Χάσμα αγεφύρωτο, ‘όπως είναι πασίγνωστο, χωρίζει τον κόσμο του πλούτου απ’ τον κόσμο της φτώχειας.
Που διευρύνεται ολοένα και περισσότερο. Και έχει σαν αποτέλεσμα, για άλλους τον παράδεισο της μεγάλης ευμάρειας και άλλους την κόλαση της απόλυτης φτώχειας.
Χάσμα που υπήρχε και στην εποχή του Χριστού.
Και που δεν τον άφηνε καθόλου αδιάφορο. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των σημερινών, λεγομένων, αντιπροσώπων του. Που σε μεγάλο ποσοστό όχι μόνο είναι αδιάφοροι, αλλά είναι και τα ανήθικα ηθικά στηρίγματα των αρχιτεκτόνων του κοινωνικού και οικονομικού χάσματος.
Επεσήμαινε μάλιστα ο Χριστός και την αιτία του οικονομικού και κοινωνικού χάσματος. Που είναι η ανθρωποκτόνος αδικία.
Και υποδείκνυε και το μέσο για τη γεφύρωσή του. Που είναι η φιλάνθρωπη δικαιοσύνη.
Γεφυρώστε, τους έλεγε ο Χριστός, το χάσμα, ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, με το μαμωνά της αδικίας.
Αλλά οι φιλάργυροι φαρισαίοι, που, υποκρίνονταν ότι πιστεύουν στο Θεό, ενώ στην πραγματικότητα είχαν θεό τους το μαμωνά, τον αποδοκίμαζαν και τον χλεύαζαν.
Γεγονός, που τον ανάγκασε να τους πει την παρακάτω παραβολή:
Ήταν, τους είπε, ένας πάμπλουτος άνθρωπος, που ντυνόταν πανάκριβα και γλεντοκοπούσε νυχθημερόν.
Και παραδίπλα απ’ την πόρτα του, ήταν ένας εξαθλιωμένος και σαρανταπληγιασμένος φτωχός, ο Λάζαρος.
Που, για να ξεγελάσει την πείνα του, μοιραζόταν με τα σκυλιά όσα ψίχουλα έπεφταν απ’ το τραπέζι του πλουσίου.
Και δεν ήταν καθόλου περίεργο, που ο φτωχός Λάζαρος εγκατέλειψε νωρίς το μάταιο της αφόρητης δυστυχίας κόσμο.
Αλλά ο θάνατος, που απαλλάσσει γρηγορότερα τους φτωχούς απ’ τα βάσανά τους, ποτέ δεν ξεχνά και τους χορτάτους και τους πλούσιους…
Που σημαίνει ότι κάποια στιγμή θυμήθηκε και τον πλούσιο της παραβολής. Ο οποίος παρ’ όλους τους γιατρούς και τα γιατροσόφια τους δεν μπόρεσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Βέβαια ο θάνατός του θα ήταν συγκλονιστικό γεγονός. Θα του επιδαψιλεύτηκαν μεγάλες τιμές. Θα εκφωνήθηκαν λόγοι, για τις ανύπαρκτες αρετές του. Και βέβαια θα του ανεγέρθηκε και μαυσωλείο περίβλεπτο.
Αλλά κάτω από τα μαυσωλεία ή τη χλόη των τάφων δεν ξεχωρίζουν οι πλούσιοι απ’ τους φτωχούς. Γιατί ο θάνατος αποδίδει την απόλυτη, χωρίς προκαταλήψεις και προσωποληψίες, δικαιοσύνη. Όμως…
Για το Ευαγγέλιο, το τέρμα της ζωής δεν βρίσκεται στο χώμα του τάφου.
Πράγμα, που βέβαια θα ήταν ευτύχημα για όλους εκείνους, που επέλεξαν στη ζωή τους το δρόμο της απανθρωπιάς και της αδικίας.
Εφόσον ο θάνατος θα ήταν η ώρα της παραγραφής των πάσης φύσεως κακουργημάτων τους.
Όπως προβλέπεται στην περίπτωση των «δικών» μας μεγαλοαπατεώνων συνταγματολόγων, που θεσμοθέτησαν τις ασυλίες και παραγραφές για τους εαυτούς τους και τους συναπατεώνες υπουργούς και βουλευτές …
Για το Ευαγγέλιο δεν υπάρχει θέμα εξαίρεσης για κανέναν. Για το Ευαγγέλιο η ζωή συνεχίζεται και πέρα απ’ τον τάφο. Και επιφυλάσσει, αναλόγως των περιπτώσεων, για άλλους ανέλπιστα ευχάριστες και για άλλους απίστευτα οδυνηρές εκπλήξεις.
Και ασφαλώς ήταν πολύ οδυνηρή έκπληξη για τον πλούσιο της παραβολής, όταν απ’ τον παράδεισο της εδώ ζωής βρέθηκε στην κόλαση της άλλης.
Ιδιαίτερα, επειδή ακριβώς απέναντί του βρισκόταν ένα παραδείσιο τοπίο. Όπου είχε μεταφερθεί απ’ τους αγγέλους και συνευφραινόταν, με τον πατριάρχη Αβραάμ, τρισευτυχισμένος, εκείνος ο αποκρουστικός Λάζαρος…
Αλλά, σαν άνθρωπος τετραπέρατος, που ήταν και δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη, ο πλούσιος φωνάζει στον Αβραάμ:
-«Πάτερ Αβραάμ, στείλε το Λάζαρο να βρέξει το δάχτυλό του στο νερό και να ’ρθει να δροσίσει για λίγο τα χείλη και τη γλώσσα μου, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φλόγα».
Αλλά ο Αβραάμ του αποκρίθηκε:
-«Παιδί μου, όπως καταλαβαίνεις, αυτό δεν μπορεί να γίνει! Γιατί ανάμεσά μας υπάρχει τεράστιο χάσμα. Κι έπειτα μην ξεχνάς το χάσμα, που χώριζε τη δική σου πλούσια ζωή απ’ τη φτώχεια, που έζησε ο Λάζαρος.
Αλλά τώρα, όπως βλέπεις, εδώ οι όροι έχουν αντιστραφεί. Με αποτέλεσμα, ενώ εσύ υποφέρεις, ο Λάζαρος να έχει βρει την ανάπαυση και παρηγοριά, που δεν έβρισκε στην επίγεια ζωή»….
Ε, λοιπόν, το χάσμα αυτό της παραβολής και γενικότερα η διδασκαλία του Ευαγγελίου για κόλαση και παράδεισο, σκανδάλισε πολλούς.
Μεταξύ των οποίων και το μεγάλο Ωριγένη, ο οποίος υποστήριξε ότι, όχι μόνο το χάσμα ανάμεσα στην κόλαση και το ν παράδεισο, αλλά και το χάσμα ανάμεσα στο Θεό κι στο διάβολο θα το γεφυρώσει η αγαθότητα του Θεού. Ύστερα από ένα, ανάλογο με τις αμαρτίες, εύλογο διάστημα. Όμως…
Στη θέση αυτών, που βρίσκουν ότι η κόλαση είναι αντίθετη προς τη θεϊκή αγαθότητα, προβάλλει μια επίσης εύλογη ένσταση:
Ότι, δηλαδή, το χάσμα ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο δεν είναι δημιούργημα του Θεού αλλά των απάνθρωπων ανθρώπων.
Που σε καμιά περίπτωση δεν θέλουν και δεν προσπαθούν να το γεφυρώσουν. Κι συνεπώς, ο, τι, αποφασίζει ο καθένας για τους άλλους στην επίγεια ζωή του, αυτό ισχύσει, για τον ίδιο, στην άλλη.
Βέβαια εμείς οι κοινοί θνητοί δικαιολογούμαστε συνήθως πως τίποτε δεν περνάει από το χέρι μας. Κι ότι άλλοι είναι εκείνοι, που αποφασίζουν για τον πλούτο των λίγων και τη δυστυχία των πολλών.
Κι όμως, αν ήμασταν ειλικρινείς, θα παραδεχόμασταν ότι εμείς στηρίζουμε και εκλέγομε αυτούς, που νομοθετούν την κοινωνική αδικία.
Και ιδιαίτερα, στην περίπτωσή μας, τους εθνικούς προδότες και δολοφόνους, που, κατά δυστυχή συγκυρία, κυβερνούν, αυτή τη στιγμή τη δύσμοιρη πατρίδα μας.
Που σημαίνει ότι είμαστε οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την κόλαση ή τον παράδεισο και της εδώ ζωής, αλλά και της μελλοντικής…
παπα-Ηλίας