Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

Καθαρὰ κίνητρα καὶ σαφὴς σκοπός (Λουκ. ι΄25-37)

 



Πρόβλημα μεγάλο ἡ ποιότητα τῶν κινήτρων μέ τά ὁποία πλησιάζουμε οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Κι ὅσο παγώνει ἡ ἀγάπη, κι ὅσο κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, κι ὅσο πορευόμαστε μέ οἰκονομίστικα προτάγματα συμφέροντος, τόσο θεριεύει ἡ καχυποψία, τόσο ἐντείνεται ἡ διάθεση ὑπονόμευσης τοῦ πλησίον, τόσο τείνουμε νά χαιρόμαστε μέ τόν πόνο, τόν καημό, τό πάθημα τοῦ ἄλλου. Κι ἀντί νά πορευόμαστε στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις μέ καλή διάθεση ἁπλότητος καί ἀλληλοσεβασμοῦ, προτάσσουμε τήν ὑποκρισία, τήν ἰδιοτέλεια καί τή σκοπιμότητα, ξεχνώντας τόν πνευματικό νόμο τῆς ταυτοπάθειας.

Ἀκόμη καί σέ ἐποχές κρίσης, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συναντίληψη καί ἡ συγκατάβαση γιά νά ὑπερβαθοῦν οἱ ὅποιες δυσκολίες, μπορεῖ νά παρουσιάζουμε προσωπεῖο τέτοιων διαθέσεων, ὅσο εἶναι ἀναμμένοι οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητας, μόλις ὅμως αὐτοί σβήσουν, ἐμμένουμε στήν ἐσωστρέφειά μας, τόν φόβο καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ὅποιου ἄλλου.


Πνευματικό ξεκαθάρισμα

Ἕνας νεαρός πού παριστάνει τόν ἔξυπνο, ἑρμηνευτής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου δίνει τήν ἀφορμή γιά τή σημερινή παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, μία ἀπ’ τίς πιό γνωστές του ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νά παρασύρει τόν Χριστό σέ ἀντιφάσεις, θέτει μέ ἐξωτερικό σεβασμό κάποιες ἐρωτήσεις. Ὅταν μέ ἀντερωτήσεις ὁ Χριστός τόν ἀναγκάζει νά ἀπαντήσει μόνος του, ἀποκαλύπτεται ὅτι δέν ρωτοῦσε ἀπό γνήσιο ἐνδιαφέρον, ἀλλά μέ ὑποβολιμαία σκοπιμότητα. Καί πάλι, ἀντί νά σιωπήσει τουλάχιστον, ὁ νομικός ἐπιμένει νά ρωτᾶ πονηρά σέ μία ὕστατη προσπάθεια νά ἐκθέσει τόν Χριστό ἀπό τά λεγόμενά του.

Τήν εὐκαιρία αὐτή, τῆς ἀνθρώπινης κακοπιστίας, ἁρπάζει ὁ Χριστός γιά νά ξεκαθαρίσει τά ὅσα παρακάτω θά θίξουμε. Ξεκινᾶ μ’ ἕναν ταξιδιώτη, ὁ ὁποῖος κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχῶ ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν καταλήστεψαν, τόν κακομεταχειρίστηκαν, τόν γέμισαν πληγές καί τόν παράτησαν μισοπεθαμένο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τήν ἀλληγορία τῆς παραβολῆς, ἀναγνωρίζουν στόν καταπληγωμένο καί μισοπεθαμένο ταξιδιώτη τή σύνολη ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία πέφτοντας θύμα τοῦ διαβόλου, κατέβηκε ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, στήν ἀρένα τῆς παρούσης ζωῆς, καταληστεμένη ἀπό τήν πρώτη ὀμορφιά τοῦ καλοῦ λίαν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, καταπληγωμένη ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, καί μισοπεθαμένη ἀπό τήν πνευματική κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.

Καθώς κείτεται ἀνήμπορος ὁ ταξιδιώτης, ἀκούει βήματα καί βλέπει νά πλησιάζουν πρῶτα ἕνας Ἱερέας καί μετά ἕνας Λευίτης, πνευματικοί ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅμως, συμπεριφέρονται ἀκριβῶς τό ἴδιο. Πλησιάζουν, βλέπουν καί ἀπομακρύνονται χωρίς νά βοηθοῦν. Γιά τούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς, ἡ συμπεριφορά τοῦ νομικοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Οἱ μωσαικές διατάξεις ἀπαγόρευαν στόν καθένα γενικά, ἰδίως ὅμως σέ ὑπηρέτη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, ν’ ἀκουμπήσουν πτῶμα καθώς μετά θεωροῦνταν «ἀκάθαρτοι», ἐνῶ ἔπρεπε καί νά τελέσουν θυσία ἐξιλασμοῦ γιά νά «καθαρισθοῦν». Μέ πόση ἄνεση ἡ τυπολατρία καί ἡ ἐκνομίκευση ὅταν κυριαρχοῦν, μέ πρόφαση νά προφυλάξουν, ἀναιροῦν τόν Θεόσδοτο νόμο τῆς ἀγάπης, καί νομιμοποιοῦν τή σκληρότητα. Κι ἐδῶ οἱ Πατέρες ἑρμηνεύοντας βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη, τό Νόμο καί τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέν στάθηκαν ἱκανοί νά σώσουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν πνευματικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια.


Ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Καί ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης… Ἀπό αὐτόν ὁ πληγωμένος ταξιδιώτης μοιάζει νά μήν περιμένει τίποτε. Εἶναι ἀλλόφυλος, ἀλλόθρησκος, ἐχθρός… Κι ὅμως, αὐτός σταματᾶ στόν ἐπικίνδυνο τόπο, φροντίζει τόν πληγωμένο καί τόν περιμαζεύει. Οἱ Πατέρες πάλι, στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη βλέπουν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τοῦτο διότι, ἄν καί τόν περίμενε, ἡ ἀνθρωπότητα δέν μπόρεσε νά τόν ἀναγνωρίσει ὡς τόν Σωτήρα της. Τόν περίμενε μέ κοσμικά μεγαλεῖα, μέ πολιτικές ἀνατροπές, μέ «οἰκονομικά θαύματα» καί ἦλθε ἁπλός, χωρίς διεκδικήσεις ἤ ἐγκοσμιοκρατικό προσανατολισμό.

Τί κάνει ὁ Σωτήρας μας; Ἐπιχέει στό καταπληγωμένο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας «ἔλαιον καί οἶνον». Στήν περίδεση τῶν τραυμάτων οἱ Πατέρες ψηλαφοῦν τήν ἀναίρεση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων μέ τό σωστικό ἔργο καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί στό «ἔλαιον καί τόν οἶνον» βλέπουν τά ἱερά Μυστήρια καί τό θεῖο Κήρυγμα, ὡς τά δύο θεοπαράδοτα μέσα πού θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποκαθιστοῦν πνευματικά ὑγιῆ.

Ὁ Χριστός μας μεταφέρει τόν ἀσθενῆ στό πανδοχεῖο, τήν Ἐκκλησία του, ὅπου μέ ἀσφάλεια καί ἄνεση μπορεῖ νά γίνει ἡ ἀποθεραπεία. Τόν ἐπιμελεῖται ὅλη νύκτα, σύμβολό του ὅτι ὁ Χριστός μας δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν χάριν τοῦ ἀνθρώπου, προβαίνοντας μάλιστα στήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καί φεύγοντας ἀπό τό πανδοχεῖο, ἀποσυρόμενος ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο, παραγγέλλει στόν πανδοχέα, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους, νά ἐπιμεληθοῦν τόν ἄρρωστο, νά καταβάλουν κάθε δυνατή φροντίδα γιά τήν πνευματική ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Παραδίδει καί δύο δηνάρια, στά ὁποῖα οἱ Πατέρες ἀναγνωρίζουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχουν παραδοθεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς ἀπλανεῖς καθοδηγοί στήν πνευματική τελείωση καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Προειδοποιεῖ ὅτι θά ἐπανέλθει γιά νά ἐλέγξει καί νά ἀποδώσει τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν».

Τί ξεκαθαρίζει ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή; Ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἦλθε στή γῆ καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά σώζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἀναγνωρίζει τήν ἀρρωστημένη πνευματική του κατάσταση καί ἀποζητᾶ τή θεραπεία. Δέν διεκδικεῖται οὔτε πολιτική ἀνάμειξη, οὔτε μερίδιο πλούτου, οὔτε κομμάτι ἐξουσίας, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολύ μικρά καί ἀσήμαντα. Σήμερα ὁ Χριστός δηλώνει σαφῶς καί μέ κατηγορηματικό τρόπο πώς τό ἔργο του ἔγινε καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά διασφαλίζουν τή σωτηρία καί τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό πιό σπουδαῖο καί αἰώνιο κατόρθωμα. Ἄς μήν ἑρμηνεύουμε τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μέ ὅρους κοινωνικοῦ καί προνοιακού ἔργου. Ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίζεται στούς ἐμπερίστατους καί φτωχούς. Ἡ φιλανθρωπία ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνόρθωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, μέ τή θεραπεία τῶν ἀρρωστημένων πιστευμάτων του, μέ τήν πνευματική ἴαση καί ἀποκατάστασή του ὡς τέκνου Θεοῦ. Γι’ αὐτό μᾶς ἀφορᾶ, καθώς ἀπευθύνεται σέ ὅλους.

Τὸ νηπτικὸ ἔλεος τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη

 





Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. 10, 33-37).

Σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ δρόμου ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, κάποιος ἄνθρωπος ἔγινε στόχος σκληρόκαρδων ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν λήστευσαν, τὸν ἄφησαν ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, μισοπεθαμένο! Καταπληγωμένο καὶ ἐμφανῶς θανάσιμα κακοποιημένο.

Ὁ πρῶτος περαστικὸς ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδεῖ τὸ τραγικὸ γιὰ τὸν συνάνθρωπό του αὐτὸ γεγονός, ἦταν ἕνας ἱερέας. Τὸν εἶδε, ποιὸς ξέρει τί σκέφθηκε καὶ συναισθάνθηκε. Πάντως τὸν εἶδε καὶ ἀντιπαρῆλθεν! Ἔφυγε. Τακτοποιημένος ἴσως μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἡ συνείδησή του δὲν λειτούργησε ἱερατικά, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει φιλάνθρωπα τὸν τραγικὸ αὐτὸν ἄνθρωπο!

Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ἕνας ἀκόμα ἄνθρωπος, λευΐτης, ὑπηρέτης καὶ λειτουργός του ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθεν. Δηλαδὴ ὁ δεύτερος αὐτὸς περαστικὸς ἄνθρωπος, μπροστὰ ἀπὸ τὸν μισοπεθαμένο συνάνθρωπό του, δὲν πέρασε βιαστικὸς ὅπως ὁ ἱερέας, ἀλλὰ πλησίασε, εἶδε τὴν τραγική του κατάσταση καὶ συνέχισε ἥσυχος καὶ ἀδιάφορος τὸν δρόμο του πρὸς τὸν προορισμό του.

Ἀλλὰ ἀμέσως ἔφθασε κοντὰ στὸ τραγικὸ θύμα τῶν ληστῶν ἕνας Σαμαρείτης. Ἕνας ξένος, ἀπὸ ἄλλη περιοχή, στὴν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἦταν συμπαθεῖς καὶ ἀποδεκτοί, ἀφοῦ τοὺς χώριζαν θρησκευτικὲς διαφορὲς μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Κι ὅμως αὐτὸς ὁ ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη! Τὸν λυπήθηκε, τὸν περιέθαλψε πρόχειρα καὶ τὸν μετέφερε στὸ πιὸ κοντινὸ πανδοχεῖο. Φρόντισε νὰ μὴ τοῦ λείψει τίποτε καὶ πλήρωσε χρήματα γιὰ τὴ φιλοξενία του στὸ πανδοχεῖο.

Ἐὰν ὁ Σαμαρείτης, ὁ εὐεργέτης τοῦ Ἰουδαίου ὁ ὁποῖος κακοποιήθηκε θανάσιμα ἀπὸ ληστὲς συμπατριῶτες του, ἔδειχνε τὴν ἴδια συμπεριφορὰ ἀσπλαγχνίας καὶ ψυχρότητος ποὺ ἔδειξαν οἱ συμπατριῶτες τοῦ θύματος ἱερεῖς, θὰ ἦταν πλήρως δικαιολογημένος. Γιατί ἄραγε;

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποια ὁδοιπορία του προχώρησε, πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας καὶ μπῆκε στὴν περιοχὴ τῆς Σαμάρειας, κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας αὐτῆς, κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ κοντὰ στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ πιεῖ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτή. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ εἶχε πλησιάσει τὴν πηγὴ καὶ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τῆς πηγῆς αὐτῆς. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, διψασμένος, ζητάει ἀπὸ τὴ γυναίκα αὐτὴ νὰ τοῦ δώσει νερὸ νὰ πιεῖ.

Ἀντὶ ὅμως ὕδατος πηγαίου καὶ δροσεροῦ, ἡ Σαμαρείτιδα ἐκείνη συμπεριφέρθηκε ἐπιθετικὰ στὸν Ἰουδαῖο ὁδοιπόρο! Μὲ περιφρονητικὸ ὕφος τοῦ εἶπε:

- Πῶς ἐσὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς ἀπὸ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα νερό; Δὲν ξέρεις ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δὲν ἔχουν καμία σχέση μεταξύ τους;

Πράγματι μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν δὲν ὑπῆρχε καμία σχέση. Ἀντίθετα, ὁ ἕνας λαὸς περιφρονοῦσε καὶ ἐχθρεύετο τὸν ἄλλο.

Ἡ Σαμάρεια, ἡ ὁποία παλαιότερα ἀποτελοῦσε τὸ βόρειο Ἰσραηλιτικὸ κράτος, ἤδη πολὺ πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε προσχωρήσει στὴν εἰδωλολατρεία καὶ εἶχε “ἐθνικῶς” ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ μεγάλες ἐπιμιξίες μὲ ξένους λαούς. Στὴν ἐποχὴ δὲ τοῦ Ἰησοῦ τὸ ὄνομα Σαμαρείτης ἰσοδυναμοῦσε μὲ ὕβρη.

Ὁ Σαμαρείτης ἑπομένως ὁ ὁποῖος περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἦταν δικαιολογημένα φορτισμένος μὲ ἐμπάθεια καὶ ἐχθρικὰ αἰσθήματα ἐναντίον τῶν κατοίκων της. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶχε οὔτε τὴν ψυχολογία οὔτε τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα τῶν συμπατριωτῶν του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Διαφορετικὰ θὰ αἰσθανόταν χαρὰ μπροστὰ στὸ τραγικὸ θέαμα τοῦ ἐμπεσόντος στοὺς ληστὲς Ἰουδαίου.

Ὁ Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τῆς καρδιᾶς του ἀπὸ παθογόνες – ἐχθρικὲς ἀντιστάσεις στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης. Ὅ,τι δὲν ἔκαναν οἱ ἱερεῖς τῆς πατρίδος τοῦ τραγικοῦ θύματος τῶν ληστῶν τὸ ἔκανε ἕνας ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων.

Ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ ἐχθρὸς ὄχι ὅμως ἀπὸ τὴν φύση του καὶ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὡς ἱερέας τῆς ἀγάπης, τελετούργησε τὸ μυστήριο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας στὴ θέση τῶν ἐξ ὁρισμοῦ ἱερέων τοῦ Θεοῦ!

Ὁ νοῦς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, στὴν πράξη τῆς ἀγάπης του, ἐκπέμπει πράγματι ἀνταύγειες φωτιστικὲς μιᾶς ἐντελῶς εὐαγγελικῆς νήψεως. Ἐπειδὴ χρειάζεται, ἀλήθεια, πολλὴ νήψη, φωτιστικὴ διάκριση, γιὰ νὰ ὑπερβεῖ κάποιος καὶ νὰ δαμάσει τραυματικὰ αἰσθήματα ἐχθρικῶν συμπεριφορῶν ἀπὸ φίλους καὶ ἐχθροὺς καὶ νὰ τὰ μεταποιήσει σὲ φίλτρο ἀγάπης καὶ θυσίας γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν τραυμάτων αὐτῶν.

Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη εἰκονογράφησε καὶ προσδιόρισε τὴν ὁδὸ τῆς νήψεως ὡς μέσο ἔκφρασης τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας. Ὁ κορυφαῖος λόγος τοῦ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν», στὴν πραγμάτωσή του προϋποθέτει νήψη πολλή. Νήψη φωτιστικὴ καὶ ἀναιρετική τῆς κακίας.

Συνεργοὶ στὴν δωρεάν σωτηρία (Ἐφεσ. β΄4-10)

 


Συνηθισμένος τρόπος προσέλκυσης τοῦ καταναλωτικοῦ κοινοῦ εἶναι ἡ ἀναγραφὴ τῶν λέξεων «δωρεὰν» ἢ «προσφορὰ» πάνω στὰ διάφορα προϊόντα. Προφανῶς ἀποτελεῖ ἀπατηλὸ διαφημιστικὸ τέχνασμα, καὶ ὄχι βέβαια φιλανθρωπικὴ πρωτοβουλία τῆς παραγωγοῦ ἑταιρείας.


Ἀλήθεια ἢ παραπλάνηση;

Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ χειμαρρώδη λόγο προβάλλει τὸ ὕψιστο «προϊόν» τῆς θείας ἀγάπης, τὴ σωτηρία μας· καὶ ἐπαναλαμβάνοντας δύο φορὲς τὴ φράση «χάριτι ἐστε σεσωσμένοι» καὶ μία φορὰ ἀναφέροντας ὅτι «Θεοῦ τὸ δῶρον» τονίζει πρωτίστως ὅτι πρόκειται γιὰ «δωρεὰν» σωτηρία». Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ ἐπανάληψη γίνεται προκλητικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸν ποικίλο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ· ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς του πρὸς τοὺς Ἐφεσίους ἔχει τέσσερις φορὲς μιλήσει γι’ αὐτόν: «πλοῦτον χάριτος», «πλοῦτον ἐλέους», «πλοῦτον ἀγάπης», «πλοῦτον κληρονομίας». Ἔτσι ἕνας ἐπιπόλαιος ἀναγνώστης τῆς ἐπιστολῆς θὰ μποροῦσε ἄνετα νὰ ἐνθουσιαστεῖ ἐκτιμώντας ὅτι μὲ ἕνα τόσο πλούσιο καὶ τόσο εὔσπλαχνο δωρεοδότη Κύριο, ὁπωσδήποτε εἶναι «πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα» στὴ σωτηρία.

Σίγουρα μία τέτοια ἐκτίμηση ἀποτελεῖ ὀλέθρια διαστρέβλωση τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ποὺ δυστυχῶς «εὐδοκίμησε» στὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη. Ἕνας Ἀμερικανός, ποὺ μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία, γράφει χαρακτηριστικά: «Μία θλιβερὴ συνέπεια τῆς σύγχρονης προτεσταντικῆς σύγχυσης εἶναι ἡ ἀπογοήτευση ἐκείνων, στοὺς ὁποίους δόθηκε ἕνας ψεύτικος κατάλογος ἀγαθῶν, μὲ πρώτη στὴ σειρὰ τὴν ἄμεση καὶ εὔκολη σωτηρία καὶ δεύτερη τὴν ὑπόσχεση γιὰ χωρὶς κόπο μετάνοια καὶ ἐσωτερικὴ ἀλλαγὴ· τοὺς δόθηκε νὰ καταλάβουν ἐσφαλμένα ὅτι μὲ ἕναν ἀνώδυνο καὶ ἁπλοποιητικὸ τύπο ἀναγέννησης ὅλα θὰ πᾶνε καλά». Ἰδοὺ τὰ παραπλανητικὰ «δωρεάν», ποὺ ἀναφέρθηκαν στὴν ἀρχή.


Χάρη καὶ χρέος

Ὁπωσδήποτε δὲν εἶχε καμιὰ πρόθεση ὁ Παῦλος νὰ «διαφημίσει» τέτοια σωτηρία, ὅταν ἔγραφε στοὺς Ἐφεσίους. Σαφῶς θὰ ἔφριττε ἀκούγοντας τὴν ἀπαράδεκτη παρερμηνεία τῶν λόγων του. Καὶ εἶναι μὲν πρόδηλο τὸ κεντρικὸ μήνυμα ὅλης τῆς περικοπῆς ὅτι ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων προσπαθειῶν, ἀλλὰ δωρεὰ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Οὔτε οἱ ἀρετές, ὅπως τὶς δίδασκαν οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι, οὔτε ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (ποιὸς ἄραγε τὸν τηροῦσε τέλεια;) μποροῦσαν νὰ σώσουν τὸν ἄνθρωπο. Ναί, ἤμασταν «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» καὶ «τέκνα φύσει ὀργῆς»· ἤμασταν «νεκροὶ τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις». Καί, ναί, ὁ Θεὸς μᾶς «συνεζωοποίησεν... συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουραvίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἂς φανταστοῦμε δικαστὴ νὰ δικάζει κατηγορούμενο, ἔνοχο γιὰ πολλὰ ἐγκλήματα, καὶ ἀπὸ τὴν πολλή του εὐσπλαχνία ὄχι μόνο νὰ τὸν ἀθωώνει ἀλλὰ νὰ τὸν κάνει συμπάρεδρο στὸν θρόνο του. Καὶ μάλιστα γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, δέχεται ὁ ἐπουράνιος Κριτὴς καὶ Θεὸς νὰ γίνει «κατακριτος» καὶ νὰ καταδικαστεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὡς κακοῦργος στὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν. Πῶς νὰ μὴ χαρακτηρίσει ὁ Παῦλος «ὑπερβάλλοντα» τὸν πλοῦτο τῆς χάριτός του; Ἡ ὑπερβολή, βέβαια, αὐτοῦ τοῦ πλούτου θὰ φανεῖ κυρίως μετὰ τὴ μελλοντικὴ ἔλευση τοῦ Σωτῆρος, ὅταν καὶ ὁ πρώην διώκτης θὰ καθίσει, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, σὲ θρόνο, γιὰ νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Ὅμως ἤδη μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε τὴν πρόγευση τοῦ μεγάλου πλούτου τῆς χάριτος.

Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, προχωρώντας τὴ σκέψη τοῦ Παύλου, ὑπερθεματίζει: «Ὄντως ὑπερβάλλων ὁ πλούτος· ὄντως ὑπερβάλλον τὸ μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Κι ἂν ἀκόμα εἶχες μυριάδες ζωές, δὲν θὰ τὶς θυσίαζες γιὰ Ἐκεῖνον; Δὲν θὰ ἔπρεπε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ στὴ φωτιὰ νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πέσεις;». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, αὐθεντικὸ «ἠχεῖο» τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἀβίαστα ὁδηγεῖται στὴν ἀνάγκη καὶ τῆς δικῆς μας «συνεργίας», στὴ δική μας εὐθύνη γιὰ τὴν προσοικείωση τῆς σωτηρίας. Τὸ λέει ξεκάθαρα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ὅτι σωζόσαστε ὄχι μόνο «χάριτι» Θεοῦ ἀλλὰ καὶ «διὰ τῆς πίστεως» τῆς δικῆς μας. Ἡ σωτηρία, λοιπόν, δίδεται μὲν δωρεάν, ἀλλὰ οὔτε μαγικὰ οὔτε ὑποχρεωτικὰ σὲ ὅλους. Μία ἐξαναγκαστικὴ σωτηρία, λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, θὰ «ἐλυμαίνετο τὸ αὐτεξούσιον» τοῦ ἀνθρώπου· θὰ καταργοῦσε τὴν ἐλευθερία μας. Θὰ τὸ πεῖ καὶ στοὺς Ρωμαίους ὁ Παῦλος ὅτι ἡ σωτηρία προσφέρεται δωρεὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι «δύναμις Θεοῦ εἰς σωτηρίαν (ὄχι ὅμως σὲ ὅλους ἀπρoϋπoθέτως ἀλλὰ) παντὶ τῷ πιστεύοντι». Καὶ φυσικὰ «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστιν» (Ἰακ. 2,20).


Καρπὸς καὶ ὄχι προϋπόθεση

Μόνο ποὺ τὰ ἔργα δὲν προηγοῦνται ἀλλὰ ἕπονται τῆς σωτηριώδoυς δωρεᾶς τῆς θείας χάριτος. Μὲ αὐτὴ τὴν τόσο φωτεινὴ ἀποσαφήνιση κλείνει τὴ σημερινὴ περικοπὴ ὁ θεοφώτιστος Ἀπόστολος. Στὴ φράση «κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργoις ἀγαθοῖς» προσδιορίζεται ἐπιγραμματικὰ ἡ σχέση ἔργων καὶ σωτηρίας μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὰ ἔργα δὲν ἀποτελοῦν προϋπόθεση ἀλλὰ συνέπεια τῆς σωτηρίας. Γίναμε, δηλαδή, καινούργια κτίση ὄχι μὲ τὰ ἔργα ποὺ κάναμε -τὰ ὁποῖα οὐσιαστικά μᾶς ὁδηγοῦσαν στὸν θάνατο- ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα φανερώνεται ἡ ἀναγέννησή μας. Ὅσο αὐτονόητη εἶναι ἡ ἀναπνοὴ γιὰ τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο, τόσο αὐτονόητη ἐκδήλωση τοῦ σωσμένου ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀγαθοεργία. Ὅταν στηρίζουμε τὴ σωτηρία μας στὰ ἔργα μας καὶ νομίζουμε ὅτι τὴν ὀφείλουμε σ' αὐτά, μεταβάλλουμε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ ἀνθρωποκεντρικὸ θρήσκευμα, ποὺ καθιστᾶ περιττὴ τὴ θυσία τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Σὲ μία τέτοια περίπτωση, ἐλάχιστα θὰ διέφερε ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὸν νομοκεντρικὸ ἰουδαϊσμὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ προχριστιανικὴ εἰδωλολατρία. Οἱ δύο αὐτοὶ πειρασμοὶ δὲν εἶναι ἄγνωστοι στὴν ἐποχή μας. Καὶ σήμερα τὰ εἴδωλα ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι τοῦ δίνουν περισσότερη ἀσφάλεια παρὰ ἡ ὑπεύθυνη ἀποδοχὴ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ- καὶ ἐπίσης ἡ καταφυγὴ στὴν ἐξωτερικὴ μόνο τήρηση τοῦ θρησκευτικοῦ τύπου δημιουργεῖ μία στέγη αὐτοπροστασίας καὶ γεννάει μία ψευδὴ εὐφορία καὶ ἀτομικὴ ἱκανοποίηση. Ἐναντίον τῶν δύο αὐτῶν ἑλκυστικῶν πειρασμῶν στρέφεται ὁλόκληρη ἡ Καινὴ Διαθήκη.

Γίνε πλησίον

 


Ἕνας, διδάσκαλος μὲν τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀπόγονος δὲ τοῦ πεπτωκότος Ἀδὰμ ποὺ δίδαξε «δικαιοῦν ἑαυτούς», ἔρχεται νὰ πειράξει τὸν Χριστό, κάνοντας πὼς δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον ποὺ πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ ποὺ σίγουρα δὲν ἤξερε ὁ ταλαίπωρος, ἦταν ὅτι μιλοῦσε μὲ τὸν νέο Ἀδάμ, πού, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῆς αὐτoδικαίωσης καὶ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, ἔγινε ὄχι ἁπλῶς «πλησίον» μας, ἀλλὰ καταδέχθηκε στὸ Πρόσωπό του νὰ ἑνωθεῖ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.


«Πλησίον»: ὄχι τόπος, ἀλλὰ τρόπος

Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴ διήγηση τῆς παραβολῆς, ἀνατρέποντας τὸ ὑποκριτικὸ ἐρώτημά του, τὸν ρώτησε: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ συνάντησαν τὸ θύμα τῶν ληστῶν, νομίζεις ὅτι ἔγινε πλησίον του;». Μὲ ἄλλα λόγια τοῦ εἶπε: "Πλησίον" δὲν εἶναι τόπος, ἀλλὰ τρόπος. Δὲν εἶναι κάποιος ἀναγκεμένος ποὺ βρέθηκε τυχαῖα κοντά σου. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ μὲ τὸν τρόπο τῆς συμπαράστασης καὶ τῆς ἀγάπης σου πρὸς αὐτόν. Ὁ "πλησίον" δὲν εἶναι ὁ ἄλλος. "Πλησίον" γίνεσαι ἐσὺ στὸν ἄλλον· καὶ μάλιστα πρὸς ὅλους ἀδιακρίτως ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἐλέους καὶ βοηθείας, δικούς σου καὶ ξένους, καλοὺς καὶ κακoύς· «οὔ γένει διορίζων, οὐκ ἀρετῇ δοκιμάζων, ἀλλὰ τῇ φύσει συνάπτων» (Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τὸ ὅτι ὁ ἐμπερίστατος ἄλλος εἶναι ὁ συνάνθρωπός σου εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ τὸν θεωρήσεις «πλησίον» σου.


«Πλησίον» ὄχι στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη

Φυσικὰ ἕνα τέτοιο γνήσιο πλησίασμα στὸν ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται μόνο σὲ λόγια τοῦ τύπου «ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε», χωρὶς νὰ δώσει κανεὶς «τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος» (Ἰακ. 2,16). Γιὰ νὰ γίνεις πλησίον στὸν ἄλλον, χρειάζεται νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ βόλεμά σου καὶ ἀπὸ τὸ πρόγραμμά σου, τὸ ὁποῖο θὰ ἤθελες ὅλοι καὶ ὅλα νὰ τὸ ὑπηρετοῦν. Ἴσως παραστεῖ ἀνάγκη καὶ νὰ διανυκτερεύσεις στὸ «πανδοχεῖο», ὅπου ἔφερες τὸν ἀδελφὸ γιὰ περίθαλψη. Καὶ ἴσως νὰ μὴ φτάσουν τὰ δύο δηνάρια καὶ νὰ χρειαστεῖ νὰ «προσδαπανήσεις» ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἀποθεραπεία του.

Ὁ Ντοστογιέφσκι στοὺς «Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ», καταγγέλλοντας τὸ ὄχι σπάνιο σύμπτωμα γενικῆς ἀγαπολογίας, χωρὶς ὅμως διάθεση ἔμπρακτης καὶ θυσιαστικὴς προσφορᾶς στὸν πλησίον, παρουσιάζει κάποιον γιατρὸ νὰ λέει: «Ἐγὼ ὅσο περισσότερο ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα γενικά, τόσο λιγότερο ἀγαπῶ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά. Στὶς ὀνειροπολήσεις μου συχνὰ λαχταρῶ μέχρι πάθους νὰ ἐξυπηρετήσω τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅμως δὲν μπορῶ οὔτε δύο μέρες νὰ ζήσω στὸ ἴδιο δωμάτιο μὲ ἄλλον ἄνθρωπο. Μόλις βρεθεῖ κάποιος κοντά μου, νιώθω πώς μοῦ πληγώνει τὴν ἀτομικότητά μου καὶ μοῦ περιορίζει τὴν ἐλευθερία μου. Μπορῶ μέσα σὲ ἕνα εἰκοσιτετράωρο νὰ μισήσω καὶ τὸν πιὸ καλὸ ἄνθρωπο, ἄλλον γιατί τρώει ἀργά, ἄλλον γιατί ἔχει συνάχι καὶ σκουπίζει συνεχῶς τὴ μύτη του. Γίνομαι -δὲν ξέρω πῶς- ἐχθρὸς τῶν ἀνθρώπων, μόλις οἱ σχέσεις μας γίνουν κάπως στενότερες. Μὰ γι’ αὐτό, ὅσο περισσότερο μισῶ ὁρισμένους ἀνθρώπους προσωπικά, τόσο πιὸ φλογερὰ ἀγαπῶ τὴν ἀνθρωπότητα στὸ σύνολό της».


«Οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ’ ἐκ Μαρίας»

Στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἡ ἀλληγορικὴ πατερικὴ ἑρμηνεία ἀναγνωρίζει τὸν Χριστό. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία ἀκολουθοῦν καὶ οἱ θεραπαινίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, ὑμνογραφία καὶ ἁγιογραφία, χορταίνοντας τὸν νοῦ καὶ τὶς αἰσθήσεις μας μὲ θρεπτικότατους καρπούς. Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος γιὰ ἄλλους λόγους κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὅτι εἶναι «Σαμαρείτης», δὲν ἀνέχθηκε ἁπλῶς... τὸ «συνάχι» μας ἀλλὰ -κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα- «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβεν καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν». Καὶ ἀφοῦ ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, δηλαδὴ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος καὶ οἱ προφῆτες, δὲν μπόρεσαν νὰ θεραπεύσουν τὴν καταπληγωμένη ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀνθρώπινη φύση μας, ἦλθε ὁ Ἴδιος «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» καὶ μᾶς βρῆκε πραγματικὰ «ἡμιθανεῖς». Καὶ ἀφοῦ πρῶτα καθάρισε τὰ τραύματά μας μὲ «ἔλαιον καὶ οἶνον», δηλαδὴ μὲ τὴν ἱλαρότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς διδασκαλίας του, τὰ ἔδεσε μὲ τὰ θεραπευτικὰ δεσμὰ τῶν ἐντολῶν του. Μετά, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀνέβασε «ἐπὶ τὸ ἴδιον ὑποζύγιον», ἀλλὰ «μᾶς φορτώθηκε» στὸ Σῶμα του, ἢ μᾶλλον κάτι ἀσύγκριτα ἀνώτερο: καταδέχθηκε νὰ μᾶς κάνει μέλη τοῦ Σώματός του.

Ἔτσι μᾶς ἔφερε στὸ «πανδοχεῖο», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία του. Σ’ αὐτὴν καὶ στοὺς προεστῶτες της, ἁγίους ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους, μᾶς ἐμπιστεύθηκε ἀφήνοντας κατ’ ἀρχὴν γιὰ «ἔξοδα θεραπείας», ὡς «δύο δηνάρια», τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὸν τὸν πλοῦτο οἱ ἁγιώτατοι ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, «μετὰ πόνων καὶ ἱδρώτων ἐπλάτυναν καὶ ηὔξησαν»· καί, ὅπου χρειάστηκε, «οἴκοθεν προσεδαπάνησαν», δηλαδὴ ἄσκησαν μὲ προσωπικὴ εὐθύνη ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὥστε ἡ θεραπεία μας νὰ εἶναι ἀποτελεσματική. Καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐπανέλθει ὁ Δεσπότης, «ἀποδώσει πᾶσι τὰς ἀμοιβὰς» ἀπὸ τὸ ἀνεξάντλητο ταμεῖο τοῦ ἐλέους του. Ὄντως, πῶς νὰ μὴν εἶναι ἀνεξάντλητο, ἀφοῦ Αὐτός, ὁ Κύριος τοῦ Πανδοχείου, εἶναι -κατὰ τὸν ὑμνωδὸ- «ὁ τοῖς ἥλοις καὶ τῇ λόγχῃ τὸ Σῶμα τραυματισθεὶς ἑκουσίως διὰ ἁμαρτίας ἀνθρώπων, καὶ τὴν κοινὴν τελέσας διὰ Σταυροῦ σωτηρίαν ἐν Ἱερουσαλήμ».

Ἀδιαφορία: Ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης (Λουκ. ι΄27-35)



 



Ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀνοίγεται μπροστὰ μας μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν, στοχεύει κυρίως στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης γιὰ τὸν «περιπεσόντα εἰς τοὺς ληστὰς» ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς λέει μὲ τὸν παραστατικό, ἀλληγορικὸ καὶ δυνατό της λόγο καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Σὲ αὐτή, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπελευθερώνει τὴν ἀγάπη ἀπὸ ὅρους καὶ προϋποθέσεις, ποὺ ἐμεῖς συνήθως θέτουμε, ἀνταλλάγματα καὶ ὑπολογισμούς, κρατούμενα καὶ ἐπιφυλάξεις, ποὺ κάποτε μᾶς δεσμεύουν καὶ μᾶς πολιορκοῦν.

Ὁ Σαμαρείτης, ἂν καὶ ἦταν ξένος καὶ ἀλλόθρησκος, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐχθρός τοῦ Ἰουδαίου, «ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη». Ἀπαγκιστρώνεται ἀπὸ ἐχθρικὲς ἀγκυλώσεις καὶ συμπλέγματα ἐμπάθειας καὶ μὲ μιὰ καθαρότητα νοῦ καὶ καρδίας ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει, ζεῖ καὶ προσφέρει τὴ δύναμη καὶ τὴν εὐεργεσία τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης.

Τὸ μήνυμα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, εἶναι σαφὲς καὶ αὐτονόητο. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ὀδυνηρὴ παραίτηση ἀπὸ πράγματα πού, ἴσως δικαιωματικά, μᾶς ἀνήκουν, χρόνος, ἄνεση, ἀσχολίες, χρῆμα καὶ ἄλλα. Ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει στὴν ποιότητα τῆς συμπεριφορᾶς μας εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πέρα ἀπὸ γεωγραφικὲς καὶ ἐθνικὲς συναρτήσεις, πάνω ἀπὸ θρησκευτικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ κοινωνικὲς προκαταλήψεις. Τὸ κομβικὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος πλησίον, ἀλλὰ πῶς θὰ γίνουμε πλησίον γιὰ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθεια μας· καὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοί. Εἶναι πολλοὶ καὶ ἐμεῖς, θὰ πρέπει νὰ τὸ παραδεχθοῦμε, εἴμαστε «μικροί», «λιγοστοὶ» καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Γι' αὐτό ταπεινωνόμαστε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὴν ἀνεπάρκειά μας.


Τὸ προσπέρασμα τῆς ἀδιαφορίας

Ἡ ἀδιάφορη στάση τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ λευίτη ἀπέναντι στὸν πληγωμένο συνάνθρωπο εἶναι μιὰ κριτικὴ στὸ ἦθος πολλῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Πολλῶν ἀπὸ ἐμᾶς πού, ἐνῶ θεωροῦμε τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἱερὴ ὑπόθεση, στὴν καθημερινότητά μας προσπερνᾶμε μὲ ἀδιαφορία τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ πνευματική μας φθορά.

Ἡ ὀργάνωση καὶ οἱ ρυθμοὶ τῆς ζωῆς μας, τὰ πυκνὰ προγράμματα καὶ οἱ πολλὲς καὶ ποικίλες ἀσχολίες μας εἶναι τέτοια καὶ τόσα, ποὺ ἐξανεμίζουν καὶ ἐξασθενοῦν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἀφορμὲς καὶ οἱ προφάσεις εἶναι πολλὲς καὶ εὐλογοφανεῖς, ὅπως ὑπαινίσσονται οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς παραβολῆς. Ὁ φόβος, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτοπροστασίας ἀπὸ ἐνδεχόμενο κίνδυνο ἢ ἀπειλὴ συντελοῦν ἀναπόφευκτα στὴν παράλειψη τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ ἡ προσκόλληση στὸν τύπο, ποὺ συχνὰ ἐπικαλύπτει τὴν οὐσία πολλῶν πραγμάτων, συμπνίγει τὴν αὐθόρμητη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης. Πολλὲς φορὲς ἰσχυριζόμαστε ὅτι θέλουμε ἢ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι δὲν πρέπει, γιατί ἴσως νὰ παρεξηγηθοῦμε. Ἀκόμη, τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ οἱ ἀσχολίες μας, τὰ ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα καὶ οἱ προσωπικές μας προτεραιότητες στέκονται, κάποτε, ἐμπόδια στὸ νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο στὴ ζωή μας καὶ χῶρο στὴν καρδιά μας, στὸ νὰ σταθοῦμε κοντὰ καὶ δίπλα στὸν ἄλλον.

Ἡ συναισθηματικὴ ἀπάθεια καὶ ἡ ἠθικὴ ἀναλγησία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι πλέον κραυγαλέες, ἀποτέλεσμα καὶ σύμπτωμα τῆς τραγικῆς ἀδιαφορίας του. Ἀπορροφημένος, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀτομικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς του ἀνάγκες, προσπερνᾶ τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ἐπιδιώκει μόνο τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ὠφέλιμο. Δὲν διακρίνει ποιὸ εἶναι τὸ πλαστὸ καὶ ποιὸ τὸ νόθο, ποιὸ τὸ σαθρὸ καὶ ἐφήμερο καὶ ποιὸ τὸ γνήσιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς. Μέσα στὸ τέλμα τῆς ἀδιαφορίας του, συμβάλλει στὴν ἐπικίνδυνη προσαρμογὴ τῶν σταθερῶν καὶ διαχρονικῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Δὲν ἀγωνίζεται, ὅσο θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης.

Στὴ φοβερὴ ἀδιαφορία καὶ φυγὴ τῶν πολλῶν, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας, γιατί δὲν εἴμαστε μόνοι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι, ὄχι μόνο ὅταν διαπράττουμε τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ὅταν μὲ τὴν ἀδιαφορία, τὴν παθητικότητα καὶ τὴν οὐδετερότητά μας, ἀφήνουμε τοὺς ἄλλους νὰ τὸ διαπράξουν. Ἡ ἀδιαφορία φυγαδεύει τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ διαστρέφει τὴν ἀνθρωπιὰ σὲ κυνικὴ ἀπανθρωπιὰ καὶ σκληροκαρδία.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ θυσίες καὶ κόποι. Ἐκεῖ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ γενναιότητα καὶ μόνο τότε μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι συνάντησε τὸν Θεό, γιατί πρῶτα συνάντησε, ἐνδιαφέρθηκε, πρόσφερε καὶ ἀγάπησε τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο. Ἀμήν.

Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ.ι΄25—37)

 




Εἴδομεν, ὅτι ὁ Κύριος εὑρισκόμενος εἰς τὴν Σαμάρειαν ἀπέστειλεν ἑβδομήκοντα μαθητάς, ἵνα κηρύξωσιν εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας τὸν θεῖον λόγον. Κατόπιν συνεχίζει τὴν ὁδοιπορίαν Του πρὸς Ἱεροσόλυμα διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.

Ὁ Κύριος προχωρεῖ Νοτίως καὶ ἤδη εὑρίσκεται πιθανώτατα εἰς τὸ μέρος, ὅπου γίνεται λόγος ἐν τῇ παραβολῇ ἤτοι ἐν τῇ ὁδῷ Ἱεριχοῦς πρὸς Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ἐμφανίζεται «Νομικὸς» νομομαθὴς δηλαδὴ τις τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου καθήμενος κἄπου. Οὗτος «ἀνέστη» ἠγέρθη «ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων! Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Ὁ νομομαθὴς δηλαδὴ οὗτος ἔχων ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὁ Κύριος ἦτο κοσμοπολιτικοῦ χαρακτῆρος, ἐνῷ ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἦτο Ἐθνικιστικός, Σωβινιστής, ἐρωτῶν τὸν Ἰησοῦν ἐσκόπει νὰ φέρῃ εἰς ἀντίθεσιν Αὐτὸν πρὸς τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον ἤ ὁδηγήσῃ Αὐτὸν εἰς ἄλλην τινὰ ἀδιέξοδον.Ὁ Κύριος ὅμως καταφεύγει εἰς τὴν πηγὴν τῆς ἀληθείας, τὴν Βίβλον καὶ ἐρωτᾷ τὸν νομικόν: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» Τί γράφει ὁ νόμος περὶ τούτου καὶ ποία εἶναι ἡ γνώμη σου; Ὁ νομικὸς ἀπαντᾷ: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ σου καὶ ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν»(1) Ἀγάπη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλας τὰς φυσικάς, πνευματικάς καὶ ἠθικάς δυνάμεις ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ἀγάπη τοῦ πλησίον μας ὅπως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἰδοὺ αἱ δύο οὐσιωδέστεραι ἐντολαί. Ὁ Κύριος δευτερολογῶν λέγει: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης˙» ὀρθῶς ἀπήντησες «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ». Τοῦτο πάντοτε ἐφάρμοζε καὶ θὰ ἀποκτήσῃς τὴν αἰώνιον ζωήν.

Ὁ δὲ νομικὸς «θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν» θέλων δηλαδὴ νὰ ἀπόδειξῃ εἰς τὸν Χριστόν, ὅτι ἡ ἀπορία του παραμένει ἀκόμη δύσκολος εἰς ἀπάντησιν, ἂν καὶ τόσον εὐκόλως αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ Ἰησοῦ «εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὶς ἐστίν μου πλησίον;» ἔμαθα, λέγει ὁ νομικός, πόσον πρέπει νὰ ἀγαπῶ. Δὲν γνωρίζω ὅμως ποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶ, ποῖος εἶναι πλησίον μου. Οἱ πλεῖστοι τῶν Ἑβραίων τότε ἔκλινον ὑπὲρ τῆς γνώμης, ὅτι πλησίον εἶναι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι. Οἱ λοιποί, οἱ εἰδωλολάτραι οἱ λεγόμενοι ἐθνικοί, ἦσαν ἐχθροί. Ὁ Κύριος «ὑπολαβών» λαβών τὸν λόγον λέγει: «ἄνθρωπὸς τὶς κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν˙ οἵ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Κἄποιος Ἰουδαῖος δηλαδή, ἐνῷ κατήρχετο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν Ἱεριχώ περιέπεσεν εἰς λῃστᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ἴσως ἔφερε ἀντίστασιν, ἀφοῦ τὸν ἐλῄστευσαν, τὸν ἐκτύπησαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένον. «Κατὰ συγκυρίαν» κατὰ σύμπτωσιν, «ἱερεὺς τις» Ἰουδαῖος τις ἱερεὺς τελέσας πιθανῶς τὰ ἱερατικά του καθήκοντα ἐν Ἱερουσαλὴμ «κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ» βαδίζων τὴν ὁδὸν ἐκείνην μετέβαινε πρὸς τὴν Ἱεριχώ «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν». «Ἀντιπαρῆλθε», σημαίνει, ὅτι ἐβάδισε τὴν ἄλλην ὁδὸν ἐκείνης ὅπου εὑρίσκετο ὁ πληγωμένος φοβηθείς τὴν ἐπικίνδυνον τοποθεσίαν ἐκείνην. Μετ’ ὀλίγον «καὶ Λευΐτης» Ἰουδαῖος δηλαδὴ διάκονος ἐν τῷ Ναῷ «γενόμενος κατὰ τὸν τόπον» διερχόμενος ἐκεῖθεν «ἐλθών» καὶ «ἰδὼν» τὸν Σαμαρείτην «ἀντιπαρῆλθεν». Ὁ Λευΐτης οὗτος ἐφάνη σκληρότερος τοῦ προηγουμένου, διότι εἶδε ἐκ τοῦ πλησίον τὴν ἀθλιότητα τοῦ δυστυχοῦς καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησε, ἀλλὰ ἐπῆρε τὸν ἄλλον δρόμον.

«Σαμαρείτης δὲ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη καὶ προσελθών κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ». Ὁ Σαμαρείτης, ἰδιώτης, καὶ οὐχὶ κληρικός, ὡς ἦσαν οἱ ἄλλοι δύο, ἐχθρὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ οὐχὶ συμπατριώτης τοῦ πληγωμένου «ὁδεύων» διερχόμενος ἐκεῖθεν, ἀδιαφορήσας διὰ τὸν κίνδυνον τοῦ τόπου, εὐσπλαγχνίζεται αὐτὸν καὶ «ἦλθε κατ’ αὐτὸν» τὸν ἐπλησίασε, πλύνει τὰς πληγάς του δι’ οἴνου, ἀλείφει αὐτάς μὲ ἔλαιον καὶ προχείρως «κατέδησε» δένει αὐτάς. Μετὰ ταῦτα λαμβάνει αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ τὸν φορτώνει εἰς τὸ ζῷον του. Πεζῆ αὐτός, εἰς τὸ ὑποζύγιόν του ὁ ἐχθρός του, ὑποβαστάζων ὁ Σαμαρείτης τὸν φορτωμένον τραυματίαν ἔρχονται εἴς τι ξενοδοχεῖον, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ καλλίτερον. «Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλών δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι». Τὴν ἑπομένην ἡμέραν θέλων νὰ φύγῃ ὁ καλὸς Σαμαρείτης δίδει εἰς τὸν ξενοδόχον δύο δηνάρια, δύο προπολεμικάς δραχμάς, ὑποσχεθείς συμπλήρωμα διὰ τὰ περαιτέρω ἔξοδα. Ἔδωκε δὲ ταῦτα ἐξελθών τοῦ πανδοχείου, ἵνα μὴ θίξῃ τὸν ἐλεούμενον.

Καὶ ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τὸν Νομικόν: «Τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;» Ποῖος νομίζεις, ὅτι ἐφάνη πλησίον, φίλος εἰς τὸν δυστυχῆ αὐτὸν Ἰουδαῖον; Ὁ νομικὸς ἠρώτησεν ἐν ἀρχῇ «τὶς ἐστί μου πλησίον». Ὁ Κύριος ἀντικαθιστᾷ τὴν ἐρώτησιν ταύτην διὰ τῆς ἐρωτήσεως, ποῖος ἐφάνηκε πλησίον εἰς τὸν ἐμπεσόντα εἰς τοὺς λῃστάς. Ἡ ἐρώτησις τοῦ Κυρίου εἶναι ὀρθοτέρα, διότι ἐπιβάλλει καθήκοντα. Ὁ νομικὸς ἐντροπιασμένος ἀπαντᾷ: «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ» ὁ ἐλεήσας αὐτόν. Ἤτοι πλησίον ἦτο ὁ ἐχθρός του Σαμαρείτης. Ἑπομένως φίλος, πλησίον μας, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν εἶναι καὶ οἱ ἐχθροί μας, πᾶς ἄνθρωπος, ἀδιακρίτως γλώσσης, θρησκείας, ἐθνικότητος. Πόσον σοφῶς ὁ Κύριος ἠνάγκασε τὸν νομικὸν νὰ εἴπῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον, ἂν τὸ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς, θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτόν!

Δύο ἑρμηνείας ἔδωκαν τῆς ὡραίας ταύτης παραβολῆς οἱ πατέρες. Μίαν γραμματικὴν καὶ τὴν ἑτέραν ἀλληγορικήν. Ἡ πρώτη εἶναι δεοντολογικὴ καί λέγει τί πρέπει νὰ πράττωμεν, ἡ δευτέρα εἶναι Χριστολογικὴ καὶ λέγει τί πρέπει νὰ πιστεύωμεν.


α) Θ έ μ α:  Χριστολογικὸν

Εἰς τὴν Χριστολογικὴν ταύτην ὁμιλίαν θὰ ἴδωμεν ποία ἦτο ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης ὡς ὁ περιπεσών εἰς λῃστάς καὶ ποῖος ὁ θεραπεύσας ταύτην καλὸς Σαμαρείτης.

Α.΄ Ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης. Διπλοῦν πάθος εἶχε: Νόσον καὶ ἀδυναμίαν ἰάσεως.

α) Ν ό σ ο ς.  Ἡ ἀνθρωπότης πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον «ὥδευε ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ» ἤτοι ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν τῶν εἰδώλων, τὴν Ἱεριχώ, ἀπὸ τὴν ἀρετὴν εἰς τὴν κακίαν, ἀπὸ τὴν ἁγνότητα εἰς τὴν διαφθοράν. Οὕτω ὁδεύουσα ἡ ἀνθρωπότης «λῃσταῖς περιέπεσεν» περιέπεσεν εἰς τοὺς δαίμονας. Ὡς οἱ λῃσταὶ κρυπτόμενοι ἐπιπίπτουσιν αἰφνιδίως κατὰ τῶν ὁδοιπόρων καὶ ἀφαιροῦσι πᾶν πολύτιμον, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ οἱ δαίμονες κεκαλυμμένοι λῃστεύουσι τοὺς ὁδοιπόρους τῆς ζωῆς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τί λῃστεύουσι; Οἱ λῃσταὶ τῆς παραβολῆς ἀφῄρεσαν ἀπὸ τοῦ ἀτυχοῦς ὁδοιπόρου: 1) ἐνδύματα «ἐκδύσατες αὐτὸν» ἀποκαλύψαντες τὴν αἰσχύνην αὐτοῦ. 2) τὴν ὑγείαν «καὶ πληγάς ἐπιθέντες», 3) τοῦ ἔδωκαν νὰ ἐννοήσῃ τὴν μόνωσιν ἐν τῇ ἐρημίᾳ «ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον» καὶ 4) τὸν ἀφῆκαν «ἡμιθανῆ τυγχάνοντα» χαροπαλαίοντα, ὁπότε ἡ μόνωσις ἦτο αἰσθητοτέρα. Τὸ αὐτὸ καὶ οἱ δαίμονες πράττουσιν εἰς τὰ θύματά των. Ἀφαιροῦν πᾶν πολύτιμον, τὸ ὁποῖον ἔχουν, πᾶσαν ἐντροπὴν διὰ τὸ κακόν, φροντίζοντες νὰ δικαιολογοῦν πᾶσαν ἁμαρτίαν. Μετὰ ταῦτα ἀκολουθοῦν αἱ σωματικαὶ βλάβαι, τῶν ὁποίων αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία, διαφθορά, ἐξαχρείωσις. Κατόπιν ἔρχεται τὸ θῦμα, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν χορτάσῃ τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν μόνωσιν, τὴν πλῆξιν, τὸν κόρον καὶ τὴν ἀηδίαν. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι νὰ πατήσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου, ὅτε τὸ αἴσθημα τῆς μονώσεως εἶναι εἰς τὸ ὀξύτατον σημεῖον.

β) Θεραπεία. « Ἱερεὺς τις κατέβαινε...» Πάντες οἱ πρὸ Χριστοῦ καὶ οἱ μετὰ Χριστόν, ἀλλὰ ἄνευ Χριστοῦ ζῶντες ἱερεῖς καὶ φιλόσοφοι, συνοδοιπόροι ὄντες τῆς πασχούσης καὶ εἰς λῃστάς πεσούσης ἀνθρωπότητος, ἀντιπαρῆλθον τὸν πόνον της, διότι δὲν ἠδύναντο ἤ καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ καλύψουν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνότητος, νὰ θεραπεύσουν τὰς πληγάς, νὰ συντροφεύσουν τὴν μόνωσιν καὶ τέλος ν’ ἀπαλλάξουν ταύτην τοῦ ἐπιθανατίου ῥόγχου. Οὔτε ὁ παλαιὸς τῶν Ἑβραίων Νόμος μὲ τὴν ἀτελείωτον περιπτωσιολογίαν του, οὔτε οἱ φιλόσοφοι μὲ τὰς ὑψηλάς, ὡραίας λεπτάς, ἀλλὰ δυσκόλους ἰδέας των κατώρθωσαν ν’ ἀνταποκριθοῦν εἰς τοὺς βαθεῖς ἀνθρωπίνους πόνους καὶ πόθους. Ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἦτο μόνον παιδαγωγὸς εἰς Χριστὸν παρέχων συνείδησιν ἁμαρτωλότητος ὄχι ὅμως καὶ θεραπείαν.

Ἡ φιλοσοφία καὶ γενικῶς ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ θεολογία ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην τῆς γυμνώσεως, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐθεοποίησαν τὸ σαρκικὸν πάθος διὰ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν κλοπὴν διὰ τοῦ Ἑρμοῦ, τὰ ὄργια διὰ τοῦ Βάκχου, τὴν μέθην διὰ τοῦ Διονύσου κ.λ.π. Ὄχι μόνον δὲν ἐκάλυψαν τὴν αἰσχύνην, ἀλλὰ κατῄσχυναν διὰ τῆς ἀδιαντροπίας των τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀλλὰ καὶ ἡ μεταπολεμικῶς καὶ ἄνευ Χριστοῦ ζῶσα ἀνθρωπότης; Κεῖται καὶ αὕτη κατὰ γῆς λῃστευομένη, μωλωπισμένη, ὀρφανεμένη καὶ ψυχορραγοῦσα. Ὁ πόλεμος, ὁ μέγας αὐτὸς λῄσταρχος, πόσους δὲν ἐμωλώπισε διὰ τῶν φονικῶν ὅπλων, πόσους δὲν ἐγύμνωσε, πόσους δὲν ἀπωρφάνισε καὶ ἀφῄρεσε φιλτάτους καὶ οὕτω ἔγινε ἡ μόνωσις αἰσθητή; Πόσους δὲν ἔκαμε, ὥστε νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου, ὅλους ἠνάγκασε νὰ πατήσουν τὸ κατώφλιον τοῦ θανάτου; Οὐδεὶς τῶν σοφῶν ἀπελύτρωσε ταύτην. Ποῖος ὁ Λυτρωτής; Ὁ Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης.


Β΄. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης. Οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐκκλησία Του. Μὴ δυνηθείσης τῆς ἀνθρωπότητος νὰ εὕρῃ τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς ἐνανθρωπήσας «ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν» εὗρε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Χριστὸς ἐλθών πλησίον τοῦ ἀνθρώπου καὶ «ἰδὼν αὐτὸν» ὡς «ὁ καλὸς Σαμαρείτης εὐσπλαγχνίσθη» τὸν ἄνθρωπον. Ὁ Σαμαρείτης δὲν περιορίζεται εἰς μόνον τὸ συναισθηματικὸν (τὸ ὁποῖον δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶχαν καὶ οἱ δύο Ἰουδαῖοι, Ἱερεὺς καὶ Λευΐτης, καὶ τὸ ὁποῖον ἐγείρεται εἰς τοὺς πλείστους ἐξ ἡμῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅταν ἴδωμεν πάσχοντα, γινόμενοι θρηνῳδοὶ ὄχι ὅμως καὶ βοηθοὶ τῆς δυστυχίας τοῦ ἄλλου) ἀλλὰ προβαίνει εἰς τὸ ἔργον «κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ καὶ κατέχυσεν ἔλαιον κ. λ. π. Μετὰ ταῦτα ἐναγκαλίζεται αὐτόν, θέτει ἐπ’ ὤμων...» Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἀντὶ τῆς γυμνότητος, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν ἡ ἁμαρτία, δίδει τὴν κάλυψιν διὰ τῆς ἀγκάλης, ἀντὶ τοῦ πόνου τὴν ἀνακούφισιν διὰ τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ πλέον ἐφόρτωσεν αὐτὸν εἰς τὸ ἴδιον κτῆνος ἀναγκασθείς ὁ ἴδιος νὰ πεζοπορῇ, ἀντὶ τῆς μονώσεως τὴν συντροφιά, ἀντὶ τοῦ ψυχορραγήματος τὴν σωτηρίαν. Καθαρίζει τὰς πληγάς διὰ τοῦ οἴνου τῆς ἐξομολογήσεως, μαλακώνει διὰ τοῦ ἐλαίου τῆς θείας εὐσπλαγχνίας. Μόνον ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὰ δεινά τοῦ πολέμου, τῆς γυμνότητος, ἀδιαντροπίας, ψυχορραγήματος, διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰδημοσύνη, θεραπεία, ὑγεία, συντροφιὰ καὶ ζωή.

Ἡ Ἐκκλησία. Ὁ καλὸς Σαμαρείτης ὡδήγησε τὸν ψυχορραγοῦντα εἰς τὸ πανδοχεῖον, δώσας δύο δηνάρια εἰς τὸν πανδοχέα, τὸν ξενοδόχον. Πανδοχεῖον εἶναι ἡ ἐκκλησία, διότι δέχεται τοὺς πάντας, ἀνεξαρτήτου φύλου, φυλῆς, πτωχείας, πλούτου κ. λ. π. Πανδοχεῖς εἶναι οἱ κληρικοί, διότι δέχονται τοὺς πάντας, ἁμαρτωλοὺς καὶ δικαίους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Δύο δηνάρια εἶναι αἱ δύο Διαθῆκαι, Παλαιὰ καὶ Καινή, ἔνθα ὑπάρχει ὁ θεῖος λόγος βάσει τοῦ ὁποίου πρέπει οἱ κληρικοὶ νὰ ἐπιμελῶνται τῶν εἰσερχομένων εἰς τὸ πανδοχεῖον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.

Ὅ,τι ἄλλο ὁ καλὸς κληρικὸς προσδαπανήσῃ, κόπον, ἀγῶνα, μελέτην, διδασκαλίαν Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Δίκαιος Κριτὴς ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι Αὐτὸν ἀποδώσει εἰς ἐκεῖνον. Τὶς εἶναι ὁ πραγματικὸς πλησίον μας; ἠρώτησε τότε ὁ Κύριος. Ὁ νομικὸς ἀπήντησεν «πᾶς ἄνθρωπος». Τὶς ὁ πραγματικὸς πλησίον μας, ἐρωτῶμεν καὶ ἡμεῖς; Πᾶς ἄνθρωπος ἰδίως ὅμως ὁ Ἰησοῦς! Πρὸς Αὐτὸν ἂς στραφῶμεν!
Ὡραῖον παράδειγμα τῆς ἀρχαιότητος δεικνύοντὸν πόθον τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων δι’ εὐγενοῦς προσώπου εἶναι τὸ ἑξῆς:

Ὅταν πρὸ Χριστοῦ κατὰ τινα παράδοσιν ἐβασίλευεν εἰς Ἀθήνας ὁ Κόδρος, οἱ Δωριεῖς εἰσέβαλον εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἠπείλουν τὰς Ἀθήνας. Τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶπεν, ὅτι θὰ νικήσωσιν ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ὁ βασιλεύς, θὰ φονευθῇ ἀπὸ ἐχθρικὸν χέρι. Ὁ βασιλεὺς Κόδρος μαθών τοῦτο ἐνδύεται τὰ ἐνδύματα δούλου τινὸς καὶ μεταβαίνει εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν. Φιλονικεῖ μετὰ τινος καὶ φονεύεται. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ ἔμαθον τὸν χρησμὸν καὶ εἶδον ποῖον ἐφόνευσαν, ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐδῶ Κόδρος εἶναι ὁ Χριστός. Ἀθηναῖοι εἶναι ἡ ἀνθρωπότης. Δωριεῖς εἶναι οἱ δαίμονες καὶ οἱ Χριστοκτόνοι Ἰουδαῖοι, ἐνδύματα δούλου τὰ ὁποῖα ἐφόρεσε ὁ Κόδρος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Θάνατος τοῦ Κόδρου εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Μαντεῖον τῶν Δελφῶν εἶναι οἱ προφῆται. Ἀπαλλαγή τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τοὺς Δωριεῖς εἶναι ἀπαλλαγὴ τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τοὺς δαίμονας. Πόσον βαθὺς ἦτο ὁ πόθος τῆς ἀπολυτρώσεως πρὸ Χριστοῦ!


β) Θέμα: Ἠθικόν. Περὶ Ἀγάπης

Ὁ νομικὸς ἐζήτησε ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὄχι μόνον ποίους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν, ὄχι μόνον πόσους, ἀλλὰ πόσον νὰ ἀγαπῶμεν. Ἰδοὺ τὸ θέμα μας˙ ποίους καὶ πῶς νὰ ἀγαπῶμεν ἤτοι ἔκτασις καὶ βάθος ἀγάπης.

Α. Ἡ ἔκτασις τῆς ἀγάπης. Ἀφοῦ ὁ Σαμαρείτης ἠγάπησε τὸν ἐχθρόν του πρέπει καὶ ἡ ἰδικὴ μας ἀγάπη νὰ μὴ εἶναι ἀγάπη ἑνός, δύο, πολλῶν, ἀλλὰ πάντων, ἀφοῦ θὰ φθάνῃ μέχρι τῶν ἐχθρῶν μας. Καὶ ὅμως! Πολλοὶ περιορίζουν τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν τους. Ὑποκείμενον καὶ ἀντικείμενον ἀγάπης εἶναι τὸ ἴδιόν των πρόσωπον. Ἐὰν δὲ ἀγαπήσῃ τις ἄλλους, τοὺς ἀγαπᾷ ἐπειδὴ τὸν ἀγαποῦν, τὸν ἐξυπηρετοῦν, τὸν κολακεύουν. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ ἄλλου εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας κατ’ ἀντανάκλασιν. Νὰ περιορίζῃ ὅμως κανεὶς τὴν ἀγάπην μόνον εἰς τὸν ἀφέντην, τὸν ἑαυτόν του, πόσον στενή, στενόκαρδη εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη! Ἀσφυξία, πλῆξις, μόνωσις! Δὲν κηρύττεται καὶ δὲν ἐπαινεῖται βέβαια ἐπισήμως αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀγάπης, ἐφαρμόζεται ὅμως. Ὄχι μόνον ἀρετὴ δὲν εἶναι ἡ τοιαύτη ἀγάπη, ἀλλὰ λέγεται ἐγωϊσμὸς καὶ εἶναι ἁμαρτία!

Ἄλλοι ὅμως, ἡρωϊκώτεροι τῶν πρώτων φαινόμενοι, βγαίνουν ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ ἑνός, τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ ἡ ἀγάπη των περιλαμβάνει δύο διαφόρου φύλου πρόσωπα.

Ἡ ἀγάπη αὐτὴ λέγεται ἔρως. Οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον ἐφαρμόζουν, ἀλλὰ καὶ κηρύττουν τὴν ἀγάπην αὐτήν. Αὕτη γίνεται ὑποκείμενον μεγάλων συγγραφικῶν, κινηματογραφικῶν, θεατρικῶν ἔργων. Φὶλμ καὶ διαφημήσεις, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες γέμουν ἀσέμνων συμπλεγμάτων. Ἀλλὰ πόσον καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι στενὴ καὶ ἀσφυκτική! Εἶναι στενή, ὄχι μόνον, διότι δύο πρόσωπα κλείονται εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τοὺς ἄλλους, ὄχι μόνον, διότι στηρίζεται αὕτη εἰς τὴν ἀμοιβαίαν ἀπόλαυσιν καὶ ταύτην σαρκικὴν καὶ ἑπομένως αὕτη στερεῖται τοῦ οὐσιώδους χαρακτῆρος τῆς ἀνιδιοτελείας, ἀλλὰ κυρίως κατὰ ταύτην ἀπολαμβάνεται ἡ ἡδονὴ τῆς ἀμοιβαίας φυσιολογικῆς ἕλξεως, ἀποφεύγεται ὅμως ἡ εὐθύνη τοῦ καρποῦ, ἡ ἐκ τῆς φυσιολογικῆς ταύτης ἑνώσεως προερχομένη. Πόσον ἡδονιστικὸν καὶ ἑπομένως λίαν ἐγωϊστικὸν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνῃ τις ἡδονὴν καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὴν ἐκ τῆς ἡδονῆς ταύτης φυσιολογικῶς ἀπορρέουσαν εὐθύνην! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔρως. Πόσον δὲ νευρασθενικὸν εἶναι ἡ οὔτε τελεία ἕνωσις οὔτε τελεία ἀπόστασις, τὸ ὁποῖον λέγεται ἔρως! Μάρτυρες τούτου εἶναι οἱ ἐρωτομανεῖς τοῦ φρενοκομείου, τοῦ νεκροταφείου, τῶν βράχων τῆς Ἀκροπόλεως, τὰ οἰκογενειακὰ δράματα κ.λ.π. Ἡ ζωὴ δι’ αὐτοὺς δὲν τίθεται ὡς πρόβλημα «ἡδονὴ καὶ εὐθύνη» ἀλλὰ παιγνίδι μόνον! Ὄχι! Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγάπη Χριστιανική. Εἶναι στενή, ἐγωϊστική, ἡδονιστική, νευρασθενείας πρόξενος, δειλή! Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἐκλέξῃ ἕν ἀπὸ τὰ δύο ἤ ἡδονὴν καὶ εὐθύνην ἀναπτύξεως οἰκογενειακῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον λέγεται γάμος ἤ οὔτε τὸ ἕν οὔτε τὸ ἕτερον, τὸ ὁποῖον λέγεται παρθενία, ἀγνότης.

Ἄλλοι ὅμως, μὲ ὕφος σοβαρώτερον κηρύττουν τὴν ἀγάπην ὄχι βέβαια ἑνὸς ἤ δύο, ἀλλὰ πολλῶν. Ἀγαποῦν δηλαδὴ τοὺς γονεῖς, συγγενεῖς, συμπατριώτας, ὁμόφρονάς των, τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν πατρίδα, θρησκείαν, γλῶσσαν, τοὺς ἀνήκοντας εἰς τὸν αὐτὸν σύλλογον κ.λ.π. Εἶναι βέβαια εὐρύτερα ἡ ἀγάπη αὐτὴ τῶν δύο ἄλλων, τὰ ὁποῖα ἀνέφερα ἀνωτέρω, πάντως δὲν εἶναι ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Διότι αὕτη ἀφοῦ κατὰ τὴν παραβολὴν ταύτην περιλαμβάνει καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀφοῦ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην ἡ ἔκτασίς της πρέπει νὰ εἶναι ἄπειρος ὅσον καὶ ὁ Θεός—«ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ»—πρέπει νὰ περικλείῃ ὄχι ἕνα, δύο, πολλούς, ἀλλὰ πάντας. Ἰδοὺ ἡ ἔκτασις, ἡ ὁριζοντία γραμμὴ τῆς ἀγάπης. Ἰδοὺ ποίους καὶ πόσους πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν. Ποῖον εἶναι ὅμως τὸ βάθος, ἡ κάθετος γραμμὴ τῆς ἀγάπης; Πῶς καὶ πόσον πρέπει νά ἀγαπῶμεν;

Β. Βάθος τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη κατὰ βάθος εἶναι θυσία.

1) Πνευματικῶν, 2) ὑλικῶν ἀγαθῶν, 3) τῆς ζωῆς μας!

α) Ἐκ τῆς Παραβολῆς. Ὁ Σαμαρείτης εἶχε καὶ αὐτὸς τὰς Ἐθνικάς πεποιθήσεις καὶ προλήψεις, ὅτι «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Καὶ ὅμως τὴν ὥραν αὐτὴν ἐφάνη ἀνώτερος αὐτῶν θυσιάσας αὐτάς εἰς τὴν ἀγάπην. Δὲν ἠρκέσθη εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν, ἐθνικῶν καὶ ἐχθρικῶν του παραδόσεων, ἀλλὰ προέβη καὶ εἰς θυσίαν κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι κατέβη ἀπὸ τὸ κτῆνός του, περιποιεῖται τὸν ἐχθρὸν του προχείρως, τὸν φορτώνει εἰς τὸν ὦμόν του καὶ κατόπιν εἰς τὸ ζῷόν του καὶ πηγαίνουν εἰς τὴν πόλιν μαζὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ φίλος, ὁ μὲν Σαμαρείτης πεζῇ, ὁ δὲ Ἰουδαῖος ἐποχούμενος. Ὄχι μόνον κόπος, ἀλλὰ καὶ θυσία χρήματος κατεβλήθη εἰς τὸ πανδοχεῖον. Ἔδωκε ὁ Σαμαρείτης δύο δηνάρια μὲ τὴν ὑπόσχεσιν νὰ συμπληρώσῃ «ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαι ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃ» ὁ πανδοχεύς. Ὁ Σαμαρείτης πράττων αὐτὰ ἐγνώριζεν, ὅτι διακινδυνεύει ἐκεῖ τὴν ζωήν του, διότι ὁ τόπος ἦτο λίαν ἐπικίνδυνος. Μάρτυρες τούτου ὁ ἱερεὺς καὶ Λευἶτης, οἱ ὁποῖοι ἰδόντες ἀντιπαρῆλθον καὶ ἡ κατάστασις τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰουδαίου. Ὁ Σαμαρείτης ἀψηφᾷ ὅλα αὐτά, εἶναι πρόθυμος νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του.

β) Ἐκ τῆς ζωῆς:
 θυσία πνευματικῶν ἀγαθῶν. Πράγματι πρέπει νὰ θυσιάζεται ἡ γνῶσις καὶ αἱ ἄλλαι πεποιθήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν ἔχουν δογματικὸν ἤ ἠθικὸν χαρακτῆρα, εἰς τὴν ἀγάπην. Σημασία δὲν ἔχει τό πόσα ξεύρεις, ἀλλὰ τὸ πόσον ἀγαπᾷς. Τοῦτο ἔχων ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ». Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τιμᾷ τοὺς ἁγίους της διὰ τὸ ποσὸν τῶν γνώσεων, διότι ἐσκέφθησαν ὑψηλά, ἀλλὰ διὰ τὸ ποσὸν τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτῆρα, διότι ἔζησαν ταπεινά. Τοῦτο ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της καὶ ἡ κοινὴ ἀνθρωπίνη ἀντίληψις ἀγαπᾷ τὸν ἀγαθὸν τῇ καρδία ἔστω καὶ ἐὰν στερῆται γνώσεων, μισεῖ δὲ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ γνώσεις, κακὸς ὅμως τῇ καρδίᾳ.

Θυσία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὄχι μόνον αἰσθηματολογία, ἀλλὰ καὶ πραγματικὴ βοήθεια πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἀνάλογος τῆς εὐπορίας σου καὶ τῆς ἀνάγκης τοῦ πτωχοῦ. Θὰ θυσιάσῃς ἀνάπαυσιν, χρήματα, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇς, νὰ ἐνισχύσῃς, διὰ νὰ σπογγίσῃς τὰ δάκρυα καὶ τὸν ἱδρῶτα τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ φυλακισμένου, τοῦ ἀσθενοῦς. Θὰ ὑποβληθῇς εἰς κόπον καὶ ὑλικὴν θυσίαν. Ἡ τελειότατη ἐκδήλωσις τῆς ἐννοίας τῆς θυσίας συνίσταται εἰς τὴν θυσίαν τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἤτοι τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴν πρέπει νὰ θυσιάζωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῶν ἄλλων, ὅταν καλούμεθα νὰ ὁμολογήσωμεν, ὅταν ποιμαίνωμεν κ.λ.π. Ἰδοὺ ἡ ἀγάπη κατ’ ἔκτασιν καὶ ἔντασιν, ὁριζοντίαν καὶ κάθετον γραμμήν.

γ) Αὐτοεξέτασις. Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν τόσους καὶ τόσον; Ἀλλοίμονον! Ἡ ἡρωϊκωτέρα δι’ ἡμᾶς ἀγάπη εἶναι νὰ ἀγαπήσωμεν μόνον τοὺς ἀγαπῶντας ἡμᾶς. Ἀλλὰ καὶ τούτους ποσάκις δὲν ἐμισήσαμεν! Μία στοργικὴ παρατήρησις, ἕνας λόγος ὑπὲρ τὸ δέον ψυχρὸς ἤ θερμός, ἕνας χαιρετισμὸς τῶν ἄλλων ἀφελὴς καὶ ὄχι γελαστός, μία ἀφηρημάδα δὲν ἐδημιούργησαν ὄγκους ψυχρότητος, ἀντιπαθείας μεταξὺ ἀδελφῶν καὶ φίλων, τὰς ὁποίας οὔτε ἡ πλάκα τοῦ τάφου δὲν διέλυσε; Ὄχι! Ἂς ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ ἀγαπήσωμεν ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς. Ἂς γίνωμεν πλατύκαρδοι καὶ ὄχι στενόκαρδοι. Ἂς χωροῦν μέσα μας ὄχι φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί. Ἂς μεγαλώσῃ ἡ καρδία μας καὶ ἂς γίνῃ ἄπειρος σἄν τὴν ἀγάπην, ἥτις εἶναι ἴση μὲ τὸν Θεόν. Ἂς πνιγοῦν ἐκεῖ μικροπαρεξηγήσεις, μικροπρέπειες, ἀπροσεξίες, ψυχρότητες καὶ θερμότητες τῶν ἄλλων.

Ὡραῖον παράδειγμα ἀγάπης ἐχθρῶν εἶναι τὸ ἀκόλουθον. Εἰς τὸν Κολοκοτρώνην παρουσιάσθηκε κἄποτε ὁ φονηάς τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐζήτησε ἀπὸ αὐτὸν προσωπικὴν χάριν. Ὁ φονηᾶς ἐφοροῦσε καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ φονευθέντος. Ὁ Κολοκοτρώνης τὸν ἀνεγνώρισε, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν του, ἐδάκρυσε καὶ εἶπε: Θεέ μου, συγχώρα τὸν φονηὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Μετὰ ταῦτα γυρίζει πρὸς τὸν φονηὰ καὶ τοῦ κάμνει τὸ αἴτημά του. Ὁ Κολοκοτρώνης προσθέτει καὶ κἄτι ἄλλο. Τὴν ὥραν ἐκείνην ἐπρόκειτο νὰ φάγῃ. Τὸν καλεῖ εἰς τὸ τραπέζι του. Ἡ μητέρα τοῦ Κολοκοτρώνη λέγει εἰς αὐτόν: Τὸν φονηὰ ἀφίνεις καὶ μπαίνει εἰς τὸ σπίτι μας; Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπαντᾷ. Σώπα, μητέρα. Τὸ καλλίτερον μνημόσυνον τοῦ σκοτωμένου εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ δίδομεν εἰς τὸν φονηά. Εἴθε ὁ Πανάγαθος Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ εἰς ἡμᾶς τὴν δύναμιν ταύτην.


(1) Δευτερ. 6,5.

Πρὸς τὴ χήρα ποὺ θλίβεται καὶ ἀνησυχεῖ

 




Στενοχωριέσαι γιὰ τὸν νεκρὸ σύζυγο. Ἀνησυχεῖς γιὰ τὰ παιδιά. Κλαῖς μέρα-νύχτα. Στὴν ψυχή σου ὑπάρχει σύγχυση καὶ σκοτάδι. Μπροστὰ στὰ μάτια ὁμίχλη καὶ ἀβεβαιότητα.

Κουράγιο. Μὴν φοβᾶσαι. Πὲς στὸν ἑαυτό σου: «ὁ ἄνδρας μου ἀνῆκε πρῶτα στὸν Θεὸ καὶ ἔπειτα σ' ἐμένα καὶ τὰ παιδιά μου, πρῶτα εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπειτα δικός μου. Ἐὰν ὁ ἔμπειρος κηπουρὸς τραβήξει μία δέσμη ἀπὸ τὰ ἄνθη, νὰ ξέρεις, ὅτι χρειαζόταν νὰ πράξει ἔτσι. Ἐκεῖνος ξέρει τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ ἔκανε. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους εἶναι καὶ αὐτός: γιὰ νὰ ἐξελίσσονται τὰ γύρω ἄνθη. Κι ἐσὺ μὲ τὰ παιδιά σου ἀπὸ τώρα θὰ ἐξελίσσεσαι πνευματικὰ καλύτερα.

Οἱ σκέψεις σου θὰ ἀνυψώνονται ἀπὸ τὰ γήινα πρὸς τὰ οὐράνια. Ἡ ψυχή σου πιὸ δυνατὰ θὰ προσκολληθεῖ στὸν Θεό. Τὸ πνεῦμα σου θὰ θριαμβεύει ἐπάνω ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὁ θάνατος δὲν θὰ εἶναι γιὰ σένα πιὰ φοβερός. Ἡ προηγούμενη ματαιοδοξία θὰ σοῦ φανεῖ γελοία. Ἡ παρατήρηση αὐτοῦ τοῦ κόσμου σὰν πατρίδα τῆς πραγματικῆς καὶ μόνιμης εὐτυχίας θὰ ἀλλάξει. Δηλαδή, πολύπλευρο πνευματικὸ κέρδος. Νὰ ξέρεις, ὅτι ὁ Θεὸς χτίζει καὶ ὅταν γκρεμίζει.

Γιὰ τὰ παιδιὰ μὴν ἀνησυχεῖς. Μόνο πράξε ὅ,τι εἶναι μέσα στὶς δυνατότητές σου. Τὰ παραπάνω ἀπ’ αὐτὸ ἐμπιστεύσου τα στὸν Δημιουργό τους. Εἶναι γραμμένο: «Πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ' αὐτὸν» (Α' Πετρ. 5, 7) καὶ θὰ αἰσθανθεῖς, πὼς ὁ σταυρός σου εἶναι ἐλαφρύς. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν πολὺ πιὸ βαρεῖς σταυροὶ ἐπάνω στὶς χῆρες γυναῖκες. Θὰ σοῦ περιγράψω ἕναν πολὺ βαρύ. Στὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου οἱ Γερμανοὶ σκότωσαν ἕναν γνωστό μου μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του δίπλα στὸν ποταμὸ Ντρίνα· τὸ σπίτι του τὸ ἔκαψαν, καὶ τὴ γυναίκα του μὲ ἕξι μικρὰ παιδιὰ τοὺς κυνήγησαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Πέρασαν ἀπὸ τότε δώδεκα χρόνια. Μία μέρα ξαφνικὰ σταμάτησε μπροστά μου στὰ Σκόπια ἕνας νεαρὸς σιδηροδρομικὸς ὑπάλληλος καὶ μοῦ παρουσιάστηκε ὡς γιὸς ἐκείνου τοῦ σκοτωμένου γνωστοῦ μου. Χάρηκα πολύ, καὶ μὲ φόβο ρώτησα, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ τους ἀκόμα παρέμεινε στὴν ζωή. Ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε χαρούμενα: «Ὅλοι μας εἴμαστε ζωντανοὶ καὶ ὑγιεῖς, δόξα τῷ Θεῷ! Οἱ δύο μας εἴμαστε κρατικοὶ ὑπάλληλοι, δύο στὸ ἐμπόριο, ἡ μεγαλύτερη ἀδελφή μου εἶναι παντρεμένη καὶ ἡ μικρότερη ζεῖ μὲ τὴ μητέρα».

Τότε ἄρχισε ζωηρὰ νὰ μοῦ περιγράφει τὰ βάσανα ποὺ ὑπέμειναν καὶ τὶς δυσκολίες. Περπάτημα, γιὰ τὴν ἀκρίβεια περιπλάνηση, σ' ὁλόκληρο τὸ κράτος ἀπὸ τὸ Ντρίνα ἕως τὸ Μπίτολ. Καὶ συνεχῶς πείνα, ἀρρώστια, κρύο, φυλακίσεις, νύχτες στοὺς σταθμούς, στὰ καφενεῖα, στοὺς δρόμους. Μαζὶ μ' αὐτὰ καὶ ὁ φόβος, ἡ ἀβεβαιότητα, ἡ ξενιτιά. Ὅμως στὸ τέλος ἡ νίκη καὶ ἡ δόξα. Καθαρὸ κούτελο, καὶ τὸ λογικό, καὶ ἡ ζωή, καὶ ἡ πίστη. Τί νὰ σοῦ διηγοῦμαι περισσότερο; Ἐγὼ νομίζω, ὅτι οἱ μάχες καὶ οἱ νίκες αὐτῆς τῆς μητέρας μὲ τὰ ἕξι ὀρφανὰ εἶναι πιὸ δοξασμένες καὶ ὡραιότερες ἀπὸ ἐκεῖνες τοῦ Ναπολέοντα.

Κι ἐσένα θὰ σὲ βοηθήσει ὁ Θεός. Μὴν Τὸν ξεχνᾶς, καὶ δὲν θὰ σὲ ἀφήσει. Θὰ νικήσεις, καὶ θὰ εἶναι γλυκιὰ ἡ νίκη εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ένας σεισμός έχει ως αποτέλεσμα την κατάρρευση…. ζούμε την κατάρρευση του δυτικού εποικοδομήματος..”Λιμοί σεισμοί καταποντισμοί”…Άγνωστο αν είναι το Τέλος του Κόσμου, είναι σίγουρα όμως το Τέλος του Δυτικού Κόσμου.

 

Λιμοί σεισμοί καταποντισμοί….η Βαβυλώνα καταρρέει….. ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τίς δύναται σταθῆναι;

Στο άνοιγμα της 6ης σφραγίδας της Αποκάλυψης μέγας σεισμός γίνεται…Ο 7ος Άγγελος της Αποκάλυψης εκχέει τη φιάλη του θυμού του Θεού και σεισμός εγένετο μέγας. Και ο Χριστός απευθυνόμενος στους μαθητές (μισητή έννοια για τη Νέα Εποχή ο όρος μαθητής που φρόντισε να τον εξαφανίσει) προειδοποιεί: καὶ ἔσονται σεισμοὶ κατὰ τόπους, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί.

Ένας σεισμός έχει ως αποτέλεσμα την κατάρρευση…. ζούμε την κατάρρευση του δυτικού εποικοδομήματος….των κυρίαρχων θεσμών του : κράτος, πολιτική, νόμοι, εκκλησίες, εκπαιδευτικό σύστημα,ιδεολογίες, τέχνη, πολίτευμα εξανεμίστηκαν…..

Πολιτεία -Κράτος, από τις 3 εξουσίες λειτουργεί μόνο η εκτελεστική, εκκλησίες, εκπαιδευτικό σύστημα,νομικός πολιτισμός-Ανθρώπινα Δικαιώματα, συνδικάτα σωματεία-εργασιακά δικαιώματα, ο θεσμός της εργασίας σαρώθηκαν επέρχεται η οικονομική κατάρρευση που ακολουθεί την πολιτειακή θεσμική καταβαράθρωση...Στην κορυφή της Βαβέλ στις ΗΠΑ διαρχία..χάος ταραχές εθνικός διχασμός αντίστοιχα φαινόμενα ανύπαρκτης εσωτερικής ασφάλειας και σε άλλα μητροπολιτικά κέντρα όπως σε μεγάλα αστικά κέντρα Γαλλίας που θυμίζουν Κολομβία. Αρχή αποδόμησης…..καὶ ἔσονται σεισμοὶ κατὰ τόπους, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί.

”βλέπεις ταύτας τὰς μεγάλας οἰκοδομάς; οὐ μὴ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῇ.”Ο αστικός πολιτισμός των μεγαλών μητροπολιτικών κέντρων που σηματοδοτεί το δυτικό τρόπο ζωής κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτα.. Ερημοποίηση, κοινωνική αποστασιοποίηση στρατιωτικός νόμος απαγόρευση κυκλοφορίας κατάρρευση συστήματος υγείας, παιδείας ,κατάργηση εργασίας….Παρακολουθούμε έντρομοι την κατάρρευση του εποικοδομήματος….τη πτώση της δυτικής Βαβέλ που μόλυνε όλη την οικουμένη με την παγκοσμιοποίηση της Αποστασίας δεν υπάρχει σπιθαμή εδάφους που να μην μολύνθηκε να μην εμποτίστηκε με την έφοδο κατά του ουρανού….

Άρχισε το ξήλωμα από την κορυφή, διαρχία στις ΗΠΑ….

Κατάρρευση συντριβή….. πανικός όλοι κοιτάζουν να σωθούν να βγουν έξω από τις πρωτεύουσες από τις μητροπόλεις και τεράστια μποτιλιαρίσματα παρατηρούνται στις εξόδους τις παραμονές των lοckdown.. επιδημιολογικοί πρόσφυγες ενός ακήρυχτου πολέμου….., ”καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν”

Αποκ.16-18 καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, οἷος οὐκ ἐγένετο ἀφ᾿ οὗ οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο ἐπὶ τῆς γῆς, τηλικοῦτος σεισμὸς οὕτω
μέγας. 16-19 καὶ ἐγένετο ἡ πόλις ἡ μεγάλη εἰς τρία μέρη, καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν. καὶ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἐμνήσθη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοῦναι αὐτῇ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ.16-20 καὶ πᾶσα νῆσος ἔφυγε, καὶ ὄρη οὐχ εὐρέθησαν,

ἀρχαὶ ὠδίνων ταῦτα.  Οταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως….

Κι ενώ το καλοστημένο δυτικό σύμπαν καταρρέει …..ήταν μια σπιθαμή γης που εξελίχθηκε σε θρυαλλίδα εξελίξεων…..Ο Covid είναι το σημείο του 19 και του 20.. ποιό θα είναι του 21; λάθος ανάγνωση γίνεται σκεπτόμενοι ανθρώπινα λέμε θα βρεθεί το αντίδοτο και όλα θα επανέλθουν.Θα υπάρξει κλιμάκωση και το διάδοχο σχήμα θα είναι χειρότερο από το πρώτο… ο covid δεν ήταν άλλωστε μια ακόμη γρίπη αλλά επέχει λόγω της αντιμετώπισής του θέση σημείου..

Άγνωστο αν είναι το Τέλος του Κόσμου, είναι σίγουρα όμως το Τέλος του Δυτικού Κόσμου.

dimpenews.com

το είδαμε εδώ

Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Μακάριος: To θέμα της ενότητας είναι δώρο του Θεού

 Στην εκπομπή «Η Επικαιρότητα στην Πεμπτουσία» με την Μαρία Γιαχνάκη, η οποία μεταδίδεται ζωντανά καθημερινά 2 με 3 το μεσημέρι από το ραδιόφωνο pemptousia fm, φιλοξενήθηκε σήμερα ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος.

Ο Σεβασμιώτατος μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και δη σε καιρό κορωνοϊού, αλλά και για τις δράσεις της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, με τις δομές απεξάρτησης τοξικομανών, τα Συνέδρια Νεολαίας και το δυναμικό παρών έξω από το Κοινοβούλιο όταν επρόκειτο να περάσει στη Νέα Νότια Ουαλία το νομοσχέδιο που θα επέτρεπε την έκτρωση ακόμα και στον 9ο μήνα, αλλά και την ευθανασία μωρού σε περίπτωση αποτυχίας αυτής!

Ο κ. Μακάριος έκανε ειδική αναφορά στις ανάγκες των εξαρτημένων και απεξαρτημένων αδελφών μας, που είναι ψυχοσωματικές οντότητες και χρειάζονται την πνευματική υποστήριξη όσο και την ιατρική φροντίδα, ενώ δεν παρέλειψε να μιλήσει για την ποιμαντική ζωή στην Αυστραλία, τον μοναχισμό, την προσευχή και την αξία της!

Ως απαύγασμα του λόγου του Σεβασμιωτάτου κρατάμε τη συμβουλή του να κάνουμε νοερά προσευχή, την αποκάλυψη ότι στη Μελβούρνη οι αυτοκτονίες ήταν περισσότερες από τους θανάτους από κορωνοϊό από την αρχή της επιδημίας μέχρι σήμερα, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη πνευματικής στήριξης των ανθρώπων και την παραδοχή ότι η υγεία από μόνη της χωρίς Χριστό δεν λέει τίποτα, αλλά και το ότι η ενότητα είναι δώρο Θεού και όχι ανθρώπινο επίτευγμα.

«Η παρηγοριά μας να είναι ο Χριστός!», κατέληξε ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας, τονίζοντας ότι πολλοί ασθενείς νιώθουν υγιείς γιατί έχουν τον Χριστό μέσα τους, αλλά πολλοί υγιείς, που τα έχουν όλα, είναι άρρωστοι, γιατί δεν έχουν τον Χριστό!».

Ακούστε όλη την εκπομπή προς πνευματική ωφέλεια από έναν εκπληκτικό Ιεράρχη:

πηγή

Και τίς εστί μου πλησίον;

 

Ο νομικός που πλησίασε το Χριστό και άνοιξε μαζί του διάλογο, φάνηκε να αγνοεί ποιος είναι ο πλησίον, που οι Γραφές έλεγαν ότι πρέπει να τον αγαπάνε, όπως τον εαυτό τους. Αυτό στάθηκε αφορμή να δοθεί από το Χριστό η απάντηση, μέσα από την έξοχη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, που διασώζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Στην παραβολή αυτή περιγράφεται ζωηρά και ανάγλυφα ο τύπος του εύσπλαχνου ανθρώπου, που προσφέρει κάθε φροντίδα στον ευρισκόμενο σε δεινή κατάσταση συνάνθρωπό του. Το θύμα των ληστών δεν είναι συγγενής, γνωστός, ομοεθνής του εύσπλαχνου ανθρώπου. Είναι άγνωστος, είναι ξένος, είναι αλλοεθνής, είναι Ιουδαίος. Ο εύσπλαχνος είναι Σαμαρείτης, δηλαδή πολίτης μιας σχεδόν εχθρικής χώρας.

«Πλησίον» για τον εύσπλαχνο είναι κάθε άνθρωπος, που είναι σε ανάγκη και χρειάζεται υποστήριξη, βοήθεια, επιμέλεια, φροντίδα. Για τον άσπλαχνο δεν είναι αυτός πλησίον. Γιαυτό μένει αδιάφορος, ασυγκίνητος, ψυχρός. Περνάει, βλέπει και αντιπαρέρχεται. Δεν θέλει να μπλέξει, δεν θέλει να ξοδέψει, δεν θέλει να καθυστερήσει. Τραβάει το δρόμο του. Ακόμα και όταν έχει αυξημένη υποχρέωση να παρέμβει….

Ο Ιερός Χρυσόστομος, στο λόγο του για την παραβολή του «εμπεσόντος εις τους ληστάς», μας καλεί να νοήσουμε την παραβολή αυτή και από μια άλλη οπτική. Με συμβολισμούς, που παραπέμπουν στο όλο σωτήριο σχέδιο του Θεού. Λέει λοιπόν ο Μεγάλος Πατέρας:

Ιερουσαλήμ είναι η Ουράνιος Πολιτεία. Ιεριχώ είναι η Πολιτεία του κόσμου τούτου. Οδός είναι ο επίγειος βίος. Ληστές είναι ο Διάβολος, που είναι ο φορέας των αμαρτιών. Πληγές είναι οι αμαρτίες. Το εξέδυσαν σημαίνει ότι αφήρεσαν από τον άνθρωπο την στολή της υπακοής στο Λόγο του Θεού. Ιερέας είναι ο Μωυσής και ο Ααρών. Λευίτης είναι οι Προφήτες. Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός. Η μίξη του οίνου και του ελαίου, είναι η μίξη θεότητας και ανθρωπότητας. Δέσιμο των τραυμάτων είναι το δέσιμο του διαβόλου. Το έθηκεν επί το ίδιο κτήνος, σημαίνει ότι επωμίστηκε τον σαρκικόν άνθρωπο για να τον μεταφέρει στο χώρο της σωτηρίας. Πανδοχείο είναι η Εκκλησία. Πανδοχέας ο Απόστολος Παύλος. Τα δύο δηνάρια είναι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Το εάν δεν επαρκέσουν τα δύο δηνάρια και προσδαπανήσει ο πανδοχέας, «εν τω επανέρχεσθαί με» σημαίνει ότι κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα δοθεί όποια συμπληρωματική ανταπόδοση αντιστοιχεί στο επιπλέον.

Με τους παραπάνω συμβολισμούς το ιστορικό της παραβολής εξελίσσεται ως ακολούθως: Ζώντας ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, στον Παράδεισο, στην «Ιερουσαλήμ», προ της παρακοής, είχε το ουράνιον φρόνημα, την ισάγγελον πολιτείαν, υπ΄ουδενός ενικάτο, υπ΄ουδενός ετραυματίζετο. Όταν όμως παράκουσε την εντολή του Θεού, τότε κατέβη στην «Ιεριχώ», δηλαδή στη γη και στο επίγειο «Πολίτευμα». Κατέβη από τη δόξα στην αδοξία. Από την τρυφή του Παραδείσου στην ακανθηφόρο γη. Από τη δικαιοσύνη και αγιωσύνη των Ουρανών, στην Ιεριχώ, στο πτώμα της παρακοής και του θανάτου. Καθ΄οδόν εμπίπτει στους ληστές, τουτέστιν στο διάβολο και τους συνανακειμένους του. Αυτοί του αφαιρούν πρώτα την ενδυμασία, δηλαδή την υπακοή, την φιλία με τους Αγγέλους, την ακήρατη δόξα, την επουράνια ζωή. Μετά του προξενούν πληγές στο σώμα, δηλαδή τον γεμίζουν με όλες τις αμαρτίες. Τον αφήνουν μισοπεθαμένο, όχι διότι δεν ήθελαν τον θάνατό του, αλλά διότι ο Θεός δεν ήθελε τον θάνατό του. Ήθελε την μετάνοιά του. Τον αφήνουν καταμεσής του δρόμου. Δρόμος είναι η επίγεια ζωή.

Ο ιερέας και ο λευίτης, δηλαδή, ο Μωυσής, ο Ααρών και οι Προφήτες, πέρασαν και προχώρησαν στο δρόμο τους, γιατί αν και φίλοι του Θεού, δεν μπορούσαν να συγχωρέσουν τις αμαρτίες και να αναστήσουν τον τραυματισμένο άνθρωπο. Γιατί και αυτοί ήσαν ομόσαρκοι και δεν ήσαν αναμάρτητοι.

Ακολουθεί κάποιος Σαμαρείτης, σπουδαίος στα έργα, εύσπλαχνος στην διάθεση, φίλος στους συνανθρώπους. Βλέποντας τον πληγωμένο τον λυπήθηκε και του έδεσε τα τραύματα, δηλαδή τις αμαρτίες. Πρόσωπο και εικόνα Σαμαρείτου αναλαμβάνει ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Όχι κατά τη Φύση της θεότητας, αλλά κατά τη μίμηση της ευσπλαχνίας. Ο Κύριος κατά την θέα του σώματος εφάνη όμοιος με τους Προφήτες και τους Πατριάρχες, αλλά κατά τη δύναμη της θεότητας μεγαλύτερος πάντων. Και όπως ο Σαμαρείτης δεν ανήκε στο έθνος των Ιουδαίων, αλλά προερχόταν από άλλο έθνος, έτσι και ο Χριστός δεν προερχόταν από αυτόν τον κόσμο, αλλά από τον Ουρανό….

Πόσο στ΄αλήθεια η παραβολή αυτή είναι ενδιαφέρουσα και διδακτική, προπαντός στους καιρούς μας!


πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...