Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2022

Ποια είναι η «επί γης ειρήνη» του Αγγελικού ύμνου της Βηθλεέμ;

 

του μακαριστού π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου

Ελάχιστα χωρία της Αγίας Γραφής έχουσι τόσον οικτρώς παρερμηνευθεί όσον το χωρίον Λουκ. β΄ 14.

Πρόκειται περί του Ύμνου όστις εψάλλετο υπό των Αγγέλων κατά την θεσπεσίαν εκείνην νύκτα της κατά σάρκα γεννήσεως του Ανάρχου Θεού Λόγου, του Κυρίου Ιησού.

Η παρερμηνεία αυτή υπό πολλών ορθοδόξων δεν είναι βεβαίως ηθελημένη και σκόπιμος (μόνον οι αιρετικοί παρερμηνεύουσιν ηθελημένως), αλλ’ οφείλεται εις άγνοιαν του καθόλου νοήματος της Αγίας Γραφής. Ένεκεν αυτής της αγνοίας καθ’ έκαστον έτος εν τη ημέρα των Χριστουγέννων ακούομεν κηρύγματα ή αναγιγνώσκομεν δημοσιεύματα πολλών διδασκάλων του Ευαγγελίου της ημετέρας Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών, αποδυρόμενα διότι οι πόλεμοι δεν έλαβαν ακόμη τέλος και τα όπλα δεν κατηργήθησαν και η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου δεν επεκράτησεν εισέτι επί της γής.

Ακόμη και εις επισήμους Εκκλησιαστικάς Εγκυκλίους βλέπομεν διατυπουμένας τοιαύτας θέσεις, ως και παρακλήσεις προς τον Θεόν όπως επί τέλους επιτρέψει την επικράτησιν επί της γής της ειρήνης αυτής «ήτις επί δύο σχεδόν χιλιάδας ετών εξακολουθεί να παραμένει μακράν της πραγματικότητος, απλή ελπίς, απλούν όνειρον, απλή και εναγώνιος προσδοκία».

Αγνοούσιν οι ευλογημένοι ότι η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ήδη πραγματικότης και έχει επικρατήσει επί της γής απ’ αυτής της σαρκώσεως του Κυρίου. Κακώς και εκ παρεξηγήσεως εκλαμβάνομεν την ειρήνην αυτήν ως εξωτερικήν, ως κατάστασιν φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, ατόμων προς άτομα και λαών προς λαούς, ως κατάπαυσιν των πολέμων και των μαχών. Τοιαύτην ειρήνην ουδέποτε επηγγείλατο το Ευαγγέλιον.

Η ειρήνη του Ευαγγελίου είναι εσωτερική, είναι η κατάστασις γαλήνης, ήτις βασιλεύει εν τη ψυχή του πιστού ανθρώπου, του ανθρώπου όστις έχει φιλίαν και κοινωνίαν προς τον Θεόν.

Είναι ειρήνη μεταξύ ανθρώπου και Θεού και ουχί ανθρώπων προς ανθρώπους.

Είναι η κατάλυσις του «μεσοτοίχου του φραγμού», όπερ εχώριζε γην και Ουρανόν, άνθρωπον και Θεόν· είναι η λήξις της ανταρσίας, το τέλος της επαναστάσεως του πλάσματος προς τον Πλάστην.

Αυτήν την ειρήνην ήλθε κομίζων εις τον κόσμον ο Υιός του Θεού. Και έκτοτε πας ο πιστεύων εις Ιησούν Χριστόν Σαρκωθέντα, Σταυρωθέντα, και Αναστάντα, έχει πλέον φίλον τον Θεόν, ευρίσκεται εις κοινωνίαν υιικήν προς Αυτόν. Δεν είναι πλέον αντάρτης, δεν είναι αποστάτης, δεν είναι εχθρός του Θεού. Συνεφιλιώθη και «αποκατηλλάγη» προς Αυτόν δια του Αιωνίου Μεσίτου Κυρίου Ιησού Χριστού.

Η διά της παραβάσεως του Αδάμ κατάστασις ανταρσίας και εχθρότητος προς τον Θεόν ανήκει πλέον εις το παρελθόν και αποτελεί, διά τον πιστόν άνθρωπον, απλήν πικράν ανάμνησιν. Από της εποχής του Κυρίου και δυνάμει της Σταυρικής Αυτού Θυσίας, εισήλθεν ο άνθρωπος εις νέαν περίοδον, εις νέαν κατάστασιν· εις κατάστασιν Χάριτος, Φιλίας, Υιοθεσίας. Αι περί ειρήνης υποσχέσεις του Ευαγγελίου εις αυτήν την ειρήνην αναφέρονται και ουχί εις την εξωτερικήν ειρήνην.

«Ειρήνην αφίημι υμίν», έλεγεν ο Κύριος προς τους Αποστόλους,«ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Και ίνα τονίσει ότι η ειρήνη αυτή είναι άλλου είδους ειρήνη, συμπληροί: «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ’ 27). Και αλλαχού ομιλών περί της εξωτερικής ειρήνης, λέγει ότι δεν κομίζει τοιαύτην ειρήνην.

Απεναντίας προβλέπει ότι η εις Αυτόν πίστις θα αποβεί αιτία διαστάσεων και πολέμων μεταξύ των ανθρώπων. Οι άπιστοι θα διώκωσι τους πιστούς του Ιησού και ούτως οι πόλεμοι όχι μόνον δεν θα ελαττωθώσιν, αλλά θα αυξηθώσιν, εφόσον εις τους υπάρχοντας θα προστεθεί και ο κατά της νέας πίστεως.

«Μη νομίσητε», λέγει, «ότι ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 34-35).

Πριν δε οδηγηθεί εκουσίως εις τον Γολγοθάν, ίνα πιεί φρικτού θανάτου ποτήριον, παρείχεν εις τους Αποστόλους την εσωτερικήν ειρήνην, ήτις δεν θα επηρεάζετο υπό των μυρίων εξωτερικών θλίψεων και διωγμών. Παρά πάντα ταύτα θα υπήρχεν, ακριβώς διότι ήτο εσωτερική:

«Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. ιστ’ 33). Εχαρίζετο εις τους Αποστόλους ειρήνην, καίτοι εγνώριζεν ότι επώδυνοι θάνατοι ανέμενον αυτούς, καίτοι ρητώς έλεγεν ότι απέστειλεν αυτούς ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Ήτο δυνατόν λοιπόν να παρέχει εξωτερικήν ειρήνην; Αναμφιβόλως όχι!

Και ο θείος Παύλος αυτής της εσωτερικής, της προς τον Θεόν ειρήνης είναι κήρυξ και απόστολος. «Δικαιωθέντες ούν εκ πίστεως, ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφει προς Ρωμαίους (ε’ 1). Γράφων δε προς Εφεσίους, λέγει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «η ειρήνη ημών», είναι ο τους ανθρώπους «αποκαταλλάξας τω Θεώ» διά του σταυρού, ός έλθών, «ευηγγελίσατο ειρήνην…, ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν… προς τον πατέρα» (Εφεσ. β’ 14-18).

Συμπέρασμα: Η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ειρήνη του ανθρώπου προς τον Θεόν και ουχί εξωτερική. Η ειρήνη αυτή επεκράτησεν όντως «επί γης», εφόσον πλέον αυτή συνεφιλιώθη προς τον ουρανόν δια της μέχρι Σταυρού ταπεινώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Περιττόν βεβαίως να λεχθεί ότι ο έχων «ειρήνην προς τον Θεόν» άνθρωπος, είναι ειρηνικός και προς τους έξω. Πάντας αγαπά, ουδένα μισεί. Μόνος αυτός δύναται να λέγει το «και μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός» (Ψαλμ. 119,6). Αγαπά και ευεργετεί και αυτούς ακόμα τους εχθρούς του. Η εσωτερική ειρήνη είναι προϋπόθεσις της εξωτερικής. Και η εξωτερική είναι όχι απλώς ανεπίτευκτος, αλλά αδιανόητος άνευ της εσωτερικής. Η δε τραγωδία της συγχρόνου εποχής εις τούτο ακριβώς έγκειται: Ενώ εκήρυξε τον πόλεμον κατά του Θεού, επιζητεί εναγωνίως την ειρήνην μεταξύ των ανθρώπων. Ενώ αδιαφορεί παντελώς δια την εσωτερικήν ειρήνην, επιδιώκει κραυγαλέως την εξωτερικήν. Εκριζοί το δένδρον και αναμένει καρπούς, κρημνίζει την οικίαν και αναζητεί θαλπωρήν, απομακρύνεται εκ του ηλίου και θέλει φώς!…

Ανέκαθεν η ειρήνη, «το γλυκύ πράγμα και όνομα», ήτο «ποθούμενη τοις πάσιν ανθρώποις» (Εσθ. γ΄, 12α). Ουδεμία όμως εποχή είχε τόσον πόθον, τόσην δίψαν ειρήνης, όσον και όσην η εποχή μας. Θα επιτύχει λοιπόν αυτή όπου όλαι οι άλλαι εποχαί απέτυχαν οικτρώς; Θα κατορθώσει δηλαδή να οικοδομήσει την ειρήνην άνευ Θεού; Θα καταργήσει τους φρικαλέους σημερινούς εξοπλισμούς; Θα καταστήσει τους πολέμους μακρινήν ιστορικήν ανάμνησιν; Με βοηθόν ποίον; Την Επιστήμην; Την Τεχνολογίαν; Τον Ανθρωπισμόν; Τη Φιλοσοφίαν; Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συστήματα;

Αλλά εκ του βάθους των αιώνων ακούεται σαφής και κατηγορηματική η συγκλονιστική προειδοποίησις, ης την αξίαν και την αλήθειαν επιβεβαιοί φευ! η πικρότατη πείρα των διαρρευσασών έκτοτε τριών σχεδόν χιλιετιών «εάν θέλητε και εισηκούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθαι· εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιραν υμάς κατέδεται· το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» (Ησ. α΄19-20). Εάν η «μάχαιρα» θα είναι η γνωστή και συνήθης ή άλλη τις, νέας κατασκευής, προϊόν εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, τούτο μικράν σημασίαν έχει….

«Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν, Κύριε ο Θεός ημών, κτήσαι ημάς…» (Ησ. κστ’ 12-13).

πηγή «ΚΟΙΝΩΝΙΑ» φύλλον Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 1984

Το είδαμε εδώ και εδώ

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 19, 2022

Τί ήταν τελικά το Άστρο της Βηθλεέμ

 βηθλεέμ

Περισσότερα από 2.000 χρόνια έχουν περάσει από τη νύχτα που εμφανίστηκε στον ουρανό το Άστρο της Βηθλεέμ, με τους επιστήμονες και τους θεολόγους να έχουν διαφορετικές εξηγήσεις για το φαινόμενο.

Από θρησκευτικής πλευράς, το Άστρο της Βηθλεέμ αναφέρεται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο σε μία μόνο περικοπή (κεφάλαιο Β’. 2), στην οποία αναφέρεται μόλις τέσσερις φορές. Από τα λόγια του Ματθαίου, προκύπτουν κάποια συμπεράσματα αρκετά χρήσιμα για την κατανόηση αυτού του φαινομένου.

Το Άστρο της Βηθλεέμ έπρεπε να ήταν κάτι ασυνήθιστο για να έλξει την προσοχή των Μάγων και να κάνουν ένα τόσο μακρινό ταξίδι, ενώ παράλληλα, θα έπρεπε να βρίσκεται στην ίδια θέση για εβδομάδες ή μήνες, μιας και οι Μάγοι είχαν αρκετά μεγάλη απόσταση να διασχίσουν.

Επίσης, θα έπρεπε να είναι δυσδιάκριτο στο πολύ κόσμο, διότι φαίνεται πως μόνο οι Μάγοι το είχαν δει. Δεν το διέκριναν στον ουρανό ή είχαν ακούσει κάτι γι’ αυτό ούτε οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, το ίδιο και ο Ηρώδης.

Από επιστημονικής πλευράς, ορισμένοι ερευνητές υπέθεσαν ότι το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν κάποιο μετέωρο, φαινόμενα τα οποία δεν είναι καθόλου σπάνια και συνεπώς δεν θα είχε προκαλέσει την εντύπωση των Μάγων για να κάνουν ένα τόσο μακρινό ταξίδι.

Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι η εμφάνιση κάποιου κομήτη. Συνολικά, έχουν καταγραφεί από τους αρχαίους χρόνους έως και τη γέννηση του Χριστού 135  κομήτες. Όπως αναφέρει ο Ωριγένης Αδαμάντιος, μάρτυρας του Χριστιανισμού και δάσκαλος που έζησε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα:

«Έχω τη γνώμη ότι το άστρο που εμφανίστηκε στους σοφούς της Ανατολής… ήταν ένα από εκείνα τα φωτεινά σώματα που εμφανίζονται από καιρό σε καιρό και που οι Έλληνες οι οποίοι συνηθίζουν να τα ξεχωρίζουν με ονομασίες ανάλογα με τη μορφή και το σχήμα τους τα ονόμαζαν κομήτες, φωτεινές δοκούς, θυσάνους, άστρα με ουρά, καράβια και με διάφορα άλλα ονόματα».

Εν τούτοις είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι το Άστρο των Χριστουγέννων ήταν ένας κομήτης, αφ’ ενός μεν γιατί θα τον έβλεπαν όλοι, αφ’ ετέρου δε γιατί οι αρχαίοι λαοί θεωρούσαν τους κομήτες ως προάγγελους δυσάρεστων γεγονότων και καταστροφών.

Μήπως το Άστρο των Χριστουγέννων ήταν κάποιος νόβα, κάποιο «καινοφανές» άστρο ή μήπως σούπερ νόβα; Καθώς τα άστρα γερνάνε γίνονται ασταθή στις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και φτάνει μια στιγμή που το άστρο αυτό αποβάλλει με μια ή περισσότερες εκρήξεις μερικά από τα εξωτερικά του στρώματα αερίων και έτσι παρουσιάζεται λαμπρότερο από ότι ήταν πριν.

Έτσι, άστρα που ήταν πολύ αμυδρά, όταν μετατραπούν σε νόβα γίνονται εύκολα ορατά. Όταν ένα άστρο μεταβληθεί σε σούπερ νόβα, διασπάται κυριολεκτικά στα «εξ ων συν ετέθη» και μπορεί να εκπέμψει εκατομμύρια φορές περισσότερο φως και ακτινοβολία απ’ ότι ο Ήλιος μας.

Το Άστρο της Βηθλεέμ όμως, δεν θα πρέπει να ήταν ένα παρόμοιο άστρο, καθώς θα υπήρχε κάποια ένδειξη των αστρονόμων της εποχής εκείνης και ο κάθε άνθρωπος της εποχής θα μπορούσε να δει ένα νόβα ή σούπερ νόβα, ενώ, όπως φαίνεται, το παρατήρησαν μόνο οι Μάγοι.

Μία ακόμα θεωρία για την εξήγηση αυτού του φαινομένου διατυπώθηκε από τον Γιόχαν Κέπλερ, ο οποίος υποστήριξε πως αυτό που οδήγησε τους Μάγους στον Ιησού ήταν μια σύνοδος πλανητών ή συζυγία. Οι πλανήτες, στις κανονικές τους κινήσεις γύρω από τον Ήλιο φαίνονται να κινούνται από τη Δύση προς την Ανατολή.

Οι πλανήτες που βρίσκονται πλησιέστερα στον Ήλιο φαίνονται όμως να κινούνται ταχύτερα και οι πιο απομακρυσμένοι δείχνουν να κινούνται βραδύτερα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένας από τους πλανήτες είναι δυνατόν να φτάσει και να προσπεράσει κάποιον άλλον. Το προσπέρασμα αυτό ονομάζεται σύνοδος ή συζυγία των δύο πλανητών.

Οι πλανήτες Δίας και Κρόνος στη διάρκεια του 7 και του 6 π.Χ. έλαβαν μέρος σε μία τριπλή ή μεγάλη συζυγία. Αν το Άστρο της Βηθλεέμ όμως ήταν μια συζυγία, θα το γνώριζαν οι αστρονόμοι της εποχής καθώς η μελέτη του ουρανού ήταν αρκετά ανεπτυγμένη την εποχή εκείνη.

Στην πορεία των χρόνων διατυπώθηκαν και άλλες θεωρίες για την «ταυτότητα» του Άστρου. Το 1911, ο Γερμανός Alfred Jeremias υποστήριξε πως το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν το λαμπρότερο άστρο του αστερισμού του Λέοντος, ο Βασιλίσκος, ενώ το 1913 ο A. Stenzel υποστήριξε πως «οδηγός» των Μάγων ήταν ο κομήτης του Χάλεϊ.

Μία ακόμη θεωρία, του Έλληνα αστρονόμου Κωνσταντίνου Χασάπη υποστηρίζει πως το Άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο πλανήτης Κρόνος τον οποίο αποκαλεί «ηγετικό πλανήτη της μεγάλης συγκεντρώσεως του 6 π.Χ.», ενώ ο αείμνηστος Κ. Χασάπης ορίζει τη γέννηση του Χριστού στις 6 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ. και το προσκύνημα των Μάγων στις 19 του ίδιου μήνα.

Αυτή η ημερομηνία γέννησης του Χριστού φαίνεται αρκετά δύσκολο να είναι και η σωστή, καθώς ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι ο Ιησούς γεννήθηκε την εποχή που οι βοσκοί «φυλάσσουν φυλακάς νυκτός επί την ποίμνη αυτών». Αυτή η εποχή είναι απίθανο να είναι οι τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου καθώς τότε η Βηθλεέμ είναι βυθισμένη στην παγωνιά και τη βροχή.

Πιθανότερη εποχή να συνέβη η γέννηση του Χριστού είναι η άνοιξη, όταν τα νεογέννητα αρνάκια χρειάζονται τη βοήθεια των βοσκών, ερμηνεύοντας κατά γράμμα αυτά που αναφέρει το κατά Λουκά Ευαγγέλιο.

Βλέπουμε πως οι θρησκευτικές και επιστημονικές αντιλήψεις και θεωρίες δεν «συμβαδίζουν» σε κάποιο σημείο για την ταυτότητα του Άστρου της Βηθλεέμ. Εμείς θα κλείσουμε με τα λόγια του Άγιου Δαμασκηνού του Στουδίτη :» Ακόμα και φυσικό φαινόμενο να ήταν, συνέβη συγκεκριμένη στιγμή μετά από παρέμβαση του θεού».

Πηγή

πόλεμος και ειρήνη



 Η γερουσία των Εφεσίων συνεδρίαζε, αλλά ο στοχαστικός Ηράκλειτος απουσίαζε. Κι ενώ έστειλαν να τον ειδοποιήσουν, τον βρήκαν να παίζει με τα παιδιά. «Η γερουσία κι ο βασιλιάς,του είπαν, σε περιμένουν». Κι εκείνος  αποκρίθηκε: «Παιδός η βασιλείη»! Που σημαίνει βασιλιάδες είναι τα παιδιά.

Κάτι ανάλογο συνέβη και στην περίπτωση του Χριστού: Οι μαθητές του φιλονικούσαν για το ποιοι θα έπαιρναν τις πρώτες θέσεις, όταν ο Χριστός θα γινόταν βασιλιάς. Ο Χριστός πήρε ένα παιδάκι και βάζοντάς το ανάμεσά τους, τους είπε: «Αν δεν επιστρέψετε στην παιδική απλότητα, δεν θα μπορέσετε να γίνετε πολίτες της βασιλείας του Θεού».

Τα όμορφα αυτά περιστατικά του Ευαγγελίου και του αρχαίου στοχασμού μας προσανατολίζουν στα Χριστούγεννα, τη γιορτή των παιδιών. Και πρώτα-πρώτα τη γιορτή του θεϊκού παιδιού: Του οποίου τις προγραμματικές δηλώσεις, μια και ο ίδιος ήταν νήπιο, ανέλαβαν τα ουράνια παιδιά, οι άγγελοι.

Που βέβαια δεν είπαν πολλά, χωρίς να λένε τίποτε, όπως το συνηθίζουν κάποιοι θρησκευτικοί και πολιτικοί ρήτορες, αλλά με δέκα λέξεις τα είπαν όλα. Ψάλλοντας με τη χερουβική τους μελωδία το: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

Που σημαίνει ότι πρωταρχικός σκοπός του θεϊκού παιδιού είναι να γκρεμίσει τους μωροφιλόδοξους Αλεξο-Κούληδες. Ώστε να δώσει στους ανθρώπους να καταλάβουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να ευτυχήσουν είναι, αντί για τις μωροφιλοδοξίες, να βάλουν πάνω απ’ όλους και όλα τη δόξα του Ύψιστου και την ευτυχία των συνανθρώπων τους.

Και βέβαια το γκρέμισμα των τυράννων δεν θα γίνει με ραγιαδισμό και παθητικότητα αλλά με πόλεμο μέχρις εσχάτων. Γιατί κι αυτό το τόνισε ξεκάθαρα ο Χριστός, λέγοντας: «Δεν ήρθα να φέρω ειρήνη στη γη, αλλά μαχαίρι» (Ματθαίου: Ι: 34). Κάτι παραπλήσιο με το «πόλεμος πάντων πατήρ» του Ηράκλειτου.

Παρότι  οι προσανατολισμοί τους μπορεί να είναι διαφορετικοί: Δεδομένου ότι ο Ηράκλειτος φαίνεται να εννοεί τους πολέμους, που γίνονται στο φυσικό και κοινωνικό επίπεδο. Σε αντίθεση με  το Χριστό, που αναφέρεται στο ηθικό και πνευματικό επίπεδο. Και, σε τελική ανάλυση, εννοεί τον πόλεμο εναντίον του πολέμου. Που είναι και ο μόνος ικανός να φέρει την πραγματική και όχι την κάλπικη ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων. Λέγοντας: «Σας δίνω τη δική μου ειρήνη, που δεν έχει καμιά σχέση με την ειρήνη του κόσμου» (Ιωάννη: ΙΔ: 27).

 Γιατί, όπως έλεγε ο Τάκιτος: «Οι Ρωμαίοι καταστρέφουν τις χώρες και ύστερα μιλούν για ειρήνη» (pax romana). Όπως σήμερα μιλούν για την αμερικάνικη ειρήνη (pax americana)). Τη στιγμή που οι Αμερικάνοι αιματοκυλούνε αδιάκοπα χώρες και λαούς, προκειμένου να επιβάλλουν καθεστώτα ανελευθερίας και προδοσίας.


Και εδώ ακριβώς βρίσκεται και το νόημα της ειρήνης του Χριστού. Γιατί, όπως προαναφέραμε, και η ειρήνη του Χριστού προϋποθέτει τον πόλεμο. Μόνο, που ο πόλεμος αυτός δεν γίνεται με τα όπλα, που χρησιμοποιούν οι πολεμοκάπηλοι, προκειμένου να προωθήσουν τα σχέδιά τους και να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους.

 Γίνεται με τα όπλα της αλήθειας και της δικαιοσύνης, που ως κινητήρια δύναμή τους έχουν το λόγο. Που σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο είναι «πιο κοφτερός κι από δίκοπο μαχαίρι»(Εβραίους: Δ: 12). Και που οι λυμεώνες του κόσμου τον φοβούνται περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Αφού η φωνή της αλήθειας είναι πιο ισχυρή απ’ το ψέμα και η φωνή της δικαιοσύνης απ’ την αδικία. Γι’ αυτό και αγωνίζονται σε όλα τα επίπεδα, να ξεριζώσουν οτιδήποτε έχει σχέση με το Ευαγγέλιο. Πράγμα που γίνεται τα τελευταία χρόνια με ιδιαίτερη μεθοδικότητα στη νέο ταξική Ελλάδα.

Αξιοσημείωτο είναι πως τις προγραμματικές δηλώσεις του Χριστού οι άγγελοι δεν έσπευσαν να τις γνωστοποιήσουν στον αρχικακούργο Ηρώδη και πολύ περισσότερο στην κοσμοκράτειρα τότε Ρώμη. Ούτε εξάλλου στους μόνιμα υποκρινόμενους αρχιερείς, γραμματείς και φαρισαίους.

Γιατί, πέραν του ότι ήταν  περισσότερο επικίνδυνοι ακόμη κι απ’ τον Ηρώδη, επιπλέον  δεν υπήρχε περίπτωση μέσα στο έρεβος  της υποκρισίας τους να καταλάβουν το παραμικρό. Τις έκαμαν στα απλοϊκά παιδιά, τους τσοπάνηδες, που με ανοιχτές καρδιές τις δέχτηκαν, όπως η διψασμένη γη τη βροχή. Και βέβαια έσπευσαν να προσφέρουν στο νεογέννητο βασιλιά τα ειρηνικά τους δώρα.

Στα σοφά όμως παιδιά της Ανατολής, στους αστρολόγους Μάγους, μίλησαν στη γλώσσα τους. Με το πρωτοφανέρωτο εκείνο αστέρι, που τους καθοδήγησε, προκειμένου να φτάσουν μέχρι τη φάτνη. Και, επειδή ο Ηρώδης τους ζήτησε, όταν βρουν το νεογέννητο να τον ενημερώσουν, οι άγγελοι με τη σειρά τους συνέστησαν στους Μάγους να αποφύγουν τη συνάντησή του και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους «δι’ άλλης οδού».

Κι εκείνοι υπάκουσαν. Κάτι βέβαια που δεν κάνουν οι σημερινοί σοφοί, που δεν ακούνε τη φωνή των αγγέλων, που είναι τα παιδιά, αλλά υπηρετούν τη θέληση των μισάνθρωπων Ηρωδών, που δολοφονούν τα παιδιά. Γι’ αυτό και τις μεγάλες τους ανακαλύψεις, αντί να τις χρησιμοποιούν για την ανακούφιση των συνανθρώπων τους, τις εμπιστεύονται στους πολεμοκάπηλους  και τους εμπόρους θανάτου.

 Για να τις χρησιμοποιούν, προκειμένου να σπέρνουν τον όλεθρο και το θάνατο. Αμαυρώνοντας έτσι, όχι μόνο το παρόν αλλά και  το μέλλον της ανθρωπότητας, που είναι τα παιδιά.

Αλλά δυστυχώς ούτε κι εμείς, κατά κανόνα, ακούμε τη φωνή των αγγέλων, για ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο του Θεού και να φτάσουμε στη σωτηρία. Αλλά ακούμε τη φωνή των Ηρωδών, που οδηγούν εμάς και τα παιδιά μας σ’ ένα σκοτεινό παρόν και ένα ακόμη σκοτεινότερο μέλλον…

https://papailiasyfantis.wordpress.com/

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2022

Χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μήτε ἀσϑενοῦμεν μήτε ἀποθνήσκομεν.

 Φὀβος Κυρίου ἀρχὴ τῆς σοφίας, ὁμιλεῖ ὁ σοφὸς Σολομῶν, καὶ συμφωνοῦν οἱ Πατέρες. Κἀγὼ δὲ λέγω ὑμῖν: "Μακάριος καὶ τρισμακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον".

Ἐξ αὐτοῦ τοῦ ϑείου φόβου γεννᾶται ἡ πίστις πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ πιστεύει ὁ ἄνϑρωπος ὁλοψύχως ὅτι, ἀφοῦ τελείως ἀφιερώϑη εἰς τὸν Θεόν, ἔχει καὶ ὁ Θεὸς ὅλην τὴν πρόνοιαν δι᾽ αὐτόν. Καὶ ἐκτὸς τροφῆς καὶ σκεπάσματος -- ὅπου πάλιν Αὐτὸς τὸν παρακινεῖ νὰ φροντίζῃ -- ἄλλην φροντίδα δὲν ἔχει. Ἀλλὰ μὲ ὅλην ἁπλότητα εἰς τὸ ϑέλημα τοῦ Κυρίου ἀκολουϑῶν ὑποτάσσεται.

Ὁπότε, ὅταν ριζώσῃ ἡ πίστις αὐτὴ καταργεῖται τελείως ἡ γνώσις ἐκείνη ὅπου γεννᾷ τὴν ἀμφιβολίαν εἰς ὅλα σμικρύνει τὴν πίστιν, καὶ πολλάκις τὴν ἀφαιρεῖ· διότι ἔχει ἰσχὺν φύσεως, καϑότι μὲ αὐτὴν ἀνετράφημεν.

Ἀφοῦ ὅμως νικήσῃ ἡ πίστις κατόπιν πολλῶν δοκιμασιῶν, τότε στρέφεται καὶ γεννᾷ, ἢ μᾶλλον τῆς δίδεται δῶρον γνῶσις πνευματική, ὅπου δὲν ἀντίκειται εἰς τὴν πίστιν, ἀλλὰ μὲ τὰς πτέρυγάς της πετᾷ καὶ ἐξερευνᾷ τὰ βάϑη τῶν μυστηρίων καὶ εἶναι πλέον αὐτὲς αἱ δύο, πίστις καὶ γνῶσις - γνῶσις καὶ πίστις, ἀχώριστες ἀδελφές.

Ἄς ἐξετάσωμε λοιπὸν τώρα ἐμεῖς, ὅπου ἀφιερώϑημεν τῷ Θεῷ, ἂν εἶναι ἡ πίστις αὐτὴ εἰς ἡμᾶς ἢ κυριεύῃ ἡ γνῶσις. Καί, ἐὰν μὲν ἀφήνῃς τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, ἰδοὺ ὅπου ἔχεις καταλάβει τὴν πίστιν, καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς καμμίαν ἀμφιβολίαν ϑὰ εὕρῃς Αὐτὸν βοηϑόν.
Ὁπότε κἂν μυριάκις δοκιμασϑῇς καὶ σὲ πειράξῃ ὁ Σατανᾶς, ἵνα σοῦ ἀμβλύνῃ τὴν πίστιν, ἐσὺ προτίμησε μυριάκις τὸν ϑάνατον καὶ μὴ ὑπακούσῃς τὴν γνῶσιν. Καὶ οὕτως ϑὰ ἀνοιγῇ ἡ ϑύρα τῶν μυστηρίων. Καὶ ϑὰ ϑαυμάσῃς ὅτι ἤσουν πρότερον δεμένος μὲ ἁλύσεις τῆς γνώσεως. Καὶ τώρα πετᾷς μὲ πτέρυγας ϑεϊκὰς ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν. Καὶ ἀναπνέεις ἄλλον ἀέρα ἐλευϑερίας, ὅπου οἱ ἄλλοι τὸν ὑστεροῦνται.

Εἰ δὲ καὶ βλέπεις τὴν γνῶσιν νὰ βασιλεύῃ, καὶ εἰς ἕνα παραμικρὸν κίνδυνον τὰ χάνεις καὶ ἀπελπίζεσαι, γίνωσκε ὅτι εἰσέτι ὑστερεῖσαι τῆς πίστεως· καὶ ἑπομένως δὲν ἔχεις ἀκόμη ὅλην σου τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, ὅτι δύναται νὰ σὲ σώσῃ ἀπὸ κάϑε κακόν. Φρόντισε νὰ διορϑωϑῇς ἐδῶ καϑὼς λέγομεν διὰ νὰ μὴ ὑστερηϑῇς ἕνα τόσον μέγα καλόν.

Καὶ νῦν πρόσχες εἰς τὸ λεγόμενον·

Ἦλϑε κάποιος μίαν φορὰν εἰς ἡμᾶς, ἀπὸ χρόνια πολλὰ μοναχός, ὅπου ἧτο στὴν ᾿Ἐλβετίαν. Διότι εἶχεν τρεῖς μεγάλας καὶ φοβερὰς ἀλλὰ καὶ ἀνιάτους ἀσϑενείας. Καὶ ἐξώδευε πλοῦτον στὰ φάρμακα. Διότι ἦτον πλούσιος ἄνϑρωπος. Καὶ ἐπειδὴ κάποιος τὸν ἐσύστησεν εἰς ἐμένα νὰ ἔλϑῃ, νὰ εἰπῇ τὸν λογισμόν του, τὸν ἐλυπήϑην πολύ. Λοιπὸν τὸν εἶπα ὅτι γίνεται ἀμέσως καλά, μόνον νὰ πιστεύσῃ ὅτι δύναται ὁ Θεὸς νὰ τὸν ϑεραπεύσῃ. Τέλος, ἐὰν σᾶς γράψω ὅλην τὴν ἱστορίαν, τὸ πόσον ὑπέφερα νὰ τὸν πείσω, πρέπει νὰ γράψω τέσσαρες κόλλες. Διότι, μήτε μὲ ἄφηνε καὶ νὰ φύγῃ μήτε ἤϑελε νὰ πιστεύσῃ. Μέχρις ὄτου συνήργησεν ὁ Θεὸς καὶ ἤκουσε μίαν φωνὴν αἰσϑητῶς·

- Διατὶ δὲν ἀκούεις, νὰ γίνης καλά;

Καὶ ἔτσι ἐλυτρώϑη. Διότι ἡ αἴτησις, ὅπου τὸν ἐζήτησα ἦτον νὰ φάγῃ τὰ ἀντίϑετα - ὅπου ἔλεγεν ὅτι ἐὰν φάγῃ ϑὰ ἀποϑάνῃ - καὶ νὰ ἀφήσῃ ὅλην τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἀφήσας τὴν γνῶσιν νὰ ἀκολουϑήσῃ τὴν πίστιν. Καὶ ἀντὶ δέκα φορὰς ὅπου ἔτρωγε τὴν ἡμέραν, μίαν νὰ τρώγῃ. Μόνον τρεῖς ἡμέρας ἀρκέσϑη ὁ Θεὸς νὰ τὸν δοκιμάσῃ. Καὶ ἐγώ ἐκτενῶς δι᾿ αὐτὸν προσηυχόμην. Καὶ τὴν νύκτα εἶδα καθ' ὕπνον δύο ὄρνεα φοβερά, ποὺ τὸν εἶχον ἀρπάσει διὰ νὰ τὸν φάγουν. Καὶ ὄφις τὸν εἶχε τυλίξει σφικτὰ εἰς τὸν λαιμόν. Καὶ μὲ ἐφώναζε μὲ ἀγρίας φωνάς νὰ τὸν σώσω. Ὁπότε παλαίσας ἐγὼ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐθανάτωσα καὶ ἐξύπνησα. Ἔρχεται λοιπὸν καὶ μοῦ λέγει·

- Ἔγινα τελείως καλά, ὅπως ἐγεννήϑην!

Καὶ ὄντως ἀποκατεστάϑη ἡ σάρξ του ὡς παιδίου μικροῦ. Εἶχε λοιπὸν φάρμακα και δύο κάσσες ἐνέσεις.
Καὶ τὸν εἶπα καὶ τὰ ἔρριξεν ὅλα τὸν κατήφορον εἰς τὰ βράχια. Καὶ πλέον ἔζησεν ὑγιής, ἅπαξ τῆς ἡμέρας ἐσϑίων.

Βλέπετε λοιπὸν ἡ πίστις τί ἐνεργεῖ; Μὴ νομίσετε ὅτι ἐγὼ τὸ ἐνήργησα. Ὄχι. Δὲν ἔχω τοιαύτην κατάστασιν. Ἡ πίστις εἶναι, ὅπου ἔχει τὴν δύναμιν νὰ κάμνῃ τοιαῦτα.

Ἀκούσατε πάλιν·

Μία μοναχὴ μοῦ ἔγραψε ὅτι πάσχει καὶ ἂν δὲν κάμῃ ἐγχείρησιν ἀποϑνήσκει. Ἐγὼ γράφω, λέγων τελείως ἀντίϑετα. Ἐκείνη πάλιν γράφει ὅτι τῆς εἶπεν ὁ ἰατρὸς εἰς τόσας ἡμέρας, ἂν δὲν κάμῃ ἐγχείρησιν, ϑὰ γίνη διάτρησις καὶ τέλος ὁ ϑάνατος. Ἐπαναλαμβάνω ἐγώ: - Ἔχε πίστιν· ἄφησέ τὰ ὅλα εἰς τὸν Θεόν: προτίμησε ϑάνατον. Μοῦ στέλνει ἀπάντησιν, ὅτι ἐστράφη ὀπίσω.

Βλέπετε; Μυρίας φορὰς ἐδοκίμασα τὸ τοιοῦτον.
Ὅταν βάλῃς ἐμπρὸς σου τὸν ϑάνατον καὶ τὸν περιμένῃς εἰς κάϑε στιγμήν, φεύγει μακρὰν ἀπὸ σοῦ. Ὅταν φοβῆσαι τὸν θάνατον, διαρκῶς σὲ καταδιώκει. Τρεῖς φθισικοὺς ἔθαψα τρέφων ἐλπίδα ὅτι ϑὰ κολλήσω καὶ ἐγώ. Τὸ ροῦχο του ἐφόρεσα, ὅταν ἐξέδυσα ἀποθνήσκοντα, ἀλλ' ὁ θάνατος ἔφυγε πηγαίνων εἰς τοὺς φοβουμένους αὐτόν. Εἶμαι ἀσϑενὴς εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν. Δὲς ἔκαμα ποτὲ ϑεραπείαν. Τρώγω ἐνάντια ἐπιμόνως. Ἀλλὰ ποῦ ὁ θάνατος!

Τοιαῦτα γράφω ὑμῖν, ἐπειδὴ ἀγαπᾶτε τὴν τελειότητα. Διότι οἱ κοσμικοὶ δὲν ἁμαρτάνουν τὰ τῆς γνώσεως πράττοντες, ἐπειδὴ δὲν ζητοῦν ἄλλην ὁδόν.

Θέλω δὲ νὰ εἰπῶ, μὲ ὅλα αὐτὰ ὅτι, χωρὶς τὸ ϑέλημα τοῦ Κυρίου, μήτε ἀσϑενοῦμεν μήτε ἀποϑνήσκομεν.
Φύγε λοιπὸν μακρὰν ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλιγοπιστία.

Καὶ ἀφοῦ πρῶτον γνωρίσωμεν τὸν Θεὸν ὡς δημιουργὸν παντὸς ἀγαθοῦ, Πατέρα, προνοητὴν καὶ κηδεμόνα ἡμῶν, πρέπει νὰ πιστέψωμεν εἰς Αὐτὸν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας. Καὶ μόνον εἰς Αὐτὸν νὰ ἐλπίζωμεν. Καὶ κατόπιν ϑὰ τὸν ἀγαπήσωμεν αἰσϑόμενοι τὰς πολλάς του εὐεργεσίας. Καί, ὅταν τὸν Θεὸν ἀγαπήσωμεν ἐξ ὅλης καρδίας ὡς Πλάστην, τότε καὶ τὸν πλησίον ϑὰ ἀγαπήσωμεν ὡς ἑξαυτόν, εἰδότες ὅτι ὅλοι εἴμεϑα ἀδελφοὶ - κατὰ φύσιν Ἀδὰμ, καὶ κατὰ χάριν, Χριστοῦ. Καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν πρέπει ὁ ἄνϑρωπος ὁ πνευματικὸς νὰ ϑεωρῇ τὴν συγγένειαν τῆς σαρκός, ἀφοῦ ἀφιερώϑη εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ τοῦ πνεύματος τὴν συγγένειαν. Διότι ἡ σάρξ, ἄρρεν καὶ ϑήλυ εἶναι διὰ τὸν πληϑυσμόν, ὅπερ ἡμεῖς ἀπαρνήθημεν καὶ ἀνέβημεν ὑψηλότερα. Λοιπὸν ὡς πνευματικοὶ ὅπου εἴμεϑα πρέπει καὶ πνευματικῶς νὰ βλεπώμεϑα. Κατὰ τὴν ψυχήν, δὲν ἔχει ἄρρεν καὶ ϑῆλυ ψυχή, μήτε νέα ἢ γέρων, ἀλλὰ χάρις Χριστοῦ ἐπὶ πάντα.

Ἀφήσατε ὅϑεν παρακαλῶ τὸν νοῦν σᾶς ἐλεύϑεθον - μὴν τὸν κλείετε ὑπὸ νόμον, ἀφοῦ ἐσμὲν ὑπὸ χάριν νὰ θεωρήσῃ τὶ μέγα μυστήριον κρύπτετοι ἐν τοῖς λόγοις, ὅπου σᾶς λέγω. Νὰ γευϑῇ ἀϑώαν ἀγάπην. Καὶ νὰ πετάξῃ εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ μόνον Θεοῦ, τοῦ ἀγαϑοῦ μας Πατρός.

Ἀφοῦ ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί, ἡ πνοὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ ϑεῖον ἐμφύσημα, καὶ ὁ ζωοπάροχός μας Πατὴρ ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ὅλαι αἱ πράξεις μας, κινήματα καὶ νοήματα, κρίνονται διαφανῶς ὑπὸ τὸ ὄμμα Αὐτοῦ. Καὶ προτοῦ ἐσὺ κινηϑῆς ἢ διανοηϑῇς κάτι καλὸν ἢ κακόν, εὐϑὺς ἡ πνοή, ἡ ψυχὴ ὡς ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ κεντᾷ τὸν Θεόν. Εἶδε προλαβὼν τὶ ϑὰ πράξῃς καὶ κατόπιν ἐσὺ ϑὰ κάμῃς τὴν κίνησιν τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ σώματος.;

Τώρα πρόσχες εἰς τὸ λεγόμενον τοῦ Προφήτου: "Προωρώμην τὸν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διαπαντός". Ἄραγε εἶναι πάντοτε ἀνοικτοὶ οἱ ὀφϑαλμοὶ τῆς ψυχῆς σου, ἢ νομίζεις ὅτι, ἐπειδὴ δὲν βλέπεις ἐσὺ πλησίον σου τὸν Θεόν, δὲν σὲ βλέπει καὶ Ἐκεῖνος; Ἤ νομίζεις ὅτι ἠμπορεῖς νὰ κάμῃς κάτι κρυφὰ ἀπ᾽ Αὐτόν, ἐπειδὴ ὁ νοῦς σου εἶναι κλειστός; Ὅμως Ἐκεῖνος σὲ βλέπει, λυπεῖται καὶ παραβλέπει· μέμφεται τὴν ὀλιγοπιστίαν σου καὶ τὸν σκοτισμὸν τοῦ νοός σου.

Δὲν γνωρίζεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς γίνεται ἐν ἑκάστῳ ϑεραπεία πάσης ἀνάγκης; Ἤγουν τροφὴ τῷ πεινῶντι, τῷ διψῶντι ὕδωρ, ὑγεία τῷ ἀσϑενεῖ, ἐνδυμασία τῷ γυμνητεύοντι, φωνὴ εἰς τοὺς ψάλλοντας, τῷ εὐχομένῳ πληροφορία, τοῖς πᾶσι τὰ πάντα εἰς σωτηρίαν;

Πίστευσον, τέκνον μου, ὅτι εἰς ὅσα καὶ ἂν πάσχωμεν, εἰς ὅλα ὁ Χριστὸς εἶναι ἄριστος ἰατρὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς τὴν τελείαν αὐταπάρνησιν, τὴν τελείαν πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς αὑτὸν χωρὶς δισταγμόν.

Ἀφοῦ ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς εἶναι τόσον καλός, εὔσπλαγχνος, ἀγαϑὸς, διατί νὰ ἀπελπισϑῇς; Ἕνα ὀλίγον τὸν ἐζητοῦμε καὶ αὐτὸς μᾶς δίδει τόσον πολύ. Μίαν ἀκτῖνα φωτὸς τοῦ γυρεύουμε καὶ αὐτὸς μᾶς χαρίζεται ὅλος Φῶς, Ἀλήϑεια, Ἀγάπη. Λοιπὸν ταπεινώσου καὶ πᾶσαν τὴν ἐλπίδα σου στήριζε εἰς Αὐτόν.

Και πιστευσόν μοι τὴν ἀλήϑειαν λέγοντι ὅτι· ἀφότου ἔγινα μοναχός, ὁσάκις ἠσϑένησα, παντάπασι δὲν ἐπιμελήϑην τὸν ἑαυτόν μου. Μήτε ἄφησα κανένα νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν σωματικήν μου ὑγείαν, ἀλλὰ ὅλην μου τὴν ἐλπίδα ἄφησα εἰς τὸν ἄμισϑον ἰατρόν.

Καὶ τόσον ἐδοκιμάσϑην εἰς τὴν ἀρχήν, ὅπου ἐγέμισε μεγάλα ὡσὰν λεμόνια σπυριὰ ὅλη ἡ ράχη μου μέχρι καὶ κάτω. Καὶ ἔγινα ὡσὰν ξύλινος, μὴ δυνάμενος νὰ λυγίσω. Καὶ ἐγὼ ἐμαχόμην τὸ πάϑος, χωρὶς νὰ ἀλλάξω ποσῶς μήτε φανέλλα μήτε ἕτερον ροῦχο. Ἀλλὰ ἐφορτώϑηκα ἕνα τορβά εἰς τὴν ράχην καὶ ἐγύρισα ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὡσότου ἔσπασαν ὅλα ἐκεῖνα καὶ ἔτρεχαν μόνα τους μέχρι τοὺς πόδας μου; Καὶ δὲν ἄλλαξα, ὡς εἶπον, μαχόμενος καὶ δεινῶς ὑπομένων· καὶ ἔγιναν ἡ φανέλλα καὶ κάτω ἕνα δάκτυλο πάχος τὸ ροῦχο ἀπὸ τὴν ὕλην ποὺ ἔτρεξε. Καὶ εἰς τὲς τρύπες τῶν πληγῶν ἐχωροῦσε τὸ δάκτυλον. Καὶ δὲν ἔπαϑα τίποτε. Καὶ μέχρι σήμερον ὅ,τι ἀρρώστεια μοῦ ἔρχεται μὲ πολλὴν χαρὰν τὴν ἐκδέχομαι, μήπως μὲ φέρῃ τὸν αἰώνιον ὕπνον· νὰ εὑρεθῶ εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Ἀλλὰ δὲν ἦλϑεν ἡ ὥρα. Πάντως ϑὰ ἔλθῃ συντόμως.

Ὁ ϑάνατος, ὅπου εἰς τοὺς πολλοὺς εἶναι μέγας καὶ τρομερός, εἰς ἐμένα εἰναι μία ἀνάπαυσις, ἕνα γλυκύτατον πρᾶγμα, ὅπου μόλις ἔλϑῃ ϑὰ μὲ ξεκουράσῃ ἀπὸ τὰς ϑλίψεις τοῦ κόσμου. Καὶ τὸν περιμένω ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν. Εἶναι μέγας ὄντως· ἀλλὰ πολὺ μεγάλος ἀγὼν νὰ σηκώσῃ κανεὶς ὅλα τὰ βάρη τοῦ κόσμου ἐσήμερον, ὅπου ὅλοι ζητοῦν ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ πληρωϑοῦν ὅλαι αἱ ἐντολαί.

Ἔτσι εἶναι τὰ χρόνια μας. Δι’ αὐτὸν ἀπαιτεῖται ὑπομονὴ ἕως νὰ ξεψυχήσωμεν ὄρϑιοι. Διὰ τοῦτο ἀνδρίζου καὶ κραταιούσϑω ἡ ψυχή σου εἰς πᾶν ὅ,τι σοι ἀκολουϑεῖ.

Δι᾿ αὐτὰ καὶ δι᾽ ὅλα καὶ ἐγὼ ἔγινα πτῶμα.
Παρακαλῶ τὸν Θεὸν νὰ μὲ πάρῃ νὰ ἡσυχάσω.
Παρακαλῶ τὴν ἀγάπην σας πολὺ νὰ μὲ εὔχεσϑε. Διότι ἔχω πολλὰς ψυχὰς ὅπου μοῦ γυρεύουν βοήϑειαν.

Καὶ πιστεύσατε, ὅτι διὰ τὴν κάϑε μίαν ψυχὴν ὅπου λαμβάνει βοήϑειαν δοκιμάζω τὸν πόλεμον ὅπου ἔχει.

Καὶ πάλιν γράφω αὐτὰ δίδων σας ϑάρρος νὰ μὴ φοβῆσϑε τὰς ἀσϑενείας, κἂν καὶ νὰ πάσχωμεν ἐφ᾽ ὅρου ζωῆς.

Ἀφοῦ εἶναι διαρκῶς παρών ὁ Θεός, διατὶ ἀνησυχεῖς; Ἐν αὐτῷ ζῶμεν, κινούμεϑα. Εἰς τὴν ἀγκάλην του βασταζόμεϑα. Θεὸν ἀναπνέομεν· Θεὸν περιβαλλόμεϑα· Θεὸν ψηλαφῶμεν· Θεὸν ἐσθίομεν ἐν Μυστηρίῳ. Ὅπου στρέψῃς, ὅπου ἰδῇς, παντοῦ Θεός· ἐν οὐρανοῖς, ἐπὶ γῆς, εἰς τὰς ἀβύσσους, εἰς τὰ ξύλα, μέσα στὶς πέτρες, εἰς τὸν νοῦν σου, εἰς τὴν καρδίαν σου. Λοιπὸν δὲν σὲ βλέπει πῶς πάσχεις; Ὅτι ὑποφέρεις;

Εἰπέ εἰς αὐτὸν τὰ παράπονά σου καὶ ϑὰ ἰδῇς παράκλησιν, ϑὰ ἰδῇς ϑεραπείαν, ὅπου νὰ ϑεραπεύῃ ὄχι μόνον τὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς ψυχῆς σου τὰ πάϑη.

Με γράφεις ὅτι μετέχεις εἰσέτι τοῦ παλαιοῦ σου ἀνϑρώπου. Κἀγὼ σοὶ λέγω ὅτι μήτε ρανίδα δὲν ἔχεις ἀκόμη ἀπὸ τὸν νέον Ἀδάμ· ὅλος εἶσαι ὁ παλαιός. Καί, ὁπόταν ἀρχίσῃ ὁ νέος Ἀδὰμ νὰ μορφώνεται ἐπὶ σοί, ἐγὼ μόνος ϑὰ σοῦ γράψω τὰ σχήματα τῆς μορφώσεως τοῦ νέου ἀνϑρώπου, ἐὰν εἶμαι ἐν τῇ ζωῇ.


Πηγή: Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας
Γέροντος Ἰωσήφ
Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου

πηγή

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2022

Ο βοσκός - θαυματουργός δεσπότης με το άφθαρτο λείψανο

 

Ο άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός
Το καύχημα των ορθοδόξων
(12 Δεκεμβρίου)

Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική, αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να διδάξει και σήμερα στον καθένα, που απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να μελετήσει τη θαυμαστή ζωή του.

Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν.

Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. κι έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του Κωνστάντιου (337-361).
Γενέθλια πατρίδα του ο άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσιά, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη Άσσια.
Αυτό μας λέγει ο άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά.
Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα, του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου, Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει κι ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα κι η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Μόρφωση και ζωή

Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός ["Ν": όπως και ο σύγχρονος άγιος Γέροντας Κλεόπας Ελίε]. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:

Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.

Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι.

Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (προς Ρωμαίους 8, 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.

Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια

Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική.

Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ 1, 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.

Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.

Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών

Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. 11, 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.

Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.

Θαύματα (ενώ ζούσε ακόμη ο άγιος)

1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.

Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.

2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».

Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.

— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.

3 (το χρυσό φίδι). Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.

- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.

Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:

— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.

Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.

Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:

Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.

-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;

- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;

- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (προς Εβραίους, 13, 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη. Με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.

— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.

- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.

Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου... Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.

5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:
-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». 

Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.

6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.

Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:

— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.

- Ναι, παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. 2, 27).

7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.

Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.

Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.

«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.

Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.

Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:

-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.

-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός, Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:

— «Εις το όνομα του Πατρός».

Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.

- «Και του Υιού»,

Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.

— «Και του Αγίου Πνεύματος».

Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του [γι' αυτό κρατάει το κεραμίδι με τη φωτιά & το νερό στην εικόνα στην αρχή του post].

- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός, όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:

- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.

Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. 76, 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:

-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.

Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.

Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορινθ. 2, 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.

8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε πως η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:

- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.
[...]

15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!

Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.

Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.

Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα

Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. 
 
Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. 15, 3).

Πολλά θαύματα έγιναν κι εδώ στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (προς Γαλάτας, 2, 20).

Μερικά από τα θαύματα του αυτά θα αναφερθούν κι εδώ για ψυχική ενίσχυση όλων μας και διδασκαλία.

Θαύματα

1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε...»

Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί;

Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (
Ησαΐα, ν', 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.

Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές.

- Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα.
Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.

Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.

2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει στ' αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων.

Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.

— Άγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροί και μεγάλοι. Άγιε, σώσε μας.

Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.

Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.

Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.

Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.

Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων».

Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα - ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»... [...]


Μία εκδήλωση σεβασμού και ευγνωμοσύνης Τούρκου ναυάρχου προς τον Άγιο Σπυρίδωνα

Του φιλόλογου Σπύρου Σταμ.Μεσημέρη
περιοδικό ''Απολύτρωση''/ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Ο γαλήνιος Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου, ο "των ορθοδόξων υπέρμαχος και των κακοδόξων αντίπαλος" Άγιος και θαυματουργός Σπυρίδων (270-350), είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της Χριστιανοσύνης. Και, όπως είναι γνωστό, έχει συνδεθεί αδιάσπαστα και αρμονικά το όνομα του με το όνομα της Κέρκυρας, από τότε που μεταφέρθηκε το Σεπτό του Σκήνωμα στο νησί από την Κωνσταντινούπολη το 1456, τρία χρόνια δηλαδή μετά την άλωση της από τους Τούρκους.
Οφείλουμε εδώ να τονίσουμε ότι η παρουσία του Σεπτού του Σκηνώματος στην Κέρκυρα, την σκλαβωμένη στους καθολικούς κατακτητές (από το 1267 μέχρι το 1386 στους Γάλλους Ανδηγαβούς και από το 1386 μέχρι το 1797 στους Ενετούς), ήταν θείο Δώρο για τον καταπιεζόμενο θρησκευτικά και εθνικά κερκυραϊκό Ορθόδοξο λαό. Και τούτο γιατί ο Κάρολος ο Ανδηγαβός, αδελφός του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου του Β', όταν κατέλαβε την Κέρκυρα, κατήργησε πραξικοπηματικά τον ορθόδοξο νόμιμο Μητροπολίτη Κερκύρας, για να ευχαριστήσει τον Πάπα Κλήμη τον Β', ο οποίος τον είχε βοηθήσει να γίνει βασιλιάς της Νεαπόλεως. Και από τότε μέχρι το 1800, δηλαδή 533 χρόνια, συνεχώς η Κέρκυρα μόνο Καθολικό Αρχιεπίσκοπο είχε, ο οποίος προσπαθούσε μαζί με τους λοιπούς καθολικούς να ξερριζώσει από την ψυχή του ελληνικού Κερκυραϊκού λαού, την ελληνορθόδοξη συνείδηση του. 
Επίσης πρέπει να θυμίσουμε ότι τον περιφρονημένο ορθόδοξο κλήρο αντιπροσώπευε ο λεγόμενος Μέγας Πρωτοπαπάς, ο οποίος δεν είχε το δικαίωμα να χειροτονεί. Οσοι ορθόδοξοι ήθελαν να γίνουν κληρικοί, επήγαιναν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, συνήθως στην Ήπειρο, και εκεί έχειροτονουντο από Έλληνες Επισκόπους. Επομένως ο Άγιος Σπυρίδων ήταν ο προστάτης, η ελπίδα και ο Παρήγορος Αγγελος των περιφρονημένων ορθοδόξων, Αντικαθιστούσε στη σκέψη και στη καρδιά των Κερκυραίων τον νόμιμο ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Μητροπολίτη, τον οποίο τους είχαν στερήσει παράνομα οι κατακτητές.
Έτσι δικαιολογείται η ιδιαίτερη αγάπη και ο άπειρος σεβασμός του κερκυραϊκού ελληνορθόδοξου λαού προς τον προστάτη του νησιού Αγιο Σπυρίδωνα, του οποίου το Σεπτό Σκήνωμα έγινε ιερό εθνικοθρησκευτικό λάβαρο και ελπίδα για την θρησκευτική και εθνική μελλοντική του αποκατάσταση.
Για όλα αυτά δεν είναι παράδοξο, που η φήμη, ο σεβασμός και η αγάπη προς τον Άγιο Σπυριδωνα απλώθηκε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, αλλά ακόμα και στους αλλόθρησκους Τούρκους. Ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα εδώ με συντομία θα αναφέρουμε. Το διηγείται στον Α' τόμο των περιηγήσεών του ένας ξένος συγγραφέας, ο BARHTOLOΖ.


Το άφθαρτο λείψανο του αγίου Σπυρίδωνα

Κάποτε, στις αρχές του 19ου αιώνος, ο Τούρκος Αρχιναύαρχος Κατήρ Μπέης έπλεε με το στόλο του έξω από το Παλέρμο της Σικελίας. Εκεί αντιμετώπισε μια πρωτοφανή σε αγριότητα τρικυμία, στην οποία "είδε τον Χάρο με τα μάτια του", όπως λέει ο λαός μας... Μέσα σ' αυτό τον τρομερό κίνδυνο θυμήθηκε τον Άγιο Σπυρίδωνα. Είχε πολλές φορές ακούσει να μιλούν για τα θαύματα του. Για τούτο και με όλη τη δύναμη της ψυχής του τον παρεκάλεσε να τον βοηθήσει. 
Τελικά η σφοδρότατη αυτή θαλασσοταραχή εκόπασε και σώθηκαν τα πλοία του από τον καταποντισμό. Επιστρέφοντας κατόπιν στην Τουρκία πέρασε από την Κέρκυρα, για να εκφράσει στον Αγιο Σπυρίδωνα την ευγνωμοσύνη για την σωτηρία του. Ήταν όμως πολύ άρρωστος και δεν μπορούσε αμέσως να πάει ο ίδιος στον Ναό του Αγίου. Ανέλαβε να τον θεραπεύσει ο Κερκυραίος Ιατρός Ιωάννης Καποδίστριας, ο μετέπειτα Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας και τέλος ο Πρώτος Κυβερνήτης του απελευθερωμένου από τους Τούρκους Ελληνικού Κράτους. Στον Ιωάννη Καποδίστρια λοιπόν διηγήθηκε τον φοβερό κίνδυνο, που είχε διατρέξει έξω από το Παλέρμο, και τον παρεκάλεσε να πάει στον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και να ανάψει μεγάλες λαμπάδες σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης για την σωτηρία του.
Αυτή με λίγα λόγια ήταν η περιπέτεια του Τούρκου Αρχιναυάρχου Κατήρ Μπέη, δείγμα λαμπρό του σεβασμού και αλλοθρήσκων ακόμη προς την σεπτή μορφή του Κυπρίου Ιεράρχου και Προστάτου της Κερκύρας Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος.
το μεταφέρουμε από εδώ
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...