Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2020

Ἡ Γιορτὴ καὶ τὸ γιατί

 




Τὸ μέγα σκάνδαλο στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη ἦταν ὁ περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας σὲ μόνη τὴ βούληση, ὁ ἀποκλεισμός της ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς ὕπαρξης. O ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ θέλει, νὰ ὀρέγεται, νὰ ἐπιθυμεῖ ἀκόμα καὶ τὸ ἀνέφικτο. Ὅμως τὸ νὰ ὑπάρχει καὶ τὸ πῶς ὑπάρχει εἶναι δεδομένο, δὲν τὸ ἐπιλέγει, τὸ ὑφίσταται ὡς ἀναγκαιότητα. H ἐλευθερία γιὰ τοὺς Ἕλληνες τελείωνε στὰ ὅρια τῆς βούλησης, τῆς συμπεριφορᾶς – στὸ πεδίο τοῦ ἤθους. Ἀπέκλειε τὸ πεδίο τοῦ εἶναι.

H ὕπαρξη ἦταν μία νομοτέλεια, ἀνερμήνευτη ἀναγκαιότητα. Ποὺ θὰ πεῖ: ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι προϊὸν ἑνὸς δεδομένου λόγου-τρόπου ποὺ πρὸ-καθορίζει τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί τῶν ὑπαρκτῶν. Ἕνας «ξυνὸς» (κοινὸς) λόγος προηγεῖται καὶ δίνει εἶδος, μορφικὴ καὶ τροπικὴ ἑτερότητα, σὲ κάθε ὑπαρκτό, ἐνῶ ταυτόχρονα συνιστᾶ καὶ τὸ πῶς (τὸν τρόπο) τῆς συνύπαρξης τῶν ὑπαρκτῶν. Ὁρίζει τὴν ποικιλότητα τῶν εἰδῶν-οὐσιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ λογική τους συνύπαρξη, τὸν συσχετισμό τους. Ἡ «κατὰ λόγον», συνύπαρξη τῶν ἐπιμέρους λόγων-τρόπων καθιστᾶ τὸ σύμπαν «κόσμον», δηλαδὴ κόσμημα, ὁλοκληρία ἁρμονίας καὶ κάλλους.

Αὐτὴ ἡ ὀντολογικὴ ὀπτικὴ ἀναδείχνει τὸ κάλλος, τὸ μέτρο, τὴν ἁρμονία, τὴν κοσμιότητα ὡς τὸ μόνο αὐθύπαρκτο δεδομένο τῆς πραγματικότητας, τὸ μόνο πραγματικὰ ὑπαρκτὸ (τὸ «ὄντως ὄν»). Εἶναι ἡ ἀλήθεια: αὐτὸ ποὺ δὲν μεταβάλλεται, δὲν φθείρεται, δὲν πεθαίνει. Ἄρα καὶ τὸ «κριτήριον ἀληθείας», ποὺ ἀναζητᾶμε οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε τὸ σωστὸ ἀπὸ τὸ λάθος, δὲν εἶναι ἕνα «τί» (κάτι τί) ἀλλὰ ἕνα «πῶς»: ὁ τρόπος τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως. Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ «ἀληθεύει» ὁ συλλογικός μας βίος, νὰ εἶναι «κατ’ ἀλήθειαν», δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ καταστήσουμε τὴ συλλογικότητα «κοινὸν ἄθλημα» μετοχῆς στὸν τρόπο τῆς συμπαντικῆς λογικότητας καὶ κοσμιότητας. Ἔτσι γεννιέται ἡ «πόλις» καὶ τὸ «πολιτικὸν ἄθλημα ἀληθείας».

Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ ἐλευθερία παραμένει ἐγκλωβισμένη στὸ ἐπίπεδο τῶν ἐπιλογῶν τοῦ πράττειν, ἐπίπεδο συμπεριφορᾶς, δὲν ἀφορᾶ στὴν ὕπαρξη τὴν κατ’ ἀναγκαιότητα δεδομένη. Προηγεῖται ὁ ἀνερμήνευτος λόγος ὁ καθοριστικός τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξης κάθε ὑπαρκτοῦ, ἀκόμα καὶ τῶν θεῶν. Στὴν ὀντολογικὴ προοπτικὴ τῶν Ἑλλήνων, αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν Θεὸ νὰ εἶναι Θεός: τὸ «ἀκίνητον πρῶτον κινοῦν», καθαρὴ ἐνέργεια, ἐνέργεια νοῦ, εἶναι ὁ ἐπίσης δεδομένος λόγος-τρόπος (ἡ οὐσία) τῆς ὕπαρξής του – ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχρεωμένος, «ὡς ἐκ τοῦ λόγου τῆς οὐσίας» του, νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὑποταγμένος στὴν ἀνάγκη ποὺ τὸν καθορίζει ὑπαρκτικά.

Τὸ σκάνδαλο τῆς ἀνελεύθερης ὕπαρξης εἶναι τὸ κεντρικὸ συνήθως θέμα στὴν τραγωδία: Ὁ τραγικὸς ἥρως ἐπαναστατεῖ ἐνάντια στὸν τυφλὸ προκαθορισμὸ τῆς ὕπαρξής του, ἡ ἐπανάστασή του εἶναι «ὕβρις» ποὺ νομοτελειακὰ τιμωρεῖται, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἀπονενοημένη ἀνταρσία του φωτίζεται ἡ δίψα τοῦ Ἕλληνα γιὰ ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία.
* * *

Αὐτὴ ἡ δίψα εἶναι τὸ μόνο δεδομένο ποὺ μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸν ραγδαῖο ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἑλλήνων – μέσα σὲ ἕναν μόλις αἰώνα καὶ μὲ συνθῆκες ἐφιαλτικοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, τῆς ὁποίας ὑπονόμευε τὴ religio imperii, τὴ βάση τῆς πολιτικῆς της ἑνότητας.

Ἡ χριστιανικὴ «ἐκκλησία» κόμιζε στὸν Ἕλληνα (μὲ τὸν ἑλληνικὸ τρόπο τῆς ἐμπειρικῆς, κοινωνούμενης μετοχῆς καὶ ὄχι τῆς ἀτομικῆς κατα-νόησης) τὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἐλευθερία ὡς καταγωγικὴ Αἰτία τοῦ ὑπάρχειν καὶ στόχο-σκοπὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Αὐτὴ τὴν Αἰτία δὲν μποροῦμε νὰ τὴ σημάνουμε μὲ τὴ λέξη «Θεός», γιατί προϋποθέτει δεδομένο τὸν λόγο-τρόπο (τὴν οὐσία) τῆς θεότητας ὡς ὑπαρκτικὸ προκαθορισμὸ τῆς Πρώτης Αἰτίας. Αἰτία τοῦ ὑπάρχειν εἶναι μία λογικὴ αὐτοσυνείδητη ἐλευθερία, ποὺ ὑπάρχει, ἐπειδὴ θέλει νὰ ὑπάρχει, καὶ θέλει νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἀγαπάει. Ἡ ἀγάπη, γιὰ νὰ εἶναι ἀγάπη, προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία ἀπὸ κάθε ἀναγκαιότητα.

Δὲν εἶναι «ἰδιότητα» τῆς Αἰτιώδους Ἀρχῆς ἡ ἀγάπη, δὲν ὑπάρχει πρῶτα καὶ στὴ συνέχεια ἀγαπάει, δὲν εἶναι «ἀρετή», ἠθικὴ ποιότητα, εἶναι ὁ τρόπος της νὰ ὑπάρχει. Αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν σημαίνουμε, στὴ συμβατική μας γλώσσα, μὲ τοὺς ὅρους πατρότητα, υἱότητα, ἐκπόρευση. Ὁ πάντων Αἴτιος εἶναι ὁ Πατήρ, ποὺ πραγματοποιεῖ τὸ εἶναι του ὡς ἐλευθερία πατρότητας: «γεννᾶ» τὸν Υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα. Καὶ οἱ τρεῖς γλωσσικοὶ προσδιορισμοὶ παραπέμπουν ὄχι σὲ αὐτόνομες ἀτομικὲς ὀντότητες. (Δίας, Κρόνος, Ποσειδών) ἀλλὰ σὲ ὑπάρξεις ποὺ ὑπάρχουν μόνο ὡς πρός, μόνο ὡς σχέση: Δὲν ὑπάρχει πρῶτα ὁ Πατὴρ καὶ στὴ συνέχεια «γεννᾶ» τὸν Υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα, ὑπάρχει ἐπειδὴ «γεννᾶ» καὶ «ἐκπορεύει», δηλαδὴ ἐπειδὴ ἐλεύθερα ἀγαπάει. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Υἱὸς - Λόγος τοῦ Πατρὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρός. Ὁ Θεὸς ποὺ μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία «ἀγάπη ἐστι», εἶναι (ὄχι ἔχει) ἀγάπη, ἀπόλυτη πληρωματικὴ ἐλευθερία.

Ὅλα τὰ παραπάνω θὰ ἦταν ἕνα εὐφυὲς καὶ εὐφραντικό, ἀφηρημένο φιλοσόφημα, ἂν δὲν συνιστοῦσε μαρτυρία μιᾶς πολὺ συγκεκριμένης ἱστορικῆς ἐμπειρίας: Μὲ ἀκριβέστατες ἱστορικὲς χρονολογήσεις («ἐν ἔτει πέντε καὶ δεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας, τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδου» κ.λπ., κ.λπ.) γεννιέται στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἕνα βρέφος, ποὺ τόσο ἡ γέννησή του ὅσο καὶ πολλὰ μεταγενέστερα «σημεῖα» (σημαδιακὰ γεγονότα) τῆς μαρτυρούμενης ἱστορικῆς του παρουσίας, δηλώνουν ἐλευθερία ἀπὸ κάθε ὑπαρκτικὸ περιορισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξής του.

Στὸ πρόσωπό του ὅσοι συγκροτοῦν διαχρονικὰ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἴκοσι αἰῶνες τώρα, ψηλαφοῦν τὴν ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ κάθε προκαθορισμὸ καὶ ἀναγκαιότητα. Ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ θεότητά του ὁ Θεός, «δι’ ὑπερβολὴν ἔρωτος», προσλαμβάνει στὸν τρόπο τῆς ἀπόλυτης ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας καὶ τὸν «κατ’ εἰκόνα» του ἄνθρωπο: Χαρίζει στὴ σχετικὴ ἀνθρώπινη ἐλευθερία τὴ δυναμική τῆς μετοχῆς στὴν ἀπόλυτη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία τοῦ Ἀκτίστου, ἐλευθερία ἐρωτικῆς αὐτοπραγμάτωσης σὲ συνεχῆ αὐτοπροσφορὰ «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν».

Εὐτυχισμένοι («μακάριοι» λέει ἡ Ἐκκλησία) ὅσοι στὸ κλαυθμηρίζον βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μποροῦν νὰ δοῦν τὴ δυνατότητα τὴ χαρισμένη στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν πληρωματικὴ ἐλευθερία, ὅταν ἐπίπονα καταθέσει τὸ «ναὶ» τῆς χιλιοπεριορισμένης θέλησής του στὸν μανικὸ ἔρωτα τοῦ Θεοῦ Νυμφίου, τοῦ «διὰ τὴν ἐρωτικὴν αὐτοῦ ἀγαθότητα ἐνανθρωπήσαντος».

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Χριστούγεννα ἀγάπης

 



 


Τοῦτες τὶς κρύες μέρες, ποὺ ὅλοι κλεινόμαστε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὸ σπίτι μας, ἀναζητώντας ζεστασιὰ καὶ θαλπωρή, ποὺ ἀκόμα καὶ ἡ φύση βρίσκεται σὲ λήθαργο, ἀναμένοντας τὸ ἁπαλὸ χάδι τῆς Ἄνοιξης νὰ τὴν ζωντανέψει, ἡ ἐκκλησία μας διάλεξε νὰ ἑορτάζουμε τὴν πιὸ «θερμὴ» γιορτὴ τῆς Χριστιανοσύνης, τὰ Χριστούγεννα. Ὅλοι αὐτὲς τὶς μέρες ἀναμοχλεύουμε εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἐνθυμούμενοι τὰ παιδικά μας χρόνια, στὸ χωριό, τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ λέμε τὰ κάλαντα σὲ φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ ἄνοιγαν τὰ σπίτια τους μὲ χαρά. Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ψάλλομε ὅλοι μαζὶ «Χριστὸς γεννᾶτε δοξάσατε…», νὰ ἀνταλλάξουμε εὐχὲς ἀγάπης μὲ ὅλους καὶ νὰ εὐχηθοῦμε Χρόνια Πολλὰ καὶ Εὐλογημένα.

Σήμερα ἔχει κανεὶς τὴν αἴσθηση ὅτι αὐτὴ ἡ «θέρμη» τῶν Χριστουγέννων ἔχει χαθεῖ. Εἰδικὰ στὶς μεγαλουπόλεις βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους, νὰ περπατοῦν βιαστικά, ἄλλοι νὰ μονολογοῦν, τὶς περισσότερες φορὲς μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, νὰ ἀντικρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀμίλητοι, ἀφοσιωμένοι σὲ καθημερινὲς βιοτικὲς μέριμνες καὶ φροντίδες, ποὺ ἀπορροφοῦν κάθε σκέψη γιὰ γιορτή, πανηγύρι, χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη, ὅ,τι δηλαδὴ ἔχει σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων.

Ἔτσι ὅμως χάνουμε τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἑορτῆς ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ γεγονὸς τὴν ἐνσάρκωσης – ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος Θεός. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος παρέσυρε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ἔγινε φορέας τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς ὁδήγησε σὲ ἀδιέξοδο. Ἡ ἀνάληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἕνωσή της μὲ τὴ θεία, ἐλευθέρωσε καὶ λύτρωσε τῶν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ γέννησή Του ἔγινε ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας σωτηρίας ἀφοῦ «πάνω του» ἀνάπλασε, ἀναμόρφωσε, ἁγίασε καὶ ἀπολύτρωσε τὴν ἀμαυρωμένη καὶ κατεστραμμένη ἀνθρώπινη φύση.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀναβιβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ καταστήσει τὸν μεγάλο μας ἐχθρό, τὸν διάβολο, ἀνίσχυρο καὶ νὰ καταργήσει τὸ κράτος ποὺ ἔχει ἐγκαταστήσει ἀνάμεσά μας. Ἔλαβε σάρκα καὶ αἷμα διότι ὅλοι ἐμεῖς δὲν διαφυλάξαμε ὅπως πρέπει (λόγω τῆς παράβασης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου) τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ντύθηκε τὸν ἀνθρώπινο σῶμα γιὰ νὰ τὸ θυσιάσει χάριν ὅλων. Ἔτσι διαλύθηκε τὸ σκοτάδι ποὺ μέχρι τότε περιέβαλε τὸν κόσμο. Ἀπαλλαχθήκαμε ἀπ’ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ τὴν κακία, καὶ λυτρωθήκαμε ἀπ’ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ταυτόχρονα ἁγιασθήκαμε, ἀποκτήσαμε υἱοθεσία, καὶ δικαιωθήκαμε, γιατί γίναμε ἀδελφοί, συγκληρονόμοι καὶ σύσσωμοι Χριστοῦ.

Νὰ γιατί ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς ψάλλει στὸν ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι παράδοξα καὶ ἀντιφατικά, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος. Ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ ἄνδρα κυοφορεῖ στὰ σπλάχνα του τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Φεύγει ἀπ’ τὸν τόπο της γιὰ νὰ γεννήσει σ’ ἕνα μέρος ξένο καὶ μᾶλλον ἐχθρικό. Τὸ βρέφος ἀπ’ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ἄλλοι σπεύδουν νὰ προσκυνήσουν καὶ ἄλλοι μηχανεύονται καὶ ἐξυφαίνουν συνωμοσίες γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Τίποτε ὅμως γιὰ τὸ Θεὸ δὲν εἶναι παράδοξο καὶ ἀντιφατικό. Τὰ πάντα ἔγιναν, γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ ἀγάπη του ποὺ δὲν δίστασε νὰ «προσφέρει» τὸν Υἱό Του ὡς λύτρο σωτηρίας.

Ἂν λοιπὸν ἐπιζητοῦμε τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, μᾶλλον στὴν ἀγάπη θὰ τὸ βροῦμε. Στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τὰ περιττὰ ἔξοδα, τοὺς ξέφρενους χορούς, τὰ ἀνούσια στολίδια καὶ λαμπιόνια καὶ ἂς κοιτάξουμε γύρω μας. Φέτος τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἑορτὴ ἀγάπης, ἀλληλεγγύης καὶ ἀδελφοσύνης· γι’ αὐτὸ τοὺς γυμνοὺς ἂς ἐνδύσουμε, τοὺς πεινασμένους ἂς χορτάσουμε, τοὺς ἀσθενεῖς ἂς κοιτάξουμε, τοὺς φυλακισμένους ἂς ἐπισκεφθοῦμε, τοὺς ξένους ἂς φιλοξενήσουμε, τοὺς θλιβομένους ἂς παρηγορήσουμε καὶ τότε ναί, θὰ βροῦμε ξανὰ τὸ πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων. Τὸ «ξένο καὶ παράδοξο» ποὺ ζοῦμε καὶ βιώνουμε σήμερα θὰ γίνει τόσο ζεστό, ἀνθρώπινο καὶ οἰκεῖο.

Καλὰ Χριστούγεννα. Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.

 

Χριστουγεννιάτικη ιστορία (Από το Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού Ο.Ε.Δ.Β. 1978)

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

(Από το Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού Ο.Ε.Δ.Β. 1978)

Για την αντιγραφή:  Σάββας Ηλιάδης, Δάσκαλος

     Στη Βηθλεέμ, μια νύχτα σκοτεινή, ένας άνθρωπος γύριζε από πόρτα σε πόρτα χτυπώντας και παρακαλώντας να του δώσουν λίγη φωτιά, για να ζεστάνει ένα παιδάκι, που γεννήθηκε εκείνο το βράδυ και τη μητέρα του.

     Αλλά ήταν νύχτα, όλοι κοιμόνταν και κανένας δεν του αποκρινόταν. Ο άνθρωπος συνέχισε το δρόμο του. Στο τέλος είδε μακριά ένα φως. Κίνησε κατά κει και όταν έφτασε, είδε πως ήταν μια μεγάλη φωτιά κι ολόγυρά της ήταν ξαπλωμένο ένα κοπάδι άσπρα πρόβατα. Το κοπάδι το φύλαγε ένας γερο - βοσκός. Στα πόδια του βοσκού ήταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.

    Μόλις ο άνθρωπος πλησίασε, τα τρία σκυλιά ξύπνησαν κι άνοιξαν τα μεγάλα τους στόματα να γαβγίσουν. Μα δεν μπόρεσαν να βγάλουν ούτε την παραμικρή φωνή.

     Ο άνθρωπος είδε πως ανασηκώθηκαν οι τρίχες των σκυλιών, πως γυάλισαν τα` άσπρα τους δόντια και πως χύθηκαν καταπάνω του. Το ένα σκυλί τον άρπαξε από το πόδι, το άλλο από το χέρι και το τρίτο κρεμάστηκε από το λαιμό του. Αλλά δεν μπόρεσαν να του κάμουν με τα δόντια τους κανένα κακό και παραμέρισαν. Τότε ο άνθρωπος έκανε να πλησιάσει τη φωτιά. Μα τα πρόβατα ήταν στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο τόσο κοντά, που δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσά τους. Αναγκάστηκε τότε να πατήσει πάνω τους. Μα κανένα από τα πρόβατα ούτε ξύπνησε ούτε κουνήθηκε.

     Όταν ο άνθρωπος έφτασε κοντά στη φωτιά, ο βοσκός σήκωσε το κεφάλι. Ήταν ένας γέρος κατσούφης, πάντα απότομος και σκληρός σε όλους. Όταν είδε τον άγνωστο που πλησίαζε, σήκωσε το μακρύ και μυτερό στην άκρη ραβδί του και το πέταξε πάνω του μ` ορμή. Μα το ραβδί λοξοδρόμησε κι έπεσε με πολύν κρότο στη γη, χωρίς να βλάψει τον άγνωστο.

     Τότε ο άγνωστος πλησίασε το βοσκό και τον παρακάλεσε να του δώσει λίγη φωτιά, για να ζεστάνει το νεογέννητο και τη  μητέρα του.

_ Βοήθησέ με, φίλε μου, του λέει. Δώσε μου λίγη φωτιά. Θα ξεπαγιάσουν και οι δυο τους από το κρύο.

     Ο βοσκός θέλησε να του αρνηθεί. Θυμήθηκε όμως πως τα σκυλιά δεν μπόρεσαν να τον δαγκώσουν, τα πρόβατα δεν τον φοβήθηκαν και δεν σκορπίστηκαν και το ραβδί του δεν τον πέτυχε. Και δείλιασε. Και δεν τόλμησε ν` αρνηθεί στον άγνωστο αυτό που του ζήτησε.

_ Πάρε όση φωτιά θέλεις, του λέει.

     Αλλά η φωτιά είχε χωνέψει πια και δεν είχε απομείνει κανένα μακρύ ξύλο ή κλαδί. Ήταν ένας σωρός από αναμμένα κάρβουνα. Κι ο άγνωστος δεν είχε ούτε φτυάρι ούτε τίποτε άλλο, για να τα βάλει μέσα και να τα πάει εκεί που ήθελε. Ο βοσκός το είδε αυτό και ξαναείπε:

     _ Πάρε όση φωτιά θέλεις …

    Και χαιρόταν στη σκέψη, πως δεν θα μπορέσει να πάρει φωτιά.

     Αλλά ο άγνωστος έσκυψε, ξεχώρισε με το χέρι του τα κάρβουνα από τη στάχτη, ανασήκωσε την άκρη του φορέματός του, πήρε όσα κάρβουνα χρειαζόταν και τα έβαλε εκεί. Και τα κάρβουνα μήτε τα χέρια του έκαψαν, όταν τα `πιασε, μήτε το φόρεμά του. Τα πήρε και κίνησε να φύγει, σαν να μην κρατούσε αναμμένα κάρβουνα, αλλά μήλα ή καρύδια.

     Όταν τα είδε αυτά ο βοσκός, απόρησε:

     _ Μα τι νύχτα είναι αυτή, που τα σκυλιά δε δαγκώνουν, τα πρόβατα δεν τρομάζουν, το ραβδί δε χτυπάει και τα κάρβουνα δεν καίνε;

     Σταμάτησε τον άγνωστο και τον ρώτησε:

     _ Τι νύχτα είναι η σημερινή; Και γιατί όλα έχουν τόση καλοσύνη για σένα;

     _ Αν δεν το βλέπεις μόνος σου, δεν μπορώ εγώ να σου το εξηγήσω, αποκρίθηκε ο άγνωστος κι εξακολούθησε το δρόμο του.

     Ο βοσκός αποφάσισε να τον ακολουθήσει και να μάθει τι σημαίνουν όλα αυτά. Τον πήρε από πίσω, ώσπου έφτασε στο σπίτι του. Κι είδε τότε ο βοσκός πως ο άνθρωπος αυτός δεν είχε μήτε καλύβα κι η γυναίκα και το βρέφος ήταν ξαπλωμένοι μέσα σε μια σπηλιά, που δεν είχε τίποτε άλλο από γυμνά βράχια. Και σκέφτηκε τότε ο βοσκός πως το φτωχό, τ` αθώο βρέφος, κινδύνευε από το κρύο μέσα στη σπηλιά και, μ` όλο που η καρδιά του ήταν σκληρή, λυπήθηκε το βρέφος κι αποφάσισε να το βοηθήσει.

     Έβγαλε από το σακούλι του μια ολόασπρη μαλακή προβιά και την έδωσε στον άγνωστο να τη στρώσει κάτω απ` το παιδάκι. Και τη στιγμή εκείνη που αυτός ο σκληρόκαρδος και βάναυσος άνθρωπος ένιωσε συμπόνια για τους άλλους ανθρώπους, άνοιξαν τα μάτια της ψυχής του κι είδε αυτά που δεν μπορούσε να δει κι άκουσε εκείνα που πριν δεν μπορούσε ν` ακούσει.

     Είδε πως ολόγυρα ήταν άγγελοι με ασημένια φτερά και πως στα χέρια τους κρατούσαν άρπες κι άκουσε που έψελναν ότι τη νύχτα εκείνη γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου.

(Σέλμα Λαγκερλεφ, Μετ. Λίζα Κοντογιάννη)

Για την αντιγραφή:  Σάββας Ηλιάδης

Δάσκαλος - Κιλκίς


Το είδαμε εδώ

Χριστουγεννιάτικο ἀντιπαραµύθι -Βουλγαράκης Ἠλίας

 



Μία φορὰ καὶ κάθε καιρὸ εἶναι ὁ Θεός. Ἀπὸ κάποτε εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἀναφορὲς ὅµως ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴ γῆ γιὰ τὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων ὅλο καὶ χειροτερεύουν. Τὸ ἀνθρώπινο γένος πάει ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, παρ’ ὅλες τὶς προσπάθειες τοῦ Θεοῦ µὲ τοὺς διάφορους ἀντιπροσώπους ποὺ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ στέλνει γιὰ νὰ τοὺς συνεφέρει.

Μπροστὰ στὴν ἔκρυθµη αὐτὴ κατάσταση ἡ Ἁγία Τριάδα συνεδριάζει. Ἀποφασίζει ν’ ἀκούσει καὶ τὶς ἀπόψεις τῶν ἀνθρώπων πάνω στὸ θέµα καὶ νὰ συζητήσει προτάσεις τους γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση τοῦ ἀδιεξόδου.

Σὲ λίγες µέρες φθάνει ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητας µία διακεκριµένη προσωπικότητα, ἕνας σοφὸς Σύµβουλος τοῦ Αὐτοκράτορα ποὺ διατηροῦσε µεγάλο κύρος ἀνάµεσα στοὺς ἀνθρώπους. Κολακευµένος ἀπὸ τὴν προτίµηση δὲν ἄργησε νὰ πάρει θάρρος καὶ νὰ διατυπώσει τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὴ λύση τοῦ προβλήµατος.

- Προτείνω νὰ ληφθοῦν δραστικὰ µέτρα.

- Σὰν ποιά;

- Νὰ σταλοῦν ἄγγελοι µὲ πύρινες ροµφαῖες γιὰ νὰ συνετίσουν τοὺς ἀνθρώπους.

- Μὰ τότε ποῦ πάει ἡ ἐλευθερία τους;

- Μπροστὰ στὸ καλὸ ποὺ θὰ γίνει, δὲ βλάφτει νὰ τὴ στερηθοῦν προσωρινά.

- Μὰ καλὸ δίχως ἐλευθερία µπορεῖ νὰ εἶναι καλό;

Ὁ σεβαστὸς Σύµβουλος πέφτει σὲ κάποια ἀµηχανία. Κι ἀναδιπλώνεται, θέλει νὰ φανεῖ ἀρεστὸς καὶ προτείνει αὐτὸ ποὺ ὑποπτεύεται ὅτι θ’ ἀρέσει στὸ Θεό.

- Νὰ σταλοῦν ἐκπρόσωποί σας γιὰ νὰ τοὺς συµβουλέψουν.

- Μὰ τὸ µέτρο αὐτὸ δοκιµάστηκε ἐπανειληµµένα καὶ ἀπέτυχε.

Ὁ σεβαστὸς Σύµβουλος µπερδεύεται πάλι. Ὡστόσο µία νέα ἰδέα φωτίζει τὸ µυαλό του.

- Νὰ χορηγήσετε γενικὴ ἀµνηστεία. Νὰ βγεῖτε στὸν ἐξώστη τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ν’ ἀνακοινώσετε στοὺς ἀνθρώπους ὅτι τοὺς συγχωρεῖτε γιὰ τὴν προσβολὴ ποὺ σᾶς ἔκαναν καὶ διαγράφετε τὶς ἁµαρτίες τους!

- Δὲν µπορῶ νὰ τὸ κάνω γιατί δὲν αἰσθάνοµαι θιγµένος ἀπὸ τὰ ἔργα τους. Ἀλλὰ κι ἂν ἔδινα γενικὴ ἀµνηστεία, ὅπως προτείνεις, θὰ τοὺς ὠφελοῦσε; Πιστεύω πὼς ὄχι. Τὸ πρόβληµα δὲν εἶναι ν’ ἀποκαταστήσω τὴ σχέση µου µὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ποτέ, ἄλλωστε, αὐτὴ δὲ χάλασε. Ἀλλὰ ν’ ἀποκαταστήσουν οἱ ἴδιοι τὴ σχέση τους µὲ τὸν ἑαυτό τους. Στὴν περίπτωση, ὅµως, αὐτὴ δὲν ἔχουν τόσο ἀξία τὰ γενικὰ µέτρα ποὺ ἔρχονται ἀπ’ ἔξω, ὅσο ἡ ἀλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ γίνεται µέσα τους, ἡ σωστὴ ἐπανατοποθέτηση τοῦ καθενὸς ἀπέναντι στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.

Ὁ Σύµβουλος τὰ ‘χασε πλέον ὁριστικά. Καὶ τότε σκέφτηκε νὰ ἐφαρµόσει τὴν παλιά, δοκιµασµένη τακτική του, ποὺ χρησιµοποιοῦσε σὲ δύσκολες στιγµές.

- Ἐσεῖς τί λέτε; Ρώτησε µὲ προσποιητὴ ἀφέλεια.

- Λέω νὰ στείλω τὸ Γυιό µου στὴ γῆ.

- Ἀπαράδεκτο! τοῦ ξέφυγε ἡ λέξη αὐθόρµητα. Ταυτόχρονα ὅµως ἔνιωσε ὅτι φέρθηκε µὲ ἀπρέπεια. Σπεύδει νὰ διορθώσει τὸ πράγµα.

- Ἴσως, ἦταν κάπως βιαστικὴ ἡ κρίση µου. Μᾶλλον δὲν ἔχω ἀντίρρηση. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ παρουσιαστεῖ µὲ τὴν ἀνάλογη ἐµφάνιση ποὺ ἐπιβάλλει ἡ θέση του.

- Δηλαδή, ποιά;

- Ε, νά! Νὰ περιβληθεῖ, ἂς ποῦµε, µ’ ἕνα ἀστρικὸ σῶµα καὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ µιὰ στρατιὰ ἀγγέλων.

- Δὲ θὰ ἐκβιάσει, ὅµως, ἔτσι τὶς ἀνθρώπινες συνειδήσεις;

Πάλι τὰ ἴδια, σκέφθηκε ὁ Σύµβουλος µὲ κάποιο ἐκνευρισµό. Ἔτσι ξαναγύρισε στὴ γνωστή του τακτική.

- Ἐσεῖς πῶς βλέπετε αὐτὴ τὴν ἀποστολή;

- Σκέφτοµαι νὰ γίνει ἄνθρωπος!

Ἀστροπελέκι!

- Τί εἴπατε; Ἄνθρωπος; Μὰ αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς ἀσυµβίβαστο µὲ τὴν ἀξία του. Δὲν κρατήθηκε. Εἶναι ἀναξιοπρεπές. Καὶ πάλι δὲν κρατήθηκε. Πῶς τὸ σκεφτήκατε αὐτό;

- Λέγοντας νὰ γίνει ἄνθρωπος, δὲν ἐννοῶ νὰ ἐµφανιστεῖ ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος, νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ µία θνητὴ γυναίκα.

Μήπως µὲ περιπαίζει; σκέφτηκε φανερὰ ἐνοχληµένος ὁ καλός µας Σύµβουλος. Μήπως τὸ κάνει γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴ νοηµοσύνη µου;

- Δὲν µπορῶ νὰ παρακολουθήσω τὴ σκέψη σας, εἶπε µὲ θιγµένη ἀξιοπρέπεια. Ἐννοεῖτε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ διαδικασία τῆς ἐνδοµήτριας ζωῆς, τῆς γέννας, ἀπὸ τὴν ἀσήµαντη βρεφικὴ ἡλικία ἀπό… Σταµάτησε ἀπὸ φρίκη. Τὸν συνέφερε κάπως ἡ σκέψη πὼς ὁ Θεὸς πιθανὸν νὰ τὸν κοροϊδεύει. Τὸν κοιτάζει ἐξεταστικὰ µὲ µιὰ µατιὰ γεµάτη σηµασία. Θὰ θέλε τουλάχιστον νὰ µὴν πέσει ἡ ὑπόληψή του.

Ὁ Θεὸς ἔνιωσε τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν κι αὐτὸς ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἀποκλεισµένος στὸ δικό του κόσµο. Ἕνας ὑπηρέτης ποὺ φρόντιζε µόνο «τὰ τοῦ Καίσαρος». Ὡστόσο συνέχισε νὰ τοῦ ξεδιπλώνει τὴ σκέψη του.

- Νοµίζω ὅτι σωστὰ µὲ καταλάβατε. Λέω γεννηθεῖ ἀπὸ µία θνητὴ γυναίκα καὶ µάλιστα νὰ µὴ γεννηθεῖ στὴν Πρωτεύουσα, οὔτε στὰ Ἀνάκτορα, ἀλλὰ σὲ µία ἀσήµαντη πόλη, στὴ Βηθλεέµ, ἂς ποῦµε, µέσα σ’ ἕνα σταῦλο!

Τὸ πράγµα εἶχε παραγίνει γιὰ τὸ Σύµβουλο. Ἔνιωσε ὅτι τὸν περιπαίζουν. Ἂν προσπαθοῦσε τουλάχιστο νὰ περισώσει τὸ κύρος του!... Πῆρε τὸ πιὸ σοβαρό του ὕφος καὶ εἶπε:

- Ἐπιθυµῶ ἐξ ὀνόµατός µου, ἐξ ὀνόµατος ὅλων τῶν ἀνθρώπων νὰ δηλώσω ὅτι διαφωνῶ µὲ τὴν πρότασή σας. Παρακαλῶ νὰ γραφτεῖ στὰ πρακτικά.

Μὲ τὴ δήλωση αὐτὴ ἡ σύσκεψη ἔληξε. Ὁ Θεὸς σηκώθηκε, τὸν ξεπροβόδισε µέχρι τὴν πόρτα καὶ τὸν χαιρέτησε, εὐχαριστώντας τον γιὰ τὴ συνεργασία του. Ὁ Σύµβουλος ἔφυγε πολὺ συγχυσµένος κι ἀναστατωµένος. Σὲ ὅλη τὴ διαδροµὴ τοῦ γυρισµοῦ µιὰ ἀπορία τριβέλιζε τὸ µυαλό του. Πῶς µπόρεσε ὁ Θεὸς νὰ σκεφτεῖ ὅλ’ αὐτά, ἔστω καὶ γι’ ἀστεῖο;

Οι πολέμιοι του Χριστού

 


 

Οἱ πολέμιοι τοῦ Χριστοῦ

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ καὶ ζοῦν δίχως προσδοκία αἰωνίου ζωῆς. Δὲν κατανοῦν τί θὰ πεῖ σωτηρία, πῶς δηλαδὴ θὰ πετύχουν στὴν παροῦσα ζωή καὶ πῶς θὰ ἐξασφαλίσουν τὴ μακαριότητα τῆς αἰωνίας ζωῆς. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει εἴκοσι αἰῶνες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ! Μένουν, δυστυχῶς, ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως μένουν ἀσυγκίνητοι καὶ ἀπὸ τὴν πλουσιότατη πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι βαθὺς ὁ ὕπνος τῆς ἀδιαφορίας τους καὶ ἀπογοητεύει ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ τοὺς ἀφυπνίσουν καὶ νὰ τοὺς μιλήσουν γιὰ τὸν Χριστό.

Ἐντελῶς διαφορετικοὶ εἶναι οἱ συνειδητοὶ χριστιανοί, ποὺ ἔχουν ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ διψοῦν νὰ συναντήσουν πνευματικὰ τὸν Χριστό. Προετοιμάζονται ἀναλόγως καὶ ὑποβάλλονται σὲ μικρὲς ἢ μεγάλες θυσίες ἀρκεῖ νὰ μάθουν καὶ νὰ ζήσουν τὸ θέλημα τοῦ Σωτῆρος. Ἀκολουθοῦν, θὰ ἔλεγα, τὸ παράδειγμα τῶν Μάγων ποὺ πῆγαν νὰ προσκυνήσουν τὸν Μεσσία, ἀψηφώντας τὰ ἐμπόδια ποὺ θὰ συναντοῦσαν στὴν πορεία τους. Οἱ σοφοὶ αὐτοὶ ἀστρονόμοι ξεκίνησαν μὲ ὁδηγὸ τὸ ἀστέρι – ποὺ εἶχε δυνατὸ φῶς καὶ φαινόταν καὶ τὴν ἡμέρα -ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα εἶχαν πεῖ οἱ προφῆτες. Οἱ ἴδιοι ἦταν σίγουροι ὅτι εἶχε γεννηθεῖ ὁ νέος Βασιλιάς, ὁ Μεσσίας ποὺ περίμεναν, καὶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε νὰ τὸν προσκυνήσουν. Ζήτησαν μάλιστα ἀπὸ τὸν κοσμικὸ βασιλιά τῆς περιοχῆς, τὸν θηριώδη Ἡρῴδη, νὰ τοὺς ἐνημερώσει ποῦ ἀκριβῶς εἶχε γεννηθεῖ ὁ νέος Βασιλιάς. Ἐκεῖνος ρώτησε τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς καὶ ἔμαθε τὴν προφητεία ὅτι εἶναι ἡ Βηθλέεμ. Στοὺς Μάγους εἶπε ἐκεῖ νὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸ βασιλιά καὶ γυρίζοντας νὰ τὸν ἐνημερώσουν σχετικὰ, γιὰ νὰ πάει καὶ αὐτὸς νὰ προσκυνήσει! Δὲν τοὺς φανέρωσε τὴν ταραχὴ καὶ τὸ φόβο του μήπως ὁ νέος βασιλιὰς γίνει ἀντίζηλός του. Ἐμφανίστηκε ὑποκριτικὰ ὡς καλοπροαίρετος, ἐνῷ ἤδη εἶχε ἀρχίσει νὰ σχεδιάζει τὴν ἐξόντωσή του. Οἱ Μάγοι ἔφυγαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μὲ ὁδηγὸ τὸ ἀστέρι, ποὺ ξαναφάνηκε στὸν οὐρανό, συνέχισαν τὴν πορεία τους. Ἔφθασαν στὴ Βηθλέεμ, προσκύνησαν τὸν Μεσσία καὶ τοῦ προσέφεραν τὰ δῶρα τους, χρυσό, λιβάνι καὶ σμύρνα. Ἡ ἐπιθυμία τους εἶχε πραγματοποιηθεῖ. Μὲ βαθιὰ ἱκανοποίηση πῆραν τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, χωρὶς νὰ ξαναπεράσουν ἀπὸ τὸ βασιλιά Ἡρῴδη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁδηγία ποὺ τοὺς δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ «κατ’ ὄναρ». Δὲν ἔπρεπε νὰ διευκολύνουν τὸν αἰμοδιψῆ βασιλιά, ὁ ὁποῖ­ος στὴν ταραχὴ του διέταξε τὴ σφαγὴ χιλιάδων νηπίων τῆς Βηθλεὲμ (Ματθ. β΄ 1,12).

Οἱ Μάγοι καὶ ὁ Ἡρῴδης ἦταν διαφορετικοὶ χαρακτῆρες. Οἱ πρῶτοι ἦταν ἀξιοθαύμαστοι καὶ ἀξιομίμητοι, ἐνῷ ὁ δεύτερος ἦταν φοβερός, ἀποκρουστικὸς καὶ θηριώδης. Οἱ πρῶτοι προσκύνησαν τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, ἐνῷ ὁ δεύτερος σχεδίαζε τὴν ἐξόντωσή του!

Οἱ σοφοὶ ἀστρονόμοι τῆς ἀνατολῆς δὲν βρίσκουν πολλοὺς μιμητὲς στὴν ἐποχή μας. Οἱ σημερινοὶ ἐπιστήμονες, σὲ ὅλους τούς τομεῖς, εἶναι συν­ήθως ὑπερήφανοι καὶ δὲν ἀναζητοῦν τὸν Κύριο. Εἶναι δεδηλωμένοι ἄθεοι. Μερικοὶ εἶναι ἄθεοι χωρὶς νὰ τὸ φανερώνουν, ἀλλὰ φαίνονται ἀπὸ τὴν πρώτη ματιὰ καὶ τὴν πρώτη κουβέντα. Τηροῦν ὅμως μερικοὶ προσχήματα, γιὰ νὰ ἀποφεύγουν τὴν ὀργὴ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ. Ἄλλοι πάλι ἀποφεύγουν τὴ λέξη «ἄθεοι» καὶ χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη «ἀγνωστικιστής», ποὺ σημαίνει ἄνθρωπος ποὺ δέχεται ὅτι ἡ γνώση τοῦ ἀπολύτου, τῆς πρώτης ἀρχῆς τῶν ὄντων, τοῦ Θεοῦ δηλαδή, εἶναι ἀδύνατη. Τὴ λέξη αὐτὴ πολλοὶ τὴν ἀκοῦν καὶ ἐλάχιστοι τὴν καταλαβαίνουν. Οἱ ἄθεοι ἐπιστήμονες ἀρνοῦνται τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ κατακρίνουν τὴν Ἐκκλησία χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν ἀναγκαία γνώση. Κάποτε οἱ γνώσεις τους δὲν ξεπερνοῦν τὶς στοιχειώδεις γνώσεις ποὺ ἔχουν οἱ μαθητὲς τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης. Αὐτοὶ βαδίζουν χωρὶς ὁδηγὸ τὸ φωτεινὸ ἀστέρι τῆς Βηθλέεμ.Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Μάγοι ἀκολούθησαν τὸ θεόσταλτο ἀστέρι καὶ βρέθηκαν στὴν οἰκία τοῦ Μεσσία, ἐνῷ οἱ ἄθεοι ἐπιστήμονες ἀκολουθοῦν τὶς δικές τους θεωρίες καὶ ἀπομακρύνονται συνεχῶς ἀπὸ τὸν Θεό!

Γιὰ τοὺς μιμητὲς τοῦ Ἡρῴδη δὲν ἔχω λόγια νὰ τοὺς περιγράψω. Ἄλλοτε γιὰ δεκαετίες καὶ ἄλλοτε γιὰ αἰῶνες πολέμησαν καὶ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχουν τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἤθελαν καὶ θέλουν. Ἐκεῖνοι χτυποῦσαν καὶ χτυποῦν καὶ ἡ Ἐκκλησία πάντα εὐλογεῖ, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποδεικνύονται ἀνίκανοι καὶ ἂς φαίνονται πολλὲς φορὲς νικητὲς ποὺ θριαμβεύουν.

Ορθόδοξος Τύπος

Πηγή

Ὁ Σιατίστης Παῦλος γιὰ τὰ Χριστούγεννα

 





-Πῶς ὁ Χριστὸς μὲ τὴ Γέννησή του ἀναγεννᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας;

Κατ’ ἀρχὴν σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ πού μου δίνετε τὴν δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνήσω μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀναγνῶστες σας καὶ μάλιστα καθ’ ὁδὸν καὶ ἐν πορείᾳ πρὸς τὴν Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα.

Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονότα τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας. Μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα καὶ προσωπικά. Ἔρχονται νὰ ἀπαντήσουν στὰ πιὸ καίρια ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα καὶ νὰ θεραπεύσουν τὶς πληγές μας. Ἀκόμη ἔρχονται νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ γεγονότα τοῦ σήμερα.

Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦταν μία ἠθικὴ παράβαση, ἀλλὰ ἕνας ὀντολογικὸς ἀκρωτηριασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ πειρασμὸς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἦταν ἐὰν θὰ θεωθεῖ διὰ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸ Θεὸ ἤ αὐτονομημένος ἀπὸ τὸν Θεό. Μιλᾶμε γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα λησμονώντας ὅμως τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς λέξεως ἁμαρτία.

Τὸ ρῆμα ἁμαρτάνω σημαίνει ἀποτυχαίνω, κάνω λάθος. Ἁμαρτία λοιπὸν σημαίνει ἀποτυχία. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδὴ ἡ ἀποτυχία, τοῦ πρώτου ἀνθρώπου;

Ὁ Ἀδὰμ ἐπεχείρησε νὰ γίνει Θεός, χωρὶς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπέτυχε. Ἀντὶ νὰ θεωθεῖ ὑπέταξε τὴν ζωή του στὴν φθορά, στὸν πόνο καὶ τελικὰ στὸν θάνατο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τίποτα ἀπὸ αὐτά. Ἡ φθορά, ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος ἦταν ἀνύπαρκτα στὴν κατάσταση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, δηλαδὴ στὴν ζωὴ πρὸ τῆς πτώσεως.

Ἡ πτώση λοιπὸν ὁδήγησε στὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στὴν ὀντολογικὴ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἐπεχείρησε πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱστορία νὰ ὑπερβεῖ τὴν θνητότητά του, ἀλλὰ ματαίως. Αὐτὴ ἡ ματαιότητα τῆς αὐτοσωτηρίας συνειδητοποιεῖται σὲ δύο ἐκφραστικὰ κείμενα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παραδόσεώς μας.

Στὸ ποίημα τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα. Ὁ Διγενὴς εἶναι ὁ δυνατὸς ἄνθρωπος ποὺ νικᾶ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νὰ παλέψει μαζί του. Ἔρχεται ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ παλέψει μὲ τὸν χάρο στὰ μαρμαρένια ἁλώνια. Ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Διγενὴς θὰ νικηθεῖ. Ἐκεῖ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ὁ θάνατος θὰ νικήσει.

Τὸ δεύτερο κείμενο εἶναι ἡ Τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου «ὁ Προμηθέας Δεσμώτης». Καταδικασμένος ὁ Προμηθέας νὰ εἶναι δεμένος στὸν Καύκασο γιατί ἐπεχείρησε νὰ κλέψει τὸ ἱερὸν πῦρ ἀπὸ τοὺς Θεοὺς καὶ καθὼς ἕνα ὄρνεο κατὰ καιροὺς τοῦ κατατρώγει τὸ συκώτι μάταια ἀγωνίζεται νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ὁ Ἑρμῆς ποὺ περνάει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ βλέπει τὸ μαρτύριό του τοῦ λέγει: «Ποτὲ δὲν θὰ πάρουν τέλος τὰ δεινά σου ἐκτὸς ἂν ὁ Θεὸς σὲ λυπηθεῖ καὶ στείλει κάποιον δικό του νὰ σὲ σώσει». Αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀδυναμίας γιὰ αὐτοσωτηρία ὁρίζει τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», τὸν κατάλληλο καιρὸ κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς στέλνει κάποιο δικό Του.

Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση μας γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει. Τὰ Χριστούγεννα, στὰ ἄχραντα σπλάχνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρώπινη φύση μας μπολιάζεται μὲ τὸ θεϊκὸ μπόλι.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτήρας ὄχι μὲ κάτι ποὺ κάνει, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ ποὺ Εἶναι. Στὸ πρόσωπό του ἐνώνεται ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωση εἶναι ἀσύγχυτη. Τὸ κάθε πρόσωπο διατηρεῖ τὴν ἑτερότητά του. Αὐτὸ σημαίνει τὸ σεβασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ἀλλὰ καὶ ἀδιαίρετη. Ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση μας κοινωνεῖ μὲ τὸ Θεὸ εἰς τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει τὴν θνητότητα.

Ἡ ὀντολογικὴ καταστροφὴ ἔχει πλέον θεραπευθεῖ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σηματοδοτεῖ τὴν θεραπεία καὶ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.



-Στὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ προφῆτες μιλοῦν γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα μόνιμο θαῦμα;

Πολὺ σωστὰ τὸ ἐπισημαίνετε μὲ τὴν ἐρώτησή σας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόσωπο μέσα στὴν ἱστορία τοῦ Ὁποίου ὄχι μόνο ἡ Γέννηση, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή, ὁ σταυρικός Του θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του προφητεύθηκαν αἰῶνες ὁλόκληρους πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή Του στὴ γῆ.

Οἱ προφητεῖες μάλιστα ἀναφέρονται καὶ σὲ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς Του. Ὁ προφήτης Ἠσαίας 800 χρόνια πρίν, ὁμιλεῖ μὲ πολὺ καθαρὸ τρόπο διὰ τὴν ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας Γέννησή Του σὰν νὰ τὴν βλέπει μπροστά του «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».

Δὲν ἀναφέρεται ἁπλῶς σὲ μία ἐκ Παρθένου Γέννηση ἑνὸς βρέφους, ἀλλὰ προσδιορίζει μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὴν ταυτότητά του. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πλέον μαζί μας. Οἱ προφητεῖες εἶναι ὁ μεγάλος ὀγκόλιθος τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο.

Βλέπετε ἄλλωστε πόσο ἔντονο εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον διὰ τοῦ μοναδικοῦ προφητικοῦ βιβλίου τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.



-Ποιὰ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀναγεννητικὴ ἐμπειρία τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ;

Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ νοηματίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα γιατί τέλος της εἶναι ὁ θάνατος. Ἡ διάρκεια τῶν χρόνων τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει νόημα, ἀφοῦ τὸ τέλος θὰ εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ ὥρα του εἶναι ἀβέβαιη.

Χωρὶς τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν κάθε μέρα τὸ ἃ-σκοπο θὰ συναγωνίζεται τὸ παράλογο, ἀλλὰ τὸν ἀγώνα θὰ τὸν κερδίζει πάντα τὸ τραγικό. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ἀλογία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χριστούγεννα «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν.

Ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» θὰ μᾶς πεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία βιώνουμε τὰ Χριστούγεννα, καθὼς σὲ κάθε Λειτουργία προσφέρουμε τὴ ζωή μας στὸ Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου γιὰ νὰ γίνουν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία προσφέρεται πρὸς κοινωνία στὸν ἄνθρωπο.

Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν πῶς ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνει ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας ἡ ἀπάντηση εἶναι μία. Μὲ τὴν ἔνταξή μας τὴν ὀργανικὴ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὁ Χριστὸς ἀνακλίνεται στὴν καρδία μας σὰν σὲ φάτνη.

Ἡ προσπάθεια ἡ δική μας εἶναι νὰ εὐπρεπίζουμε διαρκῶς τὴν φάτνη-καρδιά μας μὲ τὴν ἄσκηση, τὴ νήψη, τὴν ἐγρήγορση τὴν πνευματική. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται ὀντολογικὰ καὶ φανερώνει στὴν καθημερινότητά του τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν φανερώνουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι.

Ὅσοι γνωρίσαμε στὴν σύγχρονη ἐποχὴ μορφὲς ὅπως ὁ π. Παίσιος, ὁ π. Πορφύριος, ὁ π. Ἰάκωβος, ὁ π. Σωφρόνιος, ὁ Παπὰ-Ἐφραὶμ καὶ τόσοι ἄλλοι νοιώθουμε πόσο ἀληθινὸ εἶναι αὐτό. Ἡ παρουσία τους καὶ τὸ πέρασμά τους ἀπὸ τὸν κόσμο δείχνει στὸν καθένα τὸν τρόπο ποὺ ἐσωτερικεύει τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν καθιστᾶ γεγονὸς τῆς δικῆς του ζωῆς καὶ ἀναγεννᾶται ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά.



-Πῶς ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτήματα: Ποιὸς εἶμαι; ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι; Ποῦ πάω;

Τὰ Χριστούγεννα ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος. Στὸ ἐρώτημα: γιατί ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος; ὅλη ἡ πατερικὴ θεολογία ἀπαντᾶ: Γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὴν μεγαλωσύνη καὶ τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Πόσο ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος; Τόσο, ὥστε ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος γιὰ χάρη του. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μέτρο τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας.

Ἐὰν ἀφαιρέσουμε αὐτὸ τὸ μέτρο τότε ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἕνα ἀντικείμενο. Ἡ ἱστορία ἔχει ἀποδείξει ὅτι ὅσοι στὸ διάβα της εἶχαν στόχο τὸν Θεό, στὴν πραγματικότητα εἶχαν στόχο τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη στὸ Χριστὸ πολεμήθηκε γιὰ νὰ κρημνίσει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου.

Βλέπουμε στὶς μέρες μας τὸν εὐτελισμὸ καὶ τὴν ὑποτίμηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Οἱ ἀπρόσωπες δυνάμεις τῆς οἰκονομίας, τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς κατανάλωσης ἀχρήστευσαν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος λογαριάζεται σὰν καταναλωτικὴ μονάδα, σὰν ἕνα γρανάζι σὲ μία μηχανή. Βλέπετε ὅτι οὔτε ἡ παιδεία μας ὑπολήπτεται τὸν ἄνθρωπο. Στοχεύει στὸ μυαλό του ἤ στὰ χέρια του ἀλλὰ ὄχι στὴν προσωπικότητά του καὶ γι’αὐτὸ τὰ παιδιὰ μας ἀπορρίπτουν αὐτὴ τὴν παιδεία. Σκεπτόμαστε νὰ τὴν συνδέσουμε μὲ τὴν παραγωγὴ τὴν στιγμὴ ποὺ τὴν ἔχουμε ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν ἀγωγή.

Ἐνθυμοῦμαι, πρὶν πολλὰ χρόνια, εἶχα προσκληθεῖ στὸ Πολυτεχνεῖο τῆς Ξάνθης ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς γιὰ νὰ κάνω μία ὁμιλία. Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ἐπίσκεψης εἶχα μία συνάντηση στὴν ἕδρα τῆς ἀστροφυσικῆς μὲ μία ὁμάδα τότε βοηθῶν ποὺ σήμερα διαπρέπουν ὡς καθηγηταὶ καὶ τιμοῦν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ χώρα μας ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.

Οἱ ἐκκολαπτόμενοι –τότε- ἐπιστήμονές μοῦ ἔθεσαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸ ἐρώτημα: «Τί νόημα ἔχει ἡ ἐπιστήμη μας; Γιά μᾶς, γιὰ τὴν ἐπιστήμη μας, μοῦ εἶπαν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρωτόνια, νετρόνια, ἠλεκτρόνια. Ἀλλὰ πρωτόνια, νετρόνια, ἠλεκτρόνια εἶναι καὶ τὰ ζῶα.

Γιατί λοιπὸν νὰ ὑπολογίσουμε τὸν ἄνθρωπο. Μόνο στὴ σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σφραγισμένος μὲ τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἀντιλαμβανόμεθα τὴν εὐθύνη μας γιὰ νὰ μὴν χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐπιστήμη μας ἐναντίον τοῦ ἄνθρωπου».

Ὁ Θεάνθρωπος ἀποκαλύπτει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Φανερώνει ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πρὸς τὸ μηδὲν καὶ τὸ πουθενὰ ἀλλὰ πρὸς τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν μετοχή του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μπαίνει μέσα στὸ χρόνο μας σὰν ἕνα βρέφος γιὰ νὰ μᾶς φανερώσει τὴν μεγαλωσύνη τοῦ κάθε παιδιοῦ. Αὐτὴν ποὺ τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε, αὐτὴν ποὺ τόσο ἐγκληματικὰ καταστρέφουμε μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ἐκτρώσεως.



-Ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό; Τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς;

Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία ὄντως ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό, τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ὄχι τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς. Τὸ φῶς τῆς Θεογνωσίας διαλύει τὸ σκοτάδι, φωτίζει καὶ νοηματίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ κοινωνεῖ τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, τὸ θνητὸ μὲ τὸ ἀθάνατο. Τὸ κτιστό, ἡ κτιστὴ καὶ ὑποταγμένη στὴ φθορὰ ἀνθρώπινη φύση μας κοινωνώντας μὲ τὸν ἄκτιστο Θεὸ ὑπερβαίνει τὴν κτιστότητα καὶ τὴν θνητότητά της καὶ ἀχρηστεύει τὸν ἔσχατο δυνάστη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ποὺ εἶναι ὁ θάνατος.

Ὁ οὐρανὸς στήνει τὴν σκηνή του στὴ γῆ καὶ ἀνανεώνει τὴ ζωή της. Ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι πλέον τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ νόημα τῆς ζωῆς του καὶ τὴν κλήση τὴν ὁποία ἔλαβε, τὴν κλήση τῆς θεώσεώς του.

Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος μπολιάζεται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται κοινωνὸς τῆς ζωῆς του. Μὲ τὸ μπόλιασμα αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πιὸ δυνατὸς καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Καλεῖται, μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀλληλοπεριχωρηθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ νὰ συγκροτήσουν τὴν κοινωνία τῶν προσώπων ὡς μία ἀγαπητικὴ κοινωνία κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Τριαδικῆς.

Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Σάρτρ ἔλεγε: «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μου!» ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ὅποιον συναντοῦσε στὸ δρόμο του τὸν προσφωνοῦσε μὲ τὰ λόγια: «Χριστὸς ἀνέστη! χαρά μου!».

Βλέπετε, γιὰ τὸν ἕνα, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή του! γιὰ τὸν ἅγιο Σεραφείμ, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ χαρά του! καὶ γιὰ σύνολη τὴν ἀσκητικὴ παράδοση: «εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν Θεόν σου». Μία καίρια καὶ ἀπόλυτη διάκριση ἀνάμεσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ φῶς.



-Πεῖτε μας, τέλος, πῶς ἕνας Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ζήσει βιωματικὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἐθιμοτυπικά;

Τὸ ἐρώτημά σας μοῦ θυμίζει μία παλαιότερη ἐκπομπή μου σὲ ραδιόφωνο τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας μου. Ἤμουν καλεσμένος ἀπὸ μία δημοσιογράφο γιὰ ἄσχετο θέμα. Ξεκινώντας τὴν ἐκπομπή, ἦταν ἡ ἑβδομάδα ἡ μετὰ τὰ Θεοφάνεια, μοῦ εἶπε: «Πρὶν ξεκινήσουμε τὴν ἐκπομπὴ μας θέλω νὰ σᾶς θέσω ἕνα προσωπικό μου ἐρώτημα. Χθὲς τὸ ἀπόγευμα εἶχαν ἔλθει στὸ σπίτι μου μερικὲς φίλες γιὰ νὰ πιοῦμε καφέ. Συνειδητοποιήσαμε ὅλες ὅτι οἱ γιορτὲς εἶχαν περάσει καὶ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε καταλάβει σχεδὸν τίποτα. Κάναμε ἕνα ἀπολογισμὸ καὶ διαπιστώσαμε ὅτι καὶ οἰκονομικὰ καὶ ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ εἴμασταν χαμένες καὶ μάλιστα νοιώθαμε μία κατάθλιψη νὰ μᾶς βαραίνει. Πεῖτε μου κάτι γι’ αὐτό!».

Τὴν ἐρώτησα πῶς πέρασε τὰ Χριστούγεννα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι τὴν παραμονὴ τὸ βράδυ μαζὶ μὲ κάποιες φιλικὲς οἰκογένειες εἶχαν πάει σὲ κάποιο κέντρο καὶ γύρισαν σχεδὸν ξημερώματα. Τὴν ρώτησα ἐὰν εἶχαν πάει στὴν Ἐκκλησία καὶ μοῦ ἀπάντησε ἀρνητικά. Τῆς ζήτησα νὰ σκεφθεῖ τί σχέση εἶχαν ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ Χριστούγεννα.

Σὲ ποιοὺς χώρους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πῆγε, συνάντησε τὸν Χριστό. Γιατί θεωρεῖ ὅτι γιόρτασε Χριστούγεννα. Τῆς ἐξήγησα ὅτι οἱ ἑορτὲς ἔχουν ἀπὸ μόνες τους μία προσδοκία χαρᾶς καὶ ὅταν οἱ γιορτὲς περνᾶνε καὶ τὴ χαρὰ αὐτὴ δὲν τὴν ζοῦμε, γιατί τὶς ἑορτάζουμε μὲ λάθος τρόπο, τότε μετὰ τὶς ἑορτὲς ἡ κατάθλιψή μας γίνεται μεγαλύτερη· γι’αὐτὸ αὐτοὶ ποὺ μετὰ τὶς ἑορτὲς ἔχουν τὴν μεγαλύτερη πελατεία εἶναι οἱ ψυχίατροι.

Ξεκίνησα στὸ ἐρώτημά σας ἀπὸ ἕνα περιστατικὸ ἀρνητικὸ γιὰ νὰ καταλήξω στὴ θέση: Τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὴ ζήσουμε παρὰ μόνο στὴν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὰ Χριστούγεννα δὲν λένε τίποτα στὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Ἡ ἱστορία τέμνεται στὰ δύο στὴν πρὸ καὶ μετὰ Χριστὸν ἐποχή.

Ζῶ μετὰ Χριστὸν σημαίνει ὅτι ζῶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Τὰ μεγάλα γεγονότα ἤ τὰ καταλαβαίνουμε καὶ ἐπηρεάζουν τὴ ζωή μας ἤ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε καὶ μᾶς ξεπερνᾶνε καὶ μένουμε στὴν πνευματική μας φτώχεια. Ζῶ βιωματικὰ τὰ Χριστούγεννα σημαίνει ὅτι τὰ ζῶ μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Προετοιμάζομαι μὲ τὴ νηστεία, ψηλαφῶ μὲ τὸ δικό τους φῶς τὸν κόσμο σήμερα, ἐκκλησιάζομαι καὶ μάλιστα τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἀφήνω τὴν καρδιά μου νὰ γλυκαθεῖ ἀπὸ τοὺς γλυκύτατους καὶ θεολογικότατους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων, μετατρέπω τὴν καρδιά μου σὲ φάτνη ὅπου διὰ τῆς Θείας κοινωνίας ἀνακλίνεται ὁ ἀχώρητος Θεὸς καὶ ἔτσι ἐπιστρέφω στὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσω τὰ ἔθιμα ὄχι σὰν ξεκάρφωτες συνήθειες, ἀλλὰ σὰν συνέχεια τῆς οὐσιαστικῆς βιώσεως τῶν Χριστουγέννων.

Τὰ Χριστούγεννα δὲν σημαίνουν κατανάλωση, ἀλλὰ σοβαρότητα καὶ προβληματισμό. Τὰ Χριστούγεννα γιὰ μία ἀκόμη φορὰ στέλνουν τὸ μήνυμα σ’ ἕνα κόσμο ποὺ παραπαίει.

Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῶν δικῶν μᾶς ἱκανοτήτων. Ἡ κένωση-ταπείνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο γιὰ νὰ βρεῖ τὸν χαμένο ἑαυτό του καὶ νὰ συναντήσει ἀγαπητικὰ τὸν συνάνθρωπό του.

Χριστούγεννα- η Τεκούσα Ελπίς

 

Χριστούγεννα- η Τεκούσα Ελπίς

Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Τα εφετινά Χριστούγεννα, καθίστανται παντελώς διαφορετικά από τα προηγούμενα, όχι ότι δεν υφίστανται, διότι οι απαρασάλευτες θεμελιώδεις αρχές του χρόνου της Αλήθειας και της παραδόσεως δεν αμαυρώνονται τοσούτον ευχερώς, όπως υπολαμβάνουν, οι αρχιτέκτονες της Νέας Τάξης πραγμάτων.

Ο Χριστός ευρίσκεται εις την Καρδιά μας, παρά τις λοιδορίες και  τους όποιους διωγμούς, τις συκοφαντίες καθώς και την επελαύνουσα νεοπαγή καλλιεργούμενη μηδενιστική νοοτροπία των έμμισθων φερέφωνων της δοτής Παγκοσμιοποιήσεως.

Ημείς έχουμε καθήκον να ζήσουμε και θα το πράξουμε με παντί τρόπω, είτε ζωντανοί ή τεθνεώτες, διότι ο χωροχρόνος αποτελεί μία σχετική έννοια του κτιστού σύμπαντος, ο οποίος ανυπερθέτως εποπτεύεται ελευθέρως από τον πλάστη του τον Θεό.

Εντούτοις όμως, οι συνθήκες εφέτος, ως προς τα κοσμικά είναι αντίξοες, διότι πέραν του απροκάλυπτου διωγμού των Εκκλησιών με την αμέριστη στήριξη και συνέργεια της Διοικούσης Εκκλησίας, η Γέννηση του Ιησού, το, υπό πάσης απόψεως, ανυπέρβλητο τούτο θαύμα, - κοινωνικής, πολιτικής, νομικής, θεολογικής- διότι ο Βασιλεύς της Ζωής ο οποίος χάραξε την οδό προς την αιώνια ζωή δια της ενανθρώπησή του και εν συνεχεία δια της Σταυρικής του Θυσίας, ετέχθη, δια της Υπεραγίας Θεοτόκου, εν φάτνη, πλησίον των στοιχείων της φύσεως και των αμνών, άνευ τυμπανοκρουσιών και ρηματικών στομφωδών διακοινώσεων.

Το Αρχέτυπον της ανθρωπίνης φύσεως μας και της εν γένει Ζωής, δια του ονόματος του οποίου, ως Υιός του Τριαδικού μας Θεού, βαπτιζόμεθα και πορευόμεθα έως τον νομοτελειακό βιολογικό θάνατο, μας  υπέδειξε εμπράκτως τον αληθή τρόπο του Βίου, την άκρατη, πλην έλλογη και έμμετρη ταπείνωση, όχι την παθητική εκδοχή και παραδοχή της ζωής, αλλά την περιπτωσιολογική μάχη δια την Αλήθεια και τον αέναο, εν παντί και πάντοτε Αγώνα, δια την απολύτρωσή μας από τα χοϊκά δεσμά της δυσήνια θνησιγενούς φύσεώς μας.

Το μέγεθος της ασύλληπτης Ορθόδοξης Θεολογίας πόρρω απέχει από της προτεσταντική ηθική του Καπιταλισμού, ή των εκγόνων αυτής (…..!).

Εν πάση περιπτώσει, ας κρατήσουμε ζωντανή την άσβεστη φλόγα της πίστεώς μας, καθώς και τα πρωτοτόκια και τα ζώπυρα Αυτής, όπως έλεγε και Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος είχε προβλέψει τα δρομολογούμενα σήμερα τα οποία βιώνουμε.

Η δικαιολογημένη αγανάκτηση είναι η εκκωφαντική απουσία του ονόματος του Ιησού, η εσκεμμένη εκ της Πολιτείας μη παραπομπή εις τον νόημα των Χριστουγέννων, πέραν από την καταναλωτική έξαρση, ή την ανακωχή από την ανθρωποβόρα άνυδρη καθημερινότητα.

Εν κατακλείδι, παρά τις όποιες δυσχέρειες και όποια υφιστάμενα προσκόμματα, υμείς έχουν ευθύνη και χρέος, έναντι των προγόνων μας, της Ιστορίας και του έθνους μας ως γνήσιοι θεματοφύλακες της παρακαταθήκης μας να ανθιστάμεθα άχρι εσχάτων, φυλάττοντες ενσυνειδήτως Θερμοπύλες.

Ας αποτελέσουν τα εφετινά Χριστούγεννα εφαλτήριο, θρυαλλίδα, καθολικής ανάνηψης, σηματοδοτώντας ένα πιο πνευματικό, ανθρώπινο, υγιές μέλλον, με οξυμμένη κριτική σκέψη και εγρήγορση.

Έτη πολλά προς όλους.

πηγή

O XΡΙΣΤΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. 2,7) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

 Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου
Του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

O XΡΙΣΤΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ

«Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. 2,7)

a03ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἡ χριστιανοσύνη ἑ­ορτάζει τὴ Γέννησι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰ­ησοῦ Χριστοῦ, γεγονὸς μοναδικὸ στὴν ἱστορία.
Ὑπάρχουν πράγματα ἀξιόλογα, ποὺ δὲν μπο­ρεῖ κανεὶς νὰ τὰ ἀγνοήσῃ, ὅπως λ.χ. ἡ εἴδησι ὅ­­τι στὸν 20ὸ αἰῶνα ὁ ἄνθρωπος πάτησε στὴ σε­λήνη. Ἀλλ᾽ ὅ­σο θαυμαστὸ καὶ ἂν φαντάζῃ αὐτό, εἶνε πολὺ μικρὸ ἀπέναντι στὸ γεγονὸς ὅ­τι ὄχι πλέον ἄνθρωπος ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ Θεός, ποὺ ἐ­ξουσιάζει τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες, ἐ­πισκέ­φθηκε τὴ γῆ ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν. Κατέβηκε ἐδῶ, φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, περπάτησε ἀνάμεσά μας, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε καὶ ἀνελήφθη πάλι στοὺς οὐρανούς. Γεγονὸς ἄνευ προηγουμένου, μοναδικό!
Ὁ ἥλιος ἄγγιξε τὴ γῆ, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καὶ ἡ γῆ δὲν κάηκε! «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου…» (ἁ­γιασμ. Θεοφαν.). Τὸ πιστεύ­­εις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν τὸ πιστεύεις; κάνε τὸ ρεβεγιόν σου. Εἶνε ζήτημα πίστε­ως. Ἂν πιστεύῃς ὅτι πραγματικὰ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ, τότε ὁ Χριστὸς θὰ γεννη­θῇ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ὄχι πλέον στὴ φάτνη ἀλλὰ στὴν καρδιά σου, οἱ οὐρανοὶ θ᾿ ἀ­νοίξουν, ἡ φύσις θ᾽ ἀγάλλεται καὶ θὰ χαίρῃ, οἱ ἄγγελοι θὰ ψάλλουν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14).
Στὴ δημιουργία μιᾶς τέτοιας ἱερᾶς ἀτμοσφαίρας συντελεῖ πολὺ ἡ ἀνυπέρβλητη ὑμνῳ­δία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Κανένα δόγμα, καμμία θρησκεία δὲν ἔχει ὕμνους σὰν αὐ­τούς. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς μᾶς προτρέπει· «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» (κάθ. Χρι­στουγ.). Ἂς γυρίσουμε λοιπὸν πίσω, στὶς ἡμέρες τῆς Γεννήσεως· ἂς μεταφερθοῦμε ἐκεῖ.
Νοερῶς, ἀγαπητοί μου, περνοῦμε στεριὲς καὶ θάλασσες καὶ φτάνουμε στὴ Βηθλεέμ. Τί εἶνε ἡ Βηλθεέμ; Μία μικρὴ πόλις τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἐκεῖνες τὶς μέρες παρουσίαζε ἔκ­τακτη κί­νησι. Ὁ Αὔγουστος Καῖ­σαρ εἶχε δι­α­τάξει ἀ­πογραφὴ σὲ ὅλη τὴ ῾Ρωμα­ϊκὴ αὐτοκρα­τορία. Ἔτσι καὶ οἱ Ἑβραῖοι στὴν Παλαιστίνη, ἀ­να­λόγως τῆς φυλῆς, πήγαι­ναν καθένας στὸν τό­­πο ὄχι τῆς γεννήσεως ἀλ­λὰ τῆς καταγωγῆς του, στὶς περιοχὲς τῶν δώ­δεκα φυλῶν. Καὶ ἡ Παρθένος Μαρία λοιπὸν μὲ τὸν Ἰωσὴφ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ὅ­που ἔμεναν, βάδισαν χιλιόμετρα, μέρες καὶ νύχτες, μῆνα ὁλόκληρο, καὶ ἔφτασαν ἐπὶ τέλους στὸν τόπο τῆς καταγω­γῆς τῶν προγόνων τους, στὴ Βηθλεέμ.
Ἦταν χειμώνας, φυσοῦσε ἀέρας, ἔκανε κρύο. Ζήτησαν νὰ μείνουν κάπου. Χτύπησαν πόρτες, ἀλλὰ κανένα σπίτι δὲν ἄνοιξε. Ἔτσι ἀ­ναγκάστη­καν, ἡ ἔγκυος κόρη μὲ τὸν προστάτη της, νὰ πᾶνε ἔξω ἀπὸ τὸν κατοικημένο χῶρο, ὅ­που ὑ­πῆρχαν φυσικὲς σπηλιὲς ποὺ χρησίμευαν εἴ­τε ὡς στάβλοι καὶ μαντριὰ εἴτε ὡς πρόχειρα παν­δοχεῖα – χάνια. Ἐκεῖ λοιπὸν γέννησε ἡ ἐπίτοκος. Γέννησε, ἀλλὰ δὲν εἶχε κούνια· ἐνῷ σήμερα καὶ ὁ πιὸ φτωχός διαθέτει μιὰ κούνια, ὁ νεογέννητος Χριστὸς εἶνε ὁ μόνος ποὺ δὲν εἶχε. Κούνια του ἔγινε ἡ φάτνη τῶν ἀλόγων, τὸ παχνὶ ὅπου οἱ βοσκοὶ βάζουν τὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ζῷα. Ἐκεῖ λοιπὸν γεννήθηκε ὁ Χριστός, στὴ φά­τνη, κάτω ἀπὸ τέτοιες ταπεινὲς συνθῆκες.

* * *

Πέρασαν ἀπὸ τότε δυὸ χιλιάδες χρό­­νια. Τί μεταβολή! θὰ πῆτε· ὄχι πλέον σὲ σπήλαιο, στάβλο καὶ φάτνη, ἀλλὰ σὲ ναοὺς μεγαλοπρεπεῖς, ποὺ ἔ­χτισαν διάσημοι ἀρχιτέκτονες, ἐκεῖ λατρεύεται τώρα ὁ Χριστός. Τὸ ἐ­ρώτημα ὅμως εἶνε· ἐ­κεῖνος μένει ἆραγε εὐ­­χαριστημένος ἀ­πὸ τοὺς ναούς, τὰ ἄμφια, τὰ κεριὰ καὶ τὰ λιβανίσματά μας; Ὁ Χριστὸς ζητεῖ κάτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅ­­λη τὴ μεγαλοπρέπεια τῶν ἡμερῶν αὐ­τῶν, ἡ ὁποία ναὶ μὲν δὲν εἶ­νε τελείως ἀπόβλητη ―μέχρι ἑ­νὸς ὁρίου―, δὲν ἀρκεῖ ὅμως. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ζητεῖ κάτι ἄλλο.
Τί ζητεῖ; Τὶς καρδιές μας! Θέλει, νὰ ἔχῃ Αὐτὸς τὴν πρώτη θέσι στὴν καρδιά μας· θέλει, νὰ ῥυθμίζῃ ὁ νόμος Του τὴν ἀτομική, τὴν οἰκογενειακή, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴν πανανθρώπινη ζωή μας. Καὶ ἐρωτῶ· ἔχει ὁ Χριστὸς τὴν πρώτη θέσι; Νομίζω ὄχι. Διαπράττουμε καὶ ἐμεῖς δυστυχῶς τὸ ἁμάρτημα τῶν Βηθλεεμι­τῶν. Ὅπως ἐκεῖνοι δὲν ἄνοιξαν τὴν πόρτα τους στὴν Παναγία, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, νέοι Βηθλε­εμῖτες στὸν αἰῶνα μας, δὲν θέλουμε ὁ Χριστὸς ν᾽ ἀποτελῇ τὸ κέντρο καὶ τὸν ἄξονα τῆς ζωῆς μας, νὰ κατέχῃ τὴν πρώτη θέσι. 
Ἀμφιβάλλετε; Παρακολουθῆστε λοιπὸν γύρω σας τὰ πρόσωπα καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τους σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡ­μέρα, καὶ θὰ βγάλετε συμπέρασμα ἀπὸ τὶς συ­ζητήσεις, τὶς διασκεδάσεις, τὰ τραγούδια κ.τ.λ.. Ὅ,τι ἀγαπᾷ ὁ ἄνθρωπος, γι᾽ αὐτὸ μιλάει. Ἐὰν λοιπὸν στήσετε αὐ­τί, θ᾽ ἀκούσετε νὰ συζη­τοῦν ἄλλοι γιὰ γάμους συ­νοικέσια καὶ διαζύγια, ἄλλοι γιὰ ἐμπόρια ἐπιχειρήσεις καὶ κέρδη, ἄλλοι γιὰ ἀθλητισμὸ ὁμάδες καὶ ἀγῶνες, ἄλλοι γιὰ διασκεδάσεις ταξίδια καὶ ἀγορές, ἄλλοι γιὰ πο­λιτικὴ καὶ κόμματα. Γιὰ ὅλα συζητοῦν, γιὰ ἕνα δὲ συζητοῦν· γιὰ τὸ Χριστό. Οὔτε λέξι. Σὰ νὰ μὴ γεννήθηκε, σὰ νὰ εἶνε ἄ­γνωστος, ὁ μέγας ἄγνωστος. Τὴ λέξι Χριστὸς προφέρουν ―ἀλλοίμονο― μόνο ὅταν τὸν βλασφημοῦν!
Ὁ Χριστὸς μένει ἔξω καὶ ἀπὸ τὰ θεσμικὰ ὄρ­γανα καὶ τὰ ὁμαδικὰ ἐν­διαφέροντα. Ἔξω ἀ­πὸ τὰ σπί­τια, ὅπου οὔτε προσευχὴ γίνεται οὔ­τε λα­­τρεία προσφέρεται οὔτε Εὐαγγέλιο διαβάζεται οὔτε ἀγάπη καὶ ἑνότης τῆς οἰκογενεί­ας ὑ­πάρχει. Ἔξω ἀπὸ τὰ σχολεῖα, ὅπου τώρα τὰ παι­διὰ δὲ μα­θαίνουν ὅπως ἄλλοτε «γράμμα­τα σπουδά­γμα­τα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα», ἀλλὰ διδάσκον­ται θεωρίες ἐξελίξεως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀ­πὸ τὸ χιμπαντζῆ, ἀπὸ τὰ κτήνη. Ἔξω ἀπὸ τὰ δικαστήρια, ὅπου παρὰ τὴ δική του ἐν­τολὴ νὰ μὴν ὁρκιζώμαστε καθόλου («μὴ ὀμόσαι ὅ­λως» – Ματθ. 5,34), πλῆθος χέρια καθημερινῶς παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔξω ἀκόμα ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς μονάδες, ὅπου ἀξιωματικοὶ καὶ ὁπλῖ­τες μέρα καὶ νύχτα βρίζουν τὰ θεῖα. Ἔξω τέλος ἀπὸ τὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ὅπου ἡ πρό­τασι ν᾽ ἀναρτηθῇ στὴν αἴθουσά της ἡ εἰκόνα Του ἀπορρίφθηκε μὲ εἰρωνικὰ σχόλια καὶ ὅπου ψηφίζονται νόμοι φανερὰ ἀντιχριστιανικοί. 
Καὶ γενικὰ στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ διω­γμέ­νος ἀπὸ τοὺς κρατοῦντας· δὲν εἶνε ἀρεστὸς στὰ διοικητήρια, τὶς κυβερνήσεις, τὰ κοινο­βού­λια, τοὺς διεθνεῖς ὀργανισμούς. Ἄλλοι ἐπικρατοῦν ἐκεῖ, ἄν­θρωποι ἀλαζόνες, κοῦφοι, ἢ καὶ ἐγκληματίες. Γιὰ τὸ Χριστό, ὅπως τότε στὴ Βηθλεέμ, δὲν ὑπάρχει θέσι! Μία τέως βασίλισσα τῆς Ὁλλανδίας, ἡ ὁ­ποία πρὶν τὸ τέλος τῆς ζω­ῆς της πίστεψε στὸ Χριστό, ἡ Βιλελ­μίνη, παραι­τήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀπομονώθηκε κάπου καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ θέμα «Ὁ Χριστὸς ὁ με­γά­λος ἄγνωστος τῆς Εὐρώπης». Καὶ ἕνας Γάλ­λος ἀνθρωπιστὴς καὶ φίλος τῶν λεπρῶν, ὁ Ραοὺλ Φολλερώ, ἔγραψε ἄλλο βιβλίο μὲ θέμα «Ἂν αὔριο ὁ Χριστὸς χτυπήσῃ τὴν πόρ­τα σας, θὰ τοῦ ἀνοίξετε;». Καὶ ὅταν πρὸ ἐ­­τῶν κάποιος πρότεινε νὰ τεθῇ στὸν καταστατικὸ χάρτη τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν ἡ ῥήτρα ὅτι τὰ ἀν­θρώπινα δικαιώματα στηρίζονται στὴν θεμελι­ώδη ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε βελ­τιωμέ­νη ἔκδοσι τοῦ κτήνους ἀλλὰ εἶνε θεῖο δημιούρ­γημα πλασμένο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁ­­μοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26), ἡ πρότασις ἀπερρίφθη. Τί δείχνουν αὐτά; ὅτι γιὰ τὸ Χριστὸ ἰσχύει καὶ σήμερα τὸ «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καταλύματι», δὲν ἔχει θέσι ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο αὐτόν.
Φαινομενικὰ ἑορτάζουμε μιὰ χριστιανικὴ ἑ­ορτή· στὴν πραγματικότητα ἑορτάζουμε σὰν εἰδωλολάτρες. Ὅσοι πίνουν καὶ παραδίδον­ται στὴ μέθη, λατρεύουν τὸ Βάκχο· ὅσοι βουλιάζουν στὰ σαρκικὰ πάθη καὶ τὸν πανσεξουαλισμό, λατρεύουν τὴν Ἀφροδίτη· ὅσοι ἀπορροφῶνται ἀπὸ τὸ ἐμπόριο καὶ τὰ λεφτά, λατρεύ­ουν τὸν κερδῷο Ἑρμῆ. Φτάσαμε στὸ σημεῖο, ἐνῷ ἄλλοτε ἡ Ἑλλὰς περίμενε τὴν ἁγία αὐτὴ νύκτα, νὰ χτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ νὰ τρέξουν ὅλοι στοὺς ναούς, τώρα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἑορτάζουν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ στοὺς ναούς· τρέχουν σὲ καφετέριες, σὲ λέσχες, σὲ νυκτερινὰ κέντρα γιὰ ρεβεγιόν (σατανικὸ ἔθιμο), κ᾽ ἐκεῖ ἑορτάζουν μὲ χοροὺς ἔξαλλους, μὲ μουσικὴ θορυβώδη. Καὶ ἔπειτα λεγόμαστε Χριστιανοί. Δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, εἴμαστε εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν καὶ χειρότερα.

* * *

Ν᾽ ἀπελπιστοῦμε λοιπόν; Ὄχι. Μολονότι γνωρίζουμε ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια χειρότερα, μολονότι ὡρισμένοι λένε ὅτι ἦρθε ὁ ἀντίχριστος ―κ᾽ ἐγὼ παραδέχομαι ὅτι ἀκούγονται τὰ βήματά του καὶ βρισκόμαστε στὴν τροχιὰ τοῦ ἀντιχρίστου―, μολονότι ἔρχεται ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16), ἕνα εἶνε βέβαιο· ὅτι παρ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ ἔρθῃ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁ­ποία θὰ λάμψῃ πάλι στὸν κόσμο τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ μὲ μία λάμψι μοναδική· καὶ τότε λαοὶ καὶ ἔθνη, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Βορρᾶς καὶ Νότος, θὰ βροῦν τὸ σωστὸ τὸ δρόμο, ποὺ χάρα­ξε ὁ Χριστός, καὶ σὰν τοὺς μάγους θὰ ἔρθουν ὅ­λοι στὴ φάτνη, νὰ προσκυνήσουν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖο· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 25-12-1986.

Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος

 




Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν µποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό του µὲ τὸν ἄνθρωπο µὲ τὸν πιὸ ἄµεσο τρόπο. Ὁ αἰώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ ἐµᾶς. Συµµετέχει ἀπόλυτα στὸ κάθε τί ποὺ µᾶς ἀποτελεῖ κι ἔτσι µᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συµµετέχουµε σ’ αὐτὰ ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, στὴ θεϊκή του ζωὴ καὶ στὴ δόξα του. Ἔγινε ὅ,τι εἴµαστε γιὰ νὰ µᾶς κάνει ὅ,τι εἶναι αὐτός.

Ὁ Θεὸς ἑνώνεται µὲ τὴ δηµιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴ κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δηµιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ µεσολαβητικὸ ἔργο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴ πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας µας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάµεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέµε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕµνους τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήµερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήµερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν εἶναι ἡ ὑπέρτατη πράξη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ µᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νὰ ξανασυνδέσει τὴν ἐπικοινωνία µας µαζί του. Ἔχει περισσότερη σηµασία ἀπὸ µιὰ ἀναίρεση τῆς πτώσης ἢ µιὰ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του κατάσταση µέσα στὸ Παράδεισο. Ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ σηµαδεύει τὴν ἀρχὴ ἑνὸς οὐσιαστικὰ νέου σταδίου στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπιστροφή του στὸ παρελθόν.

Ἡ Ἐνσάρκωση ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα καινούριο ἐπίπεδο, ἡ τελευταία κατάσταση εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Μόνο µέσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βλέπουµε νὰ ἀποκαλύπτονται ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης µας. Μέχρι νὰ γεννηθεῖ, ἡ ἀληθινὴ σηµασία τῆς προσωπικότητάς µας ἦταν κρυµµένη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἡ γενέθλια ἡµέρα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους».

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος- τέλειος δηλαδὴ ὄχι µόνο δυναµικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰµ µὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ µὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγµατοποιηµένης «ὁµοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι µόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσµατα τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴ θεϊκὴ ἐξοµοίωση. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἁµαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ πεπτωκυία φύση του, στὴν ὕπαρξή του ποὺ ἔγινε σύµφωνα µὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸ Θεό.

Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς µοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡµεῖς ἕν ἐσµέν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐµοί, ἵνα ὦσι τετελειωµένοι εἰς ἕν» (Ἰωαν. 17, 22-23). Ὁ Χριστὸς µᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ συµµετέχουµε στὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Πατέρα. Εἶναι ὁ σύνδεσµος καὶ τὸ σηµεῖο ἐπαφῆς. Ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα µὲ ἐµᾶς, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ἕνα µὲ τὸν Πατέρα. Ἔτσι µέσῳ καὶ ἐν αὐτῷ εἴµαστε ἕνα µὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατέρα γίνεται δική µας δόξα.

Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὸ δρόµο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νὰ θεωθεῖ κανεὶς σηµαίνει, µὲ µεγαλύτερη σαφήνεια, νὰ «χριστοποιηθεῖ». Ἡ θεϊκὴ ὁµοιότητα ποὺ καλούµαστε νὰ φτάσουµε εἶναι ἡ ὁµοίωση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ εἶναι Θεάνθρωπος ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι «θεούµεθα», θεοποιούµαστε, γινόµαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β Πέτρου 1,4). Προσλαµβάνοντας τὴν ἀνθρώπινή µας φύση ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φύση Του µᾶς ἔχει κάνει γιοὺς τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Ἐν αὐτῷ εἴµαστε «υἱοθετηµένοι» ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ γινόµαστε γιοὶ ἐν τῷ Υἱῷ.

Ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς

 




Μυστήριο ὁ Χριστός. Μεγάλο καὶ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήση κανεὶς νὰ βασανίση τὸ μυαλουδάκι του, καὶ μὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ζωῆς Του καὶ ἂν θελήση νὰ καταπιαστῆ. Πρὶν ἀκόμη γεννηθῆ, ὁ ἄγγελος εἶχε εἰπεῖ: «Καλέσεις τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Δηλαδή, πρὶν γεννηθῆ, μᾶς λέγει ὁ ἄγγελος, ὅτι θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ μεγαλώση, θὰ ἀπόκτηση λαὸ καὶ θὰ σώση τὸν λαό του! Ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα ἤ τὸν πόλεμο. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες!

Καὶ νὰ τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς μπορεῖ νὰ σώση ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Κανένας. Γιατί ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔξω, εἶναι μέσα μας! Καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἡ ἁμαρτία βασιλεύει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκθρόνιση; Κανένας ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο! Πῶς λοιπὸν τολμάει κάποιος νὰ λέη: «Αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»; Μπορεῖ ποτὲ αὐτὸ νὰ γίνη ἀλήθεια;

Λογικά, ἀπόλυτα ὄχι! Ὅμως ἡ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ λογική, γιατί δείχνει τὴν πραγματικότητα, γιατί εἶναι ρεαλισμὸς καὶ ὄχι ἀερολογίες καὶ νοσηροὶ ἰδεαλισμοί, μᾶς λέγει: Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν καλά, τὸ ξέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία οἱ λυτρωμένοι. Ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα τους, στὴν καρδιά τους, καὶ ξεθρόνισε τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουν, τί σημαίνει Χριστούγεννα. Μόνο «οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου» μποροῦν νὰ ψάλουν τὸ «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αὐτοί, ὅταν στὸ «Πιστεύω» μᾶς φθάνουν στὰ λόγια «τὸν δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα», συγκινοῦνται βαθύτατα καὶ πολλὲς φορὲς δακρύζουν.

Ἦταν πολὺ φυσικό, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκεσε μιὰ σπηλιά. Γιὰ δύο λόγους.

Ὁ ἕνας: γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ συνεπῶς καὶ τὰ σπίτια τους, ἦσαν πιὸ βρώμικες καὶ πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὶς σπηλιές. Ἡ δυσωδία τῆς νεκρωμένης ψυχῆς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες. Τὴν καταλαβαίνει, ὅποιος ἔχει μύτη γιὰ νὰ μυρίζεται, μάτια γιὰ νὰ βλέπη, αὐτιὰ γιὰ νὰ ἄκουη. Ἀκόμα κι ἐμεῖς «κάτι» καταλαβαίνομε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πνευματικὰ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἀνυπόφορα αἰσθητὴ τοῦ γίνεται ἡ μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης νεκρῆς ψυχῆς. Γιὰ φαντασθῆτε, τί ἀνυπόφορο θὰ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο νὰ γεννηθῆ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι!

Ὁ δεύτερος: Ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ Γέννησί Του στὸ σπήλαιο νὰ μᾶς δείξη, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταβάλλη, μὲ τὸ «ἔτσι θέλω» Του, τὰ σπήλαια καὶ τὴν ἀηδία καὶ σιχασιὰ τῶν σταύλων σὲ οὐρανό. Θυμηθῆτε, τί λέμε σὲ μία προσευχή μας:

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.
Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον
Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον
Τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!

Καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανό, γύρω ἀπὸ τὸ Θρόνο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀχώρητο Θεό, καὶ ἐνῶ ἔλαμπε τὸ ἀστέρι, ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς μάγους, πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ὑμνοῦσαν τὸ Βρέφος καὶ ἔλεγαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Οἱ ἄγνωστοι, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα, μποροῦν νὰ λένε ὅ,τι θέλουν, ξερνώντας τὴν ἀνυπόφορη μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης ψυχῆς τους. Ὅσοι ὅμως γευτήκανε τὴ λύτρωσι, μὲ ἀρχηγὸ τὴν πανάχραντη τοῦ Χριστοῦ Μητέρα καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς μάγους, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Καὶ δὲν χορταίνουν νὰ ψάλλουν:« Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Νὰ τοὺς λυπώμαστε τοὺς ἄθεους, τὶς παγωμένες καὶ νεκρωμένες ψυχές! Ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σῆψι.

Νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὁ Χριστός, νὰ μπῆ μέσα τους καὶ νὰ τοὺς ἀλλάξη. Νὰ τοὺς φωτίση. Νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Νὰ τοὺς ἐλευθέρωση.

Ἐκεῖνον νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, διότι: « Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Καὶ ἂς συνειδητοποιήσωμε τὸ χρέος μας: Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ τὴν κρατήσωμε καὶ νὰ τὴν διαδώσωμε.

Φανέρωση τῆς ἀπείρου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ

 Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)

 



Τὰ Χριστούγεννα, ποὺ µὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἑορτάζουµε καὶ φέτος, µᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐµβαθύνουµε στὸ Μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ καὶ ἀνεκτίµητα εἶναι τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς. Τὸ µεγαλύτερο ὅµως δῶρο Του εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία θὰ εἴµεθα ἀκόµη ἀπελπισµένοι αἰχµάλωτοι τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.

Λέγει ὁ ἁγίος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς: «Τί βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ θείας φιλανθρωπίας! Ἔτσι γνωρίζει ὁ Θεὸς µὲ τὴν σοφία, τὴ δύναµη καὶ τὴν φιλανθρωπία Του τὰ ὀλισθήµατα ἀπὸ τὴν ἑκούσια παρεκτροπή µας νὰ τὰ κατασκευάζει ἀσυγκρίτως πρὸς τὸ καλύτερο. Διότι ἂν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν κατέβαινε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἐµεῖς δὲν θὰ εἴχαµε καµία ἐλπίδα νὰ ἀνέβουµε στὸν οὐρανό. Ἂν Αὐτὸς δὲν ἐσαρκώνετο, δὲν ἔπασχε κατὰ σάρκα, δὲν ἀνίστατο καὶ ἀνελαµβάνετο γιὰ χάρι µας, δὲν θὰ ἐγνωρίζαµε τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐµᾶς» ( Ὁµιλ. ιστ΄).
Τονίζει δὲ πάλιν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη «ἵνα δείξῃ τὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡµᾶς ἀγάπην».

Ἐµβαθύνοντας ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ σοφὸς καὶ ἀπλανὴς αὐτὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας µας, στὶς εὐεργεσίες ποὺ προέκυψαν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο, τονίζει ὅτι µὲ αὐτὴν ὁ σακρωθεὶς Κύριος πρῶτον µᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὸ βαθύτατο χάος, στὸ ὁποῖο εἴχαµε πέσει, καὶ δεύτερον µᾶς ἀνυψώνει σὲ θεϊκὴ δόξα. Μᾶς ἐλευθερώνει δηλαδὴ ἀπὸ µία ἀδυσώπητη φυλακὴ καὶ µᾶς χαρίζει τὴν θεώση..[…]

Πρέπει νὰ ὁµολογήσουµε ὅτι ἀκόµη καὶ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡµέρες δὲν ἐρχόµεθα σὲ συναίσθηση τῆς ἀπείρου πρὸς ἐµᾶς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὴν ζοῦµε σὰν τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ κόσµου καὶ στὴν δική µας ζωή. Δὲν ἀνταποδίδουµε στὸν ἀγαπήσαντα ἡµᾶς Κύριο τὴν δική µας ἀγάπη.

Εἶναι ἴσως ἡ µεγαλύτερη ἀποτυχία τῆς ζωῆς µας ὅτι δὲν νοιώθουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς καὶ δὲν Τοῦ ἀνταποδίδουµε τὴν δική µας ἀγάπη. Ἔτσι καὶ ἡ χριστιανική µας ζωὴ φυτοζωεῖ, δὲν εἶναι µέθεξις Θεοῦ οὔτε ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ µας εἶναι µὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Ὅταν ζοῦµε τὸ µυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, µποροῦµε κατὰ βάθος νὰ χαιρώµεθα καὶ στὶς πιὸ ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς µας καὶ νὰ ἀντιµετωπίσουµε τὸν ἴδιο τὸν θάνατο µὲ ἐλπίδα.

Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων ἔνοιωσαν στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους πόσο τοὺς ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ ἀγάπησαν τὸν Θεὸ ὁλοκληρωτικά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέµειναν καρτερικὰ κάθε εἴδους πόνο, στέρηση, βάσανο, ἄσκηση καὶ δοκιµασία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς Ἐφεσίους εἶναι προσευχὴ ὅλων τῶν Ἁγίων, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ γνωρίσουν ἐν Χάριτι τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὑπερβάλλει κάθε ἀνθρώπινη γνώση: «Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο γονατίζω προσευχόµενος πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ… νὰ σᾶς δώσει κατὰ τὸν πλοῦτο τῆς δόξης Του, νὰ ἐνισχυθεῖτε µὲ δύναµη διὰ τοῦ Πνεύµατός Του στὸν ἐσωτερικό σας ἄνθρωπο, νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς διὰ τῆς πίστεως στὶς καρδιές σας, νὰ εἶσθε ριζωµένοι καὶ θεµελιωµένοι στὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ µπορέσετε νὰ καταλάβετε µαζὶ µὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους ποιὸ εἶναι τὸ πλάτος καὶ µῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος, καὶ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τὴν γνώση, γιὰ νὰ καταστεῖτε πλήρεις µὲ ὅλη τὴν πληρότητα τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἐφ. γ΄ 14-19).

Μακάρι νὰ ἀξιωθοῦµε καὶ ἐµεῖς µὲ τὴν Χάρι τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου µας καὶ µὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἁγίων ἑορτῶν τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του νὰ γνωρίσουµε, νοιώσουµε καὶ βιώσουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅλος ὁ Θεὸς νὰ κατοικήσει µέσα µας.

Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε ὡς ἄνθρωπος;

 




Στὴν ἐρώτηση «Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ὄχι μὲ ἄλλη μορφή;» ὁ σοφὸς ἅγιος Ἀθανάσιος ἔδωσε τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση:

«Ἂν ρωτοῦν γιατί δὲν ἐμφανίστηκε μὲ κάποια ἄλλη, καλύτερη, μορφὴ δημιουργίας, λ,χ. ὡς ἥλιος ἢ φεγγάρι ἢ ἄστρο ἢ φωτιὰ ἢ ἄνεμος – ἀλλὰ ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἂς μάθουν ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ διδάξει τοὺς πάσχοντες. Ἂν ἐρχόταν στὸν κόσμο ἀποκαλύπτοντας τὸν ἑαυτό Του γιὰ νὰ καταπλήξει ὅσους τὸν ἔβλεπαν, τοῦτο θὰ σήμαινε ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ προβληθεῖ. Ἦταν ὅμως ἀπαραίτητο γιὰ τὸν Θεραπευτὴ καὶ Διδάσκαλο ὄχι μόνον νὰ ἔλθει στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσει πρὸς ὄφελος ὅλων τῶν πασχόντων καὶ ν’ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτὸ Του κατὰ τρόπο, ποὺ ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ νὰ ἦταν ὑποφερτὴ ἀπὸ τοὺς πάσχοντες.

Οὔτε ἕνα πλάσμα τῆς κτιστῆς δημιουργίας δὲν ἐξέπεσε στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο – οὔτε ὁ ἥλιος, οὔτε τὸ φεγγάρι, οὔτε τὰ ἄστρα, οὔτε τὸ νερό, οὔτε ὁ ἄνεμος πρόδωσαν τὸ Δημιουργό τους. Ἀπεναντίας ὅλα τὰ πλάσματά Του, γνωρίζοντας τὸ Δημιουργὸ καὶ Βασιλέα τους, τὸ Θεὸ Λόγο, παρέμειναν ὅπως Ἐκεῖνος τὰ εἶχε δημιουργήσει. Μόνον τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα ξεχώρισαν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ ἀντικατέστησαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος· καὶ τὴν τιμὴ καὶ δόξα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεό, καθὼς καὶ τὴ γνώση περὶ Αὐτοῦ, τὴ μετέθεσαν σὲ δαίμονες καὶ σὲ ὁμοιώματα ἀνθρώπων καμωμένα ἀπὸ πέτρα, δηλαδὴ σὲ εἴδωλα. Συνεπῶς, τί τὸ ἀπίστευτο ὑπάρχει στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἐμφανίστηκε ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;». Πράγματι καὶ ἐμεῖς τώρα ρωτᾶμε τοὺς ἀπίστους τοῦ καιροῦ μας: «Μὲ ποιὰ μορφὴ θὰ θέλατε νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Θεός, ἂν ὄχι ὡς ἄνθρωπος;».
 

Xριστούγεννα

 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐπιθυμῶ τώρα ν’ ἀπευθυνθῶ σ’ ἐκείνους ἀπὸ ἐσᾶς ποὺ δὲν μιλοῦν Ρωσσικὰ, καὶ πέρα ἀπὸ τούτη τὴν Ἐκκλησία, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μποροῦν νά ἀκούσουν τὴν λειτουργία μας καὶ νὰ προσευχηθοῦν μὲ μᾶς καὶ νὰ γίνουν ἕνα μὲ μᾶς.

Σὲ μιὰ νύχτα σὰν αὐτὴ, μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα, σὲ μιὰ φάτνη γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς φέρει μιὰ νέα διάσταση ζωῆς, νὰ μᾶς κηρύξει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὄχι μόνο νὰ τὴν κηρύξει, ἀλλὰ νὰ γίνει δυνατὸ σὲ μᾶς νὰ μετέχουμε σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔφερε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας καὶ κήρυξε τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅρους σπουδαίους, πέρα ἀπὸ κάθε φαντασία ποὺ εἶχε διαμορφώσει ὁ ἄνθρωπος στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων, πέρα ἀπὸ κάθε του ὄνειρο. Ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, καθὼς ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο τῆς Λυών, κλήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν τελειοποίηση καὶ ὁλοκλήρωσή του νὰ γίνει ἡ δόξα, ἡ λάμψη καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Καλούμαστε νὰ κηρύξουμε τὰ καλὰ νέα· ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ὅτι εἴμαστε γιοὶ καὶ κόρες τοῦ αἰώνιου Πατέρα μας. Πρέπει νὰ κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἀκεραιότητά του μὲ τρὸπο ἀνόθευτο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ μᾶς μιλᾶ, ὁ Θεὸς κηρύττει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἐπιδέχεται καμία διόρθωση.

Οἱ μάγοι ποὺ ἦλθαν στὴν φάτνη ἦλθαν κουβαλώντας ὅλη τὴ σοφία τῆς γῆς, ὅλη τὴν μέχρι τότε γνώση, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν στὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, τὸν σαρκωμένο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν λατρέψουν σὰν βασιλιὰ καὶ Θεὸ τους ἐπειδὴ εἶχαν προετοιμαστεῖ νὰ ἐπιτρέψουν στὴ θεϊκὴ σοφία νὰ κυριαρχήσει στὴ σοφία ὅλης τῆς γῆς. Ὄχι μάταια ὁ Ἅγιος Παῦλος εἶπε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σοφία συγκρινόμενη μὲ τὴν Θεϊκὴ, δὲν εἶναι παρὰ μωρία, κάτι φτωχὸ, ἄν συγκριθεῖ μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ θέληση νὰ ἀνοιχτοῦμε στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κρίνουμε τὰ πάντα στὴ γῆ ἀπὸ τὴ πλευρὰ τοῦ ζῶντος Θεοῦ· οἱ σκέψεις, τὰ συναισθήματα, οἱ τρόποι μας ὑπόκεινται στὴν Θεία κρίση. «Διότι οἱ δικὲς μου βουλὲς καὶ ἀποφάσεις, λέγει ὁ Κύριος, δὲν εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας βουλές· οὔτε οἱ ἰδικοὶ μου τρόποι ἐνεργείας καὶ οἱ ὁδοί, τὰς ὁποίας σᾶς ὑποδεικνύω, εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας ὁδοὺς».

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο ἡ σοφία, εἶναι καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ μποροῦν, μὲ ἄπειρη τόλμη, νὰ βλέπουν τὸν Θεό, νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν. Οἱ ποιμένες ἦλθαν ἐπειδὴ οἱ καρδιὲς τους ἦταν ἀνοιχτὲς, ἐπειδὴ ἦταν ἕτοιμοι νὰ καταλάβουν ὅτι ὑπάρχουν πράγματα πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν, ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ ὀνειρευτοῦν. Καὶ τὰ ὄνειρα τῶν ἀνθρώπων βγῆκαν ἀληθινά: ὁ θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πρωτοπόροι στὴ Βασιλεία Του. Μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ κηρύξουμε τὴν ἀλήθεια Του, ἁγνή, ἀκηλίδωτη· μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ζήσουμε ἔτσι ποὺ ὁ καθένας ποὺ θὰ συναντάει ἕναν Χριστιανὸ καὶ θὰ τὸν κοιτάζει στὰ μάτια, ποὺ θὰ κοιτάζει τὴ ζωή του, ἤ γνωρίζοντας μιὰ χριστιανικὴ κοινότητα, θὰ ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ μετέχουν ἤδη στὸ μυστήριο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Πρέπει ὁ καθένας καὶ ὅλοι μας νὰ εἴμαστε συνεχὴς ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. Πρέπει νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παῦλο συνάμα τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῶν Χριστιανικῶν μας ἐνεργειῶν. Μᾶς λέει: «Γίνεστε μιμητὲς μου, ὅπως εἶμαι ἐγὼ τοῦ Χριστοῦ... Ἦταν διώκτης, ἄπιστος καὶ ἀφοῦ συνάντησε κατὰ πρόσωπο τὸν Χριστὸ, τὸν ἀναστημένο Χριστό, ποὺ γνώριζε ὅτι δολοφονήθηκε στὸν Γολγοθᾶ ἀπὸ τὸν λαό Του, διάλεξε νὰ ζήσει γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ὅλη του ἡ ζωὴ ἄλλαξε· διωγμοὶ, κίνδυνοι, ραβδίσματα, ἀπόρριψη ἔγιναν ἡ μοίρα του προκειμένου νὰ γίνει μόνο δικός Του˙ καὶ γιὰ νὰ γίνει δικός Του καθὼς τὸ θέτει, σημαίνει ὅτι ὅλη ἡ ζωή του δὲν ἦταν παρὰ Χριστὸς, κάθε τι ποὺ ὑπέμεινε, ποὺ δίδασκε, ποὺ ἔζησε ποὺ πέθανε.

Καὶ ὁ θάνατος δὲν μᾶς φοβίζει, ἐπειδὴ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήσει τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Λέει: «Πεθαίνω δὲν σημαίνει ἀπεκδύομαι τὴν ἐπίγεια ζωὴ, ἀλλὰ ὅτι ἐνδύομαι τὴν αἰωνιότητα...» Ἀδημονεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ καταδίωξε στὴ γῆ καὶ γιὰ τὸ ὄνομα, τὴ χάρη τοῦ ὁποίου ζεῖ, καὶ διδάσκει καὶ μᾶς προειδοποιεῖ νὰ μὴν ἀφαιρέσουν ἤ νὰ προσθέσουν κάτι στὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό. Καὶ μᾶς καλεῖ χάριν τῆς λαχτάρας μας γιὰ αἰωνιότητα νὰ δεχτοῦμε νὰ ζήσουμε ὅσο χρειάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰώνια ζωὴ, τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς· μιὰ ἀγάπη μέχρι τέλους, μιὰ σταυρωμένη καὶ ἀναστημένη ἀγάπη. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος μας, ὁ Θεὸς μας, ὁ Σωτήρας μας γιὰ πάντα. Ἀμήν.

Ὁ Σωτήρας

 








Τὴν κατὰ σάρκα Γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πρόκειται νὰ ἑορτάσει μετ' ὀλίγον ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία. Διὰ τοῦτο περιχαρὴς ἤρχισε πρὸ καιροῦ νὰ ψάλλῃ τὸ "Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε..." καὶ νὰ προσκαλῆ τοὺς πιστοὺς νὰ πανηγυρίσουν διὰ τὴν σωτηρίαν των.

Πράγματι, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ περιεβλήθη τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ ποτὲ νὰ εἶναι τέλειος Θεός, διὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία, ὄχι πλέον προφητικῶς, ἀλλὰ ὡς ἀποδεδειγμένην ἱστορικὴν πραγματικότητα, τὴν ὁποίαν οὐδεὶς συνετὸς καὶ ἀπροκατάληπτος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει.

Τραγικὴ εἶχε γίνει ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μετὰ τὴν πτῶσιν, τὴν ὑποδούλωσίν των εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀγωνία καταπίεζε τὰς ψυχάς των. Τὸ σκότος ἐβασίλευεν εἰς τὸ πνεῦμα των. Τὰ πάθη των δὲν ἐκυβέρνων ἁπλῶς μόνον τὰς ἐπιθυμίας των, ἀλλὰ καὶ ἐθεοποιοῦντο ὑπ' αὐτῶν. Τὸ μῖσος ἐθριάμβευεν. Αἱ ἀνθρώπιναι διακρίσεις ἄλλους ἀνύψωνον εἰς θρόνους θεϊκοὺς καὶ ἄλλους ὑπεβίβαζον εἰς τὴν τάξιν τῶν ζώων καὶ τῶν πραγμάτων. Ἡ ἁμαρτία ἦτο ὁ ἀπόλυτος κύριός των καὶ ὁ θάνατος ὁ φοβερὸς δυνάστης, ὁ ὁποῖος ἐγέμιζε μὲ τρόμον τὰς ψυχάς των, διότι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἀφαιρῇ, ἀνὰ πᾶσα στιγμήν, τὴν ζωὴν των καὶ νὰ χωρίζῃ αὐτοὺς ὁριστικῶς ἀπὸ τὸν Θεόν.

Εἰς αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινον δράμα μόνο ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ προσφέρῃ βοήθειαν. Καὶ εὐτυχῶς ἡ εὐσπλαχνία Του δὲν ἔμεινεν ἀπαθής. Διὰ τοῦτο, ὅταν "ἦλθε τὸ πλήρωμα τὸ χρόνου", ὅταν ἔφθασεν ὁ κατάλληλος καιρός, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Μονογενῆ Του Υἱόν, ὁ ὁποῖος ἔγινε, πρὸς χάριν τῶν ἀνθρώπων, καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι τέλειος Θεός. Ἦλθε καὶ ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, καὶ ἔσωσεν ὡς Θεὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ὅσοι ἐδέχθησαν Αὐτὸν ὡς Κύριον τῶν καρδιῶν των, ἀναγεννήθησαν καὶ ἔγιναν νέοι ἄνθρωποι, ἔγιναν τέκνα Θεοῦ. Τὸ μῖσος ἔσβησεν ἀπὸ τὰς καρδίας των. Τὰ πάθη ὑπεχώρησαν. Ἡ ἁμαρτία ἐνεκρώθη. Ὁ θάνατος ἐνικήθη. Ἡ ἀγάπη ἐπεκράτησεν. Ἡ ἁγιότης ἐβασίλευσε. Καὶ καθὼς ἡ ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας ἔπαυσε πλέον νὰ βασανίζῃ τὰς συνειδήσεις των, συνεφιλιώθησαν καὶ μὲ τὸν ἑαυτὸν των. Καὶ ἐπεκράτησεν εἰς τὰς καρδίας των ἡ πολυπόθητος εἰρήνη, ἡ ὁποία κατέστησεν αὐτοὺς εὐτυχισμένους.

Δυστυχῶς, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀντιληφθῆ τὴν σωτήριον αὐτὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ ζοῦν ὅλοι κατὰ Χριστόν, ἐν τούτοις, σήμερον, δύο χιλιάδες ἔτη μετὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου, ἡ ἀνθρωπότης, ἀντὶ νὰ προοδεύη, ὀπισθοβατεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ὑψώσει καὶ πάλιν θρασείαν τὴν κεφαλήν. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὰ σύγχρονα εἴδωλα. Ἡ ἀγάπη των πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον ἔχει ψυχρανθῆ. Τὰ ἁμαρτωλὰ συμφέροντα, τὰ ἔνοχα πάθη, αἱ ἰδεολογικαὶ σκοπιμότητες καὶ οἱ ἄνομοι ὑπολογισμοί, θεωροῦν τὸν Χριστὸν ἐμπόδιον εἰς τὰ ἔργα των καὶ ἐχθρὸν εἰς τὴν ζωὴν των. Διὰ τοῦτο πολεμοῦν τὸν Χριστὸν μὲ κάθε τρόπον καὶ κάθε μέσον. Διὰ τοῦτο τὰ ὅπλα τῶν ἰσχυρῶν ἀποδεκατίζουν τοὺς ἀδυνάτους λαούς. Ἀλλὰ καὶ πάλιν εἰς πεῖσμα των, Ἐκεῖνος εἶναι καὶ παραμένει ὁ αἰώνιος Σωτὴρ τοῦ κόσμου.

Ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς, καὶ ἡ δική μας ζωὴ δὲν εἶναι χριστιανική. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀλλάξωμεν τρόπον ζωῆς. Πρέπει νὰ παύσωμεν νὰ εἴμεθα ἐχθροὶ ἢ ἔστω ἀδιάφοροι πρὸς τὸν Κύριον, καὶ κυρίως, πρέπει νὰ παύσωμεν νὰ εἴμεθα ὑποκριταί. Πρέπει νὰ γίνωμεν οἱ καλοὶ καὶ τίμιοι ἀγωνισταὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἐπιτρέψωμεν εἰς Αὐτὸν νὰ εἰσέλθη εἰς τὰς καρδίας μας καὶ νὰ κατεργασθῆ τὴν σωτηρίαν μας. Αὐτὸ θὰ εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος διὰ νὰ ἑορτάσωμεν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...