Εξουσία
Το φαινόμενο της εξουσίας, πολιτικής - κοσμικής αλλά
και ιερατικής, εξηγείται εύκολα στο πλαίσιο της όλης θεολογικής σκέψης του
Χρυσοστόμου. Συνιστά και αυτή, όπως ο γάμος αποτέλεσμα της πτώσεως. Η εξουσία
αποβαίνει πρόβλημα εφόσον προϋποθέτει άρχοντα, τον οποίο εκμαυλίζει η αίσθηση
της υπεροχής, και αρχόμενο που δυσανασχετεί για την υποταγή του. Άρα πρόβλημα
είναι όχι η αφηρημένη έννοια της υποταγής, αλλά ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη
να άρχει ή που οφείλει να υποτάσσεται. Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές που
διαθέτουμε, πιστεύει ότι η απομάκρυνση των πρωτοπλάστων από τον Θεό προκάλεσε
την «πνευματική διάσπαση», «την εσωτερική αντινομία», που
εκδηλώνεται μεταξύ ανθρώπων με αντιπαλότητα, διαμάχες και
πολέμους. Η αντιπαλότητα οδηγεί στην επιβολή του ενός στον άλλο, διότι
λησμονείται ένεκα της αμαρτίας, ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ομότιμοι μεταξύ
τους[61].
Στο ίδιο ζήτημα επίσης τονίζει με κάθε τρόπο ότι η φυσική και θεία
τάξη, στην οποία είναι θεμιτό το άρχειν και το άρχεσθαι, δεν
αναιρεί την ομοτιμία μεταξύ των ανθρώπων. Το να υπακούει ο πολίτης τον
πολιτικό άρχοντα ή ο διάκονος τον Πρεσβύτερο δεν σημαίνει ότι ενώπιον Θεού
κάποιος είναι κατώτερος από τον άλλο[62].
Άρχοντες
Στα κοινωνικά ζητήματα ο Xρυσόστομος δεν είναι ποτέ
αιθεροβάμων. Ενώ εξηγεί με επιχειρήματα, ότι το άρχειν και το
άρχεσθαι αποτελεί θεία τάξη, γνωρίζει ότι πολλοί άρχοντες είναι ανάξιοι
και μάλιστα τύραννοι. Kανένας εκκλησιαστικός συγγραφέας δεν μαστίγωσε τόσο πολύ
τους παντός είδους ελλειμματικούς και τυραννικούς άρχοντες όσο ο Χρυσόστομος[63].
Γι' αυτό το λόγο ξεκαθαρίζει άμεσα ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του
άρχειν, που είναι θέλημα Θεού, και της εκλογής, που ανήκει στην
ευθύνη των ανθρώπων. Αρνείται ότι ο κάθε άρχοντας είναι «ελέω Θεού» και
δεν «χειροτονείται» - εκλέγεται από το Θεό, ο οποίος έθεσε μόνο
την τάξην του άρχεσθαι.[64]
Πλούτος και εργασία
Τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα στην Αντιόχεια και
στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργούσαν πολλά διλήμματα στα στους
Χριστιανούς. Αυτοί γνώριζαν γενικά ότι πρέπει να ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο,
που όμως απαιτούσε υπέρβαση των δομών της κοινωνίας και του τρόπου σκέψης της
εποχής, κάτι που ήταν εξαιρετικά δύσκολο και προϋπέθετε βαθιά πίστη, τόλμη και
γνώση. Η υπερτίμηση των υλικών αγαθών και ο ονειδισμός της εργασίας αποτελούσαν
κυρίαρχη αντίληψη, σε μία πόλη 500.000 κατοίκων, που περιείχε 100.000
χριστιανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν ευκατάστατοι. Μέλημά του ήταν να
δείξει ότι η εργασία δεν είναι «όνειδος»[65].
Έτσι αναζητάει το βαθύτερο λόγο της εργασίας και δίνει κίνητρα αναφέροντας ότι η
εργασία όχι μόνο δεν είναι αρνητικό, δεν είναι όνειδος, αλλά είναι θετικό και
συνιστά «νουθεσία», «σωφρονισμό» και «φάρμακο»[66]
για τα τραύματα που προκαλεί η αμαρτία. Αναφέρει ακόμα ως
παράδειγμα τον Παύλο που εργαζόταν χειρωνακτικά ημέρα και νύχτα[67].
Επίσης ο άνθρωπος αποφεύγει την αχρείωση του, καλλιεργεί πνευματικά τον εαυτό
του και γίνεται χρήσιμος στο πλησίον του.
Ο Χρυσόστομος υπερβαίνοντας οποιοδήποτε άλλον
εκκλησιαστικό συγγραφέα, καινοτομεί, στην προσπάθεια για σωτηρία και των
πλουσίων αλλά και την ανακούφιση των φτωχών. Θεωρεί ότι ο πλούτος είναι πράγμα
άψυχο και άρα από τη φύση του ούτε κακό, ούτε καλό και τον τελικό χαρακτήρα
δίνει ο άνθρωπος, που τα κατέχει με βάση τη χρήση τους[68].
Σε άλλο χωρίο επιμένει ότι δεν είναι ο Θεός αυτός ο οποίος κάνει πλούσιο ή φτωχό
ένα άνθρωπο[69].
Η γη του Θεού είναι εξίσου για όλους. Από αυτούς όμως κάποιοι κοπίασαν πολύ και
απόκτησαν πλούτη, ενώ άλλοι έγιναν πλούσιοι με αδικίες και αρπαγές, άρα σύμφωνα
με την κακή προαίρεσή τους (που δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού). Γι ' αυτό
προχωράει ακόμα περισσότερο λέγοντας ότι ο άνθρωπος με πλούτη πρέπει να είναι ο
διαχειριστής των αγαθών που κατέχει και όχι ο κάτοχος[70].
Οι απόψεις του Χρυσοστόμου όμως δεν εξαντλούνται εδώ. Ο
κάτοχος των υλικών αγαθών και χρημάτων «δικαιούται» να χρησιμοποιεί από
αυτά όσα χρειάζεται. Να τρώγει και να πίνει χωρίς υπερβολές, ώστε να μην φθάνει
στην αμαρτία[71].
Εάν δεν λειτουργήσει έτσι, σημαίνει ότι υποδουλώθηκε στα αγαθά του, με
αποτέλεσμα να καταντήσουν γι'αυτόν τύραννος, τον οποίο αδυνατεί να
ελευθερωθεί[72].
Γίνεται δηλαδή υποχείριος των χρημάτων και αντιστρέφει τη θεϊκή τάξη, η οποία
ορίζει τον άνθρωπο να ενδιαφέρεται πρώτιστα για την «'βασιλεία του
θεού'»[73].
Φτάνει δε σε σημείο να πει, ότι τελικά ο πραγματικός και χειρότερος ζητιάνος
γίνεται ο πλούσιος, σε σχέση με το φτωχό που διαρκώς ζητάει για την επιβίωση
του.[74].
Η κατακλείδα των επισημάνσεων του είναι ότι ο κατά κόσμον πλούσιος δεν είναι και
ενώπιον Θεού. Ενώπιον Θεού πλούσιοι είναι οι ενάρετοι, διότι στην επόμενη
ζωή το μόνο που μπορούν να πάρουν μαζί τους είναι οι καλές πράξεις και όχι τα
υλικά αγαθά, και ότι οι πλούσιοι κατά κόσμον, θα κριθούν με αυστηρότερο κριτήριο
από το Θεό.
Καλό θα ήταν να παραθέτατε πηγή...
ΑπάντησηΔιαγραφή