό καταθλίβουν γιά νά «ἀποδείξει» τό «πρωτεῖο» τους. Σαφῶς ὅμως λέγουμε ὅτι ἀπό τήν Καινή Διαθήκη δέν κατοχυρώνεται τό «πρωτεῖο» τοῦ παπισμοῦ.
Οἱ ἀπαιτήσεις τῶν παπῶν προχώρησαν στήν συνέχεια μέ μεγαλύτερη ἑωσφορική ὁρμή. Ὁ πάπας θέλει νά γίνει ὄχι μόνο ἡ ἀνωτάτη ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἀλλά καί ἡ ἀνωτάτη ἐξουσία στόν κόσμο. Ὁ πάπας Νικόλαος ὁ Α´ (858-867) θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τήν ὑψίστη νομοθετική καί δικαστική ἀρχή καί ὅτι μόνος αὐτός δικαιοῦται νά ἐκδίδει κανόνες στήν Ἐκκλησία. Ὁ δέ πάπας Γρηγόριος ὁ Ζ´ (1073-1085) εἶπε τό χειρότερο, ὅτι μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἱδρύθη ἀπό τόν Κύριο καί ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά σωθεῖ κάποιος ἄν δέν ὑπακούει στόν πάπα! Ἡ κορύφωση δέ τῆς τρέλας τοῦ «πρωτείου» τοῦ παπισμοῦ εἶναι ἡ ἀνακήρυξη τοῦ «ἀλαθήτου» στήν 20η «οἰκουμενική» σύνοδό τους (!…) τό 1870 ἀπό τόν πάπα Πίο Θ´. Κατά τήν σύνοδο αὐτή τῶν παπικῶν ὑπῆρξαν πολλές ἀντιδράσεις γιά τό νέο αὐτό «δόγμα» καί πολλοί «ἐπίσκοποί» τους εἶπαν στόν πάπα ὅτι αὐτό δέν φέρεται στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ πάπας ἀπήντησε: «Ἡ παράδοση εἶμαι ἐγώ» (La traditio sono io)!…
6. Ἐπειδή δέν ὑπάρχουν πολλά περιθώρια χώρου στό περιοδικό μας ἀποκρούοντες μέ πολύ ἀποτροπιασμό τό «πρωτεῖο» τῶν παπικῶν ἀναφέρουμε τέλος τά παρακάτω δύο μόνο ἐπιχειρήματα ἐναντίον του:
(α) Δογματικῶς πιστεύουμε ὅτι ΜΙΑ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ ΜΙΑ αὐτή Ἐκκλησία ἐκφράζεται σέ πολλές κατά τόπους Ἐκκλησίες. Οἱ τοπικές αὐτές Ἐκκλησίες δέν μπορεῖ νά ἐπιβληθοῦν στήν ΜΙΑ, τήν καθ᾽ ὅλου Ἐκκλησία, ἀλλά, ἀντίθετα, ἡ καθ᾽ ὅλου (Καθολική) Ἐκκλησία ἐπεμβαίνει καί ἐπιβάλλεται στίς τοπικές Ἐκκλησίες. Αὐτό εἶναι μία γενική ἐκκλησιολογική ἀρχή, ἡ ὁποία τηρεῖται διά παντός στήν Ἐκκλησία μας. Στή περίπτωση τοῦ πρωτείου τῶν παπικῶν ἀνατρέπεται ἡ χρυσή αὐτή βάση τῆς ἐκκλησιολογίας μας καί μία τοπική Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης θέλει νά ἄρχει ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδή θέλει νά ἐπιβληθεῖ στήν καθ᾽ ὅλου Ἐκκλησία!…
(β) Τό «πρωτεῖο» τοῦ πάπα ἔρχεται ἀντίθετα πρός αὐτήν τήν πίστη μας, τήν πίστη στόν Θεό μας. Ὁ Θεός μας λέγεται «Ἁγία Τριάδα»: Πιστεύουμε τρία Πρόσωπα, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί τά τρία αὐτά Πρόσωπα εἶναι ἰσότιμα. Τρία Πρόσωπα, ἀλλά μία θεία οὐσία. Ἔτσι ἔχουμε Τριάδα στήν Μονάδα καί Μονάδα στήν Τριάδα. Τά τρία Πρόσωπα ἔχουν κοινωνία ἀγάπης μεταξύ τους καί «περιχωροῦν» τό ἕνα τό ἄλλο. Ὁ Πατέρας μέσα στόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στόν Πατέρα καί τόν Υἱό κ.λπ. Αὑτό σημαίνει «περιχώρηση». Γιά τήν Ἁγία Τριάδα, τόν Θεό μας, πιστεύουμε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι «πρῶτος» ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι «πρῶτος» ὄχι κατά τήν δύναμη ἤ τήν ἐξουσία, ἀλλά μόνο κατά τήν αἰτία, γιατί ἀπό τόν Πατέρα γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἀπό τόν Πατέρα πάλι ἐκπορεύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τήν «ὑποταγή» τοῦ ἑνός προσώπου στό ἄλλο τήν ἀπέρριψε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς αἵρεση.
Ἡ πίστη μας αὐτή στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ «Τριαδολογία», ὅπως λέγεται, ρυθμίζει καί τήν «᾽Εκκλησιολογία», τήν ζωή μας, δηλαδή, μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅλοι μας στήν Ἐκκλησία εἴμαστε ἰσότιμοι καί ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί μεταξύ μας. Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει – δέν πρέπει νά ὑπάρχει – ὑποταγή μερικῶν μελῶν σέ ἄλλα, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχει κοινωνία καί περιχώρηση μεταξύ μας, μέ ἔργα ἀγάπης, γιατί ἔχουμε τήν ἴδια πίστη. Καί ὅσοι ἔχουμε ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, ὅσοι, δηλαδή, εἴμαστε ἱερεῖς ἤ ἐπίσκοποι, πρέπει νά γνωρίζουμε καλά ὅτι τά ἀξιώματά μας στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι κυριαρχικά καί ὑπεροπτικά, ἀλλά διακονικά καί ὑπηρετικά γιά τήν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας χριστιανῶν.
Ὁ πάπας μέ τό «πρωτεῖο», μέ τό ὁποῖο θέλει νά κυριαρχεῖ καί νά ἐξουσιάζει ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, φέρνει ἄνω-κάτω αὐτή τήν ὡραία ἐκκλησιολογία, πού φτιάχνει μία τέλεια κοινωνία, βασιζόμενη στήν ἀγαπητική σχέση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Θεοῦ μας. Τό «πρωτεῖο» λοιπόν τῶν Καθολικῶν προσβάλλει τήν ὀρθόδοξη Τριαδολογία καί Ἐκκλησιολογία καί κατασκευάζει μία στυγνή δικτατορία, στήν ὁποία κυβερνᾶ ὁ ρωμαῖος ποντίφηκας, ὁ πάπας.
7. Τέλος, θέλουμε νά γράφουμε μία ἀλήθεια, ἡ ὁποία παρακαλοῦμε νά προσεχθεῖ, γιατί εἶναι πολύ σοβαρή: Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπάρχει πρωτεῖο! Ὄχι ὅμως πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀλλά «πρωτεῖο ΑΛΗΘΕΙΑΣ». Καί βεβαίως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἐπειδή ἔχει – μόνη αὐτή – τήν ὅλη ἀλήθεια δικαιοῦται αὐτή καί μόνο νά ἔχει τό «πρωτεῖον τιμῆς», διότι ἔχει τό «πρωτεῖον ἀληθείας». Πέρα ὅμως ἀπό αὐτήν τήν γενική ἔννοια περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, λέγουμε ὅτι καί ἕνας ἁπλός μοναχός στήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἅγιος, σάν τόν ἅγιο Νικόδημο τόν ἁγιορείτη γιά παράδειγμα, ἤ σάν τόν ἅγιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη πάλι, ἔχουν καί αὐτοί, σάν ἰδιαίτερα πρόσωπα ὁ καθένας, ἔχουν «πρωτεῖον ἀληθείας». Αὐτό τό παρατηροῦμε ἤδη στόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο καί στόν ἅγιο Διονύσιο, ἐπίσκοπο Κορίνθου, ἔπειτα ἤ στόν ἅγιο Εἰρηναῖο, ἐπίσκοπο Λουγδούνου, ἀκόμη μετέπειτα. Στόν ἅγιο Διονύσιο Κορίνθου τό αἴσθημα τοῦ πρωτείου τῆς ἀληθείας, πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του, τοῦ δημιουργεῖ αἴσθημα γενικῆς εὐθύνης καί τόν κάνει ὄχι νά συμβουλεύει ἁπλῶς, ἀλλά νά «προστάττῃ» (βλ. Εὐσεβίου Ἐκκλησιαστική ἱστορ. Δ´ 23,6) νά δεχθοῦν καί νά ἐφαρμόσουν οἱ παραλῆπτες του τά παραγγελλόμενα. Καί σ᾽ αὐτό (στήν ὑπακοή στά λεγόμενά του) δέν ἐξαιρεῖται οὔτε ὁ ἰσχυρός ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης Σωτήρ, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ διαφωνοῦσε ἀρχικά μέ τόν Διονύσιο, ὑπεχώρησε ἔπειτα καί συνεφώνησε μέ τίς ἀπόψεις του. Ὅποιος στήν Ἐκκλησία μας ἐπίσκοπος ἤ καί ἁπλός ἱερεύς (σάν τόν πατέρα Ἐπιφάνιο τόν Θεοδωρόπουλο) ἤ καί λαϊκός (σάν τόν Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα), λόγῳ ἁγιότητος καί γνώσεως τῆς θεολογίας, ἔχει – νοιώθει μέσα του αὐτό τό αἴσθημα τοῦ «πρωτείου ἀληθείας», αὐτός ἐκφράζει γνησιώτερα καί βαθύτερα καί ζωηρότερα ἀπό ὅσο οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι, ἱερεῖς ἤ λαϊκοί, τήν θεία ἀλήθεια σχετικά μέ τά προβλήματα πού ἀφοροῦν τήν σωτηρία καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅμως τό αἴσθημα τοῦ ἔχοντος τό «πρωτεῖο ἀληθείας», πού τόν κάνει νά «προστάττῃ», ὅπως εἴπαμε γιά τόν ἅγιο Διονύσιο Κορίνθου, τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό «πρωτεῖο ἐξουσίας» τοῦ πάπα, ἀλλά «οὐσιαστικά καί τό ἀναιρεῖ», ὅπως λέγει ὡραῖα ὁ μακαριστός πατρολόγος Καθηγητής, μακαριστός μοναχός Γεράσιμος (Στυλιανός) Παπαδόπουλος (βλ. Πατρολογία του, τόμ. Α´, σ. 268. 269).
Ἀπό αὐτό τό αἴσθημα, τοῦ πρωτείου ἀληθείας κινήθηκε καί ὁ ἅγιος Κλήμης ὁ Ρώμης νά γράψει ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου συμβουλεύοντας γιά τήν εἰρήνευσή της, καί ὄχι ἀπό τό πρωτεῖο ἐξουσίας ὡς Ρώμης, ὅπως ἐσφαλμένως ἰσχρυρίζονται καθολικοί συγγραφεῖς πατρολογικῶν ἐγχειριδίων.
Περιοδικὸ «Ἐρῶ», τεύχος 25ο

Διατί ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αρνείται να δώσει εξηγήσεις;

Πόλεμος μεταξύ αληθείας και ψεύδους με μέθοδον «μελάνης»
Σε κάθε εποχή διεξάγεται ένας μυστικός η και φανερός πόλεμος ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψευ­δος, ανάμεσα στον Χριστό και στο Διάβολο με τα εκούσια και ακούσια όργανά του.
Ειδικά σήμερα, με την έκρηξι της τεχνολογίας και των μέσων επικοινωνίας, γραπτών, προφορικών η ηλεκτρονικών η αλήθεια παλεύει με το ψεύδος σε ένα εντελώς καινοφανές για τα ανθρώπινα πράγματα πεδίο. Από μυριάδες μέσα κυκλοφορεί μέγα πλήθος από φανερά η συγκεκαλυμμένα ψεύδη. Μεγιστοποιούνται η ελαχιστοποιούνται μικρά και ασήμαντα πρόσωπα η γεγονότα. Πολλά αληθή περιστατικά καλύπτονται κάτω από βουνά ασημάντων πληροφοριών, με αποτέλεσμα κανείς να δυσκολεύεται να αναζητήση και να ανεύρη την χρυσή αλήθεια, που είναι «δυσθήρατος η αλήθεια͵ πανταχόθεν ημίν εξιχνευτέα» (Μεγάλου Βασιλείου).
Μέσα σ’ αυτό το εκρηκτικό πλαίσιο κατακλυσμού πληροφοριών πρέπει να διαλάμπη ως αστραπή η Ευαγγελική αλήθεια του Κυρίου με την Ορόδοξο Παράδοσι και την βροντερή δύναμί της. Η Εκκλησία δεν κρύβεται από αυτή την παλαίστρα του λόγου. Εισέρχεται και καταθέτει τον Αγιοπνευματικό λόγο και καταγγέλλει κάθε ψεύδος. Αναφέρεται ότι κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια ένας Άγιος Απολογητής προεφήτευε ότι η Εκκλησία θα γράφη την ιστορία της με το «Αίμα» των παιδιών της, καθώς ξεκίνησε με το Αίμα του Κυρίου Ιησού. Στη συν­έχεια, θα γράφη την ιστορία της με τα «Δάκρυα», τουτέστιν, με τους νηπτικούς αγώνες των Ασκητών και Μοναχών, που θα διεξάγουν τον αγώνα της συνειδήσεως. Θάρθη όμως εποχή, που η Εκκλησία θα γράφη την ιστορία της με το «Μελάνι», δηλαδή με τα βιβλία και τα γραπτά κείμενα. Αυτή η μέθοδος θα έχη τεράστια βαρύτητα, λέγει ο Απολογητής, διότι θα τροφοδοτή την ιστορία του «Αίματος» και των «Δακρύων». Σήμερα η μέδοδος με το «Μελάνι», συμπληρώνεται με την μέθοδο των «Ερτζιανών Κυμάτων» και των «Ηλεκτρονικών Στοιχείων», τα οποία η Εκκλησία μάλλον λίαν πλημμελώς χρησιμοποιεί μέχρι αυτή την στιγμή. Δυσ­τυχώς ολόκληρος η Εκκλησία της Ελλάδος, η πιο οργανωμένη Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει ένα τηλεοπτικό σταθμό δορυφορικής λήψεως, ενώ υπάρχουν εκδότες που έχουν ανοίξει πολλούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
Είναι προφανές ότι η Εκκλησία οφείλει και τα δύο παραρτήματα της μεθόδου της «Μελάνης» να τα υιοθετήση άμεσα και να τα χρησιμοποιήση για τον Ευαγγελισμό της Γης που βρίσκεται στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας και της αθείας. Προσ­έτι να τα επιστρατεύση εις τον αγώνα του Επαν-Ευαγγελισμού των κάθε είδους παραπλανημένων αιρετικών της Υφηλίου με το λαμπρό φως της αληθείας της Ορθοδοξίας.
Η μικρή αλλά ιστορική μας φωνή υψώνει το λάβαρον της Ορθοδοξίας
Η μικρή μας εφημερίδα εργάζεται για μεγάλες ιδέες και περίλαμπρα πράγματα. Αγωνίζεται για την αλήθεια του Ι. Ευαγγελίου και της Ιεράς Παραδόσεως. Καταφλέγεται από την αγάπη προς την Ορθοδοξία. Με την Χάρι του Κυρίου, επί δεκαετίες πολεμά το ψεύδος και τις Σατανικές μεθοδείες. Είναι επόμενο λοιπόν να δέχεται και τα βέλη των ανθρώπων που δεν εργάζονται εις τον δρομο της Ορθής πίστεως, η από εκείνους που νομίζουν ότι προσωπικώς θίγονται από τον αγώνα του Ο.Τ..

Δηλώνουμε ότι δεν πολεμούμε και δεν αντιτιθέμεθα σε κανένα πρόσωπο. Κάνουμε ότι μπορούμε, για να κηρύξουμε Χριστόν Εσταυρωμένον και να προβάλλουμε το Ορθόδοξον φρόνημα. Η μικρή μας αλλά ιστορική φωνή δεν έχει κύριο χαρακτηριστικό μόνον τον αντιοικουμενισμό. Όχι! Αυτό αποτελεί ένα υποσύνολο στο μεγάλο σύνολο του Ορθοδόξου φρονήματος. Η σημαία που υψώνουμε είναι της Ορθής πίστεως, της Ιεράς Παραδόσεως, των Ορθών δογμάτων, της Ορθής Ηθικής, των Ιερών Μυστηρίων, κ.τ.λ.. Προσέτι δε υψώνουμε και το λάβαρο της συνεχείας του Ευσεβούς Ορθοδόξου Ελληνισμού. Οι δικοί μας Πατέρες και οι Ήρωές μας ηκολούθησαν τα βήματα του Κυρίου Ιησού, ταυτίσθησαν με την πορεία του Χριστιανισμού και κατόπιν με τον δύσκολο δρόμο της Ορθοδοξίας. Αυτά είναι τα καταπιστεύματα της ελαχίστης αυτής υπάρξεως που ονομάζεται Ο.Τ..

Δεν είμαστε αλάθητοι, διότι μόνον ένας αλάθητος (!) υπάρχει, ο Πάπας, καθώς και μερικοί άλλοι που νομίζουν ότι έχουν τις ίδιες δυνατότητες. Αλάθητος είναι μόνον η Εκκλησία, η Ορθόδοξος Εκκλησία.

Πρόθεσί μας είναι με τις μικρές μας δυνάμεις να πολεμούμε τους εξωτερικούς εχθρούς της Εκκλησίας, αιρετικούς, αθέους, υλιστές, κλέφτες, απατεώνες κ.τ.λ.. Αλλά, και, ανάλογο χρέος έχουμε να είμαστε ξάγρυπνοι πολέμιοι εναντίον των «λύκων», που με ένδυμα προβάτου εισήλθαν στην ποίμνη της Εκκλησίας και λυμαίνονται των προβάτων. Άπαντες οι μεγάλοι Πατέρες τονίζουν αυτό το εσωτερικό πρόβλημα, που το προεφήτευσε ο ίδιος ο Κύριος και το ετόνισε ιδιαιτέρως ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Πολλά γράφει γι’ αυτή την πληγή της Ορθοδοξίας ο Ιερός Χρυσόστομος, ο δε Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζει ότι «Ο Διάβολος πολεμά την Εκκλησία απ’ έξω, οι δε κακοί Επίσκοποι από μέσα». Και αλλαχού αφυπνιστικά σημειώνει: «Εν εκτρέπου μοι, τους κακούς επισκόπους, /Μηδέν φοβηθείς του θρόνου την αξίαν. /Πάντων το ύψος, ουχί πάντων δ’ η χάρις./ Το κώδιον πάρελθε, τον λύκον βλέπε. /Μη τοις λόγοις με πείθε, τοις δε πράγμασι…». Δηλαδή, « ένα πράγμα διώξε μακρυά μου, τους κακούς Επισκόπους. / Μη φοβάσαι την αξία του θρόνου. / Το ύψος της δόξης είναι για όλους, αλλά όχι και η χάρις. / Το δέρμα του προβάτου να αποφεύγης, λύκον να βλέπης./ Μη με πείθης με τα λόγια αλλά με τα πράγματα».

Εμείς όλα αυτά ούτε τα αγνοούμε ούτε τα παραβλέπουμε, αλλά προσπαθούμε με όση μικρή δύναμι διαθέτουμε να επιτελέσουμε το καθήκον της φανερώσεως και εξουδετερώσεως των φερόντων «κώδιον» (δέρμα προβάτου).

Η συνέντευξις προς τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως
Σε αυτό το πλαίσιο και για να είμαστε τίμιοι απέναντι στους αναγνώστες μας αλλά και προς τους απανταχού Ορθοδόξους, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες σκανδαλίζονται από κινήσεις μελών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εζητήσαμε καθηκόντως συνέντευξι από τον Πατριάρχη. Μας εζητήθη να αποστείλουμε τις ερωτήσεις. Μετά από μεγάλη περίσκεψι και συμβουλάς Πατέρων και αδελφών απεστείλαμε τις ακόλουθες ερωτήσεις:

«Α) Ποιά είναι τα δογματικά όρια της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας (μυστήρια, συμπροσευχαί κ.λπ.) και ο κανονικός ρόλος των Προκαθημένων εντός Αυτής;

Β) Επηρεάζεται το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως από την διένεξι της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και την Τουρκία λόγω των γεγονότων στην Μέση Ανατολή; π.χ. το ζήτημα της Σχολής της Χάλκης.

Γ) Η πολυμορφία της εκκλησιαστικής οργανώσεως του Ελληνικού Κράτους (έξι διοικητικά συστήματα) είναι σύμφωνη με το Κανονικό Δίκαιο και με τον Κανόνα «τα εκκλησιαστικά δει τοις πολιτικοίς συμμεταβάλεσθαι»; Ο Σεβ. Νέας Σμύρνης εις την εισήγησίν του εις την Ιεραρχίαν τον Νοέμβριον του 2015 εσημείωσε ότι δημιουργούνται ποιμαντικά προβλήματα καθώς η Εκκλησία της Ελλάδος δεν δύναται να απευθύνεται εις όλην την επικράτειαν της Χώρας.

Δ) Πως θα εφαρμοσθούν αι αποφάσεις της λεγομένης «Μεγάλης Συνόδου» αφ’ ης στιγμής Ιεράρχαι και Καθηγηταί διαπιστώνουν την έλλειψι κανονικών προϋποθέσεων συγκροτήσεώς της, ενώ παραλλήλως διακυβεύεται η ενότητα της Εκκλησίας (Σχίσμα, διακοπή μνημοσύνου κ.λπ.);»

Αναμέναμε ότι εντός ολίγων ημερών θα εγίνετο δεκτό το αίτημά μας καθώς ο Πατριάρχης καθημερινώς δίδει συνεντεύξεις και φωτογραφίζεται με ποδοσφαιριστάς, αθλητάς, ηθοποιούς, ετεροδόξους και αλλοθρήσκους, παρουσιαζόμενος σε πολλά Ελληνικά, Τουρκικά και διεθνή Μέσα Ενημερώσεως. Όμως αντί αποδοχής του λογικού, θεολογικού και αυτονοήτου αιτήματός μας ελάβαμε την ακόλουθον απάντησι:

«Αγαπητέ κύριε Τραμπούλη
Κατ Ἐντολὴν της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, σας μεταβιβάζω τας πατρικάς Του Ευχάς και σας πληροφορώ ότι οι ερωτήσεις σας δεν θα απαντηθούν.
Με τις προσωπικές μου ευχές για Σας και την οικογένειά Σας
Μετά τιμής
Πρωτοπρεσβύτερος Δοσίθεος Αναγνωστόπουλος»

Δυστυχώς δεν ετηρήθη ούτε ο τύπος… Δεν απήντησε ο ίδιος ο Πατριάρχης, ούτε Επίσκοπος, ούτε ο Πρωτοσύγκελλος, ούτε ο Αρχιγραμματεύς αλλά απλώς ένας πρωτοπρεσβύτερος, ο οποίος δεν υπογράφει ούτε με την ιδιότητά του ως υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου, σχεδόν τελευταίος τη τάξει, όταν σε καθημερινές εκδηλώσεις αποστέλλονται Ιεράρχες του Πατριαρχείου. Ο Πατριάρχης ηθέλησε έτσι να υποβιβάση τον Ο.Τ., λησμονών όμως ότι περιφρονεί χιλιάδας Ορθοδόξους ανά την οικουμένη, οι οποίοι εναπέθεταν τις ελπίδες τους σε μία Ορθόδοξη δημόσια τοποθέτησι για όλα τα ζητήματα, που το τελευταίο διάστημα συγκλονίζουν την Εκκλησίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Κάθε κληρικός και Επίσκοπος οφείλει πάντοτε με ταπείνωσι να είναι πρωτίστως «διάκονος» των «ελαχίστων» αδελφών του, αναγνωστών του Ο.Τ., διότι και γι’ αυτούς σταυρώθηκε ο Κύριος. Σπουδαιότερον όμως είναι όχι ότι δεν απαντά στον ευσεβή λαό, αλλά ότι δεν απαντά στα ίδια τα καίρια ερωτήματα. Διατί; Μήπως απαντούν τελικώς, αι πράξεις του και τα γραφόμενά του; Μήπως η σιωπή δηλώνει ενοχή; Ευχόμεθα να έχη καλήν απολογίαν προς τον Κύριον, όταν θα εκζητήση από αυτόν την Παρακαταθήκην, την οποίαν του ενεπιστεύθη.
Διευθυντής Συντάξεως
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΤΡΑΜΠΟΥΛΗΣ

Το είδαμε εδώ

Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος 1453-1821


Εὐαγγέλου Στ. Πονηροῦ
Δρ. Θεολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μs Φιλοσοφίας
Ἡμέρα Δευτέρα 28 Μαΐου 1453,
ὁ τελευταῖος μας αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ὁμιλεῖ γιὰ τελευταία φορὰ πρὸς τὸν λαὸ τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία σὲ λίγο δὲν θὰ εἶναι πιὰ ἐλεύθερη. Δίνει τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στὸν λαὸ καὶ στοὺς στρατιῶτες του, προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐμψυχώσει, τοὺς ἀποκαλεῖ «ἀπογόνους Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων», ὀνομάζει τὴν Κωνσταντινούπολη «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν (1)». Τοὺς προτρέπει νὰ προτιμήσουν τὸν τιμημένο θάνατο ἀπὸ τὴ ζωή.
Ἂς διαβάσουμε τὰ αὐθεντικὰ λόγια του, ὅπως μᾶς τὰ διασώζει ὁ χρονογράφος Γεώργιος Φραντζῆς: «καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς Πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὡς χριστοῦ κυρίου καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ὠνειδισμένην καὶ ἐξουθενημένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα (2)».
Τελειώνει τὸν λόγο του καὶ σύσσωμος ὁ λαὸς καὶ ὁ στρατός του τοῦ ἀπαντοῦν συγκινημένοι: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ἡμῶν (3)». Ἡ Πόλη πέφτει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ὁ γενναῖος Αὐτοκράτορας πέφτει μαχόμενος, ὅμως τὸ μήνυμά του ἔχει δοθεῖ, ὁ λαὸς τὸ ἔχει λάβει ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας, γι᾿ αὐτὸ διατηρεῖ τὴν ψυχή του ἀδούλωτη, γι᾿ αὐτὸ ἀγωνίζεται, γι᾿ αὐτὸ ἐπαναστατεῖ, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀφήνει ποτὲ τὸν βάρβαρο  κατακτητὴ ἥσυχο.
Δὲν γνωρίζουμε ἂν θὰ ὑπάρξει σοβαρὸς ἱστορικός, ὁ ὁποῖος θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς κατὰ τὴν περίοδο τῆς σκλαβιᾶς εὐημεροῦσε. Ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε πρὸς τί οἱ ἀλλεπάλληλες ἐπαναστάσεις, οἱ ὁποῖες ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ 1463; Πρὸς τί οἱ χιλιάδες Κλέφτες καὶ Ἁρματωλοί, ἀδούλωτοι γιὰ πάντα στὰ ἀπάτητα ἑλληνικὰ βουνά; Πρὸς τί ὅλα αὐτά; Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν γνώριζαν νὰ διακρίνουν μεταξὺ εὐημερίας καὶ δυστυχίας;
Κι ἐρχόμαστε στὸ 1821, στὴν περίφημη προκήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως τῆς 24ης Φεβρουαρίου. Στὴν προκήρυξη αὐτὴ προτάσσει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης τὴν προτροπὴ «μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος (4)». Ἔχει δὲ διαπιστωθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη, ὅτι «ἡ προτροπὴ αὐτὴ περιέχει τὸν γνωστὸν σκοπὸν τοῦ ἀγῶνος, τὸν πλειστάκις ἐπαναλαμβανόμενον εἰς τὰ κείμενα τοῦ ἀγῶνος (5)». Οἱ ἐπαναστατημένοι πρόγονοί μας, οἱ ἱδρυτὲς τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους κατὰ τὴν Α΄ Ἐθνικὴ Συνέλευση τοῦ 1822, ὁρίζουν στὸ πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, ὅτι «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσὶν Ἕλληνες (6)», θέτουν δηλαδὴ ὡς βάση δημιουργίας τοῦ κράτους αὐτοῦ τὴν εἰς Χριστὸν πίστη.
Ἀκολουθοῦν τὰ λοιπὰ ἐπαναστατικὰ συντάγματα, στὰ ὁποῖα «τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν νομικὸ καὶ πολιτικὸ κριτήριο γιὰ τὸν ὁρισμὸ τοῦ Ἕλληνα πολίτη δὲν συγκροτεῖται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα […] οὔτε ἀπὸ τὴν ἐθνοτικὴ προέλευση. Ἀποφασιστικὸ κριτήριο γιὰ τὴν πρό­σκτηση τῆς ἰδιότητας τοῦ Ἕλληνα πολίτη στὰ ἐπαναστατικὰ Συντάγματα […] καθίσταται ἡ «χριστιανικὴ πίστη (7)». Ὁ ἀγῶνας τελειώνει, μὲ τεράστιες θυσίες στέφεται ἀπὸ ἐπιτυχία, καὶ λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1838, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ ἀγῶνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στὸν περίφημο λόγο του πρὸς τοὺς νέους στὴν Πνύκα διακηρύσσει τὴν ἴδια αὐτὴ ἀλήθεια: «Ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος (8)».
Ἡ ἴδια αὐτὴ ἀρχή, ἡ ἀφοσίωση στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Πατρίδα, κράτησε τοὺς Ἕλληνες ζωντανούς, ἐλεύθερους, ἀδούλωτους ἐδῶ καὶ 191 χρόνια, ὅσα πέρασαν ἀπὸ τὴ μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Ἡ ἴδια αὐτὴ ἀρχὴ ἀπελευθέρωσε τὰ Ἑπτάνησα, τὴ Θεσσαλία, τὴν Ἤπειρο, τὴ Μακεδονία, τὴν Κρήτη, τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, τὴ Θράκη, τὰ Δωδεκάνησα. Κι ὅμως κάποιοι, ὅταν ἀκούουν γιὰ Πίστη καὶ Πατρίδα, ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς πείσουν πὼς πρόκειται πιὰ γιὰ «ξεπερασμένα πράγματα». Στὴ θέση τους θέτουν ὅ,τι τοὺς φαίνεται κάθε φορὰ πρόσφορο καὶ μάλιστα ἰδέες ἀντίθετες μεταξὺ τους, ἄλλοτε τὸν ἀτομισμὸ καὶ ἄλλοτε τὸν κοσμοπολιτισμό. Σ᾿ αὐτοὺς πρέπει ὁ κάθε Ἕλληνας νὰ ἀπαντᾶ: Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ἐπέτυχε ὁ ἀτομισμός εἶναι ἡ αὐτοαπομόνωση ὅποιου τὸν πρεσβεύει. Ἡ δὲ ταυτότητά μας δὲν ξεπερνιέται ποτέ. Κανένας λαὸς τῆς γῆς δὲν δέχεται νὰ ἀποκαλοῦν «ξεπερασμένη» τὴν ταυτότητά του, τὸν πολιτισμό του. Ἂν τολμήσουμε νὰ ποῦμε στὸν ὁποιονδήποτε κάτοικο τῆς ὁποιασδήποτε χώρας «περιφρόνησε τὴν πατρίδα, τὴ γλῶσσα, τὴ θρησκεία, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά σου», ἔχουμε κερδίσει ἕναν ἐχθρό.
Ἐμεῖς γιατί πρέπει νὰ δεχόμαστε τέτοιου εἴδους προσβολές; Ἐπειδὴ μερικοὶ θέλουν νὰ εἶναι ἀπάτριδες; Ἢ μήπως νομίζει κανεὶς ὅτι περιφρονώντας τὴν Πατρίδα του καὶ τὸν πολιτισμό του ἔχει γίνει πολίτης τοῦ κόσμου καὶ δείχνει τὶς καλές του προθέσεις στοὺς ἄλλους λαούς; Ὅποιος μισεῖ τὴν Πατρίδα του, τὴν Πίστη καὶ τὸν πολιτισμό του μισεῖ τελικὰ ὅλη τὴ γῆ, ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Δὲν γίνεται πολίτης τοῦ κόσμου, δὲν πρεσβεύει καμμία συναδέλφωση κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, μόνο καταντᾶ μισάνθρωπος καὶ βάρβαρος.
1. Γεώργιος Φραντζῆς, Χρονικόν, 61.
2. Γεώργιος Φραντζῆς, Χρονικόν, 60.
3. Γεώργιος Φραντζῆς, Χρονικόν, 61.
4. Κείμενα πίστεως καὶ Ἐλευθερίας, (αὐθεντικαὶ μαρτυρίαι ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων Ἑλλήνων περὶ τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821), Ἐπιμέλεια Ἠλ. Β. Οἰκονόμου, ἔκδ. Περιοδικοῦ «Ἐκκλησία», Ἀθῆναι 1985, σ. 59.
5. Ἒνθ. ἀνωτέρω, σ. 62.
6. Ἒνθ. ἀνωτέρω, σ. 97.
7. George Vlachos, βλ. Γιῶργος Καραμπελιᾶς, Κοινωνικὲς συγκρούσεις καὶ διαφωτισμὸς στὴν προεπαναστατικὴ Σμύρνη (1788-1820), Κοραῆς καὶ Γρηγόριος Ε΄, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, Ἀθῆνα 2009, σ. 165.
8. Νίκος Γιαννόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ἡ πολυτάραχη ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ ἡγέτη τῆς ἐπανάστασης, Οἱ μονογραφίες τοῦ περιοδικοῦ «Στρατιωτικὴ ἱστορία», ἔκδ. Περισκόπιο, Ἀθήνα 2001, σ. 157.

Τὰ σημάδια τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό -Ἅγιος Τύχων (Ἐπίσκοπος Ζαντόνκ)



Ἄς δοῦμε ποιά εἶναι τά σημάδια τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό, γιά νά μήν ἔχουμε ψεύτικη ἰδέα γιά τήν ἀγάπη αὐτή. Γιατί σέ τίποτε ἄλλο δέν ἀπατᾶται ὁ ἄνθρωπος, ὅσο στό θέμα τῆς ἀγάπης. Τά σημάδια τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης εἶναι τά ἑξῆς:

Α΄ Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του

Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καθορίζει καί λέει: «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς Μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν Με» (Ἰω. 14 : 21). Ὅποιος ἀγαπάει εἰλικρινά τόν Θεό, προσπαθεῖ νά φυλάγεται ἀπ᾿ ὅσα δέν ἀρέσουν σ᾿ Ἐκεῖνον καί ἀγωνίζεται νά ἐφαρμόζει ὅσα Ἐκεῖνος ἀγαπάει. Γι᾿ αὐτό ἐκτελεῖ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου. Ἑπόμενο εἶναι λοιπόν νά μήν ἔχουν ἀγάπη πρός τόν Θεό ὅσοι χριστιανοί δέν δείχνουν ἐνδιαφέρον γιά τίς ἐντολές Του. Σ᾿ αὐτούς συγκαταλέγονται καί οἱ κακοποιοί, ὅσοι βλάπτουν τούς ἄλλους μέ ποικίλους τρόπους, οἱ ἄσωτοι, οἱ μοιχοί, οἱ αἰσχροί, οἱ κλέφτες, οἱ ἅρπαγες, οἱ ληστές, οἱ ἄδικοι…

Σ᾿ αὐτούς συγκαταλέγονται οἱ πονηροί, οἱ δόλιοι, οἱ γόητες, οἱ ἀπατεῶνες καί οἱ ὑποκριτές. Σ᾿ αὐτούς συγκαταλέγονται ἀκόμα οἱ μάγοι κι᾿ ἐκεῖνοι πού τούς φωνάζουν στά σπίτια τους καί γενικά ὅλοι οἱ παράνομοι. Αὐτοί, ὅπως δέν ἀγαποῦν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι δέν ἀγαποῦν κι᾿ Αὐτόν τόν Ἴδιο. Αὐτοί ἀγαποῦν τόν ἑαυτό τους καί τά πάθη τους, καί ὄχι τόν Θεό καί τόν ἅγιο νόμο Του.



Β΄ Ἡ πνευματική χαρά

Φανερό δεῖγμα τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό εἶναι καί ἡ χαρά τῆς καρδιᾶς μας. Γιατί εἶναι φυσικό νά αἰσθανόμαστε χαρά γιά ὅ,τι ἀγαπᾶμε. Ἔτσι καί ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Θεό, χωρίς τή χαρά δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ. Ὅσες φορές ὁ ἄνθρωπος νιώθει στήν καρδιά του τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης γιά τόν Θεό, τόσες φορές καί πλημμυρίζει ἀπό χαρά. Ὅπως τό μέλι εὐφραίνει τή γεύση μας, ἔτσι καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαροποιεῖ τήν καρδιά μας, γιατί γευόμαστε καί βλέπουμε «ὅτι χρηστός ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33 : 9). Αὐτή ἡ χαρά γιά τόν Θεό φαίνεται σέ πολλά σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί πολύ περισσότερο στούς ἱερούς ψαλμούς. Αὐτή ἡ πνευματική, ἡ οὐράνια χαρά εἶναι ἡ πρόγευση τῆς χαρᾶς πού θ᾿ ἀπολαύσουμε στήν αἰώνια ζωή.



Γ’ Ἡ ἀποταγή τοῦ κόσμου

Ὁποῖος ἀγαπάει ἀληθινά τόν Θεό μόνο πρός Αὐτόν στρέφεται, καί ἀποστρέφεται τόν κόσμο καί ὅλα τά τοῦ κόσμου. Τήν τιμή, τήν δόξα, τόν πλοῦτο καί ὅλες τίς ἀναπαύσεις του, πού τά ἐπιζητοῦν οἱ «υἱοί τοῦ αἰῶνος τούτου», τά λογαριάζει γιά ἕνα μηδενικό. Αὐτόν τόν ἱκανοποιεῖ ὁ Ἕνας, ὁ Θεός, τό ἄκτιστο ἀγαπημένο Του Ἀγαθό. Μόνο στόν Θεό βρίσκει ἀπόλυτη τιμή, δόξα, πλοῦτο καί ἀνάπαυση. Γι᾿ αὐτόν ὁ Θεός εἶναι ὁ πολυτιμότερος μαργαρίτης, μπροστά στόν Ὁποῖο ὅλα τά ἄλλα ἔχουν μικρή ἀξία. Αὐτός τίποτα δέν ἐπιθυμεῖ, οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ, παρά μόνο τόν Θεό. Τέτοιου εἴδους ἀγάπη ἐκφράζουν τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ: «Τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ καί παρά Σοῦ τί ἠθέλησα ἐπί τῆς γῆς; Ἐξέλιπεν ἡ καρδία μου καί ἡ σάρξ μου, ὁ Θεός τῆς καρδίας μου καί ἡ μερίς μου ὁ Θεός εἰς τόν αἰῶνα» (Ψαλμ. 72 : 25-26). Τήν τροφή, τό ποτό, τά ροῦχα τά χρησιμοποιεῖ γιά τίς ἀνάγκες του μόνο καί ὄχι γιά ἡδονή. Ὁποῖος ἀγαπάει τόν κόσμο δέν ἀγαπάει τό Θεό, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου: «Ἐάν τίς ἀγαπᾶ τόν κόσμον, οὐκ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰω. 2 : 15). Τέτοιοι εἶναι ὅσοι θέλουν νά ζοῦν στή ζωή αὐτή μέ πολυτέλεια, νά κατοικοῦν σέ βίλες, νά περνοῦν μέ πλούσιες ἅμαξες, νά ντύνονται μέ βαρύτιμα ροῦχα, νά δοξάζονται καί νά τιμοῦνται ἀπ᾿ ὅλους. Αὐτοί ἔχουν σαρκικό φρόνιμα, φιλοδοξία καί ἐγωισμό, δηλαδή ὅ,τι ἐχθρεύεται ὁ Θεός.



Δ΄ Ἡ μνήμη Θεοῦ

Ὁποῖος ἀγαπάει πραγματικά τόν Θεό, Τόν ἔχει ἀδιάκοπα στή μνήμη του· Αὐτόν, τήν ἀγάπη Του καί τίς εὐεργεσίες Του. Τό βλέπουμε καί στήν ἀγάπη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶμε, τόν σκεφτόμαστε συχνά. Παρόμοια συμβαίνει καί μέ τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό. Ὅποιος Τόν ἀγαπάει, Τόν σκέφτεται συχνά, ἀναπαύεται κοντά Του καί σ᾿ Αὐτόν στρέφεται μέ θαυμασμό. Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός του, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδία του (Ματθ. 6, 21). Γι᾿ αὐτόν ὁ ἀτίμητος καί πολυαγαπημένος του θησαυρός εἶναι ὁ Θεός. Ἔτσι καί ἡ καρδιά του βρίσκεται πάντα κοντά στόν Κύριο. Καί ἡ καρδιά, πού εἶναι ξέχειλη ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, φανερώνει καί ἐξωτερικά τά σημεῖα τῆς ἀγάπης της. Ὅσοι ξεχνοῦν τόν Θεό, δέν Τόν ἀγαποῦν. Ἡ λησμοσύνη εἶναι φανερή ἀπόδειξη ὅτι λείπει ἡ ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπάει, δέν μπορεῖ νά ξεχάσει αὐτόν πού ἀγαπάει.



Ε΄ Τό μαρτυρικό πνεῦμα

Δύο πρόσωπα πού ἀγαπιοῦνται, θέλουν νά βρίσκονται παντοτινά ἀχώριστα. Πολλοί βέβαια χριστιανοί ἐπιθυμοῦν νά εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό δοξασμένοι, ἀλλά δέν θέλουν νά εἶναι μαζί Του καί στήν ἀτίμωση καί στό σταυρό. Προσεύχονται νά κληρονομήσουν τή βασιλεία Του, ἀλλά δέν θέλουν νά ὑποφέρουν μαζί Του. Ἔτσι φανερώνουν ὅτι ἡ καρδιά τους δέν εἶναι εἰλικρινής καί ὅτι δέν ἀγαποῦν ἀληθινά τόν Χριστό. Καί, γιά νά ποῦμε τήν ἀλήθεια, ἀγαποῦν περισσότερο τόν ἑαυτό τους παρά τόν Χριστό. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος λέει: «Καί ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω Μου οὐκ ἐστι Μου ἄξιος» (Ματθ. 10 :38). Ὁ πραγματικός φίλος μας φαίνεται στή δυστυχία μας. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει πραγματικά τό Χριστό: Στόν κόσμο αὐτό συμπορεύεται μέ τό Χριστό. Ἡ καρδιά του προσκολλᾶται σ᾿ Αὐτόν. Ὑπομένει μαζί Του ἀγόγγυστα τά πάθη καί τό σταυρό. Καί θά εἶναι στήν αἰωνιότητα ἀχώριστα πιά κοντά Του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός λέει ἀπ᾿ τήν καρδιά του: «Ἐμοί δέ τό προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι» (Ψαλμ. 72 : 28).



ΣΤ΄ Ἡ ἀγάπη στόν πλησίον

Δεῖγμα τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρός τόν πλησίον. Ὅποιος ἀγαπάει εἰλικρινά τόν Θεό, αὐτός ἀγαπάει καί τόν πλησίον του. Ὅποιος ἀγαπάει πολύ ἕνα πρόσωπο, ἀγαπάει καί ἐκεῖνον πού συνδέεται μ᾿ αὐτό. Ἡ πηγή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό. Καί ἀντίστροφα, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό φαίνεται ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Εἶναι φανερό λοιπόν ὅτι ὅποιος δέν ἀγαπάει τόν πλησίον του, δέν ἀγαπάει καί τόν Θεό, ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισεῖ, ψεύστης ἐστιν· ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; Καί ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ᾿ Αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾶ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ» (Α΄ Ἰω. Δ΄: 20-21).

Αὐτά εἶναι τά σημάδια τῆς ἀγάπης μας πρός τό Θεό.

Ἀγαπητοί χριστιανοί, ἄς ἀποστραφοῦμε τή ματαιότητα τοῦ κόσμου. Ἄς καθαρίσουμε τήν καρδιά μας μέ τή μετάνοια καί τή συντριβή, γιά νά κατοικήσει μέσα μας ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰω. Δ΄: 16).

Ὁ Θεός εἶναι τό ὕψιστο Ἀγαθό, ἀπό τό ὁποῖο πηγάζουν ὅλα τά ἀγαθά καί ἡ μακαριότητα.

Χωρίς τόν Θεό κάθε εὐτυχία εἶναι καταραμένη καί φτωχή, ἡ ζωή θάνατος, ἡ χαρά καί ἡ γλυκύτητα πίκρα. Μέ τόν Θεό καί ἡ δυστυχία εἶναι εὐτυχία, ἡ φτώχεια πλοῦτος, ἡ ἀδοξία δόξα, ἡ ἀτιμία τιμή, οἱ δοκιμασίες γεμάτες παρηγοριά. Χωρίς τόν Θεό δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει ἀληθινή ἀνάπαυση, εἰρήνη καί παρηγοριά.

Γι᾿ αὐτό, νά Τόν ἀγαπᾶς σάν τό πιό μεγάλο σου ἀγαθό καί τήν πραγματική σου μακαριότητα.

Νά Τόν ἀγαπᾶς πάνω ἀπό κάθε δημιούργημα. Περισσότερο ἀπό τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου, τή γυναίκα καί τά παιδιά σου. Πάνω καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου. Σ᾿ Αὐτόν καί μόνο νά δώσεις τήν καρδιά σου, καί πιό πολύ ἀπό κάθε τί, Αὐτόν μόνο νά ἐπιθυμεῖς καί νά ποθεῖς. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰώνια εὐτυχία σου, τό αἰώνιο ἀγαθό σου. Χωρίς Αὐτόν οὔτε στόν παρόντα κόσμο οὔτε στό μέλλοντα ὑπάρχει ζωή καί εὐτυχία.

Κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλό, ἀλλά ὁ Δημιουργός εἶναι ἀσύγκριτα καλύτερος. Ἀγάπα λοιπόν καί ζήτα αὐτό τό ἴδιο Ἀγαθό, τό μόνο αὐθύπαρκτο, ἄναρχο, αἰώνιο, πανταχοῦ παρόν καί ἀναλλοίωτο, ἀπό τό ὁποῖο πλάστηκαν ἀριστοτεχνικά ὅλα τά δημιουργήματα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...