(Ἰωάν. ιθ΄ 25-27, κα΄ 24-25)
Πλησιάζουσι τὸν σταυρὸν ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ὡς ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης «εἱστήκεσαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ» εἶναι ὄρθιοι πλησίον τοῦ σταυροῦ 1) «ἡ μήτηρ αὐτοῦ» 2) «ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ» 3) «Μαρία ἡ Μαγδαληνή». Ἡ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μήτηρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσήφ. Ὁ Κλωπᾶς ἤ Ἀλφαῖος ἦτο κατὰ τὸν Ἠγήσιππον παρὰ τῷ ἱστορικῷ Εὐσεβίῳ καὶ κατὰ τὸν Ἐπιφάνιον ἀδελφός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ. Ἑπομένως ἡ σύζυγός του Μαρία ἦτο συνυφάδα τῆς Θεοτόκου καὶ ὀνομάζεται ἐνταῦθα «ἀδελφὴ» ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Ἤδη οἱ δολοφόνοι Φαρισαῖοι εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ξένους ἐκτελεστάς τῶν φονικῶν των διαθέσεων. Ἔβλεπον τὸ αἷμα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ νὰ πίπτῃ κατὰ σταγόνας εἰς τὴν γῆν. Τὸ δὲ αἷμα τῶν ποδῶν Του νὰ ἀφίνῃ κόκκινες γραμμὲς εἰς τὴν βάσιν τοῦ σταυροῦ. Δὲν φεύγει πλέον, εἶναι καρφωμένος! Περιμένουν τὸ βλάσφημον στόμα Του νὰ ἀνοίξῃ μετ’ ὀλίγον ἐν τῇ ἀγωνίᾳ, ἀλλὰ θὰ μείνῃ διὰ πάντα ἄδειο ἀπὸ λόγια. Ἐσκέπτοντο, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδηλητηρίασε τὸν λαὸν καὶ ἦτο ἐχθρός τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ ἐμπορίου, εἶναι καρφωμένος μὲ τέσσαρα καρφιὰ εἰς τὸ ξύλον τῆς αἰσχύνης !
«Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ˙ γύναι, ἴδε ὁ Υἱὸς σου˙ εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ˙ ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια». Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν μητέρα Του καὶ τὸν μαθητὴν Του Ἰωάννην εὑρισκομένους ἐκεῖ, ἀναθέτει εἰς τὸν παρθένον μαθητὴν Του τὴν Παρθένον μητέρα Του διὰ τῶν ἑξῆς φράσεων : «Γύναι, ἰδοὺ ὁ Υἱός σου». Κατόπιν στραφείς πρὸς τὸν μαθητὴν λέγει: «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου». Αἱ δύο αὗται φράσεις εἶναι ὁ τρίτος λόγος τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ὁ Κύριος ἐκάλεσε μὲ τὴν λέξιν «γύναι» τὴν μητέρα Του καὶ ὄχι μὲ τὴν γλυκεῖαν λέξιν «μητέρα», διὰ νὰ μὴ τῆς αὐξήσῃ τὸν πόνον. Ἄλλως τε ἡ λέξις γύναι ἦτο ἀρκετὰ τιμητικὴ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Τὸν Ἰωάννην ἀμείβων διὰ τὴν τόλμην του ἀναθέτει ὁ Κύριος εἰς αὐτὸν τὴν μητέρα Του. Ἐξ αὐτοῦ φαίνεται, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ θὰ εἶχεν ἀποθάνει, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει εἶναι ἀδικαιολόγητος ἡ ἀνάθεσις τῆς μητρὸς τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἰωάννην. Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης παρέλαβε τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου κατ’ ἰδίαν ὡς πνευματικὴν μητέρα εἰς τὸ σπίτι του, μαζὶ μὲ τὴν Σαλώμην, τὴν σαρκικὴν μητέρα Του.
Πόσην θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν ἔδειξαν οἱ σταυρωταί Του καὶ πόσην ἠρεμίαν ἐν μέσῳ τῆς θηριωδίας καὶ κοροϊδίας δεικνύει ὁ Κύριος, ἀφοῦ λησμονεῖ τοὺς πόνους Του καὶ φροντίζει διὰ τὸν ληστὴν καὶ μητέρα Του!
«Οὗτος ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα καὶ οἴδαμεν, ὅτι ἀληθὴς ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ». Μετὰ πάσης βεβαιότητας βεβαιοῖ ὁ Ἰωάννης, ὅτι ὅσα γράφει εἶναι ἀληθῆ, διότι εἶναι αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυς. Καὶ τελειώνει˙ «ἔστι δὲ καὶ ἀλλὰ πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν». Τὸ εὐαγγέλιον ἀποτελεῖται ὄχι ἀπὸ βιβλία πολλά, τόμους μεγάλους, τοὺς ὁποίους μόνον θεολόγοι θὰ ἠδύναντο νὰ μελετήσουν, ἀλλὰ εἶναι σύντομον εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ μελετᾷ πᾶς χριστιανός.
Θέμα : Θηριωδία - Κοροϊδία - Ἠρεμία.
Ἑβραῖοι ἱερεῖς, Φαρισαῖοι καὶ οἱ λοιποὶ φίλοι τῆς ἀγρίας χαρᾶς, τῶν αἱματηρῶν θεαμάτων εἶχον ἔλθει μέχρι τοῦ Γολγοθά, διὰ νὰ ἀνοίξωσι τὴν ὄρεξίν των μὲ τὸ θέαμα τριῶν ἀγωνιώντων μελλοθανάτων. Πόσα νευρικά, ἀνήσυχα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ποδοπατήματα μέχρις ὅτου ἀρχίσῃ ἡ θηριωδία καὶ κοροϊδία, ἡ ἀγρία των χαρά! Μὲ πόσους σαρκασμοὺς δὲν θὰ παρεκίνουν τὴν τυχὸν ἀργοπορίαν τῶν Ρωμαίων σταυρωτῶν! Ἡ ἀγρία τῶν χαρὰ ἀρχίζει διὰ πραγμάτων καὶ λόγων.
Α) Διά πραγμάτων. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξεν εἰς τὸν κόσμον τὴν λεπτοτέραν ἐντροπήν, εἶναι ὁλόγυμνος εἰς τὰ ὄμματα τῶν ἐχθρῶν Του! Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε τὴν βαθυτέραν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀκούει νὰ ῥίπτουν οἱ ἐχθροί Του τὰ ζάρια διὰ τὸν ἱματισμόν Του, ὥστε πίστιν ἐδίδαξεν Αὐτός, τύχην ἐφαρμόζουν ἐκεῖνοι ἐνώπιόν Του. Οἱ Φαρισαῖοι σκέπτονται καθ’ ἑαυτοὺς χαιρεκάκως: Ὁ προφητεύσας τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ ναοῦ εὑρίσκεται κρεμασμένος ἐνώπιον καὶ τῶν δύο ! Ὁ Μέγας διδάσκαλος τοσούτων μαθητῶν εὑρίσκεται ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ὑβρίζουν καὶ τεσσάρων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν σταυρώνουν. Ὁ πτωχὸς Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἕνα μόνον χιτῶνα, εἶναι ὁλόγυμνος ! Ἐκήρυξε τὸν ἑαυτὸν Του βασιλέα καὶ τώρα ἔχει ὡς θρόνον μία σφήνα ἀπὸ ξύλον ! Ὁ αἰώνιος ταξιδιώτης, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε μία πέτρα νὰ γύρῃ τὸ κεφάλι Του, ἔχει ὡς νεκρικὴν κλίνην ὄρθιον ξύλον. Ὑπεσχέθη, ὅτι ἦλθε νὰ δώσῃ τὴν ζωὴν καὶ ὅμως δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ ὁ ἴδιος τὸν θάνατον ! Ἐκαυχήθη, ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τώρα φωνάζει ὁ ἴδιος : Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; Ὁ οὐρανὸς δὲν ἀπαντᾷ. Ποῦ εἶναι ὁ Πατήρ Του, περὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ ὁποίου πάντοτε ὡμίλει μετὰ βεβαιότητος ; Διατὶ δὲν δίδει εἰς Αὐτὸν ἕνα σημάδι τῆς παρουσίας Του ; Διατὶ δὲν κάμνει εἰς Αὐτὸν τὴν χάριν νὰ τὸν πάρῃ μαζί Του ἄνευ τῶν σκληρῶν αὐτῶν ἀναβολῶν; Δὲν ἀπαντᾷς; Δὲν ἐπιθυμεῖς νὰ μᾶς κηρύξῃς; Διατὶ ἀπαξιοῖς νὰ μᾶς προσηλυτίσῃς; Ἐὰν εἶναι ὀρθὸν νὰ σὲ ἀγαπῶμεν, δεῖξόν μας, ὅτι πρῶτον σὲ ἀγαπᾷ ὁ Πατήρ Σου. Μόνον ὁ ἥλιος, ἡ λάμπα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, φωτίζει, ἵνα βλέπωμεν καλλίτερον τὰς συσπάσεις τοῦ προσώπου Του καὶ τὰ λαχανιάσματα τοῦ λαιμοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου !
Ταῦτα σκεπτόμενοι οἱ ἐχθροί Του θὰ ἐξῆγον τὸ εὐχάριστον δὶ’ αὐτοὺς συμπέρασμα. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Πατήρ Του, Αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος ἐψεύσθη. Εἶναι ἄξιος τῆς τύχης Του! Τοῦτο ἦτο γνωστὸν πρὸ καιροῦ. Ἀλλὰ τώρα πλέον ἀπεδείχθη! Ἡ συνείδησίς μας, θὰ ἔλεγον οἱ ἐχθροί Του, εἶναι πάρα πάνω ἀπὸ ἥσυχη, ὅτι ὀρθῶς ἐνηργήσαμεν! Κατὰ συνέπειαν, ἐὰν μᾶς ἐπέτρεπον οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται νὰ ἐδίδομεν καὶ ἡμεῖς μερικὰ σφυροκοπήματα, ἀφοῦ μᾶς ἀπηγόρευσαν τὸν ἀνακουφιστικώτατον διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατον, θὰ ἦτο εὐχῆς ἔργον! Ποία ποικιλία κοροϊδίας καὶ θηριωδίας ! Ἡ ἀγρία ὅμως χαρὰ αὐτὴ εἶναι ὄχι μόνον διὰ πραγμάτων καὶ ὑπονοουμένων, ἀλλὰ καὶ διὰ λόγων ῥητῶν.
Διὰ λόγων. Ὅλοι συνέτρεξαν εἰς τὴν παραφωνίαν αὐτήν. Τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου, οἱ ἱερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται, οἱ λησταί, ὁ λαός, οἱ «παραπορευόμενοι» οἱ διερχόμενοι. Καὶ οἱ μὲν ἄρχοντες ἔλεγον : «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. Ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ». Ἂν εἶναι βασιλεύς, ἂς καταβῇ ἀπὸ τὸν σταυρόν! Πόση εἰρωνεία εἰς τὸν πόνον Του καὶ ἑπομένως πόση κοροϊδία καὶ θηριωδία ! Οἱ στρατιῶται ἐνέπαιζον καὶ αὐτοὶ προσερχόμενοι ὄξος προσφέροντες καὶ λέγοντες : «Εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν». Οἱ τοσοῦτον βασανίσαντες Αὐτὸν διὰ τῆς σταυρώσεως καὶ φραγγελώσεως τώρα εἰρωνεύονται. Πόση θηριωδία καὶ κοροϊδία! Καὶ οἱ δύο κατ’ ἀρχὰς συσταυρωθέντες λησταὶ ὠνείδιζον Αὐτόν. Ὁ εἷς τῶν κρεμασθέντων κακούργων κατόπιν ἐβλασφήμει Αὐτὸν :
«Οὐχὶ σὺ εἶ ὁ Χριστός; σῶσον σεαυτόν!» Οὔτε ὡς ὁμοιοπαθεῖς οὗτοι συνεπάθουν, οὔτε ὡς κακοῦργοι εἶχον ἐντροπήν! Πόσην θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν δεικνύουσι πρὸς τὸν Ἰησοῦν ! Ἀλλὰ καὶ «οἱ παραπορευόμενοι κινοῦντες τὰς κεφάλας αὐτῶν καὶ λέγοντες˙ οὐὰ ὁ καταλύων τὸν ναόν, σῶσον σεαυτόν. Εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ!» Πόση θηριωδία εἰς τὴν κοροϊδίαν των !
Ἡ ἀγρία χαρὰ ἐξακολουθεῖ καὶ ὅταν ὁ Κύριος εὑρίσκεται εἰς τὴν τελευταίαν στιγμὴν καὶ μετὰ τὸ φοβερὸν σκότος, τὸ ὁποῖον ἐκάλυψεν ὅλην τὴν γῆν. Ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ ὁ Κύριος φωνάζει: «Ἠλὶ Ἠλί Λαμμᾶ σαβαχθανί». Τινὲς Ἑλληνισταὶ Ἑβραῖοι νομίζουν, ὅτι φωνάζει τὸν κατὰ τὴν μέλλουσαν κρίσιν ἐλευσόμενον προφήτην Ἠλίαν. Κἄποιος στρατιώτης ἐκ συμπαθείας κατ’ ἀρχὰς λαβών σπόγγον «καὶ περιθείς καλάμῳ πλήσας ὄξους ἐπότιζεν Αὐτόν». Οἱ δὲ Ἑβραῖοι εἰρωνικῶς λέγουσιν : «Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν!» Πόσην κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν δεικνύουσι καὶ οὗτοι!
Ἡ ἠρεμία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶναι ἤρεμος. Εἶναι τόσον ἤρεμος, ὥστε μέσα εἰς τὴν ἀγωνίαν αὐτὴν τῆς κοροϊδίας καὶ θηριωδίας λησμονῶν τὸν πόνον ἀγαπᾷ μὲ τρυφερότητα ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἀφίνει, Ἰωάννην καὶ μητέρα Του, ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀφῆκαν, τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰργάσθησαν διὰ τὸν θάνατόν Του. Τὸ βάθος ὅμως τῆς ἠρεμίας Του φαίνεται ἀπὸ τὴν συγγνώμην, τὴν ὁποίαν δίδει εἰς τοὺς ἄλλους. Ἀπὸ τὸ βάθος δηλαδὴ τῆς καρδίας Του σὰν ἕνα τραγούδι νίκης τοῦ πνεύματος κατὰ τῆς βαρείας καὶ τσακισμένης σαρκὸς Τοῦ ἀναπηδοῦν τὰ ἀθάνατα καὶ ἀλησμόνητα ἐκεῖνα λόγια : «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι, τί ποιοῦσι». Πόση ἠρεμία! Οὐδεμία προσευχὴ ὑψώθη εἰς τὸν Οὐρανὸν θειοτέρα ἀπ’ αὐτήν, ἀφ’ ὅτου ὑπῆρξαν καὶ προσηυχήθησαν ἄνθρωποι! Δὲν εἶναι προσευχὴ ἀνθρώπου, ἀλλὰ Θεοῦ πρὸς Θεόν. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν συγχωροῦσι τὰς ἀρετᾶς πολλάκις τῶν ἐναρέτων, οὐδέποτε ἐφαντάσθησαν πρὸ τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικαλεσθῇ τις τὴν συγγνώμην δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοῦ δίδουσι θάνατον ἤ τὸν ἐγκαταλείπουν.
Τὸ μεγάλο βάθος ὅμως τῆς ἠρεμίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ δικαιολογία τῆς συγγνώμης «οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» δὲν γνωρίζουσι τί κάμνουσι. Ὁ Κύριος ἦλθε νὰ διδάξῃ, τί πρέπει νὰ κάμνωμεν. Πόσοι ὅμως τὸ ἔμαθαν! Καὶ αὐτοὶ οἱ ἰδικοί Του, οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ γνωρίσωσιν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός, νικηθέντες ἀπὸ τὸν φόβον καταφεύγουσιν εἰς τὴν φυγήν. Τὸν ἐγκαταλείπουν τὴν στιγμήν, ὅτε θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι μαζί Του, Δία τῆς φυγῆς τῶν δεικνύουσιν, ὅτι δὲν γνωρίζουσι τί ἔκαμνον. Πολὺ ὀλιγώτερον ἐγνώριζον, τί ἔκαμνον οἱ Φαρισαῖοι φοβούμενοι, μήπως καὶ χάσωσιν οἰκονομικὰ των καὶ κοινωνικὴν των θέσιν, οἱ πλούσιοι τὰ χρήματά των, ὁ Πιλᾶτος τὴν θέσιν του. Ἀκόμη ὀλιγώτερον ἐγνώριζε, τί ἔκαμνε ὁ Ἑβραϊκὸς ὄχλος ὑποτεταγμένος εἰς τοὺς Φαρισαίους καθοδηγητάς, ὥστε νὰ φωνάζῃ : «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Ἀκόμη ὀλιγώτερον γνωρίζουσι τί ἔκαμνον οἱ δήμιοι σταυρωταί ἐκτελοῦντες ἐντολὴν τῶν ἀξιωματικῶν των. Τὸ θῦμα των ὅμως ὑπέδειξεν εἰς ὅλους αὐτοὺς τί κάμνουν. Εἰς τοὺς μαθητάς προεῖπε τὴν φυγὴν των, εἰς τὸν Πέτρον τὴν ἄρνησιν καὶ εἰς τὸν Ἰούδα τὴν προδοσίαν. Μετὰ τὴν προφητείαν ἔδωκε καὶ καταλλήλους συμβουλάς, ὥστε νὰ προσεύχωνται οἱ μαθηταί. ἵνα μὴ εἰσέλθωσιν εἰς πειρασμόν. Εἰς Ἄνναν, εἰς Καϊάφαν καὶ Πιλᾶτον ἐδήλωσε τί κάμνουσι, ἀφοῦ ὠμολόγησε ποῖος ἦτο. Εἰς τοὺς στρατιώτας ἐδήλωσε τί κάμνουν, ὅταν τοὺς συνεχώρει κατὰ τὴν σταύρωσίν Του. Πόση εἶναι ἡ ἠρεμία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ, διότι δὲν γνωρίζουσι τί κάμνουσι, ἂν καὶ τοὺς εἶπεν ὁ ἴδιος τί ἔπρεπε νὰ κάμουν !
Συμπεράσματα: Εἴδομεν τὸν Θεάνθρωπον καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Δύο μεγάλα διδάγματα λαμβάνομεν, ἂν ἴδωμεν τὴν διαγωγὴν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεάνθρωπον καὶ τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.
Πρῶτον˙ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸν Θεάνθρωπον ἔδειξαν θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν. Πᾶσα ἀνθρωπίνη κακία εἶναι θηριωδία καὶ κοροϊδία. Ὅση εἶναι ἡ ἀγριότης, ἄλλη τόση εἶναι καὶ ἡ κοροϊδία! Ὅση εἶναι ἡ κοροϊδία, ἄλλη τόση εἶναι καὶ ἡ ἀγριότης! Σκληρότης καὶ παιγνίδι, τίγρις καὶ παιδίον εἶναι τὸ θηρίον, τὸ ὁποῖον ἐμφωλεύει μέσα μας. Τὸ διπρόσωπον τοῦτο θηρίον εἶναι τρομερόν. Ὅταν καὶ σὺ εἶσαι σκληρὸς καὶ παίζῃς μὲ τὸν πόνον τῶν ἄλλων, ἔχεις καὶ σὺ θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν. Ἐπειδὴ δὲ ὅ,τι κάμῃς εἰς τὸν ἀδελφόν σου, τὸ κάμνεις εἰς τὸν Θεόν σου, φοβοῦ τὴν κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν, τὰς ὁποίας ἀπευθύνεις εἰς τὸν ἀδελφόν σου, διότι μεταβαίνουσιν εἰς τὸν Θεόν σου ! Πρέπει νὰ φοβῆσαι τὴν κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν, ὄχι μόνον, διότι ἀπευθύνονται εἰς τὸν Θεόν σου, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς μεγάλης σχέσεως, τὴν ὁποίαν ἔχουσι μεταξὺ των. Ἡ θηριωδία μεγαλώνει μὲ τὴν κοροϊδίαν! Ἡ κοροϊδία ἔστω καὶ ἂν δὲν συνοδεύεται ὑπὸ ἐξωτερικῆς θηριωδίας, δὲν παύει ἔστω καὶ μόνη της νὰ εἶναι μεγάλο κομμάτι θηριωδίας. Ἡ κοροϊδία καὶ ἡ θηριωδία ἐγγίζουσι τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μας, διότι ἀνοίγουν τὸν μεγαλύτερον πόνον, ὁ ὁποῖος εἶναι βαθύτερος πάσης ἀνθρωπίνης χαρᾶς. Ἑπομένως πρέπει νὰ ἔχωμεν ὑπομονήν, ὅπως εἶχε καὶ ὁ Κύριος, ὅταν γενώμεθα θύματα κοροϊδίας καὶ θηριωδίας ἄλλων. Πρέπει νὰ ἔχωμεν προσοχήν, ὅταν πρόκειται νὰ εἴμεθα δράσται θηριωδίας καὶ κοροϊδίας, σκληροὶ καὶ εἴρωνες εἰς τοὺς ἄλλους.
Δεύτερον˙ Ὁ Θεάνθρωπος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἔδειξεν ἠρεμίαν, διότι δὲν ἐγνώριζον τί κάμνουσι. Καὶ πράγματι! Ἡ ἄγνοια εἶναι τόσον μεγάλη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὀλίγοι εἶναι οἱ γνωρίζοντες, τί κάμνουσι. Ἡ κατηραμένη κακὴ συνήθεια, ὁ πιθηκισμός, ἡ μίμησις δηλαδὴ ἀδιακρίτως καλῶν καὶ κακῶν πράξεων, τὰ πάθη τὰ ὁποία κρύπτονται εἰς τὸ βάθος μας, αἱ εὐχάριστοι ἱκανοποιήσεις, τὰς ὁποίας αἰσθανόμεθα εἰς τὸ αἷμά μας καὶ εἰς τὸ πνεῦμά μας, ὅταν ἁμαρτάνωμεν, εἶναι τὰ πραγματικὰ ἐλατήρια τῶν πράξεών μας. Ἡ συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς ξυπνᾷ εἰς τὸ τέλος, ὄτε δὲν μένει παρὰ στάχτη καὶ ἐντροπή, στάχτη εἰς τὸ θῦμα, ἐντροπὴ εἰς τὸν δράστην. Συγχωρεῖς καὶ σὺ τὴν φίλην σου, τὸν φίλον σου, τὸν ἀδελφόν σου, τὸν ἐχθρόν σου, ἔχων ὑπ’ ὄψιν σου τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ τῆς κακίας; Προσέχεις τὸν ἑαυτόν σου, ἔχων ὑπ’ὄψιν σου τὴν ὑπουλότητα τοῦ κάκου, τὴν δύναμιν τῆς συνηθειάς του, τὴν γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας; Ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος σὲ κάμνει νὰ συγχωρῇς τοὺς ἄλλους, διότι ἡ κακία εἶναι μεγάλη εἰς ὑπουλότητα, γλυκύτητα καὶ πιθηκισμόν, εἶναι ὁ αὐτὸς ὁ ὁποῖος σοῦ ἐπιβάλλει νὰ προσέχῃς τὸν ἑαυτόν σου. Πόσον μεγάλο εἶναι τὸ μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ὑπ’ αὐτοῦ συνιστωμένη συναίσθησις τοῦ κακοῦ σοῦ συνιστᾷ νὰ δίδῃς συγγνώμην εἰς τοὺς ἄλλους, προσοχὴν διὰ τὸν ἑαυτόν σου.
Ἂς συγχωρῶμεν λοιπὸν τὴν θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν τῶν ἄλλων, ἂς προσέχωμεν τὴν ἰδικὴν μᾶς θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν, ἵνα εἴμεθα πάντοτε ἤρεμοι. Ἀναγνῶστά μου, ἡ πλεονεξία σου κατέστησε τὸν Χριστὸν γυμνὸν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Αἱ διὰ τῶν χειρῶν σου γενόμενοι ἁμαρτίαι ἤνοιξαν τὰς πληγάς εἰς τὰς χεῖρας Ἐκείνου. Οἱ ἀπρεπεῖς λογισμοὶ τῆς κεφαλῆς σου εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τὸν ἀκάνθινον στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Του. Ἡ ἰδική σου παράνομος ἀνακεκλιμένη ὁριζόντια θὲσις, ὅταν ἡμάρτανες σαρκικῶς, ἔφερε τὴν κάθετον ἀνακεκλιμένην ἐπώδυνον θέσιν Ἐκείνου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ὁ ἰδικός σου ἐγωϊσμὸς ἔφερε τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ συντριβὴν καὶ ἐξευτελισμὸν Ἐκείνου ! Φτερουγίζεις, πετᾷς ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν σου; Μετέωρον καὶ ἐπώδυνον μεταξὺ Οὐρανοῦ καὶ γῆς ὡδήγησας τὸν Ἀρχηγόν σου.
Ὁ Κύριος συνετρίβη. Ἡ ἄψυχος φύσις ἐπίσης. Ἡμεῖς θὰ μείνωμεν ἀσυγκίνητοι; Δία τοῦτο εἴμεθα ἄξιοι δακρύων, ἐὰν εἰς τὴν σημερινὴν συντριβὴν Ἐκείνου μείνωμεν ἡμεῖς ἀσυγκίνητοι. Ἂς παρακαλέσωμεν τὸν συντετριμμένον Ἰησοῦν, ὅπως συντρίψῃ τὰς καρδίας πρὸς μετάνοιαν ! Γένοιτο !