Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουλίου 09, 2017

Oι σύγχρονοι Γαδαρηνοί...


Αποτέλεσμα εικόνας για gadarinoi

Η περίφημη χώρα των Γαδαρηνών έχουμε καταντήσει, αδέρφια μου. Όταν εννιά στις δέκα προσκλήσεις για αγιασμούς αφορούν μαγεία ή υποψία μαγείας, τις περισσότερες φορές.Αλλά και αυτό το δεύτερο τί άλλο σημαίνει, παρά την διάδοση της στον κόσμο μας , πού τάχα εξοβέλισε κάθε παγανισμό; Αυτό πού με τρομάζει καθεαυτό δεν είναι η μαγεία η ίδια, αλλά τα ταπεινά κίνητρα και οι λόγοι,πού οδηγούν ανθρώπους σε τέτοια μονοπάτια. Μίση, φθόνος,μνησικακίες, πειραματισμοί με το κακό, πού βαπτίζονται περιέργειες ή πλάκα ή θρησκευτικότητα,όλα αυτά τα θηρία πού φωλιάζουν στις καρδιές των ανθρώπων, για τον συνάνθρωπο τους.Μια ασφυκτική δολοφονική μανία, μια κόλαση πού ταράζει τον ιερέα, πού καλείται να τα διαχειριστεί.Τον διάβολο μας είπε το αψευδές Του στόμα πώς να τον πολεμήσουμε, τον χαλασμένο άνθρωπο πώς να τον αναστήσεις; Το δεύτερο πού με τρομάζει, είναι ότι εκλαμβάνουμε μαγικά τις διαδικασίες και τα ιαματικά μέσα της Εκκλησίας. Αλλοίμονο, να ακούσουμε τον Χριστό και να προβούμε σε προσευχή και νηστεία και καθαρή εξομολόγηση και προσέλευση στην Θεία Κοινωνία και μάλιστα οικογενειακώς. Εμείς θέλουμε τον ιερέα σαν σαμάνο. Να έρθει να ραντίσει λίγο αγιασμό, να διαβάσει και λίγα ξόρκια και να τελειώσει το θέμα εκεί.Δυστυχώς, δεν έχουμε καταλάβει την δύναμη του Σταυρού και της Ανάστασης. Δεν έχουμε εννοήσει την αξία της δικής μας συνεργείας με τον Θεό στην θεραπεία μας. Ζούμε ακόμα στην εποχή των μάγων της φυλής και των τοτέμ. Τέτοιες ψυχές δεν τις φοβάται και τις εμπαίζει ο διάβολος.Ας μην μιλήσω και για τους μάγους.Τέτοιους ανθρώπους πάντα τους κάλυπτε και τους τιμούσε η κοινωνία και τους θεωρούσε απαραίτητους. Ό,τι έκαναν στην αρχαιότητα βασιλείς και αυλές και όλη αυτή η τάξη της δεισιδαιμονίας και του φόβου και μιμούνταν ο λαός, κάνουν και σήμερα οι μεγάλοι και σπουδαίοι της ημέρας και τα ρυπαρά απόνερα κυλάνε στις κατώτερες τάξεις προς τα κάτω. Όπου και να αγγίξω τούτο τον λαό, λέει Κύριος Παντοκράτωρ, είναι πληγωμένος και γεμάτος έλκη από την κεφαλή ως τα πόδια...

π. Παντελεήμων Κρούσκος

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2017

ΖΗΣΕ ΜΟΝΑΧΑ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΑΣΕ ΤΟ ΜΕΤΑ;

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
ΒΗΜΑΤΑ


H 16χρονη αγία Κυριακή (7 Ιουλίου), εικ. από εδώ, όπου και η βιογραφία της
 
Τα συναξάρια της Εκκλησίας είναι γεμάτα από αγίους και αγίες νέους στην ηλικία, κυρίως μάρτυρες, οι οποίοι περιφρόνησαν τόσο τη δύναμη της κοσμικής εξουσίας, όσο και την ευκολία που αυτή υποσχόταν, προκειμένου να κάμψει το φρόνημά τους και να τους κάνει να αρνηθούν τον Χριστό. Με αγωνιστικότητα έφταναν στο σημείο να αρνούνται και την ίδια τη ζωή, προτιμώντας το μαρτύριο για την αγάπη και την πίστη στον Χριστό. Άλλοι πάλι διάλεξαν από τη νεαρή ηλικία τους να αφιερωθούν στην πίστη και να ζήσουν ασκητικά, αφήνοντας κατά μέρος τον συνηθισμένο τρόπο πορείας που οι πολλοί ακολουθούν. 
 
Διαβάζοντας τους βίους αυτούς αναρωτιόμαστε:  δεν ήθελαν να χαρούνε τη ζωή που τους δόθηκε; Πόσο εύκολο ήταν να αφήσουν κατά μέρος την απτή χαρά και να διαλέξουν να ζήσουν και να πεθάνουν κατά τον ορισμό της πίστης: «σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’  αυτά που δε βλέπουμε»;
 
Οι νέοι σήμερα ζούνε στον κόσμο του «εδώ και τώρα». Ο πολιτισμός μας υπόσχεται άμεση ικανοποίηση, ακόμη και εικονικά. «Ζήσε μονάχα τη στιγμή και άσε το μετά», λέει ένα σύγχρονο τραγούδι. Πώς να καταλάβουν ότι υπήρξαν καιροί στους οποίους νέοι άνθρωποι ζούσαν τη στιγμή με κριτήριο το μετά; Παραιτούνταν από την πρόσκαιρη χαρά, φαίνονταν νικημένοι και όμως εξακολουθούν να ζούνε στις καρδιές των ανθρώπων και, όντας άγιοι, στη ζωή με τον Θεό. Τους ωθούσε η αγάπη προς τον Θεό, προς το Απόλυτο, προς την Αλήθεια. Δεν συμβιβάζονταν με κάτι λιγότερο, αυτό που ο κόσμος υποσχόταν, ακόμη κι αν φαίνεται δελεαστικό. Πρωτίστως τους συνάρπαζε η αγωνιστικότητα. Η αντίθεση σ’ αυτό που φάνταζε ακατανίκητο. Και η πρόταξη της αγάπης. Του έρωτα για τον Απόλυτο, που δεν τους άφηνε μόνους τους σε κάθε μορφής μαρτύριο. Και ήταν αυτός ο έρωτας  η πηγή της χαράς και της αντοχής.
 
Παραπονιόμαστε σήμερα ότι ζούμε σε έναν ανέραστο κόσμο. Ταυτίσαμε τον έρωτα με τον πόθο για το σώμα, με την ανάγκη για ηδονή. Έτσι αντικαταστήσαμε το «σ’  αγαπώ» με το «σε θέλω». Αποφεύγουμε να δενόμαστε με ανθρώπους και εύκολα αλλάζουμε και παρέες και συνήθειες. Ιδίως οι νεώτεροι. Ζώντας στην πραγματικότητα της κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι γνωριμίες στήνονται με ευκολία, δεν νιώθουμε πόσο αξίζει να αγωνίζεσαι για ό,τι και για όποιον αγαπάς. Και αγωνίζομαι σημαίνει ότι παραιτούμαι από το «εδώ και τώρα», παραιτούμαι από το «εγώ είμαι το κέντρο του κόσμου», από το «ζω για τη στιγμή». Αγωνίζομαι σημαίνει ότι ξεκινώντας από τον Απόλυτο, βλέπω στο πρόσωπο τού κάθε ανθρώπου με τον οποίο θέλω να σχετιστώ την εικόνα Του. Βλέπω ότι κάθε τι με το οποίο ασχολούμαι  έχει ψυχή. Και αγαπώντας μπορώ να παραιτηθώ από όλα. Ακόμη και από το ένστικτο της επιβίωσης. 
 
H Εκκλησία μάς μιλά για τον Χριστό που μας αγαπά απόλυτα, μέχρι θανάτου. Και μας προβάλλει τους αγίους και τις αγίες της ως πρόσωπα που αγάπησαν εξίσου απόλυτα. Όχι κάνοντας κακό στους άλλους. Αλλά εμπιστευόμενοι τον Θεό, ακόμη κι όταν υφίσταντο κακό. Η αγάπη θέλει αγώνα. Και οι νέοι σήμερα μπορούν να βρούνε τέτοια πρότυπα που θα αλλάξουν την πορεία τους στη ζωή της Εκκλησίας. Ας τα αναζητήσουμε.    

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 6 Ιουλίου 2016
πηγή

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2017

Η μάχη του Πέτα: Η πιο βαριά ελληνική ήττα κατά την Επανάσταση του 1821


imageΗ μάχη του Πέτα: Η πιο βαριά ελληνική ήττα κατά την Επανάσταση του 1821
Η φιλόδοξη εκστρατεία στην Ήπειρο – Ο Α. Μαυροκορδάτος και οι Έλληνες οπλαρχηγοί – Η προδοτική (;) στάση του Γώγου Μπακόλα – Οι απίστευτες ιστορίες των φιλελλήνων για πρώτη φορά στο διαδίκτυο
Μετά την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Αλή Πασά και τον θάνατο του ίδιου (24/1/1822), ο Χουρσίτ πασάς με εντολή της Υψηλής Πύλης, συγκέντρωσε στρατό από 36.000 Τουρκαλβανούς (Τσάμηδες, Λιάπηδες, Τόσκηδες και Γκέκηδες), με σκοπό να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο.
Οι οπλαρχηγοί των Τσάμηδων, γειτόνων των Σουλιωτών, φοβούμενοι ότι οι γενναίοι Ηπειρώτες θα έκαναν συχνές επιδρομές εναντίον τους, όταν έφευγαν οι Τουρκαλβανοί, ζήτησαν από τον Χουρσίτ, να μεσολαβήσει για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Παρά τις δελεαστικές προτάσεις του Χουρσίτ πασά, οι Σουλιώτες αρνήθηκαν να τις δεχθούν. Εξοργισμένος, ο αλαζόνας Χουρσίτ, συγκέντρωσε στρατό από 15.000 Τουρκαλβανούς με ισχυρό ιππικό και πυροβολικό για να πολιορκήσει το Σούλι.
Ωστόσο, οι Σουλιώτες, αμυνόμενοι γενναία, κατόρθωσαν να ανακόψουν την εχθρική προέλαση. «Ακόμα και αν η θαυμαστή ανδρεία των Σουλιωτών δεν ήταν ήδη γνωστή, τα κατορθώματά τους εναντίον του Χουρσίτ είναι αρκετά για να τη μαρτυρήσουν», γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης». Έξαλλος ο Χουρσίτ, διόρισε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή αρχηγούς των οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο και έφυγε για τη Λάρισα, προκειμένου να ηγηθεί άλλου εκστρατευτικού σώματος, προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο.
Οι Σουλιώτες όμως, χρειάζονταν άμεσα βοήθεια και μια εκστρατεία στην Ήπειρο, φάνταζε απαραίτητη για την επαναστατημένη Ελλάδα. Αφενός θα ανακοπτόταν η πορεία των Τούρκων προς την Αιτωλοακαρνανία, αφετέρου, η Επανάσταση θα «στέριωνε» στον Μοριά. Παράλληλα, θα τονωνόταν αναμφισβήτητα, το ηθικό των Ελλήνων, σε περίπτωση νίκης.
Έπειτα από σύντομες διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε η πραγματοποίηση της εκστρατείας, με αρχηγό τον ίδιο τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ιδιαίτερα ευφυή, αλλά παντελώς αδαή γύρω από τα στρατιωτικά ζητήματα…
Οι ελληνικές δυνάμεις – Οι Φιλέλληνες – Οι συγκρούσεις πριν τη μάχη
Το εκστρατευτικό σώμα αποτελούσαν 560 άνδρες, οργανωμένοι κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα (πιθανότατα, ο πρώτος τακτικός ελληνικός στρατός), σώμα Επτανησίων, άψογα οργανωμένο από τον Σπυρίδωνα Πανά και από 93 φιλέλληνες (96 κατά τον υπασπιστή του Μαυροκορδάτου Ρεμπό). Στην Πάτρα, συναντήθηκαν με 1.000 Πελοποννήσιους που είχαν επικεφαλής τους Γενναίο Κολοκοτρώνη, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (νικητή της μάχης του Βαλτετσίου) και τον Γιατράκο. Εκεί, ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή στον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αναχωρήσει με 4 πλοία και 500 Μανιάτες προς την Ήπειρο, προκειμένου να αποβιβαστούν στη θέση Σπιάντζα και να βοηθήσουν, παράλληλα με τη χερσαία επίθεση, τους Σουλιώτες. Αρχηγός του επιτελείου, διορίστηκε ο Γερμανός φιλέλληνας Καρλ Φρίντριχ Λέμπερλεχτ, κόμης του Νόρμαν Έρενφελς, γνωστότερος ως Καρλ Νόρμαν.
Στην 1η Ιουνίου, ο στρατός ξεκίνησε από το Μεσολόγγι. Στις τάξεις του, είχαν προστεθεί μερικοί Μακεδόνες, υπό τους Γάτσο και Καρατάσο και αρκετοί Αιτωλοακαρνάνες. Όλοι αυτοί, έφτασαν στην κοιλάδα του Αχελώου, κοντά στο χωριό Μαχαλά, όπου είχαν κληθεί και οι οπλαρχηγοί της επαρχίας με τα σώματά τους. Οι άνδρες που συγκεντρώθηκαν εκεί, ήταν όμως μόνο 3.000, παρά τις προσδοκίες για άφιξη 10.000 ανδρών.
Μετά από τρεις ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν στην Αμφιλοχία (τότε Κραβασαρά). Εκεί, ο Μαυροκορδάτος, βρήκε τον φιλέλληνα Αντόνιο Μπασάνο με δύο κανονιοφόρους. Με τα πλοιάρια αυτά, ο Μαυροκορδάτος έστειλε στην Κόπραινα, που βρισκόταν στο βόρειο μέρος του Αμβρακικού Κόλπου, δύο κανόνια και πολεμοφόδια, για να μεταφερθούν στο Κομπότι, που βρισκόταν σε απόσταση 2 ωρών από την Άρτα (μιλάμε για το 1822!).
Λίγες μέρες αργότερα, έφτασαν στο Καμπότι και οι χερσαίες δυνάμεις. Την επόμενη ημέρα, ο Νόρμαν, με λίγους άνδρες, ξεκίνησε να κατοπτεύσει την γύρω περιοχή. Συνάντησε όμως σώμα από 500 Τούρκους ιππείς υπό τον Ισμαήλ Πλιάσα. Ο Νόρμαν, ψύχραιμα, διέταξε συντεταγμένη υποχώρηση των ανδρών του προς το Κομπότι. Παράλληλα, ενημέρωσε τους υπόλοιπους για τη συνάντησή του με τους 500 ιππείς. Οι Έλληνες στρατιώτες και οι φιλέλληνες έκαναν έφοδο και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Όσους επέζησαν, τους κυνήγησαν σχεδόν ως την Άρτα. Στη συμπλοκή αυτή, σκοτώθηκαν λίγοι Έλληνες τακτικοί στρατιώτες.
Δυστυχώς, την πανωλεθρία αυτή των Τούρκων, δεν την εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες. Ο Μαυροκορδάτος απουσίαζε στη Λαγκαδά για να προμηθευτεί τα απαραίτητα εφόδια και ο Νόρμαν δεν θέλησε να αναλάβει αυτός την ευθύνη μιας τέτοιας επιχείρησης.
Τα γεγονότα αυτά, έγιναν στις 10 Ιουνίου. Στη συνέχεια, αποφασίστηκε η άμεση αποστολή βοήθειας προς την πολιορκημένη Κιάφα, μετά από έκκληση των Σουλιωτών.
Με καθυστέρηση περίπου 10 ημερών, τη νύχτα της 22ας Ιουνίου, αναχώρησαν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Γάτσος, Βλαχόπουλος και Ίσκος με συνολική δύναμη 1.200 (ή κατ’ άλλους 1.500 ανδρών). Όμως, μεγάλη εχθρική δύναμη τους έφραξε τον δρόμο και τους αναχαίτισε στην Πλάκα (10 ώρες μακριά από την Κιάφα), κοντά στην περίφημη στενωπό των Πέντε Πηγαδιών.
Οι ελληνικές δυνάμεις, έχοντας πολλές απώλειες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο τακτικός στρατός, οι φιλέλληνες, οι Επτανήσιοι, ο Θοδωρής Γρίβας, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Γιατράκος και άλλοι οπλαρχηγοί, πήγαν την άλλη μέρα στο χωριό του Πέτα, που αποτελεί φυσική οχυρή θέση για την επιτήρηση της τουρκικής φρουράς της Άρτας. Εκεί συνάντησαν τον παλιό αρματολό και οπλαρχηγό Γώγο (Γεώργιο) Μπακόλα και άλλους καπεταναίους.
Στο Κομπότι, έμειναν κυρίως Αιτωλοακαρνάνες υπό τους Παναγιώτη Ντόβα, Σπύρο Πεταλούδη και Κωνσταντίνο Γκολφίνο.
Ωστόσο, μια δυσάρεστη εξέλιξη, δημιούργησε νέα προβλήματα στο ελληνικό στρατόπεδο. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Κορσικανός Αντόνιο Μπασάνο, με δύο μικρές κανονιοφόρους, είχε καταφέρει να κυριαρχήσει στον Αμβρακικό Κόλπο. Όχι μόνο βοηθούσε στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των τουρκικών φρουρίων του Κόλπου, αλλά εφοδίαζε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα με ό, τι ήταν απαραίτητο. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν, έστειλαν εναντίον του τρεις κανονιοφόρους, συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Μπασάνο και σούβλισαν τους ναύτες του…
Ο Μπασάνο, απελευθερώθηκε αργότερα και πέθανε στο Ναύπλιο το 1836, ενώ ο αδελφός του Πασκάλ, που διακρίθηκε ιδιαίτερα σε πολλές μάχες στην Αττική, σκοτώθηκε το 1827.
Παράλληλα, ο διοικητής των φιλελλήνων Ντάνια, μαθαίνοντας ότι 800 Τουρκαλβανοί από την Άρτα είχαν πλησιάσει στα γειτονικά χωριά, αποφάσισε μαζί με τους άνδρες του και τους Επτανήσιους να τους χτυπήσουν, παρακούοντας τις εντολές του Μαυροκορδάτου και του Νόρμαν. Αυτή η παράτολμη ενέργεια, κατέληξε σε μια άσκοπη περιπλάνηση, με μοναδική επιτυχία την εξόντωση μιας εχθρικής φρουράς κοντά στα Πέντε Πηγάδια.
Εξαντλημένοι, οι φιλέλληνες και οι Επτανήσιοι, επέστρεψαν στο ελληνικό στρατόπεδο την 1η Ιουλίου.
Την ίδια μέρα, επέστρεψαν ο Μάρκος Μπότσαρης με τους άλλους οπλαρχηγούς από την Πλάκα.
Ήταν φανερό, ότι η εκστρατεία κάπου εκεί έπρεπε να τερματιστεί. Η καταπόνηση των στρατιωτών, η απώλεια του Αμβρακικού και τα λιγοστά εφόδια δυσκόλευαν πολύ,οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση.
Ωστόσο, ο Μαυροκορδάτος επέμεινε στη συνέχισή της.
Δεν είναι γνωστό, αν ο Νόρμαν, ο οποίος έβλεπε τα προβλήματα που υπήρχαν, συμβούλευσε τον Μαυροκορδάτο να γυρίσουν πίσω.
Αντίθετα, στο τουρκικό στρατόπεδο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αρχικά, οι Τούρκοι, είχαν φοβηθεί ότι στην εκστρατεία συμμετείχαν πάρα πολλοί στρατιώτες.
Όταν όμως έπιασαν σε ενέδρα τον Ιταλό φιλέλληνα Μονάλντι (τέλη Ιουνίου), έμαθαν από αυτόν πολλές λεπτομέρειες για τα σχέδια και τις δυνάμεις των Ελλήνων.
Αν και είχαν υποσχεθεί ότι θα του χαρίσουν τη ζωή, αφού έμαθαν ό, τι ήθελαν τον αποκεφάλισαν κι έστησαν το κομμένο κεφάλι του στη μέση της αγοράς της Άρτας!
Επικεφαλής των 8.000 Τούρκων στρατιωτών στην Άρτα, ήταν ο γνωστός μας Κιουταχής.
Γενικός αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή ήταν ο επίσης γνωστός μας, Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος κατέλαβε τις Βαριάδες, κομβική θέση μεταξύ Ιωαννίνων, Άρτας και Σουλίου.
Ο Κιουταχής που είχε διαπρέψει στον αγώνα εναντίον του Αλή πασά, αποφάσισε να «χτυπήσει» το Κομπότι. Η κατοχή του χωριού αυτού ήταν άκρως σημαντική για τους Έλληνες, καθώς βρισκόταν σε σημείο από το οποίο γινόταν η μεταφορά των πολεμοφοδίων. Στο Κομπότι, είχαν μείνει μόνο 150 άνδρες, κυρίως από την Αιτωλοακαρνανία. 1000 Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον τους. Έκαψαν τα άκρα του χωριού και ανάγκασαν τους Έλληνες να οχυρωθούν στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Από εκεί, αμύνθηκαν γενναία για δύο ώρες. Τότε, έφτασαν στο Κομπότι, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης από το Πέτα και οι Θ. Γρίβας και Γ. Ράγκος από τη Λαγκαδά. Οι Τούρκοι, φοβούμενοι ότι θα έρθουν και άλλοι Έλληνες, αποσύρθηκαν, αφήνοντας πίσω τους αρκετούς νεκρούς. Οι Έλληνες είχαν μόνο 7 τραυματίες.
Μόλις επέστρεψε στο Πέτα, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης έλαβε επιστολή από τον πατέρα του Θεόδωρο, να επιστρέψει στον Μοριά. Η αποχώρηση του Γενναίου, με 250 ικανότατους πολεμιστές, ήταν ένα ακόμα τεράστιο πλήγμα για τις ελληνικές δυνάμεις.
Στο Πέτα, ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο για να καθοριστεί ο τρόπος άμυνας. Δημιουργήθηκε ζήτημα για την οχύρωση. Οι φιλέλληνες και οι τακτικοί δεν ήθελαν να κατασκευάσουν ταμπούρια. «Ημείς έχομεν τα στήθη μας προμαχώνα», είπε ο Ντάνια στον Γώγο Μπακόλα. «Ηξεύρομεν κι εμείς να πολεμούμεν», είπε στον Βλαχόπουλο, ο επίσης Ιταλός φιλέλληνας Ταρέλα.
Ο Νόρμαν διέταξε να περιχαρακωθεί το στρατόπεδο με τάφρο, ούτε όμως αυτό έγινε. Οι ελληνικές δυνάμεις έμειναν ακάλυπτες, ανάμεσα στις δύο λοφοσειρές στις οποίες βρίσκεται το Πέτα, με την εξής διάταξη: Τα δύο ελληνικά τάγματα τοποθετήθηκαν στο κέντρο, μαζί με δύο κανόνια και δέκα πυροβολητές, υπό τον Ελβετό φιλέλληνα Μπράντλι. Αριστερά, βρισκόταν οι φιλέλληνες και δεξιά οι Επτανήσιοι. Οι υπόλοιποι, πίσω απ’ το χωριό, τοποθετήθηκαν ως εξής: ο Βαρνακιώτης στο κέντρο, ο Μπότσαρης αριστερά, ο Γώγος Μπακόλας με τον Βλαχόπουλο δεξιά. Ο Ανδρέας Ίσκος και ο Γάτσος, έμειναν εφεδρεία. Ο Μπακόλας ανέλαβε να φρουρήσει τον γειτονικό λόφο του Μετεπιού, με τη συνδρομή των κατοίκων του Πέτα.
Η μάχη του Πέτα – Πώς ο διαγραφόμενος θρίαμβος έγινε πανωλεθρία
Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε στις 5 τα ξημερώματα της 4ης Ιουλίου 1822. Ήταν πανσέληνος και αυτό εξυπηρετούσε τους επιτιθέμενους. Οι δυνάμεις των Τούρκων ήταν 7.000-8.000 άνδρες (2.000 από τους οποίους ήταν ιππείς), με επικεφαλής τους Κιουταχή και Ισμαήλ Πλιάσα. Ένα μέρος των δυνάμεων αυτών στάλθηκαν στο Κομπότι για να επιτεθούν στους Έλληνες που βρισκόταν εκεί. Οι ελληνικές δυνάμεις στο Πέτα, ήταν περίπου 2.000 άνδρες.
Οι αρχικές επιθέσεις αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις και τους φιλέλληνες. Τα πυροβόλα του Μπράντλι με τις εύστοχες βολές τους προκαλούσαν πανικό στους Τούρκους, οι οποίοι φαινόταν να τα έχουν χαμένα. Οι γενναίοι φιλέλληνες, μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές οι περισσότεροι, ετοιμάζονταν να τους καταδιώξουν. Ωστόσο, ένα αναπάντεχο γεγονός, άλλαξε άρδην την κατάσταση.
Ο Κιουταχής είχε στείλει από την αρχή της μάχης ισχυρό σώμα από 2.000 Αλβανούς στο πίσω μέρος της παράταξης των Ελλήνων, με εντολή να περάσουν από τον λόφο του Μετεπιού και να χτυπήσουν από τα νώτα. Ο Γώγος Μπακόλας, που όπως είπαμε είχε αναλάβει να φυλάει το Μετεπιό, άφησε να περάσει άθικτη η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών. Όταν αυτοί που ακολουθούσαν, βρέθηκαν σε απόσταση βολής, οι Έλληνες τους χτύπησαν. Ο γιος του Μπακόλα και ο Δήμος Τσέλιος καταδίωξαν και σκότωσαν πολλούς. Οι 80 προπορευόμενοι Αλβανοί, όλοι σημαιοφόροι και οι πιο ανδρείοι απ’ όλους, βρέθηκαν απομονωμένοι και, αμήχανα, τύλιξαν τις σημαίες τους και κατευθύνθηκαν προς την κορυφή του λόφου του Μετεπιού, αναζητώντας διέξοδο. Εκεί, έκπληκτοι, αντίκρισαν μόνο 8 Έλληνες και το άλογο του Γώγου Μπακόλα! Αναθάρρησαν, ξεδίπλωσαν τις σημαίες τους και τις έστησαν στην κορυφή του υψώματος. Αυτό έφερε τα πάνω κάτω.
Οι άτακτοι Έλληνες στρατιώτες νομίζοντας ότι ο Μπακόλας τους πρόδωσε ή νικήθηκε, διασκορπίστηκαν. Μάταια ο Μπότσαρης προσπαθούσε να τους συγκρατήσει. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε παντελώς από τη μάχη. Ευτυχώς, πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, ήρθε ο Γώγος Μπακόλας με τους άνδρες του και έτρεψαν τους Τούρκους σε φυγή.
Ο Κιουταχής, εκμεταλλευόμενος το μομέντουμ, διέταξε γενική επίθεση. Οι άνδρες του είχαν πάρει θάρρος, βλέποντας δικές τους σημαίες στον λόφο του Μετεπιού. Παρά την ηρωική και λυσσαλέα αντίσταση, κυρίως των φιλελλήνων και των Επτανησίων, ο απολογισμός της μάχης ήταν τραγικός για τους Έλληνες. Το ένα τρίτο του τακτικού στρατού, 68 φιλέλληνες, μεταξύ των οποίων οι Ντάνια και Ταρέλα, οι μισοί Επτανήσιοι και δέκα πυροβολητές σκοτώθηκαν. Οι Τούρκοι έχασαν 600 άνδρες.
Οι λίγοι αιχμάλωτοι φιλέλληνες και τακτικοί είχαν ακόμα χειρότερη τύχη. Υποχρεώθηκαν να περπατήσουν μέχρι την Άρτα, κρατώντας τα αιμόφυρτα κεφάλια των νεκρών συμπολεμιστών τους! Εκεί, μετά από φριχτά βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκαν όλοι, εκτός από ένα Πρώσο που είχε γνώσεις χειρουργικής.
Οι αιτίες της πανωλεθρίας στο Πέτα – Οι συνέπειες της ήττας
Μεγάλη ευθύνη για τη συντριβή στο Πέτα έχει αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που λόγω της φιλοδοξίας και της αρχομανίας του, επέμεινε να παραμείνει στην Ήπειρο. Διπλό λάθος του ήταν ότι «σκόρπισε» εμπειροπόλεμους άντρες στη Σπιάντζα, υπό τον Μαυρομιχάλη και την Πλάκα, υπό τον Μπότσαρη. Παράλληλα, απουσίαζε στις 10 Ιουνίου, μετά την πρώτη επιτυχία του Νόρμαν και των ανδρών του επί των Τούρκων. Αν ήταν παρών και διέταζε αντεπίθεση, εδώ έχει και ο Νόρμαν ένα μερίδιο ευθύνης, τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Άλλο σημαντικό λάθος ήταν ότι δεν οχυρώθηκαν οι θέσεις των αμυνόμενων. Οι γενναίοι και εμπειροπόλεμοι φιλέλληνες πλήρωσαν την αποκοτιά τους με την ίδια τους τη ζωή…
Τρία ακόμα βασικά λάθη:
i. Η απερισκεψία του Μπακόλα ν’ αφήσει αφύλακτο τον λόφο του Μετεπιού.
ii. Η αδράνεια των ατάκτων σε κρίσιμες στιγμές. Το σώμα του Βαρνακιώτη απουσίαζε, άγνωστο γιατί, απ’ τη μάχη.
iii. Η αποχώρηση των Πελοποννησίων την παραμονή της μάχης. Πειθαρχημένοι και έμπειροι πολεμιστές, σίγουρα θα πρόσφεραν πολλά.
Τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή, ώστε κάποιοι που επέζησαν απ’ τη μάχη, δεν εμφανίζονταν για ημέρες.
«Ορισμένοι, όπως ο Βλαχόπουλος, ο Γκουβερνάντι και διάφοροι άλλοι που θεωρούνταν νεκροί, εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν να είχαν αναστηθεί εκ νεκρών» γράφει χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης.
Μετά τη συντριβή, οι μισοί Έλληνες κατηγορούσαν και ενοχοποιούσαν τους άλλους μισούς, με τον Γώγο Μπακόλα να δέχεται τις σφοδρότερες επικρίσεις. Οι Σουλιώτες χάνοντας πλέον κάθε ελπίδα για βοήθεια, συνθηκολόγησαν, οι Τούρκοι κυριάρχησαν στην Ήπειρο, ενώ άνοιξαν διάπλατα γι’ αυτούς οι δρόμοι προς την Αιτωλοακαρνανία.
Γώγος Μπακόλας: Προδότης, καιροσκόπος, ανίκανος ή κατώτερος των περιστάσεων;
Το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο της μάχης του Πέτα είναι αναμφισβήτητα ο Γώγος Μπακόλας. Ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας του Καραϊσκάκη. Γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Άρτας και πριν την Επανάσταση ήταν αρματολός. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στη θέση Παλιοκούλια του Μακρυνόρους (1821) και σε άλλες μάχες. Δεν τίθεται θέμα για τη γενναιότητά του, αλλά για τον χαρακτήρα του.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ»): «Ο γενναίος ούτος και περί τα πολεμικά έμπειρος ανήρ ήτο εν τω βάθει της ψυχής αυτού σφοδρός εχθρός των Σουλιωτών και των φιλελλήνων, έπαιζε δε νυν διπλούν παίγνιον, κινδυνωδέστατον εν τη θέσει, ην ελάμβανε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων … Εν τη αμφιβόλω αυτού στάσει, εσκόπει προφανώς να προσχωρήσει εν τη στιγμή της κρίσεως εγκαίρως εις εκείνην την μερίδα, εις ην ήθελε τραπεί η του πολέμου τύχη».
Ο ίδιος ο Γώγος, αν και θεωρούσε τον εαυτό του αθώο, φοβούμενος ότι δεν θα μπορέσει ν’ αποδείξει την αθωότητά του, «εσυμβιβάσθη μετά των Τούρκων και Τούρκος έκτοτε διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του», γράφει ο Σ. Τρικούπης. Αν όμως ήταν προδότης , πώς εξηγείται η καταλυτική παρέμβασή του στο τέλος της μάχης, με την οποία έσωσε από βέβαιο θάνατο πολλούς Έλληνες;
Οι φιλέλληνες τον αποκαλούσαν ευθέως προδότη, όμως ο Μαυροκορδάτος και οι οπλαρχηγοί απέδωσαν τη μη φρούρηση του λόφου στη συνηθισμένη απείθεια των ατάκτων. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης έγραψε για τον Γώγο: «Χάριτες του χρωστάει η πατρίς, ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε».
Απίστευτες ιστορίες Φιλελλήνων στο Πέτα
Οι φιλέλληνες κατά την Επανάσταση του ’21, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο με το οποίο θα ασχοληθούμε σύντομα. Αναφέρουμε εδώ, μερικές ιστορίες φιλελλήνων από τη μάχη του Πέτα, που θα συγκλονίσουν.
Ντάνια: Ιταλός, επικεφαλής των φιλελλήνων. Πολέμησε γενναία ως το τέλος. Είκοσι Τόσκηδες τον ανέτρεψαν από το άλογό του και τον αποκεφάλισαν. Τελευταίες του λέξεις: «Νίκη ή θάνατος φιλέλληνες».
Μιρζέβσκι: Πολωνός, έμπειρος και ικανός στρατιωτικός. Σκοτώθηκε. Την ίδια τύχη είχαν και 11 συμπατριώτες του, που κατέφυγαν στη στέγη του ναού του χωριού και πολέμησαν γενναία μέχρι το τέλος.
Μινιάκ: Γάλλος. Δεινός ξιφομάχος. Τραυματισμένος στην κνήμη, στηρίχτηκε στον κορμό μιας ελιάς και σκότωσε με το σπαθί του 12 Αλβανούς πριν πέσει κι ο ίδιος νεκρός.
Τάιχμαν: Γερμανός υπολοχαγός, σημαιοφόρος. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την κουρελιασμένη σημαία του. Πολέμησε ηρωικά και στο τέλος έπεσε πάνω στους νεκρούς συμπολεμιστές του.
(Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια «ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ», σημαιοφόρος των φιλελλήνων στο Πέτα, ήταν ο Βέλγος Βοτ).
Επίσης, μεταξύ άλλων, στο Πέτα, σκοτώθηκαν οι εξής:
Σοβασέν: Γάλλος φιλέλληνας, σωματοφύλακας στην πατρίδα του.
Σεβαλιέ: Ελβετός αξιωματικός του πυροβολικού.
Τσεκίνο: Ιταλός φιλέλληνας. Αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους.
Νταμπρουνόβσκι: Πολωνός.
Ντεμπισί: Γάλλος, που ανήκε στη φρουρά του Ναπολέοντα.
Ντε Ντιζέσλκι: Πρώσος, υπολοχαγός του ιππικού στην πατρίδα του.
Ταρέλα: Ιταλός φιλέλληνας, ικανός και ανδρείος.
Η ιστορία των αδελφών Σάιγκερ
Κλείνουμε με μια ιστορία που μας συγκλόνισε όταν την πρωτοδιαβάσαμε πριν λίγα χρόνια.
Αδελφοί Σάιγκερ. Από τη Λιψία της Γερμανίας. Όταν άρχισε η ελληνική Επανάσταση, ήρθαν στη χώρα μας. Ο μεγαλύτερος από τους δυο αδελφούς, ο Ainé Seiger, ήταν πρώην αξιωματικός στη Βιρτεμβέργη. Πολέμησε γενναία στη μάχη του Πέτα όπου και σκοτώθηκε. Ο μικρότερος αδελφός του, Jeune Seiger, παραφρόνησε βλέποντας τον αδελφό του νεκρό. Μεταφέρθηκε στο Αιτωλικό, όπου πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Τέλος, όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος, στο έξοχο βιβλίο του «1821: Οι μάχες των Ελλήνων για την ελευθερία», από το οποίο αντλήσαμε πολλά στοιχεία για το σημερινό άρθρο, μετά την ήττα στο Πέτα, ο Νόρμαν, ο οποίος τραυματίστηκε στη διάρκεια της μάχης και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, είπε στον Μαυροκορδάτο: «Πρίγκηψ, τα απωλέσαμε όλα πλην της τιμής». Τα δάκρυα του Μαυροκορδάτου, αντί για άλλη απάντηση, είναι νομίζουμε, ο τραγικός επίλογος για μια τέτοια καταστροφή…

Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2017

Στὴ μνήμη τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου


 


Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1. Ἡ θέση τῆς γιορτῆς στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος

2. Ἀναφορὰ στὴν ἑορτὴ καὶ ἀναγγελία τοῦ θέματος


1. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Γιατί σὰν σήμερα μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ γιορτή τους, ἂν καὶ ἀκίνητη, ὁλοκληρώνει τὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα. Ἀρχίσαμε νὰ προετοιμαζόμαστε γι' αὐτὴν νηστεύοντας ἀπὸ τὴν ἑπομένη τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων.

2. Τί σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, χρειάζεται πρῶτα νὰ μάθουμε ποιὰ εἶναι ἡ μαρτυρία τους. Ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐπεισόδιο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Χριστὸς ρωτάει τοὺς μαθητὲς του τί νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ποιὰ γνώμη ἔχουν ἐκεῖνοι γι' αὐτόν. Κι ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογεῖ καὶ λέει ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ εὐαγγελιστὴς συνεχίζει γράφοντας ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν ἐπαίνεσε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι πάνω σ' αὐτὸ ποὺ εἶπες ἐγὼ θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι αὐτὸ μαρτύρησαν καθ' ὅλη τὴ ζωή τους καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο πέθαναν μαρτυρικά. Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τους.


Β. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

1. Τί εἶναι μαρτυρία;

2. Τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων

1. Τί σημαίνει ὅτι γίνομαι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ὁ Χριστὸς ρώτησε τοὺς μαθητὲς «Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ;», ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι «Λένε πὼς εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες». Μὲ λίγα λόγια τοῦ εἶπαν πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τὴν καλύτερη γνώμη γιὰ Ἐκεῖνον χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅμως τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια τὴ γνώριζαν μόνο οἱ Ἀπόστολοι. Ὅταν ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ», ὁ Χριστὸς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστικὸ ποὺ τοῦ τὸ μαρτύρησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν τὸ μάθανε οἱ Μαθητὲς τυχαῖα. Δὲν τὸ ἄκουσαν κάπου ποὺ κυκλοφοροῦσε σὰν εἴδηση. Διαβάζουμε στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι «οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως» (Ἑβρ. 11, 39). Γιὰ ὅλους αὐτοὺς δίδεται ἡ μαρτυρία ὅτι ἦταν πιστοί. Καὶ βέβαια ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴν πίστη τῶν ἁγίων περισσότερο ἀπὸ ὅλους εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπόλυτος καὶ μοναδικὸς μάρτυρας πάντων τῶν ἀνθρώπων καὶ πάντων τῶν γεγονότων. Ἡ πίστη λοιπὸν τῶν μαθητῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ προϋπόθεση τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Πίστεψαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ περίμεναν καὶ σιγουρεύτηκαν ὅτι εἶναι ἴδιος ποὺ θὰ ξανάρθει.

Τί περιέχει τὸ μυστικό; Πρῶτα ἀπ' ὅλα περιέχει τὸ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ πῶς διακρίνεται ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Τὸ δεύτερο ποὺ περιέχει εἶναι μία ἀπαίτηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστικὸ γι' αὐτὸν ποὺ τὸ μαθαίνει. Τὸ μυστικὸ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἐὰν εἶναι δυνατόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν εἶναι σὰν τὰ ἄλλα μυστικά, ποὺ ὅποιος τὰ μαθαίνει τὰ κρύβει γιὰ νὰ μὴν τὰ μάθουν ἄλλοι. Ἐπίσης ὅποιος τὸ μαθαίνει δὲν τὸ μαθαίνει σὰν εἴδηση ἤ σὰν πληροφορία, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Πέτρος: ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἔτσι ὅσοι καὶ ἂν τὸ μάθουν, αὐτὸ θὰ παραμένει μυστικό, ἐπειδὴ εἶναι μυστικὸς ὁ τρόπος ποὺ ἀποκαλύπτεται. Ὅσο καὶ ἂν τὸ γνωρίσουν, αὐτὸ θὰ παραμένει ἄγνωστο ἐὰν καθένας ποὺ τὸ γνωρίζει δὲν τὸ ζήσει προσωπικά, ἐὰν δὲν τὸ βιώσει βαθιὰ μὲ τὴν καρδιά του.

2. Τὸ νὰ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι τὸ μυστικὸ συνεπάγεται γιὰ τὸν κάτοχό του μία εὐθύνη. Μπροστὰ σ' αὐτὴν τὴ εὐθύνη δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὄχι, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ σημαίνει μεγάλες θυσίες, ἴσως καὶ τὸν θάνατο. Ἡ εὐθύνη αὐτὴ ὁδήγησε τοὺς Ἀποστόλους μέχρι τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Ὁδήγησε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ στὸν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἦταν πολὺ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἤξεραν γιὰ ποιὸ λόγο μαρτύρησαν καὶ γιατί πέθαναν. Ἦταν οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μιὰ πολὺ μικρὴ ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἤξεραν τοὺς Ἀποστόλους. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νόμισαν πὼς δίκαια τιμωρήθηκαν, κάποια παράβαση εἶχαν κάνει καί, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν, δικάστηκαν καὶ τιμωρήθηκαν. Κι ὅταν ἀκούγανε ὅτι τιμωρήθηκαν γιὰ κάποιες ἰδέες ποὺ εἶχαν στὸ μυαλό τους, θὰ σκέφτονταν αὐτὰ ποὺ γράφει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅτι πέθαναν τζάμπα. «Ἐδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ' ἡμῶν πορεία σύντριμμα» (Σοφ. Σολ. 2, 2-3). Ἡ ζωὴ τους ἦταν μία συμφορὰ καὶ τὸ τέλος τους μία καταστροφή, σὰν ἕνα πράγμα ποὺ γίνεται συντρίμμια καὶ δὲν μένει τίποτα ἀπ' αὐτό, ἕνας θάνατος χωρὶς ἀξία. Ἔτσι εἶπαν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν στὸ μυαλό τους ἰδέες καὶ μάλιστα ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν κοινωνία καὶ τὸ κράτος. Καὶ καλά τοὺς ἔκαναν καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση. Ἔτσι σκέφτονταν.

Ὅμως, ἐνῶ αὐτοὶ μιλοῦσαν γιὰ τὸν ἴδιο θάνατο, ὅπως μιλοῦσαν καὶ οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὸ θάνατο τῶν Ἀποστόλων, μόνο οἱ χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γι' αὐτό. Ἐπειδὴ μόνο οἱ χριστιανοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους. Κι ἐκεῖνοι μετέφεραν τὴ μαρτυρία τους στοὺς ἑπόμενους, μέχρις ἐμᾶς. Γιατί μόνο αὐτοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῶν Ἀποστόλων. Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πληροφορία. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ μεταδίδεται ὡς γνώση. Εἶναι κάτι διαφορετικό. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ μαρτυρήσει γι' αὐτοὺς ποὺ μαρτύρησαν δεσμεύεται νὰ μᾶς μεταφέρει τὸ μυστικό τους. Εἶναι κάποιος ποὺ συμμετέχει σ' αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνοι ἔζησαν.


Γ. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ


1. Σύνδεση μὲ τὰ προηγούμενα
2. Ἡ δική μας μαρτυρία

3. Ἡ δική μας γιορτὴ



1. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σήμερα λένε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ συνεχίζουν τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων; Εἴμαστε ἐμεῖς. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό; Θυμόσαστε, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅταν συμβαίνουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακά, ἔρχεται ἕνας δοῦλος γιὰ νὰ πεῖ στὸν Ἰὼβ ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ παιδιά σου «ξαφνικὰ φύσηξε ἄνεμος δυνατὸς ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐρήμου, χτύπησε τὸ σπίτι ἀπὸ παντοῦ καὶ τὸ γκρέμισε. Τὰ παιδιὰ πλακώθηκαν στὰ ἐρείπια καὶ σκοτώθηκαν καὶ μόνο ἐγὼ κατάφερα νὰ γλιτώσω γιὰ νὰ σοῦ φέρω τὰ νέα» (Ἰὼβ 1, 19). Αὐτὸς ποὺ γλίτωσε ἀπὸ τὸν ἴδιο θάνατο, αὐτὸς ποὺ ἐπέζησε, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ πέθαιναν, αὐτὸς μετέφερε τὴ μαρτυρία. Μετέφερε κάτι ποὺ τὸ εἶχε μέσα του, ποὺ τὸ ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἦταν κάτι ζωντανό, κάτι ποὺ τὸν εἶχε συνταράξει. «Ἐγὼ γλίτωσα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς πῶ». Κάπως ἔτσι λοιπὸν καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ἴδιο συνέβη σ' αὐτοὺς καὶ στοὺς Ἀποστόλους. Ἦταν κάτι τὸ κοινό. Ζοῦσαν τὴν ἴδια ἐμπειρία στὴν ὁποία τοὺς ὁδήγησε ἡ πίστη στὸ Χριστὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε.

2. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε τὴ δική μας κατάσταση. Μποροῦμε νὰ θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὸ ἐρώτημα. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὅπου συναζόμαστε, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ Χριστὸ μὲ τὰ λόγια ποὺ ἀπάντησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος; Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρῶτα πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὸ μαρτύριό τους. Τὸ μαρτύριό τους, ὁ θάνατός τους, μποροῦσε καὶ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ ἐὰν ἦταν ἄλλες οἱ πολιτικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Ἀντίθετα, ἡ μαρτυρία τους εἶναι κάτι ποὺ ἔχει μόνιμη καὶ διαρκὴ σημασία. Εἶναι κάτι ποὺ προσδιορίζει τὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Χωρὶς τὴ μαρτυρία χριστιανοὶ δὲν ὑπάρχουν. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι, μπορεῖ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ καλὰ πράγματα, ἀλλὰ ἐὰν δὲν μεταφέρουμε στὸν κόσμο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τότε δὲν πιστεύουμε στὸ Θεό. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει νὰ προσανατολιστοῦμε, ὅσο εἶναι δυνατό, στὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων. Πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸ πρόσωπό του, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, συνείδηση ὅτι ἀνήκουμε σ' αὐτοὺς ποὺ κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ ἀποτελοῦμε μαζί τους τὴν Ἐκκλησία του.

3. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων, ποὺ στὴ σκέψη μας τὸ θεωροῦμε δεδομένο. Σὰν κάτι ποὺ ἦταν αὐτονόητο γι' αὐτοὺς καὶ σχεδὸν ὑποχρεωτικό. Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε γι' αὐτό, εἶναι μία χαρούμενη μέρα γιὰ ἐμᾶς. Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουν τὸ ὄνομά τους, εἶναι ἀκόμα πιὸ πολὺ χαρούμενοι γιατί ἔχουν τὴ γιορτή τους. Ἔχει σημασία ὅμως ἂν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὴ μαρτυρία τους. Μὲ αὐτὸ ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὸ μαρτύριο. Ἐὰν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὸ δικό τους μυστικό, μὲ τὴ δική τους δέσμευση ἀπέναντι στὸ Θεό, τότε μποροῦμε νὰ γιορτάζουμε κι ἐμεῖς, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως ταιριάζει στοὺς Ἀποστόλους. Ἐὰν δηλαδή, ὅπως ἐκεῖνοι γνώρισαν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦσαν δημόσια κι αὐτὸ ἔγινε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους, ἔτσι κι ἐμεῖς ποὺ βαπτιστήκαμε στὸ ὄνομά του καὶ γίναμε χριστιανοὶ καὶ συναζόμαστε ἐδῶ κάθε Κυριακή, ἔχουμε τὴν ἴδια δέσμευση ἀπέναντί του. Ἐὰν αἰσθανόμαστε τὴν ἴδια εὐθύνη ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας κι ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Νὰ μεταφέρουμε τὴν ἴδια μαρτυρία.


Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

1. Περίληψη προηγουμένων

2. Προτροπὴ


1.
 Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ μαρτυρῶ τὴν ἀλήθεια». Καὶ πρὸς τοὺς Φαρισαίους εἶπε: «Ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια δὲν τὴ λαμβάνετε. Δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὶς καρδιές σας. Γιατί; Γιατί εἶστε μακριὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.» Ἀντίθετα, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος, ποὺ τὸ μαρτύριό τους γιορτάζουμε σήμερα, ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μιλοῦν οἱ γενιὲς τῶν χριστιανῶν γι' αὐτοὺς δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Αὐτὸ ἔγινε γιατί ἔβαλαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ τὸ βεβαίωσε μέσα τους ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ἀπέναντι σ' αὐτὸ τὸ μυστικὸ δεσμεύτηκαν καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ τὸ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

2. Ἀλλοίμονο σέ μᾶς, ἐὰν ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, ἡ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων, ἡ μαρτυρία τῶν μεγάλων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου δὲν παραλαμβάνεται. Ἀλλοίμονό μας, ἐὰν δὲν ὑποψιαζόμαστε κἄν τὴν ὕπαρξή της καὶ τὴν μπερδεύουμε μὲ ἄλλα πράγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦμε νὰ μαρτυρήσουμε στὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό. Τότε πιὰ ὡς Χριστιανοὶ θὰ ἔχουμε μόνο τὸ ὄνομα καὶ θὰ εἴμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ' αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀλλὰ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς κάνει μάρτυρές Του, ὅπως Ἐκεῖνος θέλει. Ἀμήν!

Οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος (Αρχιμ. Ειρηναίος Λαφτσής)


Άρθρο του Αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή, Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Αλεξ/πόλεως


Οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος & Παύλος



Η μνήμη κάθε Αγίου είναι αφορμή και πρόξενος χαράς, ευλογίας και πνευματικής ωφέλειας. Όπως όταν μέσα στη νύχτα ανάψουμε μια λαμπάδα φεύγει το σκοτάδι, έτσι και μέσα στη ψυχή μας, όταν τιμούμε τους Αγίους και ιδιαίτερα τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, φωτίζεται η σκέψη και η καρδιά μας. «Όταν η γη δίνει πλούσια καρποφορία, δεν χαίρονται μόνο οι γεωργοί, αλλά όλοι οι άνθρωποι που γεύονται τους καρπούς και απολαμβάνουν και οι ίδιοι τον κόπο των γεωργών»[1].
Έτσι συμβαίνει όταν τιμούμε και τους δυο κορυφαίους Αποστόλους, αφού εκείνοι έζησαν, κήρυξαν, δοκιμάστηκαν, μαρτύρησαν για τον Χριστό και για να διαδοθεί ο Χριστιανισμός, αλλά σε μας ήρθε το μεγάλο πνευματικό όφελος της παρουσίας τους στον κόσμο. Οι δυο μεγάλοι Απόστολοι είναι καθοδηγητές όλων των άλλων Αποστόλων, των Αγίων, των Μαρτύρων, Αρχιερέων, Διδασκάλων και όλων των χριστιανών. Ο Άγιος Γρηγόριος τους χαρακτηρίζει ως «τους αρχιτέκτονες της ευσέβειας και της αρετής, καθώς προβάλλουν τον λόγο της ζωής μέσα από την Αγία Γραφή»[2].
Για να παρηγορηθούμε όλοι εμείς οι χριστιανοί που πολλές φορές απογοητευόμαστε για την σωτηρία μας λόγω της ολιγοπιστίας και της ακηδίας που έχουμε, πρέπει να προβάλλουμε τους δυο αυτούς Αποστόλους στη ζωή μας. Η μετάνοιά τους και το οδυνηρό πένθος θεράπευσαν την άρνηση του μαθητή (Πέτρος) και τη μανία του διώκτη (Παύλος) ξεριζώνοντας τελείως από την ψυχή τους κάθε κακό. Ο τρόπος που το κατάφεραν ήταν διπλός: μετάνοια στη ζωή τους και αγάπη στο πρόσωπο του Χριστού. Έκαναν πράξη το λόγο του ψαλμωδού. «Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ουκ εξουδενώσει»[3].
Ας σκεφτούμε ότι ο Πέτρος λίγο πριν αρνηθεί το Χριστός τρείς φορές, τοποθετούσε τον εαυτό του πάνω απ’ όλους λέγοντας: «εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι»[4]. Ο καρδιογνώστης Κύριος, όμως, λόγω της μεγάλης αγάπης του Πέτρου στο πρόσωπό του και της μεγάλης του ταπείνωσης του είπε: «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»[5].
Ο Απόστολος Παύλος, μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, κατευθύνθηκε στη Δαμασκό για να εξολοθρεύσει τους χριστιανούς και εκεί γνώρισε το προσωπικό, πνευματικό του «Βατερλώ». Έχασε το φως του σώματός του, για να φωτίσει με το κήρυγμα του αναστημένου Χριστού ολόκληρο τον κόσμο. Ταπεινώθηκε με συντριβή καρδίας, μετανόησε, βαπτίσθηκε[6] και έγινε από διώκτης του Χριστού, ο μέγας κήρυκάς Του που ονομάσθηκε «ο Πρώτος μετά τον Ένα». Όταν ο Παύλος άρχισε την αποστολή του, ο Χριστιανισμός ήταν ένας ασήμαντος αριθμός φοβισμένων πιστών ανάμεσα σε φανατικούς Ιουδαίους. Όταν μετά από 30 περίπου χρόνια παρέδιδε μαρτυρικά τη ψυχή του στο Χριστό, ο Χριστιανισμός είχε γίνει -για την εποχή του- παγκόσμια θρησκεία.
Και οι δυο Απόστολοι, δεν συμβιβάστηκαν στη ζωή τους με τίποτα. Ας θυμηθούμε τι γράφει στους Κορίνθιους ο Παύλος για τα βάσανα που υπέστη στη ζωή του για το Χριστό: «ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι·»[7].
Από την άλλη ο Πέτρος από την ημέρα της Πεντηκοστής, όπως μας αναφέρουν οι Πράξεις, μαζί με τους άλλους έντεκα Αποστόλους μίλησε προς το συγκεντρωμένο πλήθος με παρρησία και ομορφιά ώστε να πιστέψουν και να βαπτιστούν 3.000 άτομα[8] και για το λόγο αυτό στοχοποιήθηκε από το ιουδαϊκό ιερατείο. Φυλακίσθηκε πολλές φορές και σώθηκε θαυματουργικά από την εκτέλεσή του[9].
Το κήρυγμα του Πέτρου περιορίστηκε κυρίως στους Εβραίους και μάλιστα στην Παλαιστίνη, ενώ του Παύλου απευθύνεται στους Ιουδαίους της διασποράς και στους Εθνικούς[10]. Δηλ. ο μεν Πέτρος προσπάθησε να εκχριστιανίσει τους Εβραίους και να τους εντάξει στην νέα εποχή της Διαθήκης του Χριστού, ο δε Παύλος προσπάθησε να προσελκύσει στην νέα θρησκεία τον ειδωλολατρικό κόσμο μέσω των Εβραίων της διασποράς. Πώς το κατάφεραν αυτό; Με το να ζουν μόνο για τον Χριστό. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ· ζει δε εν εμοί Χριστός»[11].
Ας ζητήσουμε από τους Αποστόλους να ζήσουμε κι εμείς την προσωπική μας «Δαμασκό». Δεν βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση με τον Σαύλο, γιατί τα μάτια μας είναι ανοιχτά. Γνωρίζουμε τον Χριστό και είμαστε βαπτισμένοι στο Άγιο Πνεύμα. Είμαστε σίγουροι ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί και ότι είναι ο μεγάλος δάσκαλος της ζωή μας και δεν είμαστε δικαιολογημένοι να τον αρνηθούμε όπως ο Σίμωνας. Οι σύγχρονοι χριστιανοί μένουμε μακριά από το Χριστό, επειδή επιλέγουμε να ζούμε με πλεονεξία, εγωκεντρισμό, αλαζονεία απέναντι στα δώρα του Θεού. Ο Χριστός μας μιλάει για τον ουρανό και για την αιώνια ζωή κι εμείς, κοντόφθαλμα, βλέπουμε έως τον τάφο μας. Δεν έχουμε κατανοήσει ότι μέσα στον τάφο μας περιμένει ο Χριστός για να μας οδηγήσει για να μας οδηγήσει στην μία, αιώνια ζωή. Όταν αυτό το κατανοήσουμε, τότε θα βροντοφωνάξουμε μέσα μας: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος»[12].
Αρχιμ. Ειρηναίος Λαφτσής
28-6-2016





[1] Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος στην εορτή των κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
[2] Ως άνω.
[3] Ψαλμ. Ν’.
[4] Ματθ. 26,33.
[5] Ματθ. 16, 17.
[6] Πραξ. 9, 18.
[7] Β’ Κορινθ. 11, 23-27.
[8] Πραξ. 2, 14-41.
[9] Πραξ. 5, 17-42 και 12, 1-17.
[10] Γαλ. 2, 7-8. Πρ. 22, 18-21.
[11] Γαλ. 2, 20.
[12] Φιλιπ. 1, 21.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος





Ὁ Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ Ἑβραίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλιππ. 3, 6). Ὡς πρὸς τὴν ἐξήγηση τοῦ νόμου ἀνῆκε στοὺς Φαρισαίους (Φιλιππ. 3, 6), ἦταν ρωμαῖος πολίτης (Πρ. 16, 37-38), πολίτης τῆς ξακουστῆς πόλης Ταρσοῦ (Πρ. 21, 39). Τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα ἦταν Σαούλ.

Ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος, κατὰ παράδοση, καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα τῆς Παλαιστίνης. Τοῦτο πιθανῶς νὰ σημαίνει ὅτι κάποιος πρόγονὸς του καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα.

Στὴν Ταρσό, ποὺ ἦταν τότε κέντρο ἑλληνικῆς παιδείας καὶ στωικῆς φιλοσοφίας, διδάχτηκε ὁ Παῦλος τὰ ἑλληνικὰ καὶ γνώρισε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Γι' αὐτὸ ὅταν μιλάει στοὺς Ἀθηναίους φέρνει στὸ νοῦ τους ἐκφράσεις γνωστὲς σ' αὐτούς, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες θέλει νὰ περάσει τὸ μήνυμά του καὶ νὰ δώσει ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸν τρόπο διοχέτευσης τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.

Ἡ ἑβραϊκή του καταγωγή, ἡ ἑλληνική του παιδεία καὶ ἡ ἰδιότητά του ὡς ρωμαίου πολίτη καθιστοῦσαν τὸν Παῦλο ἴσως τὸν πιὸ κατάλληλο κήρυκα τῶν χριστιανικῶν ἰδεῶν στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του. Ὁ κοσμοπολιτισμὸς του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνει τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς Ταρσοῦ καὶ φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου καὶ τῶν ὁραματισμῶν τῶν ὁμοφύλων του: διδάχτηκα μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο τῶν πατέρων μας, ἀγωνίστηκα μὲ ζῆλο γιὰ τὸ Θεὸ (Πρ. 22, 3) καὶ ἤμουν ἄμεμπτος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (Φιλιπ. 3, 6). Σ' αὐτὸ συνέτεινε περισσότερο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι νωρὶς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσει τὸ νόμο κοντὰ στοὺς ραββίνους.

Οἱ εὔποροι, ὅπως φαίνεται, γονεῖς του θέλησαν ὄχι μόνο νὰ τὸν μορφώσουν περισσότερο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἴσως ἀπὸ ἐπιδράσεις ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἐπάνω του τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ διακινοῦνταν στὴν Ταρσὸ καὶ τὸ εἰδωλολατρικὸ καὶ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον καθὼς καὶ ἡ διάδοση τῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν.

Στὰ Ἱεροσόλυμα ἔμενε καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ Παύλου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς Πράξεις, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀνεψιὸ του (Πρ. 23, 16). Στὴν πόλη αὐτὴ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Γαμαλιὴλ (Πρ. 22, 3), βυθίστηκε στὴ μελέτη τῆς νομικῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης τοῦ ραββινισμοῦ καὶ καυχόταν ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος τῆς διασπορᾶς πρόκοβε στὸν Ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες του, γιατί εἶχε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές του παραδόσεις (Γαλ. 1, 14).

Ὁ Παῦλος φαίνεται ὅτι ἔμεινε διὰ βίου ἄγαμος, γιατί αὐτὸ ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 9, 5), μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἔχω μαζί μου στὰ ταξίδια «ἀδελφὴ γυναίκα», ὅπως κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ τὰ ἀδέρφια τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; σημαίνει μᾶλλον τὸ δικαίωμα νὰ τὸν συνοδεύει στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες μία γυναίκα, χριστιανὴ ἀδερφή, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ ἐπιδίδεται ἀνενόχλητα στὸ ἔργο του. ’λλωστε εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀρρώστια ἀθεράπευτη ποὺ καὶ αὐτὴ ἴσως δὲν τὸν ἐπέτρεπε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια: Γιὰ νὰ μὴν περηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία ἀρρώστια, ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ. Γι' αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὴ διώξει ἀπὸ πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ δωρεά μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου» (2 Κορ. 12, 7-9).

Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ. Στὴν Ἱερουσαλὴμ πρέπει νὰ ἦρθε γύρω στὸ 30 καὶ δὲν εἶναι βέβαιο ἂν γνώρισε τὸ Χριστὸ κατ' ἄνθρωπο (πρβλ. 2 Κορ. 5, 16).

Στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ὁ νεανίας καλούμενος Σαῦλο ς ἦταν παρὼν καὶ ὄχι μόνο στὰ πόδια του ἄφησαν οἱ λιθοβολήσαντες τὸ Στέφανο Ἰουδαῖοι τὰ ἱμάτιά τους ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἐπικροτοῦσε τὴ θανάτωση τοῦ Στεφάνου (Πρ. 7, 59-60). Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὁ Παῦλος φανατίστηκε ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ρήμαζε τὴν Ἐκκλησία, ἔμπαινε μὲ τὴ βία στὰ σπίτια, ἔσερνε ἔξω ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ τοὺς ἔριχνε στὴ φυλακὴ (Πρ. 8, 3).

Σὲ μία τέτοια στιγμὴ παροξυσμοῦ, τὸ 34, τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του καὶ ἀπὸ ἐχθρό του (πρβλ. Ρωμ. 5, 10) τὸν ἔκαμε ἐκείνη τὴ στιγμὴ σκεῦος ἐκλογῆς (Πρ. 9, 15). Τὸ ὅραμα τοῦ Παύλου στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 1-29. 22, 3-21. 26, 9-20• πρβλ. Γαλ. 1, 13-16. 1 Κορ. 15, 8. Φιλιππ. 3, 12. Ἐφ. 3, 3), ὅπου πήγαινε νὰ συλλάβει χριστιανούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρει στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 9, 1 ἑξ.), ἀποτελεῖ συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Δαμασκὸς σημάδεψε καίρια τὴ ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς μεταστροφῆς του ἄρχισε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ θετικὴ μέτρηση.

Στὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος βαφτίστηκε καὶ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνανία (Πρ. 9, 17-19) καὶ ἀναχώρησε στὴν Ἀραβία (Γαλ. 1, 17), ἴσως γιὰ λόγους ἀσφάλειας.

Ἀπὸ τὴν Ἀραβία (τὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων στὰ νότια τῆς Δαμασκοῦ) γύρισε καὶ πάλι στὴ Δαμασκὸ (Γαλ. 1, 17), ὅπου γιὰ τρία χρόνια ἐργάστηκε ἱεραποστολικά, ἀπὸ τὸ 34 μέχρι τὸ 37. Ἐξαιτίας τῶν ἐπιβουλῶν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον του ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 23-25) καὶ στὴ φυγὴ του αὐτὴ συντέλεσε καὶ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέθας, βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν πιάσει (2 Κορ. 11, 32-33).

Τὸ 37 πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πέτρο καὶ ἐκεῖ ἔμεινε 15 ἡμέρες. Τότε γνώρισε, ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, μόνο τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Γαλ. 1, 18-19). Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μαθαίνουμε ὅτι ὁ Βαρνάβας ἔκαμε γνωστὸ τὸν Παῦλο στοὺς χριστιανικοὺς κύκλους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν πιὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ τὸν φοβοῦνταν (Πρ. 9, 26). Στὶς λίγες ἡμέρες τῆς παραμονῆς του στὰ Ἱεροσόλυμα, συζητοῦσε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν• γι' αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ τὸν πῆγαν μέχρι τὴν Καισάρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξαπέστειλαν στὴν πατρίδα του Ταρσὸ (Πρ. 9, 26-30).

Γιὰ τὴ δράση τοῦ Παύλου στὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας (Γαλ. 1,21), στὴ δεκαετία ἀπὸ τὸ 37 μέχρι τὸ 47, γιὰ τὴν ὁποία ἄκουγαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, πὼς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὶς καταδίωκε καὶ τώρα κηρύττει τὴν πίστη ποὺ ἄλλοτε προσπαθοῦσε νὰ ἐξαφανίσει (Γαλ. 1, 22-23), δὲν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο.

Ἀργότερα ὁ Βαρνάβας βρῆκε τὸν Παῦλο στὴν Ταρσὸ καὶ τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀφοσιώθηκαν γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὸ κήρυγμα κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικοὺς (Πρ. 11, 25-26).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴ βοήθεια τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας πρὸς τοὺς ἀδελφούς τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ τὸ λιμὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαυδίου (Πρ. Π, 27-30). Στὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἀντιόχεια πῆραν μαζί τους καὶ τὸ Μάρκο (Πρ. 12, 25). Ἴσως ὁ Παῦλος ἔκαμε ἀκόμη ἕνα ταξίδι στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸ Βαρνάβα καὶ τὸν Τίτο (Γαλ. 2, 1 ἐξ.)

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε τὸ τεράστιο ἔργο τοῦ Παύλου μὲ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία (47-48), στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸ Βαρνάβα ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Ἀντιόχειας (Πρ. 13, 2-3).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια, ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ δίδαξαν στὴ Σαλαμίνα, στὶς ἑβραϊκὲς συναγωγές. Κοντὰ τους ἦταν καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ὁ Μάρκος. Πέρασαν τὸ νησὶ μέχρι τὴν Πάφο• ἐδῶ πίστεψε ὁ ἀνθύπατος Σέργιος Παῦλος καὶ τιμωρήθηκε ὁ μάγος Ἐλίμας (Βαριησοῦς), Ἰουδαῖος ψευδοπροφήτης. Ἀπὸ τὴν Πάφο πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Ἀπὸ ἐδῶ τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Μάρκος, ποὺ γύρισε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας ἦταν ὁ ἑπόμενος σταθμὸς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Στὴν πόλη αὐτὴ κήρυξαν ὄχι μόνο στὴ συναγωγὴ ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ ἦταν προσήλυτοι στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἡ παρουσία τους στὴν Ἀντιόχεια ἦταν ἐντυπωσιακή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν ἐναντίον τους τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλης. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀναγκάστηκαν τότε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀντιόχεια καὶ νὰ πᾶνε στὸ Ἰκόνιο (Πρ. 13, 4-52). Καὶ ἐδῶ ὅμως τοὺς ἀκολούθησαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοὶ ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκδιώχτηκαν, ὁπότε ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρα, κηρύττοντες τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Στὰ Λύστρα ὁ Παῦλος θεράπευσε κάποιο χωλὸ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸ Ἰκόνιο, ἀφοῦ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ τῶν Λύστρων, λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο μέχρι θανάτου καὶ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὴ Δέρβη, ὅπου ἄγρευσαν ἀρκετούς. Ἀπὸ τὴ Δέρβη ἐπέστρεψαν στὰ Λύστρα, στὸ Ἰκόνιο καὶ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ στηρίζουν τοὺς πιστεύσαντες καὶ νὰ χειροτονήσουν γὶ αὐτοὺς Πρεσβυτέρους σὲ κάθε Ἐκκλησία. Μέσω τῆς Πισιδίας ἦρθαν στὴν Παμφυλία, κήρυξαν στὴν Πέργη καὶ κατέβηκαν στὴν Ἀττάλεια.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ εἶχε στόχο τὶς μεγάλες ἰουδαϊκὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ Ἀσίας καὶ σὲ δεύτερο λόγο τοὺς Ἐθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους στρεφόταν ὁ Παῦλος μέσω τῶν Ἐθνικῶν προσηλύτων, ξαναγύρισαν στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας (Πρ. 14, 1-26).

Ἡ περιοδεία αὐτή, ποὺ ἦταν γεμάτη διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες (2 Τιμ. 3, 11), πέτυχε γιατί δημιουργήθηκαν πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικούς.

Στὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς (Πρ. 14, 28). Τὸ 49 ὁ Παῦλος ἔλαβε μέρος στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ξεκίνησε καὶ πάλι ὁ Παῦλος γιὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του (49-52)• αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως εἶχε ὡς συνοδὸ τὸ Σίλα καὶ ὄχι τὸ Βαρνάβα. Ὁ Βαρνάβας δὲ δέχτηκε νὰ λάβει μέρος στὴν περιοδεία αὐτή, γιατί ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ πάρουν μαζί τους τὸ Μάρκο, ποὺ τοὺς ἄφησε στὴ διάρκεια τῆς πρώτης περιοδείας καὶ γύρισε στὴν Ἀντιόχεια. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ὁ Βαρνάβας πῆρε τὸ Μάρκο καὶ πῆγαν στὴν Κύπρο (Πρ. 15, 35-40).

Ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα πέρασαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντες τὶς Ἐκκλησίες στὶς χῶρες αὐτὲς (Πρ. 15, 41) καὶ ἔφτασαν στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα. Ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ παρέλαβαν μαζί τους τὸν Τιμόθεο, ἀφοῦ τὸν περιέτεμαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τοὺς Ἰουδαίους τῶν περιοχῶν ἐκείνων. Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, τὴ χώρα δηλ. τῶν παλαιῶν Γαλατῶν (Πρ. 16, 1-6). Ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ μείνει κοντὰ στοὺς Γαλάτες καὶ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ (Γαλ. 4, 13-15). Μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ὁ Παῦλος, ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέκαμψαν τὴ Μυσία καὶ ἀπέφυγαν τὴ Βιθυνία, κατέβηκαν στὴν Τρωάδα. Ἐδῶ προστέθηκε στὴ συνοδεία τους καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἐνῶ ὁ σκοπὸς τοῦ Παύλου, στὴ δεύτερή του αὐτὴ περιοδεία, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ εἶχε ἱδρύσει πιὸ μπροστὰ καὶ νὰ ἰδεῖ πῶς ἔχουν, τώρα, μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Τρωάδα, ἡ τωρινὴ περιοδεία του θὰ πάρει ἄλλη μορφὴ καὶ οἱ διαστάσεις της θὰ διευρυνθοῦν.

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα νυχτερινὸ ὅραμα ἦρθε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνεργάτες του μέσω Σαμοθράκης στὴ Νεάπολη τῆς Μακεδονίας καὶ ἀπὸ τὴ Νεάπολη στοὺς Φιλίππους. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν Εὐρώπη ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο.

Στοὺς Φιλίππους ἔμειναν μερικὲς ἡμέρες καὶ βάφτισαν τὴ Λυδία καὶ τοὺς δικούς της. Ἡ θεραπεία ὅμως μιᾶς μαντευόμενης δούλης, ποὺ ἔφερνε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, ἔγινε αἰτία νὰ ραβδιστοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴ φυλακὴ γιὰ ἀντιρωμαϊκὲς δῆθεν ἐνέργειες. Οἱ κατηγορίες, ποὺ τοὺς προσάπτονται, ὅταν ὁδηγοῦνται βιαίως στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὶς ἀρχές, εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες τους εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη, θέλοντας νὰ εἰσαγάγουν ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπονταν νὰ τὰ δεχτοῦν ἢ νὰ τὰ τηροῦν ὅσοι ἦταν Ρωμαῖοι. Ἔτσι οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες τῶν Φιλίππων ὑποκύπτουν στὸ ἀντιϊουδαϊκὸ πνεῦμα τῶν πολιτῶν καὶ τιμωροῦν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του ὡς Ἰουδαίους, χωρὶς κἄν νὰ ὑποψιάζονται ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι' αὐτὸ ἀποτελοῦσε πρόκληση καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.

Οἱ φυλακισμένοι Ἀπόστολοι ἐλευθερώθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοὶ ὁ φύλακάς τους μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς δικούς του (Πρ. 16, 7-40).

Ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, μέσω τῆς Ἀμφίπολης καὶ τῆς Ἀπολλωνίας, ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα καὶ τὸν Τιμόθεο ἦρθαν στὴ Θεσσαλονίκη, ρωμαϊκὴ ἀποικία μὲ δικαιώματα ἐλεύθερης πόλης, πρωτεύουσα τῆς μεγάλης σὲ ἔκταση ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, πόλη πλούσια καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὸ ἐμπόριο, τὶς συγκοινωνίες καὶ τὴν πνευματικὴ κίνηση. Ὁ Λουκᾶς δὲν τοὺς συνόδεψε ὥς τὴ Θεσσαλονίκη• ἔμεινε στοὺς Φιλίππους.

Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Παῦλος κήρυξε στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τρία συνεχόμενα Σάββατα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν παρέμεινε στὴν πόλη αὐτὴ περισσότερο χρόνο ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἴσως τὰ λόγια τοῦ Παύλου (1 Θεσσ. 1, 7-8 καὶ Φιλιππ. 4, 16) προϋποθέτουν περισσότερο χρόνο δράσης τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ δράση αὐτὴ τοῦ Παύλου προκαλεῖ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ δημιουργοῦν ἀναταραχὴ καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης, οἱ πολιτάρχες, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπέμβουν, ὀπότε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδοὺς του ἀναγκάζονται νὰ φύγουν νύχτα στὴ Βέροια.

Ἡ ὀλιγόχρονη μὰ καρποφόρα παραμονὴ τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε ἀπὸ πόνους προσωπικοὺς καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμά του καὶ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῆς πόλης αὐτῆς, δοκίμασαν πολλὴ θλίψη καὶ σκληρὸ διωγμό. Σ' αὐτὲς τὶς σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου: κάτω ἀπὸ σκληρὸ διωγμὸ ἀποδεχτήκατε τὸ κήρυγμα (1 Θέσσ. 1, 6), ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε θάρρος, ὥστε νὰ σᾶς κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιό του μέσα ἀπὸ πολλὲς δυσκολίες (1 Θεσσ. 2, 2) ἐσεῖς, ἀδελφοὶ μιμηθήκατε ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται στὴν Ἰουδαία καὶ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί κι ἐσεῖς πάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους (1 Θεσσ. 2, 14).

Στὴ Βέροια τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματός του ἦταν εὐχάριστα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλης αὐτῆς, πιὸ εὐγενεῖς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, δέχτηκαν τὸ κήρυγμά του πρόθυμα, ὅπως καὶ πολλὲς Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ἐπίσημοι. Οἱ σκληροὶ ὅμως Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἔφτασαν στὴ Βέροια καὶ ἀνάγκασαν μερικοὺς Χριστιανοὺς νὰ συνοδέψουν τὸν Παῦλο μέχρι τὴ θάλασσα γιὰ νὰ φύγει μ' αὐτοὺς γιὰ τὴν Ἀθήνα (Πρ. 17, 1-14). Στὴ Βέροια ἔμειναν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος.

Στὴν Ἀθήνα δὲν εἶχε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου μεγάλες ἐπιτυχίες (Πρ. 17, 16-34), γι' αὐτὸ σκεφτόταν πῶς νὰ πάει στὴν Κόρινθο, μήπως καὶ ἐκεῖ ἔχει τὴν ἴδια τύχη (1 Κορ. 2, 3). Στὸν ' Ἄρειο Πάγο ὁ Παῦλος «ἀνακρίθηκε» ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, χλευάστηκε καὶ ἀποπέμφθηκε μὲ προοπτικὴ νὰ ξαναανακριθεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπαφή τους μὲ τὸν Παῦλο οἱ Ἀθηναῖοι δὲν πολυκατάλαβαν τί τοὺς ἔλεγε καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του καὶ τὸ κήρυγμά του σπερμολογίες (παραμύθια).

Στὴν Κόρινθο ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο κοντὰ στοὺς σκηνοποιοὺς Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἐξαιτίας τοῦ Κλαυδίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωξε ὅλους τους Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κάθε Σάββατο ὁ Παῦλος κήρυττε στὴ συναγωγή, διαλεγόταν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες προσηλύτους, καὶ τοὺς ἔπειθε. Ἔτσι στὴν Κόρινθο τὸ κήρυγμά του εἶχε σημαντικὴ ἐπιτυχία. Κοντὰ του τώρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Βέροια ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, ποὺ εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο μὲ τοὺς Βεροιῶτες συνοδοὺς τοῦ Παύλου, ὅταν αὐτοὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο στὴν Ἀθήνα καὶ γύρισαν στὴν πατρίδα τους (Πρ. 17, 15. 1 Θεσσ. 3, 1-2. Πρ. 18, 5). Τὰ νέα ἀπὸ τὴ Μακεδονία ἦταν εὐχάριστα (ἡ πίστη στερεωνόταν) καὶ δυσάρεστα (ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς ἦταν σκληρή).

Ὁ Παῦλος ἀλλάζει πιὰ στὴν Κόρινθο τακτική, ἐγκαταλείπει τὴ συναγωγὴ καὶ στρέφεται πρὸς τοὺς Ἐθνικούς. Ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος μὲ ὅλους τοὺς δικούς του καὶ πολλοὶ Κορίνθιοι πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου.

Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν ἄφησαν ἥσυχο• τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀχαΐας Γαλλίωνα, ποὺ ἦρθε τὸ 51, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι ἀντίθετος στὸ νόμο (Πρ. 18, 13). Ἡ στάση ὅμως τοῦ Γαλλίωνα, νὰ μὴ δώσει σημασία στὶς αἰτιάσεις τῶν Ἰουδαίων, ἦταν ἐνισχυτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τελικὰ πλήρωσε γιὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Σωσθένης, ποὺ ἔφαγε ἀρκετὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους μπροστὰ στὸ δικαστήριο: Ὁ Γαλλίων εἶπε στοὺς ἰουδαίους: Ἂν ἦταν γιὰ κανένα ἀδίκημα ἢ γιὰ ἕνα κακούργημα δόλιο, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ σᾶς ἀκούσω, ἰουδαῖοι. Ἐφόσον ὅμως πρόκειται γιὰ θέματα διδασκαλίας καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου δικοῦ σας, τακτοποιῆστε τα μόνοι σας. Δικαστὴς ἐγὼ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δὲ θέλω νὰ εἶμαι. Καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Τότε ὅλοι ἔπιασαν τὸ Σωσθένη τὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τὸν χτυποῦσαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. Ὁ Γαλλίων ὅμως δὲ νοιαζόταν καθόλου γι' αὐτὰ (Πρ.18, 14-17).

Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὲς ἀκόμη ἡμέρες στὴν Κόρινθο, καὶ ἀφοῦ εἶχε γράψει τὶς δύο ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς (τὸ 50 καὶ τὸ 51), ἔφυγε γιὰ τὴν Ἔφεσο, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα (Πρ. 18, 18). Στὴν Ἔφεσο ὁ Παῦλος διαλέχτηκε στὴ συναγωγὴ μὲ τοὺς Ἰουδαίους.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο κατέβηκε στὴν Καισάρεια, πῆγε, πιθανῶς, γιὰ λίγο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεψε στὴ βάση τῶν ἐξορμήσεών του, στὴν Ἀντιόχεια (Πρ. 18, 1-23). Φαίνεται ὅτι ἐπῆλθε κάποια διάσταση ἀνάμεσα στὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σίλας δὲ συνοδεύει τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνοδὸς καὶ γραμματέας τοῦ Πέτρου (1 Πέτρου 5, 12).

Ὁ Παῦλος, πιστὸς στὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στοὺς Ἐφεσίους ὅτι θὰ τοὺς ξαναδεῖ (Πρ. 18, 21) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ πέρασε ἀπὸ τὴ Γαλατικὴ χώρα καὶ τὴ Φρυγία γιὰ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἱεραποστολική του πορεία (52-56).

Στὴν Ἔφεσο ἐργάζονταν μὲ ζῆλο δύο ἰδιαίτερα γνωστοί του, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, καὶ τὸ ζεῦγος αὐτὸ διαφώτισε σωστὰ τὸν Ἰουδαῖο Ἀπολλώ, λόγιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε στὴ συναγωγή. Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ Ἀπολλὼς πῆγε στὴν Ἀχαΐα, σταλμένος ἀπὸ τοὺς Ἐφεσίους Χριστιανοὺς (Πρ. 18, 23-28). Ὅταν ὁ Ἀπολλὼς ἦταν στὴν Κόρινθο τότε ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὰ ἐνδότερα μέρη.

Στὴν Ἔφεσο βάφτισε ὁ Παῦλος 12 μαθητὲς ποὺ εἶχαν βαφτιστεῖ προηγουμένως στὸ βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος δίδασκε στὴ συναγωγὴ καὶ ὕστερα, ἀφοῦ συνάντησε δυσκολίες, περιόρισε τὴ διδασκαλία του στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ σ' ὅσους ἔρχονταν στὴ σχολὴ κάποιου Τυράννου. Αὐτὸ κράτησε δύο ὁλόκληρα χρόνια καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἄκουσαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες. Ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο ἀντιμετώπισε πρώην ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἀβάπτιστους μαθητὲς ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς καὶ τοὺς ἑφτὰ ἐξορκιστές, γιοὺς τοῦ Ἰουδαίου ἀρχιερέα Σκευᾶ, ποὺ θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (Πρ. 19, 1-16).

Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν ποὺ ἔμεινε ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο, ἔγιναν πολλὰ ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τίποτα δὲν ἀναφέρεται γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα δὲν ἀναφέρεται τὸ ἐνδιάμεσο ταξίδι του στὴν Κόρινθο, ὅπου κακοποιήθηκε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν Ἔφεσο. Οὔτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἰλλυρικὸ (Ρωμ. 15, 19).

Στὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 15, 32, 2 Κορ. 1, 8-10) ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι πάλαιψε μὲ τὰ θηρία στὴν Ἔφεσο καὶ ἀντιμετώπισε βέβαιο θάνατο καὶ ἴσως τὸν ἔσωσε ἡ αὐτοθυσία τοῦ Ἀκύλλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16, 3-4). Ἴσως αὐτὰ νὰ σημαίνουν ὅτι κατὰ τὰ τρία χρόνια της παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο πέρασε ἕνα διάστημα στὴ φυλακή. Ἂν αὐτὸ εἶναι γεγονός, τότε πολὺ πιθανὸ οἱ ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας (Φιλιππισίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα ) νὰ γράφτηκαν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ πέντε περίπου χρόνια ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπως δέχεται ἡ παράδοση. Στὴν Ἔφεσο γράφτηκε καὶ ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Γαλάτες.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔγραψε ὁ Παῦλος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους, γιὰ τὴ χαλαρότητα τῶν ἠθῶν, ποὺ δὲ σώζεται (1 Κορ. 5, 9). Οἱ Κορίνθιοι ἀπάντησαν μὲ ἐπιστολὴ (1 Κορ. 7, 1. 16, 17) καὶ ἔθεσαν διάφορα προβλήματα. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν Κορίνθια Χλόη (1 Κορ. 1,11) γιὰ τὶς ἔριδες στὴν Κόρινθο. Σ' αὐτὰ ἀπάντησε ὁ Παῦλος μὲ τὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους. Μὲ αὐτὴ ἀγγέλλεται μετάβαση τοῦ Τιμοθέου στὴν Κόρινθο (1 Κορ. 16, 10) καθὼς καὶ δικό του ταξίδι κοντά τους γιὰ δεύτερη φορά. Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ ἀπὸ κάποιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα καὶ νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μεταβεῖ στὴν ἄγνωστή του ἀκόμη Ρώμη (Πρ. 19, 21). Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔστειλε στὴ Μακεδονία τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ Ἔραστο, αὐτὸς ὅμως καθυστέρησε λίγο στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας (Πρ. 19, 22). Γι' αὐτὸ τὸ ταξίδι, ποὺ ἦταν σύντομο καὶ ποὺ τὸ ἔκαμε πιθανῶς διὰ θαλάσσης, τίποτα δὲν μᾶς ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἔφεσο, ἐξαιτίας τῆς δραστηριότητάς του κατὰ τῶν εἰδώλων, συνάντησε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ποὺ ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος καὶ ὅσοι ἦταν δεμένοι συμφεροντολογικὰ μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς Ἄρτεμης στὴν πόλη αὐτὴ (Πρ. 19, 24). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀποχαιρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία (Πρ. 20, 1). Στὴν Τρωάδα περίμενε μὲ ἀγωνία τὸν Τίτο, στὸν ὁποῖο προηγουμένως εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ νὰ συναντηθοῦν στὴν ξακουστὴ αὐτὴ πόλη. Ἐπειδὴ ὁ Τίτος ἄργησε νὰ ἔρθει, ξεκίνησε ὁ Παῦλος γεμάτος ἀνησυχία γιὰ τὴ Μακεδονία. Ἀπὸ τὸν Τίτο, ποὺ τελικὰ τὸν συνάντησε, ἔμαθε ὅτι τὰ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου ἦταν μὲ τὸ μέρος του. Ἐπίσης ἔμαθε ὅτι ὑπῆρχε πάλι ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, ποὺ μαζεύτηκαν στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐνισχύσουν ἴσως τὴν προϋπάρχουσα μερίδα τοῦ Κηφᾶ. Μὲ αὐτὰ τὰ νέα τοῦ Τίτου ὁ Παῦλος ἔγραψε δεύτερη, αὐστηρὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ μὲ δύο ἄλλους ἀδελφοὺς (2 Κορ. 8, 16 ἑξ.). Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ συγκέντρωναν καὶ τὴ λογία τῆς Κορίνθου, πρὶν νὰ φτάσει ὁ ἴδιος ἐκεῖ (2 Κορ. 9, 1 ἐξ.).

Τώρα εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ὁ Παῦλος ἐπισκέπτεται τὴν Κόρινθο, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει (2 Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). Στὴν Κόρινθο ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Τὸ χειμώνα τοῦ 56 ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ρωμαίους, κινδύνεψε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀντὶ νὰ πάει κατευθείαν στὴ Συρία ἔκρινε σκόπιμο νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία.

Στὴν ἀκολουθία τοῦ Παύλου ἦταν τώρα ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος ἀπὸ τὴ Δέρβη καὶ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν Ἀσία. Ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν πιὸ μπροστὰ καὶ περίμεναν στὴν Τρωάδα τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾶ νὰ ἔρθουν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους.

Ἀπὸ τὴν Τρωάδα, ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ ἑπτὰ ἡμερῶν, ὁ Παῦλος πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν Ἄσσο, ἐνῶ οἱ συνοδοὶ του πῆγαν στὴν Ἄσσο μὲ πλοῖο γιὰ νὰ παραλάβουν τὸν Παῦλο. Ἀπὸ τὴν Ἄσσο ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη, πέρασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, σταμάτησαν στὴ Σάμο, ἔμειναν στὸ ἀκρωτήριο Τρωγύλλιο καὶ ἔπειτα πῆγαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15).

Δὲ θέλησε ὁ Παῦλος νὰ μεταβεῖ στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν Ἀσία, ἀφοῦ ἐπειγόταν νὰ βρίσκεται τὴν Πεντηκοστή τοῦ 57 στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 20, 1-16). Στὴ Μίλητο μίλησε ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ὁ λόγος του αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα τῶν κληρικῶν μας (Πρ. 20, 17-35).

Μὲ πλοῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Μίλητο (Πρ. 20, 38), πέρασαν τὴν Κῶ, τὴ Ρόδο καὶ ἔφτασαν στὰ Πάταρα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆραν ἄλλο πλοῖο φορτηγό, ποὺ πήγαινε γιὰ τὴ Φοινίκη, προσπέρασαν τὴν Κύπρο καὶ κατέβηκαν στὴν Τύρο, ὅπου ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες κοντὰ στοὺς Χριστιανούς. Μὲ πλοῖο ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Καισάρεια καὶ κατέλυσαν στὸ σπίτι τοῦ διακόνου Φιλίππου. Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἄγαβος εἶπε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. Ὁ Παῦλος ὅμως παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Καισάρειας ἀποφάσισε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστὸ (Πρ. 21,1-14).

Στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ξεσηκώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, σώθηκε ὁ Παῦλος ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία, ποὺ τὸν ἔστειλε μὲ συνοδεία στὴν ἕδρα τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 15-23, 33).

Ὁ Φήλικας κράτησε τὸν Παῦλο στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, ἀπὸ τὸ 57 μέχρι τὸ 59 (Πρ. 23, 34-24, 27). Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ζήτησαν ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Φήλικα Πόρκιο Φῆστο νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀπαίτησε νὰ δικαστεῖ, ὡς ρωμαῖος πολίτης ποὺ ἦταν, πρὸ τοῦ βήματος τοῦ καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32).

Τὸ ταξίδι τοῦ Παύλου γιὰ τὴ Ρώμη, στὸ ὁποῖο τὸν συνόδεψαν οἱ συνεργάτες του Λουκᾶς καὶ Ἀρίσταρχος, ἀρχίζει ἀπὸ τὶς Πράξεις 27, 1 ἑξ. Ἡ Σιδώνα καὶ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἦταν οἱ δύο πρῶτοι σταθμοί. Στὰ Μύρα ἄλλαξαν πλοῖο καὶ μὲ τὸ νέο προσάραξαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες τῆς Κρήτης. Ὁ ἑπόμενος σταθμὸς ἦταν τὸ νησὶ Μελίτη. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες μὲ ἄλλο πλοῖο πῆγαν στὶς Συρακοῦσες, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες. Τὸ Ρήγιο καὶ οἱ Ποτίολοι ἦταν οἱ δύο ἄλλοι σύντομοι σταθμοί. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Ρώμη. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης, ὅταν ἔμαθαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Παύλου, βγῆκαν μέχρι τὸν Ἄππιο Φόρο καὶ τὶς Τρεῖς Ταβέρνες γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν.

Στὴ Ρώμη ἐπέτρεψαν τὸν Παῦλο νὰ μείνει σὲ ἰδιωτικὸ κατάλυμα μαζὶ μὲ τὸ στρατιώτη ποὺ τὸν φύλαγε. Ὁ Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (59-61) σὲ ἰδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, ὅπου δεχόταν ὅλους ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν, κήρυττε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δίδασκε γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν παρρησία καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο (Πρ. 28, 30-31). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τελειώνει ἡ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.

Ἀπὸ τὴν παραμονὴ αὐτὴ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη προέρχεται ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ οἱ ἄλλες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας, ὅπως λέγονται.

Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος, ἀφοῦ δικάστηκε καὶ ἀπαλλάχτηκε, ἐπιχείρησε καὶ τέταρτη περιοδεία (61-64;). Κατὰ τὸν Κλήμεντα Ρώμης (Πρὸς Κορινθίους 5, 7), ὁ Παῦλος ταξίδεψε μέχρις ἐσχάτων της Δύσεως, ποὺ γιὰ μερικοὺς νοεῖται ἡ Ἱσπανία, ἐνῶ ἀπὸ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς (1 καὶ 2 Τιμόθεο καὶ Τίτο) φαίνεται ὅτι ταξίδεψε στὴν Ἀνατολὴ (Μ. Ἀσία, Κρήτη, Μακεδονία, Ἰλλυρικὸ) γιὰ νὰ καταλήξει πάλι στὴ Ρώμη, πιθανῶς τὸν Ἰούλιο τοῦ 64.

Ὁ διωγμὸς τοῦ Νέρωνα βρῆκε τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ οἱ διαβολὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ Ἰουδαιοχριστιανῶν τῆς Ρώμης ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὅτι ἦταν δῆθεν ὑπαίτιοι γιὰ τὴν πυρκαϊὰ τῆς Ρώμης, εἶχαν στόχο νὰ στρέψουν τὴ μανία τοῦ ἀνισόρροπου αὐτοκράτορα ἐναντίον τους.

Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος δὲ γλίτωσαν τὸ θάνατο. Ἔτσι πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ Παῦλος θανατώθηκε τὸ φθινόπωρο καὶ μάλιστα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 64.

Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος κάνει ἕνα σύντομο ἀπολογισμὸ τῶν δυσκολιῶν ποὺ συνάντησε, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του στοὺς Κορινθίους: Μόχθησα πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς ψευτοαποστόλους), φυλακίστηκα περισσότερες φορές, μὲ χτύπησαν μὲ ἀφάνταστη ἀγριότητα, κινδύνεψα πολλὲς φορὲς νὰ θανατωθῶ. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκα ἀπὸ Ἰουδαίους μὲ τὰ τριάντα ἐννιὰ μαστιγώματα. Τρεῖς φορὲς μὲ τιμώρησαν μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ μὲ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορὲς ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγὸς στὸ πέλαγος. Ἔκανα πολλὲς κοπιαστικὲς ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπὸ ληστές, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, πέρασα κινδύνους σὲ πόλεις, κινδύνους σὲ ἐρημιές, κινδύνους στὴ θάλασσα, κινδύνεψα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποκρίνονταν τοὺς ἀδερφούς. Κοπίασα καὶ μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλὲς φορές, πείνασα, δίψασα, πολλὲς φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τὸ φαγητό, ξεπάγιασα καὶ δὲν εἶχα ροῦχα νὰ φορέσω. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα εἶχα καὶ τὴν καθημερινὴ πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καὶ τὴ φροντίδα γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιὸς ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ καὶ δὲν ὑποφέρω κι ἐγώ; Ἂν πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ παθήματά μου. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ - ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες - ξέρει ὅτι δὲ λέω ψέματα (2 Κορ. 11, 23-31).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...