Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Ἀξιοποιοῦμε σωστὰ τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας; Μόνοι μποροῦμε νὰ σηκωθοῦμε ψηλά; Ὄχι! Πρέπει κάποιος ἄλλος ὑψηλώτερος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μᾶς σηκώσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία χάρις

  χρόνος τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί μου, εἶναι ἄπιαστος. Κυλάει σὰν ποτάμι ὁρμητικὸ καὶ στὸ πέρασμά του παρασύρει τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες μας. Μέχρι νὰ ξημερώσει βλέπουμε τὸν ἥλιο νὰ μεσουρανεῖ καὶ πάλι νὰ δύει χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὶς εὐχάριστες στιγμές του, τὶς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες στιγμὲς τοῦ σήμερα, ποὺ ἤδη ἔγινε παρελθόν, ἔγινε χθές.
    Ὡς ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὁ χρόνος δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν ἄχρονο Θεό μας, ἀφοῦ ὅπως λέει καὶ ὁ ποιητὴς, ὁ αἰῶνας εἶναι στιγμὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ ἄχρονος Λόγος τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καταδέχθηκε σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ φορέσει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, χωρὶς βέβαια νὰ χάσει κάτι ἀπὸ τὴ θεϊκή Του ὑπόσταση, γιὰ νὰ θεώσει ὅλους ἐμᾶς, ποὺ μᾶς φθείρει ὁ πανδαμάτορας χρόνος· αὐτὸς ποὺ περνᾶ ἀπὸ πάνω μας καὶ ἀφήνει ἔντονα τὰ σημάδια τοῦ περάσματός του. Ὅλοι μας ἀποροῦμε βλέποντας τὸ χρόνο νὰ μᾶς στιγματίζει καὶ προβληματιζόμαστε γιὰ τὴν ταχύτητά του. Τὸ παρελθὸν συνεχῶς μεγαλώνει, τὸ παρὸν μένει ἄπιαστο, τὸ μέλλον γίνεται παρὸν καὶ παρελθὸν σὲ κλάσματα δευτερολέπτου. Τρέχουμε ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὴ ζωὴ ἢ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴ ζωή; Καὶ ποιὰ ζωὴ ζητοῦμε νὰ κατακτήσουμε; Τὴν πρόσκαιρη, αὐτὴ ποὺ κυλᾶ σὰν τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, ἢ τὴν ἄρρευστη, τὴν αἰώνια, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε ὁ Δημιουργός μας; Ἀσφαλῶς τὸ ἐρώτημα δὲ στέκει. Μία εἶναι ἡ ζωή· ἡ ζωὴ κοντὰ στὸ Χριστό, αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ὄντως «Ζωή» (Ἰω. ια΄25). Καὶ ἄν τὸ χρόνο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας τὸν ἐκμεταλλευθοῦμε γιὰ ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν ἀρετῆς καὶ σοφίας, τότε ἡ χαρά μας θὰ εἶναι ἀνυπέρβλητη, γιατὶ θὰ ἔχουμε ἐπιτύχει τὸ ἐφετό, τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν ἄχρονο Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Ὅμως τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου προκαλεῖ θλίψη βαθύτατη. Θλίψη γιὰ δύο λόγους: Πρῶτα γιατὶ δὲν ἐκμεταλλευόμαστε σωστὰ τὸ χρόνο ποὺ μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ζήσουμε καὶ δεύτερο γιατὶ οἱ καλὲς στιγμές του δὲν ἐπαναλαμβάνονται. Ἕνα μᾶς μένει νὰ πράξουμε. Νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας ἐπαναλαμβάνοντες τὸ αἴτημα: " Τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ ἐκτελέσαι παρὰ τοῦ Κυρίου αἰτησώμεθα".
   Μὲ αὐτὴ τὴν αἴτηση πρῶτα ἀπ’ ὅλα ζητοῦμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴν εἰρήνη, ἰδίως τὴν ἐσωτερική, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ χαμαίζηλα πάθη καὶ τὶς καθημερινὲς ἁμαρτίες. Μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι καρπὸς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, εἶναι πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἀγωνιζόμενο καὶ ἀπὸ παντοῦ πολεμούμενο ἄνθρωπο. Μᾶς τὸ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Γαλάτες: «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλατ. ε΄ 22). Ἡ μετάνοια ἐξ ἄλλου ἀποτελεῖ τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, γιὰ μιὰ δημιουργικὴ πορεία πρὸς τὸ μέλλον μὲ σαφῆ ἀξιοποίηση τῶν ἀρνητικῶν ἐμπειριῶν τοῦ παρελθόντος.
   Δὲν πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου παραμονῆς μας ἐπάνω στὴ γῆ εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ τελικοῦ στόχου τῆς ζωῆς μας, ποὺ εἶναι τὰ χριστιανικὰ τέλη καὶ ἡ καλὴ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου. Ὁ χρόνος μας αὐτὸς εἶναι περιορισμένος καὶ τελειώνει σύντομα. Ἀποτελεῖ, λοιπόν, θανάσιμο ἁμάρτημα ἡ μὴ σωστὴ ἀξιοποίησή του· ἁμάρτημα, ποὺ ὄχι μόνο δεικνύει ἀχαριστία μπροστὰ στὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας, ἀλλὰ καὶ πονηρία καὶ ὀκνηρία μαζί. Ἄν δὲν τὸν ἀξιοποιοῦμε σωστά, γιὰ νὰ παρουσιάσουμε θετικὸ πνευματικὸ ἔργο, ἁμαρτάνουμε, ἰδίως ὅταν τὸν σπαταλοῦμε ράθυμα, σὲ φληναφήματα, μωρολογίες, ἀργολογίες, κακοήθεις διασκεδάσεις, ποὺ φουντώνουν τὴ σάρκα καὶ ἀτονοῦν τὸ πνεῦμα, τρυφηλὴ ζωή, παχυλὰ γεύματα, ἀποχαυνωτικὸ ὕπνο, ἄσεμνα ἀναγνώσματα, πονηρὰ θεάματα καὶ πολλὲς ἄλλες χρονοβόρες καί, φυσικά, ψυχοκτόνες ἀναλώσεις.
   Ἀδελφοί μου, ἔχουμε χρέος μας νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ σύμφωνα μὲ τὴν προτροπὴ πάλι τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: "Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν" (Ἐφεσ. ε΄ 15 ). Νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸ χρόνο μας μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, μὲ δικαιοσύνη, μὲ σωφροσύνη, μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ πρὸς τὸν ἄχρονο Δημιουργὸ καὶ Κυρίαρχο τῶν καρδιῶν μας. Μὴ λησμονοῦμε, λέγω πάλι, ὅτι τὸ τέλος ἐγγύς, καὶ οὐδεὶς αὐτὸ τὸ γνωρίζει. Ἔρχεται ὅπως ὁ κλέπτης τὴ νύχτα καὶ κλέβει τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται» μᾶς προειδοποιεῖ ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος στοὺς Θεσσαλονικεῖς (Κεφ. ε΄ 1-8). Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε ὡς υἱοὶ τοῦ φωτὸς καὶ υἱοὶ ἡμέρας καὶ ὄχι ὡς υἱοὶ τῆς νύχτας καὶ τοῦ σκότους. Ἄς τὸν ἀκούσουμε τὶ μᾶς παρωτρύνει νὰ πράττουμε: «Μὴ καθεύδομεν ὡς οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν· οἱ γὰρ καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι καὶ μεθυσκόμενοι νυκτὸς μεθύουσιν. Ἡμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας».
   Τὸ τρίπτυχον τοῦ χρόνου μας ἄς εἶναι πάντοτε ἔμβλημά μας στὴν ἐπίγεια πορεία μας: «Πάντοτε, χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 16-18). Δηλαδή, πάντοτε νὰ παρουσιαζόμαστε χαρούμενοι μὲ ἐσωτερικὴ χαρά, ἀνείπωτη ἀπὸ τὴν ζωντανὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή μας. Συνεχῶς νὰ προσευχόμαστε, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκιάζει ἡ χάρη τοῦ Κυρίου μας καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὰ βήματά μας πρὸς ἔργα σωτηριώδη, καὶ γιὰ κάθε δωρεὰ τοῦ δωρεοδότη Χριστοῦ μας, ποὺ μᾶς ξημερώνει ζωντανούς, μᾶς δίνει τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, μᾶς χαρίζει ὑγεία καὶ δύναμη καὶ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς δημιουργίας Του, νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα.
   Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε καὶ τὴν ἄλλη προτροπὴ τοῦ θεηγόρου Παύλου: «Ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν». ( Ἐφεσ. δ΄ 26). Δηλαδὴ νὰ μὴ νυκτώνει καὶ μᾶς βρίσκει ἡ ἑσπέρα μαλωμένους μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Δὲν πρέπει νὰ βαστᾶμε τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θυμό μας γιὰ χρόνο πολύ. Ἡ ἁγία Συγκλητικὴ μᾶς διδάσκει γι' αὐτό: «Τί μισεῖς τὸν λυπήσαντά σε ἄνθρωπον; Οὐκ αὐτός ἐστιν ὁ ἀδικήσας, ἀλλ' ὁ διάβολος. Μίσησον τὴν νόσον, καὶ μὴ τὸν νοσοῦντα». Δηλαδή, Νὰ μὴ μισοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας, ὅσο καὶ ἄν μᾶς ἀδικοῦν, γιατὶ πίσω ἀπὸ αὐτοὺς κρύβεται ὁ μισόκαλος διάβολος. Νὰ μισοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἁμαρτωλούς.
   Ὀφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε στὴ ζωὴ αὐτή, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας σὰν νὰ μὴ πεθάνουμε ποτέ, ἀλλὰ καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὸ θάνατο σὰν νὰ πεθάνουμε αὐτὴ τὴ στιγμή. Ἔτσι θὰ εὐαρεστήσουμε τὸν ἄχρονο Θεό μας καὶ θὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια Βασιλεία, «τὴν ἡτοιμασμένην ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κε΄ 34).
   Ὁ θαυμαστὸς Γέροντας Ἰωάννης ὁ Δομβοΐτης, ὁ φιλόσοφος καὶ θεολόγος τῆς οἰκονομίας τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς, ἐπανελάμβανε τὸ τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ: «Ἐκ τῆς πολυλογίας συμφύρεται καὶ ὁ λογικώτερος νοῦς» (Λόγ. μγ΄, σελ. 178) καὶ τὸ ἐφάρμοζε ἀπόλυτα. Σιωποῦσε καὶ λόγος ἀργὸς καὶ σαπρὸς δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. δ΄ 29). Αὐτὸ δίδασκε ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ πρακτικά, χωρὶς νὰ ἀφήνει οὔτε δευτερόλεπτο τῆς ζωῆς νὰ κυλᾶ χωρὶς νὰ βρίσκεται μέσα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ὠφελεῖ ἢ νὰ ὠφελεῖται ἀπὸ τὶς συναναστροφές του ἢ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία τὸν διατηροῦσε σὲ διαρκῆ ἑνότητα μὲ τὸν πανοκτίρμονα καὶ ψυχοσώστη Κύριό μας. Τὸ σύνθημα τῶν ἀρχαίων προγόνων μας «Φείδου χρόνου» τὸν συνεῖχε ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του δίδασκε νὰ ἀποφεύγουμε τὶς σχοινοτενεῖς ὁμιλίες καὶ νὰ προτιμοῦμε τὴν ἐσωκάρδια εὐχὴ ἀπὸ τὶς μωρὲς συζητήσεις καὶ γενεαλογίες ὑπακούοντας στὸ Παύλειο: «Μωρὰς ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι» (Τιτ. γ΄ 9).
     Τὴ βεβαιότητά του ἐξ ἄλλου ὅτι μιὰ φορὰ μονάχα ζοῦμε καὶ ὅτι τὰ ἔργα μας γράφονται στὶς δέλτους τοῦ οὐρανοῦ περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Γέρων Ἰωάννης, ὁ Δομβοΐτης, στὸ ποίημά του «Ἅπαξ μόνον» ὡς ἑξῆς:
ἐξ ἀναστροφῶν σου
καὶ ὡς πνεύματος ἀγαθῶν
 
Θὰ διέλθω ἅπαξ μόνον
φεῦ! τοῦ βίου τὴν ὁδὸν
κι’ ἂς προσέχω πάντα χρόνον
πᾶν μου βῆμα τῶν ποδῶν.
 
Κι’ ἀπὸ τὴν ζωὴν τὴν ἄλλην
εἰς τὴν γῆν δὲν θἄλθω πάλιν.
 
Κι’ ἔχω ἤδη προχωρήσει
-τρέχω ὅσον κι’ ὁ καιρός-
καὶ ποιὸς ξέρει ἂν θ’ ἀργήσῃ
τέρμα νὰ φανῇ ἐμπρός;
 
Κι’ ἀπὸ τὴν ζωὴν τὴν ἄλλην
εἰς τὴν γῆν δὲν θἄλθω πάλιν.
 
Πᾶς τις ὅ,τι ἐδῶ πράττει
θεῖον ἢ οὐτιδανὸν
ἀνεξίτηλος χαράττει
σμίλη εἰς τὸν οὐρανόν·
 
Σ’ τοῦ Θεοῦ τὰ ὑπερῶα
τῶν ψυχῶν εἶν’ τὰ μητρῷα.
  
   Σὲ ἄλλο ποίημά του μὲ τίτλο: «Μὴ θορυβεῖτε, μὴ περιφέρεσθε» καταγράφει τὶς διαπιστώσεις του καὶ τὰ συμπεράσματά του ἀπὸ τὴν κακὴ ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου, ποὺ ἔγκειται στὶς πολλές, ἀλλὰ ἀνωφελεῖς γνωριμίες, στὶς ἄσκοπες ὁμιλίες, στὰ γέλια, τοὺς ἀστεϊσμοὺς καὶ τὶς ἀργολογίες. Μὲ ὅλα, δηλαδή αὐτά, ποὺ ἀποπροσανατολίζουν τὴν πυξίδα προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, σκοτίζουν τὴ διάνοιά του καὶ προκαλοῦν ταραχὴ στὴν καρδιά του:
 
Αἱ γνωριμίαι αἱ πολλαὶ κι’ ἄσκοποι ὁμιλίαι,
οἱ γέλωτες, ἀστεϊσμοὶ καὶ αἱ ἀργολογίαι,
αὐτὰ σκοτίζουσι τὸν νοῦν, ταράσσουν τὴν καρδίαν
κι’ ἀνεπαισθήτως γίνονται ὁδὸς πρὸς ἁμαρτίαν.
 
   Φιλοσοφώντας ἀδιάκοπα ὁ Γέρων Ἰωάννης ὅτι «ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. ι, 2), στὸ ποίημα του «Μάταια ἢ κακά» ἀναφέρει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἀπευθυνόμενος ταπεινὰ στὸν ἑαυτό του, ἐκτὸς ἀπὸ λίγα καλὰ ποὺ κάνει στὴ ζωή του, τὰ περισσότερα ἢ εἶναι μάταια ἢ τὸν κάνουν νὰ μετανοίωνει γι’ αὐτά :
 
Ὅσ’ εἶδα κι’ ὅσα ἔκανα σ’τοῦ βίου μου τὸν χρόνο
γι’ ἄλλα εἶπα· «εἶν’ μάταια», γιὰ ἄλλα «μετανοιώνω».
Μ’ ἂν ἔκανα κἀνα καλό, στ’ ἀλήθεια, ἀπ’ τὴν ψυχή μου,
μόνον γι’ αὐτὸ «κατ’ ἔκανα», λέω, εἰς τὴν ζωή μου.
 
   Συμβουλεύοντας τέλος κάποιο μοναχὸ γιὰ νὰ μὴ δώσει «εἰς σάλον τὸν πόδα» (Ψαλμ. 120, 3) του καὶ νὰ μὴ περιπέσει σὲ ραθυμία θανατηφόρα, γιὰ τὴν ὁποίαν δὲν ὠφελεῖ νὰ μετανοιώσει, ὅταν ἔλθει ὁ θάνατος, γράφει:
 
Ὅταν τὸν χρόνο ἄδικα ἀφήνῃς τὰ περνάῃ
μὴ λησμονῆς ὅ,τ’ ἔχασες πὼς πίσω δὲν γυρνάει.
Γι’ αὐτό, τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς ἡ κάθε μιὰ σπατάλη
εἶναι ἀπώλεια βαρειά, σἂν κείνη δὲν εἶ’ ἄλλη.
Διαβαίνεις μόνο μιὰ φορὰ τὸ δρόμο τῆς ζωῆς σου
σκέψου τ’ αὐτὸ, φίλε, καλὰ κι’ ἐντός σου μόνος κλείσου.
Ἂν ὅ,τι πρέπει νὰ γινῇ στὸ δρόμο αὐτὸ δὲν γίνῃ
τί τ’ ὄφελος ἂν δάκρυα αἰώνια κανεὶς χύνῃ.
 
 Δὲν πρέπει λοιπόν νὰ λησμονοῦμε ὅτι κάθε στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας εἶναι ἀνεπανάληπτη καὶ ὀφείλουμε νὰ ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ μὲ τὴν προσευχή. Πολλὲς φορὲς ὅμως ἐνῶ προσευχόμεθα δὲν λαμβάνουμε, δὲν βρίσκουμε ἀνταπόκριση. Τὸ ταμεῖο τῆς χάριτος δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐκβιάσουμε. Ὁ Κύριος ἔχει στὰ χέρια Του τὸ κλειδὶ καὶ θὰ ἀνοίξει νὰ μᾶς δώσει, ὅταν πρέπει. Ἡ θεία χάρις εἶναι ἕνας πολὺ διακριτικὸς ἐπισκέπτης καὶ τὸ παραμικρὸ νὰ συμβεῖ συστέλλει τὶς ἀκτῖνες της. Αὐτὴ μᾶς σηκώνει ψηλά, μᾶς θεώνει. Μόνοι μποροῦμε νὰ σηκωθοῦμε ψηλά; Ὄχι! Πρέπει κάποιος ἄλλος ὑψηλώτερος ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μᾶς σηκώσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία χάρις. Ἐὰν ποτὲ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ μποῦμε στὸν Παράδεισο, θὰ ἀπορήσουμε γιὰ τρία πράγματα:
·        Δὲν θὰ δοῦμε μέσα αὐτοὺς ποὺ περιμέναμε νὰ δοῦμε.
·        Θὰ δοῦμε αὐτοὺς ποὺ δὲν περιμέναμε νὰ δοῦμε, καί
·        Θὰ ἀπορήσουμε πῶς μπήκαμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέσα.
    Ὀφείλουμε, λοιπόν, νὰ συστήνουμε σὲ ὅλους νὰ μὴ χάνουν τὸν καιρό τους. Κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου πρέπει νὰ μᾶς εὑρίσκει εἴτε στὴν προσευχή, εἴτε στὴν κατὰ Θεὸ ἐργασία, σὲ διαρκῆ ἐπιδίωξη τοῦ ἁγιασμοῦ μας.   
 Ὁ χρόνος τρέχει. Ὅλα παρέρχονται καὶ σβήνουν. Ἕνας μόνο μένει στοὺς αἰῶνες. Ὁ Χριστός μας καὶ μαζί του «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα Αὐτοῦ» (Α΄ Ἰωάν. β΄ 17). Ὁ χρόνος κυλάει, ἀλλὰ ἀφήνει πίσω τὰ σημάδια του. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς μεγαλώνει καὶ μᾶς μικραίνει. Ὅσο αὐξάνονται τὰ χρόνια τῆς γήϊνης ζωῆς μας τόσο φθίνει ὁ χρόνος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος καὶ μᾶς φθείρει καὶ μᾶς ἀνακαινίζει. Φθορὰ εἶναι τὸ γῆρας, οἱ ἀσθένειες, οἱ πόνοι. Ἀνακαίνιση ἡ μετάνοια, ἡ πνευματικὴ ὡριμότητα, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» (Β΄ Κορ. δ΄ 16). Γι’ αὐτὸ ἐπιγραμματικὰ ἂς τονίσουμε ὅτι τὸ χθές, ὅσο ἐπαχθὲς κι ἂν εἶναι, ὁ Χριστὸς τὸ ἀλλάζει. Τὸ σήμερα, ὅσο ἀγχῶδες καὶ ἂν εἶναι καὶ δύσκολο καὶ ἔμπονο ὁ Χριστὸς τὸ μεταποιεῖ σὲ ἀγῶνα ὡραῖο, σὲ ζυγὸ χρηστὸ καὶ ἐλαφρύ. Τὸ αὔριο, ὅσο θολὸ κι ἂν εἶναι τὸ μετατρέπει Αὐτὸς σὲ ἐλπιδοφόρο. Ἂς εἴμαστε λοιπόν, ἀδελφοί μου, πάντοτε κοντὰ στὸ Χριστό μας, τὴν ὄντως ἀγάπη, καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας νὰ μὴ λησμονοῦμε τὰ λόγια τοῦ μεγάλου συγχρόνου Γέροντος, Γαβριὴλ τοῦ Κυπρίου, ὅτι πρέπει τὴ ζωή μας νὰ τὴν θεμελιώνουμε στὸτρίπτυχο ποὺὁδηγεῖστὴσωτηρίακαὶποὺἀποτελεῖται ἀπὸΖῶσαπίστη,βεβαίαἐλπίδακαὶἐνεργὸἀγάπη.


Συντάκτης: Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...