Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2018

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Μεγάλη Πέμπτη - «Έρχεται επί σφαγήν εκούσιον» (Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Πέμπτης)



ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
«ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΠΙ ΣΦΑΓΗΝ ΕΚΟΥΣΙΟΝ»
(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Πέμπτης)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού
      «Τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες, αλληλοδιαδόχως εκ τε των θείων Αποστόλων και των ιερών Ευαγγελίων παραδεδώκασιν ημίν τέσσερά τινα εορτάζειν΄ τον ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον (δηλαδή την παράδοσιν των καθ’ ημάς  φρικτών Μυστηρίων), την υπερφυά Προσευχήν και την Προδοσίαν αυτήν». 
      Αυτό είναι το συναξάρι της Μεγάλης Πέμπτης. Η αγία μας Εκκλησία τιμά την  γία αυτή ημέρα όσα έλαβαν χώρα στο υπερώο της Ιερουσαλήμ και όσα ακολούθησαν μετά το Μυστικό Δείπνο.

       Το Θείο Δράμα οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. Ο εκουσίως και αδίκως Παθών για τη δική μας σωτηρία Κύριος γνωρίζει ότι έφτασε το τέλος της επί γης παρουσίας Του. Η προδοσία του αγνώμονα μαθητή, η σύλληψη, οι εξευτελισμοί, το ψευδοδικαστήριο, η καταδίκη και ο σταυρικός θάνατος είναι θέμα ωρών. Ως άνθρωπος αισθανόταν το δια της θυσίας Του βαρύ φορτίο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και γι’ αυτό αγωνιούσε υπερβαλλόντως. Δεν τον ενδιέφερε το δικό Του μαρτύριο και ο θάνατος, αλλά η συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του.
       Γι’ αυτό λοιπόν αφιέρωσε το βράδυ της προπαραμονής του επικείμενου ιουδαϊκού Πάσχα και παραμονή της δικής Του σταυρικής θανής στους αγαπημένους Του μαθητές. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ΄ υμών προ του με παθείν» (Λουκ.22,15) τους είπε. Ήθελε να φάγει για τελευταία φορά μαζί τους. Μα το σπουδαιότερο να τους αφήσει τις τελευταίες παρακαταθήκες Του και πάνω απ’ όλα να τελέσει τον Μυστικό Δείπνο, να παραδώσει την υπερφυά Θεία Ευχαριστία, η οποία θα τελείται στο διηνεκές, ως η αέναη πραγματική παρουσία Του στην Εκκλησία.
        Στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συγκινήσεως και σε ένδειξη πραγματικής και άδολης αγάπης, έσκυψε ως δούλος ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Με την πράξη Του αυτή ήθελε να διδάξει έμπρακτα το πρωταρχικό χρέος της αλληλοδιακονίας των ανθρώπων. «Ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Λουκ.22:25), άφησε ως ύψιστη εντολή για τις κατοπινές ανθρώπινες γενεές.
       Κατόπιν κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου. Ο Κύριος θέλησε κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό. Λέγει λοιπόν «Εις εξ’ υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ’ εμού» (Μάρκ.14,18, Ιωάν.13,22). Τα λόγια αυτά
 έφεραν αναστάτωση στους μαθητές. Δεν περίμεναν να ακούσουν τέτοια φοβερή αγγελία και  άρχισαν να διερωτώνται: ποιος άραγε είναι αυτός; Ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης πέφτοντας στον τράχηλο του Διδασκάλου ρώτησε εξ’ ονόματος όλων: «Κύριε τις εστιν»; και ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω» (Ιωάν.13,26). Και βουτώντας τεμάχιο άρτου στο φαγητό το έδωσε στον Ιούδα. Αυτός το έφαγε και ταυτόχρονα «εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωάν.13,27). Ο Ιησούς του είπε: «ό ποιείς, ποίησον τάχιον» (Ιωάν.13,27). Ο προδότης μαθητής έφυγε βιαστικά, απομακρυνθείς για πάντα από τη χορεία των μαθητών και από την κοινωνία του Θείου Διδασκάλου. «Ην δε νύξ» προσθέτει ο Ιωάννης. «Νυξ πραγματική, τονίζει σύγχρονος συγγραφέαςαλλά και νυξ πνευματική εν τη ψυχή του Ιούδα, εν η το φως του θείου Πνεύματος δια παντός εσβέσθη»!
        Μετά από αυτό ο Κύριος προέβη στη σύσταση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε έκοψε αυτόν σε τεμάχια και έδωκε
στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου», το αληθινό το πραγματικό, «το υπέρ υμών διδόμενον» (Λουκ.22,19). Ύστερα πήρε το ποτήριο της ευλογίας, που ήταν γεμάτο με οίνο, και αφού ανέπεμψε ευχαριστήριο δέηση στο Θεό Πατέρα έδωκε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες΄ τούτο γαρ εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν  αμαρτιών» (Ματθ.26,28, Μάρκ.14,24).
      Αφού κοινώνησαν όλοι και έφαγαν, ο Κύριος μίλησε και απεύθυνε την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του στους μαθητές Του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει στο Ευαγγέλιό Του ολόκληρη αυτή την εκτενή ομιλία στα κεφάλαια 13-16. Ο τρόπος της ομιλίας προδίδει στον Κύριο δραματική έκφραση. Ως άνθρωπος μπροστά στο
μαρτύριο, το οποίο γνωρίζει ως Θεός αγωνιά και λυπάται. Αρχίζει με το «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ» (Ιωάν.13,31). Τα παθήματα που θα ακολουθήσουν και η ταπείνωση θα είναι η δόξα του Υιού και συνάμα αυτή θα είναι η δόξα του Πατέρα. Οι αλήθειες και οι ηθικές ιδέες της ομιλίας την καθιστούν πραγματικά μοναδική. Η τρυφερότητα προς τους μαθητές Του είναι έκδηλη, τους αποκαλεί «τεκνία».Κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η προτροπή για ενότητα και αγάπη μεταξύ των μαθητών και κατ’ επέκταση όλων των ανθρώπων. «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν.13,3) και«Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14,27).
      Μετά ακολούθησε η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει ο Θεός Πατέρας από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του.
       Αφού περατώθηκε και η προσευχή η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Ο Ιησούς πήρε τους μαθητές Του και πήγε στο Όρος των Ελαιών, σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό και ήσυχο τόπο, λίγο έξω από τη μεγάλη πόλη.  Εκεί υπήρχε κήπος στον οποίο μπήκε με τους μαθητές Του για να προσευχηθεί (Ιωάν.18,1). Να μείνει μόνος «ενώπιος ενωπίω» με τον Ουράνιο Πατέρα και να αντλήσει δύναμη για τη μεγάλη δοκιμασία, που Τον περίμενε. Ο τρόπος της προσευχής ήταν δραματικός. Ως άνθρωπος αγωνιούσε για το επερχόμενο πάθος. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ.26,38) είπε στους μαθητές Του. «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»(Ματθ.26,39) παρακαλούσε τον Πατέρα και «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντος επί την γην» (Λουκ.22:45). Μάταια προσπαθούσε να νικήσει τη νωθρότητα των μαθητών Του, οι οποίοι δε μπορούσαν να κατανοήσουν την κρισιμότητα των δραματικών εκείνων στιγμών, και έπεφταν σε βαθύ ύπνο.  
       Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές και θόρυβος πολύς. Έφτασαν οι στρατιώτες με οδηγό τον Ιούδα για να συλλάβουν τον Ιησού. Χαρακτηριστικό σύνθημα ο ασπασμός του Διδασκάλου από τον Προδότη (Λουκ.22,48). Ο Πέτρος χρησιμοποιεί βία, κόβει το αφτί του στρατιώτη Μάλχου (Ιωάν.18,11). Παρ’ όλα αυτά η σύλληψη πραγματοποιείται. Ο Κύριος δέσμιος οδηγείται σε ολονύκτιες ψεύτικες δίκες για να καταδικαστεί και να σταυρωθεί.
       Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν τεράστια σωτηριολογική σημασία για μας. Πρώτ’ απ’ όλα η εκούσια πορεία του Κυρίου προς το Πάθος φανερώνει την άμετρη θεία ευσπλαχνία και αγάπη για τον πεσόντα άνθρωπο. Η ολοκληρωτική νίκη της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με τον σταυρικό θάνατο του αναμάρτητου Χριστού. Μόνο το τίμιο αίμα του Μεγάλου Αθώου μπορούσε να καθαρίσει κάθε ρύπο αμαρτίας σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Μόνο αυτό μπορούσε να φέρει την καταλλαγή και την ισορροπία, που είχε διαταράξει σοβαρά το κακό και η αμαρτία.      Υπέροχο πραγματικά είναι και το υμνολογικό περιεχόμενο της αγίας αυτής ημέρας. Δημοφιλές είναι το αρκτικό τροπάριο «Ότε οι ένδοξοι μαθηταί…», μέσω του οποίου παροτρύνονται οι πιστοί να αποφύγουν τα πάθη του προδότη Ιούδα. Επίσης ο κανόνας, ποίημα του  Κοσμά του  μοναχού αποτελεί ένα κορυφαίο ποίημα της Εκκλησίας μας. Στο κοντάκιο «Τον άρτον λαβών εις χείρας ο προδότης…» ποίημα του περιφήμου Ρωμανού, αποτυπώνεται με ακρίβεια η δολιότητα και η αθλιότητα του Ιούδα. Ο Οίκος, ποίημα του Συμεών του Υμνογράφου, καλεί τους πιστούς να μιμηθούν τους μαθητές του Χριστού και να προσέλθουν στην πνευματική τράπεζα «καθαραίς ταις ψυχαίς», να ζήσουν το μυστήριο της απολύτρωσης. Εκπληκτικά τροπάρια είναι τα στιχηρά των Αίνων «Συντρέχει λοιπόν το συνέδριον των Ιουδαίων…» ποίημα Κοσμά του μοναχού, «Ιούδας ο παράνομος ο βάψας εν τω δείπνω την χείρα…», «Ιούδας ο προδότης δόλιος ων…» κλπ., ποιήματα Ιωάννου του μοναχού, ιστορούν την προδοσία του αγνώμονα μαθητή. Υπέροχο είναι ακόμα και το δοξαστικό «Ον εκήρυξεν Αμνόν Ησαίας έρχεται επί σφαγήν εκούσιον…».  Καταπληκτικά είναι επίσης και τα απόστιχα τροπάρια, ποιήματα του πατριάρχου Μεθοδίου, «Σήμερον το κατά του Χριστού πονηρόν συνήχθη συνέδριον…», «Σήμερον ο Ιούδας το της φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπείον…», και « Μηδείς, ω πιστοί, του δεσποτικού δείπνου αμύητος…», παρουσιάζουν κατά τρόπο ποιητικότατο την σύλληψη και την ψευδοδίκη του Κυρίου. Θαυμαστό είναι ακόμα και το δοξαστικό των αποστίχων «Μυσταγωγών σου Κύριε…»με το οποίο καλούνται οι μαθητές Του από Αυτόν  να γίνουν διάκονοι των ανθρώπων, όπως Εκείνος.      
       Αυτή η Μεγάλη Θυσία μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα στην Εκκλησία, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, την οποία παρέδωσε ο Κύριος τη σημερινή ημέρα στους μαθητές Του και μέσω αυτών στην Εκκλησία. Η απολυτρωτική Θυσία του Σταυρού συνεχίζεται στο διηνεκές στις άγιες Τράπεζες των ναών, ως την κυριότερη αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας. Ο Κύριος είναι παρών στην Εκκλησία Του μέσω του ιερού Μυστηρίου τη Θείας Ευχαριστίας. Εμείς γινόμαστε οργανικά, πραγματικά, μέλη του μυστικού Του Σώματος με την Κοινωνία του αγίου Σώματός Του. Έτσι συντελείται η σωτηρία μας.

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2018

Εἰσαγωγὴ στὰ πάθη


Α

Ἡ ἑβδομάδα τῶν παθῶν κεντρίζει τή μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ξαναφέρνει στή θύμησή τους τή μορφή τοῦ Χριστοῦ καί κάθε ἄνθρωπος ἀνασυνθέτει αὐτή τή μορφή, κατά τήν πίστη του, ἤ τά κριτήρια τῆς ἀπιστίας του.

Ἡ μόρφωση, ἤ ἡ ἀμάθεια τῶν ἀνθρώπων, δέν ἔχουν στήν προκειμένη περίπτωση καμμιά σημασία. Ὑπάρχουν σοφοί πού εἶναι πιστοί καί σοφοί πού εἶναι ἄπιστοι. Κι ὑπάρχουν «πτωχοί τῷ πνεύματι» πού λάμπουν σάν τόν ἥλιο κι ἀγράμματοι πού εἶναι ἀδιάφοροι, ἤ προληπτικοί. Ὁ καθιερωμένος τρόπος, πού οἱ διανοούμενοι καιροί μᾶς προσφέρουν γιά τή γνωριμία τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ βιογραφίες του. Βίοι τοῦ Χριστοῦ γραμμένοι ἀπό πιστούς καί βίοι τοῦ Ἰησοῦ σχεδιασμένοι ἀπό ἄπιστους. Ἡ βιογραφία εἶναι τό ἀγαπημένο λογοτεχνικό εἶδος τοῦ καιροῦ μας, γιατί μᾶς βγάζει ἀπ’ τόν κόπο τῆς ἀπευθείας γνωριμίας, τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ μέσα στό αὐθεντικώτερο τεκμήριο πού σώζεται, τήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Χριστός ὅμως δέν βιογραφεῖται, γιατί εἶναι μορφή πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τῆς ἱστορίας καί σάν τέτοια δέν μπορεῖ νά βρῆ βιογράφο μέ ὑπεριστορικό ἀνάστημα. Τό μόνο πού εἶναι κατορθωτό, στήν περίσταση, εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἐξηγηθῆ καί νά κατανοηθῆ τό Εὐαγγέλιο, πού εἶν’ ὁ μόνος δρόμος γιά νά προσεγγίση ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό, ὁ μόνος ἔναστρος οὐρανός, πού ὅσες φορές κι ἄν τόν μελετήσουμε μᾶς φανερώνει καινούργια ἀστέρια.

Τ’ ἀνθρώπινα βιβλία κι οἱ ἱστορίες δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν βιβλική πληρότητα, γιατί ἔχουν ὅλο τόν ἐφήμερο χαραχτήρα πού παρουσιάζει κάθε ἐκδήλωση τ’ ἀνθρώπου. Κι ὅταν ἱστορικές μορφές, ὅπως ὁ Σωκράτης, μᾶς παρουσιάζεται τόσο διαφορετικά στόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα, κι ὅταν τόση ἀπόσταση χωρίζει τόν Χριστόφορο Κολόμπο τοῦ Βάσερμαν ἀπ’ τόν Κολόμπο τοῦ Σαρκώ, κι ὁ πιό κοινός ἄνθρωπος μπορεῖ νά καταλάβη τί σημαίνει ἀπόπειρα βιογραφίας τῆς μοναδικῆς ὑπεριστορικῆς μορφῆς, δηλαδή τοῦ Θεοῦ.

Τά Εὐαγγέλια καί τούς Ἀποστόλους τά διαβάσαμε καί τ’ ἀκοῦμε. Ἀλλά δέν φτάνει. Ἄν δέν φουντώση μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ πραγματική λαχτάρα γιά τήν ἀλήθεια, τό Εὐαγγέλιο δέν ἀποκαλύπτει τούς μυστικούς θησαυρούς του κι ὁ Χριστός ὀρθώνεται στά μάτια μας μονάχα σάν ἱστορική μορφή. Εἶναι ἀδύνατο νά φτάσωμε στή γνώση, λέει ὁ Ματθαῖος, ἄν δέ νοιώσουμε κατάπληξη. Κι ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας, λογαριάζει τό θαυμασμό ἀρχή κάθε γνώσης. Ἡ διαφορά τῶν Εὐαγγελίων πρός τ’ ἄλλα βιβλία εἶναι πώς τά Εὐαγγέλια δέν ἱστορᾶνε μία ζωή, πού ἀρχίζει ἀπό ἕνα λίκνο καί τελειώνει σ' ἕνα τάφο, ἀλλά φανερώνουν τή μοναδική κι ἀπροσμέτρητη προσφορά τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο. Μ' ἄλλα λόγια, τά Εὐαγγέλια ἀφοροῦν περισσότερο τή δική μας ζωή, παρά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Γιατί γιά μᾶς εἶπεν ὅσα εἶπε, γιά μᾶς ἔπραξε ὅσα ἔπραξε, γιά τή λύτρωση τή δική μας μετρήθηκε μ’ ὅλη τήν κλίμακα τῶν πειρασμῶν καί γιά τή σωτηρία μας μαρτύρησε κι ἔχυσε τό αἷμα του στό Σταυρό. Ἄν πίσω ἀπ’ τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στά Εὐαγγέλια, δέν ἀνακαλύψουμε τό πρῶτο καί τό τελευταῖο λυτρωτικό μήνυμα χαρᾶς, ἄν στό λόγο του δέ συλλάβουμε τό κενό τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τό δρόμο πρός τό «χαροποιόν πένθος», τότε δέν ὑπάρχει κανένας τρόπος νά γνωρίσουμε τό Χριστό, ὅσα βιβλία κι ἄν διαβάσουμε, ὅσες σοφίες κι ἄν μᾶς παρασταθοῦν γιά νά βοηθήσουν στήν κατανόησή του. Ἡ θεϊκή του ἀχτινοβολία θά μᾶς ξεφεύγη.

 
* * *

Πόσο πιστή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη εἰκόνα μέσα στά Εὐαγγέλια καί πόση ἀπροσμέτρητη ἀπόσταση χωρίζει τό γήινο αὐτό τοπίο ἀπ’ τό Χριστό, φαίνεται θαυμαστά στήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα. Στόν πίνακα αὐτόν τρία εἶναι τά χαραχτηριστικά γνωρίσματα. Πρῶτα, ὁ τρόπος πού προκρίνει ὁ Ἰησοῦς νά μπῆ στά Ἱεροσόλυμα, δεύτερο τό στοιχεῖο πλῆθος, καί τρίτο ὅσα εἶπε κι ἔπραξε κείνη τή μέρα. Ἡ μόνη διαφορά ἀπ' τίς προηγούμενες φορές πού μπῆκε στήν Ἁγία Πόλη, εἶναι πώς τούτη μόνος του ζήτησε νά μπῆ «ἐπί πῶλον ὄνου».

Τό γνώριζε πώς ἔμπαινε θριαμβευτής. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λάζαρου εἶχε γίνει τό θέμα τῆς ἡμέρας. Λογαριάστηκε τό ἐπιστέγασμα τῶν θαυμάτων του καί τό πλῆθος τρέχει πάντα πίσω ἀπ' τό νικητή. Ὡστόσο ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἡ νίκη πού ἐννοοῦσε τό πλῆθος καί γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα τοῦ θριάμβου του δέν εἶχε κανένα ἀπ’ τά γνωστά χαραχτηριστικά τῶν Καισαρικῶν θριάμβων, πού δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ ἀποθέωση τῆς βίας κι ἡ κυνική προβολή τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας. Γι’ αὐτή τήν τελευταία του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ ζήτησε νά καθήση πάνω στό πιό ταπεινό πλάσμα τῆς δημιουργίας καί τό πιό περιφρονημένο. Σ' ἕνα γαϊδούρι. Τό ἴδιο ταπεινό ὑποζύγιο στάθηκε μάρτυρας στή γέννησή του καί τό ἴδιο, πού τόν φυγάδεψε μειράκιο, γιά νά σωθῆ ἀπ’ τό φονικό μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη, στήν Αἴγυπτο, τόν ὁδηγᾶ τώρα στήν ἁμαρτωλή πόλη τοῦ μαρτυρίου του. Καί δέν πρόκειται γιά τυχαία σύμπτωση. Ὁ Ἰησοῦς τό ζήτησε. Κι ἔστειλε μάλιστα δύο μαθητές του νά φέρουν τόν πῶλο καί τούς ὥρισε προκαταβολικά ποιά δικαιολογία νά προβάλουν στόν κτήτορα τοῦ ζώου. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ἐπιδίωξη διαφορετικήν εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα βοηθοῦσε σέ τέτοιαν ἐγκόσμιαν ἐπίδειξη. Ὁ θρίαμβος του ὅμως δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου καί γιά τοῦτο θέλησε ἡ εἴσοδός του νάχη ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ταπεινοφροσύνης καί κανένα ἀπό κεῖνα πού συνθέτουν τήν αἴγλη τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς.

Κι ἀπ' τήν ὥρα πού πατᾶ τούς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ, φουντώνει στήν ψυχή του ἡ μεγάλη δοκιμασία, ποὖχε ἀρχίσει κιόλας στήν Καπερναούμ. Κι ἡ δοκιμασία αὐτή εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς λαϊκῆς παραφορᾶς, αὐτοῦ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, πού δέν ἦταν κεῖνο πού Αὐτός ζητοῦσε.

Οἱ ὕμνοι καί τά «ὡσαννά» ἦταν μία φευγαλέα ἀναλαμπή μέσα στήν ψυχή τῆς μάζας. Κι ὁ λόγος ἦταν ἕνας καί πολύ ἁπλός. Πὼς ἦταν μάζα.

Τό σωτήριο μήνυμά του δέν ἀπευθυνόταν στά πλήθη, ἀλλά στά ἄτομα. Τό αἴτημα τῆς ἀγάπης δέν μπορεῖ νἄναι ὁμαδικό, ἀλλ’ ἀτομικό. Τόν καθένα ξεχωριστά καλοῦσε ν’ ἀγαπήση τόν πλησίον του σάν τόν ἑαυτό του. Κι ἡ λευτεριά πού εὐαγγελιζόταν δέν ἦταν ἡ λευτεριά τῶν ὁμάδων, ἐθνικῶν, φυλετικῶν ἤ θρησκευτικῶν, ἀλλ’ ἡ λευτεριά τοῦ ἀτόμου. Τόν ἄνθρωπο ἤθελε νά λευτερώση κι ἀπ’ τά δεσμά τῆς ὁμαδικῆς σκλαβιᾶς κι ἀπ’ τά χειρότερα δεσμά πού ἁλυσοδένουν τό νοῦ καί τήν ψυχή του, τά πάθη του. Σέ πόλεμο κατά τοῦ ἑαυτοῦ του κάλεσε τόν ἄνθρωπο καί τό πεδίο αὐτοῦ του πολέμου εἶν’ ὄξω ἀπ’ τά πλαίσια τῆς μάζας. Ὁ ἀγωνιστής γιά ν’ ἀναπτύξη τή στρατηγική σ’ αὐτόν τόν πόλεμο, χρειάζεται πρίν ἀπ' ὅλα ν’ ἀπαγκιστρωθῆ ἀπ' τή μάζα καί νά πάψη νἄναι πλῆθος. Μονάχα αὐτά, τά πνευματικά λευτερωμένα ἄτομα, ἀδερφωμένα μέ τῆς ἀγάπης τό μυστικό δεσμό, θεμελιώνουν τήν καθαγιασμένη κοινότητα, πού λέγεται Ἐκκλησία. Τ’ ἄλλα, εἶναι τό πλῆθος πού τήν Κυριακή τῶν Βαΐων φώναζε «ὡσαννά» καί μετά τρεῖς μέρες ὠρυόταν «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν». Μπροστά στήν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ πλήθους, ἡ ψυχή του γινότανε περίλυπη κι ἀκόμη βαθύτερος ἦταν ὁ πόνος του ὅταν ἔβλεπε τή χαρούμενη ἱκανοποίηση τῶν μαθητῶν του μπροστά στόν ἐνθουσιασμό, πού σέ λίγο θά μετάλλαζε σ' ἀνάθεμα καί κραυγή ὀργῆς καί θανάτου. Τῶν μαθητῶν πού ἦταν οἱ διαλεχτοί του, πού εἶχαν ἀκούσει τό λόγο του κι ἦταν μάρτυρες στά θαύματά του, τῶν μαθητῶν πού θά κοιμόνταν τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας του, πού θά τόν πρόδιναν, πού θά τόν ἀρνιόνταν καί κυριεμένοι ἀπό δειλία, θά τρέπονταν σέ φυγή, τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ μεγάλος πόνος τοῦ Ἰησοῦ, τό φοβερό μαρτύριο τῆς ψυχῆς του, ἀρχίζει ἀκριβῶς ὅταν γίνεται αἰσθητὴ ἡ μόνωση, ἐπειδή κανείς δέν τόν καταλαβαίνει. Γιατί δέν εἶναι μονάχα τό πλῆθος πού ἀλαλάζει, οὔτε οἱ Φαρισαῖοι κι οἱ Ἑλληνίζοντες Σαδουκαῖοι, πού εἶναι μακρυά του καί ξεσηκώνουνται καταπάνω του, ἀλλά οἱ δώδεκα ἀφοσιωμένοι μαθητές του, πού δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἀπ’ τήν Καπερναούμ ὡς τή Σταύρωση ζοῦμε ἀλλεπάλληλα τά στάδια σ’ αὐτό τό δράμα τῆς ἀσυνεννοησίας. Ὅταν, λίγο πρίν, εἶχεν ἀναστήσει τό Λάζαρο, γιά τήν ἴδια ἀφορμή εἶχε δακρύσει. Δέν τόν τρόμαζε ὁ θάνατος, πού τόν νίκησε, ἀλλά τ’ ἁμαρτωλά ἀνθρώπινα κριτήρια καί κείνων πού ἦταν οἱ ἀγαπημένοι του, κι ἡ ἀδύναμη πίστη τους. Τόν γνώριζαν καλά οἱ ἀδερφές τοῦ Λάζαρου κι ὅμως τό μόνο πού μπόρεσαν νά σκεφτοῦν καί νά τοῦ ποῦν κι οἱ δύο σέ διαφορετικές στιγμές εἶναι «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἄν ἐτεθνήκει». Πιστεύανε στή θεραπευτική δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν τολμοῦσαν νά σκεφτοῦν πώς μποροῦσε νά τόν ἀναστήση. Τό θέαμα τοῦ θανάτου εἶχε παραλύσει τήν πίστη, ὄχι μόνο τῆς πραχτικῆς Μάρθας, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς Μαρίας, πού «ἐξελέξατο τήν ἀγαθήν μερίδα». Ὁ Χριστός δέν δάκρυσε γιά τό Λάζαρο—τὸ θάνατό του τόν εἶχεν ἀναγγείλη στούς μαθητές του, πολύ πρίν φτάσει μπροστά στόν τάφο τοῦ Λάζαρου—αλλα γιά τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά σήκωση τ’ ἀβάσταχτο βάρος τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς.

Πλημμυρισμένος ἀπό τέτοια θλίψη φτάνει στό Ναό καί κεῖ ξεσπᾶ ἡ ὀργή του πάνω στούς κάπηλους πού εἶχαν μεταλλάξει τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ σέ «σπήλαιο ληστῶν» τούς μαστιγώνει καί καθαρίζει τό Ναό ἀπ' τά μολυσματικά παράσιτα.


 
Β

Ἀπ' τή μέρα πού ἀκολουθᾶ τήν εἴσοδό του στήν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἄρχοντες κι οἱ ἰσχυροί τοῦ καιροῦ τόν κεραυνώνουν μέ παραπειστικά ρωτήματα, μόνο καί μόνο, γιά νά βροῦν τή ζητούμενη ἐνοχή στίς ἀπαντήσεις του, ὥστε νά οἰκοδομήσουν τό σῶμα τοῦ ἐγκλήματος καί νά τόν θανατώσουν. Τά ρωτήματα πού τοῦ θέσανε διαδοχικά, εἶναι τ' ἀκόλουθα:

1ον) Μέ ποιό δικαίωμα κάνεις ὅσα κάνεις καί ποιός σούδωκε αὐτή τήν ἐξουσία;

2ον) Πρέπει νά πληρώνουμε τό φόρο στόν Καίσαρα ἤ ὄχι;

3ον) Ἄν ἑφτά ἀδέρφια παντρευτοῦν τήν ἴδια γυναίκα, ὁ καθένας μετά τό θάνατο τοῦ προηγούμενου, καί τέλος μετά τόν θάνατο καί τοῦ ἕβδομου ἄντρα, πεθάνη κι ἡ γυναίκα ἄτεκνη, τίνος ἀπ’ τούς ἑφτά θἄναι γυναίκα στή μέλλουσα ζωή;

4ον) Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή τοῦ Θεοῦ;

Ὁ Ἰησοῦς γνώριζε καλά καί τούς ἰσχυρούς πού τόν ρωτοῦσαν καί τούς Σαδουκαίους καί τούς Φαρισαίους, κι ἔβλεπε πόσο ὅλ’ αὐτά ἐκφράζανε περισσότερο τό χάσμα πού χώριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, παρά μία κοινή συνωμοσία ἀνθρώπων ἐνάντια σ’ ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα, μιλοῦσε πάλι θέλοντας νά χρησιμοποίηση γήινα κριτήρια, γιά νά μέτρηση καί νά καθορίση τά Οὐράνια. Ἄν εἶχαν λευτερωθῆ ἀπ’ τά πάθη τους, ἄν στή θέση τοῦ ἐπίγειου εὐδαιμονισμοῦ ἄφηναν νά βλάστηση ἡ ἀγάπη, ἄν λευτέρωναν τό πνεῦμα ἀπ’ τά βαρειά δεσμά τῆς ὕλης, δέν θά ρωτοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἀπό ποιόν ἀντλεῖ τήν ἐξουσία του. Θά τό γνώριζαν καί θάχανε ζήσει τή μεγάλη καί συγκλονιστική ὥρα τοῦ θαυμασμοῦ. Μή θέλοντας ὅμως οἱ ἴδιοι νά δοῦν, εἶχαν καταντήσει ἀθεράπευτα τυφλοί. Ὁ ἀνθρωπος—μάζα δέν νοιάζεται γιά τήν ἀλήθεια. Μόνο τό λευτερωμένο πνεῦμα νοιάζεται γι’ αὐτήν, καί γι’ αὐτό στέκεται πάνω ἀπ' τή μάζα. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπαντᾶ στό πρῶτο ρώτημα, ἀλλά ὑπόσχεται v’ ἀπάντηση, ἄν πρῶτοι αὐτοί ποὺ τόν ρώτησαν ἀποκριθοῦν στό δικό του ρώτημα, ἄν τό βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη γίνεται κατά θεία προσταγή, ἤ εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση; Κι οἱ ἀνθρωποι—μάζα ἀπαντοῦν πώς δέν γνωρίζουν, ἐπειδή, ἄν ὁμολογοῦσαν πώς εἶναι ἐκτέλεση θείας προσταγῆς, θάπρεπε ν’ ἀπολογηθοῦν γιά τήν ἀπιστία τους, κι ἄν λέγανε πώς εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, κινδυνεύανε νά ἐρεθίσουν τά πλήθη, πού πιστεύανε πώς ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης.

Τό δεύτερο ρώτημα εἶναι ὁ γνησιώτερος καρπός τῆς σύγχυσης τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ, τοῦ ἀνθρώπινου καί τοῦ θείου, τῆς ἐγκόσμιας σκοπιμότητας καί τῆς ἱερῆς μανίας, τῆς γήινης βασιλείας καί τῆς οὐράνιας. Ἡ σύγχυση τῆς ὀφειλῆς πρός τόν Καίσαρα κάθε ἐποχῆς καί τῆς ὀφειλῆς πρός τό Θεό, εἶναι τό σατανικώτερο ὅπλο, πού ἐπιτρέπει στόν ἄρχοντα τοῦ σκοταδιοῦ νά ταράζη ἀδιάκοπα τήν ἀδύνατη ἀνθρώπινη κοινότητα. Τό, κεῖνο πού ἀνήκει στόν Καίσαρα, δῶστε στόν Καίσαρα, καί κεῖνο πού ἀνήκει στό Θεό, δῶστε το στό Θεό, σημαίνει ξοφλῆστε τούς λογαριασμούς σας μέ τό ἐγκόσμιο στοιχεῖο καί καταπιαστῆτε μέ τή μεγάλη ὀφειλή πρός τόν πλάστη σας.

Ἡ ἴδια σύγχυση πεπερασμένου καί ἄπειρου, ἡ ἴδια μαζική προσήλωση στή γήϊνη νομοτέλεια φανερώνεται στό τρίτο ρώτημα. Οἱ Σαδουκαῖοι πού τό ὑποβάλανε δέν πιστεύανε στή μεταθάνατο ζωή. Ἦταν οἱ «προοδευτικοί» Ἑλληνίζοντες, καί τό ρώτημά τους ἦταν ἕνας καθαρός ἐμπαιγμός. Ὁ Χριστός ὅμως, παρά τό ἠλίθιο ρώτημα, δέν χάνει τήν εὐκαιρία ν’ ἀποδείξη πώς ἡ γήϊνη προβληματική δέν ὑπάρχει στή σφαίρα τῆς αἰωνιότητας, πώς ὅσοι περάσουνε τήν ἀθανασία δέν χρειάζουνται γάμους γιά νά διαιωνίσουνε τό εἶδος, ἀφοῦ τέτοιαν ἀνάγκη ἔχουν μονάχα οἱ θνητοί, ἀλλ' ὄχι οἱ ἀθάνατοι καί πώς ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ αὐτόματα φανερώνει τήν ἀλήθεια τῆς μέλλουσας ζωῆς, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ Θεός δέν μπορεῖ νἄναι Θεός νεκρῶν, ἀλλ’ ὁ Θεός τῶν αἰωνίως ζώντων.

Τό τέταρτο ρώτημα, μολονότι εἶναι κι αὐτό καρπός τοῦ ἴδιου δέντρου, δίνει τήν εὐκαιρία στόν Ἰησοῦ ν' ἀποκάλυψη τό θεμελιακό νόημα τοῦ Λόγου του καί τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς Χριστιανικῆς Οἰκοδομῆς. Κι αὐτά συνοψίζουνται σέ δύο ἐντολές, πού ὁ ἴδιος χαραχτηρίζει ἰσότιμες: Ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ' ὅλη σου τήν καρδιά, μ’ ὅλη σου τήν ψυχή, καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, καί ν’ ἀγαπήσης τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου.

Μόνο τό λεύτερο ἄτομο μπορεῖ νά προχώρηση σέ τέτοια ὁλοκληρωτική ἀγάπη. Τρίπτυχη εἶναι ἡ ἀγάπη αὐτή, γιατί τριαδική εἶν’ ἡ ἀλήθεια. Δέν περιορίζεται ὁ Θεϊκός ἐντολέας νά κερδίση τόν αἰσθηματικόν ἄνθρωπο, δέν φτάνει ἡ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς, οὔτε ὁλοκληρώνεται ἡ προσφορά μέ τήν ἀγάπη τῆς ψυχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀναγκαία κι ἡ προσχώρηση τοῦ «λογικοῦ ὄντος» σ’ αὐτό τό κλίμα τῆς ἀγάπης, γιά νἄναι ἡ προσφορά ὁλοκληρωμένη καί νά γίνη δυνατή ἡ πιθανότητα τῆς οὐράνιας βασιλείας. Ἡ κλιμάκωση τῆς ἀγάπης, ὅπως γίνεται σ’ αὐτή τή θεμελιακή ἐντολή, φανερώνει τή βασική διαφορά πού ὑπάρχει ἀνάμεσα ἐγκόσμιας καί πνευματικῆς διαδικασίας. Στόν Σαίξπηρ, ὅταν ὁ Ἀμλέτος βλέπει τόν ἠθοποιό νά συγκινιέται καί νά κλαίη γιά τά παθήματα τῆς Ἑκάβης, λέει:

«Δέν εἶναι τερατῶδες αὐτός ὁ θεατρίνος, ἔτσι γιά ἕνα ψέμμα νά μπόρεση νά ὑποτάξη τήν ψυχή του στοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὥστε τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, μέ δάκρυα στά μάτια». κ.λ.π.

Ξεκάθαρα ἡ γήϊνη δοκιμασία τῆς γνώσης κάνει τήν ἐκ διαμέτρου ἀντίστροφη πορεία ἀπό κείνην πού χρειάζεται γιά νά πλησίαση ὁ ἄνθρωπος τή γνώση πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος. Τή σχετική ἀλήθεια, τή μερική, τήν ἀλήθεια τοῦ κόσμου τῶν αἰστήσεων, τή συλλαβαίνει πρῶτα ὁ νοῦς, καί στή νοητική αὐτή σύλληψη ὑποτάσσεται ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τ’ ἀνθρώπου, ὥστε νά μπορῆ νά κάνη τό πρόσωπό του νά χλωμιάζη, νά γεμίζη δάκρυα τά μάτια του καί νά οἰκοδομᾶ ὅλη τήν ἐγκόσμια ψευταίσθηση, πού λέγεται πολιτισμός. Στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια ἡ κλιμάκωση εἶναι διαφορετική. Ἀρχίζει ἀπ' τήν καρδιά, ἁπλώνεται στήν ψυχή, κι ὁλοκληρώνεται στή διάνοια. Μπροστά στή μεγάλη ἀποκάλυψη σταματοῦν πρῶτα οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς, ἔπειτα φουντώνει στήν ψυχή ὁ συγκλονιστικές κεῖνος θαυμασμός, πού ὁ Κλήμης τῆς Ἀλεξάντρειας λογαριάζει προθάλαμο τῆς πίστης, κι ἀκολουθᾶ ἡ νόηση, πού λογικοποιεῖ καί σταθεροποιεῖ, ὅσα δέχτηκαν οἱ μυστικοί δέχτες τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς. Ἡ προβληματική αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπάρχει ἀκριβῶς σ' αὐτή τήν τριαδική κλιμάκωση, ὅπως ἡ προβληματική στή δεύτερη ἐντολή ὑπάρχει στόν ἑνικό ἀριθμό πού μεταχειρίζεται ὁ Χριστός γιά νά ὁρίση τόν «πλησίον» καί στίς λέξεις «ὡς ἑαυτόν».

Ὁ Ἰησοῦς δέν ὁρίζει ν' ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τούς πλησίον του, ἀλλά τόν πλησίον του. Ἀπ’ τήν ἐντολή ἀποκλείουνται οἱ ἀφηρημένες κεῖνες γενικεύσεις, πού δέν ὁδηγοῦνε παρά στήν σύγχηση καί στήν ἁμαρτία. Δέν ὁρίζει νά ἀγαποῦμε τήν ἀνθρωπότητα, γιατί αὐτό δέν σημαίνει ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε κι ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους, ἀλλά στόν ἄνθρωπο, σάν ἄτομο λευτερωμένο, πού καλεῖται ν’ ἀγαπήση τό διπλανό του, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ διπλανός. Καί συνεχίζοντας μέ τήν ἴδια σαφήνεια τήν ἐντολή, δέν ὁρίζει στόν ἄνθρωπο ν’ ἀγαπᾶ μονάχα, ἀλλά τοῦ καθορίζει καί πῶς ν’ ἀγαπᾶ. Σάν τόν ἑαυτό του. Ἀλλά τό πρόβλημα στό σημεῖο τοῦτο εἶναι ἐξαιρετικά πολύπλοκο. Γιατί πῶς ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του; Νά ἡ μεγάλη καί ἡ τραγική ἀπορία. Ὑπάρχουν δύο ἑαυτοί μας, ὁ ἐσωτερικός κι ὁ ἐξωτερικός. Πολύ συχνά ὁ ἐξωτερικός ἔχει τόση κυριαρχική ἐπιβολή, ὥστε ὁ ἐσωτερικός σχεδόν ἐξαφανίζεται. Τό πρόβλημα ἔτσι τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον συνοψίζεται πάλι στήν ἀποκάθαρση τοῦ ἀνθρώπου, στήν λύτρωσή του ἀπ’ τά δεσμά τῶν παθῶν, στό πρόβλημα τοῦ λευτερωμένου ἀτόμου, πού μόνο στά σπλάχνα του μπορεῖ νά ριζώση ἡ πίστη καί ν’ ἀνθίση τό πλατύφυλλο δέντρο τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Μ’ ἄλλα λόγια, ἄν δέν ὕπαρξη «κεκαθαρμένος» ἑαυτός, θέμα ἀγάπης πρός τόν πλησίον δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό σοφώτατα ἡ πρώτη ἐντολή ὁρίζει ν’ ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μ’ ὅλη σου τήν καρδιά, μ' ὅλη σου τήν ψυχή καί μ’ ὅλη σου τή διάνοια, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού δέν κατάφερε, μέ τέτοιον ἀπόλυτο τρόπο, ν' ἀγαπήση τόν Πλάστη του, εἶν’ ἀδύνατο ν’ ἀνακάλυψη τόν ἐσωτερικό ἑαυτό του, νά τόν ἀγαπήση καί νά τόν ὑψώση ὥστε ν’ ἀγαπήση καί τόν πλησίον του, εἴτε δίκαιος εἶναι, εἴτε ἁμαρτωλός, εἴτε ἄντρας εἶναι, εἴτε γυναίκα, εἴτε Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε Ἕλληνας, εἴτε δοῦλος εἶναι, εἴτε λεύτερος.

Δύσκολος ὁ δρόμος καί στενή ἡ πύλη. Ἀλλά πῶς νά γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ εἶν’ ὁ μόνος κι ὁ ἀποκλειστικός δρόμος ποὺ ὁδηγᾶ πρός τή λύτρωση;

Ἡ λυτρωτική προσφορά τοῦ Ναζωραίου δέν ἀπευθύνεται σέ ὁλότητες, ἀλλά στόν ἀπομαζοποιημένον ἄνθρωπο. Ἡ ὁδός πού χαράζει, εἶναι δρόμος ἀτομικῆς σωτηρίας κι ὅταν ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος ἀπευθύνεται στά πλήθη, ἤ στά Ἔθνη, δέν ἀπευθύνεται στήν ὁμαδική τους ὑπόσταση, ἀλλά στά ἄτομα πού τ’ ἀπαρτίζουνε καί καλεῖ τό καθένα ξεχωριστά, σάν μονάδα— προσωπικότητα, ν' ἀνοίξη τήν καρδιά, τήν ψυχή καί τό πνεῦμα στήν ἀλήθεια πού ἀποκαλύφτηκε.


 
Γ

Ἡ Εὐαγγελική διαλεχτική-ἀνατρέπει ὅλα τά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας καί τήν καθιερωμένη ἱστορική ἱεράρχηση. Ὅταν οἱ μαθητές φιλονικούσανε γιά τό ποιός θἄναι ὁ πρῶτος μεταξύ τους, ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πώς πρῶτος θάναι κεῖνος πού θά μπόρεση νά φερθῆ σάν ἔσχατος καί νά ὑπηρετῆ σάν νἄταν ὁ νεώτερος. Δηλαδή πρῶτος θάναι ὁ ταπεινές κι ὁ ἔσχατος, ἐνῶ στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, πρῶτος εἶναι κεῖνος πού ξέρει καί μπορεῖ νά ἐκμεταλλεύεται τήν ὑλική δύναμη καί νά χορταίνη μέ κολακεῖες.

Γι’ αὐτό ὅταν θέλη νά φάη μαζί τους, στέλνει τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη νά ἑτοιμάσουν τό Πασχαλινό δεῖπνο καί τούς ὁρίζει νά πορευτοῦν στήν πόλη ὅπου θά συναντήσουν ἕναν ὑπηρέτη πού θά κρατᾶ ὑδρία μέ νερό. Αὐτόν θ’ ἀκολουθήσουν κι αὐτός θά τούς ὁδηγήση στό σπίτι τοῦ κυρίου του, πού θά τούς δώση καί τήν κατάλληλη αἴθουσα κι ὅλα τά χρειαζούμενα. Ἕναν ταπεινό δοῦλο τούς στέλνει ν’ ἀκολουθήσουν καί δέν τούς στέλνει ἀπ’ εὐθείας στόν κάτοχο τοῦ σπιτιοῦ. Δέν εἶναι κι ἐδῶ τυχαία αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλ’ ἀπόλυτα ἐναρμονισμένη μέ τή βασική Εὐαγγελική ἀρχή τῆς ταπεινοφροσύνης. Τό ζητούμενο δέν βρίσκεται παρά ἄν ἀκολουθήσουμε τόν ταπεινό δοῦλο, πού σηκώνει στούς ὤμους του τήν ὑδρία μέ τό καθαρτήριο νερό, κι ὄχι τόν κύριο τοῦ δούλου, κι ὅταν ἀκόμα εἶναι πρόθυμος κι ἕτοιμος νά μᾶς δεχτῆ.

Ἴσως σκεφτῆ ὁ ἱστορικός πώς τρία χρόνια μαθητεία, θἄπρεπε νάχη βάλει τουλάχιστο τούς δώδεκα μαθητές, στό δρόμο τῆς πνευματικῆς ὡρίμανσης ! Ἦταν οἱ προνομιοῦχοι πού ὁ Χριστός διάλεξε καί τράβηξε ἀπό τό ἄμορφο καί ἀσυναίστητο πλῆθος. Εἶχαν ζήσει μαζί Του, εἶχαν ἀκούσει, ὅσο κανένας ἄλλος, τό λόγο Του, εἶχαν δεῖ ὅλα τά θαύματά Του. Κι ὅμως. Μέσα σ’ αὐτούς τούς δώδεκα, διατηροῦσαν τή θέση τους κι ἡ δειλία κι ὁ εὐδαιμονισμές κι ὁ θυμός κι ἡ φιλαρχία καί τό φοβερώτερο ἀπ’ ὅλα ἡ προδοσία. Ἄν ἡ εἰκόνα τῆς μάζας, πού ἄφηνε κραυγές ἐνθουσιασμοῦ καί φώναζε «Ὡσαννά», ὅταν πραγματοποίησε τήν τελευταία Του εἴσοδο στήν Ἱερουσαλήμ, κι ἔστρωνε τούς δρόμους, πού πέρασε, μέ τά ροῦχα της, ἀνεμίζοντας βάγια, ἀποτελοῦσε ἕνα τεκμήριο τῆς σύγκρουσης τῆς Ἱστορίας πρός τήν Ὑπεριστορία, ἡ εἰκόνα τῆς μικρῆς κοινότητας τῶν μαθητῶν του, ἀποτελοῦσε μία δραματική ἀκόμα φάση αὐτῆς τῆς σύγκρουσης.

Οἱ δώδεκα, πού θά κατηχοῦσαν ὅλα τά ἔθνη, ἔπρεπε νά καταλάβουν, πώς οἱ δρόμοι πού ὁδηγᾶνε στήν ἀπόλυτη ἀλήθεια, δέν ἔχουν καμμιά συγγένεια μέ τούς δρόμους πού εἶχε χαράξει γιά τόν ἴδιο σκοπό ἡ ἐγκόσμια σοφία. Δέν τούς κάλουσε ν’ ἀντιγράψουν τή μεθοδολογία τῶν Ἑλλήνων Φιλοσόφων, νά ἱδρύσουν νέα Ἀκαδημία ἤ νέα Στοά, νά συμπληρώσουνε τήν Ἀθήνα ἤ τήν Ἀλεξάντρεια, ἀλλά νά τίς ἀνατρέψουνε καί νά παραμερίσουνε τή φιλοσοφία, γιά ν’ ἀποκαταστήσουνε τήν ἀλήθεια ποῦχε σπαρῆ στή γῆ τοῦ Ἰσραήλ, ἀπό τούς Πατριάρχες, τούς Κριτές, τούς μεγάλους Βασιλιάδες, καί τούς Προφῆτες, γιά νά βρῆ τήν ἔκφρασή της στόν Ἐνσαρκωμένο Λόγο. Ἡ φιλοσοφία μέ τά χείλη τοῦ Σωκράτη διακήρυξε πώς «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα». Κι ὁ Ἰησοῦς κήρυξε μέ παρρησία ὀλότελ’ ἄγνωστη στή φιλοσοφία, «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή», καί τό «ὁ Οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν». Ἡ ὁδός ἀκριβῶς πού χάραζε, τούς ἔβγαζε ἀπό magna ignorantia τῆς φιλοσοφίας καί, τό σπουδαιότερο, παρουσιαζόταν ριζικά διαφορετική ἀπ’ τή φιλοσοφία» Δέν προβαδίζει πιά «τοῦ νοῦ ἡ σύλληψη», τοῦ Ἀμλέτου, ἀλλά τό σταμάτημα τῶν χτύπων τῆς καρδίας, μπροστά στήν ἐκτυφλωτική ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας. Ἡ ὁλοκληρωτική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον, πού κήρυξε, εἶναι τοπίο ὅπου μονάχα ἕνας δρόμος ὁδηγᾶ. Ὁ δρόμος τοῦ Πάθους.

Κεῖνος πού δέν εἶν’ ἕτοιμος νά ταπεινωθῆ, δέν μπορεῖς ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν ἀντέχει στόν περίγελο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού τρέμει γιά τό σαρκίο του δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού πουλᾶ ὅλα γιά νά μή χάση ἕνα μαλακό κρεββάτι, ἕνα ζεστό σπίτι, ἤ ἕνα καλό φαγητό, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού θέλει νἄναι πρῶτος καί πουλᾶ τά πρωτοτόκια γι’ αὐτό τό πινάκιο φακῆς, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού ἀποζητᾶ τόν κόλακα ἔπαινο τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κεῖνος πού δέν καταφέρνει νά ξεριζώση ἀπό μέσα του τή Λερναία Ὕδρα τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί τῆς περηφάνειας, δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση. Κι ὅποιος δέν μπορεῖ ν’ ἀγαπήση δέν μπορεῖ νά γνωρίση, γιατί μονάχα ὅποιος ἀγαπᾶ γνωρίζει, καί μονάχα αὐτός μπορεῖ νά πέραση μέσα στόν κύκλο τῆς ὑπερλογικῆς γνώσης, δηλαδή τῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄλλοι δρόμοι, εἴτε φιλοσοφία λέγουνται, εἴτε ποίηση, εἴτε τέχνη, εἴτε ἐπιστήμη, μονάχα ὡς τήν ὑποψία τῆς γνώσης μποροῦν νά φτάσουν, ἀλλ’ ὄχι στή γνώση καί τήν ἀλήθεια.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού μπορεῖ ν’ ἀγαπήση, εἶναι κεῖνος πού μπορεῖ νά σηκώση στούς ὤμους του τὸ βάρος τοῦ Πάθους.

Στήν ἀρχαία φιλοσοφία οἱ ἥρωες δέν μποροῦν νά σηκώσουν τό βάρος τοῦ πάθους. Τό προσπερνοῦν, τό παρακάμπτουν καί τό πράμμα διαφέρει. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πάθους εἶναι ὁλότελα σβυσμένη ἀπ’ τό θάνατο τοῦ Σωκράτη. Προχωρεῖ πρός τό θάνατο μέ ἀποκρουστική ἀδιαφορία, κι ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφική καί ζωϊκή ἐμπειρία του κατάφεραν νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἀπάθεια. Στήν ἀρχαία τραγωδία ὑπάρχει ἕνα πλῆθος πού παθητικά ὑποφέρει κι ἕνας ἄλλος κόσμος, ἰδανικός, πού τά πιό ψηλά του αἰστήματα εἶναι νοθεμμένα ἀπ' τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου, ὅπως μετροῦν αὐτό τό μεγαλεῖο τά μέτρα τοῦ περήφανου ἀνθρώπου.

Θρύψαλα λευτεριᾶς ὑπάρχουν στόν ἀρχαῖο κόσμο, κι ὄχι ἡ λευτεριά ποὔναι γέννημα ἀπόλυτης «κι-ὁλοκληρωμένης ἀγάπης. Στόν Χριστιανικὸ κόσμο δέν ὑπάρχουν οἱ διαχωρισμοί πού ὑπάρχουν στόν ἑλληνικό κόσμο. Γιατί γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀνώτεροι κι ἄνθρωποι κατώτεροι, ἄνθρωποι λεύτεροι κι ἄνθρωποι δοῦλοι, ἀλλά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν τά ἴδια χρέη πρός τόν Πλάστη τους καί τήν ἴδια νόμιμη μοίρα στήν ἀγάπη του, στή συγνώμη καί τό ἔλεός του.

Ὁ Ἀριστοτέλης τόσο ἦταν σίγουρος γιά τή φυσική ἀναγκαιότητα τῆς δουλείας, ὥστε δικαιολογώντας τή διατήρησή της ἔγραφε πώς: «Εἰ αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον οὐδέν ἄν ἔδει. Οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων».

Ἐπειδή ὅμως οἱ μηχανές εἶν’ ἀδύνατο νά κινηθοῦν μόνες τους, ἔβγαζε τό συμπέρασμα πώς ὁ θεσμός τῆς δουλείας εἶναι νόμος φυσικός κι ἀκατάλυτος. Ποῦ ὠδήγησε ἡ ἀρχαία φιλοσοφία καί τέχνη τό ξέρουμε ὅλοι. Γιατί δέν εἶναι ἄγνωστα τά αἴτια πού ὠδήγησαν τήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία στήν κατάρρευση. Οὔτε χρειαζόταν ἡ δραματική φυγή τοῦ Εὐριπίδη κι οἱ «Βάκχες» του, γιά νά μᾶς τό φανερώσουν. Κι ἡ φιλανθρωπία ἀκόμα ἄν κι ὀργανωμένη, δέν ἦταν καρπός ἀγάπης, ἀλλά κοινωνική δικαιοσύνη στήν ὑπηρεσία τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητας. Ὑπῆρχε μέριμνα γιά τά ὀρφανά καί τίς χῆρες τῶν πολέμων, προσπάθειες γιά τήν ἀσφάλεια τῶν γηρατιῶν ἀλλά ὅλα αὐτά ἦταν πολιτική δημαγωγία. Μᾶς τό φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ Σοφοκλῆς στόν «Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ», ὅταν αὐτή ἡ Ἀθήνα, ἡ φημισμένη γιά τή φιλοξενία της καί τό φιλάνθρωπο τῶν πολιτῶν της, ἀρνιέται ἄσυλο στόν συντριμμένον Οἰδίποδα. Ψεύτικη τή φήμη της διακηρύσσει ὁ Οἰδίποδας, ὅπως ψεύτικη εἶναι κάθε φιλάνθρωπη ἐκδήλωση, πού δέν εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης, σ’ ὅποιον τόπο καί σ’ ὅποιαν ἐποχή κι ἄν φανερώνεται.

Τό Ἑλληνικό μεγαλεῖο καί τό Χριστιανικό, δέν εἶναι μονάχα δύο κόσμοι διαφορετικοί, ἀλλά κι ἀντίθετοι. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι ἕνας κλειστός χῶρος, πού δέν ἔχει διέξοδο, γιατί στό ἀρχαῖο τραγικό δίλημμα δέν ὑπάρχει λύση. Ἡ λύση τῶν ἀπό μηχανῆς θεῶν στό θέατρο τοῦ Εὐριπίδη δέν ὀφείλεται σέ τεχνική ἀπορία τοῦ ποιητῆ, ἀλλά σέ ἀδυναμία νά ὁδηγήση τόν ἥρωά του στήν ποθητή ἐσωτερική λύτρωση. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, στόν ἀρχαῖο κόσμο ὑπάρχει τραγωδία καί στόν Χριστιανικόν ὑπάρχει πάθος, πού δέν εἶναι διόλου τό ἴδιο πράμμα. Τό ἀρχαῖο τραγικό κλίμα εἶναι τόπος χωρίς διέξοδο, καί τό Χριστιανικό πάθος εἶναι πένθιμη ὁδοιπορία πρός τό φῶς. Τό πρῶτο εἶναι πόνος θανάτου καί τό δεύτερο πόνος τοκετοῦ, πού ὁδηγᾶ πρός τήν ἀλήθεια καί τή ζωή. Ὁ Χριστιανισμός ἀπ’ τήν ἄποψη αὐτή, ὄχι μονάχα δέν εἶναι τραγικός, ἀλλ' εἶν’ ἀπόλυτα ἀντιτραγικός.

Ἄν ὁ Χριστός ἦταν τραγικός ἥρωας, κατά τήν ἑλληνικήν ἀντίληψη, θἄχε κιόλας ταφῆ κάτω ἀπ' τίς ἀδυναμίες καί τήν ἄρνηση τῶν μαθητῶν του. Ἀλλά μονάχα πάσχει. Γνωρίζει πώς κάτω ἀπ’ τή λάσπη τῶν ἀδυναμιῶν κρύβουνται θησαυροί, πού θά φανερωθοῦν σ' ὅλη τήν κατοπινή σταδιοδρομία τους καί στόν μαρτυρικό τους θάνατο. Ξέρει πώς στό πάθος ὡριμάζει πνευματικά ὁ ἄνθρωπος καί νοιώθει πώς στό πάθος αὐτό εἶναι ὁλότελα μόνος. Ὄχι μονάχα δέν βλέπει γύρω του κανέναν καρπό τῆς διδαχῆς Του, ἀλλά κι αὐτούς τούς δώδεκα νά βρίσκουνται πνευματικά τόσο μακρυά του, σάν νά τούς χωρίζει ἄβυσσος.

Αὐτή ἡ μόνωση, μετά τόση ἄσκηση, τόσο πλούσιο κήρυγμα καί τόσα θαύματα, ἔκανε τό πάθος Του ἀληθινά ἀβάσταχτο.


 
Δ
Ποιό εἶναι ὅμως τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ ὠνομάσαμε μόνωση στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ; Ἡ ἀσυνεννοησία. Ἀλλά σέ τί ἀκριβῶς δέν μπόρεσε νά συνεννοηθῆ ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του; Στό ἕνα καί βασικό: Πώς ἡ βασιλεία Του δέν ἦταν τοῦ κόσμου τούτου. Τή λέξη «βασιλεία» καί «δόξα» τίς ἐξήγησαν πάντα μέ κριτήρια ὁλότελα γήϊνα, μέχρις ὅτου μετά τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λευτερώθηκαν ἀπ’ τά γήϊνα κριτήρια. Αὐτή ἦταν ἡ βασική ἀφορμή, πού δέν τούς ἄφησε νά νοιώσουν τό σωστό νόημα τῶν θαυμάτων του. Κι οἱ ὄχλοι κι οἱ μαθητές, ὡς ἕνα βαθμό πιστέψανε πώς ὁ Κύριος, πού γιάτρεψε τυφλούς καί παραλυτικούς καί δαιμονισμένους, ὁ γυιός τοῦ Θεοῦ, πού κατάφερε νά χόρταση χιλιάδες ἀνθρώπους μέ πέντε ἄρτους καί ν’ ἀνασταίνη νεκρούς, θά ἐξαφάνιζε τούς ἐχθρούς του μ’ ἕνα ἁπλό κίνημα τοῦ χεριοῦ Του καί δέν θ’ ἄφηνε τήν ἐγκόσμια ἁμαρτία νά ξευτελίση, νά ταπείνωση, νά βασανίση, καί νά θανάτωση τόν Γιό τοῦ Ἀνθρώπου. Περίμεναν μία τελική νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν Του, μία νίκη πού νά ξεπεράση τίς νίκες τοῦ Σολομώντα, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τοῦ Μεγαλέξαντρου καί τοῦ Καίασαρα. Μία νίκη, πού νά θαμπώση τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, κι ἕναν θρίαμβο, πού νά ξεπερνᾶ τούς μεγαλύτερους τῶν Καισάρων. Δέν τούς περνοῦσε κἄν ἡ ὑποψία, παρ’ ὅλα ὅσα εἶχαν δεῖ κι εἶχαν ἀκούσει πώς σ' ἄλλο δρόμο ὁδηγούσανε κι ὁ λόγος Του καί τά θαύματά Του. Καί, τό σπουδαιότερο, δέν εἶχαν καταλάβει τήν παρουσία τοῦ διαβόλου σέ τέτοιου εἴδους κριτήρια. Βλέπανε τό θαῦμα σάν δικαιολογία τῆς πίστης, σάν τό κίνητρο πού ὁδηγᾶ στήν πίστη, καί ὄχι σάν τόν καρπό στό πλατύφυλλο δέντρο τῆς πίστης! Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν δῆ κανείς ὁλότελα δαιμονιακή αὐτή τήν ἑρμηνεία τοῦ θαύματος. Μήπως ὁ σατανᾶς δέν εἶχ' ἐπιχειρήση νά καθιέρωση αὐτήν τήν ἑρμηνεία ὅταν, μετά τήν ἄσκηση τοῦ Χριστοῦ στήν ἔρημο, τρεῖς φορές ἔθεσε μπροστά του τόν ἀμείλιχτο πειρασμό; Καί δέν ἦταν πιά, οἱ πειρασμοί αὐτοί, πειρασμοί πού ἀφοροῦσαν τή σάρκα, ἀλλά πειρασμοί πού χτυποῦσαν ὁλόϊσια τό πνεῦμα. Καθαρά ὁ ἑωσφόρος ἀμφισβητεῖ τή θεϊκή του φύση λέγοντάς του νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους τήν ὥρα πού πεινᾶ κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίνεται μέ μίαν ἀπόκριση πού ξεπερνᾶ τό θαῦμα πού ζητοῦσε τό πνεῦμα τοῦ κάκου. «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπί παντί ρήματι Θεοῦ».

Ὁ σατανᾶς ὅμως δέν ἀποκαρδιώνεται, ἀλλ’ ἐπιμένει.

Τόν ἀνεβάζει στό βουνό καί κεῖ καλεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση Του νά νικήση τή θεϊκή. Καλεῖ τή σάρκα νά νικήση τό πνεῦμα, χαρίζοντάς της ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου κι ὅλα τά γήϊνα ἀγαθά. Τό πνεῦμα ὅμως μένει ἀδάμαστο κι ἀδούλωτο σέ τέτοιο θαυμαστό βαθμό, ὥστε ἀπ' αὐτό τό καταπληχτικό θαῦμα τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς ἐπηρεασμένος ὁ Παῦλος νά διακήρυξη στήν πρός Γαλάτες ἐπιστολή του πώς «ὁ σπείρων εἰς τήν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκός θερίσει φθοράν, ὁ δέ σπείρων εἰς τό πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωήν αἰώνιον ».

Ὁ σατανᾶς ὅμως ἐπίμονα προβάλλει καί τόν τρίτο πειρασμό. Ὁδηγᾶ τόν Ἰησοῦ στό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ καί τόν καλεῖ, ἄν εἶναι ἀληθινές γυιός τοῦ Θεοῦ, νά πέση ἀπό κεῖ γιά νά τρέξουν οἱ ἄγγελοι τοῦ πατέρα Του νά τόν σώσουν, ὥστε νά μήν χτυπήση οὔτε τό πόδι του. «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου», στάθηκε ἡ ἀποστομωτική ἀπόκριση τοῦ Ἰησοῦ, πού ἡ ἐγκόσμια σοφία δέν μπόρεσε νά συλλάβη τό βαθύ της νόημα. Ἀναρωτήθηκαν ὅλοι γιατί δέν προχώρησε σ’ αὐτό τό θαῦμα, πού θά φανέρωνε σ’ ὅλη της τήν παντοδυναμία τή θεϊκή του φύση καί θ’ ἀποστόμωνε κάθε ἀμφιβολία. Αὐτό τό ρώτημα εἶναι τό μεγαλύτερο ἔρεισμα τῆς ἀντιχριστιανικῆς φιλοσοφίας καί κρύβεται πίσω ἀπό κάθε ἀντιχριστιανική κριτική. Τά ἐγκόσμια κριτήρια συμφωνοῦν πώς ὁ Χριστός ἔπρεπε νά δεχτῆ τήν πρόκληση καί νά σταθῆ καταφατικός κι ἀποφασιστικά ἀποκαλυπτικός. Ἔπρεπε νά μετάλλαξη τίς πέτρες σέ ἄρτους, ἔπρεπε νά πέση ἀπ’ τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ χωρίς νά πάθη τίποτα, γιά νά σκορπιστῆ κάθε ἀμφιβολία καί νά διαλυθῆ τό πυκνό νέφος τῆς ἀπιστίας. Ἡ διαλεκτική αὐτή, πού εὐσταθεῖ μπροστά στά κριτήρια τοῦ λογικοῦ, σωριάζεται σάν χάρτινος πύργος μπροστά στή χριστιανική νόηση τῆς ζωῆς.

Γιά νά κατανοηθῆ αὐτή ἡ νόηση ἄς παραδεχτοῦμε, ἔστω κι ὑποθετικά, πώς ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τήν πρόκληση κι ἔπεφτε ἀπ' τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ κι ἄς ὑποθέσουμε πώς ὁ οὐράνιος πατέρας Τοῦ ἔστελνε τούς ἀγγέλους Του νά Τόν κρατήσουν, ὥστε νά μήν πάθη οὔτε τό μικρό δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ Του κι’ ἄς ἐξετάσουμε ποιά θἄταν ἡ λογική συνέπεια τέτοιου θαύματος. Μία καί μόνη. Ὁ φόβος! Ὁ πανικός θἄταν ἀπό κείνη τή στιγμή ὁ ἠθικός κανόνας τῆς ζωῆς, κι οἱ ἄνθρωποι τρέμοντα σαρκία μπροστά στόν Θεό, πού εἶχαν τόσο ἀσύστολα προκαλέσει. Ὁ τρόμος λοιπόν θἄταν ἡ συνέπεια τέτοιου θαύματος, κι ἡ μεταβολή τῶν ἀνθρώπων σέ δούλους τῆς βίας. Θέμα λευτεριᾶς δέν μποροῦσε πιά νά ὑπάρξη, οὔτε καί θέμα ἀγάπης. Καί ρωτῶ τόν ἁπλοϊκό ἤ σκεπτόμενο, ἄν θά μποροῦσε νά ζήση κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη μ' ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, πού ἔχει τή μαγική δύναμη νά τοῦ ἐπιβάλλεται μέ τή βία τῆς μαγείας κι ὄχι μέ τήν δύναμη τῆς ἀγάπης καί τῆς λευτεριᾶς. Εἶμαι σίγουρος πώς τέτοια ζωή θά τή λογαρίαζε περισσότερο θάνατο παρά ζωή. Γιατί ὁ ἄνθρωπος πού θά γνωρίση τέτοια ἐμπειρία, πού θ' ἀντικρύση τόν ὁριστικό θάνατο τῆς προσωπικότητας παύει πιά νά ζῆ κι ἀναδεύει σ' ἕνα σκοτεινό τάφο. Τό θαῦμα ὡς μέσο βίαιου πειθαναγκασμοῦ καί καταναγκαστικῆς μετατροπῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ σέ ἐνάρετο, εἶναι ὁ ἀντίποδας τοῦ Χριστιανικοῦ πνεύματος. Δέν μποροῦσε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς νά δεχτῆ πρόκληση πού θά εἶχε ὡς συνέπεια τή δουλεία καί τό μίσος, πού τήν συνακολουθεῖ. Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἕνα τέτοιο θαῦμα θἄταν ἀρκετό γιά νά καταρρεύση ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ θείου πρός τόν ἄνθρωπο καί νά θρυμματιστῆ τό δῶρο πού ἔστελνε ὁ Πλάστης πρός τό πλάσμα, μέσω τοῦ ἐνανθρωπισμένου Λόγου, ἡ Ἐλευθερία. Ὁ Χριστός ἦρθε λυτρωτής καί τά θαύματα πού ἔκανε δέν ἦταν ἐγκόσμια διανοητικά ἐπιχειρήματα γιά νά τρομοκρατήσουν τούς ἄπιστους, ἀλλά δῶρα πού στεφανώσανε τούς πιστούς. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δεχόταν τή σατανική πρόκληση δέ θά θεμελίωνε Ἐκκλησία λεύτερων πνευματικά ἀνθρώπων, ἀλλά στρατόπεδο συγκέντρωσης δούλων. Στήν πρώτη ριζώνει τό δέντρο τῆς ἀγάπης, πού καρπός του εἶναι ἡ ἐλευθερία καί δεύτερο ριζώνει τό δέντρο τοῦ τρόμου, πού καρπός τοῦ εἶναι τό μίσος.

Στό σημεῖο αὐτό προβάλλει ἕνα ρώτημα, πού δέν ἀναφέρεται πιά στή Χριστολογία, ἀλλά στήν δαιμονολογία. Δέν γνώριζεν ὁ σατανᾶς τήν ἀήττητη θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ; Κι ἄν τήν γνώριζε, γιατί ματαιοπονοῦσε, περιμένοντας νά πέση ἀπό τό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ; Καί δῶ εἶναι τό παράδοξο.

Καί τό πρῶτο γνώριζε καί τό δεύτερο περίμενε. Τό γιατί δέν εἶναι καί τόσο ἄγνωστο. Ἡ σατανική ὀντολογία, ἔχει κι αὐτή τό μυστικό της δράμα. Γνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Θείου καί τήν αἰώνια κι ἀκατάλυτη δύναμή του, ἀλλά δέν γνωρίζει τό περιεχόμενο τοῦ Θείου. Ὁ σατανᾶς γνωρίζει, τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶν’ ὁλότελα ἀνίκανος νά συλλάβη τούς ἀπέραντους ὠκεανούς τῆς ἀγάπης Του. Ἄν εἶχε συλλάβει τό περιεχόμενο τῆς θείας ὀντότητας δέν θἄχε ξεπέσει. Τό δράμα του μοιάζει μέ τό δράμα τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν κατά σάρκα. Ἀπό τά δικά του κρίνει τ’ ἀλλότρια. Τό φαινόμενο αὐτό μᾶς τό προσφέρει καθημερινά ἡ ζωή. Οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι δουλωμένοι στό χρῆμα, πιστεύουνε πώς μ’ αὐτό μποροῦν ν' ἀγοράσουν τά πάντα. Ἀπ’ τά ὑλικά ἀγαθά, ὡς τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων. Τό δράμα τους ὅμως εἶναι πώς κάποια μέρα φεύγουν ἀπ’ τόν κόσμο, χωρίς νάχουν καταλάβει πώς μ’ ὅλους τους θησαυρούς τους δέν ἀγοράσανε τίποτα, ἀφοῦ δέν καταφέρανε νά κερδίσουνε τήν ἀγάπη ἔστω καί μίας ψυχῆς.

Ἔτσι κι ὁ σατανᾶς. Ἀγνοώντας ὁλότελα τό μαγευτικό τοπίο τῆς ἀγάπης, πιστεύει, πώς κάθε φύση εἶναι καταδικασμένη, ἀπό τήν ἴδια της τή σάρκα νά ὑποκύψη στούς πειρασμούς του. Ὁ Γκαῖτε εἶδε ὁλοκάθαρα τό Μεφιστοφελικό αὐτό δράμα. Τή μοίρα τοῦ Ἑωσφόρου νά γίνεται, μ’ ὅλους τους πειρασμούς κι ἄθελά του, ὄργανο τῆς θείας οἰκονομίας.

«Κομμάτι εἶμαι αὐτῆς τῆς δύναμης

Ποὺ θέλοντας νά πράττη τό κακό

ὑπηρετεῖ αἰώνια τό καλό».

Τό «ἀνάγκη γάρ ἐλθεῖν τό σκάνδαλον», εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς σατανικῆς ἀναγκαιότητας, μέσα τήν οἰκονομία τοῦ κόσμου, χωρίς ἡ ἀναγκαιότητα αὐτή νἄναι συντριπτική γιά τή Θεία οἰκονομία.

Αὐτή τή βασική οὐσία τῆς διδασκαλίας του καί τῶν θαυμάτων του εἶχαν παρανοήσει ὅλοι κι αὐτό στάθηκε τό πνευματικό μαρτύριο τοῦ Ἰησοῦ, κατά πολύ μεγαλύτερο ἀπ' τό σωματικό. Τό μέγα πάθος. Αὐτό τό ἴδιο κριτήριο πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὑπάρχει σ’ ὅλη του τή στάση ἀντίκρυ στούς μαθητές του. Τρία χρόνια τοὺς δίδαξε, τρία χρόνια πρόσφερε τή ζωή του φωτεινό παράδειγμα, τόσα θαύματα ἔκανε κι ὅμως τίποτα δέν ἔπραξε καί δέν εἶπε, πού νά φανερώνει διάθεση νά ἐκβιάση τήν πνευματική τους ὡρίμνση. Ὅσο κι ἄν αὐτός ἔπασχε, ἔπρεπε νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατέρα πού τόν εἶχε στείλει. Ἔπρεπε νά ταπεινωθῆ αὐτός, ὁ ἀναμάρτητος, νά σταυρωθῆ σάν κακοῦργος, ν’ ἀτιμαστῆ, νά ταφῆ καί ν’ ἀναστηθῆ, γιά νά καταλάβουνε οἱ μαθητές τή σημασία ὅλων αὐτῶν, πού εἶδαν κι ἄκουσαν. Ἔπρεπε νά προσευχηθῆ γι' αὐτούς περισσότερο, νά μεσολάβηση γιά νά πετύχη κείνη τή χάρη, πού χωρίς αὐτήν δέν θά μποροῦσαν νά ὑψωθοῦν στίς ἀπροσπέλαστες σφαῖρες τῆς πνευματικῆς λευτεριᾶς, ὥστε οἱ δειλοί τῶν ὡρῶν τῆς δίκης τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φυγάδες, αὐτοί πού τόν ἀρνήθηκαν ἀπό φόβο, νά νικήσουν ὅλους τους πειρασμούς τοῦ νοῦ καί τῆς σάρκας κι ὑμνολογώντας τον νά μαρτυρήσουνε γιά τή δόξα του.


 
Ε
Ὅσα εἶπε κι ἐπραξεν ὁ Χριστός ἀπό τή μέρα πού μπῆκε στήν Ἱερουσαλήμ, ὡς τήν ὥρα πού πιάστηκε, εἶναι καταπληχτικά καί βαθύτατα. Οἱ μαθητές του ἦταν ἀδύνατο νά σηκώσουν τό βάρος πού ἔκλειναν οἱ τελευταῖες του ὑποθῆκες. Ἀδιάκοπα ἀποροῦν μέ τούς λόγους του καί τόν ἀναγκάζουνε νά τούς κατηγορήση πώς δέν τόν καταλαβαίνουν. Ἡ νοοτροπία τους δέν βρίσκεται ἀκόμα πολύ μακρυά ἀπ’ τή νοοτροπία τοῦ πλήθους, πού εἶχε πιστέψει στό Χριστό. Ὅπως αὐτό, ἔτσι καί κεῖνοι δέν μποροῦσαν νά πιστέψουνε πώς οἱ ἰσχυροί τοῦ Ἰσραήλ μποροῦν νά θανατώσουν τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Κι ὅμως ὁ Χριστός, πραγματιστικώτερος ἀπ' ὅλον τόν ἐπιστημονισμό τῶν αἰώνων, τούς ἔχει κιόλας διδάξει, πώς ἄν ὁ σπόρος πού πέση στή γῆ δέν θαφτῆ καί δέν πεθάνη, θ’ ἀπομείνη μία ἔρημη καί ξεκομμένη μονάδα. Ἄν ὅμως θαφτῆ καί πεθάνη, τότε μονάχα θά φέρη τόν πλούσιο καρπό. Αὐτό τό νόμο, αὐτή τή διαδικασία τοῦ Πάθους εἶναι ὑποχρεωμένος ν’ ἀκολουθήση ὁ θεῖος φορέας τῆς ἀλήθειας. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά φιλοσοφικά συστήματα, θεωρίες κι ἰδέες. Αὐτά ἦταν ἡ σπορά τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, πού ἀναζητοῦσε τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν ἦταν ἡ ἀλήθεια. Δέν μιλεῖ ποτέ μέ τόν ἀφηρημένο τρόπο τῶν φιλοσόφων, ἀλλά μέ τόν συγκεκριμένο τῆς ζωῆς. Δέν λέει ν’ ἀγαπήσουμε τήν ἀνθρωπότητα ἀλλά τόν πλησίον μας. Δέν μᾶς καλεῖ νά γίνουμε κοινωνοί στήν ἀφηρημένη ἰδέα τῆς ἐλεημοσύνης, ἀλλά νά δώσουμε σ’ αὐτόν τόν ἴδιο ψωμί ὅταν πεινᾶ, νερό ὅταν διψᾶ, ροῦχα ὅταν εἶναι γυμνός. Στήν ἐχτέλεση τοῦ χριστιανικοῦ χρέους δίνει ἕναν τόνο ἄμεσης σχέσης κι ἐπαφῆς μέ τόν ἴδιον. Κι ὅ,τι δίνουμε στόν πλησίον, σ' αὐτόν τό δίνουμε καί ὅ,τι δέν δίνουμε, ἀπ’ αὐτόν τό στεροῦμε. Τήν Πλατωνική ἰδέα ἀντικαθιστᾶ ἀπόλυτα, ὄχι ἄλλη ἰδέα, ἀλλά ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος. Γίνεται ὁ ἴδιος προσωπικά, κανόνας ζωῆς, γίνεται κι ἡ ὁδός κι ἡ ζωή κι ἡ ἀλήθεια «εἰ ἐγνώκειτε μέ καί τόν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν». Καί πιό κάτω ἐπιπλήττοντας τό Φίλιππο γιά τήν ἀδυναμία του νά καταλάβη, τοῦ λέει: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα».

Ἕνα ἄλλο σημαντικό γεγονός φανερώνεται στίς τελευταῖες συγκεντρώσεις τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του κι αὐτό σημειώνεται μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἰούδα ἀπό τό μυστικό δεῖπνο. Τούς ἀποκαλεῖ γιά πρώτη φορά Φίλους. Ἡ περικοπή εἶναι καταπληχτική:

«Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος• ὑμᾶς δέ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἅ ἤκουσα παρά τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν».

Δέν ἔχει γιά τόν Χριστό σημασία ὅτι δέν εἶχαν ἀκόμη τή χάρη νά καταλάβουν. Ὅταν θά κατανοοῦσαν, δηλαδή μετά τό θάνατο καί τήν Ἀνάστασή του, ἡ σπορά αὐτή θά φούντωνε σέ καταπληχτική βλάστηση.

Τό πνεῦμα τῆς ἀπιστίας πού ζητοῦσε τό θαῦμα ὡς ὄργανο πειθαναγκασμοῦ καί τρομοκρατίας, τό ἴδιο ἀπορεῖ πάλι γιά τήν ἀργή νόηση τῶν μαθητῶν. Κι ἀναρωτιέται γιατί τόσα γεγονότα, ἀφοῦ αὐτοί ἦταν οἱ διαλεγμένοι τοῦ Ἰησοῦ καί μποροῦσε τό πνεῦμα νά ἐπιφοιτήση συντομώτερα. Ἦταν ἀληθινά οἱ διαλεγμένοι, ὅπως διαλεχτός ἦταν κι ὁ Ἰούδας καί διαλεχτός ἦταν κι ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ. Κι ὅμως πρίν ἀπ’ τήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχει ἡ Παληά καί τά ἐκτρωτικά μέσα τῆς ἐγκόσμιας ἐπινοητικότητας εἴν’ ἄγνωστα στή θεία οἰκονομία. Ὑπάρχει μία θαυμαστή περικοπὴ τοῦ Χρυσοστόμου πού ξηγᾶ τήν ἀνάγκη νά προϋπάρξη ὁ παληός νόμος πρίν ἀπ’ τό νέον.

«Εἰ δέ τίς τοῦ παλαιοῦ νόμου κατηγορεῖ, σφόδρα μοι δοκεῖ ἄπειρος σοφίας πρεπούσης νομοθέτην εἶναι καί καιρῶν δύναμιν ἀγνοεῖν καί συγκαταβάσεως κέρδος. Ἄν γάρ ἐννοήσης τίνες ἦσαν οἱ ταῦτα ἀκούοντες καί πῶς διακείμενοι καί πότε τήν νομοθεσίαν ἐδέξαντο ταύτην, σφόδρα ἀποδέξη τοῦ νομοθέτου τήν σοφίαν καί ὄψει ὅτι εἷς καί ὁ αὐτός ὁ ἐκεῖνα καί αὐτά νομοθετήσας ἐστι. Εἰ δέ παρά τήν ἀρχήν τά ὑψηλά καί ὑπέρογκα εἰσήγαγε παραγγέλματα, οὔτ' ἄν ταῦτ' ἐδέξαντο, οὔτ’ ἐκεῖνα. Νῦν δέ ἐν καιρῶ τῷ προσήκοντι ἑκατέρα διαθεῖς τήν οἰκουμένην δι' ἀμφοτέρων καί κατώρθωσεν ἅπασαν».

Γνωρίζει ὅτι ἡ ὡρίμανση πρέπει νἄρθη ὄχι γιά νά καταπλήξη τήν ἀπιστία, ἀλλά γιά v’ ἀποδώση ὁ σπόρος πού σπάρθηκε καρπούς στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου καί νά ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ πέμψαντος ΙΙατρός.

Ὁ νέος κανόνας ζωῆς, σ’ ἀντίθεση μέ τόν ἑλληνικό, εἶναι Λόγος ἐνανθρωπισμένος, εἶναι ὁ κανόνας πού κάνει τόν Παῦλο νά γράψη πρός τούς Γαλάτες! «Χριστῷ συνεσταύρομαι ζῶ δ' οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός, ὁ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ νέα σχέση πού καθιερώνεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, σχέση ριζικά διαφορετική ἀπό κείνη πού προϋπῆρχε. Ἡ ὑποθήκη ὅμως, πού ξεπερνᾶ τά πλαίσια τοῦ γνωστοῦ ἀνθρώπινου τοπίου, εἶναι κεῖνο, πού τίς τελευταῖες αὐτές μέρες τῆς γήινης ζωῆς του, προσφέρει ὡς τήν ἀνώτατη ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Τήν ταπείνωση. Ἀλλά τί εἶναι ἡ ταπείνωση; Εἶναι πάθος. Νά σταθῆ ὁ ἄνθρωπος μέ ταπεινοφροσύνη μπροστά στόν πνευματικά ἀνώτερό του, ἤ στόν ὑλικά δυνατώτερο, δέν εἶναι ταπείνωση. Εἶναι σωφροσύνη. Ταπείνωση εἶναι νά πλύνη τά πόδια τῶν ἀνθρώπων, πού ὄχι μονάχα ἦταν κατώτεροί του, ἀλλά οὔτε κἄν τόν καταλάβαιναν. Κατάπληκτοι μένουνε οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μπροστά στήν ὑπέρτατη αὐτή ἔκφραση τῆς ἀγάπης, πού μονάχα ὁ Θεός μποροῦσε νά συλλάβη καί νά πραγματοποιήση. Ὡς τή στιγμή τοῦ νιπτήρα, ἡ ἀγάπη δέν εἶχε βρῆ ἀκόμα τήν πνευματική της ἔκφραση. Ἀπό κείνη ὅμως τή στιγμή, μέ τό δρόμο τῆς ταπείνωσης φωτίζεται ἀπό οὐράνιο μυστηριακό φῶς, ἄγνωστο στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἕνα χάσμα ὡστόσο χωρίζει τό Δάσκαλο ἀπ’ τούς μαθητές, πού μόνο ὁ Σταυρός θά γεφύρωση. Τά κριτήρια τοῦ κόσμου. Οἱ νόμοι τῆς ἱστορίας κυριαρχοῦνε ἀσυναίσθητα καί κυβερνοῦνε ἀκόμη κι αὐτή τή μικρή καί διαλεγμένη κοινότητα. Ἡ ἰδέα ἑνός Μεσσία, πού θανατώνεται ἀπό ταπεινούς ἐχθρούς, εἶναι σχῆμα γι’ αὐτούς ἀπαράδεχτο. Στά βάθη τῆς ψυχῆς τους περιμένουν νά συμβῆ κάτι τό ἀπροσδιόριστο. Τό δράμα τους ἦταν ὅτι ἄν οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἐγκόσμιες θά εἶχαν φανερώσει πολύ νωρίτερα τ’ ἀποθέματα τοῦ φυσικοῦ τους θάρρους. Ἀλλά ἡ γενναιότητα πού τούς ζητοῦσε ἦταν κατά πρῶτο λόγο γενναιότητα πνευματική. Ὁ Πέτρος εἶχε πρόχειρο τό μαχαίρι γιά νά κόψη τ’ αὐτί τοῦ ἐχθρικοῦ δούλου, τή στιγμή πού πιάνουν τόν Χριστό, ἀλλά δέν εἶχε τό πνευματικό μαχαίρι πού χρειαζόταν γιά ν’ ἀνοίξη πόλεμο μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ποῦνε κι ὁ δυσκολώτερος πόλεμος. Τό πνευματικό του μαχαίρι εἶχε στομώσει τήν ὥρα τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ κι ὅταν ὁ ἱδρώς του ἔσταζε «ὡσεί θρόμβοι αἵματος, καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» αὐτός κοιμόταν, ἐνῶ τόν εἶχε παρακαλέσει ν’ ἀγρυπνᾶ καί τρεῖς φορές ἀρνιόταν τό Χριστό γιά νά μήν κακοπάθη σωματικά.

Αὐτή τήν πνευματική γενναιότητα, πού ἀτσαλώνει πρῶτα τήν ψυχή κι ὕστερα τό σῶμα, τήν ἀγνοοῦσαν ἀκόμη καί δέν τή γνώρισαν παρά ὅταν εἶχε ὁλοκληρωθῆ τό θέλημα τοῦ Πατρός. Δέν ἦταν διόλου δύσκολο στόν Ἰησοῦ νά ξεσηκώση τίς μάζες σ' ἐπανάσταση, νά στρέψη τούς Φαρισαίους νά χτυπήσουν τούς Σαδουκαίους, ν’ ἀγωνιστῆ μέ τά μέσα πού ἔχουν καθιερώσει οἱ ἄνθρωποι γιά νά ἐπιβάλουν ἰδέες ἤ πολιτικά καί κοινωνικά καθεστῶτα. Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἦρθε νά ἐπιβάλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά νά τήν ἀποκαλύψη καί νά τήν κηρύξη. Νά φανέρωση μιὰ γιά πάντα πώς ὁ Ἐνανθρωπισμένος Λόγος εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ζωή καί ἡ ἀλήθεια καί πώς χωρίς τό πάθος καί τή σταύρωση, ὁ σπόρος δέν ἀποδίνει καρπό. Γι’ αὐτό ὀνομάζει τό σταυρό δόξα καί βλέπει στέφανο στό μαρτύριο.

Τίποτα ἀπ' τά λόγια του καί τά ἔργα του δέν ἔχει τόν ἐλαχιστώτερο σπόρο τῆς βίας. Ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἱστορία τῆς βίας, εἶναι ὁλότελα ξένη πρός τό δικό Του αἴτημα. Αὐτό εἶναι κεῖνο πού σκαντάλισε τόν Ἰούδα, πού ἦταν φυλακισμένος στά πλαίσια τῆς ἱστορίας, ἐνῶ ὁ Χριστός εἶχεν ἔρθη γιά νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο ἀπ' τά δεσμά τῆς ἱστορίας καί στή θέση τῆς ἱστορίας τοῦ ἐπαναστατημένου ἀνθρώπου, ν’ ἀποκαταστήση τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου πού ξανάφτιαξε τό δεσμό μέ τόν πλάστη του.


 
ΣΤ

Τό πρόβλημα Ἰούδας ἔχει ἀπασχολήσει καί τούς θεολόγους καί τούς φιλόσοφους καί τούς ἱστορικούς καί τούς ποιητές. Νομίζω πώς δέν ὑπάρχει ἀπομονωμένο πρόβλημα Ἰούδα καί πώς ἡ ἀνασύνθεση τῆς μορφῆς του ἀπό ἀμφίβολα ἱστορικά κριτήρια, συσκοτίζει τό θέμα ἀντί νά τό ξεκαθαρίση. Τό ἴδιο μπορεῖ νά πῆ κανείς καί γιά κείνους πού θέλουν νά ἡρωοποιήσουνε τόν Ἰούδα, μέ τόν ἰσχυρισμό πώς ἦταν ἀπαραίτητος στό θεῖο δράμα καί στήν οἰκονομία του καί κατά συνέπεια ἀνεύθυνος.

Δέν εἶναι λιγώτερο αὐθαίρετες οἱ θεωρίες γιά τόν τάχα ὑπερπατριωτισμό τοῦ Ἰούδα κι ἡ προσπάθεια νά δικαιολογηθῆ ἡ προδοσία μέ τήν ἐκδοχή ὅτι ὁ Ἰούδας πίστεψε πώς ὁ Ἰησοῦς θἄταν ὁ ἐλευθερωτής τοῦ σκλαβωμένου Ἰσραήλ κι ὅταν τόν εἶδε νά διστάζη σ' αὐτό τό δρόμο, τόν πρόδωσε γιά νά λυγίση τούς δισταγμούς του.

Οὔτε ἀπαραίτητος ἤτανε στό θεῖο δράμα καί τήν οἰκονομία του, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶχε ἀρκετούς ἐχθρούς γιά νά τόν δείξουνε στή φρουρά καί νά τόν παραδώσουνε. Οὔτ’ ὁ Ἰησοῦς ζοῦσε στήν παρανομία ἀφοῦ κήρυττε μέσα στίς συναγωγές καί μπῆκε τόσο πανηγυρικά στά Ἱεροσόλυμα, ὥστε ν' ἀποτελῆ κατόρθωμα ἀστυνομικό ἡ ἀνακάλυψή του. Οὔτε ἰδεολογικά ἦταν τά κίνητρα τοῦ Ἰούδα, οὔτε ἦταν μοιραῖο πρόσωπο προκαθωρισμένο ἀπό τήν Πρόνοια, γιά τήν οἰκονομία τοῦ πάθους, οὔτε ἦταν τόσο φιλάργυρος, ὥστε νά γίνη προδότης, οὔτε τόσο ἠλίθιος, ὥστε νά μή καταλάβη τρία ὁλόκληρα χρόνια, πώς ἄν αὐτός ἐνδιαφερόταν γιά τήν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Χριστός ἔπασχε γιά λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅλου του κόσμου. Ἀλλά τό πιό σημαντικό ἀπ’ ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι ὁ Ἰούδας γνώριζε πώς ὁ Χριστός δέν μποροῦσε νά παρασυρθῆ ἀπό κανέναν ἐκβιασμό καί ν’ ἀλλάξη, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τή γραμμή του. Αὐτό τό τελευταῖο, τό γνώριζεν ὁ Ἰούδας περισσότερο ἀπ’ τό νόημα τῶν λόγων καί τῶν ἔργων τοῦ δάσκαλου, ἀπ' τά θαύματα καί τίς προφητεῖες του, πού δέν κατόρθωσε ποτέ νά συλλάβη τό νόημά τους, ὅπως δέν εἶχαν κατορθώσει κι οἱ ἄλλοι μαθητές. Εἶχε συλλάβει μέ τό κοινό ἀνθρώπινο αἰσθητήριο, τή συντριπτική ἀνωτερότητα καί τό δυσβάσταχτο μεγαλεῖο του Δάσκαλου. Στή μικρή κοινότητα ἦρθε κι αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἦρθε μ’ ὅλα του τά ἐλαττώματα καί τίς ἀδυναμίες, ἀλλά μ’ ἀγαθή διάθεση. Ἡ διαφορά του μέ τούς ἄλλους μαθητές, δέν ἦταν, πώς αὐτός ἦταν γραμματισμένος κι ἐκεῖνοι ἀγράμματοι, οὔτε πώς αὐτός εἶχε ἐλαττώματα καί κεῖνοι δέν εἶχαν, ἀλλά κάπου ἄλλου. Διαφέρανε στήν ἀνθρωπιά. Μπορεῖ νἄταν εὐέξαπτος καί βίαιος ὁ Πέτρος, πάνω ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτά ἦταν μεγαλόκαρδος κι ἄδολος. Ὁ Ἰωάννης μπορεῖ νάχε φανατικές ἀδιαλλαξίες, ἀλλ’ ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀφοσίωσης καί τῆς θυσίας. Κι ὁ Θωμᾶς παρ’ ὅλη τήν παθολογική δυσπιστία του, ἦταν ἡ εὐθύτητα ἐνσαρκωμένη. Μπορεῖ νἄταν χωράφια μέ τριβόλους κι ἀγκάθια, στό βάθος τούς ὅμως κρύβανε ἀγαθή γῆ, πρόσφορη νά καρπίση πλούσια, μετά τό βοτάνισμα.

Ἀντίκρυ σ' αὐτούς ὁ Ἰούδας ἦταν ἄνθρωπος μικρός καί ψυχή στενή κι ἄγονη. Στά σπλάχνα τῶν ἄλλων μποροῦσε νά ριζώση ἡ ἀγάπη, ἐνῶ στά δικά του δέν μποροῦσε. Τόν Ἰησοῦ δέν τόν καταλάβαιναν οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅπως δέν τόν καταλάβαινε κι ὁ Ἰούδας. Οἱ ἄλλοι ὅμως τόν ἀγαποῦσαν, ἐνῶ ὁ Ἰούδας δέν μποροῦσε νά τόν ἀγαπήση. Τό δράμα τοῦ Ἰούδα στάθηκε ἡ ἀδυναμία του ν’ ἀγαπήση. Εἶν' εὔκολο νά καταλάβη καθένας, ποῦ μπορεῖ νά φτάση ἕνας ἄνθρωπος, πού δέν ἀγαπᾶ τό δάσκαλό του, πού δέν τόν καταλαβαίνει καί παρά ταῦτα νοιώθει συντριπτικό τό μεγαλεῖο του. Στό μίσος πού καρπός του εἶναι τό ἔγκλημα κι ἄνθος του ἡ προδοσία. Τρία χρόνια ἔζησε τό μαρτύριο τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου, πού ἀνάγκασε τόν ἑαυτό του νά ζῆ κοντά σ' ἕναν τιτάνα, κι ὑποχρέωσε τό φθόνο νά συζῆ μέ τήν ἁγιότητα καί τήν πονηρή συνείδηση, νά μοιράζεται τό χρόνο καί τό ψωμί μέ τήν ἁγνότητα. Ὅλα τ’ ἄλλα, ὅσα κι ἄν πέρασαν ἀπό τό μυαλό του, εἶναι δευτερογενεῖς καταστάσεις. Καί τό δράμα γίνεται ἀκόμη πιό φοβερό, ὅταν ἀναλογιστοῦμε πώς ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τόν Ἰούδα, ὅσο ἀγαποῦσε καί τούς ἄλλους μαθητές του. Γιατί δέν ὑπάρχει τυραννικώτερο μαρτύριο γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν ἀγαπᾶ, νά δέχεται τήν ἀγάπη τοῦ προσώπου πού μισεῖ. Πρίν ἀπ' τήν προδοσία, ἕνας λόγος τοῦ Ἰούδα, στό σπίτι τοῦ Λάζαρου, ἐνισχύει ἀπόλυτα τήν ἑρμηνεία αὐτή τοῦ Ἰούδα. Ὅταν ἡ ἀδερφή τοῦ Λάζαρου, ἡ Μαρία, γονατίζη κι ἀλείφη τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο, ὁ μόνος πού ἀποδοκιμάζει αὐτήν τήν ἐκδήλωση ἱερῆς λατρείας, εἶν’ ὁ Ἰούδας. Ἄν πουλούσανε αὐτό τό μύρο, λέει, θά μαζεύανε τρακόσα δηνάρια, πού θά μποροῦσαν νά μοιράσουν στούς φτωχούς. Δέν νομίζω πώς ἡ κατηγορία τοῦ αὐστηροῦ Ἰωάννη, πώς αὐτό τό ζήτησε ὁ Ἰούδας γιά νά κλέψη τά τρακόσα δηνάρια ἐνδιαφέρει τούτη τή στιγμή. Νομίζω πώς περισσότερο ἀπ’ τή φιλαργυρία, τόν Ἰούδα τόν ἔσπρωξε σ’ αὐτή τήν παρατήρηση ὁ φαρμακερός του πόθος νά μειώση τόν Ἰησοῦ, νά τόν παραστήση σ' ἀντίφαση μέ τή διδαχή τῆς ἁπλότητας, νά τόν κατεβάση στό ἐπίπεδό του ναρκισσευάμενου ματαιόδοξου, νά χαμηλώση αὐτό τό πνευματικό καί ἠθικό μεγαλεῖο, πού τοῦ εἶχε γίνει ἐφιάλτης. Ἡ ἀποστομωτική ἀπάντηση πού τούδωκεν ἡ καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, χειροτερεύει τήν κατάσταση, γιατί συσσωρεύει βαθύτερα τό μίσος, πού διοχετεύεται πιά πρός τό δρόμο τῆς προδοσίας.

Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης δέν ἐπιτρέπει στόν Ἰούδα νά ξεπεράση τ' ἀνθρώπινα κριτήρια. Δέν βλέπει στό Χριστό παρά μία μεγαλειώδη ἀνθρώπινη φύση, πού δέν μποροῦσε νά ξεφύγη τό νόμο τῆς φθορᾶς. Τό ρυθμό αὐτοῦ του νόμου θέλει νά ἐπιταχύνη μέ τήν προδοσία, γράφοντας μία σελίδα ἱστορίας.

Ἀλλά γιατί πῆγε κοντά στό Χριστό, ἀφοῦ δέν ἀγαποῦσε καί γιατί δέν ἔφυγε νωρίτερα, χωρίς νά προδώση; Τήν ἀπάντηση δέν χρειάζεται νά μᾶς τήν δώση, οὔτ’ ἡ φιλοσοφία, οὔτ' ἡ ποίηση. Μᾶς τήν δίνει καθημερινά ἡ ζωή. Κι ἀκόμα πιό πραγματικόν μᾶς ξαναζωντανεύει τόν Ἰούδα, ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας. Μήπως ἀπ’ ἀγάπη ζυγώνει ὁ καθένας μας τήν θρησκεία, τήν ἐπιστήμη, τήν τέχνη, ἤ τήν διακυβέρνηση τοῦ λαοῦ; Μήπως ἡ ἀγάπη εἶναι τό θεμέλιο τῶν θεσμῶν μας; Καί μήπως ἡ προδοσία δέν ἔχει γίνει κανόνας τῆς πολιτικῆς, τῆς κοινωνικῆς καί τῆς πνευματικῆς ἀκόμη ζωῆς; Γιατί ἀποροῦμε μέ τίς ἐσωτερικές ἀντιφάσεις τοῦ Ἰούδα καί τίς βρίσκουμε ἀσυνήθιστες καί τερατώδεις καί δέν παραξενευόμαστε διόλου, οὔτε βρίσκουμε τερατώδεις τίς δικές μας ἀντινομίες; Ἐμεῖς δέν εἴμαστε κεῖνοι πού ἕξη μέρες κουρελιάζουμε τό νόμο καί τήν ἕβδομη, τήν Κυριακή, τόν προσκυνοῦμε; Ἐμεῖς δέν ἔχουμε διακηρύξει, πὼς δέν χρειάζεται νἄναι κανείς πιστός γιά νἄναι θεολόγος; Δέν εἴμαστε ἀκόμα ἐμεῖς κεῖνοι πού ἔχουμε ὑποβιβάσει τή μελέτη τῆς Θείας Διαθήκης σέ παιχνίδι μίας λαίμαργης καί περίεργης διάνοιας; Ἤ μήπως ξεχνᾶμε πὼς παίζουμε τήν κωμωδία τῶν αὐστηρῶν συζύγων, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἴμαστε ἡ ἐνσάρκωση τῆς μοιχείας; Οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, ποὺ παρασταίνουνε τό πρωί τούς Ἡρακλεῖς τῆς ἠθικῆς, δέν εἶναι οἱ κυνικώτεροι πορνοβοσκοί; Καί στούς ἴδιους ἀνθρώπους δέν συναντᾶμε ταυτόχρονα, τόν πατριώτη καί τόν κάπηλο, τόν κήρυκα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τόν ματαιόδοξο εὐδαιμονιστή καί τόν διανοούμενο, ποὺ δέν ἔχει οὔτε τήν πιό παραμικρή δυνατότητα νά σκεφτῆ; Μέ τοῦ νοῦ τή σύλληψη, ὅπως λέει κι ὁ Ἄμλετ, πλησίασε ὁ Ἰούδας τό Χριστό κι ὁ ἁμαρτωλός του νοῦς τόν κράτησε κοντά του κι ὁ ἴδιος νοῦς τόν ἔσπρωξε στήν προδοσία. Ἔτσι ὁ Ἰούδας γίνεται ὁ φυσικός πρόγονος τοῦ ἐπαναστατημένου διανοούμενου ὅλων τῶν καιρῶν κι ὅλου τοῦ κόσμου. Γίνεται τό σύμβολο ὅλων κείνων πού σπρώχνουν τό νοῦ νά προβαδίση κι ἀφίνουν ἄτονη καί βραδυποροῦσα τήν καρδιά. Θάνατος τῆς ἀγάπης, πού σημαίνει θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή εἶναι στήν οὐσία της ἡ πραγματικότητα τοῦ Ἰούδα. Εἶναι ἡ αἰώνια νύχτα. Ἐνῶ στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ἀναστηνόταν τό αἰώνιο ἀνέσπερο φῶς.

Τὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου





Τό εὐχέλαιο εἶναι ἕνα ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποιο τελεῖται στόν ναό ἤ στο σπίτι γιά τήν ἴαση σωματικῶν καί ψυχικῶν ἀσθενειῶν.


Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἡ σύσταση τοῦ εὐχελαίου, ὅπως καί τῶν ὑπόλοιπων μυστηρίων, ἀνάγεται στήν Καινή Διαθήκη καί μάλιστα τήν Καθολική Ἐπιστολή Ἰακώβου:
(κεφάλαιο ε´, στίχοι 14 -15).
Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας καί προσευξάσθω ἐπ' αὐτόν ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ἤ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ.

(ἀπόδοση στήν νεοελληνική)

Εἶναι κάποιος ἀπό σᾶς ἄρρωστος; Νά προσκαλέσει τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας νά προσευχηθοῦν γι' αὐτόν καί νά τόν ἀλείψουν μέ λάδι, ἐπικαλούμενοι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Καί ἡ προσευχή πού γίνεται μέ πίστη θά σώσει τόν ἄρρωστο· ὁ Κύριος θά τόν κάνει καλά. Κι ἄν ἔχει ἁμαρτίες, θά τοῦ τίς συγχωρέσει.

Καθώς ἡ πρώτη μαρτυρία περί τοῦ εὐχελαίου συναντᾶται στήν Καθολική Ἐπιστολή Ἰακώβου, ἡ συγγραφή τῆς ἀκολουθίας τοῦ εὐχελαίου ἀποδόθηκε στόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν ἀδελφόθεο, χωρίς ὄμως κάτι τέτοιο νά ἰσχύει στήν πραγματικότητα. Ἡ ἀπόδοση τῆς πατρότητας τῆς ἀκολουθίας τοῦ εὐχελαίου στόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν ἀδελφόθεο ὀφείλεται καί στή συχνότατη μνεία τοῦ ὀνόματός τους στίς εὐχές, καθώς καί στήν παρεμβολή τροπαρίων πρός τιμήν του.


Η ΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἡ ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου τελεῖται "ἐν ἐκκλησίᾳ ἤ ἐν οἴκῳ". Στά ἀρχαῖα λειτουργικά βιβλία ὑπάρχουν εἰδικές εὐχές γιά τήν εὐλογία τοῦ ἐλαίου, ὥστε αὐτό νά ἀποκτήσει ἰαματική δύναμη. Οἱ ἁπλές αὐτές εὐχές ἐξελίχθηκαν μέ τόν καιρό σέ πλήρη ἀκολουθία, πού τελοῦνταν στό ναό μαζί μέ τή θεία λειτουργία, ὅπως καί ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας . Και ἐάν μέν ὁ ἀσθενής ἦταν σέ θέση νά μετακινηθεῖ, παρευρίσκονταν κι ἐκεῖνος κατά τήν τέλεσή της. Διαφορετικά, μετά τό πέρας τῆς θείας λειτουργίας, οἱ ἱερεῖς μετέβαιναν στό σπίτι τοῦ ἀσθενῆ καί τόν ἔχριαν μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο.

Ἀργότερα ἡ ἀποδέσμευση τῆς ἀκολουθίας τοῦ εὐχελαίου ἀπό τή θεία λειτουργία ὁδήγησε στή γενίκευση της τελέσεώς της στά σπίτια. Σ' αὐτό συνετέλεσε καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰακώβου "προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους " ὁπότε ἐννοεῖται ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου στά σπίτια.

Ἡ ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου τελεῖται "εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος ". Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ σωματική ἀσθένεια θεωρεῖται ὡς ὁ πικρός καρπός τῆς ἁμαρτίας. Ὁποιαδήποτε ἀσθένεια, ὡς διαταραχή τῆς ἁρμονικῆς λειτουργίας τοῦ σώματος, ὀφείλεται σέ πνευματικά αἴτια καί κυρίως στή διαταραχή τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ παράβαση, συνεπῶς, τοῦ θείου νόμου ἔχει συνέπειες καί στήν ἴδια τήν ὑγεία μας.

Στά ἱερά κείμενα δέν παρουσιάζεται μόνο ἡ στενή σύνδεση τῆς ἀσθένειας μέ τήν ἁμαρτία ἀλλά συγχρόνως ὑποδεικνύεται καί ὁ τρόπος τῆς θεραπείας: ἡ εἰλικρινής μετάνοια καί ἡ ἐπιστροφή στόν Θεό. Δέν εἶναι σπάνια καί τά περιστατικά, κατά τά ὁποῖα καί οἱ ἴδιοι οἱ γιατροί ὁμολογοῦν ὅτι παρίσταται ἀνάγκη ἀντιμετωπίσεως διαφόρων ἀνιάτων κυρίως, ἀσθενειῶν καί διά πνευματικῶν μέσων τῆς χάριτος . Αὐτά διεγείρουν στόν ἀσθενῆ τήν ἀπαραίτητη μετάνοια καί τήν ἀνάκτηση τῆς εἰρηνικῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό.

Συχνά οἱ βαρειές σωματικές παθήσεις καταδεικνύουν τήν εἰδική μέριμνα τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ στόν ἀσθενῆ ἄνθρωπο. Αὐτές οἱ παθήσεις θεραπεύονται εἴτε μέ τήν ἐπίκληση τῆς θείας βοηθείας εἴτε μέ τή χρησιμοποίηση , παράλληλα πρός τά φυσικά μέσα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, καί τῶν ὑπερφυσικῶν μέσων τῆς θείας χάριτος διά τῶν σχετικῶν μυστηρίων, ὅπως τοῦ εὐχελαίου.


ΤΑ ΟΡΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἡ ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου, ὅπως συνήθως τελεῖται σήμερα, ἀποτελεῖται ἀπό διάφορα λειτουργικά στοιχεῖα: εἰρηνικά καί ἁγιάστική εὐχή τοῦ ἐλαίου, ἑπτά ζεύγη βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων (ἀποστολικά καί εὐαγγελικά) μέ ἰσάριθμες αἰτήσεις καί εὐχές καί τέλος ἱλαστική (συγχωρητική) εὐχή γιά τούς παρευρισκομένους.

Γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοποθετεῖται πάνω σέ κάποιο τραπέζι τό εὐαγγέλιο, μικρή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, κανδήλα ἀναμμένη καί δοχεῖο μέ ἀλεύρι, στό ὁποῖο ἀνάβονται ἑπτά κεριά.

Ἡ κανδήλα πρέπει νά εἶναι καθαρή καί νά τοποθετεῖται στό κέντρο τοῦ τραπεζιοῦ μαζί μέ μιά εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Στήν κανδήλα μέσα τοποθετεῖται ἁγνό λάδι, ἔνδειξη καθαρῆς καί ὁλοπρόθυμης προσφορᾶς στόν Θεό. Τό λάδι δέν ὑπῆρξε γιά πολλούς ἀνθρώπους μόνο βασικό εἶδος διατροφῆς, ἀλλά καί πολύτιμο φάρμακο. Γι' αὐτό καί ὁ καλός Σαμαρείτης στήν ὁμώνυμη παραβολή (Εὐαγγέλιον κατά Λουκᾶν) περιποιεῖται στοργικά τόν τραυματία ρίχνονας στίς πληγές του λάδι. Ἡ θεραπευτική, μαγική ἤ συμβολική χρήση τοῦ λαδιοῦ εἶναι εὐρύτερα διαδεδομένη σέ πολλούς λαούς καί θρησκεῖες.

Ἄλλο, ὅμως, τό ἔλαιο τοῦ εὐχελαίου. Οὔτε ἡ θεραπευτική χρήση τοῦ ἐλαίου, οὔτε ἡ μαγική χρήση του σέ ἀρχαίους λαούς, οὔτε ἡ θρησκευτική του χρήση στή λατρεία τῆς Π. Διαθήκης, μειώνει τήν ἀξία τοῦ χριστιανικοῦ αὐτοῦ μυστηρίου. Γενικά, τό ἔλαιο, χρησιμοποιούμενο στή θ. λατρεία, ἐκλαμβάνεται ὡς σύμβολο τοῦ θείου ἐλέους, τῆς πνευματικῆς δύναμης καί τῆς ἄφθονης παροχῆς στούς πιστούς τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, τό ἔλαιο, μετά τίς εὐχές τῶν ἱερέων, δέν εἶναι πιά κοινό λάδι· ὅπως καί στή βάπτιση: τό νερό τῆς κολυμβήθρας, μετά τίς εὐχές τοῦ λειτουργοῦ, δέν εἶναι πιά κοινό νερό.

Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας γίνεται ἡ χρίση μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο. Συνήθως χρίεται σταυροειδῶς τό μέτωπο, τό σαγόνι, οἱ δύο παρειές καί τά χέρια μέσα στήν παλάμη καί στό ἐξωτερικό τους μέρος. Μ' αὐτή τή χρίση, ζητοῦμε ἀπό τόν Κϋριο νά θεραπεύσει τό πνεῦμα, τίς σκέψεις καί ὁλόκληρο τόν ἐσωτερικό κόσμο. Ἀκόμη, νά δίνει δύναμη σ' ἐκεῖνα τά μέλη τοῦ σώματος μέ τά ὁποῖα κάνουμε τίς περισσότερες πράξεις· τά χέρια εἶναι τά μέλη πού ἐκτελοῦν τίς ἐντολές τοῦ μυαλοῦ μας.

Δέν εἶναι ἐπισης ἄτοπο, σέ περίπτωση ἀσθενείας , νά χρείεται, ἐάν εἶναι δυνατό, καί τό μέλος πού πάσχει. Ἡ χρίση τῶν ἄλλων προσώπων ἤ μελῶν τῆς οἰκογενείας, πού ἦταν ἀπόντα κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου, μπορεῖ νά γίνει καί ἀπό κάποιο λαϊκό χριστιανό, μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ ἱερέα. Ἡ χρίση ἀποτελεῖ τό ὁρατό καί αἰσθητό σημεῖο τοῦ μυστήριου τοῦ εὐχελαίου.

Στό δοχεῖο μέ τό ἀλεύρι ἀνάβουμε ἑπτά κεριά. Πρόκειται γιά ἐκσυγχρονισμό ἑνός παλιοῦ ἐθίμου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν σιτάρι. Τό σιτάρι ἦταν ἕνας εἶδος πού ὑπῆρχε σέ ὄλα τά σπίτια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως σήμερα τό ἀλεύρι πού τό ἀντικατέστησε. Σήμερα μέ τό ἀλεύρι αὐτό κατασκευάζουν πρόσφορο γιά τή θ. λειτουργία· ἔτσι εἶναι καλό νά ἐπακολουθεῖ καί τό μυστήριο τῆς θ. εὐχαριστίας. Τό ἀλεύρι δέν συμβολίζει κάτι ἰδιαίτερο· πρόκειται γιά ὑλικό, ἁπλό καί κατάλληλο γιά τή σταθεροποίηση τῶν ἑπτά κεριῶν. Ὁ ἀριθμός ἑπτά εἶναι συμβολικός "εἰς τύπον τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος", ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.


ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Μέ τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου ἔχουν συνδεθεῖ ὁρισμένες παρεξηγήσεις, ἐνστάσεις ἤ δεισιδαιμονίες.

Καί πρῶτα ἀπ' ὅλα, ὁρισμένοι θεωροῦν ὅτι μέ τήν ἱλαστική (συγχωρητική ) εὐχή τοῦ εὐχελαίου ἀναπληρώνουν τήν ἐξομολόγηση, πού δέν κάνουν γιά διάφορους λόγους. Πρέπει, λοιπόν, νά ἐπισημάνουμε ὅτι κάθε μυστήριο ἔχει τή δική του ἀξία κανένα δέν ὑποκαθιστᾶ τό ἄλλο. Ἡ συμμετοχή σέ ὅλα τά μυστήρια καί, γενικότερα στό σύνολο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζει στούς πιστούς τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐν Χριστ ῷ σωτηρία.

Μέ τή συγχωρητική εὐχή πού διαβάζει στόν ἐξομολογούμενο ὁ ἱερέας στό τέλος τῆς ἐξομολόγησής του ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες γιά τίς ὁποῖες ἐκεῖνος μετανόησε καί τίς ὁποῖες ἤδη ἔχει ἐξομολογηθεῖ. Μέ τήν ἱλαστική συγχωρητική εὐχή τοῦ εὐχελαίου, ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά θεραπεύσει τόν ἄρρωστο τήν ἀσθένειά του, ἀκόμη καί ἐάν ἡ αἰτία της εἶναι ἡ ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία στό μεταξύ ἐκεῖνος μετανόησε καί ἐξομολογήθηκε. Στό εὐχέλαιο, δηλαδή, ζητοῦμε τήν ἐνίσχυση τῆς ἀδυναμίας μας. Ἡ συγχωρητική εὐχή τοῦ εὐχελαίου δέν καταργεῖ τήν ἐξομολόγηση ἀλλά τή συμπληρώνει ἐπαναδιατυπώνει τό αἴτημα τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.

Μιά ἄλλη παρεξήγηση συμβαίνει μέ τό ἀλεύρι, πού χρησιμοποιεῖται για τή στήριξη τῶν κεριῶν. Ὁρισμένοι πιστοί δέν ἀρκοῦνται στή χρίση μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο, ἀλλά ζητοῦν καί ἀλεύρι γιά διάφορες χρήσεις: νά τό βάλουν κάτω ἀπό τό μαξιλάρι τοῦ παιδιοῦ τους, γιά νά δείξει ὁ Θεός τό τυχερό τους ἤ γιά νά φύγει τό κακό ἀπό τό σπίτι ἤ γιά νά τό ἀραιώσουν μέ νερό καί νά τό πιεῖ ὁ ἀσθενής. Ἐπειδή τά παραπάνω ἐγγίζουν τή δεισιδαιμονία, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι τό μυστήριο ὀνομάζεται εὐχέλαιο καί ὄχι "εὐχάλευρο" . Ἐκεῖνο πού ἁγιάζεται εἶναι τό λάδι καί ὄχι τό ἀλεύρι. Τό τελευταῖο χρησιμοποιεῖται μόνο γιά πρακτικούς λόγους. Θά μποροῦσε καί νά μήν ὑπάρχει. Χωρίς ἀλεύρι μπορεῖ νά τελεστεῖ τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου· χωρίς λάδι δέν γίνεται. Ἁπλά ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γίνει, ὅπως καί γίνεται ἄλλωστε, εἶναι νά κατασκευάζεται πρόσφορο γιά τή θεία λειτουργία μέ τό ἀλεύρι τοῦ εὐχελαίου. Ὁποιαδήποτε ἄλλη χρήση του, ξεφεύγει ἀπό τό ὀρθό.

Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη παρεξήγηση, πού συνιστᾶ σύγχυση τοῦ σκοποῦ τοῦ εὐχελαίου. Πολλοί ζητοῦν εὐχέλαιο γιά νά ἐγκαινιάσουν τό καινούργιο τους σπίτι ἤ τό κατάστημα. Παραπάνω περιγράψαμε μέ σαφήνεια τόν σκοπό τοῦ εὐχελαίου: ἡ θεραπεία σωματικῶν καί ψυχικῶν ἀσθενειῶν. Εἶναι ξεκάθαρο. Γιά τά σπίτια, τά καταστήματα, τά ὀχήματα καί ὅλα τά ὑπόλοιπα ὑπάρχουν οἱ ἀντίστοιχες ἁγιαστικές πράξεις. Ἀκόμη, δέν εἶναι καί λίγοι ἐκεῖνοι πού ζητοῦν ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει ἁγιασμό καί εὐχέλαιο μαζί, πράγμα πού δείχνει σύγχυση καί παρεξήγηση. Λές καί χρειάζεται περισσότερες ἀπό μία ἁγιαστικές πράξεις γιά νά ζητήσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα ἐρώτημα πού συνδέεται μέ τήν τέλεση τοῦ εὐχελαίου, εἶναι ἐάν μποροῦμε νά χρίουμε μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο τοῦ εὐχελαίου τά ἀβάπτιστα βρέφη. Εἶναι γνωστό ὅτι τό βάπτισμα ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση συμμετοχῆς καί στά ὑπόλοιπα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, κάποιος πού δέν ἔχει βαπτιστεῖ δέν μπορεῖ οὔτε νά κοινωνήσει, οὔτε νά χρισθεῖ στό εὐχέλαιο. Ἀντίθετα, ἕνα βαπισμένο παιδί, ἀκομη κι ἄν βρίσκεται σέ βρεφική ἡλικία, ὁπότε στερεῖται τῶν ἁμαρτιῶν τῶν μεγάλων γιά τίς ὁποῖες ζητεῖται ἡ ἄφεση, μπορεῖ νά λάβει τόν ἁγιασμό τοῦ εὐχελαίου.

Τέλος, μιά ἄλλη παρεξήγηση συνδέεται μέ τήν ἀντίληψη ὅτι τό εὐχέλαιο ἀφορᾶ τούς ἑτοιμοθάνατους καί ὅσους γενικά βρίσκονται στήν τελική φάση τῆς ἀσθένειάς τους. Αὐτή ἡ ἀντίληψη καλλιεργήθηκε κυρίως μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων Ρώσων μᾶλλον ἀπό ἐπιρροή τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Παρατηρεῖται καί σέ μᾶς, ἄν καί σπάνια, μιά ἀποφυγή τελέσεως τοῦ εὐχελαίου ἀπό τό φόβο μήπως προκληθεῖ ἤ ἐπισπευσθεῖ ὁ θάνατος τοῦ ἀσθενῆ. Ὁ φόβος αὐτός, ὅμως, εἶναι ἀδικαιολόγητος. Οἱ συγγενεῖς φοβοῦνται νά τό ποῦν στόν ἀσθενῆ. Ὁ ἀσθενής φοβᾶται να τό ζητήσει. Τό εὐχέλαιο εἶναι γιά τήν ὑγεία καί τή ζωή. Γιά ὑγεία καί ζωή μιλοῦν ὅλες οἱ αἰτήσεις καί οἱ εὐχές τοῦ μυστηριου.

Τέλος, εἶναι δυνατό νά διατυπωθεῖ καί μία ἔνσταση: γιατί δέν θεραπεύει παντοτε; τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου δέν συστάθηκε γιά νά καταργεῖ κάθε ἀσθένεια, τόν θάνατο καί τήν ἰατρική ἐπιστήμη. Πολλές φορές φέρνει ἔμμεση θεραπεία. Ἄλλωστε, ἡ θεραπεία ἐξαρτᾶται ἀπο τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια χάρη παρέχεται σέ ὅλους, ὅλοι ὅμως δέν θεραπεύονται. Ἡ θεραπεία μπορεῖ νά μήν εἶναι πάντοτε γιά τό εὐρύτερο συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Παραμένει γιά νά παιδαγωγήσει ἴσως τόν ἀσθενή καί νά τόν ὁδηγήσει μέ βεβαιότητα στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία· ὁποτε καί πάλι ἐπιτυγχάνεται ὁ ἀπώτερος σκοπός τοῦ μυστηρίου.


Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ
Ἀπ' ὅλα ὅσα ἐκτέθηκαν παραπάνω συνοπτικά, γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἀξία τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου. Ἡ ἀξία αὐτή δέν εἶναι μόνο μυστηριακή ἤ λειτουργική. Τό εὐχέλαιο ἔχει καί ἀξία παιδαγωγική.

Τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα (ἀποστολικά καί εὐαγγελικά), οἱ αἰτήσεις καί οἱ εὐχές ἀσκοῦν εὐεργετική ἐπίδραση τόσο στόν ἴδιο τόν ἀσθενῆ ὅσο καί στό περιβάλλον του. Ὅπως παρατηρήθηκε πολύ εὔστοχα, μέ τό εὐχέλαιο ἐπιτελεῖται ἕνα εἶδος οἰκογενειοθεραπείας.

Ἀκόμη καί ἐάν δέν συντρέχει λόγος σοβαρῆς ἀσθένειας ἡ τέλεση τοῦ εὐχελαίου εἶναι ἐπιβεβλημένη. Πρῶτον· ἐκτός ἀπό μιά σοβαρή ἀσθένεια, ἐνδέχεται νά ὑπάρχει καί κάποια ἄλλη, λανθάνουσα, πού ἐνδεχομένως δέν ἔδωσε συμπτώματα γιά νά γίνει ἄμεσα ἀντιληπτή. Καί δεύτερον ὑποδεικνύεται στούς πιστούς μιά ἄλλη διάσταση ἀντιμετώπισης τῆς ἀσθένιας. Ἐκτιμᾶται ἀπ' τούς μετέχοντες στό μυστήριο τό ἀγαθό τῆς ὑγείας καί ὑποδεικνύεται ἕνας ἄλλος τρόπος ἀντιμετώπισης τῆς ἀσθένειας: ἡ πνευματικότητα. Ὁ ἀσθενής καί οἱ συμπάσχοντες οἰκεῖοι του καλοῦνται νά βαστάσουν μέ καρτερία καί ὑπομονή τήν προκείμενη σωματική δοκιμασία. Ἀκόμη δέ, καί στήν περίπτωση πού αὐτή παραμένει ἀνίατη, ἀναδεικνύεται ἡ πρός τόν Θεό ἐλπίδα καί ἀφοσίωση τοῦ ἀσθενῆ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖται μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη καί ἀγάπη πρός τόν Θεό σέ εἰρηνικό χριστιανικό τέλος τῆς παρούσας βιοτῆς του, πράγμα πού ἀποτελεῖ καί ἕνα ἀπό τά βασικά λειτουργικά αἰτήματα τοῦ εὐχελαίου.

Τέλος, ἡ τέλεση τοῦ εὐχελαίου στό σπιτι δίνει μιά καλή εὐκαιρία ἐπικοινωνίας τοῦ ἱερέα μέ τά μέλη τῆς οἰκογένειας. Αὐτή, ἐκτός ἀπό τόν μυστηριακό της χαρακτήρα, μπορεῖ νά ἐπεκταθεῖ καί σέ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, γεγονός πού θά βοηθήσει τούς συμμετέχοντες, ἰδιαίτερα τά παιδιά καί τούς νέους, σέ μιά στενότερη ἐπαφή μέ τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐνορίας καί τίς διάφορες δραστηριότητές της. Τό λιγότερο: θά δώσει μιά πολύτιμη, ἴσως πρωτόγνωρη, ἐμπειρία ἀκόμη καί σέ πιστούς πού ἀπέχουν ἀπό τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Μεγάλη Τετάρτη: Αφιερωμένη σε δύο αντίθετες φυσιογνωμίες

  • Μεγάλη Τετάρτη: Αφιερωμένη σε δύο αντίθετες φυσιογνωμίες
Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φυσιογνωμίες, δύο ψυχικές καταστάσεις, δύο πράξεις: μία γυναίκα έρχεται να αλείψει την κεφαλή του Ιησού με πανάκριβα μύρα κι ένας μαθητής, ο Ιούδας, προδίδει τον Διδάσκαλο. Αυτές οι δύο πράξεις δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, γιατί ο ίδιος μαθητής διαμαρτύρεται γι΄ αυτή την ολοφάνερη σπατάλη.
Το γεγονός μας το διηγείται το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (26:6-16). Για το Μύρον της Γυναικός επικαλούμεθα κείμενο που βρίσκεται στο αρχείο μας, του Μακαριστού Μητροπολίτου πρώην Πατρών  κυρού Νικοδήμου, ενώ, η περίπτωση του Ιούδα είναι τόσο τρομερή και σκοτεινή που δεν τολμούμε να διεισδύσουμε σ΄ αυτή και να την εξηγήσουμε.
Ας κρατήσουμε όμως μια φράση από την ακολουθία του Νυμφίου της χθεσινής Μ. Τρίτης: «…καπηλεύων ο δεινός Ιούδας την φιλόθεον χάριν…». Είναι δυνατόν να καπηλευτούμε τη χάρη, αφού πρώτα έχουμε γεμίσει από αυτή.
Και πόσοι δεν είναι οι χριστιανοί που στη διάρκεια  της ζωής τους έχουν πει στο κυρίαρχο πάθος τους – τη σάρκα, το χρήμα, το εγώ-: «είμαι έτοιμος να πουλήσω τον Ιησού. Πες μου τι θα μου προσφέρεις και εγώ θα σου τον παραδώσω»

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2018

Μεγάλη Δευτέρα «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται» (Θεολογικὸ σχόλιο στὸ περιεχόμενο καὶ τὰ νοήματα τῆς Μεγάλης Δευτέρας)


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητοῦ 
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτὸς καὶ μακάριος ὁ δοῦλος ὂν εὐρήσει γρηγορούντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὂν εὐρήσει ραθυμούντα. Βλέπε οὒν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνω κατενεχθῆς, ἴνα μὴ τῷ θανάτω παραδοθεῖς καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῆς. Ἀλλὰ ἀνανηψον κράζουσα, Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἰ ὁ Θεὸς ἠμῶν. Δία τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἠμᾶς». Μὲ αὐτὸ τὸ θεσπέσιο τροπάριο ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος μᾶς εἰσάγει στὸ κατανυκτικὸ κλίμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, παροτρύνοντάς μας νὰ ἑτοιμάσουμε κατάλληλα τὸν ἑαυτό μας, προκειμένου νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸ Νυμφίο τῆς ψυχῆς μᾶς Χριστὸ καὶ νὰ λάβουμε μέρος στὴν πνευματικὴ γαμήλια πανδαισία. Αὐτὴ εἶναι ἄλλωστε καὶ ἡ κύρια ἐπιδίωξη τῆς βιώσεως ὅλων τῶν μεγάλων γεγονότων τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν παθόντα καὶ ἀναστάντα Σωτήρα μᾶς Χριστό! 
Τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τιμᾶμε μία μεγάλη προσωπικότητα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Ἰωσὴφ τὸν Πάγκαλο, τὸ γιὸ τοῦ Ἰακώβ, τὸν ὁποῖο πούλησαν, ἐξαιτίας... μεγάλου φθόνου, τὰ ἀδέλφια του ὡς δοῦλο στὴν Αἴγυπτο (Γέν. κέφ.37-50). Ἡ πολύπαθη ἱστορία τοῦ μᾶς εἶναι λίγο πολὺ γνωστή. Ἡ φιλήδονη γυναίκα τοῦ Πεντεφρῆ, αὐλικοῦ του Φαραώ, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν παρασύρει στὴν ἁμαρτία τῆς μοιχείας, τὸν συκοφάντησε καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ στὰ φοβερὰ κάτεργα τοῦ δεσμωτηρίου ὑπέμενε μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὸ ἄδικο πάθος του. Προσευχόταν στὸ Θεὸ τῶν πατέρων του καὶ ἤλπιζε σ’ Αὐτὸν τὴν ἐλευθερία του. Μετὰ τὴν ἐξήγηση τῶν περιέργων ὀνείρων τοῦ Φαραὼ κατέστη ἀντιβασιλέας τῆς μεγάλης χώρας της Αἰγύπτου. Συνάντησε τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ὁποίους ὄχι μόνο δὲν τὰ τιμώρησε, ἀλλὰ τοὺς εὐεργέτησε καὶ τοὺς ἐγκατέστησε στὸ πιὸ ἔφορο μέρος τῆς Αἰγύπτου, προκειμένου νὰ ζήσουν εὐτυχισμένοι. 

Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα προβάλλεται ἡ ὑπέροχη μορφὴ τοῦ Παγκάλου Ἰωσήφ, γιατί αὐτὸς σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποτελεῖ προτύπωση καὶ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅπως ὁ Κύριος ὑπέφερε ἄδικα ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης κακίας τῶν ὁμοφύλων Του, τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος ὑπέφερε ἐξαιτίας τῆς κακίας τῶν ἀδελφῶν του καὶ ἔδειξε, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ἀπέραντη ἀνεξικακία. Εἶχε ὅλη τὴ δύναμη, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ὡς κραταιὸς ἡγεμόνας τῆς ἀχανοῦς χώρας τῆς Αἰγύπτου, νὰ ἐκδικηθεῖ τὰ ζηλόφθονα ἀδέλφια του, ποὺ τὸν ἔριξαν σὲ μία τέτοια ἀνείπωτη περιπέτεια. Εἶχε ἐπίσης τὴ δύναμη νὰ συντρίψει ἐκείνη τὴ φιλήδονη καὶ δολερὴ αἰγύπτια γυναίκα, ἡ ὁποία τὸν συκοφάντησε καὶ τὸν ἔριξε ἄδικα στὴ φυλακή. Ὅμως αὐτὸς ἀντὶ ἐκδίκηση ἀνταπέδωσε ἔλεος καὶ καλοσύνη. Νὰ γιατί τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα τιμᾶμε τὸν Πάγκαλο Ἰωσήφ. 

Ἐπίσης τὴν ἡμέρα αὐτὴ κάνουμε ἀνάμνηση τοῦ διδακτικοῦ γεγονότος τῆς ξηρανθείσης συκῆς ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ συνέβηκε σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τὴν ἑπομένη ἡμέρα τῆς θριαμβευτικῆς Του εἰσόδου στὴν Ἱερουσαλὴμ (Μάτθ.21,19. Μάρκ.11,13). Βαδίζοντας ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητές Του σὲ κάποια ὁδὸ πλάι σὲ συστοιχίες καρποφόρων δένδρων, φοινίκων, καρυῶν καὶ συκιῶν, πείνασε καὶ πλησίασε σὲ κάποια συκιὰ γιὰ νὰ συλλέξει ὁρισμένους καρπούς. Ὅμως τὸ συγκεκριμένο δένδρο, ἐνῶ εἶχε πλούσιο φύλλωμα, δὲν εἶχε καρπούς. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στὴ συκιά: «Μηκέτι ἔκ σοὺ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰώνα΄ καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ» (Μάτθ.21,19). Μὲ αὐτὸν τὸν περίεργο καὶ παραστατικὸ τρόπο θέλησε ὁ Κύριος νὰ διδάξει στοὺς μαθητές Του καὶ ὅλους ἐμᾶς, τὴν ἀνάγκη νὰ παράγουμε πνευματικοὺς καρπούς. Ἐπίσης ἡ ἄκαρπος συκῆ, σύμφωνα μὲ σύγχρονο λόγιο κληρικὸ «ἤτις διὰ τῶν πλουσίων φύλλων τῆς ἐσυμβόλιζε τὴν ὑποκρισίαν τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων, δὲν ἐτιμωρήθη ἁπλῶς ὡς ἄψυχος συκῆ, ἀλλ’ ὡς ἐκπροσωποῦσα καθόλου μὲν τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος, ἰδιαιτέρως δὲ τὴν Ἰουδαϊκὴν Συναγωγήν, ἤτις μόνον φύλλα ἔφερεν, ἤτοι ἁπλῶς περιωρίζετο εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, οὐδένα δὲ καρπὸν εἶχε νὰ ἐπιδείξη. Ὁ Ἰησοῦς ἐλθῶν εἰ μὴ μίαν ψευδῆ ὑποκρισίαν κατεδίκασε ταύτην εἰς διηνεκῆ ἀποξήρανσιν» (Θ. Σπυροπούλου, Ὁ Βίος καὶ ἡ Διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἀθῆναι 1933, σέλ.372). 

Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀναφέρει πὼς τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος ἐπιτίμησε τὴ συκῆ καὶ ξηράθηκε, κατέπεσαν ἀμέσως τὰ καταπράσινα φύλλα της καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα ξεράθηκε καὶ ἡ ρίζα τῆς (Μάρκ.11,21). Οἱ μαθητὲς ἔκθαμβοι ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ζητοῦσαν νὰ μάθουν τὴν βαθύτερη ἔννοιά του, ἀλλὰ εἶχαν τὴν ἀπορία «πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ;» (Μάτθ.21,20). Πρώτη φορὰ εἶχαν δεῖ τιμωρία τῆς ἄψυχης φύσεως ἀπὸ τὸ Δάσκαλό τους. 

Ὁ Κύριος παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἀπορία τῶν μαθητῶν, χωρὶς νὰ ἐξηγήσει τὴν συμβολικὴ σημασία τοῦ θαύματος, τοὺς δίδαξε γιὰ τὴ μεγάλη δύναμη τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ἐσωτερικὴ θέρμη καὶ χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμὸ μπορεῖ νὰ κατορθώσει ἀφάνταστα πράγματα. Τοὺς εἶπε: «Ἐὰν ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον συνάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω, μετάβα ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται» (Μάτθ.21,21). Αὐτὴ τὴν πίστη θέλει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μεταδώσει καὶ σέ μας. 

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ κάνουμε μνεία τὴν Μ. Δευτέρα ἀφ’ ἑνὸς μὲν τοῦ δικαίου Ἰωσὴφ καὶ ἀφ’ ἑτέρου τοῦ γεγονότος τῆς ξηρανθείσης συκῆς γιὰ νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν Πάγκαλο Ἰωσὴφ στὶς ἀρετὲς τῆς πίστεως, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀνεξιακακίας καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὴν στειρότητα τῆς ἄκαρπης συκῆς. Νὰ στολίσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ ἀρετὲς καὶ νὰ παράγουμε πνευματικοὺς καρπούς, προκειμένου νὰ ἀκολουθήσουμε ἐπάξια καὶ χωρὶς ὑποκριτικοὺς συναισθηματισμοὺς τὸν Κύριο στὸ σωτήριο Πάθος Του. 

Ἡ χριστιανικὴ βιωτὴ εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη μὲ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι στὴν οὐσία ἡ ἀνάκτηση τῆς προπτωτικῆς αὐθεντικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ἀνάκτηση τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργίας του. Ἡ ὑπέροχη καὶ στολισμένη μὲ ἀρετὲς προσωπικότητα τοῦ Παγκάλου Ἰωσὴφ εἶναι ἕνα τρανὸ παράδειγμα λαχτάρας γιὰ ἐπιστροφὴ πρὸς τὴν ἀρχέγονη αὐθεντική μας φύση. Βεβαίως ἡ πραγματικὴ ἀνάκτηση συντελέσθηκε στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος καταδέχθηκε νὰ δεχθεῖ ἑκούσια τὰ ἄδικα παθήματα, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν αὐτὰ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου. 

Ὑπέροχη εἶναι πραγματικὰ ἡ ὑμνολογία τῆς Μ. Δευτέρας, ὅπως καὶ ὁλοκλήρου της Μ. Ἑβδομάδος, ἡ ὁποία ἔχει ὡς στόχο νὰ εἰσαγάγει τοὺς πιστοὺς στὸ κατανυκτικὸ καὶ πένθιμο κλίμα τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου ἀρχίζει μὲ τὸ ὑπέροχο καὶ πασίγνωστο τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός…». Ἀκολουθοῦν τὰ καθίσματα «Τὰ πάθη τὰ σεπτά…» , «Ἀόρατε κριτά…» καὶ «Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχᾶς…», εἰσαγωγικά του Θείου Πάθους. Μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ψάλλεται ὁ περίφημος κανόνας «Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν…» ποίημα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ. Παρεμβάλλεται τὸ γνωστὸ κοντάκιο «Ὁ Ἰακὼβ ὠδύρετο τοῦ Ἰωσὴφ τὴν στέρησιν…». Ἀκολουθεῖ τὸ κατανυκτικότατο ἐξαποστειλάριο «Τὸν νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον…». Στοὺς Αἴνους ψάλλονται τὰ περίφημα τροπάρια, ἐπίσης ποιήματα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος…», «Φθάσαντες, πιστοί, τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ…». Στὰ ὑπέροχα τροπάρια τῶν ἀποστίχων, ποιήματα καὶ αὐτὰ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, γίνεται μνεία τοῦ ἐπεισοδίου μὲ τοὺς υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν πρωτοκαθεδρία στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. «Κύριε πρὸς τὸ μυστήριον τὸ ἀπόρρητόν της σῆς οἰκονομίας…», «Κύριε, τὰ τελεώτατα φρονεῖν τοὺς οἰκείους παιδεύων μαθητᾶς, μὴ ὁμοιοῦσθε τοῖς ἔθνεσιν ἔλεγες…» καὶ τὸ δοξαστικὸ «Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν εὐρῶν ὁ δράκων διὰ ρημάτων, ἔσπευδε κολακίαις ὑποσκελίσαι τὸν Ἰωσήφ…», ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τοῦ πάθους τοῦ Παγκάλου Ἰωσήφ. 


Εἶναι ἀνάγκη αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες νὰ διορθώσουμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, νὰ στραφοῦμε στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ βήματά Του πρὸς τὸ Πάθος. Πρέπει νὰ ἀντιταχθοῦμε σθεναρὰ στὸν κακὸ ἑαυτό μας, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς ἰσχυρὲς ἑλκτικές του ἕξεις πρὸς τὴν ἁμαρτία, θέλει νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια καὶ στὸν πνευματικὸ θάνατο. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ποὺ δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ ὑπερβοῦμε τὸν παλαιὸ πτωτικὸ ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο κρύβουμε μέσα μας, θὰ παραμείνουμε γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ ἀμέτοχοι τῶν δωρεῶν, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ ἑκούσια Παθήματα καὶ τὴ Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Λυτρωτῆ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἔχουμε ἐν τέλει τὴν τύχη τῆς ἀκάρπου συκῆς. 

Αγιος Παίσιος: « Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα εάν θέλει κάποιος να νιώσει κάτι, δεν πρέπει να κάνει τίποτε άλλο εκτός από..

123 (524)
Αγιος Παίσιος: «Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα εάν θέλει κάποιος να νιώσει κάτι, δεν πρέπει να κάνει τίποτε άλλο εκτός από προσευχή»
– Γέροντα, πως μπορεί να ζήση κανείς
πνευματικά τις γιορτές;
– Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νού μας στις άγιες ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες.
Να σκεφτώμαστε τα γεγονότα της κάθε άγιας ημέρας (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πάσχα κ.λπ.) και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό.
Έτσι θα γιορτάζουμε με πολλή ευλάβεια κάθε γιορτή.
Οι κοσμικοί ζητούν να καταλάβουν τα Χριστούγεννα με το χοιρινό, το Πάσχα με το αρνί, τις Αποκριές με το κομφετί.
Οι αληθινοί μοναχοί όμως κάθε μέρα ζούν τα θεία γεγονότα και αγάλλονται συνέχεια.
Κάθε εβδομάδα ζούν την Μεγάλη Εβδομάδα.
Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή ζούν την Μεγάλη Τετάρτη, την Μεγάλη Πέμπτη, την Μεγάλη Παρασκευή, δηλαδή τα Πάθη του Χριστού, και κάθε Κυριακή το Πάσχα, την Ανάσταση.
Τι, θα πρέπη να έρθη η Μεγάλη Εβδομάδα, για να θυμηθή κανείς τα Πάθη του Χριστού;
Πρέπει να έρθη το Πάσχα με το αρνί, για να καταλάβω το «Χριστός ανέστη» σαν τους κοσμικούς;
Ο Χριστός τι είπε;
«Έτοιμοι γίνεσθε» είπε.
Δεν είπε, «ετοιμασθήτε τώρα!»
Από την στιγμή που λέει ο Χριστός, «έτοιμοι γίνεσθε», πρέπει ο άνθρωπος, και ιδίως ο μοναχός, να είναι έτοιμος συνέχεια.
Να μελετάη και να ζη τα θεία γεγονότα συνέχεια.
Όταν κανείς μελετάη τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθή και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθή.
Έπειτα στις Ακολουθίες ο νούς να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να…
παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψάλλονται.
Όταν ο νούς είναι στα θεία νοήματα, ζη τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι αλλοιώνεται.
Στην γιορτή, για να νιώση κανείς το γεγονός, δεν πρέπει να δουλεύη.
Την Μεγάλη Παρασκευή λ.χ., εάν θέλη να νιώση κάτι, δεν πρέπει να κάνη τίποτε άλλο εκτός από προσευχή. Στον κόσμο οι καημένοι οι κοσμικοί την Μεγάλη Εβδοβάδα έχουν δουλειές.
Μεγάλη Παρασκευή να δίνουν ευχές.
«Χρόνια πολλά! Να ζήσετε!
Με μία νύφη!»
Δεν κάνει!
Εγώ την Μεγάλη Παρασκευή κλείνομαι στο Καλύβι. Όπως και μετά το Αγγελικό Σχήμα η εβδομάδα της ησυχίας που ακολουθεί, βοηθάει, γιατί ποτίζει η θεία Χάρις την ψυχή και καταλαβαίνει ο μεγαλόσχημος τι έγινε, έτσι και στις γιορτές η ησυχία πολύ βοηθάει.
Μας δίνεται περισσότερη ευκαιρία να ξεκουρασθούμε λίγο, να μελετήσουμε και να προσευχηθούμε.
Θα έρθη ένας καλός λογισμός, θα εξετάσουμε τον εαυτό μας, θα πούμε λίγο την ευχή και θα νιώσουμε έτσι κάτι από το θείο γεγονός της ημέρας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...