Παρασκευή, Οκτωβρίου 16, 2020

το αγεφύρωτο χάσμα

 


πλούσιος Λάζαρος | ΥΠΕΡΒΑΣΗ
πλούσιος και Λάζαρος

Χάσμα αγεφύρωτο, ‘όπως είναι πασίγνωστο, χωρίζει τον κόσμο του πλούτου απ’ τον κόσμο της φτώχειας.

Που διευρύνεται ολοένα και περισσότερο. Και έχει σαν αποτέλεσμα, για άλλους τον παράδεισο της μεγάλης ευμάρειας και άλλους την κόλαση της απόλυτης φτώχειας.

Χάσμα που υπήρχε και στην εποχή του Χριστού.

Και που δεν τον άφηνε καθόλου αδιάφορο. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των σημερινών, λεγομένων, αντιπροσώπων του. Που σε μεγάλο ποσοστό όχι μόνο είναι αδιάφοροι, αλλά είναι και τα ανήθικα ηθικά στηρίγματα των αρχιτεκτόνων του κοινωνικού και οικονομικού χάσματος.

Επεσήμαινε μάλιστα ο Χριστός και την αιτία του οικονομικού και κοινωνικού χάσματος. Που είναι η ανθρωποκτόνος αδικία.

Και υποδείκνυε και το μέσο για τη γεφύρωσή του. Που είναι η φιλάνθρωπη δικαιοσύνη.

Γεφυρώστε, τους έλεγε ο Χριστός, το χάσμα, ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, με το μαμωνά της αδικίας.

Αλλά οι φιλάργυροι φαρισαίοι, που, υποκρίνονταν ότι πιστεύουν στο Θεό, ενώ στην πραγματικότητα είχαν θεό τους το μαμωνά, τον αποδοκίμαζαν και τον χλεύαζαν.

Γεγονός, που τον ανάγκασε να τους πει την παρακάτω παραβολή:

Ήταν, τους είπε, ένας πάμπλουτος άνθρωπος, που ντυνόταν πανάκριβα και γλεντοκοπούσε νυχθημερόν.

Και παραδίπλα απ’ την πόρτα του, ήταν ένας εξαθλιωμένος και σαρανταπληγιασμένος φτωχός, ο Λάζαρος.

Που, για να ξεγελάσει την πείνα του, μοιραζόταν με τα σκυλιά όσα ψίχουλα έπεφταν απ’ το τραπέζι του πλουσίου.

Και δεν ήταν καθόλου περίεργο, που ο φτωχός Λάζαρος εγκατέλειψε νωρίς το μάταιο της αφόρητης δυστυχίας κόσμο.

Αλλά ο θάνατος, που απαλλάσσει γρηγορότερα τους φτωχούς απ’ τα βάσανά τους, ποτέ δεν ξεχνά και τους χορτάτους και τους πλούσιους…

Που σημαίνει ότι κάποια στιγμή θυμήθηκε και τον πλούσιο της παραβολής. Ο οποίος παρ’ όλους τους γιατρούς και τα γιατροσόφια τους δεν μπόρεσε να αποτελέσει εξαίρεση.

Βέβαια ο θάνατός του θα ήταν συγκλονιστικό γεγονός. Θα του επιδαψιλεύτηκαν μεγάλες τιμές. Θα εκφωνήθηκαν λόγοι, για τις ανύπαρκτες αρετές του. Και βέβαια θα του ανεγέρθηκε και μαυσωλείο περίβλεπτο.

Αλλά κάτω από τα μαυσωλεία ή τη χλόη των τάφων δεν ξεχωρίζουν οι πλούσιοι απ’ τους φτωχούς. Γιατί ο θάνατος αποδίδει την απόλυτη, χωρίς προκαταλήψεις και προσωποληψίες, δικαιοσύνη. Όμως…

Για το Ευαγγέλιο, το τέρμα της ζωής δεν βρίσκεται στο χώμα του τάφου.

Πράγμα, που βέβαια θα ήταν ευτύχημα για όλους εκείνους, που επέλεξαν στη ζωή τους το δρόμο της απανθρωπιάς και της αδικίας.

Εφόσον ο θάνατος θα ήταν η ώρα της παραγραφής των πάσης φύσεως κακουργημάτων τους.

Όπως προβλέπεται στην περίπτωση των «δικών» μας μεγαλοαπατεώνων συνταγματολόγων, που θεσμοθέτησαν τις ασυλίες και παραγραφές για τους εαυτούς τους και τους συναπατεώνες υπουργούς και βουλευτές …

Για το Ευαγγέλιο δεν υπάρχει θέμα εξαίρεσης για κανέναν. Για το Ευαγγέλιο η ζωή συνεχίζεται και πέρα απ’ τον τάφο. Και επιφυλάσσει, αναλόγως των περιπτώσεων, για άλλους ανέλπιστα ευχάριστες και για άλλους απίστευτα οδυνηρές εκπλήξεις.

Και ασφαλώς ήταν πολύ οδυνηρή έκπληξη για τον πλούσιο της παραβολής, όταν απ’ τον παράδεισο της εδώ ζωής βρέθηκε στην κόλαση της άλλης.

Ιδιαίτερα, επειδή ακριβώς απέναντί του βρισκόταν ένα παραδείσιο τοπίο. Όπου είχε μεταφερθεί απ’ τους αγγέλους και συνευφραινόταν, με τον πατριάρχη Αβραάμ, τρισευτυχισμένος, εκείνος ο αποκρουστικός Λάζαρος…

Αλλά, σαν άνθρωπος τετραπέρατος, που ήταν και δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη, ο πλούσιος φωνάζει στον Αβραάμ:

-«Πάτερ Αβραάμ, στείλε το Λάζαρο να βρέξει το δάχτυλό του στο νερό και να ’ρθει να δροσίσει για λίγο τα χείλη και τη γλώσσα μου, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φλόγα».

Αλλά ο Αβραάμ του αποκρίθηκε:

-«Παιδί μου, όπως καταλαβαίνεις, αυτό δεν μπορεί να γίνει! Γιατί ανάμεσά μας υπάρχει τεράστιο χάσμα. Κι έπειτα μην ξεχνάς το χάσμα, που χώριζε τη δική σου πλούσια ζωή απ’ τη φτώχεια, που έζησε ο Λάζαρος.

Αλλά τώρα, όπως βλέπεις, εδώ οι όροι έχουν αντιστραφεί. Με αποτέλεσμα, ενώ εσύ υποφέρεις, ο Λάζαρος να έχει βρει την ανάπαυση και παρηγοριά, που δεν έβρισκε στην επίγεια ζωή»….

Ε, λοιπόν, το χάσμα αυτό της παραβολής και γενικότερα η διδασκαλία του Ευαγγελίου για κόλαση και παράδεισο, σκανδάλισε πολλούς.

Μεταξύ των οποίων και το μεγάλο Ωριγένη, ο οποίος υποστήριξε ότι, όχι μόνο το χάσμα ανάμεσα στην κόλαση και το ν παράδεισο, αλλά και το χάσμα ανάμεσα στο Θεό κι στο διάβολο θα το γεφυρώσει η αγαθότητα του Θεού. Ύστερα από ένα, ανάλογο με τις αμαρτίες, εύλογο διάστημα. Όμως…

Στη θέση αυτών, που βρίσκουν ότι η κόλαση είναι αντίθετη προς τη θεϊκή αγαθότητα, προβάλλει μια επίσης εύλογη ένσταση:

Ότι, δηλαδή, το χάσμα ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο δεν είναι δημιούργημα του Θεού αλλά των απάνθρωπων ανθρώπων.

Που σε καμιά περίπτωση δεν θέλουν και δεν προσπαθούν να το γεφυρώσουν. Κι συνεπώς, ο, τι, αποφασίζει ο καθένας για τους άλλους στην επίγεια ζωή του, αυτό ισχύσει, για τον ίδιο, στην άλλη.

Βέβαια εμείς οι κοινοί θνητοί δικαιολογούμαστε συνήθως πως τίποτε δεν περνάει από το χέρι μας. Κι ότι άλλοι είναι εκείνοι, που αποφασίζουν για τον πλούτο των λίγων και τη δυστυχία των πολλών.

Κι όμως, αν ήμασταν ειλικρινείς, θα παραδεχόμασταν ότι εμείς στηρίζουμε και εκλέγομε αυτούς, που νομοθετούν την κοινωνική αδικία.

Και ιδιαίτερα, στην περίπτωσή μας, τους εθνικούς προδότες και δολοφόνους, που, κατά δυστυχή συγκυρία, κυβερνούν, αυτή τη στιγμή τη δύσμοιρη πατρίδα μας.

Που σημαίνει ότι είμαστε οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την κόλαση ή τον παράδεισο και της εδώ ζωής, αλλά και της μελλοντικής…

παπα-Ηλίας

https://papailiasyfantis.wordpress.comAdvertisements

Οἱ δοκιμασίες καὶ ὁ πόνος στὴ ζωή μας -Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

 





Σωστὴ ἀντιμετώπιση τῆς ἀναπηρίας


- Μία ἀναπηρία, Γέροντα, μπορεῖ νὰ δημιουργήση σύμπλεγμα κατωτερότητος;

- Αὐτὰ εἶναι μπανταλὰ[i].

- Στοὺς ἀναπήρους ὅμως, Γέροντα, μερικὲς φορὲς συμβαίνει αὐτό.

- Συμβαίνει, γιατί δὲν τοποθετοῦνται σωστά. Ὅταν καταλάβουν ὅτι ἡ ἀναπηρία εἶναι εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, τοποθετοῦνται σωστὰ καὶ ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὴν μειονεκτικότητα. Ὅταν ἕνα μικρὸ παιδὶ ἔχει κάποια ἀναπηρία καὶ δὲν ἔχει βοηθηθῆ, ὥστε νὰ χαίρεται γιὰ τὴν ἀναπηρία του, τότε ἔχει ἐλαφρυντικά, ἂν αἰσθάνεται μειονεκτικά. Ἀλλά, ἂν μεγαλώση καὶ παραμένη ἡ μειονεκτικότητα, σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς.

Σὲ ἕνα κοριτσάκι, ὅταν ἦταν ἐννέα χρονῶν, παρουσιάσθηκε ὄγκος στὸ μάτι του καὶ οἱ γιατροὶ τοῦ ἀφήρεσαν τὸ ἕνα μάτι. Τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο τὸ κορόιδευαν καὶ αὐτὸ τὸ καημένο βασανιζόταν. Ὁ πατέρας του ἦρθε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε τὸ πρόβλημά του. 

«Σκέφθηκα, Γέροντα, μοῦ εἶπε, πώς, ἂν τοῦ παίρνω ὅ,τι μοῦ ζητάει, θὰ τὸ βοηθήσω, γιατί θὰ χαίρεται καὶ θὰ ξεχνάη τὴν στενοχώρια γιὰ τὴν ἀναπηρία του. Ναί, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ κάνω αὐτό; Ἔχω ἄλλα πέντε μικρὰ παιδιά, ποὺ ζηλεύουν, γιατί δὲν καταλαβαίνουν». 

«Τί εἶναι αὐτά; τοῦ λέω. Αὐτὰ εἶναι μία ψεύτικη παρηγοριά• δὲν εἶναι λύση. Ἂν τοῦ παίρνης τώρα ὅποιο φόρεμα σοῦ ζητάει, μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια θὰ σοῦ ζητήση νὰ τοῦ πάρης καὶ μερσεντές. Πῶς θὰ τὰ βγάλης πέρα; Ὕστερα θὰ μάθη ὅτι μερικοὶ ἔχουν ἀεροπλάνα στὴν ταράτσα τους καὶ θὰ σοῦ ζητάη νὰ τοῦ πάρης ἀεροπλάνο! Τί θὰ κάνης τότε; Προσπάθησε νὰ βοηθήσης τὸ παιδί σου νὰ χαρῆ ποὺ ἔχει ἕνα μάτι. Νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μάρτυρας. Πολλοὺς Μάρτυρες τοὺς ἔβγαζαν τὰ μάτια, τοὺς ἔκοβαν τὰ αὐτιά, τὴν μύτη, καὶ ὁ κόσμος γελοῦσε μαζί τους. Αὐτοὶ ὅμως, ἐνῶ ὑπέφεραν ἀπὸ τὸν πόνο καὶ ἀπὸ τὴν κοροϊδία τῶν ἀνθρώπων, δὲν ὑποχωροῦσαν καὶ ὑπέμειναν ἀκλόνητοι τὸ μαρτύριο. Ἂν τὸ παιδὶ καταλάβη καὶ ἀντιμετωπίση μὲ δοξολογία τὴν ἀναπηρία του, ὁ Θεὸς θὰ τὸ κατατάξη μὲ τοὺς Ὁμολογητές. Μικρὸ πράγμα εἶναι νὰ οἰκονομήση ὁ Θεὸς νὰ βγάλουν τὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ νὰ μὴν πονέση, καὶ νὰ τὸ κατατάξη μὲ τοὺς Ὁμολογητές; Γιατί αὐτὸ δὲν ἔχει ἁμαρτίες νὰ ἐξοφλήση καὶ θὰ ἔχει καθαρὸ μισθὸ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναπηρία». 

Μὲ εὐχαρίστησε ὁ καημένος καὶ ἔφυγε ἀναπαυμένος. Πράγματι βοήθησε τὸ κοριτσάκι του νὰ καταλάβη ὅτι ἡ ἀναπηρία του ἦταν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ δοξολογῆ τὸν Θεό. Ἔτσι μεγάλωσε φυσιολογικά, σπούδασε φιλολογία καὶ τώρα ἐργάζεται ὡς καθηγήτρια καὶ χαίρεται πιὸ πολὺ ἀπὸ ἄλλες κοπέλες ποὺ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ βασανίζονται, γιατί δὲν ἔχουν συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς.

- Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλάβουν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, βασανίζονται καὶ μὲ τὶς εὐλογίες καὶ μὲ τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοὺς δίνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἐνῶ, ὅποιος τοποθετεῖται σωστά, ὅλα τὰ χαίρεται. Καὶ κουτσὸς νὰ εἶναι, τὸ χαίρεται! Καὶ νὰ μὴν τοῦ κόβη πολύ, τὸ χαίρεται. Καὶ φτωχὸς νὰ εἶναι, τὸ χαίρεται.

Καταλαβαίνω βέβαια πόσο δυσκολεύονται οἱ ἀνάπηροι καὶ προσεύχομαι πολὺ γι’ αὐτούς, καὶ πιὸ πολὺ γιὰ τὶς κοπέλες. Γιὰ ἕνα ἀγόρι μία ἀναπηρία δὲν εἶναι καὶ τόσο βαρύ• γιὰ μία κοπέλα ὅμως, ποὺ θέλει νὰ ἀποκατασταθῆ, εἶναι δύσκολο.

Ἰδίως οἱ τυφλοὶ πόσο δυσκολεύονται! Οἱ καημένοι δὲν μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν• ὅταν περπατοῦν, σκοντάφτουν... Στὴν προσευχή μου ζητῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ δώση στοὺς τυφλοὺς τουλάχιστον λίγο φῶς, γιὰ νὰ μποροῦν κάπως νὰ αὐτοεξυπηρετοῦνται.

- Γέροντα, κι ἐγὼ στεναχωριέμαι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ διαβάσω ἔστω ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, γιατί δὲν βλέπω καλά. Μᾶς ἔχετε πεῖ πώς, ἂν διαβάζη κανεὶς κάθε μέρα ἕνα κεφάλαιο, ἁγιάζεται.

- Γιατί νὰ στενοχωριέσαι γι’ αὐτό; Ἂν διαβάσης λίγους στίχους ἢ μόνο μία λέξη ἢ ἁπλῶς ἀσπασθῆς τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἁγιάζεσαι; Ἄλλωστε ἐσὺ δὲν γνώρισες τώρα τὸν Χριστό. Γιατί δὲν μελετᾶς νοερὰ ὅσα διάβασες ἢ ὅσα ἄκουσες μέχρι τώρα; Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ σωστὴ τοποθέτηση. Νὰ πῆς: «Τώρα ὁ Θεὸς μὲ θέλει ἔτσι, πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια μὲ ἤθελε ἀλλιῶς». Ἕνας εὐλαβὴς δικηγόρος στὰ γεράματά του δὲν ἔβλεπε καὶ μοῦ εἶπε μία φορά: «Κάνε, ἅγιε Γέροντα, προσευχὴ νὰ μπορῶ λίγο νὰ διαβάζω καὶ νὰ γνωρίζω τὰ προσφιλῆ μου πρόσωπα». «Τὰ προσφιλῆ πρόσωπα τὰ γνωρίζεις καὶ ἀπὸ τὴν φωνή, τοῦ εἶπα. Ὅσο γιὰ τὸ διάβασμα, τόσα χρόνια διάβαζες. Τώρα νὰ λὲς τὴν εὐχή. Φαίνεται ὅτι τώρα ὁ Θεὸς αὐτὸ θέλει ἀπὸ σένα». Καὶ ἀπὸ τότε ὁ καημένος ἔνιωθε μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ ὅ,τι ὅταν ἔβλεπε.


Ὁ οὐράνιος μισθὸς γιὰ τὴν ἀναπηρία


Ὅταν ἔχουμε κάποια ἀναπηρία, ἂν κάνουμε ὑπομονὴ καὶ δὲν γκρινιάζουμε, τότε ἔχουμε μεγαλύτερο μισθό. Γιατί ὅλοι οἱ ἀνάπηροι ἀποταμιεύουν. Ἕνας κουφὸ αὐτί, ἕνας τυφλὸς ἀπὸ τὸ τυφλὸ μάτι, ἕνας κουτσὸς ἀπὸ τὸ κουτσὸ πόδι. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση! Ἂν κάνουν καὶ λίγο ἀγώνα κατὰ τῶν ψυχικῶν παθῶν, θὰ ἔχουν νὰ λάβουν καὶ στεφάνια ἀπὸ τὸν Θεό. Βλέπεις, οἱ ἀνάπηροι πολέμου παίρνουν σύνταξη, παίρνουν καὶ παράσημα.


Ὅποιος ἔχει ὀμορφιά, λεβεντιά, ὑγεία, καὶ δὲν ἀγωνίζεται νὰ κόψη τὰ ἐλαττώματά του, θὰ τοῦ πῆ ὁ Θεός: «Ἀπήλαυσες στὴν ζωή σου τὰ ἀγαθά σου, τὴν λεβεντιά σου! Τί σοῦ χρωστῶ τώρα; Τίποτε». Ἐνῶ ὅποιος ἔχει μία ἀναπηρία – εἴτε ἔτσι γεννήθηκε, εἴτε τὴν κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, εἴτε τὴν ἀπέκτησε ἀργότερα -, πρέπει νὰ χαίρεται, γιατί ἔχει νὰ λάβη στὴν ἄλλη ζωή. Ὅταν μάλιστα δὲν ἔχει φταίξει, θὰ ἔχει καθαρὸ οὐράνιο μισθό, χωρὶς κρατήσεις. Δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα μία ὁλόκληρη ζωὴ νὰ μὴν μπορῆ κάποιος λ.χ. νὰ ἁπλώση τὸ πόδι του, νὰ μὴν μπορῆ νὰ καθήση, νὰ μὴν μπορῆ νὰ κάνη μετάνοιες κ.λπ. Στὴν ἄλλη ζωὴ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ πῆ: «Ἔλα, παιδί μου, κάθησε πιὰ αἰώνια ἄνετα σ’ αὐτὴν τὴν πολυθρόνα». Γι’ αὐτὸ λέω, χίλιες φορὲς νὰ εἶχα γεννηθῆ καθυστερημένος διανοητικά, τυφλός, κουφός, γιατί θὰ εἶχα νὰ λάβω τότε ἀπὸ τὸν Θεό.

Οἱ ἀνάπηροι, ἐὰν δὲν γογγύζουν, ἀλλὰ δοξολογοῦν ταπεινὰ τὸν Θεὸ καὶ ζοῦν κοντά Του, θὰ ἔχουν τὴν καλύτερη θέση στὸν Παράδεισο. Ὁ Θεὸς θὰ τοὺς κατατάξη μὲ τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες, ποὺ ἔδωσαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τους, καὶ τώρα στὸν Παράδεισο φιλοῦν μὲ εὐλάβεια συνέχεια τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ.

- Καὶ ὅταν, Γέροντα, κάποιος εἶναι λ.χ. κουφὸς καὶ γκρινιάρης;

- Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ γκρινιάζουν. Ὁ Θεὸς σὲ πολλὰ δὲν δίνει σημασία. Βλέπετε, οἱ καλοὶ γονεῖς ἀγαποῦν ὅλα τὰ παιδιὰ τους ἐξίσου, ἀλλὰ δείχνουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ ἀδύνατα ἢ τὰ ἀνάπηρα. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Θεός, ὁ Καλός μας Πατέρας, γιὰ τὰ παιδιά Του ποὺ εἶναι ἀδύνατα σωματικὰ ἢ πνευματικά, ἀρκεῖ αὐτὰ νὰ ἔχουν ἀγαθὴ διάθεση καὶ νὰ Τοῦ δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνη στὴν ζωή τους.


Τὰ καθυστερημένα παιδιὰ

Οἱ μάνες ποὺ ἔχουν καθυστερημένα παιδιά, ποὺ κάνουν συνέχεια σκηνές, ποὺ λερώνουν, τί τραβᾶνε οἱ καημένες! Μαρτύριο! Γνώρισα μία μάνα ποὺ ἔχει κοτζὰμ παιδὶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κουμαντάρη, γιατί κάνει κάτι ἀταξίες!... Τὸ καημένο παίρνει τὶς ἀκαθαρσίες καὶ πασαλείβει τὰ ντουβάρια, τὰ σεντόνια... Ἡ μάνα νὰ συμμαζεύη, νὰ καθαρίζη τὸ σπίτι, νὰ κάνη ὅλο τὸ νοικοκυριό, καὶ αὐτὸ νὰ τὰ κάνη ὅλα ἄνω-κάτω, ὅλα νὰ τὰ λερώνη. Νὰ κρύβη ἡ φουκαριάρα τὰ ἀπορρυπαντικὰ καὶ αὐτὸ νὰ τὰ βρίσκη καὶ νὰ τὰ πίνη! Ὁλόκληρα ντουλάπια τὰ πετάει κάτω ἀπὸ τὸ μπαλκόνι. Φύλαξε ὁ Θεὸς καὶ δὲν σκότωσε κανέναν μέχρι τώρα. Καὶ δὲν εἶναι μία μέρα καὶ δύο. Χρόνια ὁλόκληρα εἶναι ἡ κατάσταση!

- Μπορεῖ, Γέροντα, κάποιος ποὺ εἶναι λειψὸς στὸ μυαλὸ νὰ ἔχει ταπείνωση καὶ καλωσύνη;

- Πῶς δὲν μπορεῖ! Νά, αὐτὸ τὸ παιδάκι ποὺ ἔρχεται συχνὰ ἐδῶ στὸ μοναστήρι μπορεῖ νὰ εἶναι διανοητικὰ καθυστερημένο, ἀλλὰ τὴν καλωσύνη ποὺ ἔχει αὐτό, ποιὸς λογικὸς ἄνθρωπος τὴν ἔχει; Τί προσευχή, τί μετάνοιες κάνει! Ὅταν μὲ τὴν κήλη δυσκολευόμουν νὰ κάνω μετάνοιες, τοῦ εἶπαν οἱ γονεῖς του: «Ὁ Παππούλης εἶναι ἄρρωστος• δὲν μπορεῖ νὰ κάνη μετάνοιες». «-Κάνω ‘γώ», εἶπε ἐκεῖνο, καὶ ἔκανε μετὰ μετάνοιες γιὰ μένα καὶ γινόταν μούσκεμα στὸν ἱδρώτα. Πόσο φιλότιμο, πόση ἀρχοντιὰ ἔχει! Μία φορὰ τὸ ἔδειρε ἕνα παιδὶ στὴν γειτονιά, κι ἐκεῖνο, ἀφοῦ ἔφαγε τὸ ξύλο, τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε: «Γειά, χαρά!». Ἀκοῦς; Ποιὸς γνωστικὸς τὸ κάνει αὐτό, κι ἂς ἔχει διαβάσει Εὐαγγέλιο καὶ ἕνα σωρὸ πνευματικὰ βιβλία. Νά, καὶ πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ποὺ εἶχε ἔρθει ἐδῶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του νὰ μὲ δῆ, αὐτὸ κάθησε δίπλα μου καὶ ἡ ἀδελφούλα του πιὸ πέρα. Μόλις εἶδε τὴν ἀδελφούλα του ποὺ κάθησε μακριά μου, «ἔλα, κοντὰ Παππούλη», τῆς λέει καὶ τὴν ἔβαλε δίπλα μου. Πολὺ μὲ συγκίνησε καὶ τοῦ ἔδωσα εὐλογία ἕναν μεγάλο φιλντισένιο σταυρὸ πού μοῦ εἶχαν φέρει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Μόλις τὸν πῆρε στὰ χέρια του, «γιαγιά», εἶπε καὶ ἔδειξε πὼς θὰ τὸν βάλη στὸν τάφο τῆς γιαγιᾶς του! Φοβερό! Τίποτε δὲν θέλει γιὰ τὸν ἑαυτό του• ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους! Αὐτὸ θὰ πάη μὲ τὰ τσαρούχια στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ θὰ βάλη καὶ τοὺς γονεῖς του στὸν Παράδεισο.

Μακάρι νὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ στὴν θέση του, καὶ ἂς μὴν καταλάβαινα καὶ ἂς μὴ μιλοῦσα. Ἐνῶ ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ὅλα τὰ ἀγαθά, ἐγὼ τὰ ἀχρήστευσα. Στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ κρύβωνται μπροστά του ἀκόμη καὶ θεολόγοι. Μοῦ λέει ὁ λογισμὸς ὅτι οἱ θεολόγοι Ἅγιοι στὸν Οὐρανὸ δὲν θὰ εἶναι σὲ καλύτερη θέση ὡς πρὸς τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδάκια. Ἴσως σ’ αὐτὰ νὰ δώση ὁ δίκαιος Θεὸς καὶ κάτι παραπάνω, γιατί ἐδῶ ἔζησαν στερημένα.

- Γέροντα, ὅταν μελαγχολῆ κανείς, τί πρέπει νὰ κάνη, γιὰ νὰ τὸ ξεπεράση;

- Χρειάζεται θεία παρηγοριά.

- Καὶ πῶς θὰ τὴν πάρη;

- Νὰ γαντζωθῆ στὸν Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ τὴν δώση. Πολλὲς φορὲς μπλέκεται τὸ φιλότιμο μὲ τὸν ἐγωισμό. Οἱ περισσότεροι σχιζοφρενεῖς εἶναι εὐαίσθητες ψυχές. Τυχαίνει νὰ συμβῆ ἕνα τιποτένιο πράγμα ἢ κάτι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν καὶ ὑποφέρουν πολύ. Ἄλλος σκοτώνει ἄνθρωπο καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε, ἐνῶ ἕνας εὐαίσθητος, ἕνα γατάκι ἂν πατήση λίγο στὸ πόδι κατὰ λάθος, ὑποφέρει καὶ δὲν κοιμᾶται ἀπὸ τὴν στενοχώρια του. Καὶ ἅμα δὲν κοιμηθῆ δύο-τρία βράδια, μετὰ φυσικὰ θὰ τρέξη στὸν γιατρό.

- Γέροντα, ἡ ψυχολογία λέει ὅτι, γιὰ νὰ βοηθηθῆ ἕνας ψυχοπαθής, πρέπει νὰ λείψη τὸ αἴτιο.

- Ναί, ἀλλὰ ἂν ὑπάρχη αἴτιο. Γιατί μερικὲς φορές, ἐνῶ κάποια πράγματα εἶναι φυσιολογικά, δικαιολογοῦνται κατὰ κάποιον τρόπο, οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν σὲ λογισμούς, ποὺ πᾶνε νὰ παλαβώσουν. «Μήπως ἔχω κάτι κληρονομικό; μήπως δὲν εἶμαι καλά;», λένε. Γνώρισα ἕνα παλληκάρι ποὺ σπούδαζε, διάβαζε ἕντεκα ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο καὶ ἔπαιρνε ὑποτροφία. Βοηθοῦσε καὶ τὴν οἰκογένειά του, γιατί ὁ πατέρας του ἦταν ἄρρωστος. Στὸ τέλος κουράστηκε, γιατί ἦταν εὐαίσθητο• εἶχε συνεχῶς πονοκεφάλους καὶ μὲ πολὺ κόπο πῆρε τὸ πτυχίο. Εἶχε μετὰ λογισμοὺς μήπως ἦταν κληρονομικό. Τί κληρονομικό; Μὰ καὶ μόνον ἂν διαβάζη κανεὶς ἕντεκα ὧρες τὴν ἡμέρα, θὰ πάθη ὑπερκόπωση, πόσο μᾶλλον νὰ βοηθάη καὶ τοὺς γονεῖς καὶ νὰ εἶναι καὶ εὐαίσθητος.

- Γέροντα, ἕνα παιδὶ παρουσίασε κάποια μελαγχολία μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ πατέρα του. Μήπως εἶναι κληρονομικό;

- Μπορεῖ νὰ τραυματίσθηκε ψυχικὰ τὸ παιδί. Δὲν εἶναι ἀπόλυτο ὅτι αὐτὸ εἶναι κληρονομικό. Ὕστερα δὲν ξέρουμε καὶ ὁ πατέρας σὲ τί κατάσταση βρέθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. Βέβαια, ἕνα παιδὶ ποὺ ὁ πατέρας του εἶναι κλειστὸς ἐκ φύσεως χρειάζεται βοήθεια. Γιατί, ἂν συνεχίση καὶ αὐτὸ νὰ εἶναι κλειστὸ – ἔχει καὶ τὸν λογισμὸ μήπως εἶναι κάτι κληρονομικὸ -, μπορεῖ νὰ ἀρρωστήση.


Ὁ Θεὸς πάντοτε ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθῆ ὁ ἄνθρωπος ὅσο ἀντέχει, ἀλλὰ προστίθενται καὶ οἱ κοροϊδίες τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε κάμπτεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ ἐπιπλέον βάρος καὶ γογγύζει. Τοὺς τρελοὺς οἱ ἄνθρωποι τοὺς ἀποτρελαίνουν. Στὴν ἀρχὴ ἡ τρέλα οἰκονομιέται. Παλιὰ δὲν ὑπῆρχαν ψυχιατρεῖα καί, ἂν ἦταν κανεὶς τρελός, τὸν ἔκλειναν σὲ κάποιο δωμάτιο μὲ σιδεριές! Ἦταν μία, Περιστέρω τὴν ἔλεγαν, ποὺ τὴν εἶχαν κλεισμένη στὸ σπίτι! Τὰ παιδιὰ τὴν πετροβολοῦσαν, τὴν κορόιδευαν. Ἀγρίευε ἡ φουκαριάρα, ἔπιανε τὶς σιδεριές, φώναζε καὶ ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά της τὸ πετοῦσε ἔξω! Στὴν ἄλλη ζωὴ ὅμως θὰ δῆς ἡ Περιστέρω νὰ ξεπερνάη πολλὲς γνωστικές.

Θυμᾶμαι καὶ μία ἄλλη περίπτωση. Ἦταν μία οἰκογένεια ποὺ ἡ μεγάλη κόρη τους ἦταν λίγο λειψή, ἀλλὰ εἶχε πολλὴ καλοσύνη. Ἦταν σαράντα ἐτῶν, ἀλλὰ ἦταν σὰν πέντε. Τί σκηνὲς τῆς ἔκαναν μικροὶ-μεγάλοι! Μία φορὰ τὴν ἄφησαν οἱ γονεῖς της νὰ μαγειρέψη κι ἐκεῖνοι πῆγαν στὸ χωράφι. Θὰ ἐρχόταν ὁ ἀδελφός της ἀπὸ τὸ χωράφι, γιὰ νὰ φέρη τὰ καλαμπόκια, καὶ θὰ ἔπαιρνε τὸ φαγητὸ νὰ τὸ πάη στὸ χωράφι νὰ φᾶνε οἱ γονεῖς τους καὶ οἱ ἐργάτες. Μάζεψε ἡ καημένη ἀπὸ τὸν κῆπο κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φασολάκια καὶ τὰ εἶχε ἕτοιμα νὰ τὰ μαγειρέψη. Πάει ἡ μικρότερη ἀδελφή της, ποὺ ἦταν σωστὸς πειρασμός, τραβάει τὸν γαίδαρο ἀπὸ τὸ αὐτὶ καὶ τὸν βάζει καὶ τὰ τρώει ὅλα! Ἄντε μετὰ ἡ καημένη νὰ πάη νὰ μαζέψη ἄλλα. Καὶ δὲν εἶπε τίποτε. Μέχρι νὰ τὰ ἑτοιμάση ξανά, ἦρθε ὁ ἀδελφός της, καὶ αὐτὴ μόλις τότε ἔβαζε φαγητὸ στὴν φωτιά. Ξεφόρτωσε τὰ ζῶα καί, ὅταν εἶδε ὅτι δὲν ἦταν ἕτοιμο τὸ φαγητό, τῆς ἔδωσε ἕνα ξύλο! Τί ταλαιπωρία περνοῦσε κάθε μέρα! Ἡ μάνα της ἡ φουκαριάρα παρακαλοῦσε νὰ πεθάνη πρῶτα ἡ κόρη της καὶ μετὰ αὐτή, γιατί σκεφτόταν ποιὸς θὰ τὴν φρόντιζε. Καὶ πράγματι, πέθανε πρῶτα ἡ κόρη καὶ ὕστερα ἡ μάνα.

Πάντως, αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι καλὰ στὸ μυαλό, εἶναι καλύτερα ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους. Ἔχουν τὸ ἀκαταλόγιστο καὶ χωρὶς ἐξετάσεις περνοῦν στὴν ἄλλη ζωή.


Ἡ σωστὴ τοποθέτηση τῶν γονέων γιὰ τὴν ἀναπηρία τῶν παιδιῶν τους


Ὑπάρχουν μητέρες πού, ἂν διαπιστωθῆ κατὰ τὴν ἐγκυμοσύνη ὅτι τὸ παιδάκι ποὺ θὰ γεννήσουν θὰ εἶναι ἀνάπηρο ἢ διανοητικὰ καθυστερημένο, κάνουν ἔκτρωση καὶ τὸ σκοτώνουν. Δὲν σκέφτονται ὅτι καὶ αὐτὸ ἔχει ψυχή. Πόσοι πατέρες ἔρχονται καὶ μοῦ λένε: «Τὸ δικό μου τὸ παιδὶ νὰ εἶναι σπαστικό; Γιατί νὰ τὸ κάνη ἔτσι ὁ Θεός; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἀντέξω». Πόση ἀναίδεια πρὸς τὸν Θεὸ ἔχει αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση, πόσο πεῖσμα, πόσο ἐγωισμό. Αὐτοί, νὰ τοὺς βοηθήση ὁ Θεός, νὰ γίνουν χειρότεροι. Κάποτε ἦρθε στὸ Καλύβι μὲ τὸν πατέρα του ἕνας φοιτητὴς ποὺ εἶχε πάθει τὸ μυαλό του ἀπὸ λογισμοὺς καὶ τοῦ εἶχαν κάνει ἠλεκτροσόκ. Τὸ καημένο εἶχε στριμωχθῆ πολὺ ἀπὸ τὸ σπίτι του. Εἶχε καὶ μία εὐλάβεια! Ἔκανε μετάνοιες καὶ χτυποῦσε τὸ κεφάλι του κάτω στὸ χῶμα. «Μήπως λυπηθῆ τὸ χῶμα ὁ Θεός, ἔλεγε, καὶ λυπηθῆ καὶ ἐμένα ποὺ τὸ χτύπησα». Δηλαδὴ μήπως λυπηθῆ ὁ Θεὸς τὸ χῶμα ποὺ πόνεσε ἀπὸ τὸ δικό του χτύπημα καὶ λυπηθῆ κι ἐκεῖνον. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση! Αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἀνάξιο. Ὅποτε ζοριζόταν, ἐρχόταν στὸ Ὅρος. Τοῦ τακτοποιοῦσα τοὺς λογισμούς, περνοῦσε ἕναν-δύο μῆνες καλὰ καὶ ὕστερα πάλι τὰ ἴδια. Ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε νὰ βλέπουν οἱ γνωστοί τους τὸ παιδί, γιατί θιγόταν ἡ ὑπόληψή του. Ὑπέφερε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του. «Ἐκτίθεμαι στὸν κόσμο μὲ τὸν γιό μου», μοῦ εἶπε. Μόλις τὸ ἀκούει τὸ παιδί, τοῦ λέει: «Βρέ, νὰ ταπεινωθῆς. Ἐγὼ εἶμαι τρελὸς καὶ κινοῦμαι ἄνετα. Θὰ μὲ βάλης σὲ καλούπια; Νὰ ξέρης ὅτι ἔχεις ἕνα τρελὸ παιδὶ καὶ νὰ κινῆσαι ἄνετα. Ὁ μόνος εἶσαι ποὺ ἔχεις τρελὸ παιδί;» Σκέφθηκα: «Ποιὸς εἶναι τώρα ἀπὸ τοὺς δύο τρελός;».

Βλέπετε ποῦ ὁδηγεῖ πολλὲς φορὲς ὁ ἐγωισμός; Νὰ θέλη ὁ πατέρας ἀκόμη καὶ τὴν καταστροφὴ τοῦ παιδιοῦ του! Καὶ στὸν κόσμο ὅταν ἤμουν, γνώριζα ἕναν καθυστερημένο διανοητικά, ποὺ οἱ συγγενεῖς του, ὅταν πήγαιναν κάπου μὲ καμιὰ συντροφιά, δὲν τὸν ἔπαιρναν μαζί τους, γιὰ νὰ μὴ ντροπιασθοῦν! Καὶ ἐμένα μὲ κορόιδευαν, ἐπειδὴ καταδεχόμουν νὰ συζητάω μαζί του. Ἐγὼ ὅμως τὸν εἶχα σὲ καλύτερη θέση στὴν καρδιά μου ἀπὸ ὅ,τι ἐκείνους.



[i] Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τὴν λέξη «μπανταλὸς» μὲ τὴν σημασία τοῦ «χαζούλικος».
Πηγή  εδώ


Πέμπτη, Οκτωβρίου 15, 2020

Ἡ ματαιοδοξία στήν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν _ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

 




          
Στο πρῶτο τμῆμα τῆς πραγματείας του «Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δείχνει ὅτι ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων ἐπηρεάζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα πράξη ζωῆς, ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως τῶν μελῶν τῆς ὁμάδος, μέσα στήν ὁποίαν ἀναπτύσσεται ὁ νέος. Στό κλῖμα τῆς ζωῆς αὐτῆς τῆς ὁμάδος ἀναπνέει καὶ ἀναπτύσσεται ὁ νέος, καὶ ἀναποτρέπτως ἡ ἠθικὴ του ποιότητα, ἡ πνευματικὴ του ὀντότητα, προσδιορίζονται ἀπ' αὐτὸ τὸ κλῖμα. Τὴν νοσηρότητα τοῦ κλίματος αὐτοῦ ἐντοπίζει ὁ Χρυσόστομος στήν κενοδοξία, στή ματαιοδοξία δηλαδή, στήν ἐσφαλμένη ἀντιλήψη περὶ ἀξιοπρέπειας καὶ στή συνδεδεμένη μὲ αὐτὴ τάση γιά ἐπίδειξη πλούτου, ἐνδυμάτων, σπιτιῶν, ἐπιπλώσεων.

         Ἀναφέρεται κατ' ἀρχὴν στή συνήθεια πού εἶχε ἐπικρατήσει μεταξὺ τῶν πλουσίων νά κάμνουν ἐπίδειξη τῶν οἰκονομικῶν τους δυνατοτήτων, χρηματοδοτώντας θεατρικὲς παραστάσεις ἤ ὀργανώνοντας ἀγῶνες ἱπποδρόμου. Κίνητρο γι' αὐτὰ ἦταν τὰ χειροκροτήματα, οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, ἡ δόξα. Ὁ ἀνταγωνισμὸς αὐτὸς στήν ἐπίδειξη οἰκονομικῆς δυνάμεως εἶχε φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε μερικοὶ μόνο καὶ μόνο γιά νά μὴ δυσφημισθοῦν, ἔφθαναν στήν πτώχευση καὶ στήν ἀθλιότητα, σκορπώντας τὰ χρήματά τους ἀλόγιστα σ' αὐτές τίς ἐκδηλώσεις, τή στιγμή πού ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων πού πέθαιναν ἀπὸ τὴν πεῖνα.

         Ἡ τάση ὅμως αὐτὴ γιά ἐπίδειξη δέν ἦταν γνώρισμα ὀλίγων πλουσίων μόνον. εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ στρώματα τῆς κοινωνίας. Ἀκόμη καὶ οἱ φτωχοὶ ἐφρόντιζαν νά ἀγοράζουν τὰ καλύτερα ἐνδύματα, τὰ καλύτερα ἔπιπλα καὶ σκεύη, γιά νά ἐπιδεικνύονται. Ἀκόμη καὶ ὑπηρεσία εἰς τὸ σπίτι προσελάμβαναν, γιατὶ ἐνόμιζαν ὅτι ἡ αὐτοεξυπηρέτηση ἐμείωνε τὴν κοινωνικὴ τοὺς ὑποστάση.

          Πολλοί, ἐνῶ πεινοῦσαν, δέν ἐφρόντιζαν γιά τή διατροφή τους παρὰ γιά τὴν κοινωνικὴ τους ἀξιοπρέπεια, γιά νά δείξουν ὅτι εἶναι κάτι, ὅτι εἶναι καλοστεκούμενοι. Ὁ ἰδανικὸς κοινωνικὸς τύπος, ὁ ἐπιτυχημένος, ὁ ἀξιοθαύμαστος δέν ἦταν ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὁ συνετός, ὁ πνευματικὰ καλλιεργημένος, ἀλλὰ ὁ πλούσιος, ὁ βολεμένος οἰκονομικά.

         Ἀγανακτεῖ γιά τὴν καταστάση αὐτή ὁ Χρυσόστομος. ὅλα αὐτά, λέγει, εἶναι ἐξωτερικὰ καὶ δέν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, δέν χαρακτηρίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἰδανικὸς ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ του. Ἡ ἀρετὴ δίνει ἀξιοπρέπεια, τιμὴ καὶ δόξα. «τοῦτο εὐσχημοσύνη, τοῦτο δόξα, τοῦτο τιμή». Καὶ στο σημεῖο αὐτό, συνδέοντας ἔτσι τὴν κενοδοξία μὲ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, παρατηρεῖ ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ὅτι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν μέσα στό νοσηρὸ αὐτὸ κλῖμα καὶ ἐπηρεάζονται ἀπ' αὐτό.

          Μόλις γεννηθεῖ τὸ παιδὶ οἱ γονεῖς κάνουν τὸ πᾶν, ὄχι γιά νά βροῦν τὸν κατάλληλο τρόπο τῆς διαπαιδαγώγησής του, ἀλλὰ γιά νά τὸ καλλωπίσουν, νά τὸ ντύσουν, καὶ νά τοῦ ἀγοράσουν χρυσαφικά. Δέν φροντίζουν νά βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδίου αὐτὴ τή μανία, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἰσάγουν τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων καὶ τή φροντίδα γιά ἀνώφελα πράγματα. Καὶ εἶναι ἡ παιδικὴ ἡλικία, ἡ πρώτη ἡλικία, τὸ πιὸ πρόσφορο ἔδαφος γιά νά φυτεύσει κανεὶς εἴτε τὴν ἀρετὴ εἴτε τὴν κακία. Γι' αὐτὸ εἶναι ἀνυπολόγιστη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων, ὅταν ἀμελοῦν γιά τὴν ὀρθὴ καὶ ἐγκαίρη διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τους.

οι δαιμονισμένοι…

 Οι συγκλονιστικές ομοιότητες Χίτλερ – Ερντογάν – Makeleio.gr

Αυτές οι μέρες, είναι μέρες μνήμης. Μνήμης δόξας και οδύνης. Δόξας για το ηρωικό έπος του ’40, αλλά και οδύνης για τα πικρά χρόνια της κατοχής. Με τα τόσα περιστατικά, που ζήσαμε στην πανανθρώπινη, την πανελλήνια, αλλά και τοπική μας κοινωνία.
Όπως, για παράδειγμα, στο χωριό μας (Σκουτεσιάδα Αιτ/νίας). Με τον υπέργηρο Αριστείδη  Τσιούμα, που καλούσε, απ’ το αντικρινό βουνό σε βοήθεια το γιο του, το Γιώργο. Γιατί βέβαια, δεν μπορούσε να μας ακολουθήσει στο βουνό, που εμείς είχαμε κρυφτεί. Και τον αφήσανε εκεί με την πεποίθηση ότι ήταν αδιανόητο τα τέρατα της άριας ορδής να πειράξουν έναν 90χρονο γέροντα.

Ωστόσο οι μεγαλύτεροι έκαμαν σύσκεψη, για να πάει κάποιος να τον συναντήσει. Γιατί, ενώ την πρώτη μέρα φαίνονταν να κάνουν περιπολίες οι Γερμανοί στο βουνό της Τέμπλας, όπου βρισκόταν ο γέρος, την επόμενη όμως και τη μεθεπόμενη δεν ξαναφάνηκαν. Κι επειδή ο γέρος φώναζε όλο και συχνότερα και εντονότερα, αποφασίστηκε να πάει ο πατέρας μου (φωτογραφία).
Ένα μισάωρο, περίπου, μετά την αναχώρησή του, ακούστηκαν πυροβολισμοί. «Τον τουφέκισαν το Μήτσο»! είπαν. Κι ένιωσα τότε θυμάμαι-παιδάκι εφτά χρονών-σαν κάτι να ξεριζώθηκε βαθιά από τα σπλάχνα μου. Αλλά, ύστερα από κάμποση ώρα, επέστρεψε. Και διηγιόταν ξανά και ξανά την περιπέτειά του: «Ήταν σούρουπο, έλεγε, όταν έφτασα στο σημείο, όπου βρισκόταν ο γέρο-Αριστείδης. Μου ’λεγε πως άκουγε άλογα, που χλιμίντριζαν και που ήταν, βέβαια, τα γερμανικά πολυβόλα. Κι ακόμη πως πήγαινε και μέχρι το σπίτι του. Κινήσεις, που, όπως φαίνεται, παρακολουθούσαν οι Γερμανοί, αλλά τον άφηναν σαν δόλωμα για τη σύλληψη και κάποιων άλλων. Καθώς συνομιλούσαμε, βλέπω στ’ αριστερά μου, κάποιον να ’ρχεται. Αρχικά νόμισα πως ήταν κάποιος συγχωριανός μας. Ξανακοιτάζοντάς τον όμως, συνειδητοποίησα πως ήταν Γερμανός. Σκέφτηκα τότε, πως έτσι κι αλλιώς θα με σκότωναν. Και αποφάσισα πως θα ήταν προτιμότερο να με σκοτώσουν, καθώς θα ’φευγα, παρά να με στήσουν μπροστά σε κάποιο εκτελεστικό απόσπασμα. Και, για να βεβαιωθώ, αν είχα καιρό να φύγω, ξανακοίταξα προς την πλευρά του Γερμανού, που, αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις μου, φώναξε επιτακτικά: αλτ! Έτρεξα μ’ όλη μου τη δύναμη. Και, καθώς πηδούσα από μια μεγάλη κοτρόνα προς τη μεριά του δάσους, με πυροβόλησε. Η σφαίρα πέρασε ξυστά στο αυτί μου. Ένιωσα κάψιμο, αλλά δεν με τραυμάτισε. Ήρθαν κι άλλοι στο σημείο, που είχα πηδήσει και για λίγη ώρα μιλούσαν, ενώ εγώ σταμάτησα και περίμενα κρυμμένος, για να ιδώ τι θα κάμουν. Κι όταν βεβαιώθηκα ότι απομακρύνθηκαν, έφυγα…»
Από τη στιγμή εκείνη πήραν το γέροντα. Και διηγιόταν ο παπα-Δημήτρης Ιωακείμ το μαρτυρικό τέλος του, όπως το είδε απ’ το κρησφύγετό του, στο γειτονικό μας χωριό, την Ποταμούλα: «Ξάπλωσαν το γέροντα σ’ ένα αλώνι. Πλάκωσαν τα χέρια του και τα πόδια του με πέτρες. Τον σκέπασαν με άχυρα. Και τον έκαψαν ζωντανό. Κι ενώ οι σπαρακτικές κραυγές του ράγιζαν, όχι μόνο τις καρδιές, αλλά και τις πέτρες, οι ιεραπόστολοι του ναζισμού και της άριας βαρβαρότητας διασκέδαζαν με το ανοσιούργημά τους».
Κατά δυστυχή συγκυρία, σε άλλο σημείο του χωριού μας, συνέλαβαν και δυο γιους του (το Νίκο και το Μήτσο), που τους τουφέκισαν στα Καραμανέικα. Αλλά και κάποια άλλα περιστατικά: Όπως της γερόντισσας Γεωργίας Τσοβόλα, που ήταν κατάκοιτη και την έκαψαν ζωντανή μέσα στο σπίτι της. Του γέροντα Δημήτρη Πρατάρη, απ’ την Ποταμούλα, του αλαφροΐσκιωτου, που κυκλοφορούσε ανέμελος ανάμεσά τους, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τη λογική των κανιβάλων του Γ.΄ Ράιχ. Και του ’δωσαν να καταλάβει, εκτελώντας τον με τις λόγχες τους…
Κι ύστερα το αθώο παλικάρι (το Σωτηρόπουλο) απ’ τη Κυπάρισσο, που το υποπτεύθηκαν οι δικοί μας ως, δήθεν, κατάσκοπο. Επειδή, σαν παιδί, είχε την αφελή περιέργεια να ρωτάει τους αντάρτες για τις μάρκες των όπλων. Και που το πέθαναν δέρνοντάς το και ρίχνοντάς του λάδι καυτό και αλάτι, στις χαραγματιές, που του έκαναν στην πλάτη…
Και το Γάλλο, το Ζανό, που είχε λιποτακτήσει απ’ το γερμανικό στρατό. Και, που, για να διαφύγει τη σύλληψη απ’ τους Γερμανούς, πήδησε από μεγάλο ύψος και έπαθε ρήξη σπλάχνων. Για να πεθάνει στη Ραΐνα, στο σπίτι του μπάρμπα μου του Φώτη και να ενταφιαστεί στο νεκροταφείο του χωριού μας. Κι ύστερα τους Ιταλούς, που ξέμειναν, ύστερα από τη φυγή των Γερμανών. Και που τους χρησιμοποιούσαμε, για αρκετό χρονικό διάστημα, σαν εργάτες. Όπως τον Αουρέλιο και τον Αλβάρο (γιατρό). Και μερικούς άλλους. Που κάποια μέρα τους πέρασαν οι αντάρτες μπροστά από το σπίτι μας. Κι όταν η 3χρονη αδερφή μου έτρεξε προς τον Αλβάρο, που υπεραγαπούσε, εκείνος της είπε: «Λιμπερτά (=Ελευθερία), δεν θα με ξαναδείς»! Και δεν τους ξαναείδαμε. Αφού κάποιοι «ελληναράδες», τζάμπα παλικαράδες, τους καταδίκασαν «σε θάνατο» και τους εκτέλεσαν. Όλους! Επειδή, λέει, κάποιος Ιταλός σήκωσε τα μάτια του στο κορίτσι κάποιου «πατριώτη»…
Αυτές και πάμπολλες άλλες τραγωδίες. Σε πανελλήνια και παγκόσμια κλίμακα. Με τις εκατοντάδες χιλιάδες και τα εκατομμύρια των θυμάτων. Που τις σκηνοθετούν κάποιοι δαιμονισμένοι, όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι ή οι τωρινοί άφρονες και παράφρονες αντάξιοι διάδοχοί τους Μέρκελ , Ερντογάν, κλπ. …
Που με τις λεγεώνες των δαιμονίων, που κουβαλούν στα σωθικά τους, υποδαυλίζουν τις απωθημένες στο υποσυνείδητο των ανθρώπων καταστροφικές δυνάμεις. Και σύρουν τους λαούς στη φρίκη και τον όλεθρο των πολέμων…

Παπα-Ηλίας Υφαντής

https://papailiasyfantis.wordpress.com/

Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2020

Ρύσαι ημάς από των πονηρών!…

 Καταργήθηκε η πρωινή προσευχή στα σχολεία – η εγκύκλιος | kefaloniapress.gr

«Η Γη, λέει κάποιος  ανατολίτικος  μύθος, ακουμπάει στην πλάτη ενός ελέφαντα, ο ελέφαντας πατάει πάνω σ’ ένα αυγό και το αυγό στηρίζεται στο κεφάλι μιας καρφίτσας». Αλλά αυτό, θα πείτε, είναι ένας παραλογισμός. Όμως, η πραγματικότητα είναι πιο παράλογη κι απ’ τον παράλογο αυτό μύθο, αφού η Γη δεν στηρίζεται πουθενά. Κι όχι μόνο η Γη, αλλά και εκατομμύρια άλλων ουρανίων σωμάτων, πολλαπλάσιων σε μέγεθος από τη Γη.

Πώς όμως κατορθώνεται αυτό; Χάρη στο νόμο της παγκόσμιας έλξης, μας λένε οι επιστήμονες. Οπότε ακολουθεί το ευνόητο ερώτημα: Το νόμο της παγκόσμιας έλξης και τόσους άλλους νόμους, γνωστούς ή άγνωστους, ποιος τους θέσπισε; Στο σημείο αυτό η Εκκλησία μας, με τη γλώσσα του ψαλμωδού, αποκρίνεται: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμός, 19,1). Αλλά κάποιοι με περισσό θράσος λένε συχνά: Mα δεν υπάρχει Θεός! Γιατί, παρότι φτάσαμε μέχρι το φεγγάρι και θα πάμε κι ακόμη πιο πέρα, πουθενά δεν τον συναντήσαμε. Και στο σημείο αυτό, αναλαμβάνουν να μας  απαντήσουν οι άγιοι της Εκκλησίας. Για λογαριασμό των οποίων, ο σύγχρονός μας Άγιος  Πορφύριος, απόφοιτος της δευτέρας Δημοτικού, λέει χαρακτηριστικά: «Με την  επιστήμη και την τεχνολογία ο άνθρωπος έφτασε μέχρι το φεγγάρι, αλλά με την προσευχή φτάνει μέχρι το Θεό»! Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται και η απάντηση για το ποιος δημιούργησε τον φυσικό κόσμο και θέσπισε τους φυσικούς νόμους. Που σημαίνει ότι πέρα και πάνω απ’ όλα τα ουράνια σώματα και τους νόμους, που ρυθμίζουν την κυκλοφορία τους, βρίσκεται ο Θεός. Κι απέναντι σ’ αυτόν τον άπειρο Θεό βρισκόμαστε εμείς, τα απειροελάχιστα όντα. Εκτός φυσικά  από κάποιους άφρονες εξουσιαστές, που μέσα στο ναρκισσισμό της αυταπάτης τους, πιστεύουν ότι η ζωή τους είναι απεριόριστη και τα έργα τους ανεξέλεγκτα.

Και το απίστευτα παράδοξο είναι πως ο άπειρος Θεός είναι, σύμφωνα με το «Πάτερ ημών», πατέρας μας κι εμείς παιδιά του. Και συμβαίνει αυτό, γιατί μέσα στα απειροελάχιστα σώματά μας ο Θεός έβαλε την ψυχή. Για την οποία ο μέγας Ηράκλειτος λέει ότι «είναι τόσο απέραντη, ώστε τις εσχατιές της ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να εξερευνήσει». Και, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο,  είναι πολυτιμότερη ακόμη, κι από ολάκερο το σύμπαν (Μάρκου: Η: 36). Δεδομένου ότι περικλείει τεράστιες δυνατότητες με αιώνιες προοπτικές. Όπως, κατ’ αναλογία, το απειροελάχιστο άτομο της ύλης περικλείει την τεράστια δύναμη της ατομικής ενέργειας. Την οποία, αντί για το καλό, την χρησιμοποιούμε, συχνά, για την καταστροφή των συνανθρώπων μας. Όπως παρόμοια χρησιμοποιούμε και τις δυνατότητες της ψυχής μας, αφού, αντί για την ωφέλεια, να προξενούμε όσο γίνεται μεγαλύτερο κακό. Έστω κι αν τελικά κι εμείς οι ίδιοι αυτοκαταστρεφόμαστε.

Με την ψυχή μας, λοιπόν, ο Θεός έχει διαρκώς ανοιχτή γραμμή και  ανά πάσα στιγμή μας περιμένει να επικοινωνήσουμε μαζί του. Προκειμένου να βρούμε το φως των λύσεων στα παντοειδή μας προβλήματα. Πράγμα απόλυτα αναγκαίο, δεδομένης της μεγάλης σύγχυσης και του σκοταδιού, που μας περιβάλλει. Αλλά να που κάποιοι φωταδιστές θέλουν να κόψουν τη γραμμή επικοινωνίας με το Θεό. Και, αρχίζουν απ’ την εύπλαστη παιδική ηλικία των μαθητικών χρόνων, παραμερίζοντας συν τοις άλλοις,ευσχήμως και τη σχολική προσευχή. 

Και πού αποσκοπεί αυτή η μεθόδευση;  Χωρίς αμφιβολία στον αποχριστιανισμό και αφελληνισμό των παιδιών μας. Γιατί εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμός και ελληνισμός συμπορεύονται και συνυπάρχουν σαν δύο σιαμαίοι αδελφοί. Και οποιαδήποτε απόπειρα αποχωρισμού μεταξύ τους συνιστά κατακρεούργηση και των δύο.  Αντίθετα με τα όσα διατείνονται κάποιοι ορκισμένοι εχθροί μας, που το παίζουν φιλέλληνες. Ενώ παράλληλα επιμελούνται τους δολοφονικούς ακρωτηριασμούς των ψυχών των παιδιών και της πατρίδας μας. Έτσι ώστε να μην έχουν κανένα φως προσανατολισμού, παρά μόνο το φως του τρένου, που έρχεται καταπάνω τους, προκειμένου να τα συνθλίψει και να τα μεταβάλει σε άμορφη μάζα. Κατάλληλη να προσφερθεί ως βορά στα αδηφάγα  σαγόνια της παγκοσμιοποίησης.

Και είναι πολύ περίεργο, που ο Αρχιεπίσκοπος παλιότερα μας είχε ξαφνιάσει, λέγοντας ότι «μπορεί τα λιμάνια μας και τα’ αεροδρόμιά μας να τα πουλήσανε. Αλλά η πατρίδα μας και η Ορθοδοξία δεν πουλιούνται». Γεγονός, που δείχνει ότι κάποιοι δεσποτάδες δεν θέλουν να καταλάβουν ότι το ξεπούλημα της πατρίδας και η υπονόμευση της Ορθοδοξίας  βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο. Αφού και η μία και η άλλη, δεινά ακρωτηριασμένες, δολοφονούνται. Και ότι η κατάργηση της προσευχής και η μετάλλαξη του μαθήματος των θρησκευτικών δεν είναι παρά κάποια απ’ τα τελευταία πετραδάκια, που αφαιρούνται, πριν απ’ την ολοσχερή κατάρρευσή του οικοδομήματος. Δεδομένου ότι οι οικονομικοί, πολιτισμικοί και φυλετικοί δολοφόνοι μας προχωρούν προσεκτικά και προμελετημένα. Έτσι ώστε, καθώς  εμείς, «των οικιών ημών εμπιπραμένων» ρέγχουμε, εκείνοι να προχωρούν ακάθεκτοι στο ξεπούλημα της πατρίδας και το κατεδαφιστικό των ιερών και οσίων έργο τους.

Κι όμως, όπως δείχνουν κάποιες δημοσκοπήσεις, οι ανεγκέφαλοι ψηφοφόροι εμμένουν  τυφλά στην εναλλαγή  των εφιαλτών πολιτικών στην εξουσία, που μας έφεραν στο τωρινό κατάντημα, προκειμένου να ολοκληρώσουν  το ανόσιο έργο τους. Επειδή πιστεύουν οι οπαδοί τους ότι οι ολετήρες, που βαπτίζονται στη σατανική κολυμβήθρα της Μπίλντεμπεργκ και άλλων παρόμοιων «ευαγών» ιδρυμάτων, με τα ψεύδη, που μας μοστράρουν, μεταλλάσσονται, σε σωτήρες.

Πραγματικότητα μπροστά στην οποία, παραφράζοντας την «Κυριακή προσευχή», δεν μπορούμε, παρά να δεηθούμε: «Πάτερ ημών…ρύσαι ημάς» από των παμπόνηρων πολιτικών  και των κρετίνων οπαδών τους!..

Παπα-Ηλίας Υφαντής

https://papailiasyfantis.wordpress.com/